Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΕ΄ (25η) Νοεμβρίου, μνήμη της Αγίας και ενδόξου Μεγαλομάρτυρος του Χριστού ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ.

Δημοσίευση από silver »

Αικατερίνα η ένδοξος του Χριστού Μεγαλομάρτυς ήτο από την μεγαλόπολιν Αλεξάνδρειαν, ήθλησε δε κατά τον καιρόν των ασεβών βασιλέων Μαξιμιανού, Μαξεντίου και Μαξιμίνου των βασιλευσάντων κατά τα έτη τε΄ - τιγ΄ (305 – 313). Ο Βίος αυτής και το Μαρτύριον είναι τόσον θαυμαστός, γλυκύς και ηδύτατος, ώστε πάσα ψυχή, ήτις μετά προσοχής αναγινώσκει και ακροάται αυτόν, ευφραίνρται και δροσίζεται και πολύν τον καρπόν συγκομίζει. Η ελπίς της συγκομίσεως των καρπών γεμίζει θάρρος τον γεωργόν και τον κάμνει να μη συλλογίζεται ποσώς κόπον και ιδρώτα, ούτε πάσαν άλλην χειμέριον κακοπάθειαν, αλλά να υπομένη καρτερικώς τας θλίψεις των ανέμων και των υδάτων και αυτής της χιόνος την δριμύτητα, αναμένων μετά πόθου πολλού το θέρος να απολαύση τους καρπούς του. Με την ελπίδα του προσκαίρου κέρδους οι έμποροι, δια να πολλαπλασιάσουν τα χρήματα, δεν συλλογίζονται κακοπάθειαν ουδέ βάσανον, αλλ’ υπομένουν διαφόρους κινδύνους θαλάσσης και στερεάς, και χάνουσι πολλοί την ζωήν των ματαίως και ανωφελώς. Ομοίως και ο ισχυρός στρατιώτης, με την ελπίδα της ματαίας δόξης και τιμής, την οποίαν προσδοκά να απολαύση, δεν συλλογίζεται ποσώς τον κίνδυνον της ζωής, ούτε άλλην τινά βάσανον, αλλ’ έχει θάρρος να νικήση τους εχθρούς και αντιδίκους του βασιλέως του, δια να τον τιμήση ύστερον και να τον δοξάση κατά τους άθλους και τας ανδραγαθίας αυτού. Εάν λοιπόν ούτοι υπομένουσι τόσας θλίψεις και κόπους και λυπηρά, δια να αποκτήσουν φθαρτά και ρέοντα πράγματα, άτινα σήμερον είναι και αύριον αφανίζονται, πολλάκις δε αποτυγχάνουσιν οι ταλαίπωροι και δεν απολαμβάνουσι το ποθούμενον, καθώς είδομεν εις διαφόρους καιρούς και τόπους· και ο μεν γεωργός μοχθεί λίαν και σκορπίζει το γέννημα εις την γην, θαρρών να το δεκαπλασιάση, πολλάκις δε δεν απολαμβάνει ουδέ τον σπόρον του· και πάλιν ο έμπορος δαπανά τα χρήματά του και επιβαίνει εις το πλοίον να ταξιδεύση, δια να δυνηθή να διπλασιάση τα χρήματα και πολλάκις ο κακότυχος πίπτει εις ληστάς και λυστεύεται ή κάμνει αβαρίαν και ρίπτει το πράγμα του εις την θάλασσαν, πολλάκις δε χάνει και την ζωήν του παντελώς· ο δε στρατιώτης υπάγει να πολεμήση τους εχθρούς και αυτός ο άθλιος θανατώνεται· εάν, λέγω, αυτοί παραδίδουσι το σώμα και την ψυχήν εις τόσους κινδύνους δια ρέοντα και μάταια πράγματα, πόσον μάλλον πρέπει να κοπιάσωμεν ημείς οι Χριστιανοί, οίτινες ηξεύρομεν αναμφιβόλως και είμεθα βέβαιοι, ότι έχομεν να κληρονομήσωμεν τόσα αγαθά εις την Βασιλείαν των ουρανών πανευφρόσυνα και αιώνια. Ταύτα γνωρίζοντες τον παλαιόν καιρόν οι άνθρωποι, ως καλοπροαίρετοι και ευγνώμονες εβιάζοντο κατά το δυνατόν να αξιωθώσι ταύτης της μακαριότητος· και άλλοι μεν εδίδοντο εις άκραν άσκησιν και σκληραγωγίαν του σώματος, φεύγοντες τους ανθρώπους και κατοικούντες εις όρη και σπήλαια, μόνοι προς μόνον τον Θεόν προσευχόμενοι. Έτεροι δε πάλιν, θερμότεροι εις την ευσέβειαν και ζηλωταί της αληθούς ημών πίστεως, κατεφρόνουν όχι μόνον τον πλούτον και τα υπάρχοντά των, αλλά και αυτήν την ζωήν των παραδίδοντες εις θάνατον, δια την πολλήν των αγάπην και τον άμετρον έρωτα, τον οποίον είχον προς τον ποθούμενον Χριστόν· όσον δε έβλεπον τους αιμοβόρους τυράννους εφευρίσκοντας κατ’ αυτών διάφορα κολαστήρια, τόσον αυτοί παρρησιάζοντο εθελουσίως προς θάνατον. Το δε θαυμασιώτερον ήτο ότι όχι μόνον άνδρες, τους οποίους βοηθεί και δυναμώνει η φύσις, αλλά και κοράσια τρυφερά δεκαπέντε χρόνων και δώδεκα, από τον άπειρον πόθον τον οποίον είχον και το εγκάρδιον φίλτρον προς τον Νυμφίον τον επουράνιον, ελησμόνουν του θήλεως την χαυνότητα. Δεν επτοούντο βασιλέων και τυράννων θρασύτητα, δεν εσυλλογίζοντο κολαστηρίων δριμύτητα, ούτε ελυπούντο σωματικήν ωραιότητα, αλλ’ απηρνούντο πάσαν απόλαυσιν πρόσκαιρον και σαρκικήν ηδυπάθειαν και έτρεχον εκουσίως εις θάνατον, ηξεύρουσαι ότι δια μέσου τούτου του θανάτου ηξιούντο της αιωνίου ζωής και μακαριότητος και μάλιστα αύτη η σήμερον παρ’ ημών χαρμονικώς εορταζομένη και προκειμένη εις έπαινον, η όντως ωραία και πάγκαλος νύμφη του επουρανίου Βασιλέως Χριστού, η πάσας τας λοιπάς υπερβαίνουσα εις σοφίαν και ωραιότητα και εις άλλα πολλά αξιώματα, η βασιλίς Αικατερίνα, η περίφημος όντως και πάνσοφος. Αύτη η αοίδιμος ήτο θυγάτηρ του πρώην βασιλίσκου της Αλεξανδρείας Κώνστα (ή Κέστου) υψηλού αναστήματος, πολλά ωραία και εις το κάλλος αμίμητος, εκπαιδευθείσα εις πάσαν Ελληνικήν παιδείαν, και μαθούσα όλους τους ποιητάς, Όμηρον, Βιργίλιον, Αριστοτέλην και Πλάτωνα· όχι δε μόνον τους φιλοσόφους, αλλά και τας βίβλους των ιατρών Ασκληπιού, Ιπποκράτους και Γαληνού και απλώς ειπείν όλην την Ρητορικήν και Λογικήν και πάσαν λέξιν και γλώσσαν έμαθεν, ώστε όλοι εθαύμαζον την σοφίαν της, όχι μόνον οι ορώντες αλλά και οι εξ ακοής εξεπλήττοντο. Πολλοί πλουσιώτατοι άρχοντες της συγκλήτου εζήτησαν αυτήν εις γάμον από την μητέρα της, η οποία ήτο κεκρυμμένη Χριστιανή δια τον μέγαν διωγμόν, τον οποίον εκίνησε τον καιρόν εκείνον κατά των πιστών ο Μαξιμιανός. Οι δε συγγενείς και η μήτηρ αυτής την συνεβούλευον να υπανδρευθή δια να μη υπάγη η βασιλεία του πατρός της εις αλλότριον άνθρωπον και την αποξενωθώσιν ολοτελώς. Η δε Αικατερίνα ηγάπα την παρθενίαν κατά πολλά ως φιλόσοφος, και προφασιζομένη διαφόρους αιτίας έλεγεν, ότι δεν επεθύμει ουδόλως να υπανδρευθή. Όταν όμως είδεν ότι της έδιδον περί τούτου πολλήν ενόχλησιν, είπεν εις αυτούς, δια να μη την πειράζωσιν· «Εύρετε ένα νέον να είναι όμοιός μου εις τα τέσσαρα χαρίσματα, κατά τα οποία ομολογείτε ότι υπερβαίνω τας λοιπάς νεάνιδας, και τότε να τον λάβω σύζυγον, διότι δεν καταδέχομαι να λάβω αναξιώτερόν μου και ευτελέστερον. Ερευνήσατε λοιπόν πανταχού εάν υπάρχη τις όμοιός μου εις την ευγένειαν, εις τον πλούτον, εις την σοφίαν και την ωραιότητα· ει δε και του λείπει από ταύτα κανέν χάρισμα, δεν είναι άξιος δι’ εμέ». Γνωρίζοντες αυτοί ότι ήτο αδύνατον να ευρεθή τοιούτος άνθρωπος, απεκρίθησαν ότι ο υιός του βασιλέως της Ρώμης και άλλοι τινές ήσαν ευγενείς και πλουσιώτεροι από ταύτην, μόνον εις την σοφίαν και ωραιότητα δεν ωμοίαζον. Η δε έλεγεν, ότι δεν κατεδέχετο να λάβη άνδρα κανένα αγράμματον. Η δε μήτηρ αυτής είχε πνευματικόν ένα αγιώτατον άνθρωπον, όστις ήτο κεκρυμμένος έξω της πόλεως. Έλαβε λοιπόν την Αικατερίναν και επήγαν εις αυτόν να συμβουλευθώσιν. Ο δε Ασκητής, βλέπων την ευταξίαν της κόρης και ακούων αυτής τα γνωστικά και μέτρια λόγια, έβαλε κατά νουν να την ελκύση προς επίγνωσιν του ουρανίου Βασιλέως Χριστού και της λέγει· «Γνωρίζω ένα θαυμάσιον άνθρωπον, όστις σε υπερβαίνει ασυγκρίτως εις όλα τα χαρίσματα, τα οποία είπες και έτερα αναρίθμητα. Η ωραιότης αυτού υπερνικά εις την λάμψιν τον ήλιον· η σοφία του κυβερνά όλα τα αισθητά και νοούμενα κτίσματα· ο πλούτος των θησαυρών αυτού διαμερίζεται εις όλον τον κόσμον και ποτέ δεν ολιγοστεύει, αλλά μάλλον αυξάνει διαδιδόμενος· η ευγένειά του είναι άρρητος, ανεκλάλητος, ασύλληπτος και ακατανόητος». Αυτά και έτερα πλείονα είπεν ο Ασκητής, η δε κόρη ενόμισεν ότι δι’ επίγειον τινα άρχοντα έλεγεν· όθεν ηλλοιώθη την όψιν και την καρδίαν και ηρώτα καταλεπτώς εάν ήσαν αληθινά όλα τα εγκώμια και οι έπαινοι, τους οποίους είπε δια τον ρηθέντα άνθρωπον. Ο δε εβεβαίωνε τα λαληθέντα διηγούμενος και τας λοιπάς αυτού Χάριτας. Λέγει προς αυτόν η κόρη· «Τίνος είναι υιός ο τοσούτον παρά σου ευφημούμενος;» Ο δε απεκρίνατο· «Ούτος δεν έχει πατέρα επί της γης, αλλά εγεννήθη αφράστως και υπέρ φύσιν από μίαν ευγενεστάτην Υπεραγίαν Κεχαριτωμένην Παρθένον, ήτις ηξιώθη δια την υπερβάλλουσαν αυτής αγιότητα και έμεινεν αθάνατος ψυχή τε και σώματι, αναληφθείσα υπεράνω των ουρανών και προσκυνείται υπό πάντων των Αγίων Αγγέλων, ως Βασίλισσα πάσης της κτίσεως». Λέγει πάλιν η Αικατερίνα· «Είναι δυνατόν, να ίδω τον νέον αυτόν περί του οποίου διηγείσαι τόσα θαυμάσια;» Απεκρίθη ο Γέρων· «Εάν κάμης καθώς θα σου είπω, θέλεις αξιωθή να ίδης το υπέρλαμπρον αυτού και πάμφωτον πρόσωπον». Η δε είπε προς αυτόν· «Σε βλέπω άνθρωπον γνωστικόν και σεβάσμιον γέροντα, πιστεύω δε ότι δεν ψεύδεσαι εις όσα μου είπες. Λοιπόν έτοιμος είμαι να τελέσω πάντα τα παρά σου προσταττόμενα». Τότε ο Ασκητής έδωσεν εις αυτήν Εικόνα τινά, εις την οποίαν ήσαν ιστορημένη η Παναγία Θεοτόκος, έχουσα το θείον Βρέφος εις τας αγκάλας, και της λέγει· «Αυτή είναι η αειπάρθενος Μήτηρ εκείνου περί του οποίου σου είπα τοιαύτα θαυμάσια. Λάβε λοιπόν αυτήν εις τον οίκον σου και αφού κλείσης την θύραν του κοιτώνος σου, κάμε προσευχήν ολονύκτιον με ευλάβειαν προς αυτήν, ήτις ονομάζεται Μαρία και παρακάλεσέ Την να καταδεχθή να σου δείξη τον Υιόν αυτής και ελπίζω, ότι, εάν δεηθής μετά πίστεως, θέλει σου επακούσει, να ίδης εκείνον τον οποίον ποθεί η ψυχή σου». Η κόρη λοιπόν, λαβούσα την ιεράν Εικόνα, απήλθεν εις το παλάτιον και την νύκτα εκλείσθη μόνη εις τον θάλαμόν της, καθώς ο Γέρων την ωδήγησε. Προσευχομένη δε από τον κόπον ύπνωσε και βλέπει εις το όραμά της την Βασίλισσαν των Αγγέλων, καθώς ήτο ιστορημένη με το Άγιον Βρέφος, το οποίον ηκτινοβόλει υπέρ τον ήλιον. Αλλ’ έστρεφε προς την Μητέρα του το πρόσωπον· όθεν η κόρη έβλεπε τα τούτου οπίσθια· και ποθούσα να το ίδη απ’ έμπροσθεν, απήλθεν από το έτερον μέρος· ο δε Χριστός έστρεφε πάλιν εκείθεν το πρόσωπον. Τούτου γενομένου τρισσώς, ακούει την Παναγίαν και έλεγε ταύτα· «Κύτταξε, τέκνον, την δούλην σου Αικατερίνα, πόσον είναι ωραία και πάγκαλος». Ο δε απεκρίνατο· «Μάλιστα είναι ζοφώδης και άσχημος τόσον ώστε δεν δύναμαι ποσώς να την ίδω». Λέγει η Θεοτόκος· «Δεν είναι πάνσοφος υπέρ πάντας τους ρήτορας, πλουσία και ευγενής υπέρ τας νεάνιδας πασών των πόλεων;» Ο δε Χριστός απεκρίνατο· «Μάλιστα σοι λέγω, Μήτερ μου, ότι είναι αμαθής, πένης και τοσούτον ευκαταφρόνητος, εν όσω ευρίσκεται εις τοιαύτην κατάστασιν, ώστε δεν καταδέχομαι να με ίδη εις το πρόσωπον». Η δε είπε προς αυτόν· «Δέομαί σου, γλυκύτατον Τέκνον μου, μη καταφρονήσης το πλάσμα σου, αλλά νουθέτησον και ωδήγησον αυτήν τι να πράξη, δια να απολαύση την δόξαν σου, και να ίδη το υπέρλαμπρον και παμπόθητον πρόσωπόν σου, το οποίον επιθυμούσι να βλέπουν οι Άγγελοι». Ο δε Χριστός απεκρίνατο· «Ας υπάγη εις τον Γέροντα, ο οποίος της έδωσε την Εικόνα, και ό,τι την συμβουλεύση, ας κάμη· και τότε θέλει με ίδει, να λάβη πολλήν αγαλλίασιν και ωφέλειαν». Ταύτα ιδούσα η κόρη εξύπνησε και θαυμάζουσα την οπτασίαν αυτήν, απήλθε το πρωϊ με ολίγας γυναίκας εις το κελλίον του Γέροντος και πίπτουσα μετά δακρύων εις τους πόδας αυτού, διηγήθη τα οραθέντα και παρεκάλει μετά δεήσεως να την νουθετήση τι να πράξη, δια να απολαύση τον ποθούμενον. Ο δε Όσιος της διηγήθη καταλεπτώς πάντα τα Μυστήρια της αληθούς ημών Πίστεως, αρχίζων από την κοσμοποιϊαν και πλάσιν του προπάτορος, έως την τελευταίαν έλευσιν του Δεσπότου Χριστού και περί της ανεκλαλήτου δόξης του Παραδείσου και της πανωδύνου και ατελευτήτου κολάσεως και την κατήχησεν ικανώς, ώστε έμαθεν εις ολίγον διάστημα πάσαν την ακρίβειαν της πίστεως, ως εγγράμματος και πάνσοφος· όθεν πιστεύσασα εξ όλης καρδίας, έλαβε παρ’ αυτού το άγιον Βάπτισμα. Έπειτα της παρήγγειλε να δεηθή πάλιν μετά πόθου πολλού της Υπεραγίας Θεοτόκου, να της εμφανισθή ως το πρότερον. Εκδυθείσα λοιπόν η Αγία τον παλαιόν άνθρωπον και ενδεδυμένη στολήν θεοϋφαντον, απήλθεν εις τα ανάκτορα και την νύκτα όλην εδέετο νήστις και μετά δακρύων προσηύχετο, έως ου πάλιν ύπνωσε και τότε βλέπει την ουράνιον Άνασσαν με το θείον Βρέφος, το οποίον εκύτταζε την Αικατερίναν με πολλήν ιλαρότητα. Και η μεν Θεομήτωρ ηρώτησε τον Δεσπότην, εάν του ήρεσκεν η Παρθένος. Ο δε απεκρίνατο· «Τώρα έγινε λελαμπρυσμένη και ένδοξος η πρώην ζοφώδης και άσχημος· η πένης και άγνωστος εγένετο πλουσία και πάνσοφος, η καταφρονημένη και άσημος έγινεν ευγενής και περίφημος και τοσούτων αγαθών και χαρίτων είναι εμπεπλησμένη και τόσον την ευνοώ, ώστε στέργω να την μνηστευθώ δια νύμφην μου άφθορον». Τότε η Αικατερίνα έπεσε κατά γης με δάκρυα λέγουσα· «Δεν είμαι αξία, Υπερένδοξε Δέσποτα, να βλέπω την Βασιλείαν σου, αλλά αξίωσόν με να συναριθμηθώ με τους δούλους σου». Η δε Θεοτόκος έλαβε την δεξιάν χείρα της κόρης και λέγει προς αυτόν· «Δος της δια αρραβώνα, Τέκνον μου, δακτυλίδιον να την νυμφευθής, δια να την αξιώσης της Βασιλείας σου». Τότε ο Δεσπότης Χριστός της έδωκεν εν δακτυλίδιον ωραιότατον, λέγων ταύτα· «Ιδού σήμερον σε λαμβάνω δια νύμφην μου άφθορον και αιώνιον και φύλαξον ακριβώς την συμφωνίαν ταύτην, να μη λάβης ποσώς άλλον νυμφίον επίγειον». Ταύτα είπε και έλαβε τέλος η όρασις, εγερθείσα δε η κόρη βλέπει κατά αλήθειαν εις την δεξιάν της το δακτυλίδιον και τότε ηχμαλωτίσθη η καρδία της εις τον θείον έρωτα του Δεσπότου Χριστού. Ο δε παράνομος βασιλεύς, έχων ζήλον πολύν και ανείκαστον εις τους αναισθήτους θεούς, ο αναισθητότερος τούτων και αλογώτερος, έστειλεν εις τας πόλεις και χώρας της βασιλείας του πρόσταγμα, γράφων μεταξύ άλλων και ταύτα· «Εγώ ο βασιλεύς χαιρετώ όλους εκείνους, οίτινες είναι υπό την εξουσίαν μου και προστάσσω να συναχθήτε όλοι το γρηγορώτερον εις τα βασίλεια να τιμήσωμεν αξίως τους μεγάλους θεούς, δεικνύοντες προς αυτούς ευγνωμοσύνην την πρέπουσαν και προσφέροντες τούτοις θυσίας έκαστος όσον δύναται, επειδή και μας έκαμαν πολλάς ευεργεσίας και χάριτας. Όστις δε καταφρονήση τούτο μου το πρόσταγμα και τολμήση να προσκυνήση άλλον Θεόν, θέλει λάβει από ημάς πολλάς ζημίας και διάφορα κολαστήρια». Αφού έφθασαν εις πάσας τας πόλεις τα τοιαύτα προστάγματα, συνηθροίσθη πλήθος λαού αναρίθμητον φέροντες έκαστος κατά το δυνατόν, έτερος βόας και άλλος πρόβατα, οι δε πτωχοί πετεινά και έτερα όμοια. Όταν δε ήλθεν η ημέρα της βδελυράς αυτής πανηγύρεως, εθυσίασεν ο ασεβής βασιλεύς ταύρους εκατόν και τριάκοντα, οι δε λοιποί ηγεμόνες και άρχοντες ολιγωτέρους και απλώς έκαστος προσέφερεν εις θυσίαν αναλόγως της δυνάμεώς του, δια να δείξουν ευγνωμοσύνην προς αυτόν και σεβασμόν προς τους ανοσίους θεούς των. Επλήσθη λοιπόν όλη η πόλις από τας φωνάς των σφαγέντων ζώων και από την κνίσσαν των θυσιών, ώστε ήτο πανταχού μεγάλη στενοχωρία και σύγχυσις. Βλέπουσα η ευλαβής και περικαλλεστάτη Αικατερίνα το χαλεπώτατον ναυάγιον, εις το οποίον είχον περιπέσει οι άνθρωποι και έτρεχον βιαίως εις την ασέβειαν, δια να φύγουν δε θάνατον πρόσκαιρον επρόδιδαν την ψυχήν των εις τον αιώνιον, επλήγη δεινώς την καρδίαν, συμπονούσα την απώλειαν αυτών και συμπάσχουσα. Όθεν εκινήθη από ζήλον ένθεον και λαβούσα εις την συνοδείαν αυτής ολίγους δούλους, επήγεν εις τον ναόν, εις τον οποίον ετέλουν την θυσίαν οι άφρονες· και ως εσταμάτησεν εις την θύραν, είλκυσε τα βλέμματα όλων προς το αμήχανον κάλλος αυτής, το οποίον εμαρτύρει και την ένδοθεν ωραιότητα. Διεμήνυσε τότε εις τον βασιλέα, ότι έχεινα του είπη λόγον αναγκαίας τινός υποθέσεως, εκείνος δε προσέταξε να εισέλθη. Τότε η πάγκαλος Αικατερίνα ήλθεν έμπροσθεν του βασιλέως και πρώτον μεν υπεκλίθη, έπειτα είπε προς αυτόν ευθαρσώς και ατρομήτως· «Έπρεπεν εις σε, ω βασιλεύ, και πρότερον να γνωρίσης την πλάνην, την οποίαν έχετε, λατρεύοντες ως θεούς είδωλα φθαρτά και αναίσθητα, ότι εντροπή σας μεγάλη είναι να είσθε τόσον φανερά τυφλοί εις την αλήθειαν, προσκυνούντες, ως ανόητοι, τοιαύτα βδελύγματα· τουλάχιστον τον σοφόν σου Διόδωρον δεν πιστεύεις, όστις λέγει, ότι ήσαν άνθρωποι οι θεοί σας και ετελείωσαν τον βίον ελεεινώς, αλλά δια τινας πράξεις, τας οποίας ετέλεσαν, ήτοι ανδρείας ή λόγω ετέρου τινός κατορθώματος, τους ωνόμασαν αθανάτους, ως ανόητοι και με στήλας και είδωλα και όμοια τουτους ετίμησαν; Οι δε μεταγενέστεροι, μη ηξεύροντες την γνώμην των προγόνων αυτών, ότι μόνον προς ενθύμησιν τους έστησαν ανδριάντας, αλλά νομίζοντες ότι είναι πράγμα ευσεβές και δίκαιον, τους προσεκύνουν ως θεούς. Ακόμη δε και ο Χαιρωνεύς Πλούταρχος μέμφεται και καταφρονεί όσους επλανήθησαν και σέβονται τοιαύτα αγάλματα. Τούτων των διδασκάλων έπρεπε να πιστεύσης, ω βασιλεύ, και να μη είσαι αιτία της απωλείας τοσούτων ψυχών, δια τας οποίας θέλεις κληρονομήσει ατελεύτητον κόλασιν. Ένας είναι ο αληθής Θεός, Αϊδιος, Προάναρχος και Αθάνατος, όστις ύστερον έγινε δια την σωτηρίαν μας άνθρωπος. Δια τούτου οι βασιλείς βασιλεύουσιν, αι επαρχίαι κυβερνώνται, τα στοιχεία και όλος ο κόσμος συνίστανται και πάντα τα κτίσματα εκτίσθησαν με ένα του λόγον και διαμένουσιν. Ούτος ο παντοδύναμος και πανάγαθος Θεός δεν έχει ανάγκην από τοιαύτας θυσίας, ουδέ ευφραίνεται εις τας σφαγάς των ανευθύνων ζώων, τα οποία δεν έπταισαν, αλλά μόνον προστάσσει να φυλάττωμεν τας εντολάς του απαρασάλευτα». Ταύτα ακούσας ο παράνομος βασιλεύς εθυμώθη πολύ και έμεινεν άφωνος ώραν πολλήν· έπειτα, μη δυνάμενος να εναντιωθή εις τα λόγια αυτής, απεκρίνατο· «Άφες με να τελειώσωμεν την θυσίαν και τότε θέλομεν ακούσει τους λόγους σου καλύτερα». Αφού δε ετέλεσε την βδελυράν του πανήγυριν, προστάσσει να φέρουν την Αγίαν εις τα βασίλεια, και τότε λέγει προς αυτήν· «Ειπέ μας, ποία είσαι και τίνες ήσαν οι λόγοι, τους οποίους έλεγες προς ημάς;» Η δε απεκρίνατο· «Εγώ είμαι θυγάτηρ του βασιλίσκου Κώνστα. Καλούμαι Αικατερίνα, είμαι πεπαιδευμένη εις όλας τας επιστήμας των γραμμάτων, Ρητορικήν, Φιλοσοφίαν, Γεωμετρίαν και τας λοιπάς· αλλά ταύτα πάντα, ως μάταια και ανωφελή κατεφρόνησα και ήλθον να γίνω νύμφη του Δεσπότου Χριστού, όστις λέγει ταύτα δια του Προφήτου αυτού· «Απολώ την σοφίαν των σοφών και την σύνεσιν των συνετών αθετήσω» (Ησαϊα κθ:14). Ο δε βασιλεύς, θαυμάζων την σοφίαν αυτής και βλέπων τόσον κάλλος και ωραιότητα, ενόμισεν ότι δεν ήτο γεννημένη εις την γην από γονείς θνητούς, αλλά καμμία θεά απ’ εκείνας τας οποίας αυτός εσέβετο και διελέγετο προς αυτόν με σχήμα ανθρώπινον. Επειδή λοιπόν ο βασιλεύς εφανέρωσε την γνώμην του ταύτην, του απεκρίθη η μακαρία λέγουσα· «Αληθώς είπας, ω βασιλεύ, διότι ονομάζεις θεούς τους δαίμονας, οίτινες σας δεικνύουν διάφορα φαντάσματα και πλανώντες σας παρακινούν εις ασέλγειαν και ετέρας ατόπους επιθυμίας. Εγώ δε είμαι γη και πηλός και με έπλασεν ο Θεός εις μορφήν τοιαύτην και με ετίμησε με το κατ’ εικόνα αυτού και ομοίωσιν και από τούτο πρέπει να θαυμάζεται μάλιστα η σοφία του πλάσαντος, επειδή εις τόσον ευτελή ύλην του πηλού ηδυνήθη να δώση τόσην ευμορφίαν και ωραιότητα». Εις ταύτα απήντησεν ο βασιλεύς, λέγων· «Μη λέγης κακόν δια τους θεούς, οίτινες έχουν δόξαν αθάνατον». Και η Μάρτυς ανταπεκρίνατο· «Εάν θέλης να αποτινάξης ολίγον την αχλύν και τον σκοτισμόν της απάτης, θέλεις γνωρίσει την των θεών σου ευτέλειαν και θα καταλάβης τον αληθή Θεόν, του οποίου το θαυμάσιον Όνομα μόνον λαλούμενον ή και ο Σταυρός αυτού εις τον αέρα τυπούμενος, διώκει τους θεούς σου και αφανίζει αυτούς και εάν ορίζης, θέλω σου αποδείξει φανερά την αλήθειαν». Ο δε βασιλεύς, ιδών την ελευθερίαν της Αγίας, δεν ηθέλησε να διαλεχθώσι, φοβούμενος μήπως και τον νικήση με αποδείξεις και καταισχυνθή, αλλ’ είπε ταύτα προφασιζόμενος· «Απρεπές είναι να διαλέγεται ο βασιλεύς με γυναίκας, θέλω όμως συνάξει τους σοφούς των ρητόρων μου, και τότε θα καταλάβης την ασθένειαν των προβλημάτων σου και γνωρίζουσα το συμφέρον σου, να πιστεύσης εις τα ημέτερα δόγματα». Ταύτα είπεν ο βασιλεύς και προστάσσων να φυλάττωσιν ακριβώς την Μάρτυρα, έστειλεν επιστολήν εις όλας τας πόλεις της εξουσίας αυτού περιέχουσαν ταύτα· «Εγώ ο βασιλεύς χαιρετώ όλους τους σοφούς και τους ρήτορας των Ελλήνων και σας παρακαλώ να έλθετε προς με ταχέως, ίνα επικαλεσάμενοι τον σοφώτατον θεόν Ερμήν και δια της εξόχου γνώσεώς σας αποστομώσετε εν σοφώτατον γύναιον, όπερ ενεφανίσθη τας ημέρας ταύτας και χλευάζει τους μεγάλους θεούς, ονομάζουσα τας πράξεις αυτών μύθους και φλυαρήματα και ούτω θέλετε δείξει την πάτριόν σας σοφίαν, να θαυμαστωθήτε εις τους ανθρώπους και παρ’ εμού να λάβετε πολλάς αμοιβάς». Συνήχθησαν λοιπόν οι εκλεκτότεροι και σοφώτεροι ρήτορες, τον αριθμόν εκατόν πεντήκοντα, οξείς εις το νοήσαι και εις το λαλείν ικανώτατοι, προς τους οποίους είπε ταύτα ο βασιλεύς· «Ετοιμασθήτε επιμελέστατα να αγωνισθήτε ανδρείως και μη αμελήσετε, θαρρούντες ότιμε γυναίκα έχετε την διάλεξιν· αλλ’ ώσπερ να είχατε ανταγωνιστήν ανδρειότατον και τον σοφώτερον ρήτορα, ούτω βάλετε όλην την σπουδήν και δείξατε την σοφίαν σας, ότι καθώς εγώ ακριβώς την εγνώρισα, υπερβαίνει εις την σοφίαν και αυτόν τον θαυμάσιον Πλάτωνα. Λοιπόν παρακαλώ σας, ώσπερ να είχετε αυτόν εκείνον ανταγωνιστήν, τόσην επιμέλειαν και προσοχήν επιδείξατε. Εάν νικήσητε, θα σας δώσω μεγάλα χαρίσματα· αν δε ηττηθήτε, θέλετε λάβει αισχύνην ανείκαστον και επονείδιστον θάνατον». Ταύτα ειπόντος του βασιλέως, απεκρίθη εις ρήτωρ, ο των άλλων επιφανέστερος, λέγων· «Εάν είναι και η φρονιμωτέρα γυνή, ω βασιλεύ, και η φιλοσοφωτέρα, δεν θέλει δυνηθή να συζητήση μεθ’ ημών· πρόσταξον λοιπόν να έλθη και τότε θα ίδης την αλήθειαν». Ακούσας ο βασιλεύς τον ρήτορα ούτω καυχώμενον, ενεπλήσθη όλος ηδονής και φαιδρότητος, ελπίζων ο μάταιος να νικήση η θρασεία και ακόλαστος γλώσσα την της φιλοσοφίας και Χάριτος θείας γέμουσαν. Λοιπόν κελεύει να φέρουν την Μάρτυρα, ήσαν δε συνηγμένοι πλήθος πολύ εις το θέατρον, να ίδουν το αποβησόμενον. Αλλά πριν φθάσουν οι απεσταλμένοι εις την Αγίαν, ήλθεν ουρανόθεν Μιχαήλ ο Αρχάγγελος και λέγει προς αυτήν· «Μη φοβού η παις του Κυρίου. Διότι ιδού ο Κύριος θάλει σου δώσει σοφίαν εις την σοφίαν σου, να νικήσης τους εκατόν πεντήκοντα ρήτορας και όχι μόνον αυτοί, αλλά και άλλοι πολλοί θα πιστεύσωσι δια σου, ίνα λάβητε πάντες του Μαρτυρίου τον στέφανον». Λαβόντες λοιπόν την Αγίαν οι απεσταλμένοι επήγαν εις τα βασίλεια και ευθύς ο υπερήφανος εκείνος ρήτωρ είπε ταύτα με σοβαρόν πρόσωπον φθεγγόμενος· «Συ είσαι, ήτις υβρίζεις τους θεούς μας τοσούτον αναίσχυντα;» Η δε Αγία απεκρίθη προς αυτόν με πραότητα· «Εγώ είμαι, πλην ουχί αναισχύντως, καθώς είπες, και τολμηρώς, αλλά ηπίως και φιλαλήθως μάλιστα». Λέγει ο ρήτωρ· «Ενώ οι μεγάλοι ποιηταί τους ονομάζουσιν υψηλούς, συ, ήτις εδοκίμασες την σοφίαν αυτών και εκοινώνησες τόσης γλυκύτητος, τολμάς και κινείς κατ’ αυτών την γλώσσαβ με τόσην θρασύτητα;» Η δε απεκρίνατο· «Την μεν σοφίαν δωρεάν έχω από τον Θεόν μου, όστις είναι η Σοφία και η Ζωή, ο δε φοβούμενος αυτόν και φυλάττων τα θεία αυτού προστάγματα είναι όντως φιλόσοφος· τα έργα όμως των θεών σας και αι περί αυτών διηγήσεις είναι άξια ψόγου, πλήρη απάτης και καταγέλαστα· πλην ειπέ μας, πως και ποίος από τους μεγάλους σου ποιητάς επωνόμασεν αυτούς θεούς;» Ο δε ρήτωρ είπε· «Πρώτον μεν ο σοφώτατος Όμηρος, επευχόμενος προς τον Δία λέγει· «Ζεύ κύδιστε, μέγιστε» και αθάνατοι θεοί άλλοι. Και ο περίβλεπτος Ορφεύς εις την θεογονίαν αυτού λέγει ταύτα, ευχαριστών τον Απόλλωνα· «Ω άνα, Λητούς υιέ εκατηβόλε, Φοίβε κραταιέ, πανδερκές, θνητοίς και αθανάτοισιν ανάσσων. Ηέλιε χρυσέοισιν αειρόμενε πτερύγεσιν». Ούτω λοιπόν οι πρώτοι των ποιητών και κράτιστοι ετίμων αυτούς και τους εκάλουν θεούς αθανάτους. Μη απατάσαι λοιπόν, συ η πάνσοφος, να προσκυνής τον Εσταυρωμένον, τον οποίον ουδείς ποιητής Θεόν ωνόμασεν». Εις τους λόγους τούτους του ρήτορος απεκρίθη η Αγία λέγουσα· «Αυτός ο Όμηρος λέγει πάλιν εις άλλον τόπον δια τον μέγιστόν σου θεόν Δία, ότι είναι ψεύστης, απατεών, πανούργος και σκολιώτατος, και ότι ήθελαν να τον δέσουν η Ήρα, ο Ποσειδών και η Αθηνά, εάν δεν έφευγε να κρυφθή· ομοίως φαίνονται και άλλα όμοια εις καταφρόνησιν των θεών σας. Επειδή δε τον Εσταυρωμένον είπες, ότι δεν τον λέγει τις παλαιός διδάσκαλος, ούτε τον ομολογεί Θεόν, έπρεπε να μη περιεργαζώμεθα, ούτε να πολυπραγμονώμεν περί αυτού, όστις είναι Θεός αληθής ουρανού και γης, θαλάσσης, ηλίου, σελήνης και πάσης κτίσεως και παντός του ανθρωπίνου γένους Δημιουργός, ακατάληπτος, αδιανόητος, ανεξιχνίαστός τε και άρρητος. Αλλά προς αληθεστέραν πίστωσιν, άκουσον τι λέγει περί αυτού η σοφωτάτη Σίβυλλά σας, μαρτυρούσα αυτού την ένθεον Σάρκωσιν και την σωτήριον Σταύρωσιν· «Οψέποτέ τις επί την πολυσχιδή ταύτην ελάσειε γην και δίχα σφάλματος γενήσεται Σάρξ· ακαμάτοις δε θεότητος όροις ανιάτων παθών λύσει φθοράν. Και τούτω φθόνος γενήσεται εξ απίστου λαού και εις ύψος κρεμασθήσεται, ως θανάτου κατάδικος». Άκουσον δε και τον αψευδή σου Απόλλωνα, ότι και χωρίς να θέλη ωμολόγησε τον Χριστόν Θεόν απαθή, βιαζόμενος υπό της δυνάμεως αυτού· «Εις με, φησί, βιάζεται ουράνιος, ος εστι φως τριλαμπές. Ο δε παθών Θεός εστι. Και ου Θεότης πάθεν αυτή. Άμφω γαρ βροτόσωμος και άμβροτος. Αυτός ήδη Θεός και Ανήρ. Πάντα φέρων εκ θνητής, Σταυρόν, ύβριν, ταφήν» και τα λοιπά. Ταύτα είπεν ο Απόλλων δια τον όντως Θεόν, ο οποίος είναι συνάναρχος και συναϊδιος με τον γεγενηκότα, αρχή και ρίζα και πηγή των αγαθών απάντων». «Ο αληθής ούτος Θεός, συνέχισε λέγουσα η Αγία, εδημιούργησε τον κόσμον εκ του μη όντος εις το είναι, και διακρατεί και συνέχει αυτόν. Ομοούσιος δε υπάρχων τω Πατρί, γέγονεν άνθρωπος δι’ ημάς και περιεπάτει την γην, νουθετών, διδάσκων και πάντα πραγματευόμενος δι’ ημάς. Είτα και θάνατον καταδέχεται δι’ ημάς τους αγνώμονας, δια να λύση την πρώτην καταδίκην, να λάβωμεν την αρχαίαν απόλαυσιν και μακαριότητα και ούτως ανοίγονται πάλιν εις ημάς αι πύλαι του Παραδείσου, τας οποίας κακώς απεκλείσαμεν· και αναστάς τριήμερος ανήλθεν εις ουρανούς, όθεν και κατήλθεν. Απέστειλεν εις τους Μαθητάς το Πνεύμα το Άγιον, τους οποίους έπεμψεν εις όλον τον κόσμον και εκήρυξαν αυτού την Θεότητα, δια να λυτρώσουν τας ψυχάς από την πλάνην της απιστίας· ταύτα πρέπει και συ να πιστεύσης, φιλόσοφε, να γνωρίσης τον αληθή Θεόν, να γίνης δούλος του, εάν ποθής το συμφέρον σου, όστις είναι ελεήμων και εύσπλαγχνος και προσκαλεί τους αμαρτήσαντας λέγων· «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς» (Ματθ.