ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ. Αποφθέγματα

Εδώ μπορείτε να συζητήσετε σχετικά με τους Αγιορείτες Πατέρες που έχετε επισκεφθεί στο Αγιον Όρος

Συντονιστής: Συντονιστές

Άβαταρ μέλους
fotis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4712
Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ

Re: ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ. Αποφθέγματα

Δημοσίευση από fotis »

ΛΟΓΟΣ ΟΗ΄:ΠΕΡΙ ΕΡΩΤΗΣΕΩΣ ΑΔΕΛΦΟΥ ΤΙΝΟΣ
Ηρωτήθη ποτέ ο αυτός γέρων από τίνος αδελφού
Τι ποιήσω, ότι πολλάκις μοι γίνεται τι πράγμα ου χρείαν έχω, ή δια την άσθένειαν ή δι' έργον ή δι' ήντινα ουν αιτίαν, και τούτου χωρίς ου δύναμαι πολιτεύσασθαι εν τη ησυχία, και βλέπων τινά τούτου χρείαν έχο¬ντα και νικώμενος υπό του ελέους, δίδωμι τούτο αυτώ. Πολλάκις δε, και ως αιτηθείς υπό τίνος, τούτο ποιώ. Και γαρ αναγκάζομαι υπό τε της αγάπης και της εντολής και παρέχω τω αίτουντι το εμοί χρειώδες. Και μετά ταύτα ποιοί με η τούτου χρεία εμπεσείν είς μέριμναν και ταραχήν λογισμών, είθ' ούτω σκορπίζει μου τον νουν από της εις την ησυχίαν μερίμνης και αναγκάζομαι ίσως εξελθείν εκ της ησυχίας και απελθείν εις ζήτησιν του αυτού πρά¬γματος. Εάν δε και υπομείνω του μη εξελθείν, εν θλίψει πολλή και θορύβω των λογισμών γίνομαι. Ουκ οίδα ουν
τίνα των δυο εκλέξομαι εμαυτώ, την παυουσάν μου και σκορπίζουσαν την ησυχίαν δια την ανάπαυσιν του αδελφού μου, ή παριδείν την αίτησιν και υπομένειν εν τη ησυχία;
Πρός ταύτα ανταπεκρίθη μοι ο γέρων, και είπε.
Πάσα ελεημοσύνη, ή αγάπη, ή ευσπλαχνία, ή οτιούν δια τον Θεόν νομιζόμενον είναι, από της ησυχίας κωλύον σε και αίρον σου το όμμα επί τον κόσμον και εμβάλλον σε εις μέριμναν και ταράσσον σε από της μνήμης του Θεού και εκκόπτον τάς ευχάς σου και εισάγον σε εις θόρυβον και ακαταστασίαν λογισμών και παύον σε της μελέτης των θείων αναγνώσεων, ήτις εστίν όπλον ρυόμενον από των μετεωρισμών και λύον την παραφυλακήν σου και ποιούν σε μετά το δεδέσθαι περιπατήσαι και μετά το μονωθήναι συναναστρέφεσθαι και εξυπνίζον επάνω σου τα τεθαμμένα πάθη και διαλύον την εγκράτειαν των αισθήσεων σου και εγείρον την από του κόσμου σου θνήξιν και κατάγον σε από της γεωργίας της αγγελικής, ης το έργον μία φροντίς, και εν τω μέρει των κοσμικών ιστών σε, απόλοιτο εκείνη η δικαιοσύνη.
Τό πλήρωμα γαρ της οφειλής της αγάπης εν τη αναπαύσει των σωματικών, του έργου των κοσμικών εστίν ή και μοναχών, αλλά των ενδεέστερων όντων, ου των εν ησυχία διαγόντων ή και των εχόντων την ήσυχίαν μεμιγμένην τη ομονοία τη μετ' αλλήλων, και εισερχομένων δινηνεκώς και εξερχόμενων. Και τούτο τοις τοιούτοις καλόν και αξιάγαστον.
Τοις μέντοι εν αληθεία εκλεξαμένοις την από του κόσμου αναχώρησιν σώματι και νοΐ, του στήσαι τάς διανοίας αυ¬τών εις την μεμονωμένην ευχήν, εις την θνήξιν των παρερχομένων και της θέας και της μνήμης των πραγμάτων, ου πρέπει τη των σωματικών γεωργία και τη δικαιοσύνη των φανερών πραγμάτων, ίνα δι' αυτών δικαιωθώσι τω Χριστώ, υπηρετείν, αλλά τη νεκρώσει των μελών αυτών των έπι της γης, κατά το Αποστόλου λόγιον, προσφέρειν αυτώ θυσίαν την των λογι¬σμών καθαράν τε και άμωμον, απαρχήν της εαυτών γεωργίας, και την θλίψιν των σωμάτων εν τη υπομονή των κίνδυνων δια την μέλλουσαν ελπίδα. Η γαρ μοναχική πολιτεία τη των Αγγέ¬λων εφάμιλλος καθέστηκεν. Ου πρέπει δε ημίν εάσαι την επουράνιον γεωργίαν και πραγμάτων αντέχεσθαι.Τω δε Θεώ ημών είη δόξα εις τους αιώνας. Αμήν
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
Άβαταρ μέλους
fotis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4712
Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ

Re: ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ. Αποφθέγματα

Δημοσίευση από fotis »

ΛΟΓΟΣ ΟΘ': ΠΕΡΙ ΜΕΜΨΕΩΣ ΑΔΕΛΦΟΥ ΤΙΝΟΣ
Εμέμφθη ποτέ τις αδελφός, ως μη ποιήσας ελεημοσυνην, και μετά παρρησίας και αυθαδείας ανταπεκρίθη τω μεμψαμένω αυτόν, μοναχοίς ουχ υπόκειται ποιείν ελεη¬μοσύνην. Και προς αυτόν αντέφη ο μεμψάμενος* δήλος εστί και φανερός ο μοναχός, ουχ υπόκειται ποιείν ελεημοσύνην. Εκείνος γαρ εστίν, ός «ανακεκαλυμμένω προσώπω» δύναται ειπείν τω Χριστώ, ως γέγραπται, «ιδού ημείς αφήκαμεν πάντα και ηκολουθήσαμέν σοι», τουτέστιν εκείνος ο μηδέν έχων επί της γης και μη κατεργάζων εαυτόν εν τοις σωματικοίς και μη έχων κατά νουν τι των ορωμένων, μηδέ μεριμνών κτήσασθαί τι, αλλά και εάν τις δω τι αυτώ, λαμβάνων τα προς την χρείαν μόνα, των δε υπέρ ταυτήν λόγον μη ποιούμενος, και εστίν ως το πετεινόν εν τη αναστροφή αυτού. Τω τοιούτω ουκ επίκειται ποιήσαι ελεημοσύνην. Πώς γαρ, αφ' ων πραγμάτων ελεύθερο εστί, δύναται δούναι ετέρω;
Αλλά μάλλον τω εν τοις βιωτικοίς περισπωμένω και ταίς χερσίν εργαζομένω και παρ' άλλων λαμβάνοντι, εποφείλεται αυτώ δούναι ελεημοσύνην. Και το αμελήσαι ταύτης εναντίωσίς εστίν ή ασπλαγχνία της του Κυρίου εντολής. Ει γαρ εν τοις κρυπτοίς ου προσεγγίζει τις τω Θεώ ούτε δουλεύειν αυτώ οίδεν εν πνεύματι και των φανερών ου φροντίζει, άτινα δυνατά αυτώ εστί, ποία ετέρα ελπίς έσται τω τοιούτω, δι' ης κτήσεται εαυτώ την ζωήν; Ο τοιούτος ασύνετος εστίν.
Έτερος γέρων είπεν Εγώ θαυμάζω εκ των ταρασσόντων εαυτούς εν τω έργω της ησυχίας, όπως άλλους αναπαύσωσιν εν τοις σωματικοίς. Και πάλιν έφη Ου χρή ημάς συμμίξαι τω έργω της ησυχίας μέριμνάν τίνος ετέρου πάν δε έργον τιμάσθω εν τω τόπω αυτού, ίνα μη γένηται η διαγωγή ημών πεφυρμένη. Ο γαρ πολλών έχων μέριμναν δούλος εστί των πολλών, ο δε πάντα καταλείψας και μεριμνών της καταστάσε¬ως της εαυτού ψυχής, ούτος φίλος εστί του Θεού. Βλέπε ότι οι ποιούντες ελεημοσύνην και πληρούντες την αγάπην των πλησίον εν τοις σωματικοίς, ούτοι πολλοί εισίν εν τω κόσμω, οι δε εργάται της καθολικής και καλής ησυχίας, οι ασχολούμε¬νοι εν τω Θεώ, μόλις ευρίσκονται και σπάνιοι είσι. Τις δε εκ των εν τω κόσμω ποιούντων ελεημοσύνην ή δικαιοσύνην εν τοις σωματικοίς, ηδύνατο εν των χαρισμάτων φθάσαι, ων κα¬ταξιούνται παρά Θεού οι εν ησυχία καθήμενοι;
Και πάλιν είπεν Εάν ης κοσμικός, εν τη διαγωγή των κοσμικών αγαθών αναστρέφου, ει δε μοναχός ει, εν τοις έργοις εν οίς αριστεύουσιν οι μοναχοί διάπρεψαι. Ει μέντοι εν εκατέροις βούλει αναστραφήναι, από των δυο μέλλεις εκπεσείν.
Έργα μοναχού είσι ταύτα ελευθερία από των σωματικών, και ο εν προσευχαίς σωματικός κόπος, και η αδιάλειπτος προς Θεόν μνήμη της καρδίας. Ει ουν δυνατόν σοι χωρίς τούτων αυταρκείσθαι ταίς κοσμικαίς αρεταίς, κρίνον συ.
Ερώτησις.
Ου δύναται άρα μοναχός ο εν τη ησυχία κακοπαθών τάς δυο αναστροφάς κτήσασθαι, λέγω δη μέριμναν του Θεού και φέρειν και φροντίδα ετέραν εν τη καρδία;
Απόκρισις.
Εγώ μεν οίμαι, ότι ουδ', όταν αφή πάντα ο εν ησυχία βουλόμενος αναστρέφεσθαι και της εαυτού και μόνης ψυχής φροντίζη, δύναται ανελλιπώς εν τω έργω της ησυχίας πολιτεύσασθαι, καν έξω γένηται της βιωτικής μερίμνης, πόσω μάλλον εάν και άλλου φροντίση; Κατέλιπεν ο Κύριος εαυτώ εν τω κόσμω τους δουλεύοντας αυτώ και επιμελουμένους των τέ¬κνων αυτού και εξελέξατο εαυτώ τους έμπροσθεν εαυτού λειτουργούντας. Ου γαρ εν μόνοις τοις πράγμασι των επιγείων βασιλέων διαφοράς τάξεων εστίν ιδείν, ενδοξότερων όντων των κατά πρόσωπον του βασιλέως ισταμένων άει και τοις μυστηρίοις αυτώ κοινωνούντων, των όντων εν τοις εξωτικοίς πράγμασιν αλλά και εν τοις του επουρανίου βασιλέως εστί ταύτα ιδείν, πόσην παρρησίαν κέκτηνται οι εν τη ομιλία μετ' αυτού μυστηριάζοντες δια της προσευχής πάντοτε και πόσου πλούτου επουρανίου τε και επιγείου καταξιούνται, και πόσην ενδείκνυ¬ται την αυτών εξουσίαν κατά πάσης της κτίσεως, υπέρ εκεί¬νους τους δια κτισμάτων και βιωτικών πραγμάτων δουλεύον¬τας τω Θεώ και εν τη αγαθοεργία αυτών ευαρεστούντας αυτώ, ει και τούτο μέγιστον και καλόν πάνυ.
Δει ουν ημάς ουκ εκ τούτων των εν τοις έργοις του Θεού ελλιπών όντων τύπον λαβείν, αλλ' εκ των αθλητών και αγωνιστών αγίων των καλών πολιτευσαμένων και εκείνων των καταλειψάντων τα βιωτικά και εν γη γεωργησάντων την επουράνιον βασιλείαν εκείνων των καθάπαξ απωσάντων τα γήινα και εκτεινάντων τάς χείρας προς τάς του ουρανού πύλας.
Εν τίνι ευηρέστησαν οι αρχαίοι άγιοι τω Θεώ, οίτινες προωδοποιήσαντο την οδόν ημίν της πολιτείας ταύτης; Ο εν αγίοις Ιωάννης ο Θηβαίος, ο θησαυρός των αρετών, η πηγή της προφητείας, άρα εν τοις σωματικοίς άναπαυων τους αδελφούς έσωθεν του εγκλειστηρίου αυτού ευηρέστησε τω Θεώ, η εν προσευχή και ησυχία; Ότι μεν γαρ και εν εκείνοις πολλοί πάλιν ευηρέστησαν αυτώ, ουκ αντιλέγω' αλλ' ενδεέστερον των δια προσευχής και της των πάντων καταλείψεως. Η γαρ βοή¬θεια των εν ησυχία διαγόντων και ευδοκιμούντων τοις ιδίοις αδελφοίς, φανερά τις εστί, λέγω δη το βοηθήσαι ημίν λόγω εν καιρώ ανάγκης, ή το προσφέρειν υπέρ ημών έντευξεις.
Εκτός γαρ τούτων, μνήμη ή μέριμνα τίνος ένεκεν των βιωτικών, εάν καθεύδη εν καρδία των εν ησυχία καθημέ¬νων, ουκ εστί της πνευματικής σοφίας. Το γαρ «απόδοτε τα Καίσαρος Καίσαρι, και τα του Θεού τω Θεώ», και τα του πλησίον και τα τω Θεώ τα οντά αυτών εκάστω, ου τοις ησυχάζουσιν είρηται, αλλά τοις έξω πολιτευομένοις. Τοις γαρ τη αγ¬γελική τάξει αναστρεφομένοις λέγω δη τη της ψυχής μερίμνη, εν τοις βιωτικοίς ευαρεστείν αυτώ ουκ εντέταλται, τουτέστι φροντίζειν εργοχείρου ή λαβείν από τίνος και δούναι ετέρω. Ώστε ου δει τον μοναχόν έχειν μέριμναν τίνος κινούντος και καταβιβάζοντος τον νουν αυτού από της στάσεως αυτού της πρό προσώπου του Θεού.
Εαν δε τις, αντιλέγων, μνημονεύση του θείου Παύλου του Αποστόλου, ως ότι εκείνος ειργάζετο ταίς ιδίαις χερσί και εποίει ελεημοσύνας, ερούμεν αυτώ, ότι ο Παύλος και μόνος ηδύνατο πάντα, άλλον δε Παύλον ουκ οίδαμεν γενόμενον και δυνάμενον προς πάντα κατ' εκείνον. Δείξον γαρ μοι συ έτερον τοιούτον Παύλον, καγώ σοι πείθομαι. Λοιπόν τα οικονομικώς γινόμενα μη αγάγης εν τω μέσω των καθολικών πραγμάτων. Έτερον γαρ εστί το έργον του ευαγγελίου, και ετέρα η πράξις της ησυχίας.
Συ δε, εί βούλει κρατήσαι της ησυχίας, γενού ως τα Χερουβίμ, τα μηδενός φροντίζοντα βιωτικού και μη ήγου τίνα είναι άλλον εν τη γη, πλην σου και του Θεού, ου φροντίζεις, ως εδιδάχθης υπό των πατέρων σου των προ σου γεγονότων. Εάν γαρ μη σκληρύνη τις την ιδίαν καρδίαν και βεβαίως συνέχη το έλεος αυτού, ίνα γένηται μακράν από της πάντων μερίμνης των κάτω, ήγουν της τε δια τον Θεόν και δια τι βιωτικόν, και εν τη προσευχή και μόνη εν τοις ωρισμένοις αυτώ καιροίς εμμένη, ελευερωθήναι της ταραχής και της μερίμνης και εν ησυχία γενέσθαι ου δύναται.
Όταν ούν έλθη σοι ενθύμησις του φροντίζειν τινός λόγω αρετής, ώστε σκεδάσαι από σου την ούσαν σοι γαλήνην εν τη καρδία, είπε αυτή 'Καλή εστίν η της αγάπης οδός και το δια Θεόν έλεος, αλλά καγώ δια τον Θεόν ου θέλω αυτήν.
Στήθι μοι, πάτερ, έφησε τις μοναχός, ότι δια τον Θεόν τρέχω οπίσω σου. Κακείνος αντέφη Καγώ δια τον Θεόν φεύγω εκ σου. Ο αββάς Αρσένιος ούτε προς ωφέλειαν ούτε προς άλλο τι δια τον Θεόν υπήντα τινί. Άλλος δια τον Θεόν όλην την ημέραν ελάλει και πάντας τους ερχομένους ξενικούς εδέχετο. Εκείνος δε αντί τούτου εξελέξατο την σιγήν και την ησυχίαν, και δια τούτο μετά του θείου Πνεύματος εν μέσω της θαλάσσης του παρελθόντος βίου ελάλει, και μετά γαλήνης μεγί¬στης διέπλει εν τω πλοίω της ησυχίας, ως φανερώς ωράθη τοις αγωνισταίς, τοις εξερευνήσασι παρά του Θεού περί τούτου.
Και γαρ ο της ησυχίας όρος ούτος εστί* σιωπή από πάντων. Εάν δε εν τη ησυχία ευρέθης πεπληρωμένος ταρα¬χής και εν τοις έργοις των χειρών θορυβήσης το σώμα και την ψυχήν εν φροντίδι τινών, ποίαν ησυχίαν τηνικαύτα άγεις, φροντίζων πολλών, ίνα αρέσης τω Θεώ; Κρίνον συ. Άνευ γαρ της των πάντων καταλείψεως και του μακρυσμού από πάσης φροντίδας, την πολιτείαν της ησυχίας κατορθώσασθαι επονείδιστον ημίν ειπείν εστί.
Τω δε Θεώ ημών είη δόξα.
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
Άβαταρ μέλους
fotis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4712
Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ

Re: ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ. Αποφθέγματα

Δημοσίευση από fotis »

ΛΟΓΟΣ Π':ΠΕΡΙΕΧΩΝ ΗΜΕΡΗΣΙΟΝ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΑΤΟΝ ΥΠΟΜΝΗΜΑ
ΚΑΙ ΠΑΝΥ ΧΡΗΣΙΜΩΤΑΤΟΝ ΤΩ ΚΑΘΗΜΕΝΩ ΕΝ ΤΩ ΚΕΛΛΙΩ ΑΥΤΟΥ ΚΑΙ ΕΥΑΤΩ ΜΟΝΩ ΠΡΟΣΕΧΕΙΝ ΑΙΡΟΥΜΕΝΩ
Τις των αδελφών έγραψε ταύτα και ετίθει αυτά έμπρο¬σθεν αυτού διηνεκώς, ανεμίμνησκε τε εαυτόν τούτων και έλεγεν
Εν αφροσύνη εδαπάνησας την ζωήν σου, ώ κατησχυμένε άνθρωπε και παντός κακού άξιε, αλλά παραφυλάττου καν εν ταυτή τη ημέρα τη καταλειφθείση εκ των ημερών σου των εξεληλυθειών κενώς και απράκτως των αγαθών και πεπλουτηκυιών εν τοις κακοίς. Μη ερωτήσης περί του κόσμου μήτε περί της διαγωγής αυτού μήτε περί των μοναχών ή των πραγμάτων αυτών και όπως εισί, μήτε περί της ποσότητος της εργασίας αυτών, και μη φροντίσης τινός των τοιούτων. Εξήλ¬θες εκ του κόσμου εν μυστηρίω και ελογίσθης ως νεκρός εν Χριστώ μηκέτι ζήσης τω κόσμω μήτε τοις εν τω κόσμω, ίνα σου προλάβη η ανάπαυσις και γένη εν Χριστώ ζών ενού έτοιμος και ηυτρεπισμένος προς πάν όνειδος και πάσαν ύβριν και χλευασμόν και μέμψιν εκ πάντων, και δέξαι ταύτα πάντα μετά χαράς ως άξιος αυτών εν αληθεία και υπόμεινον πάντα πόνον και πάσαν θλίψιν και κίνδυνον τον εκ των δαιμόνων, ων το θέλημα έπραξας μετ' ευχαριστίας, και γενναίως φέρε πάσαν ανάγκην, και τα συμβεβηκότα φυσικώς και τάς πικρότητας, και υπόμεινον εν τη εις Θεόν πεποιθήσει και την στέρησιν των αναγκαίων του σώματος, των μετ' ολίγον εις κόπρον εσομένων.
Και ταύτα πάντα τη εις Θεόν ελπίδι καταδέξασθαι θέλησον, μη αναμένων την αλλαχόθεν λύτρωσιν ή την παρ' άλλου παράκλησιν, αλλ' επίρριψον επί Κύριον την μέριμνάν σου και εν πάσι τοις πειρασμοίς σου σεαυτόν κατάκρινον, ως αίτιον όντα τούτων. Μη σκανδαλισθής εν τινι, μηδέ μέμφου τινά των λυπούντων σε. Διότι έφαγες εκ του ορισθέντος φυτού και εκτήσω διάφορα πάθη. Μετά χαράς δέξαι τάς πικρότητας, ίνα σε τινάξωσι μικρόν και ύστερον γλυκανθής.
Φευ σοι και τη δόξη σου τη δυσώδει διότι εγκατέλιπες την σευατού ψυχήν, ως ακατάκριτον, πεπληρωμένην ούσαν πάσης αμαρτίας, και άλλους κατέκρινας λόγω και διάνοια. Ικανοί γαρ σοι, ικανοί αύτη η χοιρώδης βρώσις, εν η μέχρι της άρτι τυγχάνεις ενδιαιτώμενος. Τι σοι και τοις ανθρώποις, ώ ρυπαρέ; Ουκ αισχύνη συναναστραφήναι αυτοίς, διότι αλόγως επολιτεύσω; Εάν πρόσχης τούτοις και κατάσχης ταύτα πάντα, ίσως τη συνεργία του Θεού σωθήση. Ει δε μη, απελεύση εις την σκοτεινήν χωράν και εις τάς των δαιμόνων κατασκηνώσεις, ων το θέλημα ειργάσω αναιδεί προσώπω. Ιδού διεμαρτυράμην σοι εν πάσι τούτοις. Εάν κινήση κατά σου ο Θεός δι¬καίως εις το αμείψασθαι σε αντί των ύβρεων και μέμψεων, ων ελογίσω και ελάλησας κατ' αυτού χρόνον ολόκληρον, ο κόσμος όλος έχει ασχοληθήναι εις σε. Λοιπόν παύσαι από του νυν και υπόμεινον τας επερχομένας σοι αμοιβάς.
Εν πάσι τούτοις υπεμίμνησκεν εαυτόν ο αδελφός πάσας τας ημέρας, ίνα πειρασμού επελθόντος αυτώ ή θλίψεως, δυνηθή υπομείναι μετ' ευχαριστίας και ωφεληθήναι.
Γένοιτο δε ημάς μετ' ευχαριστίας υπομείναι τα επερχόμενα και ωφεληθήναι χάριτι του φιλανθρώπου Θεού, ώ η δόξα και το κράτος είς τους αιώνας. Αμήν.
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
Άβαταρ μέλους
fotis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4712
Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ

Re: ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ. Αποφθέγματα

Δημοσίευση από fotis »

