Ταρσώ "η διά Χριστόν Σαλή"

Βιογραφία των Αγίων και Γερόντων τις Εκκλησίας μας

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

123
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1768
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 27, 2006 5:00 am

Δημοσίευση από 123 »

Το θέμα συνεχίζεται με τα κείμενα όπως μας τα δίνει ο Άγγελος.

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟ ΤΗΣ ΚΗΔΕΙΑΣ ΤΗΣ



Διηγείται προσφιλής της επισκέπτρια:

«Μας έκαναν οι καλόγριες της Κερατέας τη χάρη, όταν φθάσαμε κοντά στο νεκροκρέβατο, στο οποίο ήταν ξαπλωμένη η μακαρία Ταρσώ, ντυμένη με καθαρά μοναχικά ρούχα, να τραβήξουν το μαύρο κάλυμμα για να βλέπουμε το πρόσωπό της, όσο μπορέσαμε να μείνουμε κοντά της. Είχε φροντίσει η αδελφή Μαρίνα να μην την πάρουν αμέσως στο παρεκκλήσι του κοιμητηρίου για να προλάβουν να την αποχαιρετίσουν εκτός του χώρου της Μονής κάποιοι που την είχαν γνωρίσει… Το σώμα έχασκε προς τα δεξιά κι ωστόσο δεν είχε τίποτε το άσχημο. Από το μαντήλι της κεφαλής ξέφευγε μια τούφα άσπρα σγουρά μεταξένια μαλλάκια. Άφησα μια δυο φορές το βάρος της κεφαλής μου στα πόδια της. Ήταν μαλακά!

Με αφορμή τον ερχομό δύο συγγενών της απέσυρα το βλέμμα από εκείνην και κοίταξα μια γύρα τους ζωντανούς. Ποτέ οι ζωντανοί δεν μου φάνηκαν τόσο άσχημοι, συγκρινόμενοι με την ωραιότητα και την ελευθερία που αναπαυόταν σ’ Αυτήν. Είχε τώρα το περισσόν της ζωής, γιατί έζησε μύριους θανάτους («εσένα σε σκοτώσανε είκοσι επτά φορές, σε βάλανε σε φέρετρο, σε… σε…»)!

Κάποτε οι αδελφές της Κερατέας έρχονταν που και που να χαιρετήσουν την μόνη ζωντανή εκεί μέσα. Οι πιο πολλές ξένες, αδιάφορες. Μερικές, σαν περίεργες συχωριανές κοίταζαν να εξακριβώσουν ποιοι την έκλαιγαν! Μόνο μια εύσωμη, κοντή ηλικιωμένη καλόγρια, αρχοντική, με τα καλά της και το κάλυμμα πολύ κατεβασμένο, δεν πέρασε ως ξένη. Την αγκάλιασε με λυγμούς και ιεροπρέπεια και κάθησε στην καρέκλα δίπλα της, σαν ο μόνος πραγματικός συγγενής. Ως εκείνη την ώρα ξεγελιόμασταν ότι εμείς είμαστε οι εγγύτεροί της. Μπροστά σε αυτήν την παρουσία τραβηχτήκαμε. Δεν είδαμε το σκυμμένο, χαμένο μέσα στο κάλυμμα πρόσωπο. Μόνο ένα σιγανό κλάμα ακουγόταν: «Αχ! Ταρσούλα μου, αχ! Ταρσούλα μου»!

Καμιά μας δεν τόλμησε να της μιλήσει. Ούτε μεταξύ μας είπαμε τίποτα. Ξέραμε τι χάσαμε, πονούσαμε, κι ο πόνος μας έγινε παράκληση προς αυτήν που πήρε πια «μετάθεση για το σπίτι της, το σπίτι της Μανούλας της, της Μαρίας». Ξέραμε πως θα είναι πια «στον Πύργο, με το Δεσπότη»!

Έξι μοναχές σήκωσαν το νεκροκρέβατο για να το μεταφέρουν στο ναό του Κοιμητηρίου. Τότε καταλάβαμε αυτό που συχνά μας έλεγε: «Εμένα το αυτοκίνητό μου θα το μεταφέρουν έξι παιδάκια». Δεν επέτρεψαν την παρακολούθηση της νεκρώσιμης ακολουθίας σε εξωμοναστηριακούς, γι’ αυτό αναγκαστήκαμε να αποχωρήσουμε».
<div><img width="111" height="148" border="0" src="ierosolimitisa.jpg" /></div>
123
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1768
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 27, 2006 5:00 am

Δημοσίευση από 123 »

Το κείμενο το έστειλε ο Άγγελος



Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΕΛΙΟΥ ΤΗΣ ΜΑΚΑΡΙΑΣ ΤΑΡΣΩΣ


Μετά την κοίμηση της μακαρίας Ταρσώς, ακολούθησε και ο θάνατος, η καταστροφή του κελιού της.

Μια σαρωτική μπουλντόζα, αμέσως μετά την κοίμησή της, με ακατανόητη σπουδή και βιασύνη, ισοπέδωσε, χωρίς οίκτο, τον «αυθαίρετο» οικίσκο της, το κελί της, την ασκητική και πνευματική της παλαίστρα, το πνευματικό αυτό παλάτι της χάριτος του Θεού, που φιλοξένησε και συντρόφευσε την θαυμαστή ασκήτρια στους σκληρούς κατά δαιμόνων αγώνες της, αλλά και στις μετά αγγέλων και αγίων χαρισματικές της εντεύξεις.

Ποιοι και γιατί έσπευσαν να γκρεμίσουν ένα ιερό «αυθαίρετο» της χάριτος του Θεού; Έναν ουρανοβάμονα άμβωνα συγκλονιστικών μηνυμάτων πατερικής ασκήσεως και φωτιστικής νίψεως, μέσα στο σκότος του νυν αιώνος.

Γιατί δεν τον περιέφραξαν και δεν τον προστάτευσαν, ώστε να διασώζει, με παραστατική αμεσότητα, τον αγώνα της μακαρίας Ταρσώς, μέσα στην ασκητική της σκληρότητα και την αγιοπνευματική της ακτινοβολία και βιωματικά διαφάνεια;

Ποιος ξέρει ποιες ανθρώπινες δυνάμεις, απόρροια πνευματικής και «ευσεβούς» αδιακρισίας, θέλησαν, με εντυπωσιακή βιασύνη και σκληρότητα, να «καθαρίσουν» το χώρο από το «άθλιο» κελί της!

Μια γνωστή της μοναχή περιγράφει έτσι την εμπειρία της από το γεγονός: «Σε λίγες ημέρες, νοσταλγώντας την αγαπημένη μας Ταρσώ, πήγαμε να επισκεφθούμε τουλάχιστον το καλύβι της, να ξαναζήσουμε νοερά ότι είχαμε ζήσει εκεί και να προσκυνήσουμε τον τόπο της αθλήσεώς της. Όταν φθάσαμε εκεί, είδαμε ότι στον τόπο του κελιού της υπήρχε τώρα ένας σωρός από τσιμεντόλιθους. Με πόνο στην καρδιά προσευχηθήκαμε στα απομεινάρια αυτού του καλυβιού που τόσο είχαμε αγαπήσει και πήγαμε στο Μοναστήρι να αναζητήσουμε την αδελφή Μαρίνα. Αυτή μας δέχθηκε με αγάπη και μας διηγήθηκε ότι είδε στον ύπνο της την Ταρσώ και της είπε, «να πας στο κελί μου, γιατί θα το γκρεμίσουν και να πάρεις ένα μαντήλι με κάτι εικονίτσες και σταυρουδάκια, που είναι κρεμασμένο στον τοίχο και να τα δώσεις όλα όπως είναι στην Θ. και την παρέα της».

Τελικά, όπως διαπιστώσαμε, αυτό το όνειρο το είδε η αδελφή Μαρίνα, μια μέρα πριν γκρεμίσουν το κελί της αδελφής Ταρσώς.



Αλλά παρόμοιες πράξεις, αν και εξαφανίζουν τα ορατά ίχνη του υπεράνθρωπου πνευματικού παλαίσματος της μακαρίας Ταρσώς, δεν σβήνουν την πνευματική της εικόνα από την μνήμη εκείνων που την έζησαν και την αγάπησαν. Γιατί η «θαυμαστή εν οφθαλμοίς αυτών» ασκητική της βιοτή «εθέωσε» ήδη στο πνεύμα τους και τον οικίσκο αυτό, που η χάρη του Θεού μεταποίησε πλέον για τη μακαρία Ταρσώ σε «οικία αχειροποίητο εν τοις ουρανοίς».



Κάποιοι, που έγιναν αποδέκτες της ευλογίας της πνευματικής ανταύγειας της ζωής της μακαρίας Ταρσώς, πληροφορηθέντες έγκαιρα την ανόσια πράξη, έσπευσαν στον ισοπεδωμένο ιερό χώρο για να ανασκαλέψουν το χώμα με τα χέρια τους και να φέρουν στην επιφάνεια κάποια ατομικά της είδη. Κάποιο βιβλίο, κάποια εικονίτσα, ένα μαύρο σάλι, τα παράταιρα παπούτσια της και άλλα μικροαντικείμενα, ιερά πάντως, μνημεία της σωματικής παρουσίας της, σε ένα χώρο που αγίασε και τίμησε, με τη χαρισματική της βιοτή! Αλλά συγχρόνως, τα ίδια αυτά μνημεία, θα συντηρούν τις σκιές αυτού του χώρου, που η βιασύνη και η σκληρότητα κάποιων «αδελφών» έριξαν στην χαρισματική αυτή βιοτή!
<div><img width="111" height="148" border="0" src="ierosolimitisa.jpg" /></div>
123
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1768
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 27, 2006 5:00 am

Δημοσίευση από 123 »

Το κείμενο το έστειλε ο Άγγελος

Η ΕΥΩΔΙΑ ΤΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΤΗΣ ΜΑΚΑΡΙΑΣ ΤΑΡΣΩΣ



Κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, «η ενέργεια της Θείας Χάριτος που διαπερνά από την ψυχή στο σώμα, το μεταστοιχειώνει και το κάνει και αυτό πνευματικό, ώστε και αυτό το υλικό σώμα, να συμμετέχει στη θεουργία του ανθρώπου προς θέωση, που διεργάζεται το Άγιο Πνεύμα. Και η φανερή απόδειξη αυτού του γεγονότος είναι τα ιερά λείψανα των Αγίων που θαυματοποιούν ποικιλοτρόπως στη ζωή τους».

Αυτή ακριβώς η φανερή απόδειξη της πραγματικότητας του Αγίου ανθρώπου διέλαμψε ήδη και μαρτυρείται συνεχώς στα ιερά λείψανα της μακαρίας Ταρσώς. Όποια ιερά λείψανά της έχουν αποθησαυρισθεί, ιδιαίτερα σε ιερές Μονές, εκπέμπουν οσμή ευωδίας πνευματικής, έχουν Θεία Χάρη και ευφραίνουν την καρδιά των τιμώντων τη μνλημη της, μάλιστα εκείνων που την γνώρισαν, την κατανόησαν, την έζησαν και την αγάπησαν, με απέραντη και ανυπόκριτη αγάπη Χριστού.



Η αδελφή Μαρίνα μας διηγήθηκε για κάποιο θαυμαστό γεγονός που είχε συμβεί στην ίδια: «Όταν ζούσε ακόμα η Ταρσώ και έβγαζε μόνη της τα δόντια της – λόγω γήρατος – πήρα ένα και το έκρυψα σε ένα σπιρτόκουτο, σε κάποιο συρτάρι στο κελί μου. Με τον χρόνο το ξέχασα εντελώς. Αφού κοιμήθηκε η Ταρσώ, πολλές φορές ανοίγοντας το συρτάρι αισθανόμουν μια ανεξήγητη ευωδία. Κάποια φορά λοιπόν, μου παρουσιάσθηκε στον ύπνο μου και μου είπε, «Το δόντι μου που έχεις σε εκείνο το συρτάρι – και μου υπέδειξε το μέρος – να το δώσεις στον Αλέξανδρο και αυτός στην κόρη του που με ευλαβείται, να το βάλει σε ένα σταυρό και να το φορέσει πάνω της». Εκείνη στην οποία αναφερόταν, την περίοδο που η αδελφή Μαρίνα είδε το όνειρο, αντιμετώπιζε κάποιο σοβαρό οικογενειακό πρόβλημα.



«Στις 7 Οκτωβρίου του 1998, μνήμη του Αγίου Ιωάννου του Ερημίτου και των συν αυτώ 98 Πατέρων που ασκήτεψαν στην Κρήτη, βρέθηκα φιλοξενούμενος στην Ιερά Μονή Παληανής Ηρακλείου Κρήτης, όπου φυλάσσεται μέρος από τα άγιά τους λείψανα και τους εορτάζουν κάθε χρόνο με Θεία Λειτουργία. Επειδή συνέπιπτε με την ημερομηνία που κοιμήθηκε η Ταρσώ, σκέφτηκα να πάω το λειψανάκι της στην εκκλησία – στο Άγιο Βήμα – όμως είχα ένα λογισμό, μήπως δεν είναι σωστό κατά την τάξη της Εκκλησίας. Τελικά λίγο πριν τον εσπερινό το έκρυψα σε κάποιο σημείο του Ιερού. Το πρωί, πριν ξημερώσει είχε τελειώσει η Λειτουργία και οι μοναχές παρέμεναν στα στασίδια τους να ολοκληρωθεί και η ανάγνωση της Ευχαριστίας μετά την Θεία Μετάληψη, περιμένοντας να καταλύσει ο Ιερέας. Εκείνη την στιγμή, μπήκα από την νότια θύρα του Διακονικού για να πάρω το κουτάκι μου. Καθώς έβγαινα έπεσε στην αντίληψη της Ηγουμένης και με ρώτησε τι κρατούσα στην παλάμη μου. Δεν ήθελα να δώσω εξηγήσεις και προσπάθησα να το αποφύγω, όμως επέμενε πολύ και μαζί της και άλλες αδελφές που εν τω μεταξύ είχαν πλησιάσει. Χωρίς καλά – καλά να προλάβω να αντιδράσω, μου πήραν το κουτάκι και το άνοιξαν. Εγώ δεν το είχα ανοίξει από την προηγούμενη χρονιά, αλλά πάντοτε το προσκυνούσα κλειστό. Όλες άρχισαν να κάνουν τον σταυρό τους και να το ασπάζονται με ευλάβεια. Εγώ τις κοιτούσα γεμάτος απορία. «Ποιανού Αγίου λείψανο είναι αυτό και πλημμύρισε ο τόπος ευωδία, μόλις άνοιξε το κουτάκι;», άκουσα μια αδελφή να λέει. Ήταν όντως επίσκεψη της Οσίας Γερόντισσας κατά την ημέρα των «γενεθλίων της».