ια:28). Πίστευσον λοιπόν καν τους ποιητάς και θεούς σας, του Πλάτωνος, λέγω, Ορφέως τε και Απόλλωνος, οι οποίοι καθαρά και σαφέστατα, ει και άκοντες, Θεόν αυτόν ωμολόγησαν, το οποίον αυτός ο παντοδύναμος και αληθής Θεός ωκονόμησε, δια να μη έχετε εις τούτο καμμίαν πρόφασιν». Αυτά και έτερα πλείονα λέγουσα η πάνσοφος και πάγκαλος ρήτωρ (τα οποία αφήνω δια βραχύτητα) κατέπληξε τον φιλόσοφον, όστις έμεινεν άφωνος και δεν ηδύνατο να λαλήση το σύνολον. Ο δε βασιλεύς, ιδών αυτόν ούτως ηττηθέντα και καταπλαγέντα, προσέταξε τους επιλοίπους να διαλεχθούν με την Μάρτυρα. Οι δε παραιτούνται του αγώνος λέγοντες· «Δεν δυνάμεθα να αντισταθώμεν εις την αλήθειαν, βλέποντες μάλιστα νενικημένον τον προεστώτα μας». Τότε ο βασιλεύς θυμωθείς προστάσσει να άψουν πυρκαϊάν εις το μέσον της πόλεως, να καύσουν τους ρήτορας, οίτινες ακούσαντες την απόφασιν έπεσον εις τους πόδας της Αγίας δεόμενοι να τους συγχωρήση ο Κύριος όσα εν αγνοία ημάρτησαν και να αξιωθούν του αγίου Βαπτίσματος και της δωρεάς του Παναγίου Πνεύματος. Η δε Αγία, εμπλησθείσα ηδονής και αγαλλιάσεως, είπε προς αυτούς· «Όντως μακάριοι και καλότυχοι είσθε, ότι το σκότος αφήκατε και εις το φως της αληθείας ηκολουθήσατε και φθειρόμενον επί γης βασιλέα καταλιπόντες, προσήλθετε εις τον άφθαρτον και ουράνιον. Μη έχετε ανφιβολίαν εις τούτο, διότι το πυρ, δια του οποίου σας φοβερίζουν οι ασεβείς, θέλει σας γίνει Βάπτισμα και κλίμαξ ουράνιος, να καθαρίση πάσαν κηλίδα και ρύπον ψυχής τε και σώματος και ως αστέρας φαεινούς να σας υπάγη εις τον Βασιλέα εκείνον, να σας κάμη φίλους ηγαπημένους του». Ταύτα λέγουσα η Αγία παρεκίνησεν αυτούς με τοιαύτας ελπίδας και τους εσφράγισεν όλους ένα έκαστον χωριστά με το σημείον του Τιμίου Σταυρού εις το μέτωπον και μετ’ ευχαριστίας και αγαλλιάσεως απέστειλεν αυτούς εις το Μαρτύριον. Έρριψαν δε οι στρατιώται αυτούς εις την πυράν χαίροντες τη ιζ΄ (17) του Νοεμβρίου μηνός. Το δε εσπέρας επήγαν τινές ευσεβείς και φιλόχριστοι να συνάξουν τα λείψανα, και εύρον αυτά όλα σώα και ακέραια και μήτε θρίξ υπό του πυρός κατεκαύθη. Τούτο πρώτον σημείον της προς Θεόν αυτών φιλίας και οικειώσεως. Ευχαριστήσαντες λοιπόν τον Θεόν πρεπόντως και επιστρέψαντες πολλούς προς επίγνωσιν της αληθείας με την θαυματουργίαν ταύτην, λαμπρώς αυτά και οσίως εις τόπον αρμόδιον ενεταφίασαν. Ο δε βασιλεύς είχεν όλην του την φροντίδα εις την Αγίαν και μη δυνάμενος με συλλογισμούς φιλοσοφίας να νικήση αυτήν, επεχείρει με κολακείας και πανουργεύματα να επιτύχη τούτο λέγων· «Υπάκουσόν μου, καλή θύγατερ, ότι ως φιλόστοργος πατήρ σου σε συμβουλεύω να προσκυνήσης τους μεγάλους θεούς, και μάλιστα τον μουσικόν Ερμήν, όστις σε εστόλισε με τοσαύτα της φιλοσοφίας χαρίσματα, και θέλω σου δώσει (μάρτυρες οι θεοί πάντες) το ήμισυ μέρος της εξουσίας μου, να κατοικής μετ’ εμού εις τα βασίλεια». Η δε Αγία, ως μεγαλόφρων όπου ήτο και φρόνιμος, ηννόησε την γνώμην αυτού και τα της πανουργίας σοφίσματα και του λέγει· «Ξεσκέπασε, ω βασιλεύ, την σκηνήν και μη υποκρίνεσαι το δολερόν της αλώπεκος, ότι εγώ, καθώς σου είπον το πρότερον, είμαι Χριστιανή και ήλθον να γίνω νύμφη του Χριστού, τον οποίον μόνον έχω Νυμφίον και σύμβουλον, στολήν και κόσμον της παρθενίας μου και ποθώ το μαρτύριον περισσότερον από πάσαν βασιλικήν αλουργίδα και στέφανον». Ο δε βασιλεύς πάλιν, προσποιούμενος ότι φροντίζει δια το συμφέροντης, απεκρίνατο· «Μη με αναγκάσης να υβρίσω παρά την θέλησίν μου την αξίαν σου». Και η Μάρτυς· «Κάμε ό,τι θέλεις, διότι με την πρόσκαιρον αυτήν ατιμίαν θέλεις μου προξενήσει δόξαν αληθή και αθάνατον και θέλει πιστεύσει και πολύ πλήθος ανθρώπων εις τον Χριστόν μου και εξόχως του παλατίου σου, να με προπέμψωσι και αυτοί προς τας ιεράς εκείνας Μονάς με δόξαν πολλήν και μεγαλοπρέπειαν». Ταύτα μεν είπεν η Αγία· ο δε Θεός επένευσεν άνωθεν και ετελειώθη ταύτης η πρόρρησις. Διότι προστάσσει ευθύς ο βασιλεύς να της εκβάλουν την βασιλικήν πορφύραν, και να την δέρουν με νεύρα βοών ανηλεώς. Τούτου δε γενομένου κατά την πρόσταξιν, έδερον την Μάρτυρα επί ώρας δύο δυνατά εις την κοιλίαν και εις την ράχιν ομού τοσούτον, έως ου κατεξέσχισαν άπαν το παρθενικόν εκείνο σώμα, και γέγονεν όλον άσχημον από τας πληγάς, το πρώην ωραίον και πάγκαλον· και τα μεν αίματα έτρεχον κρουνηδόν και εκκοκίνισε το έδαφος, η δε Αγία ίστατο με τόσην ανδρείαν και γενναιότητα, ώστε οι ορώντες εθαύμαζον. Το δε εσπέρας το ανήμερον εκείνο θηρίον εκέλευσε να την φυλακίσουν και να μη της δώσουν βρώσιν ή πόσιν τινά έως ημέρας δώδεκα, να συλλογισθή με ποίον τρόπον κολάσεως να την θανατώση. Η δε Φαυστίνα, η του βασιλέως ομόζυγος, είχεν πόθον πολύν να γνωρισθή με την Αγίαν, διότι την ηγάπησε πολύ, ακούσασα τας αρετάς αυτής και τα ανδραγαθήματα και μάλιστα από εν όνειρον, όπερ είδεν εκείνας τας ημέρας, καθώς κατόπιν θα είπωμεν. Όθεν ετρώθη την καρδίαν τοσούτον εις την αγάπην της, ώστε δεν ηδύνατο να κοιμηθή αν δεν την έβλεπεν. Ευρούσα δε ευκαιρίαν, όταν εξήλθεν ο βασιλεύς από την πόλιν δι΄ αναγκαίαν υπόθεσιν και έκαμεν εις τι χωρίον ολίγας ημέρας, απεφάσισε να πραγματοποιήση το ποθούμενον. Ήτο δε τότε εις μέγας άρχων δυνατός, στρατοπεδάρχης την αξίαν, φίλος μεγάλος του βασιλέως, Πορφυρίων ονομαζόμενος, άνθρωπος πιστός και καλόγνωμος. Εις τούτον ωμολόγησεν η αυγούστα την γνώμην της μυστικά, ταύτα λέγουσα· «Την παρελθούσαν νύκτα είδον εις το όραμά μου την Αικατερίναν, ήτις εκάθητο εν μέσω πολλών νέων και παρθένων ωραίων, ενδεδυμένων στολήν λευκήν, και τόση λάμψις εξήρχετο από το πρόσωπόν της, ώστε δεν ηδυνάμην να την βλέπω, αυτή δε με εκάθισε πλησίον της και μου έβαλεν εις την κεφαλήν χρυσόν στέφανον λέγουσα· «Ο Δεσπότης Χριστός σου στέλλει τούτον τον στέφανον»· όθεν έχω τόσον πόθον να την ίδω και δεν ευρίσκω ανάπαυσιν. Λοιπόν παρακαλώ σε, να κάμης τρόπον κρυφίως, να την ιδώ». Ο δε Πορφυρίων απεκρίθη λέγων· «Εγώ να πληρώσω τον πόθον σου, δέσποινα». Αφού λοιπόν ενύκτωσεν, έλαβεν ο Πορφυρίων διακοσίους στρατιώτας και επήγαν εις την φυλακήν με την βασίλισσαν, έδωκαν δε του δεσμοφύλακος χρήματα και ήνοιξε τας θύρας. Αφού δε εισήλθον εις την φυλακήν και είδεν η αυγούστα την ποθεινήν εκείνην όψιν της Μάρτυρος και την επανθούσαν εις αυτήν θείαν Χάριν, καταπλαγείσα από την ανθηράν ακτίνα του βασιλικού εκείνου προσώπου, πίπτει ταχέως προς τους πόδας αυτής, μετά δακρύων τοιαύτα λέγουσα· «Τώρα είμαι καλότυχος και μακαρία βασίλισσα, διότι σε απήλαυσα. Εγώ υπέρ φύσιν επόθουν να ίδω το βασιλικόν σου πρόσωπον και εδίψων ως έλαφος να ακούσω την μελίρρυτον γλώσσαν σου και τώρα όπου ηξιώθην της εφέσεως, δεν θέλω λυπηθή εάν στερηθώ την ζωήν και την βασιλείαν μου. Ευφραίνομαι την καρδίαν και την ψυχήν, υποδεχομένη τοσούτον γλυκείαν αυγήν από την ωραίαν σου όρασιν. Μακαρία συ και ζηλευτή, ότι εις τοιούτον Δεσπότην προσεκολλήθης, από τον οποίον λαμβάνεις τόσας δωρεάς και χαρίσματα». Η δε Αγία απεκρίθη, λέγουσα· «Μακαρία είσαι και συ, ω βασίλισσα, διότι βλέπω τον στέφανον, τον οποίον βάλλουν εις την κορυφήν σου οι Άγιοι Άγγελοι και τον οποίον θέλεις λάβει μετά την τρίτην ημέραν δι’ ολίγην τιμωρίαν όπου θα υπομείνης και θα υπάγης προς τον αληθή Βασιλέα, να βασιλεύης αιώνια». Η δε είπε προς αυτήν· «Φοβούμαι τας βασάνους και τον ομόζυγον, ότι είναι πολλά σκληρός και απάνθρωπος». Λέγει προς αυτήν η Αγία· «Έχε θάρρος, διότι θέλεις έχει εις την καρδίαν σου τον Χριστόν βοηθούντα σοι, να μη σου εγγίση καμμία βάσανος, μόνον ολίγον θέλει πονέσει το σώμα σου εδώ προσκαίρως, εκεί όμως θα χαίρης και θα αναπαύεσαι αιώνια». Καθώς έλεγε ταύτα η Αγία, την ηρώτησεν ο Πορφυρίων λέγων· «Τι αγαθόν χαρίζει ο Χριστός εις όσους εις αυτόν πιστεύουσι; Διότι βούλομαι να γίνω και εγώ στρατιώτης του». Αποκρίνεται η Μάρτυς· «Δεν ανέγνωσες ποτέ καμμίαν γραφήν των Χριστιανών ούτε ήκουσες;» Και ο Πορφυρίων· «Από παιδίον ήμην εις τους πολέμους ασχολούμενος και δεν εφρόντιζα δι’ άλλα πράγματα». Λέγει προς αυτόν η Αγία· «Δεν δύναται γλώσσα να διηγηθή τα αγαθά, όσα ο πανάγαθος και φιλάνθρωπος Θεός ητοίμασε δια τους αγαπώντας αυτόν και φυλάττοντας τα θεία αυτού προστάγματα». Τότε ο Πορφυρίων, χαράς απείρου πλησθείς, πιστεύει εις τον Χριστόν με τους διακοσίους στρατιώτας και την βασίλισσαν και ασπασάμενοι άπαντες μετ’ ευλαβείας την Μάρτυρα ανεχώρησαν. Ο δε φιλάνθρωπος και ελεήμων Χριστός δεν αφήκε την Αγίαν ανεπιμέλητον τοσαύτας ημέρας, αλλ’ ως φιλόστοργος πατήρ έδειξε προς αυτήν κηδεμονίαν την πρέπουσαν και έστελλε προς αυτήν τροφήν με μίαν περιστεράν καθ’ εκάστην· έπειτα και αυτός εκείνος ο καλός αγωνοθέτης ήλθε να την επισκεφθή με δόξαν πολλήν και με όλα τα ουράνια τάγματα και ενεδυνάμωσε την καρτερίαν αυτής περισσότερον και της έδωσε θάρρος, λέγων προς αυτήν· «Μη δειλειάσης, αγαπημένη μου θύγατερ, ότι εγώ είμαι μετά σου και δεν θέλει σου εγγίσει καμμία βάσανος, αλλά με την υπομονήν σου θα επιστρέψης πολλούς εις το όνομά μου, να αξιωθής πολλούς στεφάνους και τρόπαια». Ταύτα είπε προς την Αγίαν την τελευταίαν νύκτα ο Κύριος και το πρωϊ, καθήσας ο βασιλεύς επί του βήματος, προστάσσει να φέρουν την Μάρτυρα, ήτις εισήλθεν εις τα βασίλεια μετά των πνευματικών χαρίτων και της γλυκείας εκείνης φαιδρότητος, ώστε και οι παρόντες περιέλαμψαν από την αίγλην της ωραιότητος αυτής, αλλά και ο βασιλεύς εξεπλάγη δεινώς, νομίζων ότι κάποιος από την φρουράν θα της έδιδε τροφήν και δι’ αυτό δεν αδυνάτισε τόσας ημέρας, ούτε το παράπαν ασχήμησεν, εσκέπτετο δε να κακοποιήση τους φύλακας. Η δε Αγία δια να μη κολασθούν οι ανεύθυνοι, ωμολόγησε την αλήθειαν, λέγουσα· «Εις εμέ, βασιλεύ, ουδείς άνθρωπος έδωσε τροφήν τινά, αλλά με έτρεφεν ο Δεπότης μου Χριστός, όστις φροντίζει δια τους δούλους αυτού». Θαυμάζων λοιπόν ο βασιλεύς εις τοιούτον κάλλος, ηθέλησε να την δοκιμάση πάλιν με κολακείαν και υπουλότητα, λέγων ταύτα· «Εις σε πρέπει το βασίλειον, θύγατερ, ηλιόμορφε κόρη, ήτις υπερβαίνεις την Αφροδίτην εις την ευπρέπειαν. Ελθέ λοιπόν και θυσίασον εις τους θεούς, να γίνης βασίλισσα και να διέλθης μετ’ εμού ζωήν πανευφρόσυνον και μη θελήσης, σε παρακαλώ, να απολεσθή η τοσαύτη ωραιότης σου με κολαστήρια». Λέγει προς αυτόν η Αγία· «Εγώ είμαι γη και πηλός, πάσα δε ωραιότης ως άνθος μαραίνεται και ως όνειρον αφανίζεται είτε από ολίγην ασθένειαν ή από γήρας ή μετά θάνατον. Λοιπόν μη σε μέλη δια το κάλλος μου». Ενώ δε ταύτα διελέγετο η Αγία με τον βασιλέα, έπαρχος τις, Χουρσασαδέν ονόματι, οξύς εις οργήν και εις τιμωρίαν ευμήχανος, θέλων να δείξη προς τον βασιλέα αγάπην και εύνοιαν, συλλογιζόμενος ολίγον κατά διάνοιαν, είπε ταύτα· «Εγώ, βασιλεύ, εύρον μίαν μηχανήν, με την οποίαν ή θα νικήσης την κόρην ή θα λάβη πολυώδυνον θάνατον. Πρόσταξον να κάμουν τέσσαρας ξυλίνους τροχούς εις μίαν περόνην, εις τους οποίους να καρφώσουν γύρωθεν ξυράφια και άλλα σίδηρα κοπτερά και οξύτατα. Οι δύο να γυρίζουσι δεξιά και άλλοι δύο αριστερά. Εις το μέσον αυτών ας βάλωσιν αυτήν δεδεμένην και ούτω γυρίζοντες οι τροχοί να καταξεσχίσουν τα σάρκας της· και πρώτον μεν ας γυρίσουν τους τροχούς, μήπως και φοβηθή το σκληρόν τούτο μηχάνημα, και τελέση το προστασσόμενον, ει δε ας λάβη ελεεινόν θάνατον». Η βουλή αύτη του επάρχου ήρεσεν εις τον βασιλέα, όθεν προσέταξε να πράξουν ως άνωθεν. Εις τρεις ημέρας ητοιμάσθη το δεινόν τούτο κολαστήριον και φέροντες την Αγίαν εις αυτό εγύρισαν με βίαν πολλήν τους τροχούς δια να την εκφοβίσουν, λέγει δε εις την Αγίαν ο βασιλεύς· «Βλέπεις; Εις αυτό το μηχάνημα μέλλεις να λάβης πικρότατον θάνατον, εάν δεν προσκυνήσης τους θεούς». Η δε απεκρίνατο· «Πολλάκις είπον σοι την γνώμην μου· λοιπόν μη χάνης καιρόν, αλλά κάμε ως βούλεσαι». Αφού λοιπόν εδοκίμασε πάλιν πολλάκις ο αλιτήριος με κολακείας και πανουργίας και δεν ηδυνήθη να μεταστρέψη την γνώμην της, προστάσσει να ρίψουν την Αγίαν δεδεμένην εις τους τροχούς, να τους κινήσουν ισχυρά και οξύτατα, όπως με την βίαν και σφοδρότητα του κινήματος υπομείνη πικρότατον θάνατον. Αλλά με την θείαν Χάριν και βούλησιν έγινεν εναντία των μελετωμένων η έκβασις· διότι Άγγελος Κυρίου καταβάς ουρανόθεν εβοήθησε την Αγίαν, ήτις ευθύς ευρέθη λελυμένη εκ των δεσμών σώα και αβλαβής· οι δε τροχοί μοναχοί κυλισθέντες πολλούς απίστους ελεεινώς εθανάτωσαν. Οι δε περιεστώτες, ιδόντες το παράδοξον θέαμα, ανεκραύγαζον· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών!» Ο δε βασιλεύς, από τον θυμόν σκοτισθείς, εμαίνετο και εμελέτα πάλιν να δώση της Αγίας και άλλην νεωτέραν κόλασιν. Μαθούσα ταύτα η μακαρία αυγούστα εξήλθε του κοιτώνος αυτής και ήλεγξε παρρησία τον βασιλέα, λέγουσα· «Επ’ αληθείας μωρός και ανόητος είσαι να πολεμής με τον ζώντα Θεόν, και να βασανίζης την δούλην του άδικα». Ταύτα ανελπίστως ακούων ο βασιλεύς, και αγριωθείς από την μανίαν, έγινε πάντων των θηρίων απανθρωπότερος· και αφήνων την Αγίαν, στρέφει τον θυμόν κατά της συζύγου και λησμονήσας ο θηριόγνωμος της φύσεως την συγγένειαν προστάσσει να ανασπάσουν τους μαστούς της γυναικός του με όργανα τινά. Η δε μακαρία αυγούστα ησθάνετο πολλήν και δριμυτάτην την βάσανον, πλην έχαιρεν ότι δια τον αληθή Θεόν έπασχε, προς τον οποίον προσηύχετο να της στείλη εξ ύψους βοήθειαν. Αφού λοιπόν έκοψαν τους μαστούς οι δήμιοι και έτρεχε το αίμα κρουνηδόν, ελυπούντο οι παρεστώτες και συνεπόνουν με αυτήν δια την τοιαύτην πικροτάτην οδύνην και ανείκαστον κόλασιν. Ο δε αιμοβόρος εκείνος και άσπλαγχνος δεν ευσπλαγχνίσθη ποσώς την σάρκα του, αλλά προστάσσει να κόψουν την κεφαλήν της με μάχαιραν. Η δε ασμένως δεξαμένη τοιαύτην απόφασιν, είπε προς την Αγίαν με αγαλλίασιν· «Δούλη του αληθινού Θεού, κάμε προσευχήν δι’ εμέ». Η δε είπε προς αυτήν· «Πορεύου εις ειρήνην, να βασιλεύσης με τον Χριστόν αιώνια». Όθεν ετμήθη την κεφαλήν η μακαρία αυγούστα τη 23η Νοεμβρίου κατά την προσταγήν του βασιλέως. Ο δε στρατηλάτης Πορφυρίων επήγε κρυφίως την νύκτα με τους συντρόφους του και ενεταφίασαν το τίμιον αυτής λείψανον. Ενώ δε το πρωϊ ήθελεν ο τύραννος να παιδεύση τινάς ως υπευθύνους, παρρησιάσθη ο Πορφυρίων με τους λοιπούς εις το κριτήριον, λέγοντες· «Και ημείς Χριστιανοί είμεθα στρατιώται του μεγάλου Θεού επίσημοι». Ταύτην την ακοήν μη υποφέρων ο βασιλεύς, εστέναξεν εκ βάθους καρδίας φωνάζων· «Φεύ! Απωλέσθην, επειδή εζημιώθην τον θαυμαστόν Πορφυρίωνα». Έπειτα στραφείς προς τους λοιπούς έλεγε· «Και σεις, στρατιώται μου φίλτατοι, τι επάθετε και κατεφρονήσατε τους πατρώους θεούς; Τι σας έπταισαν;» Οι δε στρατιώται δεν απεκρίθησαν προς αυτόν λόγον· μόνον ο Πορφυρίων είπε προς τον τύραννον· «Διατί αφήνεις την κεφαλήν και ερωτάς τους πόδας; Μετ’ εμού ομίλει». Ο δε είπε· «Κακή κεφαλή, συ είσαι η αιτία της απωλείας των». Μη δυνάμενος να δευτερώση τον λόγον από τον πολύν θυμόν του, εκέλευσε να κόψουν πάντων τας κεφαλάς και ούτω τη 24η Νοεμβρίου ετελειώθησαν οι προρρηθέντες Μάρτυρες και επληρώθη της Αγίας η πρόρρησις, ήτις είπετου βασιλέως, ότι πολλοί από το παλάτιον αυτού θέλουν πιστεύσει εις Χριστόν δια μέσου αυτής. Την επαύριον έφεραν την Αικατερίνην εις το κριτήριον και της λέγει ο βασιλεύς· «Πολλήν θλίψιν και ζημίαν μου έδωσες· συ επλάνησες την γυναίκα μου και τον ανδρείον μου στρατηλάτην, όστις ήτο η δύναμις του στρατού μου, και άλλα κακά μου συνέβησαν δια μέσου σου και έπρεπε να σε θανατώσω ανηλεώς· αλλά σε συγχωρώ, διότι σε λυπούμαι να απολεσθή κακώς κόρη τοσούτον ωραία και πάνσοφος. Λοιπόν κάμε το θέλημά μου, φιλτάτη μου, θυσίασε εις τους θεούς να σε λάβω βασίλισσαν νόμιμον, και ποτέ να μη σε λυπήσω, ούτε να κάμω καμμίαν πράξιν χωρίς τον λόγον σου, να διέλθης τόσην ευφροσύνην και μακαριότητα, όσην δεν εχάρη ποτέ εις τον κόσμον ομοίως άλλη βασίλισσα». Αυτά και ακόμη περισσότερα έτερα λέγων ο πανούργος, εκίνει κάθε λίθον, κατά τον λόγον, να μεταλλάξη την γνώμην της Αγίας· έπειτα βλέπων, ότι ούτε με κολακείας, ούτε με υποσχέσεις, ούτε με φοβερισμόν κολαστηρίων ηδύνατο να μαλάξη την στερροτέραν αδάμαντος, απελπισθείς τελείως ο άνους και αφρονέστατος, έδωκε κατ’ αυτής την απόφασιν, να την αποκεφαλίσουν έξω της πόλεως. Παραλαβόντες λοιπόν την Αγίαν οι στρατιώται, επήγαιναν εις τον τόπον της καταδίκης. Ηκολούθει δε και όχλος πολύς οπίσω αυτής ανδρών τε και γυναικών, κλαίοντες πικρώς, ότι έμελλε να απολεσθή (καθώς εκείνοι ενόμιζον) τοσούτον πάγκαλος κόρη και πάνσοφος, αι δε πρόκριτοι των γυναικών και ευγενικώτεραι έλεγον προς ταύτην ολοφυρόμεναι· «ω ωραιοτάτη κόρη και πάμφωτε, διατί είσαι τόσον σκληρόκαρδος και προτιμάς θάνατον υπέρ την γλυκυτάτην ζωήν; Διατί να αφανισθή ακαίρως και μάταια το άνθος της σης νεότητος; Δεν είναι κάλλιον να υπακούσης του βασιλέως και να απολαύσης τοσαύτην μακαριότητα, παρά να κακοθανατήσης ελεεινώς;» Η δε απεκρίνατο· «Αφήτε τον ανωφελή θρήνον και χαίρετε μάλιστα, ότι εγώ θεωρώ τον Νυμφίον μου Ιησούν Χριστόν, τον ποιητήν και Σωτήρα μου, όστις είναι των Μαρτύρων η ωραιότης και ο στέφανος και με προσκαλεί εις εκείνα τα άρρητα κάλλη του Παραδείσου, να συμβασιλεύω μετ’ Αυτού και να συναγάλλωμαι εις αιώνα τον ατελεύτητον. Λοιπόν ουχί εμέ, αλλά εαυτάς κλαίετε, όπου υπάγετε δια την απιστίαν σας εις πυρ ατελεύτητον, να οδυνάσθε και να φλογίζεσθε πάντοτε». Αφού έφθασαν εις τον τόπον της τελειώσεως, έκαμε την προσευχήν ταύτην η Αγία λέγουσα· «Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός μου, ευχαριστώ σοι, ότι έστησας επί την πέτραν της υπομονής τους πόδας μου και κατηύθυνας τα διαβήματά μου. Έκτεινον τώρα τας αχράντους παλάμας σου, τας οποίας δι’ ημάς εις τον Σταυρόν ετραυμάτισες και δέξαι την ψυχήν μου, η οποία χωρίζεται σήμερον του σώματος δια την αγάπην σου. Ενθυμήσου, Κύριε, ότι σαρξ και αίμα είμεθα και μη αφήσης να φανερωθώσιν από τους δεινούς εξεταστάς εις το φοβερόν σου κριτήριον τα εν αγνοία μου πταίσματα, αλλά απόπλυνον αυτά με τα αίματα, τα οποία έχυσα δια Σε και οικονόμησε να γίνη το σώμα τούτο, όπερ δια Σε κατεκόπη, αθέατον εις εκείνους, οίτινες θα το ζητούν και φύλαξον αυτό σώον και ακέραιον, όπου ορίση η Βασιλεία σου. Επίβλεψον εξ ύψους αγίου σου, Κύριε, επί τον περιεστώτα λαόν τούτον και οδήγησον αυτούς εις το φως της Σης επιγνώσεως. Δίδου δε και εις όσους επικαλεσθούν δι’ εμού το πανάγιον Όνομά Σου τα προς το συμφέρον αιτήματα, δια να υμνούνται υπό πάντων τα μεγαλεία Σου, να Σε δοξάζουν με τον συνάναρχον Πατέρα και το συναϊδιον Πνεύμα Σου, νυν και αεί και εις τους απεράντους αιώνας των αιώνων. Αμήν». Ταύτα προσευξαμένη, είπε του δημίου να τελέση το προστασσόμενον, όστις εκτείνας το ξίφος απέκοψε την τιμίαν αυτής κεφαλήν τη 25η του Νοεμβρίου μηνός, περί το τε΄ (305) έτος· και πάλιν τότε θέλων ο Θεός να τιμήση την Αγίαν αυτού και πάνσεπτον Μάρτυρα, θαύμα ηκολούθει τω θαύματι. Εις μεν την εκκοπήν της μακαρίας αυτής κεφαλής είδον όλοι οι παρόντες να ρέη γάλα αντί αίματος. Το δε σεβάσμιον αυτής και πάντινον λείψανον έλαβον την ώραν εκείνην Άγιοι Άγγελοι και το επήγαν εις το Σίναιον όρος, ένθα μετ’ ευλαβείας αυτό περιέστειλαν. Τούτο είναι το Μαρτύριον της πανσόφου και θαυμασίας Αικατερίνης, ήτις ηγάπησε τόσον τον ουράνιον Νυμφίον Χριστόν, ώστε κατεφρόνησε πλούτον και δόξαν και πάσαν ματαίαν απόλαυσιν· όθεν αγάλλεται τώρα και συνευφραίνεται μετά των Αγίων αεί και πάντοτε· επαιδεύθη προσωρινώς και λαμβάνει απόλαυσιν αιώνιον. Αυτήν μιμήσου, ακροατά, και γίνου μάρτυς εις την προαίρεσιν, χωρίς να χύσης το αίμα σου· και επειδή τώρα δεν είναι ανάγκη, ούτε σε βιάζει κανείς να προσκυνήσης τα είδωλα, ούτε να αρνηθής τον Σωτήρα σου, όθεν αρνήσου καν και νίκησον τα πάθη του σώματος, ήτοι μακροθύμησον και υπόμεινον την ύβριν δια τον Κύριον, όπως τιμηθής υπ’ αυτού αιώνια. Εάν δε θυμωθής και αποδώσης εις τον πταίσαντα κακόν περισσότερον, έγινες σχεδόν αρνητής του Ευαγγελίου και επροσκύνησες τον Άρην. Το όμοιον κάμε και εις τα επίλοιπα πάθη και αμαρτήματα, ήτοι όταν έχης πόλεμον εις την σάρκα και την νικήσης ανδρείως, λογίζεσαι μάρτυς. Εάν δε νικηθής και πορνεύσης, επροσκύνησες το είδωλον της Αφροδίτης. Εάν μεθύσης, εθυσίασες εις τον Διόνυσον. Ομοίως και εις τα επίλοιπα πάθη της ψυχής και του σώματος. Εάν λοιπόν νικήσης αυτά και τα καταφρονήσης, θέλεις λάβει υπό του αθλοθέτου Χριστού αμαράντους στεφάνους, να ευφραίνεσαι μετά των Αγίων Μαρτύρων αεί και πάντοτε, να δοξάζης την Παναγίαν Τριάδα και την αειπάρθενον Δέσποινα, εις τους απεράντους αιώνας των ατελευτήτων αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΣΤ΄ (26η) Νοεμβρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ του Παφλαγόνος.

