Ολόκληρος ο Βίος του Αγίου Συμεών του δια Χριστόν Σαλού.

Βιογραφία των Αγίων και Γερόντων τις Εκκλησίας μας

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Xpnstos
Έμπειρος Αποστολέας
Έμπειρος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 276
Εγγραφή: Τετ Ιαν 24, 2007 6:00 am

Ολόκληρος ο Βίος του Αγίου Συμεών του δια Χριστόν Σαλού.

Δημοσίευση από Xpnstos »

Με πολλή αγάπη για όλα εκείνα τα μέλη του forum που αντιλαμβάνονται την Πίστη μας σαν την πιο όμορφη, ελεύθερη, και Ζωοποιό Τρέλα.
Χριστός Ανέστη

Σημειώσεις
Ακέφαλοι: "Έτσι ονομάστηκαν αρχικά οι Αιγύπτιοι Μονοφυσίτες (5ος αι.) οι όποιοι αποσχίστηκαν από τ5ν μετριοπαθή αρχιεπίσκοπο τους Πέτρο Αλεξάνδρειας το Μογγό, μένοντας χωρίς επίσκοπο (χωρίς «κεφαλή»). Στη συνέχεια, ή ονομασία δόθηκε σ' όλους τους Μονοφυσίτες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Βοσκοί: Αναχωρητές πού ζούσαν στο ύπαιθρο, χω¬ρίς στέγη, τρεφόμενοι με χόρτα.
Γλιχώνι: Κρασί αρωματισμένο με γλιχώνι (παραφθο¬ρά της λέξεως «βλήχων» = φλισκούνι).
Έξαπλά: Μνημειώδης εργασία του Ωριγένη (185-254) με σκοπό την αποκατάσταση τού κειμένου της Πα¬λαιάς Διαθήκης. Είχε γραμμένα, σε εξ παράλληλες στήλες, τα εξής κείμενα της Π.Δ.: το Εβραϊκό, τη μετάφρα¬ση του Ακύλα, του Συμμάχου, των Έβδομήκοντα και του Θεοδοτίωνος.
Ευλογίες: Δώρα, κυρίως τρόφιμα ή ψωμιά.
Λυσόπορτα: Ομαδικό παιγνίδι της εποχής.
Πανδούρι: Τρίχορδο μουσικό όργανο της οικογέ¬νειας του λαούτου.
Σευηρίτης: Μονοφυσίτης οπαδός του Σεβήρου (βλ. λέξη).
Σεβήρος: Πατριάρχης Αντιοχείας, ηγέτης της Μονοφυσιτικής κινήσεως τού ΣΤ' αιώνα.
Φούσκα: Λαϊκό ρόφημα των Βυζαντινών. Κατά το λεξικό, «φούσκα έστιν όξος και ύδωρ θερμόν και ωά δύο».
Φουσκάριος: Πωλητής φούσκας (βλ. λέξη), αλλά και άλλων ειδών (φακές, ρεβύθια, κουκιά).


