Λίγες μέρες μαζί με τους μοναχούς

Ερωτήσεις και πληροφορίες περί των Ορθοδόξων Προσκηνυμάτων

Συντονιστής: Συντονιστές

Απάντηση
Proskinitis
Τακτικό Μέλος
Τακτικό Μέλος
Δημοσιεύσεις: 51
Εγγραφή: Κυρ Νοέμ 18, 2007 6:00 am

Λίγες μέρες μαζί με τους μοναχούς

Δημοσίευση από Proskinitis »

ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΜΟΝΑΧΟΥΣ


( Αποσπάσματα μνήμης και σκέψεων... )


…Ένα πρωινό του Σεπτεμβρίου 2007, μπήκα στο αμάξι, παρατώντας τους πάντες και τα πάντα και παίρνοντας μαζί μου μόνο ένα σακβογιάζ με δυο- τρία ρούχα, κατευθύνθηκα προς την Εθνική Οδό για ένα άγνωστο ταξίδι, που το χρειαζόμουνα… που το χρωστούσα στον εαυτό μου…

Έβλεπα τους άλλους, αλαφιασμένους να τρέχουν βιαστικά για τις δουλειές τους, να κορνάρονται, να βρίζονται, να στριμώχνονται και δεν ξέρω άλλο τι και έλεγα στον εαυτό μου:

« Κάνε υπομονή να βγεις από δω και να τους αφήσεις όλους αυτούς πίσω σου…
Αυτοί ας τρέχουν σαν παλαβοί στις δουλειές τους, εσύ τώρα έχεις μια άλλη δουλειά, μακριά τους, χωρίς να σε ενοχλούν με την παρουσία τους και τις νοοτροπίες τους… κάνε υπομονή, σε λίγο θα αραιώσουν, σε λίγο θα είσαι μόνος σου στον δρόμο και γύρω σου θα υπάρχει μόνο η φύση, κάνε λιγάκι υπομονή…»

Έκλεισα τα παράθυρα να μην ακούω τις φωνές τους και τις ματαιόδοξες εξυπνάδες και βλακείες τους, έβαλα την μουσική, μια ωραία συλλογή ινδικού διαλογισμού, που κατέβασα από το Ιντερνέτ και την πέρασα στην κασέτα για το αμάξι, και έκανα πράγματι υπομονή…
Μιάμιση ώρα έκανα να γλιτώσω απ’ όλους αυτούς, επιτέλους ο δρόμος άνοιξε, έμεινα σχεδόν μόνος στον δρόμο, έξω από την τρελή και παλαβή Αθήνα με τους εξ ίσου τρελούς και παλαβούς που την κατοικούν, και ένιωσα ανακούφιση…

«Και γω τρελός και παλαβός είμαι σαν κι αυτούς,- σκέφτηκα,- και το καταλαβαίνω αυτό μόνο αν βρεθώ μακριά τους, έξω στην φύση.
Μάλλον το ίδιο καταλαβαίνουν κι’ αυτοί, όταν βρεθούν μόνοι τους, τουλάχιστον οι περισσότεροι…»

Πάτησα το γκάζι και έτρεξα ελεύθερα.
Φύση, απόλυτη ηρεμία, απαλή ινδική μουσική διαλογισμού μέσα στο αμάξι και μαύρα ρούχα πάνω μου…

Γιατί μαύρα ρούχα?
Μου αρέσουν τα μαύρα ρούχα, παρατήρησα από παιδί ακόμη, ότι το μαύρο χρώμα με έλκει και δεν ήξερα για πολύν καιρό την αιτία…Τώρα το κατάλαβα.

Το μαύρο συμβολίζει την αποκοπή από τις γήινες χαρές, την ταπείνωση των κενόδοξων γήινων επιδιώξεων και ορέξεων, την αποκόλληση από το γήινο, την υπέρβαση του γήινου… την απόπειρα προσέγγισης του Θεϊκού… ξεπερνώντας το φθαρτό, πρόσκαιρο και ψεύτικο γήινο, την περιοχή του μαύρου ( του σκότους, της ύλης) για να εισέλθεις στην περιοχή του λευκού ( του φωτός, του πνεύματος)…

Ο δρόμος περνούσε πια μέσα από τα πανύψηλα βουνά, μέσα από πυκνά δάση, πανέμορφη θέα και στην καρδιά ένα μεγάλο ερώτημα…

Περνώ την ορεινή λίμνη αριστερά μου και βλέπω τις πινακίδες, που με κατευθύνουν εκεί, όπου διάλεξα να πάω…
Σε λίγο, στο υψόμετρο πάνω από 1200 μέτρα, μέσα στο πυκνό δάσος,
μακριά από τα πάντα και τους πάντες, είδα επιτέλους την πινακίδα, που περίμενα να βρω:
« Ιερά Μονή …».
Εδώ αποφάσισα, για ν’ αποκτήσω την εμπειρία, να ζήσω λίγες μέρες σαν μοναχός.
Σε πλήρη απομόνωση από τον έξω κόσμο.
Έφτασα.

Σπρώχνω την τεράστια ξύλινη πόρτα και μπαίνω…
Αυλή… κάτι παλιά κτίσματα μισοερειπωμένα αιώνων στην άκρη της αυλής… οι πάνω όροφοι χρησίμευαν κάποτε για δωμάτια και οι κάτω ήταν στάβλοι για τα ζώα των ταξιδιωτών επισκεπτών πριν από αιώνες.
Η είσοδος στο καθεαυτό μοναστήρι περνά μέσα από ένα μικρό τούνελ από πέτρα, κατευθύνομαι εκεί για να μπω μέσα στην Ιερά Μονή…
Δύο τεράστια μαντρόσκυλα μόλις με είδαν άρχισαν άγρια να γαβγίζουν…
Αφήνω κάτω την τσάντα μου, στέκομαι τελείως ακίνητος με σκυμμένο το κεφάλι, τα σκυλιά με πλησιάζουν, με μυρίζουν και ησυχάζουν…
Φαίνεται τους άρεσα… άλλωστε μπήκα σεμνά και ήσυχα…
Αρχίζουν να κουνάν χαρούμενα τις ουρές…
Με αποδέχτηκαν… τότε συνέχισα… μπαίνω μέσα στην εσωτερική αυλή του μοναστηριού στρωμένη με την αρχαία πέτρα…
Η Ιερά Μονή του … όλη από πέτρα… γύρω- γύρω ξύλινα μπαλκόνια, όροφοι, κελιά μοναχών… τριαντάφυλλα παντού, μπροστά μου ένας τεράστιος ξύλινος Σταυρός, τριών ίσως και παραπάνω μέτρων ύψους, πνιγμένος μέσα στις τριανταφυλλιές, που το σκέπασαν κυριολεκτικά…
Αφήνω πάλι κάτω την τσάντα μου και κάνω το σταυρό μου…
Οι μοναχοί τελικά ήσαν δυο σ' ολόκληρο το μοναστήρι ...
Οι άλλοι η πέθαναν, η έφυγαν- οι περισσότεροι πέθαναν και έμειναν μόνο οι δυο: ο ιερομόναχος πατήρ Γεννάδιος κι ο μοναχός Αντώνιος.
Έκαναν τις λειτουργίες μόνοι τους, όπως μπορούσαν τα δυο άτομα.


********************

Κάθομαι στην κουζίνα του μοναστηριού και μιλώ με τον μοναχό Αντώνιο, που με κέρασε γλυκό κουταλιού μαζί μ' ένα ποτήρι κρύο νερό.

- Πόσο θέλεις να κάτσεις εδώ?

- Όσο θα με αφήσετε, τουλάχιστον 3-4 μέρες γίνεται?

