Ταρσώ "η διά Χριστόν Σαλή"

Βιογραφία των Αγίων και Γερόντων τις Εκκλησίας μας

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

123
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1768
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 27, 2006 5:00 am

Δημοσίευση από 123 »

Το κείμενο το έδωσε ο Άγγελος

1. Το διορατικό – προορατικό της χάρισμα


Στην Ταρσώ ο Θεός έδωσε, μεταξύ άλλων χαρισμάτων και το διορατικό και προορατικό χάρισμα, όπως σημειώσαμε προηγουμένως, με τα οποία είχε την δυνατότητα να βλέπει γεγονότα που συμβαίνουν ή πρόκειται να συμβούν, τα οποία ο εντελώς χοϊκός νους του ανθρώπου δεν μπορούσε να ιδεί και να κατοπτεύσει.

Με το χάρισμα αυτό έβλεπε και κατόπτευε τα «υπόγεια», τα του άδου, αλλά και τα ουράνια, τα της Βασιλείας του Θεού. Έτσι η Ταρσώ, όπως κάθε άνθρωπος του Θεού προικισμένος με τα χαρίσματα αυτά του Αγίου Πνεύματος, επισκοπούσε την υλική κτίση, τις καρδιές και το πνεύμα των ανθρώπων αλλά και τη θέα ουράνιων πραγμάτων και καταστάσεων! Κατά κάποιο τρόπο για την Ταρσώ, χάρη στο διορατικό και προορατικό χάρισμά της, ο «κόσμος», ο κόσμος του Θεού γενικά, ο υλικός και ο πνευματικός, ήταν γι’ αυτήν ένας και ενιαίος!



Από κάποιο σημείο και ύστερα, όταν η Ταρσώ είχε λάβει άνωθεν την πληροφορία ότι θα «μετατεθεί», σε χρονική στιγμή όχι μακρινή, από τη γη σε άλλο τόπο, άρχισε να λέει πότε με κατανοητά λόγια, πότε με σαλά, ότι θα φύγει, προφανώς για τους ουράνιους κήπους, για τη Βασιλεία του Θεού!

«Μετά την πληροφορία, ότι θα πάρει «μετάθεση», μια μοναχή (εκτός της μονής της Κερατέας), της μετέφερε την παράκληση της γερόντισσάς της, αν «φύγει» να εύχεται για τις μοναχές. Και η Ταρσώ ρώτησε:

- Που να πάω;

- Στον άλλο κόσμο.

Τότε εκείνη, απαντώντας κοφτά είπε, «ένας είναι ο κόσμος». Σκοτείνιασε το πρόσωπό της και συμπλήρωσε, «αυτό που λες είναι ανόητο, δε νογιέται…! Τα λόγια των πολλών κάνουν τον άνθρωπο λωλό… και του μπογιατζή ο κόπανος. Είναι κλαψιάρα (προφανώς γιατί η παράκληση της γερόντισσας ήταν τιμητική γι’ αυτήν και της κλέβει έτσι «τα εκατομμύριά της», τις αρετές της). Ούτε με ξέρει, ούτε θα με δει ποτέ! Με σκοτώνει. Μου πήρε όλο τον κόπο και δεν μου άφησε τίποτε. Μου πήρε όλες τις τσολιαδίστικες στολές» (προφανώς τις στολές των αγγέλων ή των μοναχών).»



Η Ταρσώ οδηγείτο από το Πνεύμα του Θεού! Το δε «πνεύμα όπου θέλει πνει και την φωνήν αυτού ακούεις, αλλ’ ουκ οίδας πόθεν έρχεται και που υπάγει, ούτως έστι πας ο γεγεννημένος εκ του Πνεύματος».

Με το διορατικό της χάρισμα η Ταρσώ έδειχνε να ζει και να κινείται στο χώρο «της ελευθερίας των τέκνων του Θεού»! Στον χώρο αυτό υπάρχει ο κόσμος ολόκληρος, ο κόσμος του Θεού»! Για την Ταρσώ επομένως, δεν υπήρχε ο κόσμος τούτος, ο επίγειος και ο άλλος κόσμος ο ουράνιος. Όποιος είναι του Κυρίου, ανήκει στον Κύριο, αγόμενος υπό του Πνεύματος του Θεού. Έτσι διασπά και υπερβαίνει τα κατεστημένα από τον αδόκιμο νου όρια της υπάρξεως. Έτσι και η Ταρσώ. Ζώσα εν Κυρίω, ζούσε όπου ήταν ο Κύριος, ο δε Κύριος υπάρχει παντού! «Τα πάντα και εν πάσι Χριστός».



«Δύο κοπέλες επισκέφθηκαν το Μοναστήρι και ζήτησαν να τις οδηγήσουν στο κελί της. Τους είπαν ότι η ώρα είναι περασμένη και δεν μπορούν να τις πάνε στην Ταρσώ. Έφυγαν ζητώντας μόνο λίγο ψωμί για τον δρόμο. Τους έδωσαν ένα ψωμάκι, λέγοντάς τους, «αυτό ήταν για την Ταρσώ, δεν της το πήγαμε επειδή έβρεχε. Πάρτε το εσείς». Καθ’ οδόν έφαγαν το μισό και το άλλο μισό το πέταξαν από το παράθυρο του αυτοκινήτου. Όταν ύστερα από μερικές ημέρες την επισκέφθηκαν τους λέει, «Δεν φτάνει που μου πήρατε το ψωμί, το πετάξατε και στον δρόμο»!



«Στο Νοσοκομείο που νοσηλεύθηκε για τα εγκαύματα, κάποια στιγμή αποφασίσθηκε η έξοδός της, επειδή, όπως είχαν γνωματεύσει οι εφημερεύοντες γιατροί, είχαν θεραπευθεί τα εγκαύματά αυτά. Όταν της το ανακοίνωσαν, εκείνη διαμαρτυρήθηκε:

- Όχι, δεν φεύγω με τίποτα.

Το έκαναν γνωστό στον Καθηγητή και εκείνος, κατά την επίσκεψή του στον θάλαμό της, της είπε επίσης, ότι πρέπει να βγει από το Νοσοκομείο γιατί έγινε καλά.

- Τι λες, γιατρέ μου, δεν φεύγω. Εδώ είναι ωραία! Οι αδελφούλες μου με περιποιούνται, καθώς και τα παλικάρια σου, οι γιατροί. Θα κάτσω είκοσι ημέρες ακόμα… Μόνο εσύ δεν με έχεις κοιτάξει.

- Καλά θα σε κοιτάξω τώρα και εγώ και θα φύγεις, αφού είσαι εντάξει. Και την καθησύχασε.

- Όχι, όχι, εγώ δεν φεύγω, έλεγε.

Εξετάζοντάς την ο Καθηγητής, είδε ότι τα εγκαύματά της εσωτερικά «δουλεύανε» ακόμα. Έκρινε τότε σκόπιμο ότι πρέπει να μείνει ακόμη μέσα, όσο θα χρειαστεί. Το χρονικό διάστημα ήταν, όπως εκείνη το είπε, είκοσι ημέρες».



«Επειδή την ευλαβόμουν σαν αγία, κάποτε προσευχόμουν (διηγείται η ίδια, όπως πιο πάνω, μοναχή) με το κομποσκοίνι ως εξής: «Δούλη του Θεού Ταρσώ, βοήθησέ με»! Τότε αυτόν τον καιρό, συνέβη να την επισκεφθούν κάποιοι γνωστοί της Μονής μας και τους είπε, «Η τάδε μοναχή, που είναι από την Κρήτη (χωρίς να της έχει πει κανείς ότι κατάγομαι από την Κρήτη), με δέρνει συνεχώς. Το ζητά από μένα; Δεν βλέπει πόσο αδύνατη είμαι; (κι έδειχνε τα σκελετωμένα της χέρια), τι θέλει από μένα; Τι έχω εγώ να της δώσω;» Μια άλλη φορά, ενώ ξεκινούσαμε για την αδελφή Ταρσώ, μας είπε η γερόντισσα, «μην την πάρετε για μαντείο! Να πάτε να ακούσετε κάτι για την ψυχή σας». Μόλις φθάσαμε στην Ταρσώ μας είπε, «Μα, για μαντείο με πήρατε;».



«Πηγαίναμε συχνά στην Ταρσώ, εγώ και η γυναίκα μου. Συνήθως κρατούσαμε μαζί μας κάτι αναγκαίο να της προσφέρουμε, κάποιο φρούτο, λίγη ζάχαρη, καφέ ή κάτι άλλο. Μια φορά που την επισκεφθήκαμε και πάλι, πήραμε μαζί μας για την Ταρσώ καφέ και ζάχαρη. Όταν της τα προσφέραμε, εκείνη δεν ήθελε να τα δεχθεί με κανένα τρόπο. Παρά την επιμονή μας, ήταν ανένδοτη, λέγοντάς μας, «δεν έχω ευλογία»! Προβληματιστήκαμε! Σκεφτήκαμε, ποιος δεν της δίνει ευλογία; Φύγαμε πάντως στεναχωρημένοι και περίεργοι για την ευλογία που δεν είχε να τα πάρει.

Στον δρόμο της επιστροφής, συζητώντας την στάση αυτή της Ταρσώς, είδαμε έναν γεροντάκο να βόσκει καμιά δεκαριά πρόβατα. Σχεδόν ταυτόχρονα και οι δυο μας, είπαμε να δώσουμε τον καφέ και την ζάχαρη σε αυτόν τον ανθρωπάκο. Μόλις τα πήρε στα χέρια του, φωτίσθηκε στη σκέψη μας η στάση της Ταρσώς. Δεν μπορεί να φανταστεί κανείς την χαρά που έδειξε ο άνθρωπος και τόσες ευχαριστίες που μας αράδιαζε. Ήταν φανερό ότι η διορατικότητα της Ταρσώς είχε μπροστά της το πρόβλημά του. Εκείνη ήξερε ότι αυτός είχε ανάγκη. Και με την άρνησή της τα προόριζε γι’ αυτόν»!



«Σε μια επίσκεψη στην Ταρσώ, με τα δυο μας αγόρια, είπε στον πρώτο, «Εσύ είσαι ο υιός του αρχιτέκτονα». Τον χαρακτηρισμό αυτό δεν μπορούσαμε να τον εξηγήσουμε τότε. Σήμερα, ύστερα από την πρόοδό του στα θεολογικά γράμματα, μπορούμε να καταλάβουμε ότι ακριβώς εννοούσε ότι θα ασχοληθεί με την θεολογία, που αποτελεί ασφαλώς «αρχιτεκτονία του Αγίου Πνεύματος» (Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής). Στον δεύτερο είπε, «είσαι ο υιός του ηγεμόνος», προβλέποντας μάλλον ότι θα αφιερωθεί σε εκκλησιαστική διακονία. Στη μητέρα του είπε με έμφαση, «Ναι, αυτός ο γιος σου, γιος σου δεν είναι. Ναι, είναι παπαδάκι και κρατάει λαμπάδα»!»



«Σε μια επίσκεψή μας, η Ταρσώ είχε «δει» την γκρίνια που είχα καθ’ οδό με τις άλλες κοπέλες που με συνόδευαν, γιατί δεν είχαμε πάρει μαζί μας μηχανή να τη φωτογραφήσουμε. Απρόσμενα εκείνη είπε, «Θέλουν να με βγάλουν φωτογραφία. Τι να βγάλουν; Εμένα το σώμα μου το ατίμασαν… (ακολούθησαν και άλλες σκληρότερες λέξεις). Της Παναγίας, το κάλυμμα του πένθους. Το κάλυμμα του πένθους». Ήταν σαφές σε τι μας κατεύθυνε».



«Κάποια μέρα, μετά την επίσκεψή μας στο καλύβι της, μας ξεπροβόδισε λίγο στον δρόμο και ενώ γύριζε πίσω στο κελί της, εμείς τη βλέπαμε και λέγαμε, «αχ! Να είχαμε μια φωτογραφική μηχανή να την πάρουμε φωτογραφία». Την επόμενη φορά που την επισκεφθήκαμε μας είπε, «Θέλουνε να με πάρουν φωτογραφία. Τι να την κάνετε την φωτογραφία; Παναγίτσα δεν έχετε;». Ήθελε να πει ότι για εμάς ήταν αρκετή η εικόνα της Παναγίας».



