Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΕ΄ (25) Δεκεμβρίου, η κατά Σάρκα ΓΕΝΝΗΣΙΣ του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Τη ΚΕ΄ (25) Δεκεμβρίου, η κατά Σάρκα ΓΕΝΝΗΣΙΣ του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.

Η Γέννησις του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού ούτως εγένετο. Βλέπων ο φιλάνθρωπος Θεός ότι το γένος των ανθρώπων ετυραννείτο υπό του διαβόλου, ευσπλαγχνίσθη, και αποστείλας τον Άγγελον αυτού Γαβριήλ διεμήνυσε δι΄ αυτού εις την Θεοτόκον το «Χαίρε κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου»· ειπούσης δε Αυτής το «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου», ευθύς συνελήφθη εν τη αχράντω και παρθενική μήτρα Αυτής ο Υιός και Λόγος του Θεού και Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Όταν δε ήγγιζον προς το συμπληρούσθαι οι εννέα μήνες από της Συλλήψεως, τότε εξεδόθη διάταγμα υπό του Καίσαρος Αυγούστου, ίνα απογραφή όλη η οικουμένη, ήτις ήτο υπό την εξουσίαν του· ταύτην δε την απογραφήν ίνα ενεργήση, απεστάλη ο ηγεμών Κυρήνιος εις τα Ιεροσόλυμα. Τότε λοιπόν ανέβη και Ιωσήφ ο Μνήστωρ και φύλαξ της Θεοτόκου μετ΄ Αυτής εις την Βηθλεέμ, ίνα απογραφώσιν εκεί. Μέλλουσα δε να γεννήση η Παρθένος, δεν εύρε τόπον προς κατοικίαν, δια τον πολύν λαόν, όστις συνήχθη εκεί, και ο οποίος προλαβών κατώκησεν εις όλας τας οικίας της Βηθλεέμ. Δια τούτο εμβήκεν εντός πτωχικού σπηλαίου, ένθα εγέννησεν αφθόρως τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, και σπαργανώσασα ως βρέφος τον Κτίστην των απάντων, έθηκεν αυτόν εις την φάτνην (Λουκ. β: 7) των αλόγων ζώων, διότι έμελλε να ελευθερώση ημάς από την αλογίαν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΣΤ΄ (26η) Δεκεμβρίου, η Σύναξις της ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Η εν Αιγύπτω φυγή της ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ.
Η της Υπεραγίας Θεοτόκου φυγή εις Αίγυπτον εγένετο ότε ο Ηρώδης έδωκεν ορισμόν να θανατωθώσιν όλα τα νήπια όσα ήσαν εις την Βηθλεέμ. Τότε Άγγελος Κυρίου εφάνη κατ΄ όναρ εις τον Ιωσήφ λέγων· «Εγείρου, και παραλαβών το παιδίον και την Μητέρα του ύπαγε εις την Αίγυπτον» (Ματθ. β: 13). Κατέφυγε δε εκεί η Υπεραγία Θεοτόκος ομού με το Βρέφος δια δύο αίτια, αφ΄ ενός μεν, ίνα πληρωθή το ρηθέν δια του Προφήτου Ωσηέ λέγοντος· «Εξ Αιγύπτου εκάλεσα τον υιόν μου» (Ωσ. ια΄: 1), αφ΄ ετέρου δε, ίνα φιμωθή παν στόμα των αιρετικών. Διότι εάν δεν έφευγεν ο Κύριος, αλλ΄ ήθελε συλληφθή από τον Ηρώδην, εάν μεν εφονεύετο από εκείνον, βεβαίως ήθελεν εμποδισθή η σωτηρία των ανθρώπων, εάν δε δεν εφονεύετο, αλλ΄ έμενεν άθικτος, ίνα τελειώση την οικονομίαν, βεβαίως ήθελε φανή εις τους πολλούς, ότι δεν εφόρεσε την ανθρωπίνην φύσιν πραγματικώς και κατ΄ αλήθειαν, αλλά μόνον κατά δόκησιν και φαντασίαν, επειδή αν εφόρει σάρκα αληθή, όπως ήτο βεβαίως και η αλήθεια, ήθελε κοπή υπό του ξίφους. Εάν λοιπόν οι άθλιοι αιρετικοί ετόλμησαν και τούτο να είπωσιν, ότι δηλαδή κατά φαντασίαν ο Κύριος εγεννήθη, ως ο θεομάχος Μάνης και οι τούτου οπαδοί Μανιχαίοι, μολονότι δεν έλαβον ουδεμίαν αιτίαν και αφορμήν, πόσω μάλλον το τοιούτον θα υπεστήριζον, εάν εύρισκον και αιτίαν; Δια τας ρηθείσας λοιπόν δύο αιτίας φεύγει ο Κύριος εις την Αίγυπτον, και προς τούτοις ίνα συντρίψη και τα εν Αιγύπτω ευρισκόμενα είδωλα.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη 27η Δεκεμβρίου, ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ,

Δημοσίευση από silver »

Τη 27η Δεκεμβρίου, ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ, μνήμην επιτελούμεν των Αγίων και Δικαίων ΙΩΣΗΦ του Μνήστορος, ΙΑΚΩΒΟΥ του Αδελφοθέου, και ΔΑΒΙΔ του Προφήτου και Βασιλέως.

Ιωσήφ ο Δίκαιος και Μνήστωρ της Θεοτόκου ήτο υιός του Ιακώβ (Ματθ. α: 16), γαμβρός δε και επομένως υιός πάλιν (Λουκ. γ: 23) του Ηλεί (όστις και Ελιακείμ και Ιωακείμ καλείται και είναι ο της Παρθένου Μαρίας πατήρ). Ούτος κατήγετο εκ της φυλής του Ιούδα και εκ της οικογενείας του Δαβίδ, κατώκει δε εις την Ναζαρέτ. Ήτο δε ο μακάριος Ιωσήφ τέκτων την τέχνην και γέρων την ηλικίαν, ότε κατ΄ ευδοκίαν Θεού εμνηστεύθη την Παρθένον Μαρίαν, ίνα υπηρετήση αυτήν εις το μέγα μυστήριον της ενσάρκου αυτού οικονομίας. Ετελεύτησε δε, κατά την παράδοσιν των Πατέρων, μετά το 12ον έτος από της του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού Γεννήσεως.
Δαβίδ δε ο Προφήτης και Βασιλεύς ήτο υιός του Ιεσσαί, γεννηθείς εις την Βηθλεέμ της Ιουδαίας απε΄ (1085) έτη προ της ελεύσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ευρίσκετο δε εν Γαβαά. Τον Νόμον Κυρίου εδιδάχθη παρά του Προφήτου Νάθαν, προεφήτευσε δε έτη τεσσαράκοντα. Ο δε Νάθαν προεγνώρισεν, ότι ο Δαβίδ θέλει παραβή τον Νόμον Κυρίου και θέλει μοιχεύσει την Βηρσαβεέ· όθεν έσπευσε να υπάγη προς αυτόν ίνα του αναγγείλη την μέλλουσαν αμαρτίαν, και κατά συνέπειαν εμποδίση τούτον απ΄ αυτής. Αλλ’ ο φθονερός διάβολος ημπόδισε τον Νάθαν με τούτον τον τρόπον· απαντήσας δηλαδή ο Νάθαν καθ’ οδόν νεκρόν εσφαγμένον και γυμνόν, εσταμάτησεν όπως ενταφιάση αυτόν, εν τω μεταξύ όμως ήμαρτεν ο Δαβίδ. Όθεν τούτο μαθών ο Νάθαν, υπέστρεψεν εις τον οίκον του κλαίων και οδυρόμενος. Αφού δε ο Δαβίδ εθανάτωσε τον Ουρίαν, τον άνδρα της Βηρσαβεέ, έπεμψεν ο Κύριος τον Νάθαν και ήλεγξεν αυτόν. Πολύ δε μετανοήσας και κλαύσας ο Δαβίδ δια τας δύο αμαρτίας του και φθάσας εις γήρας βαθύ απέθανε και ετάφη μετά των πατέρων αυτού.
Ιάκωβος δε ο αδελφός του Κυρίου ήτο υιός Ιωσήφ του Μνήστορος εκ της γυναικός την οποίαν είχε πριν μνηστευθή την Αειπάρθενον· ως εκ τούτου ελέγετο και υιός αυτής και αδελφός του Κυρίου, ως και αυτού νομιζομένου υιού του Ιωσήφ. Ούτος κατέστη πρώτος Επίσκοπος Ιεροσολύμων, χειροτονηθείς υπ’ αυτού του Κυρίου, επωνομάσθη δε Οβλίας, δηλαδή Δίκαιος, δια την άκραν αυτού οσιότητα και δικαιοσύνην. Αναβάς δε επί το πτερύγιον του ναού κατά την ημέραν του Πάσχα και κηρύξας εκείθεν μεγάλη φωνή υπέρ του Ιησού, ελιθοβολήθη υπό των Ιουδαίων και συνετρίβη την κεφαλήν δια ξύλου υπό τινος γναφέως, ούτω δε παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού. Των Αγίων τούτων η Σύναξις τελείται εν τη αγιωτάτη Μεγάλη Εκκλησία και εν τω Αποστολικώ Ναώ του Αγίου Αποστόλου Ιακώβου του Αδελφοθέου, εν τω σεβασμίω οίκω της Υπεραγίας Θεοτόκου εν τοις Χαλκοπρατείοις.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΗ΄ (28η) Δεκεμβρίου, ο Όσιος ΣΙΜΩΝ ο Μυροβλύτης, ο κτίτωρ της εν τω Άθω Ιεράς Μονής Σιμωνοπέτρας,

Δημοσίευση από silver »

Τη ΚΗ΄ (28η) Δεκεμβρίου, ο Όσιος ΣΙΜΩΝ ο Μυροβλύτης, ο κτίτωρ της εν τω Άθω Ιεράς Μονής Σιμωνοπέτρας, εν ειρήνη τελειούται.