Μοναχή, Ιεράς Μονής περιοχής των Ιονίων νήσων, η οποία, ως λαϊκή, γνώρισε και έζησε από κοντά τα ασκητικά παλαίσματα της μακαρίας Ταρσώς, δέχθηκε μικρό τμήμα ιερών λειψάνων της, το οποίο ευωδίασε, προς μεγάλη της έκπληξη, ολόκληρο το κελί της, χαρίζοντας μια ιδιαίτερη ευλογία της παρουσίας της σε ολόκληρη την Ιερά Μονή.



Η Μ. Ζ. διηγείται ότι πρόσφερε ως ευλογία, σε σεβαστή Γερόντισσα Ιεράς Μονής της Πελοποννήσου, όταν εκείνη βρέθηκε στην Αθήνα για δουλειές της Μονής της, μικρό τεμάχιο ιερού λειψάνου της μακαρίας Ταρσώς. Την ίδια μέρα, το βράδυ, η Μ. Ζ. δέχθηκε τηλεφώνημά της, με το οποίο την πληροφορούσε με ιερό θαυμασμό για την άρρητη ευωδία του ιερού λειψάνου.

Αργότερα, σε νέα επικοινωνία της Μ. Ζ. με την εν λόγω Γερόντισσα, έμαθε ότι η ευωδία του λειψάνου τούτου είναι, μέσα στο κελί της, συνεχής και αδιάκοπη, ενώ μια φορά που δεν ευωδίαζε, μόλις η Γερόντισσα μονολόγησε απογοητευμένη, «Βρε Ταρσώ, σήμερα βρήκες να μην ευωδιάσεις;», το ιερό λειψανάκι της πρόσφερε άρρητη ευλογία πνευματικής αναψυχής.
<div><img width="111" height="148" border="0" src="ierosolimitisa.jpg" /></div>
123
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1768
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 27, 2006 5:00 am

Δημοσίευση από 123 »

Το κείμενο το έστειλε ο Άγγελος

ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ



Όταν κάποιος μεγάλος αγωνιστής φθάσει στο τέλος της επίγειας ζωής του και μεταστεί προς την αληθινή ζωή, είναι φυσικό και ανθρώπινο αυτοί που μένουν πίσω να αναρωτιόνται αν ο Θεός τον κατέταξε μετά των Αγίων. Όσον αφορά την διά Χριστόν σαλή ασκήτρια Ταρσώ, πιστεύουμε ότι είναι υπερεπαρκή τα στοιχεία που δείχνουν ότι ο αγωνοθέτης Χριστός ενέκρινε και επιβράβευσε τον αγώνα της, αφού τον επισφράγισε με ειδικά χαρίσματα που δίδει μόνο στους Αγίους Του, όπως της διοράσεως, της προοράσεως, της θαυματουργίας και της ευωδίας των ιερών λειψάνων της. Αλλά μήπως η άκρα υπομονή και άσκηση καθώς και η παραπλανητική σαλότητά της είναι μικρότερα χαρίσματα από αυτά; Στην προκειμένη περίπτωση όμως η επιβράβευση αυτή του Κυρίου έχει και ένα ιδιαίτερο νόημα: επειδή η μορφή του αγώνα της Ταρσώς και ακόμη η εκκλησιολογική της θέση ήταν εύλογο να προκαλέσουν κάποια ερωτηματικά, ο Θεός με τα χαρίσματα που της έδωσε μας απήλλαξε από κάθε δισταγμό, επιβεβαιώνοντας για άλλη μια φορά ότι «δικαίω νόμος ου κείται».

Συνεχίζει όμως και τώρα να κάνει αισθητή την παρουσία της σε όσους την ευλαβούνται, να τους βοηθεί, ακόμη και να τους ξεναγεί στα υπέρτατα δώματα που της χάρισε ο Θεός, όπου τώρα ευφραίνεται ¨συν πάσι τοις αγίοις». Το γεγονός που ακολουθεί είναι χαρακτηριστικό και ενδεικτικό της νυν καταστάσεώς της.

«Είχαν περάσει τρία χρόνια μετά την κοίμησή της. Ήμουν άρρωστη, καθηλωμένη στο κρεβάτι, την σκεπτόμουν έντονα και με παράπονο μέσα μου, για το γεγονός ότι τόσο καιρό δεν μου έδωσε ένα σημείο, να καταλάβω ότι μας βλέπει και ότι είναι κοντά μας. Επίσης τα χρόνια αυτά σκεπτόμουν που την έχει κατατάξει ο Θεός. Είχα και άλλες σκέψεις, πως ποτέ δεν μας είπε κάτι για το νέο και το παλαιό ημερολόγιο, όπως επίσης και ποια προσευχή θα με συμβούλευε να λέω κυρίως. Ενώ αυτά σκεπτόμουν και προσευχόμουν, ένας πολύ ελαφρύς ύπνος έκλεισε τα μάτια μου και τη βλέπω δίπλα μου, ζωηρή και χαμογελαστή επάνω στο κρεβάτι της, ξαπλωμένη, με κάλεσε με το όνομά μου χαρούμενη πολύ και μου λέει: «Έλα να μου κάνεις παρέα που είμαι μόνη και άρρωστη» - δηλαδή μιλούσε για το δικό μου πρόβλημα. Χαρούμενη πολύ την κοιτούσα και με απορία πολύ σκεπτόμουν: Μα φαίνεται υγιέστατη, πως λέει ότι είναι άρρωστη; Στη συνέχεια ανάλαφρα πολύ, σηκώθηκε και μου λέει: «Έλα να σου δείξω που μένω». Περπατούσε εμπρός και εγώ ακολουθούσα. Σε λίγο βλέπω μπροστά μας μία γέφυρα πολύ μεγάλη αλλά και πολύ στενή. Ανέβηκε στην γέφυρα και περπατούσε ανάλαφρα και πολύ άνετα. Την ακολούθησα και εγώ, σήκωσα τα μάτια μου να δω που πηγαίνουμε και τότε βλέπω την απέναντι πλευρά τόσο πολύ μακριά ώστε μόλις μπορούσα να την διακρίνω. Και κάτω από την γέφυρα μέγα χάσμα, το βάθος αμέτρητο. Φόβος με έπιασε πολύς και τότε κοίταξα με ακρίβεια πόσο ασφαλής ήταν η γέφυρα. Έντρομη είδα ότι αποτελείτο από δύο χοντρά σχοινιά που μόλις το ένα πόδι χωρούσε επάνω. Έτρεμα αό τον φόβο μου, νόμιζα πως θα λιποθυμήσω και κοίταξα την Ταρσώ. Την είδα να περπατά με πολύ σιγουριά και τόσο ανάλαφρα που πήρα θάρρος και σκέφθηκα ότι αφού με συνοδεύει αυτή, δεν πρόκειται να πάθω τίποτα. Έτσι, περπατώντας, μετά από κάποια ώρα με μεγάλη ανακούφιση είδα ότι πατήσαμε στην απέναντι όχθη.

Πήρε κατεύθυνση προς τα δεξιά και την ακολούθησα, όπου κάποια στιγμή εμφανίσθηκε μπροστά μου ένα τοπίο. Η θέα απερίγραπτη, γιατί ήταν όλα ολόλευκα και ολοφώτεινα. Υπήρχαν σε ωραία αρμονία σπηλιές που έδειχναν σαν μικροί ολόλευκοι λόφοι. Πλησιάσαμε έναν από αυτούς και μου είπε: «Εδώ είμαι». Κατάλαβα πως ήταν ο δικός της τόπος κατοικίας και μπήκαμε μέσα. Ήταν μια ευρύχωρη, πολύ θολωτή σπηλιά, ολόλευκη και ολοφώτεινη.

Εγώ με πολύ συγκίνηση και χαρά άρχισα να της λέω: σε παρακαλώ Ταρσώ μου, χάρισέ τη μου… και επαναλάμβανα συνέχεια αυτό. Αυτή σιωπηλή με πλησίασε, με οδήγησε κοντά στον τοίχο της σπηλιάς και εκεί επάνω στον ολόλευκο τοίχο είδα με μεγάλη μου έκπληξη μια εικόνα της «Παναγίας του Πάθους» που είχαμε στο σπίτι μας όλα τα χρόνια, από τη νηπιακή μου ηλικία με ακοίμητο καντήλι και έβλεπα από μικρή την γιαγιά μου να κάνει κάθε βράδυ τρεις εδαφιαίες μετάνοιες μπροστά της πριν πάει για ύπνο. Προβληματίστηκα πως βρέθηκε η εικόνα εκεί, την ασπάστηκα με συγκίνηση για τις μνήμες που μου έφερνε και τότε άκουσα την Ταρσώ να μου λέει: «Έλα να καθίσουμε εδώ». Καθίσαμε και οι δύο και την άκουσα να μου λέει: «Για το ημερολόγιο, αν θα ας με το νέο ή το παλαιό, σε αυτό είσαι ελεύθερη να κάνεις ότι θέλεις. Μόνο να είσαι μέσα στην Εκκλησία. Όσο για τις προσευχές, ποια προσευχή να λες, θα λες συνεχώς το ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ».

Ευχαριστώ την εκλεκτή δούλη Του που μου έκανε τόσο μεγάλο δώρο, να ζήσω λίγο αυτό που λέει ο Απόστολος, ότι μέσα στην Εκκλησία ως Σώμα δεν υπάρχει κάποιο τείχος που χωρίζει την θριαμβεύουσα από την στρατευομένη, αλλά είναι «τα πάντα και εν πάσι Χριστός».

Εφ’ όσον η Εκκλησία εύχεται για κάθε πιστό να τον κατατάξει ο Χριστός «μετά των Αγίων», το ίδιο κάνει και με μεγαλύτερη παρρησία για την γνήσια δούλη του Ταρασία. Όσοι είχαμε την μεγάλη ευλογία – που είναι συγχρόνως και πρόσθετη ευθύνη για την πορεία της ζωής μας – να τη ζήσουμε από κοντά, πιστεύουμε ότι είναι ήδη και θα είναι αιωνίως μαζί με τους Αγίους, εκεί όπου «εστί των ευφραινομένων η κατοικία, εν τω Χριστώ» και απολαμβάνει την μετ’ αυτού κοινωνία τόσο, όσο ατός μόνο γνωρίζει, όσο εκείνη είχε ποθήσει. Σε μας αρκεί η ζωντανή και ευλαβής ανάμνησή της ως ενθάρρυνση και πρόκληση και η ελπίδα ότι θα εύχεται υπέρ ημών προς τον κοινό Δεσπότη.
<div><img width="111" height="148" border="0" src="ierosolimitisa.jpg" /></div>
123
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1768
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 27, 2006 5:00 am

Δημοσίευση από 123 »

Το κείμενο έχει δοθεί από τον Άγγελο

Η ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΑΡΙΑΣ ΤΑΡΣΩΣ

Η Ταρσώ, ως κύριο χαρακτηριστικό της ασκητικής ζωής, αποκάλυπτε προς τα έξω, με τον ιδιάζοντα τρόπο της διά Χριστόν σαλότητός της, μια αυθεντική, κατά τα πατερικά πρότυπα, ασκητική φυσιογνωμία. Η Ταρσώ ήταν ασκήτρια με πατερική γνησιότητα. Και αυτό που εκπλήσει, μεταξύ των άλλων, των πολλών εντυπωσιακών χαρακτηριστικών της πνευματικής της συμπεριφοράς, είναι ότι, πέρα της πνευματικής αναφοράς και καθοδηγήσεώς της, που είναι άγνωστες σε εμάς, ως προς τον τρόπο της ασκητικής της βιοτής, ήταν θεοδίδακτη, «διδακτή Θεού».

Αν και είχε υπερεπαρκή μορφωτική κατάρτιση και θα μπορούσε σε άλλες συνθήκες ζωής, να έχει την δυνατότητα να μελετά πατερικά βιβλία και να αναπτύσει την πνευματική της γνώση με τη συνεργεία και του δικού της νου, εκείνη φαίνεται ότι προτίμησε να παραδώσει ολόκληρο τον εαυτό της και επομένως και την πνευματική της κατάρτιση σε θεογνωσία, στον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος. Ήταν όντως διδακτή Θεού.



Το προδρομικό γεγονός της επιλογής μιας καθολικής ασκήσεως σε όλα τα επίπεδα και τους τρόπους της πρακτικής αλλά και ιδιαίτερα της πνευματικής της ζωής, ήταν πρώιμος προσανατολισμός της στην έξοδο από τον εαυτό της.