Προοίμιο

Αυτοί πού επιδιώκουν να διδάσκουν τους άλλους, ο¬φείλουν να επιτελούν το έργο αυτό με βάση τη δική τους πνευματική εμπειρία και να αποτελούν οι ίδιοι παράδειγ¬μα αρετής και ένθεης ζωής, σύμφωνα με τα λόγια του Κυ¬ρίου: «"Έτσι πρέπει να λάμψει το φως σας εμπρός στους ανθρώπους, για να δουν τα καλά σας έργα και να δοξά¬σουν τον Πατέρα σας πού είναι στους ουρανούς»1. Είναι πιθανόν, ενώ προσπαθούν να νουθετούν και να καταρτί¬ζουν και να καθοδηγούν τους άλλους, προτού διδάξουν τον εαυτό τους και τον καθαρίσουν με την εργασία των θείων εντολών, να λησμονήσουν να κλάψουν το δικό τους νεκρό, καθώς ασχολούνται με τους άλλους. Θα εκπληρωθούν έτσι τα αψευδή λόγια της Γραφής, πού ταιριά¬ζουν στην περίπτωση τους: «"Όποιος διδάξει χωρίς να ε¬φαρμόσει τα διδασκόμενα, αυτός θα ονομαστεί ελάχι¬στος Στη βασιλεία των ουρανών»2, και ακόμη: «Υποκρι¬τή, βγάλε πρώτα το δοκάρι από το δικό σου μάτι και τότε θα δεις καθαρά για να βγάλεις την αγκίδα από το μάτι του αδελφού σου»3. Γι' αυτό ακριβώς και ό σοφός συγ¬γραφέας των Πράξεων των Αποστόλων λέει τα έξης για τον μεγάλο και αληθινό Θεό μας και διδάσκαλο: «"Όσα άρχισε ό Ιησούς να πράττει και να διδάσκει»4. Για το ίδιο θέμα και ό Παύλος, το σκεύος της εκλογής, έγραφε στους Ρωμαίους, επιπλήττοντας τους, μέσα στα αλλά και τα έξης: «Και συ πού διδάσκεις τον άλλο, τον εαυτό σου δεν τον διδάσκεις;»5
Επειδή λοιπόν αδυνατούμε να διδάξουμε και να πα¬ρουσιάσουμε τον τρόπο της εργασίας των αρετών με βά¬ση τα προσωπικά μας βιώματα, γιατί κουβαλάμε μέσα μας τα πάθη της αμαρτίας, θα σας προσφέρουμε τροφή από την εργασία και τους Ιδρώτες άλλων, τροφή πού δεν χάνεται, άλλα οδηγεί τις ψυχές μας στην αιώνια ζωή. Για¬τί, ενώ ό άρτος στηρίζει το σώμα, ό λόγος τού Θεού ωθεί την ψυχή στην αρετή και κυρίως αυτών πού είναι πιο ρά¬θυμοι και δείχνουν αμέλεια στην τήρηση των θείων εντο¬λών. Αυτούς βέβαια πού είναι ενάρετοι και έχουν το νου τους αστραμμένο στο Θεό, ή συνείδηση τους είναι ικανή να τους διδάξει συμβουλεύοντας τους τα αγαθά και αποτρέ¬ποντας τους από τα πονηρά. Εκείνοι όμως πού δεν είναι στα μέτρα αυτών, έχουν ανάγκη από τις εντολές και την καθοδήγηση του γραπτού νόμου. "Αν κάποιος δεν πορεύ¬εται την οδό τής αρετής με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, εί¬ναι ανάγκη είτε βλέποντας είτε ακούγοντας το ζήλο και την επιμέλεια των άλλων να ανάψει το θείο πόθο μέσα του, να διώξει τον ύπνο τής ψυχής και να αρχίσει να οδεύ¬ει το στενό και δυσκολοβάδιστο δρόμο και να βιώνει την αιώνια ζωή. Έξαλλου από εμάς εξαρτάται το να κατα¬φρονήσουμε τα παρόντα ως παροδικά, επιθυμώντας τα μέλλοντα, ή πάλι το να χάσουμε τα μέλλοντα αγαθά πο¬θώντας τα παρόντα.
Την αλήθεια των λεγομένων την επιβεβαιώνουν όλοι όσοι μέχρι τώρα ευαρέστησαν το Θεό, αν και είχαν την ί¬δια μ' εμάς φύση, και κυρίως τα μεγάλα αναστήματα της γενιάς μας. "Ένας από αυτούς, ό πάνσοφος και σεβά¬σμιος Συμεών, έφτασε σε τόσο ύψους καθαρότητας και α¬πάθειας, ώστε πέρασε ό καθαρότατος δια μέσου αυτών πού για τους εμπαθείς και σαρκώδεις θεωρούνται μολυσμός και βλάβη και εμπόδιο της ενάρετης ζωής, χωρίς να μολυνθεί, σαν μαργαριτάρι από βόρβορο. Εννοώ δηλαδή τη ζωή μέσα στην πόλη, την συναναστροφή με γυναίκες και την εν γένει απάτη τού βίου. "Έδειξε έτσι στους πιο ράθυμους και σ' αυτούς πού προφασίζονται αδυναμία στο να ζουν ενάρετη ζωή, τη δύναμη πού παρέχει ό Θεός σ' αυτούς πού αγωνίζονται με όλη τους την ψυχή εναντίον των πονηρών πνευμάτων. Ζητώ όμως από αυτούς πού θα ακούσουν ή θα διαβά¬σουν τη διήγηση αυτής της αγγελικής πολιτείας, να προ¬σέξουν τα λεγόμενα με φόβο Κυρίου και με πίστη χωρίς δισταγμούς, όπως αρμόζει σε αληθινούς χριστιανούς. Γνωρίζω βέβαια ότι οι ανόητοι και οι καταφρονητές θα θεωρήσουν τα γραφόμενα απίστευτα και γελοία. Γιατί, αν γνώριζαν ότι αυτός πού θέλει να είναι σοφός σ' αυτόν τον κόσμο, πρέπει να γίνει μωρός για να γίνει σοφός6, και ότι εμείς θεωρούμαστε μωροί για χάρη τού Χριστού7, και ότι ή μωρία τού Θεού είναι σοφότερη των ανθρώπων8, δε θα θεωρούσαν γελοία τα έργα αυτού τού γνήσιου αθλητή, αλ¬λά θα τον θαύμαζαν πολύ περισσότερο από' αυτούς πού α¬γωνίστηκαν σε αλλά είδη αρετής. Γιατί αυτός δεν επέ¬στρεψε στον κόσμο απροετοίμαστος και έχοντας ακόμη ανάγκη από πνευματικό οδηγό, αλλά συνέβη στην περί¬πτωση του κάτι ανάλογο μ' αυτό πού βλέπουμε στις πο¬λεμικές παρατάξεις, όταν όλοι οι στρατιώτες είναι παρα¬ταγμένοι μαζί. Εκεί όσοι έχουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, περισσότερο όμως Στη δύναμη τού Θεού και στα πολεμικά τους όπλα και στην εξαιρετική και πολυχρόνια πολεμική εμπειρία τους, μόνοι αυτοί βγαίνουν έξω από το πλήθος για να μονομαχήσουν με τους αντιπάλους τους. Το ίδιο έκανε και αυτός. "Όταν αγωνίστηκε σωστά και νόμιμα τον καλό αγώνα, όταν είδε τον εαυτό του θωρα¬κισμένο με τη δύναμη του Πνεύματος, όταν απόκτησε τη δύναμη να πατά επάνω σε φίδια και σκορπιούς9, όταν έ¬σβησε τελείως το πύρωμα τής σάρκας με τη δρόσο του Αγίου Πνεύματος, όταν βδελύχθηκε την τρυφή και τη δόξα τού βίου σαν Ιστό αράχνης — και τι άλλο να πω; — όταν με την ταπεινοφροσύνη ντύθηκε την απάθεια εσωτε¬ρικά και εξωτερικά, και αξιώθηκε την υιοθεσία σύμφωνα με τα λόγια του Χριστού προς την καθαρή και απαθή ψυ¬χή στο Άσμα των Ασμάτων: «"Όλη καλή ή πλησίον μου, και μώμος εν σοι ουκ έστιν»10, τότε και αυτός βγήκε από την έρημο στον κόσμο, ύστερα από θεία κλήση, για να μονομαχήσει με το διάβολο. Πίστευε ότι δεν είναι δί¬καιο αυτός πού τιμήθηκε και υψώθηκε τόσο από το Θεό, να περιφρονήσει την σωτηρία των συνανθρώπων του. "Έχοντας λοιπόν ως πρότυπο Αυτόν πού είπε: «Να αγαπή¬σεις τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου»", ό Όποιος και μορφή δούλου καταδέχθηκε να ντυθεί για τη σωτηρία του δούλου, χωρίς να υποστεί καμιά αλλοίωση, μιμείται και αυτός τον Κύριο του, προσφέροντας την ψυχή και το σώμα του, για να προσφέρει τη σωτηρία. Θα διηγηθώ πρώτα τον τρόπο με τον οποίο ήρθε από την έρημο στον κόσμο, και έπειτα τις παράδοξες και α¬ξιοθαύμαστες πράξεις του.
Xpnstos
Έμπειρος Αποστολέας
Έμπειρος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 276
Εγγραφή: Τετ Ιαν 24, 2007 6:00 am