- Γίνεται… γιατί ήρθες εδώ?

- Θέλω να κάτσω σε πλήρη απομόνωση, μακριά απ’ όλους, να σκεφτώ…
τα έχω πει στο τηλέφωνο στον πατέρα Γεννάδιο.

- Κατάλαβα… και πως μας βρήκες?

- Πήρα τηλέφωνο στην Εκκλησία της Ελλάδος και τους ζήτησα να μου πουν κάποια μοναστήρια, κάπου στην απομόνωση, που μπορούν να με φιλοξενήσουν , μου έδωσαν κάμποσα τηλέφωνα, πήρα στο δικό σας, ο πατέρας Γεννάδιος μου είπε να έρθω και ήρθα σε σας.

- Τότε καλώς όρισες σε μας, αδελφέ …
Κάτσε εδώ όσο σου χρειάζεται, να ηρεμήσεις.

- Από απόψεως εξόδων – εγώ θα πληρώσω όσο χρειάζεται για την παραμονή μου, μην ανησυχείτε καθόλου,- του λέω.

- Δεν ανησυχούμε ποτέ γι’ αυτό το πράγμα … Εδώ θα κάτσεις όσο χρειάζεσαι και θα τρως μαζί μας – ότι έχουμε, θα έχεις και συ, χρήματα δεν χρειάζονται, δεν είμαστε ξενοδοχείο, ούτε επιχείρηση, είσαι στην Ιερά Μονή.
Ο Χριστός είπε: « Δωρεάν λάβατε- δωρεάν δώσετε».

**********************

Τα σκυλιά και οι γάτες εκεί κοιμούνται όλοι μαζί, κουλουριάζονται όλοι σε ένα πελώριο κουβάρι για να ζεσταίνονται.
Τις νύχτες εκεί κάνει κρύο.
Καθόμασταν σε ένα ξύλινο τραπέζι στο μπαλκόνι.
Ο πατήρ Γεννάδιος έβγαλε κάτι φύλλα μεγάλα από κερί μέλισσας, σκοινιά και άρχισε να κάνει κεριά.
Παρακολουθούσα την απλή χειροποίητη, μα τέλεια τέχνη κατασκευής των κεριών και προσφέρθηκα να βοηθήσω.
Μου έδειξε πως τα κάνουν και έκανα το πρώτο κερί.
Τα κατάφερα.
¶ρχισα να κάνω και γω κεριά για την Ιερά Μονή …

*****************

Παρατήρησα την συμπεριφορά των δύο αυτών μοναχών προς τα ζώα.
Τα μιλάνε χαϊδευτικά, δεν τα βρίζουν ποτέ, ούτε τα χτυπούν ποτέ, παίζουν μαζί τους, δεν θυμώνουν , αντίθετα, γελάνε με την ψυχή τους, όταν κάνουν αυτά τις αταξίες τους, συνεχώς τα μιλάνε, λες και απευθύνονται σε ανθρώπους… τα μιλάν, όπως μιλάνε οι μεγάλοι στα μικρά παιδιά… διδακτικά και με αγάπη.
Ένα γατί, σκαρφάλωσε στην καρέκλα του Αντώνη και βολεύτηκε εκεί μια χαρά, όταν αυτός πήγε να γεμίσει ένα μεγάλο πλαστικό δοχείο με νερό για να τα δώσει να πιουν.
Όταν γύρισε, παρά λίγο να κάτσει πάνω στο γατί, το παρατήρησε και το πρόλαβε όμως και το συγκράτησε , διότι αυτό, τρομαγμένο, ήθελε να φύγει.
¶ρχισε να το χαϊδεύει και να του λέει:

- Σε τρόμαξα φιλαράκο? Συγνώμη… δεν ήθελα… κάτσε εδώ, δεν με πειράζει, εγώ θα κάτσω στο σκαμπό, συγνώμη… συγνώμη…

Το γατί ησύχασε αμέσως και έμεινε στην θέση του.
Χασμουρήθηκε και τεντώθηκε, βολεύτηκε μια χαρά στην καρέκλα σαν βασιλιάς , ενώ ο Αντώνης έκατσε σε ένα χαμηλό σκαμπό δίπλα του για να μην το ενοχλήσει…
Αυτοί εκεί ζητούν συγνώμη και από τα ζώα, λες και απευθύνονται σε ανθρώπους…
Τόση ταπεινοφροσύνη?...
Μου έκανε μεγάλη εντύπωση αυτό.
Για πρώτη φορά άρχισα να παρακολουθώ τι εστίν μάθημα ταπείνωσης της ανθρώπινης κυριαρχίας, υπερηφάνειας και αλαζονείας με την ζήτηση της συγνώμης από τα ζώα, από τους ανθρώπους, από την φύση, από τον Θεό…
¶ρχισα να σκέπτομαι: η Αγάπη τελικά είναι αδύνατον να εισέλθει στην ψυχή σου, αν προηγουμένως αυτή δεν αδειάσει από τα σκουπίδια που είναι το αίσθημα της κυρια
ρχίας, της υπεροχής, η υπερηφάνεια και η αλαζονεία…
Η συγνώμη τελικά είναι μεγάλο πράγμα, αν ζητηθεί με όλην την καρδιά, από την καρδιά όμως, όχι από τον νου…
Δεν φεύγουν τα βρώμικα πράγματα από την καρδιά ούτε με την μόρφωση, ούτε με την πειθώ, ούτε καν με την απλή πρόθεση…
Φεύγουν μόνο με την στην πράξη ταπείνωση αυτών των πραγμάτων και με την πλήρη αποδοχή της ταπείνωσης μέσα στην καρδιά σου, διατηρώντας αμείωτα το αίσθημα της Αγάπης…
Τότε η ταπείνωση παύει να είναι προσβολή, γίνεται σωτήριο φάρμακο για την αμαρτωλή από την βρωμιά της ύλης ψυχή…
Τελικά, πάλι η Αγάπη είναι αυτή, που καθορίζει, πως θα εκλάβει την κατάσταση της ταπείνωσης ο άνθρωπος: ως προσβολή η ως σωτηρία-θεραπεία…
Η Αγάπη θεραπεύει και σώζει τους πάντες και τα πάντα…
Όλα τα άλλα, ασχέτως τι είναι αυτά- στο τέλος σακατεύουν τον άνθρωπο…
Η εθελοντική ταπείνωση χάριν της Αγάπης σε ρίχνει κατευθείαν στην αγκαλιά της Αγάπης και στην ευλογία, σε σώζει…
Όλα τα άλλα, αργά η νωρίς, σε οδηγούν στον τελικό χαμό αναπόφευκτα …
Είπα μέσα μου: « Από αύριο πρωί, χωρίς να το πεις σε κανέναν εδώ μέσα, θα αρχίσεις την εθελοντική αυτοεκπαίδευση σου στην ταπείνωση, για να δούμε τι κότσια έχεις…»

Τις σκέψεις μου τις διέκοψε ο πατήρ Γεννάδιος:

- Τι όλο σκέφτεσαι, παιδί μου?
Σε βλέπω, πως κάνεις συνεχώς κεριά, αλλά σκέφτεσαι τελείως άλλα πράγματα, κάνεις δηλαδή δυο δουλειές ταυτόχρονα, σωματικά βρίσκεσαι εδώ, νοερά- αλλού…

- Φάνηκε?

- Αν φάνηκε λέει… κάνει μπαμ από μακριά…

Του είπα αμέσως τις σκέψεις μου, χωρίς να του πω περί της σχεδιαζόμενης αυτοεκπαίδευσης μου από αύριο στην ταπείνωση.