Σίμων ο Όσιος Πατήρ ημών πατρίδα ή γονείς ή αδελφούς επί γης ποίους είχε δεν γνωρίζομεν. Εις ουρανούς δε πάντως πατρίδα μεν έχει την πόλιν του Θεού, την χώραν των Αγγέλων, την άνω Ιερουσαλήμ, Πατέρα τον Θεόν, μητέρα δε την Αγίαν Εκκλησίαν, πρότερον μεν την Αγωνιζομένην (την επί γης), εις ην και ανεγεννήθη, νυν δε την εν ουρανώ Θριαμβεύουσαν, την υπό του Αποστόλου καλουμένην «των Πρωτοτόκων» (Εβρ. ιβ: 23), της οποίας υιός γενόμενος έχει επομένως και αδελφούς όλους τους Αγγέλους και Μάρτυρας και Οσίους. Είχε δε και παιδαγωγόν και τέκνα, παιδαγωγόν μεν την Κυρίαν Θεοτόκον, τέκνα δε τους μαθητάς του, οίτινες καλώς τα θεία του ίχνη ηκολούθησαν και κατά πάντα τον άξιον τούτον Πατέρα των και διδάσκαλον εμιμήθησαν. Με όλον δε ότι ούτε η περιφάνεια της πατρίδος ούτε η των προγόνων ευγένεια έχει να ωφελήση ημάς τίποτε εις την σωτηρίαν της ψυχής μας, εν τούτοις φαίνεται ότι και η επίγειος του Οσίου τούτου πατρίς και οι χοϊκοί του γονείς τε και συγγενείς λαμπροί τινες και έντιμοι υπήρξαν, επειδή, καθώς λέγει ο Θεολόγος Γρηγόριος, «των μεγάλων ανθρώπων πόρρωθεν προκαταβάλλονται αι αρχαί». Όθεν στοχαστικώς λέγομεν ότι ούτος ο Άγιος, δια να αναδειχθή ούτω θερμός και πρόθυμος εις την αρετήν παιδιόθεν, έπρεπε και γονείς να είχε τω όντι ευγενείς οδηγούντας αυτόν εις τούτο και με εκπαίδευσιν ικανήν και δια παραδειγμάτων, ήτοι δια βίου θεαρέστου και Χριστιανικού, να εξεπαίδευσαν αυτόν. Τούτου λοιπόν του ιερού Σίμωνος, είτε ευγενείς επλούτησε τους γονείς, είτε μη, το οποίον μάλιστα και αυξάνει τον ιδικόν του έπαινον, προβλέπων ο παντεπόπτης Θεός την μέλλουσαν προκοπήν, τον προσκαλεί εις τους πνευματικούς αγώνας, τον εξάγει από την πατρίδα του και από τους συγγενείς του ως άλλον Αβράάμ, τον φέρει εις τον ιερόν Άθωνα, το Άγιον Όρος, όπου ερχόμενος, δεν εφρόντισεν άλλο, ει μη να εύρη πνευματικόν Γέροντα δια να υποταχθή, διότι ήξευρε την συμβουλήν εκείνου του θείου Πατρός την λέγουσαν, ότι χωρίς υπακοής αδύνατον είναι να σωθή τις. Αυτόν δε τον Γέροντα, τον οποίον εζήτει, τον ήθελε και ενάρετον μεν δια να γνωρίζη να οδηγή, αλλά και αυστηρόν δια να μη συγκαταβαίνη εις το φρόνημα της σαρκός. Ζητεί λοιπόν, εξετάζει, περιέρχεται όλα τα πνευματικά σχολεία του Άθωνος ως η διψώσα έλαφος να επιτύχη πηγήν ύδατος ζώντος· επισκέπτεται τους ευδοκιμωτέρους και αγιωτέρους του Όρους και αποκαλύπτει εις αυτούς τον ένθεον σκοπόν του, στοχάζεται εκάστου τας αρετάς και τα προτερήματα· εκλέγει καθώς η σοφή μέλισσα τον κηρόν και το μέλι από τα λογικά και μυρίπνοα άνθη του επιγείου τούτου Παραδείσου και ευρίσκει τέλος πάντων τον ποθούμενον. Ευρίσκει, λέγω, άνθρωπον, εις μεν την ηλικίαν και την άλλην των ηθών του κατάστασιν γέροντα, εις δε την ανδρείαν και τον τόνον της ψυχής ακμάζοντα. Εις τούτον λοιπόν βαλών μετάνοιαν υπετάχθη ο θαυμάσιος. Αλλά πως και πόσον στοχάζεσθε; Τόσον αφιέρωσεν εαυτόν εις εκείνον, ώστε εις ό,τι τον επρόσταζε χωρίς τινος περιεργείας ανυπερθέτως ετέλει το πρόσταγμά του, ως να τον είχε προστάξη ο ίδιος ο Θεός. Και επειδή ήτο πολύ αυστηρός ο Γέρων, πολλάκις όχι μόνον ύβριζεν, αλλά και έτυπτε τον Σίμωνα. Αυτός δε ο μακάριος μετά πάσης χαράς και ευχαριστίας τα εδέχετο και τα υπέμενε. Μάλιστα δε και ζημίαν του ενόμιζε το πράγμα, όταν τοιαύτα δεν έπασχε και όχι μόνον δεν ωργίζετο μνησικακών, αλλά μάλλον τόσην αγάπην εδείκνυεν εις εκείνον, όσην ουδέ οι παίδες εις τους ιδίους αυτών γονείς. Και ίδετε, αδελφοί, σημείον ψυχής απλουστάτης και αξίας Χριστού. Ποτέ μεν κοιμωμένου του Γέροντος εφίλει τους πόδας εκείνου, ποτέ δε λείποντος τον κράββατον όπου εκοιμάτο κατεφίλει ή τον τόπον όπου έστεκε. Και έλεγεν ο αοίδιμος, ότι τον μεν Θεόν πρέπει να τον αγαπώμεν, διότι μας έπλασεν εκ του μη όντος εις το είναι, τον δε Γέροντά μας, διότι μας ανέπλασε τρόπον τινά και ανεκαίνισε το κατ΄ εικόνα της ψυχής, συντετριμμένον υπάρχον από των πολλών μας αμαρτιών. Ω ψυχής όντως θείας! Ω συνέσεως μακαρίας! Ω ταπεινώσεως αμιμήτου και ουρανοβάμονος! Από τοιαύτην γνώμην και τοιαύτα προτερήματα εις όλον το Άγιον Όρος έγινε περιβόητος εν ολίγω ο Σίμων και ήτο αγαπητός μεν εις τους ομηλίκους του, σεβάσμιος δε και εις αυτούς τους γεροντοτέρους. Όθεν ήθελες ίδει γεροντικήν φρόνησιν εις νεανικήν ηλικίαν, άσκησιν ασύγκριτον εις τους αγώνας, σωφροσύνης τελειότητα εις τον βίον, κοσμιότητα και άλας πνευματικόν εις τον λόγον, συστολήν εις το βλέμμα, σεμνότητα εις το περιπάτημα, βάθος ταπεινώσεως εις το φρόνημα, μεγαλοψυχίαν εις τους πειρασμούς, ελευθεριότητα εις την γνώμην, θαυμαστήν διάκρισιν εις όλα του τα επιχειρήματα και επί πάσι την μακαρίαν αγάπην, την ρίζαν και το τέλος πασών των αρετών εις όλους εξ ίσου. Αυτά θεωρούντες όσοι τον έβλεπον εθαύμαζον λέγοντες· Ω μακαρία υποταγή, οποίους κάμνεις τους εργάτας σου! Διότι λέγουσιν οι θείοι Πατέρες, ότι η μεν υψοποιός και καθαρωτάτη ταπείνωσις γεννάται από την μακαρίαν και χριστομίμητον υπακοήν, η δε πάνσοφος και θεόσοφος διάκρισις γεννάται από την μακαρίαν ταπείνωσιν. Αυτά τα θεία χαρίσματα και ο τίμιος αυτού Γέρων βλέπων ότι επλούτησεν ο Σίμων από την άδολον και άκραν υπακοήν του, μετέβαλε την αυστηρότητα όλην εις ημερότητα και από τότε και εις το εξής ούτε τον ύβριζεν, ούτε τον επρόσταζεν, αλλ’ ούτε τον εδίδασκε πλέον ως υποτακτικόν του, τον ετίμα δε μάλιστα και τον συνεβουλεύετο ως αδελφόν και διδάσκαλον. Τι το εντεύθεν; Στοχάζεται ταύτα ο ταπεινόφρων Σίμων και δεν ευχαριστείται εις την τοιαύτην τιμήν, μάλιστα τον ελύπει και τον έθλιβεν η τιμή και η δόξα, την οποίαν απέδιδεν ο Γέρων εις αυτόν, ως δήθεν παρ’ αξίαν και μη ανήκουσαν εις αυτόν. Όθεν με πόνον πολύν ψυχής και θερμήν παράκλησιν ζητεί δι΄ αυτό και μόνον να αναχωρήση από τον Γέροντά του. Και δίδει την άδειαν ο Γέρων εις τον υποτακτικόν, αλλά και αυτός κλαίων ωδύρετο την στέρησιν όχι πλέον του μαθητού αλλά του συναγωνιστού του. Αναχωρήσας λοιπόν εκείθεν ο Άγιος ςζήτει τόπον έρημον προς ησυχίαν και άγνωστον προς άλλον τινά. Μετά πολλήν δε έρευναν ευρίσκει θεία νεύσει εν σπήλαιον, εις το οποίον εισελθών οπλίζεται ο καλός του Χριστού στρατιώτης, ίνα πολεμήση τους αοράτους εχθρούς, λαμβάνων ως όπλον μεν και δόρυ φοβερόν τον Σταυρόν του Σωτήρος, περικεφαλαίαν δε την προσευχήν, θώρακα την πίστιν, ασπίδα δε την υπομονήν, σπάθην την νηστείαν, τόξα δε και βέλη τους ψαλμούς. Αλλά τις να διηγηθή τους μακαρίους αγώνας και τα παλαίσματα τους οποίους ηγωνίσθη ο Όσιος εκείσε παλαίων προς τον πολυμήχανον εχθρόν διάβολον; Εκ των πολλών ένα μόνον να διηγηθώμεν πειρασμόν, τον οποίον υπέμεινε, και αρκετόν είναι εις τον καθένα να εννοήση και τους άλλους. Προσευχομένου του Αγίου νύκτα τινά, μετεμορφώθη ο μιαρός δαίμων εις φοβερόν και μέγιστον δράκοντα. Και ήνοιγε μεν το αχανές εκείνο στόμα δια να τον καταπίη· μη έχων όμως εξουσίαν παρά Θεού, έτυπτε τον Όσιον εις τα νώτα δια της ουράς ως δια τινος μεγάλης δοκού· από των πολλών δε πληγών και κτυπημέτων, τα οποία υπέστη υπό του φαινομένου δράκοντος ο Άγιος, έπεσε κάτω ημιθανής και κατά μεν το σώμα έκειτο κατά γης, κατά δε την ψυχήν ανέβαινεν εις τους ουρανούς ψάλλων. Και εκείνος μεν ο φοβερός δράκων και ότε έκειτο ο Άγιος κατά γης τον έτυπτεν ακόμη δια της ουράς, σκοπόν έχων, εάν ήθελε δυνηθή, και να τον θανατώση τελείως, ει δε μη να τον φοβίση τουλάχιστον να φύγη από το σπήλαιον. Ο δε Άγιος ήρχισε να επιτιμά τον δράκοντα με το υπέρτατον όνομα του Θεού και της Παναχράντου Μητρός αυτού και λέγει· «Επιτιμά σοι Κύριος Σαβαώθ· ύπαγε οπίσω μου σατανά. Επιτιμά σοι η Κυρία του Άθωνος τούτου· απόστηθι απ’ εμού». Δεν είχε τελειώσει τους θείους τούτους χρησμούς ο Άγιος και ο φαινόμενος δράκων έγινεν άφαντος. Και μετά τούτο βλέπει ο Όσιος βοήθειαν εξ Άγίου, αστράπτει με μεγάλην φωτοχυσίαν το σπήλαιον, γίνεται άρρητος ευωδία, γεμίζει η καρδία του από ευφροσύνην και ακούει θείας φωνής λεγούσης· «Ανδρίζου και ίσχυε, υπήκοε και πιστέ θεράπον του Υιού μου». Πριν δε έτι ανατείλη η ημέρα, ευρέθη όλος υγιής. Έμεινε λοιπόν εις το σπήλαιον ο Όσιος αγωνιζόμενος χρόνους πολλούς, πάσαν κακοπάθειαν υφιστάμενος, ότε και πολλοί εκ πολλών του Όρους μερών ήρχοντο προς αυτόν ψυχής τε και σώματος ωφέλειαν λαμβάνοντες, διότι και διακρίσεως χάρισμα επλούτει και τας θείας Γραφάς εξήγει καλώς. Πλην αυτός εις αυτά παντελώς δεν ηρέσκετο, την εξ ανθρώπων τιμήν και την ενόχλησιν της ησυχίας του μισών και αποστρεφόμενος, διο και εις ερημικώτερον τόπον διελογίζετο να αναχωρήση. Αλλ’ ο Θεός, την των ανθρώπων κοινήν ωφέλειαν προνοούμενος, εμποδίζει αυτόν του προκειμένου τούτου σκοπού, δια της Παναχράντου αυτού Μητρός. Επειδή εν μια των νυκτών, προσευχόμενος ο Όσιος, βλέπει πάλιν το σπήλαιον γεμάτον από φωτοχυσίαν θείαν πολλήν και αισθάνεται ευωδίαν και ευφροσύνην πνευματικήν, θείας δε φωνής ακούει λεγούσης ούτω· «Σίμων, Σίμων, φίλε πιστέ και λάτρα του Υιού μου, μη αναχωρήσης των ώδε, ότι εις φως τέθεικά σε μέγα και μέλλω δοξάσαι τον τόπον τούτον τω ονόματί σου». Ο δε ταπεινότατος Σίμων δεν πιστεύει εις την οπτασίαν, υποπτεύει φάντασμα το πράγμα και τέχνην και παγίδα του πονηρού ή τάχα και δοκιμασίαν τινά θεϊκήν, διότι πολύ εφοβείτο τον λόγον του Αποστόλου, ότι «Ο αρχέκακος μετασχηματίζεται εις Άγγελον φωτός» (Β’ Κορ. ια: 14). Δια την αιτίαν ταύτην επέμενεν εις την αυτήν ιδέαν και εσκέπτετο πάλιν που να υπάγη να ησυχάση. Επλησίαζε δε τότε και η εορτή των Γενεθλίων του Σωτήρος. Και μίαν των νυκτών εξελθών του σπηλαίου βλέπει θέαμα φοβερόν. Του εφάνη ως να εξεκόπη εις αστήρ από των ουρανών και έστη επάνω εις την πέτραν, όπου είναι εκτισμένη η ιερά και σεβασμία αυτού Μονή. Αυτήν δε την οπτασίαν έβλεπε συνεχώς επί πολλάς νύκτας ο Άγιος, αλλά, καθώς είπομεν, εφοβείτο μήπως είναι πλάνη τις του εχθρού. Ως τόσον ήλθε και η κυρία νυξ των Γενεθλίων του Χριστού και τότε βλέπει όχι μόνον τον αστέρα, ότι κατέβη άνωθεν και εστάθη αντικρύ επάνω ταύτης της πέτρας, αλλά και θείαν ήκουσε φωνήν ταύτα λέγουσαν· «Εδώ πρέπει να θεμελιώσης, ω Σίμων, το Κοινόβιόν σου και να σώσης ψυχάς, πρόσεχε δε καλώς μη απιστήσης ως και πρότερον, εγώ δε θέλω είμαι βοηθός σου. Πρόσεχε λοιπόν καλώς και μη αμφίβαλλε, ίνα μη πάθης κακόν». Ακούει δε την θείαν ταύτην φωνήν τρις λέγουσαν τα αυτά. Όθεν έγινεν έντρομος και ενθουσιών. Εφάνη δε εις αυτόν (καθώς ο ίδιος έλεγεν ύστερον εις τους μαθητάς του) ότι ευρέθη εκεί εις την Βηθλεέμ της Ιουδαίας και ήτο μετά των Ποιμένων των εις την Γέννησιν του Σωτήρος ευρεθέντων εκεί και την Αγγελικήν ήκουσε μελωδίαν, ψαλλόντων το θεοχαρίτωτον εκείνο· «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία» (Λουκ. β:14) «Μη φοβείσθε· ιδού ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην, ήτις έσται παντί τω λαώ» (αυτόθι 10). Τότε, έλεγεν ο Όσιος, ήρχισε να μου φεύγη ο φόβος και η έκστασις και ηυφραινόμην πνευματικώς, ως να έβλεπον παρούσαν την Δέσποιναν Θεοτόκον και τον δίκαιον Ιωσήφ μετά των υιών του και τον Κύριον ημών, νήπιον εσπαργανωμένον κείμενον εν τη φάτνη. Δεν παρήλθον ημέραι πολλαί μετά την των Χριστουγέννων εορτήν και ιδού έρχονται προς αυτόν τρεις άνδρες κοσμικοί αυτάδελφοι και πλούσιοι, επειδή η φήμη του έφθασε και εις την Μακεδονίαν και εις την Θεσσαλίαν. Και εξαγορεύσαντες τους λογισμούς αυτών εις τον Άγιον, προσέπεσον εις τους πόδας του και τον παρεκάλουν να τους δεχθή εις την υποταγήν του. Ο δε Όσιος καθ’ εαυτόν μεν έλεγεν· «Ίσως να είναι αυτοί οι συνεργοί μου να κτισθή το Κοινόβιον κατά την οπτασίαν, την οποίαν είδον». Με όλον τούτο δεν συγκαταβαίνει ευθύς εις το να τους δεχθή, αλλά διαφοροτρόπως προσεπάθει να τους διώξη εκείθεν. Εκείνοι όμως, εκ Θεού φωτισθέντες και αποσταλέντες, δεν έφευγον, αλλ’ έλεγον προς αυτόν· «Δέξαι ημάς ολίγας ημέρας δι’ αγάπην Χριστού και εάν δεν ευχαριστηθής, απόβαλε ημάς». Με τοιαύτας υποσχέσεις μόλις και μετά βίας κατεπείσθη ο Άγιος και τους εκράτησεν εις την υπακοήν του Χριστού. Μετά δε την κανονικήν δοκιμασίαν, τους ενέδυσε το Αγγελικόν Σχήμα και κοινωνήσας αυτούς των αχράντων Μυστηρίων, μετά το δείπνον εφανέρωσεν εις αυτούς τον ιδικόν του λογισμόν, ως προς τέκνα του εις το εξής γνήσια. Διηγήθη λοιπόν εις αυτούς κατά πλάτος την θείαν εκείνην οπτασίαν, ώρκισε δε αυτούς να μη είπωσι τούτο εις άλλον τινά, εν όσω ο ίδιος ζη. Είτα λέγει προς αυτούς· «Φανερόν είναι, ω τέκνα εμά, ότι ο προνοητής Θεός σάς έστειλεν ενταύθα όχι μόνον την ιδικήν σας ψυχήν να σώσητε, λλά και αυτόν τον επίγειον υμών πλούτον να φέρητε, δια να κατασταθή το Κοινόβιον κατά την θείαν αυτού ευδοκίαν και θέλησιν. Υπάγετε λοιπόν, εύρετε οικοδόμους και φέρετε αυτούς δια την οικοδομήν». Επήγαν λοιπόν εκείνοι, τους εύρον και ήλθον ομού· ο δε Άγιος έδειξεν εις τους οικοδόμους τον τόπον εις τον οποίον πρωτίστως ήθελε να θεμελιώση την Εκκλησίαν, είτα και την άλλην οικοδομήν. Βλέποντες οι οικοδόμοι εκείνοι το απόκρημνον και κινδυνώδες του τόπου απεκρίθησαν· «Τι λέγεις, Αββά; Αστεία λέγεις ή σοβαρώς ομιλείς; Αδύνατον είναι να επιχειρισθώμεν την οικοδομήν εις αυτό το σημείον, επειδή βλέπομεν ότι όχι μόνον η ιδική μας ζωή μέλλει να κινδυνεύση, αλλά και εκείνων όσοι ήθελον μετά ταύτα καθίσει εις τον επικίνδυνον αυτόν τόπον». Ο δε Άγιος βλέπων ότι δια λόγων δεν δέχονται να επιχειρήσωσι την οικοδομήν, διέταξε τους μαθητάς του να ετοιμάσωσι τράπεζαν δια να γευματίσωσιν. Εις δε των μαθητών του Οσίου, κιρνών τον οίνον, φθόνω του πονηρού ή και θεία Προνοία, ήτις πανσόφως και δια των εναντίων οικονομεί τα καλά, δεν γνωρίζω πως ανισορροπήσας το σώμα, κατέπεσεν από του ύψους της κορυφής της πέτρας εις το άπειρον χάσμα του κάτωθι καταρρέοντος χειμάρρου, κρατών εις μεν την μίαν χείρα το οινοδόχον αγγείον, εις δε την άλλην το ποτήριον. Τοιούτον ελεεινόν θέαμα ιδόντες οι οικοδόμοι ήνοιξαν αχαλίνωτον το στόμα αυτών χλευάζοντες τον Όσιον μετά θυμού και επεμβαίνοντες εις το θεοπειθές αυτού έργον της οικοδομής έλεγον· «Διατί επιχειρείς τοιαύτα πράγματα και έγινες τοιούτου φόνου αιτία; Αλλά και εις το εξής, εάν ήθελες εύρει ημάς συμφώνους προς την βουλήν σου, πόσοι άλλοι έμελλον τοιουτοτρόπως να φονευθώσι»; Και ταύτα μεν έλεγον εκείνοι και άλλα περισσότερα εξ αγνοίας φλυαρήματα. Ο δε Άγιος προσηύχετο σιωπών, την Κυρίαν Θεοτόκον εκ βάθους ψυχής επικαλούμενος, ίνα μη καταισχύνη βουλήν πτωχού τω πνεύματι. Και, ω των ανεκφράστων θαυμασίων σου Δέσποινα! Τις δύναται να υμνήση τα μεγαλεία σου; Δεν παρήλθεν ημίσεια ώρα και ιδού εκ του άλλου μέρους εφάνη αναβαίνων ο κρημνισθείς Μοναχός σώος και υγιής τη βοηθεία της Παναμώμου Παρθένου κρατών ανά χείρας το οινοδόχον αγγείον και το ποτήριον, όχι μόνον άνευ βλάβης ή συντρίμματος τινος, αλλά και χωρίς ο οίνος τελείως να χυθή. Τούτο το θαύμα ιδόντες εκείνοι οι πρώην προπετείς και αυθάδεις οικοδόμοι φρίττουσι, τρομάζουσι και πεσόντες εις τους πόδας του Αγίου εζήτουν συγχώρησιν λέγοντες· «Τώρα εγνωρίσαμεν, Πάτερ, ότι είσαι άνθρωπος του Θεού». Και δεν εστάθησαν μέχρι τούτου, αλλά και τον εβίασαν και τους εκούρευσεν όλους Μοναχούς. Εποίησαν λοιπόν αρχήν οι καλοί ούτοι οικοδόμοι και έκτιζον προθυμότατα την Μονήν του Οσίου. Επειδή δε δια τα θεμέλια και δια τας γωνίας εχρειάζοντο πολλαί και μεγάλαι πέτραι, προσέταξεν ο Άγιος να σηκώσωσιν ένα υπερμεγέθη λίθον, όστις έκειτο εκεί που πλησίον ακατέργαστος και να τον θέσωσιν εις την γωνίαν του θεμελίου. Εκείνοι δε αστοχήσαντες την πρώτην θαυματουργίαν του Οσίου, εκρυφογέλων ο εις τον άλλον ατενίζοντες κι νομίζοντες ότι αστειεύεται ο Όσιος, επειδή έβλεπον ότι ο λίθος εκείνος ήτο αδύνατον να σαλευθή δια το βάρος και τον όγκον του. Ο δε Άγιος, ιδών ότι δεν υπακούουσιν εις τον λόγον του, επήγε μόνος του και σφραγίσας τον λίθον με το σημείον του Σταυρού, τον εσήκωσεν ο ίδιος εις τους ώμους του χωρίς να τον βοηθήση άλλος τις και τον απέθεσεν απ΄ ευθείας εκεί όπου έπρεπε, στερεώσας αυτόν καταλλήλως εις την γωνίν του. Εις το θαύμα τούτο δεν ηξεύρωτι να θαυμάσω πρώτον, τι ύστερον. Του ζωηφόρου Σταυρού την δύναμιν ή την πίστιν του Αγίου, όστις κατά αλήθειαν δι του έργου έδειξεν εις ημάς εκείνο το οποίον ο Κύριος ημών είπεν εις τους Αποστόλους δια του λόγου· «Αμήν γαρ λέγω υμίν· εάν έχητε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, ερείτε τω όρει τούτω μετ΄βηθι εντεύθεν εκεί και μεταβήσεται, και ουδέν αδυνατήσει υμίν» (Ματθ. ιζ: 20). Άνθρωπος κατεξηραμμένος υπό της σκληραγωγίας και μόνον ότι το δέρμα συνεκράτει τα οστά, να σηκώση τόσον βάρος, το οποίον τόσοι άνθρωποι ούτε να το σαλεύσουν ηδύναντο, δεν είναι ολοφάνερον ότι ο Σίμων είχε καταστήσει εαυτόν όργνον της δεξιάς του Υψίστου και ενήργει δι΄ αυτού ο Θεός τα παράδοξα; Αλλ’ ας έλθωμεν και εις άλλο θαύμα του αοιδίμου Σίμωνος, το οποίον εποίησεν εις τους Σαρακηνούς. Παρακαλώ δε την αγάπην σας να μη αμελήτε και νυστάζετε, αλλά να προσέχετε εις τα κατορθώματα του γίου δια να λάβητε πλουσίαν χάριν παρ’ αυτού. Τελειώσας την οικοδομήν του Μοναστηρίου του ο Άγιος επί της θαυμαστής ταύτης πέτρας εις τιμήν και δόξαν των Γενεθλίων του Σωτήρος Χριστού, επωνόμασεν αυτό Νέαν Βηθλεέμ. Όθεν έτρεχον από πολλά μέρη και υπετάσσοντο εις αυτόν. Αλλ’ επειδή και το ταλαίπωρον βασίλειον ημών των Ελλήνων κατήντησεν εις αθλίαν κατάστασιν, ήρχοντο οι Σαρακηνοί αφόβως με τα πειρατικά πλοία των και εις αυτό το Άγιον Όρος και αρπάζοντες παν το προστυχόν, ηχμαλώτιζον και πολλούς Μοναχούς. Ήλθον δε και εις τον λιμένα της Μονής. Ο δε Άγιος φοβηθείς μήπως αναβαίνοντες επάνω κατακαύσουν την Μονήν, προλαβών κατέβη μετά τινων μαθητών του εις τον λιμένα ίνα προϋπαντήση τους βαρβάρους, φέρων και τινα δώρα προς αυτούς. Εκείνοι δε και τα δώρα λβόντες, πάλιν εζήτουν και άλλα λέγοντες· «Που έχετε τους θησαυρούς σας»; Νομίζοντες ότι είχον να κερδήσωσι πλούτον και λάφυρα πολλά. Μη αναγνωρίζοντες δε και τον Άγιον ως προεστώτα, δια το ευτελές του σχήματος, τον εβίαζον να δείξη εις αυτούς τον Ηγούμενον. Ο δε Άγιος πραεία τη φωνή είπε προς αυτούς· «Εγώ είμαι ο ταπεινός. Πλην άλλο τίποτε δεν έχομεν εκτός αυτών τα οποία φορούμεν». Εκείνοι δε νομίζοντες ότι ψεύδεται, ώρμησαν κατ’ υτού ωσάν θηρία άγρια. Εις δε εξ αυτών, ο πλέον φονικώτερος, εγύμνωσε την σπάθην και ώρνησε να κόψη την ιεράν εκείνην κεφαλήν. Ο δε Θεός εξαπέστειλεν τον Άγγελον αυτού και ερρύσατο τον Όσιον αυτού· διότι η μεν χειρ του αυθάδους εκείνου έμεινε κρεμαμένη και ξηρά, οι δε λοιποί επατάχθησαν αορασία και ετυφλώθησαν όλοι. Τότε δη, τότε ήρχισαν να αλαλάζουν την Συριακήν φωνήν αυτών. Αλλάχ! Αλλάχ! Και φοβηθέντες, μετήλλαξαν την θηριωδίαν αυτών εις θρηνωδίαν και την αγριότητα εις ταπεινότητα και κλαίοντες πικρώς παρεκάλουν τον Άγιον θερμώς λέγοντες: «Ελέησον ημάς, Αββά, και να γίνωμεν όλοι Χριστιανοί». Ο δε φιλάνθρωπος δούλος του φιλανθρωποτάτου Δεσπότου Χριστού, ως μιμητής του ανεξικάκου Διδασκάλου αυτού, στέλλει ευθύς ένα μαθητή αυτού και φέρει έλαιον από την κανδήλαν του Δεσπότου Χριστού, με το οποίον αλείψας ο Άγιος τα όμματα όλων σταυροειδώς, ομοίως και την ξηράν χείρα του τολμητίου, ηυχήθη επ΄ αυτών και ευθύς, ω παραδόξου τερατουργήματος! Ιατρεύθησαν οι άνθρωποι. Όθεν όχι μόνον εβαπτίσθησαν, αλλά και εκουρεύθησαν μετά ταύτα εις την αυτήν Μονήν του Αγίου δόκιμοι Μοναχοί γενόμενοι. Αλλ’ επειδή ο αοίδιμος έφθασεν εις βαθύτατον γήρας και έμελλε να εκδημήση προς τον ποθούμενον Χριστόν, προείδε την ώραν της οσίας αυτού εκδημίας προς Κύριον. Όθεν καλέσας τους ιερούς μαθητάς του τους κατήχησε την τελευταίαν αυτού κατήχησιν και διδασκαλίαν και λέγει προς αυτούς. «Ιδού, αδελφοί και τέκνα μου εν Κυρίω αγαπητά, εγώ μέλλω να χωρισθώ αφ’ ημών. Υμείς δε, ως φρόνιμοι, δεν πρέπει να λυπήσθε δια τούτο, αφ’ ενός μεν διότι ολίγος παρέρχεται καιρός και πάλιν συναντώμεθα, εξ άλλου δε διότι, αν λάβω παρρησίαν τινά προς τον Θεόν, θέλω σάς επισκέπτομαι πάντοτε και θα σας φυλάττω από τους ορατούς και αοράτους πειρασμούς. Πλην αν και σεις φυλάσσητε την παράδοσιν της κοινοβιακής ζωής και πολιτείας, την οποίαν είδετε και εδιδάχθητε και την ευταξίαν της Εκκλησίας και όλα όσα εδίδαξα και με λόγον και με έργον, ούτω θέλω έχει και εγώ την ιδικήν σας φροντίδα. Μη αγαπάτε πλούτον πρόσκαιρον, φεύγετε την κενοδοξίαν, μη απατάσθε εις την χορτασίαν της κοιλίας, διότι αναφέρεται εις το βιβλίον του Ιώβ, ότι η δύναμις του σατανά συνίσταται «επ’ ομφαλού γαστρός» (Ιώβ μ: 11)· μη φέρετε εδώ εις το Κοινόβιον αγένεια πρόσωπα, διότι είδετε τι έκαμεν ο μέγας Ευθύμιος εις τον Άγιον Σάββαν, τον οποίον μ’ όλον ότι εγνώριζεν, ότι ήτο εκ κοιλίας μητρός ηγιασμένος, δεν τον εκράτησεν εις το Κοινόβιόν του. Γράφεται δε και εις το Γεροντικόν, ότι τον παλαιόν καιρόν τέσσαρες Λαύραι ηρημώθησαν εξ αιτίας των αγενείων (των νέων δηλαδή που δεν έχει ακόμη φυτρώσει το γένειον εις το πρόσωπον)· όθεν και ο θεοφόρος Πατήρ ημών Αθανάσιος ο κτίτωρ της Μεγίστης Λαύρας κατηράσατο και ανεθεμάτισε τους προεστώτας εκείνους, οίτινες ήθελον δεχθή αγενείους, έστω και αν ήσαν υιοί βασιλέων. Να είσθε ειρηνικοί, να είσθε φιλόξενοι, να επιμελείσθε τας εορτάς πνευματικώς και όχι κοσμικώς, δηλαδή να μη καταγίνησθε αυτάς τας ημέρας εις αργολογίας και γέλωτας και αστεία, επειδή η εορτή είναι φωτισμός και αγιασμός της ψυχής, όστις γεννάται από την σιωπήν και προσευχήν και ανάγνωσιν των ιερών βιβλίων. Εις τας Ακολουθίας της Εκκλησίας να ψάλλετε με σεμνότητα και ευλάβειαν και όχι με ατάκτους φωνάς. Να ευλαβήσθε και τον Ηγούμενον με όλην σας την δύναμιν. Αυτά να φυλάττητε και μετά τον θάνατόν μου καθώς και ζώντος εμού εφυλάττετε και εγώ θα είμαι νοερώς πάντοτε μαζί σας· ει δε μη, να απολογήσθε σεις εις εκείνο το φοβερόν και πάνδημον Κριτήριον». Ταύτα ειπών ο Όσιος ύψωσε τας αγίας του χείρας εις τους ουρανούς και μετά κατανύξεως προσηύξατο εις την Παναγίαν Τριάδα, μετά δε την ευχήν εσιώπησεν. Οι δε αδελφοί και μαθηταί τού Οσίου, πάντες ομού περιτριγυρίζοντες αυτόν έκλαιον απαρηγόρητα, λυπούμενοι ότι έμελλον να στερηθώσι τοιούτον Πατέρα και ιατρόν και σωτήρα. Ο δε Άγιος την νύκτα εκείνην παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού, το δε πρωϊ είδον το πανόσιον πρόσωπόν του λάμψαν υπέρ τον ήλιον και ούτω μετά ψαλμωδιών και ύμνων ενεταφίασαν εκείνο το πολύαθλον σώμα. Αλλ’ ω της ζημίας! Εις τους χαλεπούς τούτους καιρούς ημών δεν στερούμεθα μόνον αυτό το άγιον Λείψανον του Οσίου, αλλά και αυτόν τον ιερόν τάφον του, τα οποία εσκέπασεν από ημάς ο Θεός, κρίμασιν οις αυτός μόνος γνωρίζει, καθώς εσκέπασε και πολλών άλλων Αγίων και τα Λείψανα και τους τάφους. Έχομεν δε ομολογούμενον εκ παραδόσεως ότι εκείνο το θείον Λείψανον του Αγίου Σίμωνος ανέβλυζε μύρον καθώς εις τον Βίον του Αγίου Μαξίμου του Καυσοκαλύβη αναφέρονται τα εξής επί λέξει· «εισί δε και άλλα πολλά θαύματα αδόμενα υπό πολλών και από του κυρ Γρηγορίου και εκ της πέτρας του Αγίου Σίμωνος του Μυροβλύτου». Αλλά και ο ευσεβής βασιλεύς της Σερβίας Ιωάννης Ούγγλεσις, έχων μονογενή θυγατέρα διαμονιζομένην και πολλά καμών και εξοδεύσας δια θεραπείαν της, επειδή δεν ηδυνήθη να επιτύχη του ποθουμένου, κούων και του Αγίου τούτου τα θαύματα και το ιαματικόν αυτού μύρον, μόνον ότι επεκαλέσθη τον Άγιον εκ καρδίας, ευθύς ιατρεύθη το κοράσιόν του, δια την ευεργεσίαν δε ταύτην απέστειλε τον πνευματικόν του πατέρα Ευθύμιον με πλείστα όσα αφιερώματα και πλούτον πολύν και ωκοδόμησε την Ιεράν Μονήν. Έφερε δε ο Ευθύμιος και χρυσόβουλλον τούτου του βασιλέως δια την ιεράν ταύτην Μονήν, το οποίον σώζεται μέχρι σήμερον, αναφέρει δε το εν λόγω χρυσόβουλλον συν τοις άλλοις και δια την ανάβλυσιν του μύρου από τον Άγιον και δια το θαύμα του αστέρος, τον οποίον έβλεπεν ο Άγιος επό της πέτρας και ότι Νέα Βηθλεέμ ωνομάσθη η ιερά αύτη Μονή. Ήκμαζε δε ούτος ο βασιλεύς της Σερβίας εν έτει χιλιοστώ διακοσιοστώ εξηκοστώ τετάρτω (1264) από Χριστού, καθώς χρονολογεί το χρυσόβουλλόν του, ότε βασιλεύς του Βυζαντίου ήτο Μιχαήλ Η΄ ο αζυμίτης και λατινόφρων ο και πρώτος των Παλαιολόγων. Ας είπωμεν τώρα και εν εκ των θαυμάτων του Αγίου, τα οποία ετέλεσε μετά τον θάνατόν του και έπειτα να κάμωμεν τέλος εις τον λόγον μας. Εώρταζον κατ΄ έτος οι Πατέρες της Μονής την μνήμην του Οσίου εν τη Μονή. Αλλ’ επειδή τα ζιζάνια δεν λείπουν από τον σίτον, εις μεταξύ των Πατέρων της Μονής δεν ήθελε να συνεορτάση μετά των άλλων αδελφών την ετήσιον εορτήν του Αγίου. Αλλά καταλιπών έφευγεν από την Εκκλησίαν και από την ιεράν εκείνην Ακολουθίαν, την οποίαν έψαλλον οι Πατέρες ολονύκτιον αγρυπνούντες και εκοιμάτο εις το κελλίον του. Ουχί δε μόνον τούτο εποίει καταφρονών την θείαν δόξαν και αγιότητα του Αγίου, αλλά και λόγια βλάσφημα και σιχαμερά εξέμει από την δυσώδη κοιλίαν του κατά του Οσίου ο ανόσιος, κολασμένον και πλάνων αποκαλών αυτόν. Όθεν φαίνεται ο Άγιος εις τον ύπνον του κατ’ αυτήν την νύκτα της εορτής, ότε οι Πατέρες όλοι ηγρύπνουν εις την Εκκλησίαν, εφάνη δε όλος αστραπηφόρος και με δεδοξασμένον το πρόσωπον, έχων μεθ’ εαυτού και δύο εκ των πρώτων εκείνων ηγιασμένων μαθητών του. Και πλήρης θυμού και αγανακτήσεως κατά του βλασφήμου λέγει προς αυτόν· «Δεν σοι αρέσει, ω μιαρέ; Δεδόξασται το δεδοξασμένον». Και νεύων προς τους μαθητάς του ο Όσιος λέγει· «Βάλετε κάτω αυτόν τον βλάσφημον». Βάλλοντες δε υτόν κάτω, εφάνη εις αυτόν ότι έδειρεν αυτόν ο Άγιος δια της ράβδου, την οποίαν εκράτει, εις τους πόδας, από δε των πόνων και τον άμετρον φόβον εξυπνήσας ησθάνετο πονών τους πόδας. Τότε όλος έντρομος τρέχει εις την Εκκλησίαν και πίπτων κατά γης βάλλει μετάνοιαν εις τον Ηγούμενον όλος ηλλοιωμένος και κραυγάζων· «Συγχωρήσατέ μοι, Πατέρες και αδελφοί· τώρα είδον με τα όμματα της ψυχής μου ότι όντως ο Θεός μεγάλως εδόξασε τον Όσιον Πατέρα ημών Σίμωνα. Τώρα και πιστεύω και προσκυνώ αυτόν, ως ισάξιον και ομότιμον με τους παλαιούς μεγάλους Αγίους Αντώνιον, Ευθύμιον, Σάββαν και τους λοιπούς. Ευχαριστώ σοι, Άγιε του Θεού, ότι με ελύτρωσες από την δαιμονιώδη πλάνην μου, τον ταλαίπωρον». Ταύτα δε βοών μετά δακρύων διηγήθη εν μέσω της Εκκλησίας την φοβεράν εκείνην δόξαν του Αγίου και τα υπόλοιπα κατά πλάτος και πάντες εδόξαζον τον Θεόν και τον αυτού θεράποντα Όσιον Σίμωνα, ου ταις αγίαις πρεσβείαις αξιωθείημεν και ημείς της ουρανών Βασιλείας. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΘ’ (29η) Δεκεμβρίου, μνήμη των Αγίων ΝΗΠΙΩΝ των υπό Ηρώδου αναιρεθέντων, χιλιάδων όντων δεκατεσσά