Δημοσίευση από Xpnstos »

Φυγή του κόσμου

Στα χρόνια της βασιλείας του Ιουστινιανού, τη γιορ¬τή της υψώσεως τού τιμίου και ζωοποιού Σταυρού, συγ¬κεντρώθηκαν οι ευσεβείς χριστιανοί, όπως συνήθιζαν, στους Αγίους Τόπους τού Χριστού, για να προσκυνή¬σουν. Γνωρίζουν όλοι όσοι συνηθίζουν να συγκεντρώνον¬ται Εκεί κατά την άγια αυτή γιορτή, άτι σχεδόν από όλα τα μέρη συγκεντρώνεται πλήθος πιστών, πού ευλαβείται ιδιαίτερα το σταυρό του Κυρίου.
Σ' αυτή λοιπόν τη μεγάλη γιορτή συνέβη, κατ' οικο¬νομία Θεού, να συναντηθούν δύο νέοι από τη Συρία. Ό έ¬νας ονομαζόταν Ιωάννης και ό άλλος Συμεών. "Έμειναν Εκεί μερικές μέρες και όταν τελείωσε ή άγια γιορτή, ανα¬χώρησε ό καθένας για την πόλη του. Από τότε πού συναντήθηκαν οι δύο αυτοί νέοι και συνδέθηκαν με αγάπη αναμεταξύ τους, δεν χωρίστηκαν ποτέ. Γι' αυτόν ακρι¬βώς το λόγο, επιστρέφοντας στην πατρίδα τους πορεύτη¬καν μαζί, έχοντας και τους γονείς τους. Ό Ιωάννης είχε ένα γέροντα πατέρα, μητέρα όμως όχι. "Ήταν είκοσι δύο ετών και εκείνο το χρόνο είχε νυμφευθεί. Ό Συμεών δεν είχε πατέρα, αλλά μόνο μητέρα πού ήταν ογδόντα περί¬που ετών, και κανέναν άλλο συγγενή. Πήγαιναν λοιπόν όλοι μαζί και αφού κατέβηκαν τον κατήφορο της Ιεριχώ και πέρασαν την πόλη, ο Ιωάννης βλέποντας τα μοναστήρια τα γύρω από τον Ιορδάνη είπε στο Συμεών: «Ξέρεις ποιοι μένουν στα σπίτια αυτά απέναντι μας;» Εκείνος τού απάντησε: «Ποιοι;» Ό Ιωάν¬νης είπε: «"Άγγελοι του Θεού». Τον ρωτάει τότε ό Συμε¬ών με απορία: «Μπορούμε άραγε να τους δούμε;» Τού λέει εκείνος: «Ναι, αν γίνουμε σαν κι αυτούς». Και οι δύο κάθονταν πάνω σε άλογα, γιατί οι γονείς τους ήταν πολύ εύποροι. Κατέβηκαν λοιπόν αμέσως από τα άλογα και τα έδωσαν στους δούλους τους λέγοντας τους να προχωρή¬σουν, προσποιούμενοι άτι θα καθίσουν για λίγο σ' εκείνο το μέρος. Κατά συγκυρία βρέθηκαν επάνω στο δρόμο πού οδηγούσε στον Ιορδάνη. Στάθηκαν λοιπόν και οι δύο και λέει ό Ιωάννης στ6 Συμεών, δείχνοντας με το δά¬κτυλο του το δρόμο του Ιορδάνη: «Να ό δρόμος πού οδηγεί στη ζωή». Κατόπιν δείχνοντας το δημόσιο, στον ό¬ποιο προπορεύονταν οι γονείς τους, είπε: «Και να ό δρό¬μος πού οδηγεί στο θάνατο. "Έλα λοιπόν ας προσευχη¬θούμε και ας σταθούμε ό καθένας μας σ' έναν από αυτούς τους δρόμους• και αφού ρίξουμε κλήρο, θα ακολουθήσου¬με το δρόμο εκείνου πού θα κερδίσει». Γονάτισαν λοιπόν και είπαν αναστενάζοντας: «Θεέ μας, Θεέ μας, Θεέ μας, εσύ πού θέλεις να σώσεις όλο τον κόσμο, φανέρωσε το θέ¬λημα Σου στους δούλους Σου». "Έριξαν κατόπιν κλήρο και έτυχε στο Συμεών δέκα παραπάνω από τον Ιωάννη. Ό Συμεών στεκόταν στο δρόμο πού οδηγούσε στον Ιορ¬δάνη. Τότε χαρούμενοι, ξεχνώντας όλα τα υπάρχοντα και τους γονείς τους, καταφιλούσαν ό ένας τον άλλο. Γνώριζαν ακόμα τέλεια τα ελληνικά και ήταν στολισμέ¬νοι με πολλή φρόνηση. "Όλα αυτά τα διηγήθηκε ο ενάρετος Συμεών σε κά¬ποιον αξιόλογο και ενάρετο άνδρα, διάκονο της εκκλη¬σίας της "Εμεσας, όπου και προσποιήθηκε τον σαλό αυ¬τός επειδή ήταν