- Σε βλέπω προχωρημένο στα πνευματικά θέματα παιδί,- μου λέει ο πατήρ Γεννάδιος,- γράφεις τίποτε βιβλία?

- Όχι, γράφω σε διάφορα φόρουμ στο Ιντερνέτ.

- Δίκοπο μαχαίρι αυτό το Ιντερνέτ…
Κάθε καρυδιάς καρύδι θα βρεις εκεί… και όχι μόνο εκεί…
Εμείς εδώ, όπως βλέπεις, δεν έχουμε ούτε τηλεόραση, ούτε ραδιόφωνο, ούτε εφημερίδες, ούτε περιοδικά… ούτε, πως το λένε… Ιντερνέτ.
Δεν τα χρειαζόμαστε.
Συνεχώς προσευχόμαστε στον Θεό, τα κοσμικά δεν τα πλησιάζουμε, αυτά κάποια μέρα τελειώνουν, στο τέλος μόνο ο Θεός μένει…
Πως σε δέχονται οι άλλοι με αυτά που λες στο Ιντερνέτ?

- Και καλά και όχι… ¶κουσα τα καλλίτερα λόγια για την αφεντιά μου, μα και τα χειρότερα… έντονη λατρεία από τους μεν και έντονη εξ ίσου αποδοκιμασία από τους δε…
Γεύτηκα και τα δυο τελικά … το γλυκό και το πικρό σε μια συσκευασία…

- Αναμενόμενο… στην λατρεία των άλλων προς το πρόσωπό σου πως αντιδρούσες?

- Φούσκωνα μέσα μου από χαρά και περηφάνια, μα προσπαθούσα να μην το δείξω από ταπεινοφροσύνη.

- Το φούσκωμα από την περηφάνια, έστω κι’ από μέσα σου, ήταν πράγματι ταπεινοφροσύνη εκ μέρους σου η κάτι άλλο?

- Ήταν κάτι άλλο… να πω την αλήθεια - ήταν συγκαλυμμένη περηφάνια.

- Και στην κριτική πως αντιδρούσες?

- Έβραζα μέσα μου από το θυμό και την αγανάκτηση για το άδικο, μα προσπαθούσα να μην το δείξω, αλλά τελικά το έδειχνα…δεν κρατιόμουνα.

- Δηλαδή ήταν ανοιχτή περηφάνια?

- Έχεις δίκαιο, πάτερ… ήταν ανοιχτή περηφάνια…

- Βλέπεις, ότι εδώ δεν ήταν ταπεινοφροσύνη, αλλά κάτι άλλο?
Ταπεινοφροσύνη από την μια και οργή με την περηφάνια από την άλλη πάνε μαζί?

- Όχι, πάτερ… δεν πάνε μαζί… το ένα υποχρεωτικά αναιρεί το άλλο…
Εξαρτάται τελικά που θα παραδοθείς- στην ταπεινοφροσύνη η στην περηφάνια…

- Και τι συμπέρασμα έβγαλες από όλη αυτή την ιστορία?

- Ότι τελικά και γω μάλλον είμαι ένας αμαρτωλός, που δεν έχει απαλλαγεί από την αλαζονεία και την περηφάνια, που δεν αποδέχεται το φάρμακο της ταπείνωσης από τον οποιονδήποτε κατώτερό του...
Βέβαια, αυτοί, που μου εναντιώθηκαν, δεν ήταν σε τίποτε υποδείγματα ανωτερότητας, ούτε παράδειγμα προς μίμησιν, και κει με έπιανε το γινάτι, εκεί έπαιρνα τις ανάποδες…

- Λες, ότι δεν αποδέχεσαι την ταπείνωση από τον κατώτερό σου, καλά…
Από τον ανώτερό σου δέχεσαι την ταπείνωση?


- Από κανέναν δεν δέχομαι τελικά την ταπείνωση, πάτερ, αυτή είναι η αλήθεια… σε όλους μας ο εγωισμός είναι υπερδύναμη δυστυχώς…

- Όποιος δεν δέχεται γενικά καμιά ταπείνωση, είτε του αρέσει, είτε όχι- στην ουσία αιχμαλωτίζεται από την αλαζονεία και την περηφάνια , δηλαδή γίνεται ματαιόδοξος…
Και η κατάληξη της ματαιοδοξίας είναι παντού και πάντα μια… την ξέρεις?

- Την ξέρω, πάτερ… την ξέρω… και την βιώνω στο πετσί μου, τουλάχιστον έρχεται η στιγμή που το καταλαβαίνω και συνέρχομαι… και το μετανιώνω, τώρα τι κάνουν οι άλλοι- ποσώς με ενδιαφέρει… ο καθένας ας σώσει την ψυχή του μόνος του…

- Αν δεν σώσεις πρώτα την ψυχή σου , πως μπορείς να σώσεις την ψυχή του άλλου?
Σώσε τον εαυτό σου πρώτα και γύρω σου μετά θα σωθούν πολλοί, βλέποντας το παράδειγμά σου…
Αν σώσεις την ψυχή σου- οι καρδιές των άλλων θα αλλάξουν, θα ανοίξουν… όταν θα είναι έτοιμες φυσικά…
Με τα εμπνευσμένα λόγια, όσα όμορφα και σωστά να είναι αυτά- κανέναν δεν πρόκειται να αλλάξεις, διότι η ψυχή του άλλου λέει από μέσα της:

« Αυτός είναι το ίδιο αμαρτωλός με μένα, δεν βλέπω πουθενά πράξη εκ μέρους του, μιλάει ο νους του, όχι η ψυχή του…»

Και την γλώσσα του νου, παιδί μου, δεν καταλαβαίνει η καρδιά, όπως ο νους δεν καταλαβαίνει εξ ίσου την γλώσσα της καρδιάς…

- Με την καρδιά μου στην ουσία μιλούσα, πάτερ… πίστεψέ με…

- Το ξέρω, πως μιλούσες με την καρδιά, παιδί μου… το βλέπω… και καρδιά καλή έχεις και ικανότητες πολλές έχεις, μα την καρδιά σου την σκέπασε και της εμπόδισε να μεταφέρει το μήνυμα ο εσωτερικός σου εχθρός- η περηφάνια γι’ αυτήν την καρδιά… το καταλαβαίνεις, παιδί μου πως σου την έφερε ο ακατονόμαστος?

- Όλα τα καταλαβαίνω τώρα , πάτερ…
Περηφανεύτηκα γι’ αυτήν την καρδιά, που έχω, και μου έστειλε ο Θεός εκείνους, που θέλησαν να ταπεινώσουν αυτήν την περηφάνια μου.

- Ακριβώς μ’ αυτούς τους ανθρώπους σε δοκίμαζε ο Θεός, παιδί μου…
Σε δοκίμαζε με κείνους, που σου έλεγαν ζήτω- σαν δόλωμα στην αλαζονεία σου και την περηφάνια σου και με κείνους, που σε κατέκριναν- σε δοκίμαζε στην ταπείνωση της περηφάνιας σου και της αλαζονείας σου.
Ότι ωραιότερο και υψηλότερο κι αν γράψεις, νιώσεις η σκεφτείς εσύ, να ξέρεις- πρέπει πάντα να λες μέσα σου: ο Θεός είναι πιο ωραίος και βρίσκεται πιο ψηλά.
Πιο ψηλά απ’ όλους, κι απ’ τους καλούς, κι απ’ τους κακούς.
Έτσι πάντα θα είσαι προστατευμένος από τα δεινά της περηφάνιας και της αλαζονείας.