Δημοσίευση από silver »

Τη ΚΘ’ (29η) Δεκεμβρίου, μνήμη των Αγίων ΝΗΠΙΩΝ των υπό Ηρώδου αναιρεθέντων, χιλιάδων όντων δεκατεσσάρων.

Τα Άγια ταύτα Νήπια εθανατώθηκαν υπό του Ηρώδου, ότε ούτος διεπίστωσεν ότι τον ενέπαιξαν οι Μάγοι, εις τους οποίους παρήγγειλε να επιστρέψωσι και να του αναγγείλωσι τα περί του γεννηθέντος Βασιλέως, τον οποίον εμήνυεν εις αυτούς ο Αστήρ, τον οποίον ηκολούθουν, ίνα και αυτός υπάγη να τον προσκυνήση. Επειδή λοιπόν οι Μάγοι δεν επέστρεψαν εις τον Ηρώδην, καθώς προσέταξεν αυτούς ο Άγγελος, αλλά δι’ άλλης οδού επανήλθον εις την χώραν των, τότε βλέπων ο Ηρώδης ότι ενεπαίχθη υπό των Μάγων, ωργίσθη και επικράνθη πολύ. Όθεν ενθυμούμενος εκείνο το οποίον είπον οι Μάγοι, ότι δηλαδή ο Αστήρ εφάνη προ χρόνου ολιγωτέρου των δύο ετών, έστειλε τους στρατιώτας του και εφόνευσαν όλα τα εν τη Βηθλεέμ βρέφη, όσα δηλαδή ήσαν ηλικίας κατωτέρας των δύο ετών, νομίζων ο μάταιος, ότι εάν θανατώση άπαντα τα βρέφη, ομού με τα άλλα θέλει θανατωθή βεβαίως και εκείνος, ο οποίος μέλλει να βασιλεύση, και επομένως δεν θέλει τον επιβουλευθή. Εις μάτην όμως εμόχθησεν ο ανόητος, αγνοών, ότι ο άνθρωπος ουδέποτε δύναται να εμποδίση την βουλήν του Θεού. Όθεν εις μεν τα Νήπια επροξένησε την Βασιλείαν των ουρανών, εις εαυτόν δε εγένετο ο άθλιος πρόξενος της αιωνίου κολάσεως.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Λ΄ (30η) Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου Οσιομάρτυρος ΓΕΔΕΩΝ του Νέου.

Δημοσίευση από silver »