«Δοκίμασα συγκλονιστική εμπειρία, όταν μια μέρα, κατά την επίσκεψή μου στην Ταρσώ, ενώ περίμενα με δύο ακόμη φοιτητές επισκέπτες να ιδώ την Ταρσώ, εκείνοι μου διηγήθηκαν το θανατηφόρο τροχαίο που τους συνέβη κατά τον ερχομό τους και πως αυτοί γλύτωσα
ν τον θάνατο ως εκ θαύματος. Όταν ήλθε η αδελφή Ταρσώ και τους είδε, τους έψελνε τα νεκρώσιμα τροπάρια, λέγοντάς τους για το ατύχημα που έζησαν».



«Την πρώτη προσωπική μου γνωριμία με την Ταρσώ την είχα το καλοκαίρι του 1986. Μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση, πως γνώριζε πολλά περιστατικά της ζωής μου, αλλά και για το μέλλον μου. Π.χ. μου έλεγε πολλές φορές ότι είμαι κυρία των τιμών και κατάλαβα την σημασία του μόνο όταν έγινα μοναχή στο Μοναστήρι της Παντάνασσας Δέσποινας».



«Όταν για πρώτη φορά επισκέφθηκα με την οικογένειά μου την Ταρσώ έμεινα έκπληκτος από την ακριβή γνώση, που είχε σχετικά με τον εαυτό μου και με την οικογένειά μου. Αφού καθίσαμε απέναντί της, στον μικρό ξύλινο πάγκο, έξω από το κελί της, η πρώτη ερώτηση που μου απηύθηνε ήταν, «από πού έρχεσθε;» Της είπα από μια περιοχή των Αθηνών. Εκείνη με διόρθωσε, «το στάρι δεν ήλθε από την τάδε πόλη;». Εννοούσε ότι πρόσφατα είχα μετατεθεί ως εκπαιδευτικός από μια άλλη πόλη. Μετά την επιβεβαίωσή μου ότι εκεί είχα μείνει πολλά χρόνια πράγματι, στην πόλη που είπε, με ερώτησε, «εσύ δεν είσαι που γράφεις βιβλία και το πρόσωπό σου φαίνεται στα βιβλία σου;» (Στο σημείο αυτό, όπως μου είπε ένα από τα παιδιά μου, ανέφερε και ένα τίτλο κάποιου βιβλίου μου, το οποίο όμως δεν άκουσα. Τέτοιες περιπτώσεις ήταν συχνές στους διαλόγους της Ταρσώς με τους επισκέπτες της. Οι ενδιαφερόμενοι δεν άκουγαν κάποια πράγματα, που τους αφορούσαν, τα οποία όμως άκουγαν κάποιοι άλλοι παρευρισκόμενοι).

Στην συνέχεια άρχισε τις παραινέσεις, «να φτιάξεις εργοστάσιο ζυμαρικών. Μακαρόνια, αλεύρι, αλεύρι. Να γίνει ψωμί να φάει ο κόσμος. Γράφεις… γράφεις βιβλία! Ψωμί, ψωμί να φάει ο κόσμος. Ο κόσμος πεινάει…»!

Πάντως και στις κατοπινές μας επισκέψεις έβλεπα ότι την ένοιαζε πολύ η πνευματική τροφοδοσία του κόσμου. Η φράση, «ψωμί, ψωμί να φάει ο κόσμος», ήταν μία προσφιλής της προτροπή σε εκείνους που έβλεπε ότι έχουν τη δυνατότητα να το κάνουν».



Ένας αγιορείτης ιερομόναχος, που την επισκέφθηκε πολλές φορές, διηγείται, «…μ’ έβλεπε για πρώτη φορά, χωρίς να γνωρίζει τίποτε δι’ εμέ. Ποιος και από πού και τι είμαι… μείναμε οι δυο μας να κατηφορίζουμε προς το κελί της. Καθίσαμε έξω. Ήταν χειμώνας, Φεβρουάριος μήνας και έκανε κρύο πολύ. Με έβαλε στο μέρος που έλουζε ο ήλιος, ενώ αυτή κάθισε στη σκιά και κοίταζε κάτω… Μου γεννήθηκε μεγάλη εσωτερική επιθυμία να μάθω την ζωή της. Στην σκέψη μου αυτή, σήκωσε τα μάτια της, με κοίταξε τόσο ερευνητικά που αναγκάστηκα να στρέψω αλλού το βλέμμα μου. Χωρίς να ξέρω πως και να μπορώ να το εκφράσω με λόγια, αισθανόμουν διαφορετικά, πολύ ελεύθερα, σε χώρο χωρίς όρια, πολύ ευρύ και ο νους μου άρχισε σαν σε ταινία να παρακολουθεί την ζωή αυτής της γυναίκας και να βλέπει, πως διά βίου αγωνίζεται τον χειμώνα στα κρύα, στις βροχές και στους ανέμους, το θέρος στην ζέστη, την άγρυπνο στάση, την κακοπάθεια του σώματος, την έλλειψη αγαθών, την απουσία ναού, λατρείας, υμνολογίας και κυρίως της συμπαραστάσεως και κοινωνίας των συνασκουμένων. Σε όλα αυτά συνέκρινα την δική μου ζωή και έλεγα μέσα μου, «αλλοίμονο, τι κάνει αυτή για την αγάπη του Θεού και τι κάνω εγώ…»

Η φωνή της διακόπτει το σκηνικό και μου λέγει:

- «Παιδί μου, γιατί κάνεις αυτές τις σκέψεις; Εγώ μεν έτσι, συ δε αλλιώς. Ότι μπορείς κάνεις. Είσαι ιερεύς…» και μου περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τον αγώνα και τις συνθήκες της καθημερινής μου ζωής.

- «Και τέλος, είσαι κάτω από τη σκέπη της Παναγίας, έχεις αδελφούς και βρίσκεσαι σε ασφάλεια. Ενώ εγώ η καημένη, όταν λείπει ο Θεός, που να ακουμπήσω; … υπό πάντων εμπαιζόμενη και εκτεθειμένη στην εκτίμηση των ανθρώπων, κινδυνεύοντας να χάσω ότι έχω».

«Είδα και έζησα (διηγείται ο ίδιος ιερομόναχος), πόσο ανάγκη έχει του ανθρώπου και της εν πνεύματι κοινωνίας… Έτσι σκεπτόμενος, αισθάνθηκα μια περιχώρηση του δικού μου κόσμου σε εκείνο της μακαρίας γυναίκας. Για πρώτη φορά έβλεπα τόσο διάφανο τον ψυχικό μου κόσμο, χωρίς να μπορώ να τον περιγράψω με λόγια. Μια αίσθηση ενός κόσμου τελείως πνευματικού, αΰλου, με μόνη την παρουσία εκείνης, η οποία, ως έχουσα εξουσία, μου δείχνει και λέγει:

- «Γιατί έχεις έτσι ατακτοποίητα αυτά τα δύο;» δείχνοντάς μου μέσα στην διαφάνεια δύο σκιές. Και με εξουσία, υψώνοντας το χέρι προς τον ουρανό, λέγει:

- «Αρχάγγελοι του Θεού, ελάτε να πάρετε αυτά τα δύο εμπόδια, ίνα ακωλύτως έρχεται η χάρις του Θεού εις αυτήν την ψυχήν». (Στεναχωριόμουν εύκολα και με κατέβαλλε η λύπη).

Είδα και αισθάνθηκα να φεύγουν αυτές οι δύο σκιές και από τότε έμεινα σε περισσότερη ψυχική ελευθερία. Την ευχαρίστησα για την αγάπη που μου έδειξε και την παρακάλεσα να εύχεται για μένα και τους αδελφούς μου…».



«Μια άλλη φορά την επισκέφθηκα με κάποιον γνωστό μου οικογενειάρχη, που εξομολογείτο σε μένα. Το πατρικό του σπίτι ήταν στην οδό Εμμανουήλ Μπενάκη και απέναντι από το σπίτι του έμενε ο θείος του, μεγάλος μάγος των Αθηνών, ο οποίος τον είχε μάθει, όταν ήταν μικρός, να είναι χειρομάντης. Αυτά συνέβαιναν προ εικοσαετίας. Εγώ όμως δεν γνώριζα τίποτε περί των ανωτέρω. Γνώριζα μόνο ότι ταλαιπωρήθηκε πολύ μέχρι να απαλλαγεί της χειρομαντείας.

Καθ’ οδό προς την Ταρσώ αγοράσαμε μπανάνες. Όταν φθάσαμε την είδα μόνος μου για λίγο. Την παρακάλεσα να έλθει να την δει και ο συνοδός μου. Τον φώναξα. Μόλις πλησίασε, ενώ καθόταν η Ταρσώ ήρεμα, ανασηκώθηκε σαν το σκυλί, που βλέπει κάτι και ετοιμάζεται να γαυγίσει.

- Ευλόγησον, την ευχή σου, της λέγει ο φίλος μου, και συνέχισε. Ο παππούλης είπε και σου φέραμε μπανάνες, και τις πρόσφερε σ’ αυτήν

- Από πού τις πήρες; Από την Εμμανουήλ Μπενάκη; Ερωτά!

- Όχι, απαντά ο φίλος μου. Εκεί, στην Μπενάκη, ήταν το πατρικό μου σπίτι.

- Α! Το πατρικό σου σπίτι! Και απέναντι ήταν ένα «φαρμακείο» και είχε ένα μεγάλο φίδι, ένα όφι! Τι φαρμακείες έκανε!... Πόσους ανθρώπους δηλητηρίασε… Αμ! Και εσύ λίγο δηλητήριο πήρες;

- Βρε, γερόντισσα, επεμβαίνω, τι θέλεις και ανακατεύεις τώρα φίδια; Δώσε μια ευχή στον φίλο μου.

- Ουφ, όλα από αυτόν τον πατερούλη τα περιμένεις. Κούνησε και εσύ λίγο τα χέρια σου!

Σήκωσε τα χέρια της, έκανε μικρή προσευχή και ησύχασε, χωρίς να λέγει τίποτε! Θαύμασα δε πως η μακαρία γνώριζε τα πάντα και απεκάλυπτε κεκαλυμμένα, αλλά τόσο όμορφα».



Ένας γνωστός πνευματικός, πανεπιστημιακός καθηγητής, ο πατήρ Ε. Ρ., στον οποίο έστελνε πολλούς για εξομολόγηση, μεταξύ άλλων πληροφοριών που μας έδωσε, κατέθεσε περιεκτικά την εμπειρία του: «Για την μεγάλη ασκήτρια Ταρσώ, μπορώ να πω μόνο λίγο τώρα. Ζουν πολλά πρόσωπα, για τα οποία μου είχε πει ιδιαιτέρως πολλά, που δεν πρέπει να φανερωθούν. Οι άνθρωποι ας βαδίσουν την οδό τους, χωρίς να ξέρουν την πρόγνωση του Θεού, ώστε να μην τον αιτιώνται κατόπιν.

Λοιπόν, αυτό που μου προξένησε ιδιαίτερη εντύπωση, όταν πρωτοαντίκρισα την μεγάλη αγία, ήταν η ευρύτητα του πνεύματός της και το εξαίρετο προορατικό. Διότι έσπευσε να μου φιλήσει το χέρι λέγοντας, «Αδελφούλη μου, εσύ έχεις τον καφέ για φάρμακο από τις θλίψεις, που έχεις στο κεφαλάκι σου». Ήταν η εποχή, που βασανιζόμουν από ημικρανίες και μαζί με τα παυσίπονα έπινα και πολλούς καφέδες προσπαθώντας να παρηγορηθώ για τον θάνατο του ανιψιού μου σε τροχαίο».



Ορισμένες από τις μοναχές στην Κερατέα με πολύ ευλάβεια θυμούνται:

«Κάποια φορά μια κοπέλα, γιατρός, ήλθε στο Μοναστήρι για λίγο καιρό. Στα φοιτητικά της χρόνια είχε ζήσει κάπως απρόσεκτη ζωή, αλλά τώρα ήθελε να γίνει μοναχή. Όταν πήγαμε εκεί, η Ταρσώ άρχισε μπροστά μας, να της λέει γεγονότα της ζωής της. Εμείς από διάκριση απομακρυνθήκαμε, αλλά η κοπέλα μετά μας είπε ότι της αποκάλυψε ολόκληρη την ζωή της.