- Στο βάθος της καρδιάς μου το έχω καταλάβει αυτό πολύ καλά…
Ούτε έχω πια όρεξη να γράφω τίποτε για κανέναν… Ούτε με ενδιαφέρει η γνώμη των άλλων πια… μου έγιναν όλοι με παράξενο τρόπο παγερά αδιάφοροι… το μόνο που με ενδιαφέρει- είναι να σώσω την ψυχή μου, διότι νιώθω, ότι με τις συμμετοχές μου στις διενέξεις με τους αντίθετούς μου, με τους εξ ίσου ανόητους κενόδοξους σαν και μένα για τα βλακώδη και παιδαριώδη στην ουσία θέματα, υπερασπίζοντας τάχα μου το Θεϊκό, σκλήρυνα και μόλυνα πολύ την ψυχή μου με αρνητικά αισθήματα, όταν ήμουν υπό την επήρεια του αγώνα, αγώνα για ποιο πράγμα?
Τώρα που τα σκέφτομαι όλα αυτά, αναρωτιέμαι- άξιζε άραγε τον κόπο?
Ματαιότης ματαιοτήτων … τα πάντα ματαιότης…
Ο Θεός τελικά έχει το δικό Του ρολόι και το δικό Του πρόγραμμα για τον καθένα ανεξαιρέτως… τον ένα περνά από την αναζήτηση και τον προβληματισμό, διότι ήρθε η ώρα του και τον άλλον τον κρατά ακόμη στην ανοησία και την ματαιοδοξία, διότι ακόμη δεν ήρθε η ώρα του… και συ ότι κι αν προσπαθήσεις, έστω για το καλό- δεν υπερπηδάς τα όρια, που για κάποιο χρονικό διάστημα επιβάλλει ο Θεός στον καθένα και σε σένα τον ίδιον… ουδείς εξαιρετέος του κανόνος…
Ματαιότης ματαιοτήτων … τα πάντα ματαιότης… αν η βούληση του Κυρίου είναι αν
τίθετη…
Πόσο δίκαιο τελικά έχει ο Εκκλησιαστής…

******************

Στο κελί προσευχόμουνα…
Προσευχόμουνα και ζητούσα να είναι όλοι οι δικοί μου καλά , να είναι γεροί, να μην τους συμβεί ποτέ κανένα κακό, να είναι καλά και οι άλλοι, με τους οποίους συνδέομαι και στο τέλος συνέλαβα τον εαυτό μου, ότι ζητούσα από τον Θεό αυτό, που ζητούν συνήθως όλοι: τα γήινα αγαθά.
Θυμήθηκα, ότι από τον Θεό δεν πρέπει να ζητάς αυτά τα πράγματα, πρέπει να ζητάς να σου δώσει την δύναμη να Τον νιώσεις, να τον αισθανθείς, πρέπει να νιώθεις απέναντί Του τελείως ανυπεράσπιστος και αδύναμος, να μην του βάζεις όρους, πρέπει να παραδοθείς ολοκληρωτικά στο Θέλημά Του , να νιώσεις την προτεραιότητα του Θεϊκού έναντι του γήινου, ασχέτως του πόσο σημαντικό για σένα και την ζωή σου είναι αυτό το γήινο, ότι η Αγάπη, δηλαδή ο Θεός - είναι το παν του παντός.
Και αντί της ατελείωτης φλυαρίας – ζητιανιάς, αίτησης αγαθών και διευκολύνσεων, πέρασα σε μια μόνο φράση:

« Γενηθήτω το ¶γιο Θέλημά Σου, Κύριε…»- δηλαδή στην αποδοχή.
Χωρίς να καταλάβω με πήρε γλυκά- γλυκά ο ύπνος…

*****************

« Λοιπόν,- λέω στον εαυτό μου,- ξεκινάμε το μάθημα της ταπείνωσης, του σπασίματος του τσαμπουκά της ψυχής, εμπρός λοιπόν και μην ακούσω παράπονα και μη δω καμιά δυσφορία εκ μέρους σου για το καλό σου σε τελική ανάλυση».

Κοιτώ από κάτω όλο το μοναστήρι… δύο ξύλινα μπαλκόνια γύρω- γύρω, τεράστιοι και η μεγάλη εσωτερική αυλή, στρωμένη από πέτρα στην μέση.
Έχει πολλή δουλειά, και αυτό ακριβώς μου χρειάζεται!
Ξεκινώ από τον πάνω όροφο και σκουπίζω…

- Σώσον, Κύριε τον λαόν Σου…- σιγοτραγουδά ο Αντώνης μέσα στην κουζίνα, μαγειρεύοντας.
… Και ευλόγησον την κληρονομίαν Σου,
νίκας τοις βασιλεύσι κατά βαρβάρων δωρούμενος,
και τον Σον φυλάτων δια του Σταυρού Σου πολίτευμα…

Με τέτοια ησυχία που είναι εδώ , ακούω τα πάντα, κι ας είναι ο Αντώνης στο δεύτερο όροφο και στην άκρη.

Εγώ σκουπίζω το μοναστήρι.
Μετά από μία ώρα συνεχούς σκουπίσματος κουράστηκα, συγύρισα τον τεράστιο δεύτερο όροφο μόνο, έχω ακόμη και τον πρώτο και την αυλή…

« Κάτσε, παράτα το, αρκετά για σήμερα,- μου ψιθυρίζει η εσωτερική φωνή, την οποία γνωρίζω ποιανού είναι, πάντως όχι η δική μου, - γιατί το κάνεις? Αφού αυτοί δεν σου το ζήτησαν, εσύ γιατί το κάνεις?»

« Φύγε, - λέω μέσα μου στην φωνή,- παράτα με, εγώ θα το κάνω, διότι έτσι θέλω!»

« Βλάκα, ε βλάκα!- ακούω πάλι την ξένη φωνή μέσα μου,- ιατρός είσαι η σκουπιδιάρης?
Κοιτάτε τον ρε… ιατρός να σκουπίζει τα μοναστήρια!»

« Αϊ και σιχτίρ από δω, παλιοσατανά του κερατά και της κερατένιας,- βρίζω από μέσα μου την ξένη φωνή, που χώθηκε στο μυαλό μου για να με αποτρέψει από την αυτοεκπαίδευση, - χάσου από μπροστά μου!!!
Εν ονόματι του Σωτήρος ημών, Ιησού Χριστού, εξαφανίσου!!!»

Η ξένη φωνή μέσα μου σώπασε επιτέλους.

- Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια…,- σιγοτραγουδά ο Αντώνης στην κουζίνα.
… Ως λυτρωθείσα των δεινών ευχαριστήρια,
Αναγράφω Σοι η πόλις Θεοτόκε,
Αλλ’ ως έχουσα το κράτος απροσμάχητον…

Πάω στον πρώτο όροφο, τον ξεκινάω… νιώθω ανάλαφρος, ικανοποιημένος, και χαρούμενος για την πρώτη μου μικρή και ασήμαντη νίκη, αλλά νίκη όμως !...