Τα περιστατικά της ζωής της, με τα οποία προδιεγράφετο αυτή η κυρίαρχη στο πνεύμα της ιδέα της εξόδου από τον εαυτό της, δηλαδή, απ’ ότι ήταν δικό της και ανήκε στον εαυτό της αλλά λειτουργούσε μέσα της ως ο ανθρώπινος, ο χοϊκός εαυτός της, αν και ολίγα, κυρίως δε κατά την εφηβική ή νεανική της ηλικία, εντούτοις δίνουν το στίγμα της πορείας, που επρόκειτο και προετοιμάζετο να ακολουθήσει στην πνευματική εν Χριστώ Ιησού ζωή της.

Η έξοδος από τον εαυτό της διεφαίνετο πρώτα – πρώτα στην φυγή της από το οικογενειακό της περιβάλλον και στην έξοδό της στον χώρο αλλά και στον χρόνο. «Έφευγε» προς τα έξω χωρίς να ενδιαφέρεται για τον χώρο και τον χρόνο στον οποίο βρισκόταν, αδιαφορώντας που πάει, αλλά και για κάποιες ενδεχόμενες επικίνδυνες περιπέτειες που θα συναντούσε εκεί, στο άγνωστο. Την ενδιέφερε μόνο αυτό που αναζητούσε.



Το κορυφαίο, για την αναζήτηση ατή του εαυτού της, περιστατικό είναι πράγματι η εκπληκτική περιπατητική άνεση και αφοβία στον επικίνδυνο χώρο που οι διασταυρούμενες αδέσποτες σφαίρες των Δεκεμβριανών, δημιουργούσαν ομπρέλα θανάτου.

Αλήθεια! Ποια ήταν εκείνη η λευκοφορεμένη γυναίκα, που περπατούσε ξέγνοιαστη σε ένα τέτοιο χώρο θανάτου και δεν τρόμαζε, δεν φοβόταν;

Δεν μπορούμε να ξέρουμε όλη την πραγματικότητα των δρώμενων ανθρωπίνων ή αγιοπνευματικών γεγονότων, στον ψυχικό κόσμο της Ταρσώς κατά την περίοδο αυτή. Όμως, όσα γνωρίζουμε από τα γεγονότα της προσωπικής της ζωής κατά την περίοδο της νεότητάς της, δείχνουν το ακατανίκητο θάρρος μιας κοπέλας να αναμετρηθεί ακόμη και με το θάνατο, το «αθάνατο» του εαυτού της.

Και έτσι είναι! Ο ασκητικός αγώνας της Ταρσώς, ήταν, από την αρχή ακόμη της πνευματικής της ζωής, ένας θάνατος! Γιατί εξάλλου, αν η πνευματική ζωή, στο σύνολό της, δεν βιώνεται σαν μια νέκρωση του… φόβου της ασκήσεως, δεν βγαίνει κανείς τόσο εύκολα και τόσο «άνετα» σε έναν έρημο τόπο, να παλαίψει σώμα με σώμα, όχι μόνο με τα θηρία τα έγκλειστα στον εσωτερικό του κόσμο, αλλά και με τους ποικίλους δαίμονες του εξωτερικού κόσμου! Δεν την κτύπησαν μόνο «κακογνώμονες» δαίμονες, αλλά και κάποιοι αλόγιστοι ληστές. Επειδή όμως, χάρη του Χριστού, «δεν ζούσε πλέον αυτή, αλλά μέσα της ζούσε ο Χριστός», είχε ο ίδιος αναλάβει την προστασία της από τους ορατούς και τους αόρατους εχθρούς.

Για όλες αυτές τις εμπειρίες θανάτου ήταν προετοιμασμένη η Ταρσώ από την μυστική διδαχή του Αγίου Πνεύματος, «ο υπομείνας εις το τέλος σωθήσεται»! Και μόνο αυτή, η «υπομείνασα», γνωρίζει τι σημαίνει υπομονή «εις τέλος», άκρα, τελεία υπομονή που ξεπερνά τα ανθρώπινα όρια.

Όλα δείχνουν ότι έφθασε στα όρια αυτά η βιογραφούμενη Γερόντισσα. Τα έδωσε όλα στον Χριστό, ο οποίος, γνωρίζοντας την μεγάλη δίψα της για το απόλυτο, της έδωσε και το ειδικό χάρισμα της υπομονής, την δυνατότητα να ξεπεράσει τον εαυτό της. Η δική της συμμετοχή στην απόκτηση της μεγάλης αυτής αρετής φαίνεται στην παρακάτω διήγηση μια ευλαβούς αδελφής: «Σε μια επίσκεψή μας μαζί με άλλα δύο πρόσωπα, ανώ καθόμασταν μέσα στο κελάκι δίπλα της, άρχισε να τραγουδάει με τη λεπτή φωνούλα της ένα τραγουδάκι που μιλούσε για κάποιον που είχε περάσει πολλά βάσανα. Και ενώ τραγουδούσε, συγχρόνως έκλαιγε με πολλά δάκρυα και παράπονο πολύ. Μας σπάραξε την καρδιά γιατί καταλάβαμε ότι αφορούσε την ίδια».





«Σε κάποια μοναχή γκρινιάρα που γκρίνιασε γιατί δεν κάνει προκοπή και δεν δίνει ο Θεός να σταματήσει η έξω από το Μοναστήρι δουλειά, ώστε να είναι αδιάκοπα στο Μοναστήρι, αποκρίθηκε η Ταρσώ, «…τα έχασα όλα». Ακολούθησε ένας χείμαρρος για το δικό της απαράκλητο και τις αδικίες που δεχόταν από τον «παπά» και τον «Δεσπότη». Ο κακός ο παπάς με πιάνει από τον τζούφο και με γυρνά και με χτυπά στον σβέρκο, εδώ, εδώ, εδώ…! Εδώ μηνιγγίτιδα, εδώ εγχείρηση, κοιτάτε χέρια αδύναμα. Είκοσι χρόνια… κοιτάτε πόδια… Κοιτάτε τα χέρια μου πως έγιναν… Αλλά είμαι ασυρματίστρια και θα τα φτιάξω με τα συρματάκια μου».

Σε κάθε παραπονούμενο για κάποια βάσανα, για κάποια άλυτα προβλήματα, δεν έκανε «διδασκαλία»! δεν συμβούλευε και δεν παρηγορούσε με τον «απαράκλητο» λόγο της… λογικής! Έδειχνε μόνο το δικό της φόντο ζωής, το δικό της πάθος, τον δικό της πόνο!





«Σε μια μας επίσκεψη έβγαλε το πληγιασμένο πόδι της από το παπούτσι. Από την τρύπια κάλτσα φαινόταν το μεγάλο νύχι ματωμένο και μισοβγαλμένο. Είχαμε την αφέλεια στην επόμενη επίσκεψή μας να της πάμε ψαλίδι. «Δεν γίνεται με αυτό», είπε σοβαρά. «Θέλει βγάλσιμο και ιώδιο».

Έκανε μια κίνηση πως της πονούσαν όλα ή πως χρειάζεται να πονούν όλα. Αναφορές πάλι στο απαράκλητο μέσα της και έξω».

Η Ταρσώ ήξερε να πονάει «παρακλητικά»! Δεν πονούσε ή δεν έπρεπε να πονάει για να βασανίζεται απλώς. Είχε μάλλον ανακαλύψει χαρισματικά το πνευματικό – αφυπνιστικό νόημα του πόνου! Πονούσε για να είναι συνεχώς σε νηπτική διέγερση. Ίσως όταν δεν πονούσε… πονούσε πιο πολύ. Γνώριζε ασφαλώς τον βιβλικό λόγο, «Πάσαν χαράν ηγήσασθε, αδελφοί μου, όταν ποιρασμοίς περιπέσητε ποικίλοις, γινώσκοντες ότι το δοκίμιον (η δοκιμή) υμών της πίστεως κατεργάζεται υπομονήν, η δε υπομονήν έργον τέλειον εχέτω, ίνα ήτε τέλειοι και ολόκληροι, εν μηδενί λειπόμενοι». Η μαθητεία στον πόνο είναι η πιο παραγωγική σπουδή για τον άνθρωπο του Θεού. Προσεγγίζει μέσω της σπουδής αυτής το Σταυρικό μυστήριο του πόνου…! Συμπάσχει με Αυτόν που έπαθε γι’ αυτόν!





“Στην ερώτησή μας τι χρειάζεται για να έχουμε αγάπη απάντησε απερίφραστα: «Πόνο»! Και ξαναέδειξε το πληγιασμένο μεγάλο δάχτυλο με το νύχι να κουνιέται όλο αίμα και χώμα. – «Πονάτε;». Κούνησε αόριστα το κεφάλι. «Αλλά κάνετε υπομονή», είπα εγώ. Θέλησε να αρνηθεί : «ξεφωνίζω εδώ μέσα μόνη μου», είπε εκείνη. Το σκέφθηκε και συμπλήρωσε : «Δεν ξεφωνίζω αλλά αγανακτώ».

Ήξερε να διαπργματεύεται τους καρπούς των πόνων της κατά τον συμφερότερο τρόπο για τον συνομιλητή της. Ήθελε να δείξει, κάθε φορά, με μια ιδιαίτερη συμπεριφορά και λογική το προσωπικό μήνυμα προς τον συνομιλητή της. Ήξερε που τον πονούσε εκείνον ο πόνος! Και του έδειχνε που δεν έπρεπε να πονά…!



Όλη της η ζωή, κάθε της έκφανση, ήταν ένα αγώνισμα υπομονής. Και μόνο το μικροσκοπικό κελί της, που είχε κτίσει μόνη της με τσιμεντόλιθους, μαρτυρεί για την ισόβια εκούσια υπομονή που έκανε για την αγάπη του Χριστού. Μια κουρελού για πόρτα, χωρίς παράθυρο, πάτωμα χωματένιο γεμάτο λακκούβες και οροφή από λαμαρίνες που ο φοβερός αέρας – «ο φύσας» όπως έλεγε με φρίκη – που φυσά εκεί συχνά, τις πετούσε μακριά και το κελί της έμενε χωρίς σκεπή.

Αλλά και οι εν γένει συνθήκες, που επικρατούσαν μέσα και έξω από το κελί της, μαρτυρούν για τις υψηλές επιδόσεις που είχε να παρουσιάσει στο αγώνισμα της υπομονής. Σε πολύ μικρή απόσταση από τον υποτυπώδη και χαλεπό
οικίσκο της υπήρχε, όπως είπαμε, ο σκουπιδότοπος και τα μαντριά της Μονής. Τα σκουπίδια μαζί με τις κοπριές δημιουργούσαν μια πολύ δυσάρεστη κατάσταση. Πολλές αδελφές της έλεγαν: «Πως μπορείς εκεί με τόση βρωμιά;». Αυτή απαντούσε: «Αχ κακομοίρες μου, τι μυρουδιές σας περιμένουν στην κόλαση, αν δεν μετανοήσετε!».

«Το καλοκαίρι με την ζέστη, η δυσοσμία ήταν αφόρητη και όταν καθόμασταν στο υπαίθριο σαλονάκι της, κυκλοφορούσαν πολλές μεγάλες μύγες και μας ενοχλούσαν συνεχώς. Κάποια αδελφή την λυπήθηκε που τόσους μήνες υπέφερε αυτήν την κατάσταση και της είπε πως κάτι πρέπει να κάνουμε. Όμως εκείνη, με μεγάλη ηρεμία, της απάντησε: «Μην στεναχωριέσαι, θα έρθει ο χειμώνας και θα φύγουν». Και ήταν ακόμη Ιούλιος! Αλλά και τότε που, κατά παραχώρηση του Θεού, συνέβη ο πειρασμός με την φωτιά, απόρησαν όσοι είδαν ότι πήγαιναν οι σφήκες και της τσιμπούσαν τις πληγές, αλλά αυτή δεν δυσανασχετούσε ούτε έκανε καν κάποιο μορφασμό ενοχλήσεως.



Ένα άλλο ενδεικτικό, της μεγάλης υπομονής της, γεγονός, αναφέρει μια αδελφή που την περιποιείτο κατά την διάρκεια της νοσηλείας της στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο: «Κάποιο βράδυ, όταν έφθασε η ώρα της ησυχίας, σηκωθήκαμε από το σαλόνι για να πάμε στο θάλαμο. Όμως, μόλις φθάσαμε στην πόρτα δεν θέλησε να προχωρήσει γιατί ακουγόταν τηλεόραση. Μείναμε έξω στον διάδρομο καθισμένες σε σκαμνάκια. Φαινόταν πολύ ταλαιπωρημένη και όμως έκανε μεγάλη υπομονή. Αφού πέρασαν πολλές ώρες, δεν άντεχα πλέον να την βλέπω σε αυτήν την κατάσταση, ίσως και να είχα αγανακτήσει μέσα μου και της ζήτησα να μου επιτρέψει να μπω και να ζητήσω να κλείσουν την τηλεόραση. Όμως μου το απαγόρευσε αυστηρά: «Όχι, δεν πρέπει, αφού την ευχαριστεί την αδελφή και την ξεκουράζει να βλέπει». Μείναμε εκεί μέχρι τα μεσάνυχτα, όταν τελικά έγινε ησυχία μπήκαμε στον θάλαμο και ανέβηκε στο κρεβάτι της, έβαλε τα ποδαράκια της, τα πληγωμένα, επάνω στο κρεβάτι, με το υπόλοιπο σώμα όρθιο, σκυμμένη προς τα εμπρός. Την παρακάλεσα να ακουμπήσει στα μαξιλάρια αλλά αρνήθηκε και μου απάντησε: «Τώρα είμαι καλύτερα και δεν μου επιτρέπεται να ξαπλώσω». Μετά, έτσι καθιστή, κοιμήθηκε. Κατά τις δύο η ώρα πάλι ξύπνησε και με εγρήγορση πολλή κοιτούσε μπροστά της και έλεγε: «Ήλθε ο κακός. Φύγε από εδώ, τι θέλεις από εμένα, τι σου έκανα και ήλθες εδώ;». Και άρχισε να κάνει τον σταυρό της και να προσεύχεται, λέγοντας για αρκετή ώρα: «Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός μου, ελέησόν με». Μετά έμεινε σιωπηλή εκεί, μέχρι το πρωί καθιστή.