Δημοσίευση από silver »

Στυλιανός ο εν Αγίοις Πατήρ ημών εγεννήθη εν Παφλαγονία, ηγιασμένος ως άλλος Σαμουήλ εκ κοιλίας μητρός αυτού και ηύξανε και εκραταιούτο εν τη Χάριτι του Χριστού, κατοικητήριον γενόμενος του Παναγίου Πνεύματος. Σάρκα φορών και αυτός ο μακάριος και τον κόσμον οικών, ούτε υπό των επιθυμιών της σαρκός ειλκύσθη, ούτε υπό της ματαιότητος του κόσμου. Κατανοήσας το φθαρτόν της σαρκός και του κόσμου το εφήμερον, δεν ηθέλησε να δουλεύση αυτά ίνα θερίση φθοράν και απώλειαν, αλλά συνετάχθη μετά του κρείττονος, ήτοι της αθανάτου ψυχής και ταύτης απεφάσισε να επιμεληθή εις τον βίον του ίνα κληρονομήση ζωήν αιώνιον. Όθεν ευθύς εξ αρχής «εσκόρπισε, κατά το γεγραμμένον, έδωκε τοις πένησιν, η δικαιοσύνη αυτού μένει εις τον αιώνα» (Ψαλμ. ρια: 9). Άπαντα τον πλούτον αυτού, τον οποίον εκληρονόμησε παρά των γονέων, διεμοίρασεν εις τους πτωχούς, θεωρών έγκλημα να πένωνται μεν άλλοι, αυτός δε να πλουτή. Ούτω δε εκ της γης ανεβίβασε τους θησαυρούς αυτού εις τον ουρανόν προς αιωνίαν περίθαλψιν, δεσποτικόν εκπληρών πρόσταγμα, όπερ λέγει· «Μη θησαυρίζετε υμίν θησαυρούς επί της γης, όπου σης και βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι· θησαυρίζετε δε υμίν θησαυρούς εν ουρανώ, όπου ούτε σης, ούτε βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται ου διορύσσουσι ουδέ κλέπτουσι· όπου γαρ εστιν ο θησαυρός υμών, εκεί έσται και η καρδία υμών» (Ματθ. στ: 19-21). Και όντως, ευθύς ως διεμοίρασεν ο μακάριος τον πλούτον αυτού και μετεβίβασεν αυτόν δια της μεθόδου ταύτης εις τον ουρανόν, απεσπάσθη των γηϊνων και πάντων των ματαίων, και εξ όλης καρδίας αυτού αφωσιώθη εις την λατρείαν του Θεού εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών. Όθεν και περιεβλήθη το Μοναχικόν Σχήμα, ίνα ευσχημόνως πάντοτε υπηρετή τον Κύριον, ουδέν άλλο φροντίζων και ζητών ή, κατά την αποστολικήν παραγγελίαν, «τι ευάρεστον τω Κυρίω» (Εφες. ε: 10), ίνα ποιή αυτό και ουδέποτε εξετάζων τι αρέσει εις εαυτόν. Δια τούτο και υπέρτερος ανεδείχθη πάντων των Μοναχών, τους πάντας υπερβάς εις τας δι’ επιπόνων ασκήσεων αρετάς, αίτινες είναι ο αληθής του ανθρώπου κόσμος ο ελκύων την αγάπην του Θεού. Προαγόμενος δε επί μάλλον εις τον θείον έρωτα, ήθελε τρόπον τινά, αποφεύγων παν πρόσκομμα, μόνος με μόνον τον Θεόν να συνομιλή. Αναχωρεί λοιπόν εις την έρημον και εισέρχεται εις σπήλαιόν τι και κατακλείεται εις αυτό. Αλλ’ ω πανάγαθε Κύριε, οποίας χάριτας επιδαψιλεύεις εις τους εξ όλης ψυχής ζητούντάς Σε! Αφωσιώθη εν τω σπηλαίω ο Άγιος. Απέσπασε την διάνοιαν αυτού από παντός ματαίου λογισμού και ουδέν άλλο εμελέτα ή την τρισυπόστατον Θεότητα και την δια Χριστού σωτηρίαν. Ούτω δε ηγάπησε τον Θεόν εξ όλης της διανοίας αυτού, κατά την θείαν εντολήν. Απέσπασε προσέτι και την καρδίαν αυτού από παντός σαρκικού και κοσμικού, θεωρών το υπέρκαλον κάλλος της Τρισηλίου Θεότητος και του παγκάλου Λόγου και Σωτήρος ημών ερώμενος. Ούτω δε ηγάπησε τον Θεόν και εξ όλης καρδίας συμφώνως προς αυτήν την εντολήν. Αλλά και εξ όλης της δυνάμεως ηγάπησεν Αυτόν, ουδέν άλλο πράττων ή τα έργα του Θεού, έργα δηλαδή ευσεβείας και αρετής. Ούτω δε απεξεδύθη «τον παλαιόν άνθρωπον συν ταις πράξεσιν αυτού» (Κολ. γ:9) και ταις επιθυμίαις αυτού και εγένετο καινός άνθρωπος εν Χριστώ εις δόξαν Θεού Πατρός Αμήν, τον οποίον ηγάπησε και εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της ισχύος και εξ όλης της ψυχής αυτού και εντελώς αντηγαπήθη υπό της Παναγίας Τριάδος, ήτις και εποίησε «μονήν παρ’ αυτώ» (Ιωάν. ιδ:23). Επειδή δε και τον πλησίον ο Άγιος ηγάπα, δια τούτο, ίνα εις πολλούς φανή ωφέλιμος, διετήρει ο Κύριος αυτόν εν τη ζωή τρέφων δι’ Αγγέλου. Καθώς δε ο Σωτήρ ημών είπεν· «Ουδείς ανάπτει λύχνον και τίθησιν αυτόν υπό τον μόδιον, αλλ’ επί την λυχνίαν και λάμπει πάσι τοις εν τη οικία» (Ματθ. ε:15), ούτω και ο μακάριος Στυλιανός, ως λαμπάς ετοιμασθείς έπρεπε να διαχύση το ιλαρόν αυτού φως εις δόξαν Θεού, ίνα ίδωσιν οι άνθρωποι πως ο Θεός δοξάζει τους δοξάζοντας Αυτόν. Όθεν η φήμη της αγιωσύνης του Οσίου Στυλιανού διεδόθη πανταχού και πάντες πάντοθεν συνέρρεον μετ’ ευλαβείας προς τον Άγιον και απεκόμιζον ψυχικά τε και σωματικά αγαθά, επιστρέφοντες και κρατυνόμενοι εις την ευσέβειαν και αγάπην του Θεού και του πλησίον και λαμβάνοντες πολλάς ιάσεις σωματικάς παθών ανιάτων. Ούτω δε βιώσας επί της γης ως επίγειος Άγγελος, επιστάσης της ώρας, ίνα τύχη του διαρκώς ποθουμένου, ίνα εκδημήση του σώματος και απέλθη προς Κύριον, ίνα αναλύση κατά τον θείον Παύλον, «και συν Χριστώ είναι» (Φιλιπ. α:23), έλαβεν είδησιν ότι το τέλος του βίου τούτου ήγγικεν. Όθεν δοξολογήσας τον Θεόν απήλθε προς Κύριον, λάμψαντος του προσώπου αυτού ως ηλίου· παρευθύς δε χορός Αγίων Αγγέλων παρέλαβε την παναγίαν αυτού ψυχήν. Αλλά και μετά θάνατον αυτού ουδόλως επαύσατο παρέχων τας ιάσεις αφθόνως. Διότι, όταν θανατηφόρος επήρχετο εις τα παιδία ασθένεια και οι γονείς έμενον άτεκνοι, όσοι εις τας ασθενείας των τέκνων των μετά πίστεως επεκαλούντο τον Άγιον Στυλιανόν και μετ’ ευλαβείας εζωγράφιζον την πανσέβαστον και αγίαν αυτού εικόνα και την ίασιν των τέκνων παρευθύς ελάμβανον και άλλα εγέννων δια της χάριτος του Θεού και της μεσιτείας του Αγίου. Και σήμερον δε πάντας τους μετά πίστεως επικαλουμένους αυτόν ομοίως βοηθεί. Τοιούτος ήτο ο Άγιος Στυλιανός, όστις έστω παράδειγμα μιμήσεως εις ημάς, διότι και αυτός άνθρωπος ήτο, καθώς και ημείς, αλλ’ αποφασίσας έτυχε της χάριτος του Θεού, ετελειώθη εν Χριστώ και εγένετο μακάριος. Ίνα δε και ημείς των αυτών τύχωμεν αγαθών, μιμηθώμεν την πίστιν και αφοσίωσιν του Αγίου, εργασθώμεν έργα ευσεβείας και σωφροσύνης, δικαιοσύνης και ελεημοσύνης εις τον κύκλον ημών, ο δε δια την ημετέραν σωτηρίαν σταυρωθείς και αναστάς Χριστός ο αληθινός Θεός ημών, ταις του Οσίου αυτού και Αγίου Στυλιανού πρεσβείαις ελεήσαι και σώσαι ημάς. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΖ΄ (27η) Νοεμβρίου, ο Όσιος Πατήρ ημών ΝΑΘΑΝΑΗΛ εν ειρήνη τελειούται.

Δημοσίευση από silver »

Ναθαναήλ ο άριστος από τους παλαιούς και θαυμάσιος Αναχωρητής, κτίσας εν κελλίον εις την έρημον κατώκει εις αυτό· τόσην δε υπομονήν έδειξεν ο αείμνηστος εις εκείνο το κελλίον, ώστε δεν ήλλαξε ποτέ τον σκοπόν, τον οποίον έβαλε της σωτηρίας. Εις τας αρχάς όμως, όταν το έκτισεν, εγελάσθη υπό του δαίμονος και εξήλθεν απ’ εκεί και έκτισεν άλλο πλησίον εις την χώραν. Και αφού εστάθη εκεί μήνας τρεις ή τέσσαρας, έρχεται ο δαίμων μίαν νύκτα εις αυτόν, έχων άρματα όμοια με εκείνα τα οποία έχουν οι δήμιοι, με σχήμα στρατιωτικόν, με παλαιά ενδύματα, και έκαμνε μεγάλον κτύπον με τα άρματα, ο δε μακάριος Ναθαναήλ έλεγε προς αυτόν· «Ποίος είσαι όπου με ενοχλείς εις το κελλίον μου»; Και ο δαίμων απεκρίθη λέγων· «Εγώ είμαι εκείνος όστις σε εξέβαλα από το πρώτον κελλίον και τώρα ήλθα πάλιν να σε εκβάλω και απ’ εδώ». Τότε γνωρίσας ο Όσιος ότι εγελάσθη από την σατανικήν πονηρίαν, εγύρισεν εις την πρώτην του κέλλαν, και έκαμεν εκεί έτη τριάκοντα επτά, κατά τα οποία δεν εξήλθε τελείως έξω από την θύραν του κελλίου του, εις πείσμα του δαίμονος, επειδή τον εγέλασε πρότερον. Μετά ταύτα τόσον τον επολέμησεν ο δαίμων να τον εκβάλη από το κελλίον, ώστε τον πόλεμον και τους πειρασμούς τους οποίους του έδωκε δεν είναι δυνατόν να περιγράψη τις. Επάνω δε εις τους πειρασμούς και τας πονηρίας του ο Σατανάς έκαμε και αυτήν την πονηρίαν, δια να τον αναγκάση να εξέλθη καν έξω από το κελλίον του. Επτά Αρχιερείς ήλθον και επεσκέφθησαν τούτον τον Όσιον, δια το οποίον τότε ολίγον έλειψε να χαλαρώση τον κανόνα του ο Όσιος Ναθαναήλ, ήτοι να εξέλθη έξω από το κελλίον του. Διότι αφού οι Επίσκοποι εκείνοι επεσκέφθησαν και απεχαιρέτησαν τον Άγιον, εξερχόμενοι από την κέλλαν του, αυτός δεν εξήλθε καν ολίγον τι έξω του κελλίου του να τους κατευοδώση, ο δε εχθρός έβαλεν εις τους Διακόνους των Επισκόπων να λέγουν εις τον Άγιον· «Υπερήφανον πράγμα κάμνεις, Αββά, να μη συνοδεύσης ολίγον διάστημα καν τους Επισκόπους». Και ο Όσιος απεκρίθη προς αυτούς λέγων· «Εγώ και τους κυρίους μου τους Αρχιερείς προσκυνώ και όλον τον κλήρον των τιμώ, νομίζω δε τον εαυτόν μου πλέον αμαρτωλόν και πάντων ελάχιστον. Όσον μεν δια τιμήν και δόξαν και έπαινον (όσον το κατ’ εμέ) ίσα το αισθάνομαι, όσον και οι νεκροί. Δια δε ότι δεν εξέρχομαι έξω της κέλλας μου, έχω άλλον σκοπόν, τον οποίον μόνος ο Κύριος ο κρυφιογνώστης γινώσκει». Επειδή λοιπόν ο δαίμων και με τοιαύτην πονηρίαν δεν κατώρθωσε να ευγάλη έξω τον Όσιον, σοφίζεται ο μιαρός άλλην κατασκευήν. Εννέα μήνας πριν να αποθάνη ο Όσιος, σχηματίζεται ο δαίμων παιδίον δώδεκα ετών, έχων όνον φορτωμένον άρτους, τους οποίους δήθεν του έστελλον από την χώραν, έφθασε δε την νύκτα εις το κελλίον του Αγίου απ’ έξω. Εκεί σχηματίζεται ότι έπεσε κάτω ο όνος και δεν ηδύνατο να εγερθή. Δια τούτο εφώναζε το παιδίον έξωθεν του κελλίου εις το σκότος· «Αββά Ναθαναήλ, βοήθησόν μοι εις ταύτην την ανάγκην». Ακούσας ο Άγιος τας φωνάς ήνοιξε την θύραν του κελλίου του και εστάθη εις την θύραν, ερωτών το παιδίον ποίος είναι και ποίαν βοήθειαν ζητεί απ’ αυτόν. Λέγει προς αυτόν ο δαίμων· «Εγώ είμαι από τον δείνα μοναχόν τον αγαπητόν σου απεσταλμένος και σου φέρω άρτους και προσφοράς, επειδή αύριον είναι Σάββατον και χρειάζονται. Αλλά παρακαλώ να με βοηθήσης να εγείρωμεν το ζώον, και να έλθω εις το κελλίον, δια να μη φαγωθώμεν από τους λύκους, επειδή είναι πολλοί τοιούτοι εδώ εις την έρημον». Τότε ο Άγιος εσυλλογίζετο τι να πράξη. Η ευσπλαγχνία τον ηνάγκαζε να εξέλθη εκ του κελλίου του να βοηθήση τον παίδα. Από το άλλο μέρος εσυλλογίζετο την απόφασιν, την οποίαν έκαμε να μη δώση καμμίαν πρόφασιν εις τον εχθρόν. Όθεν κάμνων ευχήν εις την θείαν βοήθειαν, λέγει εις το φαινόμενον παιδίον· «Άκουσον, ω παιδίον, ή όποιος και αν είσαι· ελπίζω εις τον Θεόν, όστις εξουσιάζει ζωήν και θάνατον, ότι όσην βοήθειαν χρειάζεσαι, θέλεις την έχει παρ’ Αυτού και μήτε άλλο κανένα κακόν θέλει σου εγγίσει. Ει δε και είσαι κανένας πειρασμός, και εις τούτο θέλει μου γίνει καμμία φανέρωσις παρά Κυρίου». Τούτο είπε και κλείσας την θύραν του κελλίου του ησύχασεν εντός αυτού. Ο δε δαίμων εντραπείς και εις ταύτην την νίκην του Οσίου διεσκορπίσθη ως σύννεφον υπό ανέμου, και με φωνάς και κτύπους αγρίων ζώων έγινεν άφαντος. Αυτά είναι τα κατορθώματα του όντως μακαρίου και Οσίου Ναθαναήλ, και τούτο το μέγα και θαυμαστόν τρόπαιον, όπερ έστησεν εναντίον του σατανά.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΗ΄ (28η) Νοεμβρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Ομολογητού και Μάρτυρος ΣΤΕΦΑΝΟΥ του Νέου.

Δημοσίευση από silver »