« Τι ιατρός και τι μηχανικός και διάφορα κουραφέξαλα,- λέω μέσα μου, σκουπίζοντας το τεράστιο ξύλινο μπαλκόνι- όροφο. – Όλοι παιδιά του Θεού είμαστε, μηδενός εξαιρουμένου.
Ιατροί, μηχανικοί, εργάτες και αγρότες, δίκαιοι και άδικοι, καλοί και κακοί- όλοι είμαστε παιδιά Του.
Ερχόμαστε εδώ στην Γη χωρίς τίτλους, χωρίς καν ονόματα, τα αποκτούμε μετά, μας τα δίνουν, μας δίνουν τις μάσκες, τους τίτλους και τα παρατσούκλια με τα οποία περνάμε εδώ στην Γη τον καθορισμένο χρόνο μας, μετά πετάμε στα σκουπίδια σαν άχρηστα πράγματα και τις μάσκες και τους τίτλους και τα ονόματά μας.
Και πάλι ενώπιον του Θεού στεκόμαστε ολόγυμνοι και ανυπεράσπιστοι, παραδομένοι απόλυτα στο Θέλημά Του, ψυχές και μόνο ψυχές.
Τα γήινα είναι ψεύτικα, διότι έχουν ημερομηνία λήξεως, και ότι τελειώνει- είναι φθαρτό, ότι είναι φθαρτό- ψέμα είναι, ιδέα, μια ψευδαίσθηση…
Η μόνη πραγματικότητα, η αναλλοίωτη πραγματικότητα είναι ο Θεός, τον Οποίο βλέπουμε πριν γεννηθούμε και μετά, όταν πεθάνουμε, δηλαδή όταν ήμαστε εκτός της υλικής φυλακής, που με το σκοτάδι της μας κρύβει την αληθινή εικόνα…
Φαντάσου, - λέω στον εαυτό μου σκουπίζοντας ,- πέθαναν δυο άτομα: ένας βασιλιάς, που είχε από υλικά αγαθά τα πάντα κι ένας ζητιάνος, που δεν είχε στον ήλιο μοίρα…
Φτάνουν και οι δυο Επάνω από το ίδιο μονοπάτι και στέκονται ολόγυμνοι, χωρίς τίτλους πια και αξιώματα ενώπιον του Θεού…
Έχουν μεταξύ τους καμιά διαφορά?
Και οι δυο ξεβράκωτοι ήρθαν στον κόσμο, όταν γεννήθηκαν, το ίδιο ξεβράκωτοι έφυγαν από τον κόσμο, όταν πέθαναν …
Όλα έμειναν κάτω, τίποτε δεν πέρασε Επάνω.
Και να τους λέει και στους δυο ο Θεός:

- Ρίξτε μια ματιά τώρα στα κοκάλα, που σας έχω δώσει εκεί κάτω.
Εγώ τα ανακάτεψα σκόπιμα, ξεχωρίστε τώρα ο καθένας τα δικά του κόκαλα, που είχε.
Μπορείτε?

Και οι δυο αποσβολωμένοι, βλέποντας κάτω μια άθλια σωρό από κόκαλα ανακατωμένα μεταξύ τους, το λίπασμα της Γης, να μην είναι σε θέση να αναγνωρίσουν τα δεκανίκια τους, με τα οποία μετακινούνταν στην Γη και τα οποία άφησαν, διότι δεν ήταν δικά τους.
Δάνειο ήταν.
Δικό σου είναι μόνο αυτό, με το οποίο έρχεσαι, και με το οποίο φεύγεις, και το οποίο δεν μπορεί να σου αφαιρεθεί από κανέναν ποτέ των ποτών.
Μόνο αυτό είναι πράγματι δικό σου.
Όλα τα άλλα είναι δανεικά, παραχωρημένα η κλοπιμαία δεκανίκια.
Μόνο η ψυχή σε τελική ανάλυση είναι δική σου.
Τίποτε άλλο.
Ενώπιον του Θεού πρέπει να μάθουμε να στεκόμαστε με τα πόδια μας , δηλαδή με τον αληθινό Εαυτό μας και όχι με τα υλικά δεκανίκια, σαν τα ανάπηρα…»

Κατα-ίδρωσα… από την κούραση και από τον ήλιο, που βγήκε για καλά και άρχισε να ζεσταίνει…
Φιλοσοφώντας, σκούπισα σιγά- σιγά όλοι το μοναστήρι.
Πήγα την σκούπα και το φαράσι στην αποθήκη και στάθηκα στην μέση της αυλής.

« Μπα,- λέω μέσα μου,- ο Αντώνης εκεί από την κουζίνα δεν κατάλαβε τίποτε, έκπληξη θα είναι…»

- Πήγαινε να πλυθείς,- ακούω από πάνω την φωνή του Αντώνη.

Σηκώνω πάνω το κεφάλι και βλέπω τον Αντώνη να πίνει τον καφέ του στο μπαλκόνι.
Με είδε τελικά…

- Γιατί βάλθηκες να σκουπίσεις όλο το μοναστήρι?

- Να μην κάνω και γω κάτι εδώ μέσα?

- Ήταν αύριο να το σκουπίσω,- μου λέει ο Αντώνης,- δεν χρειαζόταν να το κάνεις αυτό.
Σε κοιτούσα από ψηλά τόσο απορροφημένο, σκούπιζες και κινούσες τα χείλη σου, σαν να μιλούσες σιγανά με τον εαυτό σου η προσευχόσουνα, ένα απ’ τα δυο θα είναι, τότε είπα:
« ¶στον τώρα, για να το κάνει, άρα το χρειάζεται…»

Είπα στον Αντώνη εμπιστευτικά τα πάντα, που έχουν συμβεί.

- Αααα… μάλιστα… ώστε έτσι?
Σε πείραζε ο Σατανάς…
Να ξέρεις, ότι η υπόθεση δεν τελείωσε εδώ, θα σε ξαναπειράξει, θα σε πειράζει συνεχώς, όσο ζεις…
Και θα σοφίζεται τέτοια τερτίπια, που ούτε μπορείς να φανταστείς.
Σήμερα ναι, έχεις δίκαιο, πέτυχες μια μικρή, ασήμαντη νίκη πάνω του, κέρδισες μια μικρή μάχη, αλλά όχι τον πόλεμο.
Ο πόλεμος θα τελειώσει πριν τον θάνατο, η για την ακρίβεια, αμέσως μετά τον θάνατο, όταν βγει οριστικά η ψυχή από το σώμα.
Εκείνη την στιγμή θα διεξαχθεί η τελευταία μεγάλη και καθοριστική μάχη, όπου θα κριθεί, ποιος είναι ο τελικός νικητής- εμείς η ο Σατανάς?
Ξέρεις, ήταν ένας ¶γιος, που τον πείραζε και τον ταλαιπωρούσε όλη του την ζωή ο Σατανάς.
Μια από δω, μια από κει, μια έτσι, μια αλλιώς…
Τον τρέλανε τον καημένο τον ¶γιο ο ακατονόμαστος…
Αλλά ο ¶γιος βράχος ήταν.
Έλεγε: « Εσύ, Σατανά κάνεις την δουλειά σου, και γω την - δική μου»
Δεν τον έβριζε, δεν τον κακολογούσε, διότι το θέμα δεν είναι να τον βρίσεις, το θέμα είναι να τον νικήσεις.

Η βρισιά δεν βλάπτει τον Σατανά σε τίποτε.
Χαίρεται με την βρισιά.
Και τον ίδιον να βρίζεις με
τα χειρότερα λόγια- αυτός πανηγυρίζει!
Διότι η βρισιά- είναι δικό του χωράφι, δικό του οικόπεδο.
Να τον νικήσεις πρέπει, όχι να τον βρίζεις.
Και να τον νικήσεις μπορείς μόνο αν στηριχθείς στον Θεό.
Μόνος σου δεν πρόκειται να κάνεις τίποτε.
Μην ξεχνάς, ότι ο ακατονόμαστος έχει τεράστια δύναμη, που ξεπερνάει την δύναμη όλων των ανθρώπων μαζί…
Εκπεσών άγγελος είναι, διατηρεί την δύναμη του Αγγέλου, διότι ο Θεός τα δώρα Του πίσω δεν τα παίρνει.
Μέχρι την Τελική Κρίση θα κρατάει η κατάσταση αυτή.
Μετά εκμηδενίζεται και η δύναμή του Σατανά και αυτός ο ίδιος.
Λοιπόν, ο ¶γιος ο καημένος, αντιστάθηκε στον Σατανά με την βοήθεια, που ζητούσε συνεχώς από τον Θεό μέχρι τον θάνατό του.
Όταν η ψυχή του βγήκε από το σώμα και ανέβαινε στον Ουρανό- τσουπ! κοντά του πάλι ο Σατανάς να τον πειράζει… ακόμη και τότε, ο αθεόφοβος!