χαριτωμένος άνθρωπος κατανόησε την εργασία τού γέροντα. Σ' αυτόν έκανε και θαύμα φοβερό ό μακάριος Συμεών, πού θα το διηγηθούμε παρακάτω. Ό ενάρετος λοιπόν αυτός διάκονος, πού ονομαζόταν Ιωάν¬νης, μας διηγήθηκε σχεδόν ολόκληρο τον βίο τού αγίου, προβάλλοντας τον Κύριο ως μάρτυρα για το ότι όχι μόνο δεν πρόσθεσε τίποτα, αλλά μάλλον τα περισσότερα τα ξέχασε με το πέρασμα των χρόνων. Καθώς λοιπόν κατέβαιναν το δρόμο πού τους οδήγη¬σε στην πραγματική ζωή, έτρεχαν χαρούμενοι, όπως ό Πέτρος και ό Ιωάννης προς το ζωοποιό τάφο του Κυρίου12, και προσπαθούσαν να διεγείρουν ό ένας την προθυμία τού άλλου. Γιατί ο Ιωάννης φοβόταν μήπως ή αγάπη προς τη μητέρα σταματήσει το Συμεών, ενώ ο Συ¬μεών μήπως ή έλξη της νεαρής συζύγου τραβήξει πίσω σαν μαγνήτης τον Ιωάννη. Γι' αυτό το λόγο έλεγαν ό έ¬νας προς τον άλλο συμβουλευτικά και ενθαρρυντικά λό¬για. Κι έλεγε ό ένας: «Καθόλου να μη ραθυμήσεις αδελφέ Συμεών. Γιατί ελπίζουμε στο Θεό άτι σήμερα αναγεννηθή¬καμε. Τι άλλο παρά να μας βλάψουν θα μπορούσαν ό πλούτος και τα μάταια πράγματα τού βίου κατά την ημέ¬ρα της Κρίσεως; Ούτε πάλι ή νεότητα και ή ομορφιά τού σώματος παραμένουν αμάραντα μέχρι το τέλος, αλλά ή από τα γηρατειά ή με τον πρόσκαιρο θάνατο χάνονται και σβήνουν». Τέτοια και άλλα πολλά έλεγε προς το Συ¬μεών ό Ιωάννης και εκείνος απαντούσε με τον ίδιο τρόπο λέγοντας: «Εγώ αδελφέ Ιωάννη, έκτος από την ταπεινή εκείνη γερόντισσα πού με γέννησε, δεν έχω ούτε πατέρα ούτε αδελφούς ούτε αδελφές. Και δε φοβάμαι τόσο για μένα, όσο για σένα μήπως ή επιθυμία της νεαρής συζύγου σε αποσπάσει από αυτόν τον καλό δρόμο».
Ενώ έλεγαν αυτά και άλλα πολλά, φτάνουν στο μο¬ναστήρι τού άββά Γερασίμου. Είχαν ζητήσει πρωτύτερα από το Θεό να βρουν ανοιχτή την πόρτα τού μοναστη¬ριού, στο όποιο Αυτός θα ήθελε να παραμείνουν. "Έτσι και έγινε. Υπήρχε σ' αυτό το μοναστήρι ένας θαυμάσιος άνθρωπος πού λεγόταν Νίκων και πού ή ζωή του ήταν σύμφωνη με το όνομα του• γιατί νικούσε τους δαίμονες, έ¬κανε θαύματα και σημεία και είχε τιμηθεί με το προφητι¬κό αξίωμα από το Θεό. Αυτός λοιπόν προγνώρισε τον ερ¬χομό τους. Είδε στον ύπνο του, την ήμερα πού ήρθαν, κά¬ποιον να του λέει: «Σήκω και άνοιξε την πόρτα από το μαντρί, για να μπουν τα πρόβατα μου». "Έτσι και έκανε. Μόλις λοιπόν έφτασαν και βρήκαν την πόρτα ανοιγμένη και τον άββά να κάθεται και να τους περιμένει, είπε ό Ιω¬άννης στο Συμεών: «Καλό σημάδι, αδελφέ• ή πόρτα είναι ανοιχτή και ό πορτάρης Στη θέση του». "Όταν πλησία¬σαν, τους λέει ό ηγούμενος: «Καλώς ήρθαν τα πρόβατα τού Χριστού». Και αμέσως στο Συμεών: «Καλώς ήρθες, Σαλέ. Αλήθεια, δέκα περισσότερα τα δικά σου από τού άββά Ιωάννη και σε περιμένουν», και εννοούσε την τε¬λειότητα τής ενάρετης ζωής. Τους δέχτηκε λοιπόν ως θεόσταλτους και τους έβαλε να αναπαυθούν.
Xpnstos
Έμπειρος Αποστολέας
Έμπειρος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 276
Εγγραφή: Τετ Ιαν 24, 2007 6:00 am

Δημοσίευση από Xpnstos »