Έμεινε στο Μοναστήρι για λίγο καιρό σαν δόκιμη και άλλη κοπέλα κάπως πιο μεγάλης ηλικίας, που δυσκολευόταν στην υπακοή. Μια φορά η γερόντισσα μας έκανε μια σύναξη, μας συμβούλευσε για την υπακοή και για άλλα θέματα και μετά ξεκινήσαμε και πήγαμε στην Ταρσώ. Αυτή τότε άρχισε να μας λέει τις ίδιες συμβουλές και τα ίδια λόγια που μας είπε η γερόντισσα στο Μοναστήρι».





Συνεχίζεται...
<div><img width="111" height="148" border="0" src="ierosolimitisa.jpg" /></div>
123
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1768
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 27, 2006 5:00 am

Δημοσίευση από 123 »

Το κείμενο το έστειλε ο Άγγελος

«Τα πρώτα χρόνια η Ταρσώ, που δεν είχε κελλάκι, τις νύχτες καθόταν έξω από τον ξενώνα στα σκαλάκια και κοιμόταν. Τότε υπεύθυνη του ξενώνα ήταν η μετέπειτα, μακαριστή τώρα, Γερόντισσα Ε. Κάποια κοπέλα, δόκιμη εκείνη την εποχή στη Μονή, ενώ σκούπιζε την αυλή γύρω από τον ξενώνα είχε τον εξής λογισμό: Αφού υπάρχουν δωμάτια στον ξενώνα κενά, γιατί η αδελφή Ε. δεν βάζει την Ταρσώ σε ένα από αυτά να κοιμάται; Μέσα στη νύχτα, δεν είναι κρίμα να κοιμάται έξω; Αυτός ο λογισμός την ενοχλούσε ώρα. Ακούει λοιπόν την Ταρσώ να της λέει: Η Ε. κάνει πολύ καλά την δουλειά της και εσύ δεν ήλθες εδώ για να παρατηρείς τι κάνουν οι άλλοι, αλλά για να κάνεις το διακόνημά σου και να λες συνέχεια το Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με».



«Κάποια μέρα», διηγείται άλλη μοναχή, «μάζευα σύκα. Σκέφτηκα λοιπόν να πάω να δώσω λίγα της Ταρσώς. Εγώ είχα ένα μεγάλο ελάττωμα, που μόνο ο Πνευματικός μπορούσε να το γνωρίζει. Πολλές φορές χάριζα διάφορα πράγματα σε επισκέπτες, αλλά βλέποντας την αχαριστία του κόσμου, κάθε φορά μετάνιωνα που τα έδινα. Πήγα λοιπόν στο καλυβάκι της και πήρα τρία σύκα για ευλογία να της τα δώσω. Εκείνη αρνιόταν να τα πάρει και επειδή εγώ επέμενα, μου λέει: «Τι θέλεις και μου τα δίνεις; Αφού εσύ δεν προλαβαίνεις να δώσεις κάτι και αμέσως το μετανιώνεις». Ο λόγος αυτός μπήκε πολύ βαθειά μέσα μου και με συγκλόνισε».



«Μια φορά», λέει η αδελφή Μαρίνα, «πήγα να τη δω. Κάθισα δίπλα της, έξω. Ο καιρός ήταν καλός, νηνεμία. Ενώ συζητούσαμε, μου λέει: «Έλα κάτσε από εδώ, μη σε κτυπήσει ο ανεμοστρόβιλος από εκεί». Δεν έδωσα σημασία. Μετά από λίγο πάλι: «Έλα κάτσε εδώ, μη σε κτυπήσει ο αέρας». Της λέω: «Μα, τι παράλογα λες; Δεν σου είπα να μιλάς σωστά;» Μου απαντά: «Εγώ σωστά μιλώ, εσύ δεν ακούς». Σε λίγο φύσηξε ένα μικρό αεράκι. Καθόταν σκεπτική. Και ξαφνικά σηκώνεται ένας ανεμοστρόβιλος, σηκώνει μια παλιόπορτα από σανίδες, που υπήρχε εκεί δίπλα και μου την καταφέρει στο κεφάλι, στο μέτωπο. Με πήραν τα αίματα. Φώναξε: «Πω, πω, Παναγιά μου. Αχ, παράκουη, δεν σου έλεγα, έλα κάτσε από εδώ; Τώρα τι να σε κάνω; Αχ, Παναγιά μου, βοήθησέ μας». Αμέσως με επιμελήθηκε, πήρε κάτι βρώμικα κουρέλια, τα έκανε επίδεσμο και μου έδεσε το τραύμα. Έτσι έφθασα στο Μοναστήρι και με επιμελήθηκαν οι αδελφές και ιάθηκα, χωρίς να πάθω μόλυνση. Κάποια άλλη φορά, πηγαίνοντας στο κελί της, τη βλέπω από μακριά, γυμνή χάμω στο χώμα. Είχε βαρύ κρυολόγημα και έκανε ηλιοθεραπεία. Ήταν ένας σκελετός μόνο οστά και δέρμα και λίγα άσπρα μαλλιά. Θεέ μου – σκέφθηκα – σαν την Οσία Μαρία την Αιγυπτία είναι. Έβηξα για να με καταλάβει, και την ακούω: «Έλα, έλα, δεν είμαι η Οσία Μαρία η Αιγυπτία, άσε τα χαζά».



Άλλη μοναχή, που κατάγεται από άλλη χώρα, διηγείται, «Μια φορά που σήκωνα κεφάλι και αντιμιλούσα στην Γερόντισσά μου – και πρέπει να πω ότι, ιδίως εκείνη την εποχή, αρπαζόμουν από θυμό πολύ εύκολα και για ανόητα πράγματα – περνούσα, κατά την διάρκεια μιας αγρυπνίας, απ’ το παρεκκλήσι του Αγίου Μηνά που είναι δίπλα στην μεγάλη Εκκλησία, πάντα μέσα σε αυτή την κατάσταση του σκοτισμού στην οποία βρισκόμουν. Διασχίζοντας λοιπόν την μικρή Εκκλησία, είδα σε μια γωνιά την Ταρσώ καθισμένη στο πάτωμα. Θα θυμάμαι πάντα τα γαλανά μάτια της που φωτίζανε μέσα στο σκοτάδι. Το βλέμμα της με διαπέρασε και καθώς περνούσα μπροστά της, μου είπε στα αγγλικά: «Πως είσαι εσύ; Εγώ είμαι καλά». Μου φάνηκε τόσο παράξενο, αλλά κατάλαβα καλά ότι αυτό που μου είπε ταίριαζε στην δική μου πνευματική κατάσταση και ότι αυτή έβλεπε πολύ καθαρά τον ψυχικό μου κόσμο. Και χωρίς να καταλάβω πως, αυτό που μου είπε μου έκανε καλό και με επανέφερε στον εαυτό μου».



«Ήταν άρρωστη», διηγείται άλλη αδελφή, «και έμενε στο Γηροκομείο της Μονής. Σε κάποια αγρυπνία ήλθε η αδελφή Ε. και μου λέει: Έλα μαζί μου. – Που θα πάμε; Την ρώτησα. – Έλα και θα σου πω, μου είπε. Εγώ μόλις είχα δυο μήνες περίπου που φόρεσα τα μαύρα. Θα πάμε στην Ταρσώ, μου είπε στον δρόμο η αδελφή. Πήγαμε στο κελλάκι της και, όπως πάντα, δεν ήταν ξαπλωμένη, καθόταν στο κρεβάτι ακουμπώντας την πλάτη της στον τοίχο, με τα πόδια κρεμασμένα. Την χαιρετίσαμε, δεν μας απάντησε. Εγώ κάθισα δίπλα της και η αδελφή σε ένα καρεκλάκι στα πόδια της. Εγώ την χάιδεψα λίγο στο χέρι, δεν κουνήθηκε, ούτε μίλησε. Της είπε η αδελφή: Σου έφερα μια καινούργια αδελφή να την ευλογήσεις να έχει καλή στερέωση. Τότε η Ταρσώ με κοιτάει και λέει: - Να πάει στη μάνα της. Γέλασε η αδελφή και της ξαναλέει: Είναι δόκιμη, να την ευλογήσεις. Τα ίδια η Ταρσώ: - Να πάει στη μάνα της. – Τι να κάνει; ρωτά η αδελφή. – Ξέρει αυτή, απαντά η Ταρσώ.

Εγώ τα έχασα και δεν μιλούσα, γιατί πράγματι μόλις φόρεσα τα μαύρα είχα μεγάλο πόθο για την μητέρα μου. Ήθελα να πάω κοντά της και δεν το έλεγα πουθενά.

Φεύγοντας από την Ταρσώ μου λέει η αδελφή: τι ήταν αυτό που μας είπε; Η αλήθεια, είπα εγώ. Όπως τα είπε, έτσι είναι. Μετά από μια-δυο μέρες μου έφυγε ξαφνικά η επιθυμία της μητέρας και δεν την επιθύμησα ποτέ πλέον».



Ένας αδελφός που είχε ζήσει προ καιρού ως δόκιμος στην έρημο του Αγίου Όρους, διηγείται: «Ο ευσεβής πόθος μου δεν είχε σβήσει μέσα μου και όλα τα χρόνια που ακολούθησαν, με κατέτρωγε η αβεβαιότητα για το που θα κατέληγα κι αν ήταν πράγματι ο προορισμός μου η μοναχική πολιτεία. Δεν διέθετα δυστυχώς το σθένος να παλέψω άλλη μια φορά! Έτσι ζούσα εκείνη την περίοδο σε μεγάλη σύγχυση, προσδοκώντας μία λύση, την οποία δεν θα έδινα όμως εγώ! Ζητούσα μια ακτίνα, να φωτίσει τον σκοτισμένο μου λογισμό.

Φθάνοντας στο καλύβι της, βρίσκονταν εκεί δύο γυναίκες και η Ταρσώ μιλούσε διαρκώς, χωρίς κανείς να μπορεί να βγάλει νόημα. Και έτσι όπως τα λόγια της κυλούσαν ήρεμα σαν το νερό στο ρυάκι, γυρίζει προς εμένα και χωρίς ιδιαίτερο τόνο, σαν να ήταν συνέχεια των όσων έλεγε προηγουμένως, είπε: «…έβγαλες την φουστανέλα σου που έπρεπε να την φοράω εγώ… ανήκεις στους αξιωματούχους του παλατιού…!».

Συνέχισε να ομιλεί με ακατανόητα σε μένα λόγια, όμως το μήνυμά της το είχα πάρει και έστεκα αμίλητος αφού και τα βλέμματα των δύο άλλων γυναικών είχαν πέσει πάνω μου. Καθώς φεύγαμε, λίγο αργότερα, μας είπε: «Την προηγούμενη φορά που ήρθατε μου πήρατε πεντακόσιες χιλιάδες, όμως σας πήραν και εσάς από πενήντα χιλιάδες κακι το παράσημο…».



Κάποια άλλη φορά κάποιοι γνωστοί την είχαν επισκεφθεί και την παρακάλεσαν να την πάρουν μαζί τους στο αυτοκίνητο για μια μικρή βόλτα. Πάντα δεχόταν να το κάνει. όμως αυτήν την φορά, την άκουσαν να λέει: «Τι να κάνω να έλθω, για να βλέπω κηδείες;». Δεν κατάλαβαν γιατί το είπε αυτό. Όμως μετά από πολύ ώρα που έφυγαν και το αυτοκίνητό τους πληδίαζε στον κεντρικό δρόμο της Κερατέας, σταμάτησαν υποχρεωτικά, διότι μπροστά τους περνούσε κόσμος πολύς που συνόδευε κάποιον νεκρό. Τότε κατάλαβαν τι εννοούσε.