Είναι φυσικό η αναμέτρηση ενός πνευματικού αγωνιστού με τον εαυτό του, μέσα από την άσκηση, να πραγματοποιείται με εμπειρίες και γεγονότα αυτοεξουθενώσεως και ευτελισμού της υπάρξεώς του. Αν η Ταρσώ είχε Πνεύμα Θεού, αυτό το ενδυνάμωνε μέσα από τους σκληρούς όρους πρακτικής ζωής, αλλά κυρίως μέσα από τις εκούσιες δουλαγωγήσεις του εαυτού της σε ταπεινώσεις και εμπειρίες εξουθενώσεως της προσωπικής της «αξιοπρέπειας»! Την είπαν τρελή! Ανόητη! Ρυπαρή σαν ζητιάνα! Την απέφευγαν περιφρονητικά… οι «αδελφές»! Αλλά εκείνη σε τέτοιες καταστάσεις και συμπεριφορές αισθανόταν ασφαλώς την ελευθερία του Αγίου Πνεύματος, την πνευματική άνεση της ακροτάτης ταπεινώσεως!



Είναι αλήθεια ότι ο «πολιτισμένος» άνθρωπος έχει πάντοτε υψηλή ιδέα για την αξιοπρέπειά του και την τιμή του! Μπορεί να τιμά τους άλλους, σύμφωνα με τους κατεστημένους κανόνες μιας κοινωνικής τυπικής ευγένειας, αλλά αυτό που τον ενδιαφέρει περισσότερο είναι να τιμάται και να αναγνωρίζεται πληθωρικώς η δική του αξιοπρέπεια. Για την προστασία άλλωστε της τιμής του είναι πάντοτε έτοιμος να … μονομαχήσει, όχι πάντοτε… ιπποτικά!

Αντίθετα, ο πατερικός άνθρωπος είναι έτοιμος να διαμαρτυρηθεί και να απορρίψει «σχίζων τα ιμάτιά του», κάθε κίνηση τιμής προς το πρόσωπό του, επειδή γνωρίζει ότι, «Αρχή τιμής ανθρωπαρέσκεια, το δε τέλος ταύτης, υπερηφάνεια».



Η Ταρσώ, «Γενικά δεν σήκωνε τιμή, παραδοχή ή έπαινο. Φαινόταν τις πρώτες φορές εκνευρισμένη από την επίσκεψη.

- Έρχεστε εσείς και ζημιώνομαι εγώ. Γιατί έρχεστε εδώ; Δεσπότη έχετε, γερόντισσα έχετε, Μοναστήρι έχετε, τι έρχεστε;

Κάποιας επισκέπτριας της ξέφυγε μια απάντηση στα λόγια της Ταρσώς:

- Εσείς είσθε περισσότερο από γερόντισσα.

Τινάχθηκε πέρα με ταραχή. Άρχισε να σταυροκοπιέται, λέγοντας την ευχή τρεις φορές. Μας έδειχνε την «οδό» (της ταπεινώσεως). Ηρέμησε αμέσως μετά την ευχή και στράφηκε σε άλλα».

Η Ταρσώ αντί της ανθρώπινης τιμής, που ζημιώνει τον πνευματικό αγωνιστή, προτιμούσε τον πόνο της ασκήσεως των αρετών. Ο Πατερικός λόγος, «Έστω σοι τιμή ο πόνος των αρετών, και ατιμία ο κατά θέλησιν έπαινος», της ήταν οικείος μέσα από την εμπειρία της ζημίας, που δοκίμαζε ύστερα από κάθε έπαινο.



Ο βασικός προσανατολισμός της Ταρσώς στον ασκητικό της αγώνα ήταν η εξουθένωση και εξουδετέρωση όλων των ψυχικών κινήσεων που απαιτούσαν ικανοποίηση, όχι μόνο αμαρτωλών επιθυμιών αλλά και ανθρωπίνων, στα αυτονόητα όρια της εύλογης ανάγκης της συντηρήσεως του σώματος. Για τον λόγο αυτό δεν δίσταζε να αρνηθεί κάποια νόμιμη υλική ικανοποίησή της, για την συντήρηση του ασθενικού, από την αυστηρή εγκράτεια, σώματός της, προκειμένου να αποφύγει έναν απειλούμενο συνειδησιακό προβληματισμό της από μια ζημιογόνο απόλαυση.



«Κουβεντιάζαμε μια μέρα με την Ταρσώ, όταν σε κάποια στιγμή, η καλή αδελφή, που φρόντιζε την μεταφορά του φαγητού της από το μαγειρείο της Μονής, έφερε το σκεύος με το περιεχόμενό του, λέγοντας: «έλα Ταρσώ, σου έφερα σήμερα παντζάρια γλυκύτατα, θα σου αρέσουν πολύ». Η Ταρσώ πήρε με (δήθεν) αδεξιότητα το σκεύος που περιείχε το φαγητό της και τα γλυκύτατα παντζάρια έπεσαν στο χώμα. Αμέσως έσκυψε, τα μάζεψε και τα έβαλε στο πιάτο της. Ξεπλυμένα από τα χώματα, θα της φάνηκαν ασφαλώς «γλυκύτερα υπέρ μέλι και κηρίον»!

Ήξερε να πίνει την ταπείνωση και τον ευτελισμό της ζωής της ως «ύδωρ καθάρσιον» μιαρών λογισμών αυτοεκτιμήσεως, μπροστά μάλιστα στα μάτια του επισκέπτη, που ήλθε να θαυμάσει το μεγαλείο της ασκητικής της αρετής. Αρνήθηκε μια εντελώς ανθρώπινη απόλαυση, με την ταυτόχρονη ταπείνωσή της μέχρι…το χώμα!



Αλλά παρά την εκούσια ταπείνωσή της μέχρι το χώμα, η ασκητική εικόνα της Ταρσώς, η φυσιογνωμία της, είχε συχνά μια πνευματική διαφάνεια, που δεν είχε καμία σχέση με αυτό που οι σαρκικοί οφθαλμοί έβλεπαν σε κάποια συγκεκριμένη στιγμή. Γι’ αυτούς τους επισκέπτες, που την αγαπούσαν και την τιμούσαν μυστικά μέσα τους, χωρίς εξωτερικές διαχύσεις, η Ταρσώ, κάποιες στιγμές, δεν ήταν αυτό που φαινόταν εξωτερικά, δηλαδή ως «ράκος αποκαθημένης», αλλά μια ακτινοβολούσα βασίλισσα! Όσο και αν προσπαθούσε να το κρύψει αυτό, ορισμένες φορές γινόταν εμφανές.

Αυτή και ο αγωνοθέτης της βέβαια γνωρίζουν πλήρως το κίνητρο κάθε σαλής ενέργειάς της, κάθε σαλού της λόγου. Απ’ ότι μπορούμε να συμπεράνουμε και από τους βίους των άλλων διά Χριστόν σαλών αγίων, τους είχε ανατεθεί το διακόνημα να εμπαίξουν τον κόσμο (το κατεστημένο) και τον κοσμοκράτορα του αιώνος τούτου, αφού «ο κόσμος εν τω πονηρώ κείται (ακολουθεί τον πονηρό)». Δεν ήθελαν όμως να σκανδαλίσουν με την συμπεριφορά τους τις ψυχές «υπέρ ων Χριστός απέθανεν», αλλά να τις βοηθήσουν, χωρίς η πρόθεσή τους ατή να γίνει αντιληπτή! Τηρούσαν και εδώ με ακρίβεια τους λόγους του Κυρίου: «Σου δε ποιούντος ελεημοσύνην, μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου». Με τον τρόπο αυτό εξασφάλιζαν την ταπείνωση αλλά και προόδευαν σε αυτή, διότι έβλεπαν ότι η αύξηση της ταπεινώσεως σήμαινε γι’ αυτούς πιο προσωπική σχέση με Εκείνον που «εταπείνωσεν εαυτόν μέχρι θανάτου».

Καταλαβαίνουμε λοιπόν, ή μάλλον δεν μπορούμε να καταλάβουμε πόσο γενναία καρδιά κρυβόταν στο ασθενές σαρκίο της γυναίκας αυτής, η οποία έδειξε στις αλλοπρόσαλλες ημέρες μας ποια είναι η αληθινή ανδρεία: Να «τα βάζεις με το κατεστημένο», με τον κόσμο που υπάρχει μέσα σου – αφού κατά τον αββά Ισαάκ «κόσμος είναι το σύνολο των παθών» - και με τους αόρατους εχθρούς με όλες σου τις δυνάμεις, πνευματικές και σωματικές, να πεθάνει και να αναστηθείς από εδώ και τώρα.



Μια γνωστή μοναχή διηγείται: «Την πρώτη φορά που πήγαμε, και λίγο την δεύτερη, άρχισε να μας λέει σαλά και ανάμεσα σε αυτά και μερικές άπρεπες λέξεις για να χάσουμε την ευ
λάβεια που της είχαμε, όπως κάνουν οι σαλοί. Αφού όμως και την δεύτερη φορά είδε ότι εμείς δεν δώσαμε σε αυτές σημασία, δεν μας είπε ξανά ποτέ τίποτε τέτοιο. Τότε εγώ την ρώτησα: «Ταρσώ, πώς να αγαπήσουμε τον Χριστό;». Αυτή άρχισε να κάνε τον σταυρό της συνεχώς και να λέει πολλές φορές: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με, Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με, δεν είναι αυτό αγάπη; Δεν είναι αυτό αγάπη; Τι θέλεις, δεν είναι αυτό αγάπη;». Όταν γυρίσαμε στο μοναστήρι – ήταν καλοκαίρι – άρχισα να λέω την ευχή με το στόμα. Στέγνωσε ο λαιμός μου και μου πέρασε ο λογισμός, άραγε να πίνω και καμιά πορτοκαλάδα; Αλλά πάλι τι προσπάθεια ασκητική θα ήταν αυτή;

Σε 15 ημέρες επισκεφθήκαμε ξανά την Ταρσώ και μόλις με είδε μου είπε: «Προσοχή και προσευχή. Και το πολύ Κύριε ελέησον και ο Θεός το βαριέται, που λέει ο λόγος. Αν δεν φτάσει ο άνθρωποςστο έσχατο βάθος της ταπεινώσεως…» και μετά από λίγο «Όταν στεγνώσει ο λαιμός σου να πίνεις μια πορτοκαλάδα!».



Συνεχίζεται...
<div><img width="111" height="148" border="0" src="ierosolimitisa.jpg" /></div>
123
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1768
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 27, 2006 5:00 am

Δημοσίευση από 123 »

Το κείμενο το έστειλε ο Άγγελος

Αλλά και οι συγγενείς της, που παλιά τη θεωρούσαν άρρωστη, βλέποντας την θαυμαστή εξέλιξή της και αισθανόμενοι την χάρη που εξέπεμπε, πήγαιναν κοντά της για να βοηθηθούν και να παρηγορηθούν. Διηγείται μεταξύ άλλων, η ανεψιά της: «Η εμφάνισή της ξεπερνούσε τα όρια της ταπεινώσεως. Ήθελε να αισθανθούμε και εμείς οι συγγενείς της ταπείνωση. Έτσι μία φορά που είχαμε πάει στο Μοναστήρι να την επισκεφθούμε, δεν την βρήκαμε στο σπιτάκι της. Ρωτήσαμε που πήγαινε όταν έφευγε και μια μοναχή μας είπε ότι θα την βρίσκαμε στην παραλία. Έτσι πήγαμε στην παραλία και την βρήκαμε σε μια μικρή ταβέρνα, να κάθεται σε ένα τραπεζάκι και να τρώει μαριδούλα τηγανιτή. Μας έκανε μεγάλη εντύπωση αφ’ ενός πως πήγε να πάει στην ταβερνούλα που ήταν κόσμος ενώ ζούσε τόσο ασκητικά και ήταν τόσο φτωχικά ντυμένη και με τα μαύρα έμοιαζε με καλόγρια φτωχότατη. Αφ’ ετέρου διερωτηθήκαμε πως δεν την έδιωχναν, που δεν ταίριαζε ανάμεσα στους καλοντυμένους ανθρώπους. Όχι μόνο δεν την έδιωχναν αλλά όταν έδωσε ένα ευτελές ποσό για να πληρώσει και πήγα στην κυρία, που είχε την ταβέρνα, να συμπληρώσω το ποσό, δεν δέχθηκε να πάρει χρήματα από εμένα, γιατί το θεωρούσε ευλογία να φάει η Ταρσώ εκεί. Κατάλαβα πως την γνώριζαν γιατί μου είπε η ίδια η κυρία ότι έδωσε το ίδιο ποσό που είχε αρχικά δώσει πριν από πολλά χρόνια. Το κορύφωμα όμως ήταν ότι όταν σηκώθηκε να φύγει και είμαστε κοντά της η αδελφή της η Κατίνα και οι κόρες της και ανιψιές της, είπε μεγαλοφώνως: «Είναι η αδελφή μου και οι ανιψιές μου». Το έκανε ίσως για να αισθανθούμε κι εμείς ταπείνωση που ήταν τόσο φτωχικά ντυμένη ενώ εμείς καλοντυμένες. Εμείς ντραπήκαμε εκείνη την ώρα, γιατί σκεφθήκαμε τι θα πει ο κόσμος, ότι την έχουμε παραμελημένη. Η μητέρα μου της πήγαινε υφάσματα να ράψει, γιατί έραβε. Κι εκείνη επίτηδες, τα εξωτερικά ρούχα τα έφτιαχνε με ξέφτια και ασουλούπωτα, να φαίνονται φτωχικά».