Στη Μονή του άββά Γερασίμου

Την άλλη ήμερα, πριν του πουν τίποτε, άρχισε να τους λέει με το φωτισμό του Κυρίου: «Πολύ καλή και ά¬ξια ή αγάπη σας προς το Θεό, μόνο προσέξτε μήπως δεί¬ξετε νωθρότητα και τη σβήσει ό αντίδικος της σωτηρίας μας. Καλός ό αγώνας σας, αλλά να μη σταματήσετε μέ¬χρις ότου στεφανωθείτε. Καλή ή προαίρεση σας, μόνο να μη δείξετε αμέλεια, για να μη σβήσει ή φωτιά πού καίει σήμερα τις καρδιές σας. Καλά κάνατε και προτιμήσατε τα αιώνια από τα προσωρινά. Καλοί οι κατά σάρκα γο¬νείς σας και καλό να τους υπηρετείτε, ασύγκριτα καλύτε¬ρο όμως είναι να ευαρεστείτε το Θεό. Καλοί είναι οι κατά σάρκα αδελφοί, συμφερότεροι όμως οι πνευματικοί. Κα¬λοί οι φίλοι για το Χριστό πού έχετε στον κόσμο, άλλα καλύτερο το να έχετε φίλους τους αγίους, πού θα μεσιτεύουν στον Κύριο. Καλοί είναι αυτοί πού σας προστατεύουν από τους άρχοντες, αλλά δεν είναι το ίδιο με το να έχουμε τους αγίους αγγέλους να ικετεύουν για μας. Καλή και ε¬παινετή ή αγαθοεργία και ή προς τους φτωχούς ελεημο¬σύνη, αλλά τίποτε δεν ζητά ό Θεός τόσο πολύ από εμάς, όσο το να του προσφέρουμε τις ψυχές μας. Γλυκεία ή α¬πόλαυση των αγαθών της ζωής, αλλά δεν μπορεί να συγ¬κριθεί με την τρυφή του Παραδείσου. Γλυκός ό πλούτος και πολλοί τον επιθυμούν, αλλά δεν μπορεί να εξισωθεί με εκείνα πού μάτι δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και νους ανθρώπου δεν διανοήθηκε13. Καλή ή ομορφιά της νεανι¬κής ηλικίας, αλλά δεν είναι τίποτε μπροστά στο κάλλος του επουράνιου νυμφίου Χριστού, όπως λέει ό Δαυίδ: "Ωραίος κάλλει παρά τους υιούς των ανθρώπων"14. Σπουδαίο και σημαντικό να στρατεύεσαι για τον επίγειο βασιλιά, αλλά είναι πρόσκαιρη και επικίνδυνη αυτή ή στράτευση».
Με αυτά και άλλα παρόμοια τους συμβούλευε ό ό¬σιος και δεν ήθελε να σταματήσει βλέποντας να τρέχουν τα μάτια τους ποταμοί δακρύων. Πρόσεχαν τα λόγια του σαν να μην είχαν ακούσει ποτέ θειο λόγο. Στράφηκε τότε στο Συμεών και τού λέει: «Μη θλίβεσαι και μην κλαις για τη γερόντισσα μητέρα σου, γιατί ό Θεός βλέ¬ποντας τους αγώνες σου μπορεί να την παρηγορήσει πολύ περισσότερο άπ' δ,τι ή δική σου παρουσία. Γιατί, αν περι¬μένεις νά γίνεις μοναχός μετά τό θάνατο της, υπάρχει πε¬ρίπτωση νά πεθάνεις εσύ πρίν άπο αυτήν στερημένος από αρετές καΐ νά φύγεις έτσι, χωρίς νά έχεις κανένα πού νά μπορεί νά σέ σώσει άπό τά μέλλοντα κακά. Γιατί ούτε ή αγάπη τοΰ πατέρα και της μητέρας, ούτε τά αδέλφια ούτε ό πλούτος ούτε ή δόξα οΰτε ή γυναίκα ούτε τό ενδιαφέρον των παιδιών μπορούν νά εξιλεώσουν τό Θεό, παρά μόνο ή ενάρετη ζωή και οι κόποι και οι αγώνες, πού γίνονται γι' Αυτόν». Στόν Ιωάννη είπε: «Μήτε σ' εσένα, παιδί μου, ό εχθρός των ψυχών μας νά βάλει τή σκέψη: "Ποιος άραγε θά γηροκομήσει τους γονείς μου; Ποιος θά παρηγορήσει τή σύζυγο μου; Ποιος θά σταματήσει τά δάκρυα τους;» Γιατί αν τους εγκαταλείπατε γιά νά αφιερώσετε τή ζωή σας σέ κάποιον άλλο θεό, μέ τό δίκιο σας θά αγωνιούσα τε και θά αναρωτιόσασταν αν τους φροντίζει και τους πα¬ρηγορεί ή δχι. Τώρα δμως πού τρέξατε και αφιερώσατε τους εαυτούς σας σ' Αυτόν, στόν 'Οποϊο εκείνους εγκα¬ταλείψατε, πρέπει νά έχετε θάρρος και νά σκέφτεστε ότι δταν ακόμη παραμένατε στόν κόσμο απορροφημένοι στά βιοτικά, γιά όλα φρόντιζε ή πρόνοια τοΰ Θεού- πόσο πε¬ρισσότερο όμως δέ θά φροντίσει τους δικούς σας τώρα πού Τόν υπηρετείτε και προσπαθείτε νά Τον ευαρεστείτε μέ όλη σας τή ψυχή; Γι' αυτό, παιδιά μου, έχοντας στό νοΰ σας τά λόγια τοΰ Κυρίου: " "Αφησε τους νεκρούς νά θάψουν τους δικούς τους νεκρούς" προς αυτόν πού τοΰ είπε: " Έπίτρεψέ μου πρώτα νά επιστρέψω γιά νά θάψω τόν πατέρα μου"15, ακολουθείστε Τον μέ σταθερή και α¬μετάβλητη απόφαση. Γιά σκεφτείτε• αν ό επίγειος βασι¬λιάς σας παρακινοΰσε νά υπηρετήσετε ώς πατρίκιοι ή θα¬λαμηπόλοι στό παλάτι του, πού θά χαθεί κάποτε και θά αφανιστεί σάν σκιά και όνειρο, δεν θά καταφρονούσατε τά πάντα και δεν θά τρέχατε αμέσως σ' αυτόν