Μια κυρία διηγείται: «Την επισκέφθηκα με μια φίλη μου, για να συζητήσουν μαζί κάποιο οικογενειακό πρόβλημά της. Καθίσαμε και η φίλη μου κλαίγοντας ζητούσε την βοήθεια της προσευχής της, διότι ο σύζυγός της, εξ αιτίας κάποιου οικονομικού προβλήματος, ήταν στην φυλακή και δεν είχε τα απαιτούμενα χρήματα για την αποφυλάκισή του, της έλεγε και πολλά άλλα. Η Ταρσώ, σαν να μην άκουσε τίποτα, γυρίζει και λέει: «Στο δωμάτιο που κοιμάσαι, στο σεντούκι σου έχεις λίρες. Πάρε όσες χρειάζεσαι και βγάλε τον άνδρα σου από την φυλακή, κυρά μου». Η φίλη μου ντράπηκε για την αποκάλυψη και ζήτησε συγγνώμη».



Μια άλλη αδελφή διηγείται: «Κάποια φορά την επισκέφθηκα φέρνοντας μαζί μου και μια φίλη μου. Διασχίσαμε με δυσκολία το μονοπάτι μέσα στο δάσος που βρίσκεται πάνω από το Ναό της Ζωοδόχου Πηγής, μέχρι να βρούμε μια τρύπα στο συρματόπλεγμα από την οποία συνήθως μπαίναμε στο χωράφι που κατοικούσε. Η φίλη μου, βλέποντας όλα αυτά, σκεπτόταν μέσα της, όπως μου είπε αργότερα, «για να μένει εδώ, σίγουρα κάποια τρελή είναι, κι αφού είναι τρελή, γιατί δεν την πηγαίνουν στο τρελλοκομείο στο Δαφνί;».

Μόλις φθάσαμε κοντά της, η φίλη μου σοκαρίσθηκε από την εμφάνισή της και με πολύ δυσκολία είπε, «χαίρετε». Μας κάλεσε να καθίσουμε έξω, στο υπαίθριο σαλόνι τη
ς. κοιτούσε την φίλη μου και της έλεγε όλες τις δυσκολίες που είχε περάσει από μικρό παιδί. Εγώ βέβαια δεν καταλάβαινα τίποτε. Κάποια στιγμή, άπλωσα το χέρι μου και έπιασα το δεξί της χεράκι μέσα στις χούφτες μου. Όταν το είδε αυτό η φίλη μου, πήγε και αυτή να πιάσει το αριστερό της χέρι, μα η καλή μου Ταρσώ το τράβηξε γρήγορα με πολλή χάρη, το έκρυψε πίσω από την πλάτη της και της λέει: «Εσύ τι θέλεις; Όταν ερχόσουνα στο μονοπάτι δεν έλεγες μέσα σου, αυτή την τρλή γιατί την έχουν εδώ και δεν την πάνε στο τρελλοκομείο στο Δαφνί;». Τότε εκείνη ντράπηκε πολύ, ξέσπασε σε γέλια κι άρχισε να της ζητάει συγγνώμη.

Αργότερα, βλέπουμε την Ταρσώ να κοιτάζει προς το βουνό και να φωνάζει: «Πολυχρόνη – Πολυχρόνη», σαν να έβλεπε κάποιον. Φυσικά δεν υπήρχε κανείς στο βουνό. Έπειτα κοιτάζοντας στη φίλη μου λέγει, δείχνοντας εμένα: «Όχι εσύ, αλλά αυτή τον Πολυχρόνη τον έχει συγγενή, συμπέθερο, κουμπάρο, δεν ξέρω». Πράγματι, κατάλαβα τι εννοούσε, γιατί στον λαιμό μου, αθέατα και εσωτερικά φορούσα ένα σταυρό που είχε μέσα λείψανο του Αγίου Πολυχρονίου. Είναι Ιερομάρτυς της Εκκλησίας μας και ένας εκ των Πατέρων της Α’ Οικουμενικής Συνόδου. Εορτάζει στις 7 Οκτωβρίου, ημέρα που έχω γεννηθεί. Έκτοτε, κάθε φορά που την επισκεπτόμουν, φώναζε τον Πολυχρόνη κι έλεγε τρυφερά: - «Πολυχρόνη, εσύ να ‘ρχεσαι εδώ, αυτήν την τεμπέλα να μην μου την ξαναστείλεις. Αυτή θέλει να τρώει χωρίς να εργάζεται». Εννοούσε την πνευματική τροφή και ότι δεν προσπαθούσα αρκετά. Τελικά η γλυκειά μου αρσώ κοιμήθηκε αυτήν την ημέρα. Ήταν 7 Οκτωβρίου του 1989.



Όταν η Ταρσώ νοσηλευόταν στο Ιπποκράτειο για τα εγκαύματά της, μια μέρα ήλθες κάποια κυρία χήρα, από μακριά για να την γνωρίσει, να πάρει την ευχή της. είχε σοβαρό πρόβλημα στο ένα πόδι και περπατούσε δύσκολα. Μόλις την αντίκρισε στο Νοσοκομείο της είπε: «Ένα ποτήρι αίμα βγήκε από το κεφάλι μου». Και όπως μου διηγήθηκε η ίδια, όταν ζούσε ο άνδρας της ήταν μέθυσος και την κτυπούσε συχνά. Κάποια φορά την έριξε στο δάπεδο και την κτύπησε τόσο άσχημα στο κεφάλι ώστε πραγματικά να χυθεί πολύ αίμα. Η κυρία αυτή ζούσε μαζί με τον γιο της ο οποίος ήταν φοιτητής. Η Ταρσώ της είπε πως στην οικογένειά τους έχουν προστάτη τον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο.



«Είχε ιδιαίτερη αγάπη και φροντίδα για τους πάσχοντες, ιδιαίτερα για τα παιδιά. Κάποια φορά, ενώ βρισκόμασταν οι δυο μας έξω από το κελλάκι, κοίταξε προς το βουνό απέναντί μας και φώναζε: «Ευάγγελε – Ευάγγελε». Δεν κατάλαβα γιατί το έλεγε και νόμιζα πως ήταν κάτι που δεν με αφορούσε, όμως το επαναλάμβανε από τότε, κάθε φορά που πήγαινα. Κάποτε, σαν να άνοιξε ο νους μου, σκέφθηκα μήπως είναι κάτι που έχει σχέση με εμένα. Την ρώτησα λοιπόν: - Ποιος είναι αυτός; Και μου απαντά: «Είναι ένα παιδάκι». Για να καταλάβω αν εννοούσε κάποιο συγγενικό μου πρόσωπο που σκέφθηκα και το οποίο έχει αυτό το όνομα, την ρώτησα πάλι: - Πόσων ετών είναι; Και μου απαντά τριών και κάτι. Τότε βέβαια κατάλαβα πως εννοούσε αυτόν, διότι πριν λίγες ημέρες είχε κλείσει τα τρία χρόνια. Συνέχισε λοιπόν να λέει: «Αυτό είναι δικό μου παιδάκι, είναι αγωνιστής. Τα δικά μου παιδάκια είναι αγωνισταί, δεν είναι σαν τα άλλα». Πραγματικά το παιδάκι, όπως απεδείχθη αργότερα, ήταν αυτιστικό, αλλά λόγω της μικρής του ηλικίας δεν το είχαμε αντιληφθεί ακόμη. Της το πήγαμε μετά από λίγο καιρό κι εκείνο με ένα πλαστικό αυτοκινητάκι έπαιζε κοντά της χαρούμενο, ενώ εκείνη σιωπηλή το παρατηρούσε: «Έχω και άλλα παιδάκια σαν τον Ευάγγελο» μου είπε και ανέφερε ένα αριθμό. Αυτό μου το έλεγε τακτικά όταν πήγαινα».



Ένας αδελφός διηγείται: «Όταν την επισκέφθηκα για πρώτη φορά με τη γυναίκα μου, είχαμε τρία παιδιά. Είπαμε ότι είμαστε αγιογράφοι και μας είπε: «Τι αγιογράφοι είστε; Γεμίζετε τα σπίτια με εικόνες, τις πασαλείβετε με χρυσό και κάνετε τους αγιογράφους. Ένα σπίτι να κάνετε. Όχι τριώροφο, διώροφο να είναι. Να κάθεστε στο μπαλκόνι, να πίνετε καφέ και να βλέπετε την θάλασσα». Ο Θεός μας ευλόγησε, κάναμε σπίτι διώροφο και τώρα που κατοικήσαμε, καθόμαστε στο μπαλκόνι, πίνουμε τον καφέ μας, κοιτάζουμε την θάλασσα και θυμόμαστε τα λόγια της οσίας αυτής γυναικός».



Άλλη διήγηση: «Κάποιος νέος έγινε μοναχός στα 23 του χρόνια, μετά το στρατιωτικό. Αργότερα έπεσε σε αμέλεια και σκεπτόταν ότι νωρίς έγινε μοναχός κι ευθύνεται για τούτο ο Γέροντάς του, ότι ίσως θα ήταν καλύτερα να ήταν στον κόσμο, να είχε γίνει παπάς με οικογένεια, και λοιπούς λογισμούς. Τυχαία επισκέφθηκε την Ταρσώ. Μόλις τον είδε, του λέει: «Παπά, είσαι παντρεμένος; Έχεις γυναίκα και παιδιά;». Όχι, της λέει, είμαι μοναχός. «Α, μοναχός είσαι», του απαντά. «Εμείς στο Αρσάκειο (Αρσάκειο ονόμαζε το Μοναστήρι), τους νέους τους παντρεύουμε στα είκοσι. Και έχουν πλήρη την ευθύνη». Και συνέχισε αλληγορικά: «Έλα, βοήθησέ με να σηκώσουμε αυτές τις πλάκες, γιατί από κάτω είναι ψυχές που στενάζουν. Θέλει δουλειά, θέλει κόπο». Και αυτά αλληγορικά εννοούσαν την άρση των λίθων της αμέλειας».



«Πολλές φορές έκανε λογοπαίγνια. Κάποια κυρία που εργαζόταν στο Υπουργείο Χωροταξίας και Περιβάλλοντος και είχε πολύ άγχος με τη δουλειά της, ζήτησε την βοήθειά της. εκείνη την ρώτησε που εργάζεται. Η γυναίκα είπε και εκείνη συμπλήρωσε: «Α, εργάζεσαι στο Υπουργείο του χορού και της αταξίας!». Πράγματι, εκείνη την εποχή, όπως μας εξήγησε μετά η κυρία, γινόταν μεγάλη φασαρία στο Υπουργείο αυτό, γιατί είχε αλλάξει ο Υπουργός.



Ένα άλλο απόγευμα μας είχε πει, πολύ στεναχωρημένη, πως εκείνη την στιγμή έγινε ένα δυστύχημα. Αναποδογύρισε ένα πούλμαν και μπήκαν τα γυαλιά από τα τζάμια στα κορμιά των επιβατών. Όταν, αργά το απόγευμα, επιστρέψαμε στα σπίτια μας, είδαμε έκπληκτοι στην τηλεόραση αυτό το δυστύχημα».



Τα πιο πάνω περιστατικά, παρουσίας του διορατικού – προορατικού χαρίσματος της Ταρσώς, είναι απλώς ενδεικτικά του πλούτου της χάριτος, με την οποία ο Θεός την προίκισε, λόγω του σκληρού ασκητικού της αγώνος. Ασφαλώς υπάρχουν και άλλα πολλά, που δεν τα έκαναν γνωστά αυτοί που τα άκουσαν από το στόμα της Ταρσώς, για να φθάσουν μέχρι εμάς και να τα παρουσιάσουμε και αυτά.

Πάντως, και από τα λίγα αυτά, που παρουσιάσαμε πιο πάνω, φαίνεται ότι το διορατικό – προορατικό χάρισμα της Ταρσώς λειτουργούσε ως ένας ιδιαίτερος τρόπος πνευματικής βοήθειας στους παραλήπτες των εντυπωσιακών αποκαλύψεών της προς αυτούς. Και αυτό είναι το πλέον σημαντικό αποτέλεσμα της λειτουργίας του χαρίσματός της αυτού, πέραν βέβαια της εκπλήξεως που δοκίμαζαν οι παραλήπτες αυτοί για το περιεχόμενο των αποκαλύψεών της.