- Τώρα δεν μπορείς να μου κάνεις απολύτως τίποτε,- του λέει ο ¶γιος θριαμβευτικά , - τώρα εγώ ότι θέλω σε κάνω, σε νίκησα, και σε νίκησα ολοκληρωτικά!
Πέσε τώρα, ακάθαρτε στα γόνατα και προσκύνησέ με εν ονόματι του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος!

Και ο Σατανάς τρόμαξε, παραδέχτηκε την ήττα του και τον προσκύνησε!!!
Έτσι οικονομεί τα πράγματα ο Θεός…

- Κατάλαβα, Αντώνη…
Τελικά όλη η ζωή μας με τους αμέτρητους πειρασμούς της στην ουσία είναι η προετοιμασία, τρόπον τινά προπόνηση για την μεγάλη και την τελική μάχη με τον ακατονόμαστο, που θα διεξαχθεί την τελευταία στιγμή, πριν τον θάνατο, που θα κρίνει την μετέπειτα πορεία μας, θα είναι η τελική μεγάλη μάχη των μαχών…
Η μάχη για τον Παράδεισο η την Κόλαση.
Ένα από τα δυο θα συμβεί.

****************************

- Επισκέπτες έχουμε,- λέει ο Αντώνης,- ήρθαν να δουν το μοναστήρι.
Εγώ πάω να τους υποδεχτώ, εσύ κάτσε εδώ με την ησυχία σου.

Ακούω τον Αντώνη να λέει στον κόσμο:

- Καλημέρα σας! Μπείτε στην εκκλησία, στην είσοδο υπάρχει η πινακίδα με τα ιστορικά στοιχεία της Μονής, μετά ανεβείτε από αυτήν εδώ την σκάλα και ελάτε να σας κεράσουμε κάτι.

Ένιωσα αμέσως την βαβούρα του κόσμου μετά από την απολαυστική ησυχία που είχαμε.
Πράγματι, οι φωνές των επισκεπτών, που κατέκλυσαν την αυλή της Μονής, έμοιαζε με την εισβολή.
Βγήκα στο μπαλκόνι να δω τον κόσμο, που διέκοψε την ησυχία, που τόσο πολύ την αποζητούσα.
Να πω την αλήθεια, ο κόσμος με ενόχλησε.

«Τελικά από τον κόσμο δεν πρόκειται να γλιτώσεις ποτέ και πουθενά, όπου κι αν κρυφτείς - σκέφτηκα.- Πως άλλαξε το περιβάλλον, Θεέ μου, πόσο φωνάζουν, περιφέρονται με περιέργεια, λες και βρίσκονται στην λαϊκή αγορά».

Ακούω τον Αντώνη να τους εξηγεί τι είναι το κάθε κτίσμα, πότε κτίστηκε, σε τι χρησίμευε κτλ.
¶ρχισα να τους παρατηρώ από πάνω, που βρισκόμουν.

«Καθαρή τουριστική, καταναλωτική περιέργεια,- σκεφτόμουνα,- βλέμματα περίεργα, σκέτη ατραξιόν χωρίς ίχνος ευλάβειας…
Έπρεπε στον χώρο που βρίσκονται να ήταν περισσότερο σεμνοί, να μιλάν σιγανά…
Δεν βλέπω ούτε στο βλέμμα τους, ούτε στις κινήσεις τους καμιά ευλάβεια, και αυτός ο θόρυβος από την παρουσία τους, τι ενοχλητικός που είναι…
Κατακτητές από τον έξω κόσμο, από τους οποίους για λίγο δραπέτευσα και τώρα πάλι τους έχω μπροστά μου…»

Αυτά τα αρνητικά σκεφτόμουνα, δυσφορώντας για τους επισκέπτες, που ήρθαν από το πουθενά και διατάραξαν αυτήν την ευλογημένη ησυχία, που απολάμβανα εδώ στην Μονή.
Για να τους ξεχάσω, αποφάσισα κάτι να κάνω.
Αλλά τι?
Το βλέμμα μου έπεσε στα άπλυτα πιάτα της κουζίνας.

« ¶ντε, πιάσε τώρα τα πιάτα και τα ποτήρια, πλύνε τα τάκα- τάκα να περάσει η ώρα».

Σήκωσα τα μανίκια του πουκάμισού μου και στρώθηκα στην δουλειά.
Αλλά ο ακατονόμαστος, ο πανταχού παρόν και τους πάντες πειράζων, αμέσως άρχισε να μου υποβάλλει στο μυαλό τις εξής σκέψεις:

« Ρε συ… αυτοί συνήθως ανεβαίνουν επάνω για γλυκό και καφέ, σε λίγο θα έρθουν εδώ, όλο το τσούρμο και θα σε δουν να πλένεις πιάτα και ποτήρια σαν γκαρσόνι.
Θα σου αρέσει να νιώθεις τα περίεργα βλέμματά τους πάνω σου και να ακούς τις περίεργες ερωτήσεις τους – ποιος είναι αυτός?
Κι αν ο Αντώνης πει καμιά κοτσάνα, τύπου : «φιλοξενούμενος είναι, ιατρός από την Αθήνα», πως θα νιώσεις?
Θα βλέπεις τα περίεργα βλέμματα των άσχετων, που σε τίποτε δεν είναι ανώτεροί σου, δεν τους βλέπεις πως είναι?
Και συ σαν γκαρσόνι να πλένεις πιάτα…
Παράτα το!
Μην ταπεινώνεσαι!»

Για μια στιγμή σάστισα…
Το χέρι, που κρατούσε το σφουγγάρι, χαλάρωσε και το σφουγγάρι έπεσε κάτω στο νιπτήρα.

« Μήπως πράγματι είναι έτσι?»- σκέφτηκα.
« Όταν σκούπισες το μοναστήρι,- έλεγα στον εαυτό μου- κανείς εκτός από τον Αντώνη δεν σε έβλεπε, μάλλον σε είδε ακόμη ένας, η επί το ακριβέστερον ο πρώτος, που σε είδε- ήταν ο Θεός.
Δεν είχες τόση ταραχή.
Εδώ τα πράγματα είναι αλλιώς.
Τώρα σε βλέπουν πολλοί και οι περισσότεροι εξ αυτών είναι άσχετοι, και περίεργοι και μάλλον η γνώμη που θα έχουν αυτοί για σένα - μετράει…
Έτσι δείχνουν τα πράγματα…
Από την μια τους απεχθάνεσαι για χίλιους δυο λόγους, και από την άλλη τρέμεις μην τυχόν αυτοί θα έχουν κακή γνώμη για σένα …
Μα αυτό είναι διχασμός!
Είσαι προσκολλημένος στην γνώμη του κόσμου.
Η γνώμη του κόσμου για σένα λοιπόν είναι πιο πάνω από την γνώμη του Θεού.
Δηλαδή, τοποθετείς τον Θεό πιο κάτω και όλους αυτούς πιο πάνω?…
Έτσι βγαίνει, θέλεις- δεν θέλεις…
Και για να αλλάξεις αυτήν την σατανική τάξη πραγμάτων πρέπει να κάνεις τα τελείως αντίθετα: άστους να σε βλέπουν, άστους να σκεφτούν ότι θέλουν και δεν θέλουν, να μη σε νοιάζει, να σε νοιάζει μόνο ένα πράγμα- βάλε οικειοθελώς χέρι στον εαυτό σου και κάνε ταπείνωση.