μέ τήν επι¬θυμία νά δείτε τό πρόσωπο του, νά μιλήσετε μαζί του και να απολαύσετε τιμές κοντά του; Καί δεν θά προτιμούσα¬τε να υπομείνετε κάθε πόνο και κόπο και το θάνατο ακό¬μη, μόνο και μόνο για νά αξιωθείτε νά δείτε εκείνη την ή¬μερα, πού ό βασιλιάς, μπροστά σε δλη τη σύγκλητο, θά σας δεχόταν τιμητικά στην υπηρεσία του;» Και άφοΰ αυ¬τοί συμφώνησαν, ό μέγας Νίκων συνέχισε: «Επομένως, με άσυγκρίτως μεγαλύτερη ζέση και κατάνυξη, παιδιά μου, οφείλουμε έμεϊς ώς ευγνώμονες δούλοι νά ακολου¬θούμε τον αιώνιο Βασιλιά, ένθυμούμενοι την αγάπη πού μας έδειξε ό Θεός, ό Όποιος δε λυπήθηκε τον Υίό του τον μονογενή, άλλα τον πρόσφερε για την σωτηρία μας16. Γι' αυτό το λόγο, κι αν ακόμη χύσουμε το αίμα μας, έμεϊς πού λυτρωθήκαμε άπό τη φθορά και το θάνατο με τό τί¬μιο Του αίμα και άπό δούλοι γίναμε γιοί, τίποτε πού νά εί¬ναι αντάξιο της θυσίας Του δεν Τοΰ προσφέρουμε. Γιατί, αδελφοί μου, δεν είναι τό ϊδιο πράγμα νά χυθεί βασιλικό αίμα και αίμα δούλου».
Αυτά και πολλά άλλα τους έλεγε ό θεοφόρος, καθώς προγνώριζε και είχε πληροφορηθεί άπο τόν Θεό τόν αγώνα και τό δρόμο πού θά έκαναν, και εννοώ βέβαια τήν ε¬ρημική και τελείως άστεγη καί άναχωρητική ζωή. Και δεν τό θεωρούσε αυτό ασήμαντο, ούτε ότι μπορούν οι πολλοί νά τό κατορθώσουν και νά τό επιτελέσουν άμεμ-πτα, τη στιγμή πού έβλεπε ότι οί δύο νέοι είχαν σώματα απαλά, ντυμένα με μαλακά ρούχα, και ότι είχαν μεγαλώ¬σει με καλοπέραση και είχαν συνηθίσει στις ανέσεις και τις απατηλές απολαύσεις της ζωής.
Τότε ό σοφός γιατρός και δάσκαλος, με τη θεία γνώ¬ση καί πείρα πού διέθετε, άφοϋ τους προετοίμασε καί τους δπλισε με τέτοιες συμβουλές καί νουθεσίες, λέει καί στους δυό: «Θέλετε νά καρεΐτε μοναχοί ή νά παραμείνετε γιά ενα μικρό ακόμη χρονικό διάστημα λαϊκοί;» Αμέ¬σως καί οί δύο, σάν νά κινούνταν άπό τήν ϊδια σκέψη ή μάλλον άπό τό ϊδιο "Αγιο Πνεύμα, έπεσαν στά πόδια τοϋ ηγουμένου ζητώντας νά τους κουρέψει οπωσδήποτε εκεί¬νη τή στιγμή. Καί έλεγε ό Συμεών ότι, αν δέν τό κάνει αυ¬τό γρήγορα, θά πήγαιναν σ' άλλο μοναστήρι. Ό Συμεών ήταν άκακος καί άπονήρευτος, ενώ ό Ιωάννης είχε πε¬ρισσότερη πείρα καί γνώση. Πήρε τότε τον καθένα χωριστά ό όσιος Νίκων, θέ¬λοντας να δοκιμάσει τήν αφοσίωση τους στο Θεό, και με λογικά επιχειρήματα προσπαθούσε νά τους πείσει νά μην καροϋν εκείνη τήν ήμερα. Επειδή δεν πειθόταν κανένας άπό τους δύο, πήγαινε στον καθένα και τοΰ έλεγε: «"Ε¬πεισα τόν αδελφό σου νά μείνει ένα χρόνο λαϊκός». Αμέ¬σως αυτός τού απαντούσε: «"Αν θέλει νά μείνει, ας μείνει. Πάντως εγώ, πάτερ, δεν δέχομαι κάτι τέτοιο». Ό Συμε-ών μάλιστα, όταν μίλησε ιδιαιτέρως μέ τόν όσιο Νίκωνα, τοΰ είπε και αυτό: «Κάνε γρήγορα, πάτερ, για τ' όνομα τοϋ Θεού, επειδή τρέμει ή καρδιά μου για τόν Ιωάννη, πού φέτος νυμφεύθηκε μέ μιά πολύ εύπορη και ωραία γυ¬ναίκα, μήπως τυχόν τόν καταλάβει πάλι ό πόθος γι' αυ¬τήν και τοΰ σβήσει τόν πόθο του για τό Θεό». Άλλα κι ό Ιωάννης μέ πολλά παρακάλια και δάκρυα (είχε άπό φυσικοΰ του περισσότερα άπό ό,τι ό αδελφός Συμεών) είπε ιδιαιτέρως στον δσιο: «Πάτερ, βοήθησε με νά μή χάσω τόν αδελφό μου, γιατί έχει μόνο μητέρα και τόσο πολύ δε¬μένοι ήταν μεταξύ τους, ώστε δεν μπορούσε νά μείνει ού¬τε δύο ώρες μακριά της, αλλά μέχρι σήμερα κοιμόνταν και οί δύο μαζί, μή μπορώντας νά χωριστοΰν ούτε τή νύ¬χτα, πράγμα πού πολύ μέ βασανίζει μέχρις ότου τόν δώ μοναχό, γιά νά σταματήσω νά μεριμνώ γι' αυτόν».
Ό όσιος είδε τό ενδιαφέρον τοΰ ενός γιά τόν άλλο και επειδή γνώριζε ότι ό Θεός δεν ντροπιάζει ούτε παρα¬βλέπει αυτούς πού ολόψυχα και αδίστακτα καταφεύγουν σ' Αυτόν, έφερε τό ψαλίδι και άφοΰ τό τοποθέτησε κατά τήν τάξη πάνω στό άγιο θυσιαστήριο, έκανε τήν κουρά τους. "Υστερα, άφοΰ τους έβγαλε τά ρούχα, τους έντυσε μέ άλλα πού ήταν πολύ φτωχικά, αλλά μαλακά, γιατί τους σπλαχνίστηκε ό σοφός και στοργικός, επειδή τά σώματα τους ήταν απαλά καί ασυνήθιστα στην κακοπά-θεια. Ένώ γινόταν ή κουρά, ό Ιωάννης έκλαιγε συνέχεια και ό Συμεών, επειδή δεν καταλάβαινε γιά ποιο λόγο κλαίει, τόν σκουντούσε νά σταματήσει, γιατί νόμιζε ότι κλαίει άπό λύπη γιά τους γονείς του και άπό αγάπη γιά τή γυναίκα του. "Οταν τελείωσε ή κουρά τους και έγινε ή ά-γία σύναξη, ό ηγούμενος συνέχισε νά τους συμβουλεύει ό¬λη σχεδόν τήν υπόλοιπη μέρα, γιατί ήξερε ότι ό Θεός θά τά οικονομούσε έτσι ώστε νά μή μείνουν πολύ καιρό κον¬τά του.