Συνεχίζεται...
<div><img width="111" height="148" border="0" src="ierosolimitisa.jpg" /></div>
123
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1768
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 27, 2006 5:00 am

Δημοσίευση από 123 »

Το κείμενο μας το έστειλε ο Άγγελος

3. ΤΟ ΧΑΡΙΣΜΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΑΣΘΕΝΕΙΩΝ



Η μακαρία Ταρσώ είχε και το χάρισμα της θεραπείας ασθενειών. Αλλά και το χάρισμα αυτό φρόντιζε, όσο μπορούσε, να το κρύβει από τα μάτια των πολλών και αυτόν τον ίδιο που θεράπευε! Με το πνεύμα αυτό απήντησε η Ταρσώ στην προτροπή μιας συγγενής της, να προσευχηθεί για να γίνει καλά η Κ. που ήταν άρρωστη: «Καθένας να προσεύχεται μόνος του». Με την απάντηση αυτή απέκρυψε στεγανά την προσευχή που θα έκανε οπωσδήποτε για την θεραπεία της Κ.



Το κύριο βέβαια μέσο με το οποίο θεράπευε μια ασθένεια ήταν πάντοτε η προσευχή της. καθώς είχε παρρησία προς τον Θεό, αλλά και πολύ αγάπη στους πάσχοντες, δεν δίσταζε να συντρέξει σε κάποια θεραπεία, κυρίως για την δόξα του Θεού. Πάντως και στην διακονία της, στον τομέα τούτο του ανθρώπινου πόνου, κρατούσε την βασική γραμμή του πνεύματός της σαλότητός της, που ήταν η απόκρυψη των χαρισμάτων της, για να μην της κλέβουν οι άνθρωποι ή οι δαίμονες τα «εκατομμύριά της», μέσα από τους πειρασμούς των επαίνων και θαυμασμών, για τον χαρισματικό πλούτο με τον οποίο την είχε προικίσει ο Θεός!

Στη συμπεριφορά αυτή της Ταρσώς, της αποκρύψεως, κατά το δυνατόν, των χαρισμάτων της, οφείλεται το γεγονός, ότι, αν και είχε ευεργετήσει πολλούς ανθρώπους, μέσω της χαρισματικής της ικανότητας της θεραπείας των ασθενειών, πολλές τέτοιες θεραπείες παρέμειναν άγνωστες, αφού δεν τις έκανε η ίδια γνωστές σε κανένα άλλο, για να μην αποτελέσει κάποιος διαφημιστή του χαρίσματός της αυτού!



Η Ταρσώ εμφανιζόταν πολλές φορές σε ανθρώπους χωρίς να την γνωρίζουν, που βρίσκονταν σε δύσκολες στιγμές και τους βοηθούσε. Έτσι, εμφανίσθηκε σε κάποια παράλυτη κοπέλα που ήταν χρόνια κατάκοιτη, στον ύπνο της, της φανέρωσε το όνομά της και που θα την βρει και την κάλεσε να την επισκεφθεί. Πράγματι, οι δικοί της την μετέφεραν στην Ταρσώ και μετά την συνάντηση εκείνη θεραπεύθηκε και περπατούσε κανονικά. Αργότερα στην ίδια κοπέλα, που είχε κάποιο σοβαρό πρόβλημα, εμφανίσθηκε στον ύπνο της η Ταρσώ για δεύτερη φορά και της είπε: «Αφού τώρα ξέρεις που μένω, γιατί δεν έρχεσαι;».



Ένα άλλο θαυμαστό γεγονός κατέγραψε μια γνωστή της: «Κάποια γυναίκα έπασχε από ανίατη ασθένεια πολύ καιρό. Επισκέφθηκε και πολλές χώρες στο εξωτερικό, αλλά δεν θεραπεύθηκε. Έμενε στην Πελοπόννησο, στο Άργος. Απελπισμένη από την κατάστασή της, παρακαλούσε τον Θεό αν την βοηθήσει. Κάποια νύκτα είδε το εξής όνειρο: Μια γυναίκα, περίεργα ντυμένη, στεκόταν μπροστά σε μία βρύση που έτρεχε νερό και της έλεγε: «Έλα στην Κερατέα, στην Ζωοδόχο Πηγή, να πιεις από το Αγίασμα και να γίνεις καλά». Από εκείνη την ημέρα άρχισε να ρωτάει για την Κερατέα, αλλά κανείς δεν ήξερε να την βοηθήσει.

Πέρασε καιρός ώσπου κάποιος στο Άργος της είπε πως υπάρχει αυτό το μέρος, έξω από την Αθήνα. Ήλθε στην Αθήνα και ρωτώντας πήγε στην Κερατέα. Ρωτο΄λυσε για Ναό της Ζωοδόχου Πηγής, αλλά κανείς δεν ήξερε. Έτυχε κάποιος να γνωρίζει το Μοναστήρι και ότι εκεί υπάρχει τέτοιος Ναός και της υπέδειξε να πάει εκεί. Πράγματι το βρήκε και μπαίνοντας στην αυλή συνάντησε την μοναχή, η οποία το διηγήθηκε και σε μένα, και της αφηγήθηκε το όνειρό της. η μοναχή της λέει: «Έχουμε Ναό μεγάλο της Ζωοδόχου Πηγής, όπου τρέχει και αγίασμα. Να σε πάω να πιεις και να πλυθείς με αυτό». Πηγαίνοντας προς την Πηγή, από κάποια απόσταση, βλέπουν δίπλα στο αγίασμα να στέκει η Ταρσώ. Μόλις την αντίκρισε την ανεγνώρισε αμέσως και λέει της μοναχής: «Αυτή ήταν η γυναίκα που παρουσιάσθηκε στο όνειρό μου». Πριν φθάσουν στο αγίασμα, η Ταρσώ άλλαξε κατεύθυνση και έφυγε προς το χωράφι και έτσι δεν μπόρεσε να της μιλήσει. Ήπιε αγίασμα, πλύθηκε και όπως είπε στην μοναχή, θεραπεύθηκε εντελώς από την ασθένειά της».



Το ακόλουθο γεγονός το διηγείται μια από τις αδελφές που την διακονούσαν στο Νοσοκομείο: «Όταν ήταν στο Ιπποκράτειο, στον ίδιο θάλαμο νοσηλευόταν κάποια κοπέλα από τη Χίο, η οποία είχε πολλά και σοβαρά εγκαύματα σε όλο της το σώμα από πυρκαγιά που είχε πιάσει στο δάσος. Η νοσηλεία της θα κρατούσε τουλάχιστον τρεις μήνες. Όταν είδε πόση ευλάβεια της είχε ο κόσμος και την έζησε λίγες ημέρες από κοντά, άρχισε να την παρακαλάει να προσευχηθεί γι’ αυτήν. Η Ταρσώ, την άκουσα μια μέρα που της απάντησε αδιάφορα και της είπε: - «Και τι σε έχω για να προσευχηθώ για σένα. Συγγενείς μου είσαι;». Τη νύχτα όμως, όπως μας είπε την επομένη η άρρωστη, όταν έμειναν οι δυο τους στο θάλαμο, η Ταρσώ πήγε κοντά της και της είπε: «Αδελφούλα μου, όλη μου την δύναμη επάνω σου την έβαλα. Εσύ θα φύγεις σε λίγες ημέρες, αλλά εγώ θα μείνω ακόμη εδώ». Πράγματι, η βελτίωσή της ήταν θεαματική και σε λίγο έφυγε θεραπευμένη.

Οι γιατροί απόρησαν πολύ με το γεγονός και έκαναν συμβούλιο για την περίπτωσή της και το πόρισμα ήταν πως αυτό το αποτέλεσμα οφειλόταν στα πολλά αυγά που της έδιναν στην διατροφή της. βέβαια η αιτία δεν ήταν αυτή, αφού σε όλους τους ασθενείς με εγκαύματα δίνουν πολλά αυγά, αλλά οι θεοπειθείς ευχές της Ταρσώς. Η κοπέλα όμως, όταν έγινε καλά, είπε στην Ταρσώ ότι θα πήγαινε στο εξής στην Εκκλησία (που ποτέ στο παρελθόν δεν πήγαινε), γιατί αντιλήφθηκε ότι θεραπεύθηκε από τις προσευχές της Ταρσώς».



Μια επισκέπτρια της Ταρσώς στο Νοσοκομείο, διηγήθηκε ότι όταν ήταν δέκα ετών έπασχε από σοβαρά αναπνευστικά προβλήματα, σε σημείο που οι γιατροί είχαν απελπίσει τους γονείς της. Όταν έμαθαν για την Ταρσώ την άφησαν κοντά της αρκετές ημέρες. Η Ταρσώ τη διάβαζε στα μαθήματά της και μάλιστα στο μάθημα των Γαλλικών. Αν και ήταν δύσκολες οι συνθήκες στο χώρο της Ταρσώς, οι γονείς παρέτειναν αυτή την παραμονή του παιδιού τους κοντά στην Ταρσώ, γιατί ήξεραν ότι θα το έκανε καλά. Και πράγματι το παιδί έφυγε από την Ταρσώ θεραπευμένο».



Ένας ένθερμος επισκέπτης της Ταρσώς, μεταξύ άλλων πολλών, διηγείται και μια θεραπεία μιας χρόνιας νόσου του, που η Ταρσώ του επιφύλαξε μετά την κοίμησή της.

«Μετά από μια νυχτερινή βόλτα και πληθώρα παραστάσεων και λογισμών έπεσα να κοιμηθώ. Στον ύπνο μου βρέθηκα σε ένα μεγάλο πλάτωμα, το οποίο διέσχιζε ένα ανηφορικό μονοπάτι που ανέβαζε σε κάποιο λόφο. Στις υπώρειες αυτού του λόφου βρισκόταν η Ταρσώ… Άρχισα να τρέχω σαν τρελός προς το μέρος της και ένοιωθα τέτοια ευτυχία που η καρδιά μου έλιωνε από αγάπη γι’ αυτήν… κι αφού είχα πλησιάσει τόσο κοντά της που λίγο και θα την άγγιζα, τέντωσε το δεξί της χέρι και έτεινε την παλάμη της απαγορευτικά να με απωθήσει, με τα λόγια: «Να μην με πλησιάζεις αν δεν διορθωθείς! Συγκλονίστηκα! Τραβήχτηκα πίσω και κουλουριάστηκα πιο πέρα… Τότε έγινε κάτι αναπάντεχο! Σηκώθηκε, με πλησίασε στοργικά και με ενεφύσησε σταυροειδώς , σε όλο μου το σώμα και το πρόσωπο, όπως ο ιερέας φυσάει τα βρέφη κατά την κατήχηση, πριν το Άγιο Βάπτισμα. Έπειτα ενέπτυσε στον δεξιό μου αγκώνα, ο οποίος έπασχε από χρόνια επικονδυλίτιδα και με ταλαιπωρούσε συχνά, και με επάλειψε σταυροειδώς με το δεξί της χεράκι. Από τότε δεν με ξανά-πόνεσε το χέρι αυτό ποτέ».



Είχε βοηθήσει πολύ κόσμο με την προσευχή της, φυσικά πολύ περισσότερους απ’ ότι μπορούμε να γνωρίζουμε, άλλους εμφανώς και άλλους αφανώς. Όταν μάλιστα κάποια την αποκάλεσε γιαγιούλα, εκείνη λίγο αυστηρά είπε: «Γιαγιούλα είμαι εγώ; Εγώ είμαι αδελφή του ελέουςκαι βοηθώ όλο τον κόσμο». Τι σημαίνει όμως αυτό; Κατά τον αββά Ισαάκ, «ελεήμον καρδιά εστί καύσις καρδίας υπέρ πάσης της κτίσεως». Τα στοιχεία που έχουμε από την ζωή της μακαρίας Ταρσώς αρκούν για να μας δείξουν ότι η καρδιά της είχε πυρποληθεί από τη φλόγα της θείας αγάπης, γι’ αυτό και είχε την παρρησία να αποκαλεί έτσι τον εαυτό της!



Συνεχίζεται....
<div><img width="111" height="148" border="0" src="ierosolimitisa.jpg" /></div>
123
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1768
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 27, 2006 5:00 am

Δημοσίευση από 123 »

Το κείμενο μας το έστειλε ο Άγγελος

4. ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΣΤΟΝ ΧΑΡΙΣΜΑΤΙΚΟ ΤΡΟΠΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΗΣ



Υπάρχουν, όπως είναι ευνόητο, πολλά θαυμαστά γεγονότα στον χαρισματικό τρόπο ζωής της Ταρσώς, από την αρχή ακόμη της άκρας ασκητικής βιοτής της, μερικά από τα οποία ευδόκησε ο Θεός να υποπέσουν στην αντίληψη κάποιωνβ ανθρώπων, ίσως, εκτός των άλλων, για να χρησιμεύσουν ως αφυπνιστικά της δικής μας ραθυμίας και αποκαλυπτικά της εσωτερικής της ζωής και εργασίας και γενικότερα των αποτελεσμάτων που έχει η ολοκληρωτική παράδοσή μας στα χέρια του Θεού, με όλη την ψυχή, την ισχύ, την καρδιά και την διάνοιά μας.