ΛΟΓΟΣ ΠΑ΄: ΠΕΡΙ ΔΙΑΦΟΡΑΣ ΑΡΕΤΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΟΣ ΠΑΝΤΟΣ ΔΡΟΜΟΥ
Τελειότης παντός δρόμου εν τοις τρισί τούτοις εστίν. Εν τη μετανοία, εν τη καθαρότητι, και τη τελειότητι.
Τι δε εστίν η μετάνοια; Καταλείψαι τα πρότερα και λυπείσθαι υπέρ αυτών.
Και τι εστίν η καθαρότης; Συντόμως καρδία ελεήμων υπέρ πάσης της κτιστής φυσεως.
Και τι εστί τελειότης; Βάθος ταπεινώσεως, όπερ εστί κατάλειψις πάντων των ορατών τε και αοράτων (ορατών μεν, πάντων των αισθητών, αοράτων δε, των νοητών), και εκτός μερίμνης της υπέρ αυτών.
Ηρωτήθη πάλιν εν άλλω καιρώ, τι εστί μετάνοια; Και εί¬πε Καρδία συντετριμμένη και ταπεινωμένη.
Και τι εστί ταπείνωσις; Και είπε: Διπλή νέκρωσις εκουσία εκ πάντων.
Και τί εστί καρδία ελεήμων; Και είπε Καύσις καρδίας υπέρ πάσης της κτίσεως, υπέρ των ανθρώπων και των ορνέων και των ζώων και των δαιμόνων, και υπέρ παντός κτί¬σματος, και εκ της μνήμης αυτών και της θεωρίας αυτών ρέουσιν οι οφθαλμοί αυτού δάκρυα. Εκ της πολλής καρτερίας σμι¬κρύνεται η καρδία αυτού και ου δύναται βαστάξαι ή άκουσαι ή ιδείν βλάβην τινά ή λύπην μικράν εν τη κτίσει γινομένην. Και δια τούτο και υπέρ των έχθρων της αληθείας και υπέρ των βλαπτόντων αυτόν εν πάση ώρα ευχήν μετά δακρύων προσφέρει, του φυλαχθήναι αυτούς και ιλασθήναι αυτοίς ομοίως και υπέρ της φύσεως των ερπετών εκ της πολλής αυτού ελεημοσύ¬νης της κινουμένης εν τη καρδία αυτού αμέτρως καθ' ομοιότη¬τα του Θεού.
Και ηρωτήθη πάλιν, τί εστίν ευχή; Και είπεν Ευκαιρία και σχολή της διανοίας εκ πάντων των ενταύθα και καρδία επιστρέψασα τελείως την εαυτής όρασιν εις την επιπόθησιν εκείνης της ελπίδος των μελλόντων. Ο δε αφωρισμένος εκ τούτων σύμμικτον σπόρον σπείρει εν τω εαυτού σπόρω, κατά τον ζευγνύοντα ζεύγος εν βοΐ και όνω ομού.
Και πάλιν ηρωτήθη, πώς δύναται τις κτήσασθαι την ταπείνωσιν; Και είπεν Εν τη αδιαλείπτω μνήμη των παρα¬πτωμάτων και εν ελπίδι προσεγγιζούση θανάτω και εν εσθήτι ευτελεί και εν παντί καιρώ προκρίνειν τον εσχατον τόπον και εν παντί πράγματι επιτρέχειν τοις έργοις τοις ελαχίστοις καικαθυβρισμένοις και τω μη είναι ανήκοον, και εν τη αδιαλείπτωσιωπή και τω μη αγαπάν συναντήσαι ταίς συνάξεσι, και τω θέλειν εαυτόν αγνώριστον και αψήφιστον, και εν τω μη κατέχειν τινά των πραγμάτων εν ιδιορρυθμία παντελεί, και τω μισείν την ομιλίαν των πολλών προσώπων και τω μη αγαπάν τα κέρ¬δη.
Και μετά ταύτα, τω υπεραίρειν την εαυτού διάνοιαν εκ πάσης μέμψεως και εγκλήσεως παντός ανθρώπου και της ζηλοτυπίας- και τω μη είναι την χείρα αυτού κατά πάντων και η χειρ των πάντων κατ' αυτού, αλλ' εν τοις εαυτού μόνος μεμονωμένος και τω μη λαβείν μέριμναν τίνος εν τω κόσμω, πλην εαυτού, και το σύντομον, η ξενιτεία και η πτώχεια και η της μονώσεως διαγωγή, ταύτα τίκτουσι την ταπείνωσιν και καθαρίζουσι την καρδίαν.
Των δε φθασάντων την τελειότητα τούτο εστί το τεκμήριον. Εάν καθ' ημέραν δεκάκις εις καύσιν παραδοθώσιν υπέρ της αγάπης των ανθρώπων, ου κορέννυνται εκ τούτων. Καθάπερ είπεν ο Μωϋσής τω Θεώ' «ει μεν αφής αυτοίς την αμαρτίαν, άφες ει δε μη, εξάλειψον κάμε εκ της βίβλου, ης έγραψας» και καθώς ο μακάριος Παύλος, «ηυχόμην», λέγων, «ανάθεμα είναι από Χριστού υπέρ των αδελφών μου», και τα εξής. Και πάλιν, «νυν χαίρω εν ταίς θλϊψεσιν υπέρ υμών των εθνών». Και οι λοιποί δε Απόστολοι αντί του πόθου της ζωής των ανθρώπων εδέξαντο θάνατον εν παντοίοις τρόποις.
Τέλος δέ τούτων πάντων ομού ο Θεός και Κύριος, δια πόθον της κτίσεως τον εαυτού Υιόν δια σταυρού εις θάνατον παρέδωκεν «ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον μονογενή εαυτού Υιόν δούναι εις θάνατον υπέρ αυτού». Ουχ ότι ουκ ηδύνατο εν άλλω τρόπω λυτρώσασθαι ημάς, αλλά την αγάπην εαυτού την υπερβάλλουσαν εν τούτω ευρέθη διδάσκων ημάς. Και εν τω θανάτω του μονογενούς εαυτού Υιού προσήγγισεν ημάς προς εαυτόν. Και ει είχε τιμιώτερον αυτού, έδωκεν αν ημίν, όπως εν αυτώ ευρέθη αυτώ το γένος ημών. Και δια την αγάπην αυτού την πολλήν ουκ ευδόκησε την ελευθερίαν ημών βιάσασθαι, καν δυνατός η ποιήσαι, αλλά τη αγάπη του φρονήμα¬τος ημών πλησιάσαι αυτώ. Και αυτός ο Χριστός υπήκουσε τω Πατρί αυτού, δια την αγάπην αυτού την προς ημάς, του δέξασθαι καθ εαυτού την ύβριν και την λύπην εν χαρά, καθώς λέγει η Γραφή «αντί της χαράς ης είχεν, υπέμεινε σταυρόν, αισχύνης καταφρονήσας». Δια τούτο είπεν ο Κύριος εν τη νυκτί η παρεδίδοτο' «τούτο το σώμα μου το υπέρ του κόσμου διδόμενον εις ζωήν, και τούτο αίμα μου το υπέρ πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών». Και υπέρ ημών φησι πάλιν «εγώ αγιάζω εμαυτόν».
Ούτω και πάντες οι άγιοι ταυτήν την τελειότητα φθάνουσιν, όταν τέλειοι γένωνται, και τω Θεώ αφομοιώνται εν τω υπερεκβλύζειν την αγάπην αυτών και την φιλανθρωπίαν εις πάντας. Και τούτο το σημείον ζητούσιν εαυτοίς οι άγιοι αφομοιωθήναι τω Θεώ, εν τω τελειωθήναι τω ποθώ του πλησίον. Ούτω και οι πατέρες ημών οι μονασταί εποίουν, όταν προς εκείνην την τελειότητα και ομοίωσιν, την πλήρη ζωής του Κυ¬ρίου Ιησού Χριστού, εν εαυτοίς ελάμβανον πάντοτε.
Μακάριος, φασίν, Αντώνιος, ουδέποτε έκρινε καθ εαυ¬τόν ποιήσαι τι ωφελούν αυτόν πλέον του πλησίον αυτού, ότι είχε την ελπίδα ταυτήν, ότι το κέρδος του πλησίον αυτού, εστίν αυτώ εργασία αρίστη.
Και πάλιν ερρέθη περί του αββά Αγάθωνος, ως έλεγεν ότι Ήθελον ευρείν λωβόν και λαβείν το σώμα αυτού και δούναι αυτώ το εμόν. Είδες αγάπην τελείαν; Και έως πάλιν είς όπερ έξωθεν αυτού ην, ουκ έφερε μη αναπαύσαι τον πλησίον αυτού. Και πάλιν είχε σμιλίον και εισελθών αδελφός προς αυ¬τόν και επιθυμήσας αυτού, ουκ αφήκεν αυτόν εξελθείν εκ του κελλίου αυτού χωρίς αυτού. Και τα λοιπά τα γραφέντα περί των τοιούτων.
Και τί λέγω ταύτα; Πολλοί εξ αυτών τοις θηρίοις και τω ξίφει και τω πυρί παρέδωκαν τα σώματα εαυτών δια τον πλησίον. Ουδείς δύναται ελθείν εις την τάξιν ταύτης της αγά¬πης, ει μη τις αισθηθή κρυπτώς της εαυτού ελπίδος, και ου δύνανται κτήσασθαι την αγάπην των ανθρώπων οι αγαπώντες τούτον τον κόσμον. Όταν τις κτήσηται την αγάπην, αυτόν τον Θεόν ενδύεται μετ' αυτής. Ανάγκη δε τον κτησάμενον τον Θεόν μη πεισθήναι κτήσασθαι μετ' αυτού τι, αλλά και το σώμα εαυτού αποδύσασθαι. Εάν δε τον κόσμον τούτον ενδύσηται και την ζωήν ταυτήν εν τω πόθω αυτού, ου μη ενδύσηται τον Θεόν, έως ουκ αφή αυτά. Αυτός γαρ ταύτα εμαρτύρησεν «ει τις», λέ¬γων, «ουκ αφίησι πάντα και μισεί την εαυτού ψυχήν, μαθητής εμοί γενέσθαι ου δύναται». Και ουχί μόνον το αφείναι, αλλά και μισήσαι αυτά. Και ει τις ου δύναται μαθητής αυτού γενέσθαι, πώς οικήσει εν αυτώ;.
Ερώτησις. Διατί η ελπίς ούτως ηδεία και η διαγωγή αυτής και τα έργα αυτής ελαφρά και ταχέως τα έργα αυτής τη ψυχή γίνεται;
Απόκρισις. Δια το την επιπόθησιν την φυσικήν εξυπνισθήναι εν τη ψυχή και ποτίσαι αυτούς το ποτήριον τούτο και μεθύσαι αυτούς. Και παρά τούτο εκ της ώρας εκείνης ουκ έτι του κόπου αισθάνονται, αλλά αναίσθητοι των θλίψεων γίνονται και εν παντί δρόμω της πορείας αυτών ούτω νομίζουσιν, ως είναι αυτους ποιούντας την πορείαν εν τω αέρι, και ουχί εν τω βαδίσματι τω ανθρωπίνω, εν τω μη οράσθαι υπ' αυτών την σκληρότητα της οδού και μη γενέσθαι κατ' ενώπιον αυτών βουνούς και χειμάρρους, και έσται αυτοίς τα τραχέα εις οδούς λείας, και τα εξής, και δια το εν πάση ώρα προσέχειν τω κόλπω του Πατρός αυτών.
Και αύτη η ελπίς ως εν δακτύλω δεικνύει αυτοίς εν πάση ροπή τα μακράν όντα και αόρατα, ωσανεί εν αυτοίς καθορώσι παραβολικώς εν τω οφθαλμώ τω κρυπτώ της πιστέως. Και δια το πυρωθήναι τα μέρη της ψυχής, ως εν πυρί, εν τω ποθώ των μακράν όντων και τα απόντα ως παρόντα αυτοίς λογισθήναι. Εκείσε ουν εκτείνεται πάν διάστημα των λογι¬σμών αυτών, και το πότε φθάσωσιν αεί επείγονται.
Και ότε προσεγγίζουσι προς εκάστην αρετήν του ενεργήσαι αυτήν, ουχί μερικώς ενεργούσιν αυτήν, αλλά περιεκτικώς όλας εξ όλου εφάπαξ ενεργούσι. Διότι την πορείαν αυτών ουχί εν τη βασιλική οδώ ποιούνται, καθώς πάντες, αλλά τρίβους συντόμους εκλέγονται ούτοι οι γίγαντες εαυτοίς, εν αίς έκδηλοι τίνες πορεύονται συντόμως προς τάς μονάς. Διότι αύτη η ελπίς πυροί αυτούς ως εν πυρί, και ου δύνανται ηρεμήσαι εκ του σφο¬δρού δρόμου του διηνεκούς εν τη χαρά αυτών. Και γίνεται αυτοίς καθώς και εν τω μακαρίω Ιερεμία• «είπα γαρ φησίν ου μη μνησθώ αυτού, ουδ' ου μη λαλήσω τω ονόματι αυτού. Και εγένετο εν τη καρδία μου ως πυρ φλογίζον και εισδύνον εν τοις οστέοις μου». Ούτω γίνεται εν ταίς καρδίαις αυτών η μνήμη του Θεού, των εν τη ελπίδι των επαγγελιών αυτού μεθυόντων.
Αι τρίβοι αι σύντομοι των αρετών αι περιεκτικαί είσιν αρεταί, δια το μη έχειν αυτάς μακρόν διάστημα εν ταίς τρίβοις ταίς πολλαίς της πολιτείας εξ εκείνης προς ταυτήν, ουδέ τόπον και καιρόν και σκορπισμόν εκδέχονται, αλλ' ευθέως ίστανται και πληρούσιν αυτά.
Ερώτησις. Τι εστίν απάθεια η ανθρωπίνη;
Απόκρισις. Απάθεια, ουχί το μη αισθηθήναι των παθών εστίν, αλλά το μη δέξασθαι αυτά, εκ των πολλών και ποικίλων αρετών, ων εκτήσαντο, των φανερών και κρυπτών, και ησθένησαν εν αυτοίς τα πάθη και ου δύνανται ευχερώς επαναστήναι κατά της ψυχής. Και η διάνοια ου χρήζει πάντοτε προσέχειν αυτοίς* διότι εν παντί καιρώ πεπληρωμένη εστίν εν τοις νοήμασιν αυτής εκ της μελέτης και της ομιλίας των αρίστων τρόπων, των εν τη συνέσει κινουμένων εν τω νοΐ. Και όταν άρξωνται τα πάθη κινείσθαι, εξαίφνης αρπάζεται η διάνοια εκ της εγγύττητος αυ¬τών εν συνέσει τινι παρακυψάση εν τω νοΐ και απολιμπάνονται αυτώ τα πάθη ως αργά.
Καθάπερ είπεν ο μακάριος Μάρκος, νους υπό της χάριτος του Θεού τάς πράξεις των αρετών πληρών και τη γνώσει πλησιάσας ολίγον αισθάνεται εκ του μέρους του κακού και ανοήτου της ψυχής. Η γνώσις γαρ αυτού αρπάζεται εις το ύψος και απαλλοτριοί αυτόν από πάντων των εν τω κόσμω. Και δια την εν αυτοίς αγνείαν και την λεπτότητα και ελαφρότητα και οξύτητα του νοός αυτών και δια την άσκησιν πάλιν αυτών, κα¬θαρίζεται αυτών ο νους και διαυγής αποδείκνυται, δια το την σάρκα αυτών ξηρανθήναι, και εκ της σχολής της ησυχίας και της πολλής διαμονής της εν αυτή ευκόλως και ταχέως επιτίθε¬ται εκάστω και οδηγεί αυτούς η θεωρία η εν αυτοίς προς έκπληξιν την παρ' αυτή. Και εν τούτω πολλοστόν πληθύνονται ταίς θεωρίαις και ουδέποτε υστερεί ύλης συνέσεως η διάνοια αυτών και ουδέ εκτός εκείνων ποτέ, ων του Πνεύματος ο καρπός εμποιεί αυτοίς, διαγίνονται.
Και εν τη συνηθεία τη πολυχρονίω εξαλείφονται αι μνήμαι εκ της καρδίας αυτών, αίτινες κινούσι τα πάθη εν τη ψυχή, και η ισχύς της εξουσίας του διαβόλου. Όταν γαρ η ψυχή μη εταιρειάση μετά των παθών εν τη μελέτη εν αυτοίς, δια το είναι αυτήν εξ άλλης φροντίδας κεκρατημένην αδιαλεί¬πτως, ου δύναται η ισχύς των ονύχων των παθών κατακρατήσαι των αισθήσεων αυτής των πνευματικών.
Ερώτησις. Τίνα είσι τα εξαίρετα της ταπεινώσεως;
Απόκρισις. Καθάπερ η οίησις διασκορπισμός εστί της ψυχής εν τη φαντασία αυτής τη μετεωριζούση αυτήν, και ουκ αναχαιτιζούση αυτήν πτερωθήναι εν νεφέλαις των λογισμών αυτής, ώστε κυκλώσαι εν πάση τη κτίσει, ούτω και η ταπείνωσις συνάγει αυτήν εν ησυχία και συνάπτεται εντός εαυτής η ψυχή. Και καθάπερ ψυχή ουκ εστί γνωστή ουδέ τοις σωματικοίς οφθαλμοίς ορατή, ούτως ο ταπεινόφρων ου γινώσκεται μεταξύ των ανθρώπων. Και ώσπερ ψυχή εντός του σώματος κεκρυμμένη εστίν εκ της θεωρίας και της μίξεως της μετά πάν¬των ανθρώπων, ούτως ο αληθινός ταπεινόφρων ουχί μόνον ου θέλει βλέπεσθαι και γνωρίζεσθαι υπό των ανθρώπων, δια τον αφορισμόν αυτού και την εκ πάντων απορίαν, αλλά τούτο εστί το θέλημα αυτού ει δυνατόν, και αυτόν άφ' εαυτού βαπτίζειν εαυτόν εντός εαυτού και εισοικίζειν και εισέρχεσθαι εν ησυχία και καταλείψαι τα νοήματα αυτού τα πρώτα μετά των αισθήσε¬ων αυτού όλα εξ όλου και γενέσθαι ως τίνα ουκ όντα εν τη κτί¬σει και ουκ ελθόντα είς το είναι και μηδέ τη εαυτού ψυχή όντα παντελώς γινωσκόμενον. Και όσον εστίν ο τοιούτος κεκρυμμένος και τεθησαυρισμένος και κεχωρισμένος εκ του κόσμου, όλος προς τον εαυτού Δεσπότην γίνεται.
Ο ταπεινόφρων ουκ αναπαύεται ποτέ ιδείν τα συναθροίσματα και την συγχύσιν των όχλων και τον σεισμόν και τάς φωνάς και τον πλατυσμόν και την μέριμναν και την τρυφήν, εξ ης η ακρασία' ουδέ είς τους λόγους και εις τάς συντυχίας και φωνάς και είς τον διασκορπισμόν των αισθήσεων, αλλά πλέον πάντων προκρίνει το αφειδιάσαι εαυτόν εν ησυχία μεμονωμένον και κεχωρισμένον από πάσης κτίσεως, φροντίζοντα εαυτού εν χώρα ησύχω. Και εν πάσιν η σμικρότης και η ακτημοσύνη και η χρεία και η πτωχεία ποθητά εισί προς αυτόν, ήπερ εν πράγμασι πολλοίς και έργοις είναι έπ' αλλήλοις, αλλ' εν παντί καιρώ εν ευκαιρία και αμεριμνία στήναι, χωρίς συγχύσεως των ενταύθα, ίνα μη εξέλθωσιν οι λογισμοί αυτού έξωθεν αυτού. Ότι πεπεισμένος εστίν, ότι, εάν είς τα πολλά πέση, εκτός συγ¬χύσεως των λογισμών γενέσθαι ου δύναται ότι τα πολλά πράγματα πολλαί μέριμναι εισί, και συναγωγή εστί λογισμών ποι¬κίλων και συνθέτων.
Και εξέρχεται εκ του είναι αυτόν υψηλότερον των μεριμνών των γηίνων εν τη ειρήνη των εαυτού λογισμών, χωρίς των μικρών χρειών των εν ανάγκη ουσών, και της δια¬νοίας της λαβούσης φροντίδα μονογενή εν τοις λογισμοίς εαυτής τοις αρίστοις. Εάν δε κωλυθήναι αυτόν εκ των λογισμών των αρίστων μη αφώσιν αι χρείαι, έρχεται είς το βλάπτεσθαι και βλάπτειν. Εντεύθεν ανοίγεται θύρα τοις πάθεσι και απέρχε¬ται η γαλήνη της διακρίσεως και φεύγει η ταπείνωσις και κλείεται η θύρα της ειρήνης. Δια ταύτα ουν πάντα λοιπόν αδιαλείπτως εαυτόν φυλάττει εκ των πολλών, και εν παντί καιρώ ευρίσκει εαυτόν εν γαλήνη και αναπαύσει και εν ειρήνη και επιεικεία και ευλαβεία.
Εν ταπεινόφρονι ποτέ ουκ εστί κατέπειξις και ταχύτης και σύγχυσις, ουδέ νοήματα θερμά και κούφα, άλλ' εν παντί καιρώ εν αναπαύσει εστί καταλύων. Εάν κολληθή ο ουρανός τη γη, ο ταπεινόφρων ου θροείται. Ουχί πας ησύχιος ταπεινόφρων, έκαστος δε ταπεινόφρων, και ησύχιος. Ταπεινόφρων μη ων, συνεσταλμένος ουκ έστι συνεσταλμένους δε, μη όντας ταπεινόφρονας, πολλούς ευρήσεις. Τούτο εστίν όπερ είπεν ο Κυ¬ριος, ο πραΰς και ταπεινός* «μάθετε απ' εμού ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία, και ευρήσετε ανάπαυσιν ταίς ψυχαίς υμών». Ο ταπεινόφρων εν παντί καιρώ εν αναπαύσει εστίν, ότι ουκ εστί τι κινούν ή θροούν την διάνοιαν αυτού. Και ώσπερ ου δύναται τις πτοήσαι όρος, ούτως ου πτοείται η διάνοια αυτού. Και ει δυνατόν ρηθήναι, και ίσως ουκ άτοπον εστί τούτο ειπείν, ότι ο ταπεινόφρων εκ του κόσμου τούτου ουκ εστίν ότι ούτε εν ταίς λύπαις θροείται και αλλοιούται, ούτε εν ευφροσύναις θαυμάζεται και εξαπλούται, αλλ' όλη η ευφροσύνη αυτού και η αγαλλίασις η αληθινή εν τοις του Δεσπότου αυτού εστίν.
Ακολουθεί δε τη ταπεινοφροσύνη η επιείκεια και το συνάξαι εαυτόν, όπερ εστίν η σωφροσύνη των αιθήσεων, φωνή σύμμετρος, σμικρολογία, εαυτού καταφρόνησις, εσθής ευτελής, βάδισμα ου σεσοβημένον, το προσέχειν κάτω, το υπερέχειν εν ελεημοσύνη, ταχύτης δακρύων, μεμονωμένη ψυχή, καρδία συντετριμμένη, ακινησία θυμου, αισθήσεις ασκόρπιστοι, σμικρότης πραγμάτων, σμικρότης εν πάση χρεία, το βαστάξαι, η υπομονή, το μη πτοείσθαι, η ισχυρότης της καρδίας η τικτομένη εκ του μίσους της χρονικής ζωής, η υπομονή των πειρασμών, έννοιαι βαρείαι και ουκ ελαφραί, σβέσις λογισμών, φυ¬λακή των μυστηρίων της σωφροσύνης, η αιδώς, η ευλάβεια, και υπέρ πάντα ταύτα, το ησυχάσαι πάντοτε, το την αγνωσίαν αεί προσκαλείσθαι.
Τω ταπεινόφρονι ποτέ ουκ ανάγκη απαντά ποιούσα αυτόν ταραχθήναι ή συγχυθήναι. Ο ταπεινόφρων όταν ποτέ μό¬νος γένηται, αιδείται εξ αυτού. Εγώ θαυμάζω, ότι εάν η τις ταπεινόφρων εν αληθεία, ου τολμήσει του προεύξασθαι τω Θεώ, οπόταν προσέγγιση τη ευχή, ή του αξιωθήναι αυτής ή αιτήσασθαι τι άλλο, ή γινώσκει τι εύχεται, αλλά μόνον σιωπά εν ταίς πάσαις ταίς εαυτού ευνοίας, προσδοκών μόνον το έλεος. Και ποίον άρα θέλημα εξέλθη περί αυτού εκ προσώπου της μεγαλωσύνης της προκυνητής, ηνίκα το πρόσωπον κλίνει αυτού εις την γην και η θεωρία η έσω της καρδίας αυτού επηρμένη επί την πύλην την αγίαν των αγίων την υψηλήν, ένθα εστίν εκείνος, ούτινος ο γνόφος σκήνωμα, ο αμβλύνων τα όμματα των Σεραφίμ, και η αρετή αυτού κατεπείγει τους λεγεώνας της χοροστασίας αυτών και σιωπήν επιχέων επί πάσι τοις τάγμασιν αυτών;
Και έως τούτου μόνου τολμά ειπείν και προσεύξασθαί 'Κατά το θέλημα σου Κύριε, ούτω γενέσθω εν εμοί'.
Και ημείς τούτο λέγωμεν εις ημάς. Αμήν.
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
Άβαταρ μέλους
fotis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4712
Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ

Re: ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ. Αποφθέγματα

Δημοσίευση από fotis »

ΛΟΓΟΣ ΠΒ': ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΟΤΙ ΑΚΟΠΩΣ ΕΙΣΕΡΧΕΤΑΙ Η ΨΥΧΗ ΠΡΟΣ ΚΑΤΑΝΟΗΣΙΝ ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΤΙΣΜΑΤΩΝ ΑΥΤΟΥ, ΕΑΝ ΗΣΥΧΑΣΗ ΑΠΟ ΤΕ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΕΡΙΜΝΩΝ ΤΩΝ ΒΙΩΤΙΚΩΝ. ΤΟΤΕ ΓΑΡ ΔΥΝΑΤΑΙ ΓΝΩΝΑΙ ΕΑΥΤΗΣ ΚΑΙ ΟΥΣ ΕΧΕΙ ΕΣΩΘΕΝ ΚΕΚΡΥΜΜΕΝΟΥΣ ΘΗΣΑΥΡΟΥΣ
Όταν μη εισέλθωσιν έξωθεν μέριμναι βιωτικαί επί την ψυχήν, αλλά μείνη επί την φύσιν αυτής, ου χρονίζει κοπιάσαι του εισελθείν και κατανοήσαι την σοφίαν του Θεού' ότι ο χωρισμός αυτής ο εκ του κόσμου και η ησυχία αυτής φυσικώς κινούσιν αυτήν προς κατανόησιν των κτισμάτων του Θεού, και εκ τούτου υψούται προς τον Θεόν και εκπλήττε¬ται θαυμάζουσα και παραμένει τω Θεώ. Όταν γαρ μη εισέλθη ύδωρ έξωθεν επί την πηγήν της ψυχής, το ύδωρ το βρύον το φυσικόν εν αυτή νοήματα βλαστάνει εν αυτή των θαυμάσιων του Θεού διαπαντός.
Όταν δε ευρεθή η ψυχή εκτός τούτων, ή τίνα αιτίαν εκ τί¬νος αλλοτρίας μνήμης έλαβεν ή αι αισθήσεις εκίνησαν κατ' αυτής ταραχήν εκ της απαντήσεως των πραγμάτων. Όταν δε συγκλεισθώσιν αι αισθήσεις τη ησυχία και μη εκπηδήσαι συγχωρηθώσι και παλαιωθώσιν αι μνήμαι τη ταύτης βοηθεία, τότε θέαση τους φυσικους λογισμούς της ψνχής, τι εισι και τι εστίν η φύσις της ψυχής, και ποίους θησαυρούς κεκρυμμένους έχει εν εαυτή. Οι δε θησαυροί είσιν, η κατανόησις των ασωμάτων, η κινουμένη εν εαυτή αφ' εαυτής χωρίς προνοίας και κόπου του υπέρ αυτής. Ουκ επίσταται δε ο άνθρω¬πος, ότι τοιούτοι λογισμοί κινούνται εν τη ανθρωπίνη φύσει. Τις γαρ ην αυτού διδάσκαλος, ή πώς αυτό κατέλαβεν, όπερ και νοηθέν αδύνατον άλλοις σαφηνισθήναι, ή τις ην αυτώ οδηγός προς όπερ παρ' άλλου μηδαμώς μεμάθηκε;
Τοιαύτη τίς εστίν η φύσις της ψυχής. Ουκούν τα πάθη προσθήκη εστίν εξ αιτίας ψυχικής' επεί φυσικώς α¬παθής εστίν η ψυχή. Όταν δε ακούσης εν τη Γραφή πάθη ψυ¬χικά και σωματικά, γνώθι, ότι προς τας αιτίας είρηται. Η γαρ ψυχή φυσικώς απαθής εστίν. Οι δε της έξω φιλοσοφίας ου πα¬ραδέχονται τούτο, ομοίως δε και οι τούτοις ακόλουθοι. Αλλ' ημείς ούτω πιστεύομεν, ότι ο Θεός τον κατ εικόνα απαθή πεποίηκε' κατ εικόνα δε λέγω, ου κατά το σώμα, αλλά κατά την ψυχήν, ήτις εστίν αόρατος. Πάσα γαρ εικών εκ προϋποκειμένης εικόνος ανιμάται, αδύνατον δε τίνα παραστήσαι εικόνα, μη προθεαθέντος αυτώ ομοιώματος. Ώστε δει πιστεύειν σε, ότι τα πάθη, ως προείπομεν, της ψυχής ουκ είσιν. Ει δε τις ανθίσταται τοις ειρημένοις, ημείς ερωτήσομεν, ο δε αποκρινέσθω.
Ερώτησις. Τι εστίν η φύσις της ψυχής; Άρα απαθής τις και φωτός πλήρης, ή εμπαθής τις και σκοτεινή; Απόκρισις. Ει γαρ ην ποτέ η φύσις της ψυχής διαυγής και καθαρά τη του μακαρίου φωτός υποδοχή, ομοίως δε και όταν προς την αρχαίαν ανέλθη τάξιν ούτως ευρίσκεται λοιπον, όταν εμπαθώς κινηθή, έξω της φύσεως αυτής ομολογου¬μένως εστίν, ως οι της Εκκλησίας τρόφιμοι διαβεβαιούνται. Ώστε τα πάθη ύστερον τη ψυχή επεισήλθε, και ου δίκαιον ει¬πείν της ψυχής είναι τα πάθη, καν εν τούτοις αύτη κινήται.
Φανερόν ουν εστίν, ότι τοις έξωθεν κινείται, ουχ ως ιδίοις. Και εις εν τούτοις τοις πάθεσι της ψυχής κινουμένης άνευ του σώματος, κατά τούτο λέγονται φυσικά, λοιπόν η πείνα καιη δίψα και ο ύπνος ψυχικά αν είη' ότι και εν τούτοις πάσχει καισυστενάζει τω σώματι και τη των μελών εκκοπή και τοις πυρετοίς και ταίς νόσοις και τοις παραπλησίοις. Διότι τη κοινωνία συναλγεί τω σώματι η ψυχή, ώσπερ δη και το σώμα αυτή και συγκινείται τη του σώματος ευφροσύνη και δέχεται τάς τούτουθλίψεις.
Τω δε Θεώ ημών δόξα και κράτος είς τους αιώνας. Αμήν.
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
Άβαταρ μέλους
fotis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4712
Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ

Re: ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ. Αποφθέγματα

Δημοσίευση από fotis »

ΛΟΓΟΣ ΠΓ': ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΠΑΘΩΝ ΚΑΙ ΝΟΟΣ ΚΑΘΑΡΟΤΗΤΟΣ ΚΑΤ' ΕΡΩΤΗΣΙΝ ΚΑΙ ΑΠΟΚΡΙΣΙΝ
Ερώτησις. Τι εστίν η φυσική κατάστασις της ψυχής, και τι εστίν η παρά φύσιν, και τι εστίν η υπέρ φύσιν;
Απόκρισις. Η φυσική κατάστασις της ψυχής γνώσις εστί των κτισμάτων του Θεού των αισθητών και των νοητών. Η υπέρ φύσιν εστίν η κίνησις της θεωρίας της υπερουσίου θεότητος. Η παρά φύσιν εστίν η εν τοις εμπαθέσι κίνησις. Καθώς έφη ο θείος και μέγας Βασίλειος, ότι η ψυχή, όταν ευρεθή κατά φύσιν, άνω διάγει, ότε δε έξωθεν της φύσεως αυτής ευρέθη, ευ¬ρίσκεται κάτω εις την γήν, όταν δε άνω γένηται, απαθής ευρίσκεται ηνίκα δ' αν κατέλθη η φύσις εκ της οικείας τάξεως, τότε τα πάθη εν αυτή ευρίσκεται.
Φανερόν ουν λοιπόν, ότι τα πάθη τα ψυχικά ουκ είσι φύσει ψυχικά. Ει και ούτω κινείται εν τοις πάθεσι του σώματος τοις ψεκτοίς, ώσπερ εν τη πείνη και τη δίψη, αλλ' επειδή ουκ επετέθη αυτή εν τούτοις νόμος, ου τοσούτον μεμπτέα εστί, καθώς εν τοις λοιποίς τοις υποκειμένοις τη μέμψει. Έσθ' ότε συμβαίνει επιτρέπεσθαί τίνα παρά του Θεού πράξαι τι δοκούν άτοπον, και αντί της μέμψεως και των ελέγχων, αγαθαίς αμοιβαίς αμειφθήναι. Καθώς ο προφήτης Ωσηέ, ο πόρνην γεγαμηκώς, και ως Ηλίας ο προφήτης, ο ζήλω Θεού φονεύσας, και ως οι μαχαίραις τους ιδίους γονείς αποκτείναντες τη προστάξει του Μωϋσέως.
Πλήν λέγεται φυσικώς είναι τη ψυχή την επιθυμίαν και τον θυμόν, χωρίς της του σώματος φύσεως. Και ταύτα αυτής τα πάθη.
Ερώτησις. Πότερον ηνίκα η της ψυχής επιθυμία εξαφθή εν τοις θείοις, κατά φύσιν εστίν ή όταν ευρεθή εν τοις γηίνοις και τοις σωματικοίς; Και διατί ζηλοί της ψυχής η φύσις τω θυμώ; Και πώς λέγεται φυσικός ο θυμός; Άρα εν τω θυμούσθαι δια τίνα σαρκικήν επιθυμίαν ή φθόνον ή κενοδοξίαν; ή εν τοις τοιούτοις ή κατά το εναντίον τούτων; Αποκρινέσθω ο λέ¬γων, και ημείς ακολουθήσομεν.
Απόκρισις. Πολλά λέγει η θεία Γραφή και τίθησι καταχρηστικώς ονόματα πολλάκις, άτινα του σώματος μεν εστί, κατά της ψυχής δε λέγεται, και πάλιν τα της ψυχής κατά του σώματος, και ου χωρίζει ταύτα. Αλλ' οι συνετοί συνίεισι τούτο. Ώσπερ τα της θεότητος του Κυρίου, άτινα είρηνται κατά του παναγίου αυτού σώματος, πράγματα μη συγκρινόμενα τη ανθρωπίνη φύσει, και πάλιν ταπεινά είρηνται κατά της θεό¬τητος αυτού, άτινα εστί κατά της ανθρωπότητας. Και πολλοί μη συνιέντες τον σκοπόν των θείων λόγων ενταύθα ωλίσθησαν ολίσθημα αδιόρθωτον. Ούτω και τα της ψυχής κατά του σώματος.
Ει ουν η αρετή υγεία εστί της ψυχής φυσικώς, λοιπόν τα πάθη αρρώστια εστί της ψυχής, επισυμβάντα και επεισελθόντα τη φύσει και εξαγαγόντα της ιδίας υγείας. Φανερόν ουν, ότι η υγεία προϋπάρχει εν τη φύσει του συμβεβηκότος αρρωστήματος. Και ει ταύτα ούτως, ως και αληθή εστί, λοιπόν η αρετή φυσικώς εστίν εν τη ψυχή, τα δε συμβεβηκότα έξωθεν της φύσεως εστί.
Ερώτησις. Τα πάθη τα σωματικά φυσικώς λέγεται τω σώματι ή κατά συμβεβηκός; Και τα πάθη της ψυχής τα όντα αυτή δια την προς το σώμα σχέσιν, φυσικώς αυτή λέγον¬ται ή καταχρηστικώς;
Απόκρισις. Τα μεν του σώματος ου θαρρεί τις λέγειν καταχρηστικώς, τα δε της ψυχής, αφ' ου έγνωσται και υπό πάντων ωμολόγηται ότι φυσικώς πέφυκε τη ψυχή η καθαρότης, θαρρείν δει και λέγειν, ότι φυσικώς αυτή τα πάθη ουδαμώς. Διότι η νόσος, δευτέρα εστί της υγείας. Το δε είναι την μίαν φύσιν αγαθήν και πονηράν, αδύνατον, ώστε εξ ανάγκης η μία προηγείται της ετέρας, εκείνη δε εστίν η φυσική, η προϋπάρξασα της ετέρας. Διότι πάν πράγμα όν συμβεβηκός, ου λέ¬γεται είναι εκ της φυσεως, άλλ' έξωθεν επεισελθόν και παντί συμβεβηκότι και επεισερχομένω αλλοίωσις έπεται, ή δε φύσις ουκ αλλοιούται ούτε μετακινείται.
παν πάθος προς ωφέλειαν υπάρχον παρά Θεού δεδώρηται, Και τα σωματικά πάθη προς ωφέλειαν και αύξησιν αυτού τέθεινται εν αυτώ, ομοίως και τα ψυχικά. Αλλ' όταν αναγκασθή το σώμα έξω γενέσθαι της ίδιας ευθηνίας, εν τη στερήσει των οικείων και τη ψυχή ακολουθήσαι, τότε εξασθενεί και βλάπτεται. Και όταν η ψυχή τα υπάρχοντα αύτη καταλείψασα, τω σώματι ακολουθήση, τηνικαύτα και αύτη βλάπτεται, κατά τον θείον Απόστολον, λέγοντα, «το πνεύμα επιθυμεί κατά της σαρκός, και η σαρξ κατά του πνεύματος». Ταύτα γαρ αλλήλοις αντίκειται. Ουκούν μηδεις βλασφημείτω τον Θεόν, ότι αυτός τα πάθη και την αμαρτίαν επί την φύσιν ημών τέθεικεν. Αυτός μεν γαρ εν ταίς φύσεσι τέθεικε τα εκάστην αυξάνοντα, αλλ' όταν συναινέση μία τη ετέρα, τότε ουκ εν τοις ιδίοις ευρίσκεται, αλλ' εν τοις εναντίοις. Ει γαρ ήσαν τα πάθη φυσικώς εν τη ψυχή, τίνος χάριν εβλάπτετο υπ' αυτών; Τα γαρ της φύσεως ίδια, την φύσιν ου λυμαίνεται.
Ερώτησις. Και τίνος ένεκεν τα σωματικά πάθη τα αυξάνοντα και ενδυναμούντα το σώμα, την ψυχήν βλάπτουσιν, ει ταύτης ουκ είσιν ίδια; Και τίνος χάριν η αρετή το σώμα μεν κολάζει, την δε ψυχήν αυξάνει;
Απόκρισις. Ουχ οράς πώς τα έξωθεν της φύσεως όντα βλάπτει ταυτήν; Εκάστη γαρ φύσις προσεγγίσασα τοις ούσιν αυτή, ευφροσύνης πληρούται, θέλεις δε γνώναι, τι εστί το ίδιον εκάστης των φύσεων τούτων; Όρα, ότι τα βοηθούντα εκάστη, ίδια αυτής εστί, τα δε βλάπτοντα, αλλότρια και έξωθεν επεισελθόντα. Επεί ουν έγνωσται, ότι τα πάθη τούτων αλλήλοις αντίκεινται, λοιπόν πάν οτιούν βοηθούν τω σώματι και άνεσιν αυτώ δίδωσιν, όταν δε η ψυχή εν αυτώ συναναστραφή, ου λέγεται φυσικώς είναι αύτη τα γαρ της ψυχής φυσικώς ίδια, θάνατος εστί του σώματος, καταχρηστικώς δε όμως αύτη ανα¬τίθεται, και δια την του σώματος ασθένειαν ου δύναται τούτο ελευθερωθήναι, εν όσω τούτο φορεί. Διότι φυσικώς κεκοινώνηκε τοις λυπηροίς αυτού, δια την ένωσιν της κινήσεως αυτής, την μεμιγμένην τη κινήσει του σώματος εν τη ακαταλήπτω σοφία. Αλλ' ει και όντως αλλήλοις κεκοινωνήκασιν, αλλ' όμως κεχώρισται κίνησις από κινήσεως, και θέλημα από θελή-ματος, και πάλιν το σώμα από του πνεύματος.
Η δε φύσις ουκ αλλοιούται, αλλ' εκάστη αυτών, ει και λίαν κλίνει είτε προς την αμαρτίαν είτε προς την αρετήν, αλλ' όμως εκάστη αυτών τω ιδίω θελήματι κινείται. Και όταν η ψυχή αρθή από της μερίμνης του σώματος, τότε όλη καθόλου δια του πνεύματος ανθεί τάς εαυτής κινήσεις και εν μέσω του ουρανού νήχεται εν ακαταλήπτοις πράγμασιν ου μεν δε συγχω¬ρεί τω σώματι του μνημονεύειν των ιδίων, καν ούτω γένηται. Και εάν πάλιν το σώμα εν ταίς αμαρτίαις ευρέθη, οι διαλογι¬σμοί της ψυχής ου παύονται αλλόμενοι εν τη διανοία.
Ερώτησις. Τί εστίν η καθαρότης του νου;
Απόκρισις. Καθαρός εστί τον νουν, ουχ ο μη γινώσκων το κακόν, επεί κτηνώδης έσται, ούτε ο ων τη φύσει εν τάξει νηπίων, ούτε ο πρόσωπον λαμβάνων. Αλλ' αύτη εστίν η καθαρότης του νου* διαλογισμός εν θείοις γενόμενος μετά την πράξιν των αρετών. Και ου θρασυνόμεθα ειπείν, ότι άνευ της των λο¬γισμών πείρας τούτο εκτήσατο τις, επεί ουκ ενδέδυται σώμα. Ημείς γαρ έως του θανάτου μη πολεμηθήναι την φύσιν ή μη βληθήναι, ου θαρρούμεν λέγειν. Πείραν δε των λογισμών λέγω, ου το υποταγήναι τούτοις, αλλά το αρχήν βαλείν, του αγωνίσασθαι εν αυτοίς.
Η κίνησις των λογισμών εν τω ανθρώπω υπό τεσσάρων αιτίων γίνεται. Πρώτον μεν εκ του θελήματος της σαρ¬κός του φυσικού* δεύτερον δε εκ της φαντασίας των αισθήσεων των του κόσμου πραγμάτων, ώνπερ ακούει και βλέπεί τρίτον, έκ των προλήψεων και εκ της εκκλίσεως της ψυχής, ων έχει κατά νουν τέταρτον, έκ των προσβολών των δαιμόνων των πολεμούντων ημάς εις πάντα τα πάθη, δια των αιτιών ων προείπομεν. Διά τούτο έως θανάτου ου δύναται ο άνθρωπος μη έχειν λογισμούς και πόλεμον, όσον εστίν εν τη ζωή της σαρκός ταύτης. Ει γαρ προ της απαλλαγής του κόσμου και προ θανά¬του ενδέχεται καταργηθήναι μίαν των τεσσάρων τούτων αι¬τιών, ή και εάν δυνατόν η το σώμα μη ζητείν τα αναγκαία και μη αναγκασθή επιθυμήσαι τίνος των κοσμικών πραγμάτων, κρίνον συ.
Ει δε άτοπον εστίν εννοήσαί τι των τοιούτων, επειδή η φύσις επιδεής εστί των τοιούτων, λοιπόν τα πάθη κινούνται εν παντί σώμα φορούντι, θέλοντι και μη βουλομένω. Δια τούτο αναγκαίον παραφυλάττεσθαι πάντα άνθρωπον, ου δι' εν λέγω πάθος, το φανερώς και συνεχώς εν αυτώ κινούμενον, ουδέ δυο, αλλά πλείονα, ως σώμα φορούντα. Οι νικήσαντες τα πάθη δια των αρετών, εί και ενοχλούνται υπό των λογισμών και των προσβολών των τεσσάρων αιτιών, αλλ' ουχ ηττώνται ότι έχουσι δύναμιν και αρπάζεται ο νους αυτών εις μνήμας άγαθας και θείας.
Ερώτησις. Τι διαφέρει η καθαρότης του νου της καθαρότητος της καρδίας;
Απόκρισις. Άλλη μεν εστίν η καθαρότης του νοός, έτερα δε της καρδίας. Ο μεν γαρ νους μία εστί των της ψυχής αισθήσεων, η δε καρδία εστίν η περιέχουσα και κρατουσα τάς ένδον αιθήσεις, και αύτη εστίν η ρίζα. Και ει η ρίζα αγία, και οι κλά¬δοι άγιοι. Ήγουν, εάν καθαρθή η καρδία, δήλον ότι και πάσαι αι αισθήσεις καθαίρονται. Ο μεν γαρ νους εάν επιμέλειαν ποιήσηται της αναγνώσεως των θείων Γραφών ή και μοχθήσει μικρόν εν τε νηστείαις και αγρυπνίαις και ησυχίαις, επιλήσεται μεν της προτέρας διαγωγής και καθαρθήσεται, ηνίκα αν μακρυνθή από της αισχράς αναστροφής, ου μην δε μόνιμον έξει την καθαρότητα. Ώσπερ γαρ ταχέως καθαίρεται, ούτω και τα¬χέως μολύνεται.
Η δε καρδία δια πολλών θλίψεων και στερήσεων και μακρυσμού της κοινωνίας της μετά των κατά κόσμον κο¬σμικών πάντων και της τούτων απονεκρώσεως, καθαίρεται. Καθαρθείσα δε από των μικρών πραγμάτων, ου μολύνεται αυτής η καθαρότης, ουδέ από των μεγάλων πολέμων και φανερών πτοείται, των φοβερών λέγω καθότι εκτήσατο στόμαχον ισχυρόν, δυνάμενον τάχιστα πέψαι πάσαν τροφήν, την ούσαν τοις ασθενέσιν άπεπτον. Ούτω γαρ είρηται τοις ιατροίς ότι εκάστη βρώσις κρεών δύσπεστος μεν εστί, πολλήν δε δύναμιν εμποιεί τοις υγιεινοίς σώμασιν, ηνίκα στόμαχος ισχυρός ταυτήν δέξεται.
Ούτως εκάστη καθαρότης ταχέως γινομένη και εν μικρώ χρόνω, και ολίγω κόπω ταχέως και απογίνεται και μο¬λύνεται. Η δε καθαρότης η γενομένη δια πολλών θλίψεων και η δια μακρόν χρόνου κτηθείσα, εκ τίνος μετρίας προσβολής εν τινι μορίω των της ψυχής ου φοβείται. Ο Θεός γαρ κρατύνει αυτήν.
Αυτώ η δόξα είς τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
Άβαταρ μέλους
fotis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4712
Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ

Re: ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ. Αποφθέγματα

Δημοσίευση από fotis »

ΛΟΓΟΣ ΠΔ': ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΑΣ ΤΗΣ ΤΩΝ ΑΣΩΜΑΤΩΝ ΦΥΣΕΩΣ ΚΑΤ' ΕΡΩΤΗΣΙΝ ΚΑΙ ΑΠΟΚΡΙΣΙΝ
Ερώτησις. Κατά πόσους τρόπους και διαφοράς δέχεταιτην θέαν της φύσεως των ασωμάτων ή ανθρωπινή φύσις; Απόκρισις. Πάσης φύσεως ασυνθέτου και λεπτής των πνευματικών σωμάτων κατά τρεις διαφοράς υποπίπτει η κατάληψις τη αισθήσει της ανθρωπίνης φύσεως, ή εν παχύτητι υποστάσε¬ως, ενουσίως, ή εν λεπτότητι υποστάσεως, ανουσίως, ή εν θεωρία αληθινή, ήτις εστίν η ουσιώδης θεωρία. Και κατά μεν τουπρώτου εξουσίαν έχουσιν αι αισθήσεις, κατά δε του δευτέρου ηψυχή ακρομερώς καθορά, κατά δε του τρίτου η δύναμις της φύσεως της διανοίας. Και πάλιν η θέλησις και η διάνοια καθ εκατέρου αυτών έχουσι την εξουσίαν και ,τά, κατά της θελήσε¬ως και της ψυχικής καυχήσεως, κακείνου ώ συντέθειται αύτη. Η θέλησις πρώτον εστίν η αιτία, και ταύτα έκγονα του αυτεξουσίου, εί και εν τω καιρώ της χρείας ησυχίαν άγει τότε αυτεξούσιον και το θέλημα, εν όσω χώραν έχει η ενέργεια κακείσε ίσταται, και καθ' έν δείκνυσι μόνον και εστί χωρίς του υποδε¬χόμενου θελήματος και της αληθούς γνώσεως. Διότι αι αισθή¬σεις δεκτικοί εισίν όλων των συμβεβηκότων, άνευ του θέληματος.
Εν τοις τρισί τρόποις τούτοις λειτουργούσιν αι αγίαι δυνάμεις εν τη προς ημάς κοινωνία, προς διδαχήν ημών και προς σύστασιν της ημετέρας ζωής.
Οι μέντοι εναγείς δαίμονες ου δύνανται κινήσαι εν ημίν, ει μη τους δύο τρόπους, ηνίκα πλησιάσωσιν ημίν προς απώλειαν, ουχί προς ωφέλειαν, τω δε τρίτω τρόπω ου δύνανται προσελθείν ημίν, του πλανήσαι ημάς. Διότι οι δαίμονες ουκ έχουσιν όλως δύναμιν κινήσαι εν ημίν τους φυσικούς λογισμούς εν τη διανοία αδύνατον γαρ τοις υιοίς του σκότους προσεγγίσαι τω φωτί. Οι δε άγιοι Άγγελοι κέκτηνται τούτο, και κινήσαι και φωτίσαι. Εκείνοι γαρ ψευδών νοημάτων των σκότους εκγόνων εξουσιασταί και δημιουργοί τυγχάνουσιν. Από μεν γαρ των φωτιστικών φως υποδέχεται από δε των σκοτεινών σκότος.
Ερώτησις. Και τις η αίτια, ότι εκείνοις μεν δέδοται, τούτοις δε ουδαμώς;
Απόκρισις. Πάς τις εκ τούτων των διδασκάλων την συνεσιν, ην διδάσκει, πρώτον μεν αυτός καθορά εν εαυτώ και μανθάνει και δέχεται και γεύεται, και τότε δύναται υποτίθεσθαι αυτήν τοις διδασκομένοις. Οι πρώτοι διδάσκαλοι την ακρίβειαν των πραγμάτων εκ της οικείας γνώσεως της υγιούς μεταδιδόασιν, εκείνοι οίτινες εξ αρχής δύνανται καταλαβείν εν οξεία καταλήψει νοός οξυτάτου και καθαρωτάτου. Οι δε δαίμονες κέκτηνται ταχύτητα, αλλ ουχί και φως. Άλλο δε εστίν οξύτης, και έτερον φως- η πρώτη χωρίς της δευτέρας εις απώλειαν φέρει τον ταύτην κεκτημένον. Αύτη την αλήθειαν δεικνύει, εκείνο, της αλη¬θείας ίνδαλμα. Διότι το φως την αλήθειαν των πραγμάτων δει¬κνύει και κατά το μέτρον της διαγωγής πληθύνεται και ελαττούται.
Οι άγιοι άγγελοι εκ της οικείας γνώσεως εποχετεύουσιν ημίν περί των κινήσεων των πραγμάτων εκείνης, ης πρώτον γεύονται και καταλαμβάνουσι, και τότε μεταδιδόασιν ημίν. Και πάλιν οι δεύτεροι διδάσκαλοι κατά το μέτρον της γνώσεως αυτών κινούσιν εν ημίν περί της των πραγμάτων κινή¬σεως. Εν οίς γαρ ουκ είσι μεμενηκότες, ανάγκη εστίν αυτοίς το κινήσαι εν ημίν ορθούς λογισμούς. Όμως πίστευε, ως ήδη είπον, ότι ουδέ ει ήμεν δυνατοί υποδέξασθαι ημείς, ηδύναντο αυτοί διδάξαι ημάς αληθινήν θεωρίαν, και γε ήσαν εν αυτή εξ αρχής. Και πάλιν περί ενός εκάστου αυτών κατά την οικονομίαν, εν η διοικείται, ερεθίζει τους διδασκόμενους, είτε τούτων είτε των εναντίων.
Εγώ δε ούτως έχω εν αληθεία, ότι ο ημέτερος νους χωρίς μεσιτείας αγίων αγγέλων, αφ' εαυτού δύναται κινείσθαι προς το αγαθόν αδιδάκτως την μέντοι των κακών γνώσιν άνευ της των δαιμόνων μεσιτείας ου δέχονται αί αισθήσεις ούτε κινούνται εν αυτοίς, και αφ' εαυτού ου δύναται το κακόν ενεργήσαι. Το γαρ αγαθόν εν τη φύσει πεφυτευμένον εστί, το δε κακόν ουδαμώς. Πάν δε το όν ξένον και έξωθεν επεισερχόμενον, προς την κατάληψιν της γνώσεως αυτού μεσίτου τινός δέεται.
Το μέντοι έσωθεν φυόμενον αδιδάκτως έρπει εις την φύσιν, καν ποσώς. Και ει ούτως έχει η φύσις το κινείσθαι προς το αγαθόν αφ' εαυτής, η αύξησις αυτής και το φως ουκ άνευ της των αγγέλων θεωρίας δυνατόν γενέσθαι. Διδάσκαλοι δε ημών είσι, καθώς και αυτοί αλλήλων. Οι κατώτεροι, απ' εκείνων των επικυπτόντων αυτοίς και το φως εχόντων, και ούτως αλλήλοις, έως αν καταντήσωσι προς εκείνην την ενότητα, ήτις κέκτηται διδάσκαλον την αγίαν Τριάδα. Και αύτη πάλιν η πρώτη τάξις θαρρούσα λέγει, ότι ουκ αφ' εαυτής, αλλά δίδασκαλον έχει τον μεσίτην Ιησούν εκείνον, υφ' ου υποδέχεται και τοις υποκάτω επιδίδωσιν.
Εγώ μεν ούτω λογίζομαι ότι ο ημέτερος νους ουκ έχει φυσικήν δύναμιν κινηθήναι προς θεωρίαν θείαν. Και μιά υφέσει ίσοι εσμέν ταίς ουρανίαις φύσεσι πάσαις, καθότι εν ημίν και αυταίς η χάρις κινείται. Ξένον δε τη φύσει, τω ανθρωπίνω νοΐ και τω αγγελικώ διότι ου συναριθμείται η επί τη θεότητι θεω¬ρία ταίς λοιπαίς θεωρίαις. Πάσι δε τοις λογικοίς τοις τε πρώτοιςκαι μέσοις, ουκ εστί κατά φύσιν, αλλά τη χάριτι κινείται η θεω¬ρία εν πάσι τοις ούσιν, εν τε τοις ουρανίοις και επιγείοις, και ουχ η φύσις τούτο κατέλαβεν, ως τα λοιπά των πραγμάτων.
Η εν τω νω θεωρία, εν η κινείται η των ουρανίων τάξις, και η οπτασία προ της ενσάρκου επιδημίας του Χριστού ουκ ην αυτοίς κατ εξουσίαν, ώστε εισιέναι προς ταύτα τα μυστήρια, ότε δε εσαρκώθη ο Λόγος, ηνοίχθη αυτοίς θυρα εν τω Ιησού, καθώς φησίν ο Απόστολος. Αλλά και αν αγνισθώμεν,εγώ λογίζομαι, όπερ εστί και αληθές, ότι ημείς οι άνθρωποι προς τάς αποκαλύψεις και διαγνώσεις τας απαγούσας προς την θεωρίαν εκείνην την αΐδιον, ήτις εστίν αληθώς μυστηρίων αποκάλυψις, άνευ της μεσιτείας αυτών προσεγγίσαι τα νοσήματα ημών ου δύνανται. Ου γαρ εστί τω ημετέρω νοΐ τοιαύτη δύναμις, όση ταίς ουσίαις ταίς ανωτάτω, αίτινες αμέσως παρά του αϊδίου τάς αποκαλύψεις και τάς θεωρίας δέχονται. Κακείναι γαρ εν εικόνι και ουχί γυμνώς εξ αυτής, και πάλιν ο ημέτερος νους ομοίως.
Διά μεταδόσεως γαρ εκάστη τάξις από της άλλης κατά πάσαν οικονομίαν και διάγνωσιν από της πρώτης εις την δευτέραν, και ούτως έως αν διέλθη το μυστήριον εις όλας τάς τάξεις. Πολλά δε των μυστηρίων εν τη πρώτη τάξει ίστανται και προς τάς άλλας ου διαπερώσιν. Ου γαρ δύνανται χωρίς εκείνης εισδέξασθαι το μέγεθος του μυστηρίου. Και τίνα των μυστηρίων από της πρώτης τάξεως εξερχόμενα, τη δευτέρα και μόνη αποκαλύπτεται, κακεί φυλάττεται σεσιγημένα, αι δε άλλαι τάξεις αυτά ου συνήκαν, και τίνα έως της τρίτης και τετάρτης. Και πάλιν αύξησις και ύφεσις γίνεται εν ταίς αποκαλύψεσι ταίς οφθησομέναις τοις αγίοις αγγέλοις. Και εί εκείναι ούτω, πόσω μάλλον ημείς χωρίς αυτών και άνευ μεσιτείας δυνάμεθα δέξασθαι μυστήρια τοιαύτα;
Αλλ' εξ αυτών εστίν, όταν τω νοΐ των αγίων πίπτη η αίσθησις της αποκαλύψεως οποίου μυστηρίου. Και ότε συγχωρηθή υπό Θεού από τάξεως εις τάξιν αποκαλυφθήναι της ανωτάτω και της κατωτέρω και κατά τούτον τον τρόπον, ότε συγχωρηθή τι εκ της θείας επινεύσεως, μέχρι της ανθρωπίνης φύσεως καταντήσει προς τους αξίους εκ παντός. Δι' αυτών γαρ οι άγιοι εισδέχονται το φως της θεωρίας, μέχρι της ενδόξου αϊδιότητος, το αδίδακτον μυστήριον, και οι αυτοί απ' αλλήλων. «Πνεύματα γαρ λειτουργικά είσι, προς τους εν ετοιμασία όντας κληρονόμους γενέσθαι της ζωής αποστελλόμενα».
Αλλ' εις τον μέλλοντα αιώνα αύτη η τάξις καταργηθήσεται. Τότε γαρ ουκ άλλος απ' άλλου δέχεται την αποκάλυψιν της δόξης του Θεού προς ευφημίαν και ευφροσύνην της ιδίας ψυ¬χής, αλλ' εκάστω αφ' εαυτού δοθήσεται το προς αξίαν παρά του Δεσπότου κατά το μέτρον των αριστευμάτων αυτού, και ουχί εκ του ετέρου λήψεται την δωρεάν, ως ενθάδε. Ου γαρ εστίν εκεί ούτε ο διδάσκων, ούτε ο διδασκόμενος, ούτε ο δεόμενος αναπληρώσαι το ελάττωμα αυτού εκ του ετέρου. Εις γαρ εστίν ο δοτήρ εκεί, αμέσως δωρούμενος τοις δεκτικοίς, και παρ αυτού κομίζονται οι κομιζόμενοι την επουράνιον ευφροσύνην. Εκεί παύσονται αι τάξεις των διδασκόντων και των διδασκομένων, και εν ενί κρέμαται η οξύτης της εφέσεως παντός.
Εγώ δε λέγω, ότι εν τη γεέννη κολαζόμενοι, τη μάστιγι της αγάπης μαστίζονται. Και τι πικρόν και σφοδρόν το της αγάπης κολαστήριον! Τουτέστιν εκείνοι οίτινες ησθήθησαν, ότι εις την αγάπην έπταισαν, μείζονα την κόλασιν έχουσι πάσης φοβουμένης κολάσεως. Η γαρ λύπη η βαλλούσα εν τη καρδία εκ της είς την αγάπην αμαρτίας, οξυτέρα εστί πάσης κολάσεως γι¬νομένης. Άτοπον εστί λογίζεσθαι τίνα, ότι οι αμαρτωλοί εν τη γεέννη στερούνται της αγάπης του Θεού. Η αγάπη εκγονόν εστί της γνώσεως της αληθείας, ήτις ομολογουμένως κοινώς πάσι δίδοται. Ενεργεί δε η αγάπη εν τη δυνάμει αυτής κατά διπλούν τρόπον τους μεν αμαρτωλούς κολάζουσα, ως και ενταύθα συμβαίνει προς φίλον από φίλου, τους δε τετηρηκότας τα δέοντα ευφραίνουσα εν αυτή. Και αύτη εστί, κατά γε τον εμόν λόγον, η εν τη γεέννη κόλασις, η μεταμέλεια. Των μέντοι υιών των άνω εν τη τρυφή μεθύσκει τάς ψυχάς.
Ερώτησις. Ηρωτήθη τις, πότε γνώσεταί τις, ότι έτυχε της αφέσεως των αυτού αμαρτιών;
Απόκρισις. Και ανταπεκρίθη αυτώ Ηνίκα αν αισθηθή εν τη ψυχή αυτού, ότι τελείως αυτάς μεμίσηκεν εκ καρδίας και όταν εν τοις φανεροίς αυτού εναντίως ου ην διοική εαυτόν. Ο τοιούτος πέποιθεν, ότι τετύχηκε της των πταισμάτων συγχωρήσεως παρά Θεού, των εκ της αμαρτίας, ως ήδη μισήσας την αμαρτίαν από της μαρτυρίας της συνειδήσεως, ην εν εαυτώ εκτήσατο, κατά το λόγιον του Αποστόλου το φάσκον «συνείδησις ακατάκριτος, αύτη εαυτής μάρτυς».
Γένοιτο δε ημάς τυχείν της αφέσεως των αμαρτιών ημών χάριτι και φιλανθρωπία του ανάρχου Πατρός συν τω μονογενεί Υιώ και αγίω Πνεύματι, ω η δόξα εις τους αιώνας των αιώ¬νων. Αμήν.
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
Άβαταρ μέλους
fotis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4712
Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ

Re: ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ. Αποφθέγματα

Δημοσίευση από fotis »