Την πιο μεγάλη άνεση την αισθανόταν όταν όλοι την περιέπαιζαν. Παρ’ όλα αυτά κάποτε ρώτησε την αδελφή Μαρίνα: «Γιατί οι αδελφές με λένε τρελή;». Κι εκείνη, πολύ φυσικά: «Επειδή κάνεις τρέλες, δεν μιλάς όμορφα, δε σε καταλαβαίνουν». – «Τι φταίω εγώ, τι να κάνω;». – «Να μιλάς ωραία, λογικά». Και η απάντηση γεμάτη νόημα: «Μμ… δεν με συμφέρει»…

Όταν θεραπεύθηκε από τα εγκαύματά της την πήραν τα ανίψια της και την έφεραν στο ταπεινό της Παλάτι, φορτωμένη από τις εκδηλώσεις ευλάβειας που συνάντησε στο Νοσοκομείο. Όταν έφθασε στο καλύβι της δεν μπήκε μέσα αλλά κάθισε για αρκετές ημέρες έξω στα χαλάσματα, χωρίς σκεπή, στο πολύ κρύο – ήταν βαρύς χειμώνας. Μετά από αρκετές ημέρες ξαναμπήκε στο καλύβι της. Μια αδελφή την ρώτησε γιατί το έκανε αυτό και αυτή απάντησε: «Για να ξεχάσω την καλοπέραση του Νοσοκομείου».



Μια άλλη φορά τη ρώτησε κάποια γνωστή της κυρία: «Βρε Ταρσώ, εγώ κάνω κόπο να έλθω να σε δω, αλλά εσύ όλο ακαταλαβίστικα πράγματα μου λες». Και απαντά: «Εγώ ομιλώ και όποιος έχει νου καταλαβαίνει».

Ο κ. Δ.Ε., καθηγητής Πανεπιστημίου, ο οποίος την θεωρεί ως «σύγχρονη αγία», περιγράφει έτσι την συνάντησή τους και την λεκτική συμπεριφορά της: «Την πρώτη φορά, μπαίνοντας από ένα άνοιγμα της συρμάτινης περίφραξης που υπάρχει στο πίσω μέρος του Μοναστηριού, την είδαμε να κάθεται μπροστά στο κελί της και να κάνει, αργά και με ευλάβεια, το σημείο του σταυρού. Από την συγκέντρωση που είχε ήταν φανερό ότι προσηύχετο. Πλησιάσαμε και τη ρωτήσαμε που θα βρούμε την Ταρσώ. Μας ρώτησε: «τι την θέλετε την Ταρσώ;». Είπαμε ότι θέλουμε να συζητήσουμε μαζί της. Μας είπε ότι δεν ξέρει και φύγαμε. Από τις μοναχές όμως που ρωτήσαμε μετά, μάθαμε ότι αυτή είναι η Ταρσώ και ξαναγυρίσαμε. Δεν θυμάμαι ακριβώς τα λόγια που μας είπε εκείνη την φορά. Υπαινίχθηκε την ανάγκη της προσευχής, μάλιστα της πολύ προσευχής. Αυτή την συμβουλή την είπε όμως με εκείνο το συνεσκιασμένο , συμβολικό τρόπο, με τον οποίο τις περισσότερες φορές μιλούσε και που ήταν ένα από τα πολλά ασυνήθιστα χαρακτηριστικά της.

Αντί για τις συνηθισμένες λέξεις, η Ταρσώ προσπαθούσε να κρυφτεί από τους πολλούς χρησιμοποιώντας άλλες λέξεις ή εικόνες. Π.χ. έλεγε: «Κάποτε το ψωμί κόστιζε είκοσι χιλιάδες. Τώρα κοστίζει πενήντα χιλιάδες!». Ψωμί ήταν η Θεία Χάρη, η μετάγγιση της ζωής του Θεού στον άνθρωπο, η οποία είναι το ψωμί με το οποίο αυτός ζει. Τώρα που το σκέφτομαι, δεν αποκλείεται τη λέξη η Ταρσώ να την πήρε από τον «άρτο της ζωής» του Ευαγγελίου. Είναι σίγουρο ότι αυτή είναι η έννοια της φράσης αυτής, διότι κάποιον που πήγε στο κελί της ενώ προσευχόταν στο δρόμο, αυτή τον υποδέχθηκε με τα λόγια: «στο φούρνο ήσουν;».





Η Ταρσώ τόνιζε πάρα πολύ και αυτό ήθελε να μας μεταδώσει, ότι πρέπει οι ίδιοι να ασχοληθούμε με την πνευματική εργασία, κυρίως με την προσευχή, πληρώνοντας τις «χιλιάδες» που απαιτούνται γι’ αυτό. Λυπόταν που νέοι άνθρωποι, δηλαδή άνθρωποι με δυνάμεις, που θα μπορούσαν να τις αφιερώσουν οι ίδιοι σε αυτό το έργο, πήγαιναν σε αυτήν. Έλεγε κοίτα τι παλικάρια που έρχονται σε εμένα, αντί να κάνουν μόνοι τους!». Το ρήμα «να κάνω» σήμαινε γενικά αυτό το έργο. Έτσι την πρώτη φορά που πήγαμε, αφού μας μίλησε κάμποση ώρα σε αυτή τη γλώσσα, και αφού είδε την ακατανοησία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά μας, στο τέλος με μια απελπισμένη έκφραση είπε: «Μα δεν καταλαβαίνεται; Όλη την νύχτα προσευχόμουν!». Κάποια άλλη φορά που κάποιος προσευχόταν δίπλα της στον Θεό, για να του δώσει κάτι που ήθελε, η Ταρσώ γύρισε και του είπε: «Τι τσάμπα; Το ψωμί κοστίζει τώρα πενήντα χιλιάδες για να το αποκτήσεις!».

«Να αρχίζετε κατά το απογευματάκι, κατά τις πέντε, και να συνεχίζετε», είχε πει τότε. Νομίζω ότι τότε επίσης άκουσα για πρώτη φορά την εικόνα του «σπιτιού»: «Πρέπει να χτίσουμε γύρω μας ένα σπίτι, να κλειστούμε μέσα και να αφήσουμε μόνο μια τρύπα ψηλά». Προφανώς ήθελε να πει ότι πρέπει να φυλάξουμε το νου από τα προϊόντα των αισθήσεων ή από όλες τις σκέψεις και να αφήσουμε μόνο μία δίοδο επικοινωνίας, με το Χριστό.



Στους ξένους που έρχονταν, τους ρωτούσε αν ήξεραν να κάνουν «μπετόν αρμέ», θέλοντας να πει με αυτό, εάν ήξεραν να κτίζουν πνευματικά το σπίτι της ψυχής τους. Όταν παρευρίσκοντο πολλά πρόσωπα μιλούσε με τον ιδιαίτερο και γνωστό τρόπο, ώστε πολλοί να την θεωρούν σαλή. Είχε όμως ιδιαίτερο κώδικα: Φούρνο έλεγε την Εκκλησία, Αφεντικό ή Ηγεμόνα έλεγε τον Χριστό, το Μοναστήρι όπου έμενε το έλεγε φούρνο επίσης. Εννοώντας προφανώς τις μοναχές που τη φρόντιζαν και τις αγαπούσε και προσευχόταν υπέρ αυτών, έλεγε ότι ο Αφεντικός την έφερε εκεί και γέννησε τριακόσια παιδιά. Περιβόλι ή Αρσάκειο έλεγε τον Παράδεισο και τόπο κάτω από την γη σκοτεινό όπου βρίσκονται οι άνθρωποι, έλεγε την κόλαση. «Πρέπει να παραμερίσουμε τις πέτρες και τις πλάκες που τους σκεπάζουν, ώστε να δουν φως». Έτσι μιλούσε για τις προσευχές υπέρ των κεκοιμημένων, με τις οποίες οπωσδήποτε θα αγωνιζόταν υπέρ αυτών».

Μια γνωστή της μοναχή σχετικά αναφέρει: «συχνά, όταν πηγαίναμε να τη δούμε, με επιμονή μας έλεγε: «Να χτίσετε αδελφές μου, να χτίσετε σπίτι, εγώ έχω πολυκατοικίες, να χτίσετε…». Όταν εγώ της είπα «Ταρσώ μου πώς να χτίσω το σπίτι μου αφού δεν έχω λεφτά;». Αυτή μου απάντησε: «Εγώ έχω πολλά στο Δεσποτικό, έχω εκατομμύρια, να πας εκεί και να πάρεις, έχω πολλά!».



Συνεχίζεται...
<div><img width="111" height="148" border="0" src="ierosolimitisa.jpg" /></div>
123
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1768
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 27, 2006 5:00 am

Δημοσίευση από 123 »

Το κείμενο το έστειλε ο Άγγελος

Ήταν πράγματι μια αρχόντισσα του πνεύματος. Βασίλευε πρώτα επί των παθών και μπορούσε τώρα να πονά, να προσεύχεται, να αγιάζει τον εαυτό της υπέρ της Εκκλησίας. Αυτή η εσωτερική της μεγαλοπρέπεια δεν ήταν δύσκολο να γίνει αντιληπτή σε εκείνον που την πλησίαζε με ανοικτές τις αισθήσεις της ψυχής του. Η εντύπωση που μας έδωσε, όταν μας δέχθηκε καθισμένη μέσα στο κελί, στον πάγκο, μετά την επιστροφή της από το Νοσοκομείο, όπου νοσηλεύθηκε για τα εγκαύματα στα πόδια, ήταν ίδια με αυτή που καταθέτει και η αδελφή Κ.: «ένθρονη βασίλισσα, πιο βασίλισσα από βασίλισσα. Τέτοιο μεγαλείο»! Η βασιλική αυτή ανταύγεια της ασκητικής εικόνας της Ταρσώς, «πάνω στα κουρέλια της», δείχνει ή τουλάχιστον υποδηλώνει μια διαμετρική αντίθεση σχετικά με το νόημα της τιμής μεταξύ του εγκόσμιου ανθρώπου της κοινωνικής αρετής και του ασκητικού πατερικού πνεύματος.

Ο άνθρωπος του κόσμου ζει «τιμής ένεκεν»! Και ο πιο απλοϊκός άνθρωπος θα πει, «για μια τιμή ζούμε», «για μια αξιοπρέπεια»! Τα ποικίλα εγκλήματα «τιμής» εξάλλου, ως ακραία δείγματα θυσίας ανθρώπινης ζωής στον βωμό της «τιμής», βεβαιώνουν ότι είναι αδιανόητο για έναν λογικό άνθρωπο να μην θέλει τον σεβασμό της τιμής του, να μην τον ενοχλεί αν τον υποτιμούν ή τον… ατιμάζουν! Είναι πράγματι λογικό να ζούμε για μια τιμή!



Σε αυτή την λογική του «τιμής ένεκεν ζην» ο πατερικός άνθρωπος αντιλέγει τον ακραίο και παράλογο, για τον εγκόσμιο νου, λόγο:

- «Πίνε κάθε στιγμή τον χλευασμό σαν τρεχούμενο και δροσερό νερό… σαν μέλι και γάλα»!

- «Πίνε πρόθυμα τον εξευτελισμό από κάθε άνθρωπο σαν να είναι ύδωρ ζωής. Να νομίζεις, ότι θέλει να σε ποτίσει με φάρμακο καθαρτικό της λαγνείας»!



Ναι! Είναι δύσκολο εμείς οι κοσμικοί Χριστιανοί να αντιληφθούμε το χαρισματικό βάθος του «μυστηρίου της ατιμίας», που καθαρίζει την ανθρώπινη ψυχή από τα αγκάθια της υπερηφάνειας και της πορνείας και της αφοβίας μπροστά στην κρίση του Θεού για το αιώνιο μέλλον μας.

Αντίθετα, και εμείς οι ίδιοι οι «καλοί» Χριστιανοί ανταλλάσουμε ίσως συχνά μέσα μας, τις θεοδίδακτες προσταγές για την βίωση του «καθ’ ομοίωση», με τις κληρονομικές υπερβολές της αναζητήσεως και στηρίξεως μιας εξωτερικής εικόνας του εαυτού μας κατά τη δαιμονική προτροπή, «Και έσεσθε ως θεοί»! Και ποιος δεν θέλει να είναι «ως θεός» εδώ και τώρα;

Ασφαλώς κάτι τέτοιο για την Ταρσώ νοσηλευόμενη στο Νοσοκομείο για τα εγκαύματά της στα πόδια, την επισκέφθηκα μια και αισθανόμουν όχι μόνο υποχρέωση αλλά και ιδιαίτερη αγάπη. Η Ταρσώ, ξαπλωμένη στο κρεβάτι του Νοσοκομείου, είχε σχεδόν πάντα τα μάτια της κλειστά για να βυθίζεται ασφαλώς ανενόχλητη στην προσευχή της. Κάποια στιγμή, μου λέει η κυρία που νοσηλευόταν στο διπλανό κρεβάτι της Ταρσώς, «Έχει πολύ πλάκα η γριούλα! Μου είπε, «είσαι καλά τώρα, πρέπει να πας στο σπίτι σου, γιατί θα χάσεις τον άνδρα σου» (προφανώς κάτι έβλεπε στην συμπεριφορά του άνδρα της κατά την απουσία της). Και η κυρία αυτή γελούσε…!