Μια μοναχή διηγείται: «Ένα χειμώνα έκανε πολύ κρύο. Ήταν τότε που η Ταρσώ δεν είχε τίποτα για να μένει και τη νύχτα την περνούσε στην ύπαιθρο. Μια μέρα, μόλις ξημέρωσε, είδαμε πως είχε χιονίσει και το χίονι είχε καλύψει τα πάντα. Εγώ σκέφθηκα αμέσως την Ταρσώ, υπέθεσα πως θα την βρω αναίσθητη από το κρύο. Πήρα οινόπνευμα να την τρίψω και βγήκα τρέχοντας έξω, έψαξα παντού αλλά δεν μπόρεσα να την βρω πουθενά. Πήγα στο ελαιοτριβείο, αλλά η πόρτα ήταν κλεισμένη με λουκέτο. Ανησύχησα πολύ και έψαχνα παντού. Ξαφνικά, βλέπω κοντά στην ρίζα ενός θάμνου να κάθεται η Ταρσώ, την πλησίασα και τι να δω; Ένα μέτρο γύρω από τον θάμνο, όχι μόνο δεν είχε χιόνι, αλλά το χώμα ήταν εντελώς στεγνό και η ίδια καθόταν σαν να μην συμβαίνει τίποτε.



Επίσης όταν ήταν νέα, κάποια μέρα περπατούσε έξω από το Μοναστήρι κοντά στην θάλασσα. Κάποιος άγνωστος άνδρας έβαλε κακό σκοπό στο νου του και άρχισε να την κυνηγά. Η Ταρσώ άρχισε να τρέχει με όσες δυνάμεις είχε και αυτός την ακολουθούσε τρέχοντας. Μόλις όμως την πλησίασε πολύ και ήταν έτοιμος να την αγγίξει, την βλέπει να φεύγει μακριά, στον αέρα, χωρίς να πατά στο έδαφος, φορώντας μια στολή απείρου κάλλους. Έμεινε άναυδος και νόμισε πως θα σταματούσε η καρδιά του από το θέαμα που αντίκρισε. Το γεγονός το εξομολογήθηκε ο ίδιος σε μοναχή της Μονής και από τότε πίστεψε πως είναι κάτι το εξαιρετικό αυτή η γυναίκα και την σεβόταν πολύ.



Παρόμοιο περιστατικό: κάτοικος της Κερατέας, νομίζοντας πως είναι άρρωστη στο μυαλό, είχε την σκέψη να πάει τη νύχτα εκεί που έμενε στο κελλάκι της, μέσα στο χωράφι και να της κάνει κάτι άσχημο. Το σκεπτόταν πολλές ημέρες. Κάποια μέρα αποφάσισε πως την επομένη το βράδυ θα το έκανε. Όταν έπεσε όμως να κοιμηθεί βλέπει στον ύπνο του το κελλάκι της Ταρσώς και μέσα την ίδια, να φορά λευκό χιτώνα, σε στάση προσευχής. Στεκόταν ένα μέτρο πάνω από το έδαφος και γύρω της φως την είχε κυκλώσει ουράνιο. Ακούει τότε φωνή να του λέει: Αν πειράξεις την δούλη μου, θα πεθάνεις. Έντρομος ξύπνησε, το μετάνοιωσε και την άλλη μέρα πήγε στο Μοναστήρι και το εκμυστηρεύθηκε σε κάποια μοναχή. Και όπως μου είπε η ίδια, από τότε της είχε πολύ μεγάλη ευλάβεια και όταν την συναντούσε δεν σήκωνε ποτέ το κεφάλι του να την κοιτάξει στο πρόσωπο».



Συνέβη μια φορά, δυο μοναχές να έχουν βγει για κάποια δουλειά έξω από τη Μονή και να καθυστερήσουν. Επιστρέφοντας έτσι πίσω ήταν τα πάντα κλειστά. Δεν θέλησαν να ενοχλήσουν τις αδελφές τις αδελφές κτυπώντας για να ανοίξουν, επειδή ήταν αρκετά περασμένη η ώρα και πέρασαν μέσα στον περίβολο της Μονής για να καθίσουν έξω από το θυρωρείο μέχρις ότου ξυπνήσει η Πορτάρισσα να τους ανοίξει. Πηγαίνοντας όμως προς το θυρωρείο είδαν από μακριά μια σκιά, ακριβώς μπροστά στην μεγάλη πύλη, όπου είναι η είσοδος του Παρθενώνος. Ανατριχίλα τις κατέλαβε. Το μυαλό τους πήγε σε κακά πνεύματα και τις έκοψε κρύος ιδρώτας. Πλησιάζοντας λίγο κοντύτερα η σκιά έδειχνε άνθρωπο που βρισκόταν σε στάση προσευχής. Πλησίασαν ακόμη κοντύτερα και διέκριναν την Ταρσώ να προσεύχεται, με τα χέρια σηκωμένα σε στάση δεήσεως, υπερυψωμένη από τη γη και στραμμένη προς την εικόνα της Πλατυτέρας, που είναι εικονογραφημένη στο υπόστεγο της πύλης της Μονής. Μόλις αυτή αντιλήφθηκε την παρουσία των μοναχών, χάθηκε αστραπιαία από τα μάτια τους. Οι μοναχές έμειναν εμβρόντητες μη μπορώντας να καταλάβουν πως και προς τα πού εξαφανίσθηκε.



Κάποιος Ιεροδιάκονος (Π.Ν.), που γνώριζε την Ταρσώ και είχε ακούσει πολλά θαυμαστά γι’ αυτήν, δυσπιστούσε όσον αφορά την αρετή της και προσπαθούσε να ερμηνεύσει την ζωή της ιατρικά κ.λ.π.

Κάποια μέρα οδηγώντας το αυτοκίνητό του μέσα στο βουνό είδε από μακριά την Ταρσώ. Επιτάχυνε το αυτοκίνητο επιθυμώντας να την δει. Η απόσταση δεν ήταν μεγάλη, αλλά έπρεπε να πάρει μια μικρή στροφή για να την συναντήσει, η οποία θα την έκρυβε από τα μάτια του για μερικά δευτερόλεπτα. Όταν όμως έφθασε στον τόπο που την είχε δει, αυτή δεν υπήρχε, είχε εξαφανιστεί! Και αυτό ήταν κάτι υπερφυσικό, επειδή δεν υπήρχε κάποιος τρόπος να κρυφθεί ή να φύγει. Γιατί δεξιά της υψωνόταν απότομα το βουνό, ενώ αριστερά της ήταν πολύ βαθύς γκρεμός. Ο Ιεροδιάκονος θεώρησε το γεγονός θαύμα, που έγινε για τον ίδιο, επειδή δυσπιστούσε για την αγιότητά της.



Η Ταρσώ εμφανιζόταν στην Κερατέα, κάποιες φορές, για λόγους που δεν γνωρίζουμε, πλην εκείνου για την επίσκεψή της στο σπίτι κάποιου ιεράως. Ορισμένους προβλημάτιζε ο τρόπος της μεταβάσεώς της στην Κερατέα! Με ποιο τρόπο ή με ποιο μέσο μετέβαινεμέχρι εκεί, ρυπαρή, όπως ήταν και περίεργα ντυμένη; Ποιος οδηγός θα την έβαζε, στην κατάσταση αυτή στο αυτοκίνητό του;

Φαίνεται όμως ότι η Ταρσώ κάποιες φορές μετεκινείτο χωρίς… να μετακινείται από το κελί της! το περιστατικό που συνέβη σε γνωστό νέο του Κορωπίου, βεβαιώνει μια τέτοια δυνατότητα της Ταρσώς.

«Καθώς οδηγούσε το αυτοκίνητό του ο γιος της Μ. με κατεύθυνση τον Σταυρό της Αγ. Παρασκευής, σταμάτησε να πάρει μαζί του μια άγνωστη σε αυτόν, αλλά συμπαθητική γριούλα, που περίμενε σε κάποια στάση, για να τη διευκολύνει. Η γριούλα αυτή άνοιξε πνευματική συζήτηση με τον γιο της Μ., προτρέποντάς τον να εξομολογηθεί. Μια τέτοια προτροπή της μητέρας του έμενε αναπάντητη συνεχώς και την άφηνε προβληματισμένη για το αμετάπειστο του γιου της. η γριούλα ζήτησε να κατέβει από το αυτοκίνητο, αφού πρόλαβε να πείσει τον νεαρό Β. Πράγματι ο νεαρός αυτός αλλοιώθηκε τόσο πολύ από τον διάλογο μαζί της, ώστε και στην εξομολόγηση δέχθηκε να πάει, αλλά και την μητέρα του να συνοδεύσει στην Ταρσώ, όπου αναγνώρισε την γριούλα που είχε πάρει μαζί του στο αυτοκίνητό του».



Μια συγγενής της Ταρσώς διηγείται: «Το 1972 ταξιδεύαμε στη Μύκονο. Όταν φθάσαμε και βγήκαμε στο λιμάνι, μια μοναχή περίμενε υπομονετικά καθισμένη κοντά στα πράγματά της. την ρωτήσαμε αν πηγαίνει στην Άνω Μεριά που πηγαίναμε και εμείς κι έτυχε να πηγαίνει εκεί. Ήρθε μαζί μας. Στο δρόμο τη ρώτησα από ποιο Μοναστήρι ήταν και μου είπε από της Κερατέας. Τότε της είπα ότι είχα μια θεία εκεί που ήταν άρρωστη και την φιλοξενούσαν στο Μοναστήρι. Της είπα ότι την έλεγαν Ταρσώ. –Εσείς είσαστε άρρωστη, μου απάντησε η μοναχή, γιατί αυτή που λέτε είναι αγία. Ορισμένες μοναχές, την βλέπουν να μην πατάει στο έδαφος!».



Ο ακαδημαϊκός διδάσκαλος Θ.Α. διηγείται ότι: «Την Ταρσώ την πρωτοείδα πριν από πολλά χρόνια… κοντά στις κατασκηνώσεις του Υπουργείου Προνοίας. Εμφανίσθηκε μπροστά μου χωρίς να το καλό-καταλάβω… Στην αρχή φοβήθηκα, γιατί με όλη την περιβολή της έδειχνε άνθρωπο όχι στα καλά του. Όμως, όταν πρόσεξα τα δύο αδύναμα ποδαράκια της, με τις πεσμένες κάλτσες στο κάτω μέρος των ποδιών ησύχασα! Τι μπορούσε να μου κάνει…!».



Ένας μοναχός, σύγχρονος της Ταρσώς, ο οποίος ζούσε ψηλότερα, στο γειτονικό βουνό, διαβεβαιώνει πως τότε, που ήταν νεώτερη, έμεινε τέσσερα – πέντε χρόνια στο ύπαιθρο και τη νύχτα καθόταν κουλουριασμένη πάνω σε μια μεγάλη πέτρα ή στα πεζούλια του αυλόγυρου της Μονής και εκεί κοιμόταν λίγο. Κάποια φορά την είδε, μέσα στην δυνατή βροχή να κατευθύνεται από τη Μονή προς το χορτοκαλυβάκι της. ανήσυχος έτρεξε κοντά της. όταν την πλησίασε του λέει εκείνη: «Τι ανησυχείς για μένα; Έλα να δεις, είμαι καθόλου βρεγμένη;». πράγματι, ενώ εκείνος είχε γίνει μούσκεμα, διαπίστωσε ότι η ασκήτρια ήταν τελείως στεγνή.

Άλλη πάλι φορά, σε μεγάλη νεροποντή, οι αδελφές στο Μοναστήρι ανησύχησαν. Κάποια μάλιστα βγήκε να την αναζητήσει. Την είδε τ
ότε να έρχεται από τα αμπέλια της Μονής (ανατολικά), μέσα στην βροχή, και να περπατά πάνω από την γη, χωρίς να είναι καθόλου βρεγμένη.