Στέφανος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών ο Νέος, ο δια πασών των αρετών πεπλουτισμένος, ήτο από την Κωνσταντινούπολιν, εις την οποίαν εγεννήθη κατά τας ημέρας του Βασιλέως Αναστασίου Β΄ του και Αρτεμίου καλουμένου, του βασιλεύσαντος εν έτει ψιγ΄ - ψιε΄ (713 – 715). Είναι δε πράγματι μέγας πλούτος και θείον πράγμα η αρετή και πολλών εγκωμίων αξία αληθώς, όχι μόνον διότι ανταμείβει τους φίλους της φιλοτίμως, αλλά και διότι μόνον δι’ αυτών των εγκωμίων δύναται να σύρη προς το μέρος της τους φίλους της εξάπτουσα τον ζήλον εις τας ψυχάς και τας καρδίας αυτών. Επαινούντες δε τους φιλαρέτους και διηγούμενοι προθύμως τον βίον αυτών, δεικνύομεν προς αυτούς ευγνωμοσύνην και ευλάβειαν και παρακινούμεν και άλλους να μιμώνται αυτούς. Επειδή λοιπόν εις εκ τούτων είναι και ο μακάριος Στέφανος, άριστος εις όλα και της αρετής εραστής περιφανής, ας διηγηθώμεν λεπτομερώς την γέννησιν και ανατροφήν αυτού, τα ασκητικά παλαίσματα και τα μαρτυρικά τρόπαιά του ως και τα διαπρεπή αριστεύματα αυτού. Ούτος λοιπόν ο σπουδαίος και επίσημος βλαστός εγεννήθη εν Κωνσταντινουπόλει, ως είπομεν, από γονείς φιλοθέους και Ορθοδοξοτάτους, πλουσίους κατά την περιουσίαν, κατά δε την ψυχήν πλουσιωτέρους. Ούτοι δίδοντες ελεημοσύνας εις πένητας και φοιτώντες εις την Εκκλησίαν, ήκουαν την ιεράν Λειτουργίαν, παρεκάλουν δε τον Θεόν ίνα τους χαρίση παιδίον άρρεν, διότι είχον δύο θυγατέρας πριν ή γεννήσωσι τον Στέφανον. Η μήτηρ αυτού εκαλείτο Άννα και μετέβαινεν εις τον Ναόν των Βλαχερνών πολλάκις και παρεκάλει την Παναγίαν Θεοτόκον να της χαρίση υιόν κατά την επιθυμίαν της. Μίαν λοιπόν Παρασκευήν, κατά την οποίαν είχον παννυχίδα, ηύξησεν η Άννα την δέησιν εις τον ρηθέντα Ναόν, και παρεκάλει την Παναγίαν με δάκρυα, ίνα γεννήση άρρεν τέκνον και να το αφιερώση εις τον Ναόν της· εις το τέλος δε της προσευχής απεκοιμήθη ολίγον και βλέπει καθ’ ύπνον γυναίκα τινά ωραίαν και πάγκαλον, ήτις ήγγισε τους πόδας αυτής και της λέγει· «Ύπαγε εις ειρήνην και θέλεις συλλάβει υιόν, ως εζήτησας». Τότε η Άννα εξύπνησε και ανεχώρησε χαίρουσα δια το ποθούμενον άγγελμα. Μετ’ ολίγας ημέρας εψήφισαν Πατριάρχην τον Άγιον Γερμανόν και συνηθροίσθη άπειρον πλήθος δια να τον ίδωσιν, επειδή ήτο άνθρωπος περιφανής και ενάρετος· μετέβησαν λοιπόν και οι γονείς του Στεφάνου, ότε ήτο έγκυος η μήτηρ του, ήτις εστάθη εις τι μέρος εκ του οποίου έμελλε να διέλθη ο Πατριάρχης και του λέγει μετά πίστεως· «Ευλόγησον, Δέσποτα, το παιδίον το οποίον έχω εις την κοιλίαν μου». Ο δε είπε προς αυτήν ως προορατικός και Άγιος· «Ο Θεός να το ευλογήση δια πρεσβειών Στεφάνου του Πρωτομάρτυρος». Και την στιγμήν, κατά την οποίαν είπε ταύτα, είδεν η Άννα φλόγα πυρός εξελθούσαν εκ του στόματος του Πατριάρχου. Αφού δε εγεννήθη το παιδίον, το ωνόμασαν, κατά την πρόρρησιν, Στέφανον, λαβόντες δε αυτό οι γονείς του το έφεραν εις τον εν Βλαχέρναις Ναόν και λέγει η Άννα προς την Πανύμνητον· «Υποδέχθητι, Δέσποινα, τον παίδα τον οποίον μοι έδωκες· διότι εις σε και τον μονογενή σου Υιόν τον αφιερώ, ως προ της συλλήψεως έταξα». Ούτως ειπούσα προς την Εικόνα, λέγει ταύτα προς τον σύζυγόν της· «Αύτη η Δέσποινα, αγαπητέ μου σύζυγε, υπήρξεν η αιτία και εγέννησα τον Στέφανον». Τελέσαντες λοιπόν την ευχαριστίαν προς την Θεοτόκον αμφότεροι επέστρεψαν εις τον οίκον των. Όταν δε ήθελον να βαπτίσωσι το παιδίον, το έφεραν εις την Αγίαν Σοφίαν και το εβάπτισεν ο Άγιος Γερμανός το Μέγα Σάββατον. Μετά ταύτα, αφού εμεγάλωσε, το έδωσαν να μάθη γράμματα· και επειδή ήτο ευφυής και οξύτατος, έμαθεν εις ολίγον καιρόν πολλά μαθήματα και είχεν ευλάβειαν εις τους ιερούς λόγους, κατά την ανάγνωσιν των οποίων ίστατο όρθιος και δεν ενύσταζε ποτέ, προ πάντων δε όταν ήκουε λόγον τινά του θείου Χρυσοστόμου έχαιρε, διότι ηγάπα τα συγγράμματά του περισσότερον των άλλων και εξ αυτών εξεπαίδευσε τον βίον και την συμπεριφοράν του, διάγων εναρέτως· ποτέ δεν ωρκίσθη ούτε λόγον περιττόν ωμίλησεν, ούτε άλλον ήθελε να ακούση κατακρίνοντα τινα ή να λέγη απρεπείς λόγους. Ενίκησε την φιλαργυρίαν τελείως και δεν ήθελε να ίδη νομίσματα, κατεφρόνησε την τιμήν και την δόξαν και όλας τας ηδονάς του σώματος και απλώς ειπείν είχε τόσην ακτημοσύνην και ταπείνωσιν, ώστε έχαιρεν εις την λιτότητα της τραπέζης και την ευτέλειαν του ενδύματος περισσότερον ή όσον χαίρουσιν οι πλούσιοι εις τα πολύτιμα πράγματα. Κατ’ εκείνον τον καιρόν ανέβη εις τον θρόνον Λέων ο Ίσαυρος, όστις και Κόνων εκαλείτο, εν έτει ψιζ΄ (717), και πρώτον μεν υπεκρίνετο την πανουργίαν της αλώπεκος, ότι ετίμα την Ορθοδοξίαν ο αλιτήριος· έπειτα, το δέκατον έτος της βασιλείας του, εξήμεσε το δηλητήριον ο δόλιος και προσκαλεσάμενος τους άρχοντας της βουλής, είπε προς αυτούς ότι δεν πρέπει να τιμώσι τας αγίας Εικόνας, μήπως γίνουν όμοιοι των ειδωλολατρών, προσκυνούντες άψυχα είδωλα. Όταν λοιπόν ήκουσαν ταύτα οι άρχοντες κατά πολλά εσυγχύσθησαν και ταραχή πολλή έγινεν· ο δε βασιλεύς, δια να τους ειρηνεύση, είπε ταύτα ο δόλιος· «Δεν λέγω να μη προσκυνώμεν τας Εικόνας τελείως, αλλά να τας κρεμάσωμεν υψηλότερα δια να μη τας μολύνωμεν με τα ρυπαρά από τας αμαρτίας και ανάξια χείλη μας». Ταύτα δε έλεγεν ο παμμίαρος δια να σμικρύνη τον πόθον και την πολλήν ευλάβειαν, την οποίαν είχον προς τας αγίας Εικόνας οι Ορθόδοξοι, έπειτα ολίγον κατ’ ολίγον να τας αφανίση τελείως. Ταύτα μαθών ο Άγιος Γερμανός του υπέδειξε με αξιοπίστους μαρτυρίας των Αποστόλων, των Συνόδων και ετέρων Αγίων, ότι όσοι δεν τας προσκυνούσι, κολάζονται και τον ενουθέτει να μη τολμήση να φανερώση τοιαύτην γνώμην μιαράν και αντίθεον· διότι πρώτον μεν αυτός ως Πατριάρχης, έπειτα και όλοι οι Ορθόδοξοι ήσαν έτοιμοι να λάβουν επώδυνον θάνατον μάλλον ή τας ιεράς Εικόνας να αθετήσωσιν. Τότε ο ασεβής βασιλεύς τον μεν Άγιον Γερμανόν με ύβρεις και πληγάς εξώρισεν, ανεβίβασε δε αναξίως εις τον θρόνον τον μιαρόν Αναστάσιον, όστις, επειδή ήτο ομόφρων του βασιλέως, έκαμεν όσα κακά ηθέλησεν ο άθλιος, καθώς εις την Κυριακήν της Ορθοδοξίας σαφέστερα φαίνονται πολλοί λοιπόν Ορθόδοξοι, δια να μη βλέπουν τοιαύτην ασέβειαν, έφευγον από την πόλιν και κατέφευγον εις ερήμους και όρη, προτιμώντες να κατοικώσι με άγρια θηρία ή με τους ανοσίους εκείνους να πολιτεύωνται. Τότε και οι του Στεφάνου θαυμαστοί γονείς ηθέλησαν και αυτοί να φύγουν, εσκέπτοντο δε και την υπόσχεσιν την οποίαν είχον δώσει να τον αφιερώσουν εις τον Κύριον, έκρινον όμως ότι δεν ήτο καλόν να αφήσωσι τον παίδα εις τα Μοναστήρια της Πόλεως δια την εικονομαχίαν· όθεν τον έφεραν εις το όρος του Αυξεντίου, το οποίον είναι απέναντι της Κωνσταντινουπόλεως, εις την επαρχίαν των Βιθυνών, από τα άλλα όρη υψηλότερον, εις την κορυφήν του οποίου ευρίσκεται σπήλαιον κατάλληλον δι’ ησυχίαν και κατώκησαν εκεί προς διαδοχήν του Οσίου Αυξεντίου ενάρετοι άνθρωποι, ήτοι μετ’ εκείνον ο μαθητής αυτού Σέργιος, τρίτος ο Βενδημιανός, τέτερτος ο ιερός Γρηγόριος, πέμπτος δε ο προορατικώτατος Ιωάννης, προς τον οποίον έφεραν οι γονείς τον μακάριον Στέφανον και τον παρεκάλεσαν να τον κάμη Μοναχόν. Ο δε γέρων ηννόησε δια των διορατικών οφθαλμών του το θείον κάλλος της ψυχής του νέου και τον εδέχθη προθύμως λέγων ταύτα προς τους γονείς· «Όντως το Πνεύμα του Θεού εις το παιδίον τούτο αναπέπαυται». Τελέσας λοιπόν την νυκτικήν δοξολογίαν, κατά το σύνηθες, ενουθέτησεν ο Άγιος Γέρων τον Στέφανον να αρνηθή τα εγκόσμια και να ποθήση τον Κύριον περισσότερον από τους γονείς του, οι οποίοι είναι πολλάκις αίτιοι και κολάζονται τα τέκνα των. Αυτά και άλλα πλείονα λέγων τον εκούρευσε και τον ενέδυσε το άγιον Σχήμα, ότε ήτο ετών δεκαέξ ο τρισμακάριος· όμως εις τον αγώνα υπερέβη τους γέροντας και ενήστευεν, ηγρύπνει και απέκοπτεν όλας τας επιθυμίας της σαρκός· προ πάντων δε τόσον εκυρίευε του θυμού και της μνησικακίας ο χριστομίμητος, ώστε όχι μόνον δεν έκαμνε κακόν εις εκείνον, όστις ήθελε πταίσει εις αυτόν, αλλά και με αγαθοερίας τον αντήμειβε. Τοσούτον δε ήτο υπήκοος και υπηρέτει προθύμως εις όλους τους κόπους, ώστε εχαίρετο οπόταν έστελλον αυτόν εις τόπον μακρινόν να φέρη βάρη, έφερε δε το ύδωρ από πολύ μακράν, ήτοι από το κοιμητήριον του Αυξεντίου, το οποίον κατεσκεύασεν όταν έζη αυτός ο μακάριος και το αφιέρωσεν εις το Μοναστήριον των γυναικών, ονομάσας τον τόπον Τριχιναρίαν, διότι ενεδύοντο τρίχινα ή και δια το τραχύ και δύσβατον του τόπου· όχι δε μόνον το ύδωρ έφερεν από τον μακρινόν εκείνον τόπον προθύμως ο Στέφανος, αλλά και έτερα χρειαζόμενα καλοκαίρι και χειμώνα εσήκωνε και δεν ερραθύμησεν, ούτε εγόγγυσε ποτέ, ούτε τον κανόνα της Μοναχικής πολιτείας ημέλησεν, αλλά ηγωνίζετο ίσα με τον διδάσκαλόν του Ιωάννην. Ο μακάριος ούτος Ιωάννης, δια τον πολύν πόθον τον οποίον είχε προς τον Θεόν και την ενάρετον πολιτείαν του, ηκιώθη τοσαύτης Χάριτος, ώστε και τα άλογα ζώα υπετάσσοντο εις αυτόν και του προσέφερον υπηρεσίαν· ήτοι εκεί εις το όρος ευρίσκετο ένα κυνάριον μικρόν και όταν ετύγχανε και έλειπε μακράν ο Στέφανος και εχρειάζετο κάτι από κανένα Μοναστήριον ο διδάσκαλός του, έγραφεν επιστολήν και την εκρέμα εις τον τράχηλον του κυναρίου και του έλεγε να την υπάγη εις το γυναικείον Μοναστήριον και να φέρη ταχέως απόκρισιν· αυτό δε ως λογικόν έκαμνε παρευθύς το πρόσταγμα και πηγαίνον εις την κέλλαν της Ηγουμένης ανήγγελλεν εις αυτήν δια των υλακών και σκιρτημάτων την παρουσίαν του και εξήρχετο η Μοναχή, ήτις παρελάμβανε την επιστολήν και αφού εξετέλει το προστασσόμενον, έστελλε την απόκρισιν με τον αυτόν κύνα. Ημέραν τινά, ερχόμενος ο θεσπέσιος Στέφανος από τινα υπηρεσίαν, ευρίσκει τον θεοφόρον Ιωάννην και είχε την κεφαλήν εις το παράθυρον πικρώς οδυρόμενος· ο δε Στέφανος, ακούσας τον θρήνον του διδασκάλου, έπεσε πρηνής εις την γην διαλογιζόμενος τις η αιτία τοσούτων δακρύων· ο δε προορατικός εκείνος Ιωάννης, γνωρίσας τους διαλογισμούς του Στεφάνου, ήγειρεν αυτόν και του λέγει· «Δια σε κλαίω, τέκνον ηγαπημένον μου, διότι εγνώρισα ότι δια σε μέλλει να αυξηθή ο τόπος ούτος, αλλά και πάλιν να αφανισθή από τους δυσσεβείς εικονομάχους εις το ύστερον». Ο δε Στέφανος τον ηρώτησε, βαρέως στενάξας, και του λέγει· «Μήπως εγνώρισες, Πάτερ μου, ότι μέλλω να απολεσθώ και εγώ και να πέσω εις ταύτην την αίρεσιν;» Ο δε είπεν· «Ουχί, τέκνον, μη γένοιτο, πλην πρόσεχε να υπομείνης έως τέλους τας θλίψεις όπου θα σου έλθωσιν, ότι ο «υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται» (Ματθ. ι:22). Αυτά και έτερα πλείονα λέγων ο άγιος Γέρων, του εφανέρωσεν όσα έμελλε να του συμβώσιν έως τέλους. Τον καιρόν εκείνον απέθανεν ο κατά σάρκα πατήρ του Στεφάνου· όθεν λαβών συγχώρησιν επήγεν εις το Βυζάντιον και πωλήσας όλα του τα πράγματα διεμοίρασεν εις τους πτωχούς τα αργύρια· και επειδή η μία αδελφή του ήτο εκεί εντός της Κωνσταντινουπόλεως, Μοναχή εις εν Μοναστήριον, επήρε την άλλην και την μητέρα του και πηγαίνων εις το όρος τας εκούρευσεν ο Γέροντάς του και γίνεται της αδελφής και της κατά σάρκα μητρός αυτού Πνευματικός Πατήρ ο Στέφανος, και τας έβαλεν εις γυναικείον Μοναστήριον, αυτός δε έμεινεν εις την υπακοήν του Γέροντος, όστις εις ολίγον καιρόν ετελεύτησεν. Ο δε Στέφανος εσύναξεν όλους τους Μοναχούς και τον ενεταφίασαν ευλαβώς και εντίμως ως έπρεπεν. Οι δε Μοναχοί εψήφισαν Ηγούμενόν των τον θείον Στέφανον, όστις δεν έλαβε μόνον διπλήν την Χάριν ως ο Ελισσαίος από τον διδάσκαλον, αλλά και πολλαπλασίως έγινεν εναρετώτερος. Ήτο δε τότε ετών τριάκοντα, όταν έμεινε διάδοχος του Ιωάννου εις το σπήλαιον και εκοπίαζε καθ’ εκάστην ως μέλισσα άοκνος το γλυκύτατον μέλι της αρετής εργαζόμενος και γλυκαίνων τας ψυχάς των ακροατών με ψυχοσωτήρια λόγια· έκαμνε δε εργόχειρον, ποτέ μεν πλέκων τα δίκτυα, ποτέ δε γράφων βιβλίον, επειδή ήτο καλλιγράφος επιμελέστατος και εσπούδαζε να μη φάγη κόπον αλλότριον πώποτε, αλλά μάλλον άλλοι να τρέφωνται από το ιδικόν του εργόχειρον. Είχε δε τας αρετάς της ψυχής, ήτοι αγάπην, χαράν, ειρήνην, πραότητα, μακροθυμίαν, χρηστότητα· όθεν και πολλοί συνήγοντο από διαφόρους τόπους και εγίνοντο υπήκοοί του, δια να καρπώνωνται απ’ εκείνα τα μελίρρυτα λόγια. Ήλθε λοιπόν προς αυτόν πρώτος ενάρετος τις άνθρωπος, Μαρίνος ονόματι, έπειτα άλλοι τινές, Ιωάννης, Χριστοφόρος και Ζαχαρίας καλούμενοι, οίτινες ήσαν αγαθοί και πραότατοι· μετά ταύτα ήλθον και δύο κακότροποι, Σέργιος και Στέφανος καλούμενοι, δια τους οποίους θέλομεν είπει μετά ταύτα· επλήθυνε λοιπόν ο αριθμός των μαθητών αυτού έως είκοσιν. Όθεν ο μακάριος Στέφανος, δια να μη έχη ενόχλησιν και να διέρχεται με περισσοτέραν σκληραγωγίαν, εψήφισε τον Μαρίνον Ηγούμενον, αυτός δε εύρε τόπον τινά εις το αυτό όρος ησυχαστικώτερον, και εκεί έκτισε κελλίον μικρόν πολύ, το μάκρος δύο πήχεις και το πλάτος ενάμισυ, το δε ύψος όσον να ίσταται άνθρωπος κύπτων· εις δε το ανατολικόν μέρος έκαμε κόγχην μικράν ως Εκκλησίαν, αλλά την γνώμην του δεν εφανέρωσεν εις κανένα ειμή μόνον εις τον Μαρίνον, κλεισθείς δε μέσα εις το κελλίον αυτό έμεινε μόνος μόνω τω Θεώ προσευχόμενος· οι δε μαθηταί αυτού επήγαιναν εις το σπήλαιον, εις το οποίον ήτο πρότερον και δεν τον εύρισκον· όθεν έτρεχον εδώ και εκεί θρηνούντες την απουσίαν του διδασκάλου και ολοφυρόμενοι. Ακούσας δε εκείνος τας φωνάς και τα δάκρυα αυτών, ελυπήθη και τους εκάλεσεν προς αυτόν με φωνήν πραείαν, οι δε ιδόντες τοσαύτην στενοχωρίαν της οικοδομής έκλαιον συμπονούντες αυτόν και έλεγον· «Διατί, Πάτερ άγιε, γίνεσαι τόσον ριψοκίνδυνος και θέλεις αποθάνει προ καιρού δια την πολλήν σκληραγωγίαν, να υστερηθώμεν τοσαύτης ψυχικής ωφελείας;» Ο δε έλεγε προς αυτούς· «Στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν» (Ματθ. ζ:14) και αυτήν μόνον πρέπει να βαδίζουν όσοι ποθούσιν Βασιλείαν ουράνιον». Παρεκάλουν δε αυτόν οι μαθηταί του καν να σκεπάση το κελλίον δια να μη τον καίη ο ήλιος· ο δε απεκρίνατο· «Αρκεί ο ουρανός, τέκνα μου, και μη ζητώμεν άλλο περισσότερον». Έμενε λοιπόν το θέρος υπό του ηλίου καταφλεγόμενος και τον χειμώνα υπό των ανέμων και χιόνων βασανιζόμενος, και δεν είχεν άλλα ενδύματα ει μη μόνον μίαν ψάθην και εν κοντόρρασσον, δεν έφθανε δε αυτή η κακοπάθεια, αλλά και σίδηρα εφόρει εις όλον το σώμα του. επειδή όμως ήτο αδύνατον να κρύπτεται τοσαύτη αρετή, έτρεχον πολλοί εις αυτόν χάριν ωφελείας, διότι η οσμή του μύρου σύρει έκαστον προς αυτό τους πλησίον, ως ο μαγνήτης τον σίδηρον. Ήλθε λοιπόν και μία χήρα ευγενής και πλουσία, και του λέγει ότι είχε πόθον να ενδυθή το άγιον Σχήμα των Μοναχών, ίνα διέλθη τον βίον ατάραχον. Ο δε Όσιος ενουθέτησεν αυτήν ως έπρεπεν, ίνα ετοιμασθή επιμελώς εις τοιαύτην πολιτείαν ισάγγελον και να ετοιμάση τα πράγματά της να καλογερευθή ταχέως πριν έλθη ο θάνατος. Η δε θεοφιλής εκείνη γυνή εφύλαξε τον λόγον του Οσίου οσίως και ακριβώς εις την καρδίαν της, και απελθούσα εις την πατρίδα της πωλεί όλα της τα πράγματα, διαμοιράζει εις τους πτωχούς τα περισσότερα αργύρια, τα δε επίλοιπα εκράτησε δια να τα δώση εις τον Άγιον να τα κάμη ό,τι θελήση. Αφήνει γονείς και γείτονες, απαρνείται πάσαν απόλαυσιν του σώματος, και μεταβαίνει μετά προθυμίας πολλής προς τον Όσιον. Εκείνος όμως ο μακάριος την είδε με βλέμμα στρυφνόν και της λέγει· «Ο Χριστός λέγει εις το Ιερόν Ευαγγέκιον, ότι δεν δύναταί τις να είναι μαθητής του, εάν δεν αφήση όλα τα πράγματά του. Διατί συ παρέβης αυτήν την θείαν εντολήν και εκράτησες τόσα αργύρια;» Η δε γυνή ταύτα ακούσασα εθαύμασε δια το προορατικόν αυτού και λέγει· «Δεν τα εκράτησα, Πάτερ τίμιε, δια γνώμην φιλάργυρον, αλλά να τα φέρω της αγιωσύνης σου, να τα διαμοιράσης εις τους πτωχούς ως βούλεσαι, δια να έχω μισθόν περισσότερον». Τότε ο Όσιος την διέταξεν να υπάγη μετά του θεοφιλούς Μαρίνου να τα διαμοιράσωσιν εις τα πλησίον χωρία. Τούτου δε γενομένου, εκούρευσεν αυτήν ονομάσας Άνναν και την έβαλεν εις το γυναικείον Μοναστήριον, παραγγείλας εις την Ηγουμένην να επιμεληθή ταύτην, ίνα σώση την αθάνατον ψυχήν της δια βίου θεαρέστου και αγώνων πνευματικών. Κατ’ εκείνον τον καιρόν απέθανεν αθλίως ο άθλιος και θηριώδης βασιλεύς και έμεινε διάδοχος της βασιλείας και κακοδοξίας αυτού το ανοσιώτερον εκείνου και πικρότερον γέννημα, ήτοι Κωνσταντίνος ο Σαπρός και Κοπρώνυμος, ο βασιλεύσας εν έτει ψμα΄ (741), όστις επολέμει την Εκκλησίαν μιαίνων τα όσια ο ανόσιος και κατέκαυσεν όλας τας αγίας Εικόνας ο τρισκατάρατος. Έπειτα, διότι τον ήλεγξαν ευσεβείς τινες και ενάρετοι Μοναχοί και του υπέδειξαν ως σοφώτατοι δια των αγίων Γραφών ότι ήτο αντίθεος, εξεμάνη πολύ κατά των Μοναχών και τους επολέμει όσον ηδύνατο, ονομάζων αυτούς πλάνους, ειδωλολάτρας και άλλα όμοια. Εσύναξε λοιπόν τον μωρόν λαόν εις το παλάτιον και ηνάγκασεν όλους να ομόσουν ότι δεν θα προσκυνήση πλέον τις τας αγίας Εικόνας, αλλά θα λέγωσιν αυτάς είδωλα, και ότι δεν θα τολμήση να ομιλήση τις με Μοναχόν, ουδέ θα δεχθή τοιούτον εις τον οίκον του, αλλά και αν συναπαντηθή ποτέ τις μετά Μοναχού, να τον καλή μαυροφόρον, ειδωλολάτρην και αμνημόνευτον, έπειτα (ω μανίας δεινής και θηριώδους απανθρωπίας!) όλοι μαζί να λιθοβολώσιν αυτόν ως κακούργον και ληστήν. Ούτος ο Κοπρώνυμος Κωνσταντίνος, ευρών Ιερομόναχον τινα ομόφρονά του και ομογνώμονα, τον εκάθισε Πατριάρχην, χωρίς να χειροτονήσουν αυτόν κατά την τάξιν κανονικώς, αλλά μόνος ο βασιλεύς τυραννικώς ενέδυσεν ο ανίερος τον παμμίαρον και εφώνησε το «άξιος» εις τον ανάξιον ιερωσύνης και άξιον αισχύνης πολλής και καταφρονήσεως και τον ανεβίβασεν εις τον θρόνον, επειδή ήτο αποθαμμένος ο την ψυχήν νεκρός Αναστάσιος. Ω της ατόπου τόλμης και του βδελυρού εγχειρήματος! Ο φονεύς εφάνη ποιμενάρχης, όστις έλαβε τρεις γυναίκας ο αλιτήριος και καν να γίνη Ιερεύς ειδωλολατρών δεν ήτο άξιος, αλλά ο κακόδοξος τον εψήφισε δια να έχη αυτόν ομόφρονα, να αφανίσουν τας αγίας Εικόνας οι εναγείς και παμμίαροι. Έστειλε λοιπόν εις όλας τας πόλεις και χώρας γράμματα, να συναχθούν εις το Βυζάντιον οι Επίσκοποι, να κάμουν κατά των σεπτών Εικόνων μιαράν Σύνοδον. Και τις δύναται να διηγηθή πόσας ατοπίας ετέλεσαν οι ανόσιοι; Εξήλειψαν από τους τοίχους των θείων Ναών τα εκτυπώματα πάντων των Αγίων, τα Άγια κατεπάτουν, τας Εικόνας του Χριστού, της Θεοτόκου και των λοιπών Αγίων έκαιον εις το πυρ οι του πυρός κληρονόμοι και τελείως τας εξηφάνιζον ή τας έχριον με άσβεστον να μη φαίνωνται, ή έξεον τα χρώματα και τα μορφώματα των Αγίων και έμενον μόνον αι σανίδες άχρηστοι. Ω τόλμης δαιμονιώδους! Όπου ήτο ιστορημένον κανέν δένδρον, ή πετεινόν, ή θηρίον, ή άλλο όμοιον, το άφηναν, οι άχρηστοι, του δε Χριστού και των Αγίων τας μορφάς τελείως ηφάνιζον· όθεν έμεινεν η Εκκλησία εστερημένη πάσης ευπρεπείας, και εφαίνετο ως Νύμφη, χηρεύουσα, στυγνή και άκοσμος. Ω της συμφοράς! Ποία γλώσσα να εξηγήση και ποία ακοή να ακούση πράως τοιαύτην αξίαν θρήνων διήγησιν; Τας θύρας της Εκκλησίας του Χριστού «εν πελέκει και λαξευτηρίω κατέρραξαν» (Ψαλμ. ογ:6), και το Αγιαστήριον ενέπρησαν· όλοι δε οι ευσεβείς είχον μεγάλην λύπην, την δεινήν ταύτην συμφοράν οδυρόμενοι και μάλιστα το τάγμα των Μοναχών, επειδή αυτοί ήσαν από τους άλλους πλέον ευλαβείς και Ορθόδοξοι, τους οποίους εξώρισαν όχι μόνον από την Κωνσταντινούπολιν, αλλά και από τας λοιπάς χώρας της Ευρώπης και Βιθυνίας, και μόνον εις το βουνόν του Αυξεντίου εύρισκον καταφύγιον, τους οποίους υπεδέχετο ασμένως ο θείος Στέφανος και τους παρηγόρει να μη πικραίνωνται, με σοφούς λόγους παρακινών αυτούς να ίστανται εις την Ορθοδοξίαν ασάλευτοι και να ελπίζουν εις τον Θεόν, όστις έμελλε να ειρηνεύση πάλιν την Εκκλησίαν Του, τους δε αιρετικούς να διασκορπίση τάχιστα. Δια τοιούτων και άλλων ομοίων λόγων παρηγορών αυτούς τους απέλυεν εν ειρήνη και τους συνεβούλευε να δίδουν τόπον εις την οργήν, και να πηγαίνουν εις τόπον μακρινόν από το Βυζάντιον, να μη τους δίδουν ενόχλησιν οι κακόδοξοι και ούτως εποίησαν. Έμεινε λοιπόν η Κωνσταντινούπολις έρημος από Μοναχούς και άλλος μεν επήγαινεν εις την Ρώμην, άλλος εις το Παρθενικόν πέλαγος, και άλλοι αλλαχού· εξωρίσθησαν από τα Μοναστήρια και τα κελλία των και εξενιτεύθησαν, δια να μη αρνηθώσι την των αγίων Εικόνων προσκύνησιν, τας οποίας εμίσει σφόδρα ο αφρονέστατος τύραννος, όστις ηφάνισε πασών των Εκκλησιών την ευπρέπειαν· εξαιρέτως δε από τον επίσημον Ναόν της Θεοτόκου τον εν Βλαχέρναις εξήλειψεν όλην αυτού την ευπρέπειαν, όστις ήτο ο ωραιότερος από όλους και ευπρεπέστερος, διότι τον ιστόρησαν εικονογράφοι πρακτικοί και επιστήμονες και είχον ιστορήσει όλας τας Δεσποτικάς εορτάς και άλλους Αγίους, τας οποίας όλας Εικόνας ο άχρηστος έχρισε, και αντί αυτών εζωγράφισε δένδρα και πετεινά ο υιός της απωλείας και άλλα μάταια πράγματα· τους δε Ορθοδόξους, οίτινες τας επροσκυνούσαν, δεινώς ο δεινός και άσπλαγχνα εθανάτωσε και τα λείψανά των κατέκαυσεν ή κατεκρήμνισεν ή εβύθισεν εις το πέλαγος. Αντί Αγίων, εζωγράφιζεν ο ανόητος μορφάς ορνίθων και δένδρων και θηρίων και συγκαλέσαντες μετά του Πατριάρχου ανόσιον Σύνοδον, ανεθεμάτισαν οι αναθεματισμένοι τον Άγιον Γερμανόν, και όσους άλλους προσεκύνουν τας θείας Εικόνας, τους οποίους εκαλούσαν ειδωλολάτρας οι λατρευταί των δαιμόνων και των λίθων αναισθητότεροι και οι οποίοι έκαμαν τόσας ατοπίας, ώστε απορώ και θαυμάζω εις την άπειρον του Δεσπότου μακροθυμίαν, διότι δεν εσχίσθη η γη να τους καταπίη εις την άβυσσον με τα σώματα. Αφού δε ετελείωσαν εγγράφως την μιαράν ταύτην Σύνοδον, έχων πόθον ο βασιλεύς να υπογράψη εις ταύτην και ο Άγιος Στέφανος, ως εξακουστός όπου ήτο και εις την αρετήν περιβόητος, έστειλε προς αυτόν άρχοντα τινα μέγαν, πατρίκιον την αξίαν, ονόματι Κάλλιστον, και του λέγει· «Ύπαγε εις το βουνόν του Αυξεντίου να εύρης τον Ηγούμενον, τον αμνημόνευτον Στέφανον, να τον καταπείσης με γλυκείς και επιτηδείους λόγους να υπογράψη τον όρον της Συνόδου, την οποίαν εκάμαμεν, και δώσε του ολίγα σύκα, φοινίκια και άλλα όμοια όπου τρώγουν οι ερημίται, και χαιρέισον αυτόν απ’ εμέ λέγων· «Οι βασιλείς Κωνσταντίνος και Λέων οι ευσεβείς και Ορθοδοξότατοι σε ευλαβούνται ως έντιμον άνθρωπον και ενάρετον, και προσέταξαν να υπογράψης και συ την Ορθόδοξον Σύνοδον». Λαβών την εντολήν ταύτην ο Κάλλιστος έσπευσε και ανήγγειλε τα προστασσόμενα εις τον Όσιον, όστις ταύτα ακούσας απεκρίνατο· «Μη γένοιτο να προσυπογράψω την ψευδή ταύτην και ανίερον Σύνοδον, να ονομάσω φως το σκότος και γλυκύ το πικρότατον, ότι έτοιμος είμαι να χύσω το αίμα μου δια την των σεπτών Εικόνων προσκύνησιν· λάβε δε οπίσω αυτά τα φαγητά, τα οποία μου έστειλε, και ειπέ του, ότι εγώ δεν χρειάζομαι απ’ αυτόν, διότι μη γένοιτο να γλυκανθή ο λάρυγξ μου από αιρετικών βρώματα ή να λιπάνη την κεφαλήν μου αμαρτωλού έλαιον». Ταύτα ανήγγειλε προς τον βασιλέα επιστρέψας κατησχυμμένος ο Κάλλιστος. Όθεν εθυμώθη πολύ ο βασιλεύς και έστειλε στρατιώτας με τα ξίφη και αυτόν τον Κάλλιστον, προστάσσων αυτούς να αρπάσουν τον Στέφανον, να τον κατεβάσουν εις το κάτω Μοναστήριον, και να τον φυλάττουν εκεί έως εις άλλην πρόσταξιν. Φθάσαντες λοιπόν οι απεσταλμένοι με σπουδήν εις το σπήλαιον ετράβηξαν έξω βιαίως τον Όσιον, όστις από την πολλήν κάκωσιν του τόπου και την πολλήν εγκράτειαν ήτο εις τους μηρούς το δέρμα κολλημένον με τα οστά και δεν ηδύνατο να περιπατήση, ούτε να σταθή εις τους πόδας του· λοιπόν τον ελυπήθησαν δύο απ’ εκείνους τους ασπλάγχνους και τον εσήκωσαν εις τας χείρας των βαστάζοντες αυτόν επήγαν και τον εσφάλισαν με τους μαθητάς του εις το κοιμητήριον, φυλάττοντες αυτόν κατά το πρόσταγμα. Ο δε Όσιος με όλα ταύτα τα λυπηρά (καθόυι τον εφύλαττον ως κακούργον) δεν ημέλει ποσώς, αλλά έψαλλε ταύτα με τους συντρόφους· «Την άχραντον Εικόνα σου προσκυνούμεν, Αγαθέ», και άλλα τροπάρια της Ορθοδοξίας αρμόδια· έπειτα έλεγε και τούτο· «Τοις των εμών λογισμών λησταίς περιπεσών, εσυλήθην ο τάλας τον νουν» και τα λοιπά· τα οποία ακούοντες έξω της θύρας οι φύλακες, εταλάνιζον τον εαυτόν των λέγοντες· «Ουαί μας, ότι δικαίως μας λέγουσι ληστάς αυτοί οι Όσιοι, επειδή αυτοί κανέν κακόν δεν έπραξαν και ημείς τους εφυλακίσαμεν αδίκως και παρανόμως». Έκαμαν λοιπόν οι Όσιοι έγκλειστοι ημέρας εξ τελείως νήστεις και την εβδόμην έστειλεν ο τύραννος πρόσταγμα, να αφήσουν τον Άγιον να υπάγη πάλιν εις το κελλίον του, διότι