Εγώ, με πολύ σιγανή φωνή, της είπα ότι δεν πρέπει να υποτιμά αυτά που της είπε η Ταρσώ, γιατί δεν είναι μια συνηθισμένη γριά, αλλά Αγία!

Ξαφνικά η «ήρεμη» Ταρσώ μισοσηκώθηκε στο κρεβάτι σαν θηρίο πληγωμένο, λούζοντάς με, με καυτές επιπλήξεις, «Πήγαινε στον άνδρα σου και στα παιδιά σου, τι ήλθες εδώ να κάνεις, να με ταράξεις…»!

Στεναχωρήθηκα, αν και την ήξερα την Ταρσώ και έφυγα άρον-άρον από το Νοσοκομείο. Έκανα κάποιον καιρό να την επισκεφθώ στο καλύβι της. Όταν με είδε μου είπε με παράπονο, «Άργησες να έρθεις». Της απάντησα, «Όμως σε σκεπτόμουν». Και εκείνη, «Με σκέπτεσαι απερίσκεπτα»! Υπαινίχθηκε τη συμπεριφορά μου στο Νοσοκομείο».

Για την Ταρσώ ήταν απερισκεψία κάθε αναγνώριση της ασκητικής της αρετής! Και όχι μόνο απερισκεψία αλλά και πειρασμός απαράδεκτος, γιατί την πτώχαινε πνευματικά, της έκλεβε τους θησαυρούς της ταπεινώσεως, που αποθησαύριζε στις ουράνιες καταθέσεις της με τόσο ασκητικό μόχθο, με τόσο αίμα ψυχής! Συχνά διαμαρτυρόμενη έλεγε, «Είχα τρεις βαλίτσες με πολλά εκατομμύρια. Και έρχεσθε τώρα και μου τα παίρνετε! Τι μου τα παίρνετε; Τι μου τα κλέβετε; Μαζί τα βγάλαμε;».



Είναι εύλογο να μην μπορεί ο καθένας μας, με τον αδόκιμο νου του, τον αμέτοχο στον χαρισματικό ασκητικό πλούτο της σαλότητας της Ταρσώς, να περιγράψει ότι εκείνη πραγματικά ζούσε μέσα στον αγιοπνευματικό γνόφο του μυστηρίου της σαλότητας αυτής.

Έτσι μια προσπάθεια να δοθεί το περίγραμμα, όχι ασφαλώς το πνευματικό βάθος, του μυστηρίου αυτού, είναι πάντοτε ένα παιδικό ιχνογράφημα, για μια υποψία του αγιοπνευματικού χαρακτήρα της ασκητικής φυσιογνωμίας της μακαρίας Ταρσώς. Για μια κατανόηση της αποστάσεώς μας από την αληθινή και γνήσια πνευματική ζωή!



Συνεχίζεται...
<div><img width="111" height="148" border="0" src="ierosolimitisa.jpg" /></div>
123
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1768
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 27, 2006 5:00 am

Δημοσίευση από 123 »

Το κείμενο μας το έδωσε ο Άγγελος

Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΤΗΤΟΣ ΤΗΣ ΜΑΚΑΡΙΑΣ ΤΑΡΣΩΣ



Η εικόνα της Ταρσώς ως σαλής διά Χριστόν αντανακλάται σε δύο επίπεδα ή όψεις πνευματικής εν Χριστώ ζωής. Στο πεδίο της ασκητικής της ζωής, με την οποία βίωνε την νέκρωση του εαυτού της και στο πεδίο της ανοικτής χαρισματικής επικοινωνίας της με τη θέα της Βασιλείας του Θεού, όπου ζούσε την ελευθερία του Αγίου Πνεύματος.



Η Ταρσώ αγωνιζόμενη να νεκρώνει συνεχώς τον εαυτό της, κατά την μακρόχρονη πορεία της στα κακοτράχαλα μονοπάτια της ερημικής της ζωής, απέβλεπε στην εσωτερική ψυχική της κάθαρση από κάθε ανθρώπινο και χοϊκό στοιχείο. Γνώριζε, όπως όλοι όσοι προηγήθηκαν αυτής στο δρόμο της αγιότητας, ότι, για να χωρέσει ο Χριστός στην ανθρώπινη ψυχή πρέπει εκείνη να καθαρθεί από οποιοδήποτε ανθρώπινο στοιχείο ή δαιμονική πειρασμική προσβολή, που θα μπορούσε να παρεμποδίσει ή να δυσκολέψει την ενθρόνισή Του σε αυτήν!

Έτσι, ο προσανατολισμός της στην ασκητική προσπάθεια της νεκρώσεως του εαυτού της στόχευε σε δύο πνευματικούς στόχους. Ο ένας αφορούσε στη νέκρωση του εαυτού της του «πεπραμένου υπό την αμαρτίαν», στο θάνατο δηλαδή του παλαιού ανθρώπου, που προέκυψε από την αδαμική παράβαση της εντολής του Θεού στον Παράδεισο. Ο άνθρωπος αυτός της αμαρτίας έπρεπε να νεκρωθεί και να μεταποιηθεί εις «καινόν άνθρωπον», οικοδομούμενο και αναγεννώμενο «εν δικαιοσύνη και οσιότητι της αληθείας», «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού».

Ο άλλος στόχος αφορούσε στη νέκρωση της αυτοσυνειδησίας της αρετολογικής της πνευματικής προκοπής, στη λήθη της επιγνώσεως του καλού εαυτού της, του πληρωμένου με τη χάρη των ουρανίων αρετών, με τις οποίες κοσμείτο πλέον η Ταρσώ, βήμα προς βήμα, κατά την ασκητική ερημική της πορεία. Ο πνευματικός της οφθαλμός, καθ’ όλη την πορεία της πνευματικής της ζωής, δεν στράφηκε ποτέ στην απόλαυση της κατακτήσεως των αρετών ή των χαρισμάτων της.



Ο αγώνας της Ταρσώς για τη νέκρωση του εαυτού της εν Χριστώ Ιησού, είχε ευαγγελική και αποστολική διαφάνεια.

Πρώτα-πρώτα στοιχούσε, με απόλυτη συνέπεια, στον θεμελιακό κυριακό κανόνα ευαγγελικής ζωής και σωτηρίας εν Χριστώ Ιησού, «Ος γαρ αν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν. Ος δ’ αν απολέση την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού, ευρήσει αυτήν».

Η Ταρσώ ξεκίνησε τον πνευματικό της αγώνα με μια μορφή «απωλείας» της ζωής της, που ήταν ακριβώς η διά Χριστόν σαλότητά της. Η πνευματική της πορεία επί της οδού της σαλότητος ήταν ένας χαρισματικός τρόπος να «ενταφιάζεται» η ανθρώπινη χοϊκή ύπαρξή της σε ένα άγιο παραλογισμό! Στην ευαγγελική ακριβώς λογική να χάνει την ζωή της, για να ανακαλύπτει συνεχώς την αληθινή εν Χριστώ Ιησού ζωή της!

Πολλοί από εμάς τους Χριστιανούς δεν αντιλαμβανόμαστε συχνά αυτό, που η Ταρσώ κατανόησε από την αρχή της πνευματικής της ζωής, ότι δηλαδή για να σώσεις τον εαυτό σου εν Χριστώ Ιησού πρέπει να τον απορρίψεις και να τον ενταφιάσεις στην εν Χριστώ νέκρωση.

Η επισήμανση του Κυρίου «ου δύνασθε δυσί κυρίοις δουλεύειν» βρίσκει εδώ το βαθύτερο νόημά της. Δεν είναι δυνατόν ο αναγεννώμενος και ανακαινιζόμενος εν Χριστώ Ιησού εαυτός να συμπορεύεται χέρι με χέρι την οδό της σωτηρίας με τον παλαιό άνθρωπο της αμαρτίας. Πρέπει ο δεύτερος αυτός εαυτός να νεκρωθεί, να πεθάνει για να αναστηθεί ο πρώτος ή μάλλον να πεθαίνει συνεχώς για να ανασταίνεται αδιάλειπτα ο πρώτος!

Η Ταρσώ προτίμησε να θάψει τον παλαιό άνθρωπο της αμαρτίας στη ζωή της σαλότητος, επιλέγοντας μια παράλογη λογική. Έτσι ελευθερώθηκε από τη δεσποτεία του «λογικού» ανθρώπου της πτώσεως. Από εκεί και πέρα, υπό τον πέπλο της σαλότητος, διελέγετο μόνο με τον «καινόν άνθρωπον», τον άνθρωπο της χάριτος!



Ο διάλογος της Ταρσώς με τον άνθρωπο της χάριτος, τον ανακαινιζόμενο εν Χριστώ Ιησού εαυτό της, αναπτυσόταν πλέον σε μια αποστολική διαφάνεια. Ο Απόστολος Παύλος, εκφράζοντας την δική του εμπειρία της νεκρώσεως του εαυτού του, μετάφραζε βιωματικώς τον πιο πάνω λόγο του Κυρίου, ότι για να σώσεις την ψυχή σου πρέπει να την απολέσεις, να τη νεκρώσεις, να νεκρώσεις δηλαδή τον παλαιό εαυτό της αμαρτίας.

Εμείς οι απόστολοι, γράφει ο Απόστολος Παύλος στους Κορινθίους, «πάντοτε τη νέκρωσιν του Κυρίου Ιησού εν τω σώματι περιφέρομεν, ίνα και η ζωή του Ιησού εν τω σώματι ημών φανερωθή. Αεί γαρ ημείς οι ζώντες εις θάνατον παραδιδόμεθα δια Ιησούν, ίνα και η ζωή του Ιησού φανερωθή εν τη θνητή σαρκί ημών».



Σύμφωνα με αυτούς τους αποστολικούς λόγους η «νέκρωση του Κυρίου Ιησού» φανερώνεται στο σώμα και στη θνητή σάρκα. Η επισήμανση αυτή σημαίνει ότι η καινούργια ζωή εν Χριστώ Ιησού, που ανατέλλει στην ψυχή του πνευματικού αγωνιστού, αντανακλάται στο σώμα του, στην εξωτερική του εικόνα και γενικότερα σε ολόκληρο τον σαρκικό εαυτό του.

Και εδώ, όσο κι αν είναι πνευματικά βαθύτερο το νόημα των λόγων αυτών του Αποστόλου Παύλου, η φανέρωση της νεκρώσεως στον εξωτερικό άνθρωπο είναι πάντοτε εμφανής. Αλλά η Ταρσώ θέλησε με την σαλότητά της να καλύψει την εμφάνεια αυτή στο σώμα της και στη σάρκα της. Και φαίνεται ότι το κατάφερε πειστικά!

Ήταν αρκετοί, όχι μόνο αδόκιμοι στο νου αλλά και Χριστιανοί συνειδητοί, που δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι «αυτή η ρυπαρή και κακοντυμένη γριά» ήταν μία αυθεντική εν Αγίω Πνεύματι ασκήτρια. Όμως η ευαγγελική γνησιότητα της ασκητικής ζωής της Ταρσώς ήταν εμφανής σε αυτούς που την αγαπούσαν και είχαν τις πνευματικές προϋποθέσεις να επικοινωνούν μαζί της και να την βλέπουν «Ένθρονη βασίλισσα», επάνω στα κουρέλια της, «περισσότερο από βασίλισσα».



Σε κάποια συζήτηση που είχε η Ταρσώ με αγιορείτη μοναχό, στην ερώτησή του:

- «Ποιο δρόμο ακολούθησες Ταρσώ και έφτασες εδώ, στον χώρο της σαλότητας;», η απάντησή της ήταν,

- «Τι δρόμο καλέ; Δουλειά. Ήμουνα στον κόσμο και πέθανα. Και μετά δουλειά, δουλειά. Και πως νομίζεις παιδί μου, ότι έφθασα εδώ; Ακολουθώντας την πρακτική οδό που ορίζουν οι θείοι Πατέρες. Πέθανα για τον κόσμο, έδωσα την ζωή μου στον Χριστό και από τότε δουλειά… δουλειά».



Η φράση «δουλειά, δουλειά» έκρυβε ασφαλώς το νόημα του συνεχούς θανάτου, της αδιάλειπτης νεκρώσεως μέσα από πράξεις και βιώματα εξουδετερώσεως κάθε αμαρτητικού στοιχείου που απειλούσε να την επιστρέψει στη «φιλική σχέση με τον παλαιό εαυτό της, με τα παλαιά πάθη της. Ήξερε από την πνευματική της εμπειρία, από την πάλη με τον εαυτό της, τον πατερικό λόγο, σύμφωνα με τον οποίο «τα πάθη είναι φιλεπίστροφα» και ότι «πάθος ψυχής πονηρόν ουδέποτε γηράσκει», αν δεν νεκρωθεί ανεπιστρεπτί!



Στην περίπτωση της Ταρσώς, στον τρόπο με τον οποίο βίωνε την νέκρωση του εαυτού της, φαίνεται να πραγματοποιείται ο αποκαλυπτικός λόγος του Κυρίου στον Άγιο Σιλουανό τον αγιορείτη: «Κράτα στον άδη το νου σου και μην απελπίζεσαι»!