Διηγείται μία αδελφή που την επισκεπτόταν συχνά: «Κάποια φορά που είχαμε πάει με μια φίλη μου, στεκόμασταν έξω από το κελλάκι της όρθιες, μαζί με την Ταρσώ. Και ξαφνικά βλέπουμε να καρφώνει το βλέμμα της σε απόσταση δύο μέτρων μπροστά της, πολύ συγκεκριμένα, σαν να έβλεπε κάποιον, αθέατο σε εμάς. Σήκωσε τα δυο της χεράκια ψηλά και έλεγε: «Νάτος κι ο αξιωματικός! Όλη μέρα πάνω – κάτω» - κι ανεβοκατέβαζε τα χέρια της. «Ήθελα να ‘ξερα δεν κουράζεται καθόλου;». Κατάλαβα πως κάτι πολύ σημαντικό συνέβαινε εκείνη την ώρα και κοίταζα με δέος το πρόσωπό της, το οποίο είχε αλλοιωθεί εντελώς, έλαμπε από φως και με περίσσεια αγάπη είχε απορροφηθεί από κάποιο θέαμα υπερφυσικό, μα πολύ οικείο. Έμεινε μερικά δευτερόλεπτα σε αυτή την κατάσταση. Μετά κατέβασε σιγά – σιγά τα χεράκια της και σε λίγο γύρισε το πρόσωπό της προς εμάς και μας κοίταζε. Κατάλαβε εκείνη την στιγμή πως παρακολουθήσαμε κι εμείς το γεγονός».



Για να φθάσει όμως εκεί δεν είχε μόνο αγγελοφάνειες. Δεν είναι καθόλου ανώδυνος ο δρόμος προς την οικείωση της αγάπης του Χριστού. Αντίθετα είναι γεμάτος από ληστές που μισούν τον αγωνιστή τόσο περισσότερο όσο πιο έντονος είναι ο αγώνας του. Δεν ήταν λιγότερες οι εμπειρίες των δαιμονικών επιθέσεων στην ανηφορική της πορεία, πράγμα που γινόταν φανερό όταν αυτές συνέβαιναν ενώπιον άλλων. Την έβλεπαν να εντείνει το βλέμμα της, αυστηρό και επιτιμητικό σ’ αυτές τις περιπτώσεις και να λέει: «ήρθε πάλι ο κακός… τι θέλεις, τι σου έχω κάνει, φύγε από ‘δω κακέ», κάνοντας επανειλημμένα το σημείο του σταυρού.



«Θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις αυτού!». Θαυμαστοί και οι άγιοι του Θεού ενώπιον των άλλων ανθρώπων! Οι οποίοι βλέποντες και θαυμάζοντες τα καλά τους έργα «δοξάζουν τον πατέρα ημών τον εν τοις ουρανοίς»! Και η μακαρία Ταρσώ απέβη φως του κόσμου και νηπτική πρόκληση δοξολογίας και αινέσεως του ονόματος του Θεού!





Συνεχίζεται....
<div><img width="111" height="148" border="0" src="ierosolimitisa.jpg" /></div>
123
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1768
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 27, 2006 5:00 am

Δημοσίευση από 123 »

Το κείμενο το στέλνει ο Άγγελος

Η ΜΑΚΑΡΙΑ ΤΑΡΣΩ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΜΩΡΙΑΣ!



Πράγματι! Οι Άγιοι κρίνουν με τη θαυμαστή βιοτή τους τον κόσμο πριν ο Θεός κάνει την δική του τελεσίδικη κρίση!

Αλλά φαίνεται ότι οι διά Χριστόν σαλοί, οι αναλαβόντες δια βίου τον αγώνα της ευαγγελικής μωρίας, θα έχουν, κατά την κρίση αυτή, μια από τις πρώτες θέσεις στο βάθρο της κρίσεως του Θεού, στο οποίο θα αναδειχθούν ως παραδείγματα τέλειας ευαγγελικής ζωής, σωτηρίας εν Χριστώ Ιησού, ως «οι καλώς αθλήσαντες και στεφανωθέντες» μωροί διά Χριστόν!

Η ευαγγελική μωρία προβάλλεται, μέσα από την αποστολική γραφίδα, ως η αληθώς σώζουσα σοφία του Θεού. «Επειδή γαρ εν τη σοφία του Θεού ουκ έγνω ο κόσμος διά της μωρίας του κηρύγματος σώσαι τους πιστεύοντας». Η ανθρώπινη γνώση και σοφία δεν κατάφερε να συλλάβει το λυτρωτικό ύψος και βάθος της θεότευκτης σοφίας, γι’ αυτό ο Θεός θέλησε να αναδείξει τη μωρία του ευαγγελικού κηρύγματος ως την αληθώς σώζουσα σοφία.

Έτσι ο Θεός δεν διάλεξε σοφούς κατά κόσμον και επιστήμονες για να υπηρετήσουν το κήρυγμα του Ευαγγελίου, «αλλά τα μωρά του κόσμου εξελέξατο, ίνα τους σοφούς καταισχύνη, και τα ασθενή του κόσμου εξελέξατο , ίνα καταισχύνη τα ισχυρά, και τα αγενή του κόσμου και τα εξουθενωμένα εξελέξατο ο Θεός, και τα μη όντα, ίνα τα όντα καταργήση».

Στη χειμαρρώδη ατή αποστολική ρητορεία της μωρίας έχουμε ασφαλώς το ευαγγέλιο της σωτηρίας διά της εν Χριστώ Ιησού σαλότητος. Τα μωρά, τα αγενή, τα εξουθενωμένα, τα μη όντα, συναπαρτίζουν τον ευαγγελισμό μιας σωτήριας σαλότητος, που δεν ανατρέπει μόνο και δεν ακυρώνει τη λογική του κόσμου, αλλά και του εγκόσμιου χριστιανού!



Ο Θεός εν τούτοις «εξελέξατο τα μη όντα, ίνα τα όντα καταργήσει»! Και αν στην περίπτωση του Αποστόλου Παύλου, η τέλεια εξουθένωσή του, μετά την εν θείω οράματι συνάντησή του με τον Κύριο, αποτελεί ένα αρχέτυπο, θεοδίδακτο παράδειγμα αυθεντικής αφετηρίας, αλλά και πορείας πνευματικής ζωής, τότε βεβαιώνεται και πάλι η μεγάλη αλήθεια της εν Χριστώ ζωής, ότι για να γίνεις κάτι εν Χριστώ Ιησού, πρέπει πρώτα να γίνεις (αλλά και να μείνεις) «μη ον»!

Οπωσδήποτε πάντως η πρόσκληση για την σωτηρία, «Δεύτε αναβώμεν εις το όρος Κυρίου», υποδηλώνει το ξεκίνημα της πνευματικής πορείας από τη χωμάτινη, ισόπεδη, προ των κρασπέδων του Αγίου όρους τούτου, αφετηρία!

«Ηγέρθει δε ο Σαύλος από της γης, ανεωγμένων τε των οφθαλμών αυτού ουδένα έβλεπε… Και ην ημέρας τρεις μη βλέπων και ουκ έφαγεν ουδέ έπιεν…»!



Ήταν συχνή στο στόμα της Ταρσώς η ασκητική της επωδός, «Δεν είμαι τίποτα. Δεν έχω τίποτα. Εδώ δεν υπάρχει τίποτα»!



Ο σύγχρονος Χριστιανός πρέπει να επιστρέψει στο Ευαγγέλιο των σαλών και μωρών και να κατανοήσει το σπουδαίο μήνυμα του «μωρού» αποστόλου («ημείς μωροί διά Χριστόν») μέσα στο κατ’ εξοχήν μωρό εγκόσμιο πνεύμα της εποχής μας. «Μηδείς εαυτόν εξαπατάτω, ει τις δοκεί σοφός είναι εν υμίν εν τω αιώνι τούτω, μωρός γενέσθω, ίνα γένηται σοφός. Η γαρ σοφία του κόσμου τούτου μωρία παρά τω Θεώ εστί»!



Είναι γεγονός ότι για να σωθείς εν Χριστώ Ιησού δεν χρειάζεσαι τη σοφία του κόσμου τούτου, αν η σοφία αυτή είναι «επίγειος, ψυχική, δαιμονιώδης»! Η σώζουσα σοφία του Θεού, ως «μωρία», φαινομενικώς σου προσπορίζει ταπείνωση, πένθος, θλίψεις και στενοχώριες, ουσιαστικώς όμως σου εξασφαλίζει αυθεντικότητα ευαγγελικής ζωής.

Ο Απόστολος Παύλος ήταν «μωρός» διά Χριστόν, αλλά είχε συγχρόνως «νουν Χριστού» και γνώριζε από το φαινομενικά ταπεινωτικό και ατιμωτικό υλικό της εν Χριστώ «μωρίας» να οικοδομεί σταθερό και αμετακίνητο, από κάθε αντίθετη δύναμη, τον οίκο της ψυχής του. Η άνεση, με την οποία ζωγραφίζει τη λάσπη της ανθρώπινης μωρίας στο αποστολικό του πρόσωπο, αποτελεί καύχημα της εν Χριστώ «μωρίας» του. «Ως περικαθάρματα του κόσμου εγενήθημεν, πάντων περίψημα έως άρτι. Ουκ εντρέπων υμάς γράφω ταύτα, αλλ’ ως τέκνα μου αγαπητά νουθετώ». Δεν εντρέπετο για την ταπείνωση, που εδέχετο, ως αποτέλεσμα του κηρύγματος της εν Χριστώ Ιησού σωτηρίας. Αντίθετα αντιλαμβανόταν, ότι χωρίς τη σαβούρα της ταπεινώσεως, δεν ήταν δυνατό να κτίσει το ναό του Θεού στην ψυχή του.



Κάποτε τη ρωτήσαμε «τι να κάνουμε»! Κοίταξε το καλύβι της και είπε: «Κτίστε και σεις ένα σπίτι. Εγώ έκτισα αυτό. Τις σανίδες τις έφερε ο ξάδερφός μου ο καπετάνιος. Οι δικές μου σανίδες είναι στο μπόι μου».

Κοίταξε πέρα στη θάλασσα. «Ο καπετάνιος έφερε σανίδες. Τα πλοία πλέουν καλά, όταν έχουν σαβούρα. Αδειάζουν τη σαβούρα και κτίζουν σπίτια. Σαβούρα χρειάζεται. Σανίδες δε χρειάζονται στο πλοίο. Μόνο πάνω χρειάζονται και κάτω. Όταν δεν έχει σαβούρα κυρά Κ… το πλοίο μπατάρει. Το πλοίο δεν έχει σαβούρα. Είναι ψηλό και μπατάρει. Σαβούρα χρειάζεται. Όχι τσιμέντο. Χαλίκια. Το τσιμέντο κοκαλιάζει»!



Η κυρίαρχη λέξη στα λόγια αυτά της Ταρσώς, «σαβούρα» δίνει καθαρό το νόημα των σκέψεών της. Χωρίς σαβούρα, ούτε σπίτι κτίζεις, ούτε έχει ευστάθεια το πλοίο στις φουρτούνες του πελάγου!

Ο εν ημίν ναός του Θεού μπορεί να οικοδομηθεί μόνο με το υλικό της ταπεινώσεως, της περιφρονήσεως εκ μέρους των ανθρώπων του κόσμου, του ονειδισμού της μωρίας της πίστεώς μας, της λάσπης της χριστιανικής δήθεν ηλιθιότητας, που επιβάλλει να πορεύεσαι με το σταυρό στο χέρι, του παραλογισμού της δήθεν θείας θαυματουργίας στη ζωή μας, της ανοησίας της εγκράτειας, της βλακείας της νηστείας, μέσα σε ένα κόσμο που έχει αποθεώσει τον καταναλωτισμό και την κοιλιοδουλεία…!

Ότι λιθοβολείται στο πρόσωπο του πιστού ανθρώπου ως περιφρόνηση, ονειδισμός, μωρία, ανοησία και βλακεία και οτιδήποτε άλλο σχετικό, αποτελεί τη σαβούρα της ταπεινώσεως! Αυτή η σαβούρα εκπροσωπεί το μυστήριο της εν Χριστώ Ιησού ταπεινώσεως του πιστού ανθρώπου, που αγωνίζεται με ακρίβεια τον καλό αγώνα της εργασίας των ευαγγελικών αρετών!