Γεδεών ο νεοφανής αστήρ του νοητού στερεώματος και νέος Οσιομάρτυς κατήγετο από το χωρίον Κάπουρνα της επαρχίας της Δημητριάδος, κείμενον πλησίον της Μακρυνίτσας, κωμοπόλεως της ιδίας Δημητριάδος, γεννηθείς από γονείς ευσεβείς και Ορθοδόξους. Και ο μεν πατήρ του ωνομάζετο Αυγερινός, η δε μήτηρ του Κυράτζα, είχε δε και άλλους τρεις αδελφούς κατά σάρκα και τέσσαρας αδελφάς, αλλ΄ αυτός ήτο ο πρωτότοκος των άλλων, ονομαζόμενος Νικόλαος. Επειδή δε ο πατήρ του Αγίου περιέπεσεν εις δυστυχίαν λόγω της βαρείας φορολογίας, και δεν ηδύνατο να εξοικονομήση τα προς το ζην αναγκαία εις την πατρίδα του Κάπουρνα, αναχωρήσας εκείθεν κατώκησεν εις εν χωρίον ονομαζόμενον Γιερμή με όλην την οικογένειάν του, φέρων ομού και τον Άγιον, δώδεκα χρόνων ηλικίαν έχοντα τότε. Επειδή δε η μήτηρ τού Αγίου είχεν ένα εξάδελφον παντοπώλην εις το Βελεστίνον, όστις ιδών τον Άγιον έξυπνον και σπουδαίον εις πάσαν υπηρεσίαν, εζήτησεν αυτόν από την εξαδέλφην του, την μητέρα του Μάρτυρος, δια να τον έχη εις το εργαστήριόν του, πωλούντα και αγοράζοντα κατά την συνήθειαν, εκείνη παρέδωσε τον υιόν της μετά χαράς εις τας χείρας του εξαδέλφου της. Διατρίβων δε εκεί ο Άγιος υπηρετούσεν εις όλας τας υπηρεσίας αόκνως τον θείον του. Εις το εργαστήριον τούτο συνήθιζε να συχνάζη, εις των εν Βελεστίνω Αγαρηνών, Αλής ονόματι, όστις ιδών εκεί τον Άγιον, λέγει προς τον θείον του μίαν ημέραν· «Μπρε Γιάννη, μου δίδεις δι’ ένα έτος αυτό το παιδί, το οποίον επειδή είναι μικρόν θέλω να το βάλω να υπηρετή εις το χαρέμι»; Ο δε θείος του Αγίου του απεκρίθη· «Εγώ δεν ημπορώ να σου το δώσω, αλλ’ αν θέλης ύπαγε εις την μητέρα του και ζήτησον αυτό και εάν σου το δώση, λάβε το». Ο δε Αγαρηνός θυμωθείς ανεχώρησε και μετά επτά ημέρας επιστρέψας ήρπασε βιαίως τον Νικόλαον και ως αρνίον άκακον τον έφερεν αμέσως εις το χαρέμι του. Εκεί ο Νικόλαος υπηρέτει αόκνως και επιδεξίως τους απογόνους της Άγαρ, διότι, ως είπομεν, ήτο εκ φύσεως επιτήδειος. Μετά την πάροδον του έτους ήλθεν ο πατήρ του ζητών επιμόνως να παραλάβη το τέκνον του, ο δε ασεβής είπε προς αυτόν ιλαρώτατα· «Εγώ, μπρε Αυγερινέ, ηξεύρεις καλά ότι έχω το παιδίον μου εις τον πόλεμον· λοιπόν όταν επιστρέψη από τον πόλεμον, τότε έλα να πάρης τον υιόν σου». Μετά δέκα ημέρας ήλθεν ο υιός του, ως δε εκείνος εισήλθεν εις την οικίαν, λέγει ευθύς προς τον πατέρα του· «Άτακτον είναι να ευρίσκεται εις το χαρέμι ένα Ελληνόπουλον· όθεν εγώ λέγω να το περιτμήσω και να γίνω ανάδοχός του, δια να το έχωμεν πάντοτε εις το χαρέμι». Ήρχισε λοιπόν αμέσως ο μιαρός να κολακεύη τον Νικόλαον, αυτός δε ως τρυφερός εις την ηλικίαν ηπατήθη και ηρνήθη (φεύ!) τον γλυκύτατον Ιησούν Χριστόν τον Σωτήρα του κόσμου και Θεόν ημών. Αφού δε περιέταμον αυτόν οι υπηρέται του διαβόλου, αντί Νικόλαον επωνόμασαν αυτόν Ιμβραϊμ, έμεινε δε μετά ταύτα εις την θρησκείαν του Μωάμεθ ή μάλλον ειπείν εις την πλάνην του διαβόλου, δύο και μόνον μήνας (του Θεού μη συγχωρήσαντος περισσότερον δια την άκραν φιλανθρωπίαν του)· μετά δε την παρέλευσιν τούτων των δύο μηνών, ελθών ο Άγιος εις αίσθησιν και γνωρίσας την αξιοδάκρυτον πτώσιν του μετενόησεν εξ όλης καρδίας του ως ο Πέτρος κλαύσας πικρώς, και φυγών κρυφίως ήλθε δια νυκτός εις τον κατά σάρκα πατέρα του, την συμφοράν αυτού οδυρόμενος. Υποδεχθείς ο πατήρ τον υιόν του έφερε τούτον δια να τον κρύψη εις τι χωρίον ονομαζόμενον Κεραμίδι, εις το οποίον έτυχε κατ’ ευδοκίαν Θεού να έχη ο πατήρ τού Αγίου θείαν τινά Μοναχήν, Σοφίαν ονομαζομένην, ήτις παραλαβούσα τον Άγιον τον παρέδωκεν εις τινας κτίστας μετά των οποίων ειργάζετο. Επειδή δε κατά τας ημέρας εκείνας ανεχώρησαν ούτοι δια την Κρήτην προς εργασίαν, παρέλαβον μεθ’ εαυτών και τον Νικόλαον. Εκεί εις την Κρήτην δουλεύοντες οι τεχνίται έδερον απανθρώπως τον Άγιον· όθεν μετά μήνας τρεις μη υποφέρων αυτούς έλαβε μεθ’ εαυτού μίαν οκάν άλευρον, το οποίον είχον οι τεχνίται και αναχωρήσας εκείθεν εισήλθεν εις δάσος, εις το οποίον κρυβείς εζύμωσε το ολίγον αυτό άλευρον και πλάσας δώδεκα κουλούρια τα έψησεν, εκάθησε δε εκεί ημέρας δώδεκα, έως ότου έφαγεν αυτά. Έπειτα βιασθείς το μεν υπό της πείνης, το δε και υπό του φόβου, ανεχώρησεν εκείθεν και ελθών εις εν εξωκκλήσιον εύρεν εκεί Ιερέα τινά λειτουργούντα κατά την ημέραν εκείνην· ο δε Ιερεύς ιδών τούτον ούτω πως έχοντα ηρώτησεν αυτόν ιλαρώς· «Πόθεν είσαι, τέκνον μου; Και πως είσαι ούτω ανεπιμέλητος και τεταλαιπωρημένος»; Ο δε Άγιος, ποιήσας πρώτον μετάνοιαν έως εδάφους της γης προς τον Ιερέα του Υψίστου, ήρχισεν έπειτα να εξιστορή μετά δακρύων τα συμβάντα του. Ακούσας ο Ιερεύς όλην την ελεεινήν συμφοράν τού Αγίου, στενάξας ως έπρεπε και δακρύσας, είπε· «Παύσον, τέκνον μου, και μη θρηνής· επειδή δε εγώ είχον υιόν μονογενή, όστις προ πέντε ημερών απέθανε, δια τούτο, αν αγαπάς, θέλω σε υιοθετήσει δια παραμυθίαν». Ο Άγιος, ακούσας ταύτα παρ’ ελπίδα, εχάρη, ως αξιωθείς θεόθεν να εύρη τοιούτον Ιερέα ψυχοπατέρα. Αφού λοιπόν εδέχθη, λαμβάνει αυτόν ο θεοφιλέστατος εκείνος Ιερεύς και δώσας εις τας χείρας του τα ιερά του, ήλθον ομού εις την οικίαν του, όπου και η πρεσβυτέρα αυτού εναγκαλισαμένη αυτόν και κλαίουσα τον θάνατον του υιού της, υπεδέχθη αυτόν ως άλλον υιόν της, έκτοτε δε ηγάπα αυτόν και τον περιεποιείτο. Ησυχάσας δε εκεί, μετ’ ολίγας ημέρας ήρχισε να μανθάνη και την υφαντικήν τέχνην, την οποίαν ο Ιερεύς εκείνος εγνώριζεν. Αλλ’ επειδή μετά τρεις χρόνους ετελεύτησεν εν Κυρίω ο χριστομίμητος εκείνος Ιερεύς, συμφωνήσας μεθ’ ετέρου τινός νέου εισήλθον εις πλοίον και ανεχώρησαν από την Κρήτην και μετ’ ολίγας ημέρας Θεού βοηθεία κατευωδόθησαν εις το Άγιον Όρος, εις τον λιμένα τον καλούμενον Δάφνην, εκείθεν δε ανέβησαν εις την Σκήτην των Καρυών, όπου ο Άγιος, διαχωρισθείς από του συνοδοιπόρου του και περιερχόμενος όλον το Άγιον Όρος εις προσκύνησιν των είκοσιν ιερών Μοναστηρίων και των λοιπών Ασκητηρίων, ανεζήτει πανταχού επιμελώς να εύρη Πνευματικόν τινα έμπειρον δια την εξομολόγησίν του και μετάληψιν των αχράντων και ζωοποιών Μυστηρίων. Περιερχόμενος λοιπόν το Άγιον Όρος έφθασε και εις την Ιεράν Μονήν των Αγίων και πανευφήμων Αποστόλων, την καλουμένην του Καρακάλλου· εκεί δε θεωρήσας το ήσυχον του τόπου και το κατανυκτικόν και την καλλονήν του Μοναστηρίου, έμεινεν εις την συνοδείαν των εκείσε Πατέρων, όπου και της ιεράς εξομολογήσεως, κατά τον πόθον του, αξιωθείς, μετά ένα μήνα έλαβε και το μέγα και Αγγελικόν Σχήμα προς περισσοτέραν προθυμίαν και άσκησιν των πνευματικών αγώνων, μετονομασθείς Γεδεών, εφησυχάζων και κλαίων δια παντός την προτέραν ανομίαν μετ’ άκρας υποταγής και ασκήσεως. Βλέποντες δε οι πατέρες του Μοναστηρίου την ευλάβειαν αυτού και υπακοήν εις πάντα τα προστάγματα του Προεστώτος και της λοιπής αδελφότητος, αποκατέστησαν αυτόν νεωκόρον, ήτοι εκκλησιάρχην, προς υπηρεσίαν και φιλοκαλίαν του πανσέπτου Ναού. Εκεί δε ενασκουμένου του Αγίου, τις δύναται να διηγηθή τας νηστείας του, τας γονυκλισίας του, τας αγρυπνίας του και τους λοιπούς ασκητικούς αγώνας του; Μόνος ο καρδιογνώστης Θεός γινώσκει ακριβώς ταύτα· διότι μετά των άλλων ασκήσεων και αγώνων, τους οποίους μετεχειρίζετο προς τήξιν και κακουχίαν του σώματός του, λέγουσιν, ότι είχε και μίαν τανάλιαν δια της οποίας δάκνων τας σάρκας του κατέκοπτεν αυτάς αφειδώς, πράγμα τω όντι άξιον φρίκης! Και φανερούν ότι ο ζήλος αυτού δεν ήτο ολιγώτερος των παλαιών Ασκητών. Ούτω λοιπόν υπηρετών και ευτρεπίζων αόκνως τον θείον εκείνον Ναόν και υπέρ ανθρώπους αγωνιζόμενος, διέτριψεν εκεί εις το Μοναστήριον χρόνους τριάκοντα πέντε. Εν τω μεταξύ δε τούτων των τριάκοντα πέντε ετών, εν έτει 1797, Ιουνίου 6, διωρίσθη παρά της Ιεράς Μονής, ούσης τότε ιδιορρύθμου, μετά του Προηγουμένου Γαβριήλ εις το εν Κρήτη Μετόχιον της θείας Μεταμορφώσεως, δια μίαν εξαετίαν, επιστρέψας δε μετά ταύτα εις την Ιεράν Μονήν, ειργάζετο το μέλι της μοναχικής ζωής εν αμέμπτω πολιτεία και ακατακρίτω συνειδότι. Μετά παρέλευσιν χρόνων ικανών, αφού ήκουσε πολλάς ψυχωφελείς αναγνώσεις και Βίους των Αγίων Μαρτύρων προτρεπτικούς εις το Μαρτύριον και πληροφορηθείς, ότι πολλοί των παλαιών και νέων περιέπεσον (κρίμασιν οις οίδεν ο Κύριος) ως και αυτός εις αυτό τούτο (φεύ!) το παράπτωμα της αρνήσεως της εις Χριστόν πίστεως, και πάλιν εγερθέντες ωμολόγησαν ενώπιον βασιλέων και τυράννων τον πρώην υπ’ αυτών αρνηθέντα Χριστόν, Θεόν αληθινόν και Σωτήρα του κόσμου, ήναψεν από θείον έρωτα και από την αγάπην του Μαρτυρίου· όθεν και άνευ αναβολής τινος και δισταγμού αναχωρήσας γνώμη και αδεία του Προεστώτος από το Ιερόν Μοναστήριον του Καρακάλλου, και εφοδιασθείς δια των ευχών των πατέρων, ώρμησεν εις Ζαγοράν· εκεί δε προσεποιείτο ο μακάριος ως άλλος Σιμεών τον δια Χριστόν σαλόν. Ούτω λοιπόν πολιτευόμενος και περιφερόμενος τήδε κακείσαι, έφθασε και εις το Βελεστίνον όπου το πάλαι εξώμοσε. Κατά δε την Μεγάλην Πέμπτην, φορών εις την κεφαλήν του στέφανον από τριαντάφυλλα και λουλούδια, και προσποιούμενος, ως είπομεν, τον σαλόν, διέβη τοιουτοτρόπως από τον δρόμον εκείνον εις τον οποίον ευρίσκετο η οικία του υποσκελίσαντος αυτόν Τούρκου και γνωρίσας αυτήν, έκρουσε την θύραν μετά μεγάλων πετρών τοσούτον σφοδρώς, ώστε θα την συνέτριβεν, εάν αι δούλαι δεν ήνοιγον αυτήν. Εισελθών λοιπόν εις την οικίαν του Αγαρινού παρουσιάζεται εις αυτόν· εκείνος δε ιδών τούτον ηρώτησε: «Τι ζητείς, Καλόγηρε, και πως έχεις τόσα λουλούδια εις την κεφαλήν σου»; Λέγει ο Άγιος· «Δεν με γνωρίζεις»; Απεκρίθη ο Αγαρηνός· «Πρώτην ήδη φοράν σε βλέπω και απορώ διατί είσαι εις τοιαύτην αθλίαν και ελεεινήν κατάστασιν». Λέγει ο Άγιος· «Εγώ είμαι ο Νικόλαος ο υπό σου εξαπατηθείς και οδηγηθείς εις την πλάνην και την ασέβειαν δια το ατελές τότε της ηλικίας μου, και αρνηθείς (φεύ!) τον γλυκύτατον Ιησούν μου· αλλ’ εγώ πάλιν Χριστιανός είμαι και τον Χριστόν Θεόν αληθινόν ενώπιόν σου ομολογώ, και δια τούτο ήδη παρουσιάσθην, ίνα μοι αποδώσης εκείνο το οποίον με εστέρησας· διότι φέρω την σάρκα περιτετμημένην έχουσα την σφραγίδα του σατανά. Όθεν ήλθον σήμερον ίνα διαλεχθώμεν περί τούτου αμφότεροι». Ταύτα ακούσας ο σεβής, έσπευσεν εν τω άμ και κατήγγειλε τα γενόμενα εις το κριτήριον, αποσταλέντες δε παρευθύς υπηρέται ήρπασαν τον Άγιον και παρέστησαν αυτόν εις τον κριτήν κατά την ημέραν της Μεγάλης Παρασκευής· ο δε Άγιος προσευχόμενος και φορών εκείνον τον εξ ανθέων στέφανον εις την κεφαλήν του, και δύο αυγά κόκκινα βαστάζων εις τας χείρας του, αμέσως εγχειρίζει αυτά εις αυτόν ως δήθεν δωροφορών αυτόν και λέγων· «Χριστός Ανέστη, κριτά, και εις έτη πολλά». Ταύτα ο κριτής ακούσας και νομίσας αυτόν ως φρενόληπτον λέγει· «Σαλός είσαι, μωρέ τρελλοπαπά, ή προσποιείσαι τούτον τον τρόπον»; Ο Άγιος όμως ουδέν απεκρίνατο, αλλ’ εσιώπα. Ο δε κριτής λέγει προς τους υπηρέτας· «Φέρετε εις αυτόν ένα καφέ». Οι υπηρέται αφού έψησαν τον καφέν τον έφερον εις τον Άγιον· αυτός τότε εζήτησε παρά του κριτού ταμβάκον, εκείνος δε εκβαλών την ταμβακέραν του, αργυράν ούσαν, του την προσέφερεν. Επειδή όμως εκράτει αυτήν ο Άγιος εις τας χείρας του και την εξήταζεν ικανήν ώραν, του λέγει ο κριτής· «Βλέπεις πόσα ωραία πράγματα έχομεν ημείς οι Μουσουλμάνοι; Συ δε όστις έχεις τόσους χρόνους εις την θρησκείαν των Μουσουλμάνων, τολμάς σήμερον και λέγεις πως είσαι Χριστιανός και βλασφημείς την θρησκείαν μας, την ως αυτήν την ταμβακέραν την αργυράν εξαστράπτουσαν»; Λέγει ο Άγιος· «Αληθώς είπας, πως η θρησκεία σας αστράπτει ώσπερ την ταμβακέραν σου, διότι όσον αυτήν έξωθεν εξαστράπτει, τόσον έσωθεν μαυρίζει και καταβρωμά· τοιαύτη είναι και η θρησκεία σου, έξωθεν φαίνεται εξαστράπτουσα, αν όμως ανοίξης αυτήν και περιεργασθής έσωθεν ακριβώς, θα εύρης αυτήν μαύρην, βρωμεράν και εβδελυγμένην, καθώς τούτο και εις εμέ γνωστόν τυγχάνει και αναμφίβολον». Ταύτα ειπών ο Άγιος ήρπασεν αίφνης τον καφέν, εκ του δίσκου και τον έρριψεν εις το πρόσωπον του κριτού· εκείνου δε θυμωθέντος κατ’ αυτού και πυρ πνέοντος, δια προσταγής του ήρπασαν αυτόν οι υπηρέται και σπρώχνοντες και δέροντες αυτόν τον κατεβίβασαν κακήν κακώς και τον απεδίωξαν εκ του κριτηρίου, περισσότερον δε ως φαίνεται δεν ήθελον να τον τιμωρήσωσιν ή να τον θανατώσωσι, νομίζοντες αυτόν φρενόληπτον. Φεύγων όμως εκείθεν ο Άγιος ήλθεν εις εν τζαμίον καθ’ ον καιρόν εξήρχετο εκείθεν μία των επισήμων γυναικών των Αγαρηνών μετά τεσσάρων θεραπαινίδων. Ιδών δε αυτήν ο Άγιος την έσπρωξε και την κατεφρόνησε μεγάλως και δια των ποδών του κατελάκτισεν αυτήν τόσον, ώστε έρρευσεν αίμα από το στόμα της. Τούτο δε ως φαίνεται έκαμεν ο Άγιος δια να εξάψη εις θυμόν τους Αγαρηνούς κατ’ αυτού. Όθεν επειδή εφώναζον αι θεραπαινίδες κατέφθασε πλήθος Αγαρηνών, άλλοι μεν μετά ξύλων, άλλοι δε μετά μαχαιρών, και άλλοι μετά λίθων και άπαντες εκτύπων ανηλεώς τον Μάρτυρα, έως ου κτέστησαν αυτόν ημιθανή. Τότε τινές των Χριστιανών μετεκόμισαν αυτόν ούτως έχοντα εις εν χωρίον ονομαζόμενον Ταμπιγλή, απέχον μίαν ώραν από του Βελεστίνου, όπου κατώκει η ύπανδρος αδελφή του Αγίου ονομαζομένη Δάφνη· φέραντες δε εκεί τον Άγιον, έδεσαν τας πληγάς του και άλλα προς θεραπείαν εποίησαν, έμεινε δε κλινήρης και οδυνώμενος εξ εκείνου του ραβδισμού μήνας τρεις. Μετά ταύτα αναλαβών περιεπάτει ολίγον. Κατά συγκυρίαν δε, επειδή διήλθον εκείθεν τρεις στρατιώται του Βελή πασά, εξενοδόχησαν αυτούς οι δημογέροντες του χωρίου εις την οικίαν της αδελφής του Αγίου. Ενώ δε αυτοί εκάθηντο, ο Άγιος ως άλλη τις διψώσα έλαφος παρρησιάζεται ενώπιον αυτών ομολογών τον Χριστόν. Εις δε εκ τούτων λέγει· «Συ, καλόγηρε, μη ων Χριστιανός τέλειος, τολμάς να λέγης τοιαύτας ομιλίας»; Λέγει ο Άγιος· «Και συ εάν είσαι τέλειος Τούρκος, άπλωσον την χείρα σου να βάλω επ’ αυτής πυρ, και όταν υπομείνης, θέλω πιστεύσει εις την θρησκείαν σου». Λέγει ο στρατιώτης· «Αν συ είσαι τέλειος Μοναχός, άπλωσον την χείρα σου, να βάλωμεν ημείς επάνω το πυρ, και αν το αντέξης, τότε επ’ αληθεία θέλομεν σε γνωρίσει ως τοιούτον». Εδέχθη τούτο ο Άγιος μετά χαράς και αφού ήπλωσε την δεξιάν του ατρόμως, έλαβεν ο στρατιώτης εκείνος ένα αναμμένον άνθρακα και τον έβαλεν επάνω αυτής· ο δε του Χριστού Μάρτυς ως άλλου τινός πάσχοντος υπέμεινε την δριμυτάτην εκείνην κατάφλεξιν της χειρός του μεγαλοψύχως· τοσούτον δε η χειρ αυτού κατεφλέχθη, ώστε εφουσκώθη το κρέας όλον κυκλοειδώς και περιέκλεισε το κάρβουνον εντός αυτού, οι δε στρατιώται βλέποντες την καρτερίαν του Μάρτυρος ανεχώρησαν θαυμάζοντες, εις δε ανεψιός του Αγίου, όστις ήτο εκεί παρών, ήρπασε τον άνθρακα και τον έρριψεν εις την γην. Διέμενε δε τότε ο