ΛΟΓΟΣ ΠΕ': ΠΕΡΙ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΚΑΤ ΕΡΩΤΗΣΙΝ ΚΑΙ ΑΠΟΚΡΙΣΙΝ
Ερώτησις. Ποίω δεσμώ συνδέδεται η καρδία του ανθρώπου του μη τρέχειν εις τα κακά;
Απόκρισις. Εν τω ακολουθήσαι διαπαντός τη σοφία και πλεονεκτήσαι εν τη διδάχη της ζωής. Άλλος γαρ δεσμός ισχυρότερος τη αταξία της διανοίας ουκ εστίν.
Ερώτησις. Έως πότε ο όρος του στέρξαι τω κατακολουθούντι τη σοφία, και εν τίνι τελειούται η μάθησις αυ¬τής;
Απόκρισις. Όντως αδύνατον φθάσαι εν πορεία τον όρον τούτον ότι και οι άγιοι ελλιπείς εισί προς την τελειότητα αυτής. Της γαρ οδοιπορίας της σοφίας ουκ εστί πέρας. Έως δε τούτου υψούται, έως ου αν ενώση τω Θεώ τον ακολουθούντα αυτή. Και τούτο σημείον αυτής, ότι απέραντος εστίν η κατανόησις αυτής ότι η σοφία αυτός εστίν ο Θεός.
Ερώτησις. Ποία εστίν η πρώτη τρίβος και αρχή, ήτις ποιεί ημάς πλησιάσαι τη σοφία;
Απόκρισις. Το εν πάση δυνάμει καταδιώξω του Θεού την σοφίαν και σπουδάσαι εν τη καταδιώξει αυτού ολοψύχως έως τέλους και αυτήν την ζωήν αυτού, ηνίκα δέη, αποδύσασθαι και ρίψαι αυτήν εξ εαυτού μη αμελήσαι δια την αγάπην του Θεού.
Ερώτησις. Τις εστίν ο αξίως ονομαζόμενος συνετός;
Απόκρισις. Ο εν αληθεία συνιείς, ότι της ζωής ταύτης όρος εστίν, αυτός εστίν ο δυνάμενος όρον ποιήσαι ταίς πλημμελείαις αυτού. Ποία γαρ γνώσις ή σύνεσις μείζων ταύτης, του σοφίσασθαι τίνα το εξελθείν εκ ταύτης της ζωής εν αφθαρσία, μη έχοντα μέρος μεμιασμένον εκ της γλυκύτητας αυτής; Εάν γαρ άνθρωπος τις λεπτύνων τα νοήματα αυτού, εισελθείν εις τα μυστήρια όλων των φυσεων, και πλούτων εν εφευρέσει και κατανοήσει εν πάση γνώσει, και η ψυχή αυτού ρερυπωμένη τω ρύπω της αμαρτίας, και ουκ εκτήσατο μαρτυρίαν εν ελπίδι ψυχής αυτού, αλλά δοκεί καλώς φθάσαι εις τον λιμένα της πεποιθήσεως, ουκ έχει ο κόσμος αφρονέστερον αυτού. Έως γαρ της ελπίδος του κόσμου τούτου μόνον μετήνεγκεν αυτόν τα έργα αυτού εν τω προς αυτόν αδιαλείπτω δρόμω.
Ερώτησις. Ποιος εστίν ο ισχυρότερος εν τη αληθεία;
Απόκρισις. Ο ευδοκών εν θλίψεσι προσκαίρως, εν αίς κέκρυπται η ζωή και η δόξα της νίκης αυτού, και ου επεθύμησε τον πλατυσμόν, εν ω κέκρυπται η οσμή της αισχύνης, το εν παντί καιρώ ποτίζοντα τον ευρίσκοντα αυτόν ποτήριον στεναγμού.
Ερώτησις. Τι βλάπτει άρα εν τη οδοιπορία τη προς Θεόν, εάν τις εκκλίνη εκ των αγαθών έργων δια τους πειρα¬σμούς;
Απόκρισις. Ουκ ενδέχεται τίνα πλησιάσαι τω Θεώ χωρίς θλίψεως και ου φυλάττεται η δικαιοσύνη αυτού αναλλοίωτος χωρίς αυτής. Και εάν κόψη τα έργα τα αυξάνοντα αυτήν, κόπτει και τα φυλάσσοντα αυτήν, και ως θησαυρός αφύλακτος ευρί¬σκεται και ως αθλητής γυμνωθείς των οπλών αυτού και ώσπερ ναύς ευρίσκεται μη έχουσα τα σκεύη αυτής και ως παράδεισος εκκοπείσης αυτού της πηγής του ύδατος.
Ερώτησις. Τις εστίν ο πεφωτισμένος εν τοις νοήμασιν αυτού;
Απόκρισις. Όστις έφθασεν ευρείν την πικρότητα την κεκρυμμένην εν τη γλυκύτητι του κόσμου και εκώλυσε το στόμα αυτού, του μη πιείν εκ τούτου, και κλείων τάς θύρας των αισθή¬σεων αυτού, ίνα μήποτε εισέλθη εν αυτώ ο πόθος του βίου τούτου και κλέψη εξ αυτού τους κρυπτούς θησαυρούς αυτού.
Ερώτησις. Τι εστίν ο κόσμος, και πώς γινώσκομεν αυτόν και τι βλάπτει τους αγαπώντας αυτόν; Απόκριαις. Ο κόσμος πόρνη εστίν, ήτις τη επιθυμία του κάλλους αυτής έλκει τους ορώντας εις τον πόθον αυτής, και ό κρατηθείς μερικώς τω πόθω αυτού και περιπλακείς αυτώ, ου δύναται εξειληθήναι εκ των χειρών αυτού, έως αν αποδύση αυτόν την ζωήν αυτού. Και όταν γυμνώση αυτόν εκ πάντων και εκφέρη αυτόν εκ του οίκου αυτού εν τη ημέρα του θανάτου αυτού, τότε γνωρίζει αυτόν ο άνθρωπος πλάνου όντως και απατεώνα.Όταν δε τις αγωνίσηται εξελθείν εκ του σκότους του κόσμου τούτου, έως αν η κεκρυμμένος εν αυτώ, ου δύναται ιδείν τάς περιπλοκάς αυτού. Και ούτως ο κόσμος ου μόνον τους μαθητάς αυτού και τα τέκνα αυτού και τους δεδεμένους ένδον αυτού κρατεί, αλλά και τους ακτήμονας και ασκητάς και τους κλάσαντας τα δεσμά αυτού και προσάπαξ γενομένους επάνωθεν αυτού ιδού ήρξατο θηρεύειν αυτούς εις τα έργα αυτού εν τισι τρόποις και καταπατεί αυτούς και τίθησιν αυτούς κάτωθεν των ποδών αυτού.
Ερώτησις. Τι ποιούμεν τω σώματι, όταν περικυκλώση αυτώ η οδύνη και το βάρος, ότι συγχαυνούνται αυτώ το θέλημα το εκ της επιθυμίας του αγαθού και της πρώτης ισχύος αυτού;
Απόκρισις. Τούτο γίνεται πολλάκις επί τισιν ότι το ήμισυ αυ¬τών εξήλθεν οπίσω του Κυρίου, και το ήμισυ αυτών έμεινεν εν τω κόσμω και η καρδία αυτών ουκ εκόπη εκ των ενταύθα, αλλά διεμερίσθησαν καθ' εαυτούς. Και ποτέ μεν έμπροσθεν βλέπουσι, ποτέ δε οπίσω και, ως νομίζω εγώ, ότι ο σοφός τους ούτω μεμερισμένους και προσεγγίζοντας τη οδώ του Θεού παραινεί λέγων «μη προσέλθης αυτώ εν δυο καρδίαις», αλλ ως ο σπείρων και ως ο θερίζων πρόσελθε αυτώ. Και ο Κύριος τους αποτασσομένους ου τελείως τω κόσμω, αλλά μεμερισμένους οντάς, και τω λόγω ή μάλλον τω λογισμώ εις τα οπίσω στρεφομένους εκ της προφάσεως του φόβου των θλίψεων, ειδώς, και ότι την επιθυμίαν της σαρκός ακμήν ουκ έρριψαν απ’ αυ¬τών, ότε ηθέλησεν απορρίψαι την χαύνωσιν της διανοίας εξ αυ¬τών, λόγον αυτοίς ωρισμένον είπεν «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν, πρώτον απαρνησάσθω εαυτόν», και τα εξής.
Ερώτησις. Και άρα τι εστί το απαρνήσασθαι εαυτόν;
Απόκρισις. α.Ίνα, ώσπερ ο ετοιμασθείς εν τω σταυρώ ανελθείν, μόνην την έννοιαν λαμβάνει του θανάτου εν τω λογισμώ αυτού, και ούτως εξέρχεται, ως άνθρωπος μη ενθυμούμενος πάλιν έχειν μέρος ζωής εν τη ζωή ταυτή του παρόντος αιώ¬νος, ούτω και ο το ειρημένον πληρώσαι βουλόμενος. Ο γαρ σταυρός, προς πάσαν θλίψιν έτοιμον εστί θέλημα. Και ότε ταύτα πάλιν ηθέλησε διδάξαι διατί ούτως εστίν, είπεν «ο θελών ζήσαι εν τω κόσμω τούτω, απολέσει εαυτόν εκ της ζωής της αληθινής, ο δε απολύων εαυτόν ώδε ένεκεν εμού, ευρήσει εαυτόν εκεί». Τουτέστιν ο διαβαίνων την οδόν του σταυρού και τα διαβήματα αυτού τιθείς εν αυτή. Ει δε τις πάλιν μεριμνά της ζωής ταύτης, απώλεσεν εαυτόν εκ της ελπίδος, δι' ης εξήλθε θλιβήναι ότι η μέριμνα αυτή ουκ εά αυτόν προσεγγίσαι τη δια Θεόν θλίψει, αλλ' εν τη διαμονή αυτού τη προς αυτήν έλκει αυτόν κατά μικρόν και εκφέρει αυτόν εκ μέσου του αγώνος της ζωής της μακάριοτητος, και αυξάνει εν αυτώ ο λογισμός ούτος, έως αν νικήση αυ¬τόν. Ο δε απολλύων την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού εν τη διανοία αυτού δια τον πόθον μου, ούτος ανέγκλητος και αβλαβής φυλάττεται είς την αιώνιον ζωήν. Και τούτο εστί το, «ο απολλύων την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού, ευρήσει αυτήν».
β'. Λοιπόν εντεύθεν εξ εαυτού ετοίμασον την ψυχήν σου είς αφανισμόν τέλειον εκ ταύτης της ζωής. Και εάν απόλλης σεαυτόν εκ της ζωής ταύτης, ερείσοι εν ταύτη τη διανοία «και δώσω σοι», φησί, «ζωήν αιώνιον καθώς επηγγειλάμην σοι». Εάν δε εν τη ζωή ταυτή μείνης, την επαγγελίαν μου εν έργω ενδείξομαί σοι ενταύθα και την βεβαίωσιν των μελλόντων αγαθών, και τότε ευρίσκεις την αιώνιον ζωήν, ότε της ζωής ταύτης καταφρονήσεις. Και όταν εισέλθης εν τη παρασκευή ταυτή εις τον αγώνα, τότε καταφρονείται εν οφθαλμοίς σου πάντα τα νομιζόμενα επί¬πονα και θλιβερά. Όταν γαρ ο νους ούτω παρασκευή ταύτη εις τον αγώνα, τότε καταφρονείται εν οφθαλμοίς σου πάντα τα νομι¬ζόμενα επίπονα και θλιβερά. Όταν γαρ ο νους ούτω παρασκευασθή, ουκ έχει αγώνα ούτε θλίψιν εν τω καιρώ του κινδύνου του θανάτου. Δια τούτο ακριβώς δεί ειδέναι, ότι, εάν μη μισήση άνθρωπος την ζωήν αυτού εν τω κόσμω δια την επιθυμίαν της μελλούσης και μακαριάς ζωής, ου δύναται το σύνολον υπομείναι τάς καθ' εκάστην ώραν επερχομένας τούτω παντοίας θλί¬ψεις και πόνους.
Ερώτησις. Ποίω τρόπω κόπτει ο άνθρωπος την πρώτην συνήθειαν αυτού και συνηθίζει εαυτόν εν τη ζωή της ενδείας και της ασκήσεως;
Απόκρισις. α'. Ζήσαι το σώμα εκτός της χρείας αυτού ου πείθεται, εφ' όσον περιέρχεται εν ταίς αιτίαις της τρυφής και της χαυνώσεως, και ου δύναται τούτο ο νους κατέχειν από των τοιούτων, έως αν μη ξενωθή το ρηθέν σώμα εκ πάντων των ποιούντων την χαύνωσιν. Διότι, όταν εύρη ιδείν την θεωρίαν της τρο¬φής και των πραγμάτων και βλέπη σχεδόν καθ' εκάστην ώραν τα της χαυνώσεως αίτια, εξυπνίζεται εν αυτώ η επιθυμία αυτών διάπυρος, και ούτως ερεθίζει ως διακαίουσα.
β'. Δια τοι τούτο και πάνυ καλώς τω ακολουθήσαι οφείλοντι ο λυτρωτής Κύριος ενετείλατο, γυμνωθήναι και εξελθείν εκ του κόσμου. Διότι πρώτον οφείλει ο άνθρωπος ρίψαι τάς αιτίας της χαυνώσεως εξ αυτού, και ούτω προσεγγίσαι τω έργω. Και αυ¬τός δε ο Κύριος, ότε ήρξατο πολεμείν μετά του διαβόλου, εν ερήμω ξηροτάτη επολέμησεν αυτόν. Και ο Παύλος δε παραινεί εξελθείν εκ της πόλεως τους αίροντας τον σταυρόν του Χριστού «συνεξέλθωμεν αυτώ», φησίν, «έξωθεν της πόλεως και λάβωμεν τον ονειδισμόν αυτού ότι έξω της πόλεως έπαθεν». Εκ γαρ του αφορίσαι τινά εαυτόν εκ του κόσμου και των αυτού, ταχέως λανθάνει ο άνθρωπος την πρώτην αυτού συνήθειαν και την αναστροφήν, και ου κοπιά χρόνον πολύ εν τούτοις. Το δε πλησιάσαι εαυτόν τω κόσμω και τοις πράγμασιν αυτού, ταχέως χαυνοί την ισχύν της διανοίας αυτού.
γ'. Διό δει γινώσκειν, ότι μεγάλως βοηθεί και προς προκοπήν οδηγεί την εν τω αθλητικώ αγώνι τω σωτηρίω. Προσήκει ουν και βοηθεί εν τω αγώνι τούτω το είναι εν ενδεία και υστερήσει την κατάστασιν του κελλίου του μοναχού, και ίνα γένηται το κελλίον αυτού κενόν και αργόν από πάντων των κινούντων εν αυτώ την επιθυμίαν της αναπαύσεως. Όταν γαρ αι αιτίαι της χαυνώσεως απέχωσιν εκ του ανθρώπου, ου κινδυνεύει εν τω διπλώ πολέμω, τω εσωτέρω και εξωτέρω. Και ούτως ακόπως νικά ο άνθρωπος ο μακρόθεν έχων τα προς ηδονήν, παρά τον εκ του σύνεγγυς τα προς επιθυμίαν αυτόν κινούντα έχοντα. Ωδε γαρ ο αγών διπλούς εστίν.
δ' Ότε γαρ χρήζει ο άνθρωπος είς σύστασιν του σκηνώματος αυτού, τότε και η χρεία αυτού ευκαταφρόνητος γίνεται και ουδέ εν τω αναγκαίω καιρώ της μικράς αυτού μεταλήψεως θεωρεί αυτήν μετ'επιθυμίας, και εν ολίγω τινι πείθει το σώμα και τούτο ως ευκαταφρόνητον παρ' εαυτώ βλέπει, και ου δια την ηδύτητα του βρώματος προσεγγίζει αυτώ, αλλ' ίνα την φύσιν αντιλάβηται και ενισχύση. Αύται αι προφάσεις ταχέως αναφέρουσί τίνα είς την άσκησιν αθλίπτω και αλύπω λογισμώ.
Προσήκει τοίνυν τω σπουδαίω μοναχώ οξεί τω πόδι φεύγειν ανεπιστρόφως πάντα τα πολεμούντα τω μοναχώ και μη συναναμίγνυσθαι τοις πολεμούσιν αυτώ, αλλά και από της ψιλής θεω¬ρίας αυτών εγκρατεύεσθαι και μακρυνθήναι από του πλησιασμού αυτών καθ όσον δύναται. Και τούτο λέγω ου μόνον περί της γαστρός, αλλά και περί πάντων των εν τη πείρα και τω πολέμω, εν οίς πειράζεται και δοκιμάζεται του μοναχού η ελευθερία. Όταν γαρ έλθη ο άνθρωπος προς τον Θεόν, διαθήκην μετά του Θεού ποιεί, απέχεσθαι εκ πάντων τούτων. Ταύτα δε εισί, το μη οράν πρόσωπον γυναικός, και το μη ιδείν τα πρόσωπα των ευπρεπών, και το μηδενός επιθυμείν ή τρυφάν, και το μη ιδείν την ευκοσμίαν των ενδυμάτων, και το μη ιδείν πάσαν τάξιν των κοσμικών, μήτε ακούσαι των λόγων αυτών, μήτε τα περί αυτών εξετάσαι. Διότι πολλήν δύναμιν κτώνται τα πάθη εκ του πλησιασμού των τοιούτων απάντων πραγμάτων, οία χαυνούντων τον αγωνιστήν και αλλοιούντων την τε φρόνησιν και την πρόθεσιν αυτού. Και εάν αι θεωρίαι των καλών κινώσι την προαίρεσιν του όντος εν τω ζήλω εκκλίνειν εις την εργασίαν αυτών, δήλον ότι και τα ενάντια τούτων έχουσιν ισχύν αιχμαλωτίσαι την διάνοιαν είς αυτά. Και εάν πλέον τι ου γένηται μόνον τη διάνοια τη ησυχαζούση, άλλ' εις αγώνα πολέμων εμβάλλει αυτόν, και τούτο ζημία μεγάλη εστίν, ίνα εκ της ειρήνης είς θόλωσιν τις εκουσίως εμβάλλη εαυτόν.
στ'. Και εάν τις των γερόντων των ασκητών και αγωνιστών ιδών αγένειον, τον όμοιον ταίς γυναιξίν, ελογίσατο τούτο επιβλαβές τω λογισμώ και επιζήμιον εν τω αγώνι αυτού, τις εστίν, ός εν άλλοις αμελήσαι δύναται, οπότε ούτος ο άγιος ου κατεδέξατο εισελθείν και ασπάσασθαι αδελφόν; Διότι ανέκρινεν ο σοφός γέ¬ρων, ότι μόνον εάν ενθυμηθώ εν τη νυκτί ταύτη, ότι εστίν ενταύθα τι τοιούτον, τούτο μεγάλη μοι ζημία εστί. Και δια τούτο ουκ εισήλθε και είπεν αυτοίς Εγώ μεν, τέκνα, ου φοβούμαι, αλλ όμως τι θέλω ενέγκαι εμαυτώ πόλεμον μάτην; Η γαρ μνήμη των τοιούτων ταραχήν ανόνητον εν τη διανοία ποιεί. Εις έκαστον γαρ των του σώματος τούτου μελών δέλεαρ πρόκειται, και έχει πόλεμον μέγαν ο άνθρωπος είς αυτά και οφείλει φυλάξασθαι εαυτόν και σμικρύνειν τον πόλεμον αυτού τον εις αυτά εκ του φεύγειν ώσπερ ότε εγγίζουσι, καν βιάζηται ο άνθρωπος εις το αγαθόν, αλλ' όμως κινδυνεύει εξ αυτών θεωρών και επιθυμών αεί.
ζ'. Και γαρ φάρμακα πολλά θεωρούμεν εν τη γη κεκαλυμμένα και εν τω θέρει δια τον καύσωνα ουδείς γινώσκει αυτά, όταν δε νοτισθώσιν εκ του ύδατος και οσφρανθώσι της δυνάμεως της ψυχρότητος του αέρος, τότε φαίνεται έκαστον είδος που ην τεθαμμένον εν τη γη. Ούτω και ο άνθρωπος, ότε εστίν εν τη χάριτι της ησυχίας και εν τη θέρμη εις τα πράγματα του κόσμου, τότε βλέπει πώς έκαστον πάθος εγείρεται και κουφίζει την κεφαλήν αυτού, και μάλιστα εάν οσφρανθώσιν οσμής αναπαύσεως. Τούτο δε είπον, ίνα μη θαρρήση τις όσον ζή εν τω σώματι αυτού, έως αν αποθάνη, και ίνα δείξω, ότι το φεύγειν και μακρύνειν τινά εαυτόν από των αιτιών της κακίας, πάνυ βοηθούσιν εις τον ασκητικόν αγώνα. Δια τα πράγματα τα φέροντα ημίν αισχύνην εν τη μνήμη αυτών, δέον ημάς αεί φοβείσθαι αυτά και μη καταπατήσαι την συνείδησιν και καταφρονήσαι αυτής,
η'. Λοιπόν εν τη ερήμω χωρήσαι το σώμα τέως πειράσωμεν και ποιήσωμεν κτάσθαι την υπομονήν το δε μείζον πάντων, ίνα σπουδάζη τις, όπου δ' άν και ή, ώστε απέχειν το αίτιον του πολέ¬μου καν γαρ θλίβηται τις ίσως, αλλ' άφοβος εστίν, ίνα μη, όταν έλθη χρεία, πέση δια την εγγύτητα αυτής.
Ερώτησις. Όστις απέρριψε εξ εαυτού όλον τον περισπασμόν και εισήλθεν εις τον αγώνα, ποία εστίν η αρχή αυτού εν τω πολέμω της αμαρτίας, και πόθεν άρχεται της πάλης;
Απόκρισις. α' Τούτο πάσι γνώριμόν εστίν, ότι εκάστω αγώνι της αμαρτίας και της επιθυμίας ο κόπος της αγρυπνίας και της νηστείας εστίν η αρχή, και μάλιστα τω ανταγωνιζομένω προς την εν ημίν ένδον αμαρτίαν. Και το σημείον του μίσους της άμαρτίας και της επιθυμίας αυτής εκ τούτου οράται τοις ανταγωνιζομένοις προς τον αόρατον πόλεμον τούτον εν τη νηστεία άρχονται και μετά ταύτην η αγρυπνία της νυκτός συνεργεί προς την άσκησιν.
β'. Ο εν πάση τη ζωή αυτού την ομιλίαν της συζυγίας ταύτης αγαπών, ούτος φίλος της σωφροσυνης γίνεται. Καθώς η ανάπαυσις της γαστρός αρχή πάντων των κακών και η χαυνότης του ύπνου η εξάπτουσα την επιθυμίαν της πορνείας, ούτως η οδός του Θεού η αγία και πάσης αρετής ο θεμέλιος η νηστεία υπάρχει και η αγρυπνία και η εγρήγορσις εν τη λειτουργία του Θεού, εν σταυρώσει του σώματος όλην την ημέραν και την νύ¬κτα εξ εναντίας της γλυκύτητος του ύπνου. Η νηστεία υπερασπισμός εστί πάσης αρετής και αρχή του αγώνος και στέφανος των εγκρατών και το κάλλος της παρθενίας και του αγιασμού και η λαμπρότης της σωφροσύνης και η αρχή της οδού του Χριστιανισμού και η μήτηρ της προσευχής και η πηγή της σωφροσύνης και της φρονήσεως και η διδάσκαλος της ησυχίας και η προηγουμένη πάντων των καλών έργων. Καθώς ακολουθεί τοις ερρωμένοις οφθαλμοίς η επιθυμία του φωτός, ούτως ακολουθεί τη νηστεία τη μετά διακρίσεως γινομένη, η επιθυμία της ευχής.
γ'. Όταν γαρ άρξηται τις νηστεύειν, εκ τούτων εις την επιθυ¬μίαν της ομιλίας του Θεού επιθυμεί ελθείν εν τη διάνοια αυτού.Όυ γαρ καρτερεί το σώμα νηστεύον υπνώσαι εν τη στρωμνή αυτού όλην την νύκτα. Όταν η σφραγίς των νηστειών επιτέθειται τω στόματι του ανθρώπου, ο λογισμός αυτού εν κατανύξει με¬λετά και η καρδία αυτού ευχήν βρύει και η στυγνότης επί το πρόσωπον αυτού κείται και οι αισχροί διαλογισμοί πόρρω απέχουσιν απ' αυτού, ιλαρότης ουχ οράται εν οφθαλμοίς αυτού και εχθρός εστίν των επιθυμιών και των ματαίων συντυχιών. Ουδέ¬ποτε είδε τις νηστευτήν εν διακρίσει, δουλωθέντα υπό της κακής επιθυμίας. Δόμος μέγας εις παν αγαθόν εστίν η νηστεία η μετά διακρίσεως, και ο αμελών αυτής, πάν αγαθόν διασείει. Διότι αύτη εστίν η εντολή η τεθείσα τη φύσει ημών εξ αρχής εις παραφυλακήν κατά της γεύσεως της τροφής, και εκείθεν εξέπεσεν η αρχή του πλάσματος ημών. Όμως, όθεν γέγονεν ο αφανισμός ο πρώτον, εκείθεν άρχονται οι άθληται εις τον φόβον του Θεού, όταν άρξωνται φυλάττειν τους νόμους αυτού.
δ'. Και ο Σωτήρ δέ, ότε ωράθη τω κόσμω εν τω Ιορδάνη, εν¬τεύθεν ήρξατο. Μετά γαρ το βάπτισμα εξήνεγκεν αυτόν τοπνεύμα εις την έρημον και ενήστευσε ημέρας τεσσαράκοντα και νύκτας τεσσαράκοντα. Ομοίως και πάντες οι εξερχόμενοι ακολουθήσαι οπίσω αυτού επί τούτω τω θεμελίω βάλλουσι την αρχήν του αγώνος αυτών. Όπλον γαρ εστίν ειργασμένον υπό του Θεού, και τις αμελών εις αυτό ου μεμφθήσεται; Και ει ο εκθέμε¬νος τον νόμον νηστεύει, τις εκ των τηρούντων τον νόμον ου χρή νηστεύειν; Δια τούτο έως τότε το γένος των ανθρώπων ουκ εγίνωσκε την νίκην, ουδέ ο διάβολος ποτέ επειράθη της ήττης αυτού εκ της φύσεως ημών, αλλ' εν τούτω τω όπλω ητόνησεν εξ αρχής, και ο Κύριος ημών ην ο αρχηγός και πρωτότοκος της νί¬κης, του δούναι τον πρώτον στέφανον της νίκης επί της κεφαλής της φύσεως ημών.
ε'Και όταν ίδη τούτο το όπλον επί τίνα των ανθρώπων ο διάβολος, ευθέως φοβείται ο αντικείμενος και τυραννός, και ευθύς ενθυμείται και είς μνήμην έρχεται της ήττης αυτού της εν τη ερήμω υπό του Σωτήρος, και η δύναμις αυτού κλάται, και εν τη θεωρία του όπλου του δοθέντος ημίν υπό του αρχιστρατήγου ημών καίεται. Ποίον όπλον δυνατώτερον αυτού και θάρσος παρέχον τη καρδία εν τη πάλη τη κατά των πνευμάτων της πονη¬ρίας, ως η γινομένη πείνα υπέρ του Χριστού; Όσον γαρ μοχθεί το σώμα και κακοπαθεί εν τω καιρώ, εν ω περικυκλοί τον άνθρωπον ή φάλαγξ των δαιμόνων, τοσούτον αντιλαμβάνεται η καρδία αυτού υπό της πεποιθήσεως. Και ό ενδυόμενος το της νηστείας όπλον, εν ζήλω πυρπολείται εν παντί καιρώ,