Την
άλλη μέρα, πού ήταν Κυριακή, σκόπευε να τους δώσει και τό άγιο σχήμα. Γι' αυτό κάποιοι από τους αδελ¬φούς τους είπαν: «Είστε μακάριοι, γιατί αΰριο θα αναγεν¬νηθείτε και θα καθαριστείτε άπό κάθε αμαρτία, σαν νά έ¬χετε ξαναβαπτιστεϊ». Παραξενεύτηκαν αύτοΐ και έτρε¬ξαν και οι δύο στο θείο Νίκωνα, τό βράδυ τοϋ Σαββάτου, και πέφτοντας στα πόδια του τοϋ είπαν: «Πάτερ, σε πα¬ρακαλούμε μη μας βαπτίσεις. Είμαστε χριστιανοί άπό χριστιανούς γονείς». Αυτός, επειδή δεν κατάλαβε τί εί¬χαν ακούσει άπό τους πατέρες τοϋ κοινοβίου, τους ρώτη¬σε: «Ποιος, παιδιά μου, θέλει νά σας βαπτίσει;» Εκείνοι απάντησαν: «Οι κύριοι και δεσπότες μας, οι πατέρες τοϋ μοναστηρίου, μας είπαν ότι αύριο θά ξαναβαπτιστοΰμε». Τότε ό ηγούμενος, επειδή κατάλαβε ότι τους είχαν μιλή¬σει γιά τό άγιο σχήμα, τους είπε: «Καλά σας είπαν, παι¬διά μου. Γιατί, αν θέλει ό Θεός, αύριο θά σας ντύσουμε με τό άγιο καϊ αγγελικό σχήμα». "Οταν είδαν οι άπονήρευ-τοι δοϋλοι τοϋ Χριστού ότι τίποτα δεν τους λείπει άπό τη μοναχική ενδυμασία, τοϋ λένε: «Πες μας, πάτερ, χρειαζόμαστε τίποτε άλλο γιά νά ντυθοϋμε εκείνο τό αγγελικό σχήμα πού λές;»
Τήν προηγούμενη εβδομάδα, πού ήταν και ή γιορτή της Υψώσεως τοϋ Τιμίου Σταυροϋ, είχε δώσει ό όσιος σε κάποιο νέο αδελφό τό άγιο σχήμα καί, επειδή δεν είχαν ακόμη συμπληρωθεί εφτά ήμερες, τό φοροϋσε ακόμα, ό¬πως συνηθιζόταν. Σ' αυτόν παράγγειλε νά έρθει αμέσως και νά σταθεί μπροστά τους. "Οταν λοιπόν ήρθε και τόν είδαν καί οί δύο, έπεσαν αμέσως στά πόδια τοϋ άββά και τοΰ είπαν: «Σέ παρακαλούμε, αν πρόκειται έτσι κι εμάς νά ντύσεις καί νά μας δώσεις τέτοια τιμή καί δόξα, κάν' το τώρα, μήπως συμβεί, καθώς είμαστε άνθρωποι, νά πε¬θάνουμε αυτή τή νύχτα κι έτσι νά χάσουμε τόση δόξα καί χαρά καί μιά τέτοια συνοδεία κι ένα τέτοιο στεφάνι». "Ο¬ταν άκουσε ό ηγούμενος νά λένε ότι θά χάσουν τέτοια συ¬νοδεία καί στεφάνι, κατάλαβε ότι είδαν κάποια οπτασία γύρω άπό αυτόν πού φοροϋσε τό άγιο σχήμα. Απευθύνθη¬κε τότε σ' αυτόν καί τοϋ είπε νά επιστρέψει στο μέρος πού ήταν αφότου είχε ντυθεί τό άγιο σχήμα.
"Οταν έφυγε, λυπήθηκαν πολύ οί δύο δοϋλοι τοϋ Χρι-στοϋ καί λένε στον ηγούμενο: «Γιά τ' όνομα τοϋ Θεοΰ, πάτερ, κάνε μας κι εμάς όπως εκείνον, γιατί σ' όλο σου το μοναστήρι δεν υπάρχει άνθρωπος μέ τόση τιμή δση ε¬κείνος». Ρώτησε ό άββάς: «Ποια τιμή;» Αυτοί τοϋ απάν¬τησαν: «Ό Θεός είναι μαρτυράς μας, πού μας αξιώνει να φορέσουμε αυτό τ5 σχήμα και μας κάνει μια τέτοια τιμή, ότι θα είμαστε μακάριοι αν θα συνοδευόμαστε κι έμεϊς α¬πό τόσο πλήθος μοναχών μέ κεριά στα χέρια και αν θα φορέσουμε τέτοιο λαμπρό στεφάνι στό κεφάλι μας». Νό¬μιζαν ότι και ό ηγούμενος έβλεπε τά δσα οι ϊδιοι έβλεπαν. Εκείνος όμως, επειδή το κατάλαβε, δεν τους είπε ότι τί¬ποτα δεν έβλεπε, άλλα σώπασε κατάπληκτος από τήν πολλή τους αγνότητα και καθαρότητα καί ιδίως τοϋ Συ-μεών. Μόνο αυτό τους έλεγε χαριτωμένα ό μεγάλος αυ¬τός άνθρωπος: «Αύριο θα ντύσουμε και σας μέ τη χάρη τοϋ Αγίου Πνεύματος». "Οπως διαβεβαίωνε ό οσιότατος διάκονος, ό άψευδής Συμεών ισχυριζόταν ότι, όταν έλα¬βαν τό σχήμα, έβλεπε ό ένας τό πρόσωπο τοϋ άλλου τήν νύχτα, όπως και τήν ημέρα, και ακόμη έβλεπε ό ένας στό κεφάλι τοϋ άλλου στεφάνι, όπως εκείνο πού φορούσε ό μοναχός πού είδαν προηγουμένως. «Σέ τόσο μεγάλη χα¬ρά, έλεγε, βρισκόταν ή ψυχή μας, πού δεν θέλαμε εύκολα ούτε να φάμε ούτε να πιοΰμε».
Xpnstos
Έμπειρος Αποστολέας
Έμπειρος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 276
Εγγραφή: Τετ Ιαν 24, 2007 6:00 am