Άγιος εις εν χωρίον Κανάλια λεγόμενον. Όθεν δέσας την κεκαυμένην αυτού δεξιάν επορεύετο εις τα Κανάλια, φθάσας δε εις το χωρίον αυτό και ερωτηθείς υπό τινος Χριστιανού διατί είχε την χείρα του δεδεμένην, απεκρίθη με φαιδρόν πρόσωπον· «Εγώ χθες εδοκιμαζόμην δι’ αυτής, αλλ’ ως φαίνεται πολλά έχει να πάθη αυτή η χειρ». Πολλά δε και διάφορα μέσα μετεχειρίζετο προς ερεθισμόν των Τούρκων ο Άγιος, αλλά κατ’ αρχάς δεν ηρεθίζοντο, αλλ’ εθώπευον αυτόν. Ο δε Άγιος μη επιτυγχάνων εισέτι του σκοπού του απήρχετο εις τα ανωτερικά μέρη του Βελεστίνου και ησύχαζεν εις τι σπήλαιον, μίαν περίπου ώραν απ’ αυτού απέχον, οπόσους δε πνευματικούς αγώνας κατά των δαιμόνων επετέλεσεν εκεί και πόσας παννυχίδας και άλλας ασκήσεις ο Θεός γνωρίζει. Αφού δε πολλάκις παρρησιασθείς ο Άγιος εις τους ασεβείς, διψών το υπέρ Χριστού Μαρτύριον, προς εξάλειψιν της πρότερον υπ’ αυτού γενομένης αρνήσεως, δεν ηξιώνετο του ποθουμένου, λυπηθείς σφόδρα επανέρχεται δι ξηράς εις το Άγιον Όρος· καθ’ όλην δε την οδοιπορίαν του δεν έλειπε να δίδη αφορμάς ίνα επιτύχη του σκοπού του, αλλ’ ίσως δεν ήτο έτι θέλημα Θεού. Όθεν επαναστρέψας εις την μετάνοιάν του, διέτριψεν εκεί ένα ακόμη χρόνον, την αυτήν πολιτείαν διάγων και μετερχόμενος το διακόνημα του εκκλησιάρχου. Μίαν δε νύκτα, ενώ προσηύχετο εις την Εκκλησίαν μόνος κάτωθεν του πολυελαίου, ακούει άνωθεν φωνήν ως από την εικόνα του Παντοκράτορος λέγουσαν· «Όστις δ’ αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι αυτόν καγώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ. ι: 33). Ευθύς τότε άμα τη τοιαύτη αποκαλύψει, λαβών ευλογίαν εκ των επισημοτέρων Πνευματικών και βαλών μετάνοιαν εις τον Προεστώτα και τους λοιπούς αδελφούς, ανεχώρησεν εκείθεν, επιστρέψας και πάλιν προς την Ζαγοράν και το Βελεστίνον. Αφού δε έφθασεν εκεί παρρησιάζεται εις το κριτήριον και ομολογεί λαμπρά τη φωνή την εις Χριστόν πίστιν· δια τούτο πάλιν ραβδίζεται ανηλεώς και πάλιν αποδιώκεται. Όθεν μεταβαίνει εκείθεν εις την Αγριάν και παρρησιάζεται εις τον εκεί διοικητήν, υβρίζει την βδελυράν θρησκείαν του μετά πολλής παρρησίας και ερεθίζει αυτόν εις το να τον θανατώση δια τον Χριστόν. Αλλ’ εκείνος γράφει αμέσως προς τον Βελή πασάν, εις τον Τύρναβον τότε ευρισκόμενον, παροτρύνων αυτόν κατά του Μάρτυρος και εκθέτων όσα κατά της θρησκείας αυτών εκήρυττεν ο ΄Αγιος. Λαβών ο ηγεμών τα κατά του Αγίου γράμματα και αναγνούς ταύτα ενεπλήσθη όλος θυμού και οργής και αποστείλας υπηρέτας παρέστησεν αυτόν εις το κριτήριον και του λέγει· «Τι άνθρωπος είσαι; Πόθεν κατάγεσαι; Και τι είναι αυτά τα οποία ακούω περί σου; Αν συ επαγγέλλεσαι την μοναχικήν πολιτείαν, δεν πρέπει ούτω να πολιτεύησαι». Ο δε Άγιος μετά μεγάλης παρρησίας και ευτολμίας απεκρίθη· «Εγώ, ω ηγεμών, νέος έτι ων την ηλικίαν, απατηθείς υπό τινος των Αγαρινών, ηρνήθην (φεύ!) τον Ιησούν Χριστόν μου και έγινα Τούρκος. Ελθών δε εις εμαυτόν και μετανοήσας, δια το θεοστυγές και ψυχώλεθρον αυτό κίνημα, κατέφυγον εις το Άγιον Όρος, ίνα κλαύσω αξίως την αμαρτίαν μου, αλλ’ εις όλον τούτο το διάστημα της εκεί επιπόνου διατριβής μου, ελεγχόμενος υπό της συνειδήσεώς μου, επέστρεψα εδώ, ίνα μέχρι θανάτου ομολογήσω Θεόν αληθινόν, εκείνον τον οποίον ανοήτως ηρνήθην, τον Ιησούν Χριστόν μου, προς εξάλειψιν του ρύπου της αρνήσεως». Ο δε ηγεμών, την πολλήν παρρησίαν του Μάρτυρος εκπλαγείς, προσέταξεν ευθύς να εμβάλωσιν αυτόν εις το δεσμωτήριον των καταδίκων. Κατά την επομένην έστειλεν ο άρχων και προσεκάλεσε τους εν Λαρίση επισημοτέρους Οθωμανούς, τον μουλάν, τους μπέηδες και τους λοιπούς αξιωματικούς, οίτινες ελθόντες εις Τύρναβον έφεραν τον Άγιον προς εξέτασιν, όστις επί παρουσία πάντων ωμολόγησε το παράπτωμα της αρνήσεώς του ατρόμως και την μετά τούτο εγκάρδιον μεταμέλειάν του· εκείνοι δε κατ’ αρχάς μετεχειρίσθησαν την υπόκρισιν και τας συνήθεις κολακείας των, συμβουλεύοντες δήθεν και υποσχόμενοι προς αυτόν τας ηδονάς τούτου του κόσμου και, αν φυλάξη την πίστιν των, να απολαύση και τα αγαθά του Παραδείσου, κατά την πεπλανημένην αυτών θρησκείαν. Ταύτα εκείνοι έλεγον· ο δε Άγιος, λαμπρά τη φωνή, ενώπιον πάντων απεκρίθη. «Όσα μοι υπόσχεσθε ς τα έχετε σεις, καθώς και πάντα τα αγαθά του κοσμοκράτορος πατρός σας διαβόλου». Συν τούτοις δε τους λέγει και τούτο δια να τους ερεθίση· «Ο ψευδοπροφήτης σας Μωάμεθ εσεληνιάζετο και ήτο κσιδιάρης». Όθεν μη υποφέροντες να ακούωσι τοιαύτα από στόματος Μοναχού, τρίζοντες τους οδόντας εκραύγαζον εις τον ηγεμόνα κατά του Αγίου· «Θανάτωσον αυτόν». Διο και ο ηγεμών εξέδωκε προσταγήν να ξυραφίσωσι την κεφαλήν του και αφού απογυμνώσωσιν αυτόν και βάλωσιν επί της κεφαλής του κοιλίαν προβάτου, να τον αναβιβασωσιν εις όνον και να τον περιφέρωσιν εις όλους τους δρόμους και τας ρύμας του Τυρνάβου, την ουράν του όνου εις χείρας του βαστάζοντα. Τούτων ούτω γενομένων, ο Μάρτυς χαίρων και δοξολογών τον Θεόν εσύρετο πανταχού, εμπιζόμενος και την ύβριν ταύτην ως τιμήν λογιζόμενος. Βλέποντες οι Αγαρηνοί τον Μάρτυρα αγαλλόμενον δια ταύτα όλα, ελυπούντο και εσκυθρώπαζον, την απτόητον παρρησίαν αυτού αισχυνόμενοι. Ο δε Χριστώνυμος λαός, εξεναντίας περιχαρής, ως καταξιωθέντες και εις τους εσχάτους αυτών καιρούς να ίδωσι τοιαύτα θαυμάσια, συνώδευον τον Άγιον και μετά πομπής έφερον αυτόν έως το παλάτιον του ηγεμόνος. Οι δε υπηρέται ως θηρία ανήμερα καταβιβάσαντες από τον όνον τον Μάρτυρα κάτω εις την αυλήν, έβαλον δια προσταγής του ηγεμόνος εν κούτσουρον μεγάλον, έναντι του οικήματος, εις το οποίον ο ηγεμών και οι περί αυτόν ίσταντο θεωρούντες. Ο δε ηγεμών προστάζει να κόψωσι με πέλεκυν τους πόδας και τας χείρας του Μάρτυρος. Κατά την προσταγήν λοιπόν του ηγεμόνος, ο Άγιος ποιήσας το σημείον του Τιμίου Σταυρού εις τον εαυτόν του, απλώνει κατά πρώτον με μεγάλην γενναιότητα τον αριστερόν του πόδα επάνω εις το ξύλον· ο δε δήμιος, καίτοι ήτο έτοιμος και εβάσταζεν ανά χείρας τον πέλεκυν, ηυλαβείτο να κόψη τον πόδα του Αγίου (διότι ήτο Αιγύπτιος Χριστιανός) και ήθελε ν’ αποφύγη τούτο. Αλλ’ ο Μάρτυς στρεφόμενος προς αυτόν λέγει· «Εκτέλεσον, τέκνον μου, την προσταγήν του ηγεμόνος και μη διστάζης παντελώς». Και ούτως υψώσας τον πέλεκυν ο δήμιος και κτυπήσας εις το οστούν του ποδός δις, απέκοψε τον πόδα αυτού. Είτα βάλλει τον δεξιόν και αφού έκοψαν και αυτόν, βάλλει την αριστεράν του χείρα, και ταύτης αποκοπείσης δια μιας, τελευταίον πάλιν ποιήσας το σημείον του Τιμίου Σταυρού εν όλωτω σώματι, βάλλει επάνω του ξύλου και την δεξιάν του χείρα και έκοψαν και ταύτην. Τούτων ούτω γενομένων, ουδέν σημείον οδύνης και φόβου έδειξεν ο μακάριος Γεδεών, ουδέ ωχ! Ηκούσθη να λαλήση ή η όψις του να α΄΄οιωθή ή το όμμα αυτού να κλείση, ώστε ο ηγεμών και οι περί αυτόν έκθαμβοι εγένοντο δια την αμίμητον ταύτην καρτερίαν του Μάρτυρος. «Ίσασι γαρ, (ως λέγει ο θείος Γρηγόριος), και πολέμιοι ανδρός αρετήν θαυμάζειν». Ω της μεγαλοψυχίς σου και καρτερίας σου γενναίε Αθλητά του Χριστού Γεδεών! Συνέβη δε τότε να γίνη ψύχος υπερβολικόν και ο Μάρτυς ήτο εξηπλωμένος εις την αυλήν του ηγεμόνος, ωσάν εις Παράδεισον ευφραινόμενος· οι δε Αγαρηνοί έλεγον κατ’ αυτού πολλά και εβλασφήμουν, αλλ’ ελάμβανον και παρ’ αυτού τας ανταποκρίσεις αρμοδίας και θείας σοφίας μεστάς· διό και έμενον ναπολόγητοι. Κατ’ αυτήν δε την ιδίαν ημέραν, περί το εσπέρας, προσέταξεν ο ηγεμών και έφερον τέσσαρας Χριστιανούς, οίτινες άραντες τον Μάρτυρα, έτι ζώντα τον έρριψαν εις τα αναγκαία του παλατίου. Περί δε την τετάρτην ώραν της νυκτός, αφού οι εν τω παλατίω εκοιμήθησαν, έκαστος εις τα οικήματά των, τότε νεοφώτιστος τις Χριστιανός εξ Εβραίων προσελθών εις τον Άγιον, λέγει προς αυτόν άνωθεν· «Ευλόγησόν με, Άγιε, και παρακαλώ σε να με αξιώσης της αγίας σου ευχής». Εκείνος δε απεκρίθη προς αυτόν· «Εάν μεν είσαι Ορθόδοξος Χριστιανός, έχε την ευχήν του Ιησού Χριστού· εάν δε είσαι ασεβής, έχε την κατάραν του, εν όσω θα επιμένης εις την ασέβειαν». Ο δε νεοφώτιστος, Κωνσταντίνος ονόματι, παρεκάλει τον Άγιον μετ’ ευλαβείας να δείξη προς αυτόν θαύμα προς πίστωσίν του και ο Οσιομάρτυς περιχαρώς απεκρίθη· «Εγώ υπάρχω αμαρτωλός άνθρωπος ενώπιον του Θεού και ζητείς παρ’ εμού θαυματουργίαν»; Εκείνος δε εντονώτερα παρεκάλει αυτόν δια να θαυματουργήση προς στερέωσίν του εις την Ορθοδοξίαν, καθότι προ ολίγου ηξιώθη του θείου Βαπτίσματος και ως νεοπαγής εκλονίζετο. Ο δε Μάρτυς συγκαταβαίνων εις τας αιτήσεις του νέου, είπε προς αυτόν υπό του Αγίου Πνεύματος· «Τούτο το παλάτιον του ηγεμόνος, πριν να τελειώση ο χρόνος, έχει να γίνη αρχή της παντελούς καταστροφής των Τούρκων». Την προφητείαν ταύτην ακούσας ο νέος παρά του Αγίου, την εκοινολόγησεν εις την ανάδοχόν του ονόματι Ελισάβετ του Ευθυμίου, εκείνη δε έδωκεν εντολήν εις αυτόν να φυλάξη τούτο μυστικόν. Ο δε Άγιος ούτω βασανιζόμενος παρέδωκε το πνεύμα αυτού εις χείρας Θεού ζώντος την 30ην Δεκεμβρίου του έτους 1818, αναδησάμενος τον αμάραντον στέφανον της εις Χριστόν ομολογίας, εν ουρανοίς αγαλλόμενος και υπέρ ημών τον Θεόν αεί δυσωπούμενος. Οι δε Χριστιανοί δωροδοκήσαντες τους τυράννους έλαβον μετά πολλάς περιπετείς το άγιον αυτού Λείψανον και το έφεραν εις την Εκκλησίαν των Αγίων Δώδεκα Αποστόλων, την εις την πόλιν του Τυρνάβου ευρισκομένην. Τότε ελθόντος και του Μητροπολίτου Λαρίσης, μετά πλήθους Ιερέων, Ιερομονάχων και αρχόντων, έπλυναν ευλαβώς το μαρτυρικόν Λείψανον του Αγίου, και έψαλλον αυτό κατά την τάξιν των Μοναχών. Κατά δε την ώραν εκείνην κατά την οποίαν εκήδευον τον Μάρτυρα, ελθόν εν κοράσιον βαστάζον ανά χείρας μέρος βαμβακίου εζήτει να εμβάψη αυτό εις τα τεθλασμένα και αιματωμένα μέλη του Μάρτυρος, δια να φέρη αυτό προς την κυρίαν της, ήτις κακώς έπασχεν υπό ανιάτου πάθους. Αλλ’ επειδή τινες απεκρίθησαν, ότι παρήλθεν η ώρα, διότι είχον ήδη ράψει το Λείψανον, την ευλάβειαν αυτής τις των περιεστώτων ιδών, σχίζει με το μαχαίριόν του το σάβανον και την αριστεράν χείρα αυτού εκβαλών και προσεγγίσας εις αυτήν το βαμβάκιον εκείνο, ουδεμίαν δε ρανίδα αίματος ευρών έρραψε πάλιν αυτό. Αλλ’ ω των θαυμασίων σου δωρεών, Κύριε! Έκπληκτος ο προρρηθείς εκείνος Χριστιανός, όστις ήτο πρώτος των γραμματέων του ηγεμόνος, το όνομ Ευθύμιος Δούκας, βλέπει αιματωμένον όλον το σάβανον, ωσαύτως κι οι λοιποί Χριστιανοί το παράδοξον τούτο ιδόντες, ότι έρρεεν αίμα θερμόν από τα τεθλασμένα μέλη του τριάκοντα ήδη ώρας μετά από την εκκοπήν των και εικοσιτέσσαρας ώρας από της τελευτής του, έμειναν άπαντες έκθαμβοι και εξίσταντο, δοξάζοντες τον Σωτήρα Χριστόν τον ούτως ευδοκήσντα, ίνα και εις τους εσχάτους εκείνους καιρούς τοιούτον μαρτύριον κατορθωθή και να ρεύση αίμα θερμόν από νεκρόν σώμα υπερφυώς. Οι δε Χριστιανοί έλαβον προς αγιασμόν εκ τούτου του αίματος ευλαβώς· διο και εστάθη το του Αγίου Λείψανον εις τον κράββατον δύο ώρας σχεδόν, έως ότου επλήσθησαν άπαντες λαβόντες εκ του μαρτυρικού εκείνου αίματος, έκαστος μετά πίστεως. Μετά ταύτα ψάλλοντες το ιερόν Λείψανον, ενεταφίασαν αυτό εις καινόν μνημείον όπισθεν του ιερού Βήματος, στήσαντες επ’ αυτού εν μανουάλιον μαρμάρινον και όσοι μετά πίστεως και ευλαβείας προσήρχοντο εις το μνημείον και ήναπτον κηρίον εις εκείνο το μανουάλιον, εκ παντοίας νόσου εθεραπεύοντο, και όχι μόνον τότε, αλλά και μέχρι της σήμερον πλείστα όσα επιτελούνται θαυμάσια. Κατά δε το επόμενον έτος 1819 Μαρτίου δεκάτη Τετάρτη εξωλοθρεύθησαν οι δύο εκείνοι ηγεμόνες, κατά την προφητείαν την οποίαν προείπεν ο Άγιος εις τον νεοφώτιστον Κωνσταντίνον εις το αναγκαίον, ότι πριν τελειώση ο χρόνος έχει να γίνη το παλάτιον του ηγεμόνος αρχή της παντελούς καταστροφής των. Και ούτως έχει η αλήθεια· διότι και αυτόν τον Βελήν και τον πατέρα του Αλήν, τον ηγεμόνα της Ηπείρου, εξωλόθρευσεν ο Σουλτάνος. Έμεινε δε το άγιον Λείψανον εις το μνήμα μέχρι του έτους 1837, ήτοι χρόνους ολοκλήρους δέκα εννέα, ότε και ο ηγουμενεύων εις την Ιεράν Μονήν του Καρακάλλου ονόματι Προκόπιος απέστειλεν Ιερομόναχον τινά, ονόματι Γαβριήλ, εκ της Μακρυνίτσης της Δημητριάδος καταγόμενον, μετά γράμματος του Μοναστηρίου εις Τύρναβον. Ελθών λοιπόν εκείνος εζήτησεν επιμελώς τα άγια Λείψανα του Αγίου, τα οποία ευρέθησαν εις ευλαβή τινα Χριστιανόν Μιτάκον ονομαζόμενον, όστις προ δύο μηνών ήδη είχε κάμει την ανακομιδήν του ιερού Λειψάνου, δι’ αποκαλύψεως του Αγίου. Ούτος ο φιλόχριστος ανήρ έχων την οικίαν του πλησίον του Ιερού Ναού των Αγίων Δώδεκα Αποστόλων, εις τον οποίον ευρίσκετο και ο πάνσεπτος τάφος του Αγίου, απεφάσιζε πολλάκις την ανακομιδήν του Ιερού αυτού Λειψάνου, πάντοτε όμως ανέβαλλε ταύτην. Επιστάς λοιπόν ο Άγιος κατ΄ όναρ είπε προς αυτόν· «Αύριον ποίησον την ανακομιδήν μου, καθώς σκέπτεσαι τούτο, αλλ’ όμως εμπράκτως ουδέν κατορθώνεις». Έξυπνος δε γενόμενος και εκπλαγείς δεν ετόλμησε να είπη τίποτε εις ουδένα. Κατά δε την επομένην νύκτα εμφανισθείς και πάλιν ο Άγιος προτρέπει αυτόν, ίνα επιχειρισθή την ανακομιδήν αυτού· όθεν παραλαβών ούτος και τους τρεις υιούς του δια νυκτός, εποίησε την ανακομιδήν του Αγίου και μετεκόμισεν ευλαβώς εις την οικίαν του τα άγια Λείψανα, βαλών δε αυτά εις λάρνακα εναπέθεσεν εις εν δωμάτιον της οικίας του, ήναπτε δε τακτικώς και την κανδήλαν. Ο δε Θεός και πάλιν εδόξασε τον δούλον του και ακούσατε. Εισελθών ποτε κατά την συνήθειάν του εις το δωμάτιον ο Χριστιανός εκείνος ίνα προσευχηθή, βλέπει εξαίφνης τον Άγιον πεπληρωμένον φωτός και ευωδίας αρρήτου. Όθεν εκπλαγείς εκάλεσε και τους λοιπούς της οικίας, νομίζων ότι αύτη καίεται. Εκείνοι δε το παράδοξον τούτο θέαμα βλέποντες, εδόξασαν τον Θεόν και τον αυτού Άγιον, ο οίκος δε εκείνος πολλάκις πληρούται αρρήτου ευωδίας. Ο δε προειρημένος Ιερομόναχος Γαβριήλ μετά την ανακομιδήν έλαβε μέρη τινα του Αγίου Λειψάνου, τους πόδας, τας χείρας και την σαγόνα, εκ της θεωρίας των οποίων έντρομος γίνεται ο άνθρωπος. Διότι φαίνονται εισέτι αι συνθλάσεις και αι πληγαί των μαχαιρών υπό των ασεβών κατά τον καιρόν του Μαρτυρίου, άτινα λαβών μετεκόμισεν εις το Ιερόν Μοναστήριον του Καρακάλλου το κατά το Αγιώνυμον Όρος κείμενον. Οι δε Πατέρες δεξάμενοι αυτά χαίροντες, ανέπεμψαν ευχαριστήριον εις τον Θεόν, διότι ηξιώθησαν και εις τους εσχάτους αυτών χρόνους να ίδουν τοιούτον εξαίσιον και θαυμαστόν Μαρτύριον του Αγίου νέου Οσιομάρτυρος Γεδεών. Ου ταις αγίαις πρεσβείαις ρυσθείημεν και ημείς των ψυχικών και σωματικών παθών και αξιωθείημεν της Βασιλείας των ουρανών, μετά των απ’ αιώνος τω Θεώ ευαρεστησάντων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Tη ΛΑ΄ (31η) Δεκεμβρίου, Ο Όσιος ΓΕΛΑΣΙΟΣ εν ειρήνη τελειούται.