τον επολέμουν οι Σκύθαι και εφοβήθη μήπως και τον έφθασεν η κατάρα του Αγίου, δι΄αυτό είπε να τον αφήσωσιν. Ο δε κάκιστος εκείνος μάλλον ή Κάλλιστος παρεκίνησεν ένα μαθητήν του Οσίου, Σέργιον το όνομα, τον οποίον ανεφέραμεν εν τοις έμπροσθεν, και του λέγει να εύρη κατά του Αγίου και διδασκάλου του ψευδομάρτυρας, ότι επόρνευσε με την άνωθεν Άνναν· ο δε έστερξεν ως φιλάργυρος, διότι τον επλήρωσεν ο Κάλλιστος και έγινε δεύτερος Ιούδας δια τα χρήματα ο δόλιος, όστις χωρισθείς της αγίας εκείνης συνοδείας ως σεσηπός μέλος και άχρηστον, επήγεν εις τον αρχιτελώνην της Νικομηδείας Αυλικάλαμον, και μετ’ αυτού συνεφώνησαν δια κακόν της κεφαλής των και έγραψαν κατηγορίαν κατά του Οσίου προς τον βασιλέα, ότι δήθεν ο Άγιος κατηγορεί αυτόν και τον λέγει αιρετικόν, συρογενή και βιτάλιον, και ότι κατασκευάζει παγίδας και άλλας πανουργίας κατά της ζωής του βασιλέως και έτερα όμοια· εις δε το τέλος έγραψαν και ψευδεστάτην κατηγορίαν, ότι είχε δήθεν ανηθίκους σχέσεις μετά της τιμίας Άννης, της οποίας είχε γίνει ανάδοχος, ως προανεφέραμεν, έλεγον ότι την είχε σκοπίμως ο Όσιος εις το κάτω Μοναστήριον, εκείθεν δε ανέβαινεν αύτη πολλάκις και την εμοίχευε νύκτα δια να μη αντιλαμβάνωνται οι άλλοι. Εις την δεινήν ταύτην συκοφαντίαν έβαλαν οι άνομοι μάρτυρα την δούλην της Άννης, της οποίας έταξαν να την ελευθερώσουν και να της δώσουν άνδρα πλούσιον τινα άνθρωπον του παλατίου, εάν μαρτυρήση ψευδώς τας άνωθεν κατηγορίας, εκείνη δε συνεφώνησε και εδέχθη δια την υπόσχεσιν. Όθεν γράψαντες την κατηγορίαν, την έστειλαν του βασιλέως, όστις ήτο τότε εις τα μέρη των Σκυθών όπου είχε πόλεμον και βλέπων την κατηγορίαν, έστειλε προς τον επίτροπόν του Άνθην γράμματα (τον Λέοντα είχε τότε φυλακισμένον) ούτω λέγοντα· «Ύπαγε παρευθύς εις το γυναικείον Μοναστήριον του Αυξεντίου, εις το οποίον ευρίσκονται πόρναι τινές προσποιούμεναι έξωθεν τας ευλαβείς, από αυτάς να συλλάβης μίαν ονόματι Άνναν, και να μου την στείλης εδώ με τα αυθεντικά άλογα». Ο δε του παρανόμου βασιλέως παρανομώτερος άρχων, ως είδε τα γράμματα, έδραμεν εις το Μοναστήριον με πλήθος στρατιωτών και ήρπασαν την Άνναν ως θηρία ανήμερα, ομού δε μετ’ αυτής απέστειλεν η Ηγουμένη και άλλην αδελφήν Θεοφανώ καλουμένην, ίνα την συνοδεύση, ενουθέτησε δε αυτάς να προσέχουν εις τας ερωτήσεις και να λέγουν όλην την αλήθειαν. Ιδών αυτάς ο τύραννος, εκάλεσε την Άνναν ξεχωριστά από την άλλην, και της λέγει· «Εγώ γνωρίζω βεβαίως, ότι σε πορνεύει ο μιαρός Στέφανος, δια τούτο θέλω να μου ειπής μόνον τον τρόπον, με τον οποίον σε επλάνησεν ο μάντις εκείνος και σε έκαμε να απαρνηθής τον πλούτον και την ευγένειαν, να καταφρονηθής τοσούτον και να μολύνης την σωφροσύνην σου με τοιούτον ανάξιον άνθρωπον». Η δε ακούσασα τοιούτον λόγον άσεμνον, απεκρίνατο· «Μη γένοιτο, βασιλεύ, δεν αφήκα εγώ τα πράγματά μου δια να μολύνω την ψυχήν μου πορνεύουσα, ψεύματα σου είπον οι κατήγοροι και πίστευσόν μοι της δούλης σου· ει δε, εδώ είναι το σώμα μου και κόψε και κάψε αυτό και δος ει τινα άλλην βάσανον θέλης, άλλος λόγος δεν εξέρχεται εκ του στόματός μου, μόνον ότι γνωρίζω τον άνδρα δίκαιον και Άγιον και της σωτηρίας μου αίτιον». Ταύτα ακούων ο τύραννος εσήκωσεν από τον θυμόν τον δάκτυλόν του και προστάσσει να φυλακίσουν την Άνναν, την δε Θεοφανώ και παρά την θέλησίν της απέλυσε να υπάγη εις το Μοναστήριον, εις το οποίον ελθούσα εκείνη ανήγγειλεν εις την Ηγουμένην και τον Όσιον τα γενόμενα. Ο δε βασιλεύς, νικήσας τους πολεμίους, επέστρεψεν εις το Βυζάντιον και εφυλάκισε την Άνναν εις σκοτεινόν και απαράκλητον τόπον τοσούτον, ώστε ωμοίαζε σχεδόν προς κόλασιν, εκεί δε έστειλεν ανθρώπους και έλεγον εις αυτήν να ομολογήση την επομένην, ότι ήτο πόρνος ο Στέφανος και να την τιμήση η βασίλισσα· η δε άρνησις δεν την ωφελεί, διότι το ομολογεί η δούλη της, εάν δε εξακολουθήση αρνουμένη, θα μαστιγωθή και θα λάβη επώδυνον θάνατον. Η δε απεκρίνατο· «Ας γίνη του Κυρίου το θέλημα». Την άλλην ημέραν συνήθροισε πλήθος λαού εις την φιάλην του παλατίου ο τύραννος και προστάσσει να φέρουν γυμνήν την Άνναν και πλήθος βουνεύρων. Τούτου δε γενομένου, λέγει προς αυτήν· «Αυτά όλα θέλω συντρίψει εις την ράχιν και την κοιλίαν σου, εάν δεν ομολογήσης τας μυσαράς πράξεις του Στεφάνου»· η σώφρων όμως και μεγαλόφρων Άννα εσιώπα δια τον Κύριον. Ο δε τύραννος εθυμώθη και καλών αυτήν μοιχαλίδα ο μυσαρός, προστάσσει να την δέρουν εις την ράχιν και την κοιλίαν άνδρες τέσσαρες, εκείνη δε η μακαρία μαστιγουμένη ώραν πολλήν ανηλεώς δεν έλεγεν άλλο ειμή: «Δεν γνωρίζω τον άνθρωπον, καθώς συ τον λέγεις· Κύριε, ελέησον». Η δε δολία και μυσαρά δούλη (ούτω του τυράννου προστάξαντος) ίστατο έμπροσθεν αυτής υβρίζουσα και κατηγορούσα την Άνναν και κινούσα τας χείρας κατ’ αυτής η πάντολμος, τινές δε των παρεστώτων προσεποιούντο ότι την ελυπούντο και την συνεβούλευον να κάμη του βασιλέως το θέλημα, να λυτρωθή από την βάσανον· αλλ’ αυτή η τρισμακάριστος δεν ήθελε να ειπή κανέν ψεύμα. Όταν λοιπόν την είδεν ο τύραννος, ότι ελιποθύμησεν από τας πληγάς, ηγέρθη του θρόνου και προστάσσει να την φυλάττουν εις τόπον τινά ανεπιμέλητον έως ου τελευτήση αύτη από την κακοπάθειαν, όπερ και εγένετο, τελειωθείσης της μακαρίας Άννης από τας βασάνους, αυτός δε εχήτει τρόπον και μηχανήν να φονεύση και τον δίκαιον άδικα. Προσκαλέσας λοιπόν ο βασιλεύς νέον τινά χειροδύναμον, του οποίου έκαμε πολλάς ευεργεσίας, ονομαζόμενον Γεώργιον, είπε προς αυτόν· «Πόσην αγάπην έχεις προς εμέ, φίλε μου;» Ο δε απεκρίνατο· «Τόσον επιθυμώ την υγείαν σου, ώστε είμαι έτοιμος να λάβω δια την αγάπην σου θάνατον». Ευχαριστήσας λοιπόν αυτόν ο τύραννος και ονομάζων αυτόν νέον Ισαάκ και άλλα τοιαύτα, είπε προς αυτόν· «Ούτε να αποθάνης θέλω δι’ εμέ, ούτε μέλος μικρόν να υστερηθής του σώματος, μόνον ταύτην την χάριν να μου κάμης προθύμως. Ύπαγε εις τον βουνόν του Αυξεντίου, να εύρης τον αμνημόνευτον Στέφανον και να τον καταπείσης να σε κουρεύση Μοναχόν, έπειτα να έλθης προς εμέ μαυροφορεμένος τρέχων». Ο δε υπεσχέθη να τελέση το προστασσόμενον· και απελθών πλησίον του σπηλαίου εκρύβη εις τους θάμνους έως την νύκτα και τότε εξελθών εφώναζεν ότι έχασε τον δρόμον και εζήτει να τον βοηθήσουν δια τον Κύριον, να μη τον φάγωσι τα θηρία. Ακούσας ο Άγιος τας φωνάς, είπεν εις τον Μαρίνον να τον φέρη εις το κελλίον του και βλέπων αυτόν ότι είχεν εξυρισμένα τα γένεια εγνώρισεν, ότι ήτο από τα βασίλεια και ερωτήσας αυτόν τι ήθελεν, απεκρίθη ο δόλιος, ότι δια να μη κολασθή συναναστρεφόμενος με εικονομάχους έφυγε τον κόσμον και επόθει να γίνη Μοναχός. Ταύτα ακούσας ο Άγιος είπε προς αυτόν, ότι δεν ηδύνατο να τον κουρεύση, διότι εφοβείτο τον βασιλέα να μη τον θανατώση ως τύραννος. Τότε ο δόλιος, δια να τον κάμη να μη έχη υποψίαν τινά εις αυτόν, είπε ταύτα με προσποιητήν θερμότητα· «Εις τον Θεόν σε καταγγέλλω να δώσης απολογίαν δια την ψυχήν μου, εάν δεν με κουρεύσης σήμερον, διότι επιστρέφω πάλιν εις τα πρότερα». Ταύτα ακούσας ο Όσιος και νομίζων ότι τα έλεγε με πόνον καρδίας εξ ευλαβείας, είπε προς αυτόν· «Αν και είναι κίνδυνος της ζωής μου το πράγμα τούτο, πλην επειδή ολοψύχως προσήλθες, σε αποδέχομαι κατά τον Δεσποτικόν λόγον· «Τον ερχόμενον προς με ου μη εκβάλω έξω» (Ιωάννου στ: 37). Τότε κατήχησεν ικανώς ο Όσιος τον ανόσιον και τον ενέδυσε το άγιον Σχήμα την τρίτην ημέραν, εκείνος δε έφυγε ευθύς ως τον έκαμε Μοναχόν και επήγε προς τον βασιλέα ο μιαρώτατος, τον οποίον ιδών εκείνος εχάρη πολλά και τον εφίλησεν, ότι του έκαμεν υπακοήν, δια να εύρη εις τον λαόν πρόφασιν να θανατώση τον δίκαιον ο άδικος. Και προστάξας να συναχθή όλος ο λαός εις το θέατρον, εστάθη ο τύραννος ώραν πολλήν και έλεγε πολλά κακά δια τον Άγιον και εις το τέλος της κατηγορίας έδειξε και τον Γεώργιον λέγων· «Ίδετε τι ετόλμησε να κάμη ο τρισκατάρατος, να μαυροφορέση τούτον, τον οποίον αγαπώ ως τέκνον μου και τον έλαβε σχεδόν από τας αγκάλας μου». Τότε όλοι οι ομόφρονές του εφώναξαν ότι άξιος θανάτου ήτο ο Στέφανος. Ο δε βασιλεύς απορρίψας τα μοναχικά ενδύματα του νέου κατεπάτουν αυτά ο λαός περιγελώντες, αυτόν δε τον ενέδυσε στρατιωτικά και πολλά τον ετίμησεν. Μετά ταύτα στέλλει ο βασιλεύς ανθρώπους εις το βουνόν και τον μεν Άγιον έδεσαν και έσυρον ως άγρια θηρία προς τα κάτω, τους δε μαθητάς αυτού εδίωξαν και το Μοναστήριον κατέκαυσαν. Τόσην δε καταφρόνησιν έκαμον οι εναγείς εις τον Άγιον, ώστε όστις τον έβλεπεν έκλαιον· άλλοι τον έδερον, άλλοι έπτυον εις το πρόσωπόν του, άλλοι έκοπτον κλάδους και επεριπάτουν έμπροσθέν του εις χλεύην και περιγέλασμα και άλλα μύρια κακά του έκαμαν εμπαίζοντες αυτόν, ως οι Ιουδαίοι τον Κύριον. Φθάσαντες δε εις τον αιγιαλόν, τον έβαλαν εντός μιας λέμβου και τον επήγαν εις το Μοναστήριον του Φιλιππικού, το οποίον ήτο εις την Χρυσόπολιν, πλησίον εις την Κωνσταντινούπολιν. Εκείθεν ανέφεραν εις τον βασιλέα, ότι τον έφεραν έως εκεί και ότι κατέκαυσαν όλον το Μοναστήριόν του. Ο δε εχάρη ακούσας τα κακά, τα οποία έκαμαν εις τους Οσίους και γράφει παρευθύς πρόσταγμα, ότι όστιςτολμήσει πλέον να πλησιάση εις το βουνόν του Αυξεντίου να θανατώνεται. Έπειτα συγκαλέσας όλους τους αιρεσιάρχας, ήτοι Θεοδόσιον τον Εφέσου Επίσκοπον, Κωνσταντίνον τον Νικομηδείας, Σισίννιον τον Παστιλλάν, Βασίλειον τον Τρικάκκαβον, Κάλλιστον τον προειρημένον πατρίκιον, Κομβοκόσονα τον πρώτον αντιγραφέα και Νασαράν τον των Σαρακηνών ομόφρονα, τους έστειλε να διαλεχθούν με τον Άγιον μήπως κατορθώσουν να τον νικήσουν και να τον φέρουν εις την μιαράν αυτών και άθεον αίρεσιν. Απελθόντες εκείνοι εις το Μοναστήριον έφεραν ενώπιόν των τον Άγιον βασταζόμενον, επειδή δεν ηδύνατο, να περιπατήση, ως είπομεν, και τότε λέγει εις αυτόν ο Εφέσου Θεοδόσιος· «Διατί, άνθρωπε του Θεού διαστρέφεις τον λαόν, ονομάζων πάντας ημάς αιρετικούς και λέγων ότι συ μόνος είσαι Ορθόδοξος και φρονείς καλλίτερα από τους βασιλείς, τους Πατριάρχας, τους Επισκόπους και υπέρ τους Χριστιανούς άπαντας; Μήπως θέλομεν ημείς να κολασθώμεν;» Ο δε Άγιος με πραείαν φωνήν απεκρίνατο· «Γνωρίζεις τι είπεν ο Προφήτης Ηλίας προς τον Αχαάβ, όταν του είπε· συ είσαι αυτός που διαστρέφεις τον λαόν; Δεν είμαι εγώ, είπεν, όστις διαστρέφω, αλλά συ και ο οίκος του πατρός σου». «Ούτω σας λέγω και εγώ, ότι εγώ δεν διαστρέφω τι, αλλά σεις, οίτινες αφήνετε την πρώτην παράδοσιν των Πατέρων και κάμνετε ιδικά σας νεώτερα σαπρά και παράλογα δόγματα· διο εις σας αρμόζει το ρητόν του Προφήτου· επειδή σήμερον συνήχθησαν οι βασιλείς της γης μετά των αρχόντων, με τους μισθωτούς ποιμένας και προδότας της ποίμνης, και κατά της του Χριστού Εκκλησίας κενά εμελέτησαν». Ταύτα ειπόντος του Αγίου εθυμώθη ο της Νικομηδείας Κωνσταντίνος, και εγερθείς του θρόνου ο αναιδέστατος ελάκτισε τον κατά γης καθήμενον Άγιον εις το πρόσωπον με πολλήν οργήν ο θεόργιστος, ο δε Άγιος από την αδυναμίαν του έπεσε κατά γης ύπτιος, έπειτα πάλιν τον εκτύπα εις την κοιλίαν συχνά με τους πόδας του. Οι δε άρχοντες ημπόδισαν αυτόν από τοιαύτην αυθάδειαν και λέγουσι προς τον Άγιον· «Ένα από ταύτα τα δύο έχει να γίνη, ή θα υπογράψης τον νόμον της Συνόδου, τον οποίον εγράψαμεν, ή θα λάβης ευθύς τον θάνατον, επειδή καταφρονείς τον Πατριάρχην και τον βασιλικόν νόμον ως υπερήφανος». Ο δε Άγιος είπε ταύτα προς τον Κάλλιστον· «Άκουσον, κύριε πατρίκιε· εις εμέ η ζωή μου είναι ο Χριστός, κατά τον Απόστολον, και είμαι έτοιμος δια την Εικόνα του Χριστού να λάβω τον θάνατον· λοιπόν, εάν έχω ένα κοχλιάριον αίματος ακόμη, ας χυθή και αυτό δια τον Χριστόν μου· πλην αναγνώσατέ μου τον όρον της Συνόδου σας, να ίδω που στηρίζετε την καταστροφήν των αγίων Εικόνων σεις οι νεώτεροι». Τότε ο Κωνσταντίνος της Νικομηδείας ανέγνωσε την αρχήν ούτω λέγων· «Όρος της αγίας και οικουμενικής εβδόμης Συνόδου». Ο δε Άγιος αρπάσας τον λόγον, έκαμε νεύμα να σιωπήσουν όλοι, και λέγει προς αυτούς· «Ω μέγα ψεύμα! Κακόν θεμέλιον εβάλετε και κακήν οικοδομήν ετελέσατε· σεις κατεπατήσατε τα Άγια, και την Σύνοδόν σας αγίαν και οικουμενικήν επωνομάσατε; Ω της ατοπίας! Οι τέσσαρες Πατριάρχαι, ο Ρώμης, ο Αλεξανδρείας, ο Αντιοχείας και ο Ιεροσολύμων ούτε ήσαν παρόντες, ούτε αντεπροσωπεύθησαν εις αυτήν, ειμή μόνον ο Κωνσταντινουπόλεως, και σεις την λέγετε ψευδώς οικουμενικήν; Εάν αυτή δεν συμφωνή με τας άλλας εξ, πως εβδόμην την ονομάζετε, και εγράψατε όλα τα εναντία των εξ Αγίων Συνόδων;» Λαβών τότε τον λόγον ο Τρικάκκαβος λέγει· «Και ποίον δόγμα των Συνόδων ηθετήσαμεν;» Εις ταύτα αποκριθείς ο Άγιος είπεν· «Δεν συνηθροίσθησαν εις αγίας Εκκλησίας όλαι οι Σύνοδοι; Η Α΄ εις την της Νικαίας Μητρόπολιν, η Β΄ εις την Αγίαν Ειρήνην εις το Βυζάντιον, η Γ΄ εις τον Άγιον Ιωάννην τον Θεολόγον εις την Έφεσον, η Δ΄ εις την Αγίαν Ευφημίαν της Χαλκηδόνος, η Ε΄ και η ΣΤ΄ εν Κωνσταντινουπόλει εις τον Ναόν της Αγίας Σοφίας! Εις αυτούς όλους τους Ναούς δεν ήσαν Εικόνες Αγίων; Πως δεν τας καθήρεσαν οι Άγιοι Πατέρες; Αποκρίθητι εις τούτο, Επίσκοπε». Ο δε είπεν· «Ούτως έχει η αλήθεια». Τότε ο Άγιος υψώσας προς τον ουρανόν τας χείρας και τα όμματα εβόησε λέγων· «Όστις δεν προσκυνεί τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, περιγραπτόν εις Εικόνα κατά το ανθρώπινον, να είναι αναθεματισμένος και η μερίς αυτού μετά των Ιουδαίων, οίτινες εσταύρωσαν τον Κύριον». Θαυμάζοντες λοιπόν την παρρησίαν του Οσίου οι αντικείμενοι, και μη δυνάμενοι να εναντιωθώσι, τον εφυλάκισαν, και επιστρέψαντες κατησχυμμένοι εις τον τύραννον, ανήγγειλαν άπαντα· ο δε εθυμώθη, και επρόσταξε να εξορίσωσι τον Άγιον εις την Προικόννησον· έκαμε δε εις το Μοναστήριον του Φιλιππικού ημέρας επτά νήστις και του έπεμπε μεν ο βασιλεύς φαγητά, ο Άγιος όμως δεν τα εδέχετο, αλλά τα επέστρεφεν οπίσω. Κατ’ εκείνας τας ημέρας ο Ηγούμενος της Μονής εκείνης ησθένησε και καλεί τον Άγιον να υπάγη να χαιρετισθώσιν, διότι ευρίσκετο εις τας παραμονάς του θανάτου· ο δε Άγιος επήγε και εγγίσας δια της δεξιάς αυτού την κεφαλήν του αρρώστου, έφυγεν ευθύς απ’ αυτού η ασθένεια, και έμεινεν όλως υγιής ο Ηγούμενος· αποχαιρετήσαντες δε αλλήλους εισήλθεν εις το πλοίον ο Στέφανος δια να υπάγη εις την εξορίαν του, και φθάσας εκεί εζήτει τους ερημικωτέρους τόπους της νήσου· ευρήκε δε σπήλαιον ησυχαστικόν, όπερ ωνόμαζον Κισσούδα, το οποίον είχε και Ναόν της Αγίας Άννης, του ήρεσε δε ο τόπος δια το ήσυχον, και κατοικήσας εις αυτό ετρέφετο από τα χόρτα. Μετ’ ολίγον καιρόν επήγαν εκεί και οι μαθηταί του, εκτός από δύο, ήτοι τον Σέργιον και τον Στέφανον, οίτινες έμειναν εις τον κόσμον οι ταλαίπωροι, ομοίως και η αδελφή του με την μητέρα των. Έκτισε δε εκεί ο Όσιος στύλον και επάνω εις αυτόν μικρόν τινα οικίσκον στενώτατον, εις τον οποίον εκλείσθη όταν ήτο ετών τεσσαράκοντα εννέα και τόσον εβασάνιζεν ο αοίδιμος την σάρκα, ώστε ήτο θαύμα εξαίσιον εις τους ορώντας και φρικτόν θέαμα, επειδή όσον επροχώρει εις το γήρας, τόσον περισσοτέραν σκληραγωγίαν διήρχετο και τόσον επιπονώτερον ηγωνίζετο, δια δε τας αρετάς αυτάς του έδωκεν ο Δεσπότης Χριστός χάριν να κάμνη θαυμάσια, από αυτά δε θα γράψωμεν ολίγα τινά προς πίστωσιν της αληθείας. Προσελθών ποτε προς τον Όσιον τυφλός τις εκ γενετής εδέετο με θερμότητα πίστεως να του δώση το ποθούμενον και γλυκύτατον φως. Ο δε πρώτον μεν εδειλία ως ταπεινόφρων να επιχειρισθή τοιαύτην πράξιν υπέρ άνθρωπον· έπειτα, βλέπων αυτόν ότι εδέετο ελεεινώς ο ταλαίπωρος, τον ελυπήθη και του λέγει· «Εάν έχης πίστιν εις τον Θεόν και προσκυνής ως πρέπει την αγίαν αυτού Εικόνα, ανάβλεψον». Τότε αμέσως (ω του θαύματος!) ο πρώην τυφλός ανέβλεψε, και δοξάζων τον Θεόν ηυχαρίστει τον Άγιον· τούτο είναι το πρώτον θαύμα, το οποίον έκαμεν εις την Προικόννησον, αλλά ακούσατε και έτερον. Γυνή τις ευγενής ήτο εις την Κύζικον και είχε παιδίον δέκα ετών δαιμονιζόμενον, το οποίον έφερεν εις την νήσον προς τον Όσιον· ως δε είδεν εκείνο από μακράν το κελλίον του Οσίου, έστρεφε το πρόσωπόν του και εσηκώνετο εις τον αέρα φωνάζον. Η δε μήτηρ έκλαιε και εφώναζε λέγουσα· «Ευσπλαγχνίσου με, Όσιε, την αθλίαν και λύσον την αθυμίαν μου, διότι δεν έχω άλλο τέκνον να με γηροκομήση την ταλαίπωρον». Πλησιάσασα δε εις την μητέρα του Αγίου, έπεσεν εις τους πόδας αυτής, και κλαίουσα έλεγεν· «Επειδή είσαι καλότυχος μήτηρ, ηξεύρεις την μητρικήν αγάπην και τα κέντρα της φύσεως, λυπήσου με λοιπόν και συμπόνεσον το βασανιζόμενον τέκνον μου». Αυτά και άλλα ελεεινότερα λέγουσα, την ευσπλαγχνίσθη ο Όσιος και προστάσσει μαθητήν του τινά να κάμη το σημείον του Σταυρού εις το σώμα του παιδός, αυτός δε προσηύχετο μετά δακρύων προς τον Κύριον, να το θεραπεύση ως παντοδύναμος· το δε παιδίον έπεσε κατά γης και έμεινεν άφωνον. Τότε ο Άγιος το έβαλε και προσεκύνησε την Εικόνα του Χριστού και κατόπιν το έδωσεν εις την μητέρα του τεθεραπευμένον. Άλλη τις γυνή, από την Ηράκλειαν της Θράκης, είχε δεινήν ασθένειαν, ως η πάλαι αιμορροούσα και έτρεχεν από αυτήν το αίμα επί επτά ήδη έτη. Επήγε λοιπόν και αυτή εις τον Άγιον και διηγήθη την συμφοράν, δεομένη τούτου με θερμά δάκρυα να την θεραπεύση ως συμπαθέστατος· αυτός δε προσηυχήθη δι’ αυτήν προς τον Παντοδύναμον ιατρόν και μετά τρεις ημέρας εθεραπεύθη. Όχι δε μόνον τους ασθενείς και τους δαιμονιζομένους ιάτρευεν, αλλά και τους θαλασσοπορούντας από διαφόρους κινδύνους και κλύδωνας ηλευθέρωσε· διότι όταν ήθελε γίνει μεγάλη τρικυμία εις την θάλασσαν και έβλεπεν ως βουνά μεγάλα τα κύματα, έλεγεν εις τους μαθητάς του και έκαμναν κοινώς προσευχήν, ωσαύτως και αυτός προσηύχετο λέγων· «Μη εν ποταμοίς ωργίσθης, Κύριε… ή εν θαλάσση το όρμημά σου;» (Αβακ. γ:8) και ούτως ευθύς εγίνετο γαλήνη και εσώζοντο οι κινδυνεύοντες, οι οποίοι διηγούντο εις όλους το θαυμάσιον· και άλλοι μεν έλεγον ότι τον έβλεπον εις την θάλασσαν και εκράτει το πλοίον να μη καταποντισθή, άλλοι δε πάλιν ότι εκάθητο εις το πηδάλιον και το εκυβέρνα. Κατά δε το δεύτερον έτος από της εξορίας απέθανεν η μήτηρ αυτού, ήτις έζησε θεαρέστως τόσον, ώστε εδόξαζε τον Θεόν ο Άγιος. Όταν δε έπνεε τα λοίσθια έκλαιεν η Θεοδότη, ήτις ήτο αδελφή του Αγίου. Η δε μακαρία Άννα είπε προς αυτήν· «Μη κλαίης, θύγατερ, αλλά χαίρε, διότι έρχεσαι και συ μετ’ εμού». Ταύτα ειπούσα απήλθε προς Κύριον και την εβδόμην ημέραν την συνώδευσεν η Θεοδότη κατά την πρόρρησιν. Τον καιρόν εκείνον στρατιώτης τις, ονόματι Στέφανος, το γένος Αρμένιος, από τα μέρη της Ευρώπης, ήτο ημίξηρος, ήτοι ο ήμισυς παραλυτικός και έκυπτεν εις την γην, μη δυνάμενος ουδόλως να σηκώνη την κεφαλήν· ακούσας δε ούτος τα υαύματα του Οσίου, μετέβη εις την νήσον και πεσών εις τους πόδας του Αγίου εζήτει την ίασιν. Ο δε ως δούλος του Θεού γνήσιος δεν ώκνησε εις το να προσφέρη το ζητούμενον· όθεν λέγει εις τον πάσχοντα· «Προσκύνησον την Εικόνα του Κυρίου και της Αγίας αυτού Μητρός να λάβης την ίασιν», ούτω δε ποιήσας ευθύς εθεραπεύθη· όταν δε επέστρεψεν εις την βάσιν του, τον ηρώτων οι άλλοι στρατιώται τι έκαμε και εθεραπεύθη. Ο δε έλεγεν ότι εις Μοναχός, ονόματι Στέφανος, όστις είναι εις Προικόννησον, μου έδειξε δύο Εικόνας του Χριστού και της Θεοτόκου, τας οποίας, ως προσεκύνησα, ηνωρθώθην. Οι δε βλάσφημοι εκείνοι και μιαροί διέβαλον το θαύμα εις τον άρχοντα της Θράκης, όστις έγραψεν ευθύς εις τον βασιλέα, εξαποστείλας προς αυτόν και τον ιαθέντα Στέφανον. Ακούσας ο τύραννος από τον Στέφανον τον τρόπον της ιατρείας δεν επίστευσεν, αλλά ασύνετος ων παρέμεινεν εις την απιστίαν, ηρώτα δε τον ιατρευθέντα εάν προσεκύνει ακόμη τα είδωλα, τα οποία του έδειξεν ο Στέφανος· αυτός δε ο αχάριστος είπεν, ότι πολύ μετενόησε δι’ αυτό όπου έκαμε, μάλιστα δε και ανεθεμάτισε τας αγίας Εικόνας ο μιαρώτατος. Τότε ο τύραννος εχάρη και, θέλων να τον ανταμείψη, τον έκανε κεντυρίωνα ήτοι να ορίζη εκατόν στρατιώτας. Αλλ’ η θεία δίκη τον άδικον δικαίως ετιμώρησεν ως αχάριστον· και ευθύς ως κατήλθεν από τα βασίλεια και ανήλθεν επί του ίππου του, εξηγριώθη ο ίππος και ρίπτων αυτόν χαμαί τον ελάκτισε τόσον, έως ου εξέψυξεν ο άθλιος. Ο δε τύραννος έστειλε και έφεραν από την εξορίαν τον Άγιον και τον έβαλεν εις σκοτεινήν φυλακήν δεδεμένον χείρας και πόδας με άλυσον. Μεθ’ ημέρας τινάς, καθίσας ο βασιλεύς εις τόπον τινά, όστις ωνομάζετο Φάρος, προστάσσει να φέρωσι τον Άγιον. Ο δε μακάριος Στέφανος εζήτησεν από Χριστιανόν τινα Ορθόδοξον εν νόμισμα, ήτοι αργύριον όπερ ίσχυε τον καιρόν εκείνον και είχε τετυπωμένον επ’ αυτού το ομοίωμα του βασιλέως· τούτο έκρυψεν εις το κουκούλιόν του ο Όσιος και όταν τον έφεραν, εφώναξεν ως δαιμονιζόμενος ο τύραννος λέγων· «Ω της συμφοράς! Ίδετε τον κακότροπον αυτόν άνθρωπον, όστις με υβρίζει· εγώ τον εκώρισα, δια να παύση τας κακουργίας του, αλλ’ αυτός εδίδασκε και εκεί τον λαόν να προσκυνώσι τα είδωλα». Ο δε Άγιος εσιώπα, κλίνων προς την γην το πρόσωπον. Όθεν θυμωθείς ο τύραννος λέγει· «Μιαρά κεφαλή, διατί δεν αποκρίνεσαι;» Τότε ο Άγιος είπεν· «Εάν θέλης να με κατακρίνης χωρίς εξέτασιν, θανάτωσέ με ταχέως, ως βούλεσαι· ει δε και ορίζεις να αποκρίνωμαι, συγκέρασον τον θυμόν σου με την πραότητα και άκουσον μακροθύμως να αποκρίνωμαι». Λέγει ο τύραννος· «Ειπέ μου ποίους όρους των Πατέρων παρέβημεν και μας ονομάζεις αιρετικούς;» Αποκρίνεται ο Άγιος· «Διατί αφηρέσατε παρανόμως τας αγίας Εικόνας από την Εκκλησίαν, τας οποίας οι Άγιοι Πατέρες προσέταξαν να προσκυνώμεν, δια να αγιαζώμεθα δια μέσου των;» Λέγει ο τύραννος· «Ποίαν σχέσιν έχουν οι Άγιοι με τα είδωλα;» Αποκρίνεται ο Άγιος· «Η προς την Εικόνα προσφερομένη τιμή διαβαίνει εις το πρωτότυπον, καθώς είπεν ο Μέγας Βασίλειος». Λέγει ο βασιλεύς· «Δίκαιον λοιπόν είναι να ιστορώμεν ημείς με αισθητά χρώματα τα δυσθεώρητα, ακατάληπτα και άρρητα ύψη της Θεολογίας, τα οποία δεν δύναται να εννοήση τις, καθώς λέγει ο Θεολόγος Γρηγόριος;» Αποκρίνεται ο Άγιος· «Δεν ζωγραφίζεται η άϋλος και ακατάληπτος φύσις της Θεότητος, της οποίας το είδος ούτε καν δυνάμεθα να εννοήσωμεν, αλλά τον Χριστόν εικονίζομεν κατά την ανθρωπίνην μορφήν, την οποίαν κατεδέχθη να ενδυθή δια την σωτηρίαν μας και την οποίαν εψηλάφησαν οι Απόστολοι· εις τι αμαρτάνομεν λοιπόν, προσκυνούντες την Εικόνα της μορφής του, δια την προς Αυτόν ευλάβειαν; Σεις δε όπου ετολμήσατε να ονομάσητε την Εικόνα του Χριστού ίσην προς το είδωλον του Απόλλωνος και της Θεοτόκου ίσην προς το είδωλον της Αρτέμιδος, ουαί σας, διότι εφθάσατε και να πατήσετε και να καύσετε αυτάς». Οργισθείς τότε ο τύραννος λέγει προς τον Άγιον· «Τυφλέ εις τον νουν και αληθώς αμνημόνευτε, τον Χριστόν επατήσαμεν ημείς ή σανίδας;» Τότε ο της αληθείας Ομολογητής Άγιος Στέφανος, δια να κάμη τον βασιλέα να εννοήση την μωρίαν του, ηθέλησε να τον πληγώση με το ξίφος του και λαμβάνων εις την χείρα το νόμισμα, όπερ είχε κεκρυμμένον εις το κουκούλιον, το έδειξεν εις αυτόν λέγων· «Τίνος είναι η εικών αύτη;» Λέγει ο τύραννος· «Ιδική μου». Ερωτά τότε ο Άγιος· «Εάν πατήση τις την εικόνα σου ταύτην, πρέπει να παιδεύεται;» Τότε οι παρεστώτες απεκρίθησαν· «Ναι πρέπον είναι να τιμωρηθή ο τοιούτος, επειδή τον βασιλικόν χαρακτήρα κατεπάτησεν». Εις αυτά εκβάλλων βαρύν στεναγμόν από τα βάθη της καρδίας του ο Άγιος, ταύτα μεγαλοφώνως εβόησεν· «Ω τυφλοί και ανόητοι, εάν την μορφήν του βασιλέως, όστις είναι φθαρτός άνθρωπος, είναι αμαρτία να ατιμάση τις, οποίαν κόλασιν νομίζετε ότι θα λάβουν όσοι κατεπάτησαν και κατέκαυσαν την άχραντον Εικόνα του Δεσπότου Χριστού και της Θεομήτορος;» Ταύτα ειπών ο πάνσοφος έρριψε κατά γης το αργύριον και το κατεπάτησεν, οι δε παρεστώτες έτρεξαν επάνω του ως θηρία και τον ήρπασαν να τον ρίψουν εις την θάλασσαν, δια να φανώσι τάχα ευλαβείς προς τον τύραννον· αλλ’ αυτός πάλιν, δια να δείξη ότι δεν εθυμώθη εις τοσαύτην καταφρόνησιν, την οποίαν του έκαμεν ο Άγιος, τους ημπόδισεν από τοιούτον κακόν, είπε μόνον να δέσουν τον Άγιον από τον τράχηλον και τας χείρας οπίσω και να τον βάλουν εις την δημοσίαν φυλακήν του Πραιτωρίου, έως να τον παιδεύσουν κατά τον νόμον, επειδή ετόλμησε να ατιμάση βασιλικόν μόρφωμα. Ω της αγνωσίας και τυφλότητος αυτών! Εκείνοι επάτουν την θείαν Εικόνα και την έκαιον, τον δε Άγιον εμίσουν, ότι την ανοσίαν μορφήν του βασιλέως επάτησεν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Συνέχεια και το τέλος του Βίου του Αγίου