στ'. Και ο ζηλωτής γαρ Ηλίας ηνίκα εζήλωσεν υπέρ του νόμου, του Θεού, εις τούτο το έργον της νηστείας διήγεν. Υπομιμνήσκει γαρ τον κτησάμενον αυτήν τα εντάλματα του Πνεύματος, και με¬σίτης εστίν η νηστεία του παλαιού νόμου και της. χάριτος της δοθείσης ημίν παρά του Χριστού. Και ο αμελών εις αυτήν, και εις τα υπόλοιπα των αγωνισμάτων χαύνος εστί και αμελής και ασθενής και αρχήν και σημείον κακόν της χαυνώσεως δεικνύει της ψυχής αυτού και δίδωσι τόπον νίκης τω πολεμούντι αυτόν διότι γυμνός και άοπλος εισέρχεται εις τον αγώνα, και έκδηλος εστίν ότι χωρίς νίκης εξέρχεται εξ αυτού, διότι τα μέλη αυτού ουκ εφόρεσεν την θέρμην της πείνης της νηστείας. Τοιαυτή εστίν η νηστεία, και ο διαμένων εν αυτή, ασάλευτος εσται η διάνοια αυτού και προς απάντησιν ετοίμη και αποτροπήν πάντων των δυσχερών παθών. Λέγεται περί πολλών μαρτυρων, ότι εν τη ημέρα, εν η προσεδόκων δέξασθαι τον στέφανον του μαρτυρίου, ει προεγίνωσκον εξ αποκαλύψεως ή φάσεως τίνος των εταίρων αυτών τούτο, τη νυκτί εκείνη ουκ εγεύοντο τίνος, αλλά από εσπέρας έως πρωί ίσταντο αγρυπνούντες εν τη ευχή, δοξάζοντες τον Θεόν εν ψαλμοίς και ύμνοις και ωδαίς πνευματικαίς, και εν ευφροσύνη και αγαλλιάσει εξεδέχοντο την ώραν εκείνην, ως τίνες ετοιμασθέντες εις τους γάμους, εκδεχόμενοι απαντήσαι τω ξίφει νηστεία αυτών. Και ημείς τοίνυν, οι εις την αόρατον μαρτυρίαν κληθέντες, του δέξασθαι τους στεφάνους του αγιασμού νήψωμεν και μηδέποτε εν μέλει τινι και μέρει του σώματος ημών δοθή τοις εχθροίς ημών σημείον της αρνήσεως.
Ερώτησις. Πώς εισί τίνες πολλάκις και πολλοί έχοντες τα έργα ταύτα ίσως, και της γαλήνης και αναπαύσεως των παθών, και της ειρήνης των λογισμών ουκ αισθάνονται; Απόκρισις. Τα πάθη τα κερυμμένα εν τη ψυχή, ώ αδελφέ, ουχί εν τοις σωματικοίς κόποις μόνον διορθούνται, ουδέ τους λογισμούς κωλύουσιν επί των εξυπνιζομένων αεί δια των αισθήσε¬ων. Οι γαρ κόποι ουτοι φυλάττουσι τον άνθρωπον εκ των επιθυ¬μιών, ίνα μη νικηθή εξ αυτών, και εκ της πλάνης των δαιμόνων, την δε ειρήνην και την γαλήνην ου παρέχουσι τη ψυχή. Τα γαρ
έργα και οι κόποι τότε την απάθειαν παρέχουσι τη ψυχή και νεκρούσι τα μέλη τα εν τη γη και δωρούνται την ανάπαυσιν των λογισμών, όταν κοινωνήσωμεν τη ησυχία ηνίκα γαρ αι αισθή¬σεις τα έξω παύσωνται της ταραχής και επιμείνωσιν εν τη εργασία της σοφίας καιρόν τίνα. Έως γαρ αν στερηθή ο άνθρωπος της απαντήσεως των ανθρώπων και τα μέλη αυτού εκ της δια¬χύσεως των λογισμών, και συναγάγη εαυτόν προς εαυτόν, ου μη δυνηθή γνωρίσαι το πάθος αυτού. Η ησυχία γαρ, καθώς εφη ο άγιος Βασίλειος, αρχή της καθάρσεως της ψυχής εστίν. Ηνίκα γαρ τα έξω μέλη παύσωνται της στάσεως της εξωτέρας και του περισπασμού του εις την έξω χωράν, τότε στρέφεται η διάνοια από των εξωτέρων περισπασμών και του μετεωρισμού και καθ' εαυτήν ηρεμεί και εξυπνίζεται η καρδία εξερευνήσαι τάς εννοίας τάς έσωθεν της ψυχής. Και εάν υπομείνη εν τούτοις καλώς, έρ¬χεται κατ' ολίγον ο άνθρωπος οδεύειν εις την καθαρότητα της ψυχής.
Ερώτησις. Και ου δύναται άρα εν τη αναστροφή τη έξω της θύρας καθαρθήναι η ψυχή;
Απόκρισις. Δένδρου καθ’ ημέραν ποτιζομένου, πότε ξηραίνεται η ρίζα αυτού; και σκεύος δεχόμενον καθ’ ημέραν προσθήκην, πότε μειούται; Και εάν η καθαρότης ουδέν άλλο εστίν, εί μη το λαβείν την αναστροφήν ελευθερίας και εξελθείν της συνήθειας αυτής, πώς και πότε θελήσει καθαρθήναι την ψυχήν αυτού, όστις πρακτικώς εν εαυτώ ή εν άλλοις δια των αισθήσεων ανα¬καινίζει την μνήμην της παλαιάς συνήθειας εν εαυτώ, όπερ εστίν η επίγνωσις της κακίας; Πότε δύναται καθαρθήναι την ψυχήν αυτού εκ τούτου, ή πότε σχολάσαι εκ των ανταγωνισμάτων των εξωτέρων, ίνα αν θεάσηται εαυτόν; Εάν γαρ η καρδία καθ' ημέραν ρυπούται, πότε καθαίρεται εκ του ρύπου; Αλλ' ουδέ προς την ενέργειαν την εξωτέραν δύναται αντιστήναι, και πόσω μάλλον καθαρίσαι ου δύναται την καρδίαν, ότι εν μέσω του στρατο¬πέδου ίσταται και εδέχεται καθ' ημέραν την συνεχή αγγελίαν του πολέμου ακούσαι και πώς τολμά κηρύξαι ειρήνην τη ψυχή αυτού; Εάν δε εκ τούτου μακρυνθή, τότε δύναται κατά μικρόν τα πρώτα καταπαύσαι τα έσω επεί, έως αν άνωθεν ο ποταμός ου φράττηται, εκ των κάτω τα ύδατα αυτού ου ξηραίνεται. Όταν δε έλθη τις εις την ησυχίαν, τότε δύναται η ψυχή διακρίναι τα πάθη και εξερευνήσαι εν συνέσει την εαυτής σοφίαν. Τότε και ο έσω άνθρωπος εξυπνίζεται εις το έργον του πνεύματος, και ημέρα τη ημέρα αισθάνεται της κρυπτής σοφίας της ανθούσης εν τη ψυχή αυτού.
Ερώτησις. Τίνα εισί τα ακριβή τεκμήρια και τα σημεία τα πλησιάζοντα, εξ ων και δι' ων αισθάνεται τις, ότι ήρξατο βλέπειν εν εαυτώ καρπόν κρυπτόν εν τη ψυχή; Απόκρισις. α΄. Όταν αξιωθή τις της χάριτος των δακρυων των πολλών των χωρίς βίας γινομένων. Ως γαρ όρος τις ετέθησαν τα δάκρυα τη διανοία μεταξύ των σωματικών και των πνευμα¬τικών, και μεταξύ της εμπαθείας και της καθαρότητας. Έως αν δέξηταί τις το χάρισμα τούτο, ακμήν εν τω εξωτέρω ανθρώπω εστίν η ενέργεια του έργου αυτού και ακμήν ουκ ησθήθη παντελώς της ενεργείας των κρυπτών του πνευματικού ανθρώπου. Όταν γαρ άρξηται τις εάν τα σωματικά του νυν αιώνος και εν¬τός του όρου τούτου του όντος έξωθεν της φύσεως οράται διαβαίνων, ευθύς εις την χάριν ταύτην των δακρύων φθάνει και εκ της πρώτης μονής της πολιτείας της κρυπτής άρχονται και τα δάκρυα ταύτα και απάγουσιν αυτόν εις την τελειότητα της αγάπης του Θεού. Και όσον προβαίνει εκείσε, τοσούτον πλουτεί εν αυτοίς, έως αν πίνη αυτά εν τη τροφή αυτού και εν τω πόματι αυτού εκ της πολλής αυτών διαμονής.
β'. Και τούτο εστί το σημείον της ακριβείας, ότι εξήλθεν η διάνοια εκ του κόσμου τούτου και ησθήθη του κόσμου εκείνου του πνευματικού. Όσον δε πλησιάζει τω κόσμω τούτω εν τη διανοία αυτού ο άνθρωπος, τοσούτον ελαττούται εκ των δακρύων τούτων, και όταν η διάνοια τελείως στερίσκεται των δακρύων τούτων, και τούτο το σημείον εστίν, ότι εστίν ο άνθρωπος τεθαμμένος εν τοις πάθεσιν.
γ' Εισί τινά μεν των δακρύων καίοντα, και είσι δάκρυα πιαίνοντα. Πάντα ουν τα δάκρυα τα εκ της κατανύξεως και της οσίας καρδίας εξερχόμενα δια τάς αμαρτίας, ταύτα ξηραίνουσι το σώμα και καίουσι και πολλάκις και αυτό το ηγεμονικόν της εκ τούτων αισθάνεται βλάβης εν τη εξόδω αυτών. Και πρώτον μεν ταύτη τη τάξει των δακρύων εξ ανάγκης απαντά ο άνθρωπος, και δι' αυτών ανοίγεται αυτώ θύρα εισελθείν εις την τάξιν την δευτέραν, την κρείττονα ταύτης, ήπερ εστί χώρα χαράς, εν η δέ¬χεται ο άνθρωπος το έλεος. Ταύτα δε είσι τα δάκρυα τα προχεόμενα εκ της συνέσεως, α ωραϊζουσι και πιαίνουσι το σώμα, και αβιάστως αφ' εαυτών κατέρχονται, και ου μόνον, ως είρηται, πιαίνουσι το σώμα του ανθρώπου, αλλά και η δράσις του ανθρώπου αλλοιούται. «Καρδίας» γαρ, φησίν, «ευφραινομένης πρόσωπον θάλλει, εν δε λύπαις ούσης σκυθρωπάζει».
Ερώτησις. Τις εστίν η ανάστασις της ψυχής, ην φησιν ο Απόστολος, «ει συνηγέρθητε τω Χριστώ»;
Απόκρισις. Εν τω ειπείν τον Απόστολον, «ο Θεός ο ειπών εκ σκότους φως λάμψαι, αυτός έλαμψεν εν ταίς καρδίαις ημών», ψυχής ανάστασιν, την της παλαιότητος έξοδον έδειξεν, ότι ταύτην δεί καλείν, τουτέστιν, ίνα γένηται καινός ο άνθρωπος, μηδέν έχων του παλαιού ανθρώπου, καθώς λέγει, «και δώσω αυτοίς καρδίαν καινήν και πνεύμα καινόν». Τότε γαρ εικονίζεται ο Χριστός εν ημίν δια πνεύματος σοφίας και αποκαλύψεως της επιγνώσεως αυτού.
Ερώτησις. Τι εστί, κατά συντομία, η δύναμις της πράξεως της ησυχίας;
Απόκρισις. Η ησυχία τάς αισθήσεις τάς έξω νεκροί και τάς έσω κινήσεις εγείρει, η δε έξω αναστροφή τα εναντία τούτων πράττει, ήγουν τάς έξω αισθήσεις εγείρει, και τάς έσω κινήσεις νεκροί.
Ερώτησις. Τι εστίν η αιτία των οράσεων και των αποκαλύψεων, ότι τίνες ορώσι, τίνες δε κοπιώσιν υπέρ αυτούς και ουκ ενεργεί τοσούτον η όρασις εν αυτοίς;
Απόκρισις. α'. Αιτίαι τούτων πολλαί εισί. Και αι μεν αυτών οικονομικαί και του κοινού χάριν, αι δε προς παρηγορίαν των ασθενών και θάρσος και διδαχήν.
β'. Και πρώτον μεν, δια το έλεος του Θεού οικονομούνται δια τους ανθρώπους ταύτα πάντα, και προς τους τρεις τρόπους των ανθρώπων τούτων οικονομούνται τα πράγματα των τοιούτων, ως επί το πολύ η προς τους απλουστέρους και υπερβαλλόντως ακάκους, ή προς τινας τελείους και αγίους, ή προς τους έχοντας ζήλον έμπυρον Θεού και απεγνωκότας του κόσμου και αποταξαμένους τελείως και αναχωρήσαντας της μετά των ανθρώπων κατοικίας και οπίσω του Θεού γυμνούς εξελθόντας, μη προσδοκήσαντας βοήθειαν τίνα εκ των ορωμένων και επιπίπτει αυτοίς δειλία εκ του ιδιασμού αυτών ή περικυκλοί αυτούς κίνδυνος θα¬νάτου εκ του λιμού ή εκ της αρρωστίας ή από τίνος περιστάσεως και θλίψεως, ώστε αυτούς εγγίζειν τη απογνώσει. Αι παρακλή¬σεις ούν αι γινόμεναι προς τους τοιούτους και προς τους υπερέχοντας αυτούς εν κόποις μή γινόμεναι, της συνειδήσεως λέγω.
γ'.Η δε δευτέρα αιτία εστίν ακριβώς αύτη όσον τις έχει παράκλησιν ανθρωπίνην ή εκ τίνος των ορωμένων, ου γίνονται τοιαύται παρακλήσεις προς αυτόν, ει μη δι οικονομίαν τινά χάριν του κοινού. Ημίν δε ο λόγος περί αναχωρητών εστί. Και μάρτυς των λεγομένων είς των πατέρων όπερ ταύτης παρακαλέσας και ακούσας, αρκεί σοι η παράκλησις και η ομιλία των ανθρώπων
ε'. Και άλλος τις εν τούτω τω τρόπω ότε ην εν τη αναχωρήσει και έζη εν τη αναστροφή της αναχωρήσεως, ην εν πάση ώρατης παρακλήσεως της εκ της χάριτος κατατρυφών, ότε δε προσήγγισε τω κόσμω, εζήτησεν αυτήν κατά το έθος και ουχ εύρεκαι εδεήθη του Θεού δηλώσαι αυτώ την αιτίαν, λέγων Μη τι,Κύριε, δια την επισκοπήν απέστη απ’ εμού η χάρις; Και ερρέθη αυτώ. Ουχί αλλ' ότι ο Θεός πρόνοιαν ποιείται των εν ερήμω διαγόντων και αξιοί αυτούς των τοιούτων παρακλήσε¬ων. Ουκ ενδέχεται γαρ είναι τινι των ανθρώπων παράκλησιν ορωμένην και δέχεσθαι και ταυτήν, ειμή τι γε δια τίνα των ειρημένων οικονομίαν κεκρυμμένην και μόνω τω οικονομούντι τατοιαύτα εγνωσμένην.
Ερώτησις. Ει ταυτόν εστίν όρασις και αποκάλυψις, ή ου;
Απόκρισις. Ουχί, αλλά διάφορα εστίν. Η αποκάλυψις πολλάκις λέγεται κατά των δυο' διότι γαρ το κρυπτόν φανερούται, πάσα όρασις λέγεται αποκάλυψις, η αποκάλυψις δε ου λέγεται όρασις. Η αποκάλυψις γαρ ως επί το πολύ περί των γινωσκομένων και υπό του νου γευομένων και νοουμένων λαμ¬βάνεται. Η όρασις δε εκ παντός τρόπου γίνεται ως εν εικόνι και τύποις, ώσπερ πάλαι προς τους αρχαίους εγίνετο, ως εν ύπνω βαθεί ή εν εγρηγόρσει, και ποτέ μεν ακριβώς, ποτέ δε ως εν φάσματι και αμυδρώς πως. Διό και αυτός ο ορών πολλάκις ου γινώσκει, είτε εγρηγορών θεωρεί είτε καθεύδων. Έστι δε και δια φωνής ακούειν αντιλήψεις, ποτέ δε και τύπον τινά οράν, ποτέ δε τρανώτερον πρόσωπον προς πρόσωπον. Και η όρασις και η ομιλία και η ερώτησις και η μετ' αυτής συντυχία δυνάμεις εισίν άγιοι, ορώμεναι τοις αξίοις και τας αποκαλύψεις ποιούσαι. Και εν τοις ερημικωτέροις τόποις και εν τοις διεστηκόσι από των ανθρώπων αι τοιαύται υποθέσεις γίνονται, όπου αναγκαίως δέεται αυτών ο άνθρωπος, δια το μη έχειν αυτόν άλλην αντίληψιν ή παράκλησιν εκ τόπου. Αι δε αποκαλύψεις αι εν τω νοΐ αισθανόμεναι δια καθαρότητας και δεκτικαί είσι και μόνων των τελείων και γνωστικών υπάρχουσιν.
Ερώτησις. Ει έφθασε τις εις την καθαρότητα της καρδίας, τί εστί το σημείον αυτής; Και πότε γινώσκει ο άνθρωπος ότι ήλθεν η καρδία αυτού είς καθαρότητα; Απόκρισις. Όταν πάντας ανθρώπους καλούς θεωρή και ου φαίνηταί τις αυτώ ακάθαρτος και βέβηλος, τότε εστίν αληθώς καθαρός τη καρδία. Πώς γαρ πληρούται ο λόγος του Αποστό¬λου ο φάσκων το «υπερέχοντας εαυτών ηγείσθαι πάντας επί¬σης», εξ ειλικρινούς καρδίας εάν μη φθάση το ειρημένον, ότι «οφθαλμός αγαθός ουκ όψεται πονηρά»;
Ερώτησις. Τί εστίν η καθαρότης και έως πότε ο όρος αυτής;
Απόκρισις. Η καθαρότης εστίν η λήθη των τρόπων της γνώσεως των παρά φύσιν, των εν τω κόσμω ευρεθέντων υπό της φύσεως. Ο όρος δε του ελευθερωθήναι και έξω αυτών ευρεθήναι ούτος εστί το ελθείν τον άνθρωπον είς την πρώτην της φύσεως αυτού απλότητα και ακακίαν και ως νήπιον τίνα γενέ¬σθαι, χωρίς των ελαττωμάτων μόνον του νηπίου.
Ερώτησις. Και ενδέχεται τίνα εισελθείν είς την τάξιν ταύτην;
Απόκρισις. Ναί. Ιδού γαρ ήλθον τίνες είς το μέτρον τούτο, ώσπερ δη και ο αββάς Σισώης ήλθεν είς το μέτρον τούτο, ως και τον μαθητήν, ει έφαγεν ερωτάν, ή ουκ έφαγε. Και άλλος τις των πατέρων ήλθεν είς τοιαυτήν απλότητα και ακεραιότητα μικρού δείν των νηπίων, ώστε επιλαθέσθαι αυτόν των ώδε παν¬τελώς, τοσούτον, ως και εσθίειν αυτόν προ της μεταλήψεως, ει μη τι γε υπό των μαθητών αυτού εκωλύετο. Και ήγον αυτόν ως νήπιον οι μαθηταί αυτού κοινωνήσαι. Και τω μεν κόσμω νήπιος ην, την δε ψυχήν προς Θεόν τέλειος.
Ερώτησις. Ποίαν μελέτην και αδολεσχίαν δει έχειν τον ασκητήν εν τω ησυχαστηρίω αυτού καθήμενον εν ησυχία, και τι οφείλει διηνεκώς εργάζεσθαι, ίνα μη σχολάση ο νους αυτού εις λογισμούς ματαίους;
Απόκρισις. α'. Περί μελέτης και αδολεσχίας ερωτάς, πώς γί¬νεται ο άνθρωπος νεκρός εν τω κελλίω αυτού. Άνθρωπος άρα σπουδαίος και νήφων τη ψυχή ερωτήσεως δείται, καθ’ εαυτόν υπάρχων, πώς διάξει; Τι γαρ άλλο εστίν η μελέτη του μοναχού εν τω κελλίω αυτού, ει μη ο κλαυθμός; Εκ του κλαυθμού αρά γε ευκαιρεί προς άλλον λογισμόν ατενίσαι; Και ποία μελέτη κρείσσων ταύτης υπάρχει; Αυτό γαρ το κάθισμα του μοναχού και η μόνωσις αυτού την ομοίωσιν της εν τω τάφω διαγωγής, της απεχούσης από της χαράς των ανθρώπων, διδάσκει αυτόν. Ότι το πένθος εστίν η πράξις αυτού, και αύτη γαρ η επωνυμία του ονόματος αυτού εις τούτο και παρακαλεί και προτρέπεται αυτόν πενθικός γαρ ονομάζεται, τουτέστι πικρός τη καρδία. Και πάντες δε οι άγιοι πενθούντες εξεδήμησαν εκ του βίου τούτου. Και εί οι άγιοι επένθουν και τα όμματα αυτών επληρούντο αεί των δακρύων, έως εκ του βίου τούτου εξεδήμησαν, τις μη κλαύση; Η παράκλησις του μοναχού εκ του κλαυθμού αυτού τίκτεται. Και εί οι τέλειοι και νικηφόροι έκλαυσαν ώδε, ό πεπληρωμένος τραυμάτων πώς υποίσει ησυχάσαι εκ του κλαυθμού; Ο έχων τον νεκρόν αυτού έμπροσθεν αυτού κείμενον και αυτός εαυτόν νενεκρωμένον ορών ταίς αμαρτίαις, χρήζει διδασκαλίας, ποίω λογισμώ χρήσεται τοις δάκρυσιν; Η ψυχή σον τεθανατωμένη ταίς αμαρτίαις και κειμένη ενώπιον σου, ήτις βελτιωτέρα εστί παρά σοι όπερ όλον τον κόσμον, και ου δέεται κλαυθμού;
β'. Εάν ουν εις την ησυχίαν εισέλθωμεν και εν αυτή καρτερήσωμεν μεθ' υπομονής, πάντως δυνάμεθα διαμείναι εν τω κλαυθμώ. Δια τούτο εν διανοία συνεχεί δεηθώμεν του Κυρίου, όπως τούτο παράσχη ημίν. Εάν γαρ ταυτήν την χάριν κομισώμεθα την κρείττονα των λοιπών χαρισμάτων και υπερβάλλουσαν, δι' αυτής εις την καθαρότητα εισερχόμεθα, και όταν εισέλθωμεν εις αυτήν, έκτοτε ου μη αρθή αφ' ημών η καθαρότης, έως της εξόδου ημών της εκ του βίου τούτου.
γ'. Μακάριοι ουν οι καθαροί τη καρδία, ότι ουκ εστί καιρός, εν ώ ουκ απολαύουσι της τρυφής των δακρύων ταύτης, και εν αυτή αεί ορώσι τον Κύριον και έτι των δακρύων εν τοις οφθαλμοίς αυτών αξιούνται της θεωρίας των αποκαλύψεων αυτού εν τω ύψει της προσευχής αυτών. Και ουκ έστιν αυτοίς ευχή εκτός δακρύων. Και τούτο εστί το ειρημένον υπό του Κυρίου, ότι «μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται». Εκ του πένθους γαρ έρχεται τις εις την καθαρότητα της ψυχής. Δια τούτο ειπών ο Κύριος, ότι «αυτοί παρακληθήσονται», ουκ ηρμήνευσε ποίαν παράκλησιν. Όταν γαρ αξιωθή ο μοναχός δια των δακρύων περάσαι την χώραν των παθών και καταντήσαι εις την πεδιάδα της καθαρότητος της ψυχής, τότε απαντά αυτώ η τοιαύτη παράκλησις. Ει τις ουν διαπερά εκ των εφευρόντων αυτήν ενταύθα και εν ταυτή απαντά τη παρακλήσει τη μη ευρισκομένη ώδε, και τότε συνιεί ποίαν παράκλησιν το τέ¬λος του πένθους υποδέχεται, ην δια της καθαρότητος ο Θεός τοις πενθούσι δίδωσι. Διότι ουκ ενδέχεται τίνα αδιαλείπτως πενθούντα υπό των παθών διοχλείσθαι. Απαθών γαρ τούτο εστί το χάρισμα, το δακρύειν και πενθείν.
δ'. Και ει τον προς καιρόν πενθούντα και κλαίοντα δύνανται τα δάκρυα ου μόνον οδηγήσαι προς απάθειαν, αλλά και τον νουν αυτού παντελώς απαλείψαι και των παθών της μνήμης απαλλάξαι, τι είπωμεν περί των νυκτός και ημέρας εν γνώσει εχόντων την εργασίαν ταύτην; Την εκ του κλαυθμού γινομένην βοήθεια ουδείς γινώσκει, ειμή μόνοι εκείνοι, οι εκδεδωκότες τας εαυτών ψυχάς εις το έργον τούτο. Πάντες οι άγιοι εφίενται της εισόδου ταύτης, ότι δια των δακρύων ανοίγεται η θύρα έμπροσθεν αυτών, του εισελθείν εις την χώραν της παρακλήσεως, εν η χώρα τα χρηστότατα ίχνη του Θεού και σωτήρια εικονίζονται δι' απο¬καλύψεων.
Ερώτησις. Δια το είναι τινάς αδυνάτως έχοντας προς το αδιαλείπτως πενθείν δια την ασθένειαν του σώματος, τι δει έχειν αυτούς προς φυλακήν του νοός, ίνα μη τα πάθη, σχολάσαντος αυτού, επαναστώσιν αυτώ;
Απόκρισις. α'. Ου δύνανται τα πάθη επαναστατήσαι κατά της ψυχής και ταράξαι τον ασκητήν, σχολαζούσης της καρδίας εκ των του βίου εν τη αναχωρήσει αυτού τη απεχούση από παντός περισπασμού, ει μη ραθυμήση και αμελήση εκ των δεόντων. Εξαιρέτως γαρ εάν σχολάση εν τη μελέτη των θείων Γραφών δια της εξετάσεως των νοημάτων αυτών ανενόχλητος διαμένει από των παθών αυτός. Δια γαρ την πλεονάζουσαν και διαμένουσαν εν αυτώ κατανόησιν των θείων Γραφών, δραπετεύουσιν εξ αυτού οι μάταιοι λογισμοί, και ου δύναται ο νους αυτού αποστατήσαι από της επιθυμίας αυτών, ήτοι της ενθυμήσεως, ουδέ προσέχειν τω βίω τούτω το σύνολον, δια την μεγίστην ηδονήν της αδολεσχίας αυτού υπεραιρόμενος τούτων εν τη πολλή ησυχία αυτού εν τη ερήμω.
β'. Όθεν και επιλήσμων γίνεται εαυτού και της φύσεως αυτού, και γίνεται ώσπερ άνθρωπος εξεστηκώς, μη ποιούμενος μνήμην του αιώνος τούτου παντελώς, εξαιρέτως αδολεσχών και διανοούμενος τα περί της μεγαλωσύνης του Θεού και λέ¬γων Δόξα τη θεότητι αυτού. Παράδοξα και εξαίσια άπαντα τα έργα αυτού εις ύψος την εμήν ευτέλειαν ανήγαγον, εις οία ηξίωσέ με αδολεσχεΐν και εν ποίοις λογισμοίς κατατολμήσαι και απολαύσαι την εμήν ψυχήν. Και εν τοις θαυμασίοις τούτοις αναστρεφόμενος και εκπληττόμενος αεί, μεθύσκεται πάντοτε και γίνεται ώσπερ εν τη μετά την ανάστασιν διαγωγή. Πάνυ γαρ η ησυχία συνεργεί τη χάριτι ταύτη. Διότι ευρίσκει χώραν ο νους αυτού διαμείναι εν εαυτώ εν τη ειρήνη τη ευρεθείση αυτώ εκ της ησυχίας. Συν τούτοις δε, και εντεύθεν κινείται εις μνήμην κατά την θέσιν της διαγωγής αυτού. Και γαρ λαμβάνων κατά νουν την δόξαν του μέλλοντος αιώνος και την ελπίδα την αποκειμένην τοις δικαίοις τοις εν τη ζωή εκείνη τη πνευματική και εν Θεώ κινουμένοις και την καινήν εκείνην αποκατάστασιν, ουκ ενθυμείται ουδέ μνημονεύει των του κόσμου τούτου. Και όταν εν τούτοις μεθυσθή, πάλιν μετανίσταται εκείθεν εν θεωρία αυτού περί του αιώνος τούτου, εν ω εστίν ακμήν, και λέγει εκπληκτικώς' «ώ βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως και συνέσεως και φρονήσεως και οικονομίας του ανεξιχνιάστου Θεού. Ως ανεξερεύνητα τα κρίματα αυτού, και ανεξιχνίαστοι αι οδοί αυτού».