Δημοσίευση από silver »

Καταχωρίζομεν ενταύθα το κατόρθωμα, το οποίον εποίησεν ο Αββάς ούτος Γελάσιος, ως δηλωτικόν της άκρας προσπαθείας του και το οποίον αναφέρει ο «Ευεργετινός» (ημετέρα έκδοσις Ε΄, Τόμ. Β΄ υπόθ. ΛΗ΄, σελ. 346, Διδ. 10). Είναι δε τούτο το εξής: Ο Όσιος ούτος είχεν εν βιβλίον περιέχον την Παλαιάν και την Καινήν Διαθήκην, το οποίον είχεν εναποθέσει εις την Εκκλησίαν δια να το αναγινώσκουν οι αδελφοί, είχε δε τούτο αξίαν 18 νομισμάτων. Τούτο αδελφός τις ξένος έκλεψεν, ο δε Όσιος Γελάσιος, αν και ηννόησε τον κλέπτην, δεν τον εκυνήγησεν. Ο δε κλέψας επήγεν εις την πόλιν και εζήτει να το πωλήση 16 νομίσματα. Εκείνος όμως ο οποίος ήθελε να το αγοράση, το επήρε δια να το εξετάση, κατά συγκυρίαν δε επήγε και το έδειξεν εις τον ίδιον Αββάν Γελάσιον ζητών να τον πληροφορήση περί της αξίας αυτού. Ο Αββάς Γελάσιος, ιδών τούτο, προσεποιήθη ότι δεν εγνώριζε τίποτε, και είπεν εις τον άνθρωπον· «Καλόν είναι και αγόρασον αυτό εις την τιμήν την οποίαν ζητεί». Επιστρέψας δε εκείνος προς τον κλέψαντα είπεν· «Έδειξα το βιβλίον εις τον Αββάν Γελάσιον και μοι είπεν ότι δεν είναι άξιον τόσης τιμής, όσην ζητείς». Ο δε κλέψας είπε· «Δεν σοι είπεν άλλο τίποτε ο Γέρων»; Απεκρίθη ο άνθρωπος· «Όχι». Όθεν ο κλέψας κατανυχθείς από την ανεξικακίαν του Γέροντος, είπε· «Δεν θέλω πλέον να το πωλήσω». Όθεν λαβών αυτό επήγε προς τον Όσιον Γελάσιον και παρεκάλει αυτόν να το δεχθή, ο Όσιος όμως δεν ήθελεν· ο δε κλέψας είπεν· «Εάν δεν το πάρης, εγώ δεν έχω ανάπαυσιν». Τότε λέγει προς αυτόν ο Όσιος· «Εάν δεν αναπαύεσαι, ιδού το λαμβάνω». Όθεν από το έργον τούτο του Γέροντος ωφελήθη ο κλέψας αυτός αδελφός έως τέλους της ζωής του.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Α΄ (1η) του μηνός Ιανουαρίου την κατά σάρκα ΠΕΡΙΤΟΜΗΝ του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών ΙΗΣΟΥ ΧΡ

Δημοσίευση από silver »

Τη Α΄ (1η) του μηνός Ιανουαρίου την κατά σάρκα ΠΕΡΙΤΟΜΗΝ του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ εορτάζομεν.

Περιτομήν την κατά Σάρκα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού εορτάζομεν σήμερον, αδελφοί, την οποίαν κατεδέχθη να λάβη φιλανθρώπως κατά την προσταγήν του παλαιού Νόμου, ίνα αντί της χειροποιήτου και σαρκικής Περιτομής αντεισάξη εις ημάς την αχειροποίητον και πνευματικήν Περιτομήν, ήτοι το άγιον Βάπτισμα. Ταύτην, την του Κυρίου Περιτομήν, παρελάβομεν ημείς οι Χριστιανοί παρά των Αγίων Πατέρων να πανηγυρίζωμεν κατ’ έτος, ως και την πανηγυρίζομεν, λογιζόμενοι ταύτην ως μίαν των Δεσποτικών εορτών δια τον ημάς τιμήσαντα Κύριον δια μέσου αυτής. Διότι, καθώς ο Κύριος κατεδέχθη δι’ ημάς την ένσαρκον αυτού Αγίαν Γέννησιν και έλαβεν όλα τα άλλα ιδιώματα της ανθρωπίνης φύσεως, όσα ήσαν όλως αδιάβλητα και ακατηγόρητα, τοιουτοτρόπως δεν επησχύνθη ο Πανάγαθος να λάβη και την Περιτομήν. Έλαβε δε ο Κύριος την Περιτομήν δια δύο αίτια· πρώτον μεν, διότι ηθέλησε να εμφράξη τα στόματα των αιρετικών, οίτινες ετόλμησαν να είπωσιν, ότι δεν έλαβεν ο Κύριος σάρκα αληθινήν, αλλά κατά φαντασίαν (οι οποίοι ήσαν ο θεομάχος Μάνης και οι τούτου οπαδοί Μανιχαίοι), διότι πως ήθελε περιτμηθή, εάν δεν ελάμβανε σάρκα αληθινήν; Και δεύτερον, ίνα επιστομίση τους Ιουδαίους, οίτινες κατηγόρουν τον Κύριον, ότι δεν φυλάττει το Σάββατον, και ότι παραβαίνει τον Νόμον, ψευδώς συκοφαντούντες αυτόν, διότι ο Κύριος εφύλαττε τον Νόμον έως και εις αυτήν την Περιτομήν. Δια τούτο λοιπόν μεθ’ ημέρας οκτώ από της εκ Παρθένου Γεννήσεώς του, ηυδόκησεν ο Κύριος να φερθή υπό της Μητρός Του και του Ιωσήφ εις τον διωρισμένον εκείνον τόπον, όπου ήτο συνήθεια να περιτέμνωνται τα βρέφη, ένθα περιετμήθη και έλαβε το γλυκύτατον όνομα Ιησούς, το οποίον εκάλεσεν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, ότε ευηγγέλισετην Θεοτόκον, προ του να συλληφθή ο Κύριος εν τη κοιλία της Παρθένου, ως γράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Μετά δε την Περιτομήν ο Κύριος ευρίσκετο μετά των γονέων του και έζη ανθρωπίνως προκόπτων και αυξάνων, τόσον κατά την ηλικίαν του σώματος, όσον και κατά την σοφίαν και χάριν, εις σωτηρίαν ημών· «Και Ιησούς προέκοπτε σοφία και ηλικία και χάριτι παρά Θεώ και ανθρώποις» (Λουκ. β:52).
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Β΄ (2α) του Ιανουαρίου, μνήμη του εν Αγίοις πατρός ημών ΣΙΛΒΕΣΤΡΟΥ Πάπα Ρώμης.

Δημοσίευση από silver »