Ναι! Είναι αληθής ο ευαγγελικός λόγος, «Ο Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσιν χάριν». Χωρίς τη θεόσδοτη χάρη της ταπεινώσεως, δεν υπάρχει σωτηρία!
<div><img width="111" height="148" border="0" src="ierosolimitisa.jpg" /></div>
123
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1768
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 27, 2006 5:00 am

Δημοσίευση από 123 »

Το κείμενο το έστειλε ο Άγγελος

«Το πλοίο είναι ψηλό και μπατάρει»! Ο υψηλοκάρδιος και υπερήφανος άνθρωπος, «ο υπερυψούμενος και επαιρόμενος ως τας κέρδους του Λιβάνου», που δεν έχει σαβούρα, βιώματα ταπεινώσεως και αυτοεξουθενώσεως, θαλασσοπορεί επικίνδυνα άνω στα αφρισμένα κύματα της εγκόσμιας μωρίας. Αυτό το «πλοίο» σίγουρα κάποια στιγμή θα μπατάρει, θα κλυδωνισθεί και θα βουλιάξει!

Το πλοίο δεν χρειάζεται μόνο σανίδες. Σωσίβιες βάρκες φαρισαϊκής ματαιοδοξίας. Σαβούρα χρειάζεται. Και όχι τσιμέντο! «Το τσιμέντο κοκαλιάζει»! Το υλικό της οιήσεως και της υπερηφανείας, του εγωισμού και της αλαζονείας, κοκαλιάζει σαν τσιμέντο στην ανθρώπινη ψυχή. Γι’ αυτό ο υψηλόφρων άνθρωπος είναι σκληροτράχηλος. Αμετακίνητος στην ισχυρογνωμοσύνη του, στα εξωφρενικά πείσματά του και στις απολυτοποιημένες απόψεις και θέσεις του. Αλλά ένα τέτοιο υλικό, στέλνει το πλοίο κάθετα στο βυθό της εγκόσμιας θάλασσας του παραλογισμού και της σχιζοφρένειας!



Σε προηγούμενη επίσκεψη είχε ερωτηθεί για λογαριασμό μου: «Τι θα γίνει που έχουμε τσιμέντο μέσα μας και δε σπάζει;». Έμοιαζε να μην απαντάει σ’ αυτό που ωστόσο απαντούσε: «Τι έχω πάθει! Για τη Μηνιγγίτιδα στο Δραγάτσειο, για τα πόδια στο Γενικό, η αρρώστια του παπά και δεν μπορώ να γιατρευτώ! Και δεν είναι κανένας να με πάει στην Αθήνα, να πάω στο Αρσάκειο που θα γιατρευτώ, γιατί με λένε Αρσάκη!».



Να, λοιπόν, ποια είναι η βαριοπούλα που σπάζει το τσιμέντο! Όσο δεν είναι ζυμωμένος ο άνθρωπος με τις δοκιμασίες της ζωής, τις θλίψεις και τα αδιέξοδα της υπάρξεως, είναι «κορδωμένος»… ψηλομύτης! Η σίγουρη υγεία του, όπως νομίζει, τα λεφτά του και η κοινωνική του επιφάνεια, του εμπνέουν το αίσθημα του κυρίαρχου της ζωής, φλογίζουν την αλαζονεία του και «τσιμεντάρουν», με ένα ακατάλυτο αίσθημα ασφάλειας, το υψηλό του φρόνημα γι’ αυτό που νομίζει ότι είναι: ένας αυτοδύναμος και αυτόνομος κατακτητής της ζωής!

Υπάρχει άραγε πιο τραγική μωρία της υπάρξεως από την ανθρώπινη αυτή φαντασίωση, αφού, κάποια στιγμή, σίγουρα το «τσιμέντο» θα αρχίσει να σπάει από μόνο του με αιφνίδιες αρρώστιες, με απροσδόκητες ίσως οικονομικές καταστροφές, με ψυχοφθόρες κρίσεις και καταλυτικά του ανθρώπινου λόγου αδιέξοδα!

Τότε το τσιμέντο της προσωπικής αλαζονικής ασφάλειας μπορεί να γίνει σκόνη. Επιδεκτικό όμως για ένα γονάτισμα ταπεινώσεως και αποδοκιμασίας του υψηλού φρονήματος της Αυτού Μεγαλειότητας του τραγικού Εαυτού! Αλλά τότε, σε μια περίπτωση, η θάλασσα θα γαληνέψει και το καράβι θα ισιώσει…! Τότε, αλήθεια, μακάριος όποιος το πιλοτάρει, το καράβι αυτό, προς το λιμάνι του Θεού! Τότε θα αράξει ειρηνικά «επί λιμένα θελήματος αυτού»!



Η Ταρσώ ανεδείχθη αναμφίβολα απόστολος της ευαγγελικής «μωρίας» στις μέρες μας! Αλλά αυτή τη μωρία δεν την αντιλλήφθηκαν, όσοι την είδαν και την έκριναν υπό το πρίσμα της κατεστημένης κοινωνικής αξιοπρέπειας! Έτσι, σκανδαλίσθηκαν!

Ο πνευματικός, που απαγόρευσε την επίσκεψη των πνευματικών του τέκνων στην Ταρσώ, αν και αναγνωρισμένος κοινωνικά, ως καλοβαλμένος στο ποιμαντικό του πόστο, έδειξε ότι σκανδαλίσθηκε από κάποια «άπρεπα» για το κοινωνικό ήθος λόγια της Ταρσώς. Όμως τα λόγια αυτά δεν είναι άπρεπα για το Ευαγγέλιο, αφού, ως λόγια του Χριστού ο ευαγγελιστής τα απέδωσε, όπως η Κυριακή γλώσσα τα ελάλησε!



Ο καλός, πλην, κοινωνικός, κατά κόσμο, χριστιανός έχει την ευαισθησία μιας κατεστημένης ηθικιστικής αντιλήψεως, που νομίζει ότι αυτή εκφράζει όλο το βάθος και το πλάτος της ποιότητας της πνευματικής ζωής.

Η αντίληψη αυτή έχει άμεση σχέση με την «ιδεατή» (πλασματική), «καλή» εικόνα του εαυτού μας, που εννοεί να αντιδρά σε ότι δεν εναρμονίζεται με το κοινωνικό ήθος αυτό καθ’ εαυτό, ως το κύριο μέτρο της ποιότητος της ανθρώπινης γενικά ζωής.

Κατά βάθος, θέλουμε να πηγαίνουμε με την κοινωνική μόδα, σε όλες τις προοπτικές της υπάρξεώς μας. Ακόμη και στη στόχευση της σωτηρίας μας εν Χριστώ Ιησού! Μήπως λανθάνει εδώ μια υποδουλωμένη ανθρωπαρέσκια;



Ο Απόστολος Παύλος δεν ντρεπόταν να διακηρύσσει ότι εμείς οι απόστολοι «ως περικαθάρματα του κόσμου εγεννήθημεν, πάντων περίψημα έως άρτι».

Στην κατανόηση και κυρίως στη βίωση της εν Χριστώ μωρίας δεν μπορεί να εισέλθει κάποιος με το κουστούμι της κατά κόσμο κοινωνικής αξιοπρέπειας, που συνήθως αποτελεί επίφαση μιας δουλείας του ανθρώπου στις φανερές ή λανθάνουσες εγωιστικές μας καταβολές.

Ναι! Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός, ότι πολλές δυσκολίες μας να αντιληφθούμε τι σημαίνει πνευματική εν Χριστώ ζωή, πηγάζουν από μια λανθάνουσα αλλά εξίσου ισχυρή τάση εκκοσμικεύσεως της πνευματικής μας ζωής. Είμαστε σαφώς υπέρ της μόδας γενικά. Και μάλιστα ιδιαίτερα σήμερα, που ακόμα συζητείται και η πραγματικότητα της εκκλησιαστικής μας εκκοσμικεύσεως!

Εξάλλου, για τον λόγο αυτό, το μήνυμα της Ταρσώς «σαβούρα χρειάζεται το πλοίο», μας φαίνεται αποκρουστική μωρία! Όμως ο Απόστολος Παύλος, ο απόστολος της ευαγγελικής μωρίας, δίνει το μήνυμά του με ευαγγελική και αποστολική διαφάνεια, που δεν είναι εν’ τούτοις σήμερα της… μόδας!

Το μήνυμα της Ταρσώς, ότι «ταπείνωση χρειάζεται η ανθρώπινη ψυχή», όπως προσφέρεται με τη ζωή, αλλά και τη λογική της ασκητικής μωρίας, την αναδεικνύει πράγματι ως απόστολο της ευαγγελικής μωρίας. Αυτή η πρόσκληση της χριστιανικής αυτοσυνειδησίας, σήμερα, πρέπει να εκτιμηθεί ως μια φωτιστική αφύπνιση, μέσα στο σκότος και τον ζόφο του σύγχρονου παραλογισμού του ανθρώπου της εποχής μας!



ΤΕΛΟΣ
<div><img width="111" height="148" border="0" src="ierosolimitisa.jpg" /></div>
123
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1768
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 27, 2006 5:00 am

Δημοσίευση από 123 »

Ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Άγγελο για την ευκαιρία που μας έδωσε να γνωρίσουμε την γερόντισα Ταρσώ, όσοι δεν την ξέραμε.
Την ευλογία της να έχουμε και τη μεσητεία της στον Κύριο να σωθούν οι ψυχές μας.
ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ!
<div><img width="111" height="148" border="0" src="ierosolimitisa.jpg" /></div>
Melpomeni
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1750
Εγγραφή: Τετ Σεπ 28, 2005 5:00 am
Τοποθεσία: USA

Δημοσίευση από Melpomeni »

123 έγραψε:Ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Άγγελο για την ευκαιρία που μας έδωσε να γνωρίσουμε την γερόντισα Ταρσώ, όσοι δεν την ξέραμε.
Την ευλογία της να έχουμε και τη μεσητεία της στον Κύριο να σωθούν οι ψυχές μας.
ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ!

Αμην ! Ευχαριστω στον Αγγελο και ευχαριστω και σε σενα Ευθαλια !
Καλη Ανασταση !
...ΚΑΙ ΙΔΟΥ ΕΓΩ ΜΕΘ`ΥΜΩΝ ΕΙΜΙ ΠΑΣΑΣ ΤΑΣ ΗΜΕΡΑΣ ΕΩΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΟΣ. ΑΜΗΝ.
Misha
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3872
Εγγραφή: Δευ Δεκ 26, 2005 6:00 am
Τοποθεσία: http://clubs.pathfinder.gr/seraphim
Επικοινωνία:

Δημοσίευση από Misha »



Εικόνα

το τελευταίο κελλί της γερόντισσας.η γερόντισσα συνομιλεί με αγιορείτη ιερομόναχο



Εικόνα

η οσία γερόντισσα οπως ήταν τα τελευταια έτη του επίγειου βίου της.


Εικόνα

έξω από το παράπηγμα της εκεί όπου συνομιλούσε με τους επισκέπτες της.


Εικόνα

η οσιακή της κοίμηση.
<div><img width="158" height="171" border="0" src="whiteangelap0.jpg" /></div><br />
elenas
Συστηματικός Αποστολέας
Συστηματικός Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 180
Εγγραφή: Παρ Φεβ 23, 2007 6:00 am

Δημοσίευση από elenas »

Γράφτηκαν πολλά περί της αγιότητος η μη της Ταρσώς και θα γραφούν περισσότερα, έχω την αίσθηση.
Αγία ή μή, είναι μια ζεστή ανάσα που κάποιοι την νιώθουμε όταν... ο βοριάς τα αρνάκια παγώνει, που λέει και το τραγούδι της πρώτης μας αθωότητας.
(Προσωπική εμπειρία εξομολογούμαι. Παρακαλώ μην μου απαντήσετε με μακροσκελή θεολογικά κείμενα. Τα περισσότερα υπερβαίνουν τις γνώσεις μου. Το θαύμα μου είναι πιο κατανοητό.....)
Απάντηση

Επιστροφή στο “Βίοι Αγίων και Γερόντων”