Δημοσίευση από silver »

Ο δε Όσιος, όταν εισήρχετο εις την φυλακήν, εθερμάνθη η καρδία του και προεφήτευσε την τελευτήν αυτού λέγων· «Εδώ μέλλει να μείνω έως να τελειώσω την εξορίαν μου, ότι δια την τιμήν της αγίας Εικόνος του Χριστού μου έχω να λάβω ταχέως τον θάνατον». Έκλεισαν δε αυτόν εις την εσωτέραν φυλακήν, εις την οποίαν εύρεν άλλους τριακοσίους τεσσαράκοντα δύο Μοναχούς εναρέτους, οίτινες ήσαν όλοι φυλακισμένοι δια τας Αγίας Εικόνας, και πολλοί απ’ αυτούς εστερημένοι μελών· και άλλου είχον κόψει την ρίνα, άλλου τα ώτα, άλλου την χείρα, άλλου είχον εκβάλει τους οφθαλμούς, άλλου είχον χρίσει με πίσσαν τα γένεια, και άλλων τα είχον ξυρίσει τελείως προς καταφρόνησιν. Τούτους βλέπων ο θείος Στέφανος εμακάριζε με δάκρυα κατανύξεως, ότι ηξιώθησαν να πάθουν τοιαύτα δια τον Κύριον, τον δε εαυτόν του εταλάνιζεν, ότι δεν έλαβε και αυτός κολαστήρια όμοια. Όλοι λοιπόν οι θείοι Πατέρες εκείνοι ηυλαβούντο τον Άγιον ως πεπαιδευμένον εις τας τάξεις της μοναδικής πολιτείας, και τον ηρώτων ως διδάσκαλον· όθεν έγινε δια μέσου του, Μοναστήριον το Πραιτώριον και εφύλαττον ακριβώς τους τύπους και τους κανόνας του μοναδικού σχήματος. Όχι δε μόνον οι φυλακισμένοι, αλλά και οι φύλακες αυτοί ηυλαβούντο τον Στέφανον και τον είχον ως Άγγελον. Εις δε εκ των φυλάκων αυτού είπεν εις την γυναίκα του την υπόθεσιν, ότι εφυλάκισαν ένα Μοναχόν από το βουνόν του Αυξεντίου, Άγιον άνθρωπον. Η δε ευλαβής εκείνη γυνή έκαμε τρόπον και επήγε την νύκτα κρυφίως και προσεκύνησε τον Άγιον και τον παρεκάλεσε να την ευχηθή και να δέχεται απ’ αυτής μικράν τροφήν, δια να συντηρήται εις την ζωήν· ο δε Άγιος ηυχήθη αυτήν, αλλά τροφήν δεν ηθέλησε να του φέρη τελείως. Η δε ηρώτησεν αυτόν την αιτίαν και της απεκρίθη λέγων· «Ο Κύριος μάς παρήγγειλε να μη συγκοινωνώμεν με τους αιρετικούς· όθεν δεν έλαβα ποτέ από κανένα εικονομάχον τίποτε». Η δε ευσεβής εκείνη γυνή απεκρίνατο· «Μη γένοιτο, τίμιε Πάτερ, να ατιμάσω ποτέ καμμίαν Εικόνα των Αγίων· διότι ήκουσα από τον Άγιον Γερμανόν πόσην κόλασιν έχουν να λάβουν όσοι τας υβρίζουσιν· αλλά δια να βεβαιωθής δια του έργου την αλήθειαν, ολίγον καρτέρησον». Ταύτα ειπούσα, έφερεν από τον οίκον της τρεις αγίας Εικόνας, μίαν της Θεοτόκου με το Θείον Βρέφος και δύο των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, τας οποίας προσεκύνησεν έμπροσθεν αυτού και του λέγει· «Έχε αυτάς, Πάτερ Άγιε, να ενθυμήσαι της αμαρτωλής δούλης σου». Αποδεχθείς λοιπόν ο Άγιος την καλήν της προαίρεσιν, συγκατένευσε να του φέρη κατά Σάββατον και Κυριακήν εξ ουγγίας άρτου και τρία ποτήρια ύδατος, τίποτε δε άλλο πέραν τούτου, διότι μόνον τόσον έτρωγε την εβδομάδα καθ’ όλους τους ένδεκα μήνας κατά τους οποίους έκαμεν εις το Πραιτώριον. Εκεί λοιπόν καθεζομένων των Οσίων, ενάρετος τις Χριστιανός, εκ Κρήτης, ονόματι Αντώνιος, όστις υπέμεινεν ανδρικούς αγώνας δια τον Κύριον, λέγει προς τον Στέφανον και τους άλλους συνδεσμώτας· «Ακούσατε, Πατέρες Άγιοι, να σας διηγηθώ τας αριστείας του μακαρίου Παύλουνα κλαύσετε. Εις την Κρήτην ήτο εις αρχιστράτηγος ονόματι Θεοφάνης, το επώνυμον Λαρδατύρης· ούτος έφερε τον Άγιον αυτόν Παύλον εις εξέτασιν και του δεικνύει εν φοβερόν βασανιστήριον όργανον, καταπέλτην καλούμενον, και μίαν Εικόνα του Εσταυρωμένου λέγων· «Εν από τα δύο ταύτα ποίησον, ή την Εικόνα να πατήσης δια να ζήσης, ή να σε βάλω εις ταύτην την βάσανον». Ο δε γενναίος Παύλος εβόησε λέγων· «Μη γένοιτο, Κύριε Ιησού Χριστέ, να πατήσω την Εικόνα σου» και με τον λόγον έκυψεν εις την γην και την εφίλησεν· όθεν έδεσαν αυτόν εις τον καταπέλτην με δύο σανίδας δυνατά, και τον επέρασαν με σίδηρα εις όλον το σώμα· έπειτα κρεμάσαντες αυτόν κατακέφαλα, τον κατέκαυσαν». Ταύτα ειπόντος εκείνου έκλαιον άπαντες· άλλος δε τις από την ιεράν συνοδείαν εκείνην, όστις ήτο Ιερομόναχος από το Μοναστήριον της Πελεκητής και είχον κόψει την ρίνα του, τα δε γενειά του είχον χρισμένα με πίσσαν και νάφθαν, έτι δε και κατακεκαυμένον τον είχον δια την ευσέβειαν, ονομαζόμενος Θεοστήρικτος, ιδών ότι ο Άγιος ηγάπα να ακούη τας περί των Αγίων Ομολογητών διηγήσεις, ηγέρθη και είπε ταύτα· «Την αγίαν και Μεγάλην Πέμπτην ενώ ελειτουργούσαμεν εις το Μοναστήριον, έρχεται ο ηγεμών της Ασίας Μιχαήλ Λαχανοδράκων, τον οποίον επονομάζουσι Μηχανοδράκοντα δια την ωμότητά του και εισελθών εις την Εκκλησίας με πολλούς στρατιώτας, ανέτρεψε την Ιεράν Μυσταγωγίαν ο εναγής και έδεσε τους εκλεκτοτέρους Μοναχούς, τριάκοντα οκτώ τον αριθμόν, τους δε άλλους έδειρε και διαφόρως εβασάνισε, κόπτων την ρίνα των πρότερον και χρίσας με πίσσαν τα γένεια, από τους οποίους είς είμαι και εγώ καθώς μαρτυρεί η όψις μου. Εις ταύτα δεν εχόρτασεν ο παράνομος, αλλά το Μοναστήριον όλον με τας Εκκλησίας κατέκαυσε, τους δε τριάκοντα οκτώ Πατέρας έβαλεν εις θόλον τινά παλαιού λουτρού, και κτίσας την θύραν, αφήκεν αυτούς εκεί και απέθανον από την πείναν». Ταύτα ακούοντες οι Πατέρες εδάκρυσαν, και παρεκάλεσαν τον Άγιον να τους είπη λόγον τινά παρακλήσεως, όστις εστέναξεν εκ μέσου της καρδίας και λέγει προς αυτούς· «Αδελφοί και Πατέρες, πρέπει να λάβωμεν τον στέφανον της υπομονής. Εάν δε μας παραδώσουν οι ασεβείς εις πυρ, ή ξίφος, ή βυθόν, ή κρημνόν, ή εις άλλον σκληρότερον θάνατον, να υπομείνωμεν προθύμως καθώς και οι πρότεροι ημών έπαθον, Πέτρος ο Οσιώτατος, τον οποίον κατέκοψαν δια την Εικόνα του Χριστού ανηλεώς και Ιωάννης ο της Μοναγρίας Ηγούμενος, τον οποίον έκλεισαν εις σάκκον, και δένοντες εις αυτόν λίθος βαρύν εβύθισαν εις το πέλαγος. Με ποίους λόγους να διηγηθώ τας διαφόρους βασάνους, τας οποίας υπέμειναν οι μακάριοι; Αυτούς ας μιμηθώμεν και ημείς δια να θησαυρίσωμεν πλούτον άμετρον με ολίγην κακοπάθειαν, διότι όσα κακά πάθωμεν εδώ πρόσκαιρα, δεν είναι άξια να τα συγκρίνωμεν με την μέλλουσαν δόξαν του Παραδείσου» Αυτά και έτερα όμοια έλεγεν ο αοίδιμος Στέφανος, δια να προθυμοποιή τους συνδεσμώτας και συγκαταδίκους εις τον θάνατον. Μεθ’ ημέρας τινάς εγνώρισεν ο θείος Στέφανος από Πνεύμα Άγιον, ότι επλησίαζεν η τελευτή του, και λέγει προς την γυναίκα, ήτις τον έτρεφεν· «Ευχαριστώ σοι δια τον κόπον όπου έλαβες τόσας ημέρας, να μου φέρης τροφήν· ο Θεός να ανταμείψη την καλήν σου προαίρεσιν και να σου ανταποδώση μισθόν πολυπλάσιον· από τώρα και εις το εξής μη μου φέρης πλέον τίποτε, έως ημέρας τεσσαράκοντα, ότι ο καιρός της αναπαύσεώς μου επλησίασε· δι’ αυτό θέλω να νηστεύσω ολίγον καιρόν κατά δύναμιν». Η δε φιλόξενος εκείνη γυνή υπήκουσεν· όλας λοιπόν αυτάς τας τεσσαράκοντα ημέρας και νύκτας δεν έπαυεν ο Άγιος να διδάσκη τους αδελφούς τα σωτήρια λόγια· αλλά και τινες λαϊκοί ευλαβείς της πόλεως ενεδύοντο ράσα και επήγαινον κρυφίως δια να ακούουν την διδασκαλίαν του και να λαμβάνουν την ευλογίαν του. Μετά τριάκοντα οκτώ ημέρας προσεκάλεσε την φιλόξενον εκείνην, και της λέγει εις επήκοον των Πατέρων· «Ο Θεός να σε ελεήση και να σου ανταποδώση τον μισθόν πολυπλάσιον δια την υπηρεσίαν την οποίαν μου έκαμες ως αληθής αυτού μαθήτρια, επειδή Εκείνος είπεν, ότι όστις ποτίση ξένον και πένητα δια ποτηρίου ύδατος, να μη χάση το ανταπόδομα· και όστις δεχθή δίκαιον εις όνομα δικαίου, να λάβη και αυτός δικαίου μίσθωμα· ότι όσην ευεργεσίαν έκαμες προς εμέ, εις εκείνον τον Δεσπότην την έκαμες, κατά τον λόγον του: «Εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» (Ματθ. κε:40). Σήμερον λοιπόν ο μισθός της προθέσεώς σου εις εμέ ετελειώθη, εύχομαι δε να απολαύσης αυτόν από τον Θεόν αιώνια· λάβε δε πάλιν και τας ιεράς αυτάς Εικόνας, τας οποίας μου έδωκες, δια να σε φυλάττωσιν εις την ζωήν ταύτην από κάθε πονηρόν συναπάντημα, εις δε την μέλλουσαν να σε αξιώση η χάρις αυτών να υπάγης εις τον Παράδεισον». Ταύτα ειπών ανεστέναξεν εκ βάθους καρδίας ο Όσιος λέγων· «Αύριον απέρχομαι από τούτον τον κόσμον και υπάγω εις τον ουράνιον Αυτοκράτορα». Η δε γυνή κλαύσασα πικρώς και αποχαιρετήσασα δια τελευταίαν φοράν τον Όσιον έλαβε τας ιεράς Εικόνας και μετά την προσήκουσαν συγχώρησιν ανεχώρησεν· ο δε θεόπνευστος Στέφανος προσέταξεν όλους τους Πατέρας να κάμουν αγρυπνίαν ολονύκτιον υμνολογούντες τον Κύριον. Την πρωϊαν επήγαν τινές μισόθεοι προς τον τύραννον λέγοντες· «Ο Στέφανος έκαμε Μοναστήριον το Πραιτώριον, και όχι μόνον όλας τας νύκτας ψάλλουσιν, αλλά και πολλοί πολίται πηγαίνουν και τους διδάσκει να προσκυνώσι τα είδωλα». Ταύτα ακούσας εθυμώθη ο άνομος και προστάσσει να εκβάλουν τον Άγιον και να τον θανατώσουν έξω της πόλεως εις τόπον τινά, εις τον οποίον ήτο πρότερον Ναός της Αγίας Μαύρας, τον οποίον εκρήμνισεν ο τύραννος και έγινε κατόπιν ο τόπος φονευτήριον. Αφού λοιπόν έδωκε κατά του Αγίου ο εναγής τοιαύτην απόφασιν, έγραψε και προστάγματα, και τα έβαλεν εις διαφόρους τόπους της πόλεως, ότι όστις ευρεθή έχων φίλον Μοναχόν, ή κρύψη τοιούτον εις την οικίαν του, ή έστω ευρεθή μαύρον ράσον εις την οικίαν του, θα καταδικάζεται εις εξορίαν. Ήτο λοιπόν εις όλην την πόλιν πολλή και άμετρος σύγχυσις και όχι μόνον εχθροί διεβάλλοντο, αλλά και φίλος τον φίλον και γνωστόν διέβαλλε, αδελφός τον αδελφόν και δούλος τον κύριον, και απλώς ειπείν έγινεν εις την πόλιν θρήνος περισσότερος παρά επί Ιουλιανού του Παραβάτου και Ουάλεντος των βασιλέων. Ο δε δήμιος, τον οποίον έστειλεν ο τύραννος να θανατώση τον Άγιον, εξήγαγεν αυτόν από το Πραιτώριον και δεσμεύσας τας χείρας και τον τράχηλον αυτού δια ξυλίνων δεσμών, τον έσυρεν εις το μέσον της πόλεως. Είχε δε ο τύραννος την ημέραν εκείνην μεγάλην πανήγυριν της βασιλίσσης· όθεν δια να μη κακοφανή εις αυτήν, ότι εις την εορτήν της έγινεν αιματοχυσία, έτι δε επειδή ενόμιζε τον Όσιον ανάξιον τοιούτου θανάτου, να κόψουν δηλονότι την κεφαλήν του χωρίς άλλην βάσανον, προσέταξε να τον επαναφέρουν εις το Πραιτώριον· έπειτα έστειλε κρυφίως δύο νέους αδελφούς, ωραίους ψυχή τε και σώματι, οίτινες ήσαν εις το κρυπτόν Ορθόδοξοι, και λέγει εις αυτούς· «Υπάγετε εις την φυλακήν να εύρητε τον Στέφανον και κολακεύσατέ τον πρώτον με ήμερα λόγια, να μου υπακούση καθώς εγώ τον ελυπήθην σήμερον και του εχάρισα την ζωήν· εάν δε παρακούση και κινήση την γλώσσαν εις το να μας υβρίζη, δότε εις αυτόν τόσον δαρμόν, έως να ξεψυχήση από τους πόνους και λάβη κακόν και βίαιον θάνατον». Επήγαν λοιπόν οι αδελφοί εκείνοι εις τον Άγιον και του είπον όσα τους είπεν ο τύραννος, αλλά κακόν δεν του έκαμον, μόνον έλαβον την ευλογίαν του και επέστρεψαν εις τον βασιλέα, λέγοντες ότι δεν ήθελε να τους υπακούση ο Στέφανος και του έδωκαν τόσας πληγάς, ώστε τον αφήκαν ως αποθαμμένον και ολίγον πνέοντα. Ο δε τύραννος τότε μεν τους εφιλοτίμησεν, αλλά ύστερον, όταν έμαθε τα γενόμενα, τους εθανάτωσεν. Ο δε θείος Στέφανος εσύναξεν εις τον όρθρον τους Μοναχούς και αναγνώσαντες την ακολουθίαν, τους έδωκε τον τελευταίον ασπασμόν λέγων προς αυτούς· «Χαίρετε, Πατέρες και αδελφοί· σας παρακαλώ φυλάττετε την Ορθόδοξον πίστιν ακριβώς και εύχεσθε δια την αναξιότητά μου, διότι ήλθεν η ώρα της τελευτής μου και φοβούμαι μην εμποδίσουν την ψυχήν μου οι δαίμονες, δια τας πολλάς αμαρτίας μου». Τότε όλοι οι Πατέρες έχυναν ποταμηδόν δάκρυα, ο δε Άγιος είπεν εις αυτούς να εκβάλουν από της κεφαλής του το ιερόν καλυμμαύχιον, επίσης τον μανδύαν, την ζώνην και το κουκούλιον· εκείνοι όμως έλεγον, ότι δεν έπρεπε να γυμνωθή από τα ιερά ιμάτια καθόλου· ο δε Άγιος απεκρίνατο· «Όστις μέλλει να παλαίση, είναι ανάγκη να είναι ολόγυμνος, αλλά δεν είναι και πρέπον να καταπατηθώσιν από τους εναγείς τα Άγια». Ταύτα ειπόντος υπήκουσαν και έμεινε μόνον μετά του δερματίνου χιτώνος καθεζόμενος και λέγων προς αυτούς τα σωτήρια. Ό δε τύραννος, όταν εξημέρωσεν, εδαιμονίσθη καθολικά από τον θυμόν, ακούσας ότι οι δύο νέοι, τους οποίους έστειλε να θανατώσουν τον Άγιον, τελείως δεν τον ήγγισαν· και πηδήσας εις τα προαύλια των βασιλείων εφώναζεν· «Ω της βίας, ω της δειλίας! Δεν έχω τινά να με βοηθήση κατά του εχθρού μου, όστις με καταγελά και με υβρίζει;» Συναχθέντες λοιπόν οι στρατιώται και οι δούλοι του, ηρώτων τις ήτο ο εχθρός του και έλεγεν· «Ο Στέφανος του Αυξεντίου εις την φυλακήν βασανίζει την ψυχήν μου και με πολεμεί ο αμνημόνευτος». Τότε έδραμον όλοι εις το Πραιτώριον ως άγριοι λέοντες και εφώναζον προς τους φύλακας· «Δότε μας ταχέως τον Στέφανον». Εκείνος δε ο μακάριος, ων έτοιμος, εξήλθεν ευθύς με προθυμίαν ατάραχα λέγων· «Εγώ είμαι εκείνος τον οποίον ζητείτε». Εκείνοι δε παρευθύς τον ήρπασαν και εκβάλλοντες από τους πόδας αυτού τα σίδηρα, τον έσυραν εις την δημοσίαν οδόν και άλλοι τον ελάκτιζον, άλλοι τον εκτύπων με ξύλα και πέτρας και δεν άφησαν ύβριν ή τιμωρίαν τινά, την οποίαν να μη έπραξαν κατ’ αυτού· όταν δε επερνούσαν από τον Ναόν του Αγίου Θεοδώρου του Μάρτυρος, εσήκωσεν ολίγον την κεφαλήν να αποδώση ως ευσεβής την τελευταίαν προσκύνησιν και βλέπων αυτόν εις εξ εκείνων των φονέων, ονόματι Φιλομμάτιος, εθυμώθη ο ανόητος λέγων· «Βλέπετε, ότι θέλει γίνει και Μάρτυς εις τα ύστερά του ούτος ο αμνημόνευτος;» Ταύτα ειπών ήρπασεν ένα ξύλον και εκτύπησε δι’ αυτού με όλην την δύναμίν του εις την μήνιγγα του Αγίου και ο μεν Άγιος ετελείωσε το Μαρτύριον, η δε θεία δίκη έφθασε δικαίως τον άδικον και κατ’ αυτήν ταύτην την ώραν όπου εκτύπησε τον Άγιον εισήλθεν εντός αυτού δαιμόνιον άγριον και, πίπτων εις την γην, έτριζε τους οδόντας εκβάλλων αφρούς, εις την κατάστασιν δε ταύτην έμεινεν έως τέλους δεινώς ο δεινός και αθλίως βασανιζόμενος. Αλλά και από τοιούτον θαυμάσιον δεν εσωφρονίσθησαν οι ανόητοι, αλλά και ούτως αποθαμμένον έσυρον τον Άγιον και δεν έμεινε κανέν μέλος του μακαρίου Στεφάνου αστεφάνωτον· αι χείρες και οι πόδες του εις τους λίθους συνετρίβησαν, τα δάκτυλα και οι όνυχες ανεσπάσθησαν, η κοιλία του έσπασε και εχύθησαν όλα του τα εντόσθια, διότι ένας απ’ εκείνους τους μιαρούς επήρε μίαν μεγάλην πέτραν με τα δύο χέρια και τον εκτύπησεν εις την κοιλίαν και ευθύς όλη η κρυφία των σπλάγχνων σύνθεσις εχύθη· πλην ούτε τότε τον αφήκαν οι αχόρταγοι, αλλά τον έσυρον εις όλον τον δρόμον και τον εκτυπούσαν με λίθους, όχι μόνον οι άνδρες, αλλά και αι γυναίκες και τα παιδία έρριπταν πέτρας επάνω του, δια να φανώσι πιστοί προς τον τύραννον. Όταν δε έφθασαν εις τον τόπον του Βοός, εις κάπηλος, όστις έψηνεν ιχθύς, ήρπασεν ένα δαυλόν και κτυπήσας εις την κεφαλήν του Αγίου, έσχισεν αυτήν εις δύο· όθεν εχύθη εις την γην ο μυελός του. Τότε ένας ευσεβής, την κλήσιν Θεόδωρος, προσεποιήθη ότι ωλίσθησε και έπεσε και ούτως έβαλεν εις το μανδήλιον τον μυελόν του Αγίου και κρύπτων αυτόν έδραμε πάλιν να ίδη που θέλουν ρίψει το άγιον λείψανον, εκείνοι δε επορεύθησαν έως την Μονήν του Μονοκίονος· διότι εκεί εις εκείνο το Μοναστήριον ήτο η αδελφή του Αγίου πολιτευομένη θεάρεστα· και δια να την δυναστεύσουν να ρίψη και αυτή λίθους εις το λείψανον, το επέρασαν απ’ εκεί επίτηδες, αλλά εκείνη προεγνώρισε τας προθέσεις των· όθεν έφυγε πρωτύτερα και εκρύβη εις τάφον τινά σκοτεινόν, οι δε ανόσιοι, μη ευρόντες αυτήν, έρριψαν τον Άγιον εις τον λάκκον, εις τον οποίον έβαλλον τους καταδικασμένους ειδωλολάτρας· όθεν επληρώθη και εις αυτόν η προφητεία· «Και εν τοις ανόμοις ελογίσθη» (Ησαϊας νγ: 12) (Μάρκ. ιε: 28) (Λουκ. κβ: 37). Τότε λοιπόν επιστρέφοντες οι φονείς ανήγγειλαν χαίροντες εις τον βασιλέα χαίροντα τα γενόμενα, όστις έκαμε τράπεζαν πλουσίαν και τους εφίλευσεν. Ετελειώθη δε ο πολύαθλος Στέφανος όταν ήτο ετών πεντήκοντα τριών (53) την εικοστήν ογδόην (28ην) του Νοεμβρίου εν έτει ψξστ΄ (766). Κατά δε την ημέραν εκείνην ήσαν ο ουρανός αίθριος, λάμπων ο ήλιος και αίφνης την τρίτην ώραν, ως εθανάτωσαν τον Άγιον, εφάνη εν κόκκινον σύννεφον εις την κορυφήν του όρους, εις το οποίον ησκήτευεν ο Όσιος, έπειτα ήλθεν εις την πόλιν το σύννεφον και έγινε μαύρον και εσκότισεν όλον τον αέρα· έπεσε δε τόσον μεγάλη χάλαζα μόνον εις την πόλιν μέσα, ώστε ήτο θαύμα εξαίσιον και πολλοί εκινδύνευσαν· όθεν εγνωρίσθη σαφέστατα ότι ο Θεός έδειξε τοιούτον σημείον εις έλεγχον των ασεβών και προς δόξαν των δούλων του. Η δε δούλη εκείνη της Οσίας Άννης, ήτις εσυκοφάντησε την κυρίαν της με τον Άγιον, έλαβε και αυτή με τρόπον τοιούτον από τον δικαιοκρίτην πρεπόντως αντάμειψιν· ενύμφευσεν αυτήν ο προρρηθείς Αυλικάλαμος δια την συκοφαντίαν, ως της υπεσχέθη, και εγέννησε δύο παιδία δίδυμα· κατά δε την νύκτα κατά την οποίαν τα εγέννησεν, ηγέρθησαν ορθά, ω του θαύματος! και εμάσησαν τους μαστούς της μητρός αυτών, και παρευθύς η αθλία αθλίως εξέψυξε· και όχι μόνον αυτήν εθανάτωσαν, αλλά και αυτά τα εχιδνότοκα το ένα εφόνευσε το άλλο. Τοιαύτα είναι των συκοφαντών τα επιτίμια· αλλά ακούσατε και άλλο παρόμοιον. Ο θεοσεβής Θεόδωρος, όστις έκρυψε τον μυελόν του Αγίου, τον επήγεν εις την Μονήν του Οσίου Δίου και λέγει κρυφίως εις τον Ηγούμενον την υπόθεσιν· ούτος επήγεν εις τινα Ναόν του Αγίου Στεφάνου του Πρωτομάρτυρος, όστις ήτο εις τα δεξιά μέρη της Μονής και εκεί έβαλεν εις εν κιβώτιον μικρόν τον μυελόν και τον έκρυψαν εις το Άγιον Βήμα, μόνον δε εν μικρόν παιδίον τους είδε. Αφού δε παρήλθε καιρός και ενηλικιώθη το παιδίον, παρεκάλει τον Ηγούμενον να τον χειροτονήση Διάκονον, αλλ’ αυτός δεν εδέχετο, γνωρίζων ότι ήτο ανευλαβής εις τα θεία και αμελέστατος. Ο δε νέος ηπείλησε τον Ηγούμενον, ότι θα του κάμη ζημίαν μεγάλην· ταύτα δε ςιπών, έκλεψε το κιβώτιον, το οποίον είχε τον μυελόν του Αγίου και έδραμεν εις τον βασιλέα λέγων· «Ο Ηγούμενός μου και ο Θεόδωρος, τον οποίον εξώρισες εις την Σικελίαν, προσκυνούσι τα λείψανα των κακούργων, τους οποίους φονεύεις, σε ονομάζουν δε νέον αποστάτην και τύραννον· δια να πιστωθής δε την αλήθειαν σου έφερα τούτο το κιβώτιον». Ο δε βασιλεύς εθυμώθη και είπεν εις τον νέον να φυλάττη μετά προσοχής το κιβώτιον, έως άλλην του πρόσταξιν, τον δε Ηγούμενον εφυλάκισε δεδεμένον χείρας και πόδας με άλυσον· έστειλε δε και έφεραν από την Σικελίαν τον Θεόδωρον, τον οποίον πρότερον εξώρισε, διότι τον εσυκοφάντησαν ότι προσεκύνει τας αγίας Εικόνας και παραστήσας τον παίδα έμπροσθεν του Ηγουμένου και του Θεοδώρου και ελέγχων αυτούς, ηρνήθησαν λέγοντες, ότι δεν ήξευραν τίποτε· τότε προστάσσει το παιδίον ο τύραννος να φέρη το κιβωτίδιον, τούτο όμως έγινεν, ω του θαύματος! άφαντον έως την σήμερον. Ο δε πονηρότατος τύραννος, όταν είδε ότι δεν ευρέθη το κιβώτιον, εγνώρισεν ότι ήτο θαύμα· όθεν δια να μη αυξήση η δόξα του Αγίου και λέγουν ότι εθαυματούργησεν, έρριψε το πταίσιμον όλον εις τον συκοφάντην, ότι τους διέβαλε ψευδώς, και αυτούς μεν αφήκεν ως αναιτίους χωρίς παίδευσιν τινά, το δε παιδίον έδειρεν ως ψεύστην και εξώρισε και ούτως ερρίφθη εις τον λάκκον, τον οποίον δια τους άλλους κατεσκεύασεν. Ούτω λοιπόν, όσοι ηδίκησαν τον Άγιον έλαβον εις τούτον τον κόσμον τον αρραβώνα της αιωνίου κολάσεως. Αλλά και αυτός ο Κοπρώνυμος απέθανε κακόν θάνατον, καθώς εις τον χρονογράφον φαίνεται· διότι, ότε μετέβη εις τον κατά των Βουλγάρων πόλεμον, ήλθεν εις αυτόν οργή θεϊκή και έπαθεν εις τα σκέλη δεινήν ασθένειαν, η οποία τον έκαιεν ως πυρ των ανθράκων και ούτως ο κακός κακώς εξέψυξε και έδωκε δίκην των αδίκων του πράξεων· διότι ο δίκαιος κριτής δεν αφήνει κακουργίαν απαίδευτον, εις δόξαν αυτού και μεγαλοπρέπειαν. Ω πρέπει τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΘ΄ (29η) Νοεμβρίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΦΙΛΟΥΜΕΝΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Φιλούμενος ο Άγιος Μάρτυς ήκμασε κατά τους χρόνους του βασιλέως Αυρηλιανού, εν έτει σο΄ (270), καταγόμενος από την Λυκαονίαν, ήτις είναι μέρος της Καππαδοκίας, έργον δε είχε να μετακομίζη τον σίτον εις την χώραν της Γαλατίας, της τουρκιστί λεγομένης Γελάς. Ούτος λοιπόν διαβληθείς εις τον ηγεμόνα της Αγκύρας Φήλικα και παρασταθείς έμπροσθεν αυτού ωμολόγησεν ότι είναι Χριστιανός. Όθεν καρφώνουσι πρώτον τους πόδας του με σίδηρα και δέρουσιν αυτόν· έπειτα κρεμάσαντες αυτόν, τον σπαθίζουσι με σπάθας ξυλίνας και τον βάλλουσιν εντός ανημμένου κλιβάνου. Επειδή δε εφυλάχθη από αυτά αβλαβής με την δύναμιν του Χριστού, εκάρφωσαν την κεφαλήν, τας χείρας και τους πόδας του· έπειτα τον αναγκάζουσι να τρέχη εις διάστημα τριάκοντα σταδίων, ήτοι έως τέσσαρα μίλια, ώστε λιποθυμήσας καθ’ οδόν ο του Χριστού Αθλητής παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού, παρά του Οποίου έλαβε τον του Μαρτυρίου αμάραντον στέφανον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Λ΄ (30η) Νοεμβρίου, μνήμη του Αγίου ενδόξου και πανευφήμου Αποστόλου ΑΝΔΡΕΟΥ του Πρωτοκλήτου.