Ο Άγιος Σιλουανός, μετά την εμπειρία της πραγματοποιήσεως της εντολής του Κυρίου, αισθανόταν την ανάγκη της αδιάλειπτης προσευχής υπέρ των νεκρών που «υπήρχαν εν βασάνοις». Συγχρόνως άναψε στην ψυχή του η φλόγα της αγάπης προς τους κεκοιμημένους!

Και η Ταρσώ, κατά την διάρκεια της ζωής της και μάλιστα από την αρχή των νεανικών της χρόνων, είχε ζωντανή και έκδηλη την αγωνία και την αγάπη για τους κεκοιμημένους, που υποφέρουν τα βάσανα της κολάσεως.



«Συχνά, με όλη την δύναμη της ασθενικής της φωνής, μας έλεγε, «Τρύπα, αδελφές μου!!! Ανοίξτε τρύπα αδελφές μου, είναι ψυχές από κάτω, πολλές ψυχές από εδώ μέχρι εκεί κάτω (έδειχνε την Κακιά Θάλασσα). Πλήθοοος!!! Οι πεθαμένοι είναι από όλα, απ’ όλα είναι, στα έγκατα του άδη είναι. Δεν έχουν καλή στάση και πρέπει να τους βοηθήσουμε. Απ’ όλα είναι: βουλευτές, γουρουνάδες, τσαγκάρηδες, έμποροι. Μη γελάτε, οι ψυχές τους ζητούν να αναπνεύσουν, να αναπαυθούν».

Με τον τρόπο αυτό μας προέτρεπε να προσευχόμαστε για τις ψυχές των κακοιμημένων»! Πολλοί επισκέπτες της είχαν ακούσει την προτροπή της, «Να, εδώ κάτω από το χώμα σκάψτε, είναι ψυχές και φωνάζουν. Βγάλτε αυτές τις μεγάλες πέτρες. Εδώ σκάψτε, ανοίξτε χώρο, οι ψυχές υποφέρουν».
«Θα σκάσουν αν δεν τους βγάλουμε… έστω να κάνουμε μια τρυπούλα να παίρνουν αέρα… Θα με βοηθήσεις αδελφούλη μου;».

Η αγωνία και η αγάπη της Ταρσώς για τα βάσανα των κακοιμημένων στην κόλαση ήταν συγχρόνως ένας τρόπος να συντηρεί την επαφή της με την χώρα των νεκρών και να συμβιώνει μαζί τους τις εμπειρίες του άδη. Κρατούσε, όπως ο Άγιος Σιλουανός, το νου της στο βασίλειο του άδη, προσπαθώντας να δει εκεί μέσα και τον εαυτό της. Με τον τρόπο αυτό ζούσε τη νέκρωση του εαυτού της σε δύο επίπεδα. Στον χώρο των κεκοιμημένων και στο χώρο των ζωντανών, στη ζωή δηλαδή της σαλότητάς της εν Χριστώ Ιησού, αφού και εκείνη την έφερε μέχρι εκεί η «νεκροφόρα»!



Η σχέση της Ταρσώς με τους κεκοιμημένους ήταν μια πραγματική κάθοδός της στον άδη εν Αγίω Πνεύματι. Δεν ήταν απλώς μια συναισθηματική της εκδήλωση. Στο σημείο τούτο, η κάθοδος αυτή ήταν μια μίμηση της καθόδου του Χριστού στον άδη αλλά με διαφορετική λυτρωτική προοπτική. Ο Χριστός κηρύσσει στους εν άδη το Ευαγγέλιο της σωτηρίας. Η Ταρσώ, αντίθετα, κηρύσσει στους ζώντες το «ευαγγέλιο των κεκοιμημένων», την αγάπη προς τους κεκοιμημένους, ως μία αδιάλειπτη μνήμη θανάτου για τη νέκρωση του αμαρτωλού εαυτού!



Εξάλλου η πιο πάνω προτροπή της μακαρίας Ταρσώς, «Να, εδώ κάτω από το χώμα σκάψτε, είναι ψυχές που φωνάζουν. Βγάλτε αυτές τις μεγάλες πέτρες… Θα σκάσουν αν δεν του βγάλουμε…», υποδηλώνει με νηπτική ενέργεια τη λυτρωτική κάθοδο του Χριστού στον προσωπικό άδη κάθε χριστιανικής ψυχής, που κραυγάζει προς Αυτόν για τη δική της σωτηρία από το βαρύ λίθο της θανατηφόρου αμαρτίας, όπως περιγράφει την κάθοδο αυτή, ο Όσιος Μακάριος ο Αιγύπτιος!

«Όταν ακούσεις, ότι ο Χριστός, αφού κατέβηκε στον Άδη, απελευθέρωσε τις ψυχές από τα δεσμά με τα οποία ήταν αιχμάλωτες του θανάτου, μην υποθέσεις ότι αυτό το λυτρωτικό έργο είναι μακριά από όσα συμβαίνουν και τελούνται σήμερα. Σκέψου ότι η καρδιά είναι ένα μνημείο, δηλαδή ένας τάφος. Στο βάθος αυτού του τάφου, μέσα στο σκοτάδι, βρίσκονται δέσμιοι ο νους και οι λογισμοί. Στον τάφο αυτό, έρχεται ο Κύριος στις ψυχές που κραυγάζουν προς αυτόν και ζητούν βοήθεια, δηλαδή έρχεται στο βάθος της καρδιάς και εκεί διατάζει τον θάνατο: Απελευθέρωσε, λέγει, τις ψυχές, που έχεις αιχμάλωτες, οι οποίες ζητούν από μένα, τον δυνάμενον να τις ελευθερώσω, βοήθεια. Ύστερα, αφού δώσει την εντολή στον θάνατο, μετακινεί τον βαρύ λίθο, που βρίσκεται πάνω στην ψυχή και ανοίγει τον τάφο και τον πραγματικό νεκρό ανιστά και ελευθερώνει την ψυχή από την σκοτεινή φυλακή».



Πάντως την εμπειρία της διπλής νεκρώσεώς της, του θανάτου δηλαδή του παλαιού ανθρώπου της αμαρτίας και της νεκρώσεως της επιγνώσεως των αρετών της, η Ταρσώ δεν τη λησμονούσε ποτέ, αφού ήταν ζωντανός τρόπος ζωής της!



Όταν κάποτε, κάποιος επισκέπτης της απαριθμούσε τα πολλά βάσανά του, αυτό που είχε να του πει εκείνη, συγκρίνοντάς τα με τα δικά της, ήταν:

- «Εσένα σε σκοτώσανε είκοσι επτά φορές; Σε βάλανε σε φέρετρο, σε… σε…»; Ήθελε ασφαλώς να του δείξει ότι η μεγαλύτερη δοκιμασία της ζωής είναι να νεκρώνεις κάθε μέρα εσύ ο ίδιος την ανθρώπινη ζωή σου για να βρεις τον αληθινό εαυτό σου»!



Συνεχίζεται...
<div><img width="111" height="148" border="0" src="ierosolimitisa.jpg" /></div>
123
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1768
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 27, 2006 5:00 am

Δημοσίευση από 123 »

Το κείμενο μας το έστειλε ο Άγγελος

Η ΣΤΑΥΡΑΝΑΣΤΑΣΙΜΗ ΒΙΟΤΗ ΤΗΣ ΜΑΚΑΡΙΑΣ ΤΑΡΣΩΣ ΣΤΗΝ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΦΕΤΗΡΙΑ




Η επιλογή της Ταρσώς να ακολουθήσει στον τρόπο της πνευματικής ζωής την σταυροαναστάσιμη οδό, ήταν ασφαλώς ένας χαρισματικός φωτισμός του Θεού προς αυτήν. Αλλά η δυνατότητα της πορείας στην οδό αυτή είχε την αφετηρία της στο ιερό μυστήριο του Βαπτίσματός της!



Αν μπορούμε να νεκρώνουμε τον κακό μας εαυτό μας, και αν η νέκρωση αυτή μεταποιείται, όπως στην περίπτωση της Ταρσώς αλλά και όλων των Αγίων, σε αναστάσιμη βιοτή, αυτό οφείλεται στην τριττή κατάδυση και ανάδυσή μας στην ιερή κολυμβήθρα του μυστηρίου του Βαπτίσματος.

Όλοι οι βαπτισμένοι Χριστιανοί είμαστε χαρισματικά προικισμένοι με την δυνατότητα της σταυροαναστάσιμης πορείας στην πνευματική μας ζωή. Γεγονός που σημαίνει ότι είμαστε χρεωμένοι, δηλαδή υποχρεωμένοι, να ακολουθήσουμε τον μοναδικό αυτό τρόπο σωτηρίαςμ στην πνευματική εν Χριστώ Ιησού ζωή μας.

Ο Απόστολος Παύλος είναι σαφής, «Όσοι εβαπτίσθημεν εις Χριστόν Ιησούν, εις τον θάνατον αυτού εβαπτίσθημεν. Συνετάφημεν ουν αυτώ διά του βαπτίσματος εις τον θάνατον, ίνα ώσπερ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών διά της δόξης του πατρός, ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν».



Βαπτισθήκαμε στον θάνατο του Χριστού! Συμβιώσαμε μυστηριακώς με τον Χριστό, τον θάνατό του και ενταφιασθήκαμε μαζί του, χάρη στη συμβίωση αυτή του θανάτου του. Έτσι στη μυστηριακή βαπτιστήρια παρακαταθήκη, που φυλάσσουμε μυστικά στην ψυχή μας, έχουμε αποθησαυρισμένες εν Αγίω Πνεύματι, χαρισματικές δυνάμεις για να αγωνισθούμε, ώστε να νεκρώσουμε τον εαυτό μας εν Χριστώ Ιησού!

Εξάλλου, ο προσωπικός μας μυστηριακός θάνατος διά της μετοχής μας στο θάνατο αυτό του Χριστού και ο συν αυτώ ενταφιασμός μας, αποτελεί την προϋπόθεση, εφόσον βιωθεί με συνέπεια στην προσωπική μας ζωή, για να ανατείλει στην ψυχή μας η καινούργια αναστάσιμη ζωή μας. Όπως στην ανάσταση του Χριστού προηγήθηκε εύλογα ο σταυρικός του θάνατος, έτσι και στην περίπτωσή μας, κάθε αναστάσιμη εμπειρία μας μπορεί να γεννάται μόνο από τη νέκρωση του αμαρτωλού εαυτού μας και έτσι μόνο μπορούμε να ζούμε πνευματικά «εν καινότητι ζωής».



Το συμπέρασμα του Αποστόλου, στους πιο πάνω λόγους του, είναι και πάλι επιγραμματικό και σαφές. «Ει γαρ σύμφυτοι γεγόναμεν των ομοιώματι του θανάτου αυτού (του Χριστού), αλλά και τις αναστάσεως εσόμεθα». Εάν φυτευτήκαμε μυστικά, κατά την τριττή κατάδυσή μας στην ιερή κολυμβήθρα, στο ομοίωμα του θανάτου του Χριστού, είναι φυσικό να μπορούμε να αναστηθούμε μαζί του στην αιώνια ζωή!

Σταυρικός θάνατος και ανάσταση είναι λυτρωτικά γγονότα, αιτιωδώς και οργανικώς συνδεδεμένα στη ζωή του Χριστού. Και επομένως και στην περίπτωση της Ταρσώς αλλά και στην δική μας, νέκρωση του εαυτού μας και ανάσταση, αυτά είναι αδιαχώριστα στάδια αυθεντικής, εν Αγίω Πνεύματι, χριστιανικής ζωής. Μόνη της, η ενδεχόμενη πραγματοποίηση της νεκρώσεως κατά το πνεύμα, η νέκρωση για τη νέκρωση, δεν μας ωφελεί σε τίποτε, αν δεν τη βιώνουμε ενσυνείδητα ως πνευματική διαδικασία αναστάσεως του εαυτού μας, ως πορεία ή περπάτημα «εν καινότητι ζωής». Ούτε πάλι, αδιαφορώντας για τη νέκρωση, μπορούμε να ελπίζουμε σε εύκολη ή αυτονόητη χαρισματική ανακαίνηση και αναγέννηση εν Χριστώ Ιησού!



Την αμφίπλευρη αυτή όψη της πνευματικής ζωής του χριστιανικού ανθρώπου την συμπυκνώνει ο Απόστολος Παύλος σε ένα βασικό κανόνα σωτηρίας εν Χριστώ Ιησού, στον επίλογο της πιο πάνω περικοπής της προς Ρωμαίους επιστολής του, που αποτελεί και το αποστολικό ανάγνωσμα κατά την τέλεση του ιερού μυστηρίου του Βαπτίσματος, «Ούτω και υμείς λογίζεσθε εαυτούς νεκρούς μεν είναι τη αμαρτία, ζώντας δε τω Θεώ εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών», έτσι και σεις λοιπόν να θεωρείτε τους εαυτούς σας και να τους ζείτε νεκρούς ως προς την αμαρτία, αλλά ζωντανούς για τον Θεό διά μέσου του Ιησού Χριστού του Κυρίου όλων μας!



Αυτό τον αποστολικό κανόνα, ο πατερικός άνθρωπος, τον έχει αναδείξει βιωματικά ως τη διακριτική, την ισοζυγισμένη λυτρωτικά, οδό της πορείας της πνευματικής του ζωής. Ούτε απόλυτη ή υπερβολική θλίψη και απόγνωση για την προσωπική μας αμαρτωλότητα, ούτε μονόπλευρος ενθουσιασμός και βεβαιότητα, ότι σωθήκαμε διά της αναστάσεως του Χριστού και δεν μας χρειάζεται αγώνας για τη νέκρωση του εαυτού μας.