γ'. Ηνίκα γαρ αιώνα άλλον τοιούτον θαυμαστόν ητοίμασεν, ίνα εις αυτόν εισάξη πάντας τους λογικούς και φυλάξη αυτούς εν τη απεράντω ζωή, τις η αιτία άρα του ποιήσαι αυτόν τον κόσμον τούτον πρώτον και πλατύναι αυτόν και πλουτήσαι τούτον ούτως εν τω πυκασμώ και τω πλήθει των ειδών και των φυσεων και θέσθαι εν αυτώ αιτίας και ύλας και ανταγωνίσματα των πολλών παθών; Και πώς εν πρώτοις έθετο ημάς εν αυτώ και έπηξεν εν ημίν την αγάπην της πολυζωϊας αυτού και εξαίφνης μεταίρει ημάς εξ αυτού δια θανάτου και διαφυλάττει ημάς καιρόν ου μικρόν εν αναισθησία και ακινησία και αφανίζει τάς μορφάς ημών και εκχέει την κράσιν ημών, και συμμίσγει αυτήν εν τη γη, και παραχωρεί καταλυθήναι και εκτακήναι και ρυήναι την κατασκευήν ημών, έως ου παντελώς απογένηται της ανθρωπίνης κατασκευής' και τότε εν τω καιρώ, εν ω ώρισεν εν τη προσκυνητή σοφία αυτού, ότε θέλει, εγερεί ημάς εν σχήματι άλλω, εν ω γινώσκει, και εισφέρει ημάς εις κατάστασιν άλλην.
δ'.Ταύτα δε ουχ ημείς μόνοι οι άνθρωποι ελπίζομεν, αλλά και αυτοί οι άγιοι άγγελοι, οι μη έχοντες χρείαν του κόσμου τούτου, δια το παράδοξον της φύσεως αυτών παρά βραχυ τι της τελειότητος όντες, εκδέχονται την ημών έγερσιν εκ της φθοράς, το πότε εγείρεται το γένος ημών εκ του χοός και ανακαινίζει η φθορά αυτού. Δι ημάς γαρ εκ της εισαγωγής κωλύονται, ότι εφάπαξ την άνοιξιν της θύρας του καινου αιώνος ενδέχονται. Και γαρ η κτίσις αύτη των αγγέλων μεθ' ημών αναπαύσεται εκ της βαρύτητος του σώματος, της ούσης εν ημίν, ως λέγει ο Απόστολος «και ότι και αύτη η κτίσις την αποκάλυψιν των υιών του Θεού απεκδέχεται, όπως ελευθερωθή εκ της δουλείας της φθοράς εν τη ελευθερία της δόξης των τέκνων του Θεού», μετά την παντελή κατάλυσιν του αιώνος τούτου εξ όλης της κα¬ταστάσεως αυτού, και αποκατασταθήναι την φύσιν ημών εν τη πρώτη καταστάσει.
ε'. Και λοιπόν εκ τούτου υψούται εν τω νοΐ αυτού εις τα προ καταβολής του κόσμου τούτου, ότε ουκ ην κτίσις τις ούτε ουρανός ούτε γη ούτε άγγελοι, ουδέ εν των γεγονότων και πώς εξαίφνης τα πάντα εκ μη όντων εις το είναι παρήγαγεν εν τω ευδοκήσαι αυτόν μόνον και παν πράγμα τετελειωμένον παρέ¬στη ενώπιον αυτού. Και αύθις κάτεισίν εν τω νοΐ αυτού επί πά¬σας τάς δημιουργίας του Θεού και προσέχει εις τάς θαυματουργίας των κτισμάτων αυτού και εις την σοφίαν των ποιημάτων αυτού, λέγων εν εκπλήξει καθ' εαυτόν *Ω του θαυματος, πώς η οικονομία αυτού και η πρόνοια υπερβαίνει πάσαν έννοιαν και η θαυμαστή αυτού δύναμις ισχυροτέρα πάντων των ποιημάτων αυτού; Και πώς την κτίσιν εκ μη όντων εις το είναι παρήγαγεν, ήγουν τα πλήθη των διαφόρων πραγμάτων, τα αναρίθμητα; Και πώς πάλιν μέλλει διαφθείραι αυτήν εκ της θαυμαστής ταύτης ευταξίας και εκ του κάλλους των φύσεων και εκ του δρόμου του ευτάκτου των κτισμάτων, ώρας και καιρούς και την συνάφειαν της νυκτός και της ημέρας, μεταβολάς συνεργούς του χρόνου, τα εκ της γης ποικίλα άνθη, τάς καλλίστας οικοδομάς των πόλεων και τα εν αυταίς ωραία παλάτια και τον ταχύτατον των ανθρώπων δρόμον, την φύσιν αυτών την μοχθηράν από της εισόδου αυτής έως της εξόδου;
στ' Και πώς εξαίφνης καταργείται η θαυμαστή τάξις αυτή και ήξει άλλος αιών και παντελώς η μνήμη της πρώτης ταύτης κτίσεως ουκ αναβήσεται εν καρδία τινός και αλλοίωσις άλλη γενήσεται και άλλοι διαλογισμοί και άλλη μέριμνα, και πάλιν η των ανθρώπων φύσις ου μη μνημονεύση του κόσμου τούτου, ουδέ της προτέρας όλως αναστροφής αυτού. Δεσμευθήσεται γαρ ο νους αυτών εις την θεωρίαν εκείνης της καταστάσεως και ου μη σχολάση ο νους αυτών παλινδρομήσαι έτι προς πάλην αίματος και σαρκός. Συν γαρ τη φθορά του αιώνος τούτου, παραυτίκα αρχήν λαμβάνει ο μέλλων. Και ερεί τότε πας άνθρωπος τοιαύτα Ω μήτερ, η επιλησθείσα εκ των τέκνων αυτής, ων εγέννησε και εσόφισε και εν ριπή οφθαλμού συναγομένων εις αλλότριον κόλπον και γινομένων τέκνων αληθινών της στείρας της μηδέποτε τεκουσης. «Ευφράνθητι, στείρα, ή ου τίκτουσα, εις τα τέκνα α έτεκε σοι η γη».
ζ'. Και τότε αδολεσχεί ως εξεστηκώς και λέγει Άρα πόσον καιρόν συνίσταται ούτος ο αιών, και πότε αρχήν λαμβάνει ο μέλλων; Και πόσον άρα πάλιν κατεύδουσι τα σκηνώματα ταύτα καιρόν εν τω σχήματι τούτω και τα σώματα έσονται τω χοΐ άμα συμμεμιγμένα, και πώς άρα γίνεται η διαγωγή εκείνη; Και εν ποία μορφή αύτη η φύσις ανίσταται και συνίσταται, και εν ποιώ τρόπω έρχεται εις την δευτέραν κτίσιν;
η' Και εν τω εις ταύτα και τα τοιαύτα αδολεσχείν, επιπίπτει επ'αυτόν έκστασις και έκπληξις και ήσυχος σιωπή, είθ'ούτως ανίσταται τη ώρα εκείνη και γόνυ κλίνει και ευχαριστίας ανα¬πέμπει και δοξολογίας μετά δακρύων ικανών τω μόνω σοφώ Θεώ, τω εν τοις πανσόφοις έργοις αυτού δοξαζομένω αεί.
θ'. Μακάριος λοιπόν, όστις τοιούτων ηξιώθη. Μακάριος ου η μελέτη αυτού αύτη εστίν ημέρας τε και νυκτός. Μακάριος, όστις εν τούτοις τε και τοις τοιούτοις αδολεσχεί πάσας τάς ημέ¬ρας της ζωής αυτού. Εάν δε εν τη αρχή της ησυχίας αυτού ο άνθρωπος ουκ αισθάνηται της δυνάμεως των τοιούτων θεωριών, δια τον μετεωρισμόν του νοός αυτού, και ου δύναται έτι υψωθήναι επί τάς δυνάμεις των προρρηθέντων θαυμασίων του Θεού, μη ακηδιάση και εάση το ήρεμον της ησύχου αυτού δια¬γωγής. Ουδέ γαρ ευθέως εν τω σπείρειν τον εργάτην εν τη γη συν τω σπείραι τον σπόρον θεωρεί και τον στάχυν.
ι'. Διότι ακολουθεί τω σπόρω ακηδία και κόπος και πόνος των ιδίων μελών και εκκοπή των εντέρων και χωρισμός των συνή¬θων. Μετά δε το υπομείναι ταύτα, άρχεται καιρός έτερος, εν ω τότε ήδεται και σκιρτά και αγάλλεται και ευφραίνεται ο εργάτης. Και ποίος ούτος; Όταν εσθίη εκ του άρτου του ιδρώτος αυτού και μένη τετηρημένη εν τη ησυχία η αδολεσχία αυτού. Πολλήν γαρ ηδονήν και ατελεύτητον κινεί εν τη καρδία και προς έκπληξιν ανεκλάλητον ελαύνει τον νουν ταχέως η ησυχία και η ρηθείσα εν αυτή αδολεχία μεθ' υπομονής. Και μακάριος εκείνος, όστις καρτερεί εν αυτή, ότι ενώπιον τούτου ηνοίχθη αύτη η θεόβρυτος πηγή, και έπιεν εκ ταύτης και ηδύνθη, και ου μη παύσηται του πίνειν εξ αυτής αεί και πάντοτε κατά πάσαν ώραν της νυκτός και της ημέρας, έως συντέλειας και πέρατος της όλης ιδίας προσκαίρου ταύτης ζωής.
Ερώτησις. Τι εστί το περιεκτικόν των κόπων όλων του έργου τούτου, ήγουν της ησυχίας, ίνα τις, καταντήσας εις αυτό, μάθη ότι την τελειότητα της πολιτείας έφθασεν; Απόκρισις. Όταν αξιωθή τις της διαμονής της προσευχής. Όταν γαρ φθάση ταύτην, προς την άκραν πασών των αρετών έφθασε, και του λοιπού κατοικητήριον του αγίου Πνεύματος εγένετο. Ει γαρ τις την χάριν του Παρακλήτου ακριβώς ουκ εδέξατο, την διαμονήν ταύτης της προσευχής τελειώσαι εν ανέσει ου δύναται. Το Πνεύμα γαρ, φησίν, όταν κατοίκηση εν τινι των ανθρώπων, ου παύεται εκ της προσευχής. Αυτό γαρ το Πνεύμα αεί προσεύχεται. Τότε, ούτε εν τω καθεύδειν αυτόν ούτε εν εγρηγόρσει ή προσευχή εκ της ψυχής αυτού κόπτεται, αλλ εάν εσθίη και εάν πίνη, και εάν κοιμάται και εάν τι πράττη, και έως εν βαθεί ύπνω αι ευωδίαι και οι ατμοί της προσευχής εν τη καρδία αυτού αναδίδονται άνευ κόπου. Και χωρισμόν τότε η προσευχή ουκ έχει, αλλά πάσας τάς ώρας αυτού, καν ησυχάση έξωθεν αυτού η τοιαυτή, άλλ' ουν πάλιν η αυτή λειτουργεί εν αυτώ κρυπτώς. Την σιγήν γαρ των καθα¬ρών προσευχήν λέγει τις των χριστοφόρων, επειδή οι λογισμοί αυτών θείαι κινήσεις εισίν, αι κινήσεις δε της καθαράς καρδίας και διανοίας φωναί πραείαι εισίν, εν αίς κρυπτώς τω κρυπτώ ψάλλουσιν.
Ερώτησις. Τις εστίν η πνευματική προσευχή, και πώς ταύτης αξιούται ο αγωνιζόμενος;
Απόκρισις. α'. Ψυχικοί κινήσεις είσι τη ενεργεία, του αγίου Πεύματος κοινωνούσαι δι' ακριβούς αγνείας και καθαρότητας. Και εις εκ των μυρίων ανθρώπων ταύτης αξιούται, μυστήριον γαρ καταστάσεως της μελλούσης και πολιτείας εστί διότι υψούται, και η φύσις μένει εκ της όλης κινήσεως και μνήμης των ενθάδε ανενέργητος. Και ουχί προσευχήν προσεύχεται, αλλ' αισθήσει αισθάνεται η ψυχή των πνευματικών πραγμάτων του αιώνος εκείνου, των υπερβαλλόντων την έννοιαν των αν¬θρώπων, εν οίς το κατανοήσαι εν αυτοίς, δια της δυνάμεως του αγίου Πνεύματος εστίν. Όπερ εστίν η νοητή θεωρία και η κίνησις, και ζήτησις της προσευχής εστίν αλλ' εκ της προσευχής έλαβεν αφορμήν. Δια τούτο γαρ και τίνες τοιούτοι την τελειότητα ήδη της καθαρότητος έφθασαν. Και ουκ εστίν ώρα, εν η η κίνησις αυτών η εσωτέρα ουκ εστίν εν προσευχή, ως προείπομεν. Και ότε παρακύψει το Πνεύμα το άγιον, εν προσευχή ευρί¬σκει τούτους αεί, και εξ αυτής της προσευχής εκφέρει αυτούς προς θεωρίαν, ήτις λέγεται πνευματική όρασις. Ου χρήζουσι γαρ σχήματος μακράς προσευχής, ουδέ στάσεως και τάξεως της πολλής λειτουργίας. Αρκεί γαρ αυτοίς η μνήμη του Θεού, και ευθύς αιχμαλωτίζονται εν τη αγάπη αυτού. Όμως της στά¬σεως της προσευχής της εις τέλος ουκ αμελούσιν ηνίκα την τι¬μήν μερίζουσι τη προσευχή, και ίστανται τοις ποσίν εις τάς δεδηλωμένας ώρας, εκτός της αδιάλειπτου.
β' Είδομεν γαρ τον άγιον Αντώνιον ιστάμενον εν τη ευχή της ενάτης ώρας, ότι ησθάνετο τον νουν αυτού υψωθέντα. Και άλ¬λος εκ των πατέρων εκτείνας τάς χείρας ιστάμενος εν τη προσ¬ευχή αυτού, ήλθεν εις έκστασιν τέσσαρας ημέρας. Και άλλοι πολλοί ούτως εν τω προσεύχεσθαι από της πολλής μνήμης του Θεού και της αγάπης αυτού ηχμαλωτίζοντο και εις έκστασιν ήρχοντο. Αξιούται δε ο άνθρωπος ταύτης όταν αποδύηται την αμαρτίαν έσωθεν και έξωθεν δια της φυλακής των εντολών του Κυρίου, των εναντίων της αμαρτίας. Άς τινάς εντολάς, εάν τις αγαπήση και κατά τάξιν αυταίς χρήσηται, εξ ανάγκης αυτών γίνεται το των πολλών ανθρωπίνων πραγμάτων υπεξελθείν, τουτέστι το σώμα απεκδύσασθαι και έξωθεν αυτού γενέσθαι, ως ειπείν, ουχί την φύσιν, αλλά την χρείαν. Ουκ εστί τις εν τω τρόπω του νομοθέτου αναστρεφόμενος και ταίς εντολαίς τούτου χρώμενος, και απέμεινεν η αμαρτία εν αυτώ. Δια τούτο ο Κύριος μονήν παρ' αυτώ ποιείν τω τάς εντολάς φυλάξαντι υπέσχετο εν τω Ευαγγελίω.
Ερώτησις. Ποία εστίν η τελειότης των πολλών καρπών του πνεύματος; Απόκρισις. Όταν τις αξιωθή της τελείας αγάπης του Θεού.
Ερώτησις. Και πόθεν γινώσκει τις, ότι έφθασεν εις ταύτην;
Απόκρισις. Όταν κινηθή η μνήμη του Θεού εν τη διανοία αυτού, ευθέως η καρδία αυτού κινείται εν τη αγάπη αυτού και οι οφθαλμοί αυτού καταφέρουσι δάκρυα δαψιλώς. Έθος γαρ έχει η αγάπη εκ της μνήμης των αγαπητών εξάπτειν δάκρυα. Και τοιούτος ων, ουδέποτε υστερείται εκ των δακρύων. Διότι ου λείπει αυτώ αεί ύλη φέρουσα αυτόν εις μνήμην του Θεού, ώστε και εν τω ύπνω αυτού συνομιλεί τω Θεώ έθος γαρ τη αγάπη πράξαι τα τοιαύτα. Και αύτη εστίν η τελειότης των αν¬θρώπων εν τη ζωή αυτών ταύτη.
Ερώτησις. Εάν μετά τον πολύν κόπον και μόχθον και αγώνα, όν εκτήσατο ο άνθρωπος, αναιδεύηται ο λογισμός της υπερηφανίας προσβαλείν αυτώ, διότι ύλην έλαβεν εκ του κάλλους των αρετών αυτού, και λογίζηται τον πολύν κόπον, όν υπέμεινεν, εν τίνι κρατήσει τον λογισμόν αυτού και ασφάλειαν τη ψυχή αυτού κτήσηται του μη πεισθήναι αυτώ;
Απόκρισις. α'. Όταν γνώ τις, ότι ούτω πίπτει από του Θεού ως φύλλον ξηρόν εκ δένδρου, τότε γνωρίζει την δύναμιν της ψυχής αυτού, ει εν τη δυνάμει αυτού εκτήσατο τάς αρετάς ταύτας και υπέμεινεν όλους τους αγώνας τους υπέρ αυτών εν τω συστείλαι τον Κύριον την οικείαν βοήθειαν εξ αυτού και αυτόν μόνον εισελθείν μετά του διαβόλου παραχωρεί παλαίσαι και ου συνέρχεται αυτώ ο Κύριος, ως έχει έθος συνεισελθείν μετά των αγωνιζομένων εν τω αγώνι αυτών και συνεργήσαι τότε φανερούται η δύναμις αυτού, μάλλον δε η ήττα αυτού και η απορία αυτού. Εστί γαρ η πρόνοια του Θεού μετά των αγίων εν παντί καιρώ, φυλάττουσα αυτούς και ενισχύουσα, και εν αυτή νικά πάν τάγμα των ανθρώπων, εάν εν τω αγώνι της μαρτυρίας και τοις πάθεσιν αυτής γένηται άνθρωπος και εν τοις λοιποίς δυσχερέσι τοις υπέρ Θεού γινομένοις και δι' αυτόν υπομενομένοις.
β'. Και ταύτα δήλα και φανερά είσι και ουκ έχουσι δισταγμόν. Πώς γαρ δύναται η φύσις, ίνα νικήση την δύναμιν των γαργαλισμάτων των απαύστως εν τοις μέλεσι των ανθρώπων κινουμέ¬νων και λυπούντων αυτούς και νικήσαι δυναμένων κατά κράτος αυτούς; Και πώς άλλοι την νίκην ποθούσι και αγαπώσι, και αυτοί ου δύνανται ηνίκα ανταγωνίζονται σφοδρώς, αλλά καθ' εκάστην ημέραν ηττώνται εξ αυτών, και εν πόνω και πένθει και μόχθω εισίν υπέρ των ψυχών αυτών, συ δε ευκόλως δύνασαι βαστάζειν τάς δυσκολίας του σώματος, τοσούτον δυσχερείς ούσας, και ου πολύ στενοχωρείσθαι; Και πώς ενδέχεται το άλλως εμπαθές σώμα προς την τομήν του σιδήρου παλαίειν, και σύνθλασιν μελών υπομένειν και παν είδος κολάσεως, και ουχ ηττάσθαι υπό των παθών, και ο μηδέ πληγήν υπομένων ακάνθην κεντούσαν τον όνυχα αυτού, και ταύτης της ποικιλίας των βασάνων μη αισθανόμενος κατά το έθος της φύσεως, ει μη ετέ¬ρα δύναμις εκτός της φυσικής δυνάμεως ετέρωθεν πρόσεστιν, απείργουσα εξ αυτού την ισχύν των βασάνων; Και επειδή περί της προνοίας του Θεού διελέχθημεν, ουκ οκνητέον και ιστορίας τινός ψυχωφελούς υπομνησθήναι υψούσης τον άνθρωπον εν τοις αγώσιν αυτού
Διήγησις. α'. Νεώτερος τις, ονόματι Θεοδώρος, βασανισθείις κατά παντός του σώματος αυτού και ερωτηθείς υπό τίνος, πώς ήσθου των βασάνων, απεκρίθη, ότι εν προοιμίοις ησθανόμην, ύστερον δε είδον τίνα νεανίσκον αποσπογγίζοντα τον ιδρώτα του αγώνος μου και ενισχυοντά με και παρέχοντά μοι αναψυχήν εν τη αθλήσει μου. Ω των του Θεού οικτιρμών. Πόσον εγγίζει η χάρις αυτού τοις αθλούσι δια το όνο¬μα αυτού του υπομένειν μετά χαράς υπέρ αυτού τα πάθη.
β' Μη αγνωμονήσης ουν εις την του Θεού πρόνοιαν, την προς σε γινομένην, ω άνθρωπε. Εάν δήλον λοιπόν η, ότι ουχί συ ει ο νικών, αλλ* υπάρχεις ώσπερ όργανον, και ο Κύριος εστίν ό νι¬κών εν σοι, και συ λαμβάνει το όνομα της νίκης δωρεάν, τις εστίν ο κωλύων σε εν παντί καιρώ την αυτήν δύναμιν αιτείν, και νικήσαι και εγκωμιασθήναι και τω Θεώ εξομολογήσασθαι; Ουκ ήκουσας άρα, ώ άνθρωπε, πόσοι αθληταί από καταβολής κόσμου εκ του ύψους των ημερών, και εκ του ύψους των ανταγωνισμάτων αυτών πεπτώκασι, προς την χάριν ταύτην αγνωμονήσαντες;
γ. Καθ' όσον πολλοί και διάφοροι είσιν αι δωρεαί του Θεού προς το ανθρώπινον γένος, κατά τοσούτον αι διαιρέσεις εισίν εν τοις δεκτικοίς προς αναλογίαν των δεχόμενων αυτάς. Και έτι σμικρότης και μεγαλειότης εν ταίς δωρεαίς του Θεού, ει και πάσαι εισίν υψηλαί και θαυμασταί, αλλ' έστι μία υπερβάλλουσα την άλλην εν δόξη και εν τιμή. Και βαθμός εστίν υπερέχων βαθμού.
δ'. Και πάλιν το αφιερώσαι τίνα εαυτόν τω Θεώ και το πολιτεύσασθαι εν τη αρετή, και τούτο εν εστί των μεγάλων χαρι-σμάτων του Χριστού. Πολλοί γαρ της χάριτος ταύτης επιλαθόμενοι, ότι ηξιώθησαν αφορισθήναι από των ανθρώπων και τω Θεώ αφιερωθήναι, και των χαρισμάτων αυτού μέτοχοι και αν¬τιλήπτορες γενέσθαι, και εκλεχθήναι και διακονίας και λειτουρ¬γίας του Θεού αξιωθήναι, αντί του ευχαριστήσαι τω Θεώ αδια¬λείπτως εν τω στόματι αυτών υπέρ τούτων, εξέκλιναν εις υπερηφανίαν και υψηλοφροσύνην και ουχί ως λαβόντες την χάριν της λειτουργίας λειτουργήσαι αυτώ εν καθαρά πολιτεία και πνευματική εργασία είσιν, αλλ' ως τω Θεώ χάριν ποιούντες, ούτω λογίζονται, αντί του λογίσασθαι, ότι προσελάβετο αυτούς εκ των ανθρώπων και οικείους αυτού απειργάσατο εις γνώσιν των μυστηρίων αυτού. Και ου τρέμουσιν εξ όλης της ψυχής αυτών ταύτα διαλογιζόμενοι, μάλιστα θεασάμενοι τους προ αυτών ταύτα λογισαμένους, πώς εξαίφνης ήρθη εξ αυτών το αξίωμα και πώς απέρριψαν αυτούς ο Κύριος εν ριπή οφθαλμού εκ της μεγίστης, ης είχον δόξης και τιμής, και εξέκλιναν εις ακαθαρσίαν και ασέλγειαν και εις αισχρολογίαν κτηνώδει τρόπω.
ε' Επειδή γαρ ουκ έγνωσαν την εαυτών δύναμιν, ουδέ αδια¬λείπτως εμνημόνευον του δεδωκότος αυτοίς την χάριν του λειτουργείν αυτώ και ένδον της βασιλείας αυτού γενέσθαι και ομοδιαίτους των αγγέλων είναι και τη αγγελική πολιτεία προσπελάσαι αυτώ, απέρριψεν αυτούς από της εργασίας αυτών και έδειξεν αυτοίς εν τη μεταβολή της διαγωγής αυτών από της ησυχίας, ότι ουκ αυτών ην η δύναμις εκείνη, το υπομείναι εν ευτάκτοις πολιτείαις και μη οχληθήναι παρά της βίας της φύσεως και των δαιμόνων και των λοιπών άλλων εναντιωμάτων, αλλά δύναμις ην της χάριτος αυτού, ενεργούσα εν αυτοίς άπερ ο κόσμος χωρήσαι ή ακούσαι ου δύναται δια την δυσκολίαν αυ¬τών. Ούτοι δε πολύν καιρόν υπέμειναν εν αυτοίς και ουχ ηττήθησαν, εν οις ην πάντως δύναμις τις ακολουθούσα αυτοίς, ικανούσα εν πάσι βοηθήσαι αυτοίς, και εν πάσι διαφυλάξαι αυτούς. Επειδή δε επελάθοντο ταύτης της δυνάμεως, επληρώθη εν αυτοίς ο ειρημένος λόγος του Αποστόλου' «καθώς ουκ εδοκίμασαν τον Θεόν έχειν εν επιγνώσει τον Δεσπότην αυτών, τον συνάψαντα τον χουν τη λειτουργία τη πνευματική, παρέδωκεν αυτούς εις αδόκιμον νουν, και την ατιμίαν, ην έδει, της πλάνης αυτών εν αυτοίς απέλαβον».
Ερώτησις. Ει άρα έστι τις ηνίκα τολμήσει δι όλου παραυτίκα αποτασσόμενος τη συνοικήσει των ανθρώπων και εξαίφνης εξερχόμενος εις έρημον αοίκητον και φοβεράν μετά ζήλου αγαθού, άρα τούτου χάριν λιμώ αποθνήσκει δια την ένδειαν της σκέπης και των λοιπών χρειών;
Απόκρισις. Ο ετοιμάσας τοις αλόγοις ζώοις προ του πλάσαι αυτά κατοικητήρια και επιμέλειαν των χρειών αυτών ποιούμε¬νος, ου μη παρίδη το πλάσμα αυτού, εξαιρέτως τους φοβουμέ¬νους αυτόν, τους απλώς και απεριέργως ακολουθήσαντας αυτώ. Ο τω Θεώ ανατιθέμενος το θέλημα αυτού εν άπασιν, ουδέποτε μεριμνά περί της χρείας του σώματος αυτού και της ταλαιπωρίας και της κακοπαθείας αυτού, αλλά ποθεί του έμμείναι εν τω κρυπτώ της πολιτείας και υπομείναι την ζωήν της ταπεινώσεως ουχί ως δειλιών τάς θλίψεις, αλλ' ως ηδέα και γλυκέα λογίζεται την αλλοτρίωσιν όλου του κόσμου, δια την καθαρότητα της πολιτείας, μοχθών μεταξύ βουνών και ορέων, και ως πλάνος γίνεται εν τη χώρα των αλόγων ζώων, και μη καταδεχόμενος αναπαύεσθαι σωματικώς και ζήσαι ζωήν πεπληρωμένην ρύπων. Και ηνίκα παραδώσει εαυτόν εις θάνατον, καθ' εκάστην ώραν πενθεί και προσεύχεται, ίνα μη στερηθή της καθαράς πολιτείας του Θεού. Και τότε λαμβάνει παρ' αυτού την βοήθειαν.
Αυτώ η δόξα και η τιμή και αυτός ημάς φυλάξαι εν τη καθαρότητι αυτού και αγιάσαι ημάς τω αγιασμώ της χάριτος του αγίου Πνεύματος, εις τιμήν του ονόματος αυτού, του δοξάσαι το άγιον όνομα αυτού εν καθαρότητι εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
Άβαταρ μέλους
fotis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4712
Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ

Re: ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ. Αποφθέγματα

Δημοσίευση από fotis »

ΛΟΓΟΣ ΠΣΤ': ΠΕΡΙ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΚΑΤ ΕΡΩΤΗΣΙΝ ΚΑΙ ΑΠΟΚΡΙΣΙΝ
Ερώτησις. Ει καλόν εστίν εκ πάντων των ερεθιζόντων τα πάθη μακρύνεσθαι, και ει νίκη νομίζεται η τοιαύτη φυγή ή ήττα τη ψυχή, εν τω φεύγειν τους πολέμους και επιλέγεσθαι εαυτή την ανάπαυσιν.
Απόκρισις. Συντόμως προς τούτο ερούμεν. Δει τον μοναχόν, ίνα φευγη ολοτελώς εκ πάντων των ερεθιζόντων αυτώ τα πάθη τα πονηρά, και ίνα κόψη εξ εαυτού μάλιστα τάς αιτίας των παθών και την ύλην, εν η συνεργούνται και αυξάνονται, καν και μετά τίνα γένωνται. Ει δε γένηται καιρός αντιστήναι και παλαίσαι προς αυτά, και τούτο ποιήσωμεν, ουχί εν παιγνίω, αλλά τεχνικώς- ηνίκα ενεδρευόμεθα εν τη θεωρία του πνεύματος και αποστρέψαι δει την διάνοιαν αυτού εξ αυτών αεί είς το φυσικόν αγαθόν, το τεθέν εν τη φύσει υπό του δημιουργού, τον άνθρωπον, καν και ο διάβολος καταστροφή κατέστρε¬ψε την αλήθειαν προς πείραν πονηράν. Και εί πρέπον ειπείν, ότι ουκ εκ της οχλήσεως των παθών μόνον, αλλά και εκ των αισθήσεων των εαυτού φεύγειν αυτόν δει και του εσωτέρου ανθρώπου εαυτού εγγύς καταδύεσθαι και εκεί εμμένειν μοναχικώς εν τη επιμόνω εργασία, τη εν τη αμπέλω της καρδίας αυτού, έως αν συμφωνήση τα έργα τω μοναχικώ ονόματι, τω επικληθέντι επ' αυτώ εν τω κρυπτώ αυτού και τω φανερώ. Και ίσως εν αυτή τη διαμονή τη εγγύς του ένδον ανθρώπου ενωθώμεν ολοτελώς τω γνώσει της ελπίδος ημών, Χριστού του ενοικούντος ημίν. Όσον γαρ ο νους ημών διαμένει εκείσε μοναστικώς και αναχωρητικώς, ουκ αυτός εστίν ο πολεμών προς τα πάθη, αλλ' η χάρις. Πλην ότι, ουδέ αυτά τα πάθη κι¬νούνται εν αυτώ εις πράξιν.
Ερώτησις. Εάν ποίηση άνθρωπος τι δια την καθαρότητα της ψυχής, έτεροι δε οι μη νοούντες εις την πολιτείαν αυτού την πνευματικήν σκανδαλίζωνται, δει απέχεσθαι της πολι¬τείας αυτού της θεϊκής δια το σκάνδαλον, ή ποιήσει όπερ ωφέλιμον τω σκοπώ τω εαυτού, καν τοις ορώσιν η επιζήμιον;
Απόκρισις. Λέγομεν δε και περί τούτου ότι εάν νομίμως, καθώς εδέξατο παρά των προ αυτού πατέρων, οτιδήποτε ποιη, όπερ καθαίρει την νουν αυτού και τούτον τον σκοπόν έθηκεν εν εαυτώ, το φθάσαι την καθαρότητα, έτεροι δε, οι μη επισταμένοι, εις τον σκοπόν αυτού σκανδαλίζωνται, ουκ αυτός εστίν ο υπεύθυνος, αλλ' αυτοί. Ουχί δια τούτο εγκρατεύεται ή νηστεύει ή εγκλείεται περισσοτέρως και ποιεί όπερ ώφειλε τω σκοπώ αυτού, ίνα άλλοι σκανδαλίζωνται, άλλ' ίνα καθαρεύση τον εαυτού νουν. Ούτοι δε, δια το μη γινώσκειν τον σκοπόν αυτού της πολιτείας, καταμέμφονται αυτού, και υπεύθυνοι γίνον¬ται τη αληθεία διότι ουχί ικανοί εγένοντο, εν αμελεία όντες, αισθηθήναι του σκοπού εκείνου του πνευματικού, ου έθηκεν ούτος εις καθαρότητα της εαυτού ψυχής.
Περί ων ο μακάριος Παύλος έγραψεν «ο λόγος ο του σταυρού», λέγων, «τοις μεν απολλυμένοις μωρία εστί». Τι ουν άρτι, διότι μωρία ο λόγος ελογίζετο εκείνοις ο του σταυ¬ρού, μη αισθανομένοις εις την δύναμιν του λόγου, σιωπάν έδει τον Παύλον κηρύξαι; Αλλά και ιδού, έως της σήμερον η υπόθεσις του σταυρού πρόσκομμα και σκάνδαλον τοις Ιουδαίοις τε και τοις Έλλησι. Σιωπώμεν τοίνυν εκ της αληθείας, ίνα μη σκανδαλισθώσιν ούτοι; Παύλος γαρ ου μόνον ουκ εσιώπησεν, αλλά και έκραζε λέγων, «εμοί μη γένοιτο καυχάσθαι, ει μη εν τω σταυρώ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού». Η καύχησις αύτη η εν τω σταυρώ, ουχ ίνα άλλους σκανδαλίση, διηγήθη παρά του αγίου, αλλ’ ως κηρυττομένης της μεγάλης δυνάμεως του σταυρού.
Και συ ουν αρτίως, ώ άγιε, τελείωσον την πολιτείαν σου εν τω σκοπώ, όν τέθεικας εαυτώ προς τον Θεόν, ένθα μη κατακρίνεται σου η συνείδησις, και την πολιτείαν σου κατέναντι των θείων εξέτασον και κατέναντι ων εδέξω παρά των πατέρων των αγίων. Και εάν μη υπό τούτων κατηγορηθής, εξ εκείνων, περί ων εσκανδαλίσθησαν έτεροι, μη φοβηθής. Ου¬δείς γαρ άνθρωπος τους πάντας δύναται επίσης πληροφορήσαι ή αρέσαι, και τω Θεώ εργάσασθαι εν τω κρυπτώ εαυτού.
Μακάριος ο μοναχός, ώ μακάριε, ο τρέχων εν αληθεία οπίσω της καθαρότητος της εαυτού ψυχής εν όλη τη ισχύι αυτού, και τη οδώ τη νοουμένη, εν η ώδευσαν οι πατέρες ημών, οδεύων προς αυτήν, και εν τοις βαθμοίς αυτής, εν οίς ώδευσαν αναβαίνοντας, κατά τάξιν και κατά βαθμόν, και υψωθήσεται προς τον πλησιασμόν αυτής εν σοφία και υπομονή θλίψεως, αλλ' ουκ εν τοις βαθμοίς τοις αλλοτρίοις των μηχανημά¬των.
Η καθαρότης της ψυχής χάρισμα εστί το πρώτον της φύσεως ημών. Και εκτός καθαρότητος των παθών, ου θερα¬πεύεται η ψυχή εκ των νόσων της αμαρτίας, ουδέ κτάται την δόξαν, ην απώλεσεν εν τη παραβάσει. Εάν δε τις αξιωθή της καθάρσεως, όπερ εστίν υγεία ψυχής, εν αυτοίς τοις πράγμασιν ενεργητικώς υποδέχεται ο νους αυτού χαράν εν αισθήσει του Πνεύματος γίνεται γαρ υιός του Θεού και αδελφός του Χριστού και ουκ ευκαιρεί αισθηθήναι των αγαθών και των κακών των απαντώντων αυτώ.
Ο δε έχων τον κανόνα της ησυχίας αυτού εν ώρα εβδομά¬δων επτά, ή καθ' εβδομάδα, και μετά το πληρώσαι τον κανόνα αυτού απαντά και συμμίσγεται τοις ανθρώποις και συμπαραμυθείται μετ' αυτών, και αμελών εις τους εν θλίψεσιν όντας εαυτού αδελφούς, ηνίκα δοκεί κατέχειν εν δεσμώ τον εβδομαδιαίον κανόνα, ούτος ανηλεής και απότομος. Και τούτο έκδηλόν εστίν, ότι δια το μη έχειν ελεημοσύνην αυτόν και εκ της οιήσεως και εκ των ψευδών λογισμών εαυτού τοις τοιούτοις κοινωνήσαι ου συγκαταβαίνει πράγμασιν.
Ο καταφρονών του ασθενούς ουκ όψεται φως, και ο αποστρέφων το εαυτού πρόσωπον εκ του εν στενοχώρια όντος η ημέρα αυτού σκοτισθήσεται. Και του καταφρονούντος της φωνής του εν μοχθώ όντος, οι υιοί των οίκων εαυτού εν τη αορασία ψηλαφήσωσι. Μη καθυβρίσωμεν το όνομα το μέγα της ησυχίας εν τη αγνωσία ημών. Πάση γαρ πολιτεία καιρός εστί και τόπος και διαφορά, και τότε τω Θεώ έγνωσται, ει δεκτή γενήσεται πάσα η εργασία αυτής. Και εκτός τούτων, ματαία η εργασία αυτών πάντων των το μέτρον μεριμνώντων της τελειότητος. Ο προσδοκών παρακληθήναι και επισκεφθήναι την ασθένειαν αυτού εξ άλλων, ούτος ταπεινώσει εαυτόν και συγκοπιάσει τω πλησίον εαυτού εν τοις καιροίς, εν οίς πειράζεται, ίνα γένηται η εργασία αυτού εν χαρά εν τη ησυχία εαυτού, απέ¬χουσα από πάσης οιήσεως και πλάνης των δαιμόνων.
Ερρέθη τινι των αγίων γνωστικώ όντι, ότι ουδέν δύναται λυτρώσασθαι τον μοναχόν εκ του της υπερηφανίας δαί¬μονος και συνεργήσαι τω όρω της εαυτού σωφροσύνης εν τω καιρώ της εξάψεως του πάθους της πορνείας, ως εκείνο, το τους ανθρώπους τους κατακειμένους εν ταίς εαυτών στρωμναίς και τους κατατηχθέντας εν τη θλίψει της σαρκός επισκέπτεσθαι.
Μεγάλη εστίν η πράξις η αγγελική της ησυχίας, όταν διάκρισιν τοιαύτην συμμίξη εαυτή δια την χρείαν της ταπεινώσεως. Ένθα γαρ ου γινώσκομεν, κλεπτόμεθα και πορθούμεθα. Ταύτα είπον, αδελφοί, ουχ ίνα αμελήσωμεν και καταφρονήσωμεν εις το έργον της ησυχίας. Ημείς γαρ εις έκαστον τό¬πον περί τούτου πείθομεν και ουκ εξ εναντίας των ρημάτων ημών ανθιστάμενοι ευρέθημεν νυν. Μηδείς λάβη και εξαγάγη λόγον γυμνόν εκ των λόγων ημών, και αφή το υπόλοιπον, και κράτηση αυτό εν ταίς εαυτού χερσιν ανοήτως.
Εγώ μνημονεύω, ότι εν τόποις πολλοίς είπον παρακαλών, ότι και εάν συμβή τινι εν αργία τελεία είναι εν τω εαυτού κελλίω, δια την ανάγκην της ασθενείας ημών της επερχόμενης ημίν χάριν τούτου, ου δει επιλέγεσθαι τελείαν έξοδον εξ αυτού και την εξώτερον εργασίαν κρείττονα είναι της εργασίας της εκείσε λογίζεσθαι. Έξοδον δε τελείαν είπον, ουχί εάν απαν¬τήση ημίν εν καιρώ πράγμα αναγκαίον, ίνα εξέλθης εν αυτώ εβδομάδας τινάς του εμπορεύσασθαι εν αυταίς την ανάπαυσιν και την ζωήν του πλησίον σου, ήδη τούτο αργίαν ψηφίσεις και σχολίαν λογίση. Εάν δέ τις δοκήση εν εαυτώ, ότι τέλειος εστί και ανώτερος εκ πάντων των ενταύθα εν τη διαμονή αυτού τη προς τον Θεόν και τη αποχή τη εκ πάντων των ορωμένων πραγμάτων, ευλόγως και εκ τούτων παραιτησάσθω.
Μεγάλη εστίν η εργασία της διακρίσεως των συνεργουμένων υπό του Θεού, ος τω ελέει αυτού δώη ημίν πληρώσαι τον λόγον αυτού, όν είρηκε λέγων «ει τι θέλετε, ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως». Όπου δε ουκ έχει ο άνθρωπος εν τοις πράγμασι τοις ορατοίς και εν τω σώματι τελειώσαι την αγάπην του πλησίον αυτώ, ή εν τω φρονήματι ημών μόνη φυλαττομένη αγάπη του πλησίον προς τον Θεόν αυταρκεί' μάλιστα εάν το μέρος εκείνο του εγ¬κλεισμού και της ησυχίας και η εν αυτή υπεροχή αρκούντως διαμείνη εν τη εαυτής εργασία.
Εαν δε εξ όλων των μερών της ησυχίας εκείνης υστερώμεθα, πληρώσωμεν την έλλειψιν αυτής εις την μετ' αυτήν εντολήν, ήτις εστίν η πράξις η αισθητή, ην ως πλήρωμα της αναπαύσεως της ζωής ημών πληρώσωμεν εν τω σκοπώ του σώματος ημών, ίνα μη ευρεθή η ελευθερία ημών πρόφασις υποταγήναι τη σαρκί.
Ό Θεός δώη ημίν γνώναι το θέλημα αυτού, ίνα αεί εν αυτώ πορευόμενοι, καταντήσωμεν εις την αιώνιον αυτού ανάπαυσιν, χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ώ πρέπει πάσα δόξα, τιμή, και προσκύνησις νυν και εις τους αιώνας των απεράντων αιώνων. Αμήν.
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
Άβαταρ μέλους
fotis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4712
Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ

Re: ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ. Αποφθέγματα

Δημοσίευση από fotis »

Από το βιβλίο “Η άσκηση στη ζωή μας”
(Είκοσι κείμενα για την ορθόδοξη πνευματική ζωή βασισμένα στους Ασκητικούς Λόγους του αββά Ισαάκ του Σύρου)

Π Ν Ε Υ Μ Α Τ Ι Κ Ε Σ Σ Υ Μ Β Ο Υ Λ Ε Σ

• Όποιος γνωρίζει την αρρώστια του βρίσκεται στην αρχή της ταπεινώσεως. Ο Θεός υποφέρει όλες τις ασθένειες των ανθρώπων. Δεν υποφέρει όμως εκείνον που γογγύζει. Αυτός που ευχαριστεί πάντοτε τον Θεό για τ΄αγαθά και τις ευεργεσίες που του χαρίζει, δέχεται τις ευλογίες του Θεού και στην καρδιά του κατοικεί η χάρη Του.
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Αγιορείται Πατέρες”