Δημοσίευση από silver »

Ανδρέας ο ένδοξος Απόστολος του Κυρίου κατήγετο από μικράν περίχωρον της Ιερουσαλήμ, ήτις ωνομάζετο Βηθσαϊδά, και η οποία ήτο πατρίς και των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Φιλίππου· είχε δε ο Άγιος Ανδρέας αδελφόν τον κορυφαίον Απόστολον Πέτρον. Βηθσαϊδά δε είναι όνομα Εβραϊκόν και ερμηνεύεται Ελληνιστί τόπος αλιείας· αύτη κατά τους χρόνους εκείνους ήτο άσημος, καθό πόλις μικρά, νυν όμως τυγχάνει επισημοτάτη, διότι εκ ταύτης εξήλθον οι Μαθηταί και Απόστολοι και ιδίως οι αδελφοί Πέτρος ο Κορυφαίος και Ανδρέας ούτος ο Πρωτόκλητος. Όθεν είναι αύτη σήμερον ιστορικωτάτη και ενδοξοτάτη και ταύτην όλος ο κόσμος, βασιλείς και άρχοντες, μικροί και μεγάλοι, τιμώσι και θαυμάζουσι, διότι εις εκείνην την πόλιν ο Κύριος ημών εύρεν αγαθούς και ταπεινούς ανθρώπους, τους οποίους εκάλεσε Μαθητάς του και οι οποίοι αμέσως τον ηκολούθησαν προθύμως. Αλλ’ ίσως ερωτήση τις διατί δεν ηκολούθησαν τον Χριστόν όλοι οι τότε άνθρωποι, αλλά ολίγοι μόνον; Και λέγομεν· διότι οι μεν πολλοί των ανθρώπων, μόνοι των και εξ ιδίας προαιρέσεως, δεν ηθέλησαν να πιστεύσουν εις τον Χριστόν, αλλά νομίζοντες εαυτούς σοφούς, δεν εταπεινώθησαν να πιστεύσουν εις την φαινομένην μωρίαν του κηρύγματος του Χριστού· οι δε Απόστολοι, απλοί όντες και ιδιώται, εξ όλης καρδίας ηκολούθησαν τον Χριστόν. Διο και Αυτός «έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι», καθώς λέγει και ο Θεολόγος Ιωάννης εις το κατ’ αυτόν Ευαγγέλιον (α:12). Ότι δε αληθής είναι η λύσις της απορίας ταύτης, δυνάμεθα μεν και εξ άλλων πολλών Αγίων να το αποδείξωμεν, εξόχως όμως από τον σήμερον εορταζόμενον Άγιον και ένδοξον τούτον Απόστολον Ανδρέαν, όστις πρώτον μεν ήτο άνθρωπος ιδιώτης και αγράμματος, επειδή δε είχεν αγαθήν προαίρεσιν, ακολουθήσας τον Χριστόν και πιστεύσας εις τους λόγους του, εγένετο Απόστολος και διδάσκαλος της οικουμένης. Από τοιαύτην λοιπόν άσημον πατρίδα καταγόμενος ο ένδοξος ούτος Απόστολος Ανδρέας, ως και ο αδελφός αυτού Πέτρος ο Κορυφαίος, είχον αμφότεροι και πατέρα πτωχότατον, ο οποίος εδίδαξε τους υιούς του την ιδίαν τέχνην του αλιεύειν, ως πάντες οι πτωχοί έχουν συνήθειαν να μανθάνουν και τα τέκνα των ό,τι αυτοί γνωρίζουσι, μη δυνάμενοι, ως εκ της πτωχείας των, να εκπαιδεύουν ταύτα εις επιστήμας και άλλας ωφελίμους τέχνας. Ο πατήρ των ωνομάζετο Ιωνάς, ήτο δε ο πρώτος αλιεύς και εψάρευεν εις όλας τας λίμνας, αίτινες ευρίσκοντο κύκλωθεν της Ιερουσαλήμ, ήτοι παρά την θάλασσαν της Τιβεριάδος, ιδίως δε παρά την λίμνην της Γενησαρέτ, και εις άλλας θαλάσσας. Ο Πέτρος είχε γυναίκα την θυγατέρα του Αριστοβούλου, του αδελφού Βαρνάβα του Αποστόλου· ο δε μακάριος Ανδρέας, καταφρονήσας την κοσμικήν σύγχυσιν, προέκρινε την παρθενίαν, την οποίαν και ηκολούθησε και δεν ηθέλησε να νυμφευθή.
Αφού δε ήκουσε ο θείος Ανδρέας ότι ο Πρόδρομος Ιωάννης περιπατεί εις την Ιουδαίαν και τα περίχωρα του Ιορδάνου και κηρύττει μετάνοιαν, έτρεξεν εις τον Ιωάννην και εγένετο μαθητής του, αφήσας τα πάντα κατά μέρος· και έχων επιθυμίαν ν’ αναβιβάση τον νουν του εις υψηλοτέραν έννοιαν, αφήκε τον κόσμον και τα του κόσμου, προσκολληθείς δε εις τον Ιωάννην, ακούσας τους προφητικούς λόγους του και έχων την ψυχήν του κεκαθαρμένην από αμαρτίας, εγνώρισε παρευθύς, ότι η διδαχή και το κήρυγμα του Προδρόμου είναι εκ θελήματος Θεού και ότι είναι αληθής Πρόδρομος και πρόξενος της σωτηρίας· δια τούτο και ηκολούθησεν εξ όλης του της καρδίας ο Ανδρέας τον Πρόδρομον και όλως παρεδόθη εις αυτόν, ήτοι παρέδωκεν αμέσως και νουν και καρδίαν. Ο Πρόδρομος, θέλων ν’ αναβιβάση τον λογισμόν των μαθητών του εις υψηλοτέραν έννοιαν, ίνα μη υπολαμβάνωσιν αυτόν Χριστόν, αλλά δούλον και υπηρέτην και πρόδρομον και κήρυκα του Χριστού, έλαβε μαζί του δύο μαθητάς, τον Απόστολον Ανδρέαν και έτερον τον Θεολόγον Ιωάννην, και επήγεν εκεί όπου ήτο ο Κύριος και Σωτήρ ημών Ιησούς Χριστός. Ιδών δε τον Χριστόν, είπε· «Ίδε ο αμνός του Θεού» (Ιωάν, α:36), και ακούσαντες οι δύο ούτοι Μαθηταί την μαρτυρίαν ταύτην του Ιωάννου περί του Χριστού, αφέντες τον Ιωάννην ηκολούθησαν τον Χριστόν.
Στραφείς είτα ο Ιησούς και ιδών τους Αγίους Αποστόλους Ανδρέαν και Ιωάννην ακολουθούντας είπε προς αυτούς· «Τι ζητείτε;» οι δε είπον αυτώ· Ραββί, ο λέγεται ερμηνευόμενον Διδάσκαλε, που μένεις; Λέγει αυτοίς· Έρχεσθε και ίδετε. Ήλθον ουν και είδον που μένει και παρ’ αυτώ έμειναν την ημέραν εκείνην· ώρα δε ην ως δεκάτη» (Ιωάν. α: 39-40). Αλλά ίδετε, αδελφοί Χριστιανοί, και θαυμάσατε την αγαθήν προαίρεσιν του Αγίου Ανδρέου. Άμα ευρήκεν αυτός τον θησαυρόν, δεν ηθέλησε να τον έχη μόνος, αλλ’ αμέσως προσεκάλεσε και τον αδελφόν του εις απόλαυσιν τούτου· ευρίσκει τον αδελφόν του Πέτρον, όστις ωνομάζετο Σίμων, και είπε προς αυτόν· «Ευρήκαμεν τον Μεσσίαν» (Ιωάν. 42), όστις ερμηνεύεται Χριστός και αμέσως ανεχώρησεν ο Πέτρος οδηγούμενος υπό του Ανδρέου προς εύρεσιν του Μεσσίου, του Κυρίου Ιησού Χριστού· ο δε Ιησούς ιδών τον Πέτρον είπε· «Συ ει Σίμων, ο υιός Ιωνά. Συ κληθήση Κηφάς, ο ερμηνεύεται Πέτρος» (Ιωάν. α:43). Πιστεύσαντες λοιπόν αμφότεροι οι αδελφοί Ανδρέας και Πέτρος εις τον Χριστόν, ανεχώρησαν μετά ταύτα και οι δύο προς εύρεσιν του τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου. Ακολούθως κατά τον καιρόν εκείνον ο βασιλεύς Ηρώδης, διατάξας την σύλληψιν του Ιωάννου, διότι ήλεγχεν αυτόν ως ασεβέστατον και παράνομον, επειδή έλαβε γυναίκα την γυναίκα του αδελφού του Φιλίππου κ.λ.π., έθεσε τον Πρόδρομον εις την φυλακήν· ο δε Πρόδρομος Ιωάννης, Προφήτης ων, εγνώριζεν ότι αυτός θέλει φονευθή υπό του Ηρώδου, δια να σώση δε τους μαθητάς του και να μη μείνουν πάλιν μετά των Εβραίων, απέστειλεν αυτούς προς τον Χριστόν, να τον ερωτήσουν και πάλιν αυτοπροσώπως· «Συ είσαι εκείνος, τον οποίον οι Προφήται έγραψαν ότι θα έλθη ή άλλον περιμένομεν;» Ο δε Χριστός, ο ετάζων καρδίας και νεφρούς, ουδέν έκρυψεν απ’ αυτών, ούτε πολύ απέδειξε την θεότητα αυτού, αλλά θελήσας πραγματικώς να βεβαιώση την αλήθειαν είπε προς αυτούς· «Πορευθέντες απαγγείλατε Ιωάννη α είδετε και ηκούσατε· τυφλοί αναβλέπουσι και χωλοί περιπατούσι, λεπροί καθαρίζονται, κωφοί ακούουσι, νεκροί εγείρονται, πτωχοί ευαγγελίζονται»(Λουκ. ζ:22).
Μετά ταύτα, ευρισκομένου του Ιωάννου εις την φυλακήν, ο Χριστός ανεχώρησεν από την Ιερουσαλήμ και επήγεν εις την λίμνην Γενησαρέτ, εκεί δε ευρών τον Ανδρέαν και τον Πέτρον, οίτινες έρριπτον τα δίκτυα εις την θάλασσαν, αντί να ονειδίση αυτούς διότι άφησαν τον διδάσκαλόν των τον Πρόδρομον εις την φυλακήν και ανεχώρησαν, γινώσκων ως Θεός, ότι η πτωχεία τους ηνάγκασε να εργάζωνται, είπε προς αυτούς· «Άφετε τα δίκτυα ταύτα και ακολουθείτε με και θέλω σάς κάμει αλιείς (ψαράδες) ανθρώπων», αυτοί δε αμέσως αφέντες τα δίκτυα ηκολούθησαν τον Χριστόν. Ας έλθωμεν όμως εις την υπόθεσιν του Αποστόλου Ανδρέου. Ούτος ο Απόστολος, αφήσας τα πάντα, ως είπομεν, εγένετο ακόλουθος του Χριστού και πρώτος των άλλων Αποστόλων εκλήθη εις την διδαχήν του Διδασκάλου του, δια τούτο και Πρωτόκλητος ωνομάσθη. Βλέπων ο Απόστολος τα καθ’ ημέραν διάφορα θαύματα του Χριστού, τόσον περισσότερον αφιέρωνε νουν και ψυχήν και εδέετο του Χριστού και ηκολούθει αυτόν κατά πόδας παντού και πάντοτε, είχε δε και προθυμίαν ίνα εύρη κατάλληλον καιρόν να θανατωθή υπέρ του ονόματος του Διδασκάλου του, όπερ και ηξιώθη μετά ταύτα. Ακολούθως δε ο Χριστός, αφήσας τας πόλεις, ανεχώρησεν εις την έρημον, εις την οποίαν ηκολούθησεν αυτόν ο Ανδρέας μετά των άλλων Μαθητών και πλήθος ανθρώπων, ίνα ακούσωσι την διδαχήν του. Επειδή δε εις την έρημον δεν υπήρχον τροφαί να φάγωσιν οι πολυπληθείς άνθρωποι και προϊδών την ανάγκην ταύτην ο θείος Ανδρέας, σπεύδει πρώτος εις τον Χριστόν και είπε· «Διδάσκαλε, μόνον πέντε άρτοι κρίθινοι μας ευρίσκονται και ολίγα οψάρια· τι να κάμωμεν δια να χορτάσωμεν τόσον πλήθος ανθρώπων;» Τότε ο Χριστός, ευλογήσας τους πέντε άρτους εκείνους, εχόρτασε τον λαόν, όστις ήτο πέντε χιλιάδες εκτός των γυναικών και παιδίων και εξ αυτών των πέντε άρτων επερίσσευσαν δώδεκα κοφίνια πλήρη. Τούτο μαρτυρεί ο θείος Θεολόγος εις το στ΄ Κεφάλαιον του Ιερού Ευαγγελίου· τούτο δε πιστεύομεν άπαντες οι Χριστιανοί, εξ αυτού δε, αλλά και εκ του κατωτέρω, καταλαμβάνει έκαστος την φιλίαν και παρρησίαν του Αποστόλου Ανδρέου, την οποίαν είχε προς τον Διδάσκαλόν του τον Χριστόν. Κατά την εορτήν του Πάσχα των Εβραίων επήγαν και τινες των Ελλήνων εμπόρων, οίτινες επεθύμουν να ίδωσι τον Χριστόν και προσέτρεξαν εις τον Απόστολον Φίλιππον, όπως ούτος μεσιτεύση και οδηγήση αυτούς· μη έχων δε ούτος την παρρησίαν και το θάρρος εις τον Χριστόν, προσέτρεξεν εις τον Ανδρέαν, δίδων τα πρωτεία ως Πρωτόκλητον και αμφότεροι αμέσως μετέβησαν και ανέφερον την επιθυμίαν των Ελλήνων εις τον Χριστόν, όπως ίδωσι και προσκυνήσωσιν αυτόν. Μετά τινα καιρόν, προδοθείς υπό του Ιούδα, εσταυρώθη ο Χριστός, αναστάς δε εφάνη προς τους Μαθητάς του εις το όρος της Γαλιλαίας, και απέστειλεν αυτούς ίνα διδάξουν τον κόσμον, λέγων προς αυτούς· «Πορευθέντες, μαθητεύσατε πάντα τα έθνη» (Ματθ. κη: 19). Ακολούθως απέστειλε και το Πανάγιον αυτού Πνεύμα, φωτίσας αυτούς εις πάντα, έτι δε και να γνωρίζωσιν όλας τας γλώσσας των εθνών. Τότε οι Απόστολοι συναχθέντες έβαλον κλήρους εις ποία μέρη της γης θα μεταβή έκαστος να διδάξη. Και οι μεν άλλοι Απόστολοι έλαβον κλήρους διαφόρων άλλων τόπων και χωρών, ο δε Απόστολος Ανδρέας έλαβε κλήρον να κηρύξη εις την Βιθυνίαν, την Θράκην, τα παράλια της Κωνσταντινουπόλεως από το Βυζάντιον έως την Καλλίπολιν, και όλα τα μέρη της Θράκης μέχρι της Καβάλλας, ήτις λέγεται εις τας Πράξεις των Αποστόλων Νεάπολις, υπό δε των Βυζαντινών ωνομάζετο Χριστούπολις. Εις τον κλήρον του ενδόξου Αποστόλου Ανδρέου έλαχεν ωσαύτως η Ελλάς άπασα, ήτοι η Μακεδονία, η Θεσσαλία και όλα τα μέρη από την Θεσσαλονίκην μέχρι των Φαρσάλων και από τα Φάρσαλα μέχρι της Αχαϊας, ένθα νυν και ευρίσκονται αι παλαιαί Πάτραι. Αλλά και εις όλα τα μέρη της Ανατολής, της Μαύρης Θαλάσσης και της Σκυθίας εδίδαξεν· ο Άγιος. Τους διαφόρους και απεράντους τούτους τόπους κληρωθείς εις τον κλήρον ο Πρωτόκλητος, δεν εδειλίασε από το πλήθος των ανθρώπων, των τόπων, των πόλεων και των χωρίων ώστε να οκνήση ή να βαρυνθή, αλλ’ έχων εις τον νουν του την παραγγελίαν του Χριστού, όστις είπεν: «Ιδού εγώ αποστέλλω υμάς ως πρόβατα εν μέσω λύκων» (Ματθ. ι:16) «και μη φοβηθήτε από των αποκτεινόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι» (Ματθ. ι:28) και άλλα τοιαύτα, και θαρρών ο Απόστολος εις την ακαταμάχητον τούτου δύναμιν, προθύμως και με χαράν ήρχισε τον δρόμον του από Ιερουσαλήμ να μεταβή και να υπάγη κατά σειράν εις όλα τ’ ανωτέρω μέρη, είχε δε μεθ’ εαυτού και τινας ακολούθους. Πολλοί μεν οι τόποι, οι δρόμοι και αι αποδημίαι του Αποστόλου Ανδρέου και αδύνατον είναι να περιγράψη τις τούτους ή τους πειρασμούς όσους απήντα εις πάσαν πόλιν και χώραν· αδύνατον να εξιστορήση και διηγηθή άνθρωπος τας διδαχάς, τας θεραπείας, τας ελεημοσύνας, τας στερήσεις, τους καταδιωγμούς, τα παθήματα του Αγίου τούτου· όθεν και μικράν απλήν ιστορίαν αυτού αναφέρομεν, μη δυνάμενοι ως εκ των ασθενών μας δυνάμεων να περιγράψωμεν τα απερίγραπτα αυτού θαύματα. Περιπατών ο Άγιος Ανδρέας από τόπου εις τόπον, μετέβη και εις τινα πόλιν προς τα δεξιά της Μαύρης Θαλάσσης, ονομαζομένην Αμισόν, απέχουσαν δε από της Σινώπης στάδια εννεακόσια, ήτοι μίλια εβδομήκοντα εξ. Εκεί εύρεν ο Άγιος Απόστολος πλήθος ανθρώπων πεπλανημένων και ασεβών, ων οι μεν εις την Ελληνικήν, οι δε εις την Ιουδαϊκήν πλάνην ήσαν βεβυθισμένοι. Εκτός όμως των πολλών κακών, τα οποία είχον οι Αμισηνοί, είχον και εν καλόν, την φιλοξενίαν, και εδέχοντο εις την πόλιν και τας οικίας των πάντα ξένον διαβάτην και τον επεριποιούντο κατά τας δυνάμεις του έκαστος· ούτως εχόντων των Αμισηνών, εισήλθεν ο Άγιος εις την πόλιν και εφιλοξενήθη εις την οικίαν Ιουδαίου τινός, εσυλλογίζετο δε δια τίνος τρόπου να καταπείση τοσούτον πλήθος ανθρώπων πεπλανημένων και να τους φέρη εις την παραδοχήν των διδαχών του. την επομένην ημέραν μετέβη ο Άγιος το πρωϊ εις την συναγωγήν των Ιουδαίων, ένθα ήσαν συνηθροισμένοι άπαντες οι Ιουδαίοι και ηρώτησαν τον Άγιον πολλοί, τις είναι, πόθεν έρχεται και ποίον είναι το κήρυγμα αυτού. Ο δε Άγιος Ανδρέας, αρξάμενος της διδαχής περί του Σωτήρος Χριστού και διδάξας εκ των Μωσαϊκών και λοιπών Προφητικών βιβλίων, τους απέδειξεν ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, περίτου οποίου προανήγγειλαν οι Προφήται ότι θα έλθη εις τον κόσμον δια την σωτηρίαν των ανθρώπων. Τότε, ω του θαύματος! επληρώθη αμέσως ο λόγος του Χριστού, τον οποίον είπεν: «Ελθέ να γίνης αλιεύς (ψαράς) ανθρώπων». Ακούσαντες οι Ιουδαίοι εκείνοι την διδαχήν και τους λόγους του Αποστόλου, αμέσως μετενόησαν, επίστευσαν, εβαπτίσθησαν και από Ιουδαίοι εγένοντο Χριστιανοί, δούλοι Χριστού, οίτινες έφερον έμπροσθεν του Αποστόλου άπαντες τους ασθενείς αυτών και έκαστος εθεραπεύθη κατά το είδος της ασθενείας του και εγένετο ο Απόστολος ουχί μόνον ιατρός της ψυχής, αλλά και του σώματος. Έκτισε δε εκεί Εκκλησίας και εχειροτόνησεν Ιερείς από τους πιστεύσαντας εκείνους Ιουδαίους. Εκείθεν αναχωρήσας επορεύθη εις την Τραπεζούντα, όπου ομοίως διδάξας και βαπτίσας πολλούς και άλλους Ιερείς χειροτονήσας, απήλθεν εις την Λαζικήν, και εκεί ποιήσας τα αυτά, πλήθος άπειρον Ελλήνων τε και Ιουδαίων επίστευσαν εις τον Χριστόν, αμέσως δε απεφάσισεν ο Άγιος να μεταβή εις Ιερουσαλήμ, πρώτον μεν να παρευρεθή εκεί εις την εορτήν του Πάσχα, ήτις ήγγιζε, δεύτερον δε να ίδη και τον αδελφόν αυτού Πέτρον και μάλιστα επεθύμει να ίδη και τον Απόστολον Παύλον, περί του οποίου ήκουσεν ότι προσήλθεν εις το κήρυγμα των Αποστόλων, γενόμενος και αυτός Απόστολος και διδάσκαλος των εθνών. Μετά ταύτα επέστρεψε μετά του Θεολόγου Ιωάννου εις την Έφεσον, ήτις ήτο εις τον κλήρον του Ιωάννου και μόλις φθάσας εκεί ο Απόστολος είδεν αποκάλυψιν εκ Θεού, όπως υπάγη εις Βιθυνίαν και διδάξη τους ανθρώπους του κλήρου του. Αμέσως τότε ανεχώρησε και εισήλθεν εις την πόλιν Νίκαιαν, ιδών δε πλήθος ανθρώπων Ελλήνων τε και Ιουδαίων, εδίδαξεν αυτούς και τους κατέπεισε δια πολλών θαυμάτων να επιστρέψουν και να πιστεύσουν τον Χριστόν. Και άλλοτε μεν τον ιατρόν εις πάντας τους ασθενείς έκαμνε και τους εθεράπευεν αυθωρεί, άλλοτε τα διάφορα άγρια θηρία, άτινα κατέτρωγαν τους ανθρώπους εις τα μέρη εκείνα, δια της σιδηράς ράβδου του, εχούσης τον Σταυρόν, άλλα μεν εδίωκε, άλλα δε εθανάτωνε· και άλλοτε κατέστρεφεν εκ θεμελίων ναούς τινας Ελληνικών ψευδωνύμων θεών, της Αφροδίτης και της Αρτέμιδος. Όσοι δε των Ελλήνων δεν επίστευσαν εις την διδαχήν του Αποστόλου, εις τούτους εισήρχοντο τα δαιμόνια, άτινα εβασάνιζον αυτούς και κατέτρωγαν τας εαυτών σάρκας και άλλα πολλά κακά υπέφερον ως άξιοι ικανής τιμωρίας, ένεκα της απιστίας και επιμονής των. Αλλ’ επί τέλους ο Άγιος Μαθητής του Χριστού του ελθόντος αμαρτωλούς σώσαι, ευσολαγχνισθείς, εθεράπευσε τους απίστους τούτους δαιμονιζομένους, οίτινες, ω του θαύματος! επίστευσαν και εβαπτίσθησαν. Δύο έτη μείνας εις την Νίκαιαν ο Άγιος και χειροτονήσας Ιερείς απήλθεν εις την Νικομήδειαν, η οποία ήτο πολυάνθρωπος· εν τούτοις επίστευσαν εκεί άπαντες· και βαπτίσας τους Έλληνας μετέβη εις την Χαλκηδόνα, περιελθών δε την Προποντίδα, το Σκούταρι της Κωνσταντινουπόλεως, έως τα Νεόκαστρα, ένθα επίστευσαν πολλοί και εβαπτίσθησαν, επήγεν εις την Ποντοηράκλειαν και εκείθεν επορεύθη εις την πόλιν Αμάστριδα, πόλεις και αυτάς της Βιθυνίας, εις όλα δε ταύτα τα μέρη τα αυτά ποιήσας, και Ιερείς χειροτονήσας, ανεχώρησε δια την Σινώπην, πόλιν του Πόντου, εις την οποίαν λέγεται ότι μετέβη και ο αδελφός του Πέτρος να ίδη τον Άγιον Απόστολον Ανδρέαν· οι της Σινώπης μάλιστα Χριστιανοί δεικνύουν μέχρι σήμερον δύο θρόνους μαρμαρίνους, εις τους οποίους λέγουν ότι εκάθισαν οι θείοι Απόστολοι· εκεί ευρίσκεται και παλαιά Εικών του Αποστόλου Ανδρέου, η οποία πολλά καθ’ εκάστην θαύματα ποιεί εις δόξαν Χριστού.
Προ δε του Αποστόλου Ανδρέου είχε μεταβή εις Σινώπην ο Απόστολος Ματθίας, εις εκ των δώδεκα, ο συγκαταριθμηθείς με τους λοιπούς ένδεκα εις τον τόπον του Ιούδα, αλλ’ άμα αρχίσας να διδάσκη τους Σινωπείς, ούτοι συνέλαβον αυτόν και τον απήγαγον εις τας φυλακάς· ελθών δε εις Σινώπην και ο Ανδρέας και ακούσας ότι ο Ματθίας είναι εις την φυλακήν, αμέσως εποίησε προσευχήν και την αυτήν στιγμήν εθραύσθησαν τα δεσμά, αι φυλακαί ηνοίχθησαν και εξήλθεν ο Ματθίας· οι δε Σινωπείς, άγριοι άνθρωποι και άπιστοι κατ’ εκείνον τον καιρόν, ιδόντες τον Ανδρέαν θραύσαντα τας φυλακάς και συναθροισθέντες επί το αυτό, άλλοι μεν εσκέφθησαν να κατακαύσουν την οικίαν εις την οποίαν εκάθητο ο Απόστολος, άλλοι δε συλλαβόντες αυτόν από τας χείρας και πόδας, τον έσυρον εις τας οδούς και εις τα χώματα· έτεροι δε κτυπήσαντες αυτόν ανηλεώς, τον έρριψαν έξω της πόλεως εις κόπρον τινά, νομίσαντες αυτόν αποθανόντα. Αλλ’ ο μεν Απόστολος ταύτα και άλλα υπέφερε μιμούμενος τον Διδάσκαλόν του Χριστόν, ο δε Χριστός δεν άφησε τον Μαθητήν αυτού να βασανίζηται και να τιμωρήται τοιουτοτρόπως, αλλά φανείς προς αυτόν και δώσας θάρρος και άλλα θαύματα ποιήσας ιάτρευσεν αυτόν. Επειδή δε εις Σινωπεύς απέκοψε δια των οδόντων του τον δάκτυλον της χειρός του Αγίου, αποκατέστησεν αυτόν υγιά ως και πρότερον και ευλογήσας αυτόν και καθοδηγήσας εις το να μη αμελή την διδασκαλίαν του και το κήρυγμά του, ανελήφθη εις ουρανούς, ο δε Απόστολος Ανδρέας την επαύριον λίαν πρωϊ εισήλθε πάλιν εις την Σινώπην υγιής το σώμα, άνευ πληγών, χαίρων και αγαλλόμενος. Ταύτα ιδόντες οι κάτοικοι της Σινώπης και θαυμάσαντες την υπεράνθρωπον καρτερίαν του Αγίου, ιδίως δε τα μεγάλα θαύματα του Χριστού, και ότι τον αποθανόντα και καταπληγωθέντα Άγιον εποίησε κατά την νύκτα υγιά, δι’ όλα ταύτα μεταμεληθέντες προσέπεσαν άπαντες εις τους πόδας του Αγίου και εζήτησαν συγχώρησιν. Ακολούθως ο Άγιος εδίδαξεν αυτούς τον λόγον της αληθείας και εβάπτισε πάντας εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, δεχθέντας τον Χριστιανισμόν και κηρύττοντας τον Χριστόν Σωτήρα και ελευθερωτήν των σωμάτων και των ψυχών αυτών. Εποίησε δε τότε ο Άγιος Απόστολος Ανδρέας και το εξής μέγα θαύμα· ιδών κατ’ εκείνην την στιγμήν γυναίκα έχουσαν μονογενή υιόν, τον οποίον εχθρός τις εφόνευσε και εγένετο άφαντος, η δε μήτηρ του φονευθέντος μη έχουσα παρηγορίαν προσέπεσεν εις τον Άγιον και επίστευσεν εξ όλης ψυχής και καρδίας εις τον Χριστόν, και ευσπλαγχνισθείς ταύτην, και δια να αποδείξη εις τους πιστεύσαντας τον αληθινόν Θεόν, ανέστησεν εκ νεκρών τον υιόν της, και το θαύμα τούτο ιδόντες οι κάτοικοι της Σινώπης επίστευσαν απαξάπαντες συν γυναιξί και τέκνοις αυτών. Μετά ταύτα χειροτονήσας και εκεί ο θείος Απόστολος Ιερείς απήλθε το δεύτερον εις τας πόλεις του Πόντου Αμισόν και Τραπεζούντα, εις τας οποίας βαπτίσας τους ολίγους εναπομείναντας εις την πλάνην, μετέβη εις Νεοκαισάρειαν. Εκείθεν μετέβη εις Σαμόσατα ένθα κατοικούσαν Έλληνες πολλοί, οίτινες ενόμιζον εαυτούς ως τους σοφωτέρους της γης· αλλ’ ο θείος Απόστολος δια των σοφωτέρων κηρυγμάτων του διέλυσεν ως ιστόν αράχνης την σοφίαν των Ελλήνων και των ρητόρων, αποδείξας την ρητορίαν και σοφίαν των πλάνην και πεοσθέντες εις τα κηρύγματα και τα θαύματα του Αγίου προσήλθον εις μετάνοιαν και εβαπτίσθησαν άπαντες. Ακολούθως μετέβη εις την Ιερουσαλήμ προς συνάντησιν των Αποστόλων, προκειμένου να συνέλθωσιν εις Σύνοδον και να κάμωσι το Πάσχα. Ότι δε οι θείοι Απόστολοι συνήγοντο εις Ιεροσόλυμα εις Σύνοδον, ομολογείται εκ των Πράξεων των Αποστόλων, ένθα ο θείος Λουκάς ο Ευαγγελιστής λέγει· «Συνήχθησαν δε οι Απόστολοι και οι Πρεσβύτεροι ιδείν περί του λόγου τούτου» (Πράξ. ιε:6) Μετά την εορτήν του Πάσχα, παραλαβών ο θείος Ανδρέας τους Αποστόλους Ματθίαν και Θαδδαίον συνώδευσεν αυτούς μέχρι των συνόρων της Μεσοποταμίας εις πόλιν Χορασσάν· εκεί διατρίψας ο Ανδρέας ολίγας ημέρας και αφήσας αυτούς να διδάσκωσι τα μέρη ταύτα, ανεχώρησεν εις τους ανατολικούς τόπους της Μαύρης Θαλάσσης, εις τους Αλανούς, τους Αβασγούς και την Σεβαστούπολιν, ένθα εκήρυξε το Ευαγγέλιον, και προσείλκυσεν εις την Χριστιανικήν θρησκείαν άπαντας τους κατοίκους των πόλεων και χωρών αυτών. Κατόπιν διήλθε τους Ζικχούς, τους Βοσποριανούς, το στένωμα του Καφά, εις το οποίον διέμεινεν ο Άγιος αρκετόν καιρόν, κηρύξας και εις τους τόπους τούτους τον Χριστόν, διδάξας και παραινέσας άπαντας τους ανθρώπους, οίτινες επίστευσαν και εβαπτίσθησαν. Αναχωρήσας είτα ο Άγιος εκ των ως άνω μερών μετέβη εις το Βυζάντιον, ποιήσας δε και εις την πόλιν ταύτην πολλά θαύματα, καθωδήγησεν άπαντας εις θεογνωσίαν, οι δε Βυζαντινοί ιδόντες το φως το αληθινόν όχι μόνον επίστευσαν, αλλά και Ναόν μεγαλοπρεπή αμέσως ανήγειραν εις το όνομα της Θεοτόκου. Έπειτα χειροτονήσας Επίσκοπον ένα από τους Εβδομήκοντα (70) Αποστόλους ονόματι Στάχυν, απήλθεν εις την Ηράκλειαν της Θράκης κειμένην προς δυσμάς της Κωνσταντινουπόλεως, ένθα διδάξας και επιστρέψας πολλούς ασεβείς εις μετάνοιαν εχειροτόνησε και εκεί έτερον Επίσκοπον ονόματι Απελλήν. Αναχωρήσας εκείθεν ο Άγιος εξήλθεν εις άλλας πόλεις και χωρία, βαπτίζων άπαντας εις το όνομα του Κυρίου Ιησού. Κατόπιν διήλθεν άπασαν την Θράκην, την Μακεδονίαν και την Θεσσαλίαν, εις τας οποίας ποιήσας τα αυτά, προσείλκυσεν εις τον Χριστόν όλους τους κατοίκους των μερών τούτων. Ακολούθως επορεύθη εις την Ελλάδα, κατόπιν εις την Πελοπόννησον, όπου προς δυσμάς ευρίσκεται πόλις αρχαία, Παλαιαί Πάτραι ονομαζομένη· εισελθών δε ο Απόστολος εις αυτήν εφιλοξενήθη εις την οικίαν ασθενούς τινος κατοίκου, όστις ωνομάζετο Σώσιος, εις τον οποίον θέσας την αγίαν χείρα του εθεράπευσεν αμέσως αυτόν από της επικινδύνου και ανιάτου ασθενείας του. Μετά δε έτερον ασθενή αιχμάλωτον του ηγεμόνος Αιγεάτου και της γυναικός αυτού Μαξιμίλλας, εις την πόλιν των Πατρών, ερριμμένον εις τας ακαθαρσίας της πόλεως, εις τον οποίον ουδείς ελπίδα ζωής έδιδεν, ευσπλαγχνισθείς ο θείος Απόστολος, μη έχοντα προστασίαν και περίθαλψιν παρ’ ουδενός, μετέβη προς αυτόν και ανέκραξε· «Εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, τον οποίον εγώ κηρύττω, λάβε την υγείαν σου και ύπαγε εις οδόν ειρήνης». Και ω του θαύματος! εγένετο υγιής ο δούλος της Μαξιμίλλας. Αμέσως ούτος απήλθεν εις την οικίαν της κυρίας του, εις την οποίαν διηγήθη τα συμβάντα με χαράν και αγαλλίασιν, ότι ξένος τις με δύο λόγους τον εθεράπευσε. Μετά παρέλευσιν ολίγων ημερών η Μαξιμίλλα, η κυρία του ιατρευθέντος υπό του Αποστόλου δούλου, έπεσεν εις βαρυτάτην ασθένειαν, εις την οποίαν έτρεξαν όλοι οι ιατροί, αλλά δεν ηδυνήθησαν με όλα τα μέσα να την ωφελήσουν. Όλους τους θησαυρούς του ο ανήρ αυτής διέθεσεν εις ιατρούς και ιατρικά, αλλ’ εστάθη αδύνατον να την θεραπεύσουν· ο δε Αιγεάτης, βλέπων ότι η γυνή του έφθασεν εις τον έσχατον κίνδυνον, απελπισθείς, ευρίσκετο εις μεγάλην λύπην, διότι δεν ηδύνατο με όλα τα πλούτη του να θεραπεύση αυτήν, και ήτο έτοιμος ν’ αυτοχειριασθή άμα επλησίαζεν ο θάνατος εις την γυναίκα του. Αφού απηλπίσθησαν οι εν τη οικία του Αιγεάτου και επερίμενον πότε να αποθάνη η γυνή, ενεθυμήθησαν τινες τον Απόστολον. Όθεν έσπευσαν και παρεκάλεσαν αυτόν, όπως σπεύση εις βοήθειαν και θεραπείαν της ασθενούσης γυναικός του Αιγεάτου, ο δε Άγιος μεταβάς και θέσας την χείρα του επ’ αυτής αμέσως εθεραπεύθη αύτη και ηγέρθη της κλίνης υγιής. Τούτο το θαύμα του Αγίου ιδών ο Αιγεάτης έλαβεν ιδιοχείρως πλήθος θησαυρού και έρριψεν εις τους πόδας του Αγίου, παρακαλών αυτόν γονυκλινώς να λάβη τον προσφερόμενον θησαυρόν εις αμοιβήν του. Αλλ’ ο Απόστολος κατεφρόνησε τους θησαυρούς του Αιγεάτου, διότι επεθύμει την μεταμέλειαν του λαού της Αχαϊας και των Πατρών και την μετάνοιαν του Αιγεάτου, όθεν δεν εδέχθη τους προσφερθέντας θησαυρούς του, αλλ’ είπε προς αυτόν· «Ημείς με θησαυρούς και με δώρα δεν θεραπεύομεν ουδένα, απ’ εναντίας ο Διδάσκαλός μας Χριστός μάς παρήγγειλε: «δωρεάν ελάβετε δωρεάν δότε» (Ματθ. ι:8), δωρεάν δηλαδή ελάβετε την Χάριν του Θεού δωρεάν να την αποδώσητε και εις τους άλλους ανθρώπους». Ταύτα και άλλα ειπών ο Άγιος και κατηχήσας αυτούς τον λόγον της αληθείας ανεχώρησεν. Περιπατών μετά ταύτα την πόλιν, απήντησεν εις οδόν κείμενον άνθρωπον τινα παράλυτον, όστις είχεν αρκετόν καιρόν ασθενής μη δυνάμενος να περιπατήση, ούτε είχε προστάτην τινά να τον περιποιήται και να τον περιθάλπη και να τον ελεή· ευσπλαγχνισθείς δε και τούτον ο Άγιος κατέστησεν αυτόν δια της επιθέσεως της δεξιάς αυτού υγιαίνοντα και περιπατούντα. Εγένετο λοιπόν το όνομα του Αγίου γνωστόν εις τας Πάτρας, ιδίως εις τους πτωχούς τους υπό πολλών ασθενειών υποφέροντας και πάσχοντας, οίτινες προσέτρεχον και προσπίπτοντες εις τους πόδας του Αποστόλου ελάμβανον την ίασιν. Ήσαν δε εκ τούτων άλλοι τυφλοί, των οποίων δια της επιθέσεως των χειρών του ήνοιγε τους οφθαλμούς, έτεροι λεπροί, και άλλοι με άλλας ασθενείας, τους οποίους εκαθάριζε και εθεράπευε, και τους οποίους εβάπτιζεν εις την θάλασσαν, εις το όνομα της Αγίας Τριάδος. Έτερος τις λεπρός κατάκοιτος παρά την θάλασσαν εις την άμμον, έξω της πόλεως Πατρών, εις κίνδυνον ευρισκόμενος, πιστεύσας άμα ακούσας τον Άγιον Ανδρέαν, ιάθη εντελώς, αν και είχε την λέπραν του Ιώβ, και εβαπτίσθη αμέσως, γενόμενος ακόλουθος του Αποστόλου, ακολουθών αυτόν παντού και πάντοτε και κηρύττων μεγαλοφώνως ως κήρυξ την δύναμιν του Αγίου και την πίστιν εις τον Χριστόν. Τοιουτοτρόπως, δια πολλών διδαχών και δια των αποστολικών του κηρυγμάτων ως και δια πολλών θαυμάτων ωδήγησεν ο Άγιος άπαντας τους κατοίκους της πόλεως των Πατρών εις την θεογνωσίαν της Χριστιανικής πίστεως. Χαίρων λοιπόν και αγαλλόμενος ο Άγιος δια τας σωζομένας ψυχάς, εδόξαζε πάντοτε τον αγαθοδότην Θεόν. Μετά ταύτα οι Χριστιανοί δια των ιδίων χειρών αυτών κατέστρεψαν τους ναούς των ειδώλων, αυτοί οι ίδιοι κατέσπασαν όλα τα είδωλα και αυτοί κατέκαυσαν τα αρχαία Εβραϊκά βιβλία ως παραίτια της πλάνης και της ειδωλολατρίας των ανθρώπων. Συνάξαντες είτα οι κάτοικοι τους θησαυρούς των έρριψαν αυτούς εις τους πόδας του Αγίου Ανδρέου· ο δε Απόστολος του Χριστού, τους μεν θησαυρούς των ανθρώπων δεν εδέχθη, την προθυμίαν δε και την καλήν διάθεσιν αυτών επαινέσας και την αγαθήν γνώμην των Πατρέων αποδεξάμενος, διέταξε μέρος μεν των προ των ποδών του ερριμμένων θησαυρών να μοιράσουν εις τους ενδεείς και πτωχούς, μέρος δε εξ αυτών να διαθέσωσι δια την οικοδόμησιν Εκκλησίας, εις την οποίαν να εισέρχωνται οι Χριστιανοί δια να δοξάζωσι τον Χριστόν. Εντός ολίγου ο Ναός ωκοδομήθη μεγαλοπρεπέστατος, εσυνάζοντο δε εις αυτόν οι Πατρείς λετουργούμενοι και αγιαζόμενοι υπό των χειροτονηθέντων παρά του Αγίου Αποστόλου Ανδρέου Επισκόπων και Ιερέων. Έτρεχον δε ακούοντες και την μελίρρυτον διδαχήν του Αγίου, διότι καθ’ εκάστην εδίδασκε τας Γραφάς και ηρμήνευε τους Προφήτας, ομού δε με την λοιπήν διδασκαλίαν του απεδείκνυε και ότι εις και μόνος είναι ο Θεός ο κατά τους εσχάτους χρόνους κατελθών εκ των ουρανών και σαρκωθείς εκ της Αγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, δια την σωτηρίαν του γένους των ανθρώπων. Μετ’ ολίγον καιρόν, ο προρρηθείς ανθύπατος Αιγεάτης, του οποίου η γυνή Μαξιμίλλα ιατρεύθη υπό του Αποστόλου, απήλθεν εις Ρώμην προς τον Καίσαρα, ίνα δώση λόγον των εν τη υπηρεσία πράξεών του και να λάβη επομένως πάλιν την εξουσίαν παρά του Καίσαρος. Στρατοκλής δε τις αδελφός του Αιγεάτου, σοφός και μαθηματικός εν Αθήναις, μετέβη εις Πάτρας να επιτροπεύση τον Αιγεάτην κατά την απουσίαν του, έχων μεθ’ εαυτού υπηρέτην τινά πιστότατον, τον οποίον ηγάπα ως αδελφόν καθό φρόνιμον και ειλικρινή. Ούτος εσεληνιάσθη κατά τας ημέρας εκείνας και υπέφερε τρομερά από τα δαιμόνια, ελυπείτο δε ο Στρατοκλής δια την ασθένειαν αυτού τόσον ώστε και μέχρις οδυρμών και κλαυθμών έφθασεν· ουδείς δε των ιατρών ηδύνατο να σώση τον δυστυχή αυτόν υπηρέτην. Ταύτα μαθούσα η γυνή του Αιγεάτου Μξιμίλλια προσεκάλεσε κατ’ οίκον τον ανδράδελφον αυτής Στρατοκλήν, και είπεν· «Ανδράδελφε, είναι αδύνατον να ιατρευθή και θεραπευθή ο πιστός αυτός δούλος σου με όλους τους ιατρούς και ιατρικά του κόσμου· εις μάτην θα υπάγωσι τα έξοδά σου. Εις την πόλιν μας είναι ένας ξένος ιατρός, ονόματι Ανδρέας, ο οποίος θεραπεύει όλας τας ασθενείας άνευ μισθού· αυτόν πρέπει να φέρης και είμαι βεβαία ότι αμέσως θέλει τον θεραπεύσει και απαλλάξει εκ της επικινδύνου ταύτης ασθενείας του· διότι και εγώ εις βαρυτάτην ασθένειαν υποπέσασα και μυρίας όσας θυσίας και ιατρούς και ιατρικά έκαμεν ο αδελφός σου Αιγεάτης ίνα με σώση εκ του κινδύνου, όμως δεν ηδυνήθη ουδείς άλλος, ειμή μόνος ο ξένος ούτος ιατρός, με ένα λόγον με ιάτρευσε και ήδη ευρίσκομαι εις πληρεστάτην υγείαν». Ταύτα ακούσας ο σοφός και πεπαιδευμένος των Αθηνών Στρατοκλής, προσεκάλεσεν αμέσως τον Άγιον· άμα δε εισήλθεν ο Απόστολος εις την οικίαν του Στρατοκλέους, ω του θαύματος! πάραυτα ανεχώρησαν τα δαιμόνια εκ του υπηρέτου εκείνου, όστις αμέσως εγένετο υγιής. Το θαύμα τούτο ιδόντες ο Στρατοκλής και η Μαξιμίλλα δεν άφησαν να παρέλθη καιρός, αλλ’ αναθεματίσαντες την αρχαίαν εκείνην πλάνην, εδόξασαν τον Θεόν και εγένοντο Χριστιανοί, βαπτισθέντες υπό του Αποστόλου, οίτινες απ’ εκείνης της ημέρας ήσαν αχώριστοι από τον Άγιον Ανδρέαν, καθ’ εκάστην διδασκόμενοι παρ’ αυτού τον λόγον της αληθείας και της εις Χριστόν πίστεως. Μετά τινας ημέρας επέστρεψεν εκ Ρώμης ο ανθύπατος Αιγεάτης και ηθέλησε να συνευρεθή μετά της γυναικός του Μαξιμίλλας, εκείνη δε βαπτισμένη ούσα υπό του Αγίου και μη θέλουσα συγκοινωνίαν μετά του ασεβούς και αβαπτίστου ανδρός της Αιγεάτου, κατ’ ερχάς μεν προσεποιήθη την ασθενή· μετά ταύτα δε ιδούσα ότι δεν ηδύνατο να κρύπτηται μέχρι τέλους, εφανερώθη· οι δε ευνούχοι και άλλοι τινές είπον προς τον άνδρα της· «Από την ημέραν της αναχωρήσεώς σας εις Ρώμην, μέχρι της ελεύσεώς σας, άφησε τα προλαβόντα φαγητά και έπεσεν εις μεγάλην νηστείαν, χλευάζει τους μεγάλους θεούς, προσκυνεί τον Χριστόν και διδάσκεται από τον ξένον εκείνον άνθρωπον, όστις είναι εδώ. Η δε γνώμη της και η καρδία της προσηλώθη εις αυτόν και μόνον». Ταύτα ακούσας μετ’ απορίας ο Αιγεάτης, αμέσως περιεκυκλώθη υπό δαιμονίων, εγένετο έξω φρενών και υβρίζων και φοβερίζων τον Άγιον ότι θα τον θανατώση, διέταξε την φυλάκισίν του και εσκέπτετο με ποίον θάνατον να τον θανατώση. Κατά δε το μεσονύκτιον, παραλαβών ο Στρατοκλής την νύμφην αυτού Μαξιμίλλαν και άλλους εκ των πιστευσάντων και βαπτισθέντων Χριστιανών, έτρεξαν εις την φυλακήν, εις την οποίαν ήτο ο Άγιος, ούσαν εσφραγισμένην με την ιδιαιτέραν σφραγίδα του Αιγεάτου και των στρατιωτών ασφαλώς φυλασσόντων τον Άγιον. Φθάσαντες λοιπόν εκεί, εκτύπησαν ελαφρά την θύραν, ίνα ακούση τούτους ο Άγιος. Ακούσας ο θείος Απόστολος τον κτύπον της θύρας και προσευχηθείς ήνοιξεν η θύρα και εισήλθον εις την φυλακήν προσπέσαντες εις τους πόδας του Αγίου ο τε Στρατοκλής και η Μαξιμίλλα, ικετεύοντες και παρακαλούντες τον Απόστολον να τους στερεώση και ενδυναμώση εις την αληθινήν πίστιν του Χριστού. Ο δε Άγιος Ανδρέας, πολλά διδάξας και παραινέσας αυτούς, αμέσως δε και τον Στρατοκλήν χειροτονήσας Επίσκοπον Παλαιών Πατρών και ευχηθείς και ευλογήσας, απέστειλεν αυτούς εις οδόν ειρήνης· και αυτοί μεν απήλθον, ο δε Άγιος δια προσευχής σφαλίσας την θύραν της φυλακής, καθώς ήτο αύτη εσφραγισμένη, εκάθητο αναμένων την απόφασιν του ασεβούς Αιγεάτου· ούτος δε ιδών επί τέλους το αδύνατον να συγκατατεθή η γυνή του Μαξιμίλλα εις τας προτροπάς και παρακλήσεις και απειλάς του, όπως επανέλθη αύτη εις την ειδωλολατρίαν, εισελθόντος του σατανά εις την καρδίαν του και τυφλωθείς από τον θυμόν, απεφάσισε τον σταυρικόν θάνατον του Αγίου, νομίσας δια της αποφάσεώς του ταύτης ότι ο Άγιος ήθελε φοβηθή και μεταμεληθή, ελανθάνετο δε και ετυφλούτο, ότι ο σταυρικός θάνατος ήτο χαρά και αγαλλίασις και ζωή αιώνιος του Αγίου, καθόσον έμελλε να γίνη συγκοινωνός των παθημάτων του Διδασκάλου αυτού Χριστού. Διετάχθησαν λοιπόν οι στρατιώται να συνοδεύσουν εις τον τόπον του σταυρού τον Άγιον και σταυρώσωσιν αυτόν κατωκέφαλα· άμα δε φθάσας και ιδών τον Σταυρόν ο Απόστολος, προσευχηθείς και εγκωμιάσας αυτόν ως αίτιον της εις ουρανόν αυτού αναβάσεως, κατηχήσας δε, διδάξας και ευλογήσας τους παρευρεθέντας Χριστιανούς, χαίρων και αγαλλόμενος ανέβη εις τον Σταυρόν, οι δε στρατιώται του Αιγεάτου εξεπλήρωσαν πιστώς τας διαταγάς του, καρφώσαντες εις τον Σταυρόν τας χείρας και τους πόδας του Αγίου με την κεφαλήν προς τα κάτω. Μετά την σταύρωσιν, ο Επίσκοπος Πατρών Στρατοκλής έσπευσε να καταβιβάση εκ του Σταυρού τον Άγιον. Αλλ’ ο Αιγεάτης, ως έχων την εξουσίαν της πόλεως, δεν άφησεν αυτόν· συναθροισθέντες δε οι Χριστιανοί επέμενον να ξεκαρφώσουν τον Άγιον από τον Σταυρόν, αλλ’ ο Άγιος ζων έτι επί του Σταυρού προέτρεπε το πλήθος να μη αντισταθή κατά της αποφάσεως του Αιγεάτου και γίνη συγχυσις, διότι θέλων και επιθυμών τον υπέρ Χριστού θάνατον προσήλθεν εκουσίως εις τον Σταυρόν. Ιδών ο Αιγεάτης την αγανάκτησιν και την ορμήν του λαού, έσπευσε να καταβιβάση τον Άγιον, αλλ’ ούτε αυτόν τον ασεβή άφησεν ο Άγιος, είπε δε προς εκείνον· «Κάλλιον είναι να λύσης τον εαυτόν σου από τα νοητά δεσμά της απιστίας, παρά εμέ από τα αισθητά ταύτα· διότι εγώ μεν μετ’ ολίγον θέλω υπάγει εις αιωνίαν ανάπαυσιν, συ δε, αν δεν μετανοήσης και πιστεύσης εις τον Χριστόν, γίνωσκε, ότι εις ολίγας ημέρας κακώς έχων θέλεις απολέσει και την πρόσκαιρον και την αιώνιον ζωήν». Ταύτα και άλλα ειπών ο Απόστολος Ανδρέας προς τον Αιγεάτην και συμβουλεύσας και πάλιν τον λαόν να επιμείνη εις την πίστιν του Χριστού, και ευλογήσας και συγχωρήσας τους Χριστιανούς, παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας του Δεσπότου Χριστού, γέρων τότε ων ογδοηκοντούτης την ηλικίαν. Ο δε ασεβής Αιγεάτης, μη υποφέρων την κατακραυγήν του λαού των Πατρών, εγένετο μανιώδης· οδηγούμενος δε υπό των δαιμονίων και μεταμεληθείς δια τον άδικον θάνατον του Αποστόλου και ιατρού της πόλεως, ανέβη εις κρημνόν υψηλόν, ονομαζόμενον Υψηλά Αλώνια και εκείθεν πεσών κάτω συνετρίβη και διεσκορπίσθησαν τα οστά αυτού παρά τον άδην. Τότε ο Στρατοκλής και η Μαξιμίλλα, καταβιβάσαντες το τίμιον σώμα του Αποστόλου εκ του Σταυρού και μύροις αλείψαντες τούτο, κατέθεσαν εν επισήμω τόπω. Ο δε Στρατοκλής, διαμοιράσας τα πλούτη του αδελφού του Αιγεάτου εις πάντας τους πτωχούς και ενδεείς, και κτίσας Επισκοπήν δι’ ιδίων του εξόδων εις τον τόπον όπου ήτο το σώμα του Αγίου Ανδρέου, διετέλεσεν εκεί Επίσκοπος το επίλοιπον της ζωής αυτού, καλώς ποιμάνας το εμπιστευθέν εις αυτόν υπό του Αγίου ποίμνιον· ομοίως και η Μαξιμίλλα εσκόρπισε το χρυσίον αυτής εις τας χείρας των πτωχών, κρατήσασα δε μέρος εξ αυτού, έκτισε δύο Μοναστήρια, το μεν δια τους άνδρας, το δε δια τας γυναίκας· και ούτω καλώς και θεαρέστως και αύτη βιώσασα, απήλθε προς τας αιωνίους μονάς. Το δε τίμιον λείψανον του Αποστόλου Ανδρέου μετεκομίσθη μετά παρέλευσιν καιρού εκ Πατρών εις Κωνσταντινούπολιν, καθ’ όσον η φήμη και τα μετά ταύτα θαύματα του Αγίου εις την πόλιν των Παλαιών Πατρών, μεταδιδόμενα υπό των προσερχομένων εκ της Πελοποννήσου και αλλαχού εις προσκύνησιν του Αγίου ηκούσθησαν και εις τους βασιλείς, εβασίλευε δε τότε ο υιός του Μεγάλου Κωνσταντίνου Κωνστάντιος. Ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο πρώτος βασιλεύς Χριστιανός, είχε αφήσει κληρονόμους τρεις υιούς, τον Κωνστάντιον, τον Κωνσταντίνον και τον Κώνσταντα· οι μεν δύο έλαβον έκαστος το μερίδιον της βασιλείας του, ήτοι ο Κώνστας την Ρώμην, ο Κωνσταντίνος τας Γαλλίας, ο δε Κωνστάντιος την Κωνσταντινούπολιν, τον θρόνον του πατρός του. Ούτος λοιπόν επεθύμησε να φέρη εις την Κωνσταντινούπολιν τα άγια λείψανα των ενδόξων Αποστόλων Ανδρέου, Λουκά και Τιμοθέου, όπως καταθέση αυτά εις τον κτισθέντα υπό του πατρός του Ναόν των Αγίων Αποστόλων. Λοιπόν ουδένα άλλον ενέκρινε κατάλληλον δια την μετακόμησιν των αγίων τούτων λειψάνων, έχοντα ευλάβειαν προς τα θεία, ειμή τον μετ’ ολίγον μαρτυρήσαντα Άγιον Αρτέμιον, τοπάρχην τότε της Αλεξανδρείας και όλης της Αιγύπτου.
Μεταβάς λοιπόν ο Άγιος Αρτέμιος κατά διαταγήν του βασιλέως εις την Έφεσον, παρέλαβε το του Αποστόλου Τιμοθέου άγιον λείψανον. Έπειτα μετέβη εις Θήβας της Βοιωτίας από της οποίας παρέλαβε το του Αποστόλου και Ευαγγελιστού Λουκά. Μετά δε ταύτα μεταβάς εις Παλαιάς Πάτρας και ζητήσας μετ’ επιμονής παρά των Πατρέων το λείψανον του Αποστόλου Ανδρέου, δεν ηδυνήθη να πείση τούτους να ενδώσωσιν εις την διαταγήν του βασιλέως· ούτε τα προς αυτούς αποσταλέντα βασιλικά δώρα, ούτε αι παρά του Αγίου Αρτεμίου απειλαί επτόησαν τούτους να αποστείλουν το τίμιον λείψανον του Αποστόλου Ανδρέου εις Κωνσταντινούπολιν. Αλλά μετ’ ου πολύ σκεφθέντες, ότι αφ’ ενός μεν, εάν ούτοι εμμένουν, ο βασιλεύς ήθελε παραλάβει και δυναστικώς το λείψανον του Αποστόλου, αφ’ ετέρου δε έχοντες και ανάγκην αναπόφευκτον ποσίμου ύδατος, ανέφεραν προς τον βασιλέα, ότι τότε συγκατατίθενται να δώσουν το άγιον λείψανον, εάν ο βασιλεύς δι’ εξόδων του μεταφέρη δι’ υδραγωγείου το παρά τας υπωρείας του Παναχαϊκού όρους αναβρύον άφθονον ύδωρ εντός της πόλεως Πατρών, όπερ και εγένετο. Δια του ύδατος τούτου υδρεύεται η πόλις και σήμερον. Λαβών λοιπόν δευτέραν διαταγήν του βασιλέως ο Άγιος Αρτέμιος, διαταχθείς επιπροσθέτως να λάβη αυτός ο ίδιος την φροντίδα δια την κατασκευήν του υδραγωγείου τούτου, διέταξεν αμέσως και έστησαν σκηνάς επί της θέσεως Σαμακεάς, άνωθεν του Αγίου Προφήτου Ηλιού, ένθα ήδη κείται η Ιερά Μονή Γηροκομείου, διώρισεν είτα επιστάτας προς επίβλεψιν της κατασκευής του υδραγωγείου, και εφρόντισε δια την προμήθειαν των απαιτουμένων τροφών προς διατροφήν των εργαζομένων, ώστε μετά παρέλευσιν ολίγων ημερών, πληροφορηθέντες περί των υπό του βασιλικού επιτρόπου προμηθευμένων αφθόνων τροφών, όχι μόνον οι ενοικούντες εις την πόλιν των Πατρών ενδεείς, αλλά και οι των πέριξ χωρίων τυφλοί, χωλοί και λοιποί ανάγκην έχοντες προσέτρεχον αγεληδόν καθ’ εκάστην εις τας ειρημένας σκηνάς, και ελάμβανον πλουσίως ελεημοσύνην παρά του Αγίου Αρτεμίου. Εκ τούτου επωνομάσθη η θέσις αύτη Γηροκομείον, και μετ’ ου πολύ εκτίσθη και η Ιερά Μονή. Αλλά το έργον τούτο καίτοι διερχόμενον ανώμαλον και κρημνώδη τόπον, επεραιώθη εν διαστήματι μικρού χρόνου και διωχετεύθη το ύδωρ επί τινος λοφίσκου άνωθεν της πόλεως των Πατρών, ένθα ήδη υπάρχει και το επί των Ενετών κτισθέν φρούριον, και τότε οι Πατρείς παρέδωκαν ευχαρίστως και αγογγύστως εις τον Άγιον Αρτέμιον το τίμιον λείψανον του πολιούχου και προστάτου αυτών Αποστόλου Ανδρέου. Τοιουτοτρόπως έφθασαν άπαντα τα άγια λείψανα των Αποστόλων εις Κωνσταντινούπολιν μετά μεγάλης πομπής και θρησκευτικής παρατάξεως· ο δε βασιλεύς Κωνστάντιος, δεξάμενος μετά σεβασμού και ευλαβείας ταύτα, κατέθεσαν εις τον περιφανή Ναόν των Αγίων Αποστόλων προς το δεξιόν μέρος του Αγίου Βήματος, η κατάθεσις δε αύτη του λειψάνου του εορτάζεται κατά την εικοστήν Ιουνίου. Ήσαν δε προσκυνούμενα και τιμώμενα τα άγια ταύτα λείψανα παρά πάντων των ευσεβών, και όλα υπήρχον εις Κωνσταντινούπολιν, ενόσω υπήρχον βασιλείς Χριστιανοί. Ότε δε κατεκτήθη η Κωνσταντινούπολις υπό των ασεβών διεμοιράσθησαν και τα τίμια λείψανα εις διάφορα μέρη εις χείρας των ευσεβών και Ορθοδόξων Χριστιανών. Εις δε την πόλιν των Πατρών και μετά τόσας καταστροφάς και άλλας πολιτικάς μεταβολάς και κατακτήσεις εξ ομοφύλων και αλλοφύλων, τας οποίας πολλάκις υπέστη και αίτινες κατέστρεψαν την ένδοξον ταύτην πόλιν και τον περιφανή αυτής Ναόν του ενδόξου Αποστόλου Ανδρέου, υπάρχει και σήμερον περιφανέστατος Ναός του Αγίου, του οποίου η διακόσμησις είναι μοναδική· προσέρχονται δε καθ’ εκάστην εκ διαφόρων τόπων προσκυνηταί, τιμώντες και θαυμάζοντες την αποστολικήν ταύτην Εκκλησίαν. Υπάρχει δε και σήμερον εις αυτήν ο κοπείς υπό του Σινωπέως δάκτυλος του Αγίου Ανδρέου, υπό πάντων των ευσεβών ευλαβώς προσκυνούμενος. Ούτος είναι ο Βίος και η πολιτεία του Αγίου Αποστόλου Ανδρέου, ευλογημένοι Χριστιανοί· τοιουτοτρόπως επολιτεύθη ο Άγιος, τοιουτοτρόπως ηγωνίσθη, εσταυρώθη και έτυχε της ουρανίου Βασιλείας· ημείς δε, δια να σωθώμεν, ας φυλάττωμεν τας εντολάς του Θεού, την καρδίαν μας καθαράν από λογισμούς ρυπαρούς, ως λέγουν αι Γραφαί: «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθ. ε:8)· ας θησαυρίζωμεν θησαυρούς εν ουρανοίς, όχι εξ αδικιών, αλλ’ εκ των ιδρώτων ημών. Μη μεθύωμεν, ίνα μη διψήσωμεν εις το πυρ το εξώτερον· μη καταλαλώμεν, ίνα μη καταδικασθώμεν· μη οργιζώμεθα εναντίον των πλησίων μας, αλλά να είμεθα πράοι και επιεικείς, ως λέγει το Ευαγγέλιον: «Μάθετε απ’ εμού, ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς ημών» (Ματθ. ια: 29)· ούτως ας πράττωμεν, ίνα της κολάσεως ελευθερωθώμεν, της δε Βασιλείας των ουρανών επιτύχωμεν, ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, Χάριτι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω ανάρχω αυτού Πατρί, και τω Παναγίω αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Α΄ (1η) Δεκεμβρίου μνήμη του Αγίου Προφήτου ΝΑΟΥΜ.