Κατά τον Όσιο Νείλο τον ασκητή, «… να προσφέρετε τους εαυτούς σας, λέγει (ο Απόστολος Παύλος), στον Θεό σαν άνθρωποι που έχετε πραγματικά αναστηθεί εκ νεκρών». Από το ένα μέρος μας θέλει (ο Απόστολος) νεκρούς («μέρει μεν τεθνάται»), από το μέρος δηλαδή που ενεργούνται και πράττονται τα πάθη της σαρκός, η οποία στρέφεται κατά του πνεύματος. Από το άλλο μέρος μας επιτάσσει να ζούμε («μέρει δε ζην»), κάνοντας τα έργα της αρετής, με τα οποία ευαρεστείται ο Θεός. Γι’ αυτό ακριβώς, ονομάζει «θυσίαν ζώσαν») τη ζωή αυτών, οι οποίοι νεκρώνουν τα μέλη τους («τα επί της γης»), τα οποία δούλευαν στις επιθυμίες της σαρκός και πλέον περιπατούν σε μια καινούργια ζωή!



Η Ταρσώ γνώριζε τις βαπτισματικές – μυστηριακές αφετηρίες της νεκρώσεως της ανθρώπινης ζωής και της αναστάσιμης «εν καινότητι ζωής» πνευματικής πορείας! Ως «διδακτή Θεού» δε, γνώριζε επίσης και τα μυστήρια του Αγίου Πνεύματος και ορθοτομούσε ισοζυγισμένα την πνευματική της ζωή, στοιχούσα στον αποστολικό και πατερικό κανόνα: «μέρει μεν τεθνάναι… μέρει δε ζην»!





Συνεχίζεται...
<div><img width="111" height="148" border="0" src="ierosolimitisa.jpg" /></div>
123
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1768
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 27, 2006 5:00 am

Δημοσίευση από 123 »

Το κείμενο μας το έστειλε ο Άγγελος

ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΑΚΑΡΙΑΣ ΤΑΡΣΩΣ



Η θέα του παραδείσιου κήπου της Βασιλείας του Θεού


Η Ταρσώ δεν έβλεπε μπροστά της και δεν βίωνε μόνο θάνατο και νέκρωση! Η νέκρωση του εαυτού της, μάλιστα μέσα από τη σαλότητά της, δεν την παγίδευε μονόπλευρα σε μια καταθλιπτική πίκρα ή σε ένα παραλυτικό ανθρώπινο πόνο για την θανατηφόρα φθαρτότητα της ανθρώπινης ζωής, όπως θα μπορούσε κάποιος άνθρωπος, άγευστος των ποικίλων βιωματικών – χαρισματικών καταστάσεων του πατερικού ανθρώπου, να υποθέσει ή να αντιληφθεί.

Η σωτηριολογική διδασκαλία της Εκκλησίας μας δεν μιλάει μόνο για σταυρό και θάνατο, αλλά και για ανάσταση και για άφραστες πνευματικές καταστάσεις χαρισματικής ζωής. Ένα βασικό της δίδαγμα, στο σημείο τούτο, είναι ότι το σταυρικό μαρτύριο αποτελεί το μοναδικό μονοπάτι που οδηγεί στην ανάσταση.

Ο Σταυρός μόνος του, ως απόλυτος τρόπος ζωής, δεν σημαίνει τίποτε ή μάλλον καθιστά συνειδητή την πραγματικότητα μιας ασήκωτης κατάρας. Μόνο όταν γίνεται κλειδί του Παραδείσου στα χέρια ή στους ώμους του Χριστού, ο Σταυρός γίνεται το παν, δηλαδή βιωματική διαδικασία αναστάσιμης ζωής εις τους αιώνες των αιώνων.



Η πνευματική ζωή της Ταρσώς ήταν σαφώς νεκροαναστάσιμη ή καλύτερα, πιο πατερικά, σταυροαναστάσιμη! Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός της έδωσε το χάρισμα να κατοπτεύει με αγιοπνευματική διαφάνεια, όχι μόνο τα κατώτατα βασίλεια του άδου, αλλά και τη θέα ουρανίων πραγμάτων και καταστάσεων.

Έτσι η Ταρσώ, με τη χαρισματική της διόραση, διαπερνούσε το φράγμα της υλικότητας της υπάρξεως, το παχύ καταπέτασμα των αισθητών πραγμάτων και έφθανε, με τον θεοφώτιστο νου της «ψηλά στους κήπους του Παραδείσου, στον Πύργο τον μεγάλο».

Έβλεπε τους κήπους της άνω Ιερουσαλήμ και το πνεύμα της περιδιάβαζε μέσα στους ουράνιους κήπους της λυτρωτικής ανθοφορίας της χάριτος του Θεού και μέσα στα μποστάνια της αγιασμένης πλέον από την πνευματική καρποφορία ανθρώπινης ζωής.



Συχνά έλεγε, μονολογώντας ή απευθυνόμενη σε κάποιον συνομιλητή της, «εκεί, εκεί επάνω, έχει φρούτα, λαχανικά, έχει μαρούλια, κήπους». Σε αυτούς τους κήπους είχε και το δικό της μποστάνι. Τα δικά της «λάχανα, τα καρπούζια και τα αγγούρια», που όμως κάποιες φορές παραπονιόταν ότι «της τα έκλεβαν» (εννοούσε με τα καλά λόγια που της έλεγαν).



Μια μέρα την επισκέφθηκαν οι θλιμμένοι γονείς ενός παλικαριού που σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα. Ο συνοδός τους, που γνώριζε την Ταρσώ και τους έφερε κοντά της για να ακούσουν λόγο παρήγορο και να μαλακώσει ο πόνος τους, είπε στην Ταρσώ ότι έχουν ένα παιδί (εν ζωή) τον Κώστα. Η Ταρσώ έσπευσε αμέσως να συμπληρώσει, με την ιδιόρρυθμη φωνούλα της, ότι έχουν και τον Παναγιώτη (το παιδί που σκοτώθηκε). «Τον βλέπω κοντά στον Πύργο, μέσα στους κήπους, με τα μαρούλια και τα πεπόνια».

Οι γονείς έμειναν έκπληκτοι όταν άκουσαν το όνομα του πεθαμένου παιδιού τους και παρηγορήθηκαν, ότι το παιδί τους ζει πράγματι.

Σε μια νέα επίσκεψη των γονέων αυτών, η Ταρσώ τους είπε, «Τον βλέπω τον Παναγιώτη, είναι ο άντρας μου»!

Με τη φράση, «είναι ο άντρας μου», η Ταρσώ ήθελε να δείξει ότι είχε στενή πνευματική συγγένεια με το νεκρό παιδί τους. Πιθανότατα, χάρη στο διορατικό της χάρισμα, ήξερε την παράδοξη περίπτωση του παιδιού αυτού. Παιδί χωρίς εκκλησιαστική ή θρησκευτική ζωή, έδειξε πολύ νωρίς μια ιδιαίτερη αγάπη στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Οσάκις περνούσε από το κοντινό εκκλησάκι του, με το αυτοκίνητό του, σταματούσε, έμπαινε μέσα, άναβε ένα κερί και προσευχόταν στον Άγιο, αφήνοντας τους φίλους του έξω από το εξωκκλήσι να τον περιμένουν. Το παλικάρι αυτό σκοτώθηκε σε τροχαίο στις 29 Αυγούστου, την ημέρα της μνήμης της αποτομής της αγίας κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου! Ήταν ώριμο για τους ουράνιους κήπους!



Κάτι παρόμοιο συνέβη και το έτος 1974, όταν σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα ο ανιψιός της Γιάννης.

«Πήγαμε», διηγείται η αδελφή του και ανιψιά της, «με την μητέρα μου και την αδελφή μου λίγες μέρες μετά στην Ταρσώ. Μόλις μας είδε, πρις της αναφέρουμε εμείς τίποτα, μας είπε, με ένα ύφος γεμάτο γαλήνη, στοργή και βεβαιότητα: - Τον είδα τον Γιάννη, τον περάσανε από εδώ, τυλιγμένο σε άσπρο σεντόνι!

Μετά από αρκετά χρόνια, το 1987, που είχα την ευλογία λόγω του ατυχήματός της να είμαι πολύ καιρό κοντά της, βρήκα την ευκαιρία μεταξύ άλλων να τη ρωτήσω: - Που είναι ο Γιάννης τώρα; Πήρε τότε μια γλυκύτατη έκφραση και σαν να τον βλέπει από μακριά, μου απάντησε χαρούμενη: -Είναι πολύ ψηλά, φοράει λευκό χιτώνα, το γαλουχεί ο παπά… και μου είπε κάποιο όνομα που δεν μπόρεσα, ίσως εξ’ αιτίας της συγκινήσεώς μου, να συγκρατήσω».



«Κάποια κοπέλα είχε φύγει από τους αναρχικούς και είχε επιστρέψει στον Χριστό. Μια μέρα πήγε στην Ταρσώ και εκείνη την πήρα παράμερα και με λεπτό τρόπο και αγάπη ξεγύμνωσε, με το διορατικό της χάρισμα, όλες τις πληγές της ψυχής της. Αυτό έφερε σε μεγάλη κατάνυξη την κοπέλα. Στη συνέχεια, μετά το φοβερό αυτό διάβασμα της ψυχής της, η Ταρσώ την ευλόγησε με την ευλογία του Αγίου Γεωργίου (που εκείνη την ώρα πέρασε – όπως είπε η Ταρσώ – από εκεί, από το καλυβάκι της), λέγοντας η Ταρσώ το τροπάριό του και κάνοντας απόλυση».



Όταν συνέβη το φοβερό ατύχημα στο Τσερνομπίλ πολλοί φοβήθηκαν τις καταστροφικές του συνέπειες και για την πατρίδα μας. Μερικοί επισκέπτες της Ταρσώς της εξέφρασαν την αγωνία και τους φόβους και τις ανησυχίες τους για το άμεσο μέλλον. Εκείνη όμως τους καθησύχαζε με τον δικό της τρόπο:

- «Πω, πω! Να, χιλιάδες γιατροί στον αέρα με τις άσπρες μπλούζες τους (εννοούσε τους αγίους άγγελους), μη φοβάστε, αυτοί προστατεύουν τη ζωή μας. Καθαρίζουν τον αέρα»!



Σε έναν άνδρα νεαρής ηλικίας η Ταρσώ, όταν τον είδε για πρώτη φορά, του είπε:

- «Έφτασες στη σωτηρία, αλλά σε γύρισαν πίσω. Δεν σου έδωσαν τα κλειδιά της Βασιλείας»!

Πράγματι, εκείνος, στην ηλικία των δυόμιση ετών, μια μέρα μεταφέρθηκε αιφνιδίως στο Νοσοκομείο λόγω βαρύτατης νόσου και το βράδυ της πρώτης ημέρας ειδοποιήθηκαν οι γονείς του παιδιού, από τον αρμόδιο πανεπιστημιακό καθηγητή της παιδιατρικής, ότι το παιδί τους δεν ξημερώνει. Η μητέρα του παιδιού το έταξε αμέσως στην Παναγία και με τις ασταμάτητες προσευχές της ανέτρεψε την διάγνωση του γιατρού, που άλλωστε προέκυπτε από τα αποτελέσματα πολλαπλών ιατρικών εξετάσεων. Έτσι η Ταρσώ, με την διόρασή της στον χώρο της Βασιλείας του Θεού, δικαίωσε τον καθηγητή, βεβαιώνοντας συγχρόνως τη θαυματουργική θεραπεία του παιδιού, αλλά και το «χάσιμο της ευκαιρίας».



Η χαρισματική ικανότητα της Ταρσώς να εποπτεύει με τον πνευματικό οφθαλμό της ψυχής της, τον αγιασμένο της νου, στον χώρο της Βασιλείας του Θεού, σε συνδυασμό προς την ασκητική βιωτή της νεκρώσεως του εαυτού της, της δημιουργούσε μια εικόνα πνευματικής ζωής με δύο βασικές εμπειρίες: της νεκρώσεως και της αναστάσεως. Ζούσε συγχρόνως τη νέκρωση και την ανάσταση του εαυτού της, με την ελευθερία του Αγίου Πνεύματος να εποπτεύει και να «ορά» τα της Βασιλείας του Θεού.

Η αμφίπλευρη αυτή χαρισματική εμπειρία και βιωτή της, την ύψωνε σε αντίστοιχες πατερικές βιωματικές καταστάσεις, όπως εκείνη που περιγράφει ο μακαριστός π. Σωφρόνιος για τον πνευματικό του πατέρα, μετέπειτα Άγιο Σιλουανό, «Παράδοξη και ακατάληπτη η ζωή του χριστιανού ασκητού. Στο σύμπλεγμα και στην ταυτόχρονη συνύπαρξη εκπληκτικών βιωματικών αντιφάσεων της ζωής του αυτής, διακρίνουμε όχι μόνο δαιμονικές προσβολές, εγκατάλειψη Θεού, σκότος θανάτου και εμπειρίες βασάνων κολάσεως αλλά και θεοφάνεια και παρουσία της ανάρχου υπάρξεως».



Η Ταρσώ, μέσα από τις ίδιες αυτές βιωματικές και χαρισματικές διαδικασίες, πέθαινε κάθε ημέρα για να ζει κάθε ημέρα εν Χριστώ Ιησού! Η οδός της σαλότητας εν Χριστώ Ιησού ήταν τρόπος θανάτου του ανθρώπινου στοιχείου του εαυτού της και συγχρόνως αναστάσιμη βιωτή εν Χριστώ Ιησού!



Συνεχίζεται...
<div><img width="111" height="148" border="0" src="ierosolimitisa.jpg" /></div>
Απάντηση

Επιστροφή στο “Βίοι Αγίων και Γερόντων”