Σίλβεστρος ο μακάριος πατήρ ημών ήτο από την μεγαλόπολιν Ρώμην, την ζηλευτήν και περίφημον. Κατά την νεότητά του εχρημάτισε μαθητής Ιερομονάχου τινός και κληρικού της αυτής Μητροπόλεως, όστις εκαλείτο Κυρίων, άνθρωπος θεοφιλής, σοφός, και εις την πίστιν Ορθόδοξος. Παρά τούτου διδαχθείς ο μακάριος Σίλβεστρος εφύλαττε τα ορθά της πίστεως ημών δόγματα, και μιμούμενος τας αρετάς του διδασκάλου του επρόκοπτε καθ’ εκάστην εις την ευσέβειαν, κηρύττων την αλήθειαν, χωρίς ουδόλως να υπολογίζη τον εκ των Ελλήνων φόβον και κίνδυνον. Ήτο δε κατά πολλά φιλόξενος, και υπεδέχετο όσους ξένους έβλεπε να έρχωνται από άλλους τόπους, και τους περιεποιείτο πλουσίως. Μεταξύ των άλλων ξένων ήλθε ποτε και τις Ιερομόναχος, ονόματι Τιμόθεος, όστις ήλθεν από την Αντιόχειαν, και εκήρυττε τον Χριστόν πανταχού ως Απόστολος. Ο δε θείος Σίλβεστρος δεν εδειλίασεν, ως οι άλλοι Χριστιανοί, να υποδεχθή του Ευαγγελίου τον κήρυκα, αλλά τον υπεδέχθη χαίρων και φιλοτίμως τον εξένιζεν επί ένα έτος καθ’ ο έμεινεν εκεί κηρύττων εις όλην την Ρώμην το ιερόν Ευαγγέλιον, και πολλούς επέστρεψεν εις την θεοσέβειαν. Δια τούτο οι ασεβείς τον εφυλάκισαν, και πολύν καιρόν τον εβασάνιζαν με διάφορα κολαστήρια, και μετά ταύτα τον απεκεφάλισαν. Τούτο ιδών ο θείος Σίλβεστρος μετέβη, αφού ενύκτωσε βαθέως, και λαβών το άγιον αυτού λείψανον το έκρυψεν εις τον οίκον του επί τινας ημέρας, έως ότου γυνή τις πλουσία έδωκε πολλά αργύρια εις τον Άγιον Μιλτιάδην, όστις ήτο εκεί Αρχιεπίσκοπος, δια των οποίων του έκτισαν Εκκλησίαν και τον έβαλαν εκεί ευλαβώς και εντίμως ως έπρεπεν, έκαμον δε και ολονύκτιον αγρυπνίαν με όλους τους κληρικούς και τον Αρχιεπίσκοπον. Τούτο μαθών ο έπαρχος προσέταξε και τον έφεραν ενώπιόν του δέσμιον, και τον ηπείλησε λέγων· «Να θυσιάσης εις τους θεούς ή θα σε θανατώσω με πικράς βασάνους». Ο δε Άγιος, προβλέπων από Πνεύμα Άγιον τον ταχύτατον θάνατον του επάρχου, του έδωκεν ευαγγελικήν απόκρισιν λέγων· «Ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου», ήτοι αυτήν την νύκτα μέλλεις να ξεψυχήσης «δια να λάβης την αμοιβήν, διότι εφόνευσας τον δίκαιον αδίκως». Τότε θυμωθείς ο έπαρχος προστάσσει να φυλακίσουν τον Άγιον με βαρείαν άλυσον. Τούτου γενομένου, απήλθεν εις τον οίκον του ο έπαρχος και καθώς έτρωγεν ιχθύς, εσφηνώθη εις τον λαιμόν του ένα κόκκαλον και ούτε ιατροί ούτε οι αδύνατοι θεοί του ηδυνήθησαν να τον θεραπεύσουν, αλλά εβασανίζετο από την ώραν του γεύματος έως το μεσονύκτιον και τότε κακώς ο κακός εξεψύχησεν, καθώς ο Άγιος επροφήτευσε. Τότε οι μεν ευσεβείς ηυφράνθησαν, οι δε ασεβείς εφοβήθησαν, να μη πάθωσι και αυτοί τα όμοια. Εξήγαγον όθεν από την φυλακήν τον Άγιον και πίπτοντες εις τους πόδας του εδέοντο να μη τους οργισθή δια την ατιμίαν την οποίαν του έκαμαν. Ο δε μακάριος Σίλβεστρος τόσην χάριν είχεν από τον Θεόν, ώστε όχι μόνον οι ευσεβείς, αλλά και οι ειδωλολάτραι τον ηγάπων δια την αρετήν του και τον είχον εις ευλάβειαν. Όθεν όταν έγινε χρόνων τριάκοντα, τον εχειροτόνησεν ο άνωθεν αρχιερεύς Ιεροδιάκονον, διότι ήτο ταπεινός και καλόγνωμος και γενικώς εστολισμένος με ήθη ουράνια. Όχι δε μόνον εις τας πράξεις, αλλά και εις το είδος της θεωρίας ήτο ως Άγγελος και εις όλα του τα κατορθώματα τέλειος, και έλαμπεν ως πυρσός εις το σκότος επιστρέφων πολλούς απίστους εις την ευσέβειαν. Δια την ένθεον ταύτην πολιτείαν του Αγίου συναχθέντες, μετά την κοίμησιν του Αγίου Μιλτιάδου, όλοι οι ευσεβείς, παρεκάλουν αυτόν να τον ψηφίσουν Αρχιεπίσκοπον της πόλεως, όστις δια ταπεινοφροσύνην και μετριότητα έλεγεν, ότι δια το νέον της ηλικίας και άλλας αιτίας δεν ήτο δια την αρχιερωσύνην άξιος. Αλλά όσον εκείνος προσεπάθει να αποφύγη, τόσον αυτοί επέμενον και παρά την θέλησίν του τον εχειροτόνησαν και ετέθη η πόλις εις το όρος, κατά το ιερόν Ευαγγέλιον, και ο λύχνος εις υψηλόν τόπον, δια να φωτίζωνται εξ αυτού άπαντες. Αφού λοιπόν ο θείος Σίλβεστρος έγινε του κορυφαίου Πέτρου εις τον θρόνον διάδοχος, εσπούδαζε να μιμήται τον ζήλον εκείνου και την θερμότητα, ποιμαίνων τα λογικά πρόβατα εις νομάς σωτηριώδεις, ήτοι εις τας εντολάς του Κυρίου, ίνα φυλάττουν της Εκκλησίας τα ορθά και άγια δόγματα. Ούτος ο μακάριος έγραψε διαφόρους νόμους πρώτος από τους άλλους Αρχιερείς, προστάσσων να μη ασχολούνται οι κληρικοί και όλοι οι εκκλησιαστικοί με υλικάς υποθέσεις, αλλά μόνον εις τας προσευχάς να σχολάζωσι, να μη νηστεύουν τα Σάββατα όλα του ενιαυτού, καθώς κάμνουν εις εκείνα τα εσπέρια μέρη, αλλά μόνον το Άγιον και Μέγα Σάββατον, κατά το οποίον ήτο εις τον τάφον ο Κύριος. Ούτος και τας ημέρας της εβδομάδος μετωνόμασε, τας οποίας οι Ρωμαίοι εκάλουν την α΄ του Ηλίου, την β΄ της Σελήνης, την γ΄ του Άρεως, την δ΄ του Ερμού, την ε΄ του Διός, την στ΄ της Αφροδίτης και το Σάββατον του Κρόνου. Ούτος επωνόμασε και την πρώτην Κυριακήν, δια την Ανάστασιν του Κυρίου μας και τας λοιπάς ημέρας αφήκε καθώς εις το παλαιόν ονομάζονται. Ύπήρχε δε εκεί εις την Ρώμην εις το όρος, το οποίον ονομάζουν Ταρπήϊον, όπου έκτισαν το Καπιτώλιον, ένα βαθύτατον σπήλαιον εις το οποίον κατώκει εις δράκων μέγας και φοβερώτατος. Εις τούτον έγιδον τροφάς κάθε μήνα, τας οποίας του έφερον κάτωθεν τινές μάντεις και γόητες, άνδρες τε και γυναίκες. Επέστρεφον δε μετά ταύτα λέγοντες δαιμονικά λόγια. Ενίοτε δε ήρχετο και εις την είσοδον του σπηλαίου ο δράκων, αλλ’ έξω τελείως δεν εξήρχετο, όμως από την πνοήν του και την δυσωδίαν του εμολύνετο ο αήρ και εγίνετο θανατικόν εις την πόλιν· εθανατώνοντο δε περισσότερον τα μικρότερα παιδιά. Τότε οι ειδωλολάτραι είπον προς τον Άγιον· «Είσελθε εις το σπήλαιον, κάμε τον δράκοντα με την δύναμιν του Θεού σου να μη αναβαίνη και θανατώνωνται οι άνθρωποι και τότε να πιστεύσωμεν εις τον Θεόν σου ως παντοδύναμον». Τότε ο Άγιος εσύναξεν όλους τους πιστούς, ιερωμένους και λαϊκούς, και ενήστευσαν ημέρας τρεις προσευχόμενοι και δεόμενοι του Θεού να δείξη τα θαυμάσιά Του δια να δοξασθή το Πανάγιον αυτού και Σωτήριον Όνομα. Και τη Τρίτη ημέρα φαίνεται καθ’ ύπνον ο Άγιος Πέτρος ο Απόστολος και λέγει προς τον Σίλβεστρον. «Παράλαβε τον Θεόδωρον και Διονύσιον τους Ιερείς και Ονωράτον και Ρωμανόν τους Διακόνους και λειτουργήσατε εις την είσοδον του σπηλαίου, μετά δε την θείαν μυσταγωγίαν λάβε μίαν δυνατήν άλυσον και ανάβηθι εις την φωλεάν του δράκοντος, έως να εύρης μίαν σιδηράν θύραν, την οποίαν να κλείσης καλώς και να περάσης εις τους σιδηρούς κρίκους την άλυσον και να την δέσης επικαλούμενος το όνομα του Δεσπότου Χριστού ταύτα λέγων· «Αύτη η πύλη να μη ανοίξη έως την φρικτήν ημέραν της Κρίσεως». Ταύτα τελέσας ο θείος Σίλβεστρος ελύτρωσε την πόλιν όλην από το θανατικόν. Όθεν οι πρώην λατρευταί των δαιμόνων μύσται της Αγίας Τριάδος εγένοντο και πολλοί ειδωλολάτραι εβαπτίσθησαν, όχι μόνον από τους άλλους, αλλά και αυτοί οίτινες υπηρετούσαν τον δράκοντα. Όταν δε έγινε βασιλεύς εις την Ρώμην ο Μαξέντιος εκίνησε μέγαν διωγμόν κατά των Χριστιανών. Επρόσταξε δε όσοι Χριστιανοί αρνούνται να θυσιάσωσιν εις τα είδωλα να τιμωρούνται με διαφόρους βασάνους. Πολλοί τότε Χριστιανοί εμαρτύρησαν, και πολλοί φεύγοντες την μανίαν του τυράννου εκρύπτοντο εις τα όρη· εις αυτά δε κατέφυγον και οι Ιερείς και οι λοιποί κληρικοί και εξυπηρέτουν κεκρυμμένοι τους Χριστιανούς. Τότε και ο μακάριος Σίλβεστρος, δίδων τόπον εις την οργήν, ανεχώρησεν εις το όρος και εκρύπτετο, όχι δια τον φόβον του θανάτου, αλλά δια να φυλάξη το ποίμνιόν του. εις δε τας ημέρας εκείνας ο Πανάγαθος και Παντελεήμων Θεός απέστειλε λύτρωσιν τω λαώ αυτού τον Μέγαν Κωνσταντίνον, όστις ερχόμενος από τα δυτικά μέρη με τα στρατεύματά του κατενίκησε τη δυνάμει του Σταυρού τα στρατεύματα του Μαξεντίου· και αυτός δε ο τύραννος Μαξέντιος νικηθείς έπεσεν εις τον Τίβεριν και επνίγη. Ελθών ο Μέγας Κωνσταντίνος εις την Ρώμην ανεκηρύχθη από όλην την Σύγκλητον και τον στρατόν αυτοκράτωρ. Τότε ο θεοπρόβλητος βασιλεύς Κωνσταντίνος εξέδωκεν ευθύς ορισμόν να στήσουν τον ζωοποιόν Σταυρόν εις τα κυριώτερα μέρη της πόλεως, τους φυλακισμένους Χριστιανούς απηλευθέρωσε, τους εξορίστους επανέφερεν εις τους τόπους των και νόμον έγραψε να είναι πλέον ελεύθεροι οι Χριστιανοί εις την λατρείαν του Χριστού. Και όχι μόνον αυτόν, αλλά και άλλους δικαίους νόμους εθέσπισε προς δόξαν Θεού και ενίσχυσιν της ευσεβούς ημών πίστεως. Να μη τολμήση δηλαδή τις να βλασφημήση τον Χριστόν, ή να ενοχλήση Χριστιανόν, ο δε παραβάτης να τιμωρήται αυστηρώς και να δημεύωνται όλα αυτού τα υπάρχοντα· και άλλους ομοίους νόμους. Τότε και οι κεκρυμμένοι Χριστιανοί επανήλθον εις την πόλιν και οι κληρικοί επέστρεψαν και ο μακάριος Σίλβεστρος κατήλθεν από το όρος κληθείς από τον βασιλέα, όστις τον ανεζήτει, διότι είδεν εν οράματι τους Αγίους Αποστόλους Πέτρον και Παύλον και τον επρόσταξαν να καλέση τον Αρχιερέα Σίλβεστρον. Ελθών λοιπόν ο Άγιος εις τον βασιλέα τον εδίδαξε περί των μυστηρίων της Ορθοδόξου πίστεως του Χριστού, εκείνος δε ο μακάριος επίστευσεν εις όλα προθυμότατα και κλίνας την κεφαλήν εποίησεν ο Άγιος ευχήν και τον έκαμε κατηχούμενον, τον εθεράπευσε δε και από την νόσον η οποία τον εμάστιζε. Την δε βάπτισιν ανέλαβε, διότι ο βασιλεύς επεθύμει να βαπτισθή εις τον Ιορδάνην όπου και ο Κύριος εβαπτίσθη. Προσέταξε δε ο ευσεβής βασιλεύς να κτίσουν και Ναόν μέγιστον του Σωτήρος Θεού εις τα βασίλεια έσωθεν, του οποίου Ναού το σχήμα αυτός ο βασιλεύς ιδιοχείρως εσχεδίασε και πρώτος από όλους εις τα θεμέλια έσκαψεν. Όθεν εις ολίγας ημέρας εβαπτίσθησαν, χωρίς τας γυναίκας και τα παιδία, άνδρες δώδεκα χιλιάδες. Καθ’ εκάστην δε οι μεν ειδωλολάτραι κατησχύνοντο, η δε ευσέβεια ηύξανε. Ημέραν δε τινα εσύναξεν ο βασιλεύς όλην την Σύγκλητον, και λέγει προς αυτούς· «Πρέπει να γνωρίζετε, αγαπητοί, ότι των βεβήλων ψυχών η διάνοια δεν δύναται να δεχθή συμβουλήν σωτήριον, διότι ευρίσκονται βεβυθισμένοι εις το σκότος της αγνωσίας οι τάλανες. Εκείνοι όμως, οίτινες κατορθώσουν να ανοίξουν τους οφθαλμούς της διανοίας, θέλουν εννοήσει την αλήθειαν, ώστε να μη προσκυνούν αναίσθητα πράγματα, δημιουργήματα των χειρών του ανθρώπου. Λάβετε ως παράδειγμα τας πράξεις μου και πιστεύσατε εις τον μόνον αληθινόν Θεόν, εις τον οποίον και εγώ εξ όλης ψυχής επίστευσα. Αυτόν μόνον ας προσκυνούμεν ως Παντοδύναμον και Πανάγαθον και ουχί τα άψυχα και αναίσθητα είδωλα, τα οποία όχι μόνον δεν δύνανται να μας ωφελήσουν, αλλά μάλλον χρειάζονται βοήθειαν από ημάς να τα φυλάττωμεν, ίνα μη τα συντρίψουν ή τα κλέψουν. Εγώ δεν θέλω να επιβάλω εις κανένα παρά την θέλησίν του να ασπασθή την ευσέβειαν, αλλά ως φίλος σάς συμβουλεύω το συμφερώτερον. Η ανθρωπίνη δούλευσις επιβάλλεται και ακουσίως του δουλεύοντος, ο Πανάγαθος Θεός όμως ουδένα αναγκάζει, αλλά θέλει την προς Αυτόν λατρείαν αυτοπροαίρετον με λογισμόν συνετόν και σώφρονα». Ταύτα του ευσεβούς βασιλέως λέγοντος, εβόησαν άπαντες. «Ένας είναι ο αληθινός Θεός, ο Χριστός, όστις έσωσεν από την νόσον τον βασιλέα μας». Τότε προστάσσει να ανάψουν λαμπάδας εις το παλάτιον και έγινεν εις όλην την πόλιν πολλή αγαλλίασις και μεγάλη πανήγυρις· τους τάφους των Αγίων εστόλησαν, τους δεσμίους και φυλακισμένους όλους απέλυσαν, όσους είχον σιδηροδεσμίους δια το όνομα του Χριστού ηλευθέρωσαν, τους εξορίστους ανεκάλεσαν, και απλώς ειπείν πολλά καλά έργα και θεάριστα εις δόξαν Αυτού ετέλεσαν και ηγάλλετο η Εκκλησία του Χριστού, ότι ελυτρώθη από τους αθέους τυράννους και εδόξαζε τον Παντοδύναμον Θεόν, διότι έπαυσαν οι κατά των αθώων Χριστιανών σκληροί διωγμοί και όλη οι οικουμένη ηγάλλετο. Μόνος δε ο χαιρέκακος και φθονερός όφις επικραίνετο, όστις μη υποφέρων τοιαύτην πληγήν θανάσιμον, εζήτει τρόπον και μέθοδον να εμποδίση την ευσέβειαν. Και καθώς ποτε εχρησιμοποίησε τον όφιν μέσον και όργανον προς την Εύαν, και τους εξώρισε με τον Αδάμ από τον Παράδεισον, ούτω και τότε εδοκίμασε δια μέσου των Εβραίων, εάν δυνηθή, να καταπνίξη την ευσέβειαν, ο δε τρόπος της μηχανής αυτής του πονηρού ούτως έγινε. Τον καιρόν εκείνον η μήτηρ του βασιλέως Ελένη ήτο εις την επαρχίαν των Βιθυνών, διότι εκεί εγεννήθη. Προς αυτήν προσήλθον τινές Ιουδαίοι λέγοντες· «Έργον καλόν έκεμεν ο βασιλεύς, ν’ απαρνηθή τα είδωλα, αλλά έπεσεν εις άλλην πλάνην παρομοίαν, προσκυνών ένα κατάδικον άνθρωπον, τον οποίον ως κακούργον οι πατέρες ημών εσταύρωσαν· Λοιπόν εάν αγαπάς αυτόν ως τέκνον σου, συμβούλευσον αυτόν, να προσκυνή μόνον τον αιώνιον Θεόν, ίνα του δώση μακροημέρευσιν και να τον δοξάση και εις την μέλλουσαν ζωήν αιωνίως». Ως γυνή λοιπόν η βασιλομήτωρ επίστευσεν εις των μιαρών Ιουδαίων τους δολίους λόγους, και στέλλει γράμμα προς τον υιόν ταύτα λέγουσα· «Εχάρην πολύ και εδόξασα τον Θεόν, ότι ελυτρώθης από την πλάνην των ειδώλων. Πάλιν όμως ελυπήθην ότι επίστευσες εις τον Χριστόν, τον οποίον οι Εβραίοι εσταύρωσαν. Λοιπόν παρακαλώ την ευσέβειάν σου, να επιστρέψης εις τον Παντοκράτορα Θεόν, τον οποίον προσκυνούν οι Εβραίοι, όστις είναι αληθινός και Παντοδύναμος, εάν επιθυμής επί της γης μεν να μακροημερεύσης, να ζήσης δε και αιωνίως». Την επιστολήν ταύτην της μητρός του λαβών ο βασιλεύς της αντέγραψε τοιαύτην απόκρισιν λέγων· «Δέσποινα και Μήτερ μου, χαίροις εν Κυρίω. Εκείνος όστις κυβερνά όλον τον κόσμον και ζωοποιεί και διαφυλάττει ημάς, ωκονόμησε και έγινα βασιλεύς, και δεν πρέπει να γίνωμεν περί τον ευεργέτην αχάριστοι. Λάβε λοιπόν τους σοφωτέρους διδασκάλους των Εβραίων και ας έλθουν να διαλεχθώσι με τους Επισκόπους του Χριστού έμπροσθεν ημών και τότε θέλομεν γνωρίσει ακριβώς την αλήθειαν, και να προσδράμωμεν εις την Ορθόδοξον πίστιν. Έρρωσο». Τότε εξέλεξαν οι Εβραίοι άνδρας δώδεκα, τους εξάρχους των Φαρισαίων και εξαιρέτους διδασκάλους, οι οποίοι όχι μόνον την των Φαρισαίων γλώσσαν εγνώριζον, αλλά και την Ελληνικήν και την Ρωμαϊκήν κατείχον βαθύτατα. Εις δε εξ αυτών ήτο μάγος και από τους άλλους σοφώτερος, αλλά και πονηρότερος, Ζαμβρής ονόματι. Ούτοι ελθόντες εις την Ρώμην με την Αυγούσταν Ελένην, είπον προς τον βασιλέα να εύρη και αυτός δώδεκα από τους Επισκόπους των Χριστιανών, ίνα συζητήσωσι μετ’ αυτών, δια να φανερωθή η αλήθεια. Ο δε μακάριος Σίλβεστρος απεκρίνατο λέγων· «Ημείς δεν έχομεν την ελπίδα μας εις το πλήθος των ανθρώπων· διότι όσον έχομεν ολιγωτέραν βοήθειαν εις την γην, τόσον μας βοηθεί η θεία δύναμις περισσότερον». Λέγει τότε προς αυτόν ο Εβραίος· «Αν θέλης να φανής άριστος και καλός διδάσκαλος, δεν θέλω να μας αναφέρης Ευαγγέλιον, ούτε άλλα ιδικά σας βιβλία, αλλά μόνον από τους Προφήτας ας είναι αι μαρτυρίαι σου». Λέγει ο Άγιος Σίλβεστρος· «Αυτό είχον και εγώ κατά νουν, διότι οπόταν σας νικήσω με τας μαρτυρίας των διδασκάλων σας, τότε δεν έχετε πλέον στόμα να απαντήσετε». Λέγει τότε ο Εβραίος· «Ο Παντοκράτωρ Θεός είπε ταύτα. «Ίδετε, ίδετε ότι εγώ ειμι Θεός και ουκ εστιν έτερος πλην εμού». Λοιπόν εάν αυτός λέγη, ότι εις μόνος υπάρχει Θεός, διατί σεις τολμάτε και ονομάζετε τρεις, ένα εκείνον τον οποίον ομολογούμεν ημείς, τον οποίον