Ταπείνωση των αλαζονικών σκέψεών σου και αισθημάτων σου, ταπείνωση της περηφάνιάς σου, της μη εκριζωμένης ακόμη αλαζονείας σου.
Τους θεωρείς κατώτερούς σου?
Κακό μεν, αλλά την στιγμή αυτή είναι ακόμη καλλίτερα!
Όσο πιο δραστική θα είναι η ταπείνωση, τόσο πιο γρήγορα θα θεραπευτείς από την αλαζονεία έστω μερικώς, διότι για να την εκριζώσει κανείς αυτήν την κατάρα από μέσα του… θα χρειαστεί να περάσει από του Χριστού τα πάθη, και να πούμε την αλήθεια, λίγοι έως κανείς δεν μπορεί να αντέξει σήμερα την ταπείνωση και τα πάθη του Χριστού.
Θα είχε διαλυθεί κυριολεκτικώς…
Θέλει πολύ δύναμη μέσα σου, πολλά κότσια να έχεις, τα κότσια του Χριστού και όχι του οποιουδήποτε…
Σου δίνουν να καταπιείς (και αυτό χαριστικά) ένα μικρό, μικρούτσικο κουταλάκι πικρής ταπείνωσης και συ κάνεις έτσι?
Τι να πει ο Χριστός, που ήπιε κουβάδες και κουβάδες κατάπικρης ταπείνωσης και συνέχιζε να αγαπάει όλον τον κόσμο?
Εδώ πάνε να σε γαργαλίσουν λιγάκι, στην ουσία ανώδυνα, και συ είσαι έτοιμος να δαγκώσεις…
Κάντο για τον Θεό και για τον εαυτό σου τέλος πάντων…»

Ακούγονται βήματα στο διάδρομο, έρχεται ο κόσμος…
Ακούγεται η φωνή κάποιου επισκέπτη:

- Το κάνουμε για τον Θεό, ερχόμενοι εδώ…

Και η έτοιμη ατάκα του Αντώνη:

- Το κάνεις αδελφέ, όχι για τον Θεό, που δεν σ’ έχει ανάγκη, ούτε για τον κόσμο, το κάνεις για τον εαυτό σου και μόνο, το κάνεις για την ψυχή σου.

Επαναλαμβάνω μέσα μου την σωστή πληροφορία, που οι Πάνω μου την μεταβίβασαν δια του στόματος του ανυποψίαστου Αντώνη, που ιδέα δεν έχει τι σκοπεύω να κάνω και διστάζω να το κάνω:

«Το κάνεις αδελφέ όχι για τον Θεό, που δεν σ’ έχει ανάγκη, ούτε για τον κόσμο, το κάνεις για τον εαυτό σου και μόνο, το κάνεις για την ψυχή σου.»

Αυτό είναι!
Παίρνω πάλι το σφουγγάρι, ανοίγω την βρύση και αρχίζω να πλένω τα πιάτα.

« Κάτσε βρε συ,- σκέφτομαι,- αυτοί σε φιλοξενούν, σε κρατάν εδώ χωρίς να σου ζητήσουν απολύτως τίποτε, τρως και κοιμάσαι χωρίς να πληρώνεις, έχεις δωμάτιο χωριστό, ήσυχο, καθαρό…
Να μην τους βοηθήσεις και συ και ταυτόχρονα να εκπαιδεύσεις τον εαυτό σου στην ταπείνωση, που σε τελική ανάλυση ήταν καθαρά δική σου επιλογή?
Σε τελική ανάλυση είναι για το καλό σου…»

Ένιωσα καλλίτερα και συνέχιζα να πλένω.

- Περάστε παρακαλώ,- ακούγεται η φων
ή του Αντώνη απ’ έξω- να πιείτε νερό και να φάτε ένα κουταλάκι γλυκό τριανταφίλλου.

Ανοίγει η πόρτα της κουζίνας, όπου βρίσκομαι και μπαίνει ο κόσμος…
¶νδρες, γυναίκες διαφόρου ηλικίας…
Κάθονται στο τραπέζι, εγώ εντωμεταξύ έχω πλύνει σχεδόν όλα τα πιάτα και τα ποτήρια.
Πλησιάζουν για τα ποτήρια, εγώ τους τα δίνω, γεμάτα νερό.
Ρίχνω μια πεταχτή ματιά στον Αντώνη και παρατηρώ την έκπληξη στο βλέμμα του…
Δεν το περίμενε, φαίνεται…
Κανείς δεν είπε τίποτε.
Μόνο μια νεαρή γυναίκα, 30 χρονών περίπου, έτσι «την έκοψα», ρώτησε διακριτικά, ευτυχώς, τον Αντώνη και οι δυο ήσαν στην άκρη και κανείς δεν τους άκουγε :

- Είναι ο καινούριος μοναχός?- ρωτάει απορημένα, μάλλον την παρέσυραν τα μαύρα ρούχα μου απο πάνω ως τα κάτω.- Δεν τον έχω ξαναδεί…

- Όχι, είναι επισκέπτης και φιλοξενούμενος για λίγες μέρες.
Πολύ καλό παιδί, ιατρός στο επάγγελμα…

- Ιατρός?! Και πλένει πιάτα???

- Δεν του το ζήτησε κανείς, μόνος του το κάνει,- της απαντάει ο Αντώνης.

- Είναι σπάνιο να βλέπεις κάποιον να φέρεται τόσο σεμνά… να πλένει οικειοθελώς πιάτα και μπροστά σε κόσμο, σαν απλός άνθρωπος… είναι εντυπωσιακό…

- Όποιος επιβάλλει στον εαυτό του την ταπεινωση οικειοθελώς, ελεύθερα και συνειδητά- είναι πράγματι εντυπωσιακό,- απαντά ο Αντώνης.

Η συζήτηση έγινε χαμηλόφωνα και δεν την άκουσαν οι άλλοι, που ήσαν απορροφημένοι από το γλυκό τριανταφίλλου.

- Τι ωραίο γλυκό,- έλεγαν,- αριστούργημα! Μμμμμ……

Εγώ όμως, ευρισκόμενος σε κατάσταση εγρήγορσης , παρακολουθούσα και άκουγα τα πάντα.

Η γυναίκα με πλησιάζει και μου λέει:

- Μου δίνετε ένα ποτήρι νερό, παρακαλώ?

- Ορίστε, - της λέω και της το δίνω.

- Σας ευχαριστώ πάρα πολύ,- μου λέει χαμογελώντας.

Σε λίγο οι επισκέπτες σηκώθηκαν να φύγουν.
Βγήκαν όλοι, μείναμε στην κουζίνα μόνο ο Αντώνης και εγώ.

- Αυτό πάντως, δεν το περίμενα από σένα, - μου λέει ο Αντώνης.

- Τι δεν περίμενες?- τον ρωτώ.

- Να πλύνεις τα πιάτα.

- Σιγά τον άθλο, - του λέω,- λίγη θέληση χρειάζεται…

Εκείνη την στιγμή ανοίγει απότομα η πόρτα και ξαναμπαίνει μέσα εκείνη η γυναίκα.
Με πλησιάζει, μου πιάνει το χέρι και το φιλάει!
Σηκώνει μετά το κεφάλι της και βλέπω τα μάτια της βουρκωμένα!
Τάχασα…
Δεν μου το έκανε αυτό κανείς…
Δεν ξέρω πως έγινε, σαν υπνωτισμένος πιάνω ένα χαρτομάντιλο και της σκουπίζω τα δάκρυα και χαμογελώ…
Μετά συνειδητοποίησα την πράξη μου.