Δημοσίευση από silver »

Ναούμ ο Άγιος Προφήτης ήτο από Ελκεσέμ πέραν εις Βατταρείμ, καταγόμενος από την φυλήν του Συμεών, ακμάσας προ Χριστού έτη υξ΄ (460), προεφήτευσε δε μετά τον Προφήτην Ιωνάν και έδωκε σημείον δια την πόλιν Νινευϊ, ότι αυτή θέλει αφανισθή εκ γλυκέων υδάτων και από πυρκαϊάν υπόγειον, της προφητείας του ταύτης πληρωθείσης και δια των έργων· διότι η περί την Νινευϊ λίμνη, πλημμυρίσασα από σεισμόν, κατεπόντισεν αυτήν και το πυρ, προερχόμενον από την έρημον, κατέκαυσε το υψηλότερον μέρος τής πόλεως. Ταύτα προφητεύσας εναντίον της Νινευϊ και συγγράψας την προφητικήν του βίβλον, την εις τρία κεφάλαια διηρημένην, εκοιμήθη εν ειρήνη και ετάφη εις την εαυτού γην. Ερμηνεύεται δε Ναούμ Ανάπαυσις ή Παράκλησις εγώ πάσιν ή φρόνημα ή υπόληψις.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Β΄ (2α) Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου Προφήτου ΑΒΒΑΚΟΥΜ

Δημοσίευση από silver »

ΑΒΒΑΚΟΥΜ ο θείος Προφήτης κατήγετο από την φυλήν του Πατριάρχου Συμεών, ήτο δε υιός Σαφάτ, προ Χριστού ων έτη χ΄ (600). Ούτος προείδε την αιχμαλωσίαν και άλωσιν, εις την οποίαν έμελλε να υποβληθή η Ιερουσαλήμ και ο Ναός του Θεού, και έκλαυσε πικρώς· ότε δε αφίκετο ο Ναβουχοδονόσωρ εις Ιερουσαλήμ, έφυγεν εις την Οστρακίνην, χώραν μεταξύ Αιγύπτου και Πετραίας Αραβίας και ήτο ξένος και πάροικος εις την γην του Ισμαήλ. Όταν δε επέστρεψαν εις την Βαβυλώνα οι Χαλδαίοι, έχοντες μετ΄ αυτών τους αιχμαλώτους Ισραηλίτας, όσοι ευρέθησαν εις Ιερουσαλήμ και Αίγυπτον, τότε και ο Προφήτης ούτος επανήλθεν εις την ιδικήν του γην. Ο Άγιος ούτος Προφήτης υπηρετών κάποτε τους θεριστάς, έλαβε φαγητόν και είπεν εις τους οικείους του· «Εγώ θα υπάγω εις μακρυνόν τόπον, και ταχέως πάλιν θέλω επανέλθει· εάν όμως εγώ βραδύνω, κομίσατε σεις φαγητόν εις τους θεριστάς». Ταύτα ειπών, ηρπάγη από Άγγελον Κυρίου και επήγεν εις Βαβυλώνα και έδωκε τροφήν εις τον Προφήτην Δανιήλ, ο οποίος ήτο κεκλεισμένος εντός του λάκκου των λεόντων· και πάλιν αρπαγείς από τον ίδιον Άγγελον έφθασεν εν μια στιγμή εις την Ιουδαίαν και προσέφερε το φαγητόν εις τους θεριστάς, χωρίς να είπη εις ουδένα το γενόμενον τούτο θαυμάσιον εις αυτόν. Προεγνώρισε δε, ότι ταχέως θέλει επιστρέψει εις Ιεροσόλυμα ο εν Βαβυλώνι ηχμαλωτισμένος λαός των Εβραίων· αποθανών δε δύο έτη πριν ή επανέλθη ο λαός, ενεταφιάσθη εις τον ιδικόν του αγρόν. Ούτος ο Προφήτης έδωκε σημείον εις την Ιουδαίαν, ειπών ότι, όταν ίδωσιν οι άνθρωποι φως εις τον Ναόν, τότε όψονται την δόξαν του Θεού. Προείπε δε και δια την συντέλειαν του Ναού, ότι αύτη θέλει γίνει από έθνος δυτικόν, ήτοι από τους εν τη δύσει Ρωμαίους και ότι το άπλωμα, τουτέστι το καταπέτασμα του Δαβείρ, ήτοι του ενδοξοτάτου οίκου των Αγίων, θέλει σχισθή εις μικρά σχίσματα και ότι τα κιονόκρανα των δύο στύλων του Ναού θα αφαιρεθώσι, και ουδείς θέλει γνωρίσει που μέλλουν να τεθώσι. Ταύτα δε θέλουσι φερθή υπό Αγγέλου εις την έρημον του Σινά, εις την οποίαν κατ΄ αρχάς επήχθη η Σκηνή του Μαρτυρίου, και επ΄ αυτών θέλει γνωρισθή ο Κύριος κατά το τέλος και θέλει φωτίσει εκείνους όσοι διώκονται εξ αρχής από τον νοητόν όφιν διάβολον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Γ΄ (3η) του Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου Προφήτου ΣΟΦΟΝΙΟΥ

Δημοσίευση από silver »

Σοφονίας ο Άγιος Προφήτης ήτο υιός Χουσί, καταγόμενος από την φυλήν του Πατριάρχου Συμεών υιού Ιακώβ, εκ του αγρού Σαβάραθα, ακμάσας προ Χριστού έτη χ΄ (600), εδέχθη δε χάρισμα προφητείας και προεφήτευσε δια την άλωσιν της Ιερουσαλήμ και δια το τέλος και την καταστροφήν τών Ιουδαίων, προς δε και ότι ο εξ εθνών λαός θέλει γίνει λαός περιούσιος του Θεού, τούθ΄ όπερ μέλλει να είναι αισχύνη μεν των ασεβών, δόξα δε των δικαίων και ότι θέλει γίνει Χριστός ο Κύριος Κριτής πάσης λογικής πνοής και θέλει ανταποδώσει εκάστω κατά τα έργα του. Αποθανών λοιπόν ούτος ετάφη εις το ιδικόν του κτήμα, προσμένων την υστερινήν και παγκόσμιον ανάστασιν. Σοφονίας δε ερμηνεύεται σκοπιά Κυρίου ή συνιών κρυπτά. Ήτο δε ο αοίδιμος ούτος Προφήτης, όμοιος κατά τον χαρακτήρα του προσώπου με τον Θεολόγον Ιωάννην, έχων το γένειον ολίγον τι στρογγυλώτερον από το εκείνου.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”