Πατέρα λέγετε, δεύτερον τον Υιόν, ον εσταύρωσαν οι πατέρες μας, και τρίτον το Πνεύμα το Άγιον;» Λέγει ο Άγιος Σίλβεστρος· «Ημείς ένα Θεόν ομολογούμεν και σεβόμεθα, τον οποίον λέγομεν, ότι έχει Λόγον, καθώς λέγει ο Προφήτης· «Τω Λόγω Κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν». Πνεύμα δε λέγομεν, καθώς είπεν ο Προφήτης· «Και τω Πνεύματι του στόματος αυτού πάσα η δύναμις αυτών». Υιόν λέγομεν αυτόν εκείνον, ον λέγει ο Προφήτης ως εκ προσώπου του Πατρός, «Υιός μου ει συ, εγώ σήμερον γεγένηκά σε». Το οποίον «σήμερον» σημαίνει πάντοτε, διότι εις τον Θεόν δεν χωρεί το χθες, ούτε το σήμερον, επειδή είναι υπέρχρονος και άναρχος, και γεννά τον Υιόν αεί και πάντοτε. Δι’ αυτό λέγει και εις την Γένεσιν· «Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν». Λέγει ο Εβραίος· «Δεν ημπορεί να δεχθή αυτήν την πίστιν νους ανθρώπινος και να ομολογή Πατέρα, Υιόν και Πνεύμα Άγιον». Λέγει τότε ο Άγιος Σίλβεστρος· «Δεν το ανέγνωσας εις τον Δαβίδ λέγοντα: «είπεν ο Κύριος τω Κυρίω μου· κάθου εκ δεξιών μου. Υιός μου ει συ», και εις άλλον τόπον, «Αυτός επεικαλέσεταί με, Πατήρ ει συ», και πάλιν δια το Πνεύμα λέγει· «Το Πνεύμα σου το Άγιον μη αντανέλης απ’ εμού», και πάλιν· «Τω Πνεύματι του στόματος αυτού πάσα η δύναμις αυτού;». Τότε είπεν ο βασιλεύς· «Εξίσταμαι τω όντι, διότι νικώνται οι Ιουδαίοι με τόσας μαρτυρίας των Γραφών αυτών και πάλιν ως φιλόνικοι αντιλέγουσι». Και στρεφόμενος προς τους Ιουδαίους λέγει· «Ιδού ότι εγνώρισα πασιφανώς με μαρτυρίας ιδικάς σας, ότι είναι βέβαια Πατήρ, Υιός και Πνεύμα Άγιον. Λοιπόν δεν υπάρχει ανάγκη να συζητήτε πλέον δι’ αυτήν την υπόθεσιν, μόνον εάν έχετε άλλην διαφοράν, δια ταύτην συνεχίσατε». Λέγει ο Εβραίος· «Εις το Ευαγγέλιόν σας γράφεται, ότι ο Ιησούς επρόκοπτεν εις την ηλικίαν και σοφίαν, και ότι επειράχθη από τον διάβολον, έπειτα τον επρόδωσεν ο μαθητής, και τον έδεσαν, τον ενέπαιξαν, και μαστιγώσαντες αυτόν εσταύρωσαν και απέθανε. Λοιπόν εάν ήτο Θεός, πως έπαθεν;» Λέγει ο Άγιος Σίλβεστρος: «Όλα ταύτα οι Προφήται εκήρυξαν και άκουσον. Ο Ησαϊας λέγει ταύτα δια του Χριστού την άσπορον γέννησιν. «Ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται Υιόν και καλέσουσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ». Ομοίως είπε και άλλας πολλάς προφητείας ο σοφός Σίλβεστρος, δια την ανατροφήν του Χριστού και δια το Πάθος και την Ανάστασιν. Ήτοι «Ο εσθίων άρτους μου εμεγάλυνεν επ’ εμέ πτερνισμόν. Διαμερίσαντο τα ιμάτιά μου. Έδωκαν εις το βρώμα μου χωλήν». Και άλλα διάφορα ρητά, τα οποία ηξεύρομεν άπαντες. Εις δε το τέλος έφερε το ρητόν του Ιερεμίου, όστις λέγει· «Εν τη ταφή αυτού οι νεκροί ζωοποιηθήσονται», ότι τον καιρόν εκείνον όπου εσταυρώθη ο Δεσπότης Χριστός και ετάφη, οι τάφοι ηνοίχθησαν, και πολλοί νεκροί ανεστήθησαν, ο ήλιος εσκοτίσθη, και εσχίσθη του Ναού το καταπέτασμα, και σεισμός μέγας και φοβερός εγένετο, όθεν και οι Έλληνες τον Χριστόν Υιόν Θεού ωμολόγησαν· «Λοιπόν, ω Ιουδαίε, εάν δυνηθής να αποδείξης, ότι δεν είπον οι Προφήται σας τους λόγους τούτους, με ενίκησας ως ψεύστην και φλύαρον· ει δε και είναι αληθές ότι τα είπον οι Προφήται, πρέπει να τα δεχθής και συ ως αληθέστατα, να ομολογήσης τον Χριστόν Θεόν και άνθρωπον· και εάν δεν παραδεχθής με την θέλησίν σου, το μαρτυρείς ακουσίως με το πείσμα σου, λέγων τους Προφήτας αληθινούς, καθώς εισιν αψευδέστατα. Ει δε και είπης, ότι εψεύσθησαν, τότε αρνείσαι την θρησκείαν σου». Τότε εχάρη ο βασιλεύς εις τον σοφώτατον αυτόν του Σιλβέστρου συλλογισμόν, και λέγει προς τους Ιουδαίους· «Δεν ημπορείτε να αντιστήτε πλέον εις ουδέν, επειδή αι γραφαί σας ταύτα εκήρυξαν». Τότε λέγουσι προς τον Επίσκοπον· «Εκείνα όσα είπον οι Προφήται δια άλλους, τα αποδίδετε εις τον Χριστόν ψευδώς». Λέγει τότε ο Άγιος Σίλβεστρος· «Ευρήτε μου άλλον τινά όστις να εγεννήθη από Παρθένον Κόρην, και να εσταυρώθη, και ν’ ανεστήθη τριήμερος, και τότε θα ομολογήσω και εγώ ότι δεν τα είπον δια τον Χριστόν». Αυτά και έτερα λέγοντος του Αγίου Σιλβέστρου και εναντιουμένου του Ζαμβρή και των λοιπών Ιουδαίων, επέρασεν ώρα πολλή. Όθεν ο βασιλεύς εβαρύνθη τους Εβραίους, διότι έλεγον προβλήματα τινά άχρηστα και μάταια υποδείγματα, ήθελε δε να δώση τέλος εις την συζήτησιν και να λάβη την νίκην ο Άγιος Σίλβεστρος. Δια να μη παραπονεθούν όμως οι Ιουδαίοι, τους ηρώτησεν εάν είχον να είπουν άλλο τι. Εις δε απ’ εκείνους απεκρίνατο λέγων· «Ακόμη δεν απήντησεν ο Σίλβεστρος εις την ερώτησίν μας. Ημείς τον ηρωτήσαμεν να είπη, πως έπαθεν ο Χριστός εάν ήτο Θεός· αυτός δε μόνον απέδειξεν ότι έγινεν ανθρωπος». Ταύτα λέγων στρέφει τον λόγον προς τον Άγιον Σίλβεστρον λέγων· «Αδύνατον είναι να μου αποδείξης εις το αυτό πρόσωπον δύο ουσίας, η μία να πάσχη ύβριν και βάσανον, και η άλλη να μένη αμέτοχος πάθους και αβλαβής». Λέγει ο Άγιος Σίλβεστρος· «Και αν σου το αποδείξω, ομολογείς έμπροσθεν των παρόντων αρχόντων, ότι ενικήθης, ή πάλιν μελετάς να σπείρης άλλα νεώτερα ζιζάνια;» Τότε ο Ιουβάλ Ιουδαίος έμεινε σιωπών. Ο δε βασιλεύς είπε· «Εάν αυτός δεν ομολογήση την νίκην, οι παρεστώτες θέλουν παραδεχθή ταύτην εις πείσμα του, μόνον ειπέ την απόδειξιν». Τότε ο Άγιος Σίλβεστρος έλαβε την αλουργίδα του βασιλέως λέγων· «Με ταύτην την πορφυρίδα ενίκησα τον αντίπαλον, ότι το ένδυμα τούτο ήτο μέταξα λευκή πρότερον, την έβαψαν δε με το αίμα της κογχύλης και έλαβε το κόκκινον τούτο χρώμα. Έπειτα το έκλωσαν και ύφαναν ιμάτιον, τα οποία όλα βάσανα υπομένει η μέταξα ή το έριον εάν τύχη ή ό,τι άλλο, ενώ η βαφή της βασιλικής αξίας δεν πάσχει ούτε υβρίζεται. Το αυτό όντως έγινε και εις το Σώμα του Χριστού, από το οποίον έπαθε μόνον η Σαρξ. Η θεότης όμως, ήτις λογίζεται ως η βαφή, έμεινεν, ως απαθής, αμέτοχος πάσης ύβρεως. Εάν δεν σε φθάνη, ω Ιουδαίε, τούτο το παράδειγμα, άκουσον και δεύτερον και τρίτον εις δόξαν της ομοουσίου Τριάδος. Όταν κόπτη τις ένα δένδρον, το οποίον φωτίζουν αι ακτίνες του ηλίου, λαμβάνει ο ήλιος πάθος τι οπόταν το δένδρον κόπτεται; Ουχί, αλλά μόνον το ξύλον πάσχει και κόπτεται, η δε λάμψις του ηλίου μένει αβλαβής και απαθής». Λέγει τότε ο Εβραίος· «Παρακαλώ σε, ειπέ μου και το τρίτον, ίνα με πείσης καλύτερον». Λέγει ο Άγιος Σίλβεστρος· «Ο σίδηρος, τον οποίον σφυροκοπά ο χαλκεύς, όταν τον αποσύρη από το πυρ, είναι υπόδειγμα σαφέστατον, ίνα καταπείση πάντα φιλόνικον, ότι το πυρ δεν υπομένει ύβριν τινά, αλλά μόνον ο σίδηρος σφυροκοπείται και κόπτεται. Ούτω και η Θεότης έμεινε απαθής, ως άϋλος, και μόνον η Σαρξ του Χριστού έπαθεν». Ταύτα ακούσαντες οι παρεστώτες όλοι ευφήμησαν τον σοφώτατον Σίλβεστρον και προστάσσει ο βασιλεύς να παύσουν την συζήτησιν. Ο δε Άγιος δεν ηθέλησε, διότι μόνον με τους δέκα φιλοσόφους διελέχθη, οι δε άλλοι δύο δεν είχον ομιλήσει ακόμη τίποτε. Όθεν δια να μη παραπονεθούν, είπε προς τον Σιλεών, όστις ήτο ο ενδέκατος, εάν είχε να κάμη τινά ερώτησιν. Και ούτος είπεν εις αυτόν· «Δικαίως διακρίνεις τα πράγματα. Ειπέ μας λοιπόν εάν είπον οι Προφήται τας αιτίας της τοσαύτης ύβρεως και του τοσούτου πάθους, ήτοι διατί να λάβη ο Χριστός τόσον άσχημον και κατησχυμμένον θάνατον, και δεν ελύτρωσε με άλλον τρόπον τον άνθρωπον;» Εις ταύτην την ερώτησιν έδωκεν ο θείος Σίλβεστρος την πρέπουσαν απόκρισιν, την οποίαν δεν γράφομεν εις πλάτος κατά λέξιν δια συντομίαν. Με ταύτην όμως του απέδειξεν ότι η άκρα δικαιοσύνη του Θεού δεν συνεχώρει να μας ελευθερώση αλλέως, δια να γίνη η διόρθωσις αρμοδία και εναντία της παραβάσεως. Ήτοι καθώς ο δαίμων ηπάτησε τον άνθρωπον και του Παραδείσου με το ξύλον της βρώσεως εξώρισεν, ούτω με το ξύλον του Σταυρού ο Χριστός ενίκησε τον αντίπαλον και ανέστησε τον άνθρωπον και τον έκαμε πάλιν άξιον του Παραδείσου. «Ξύλω γαρ έδει το ξύλον ιάσασθαι και πάθει του απαθούς εν τω ξύλω λύσαι τα πάθη του κατακρίτου». Ηδύνατο ο Θεός να προστάξη ένα Άγγελον να σαρκωθή και να μας λυτρώση, αλλά δεν ήτο εκείνου το αίμα και το πάθος αντάξιον όλης της ανθρωπότητος. Αλλ’ αυτός ο Πανάγαθος, όπως μας έπλασεν εκ του μη όντος εις το είναι, αυτός μας έδωκε και το ευ είναι δια να είμεθα όχι του Αγγέλου υπόχρεοι, αλλ’ αυτού του Ποιητού και Σωτήρος μας και να φυλάττωμεν όλας τας εντολάς Του. Ταύτα ακούσαντες οι περιεστώτες, οι μεν Χριστιανοί εχάρησαν, οι δε Εβραίοι έμειναν άφωνοι, μη δυνάμενοι να αντισταθώσι πλέον. Ο δε Ζαμβρής, ως πονηρός και πολυμήχανος, έβαλεν εις τον νουν του μίαν πανουργίαν, ήτις του έγινεν αιτία να καταισχυνθή περισσότερον και να πέση εις τον λάκκον, τον οποίον ητοίμασε, και λέγει προς τον βασιλέα· «Δέσποτα, ο Σίλβεστρος είναι πολυλόγος, και μας νικά εις την διάλεξιν. Αλλ’ ας αφήσωμεν τους λόγους, ότι τα έργα είναι πιστότερα. Πρόσταξον να φέρουν εδώ ένα ταύρον άγριον και τότε θα γνωρίσετε του Θεού μου την δύναμιν, το όνομα του οποίου είναι τόσον φοβερόν, ώστε δεν δύναται καμμία ακοή να το ακούση και να μη αποθάνη πάραυτα. Δια τούτο οι προπάτορές μας, όταν ήθελον να θυσιάσουν μεγάλους ταύρους, έλεγον εις το ους του ζώου το θείον όνομα και ευθύς τούτο ετελεύτα· ας είπη λοιπόν και ο Σίλβεστρος το όνομα του Θεού εις το ους του ταύρου, και εάν τελευτήση, τότε ο Θεός, ον ούτος σέβεται, είναι ο αληθινός· ει δε και μείνη ζωντανός, να το είπω και εγώ και εάν τότε τελευτήση ο ταύρος, να μου πιστεύσητε». Ο δε Άγιος Σίλβεστρος είπε προς τον Ζαμβρήν· «Εάν όντως δεν υποφέρη να ακούση του Θεού σου το όνομα, πως το ήκουσες εσύ και δεν απέθανες;» Ο δε απεκρίνατο· «Επτά ημέρας ενήστευσα, δεόμενος να μου το φανερώση ο Κύριος και τότε είδα μίαν λεκάνην αργυράν γεμάτην ύδωρ και ένα δάκτυλον, όστις το εσημάδευεν εις το ύδωρ, και μετά βίας και κόπου πολλού το απείκασα· εάν λοιπόν είπης και συ εις το ους του ταύρου αυτό το όνομα και τελευτήση, αληθής είναι η πίστις σου». Λέγει τότε ο Άγιος Σίλβεστρος· «Ο Θεός μου δεν δίδει θάνατον, αλλά μάλλον ζωήν και μακαριότητα». Τότε ο θείος Σίλβεστρος παρεκάλεσε τον βασιλέα και όλην την Σύγκλητον να στείλουν ανθρώπους να φέρουν τον αγριώτερον ταύρον, τον οποίον θα εύρουν· και ούτως έφερον ένα, τον οποίον δεν ηδύναντο να τον κρατούν με σχοινία τριάκοντα άνδρες. Τότε ο Ζαμβρής με πολλήν υπερηφάνειαν και έπαρσιν επλησίασε τον ταύρον και ελάλησε μυστικά τας μαντείας του και παρευθύς το ζώον κατέπεσε χαμαί και απέθανεν. Οι μεν Ιουδαίοι εχάρησαν και εφώναζον περιγελώντες τον Άγιον Σίλβεστρον· αυτός δε ανέβη εις τόπον υψηλόν και προστάσσει να σιωπήσουν όλοι, ίνα ακούση έκαστος τον λόγον του. Έπειτα εκήρυξε ταύτα μεγαλοφώνως και λέγει· «Εγώ κηρύττω τον Δεσπότην Χριστόν, όστις φωτίζει τυφλούς, λεπρούς καθαρίζει, παραλύτους εγείρει, νεκρούς ανιστά και ιατρεύει πάσαν ασθένειαν· όθεν φανερόν είναι ότι ο Ζαμβρής δεν ωνόμασε τον Θεόν, αλλά τον διάβολον, όστις ημπορεί να δώση ως φονεύς και ανθρωποκτόνος θάνατον, αλλά να αναστήση τινά δεν δύναται· λοιπόν, ω Ζαμβρή, εάν θέλης να σου πιστεύσωμεν, ανάστησον το ζώον καθώς αυτό εθανάτωσες και τότε όλοι μας να πιστεύσωμεν εις τον Θεόν σου». Τότε ο Ζαμβρής έσχισε το ιμάτιόν του και εφώναζε λέγων· «Βλέπεις, βασιλεύ πολύχρονε, ότι τον ενίκησα με τα έργα και όμως προσπαθεί να μας συγχύση με τας πανουργίας και τας φλυαρίας του;». Ακούσας ταύτα ο βασιλεύς είπε προς τον Εβραίον· «Καλά σου λέγει Σίλβεστρος, ότι ο ελεήμων Θεός δίδει ζωήν εις πάντας και όχι όλεθρον· λοιπόν ή ανάστησον τον ταύρον, ίνα πιστεύσωμεν εις σε, ή θα σε θανατώσω ως πλάνον και γόητα, ίνα μη παρασύρης τους ανθρώπους εις την απώλειαν». Ο δε απεκρίνατο· «Αυτό, βασιλεύ, δεν ημπορεί να το κάνει κανείς άνθρωπος». Λέγει τότε ο Άγιος Σίλβεστρος· «Αλλ’ εάν εγώ τον αναστήσω, επικαλούμενος του Δεσπότου Χριστού το ζωοποιόν και σωτήριον όνομα, τι να σου κάμωμεν;» Ο δε Ζαμβρής απεκρίνατο· «Και εάν πετάξης εις τα ουράνια, δεν δύνασαι να τον αναστήσης». Τότε ο βασιλεύς εθυμώθη και λέγει· «Θαυμάζω, Ζαμβρή, την αναισχυντίαν σου· συ όμως είπες να λείπουν τα λόγια και μόνον έργα να γίνωνται· και τώρα αυτός υπόσχεται να τον αναστήση και συ λέγεις πως είναι αδύνατον; Αλλά αν κάμη τον λόγον έργον και αναστήση το ζώον, συμφωνείτε να πιστεύσητε εις τον Χριστόν άπαντες;» Οι δε Ιουδαίοι, νομίζοντες τούτο αδύνατον, υπεσχέθησαν μεθ’ όρκου ότι, εάν εκ νεκρών αναστήση τον ταύρον ο Σίλβεστρος, θα γίνωσι Χριστιανοί πάραυτα. Τότε ο Άγιος, κλίνας εις την γην τα γόνατα, ύψωσε προς τον ουρανόν τας χείρας και τα όμματα και έκαμε μετά δακρύων μυστικά προς Κύριον δέησιν, έπειτα ηγέρθη και λέγει ταύτα μεγαλοφώνως, ίνα τον ακούσωσιν άπαντες· «Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού, δέομαι και παρακαλώ την αγαθότητά Σου, να αναστήσης τούτο το ζώον όπερ ο Ζαμβρής εθανάτωσεν, επικαλούμενος τον διάβολον, δια να γνωρίση πας ο λαός την μεγάλην Σου δύναμιν, να πιστεύσουν εις το Πανάγιόν Σου όνομα». Ούτως ειπών εφώνησε προς το ζώον λέγων· «Εις το όνομα του Δεσπότου Ιησού Χριστού, όστις εσταυρώθη επί Ποντίου Πιλάτου, έγειραι και σταμάτησε με πάσαν ημερότητα». Τότε ο ταύρος ηγέρθη, ω του θαύματος! και πλησιάσας ο Άγιος έλυσε όλα του τα σχοινία λέγων· «Ύπαγε εις τον τόπον σου ήμερος και μη τολμήσης να βλάψης κανένα πώποτε, ούτε άλλος να σε βλάψη εσένα, ούτε να σε φονεύσουν, αλλά όταν ζήσης τον διατεταγμένον καιρόν, να τελευτήσης με φυσικόν θάνατον». Τότε οι Ιουδαίοι ιδόντες τοιούτον θαύμα εξαίσιον εξέστησαν και πίπτοντες εις τους πόδας του Αγίου εδέοντο να τους συγχωρήση την προτέραν ασέβειαν. Ομοίως και ο ευσεβέστατος βασιλεύς προσεκύνησε και ευφήμησε τον Άγιον, ωσαύτως και η βασίλισσα και οι επίλοιποι άρχοντες, ζητούντες και αυτοί το άγιον Βάπτισμα. Ο δε μακάριος Σίλβεστρος κατηχήσας αυτούς, Ιουδαίους και ειδωλολάτρας, τους επρόσταξε να νηστεύσουν κατά την τάξιν ικανάς ημέρας με ελεημοσύνας και δάκρυα και τότε τους εβάπτισεν εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος του αληθινού Θεού. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Γ΄ (3η) Ιανουαρίου, μνήμη του Αγίου Προφήτου ΜΑΛΑΧΙΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Μαλαχίας ο θείος Προφήτης εγεννήθη εκ της φυλής Λευϊ, εν τόπω καλουμένω Σοφερώ, κατά τους χρόνους εκείνους κατά τους οποίους επέστρεψαν οι Εβραίοι εις Ιερουσαλήμ από της αιχμαλωσίας Βαβυλώνος. Νέος δε έτι ων, απέκτησε πολιτείαν ενάρετον και αρίστην, έλαβε δε το όνομα Μαλαχίας (το οποίον ελληνιστί ερμηνεύεται Άγγελος) δια δύο αίτια· αφ’ ενός μεν, διότι ήτο ωραίος και ευπρεπής, αφ’ ετέρου δε διότι όσα ο Προφήτης ούτος επροφήτευεν, ελάμβανον ευθύς την βεβαίωσιν του θείου Αγγέλου, όστις έλεγε ταύτα εις αυτόν, και τον οποίον δεν έβλεπον οι ανάξιοι, αλλά μόνον οι άξιοι, την φωνήν όμως αυτού όλοι ήκουον ανεξαιρέτως. Ήκμασε δε κατά τον καιρόν του Έσδρα τετρακόσια έτη προ Χριστού. Ήτο δε, ως είπομεν, εν τη νεότητι αυτού ωραίος την όψιν, έχων το πρόσωπον όχι στρογγυλόν, αλλά μακρόν, και τας τρίχας συνεστραμμένας και κυκλοειδείς και οιονεί κουρευμένας, την δε κεφαλήν πλατείαν και μεγάλην.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”