- Σας ευχαριστώ, κύριε και πάντα να είστε καλά,- μου λέει.

- Και σεις να είστε καλά,- της απαντώ.

Με αγκαλιάζει, με φιλάει στο μάγουλο και τρέχει προς την έξοδο.
Σε λίγο οι φωνές των επισκεπτών έχουν πια χαθεί, έφυγαν όλοι.
Δεν μιλάμε… σιωπή παντού…
Κάποια στιγμή ο Αντώνης λέει, σηκώνοντας τους ώμους του:

- Έτσι είναι… οι υψωθέντες ταπεινωθήσονται, οι ταπεινωθέντες υψωθήσονται… έτσι ο Θεός κανόνισε τα πράγματα…

Πιάσαμε κουβέντα για διάφορα θέματα.
Του είπα, πως ενοχλήθηκα από την επίσκεψη του κόσμου σήμερα, πως η θορυβώδεις συμπεριφορά τους μου προκάλεσε στην αρχή την αρνητική αντίδραση.

- Μην τα βάζεις με τον κόσμο…
Δεν το έκαναν επίτηδες, ούτε από ασέβεια, ήσαν πολλοί και σε τέτοιες περιπτώσεις ο καθένας μέσα στο πλήθος προσπαθεί να πει κάτι για να ακουστεί και έτσι δημιουργείται άθελά τους ο θόρυβος.

- Ας πούμε, πως έτσι είναι, εντάξει,- του λέω.
Αλλά δεν διέκρινα στην συμπεριφορά τους την ευλάβεια, ούτε την ευσέβεια.
Πιο πολύ εκδήλωναν την περιέργεια, το τουριστικό ενδιαφέρον, την κοσμική βαβούρα, που δεν υπολογίζει κανέναν και τίποτε και καταβροχθίζει τα πάντα, δεν υπήρχε αυτή η ευλάβεια, η ταπεινοφροσύνη και η σιωπή.
Δεν βρίσκονταν σε κάμπινγκ, ούτε σε καμπαρέ, ούτε στην πλαζ, ούτε στην λαϊκή αγορά.
Σκέψου, Αντώνη, σε τέτοιους χώρους πρέπει να γίνεται η εξαίρεση.
Δεν υπήρχε η απαιτούμενη σιωπή η τουλάχιστον η χαμηλόφωνη ομιλία.
Δεν υπήρχε ο απαιτούμενος φόρος σεβασμού στον ιερό τούτο χώρο.

- Βλέπω, πως δεν έχεις καθόλου υπομονή με τον κόσμο.
Πες σε τελική ανάλυση, πως ήταν μικρά παιδιά, που δεν καταλαβαίνουν.
Είδες πως κάνουν τα μικρά παιδιά?
Θορυβούν, τρέχουν από δω κι από κει, κάνουν αταξίες…
Είναι δηλαδή οπωσδήποτε κακοί?
Και βέβαια όχι…
Απλά κάποια πράγματα δεν συνειδητοποιούν ακόμη και πρέπει να τους το εξηγήσεις με υπομονή, με ταπείνωση και με αγάπη.
Και προπαντός με το προσωπικό σου παράδειγμα.

- Μα δεν ήσαν μικρά παιδιά, ενήλικες ήσαν όλοι και ήσαν σε θέση να καταλαβαίνουν πέντε πράγματα.
Η σιωπή και η χαμηλόφωνη ομιλία σε τέτοιους χώρους - είναι τα στοιχειώδη πράγματα, που όφειλαν να τα έχουν υπ’ όψιν τους.

- Τι να κάνουμε, εποχή είναι τέτοια σήμερα, θα περάσει κι αυτή κάποτε, όλα έχουν ημερομηνία λήξεως.

- Διότι η ευσέβεια και η ενδογενής ευλάβεια εκ των πραγμάτων γεννά την σιωπή και την ταπεινοφροσύνη,- δεν ησύχαζα εγώ, παίρνοντας φόρα.

- Και το αντίθετο συμβαίνει, π.χ. και η ταπεινοφροσύνη γεννά την σιωπή και την ευλάβεια και την ευσέβεια.

- Σύμφωνοι, και το ένα ισχύει και το άλλο εξ ίσου,- του λέω εγώ.
Τότε πρέπει να παραδεχτούμε, ότι η σημερινή εποχή είναι σε μεγάλο βαθμό μολυσμένη από τον Σατανά, ο οποίος κατάφερε να καταργήσει αυτά τα πράγματα, παρασύροντας τους ανθρώπους σε συμπεριφορές, που βλάπτουν τους ίδιους πριν απ’ όλα.

- Καλά τα λες, αλλά υπάρχει εδώ και ένα «αλλά»: ο καθένας πρέπει χωριστά από τους άλλους να ασχοληθεί με τον εαυτό του και να δει προς τα πού βαδίζει ο ίδιος.
Μεγαλύτερο αποτέλεσμα θα έχει αυτό το πράγμα, δηλαδή η αυτογνωσία, παρά η ενασχόληση με το τι κάνει ο ένας και τι κάνει ο άλλος.
Δεν θυμάσαι τι είπε ο Χριστός?
« Το κλαδάκι στο μάτι του αδελφού σου το βλέπεις, το κούτσουρο στο μάτι σου δεν το βλέπεις?»
Όταν τα βάζουμε με όλον τον κόσμο, κατηγορώντας τον ότι είναι τέτοιος και κείνος, ξεχνάμε να δούμε τα δικά μας ελαττώματα, ενώ τα δικά μας ελαττώματα είναι εξ ίσου πολλά και διάφορα, μ’ αυτά λοιπόν τι θα γίνει?
Θα τα αφήσουμε στην άκρη και
ΚΑΙΓΟΜΕΝΟΣ Ο ΙΔΙΟΣ ΦΩΤΙΖΕ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ
ΕικόναΕικόνα
andronikos
Έμπειρος Αποστολέας
Έμπειρος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 279
Εγγραφή: Παρ Ιούλ 08, 2005 5:00 am
Τοποθεσία: Περιστέρι

Δημοσίευση από andronikos »

=D> =D> =D> =D> =D> =D> =D> =D> =D> =D>
Αββά Ισαάκ του Σύρου
ΠΑΝΤΟΤΕ και δια κάθε ζήτημα να πιστεύης πως έχεις ανάγκη διδασκαλίας και εις όλην σου την ζωήν θα αποδειχθής σοφός.
dimitrios35
Απλό Μέλος
Απλό Μέλος
Δημοσιεύσεις: 13
Εγγραφή: Παρ Σεπ 15, 2006 5:00 am

Δημοσίευση από dimitrios35 »

Σε ποιά μονή έγιναν αυτα που περιγράφεις?
Proskinitis
Τακτικό Μέλος
Τακτικό Μέλος
Δημοσιεύσεις: 51
Εγγραφή: Κυρ Νοέμ 18, 2007 6:00 am

Δημοσίευση από Proskinitis »

Στην Ιερά Μονή του Αγίου Γεωργίου της ορεινής Κορινθίας (Φενεός)
ΚΑΙΓΟΜΕΝΟΣ Ο ΙΔΙΟΣ ΦΩΤΙΖΕ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ
ΕικόναΕικόνα
spirosn
Έμπειρος Αποστολέας
Έμπειρος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 257
Εγγραφή: Τρί Μαρ 27, 2007 5:00 am
Τοποθεσία: ΣΠΥΡΟΣ ΝΑΥΠΛΙΟΝ

Δημοσίευση από spirosn »

Σε ευχαριστώ πολύ!!!!
Απάντηση

Επιστροφή στο “Ιερές Μονές/Προσκυνήματα εκτός του Αγίου Όρους”