Δημοσίευση από Xpnstos »

Αναχώρηση από τη Μονή

Μετά δυο μέρες αφότου πήραν τό άγιο σχήμα, βλέ¬πουν αυτόν πού τό είχε πάρει πριν άπό εφτά ήμερες και πού είχε τό στεφάνι και τή συνοδεία, νά φοράει ένα φθαρ¬μένο ράσο καί νά κάνει τό διακόνημά του, χωρίς νά έχει πιά ούτε τό στεφάνι ούτε τους μοναχούς μέ τά κεριά πού τον συνόδευαν, καί απόρησαν. Λέει τότε ό Συμεών στον Ιωάννη: «Πίστεψε με, αδελφέ μου, κι έμεϊς, όταν περά¬σουν εφτά μέρες, δέν θα έχουμε αυτήν τήν ευπρέπεια καί τή χάρη». Λέει ό Ιωάννης: «Καί τί θέλεις νά γίνει, αδελφέ μου;» Τοΰ λέει πάλι ό Συμεών: «"Ακουσε με. "Οπως εγ¬καταλείψαμε καί απομακρυνθήκαμε άπό τά κοσμικά, έ¬τσι νά απομακρυνθούμε άπό οποιαδήποτε άλλη ύπαρξη. Γιατί άλλη ζωή καί παράξενα πράγματα αντιλαμβάνομαι και βλέπω σ' αυτό τό σχήμα. Άπό τή στιγμή που ό δοϋ-λος τοϋ Θεοΰ μας έντυσε μ' αυτό, καίγονται τα σωθικά μου, χωρίς να ξέρω άπό τί, και ή ψυχή μου ποθεί νά μη δει κανένα, οΰτε νά μιλήσει ή νά ακούσει κανένα». Τοϋ απο¬κρίνεται ό Ιωάννης: «Και τί θά τρώμε αδελφέ μου;» Τοϋ λέει ό Συμεών: «"Ο,τι τρώνε οι λεγόμενοι βοσκοί*, για τους οποίους μας μίλησε χθες ό Νίκων. "Ισως επειδή ήθε¬λε νά κάνουμε κι έμεϊς τήν ϊδια ζωή, μας διηγήθηκε πώς ζουν, πώς κοιμούνται και δλα τα σχετικά μ' αυτούς». «Και πώς μπορεί νά γίνει αυτό, άφοϋ οϋτε νά ψάλλουμε ούτε τή μοναχική τάξη γνωρίζουμε;» ρώτησε ό Ιωάννης. Τότε ό Θεός πλημμύρισε με τή χάρη Του τήν καρδιά τοϋ άββά Συμεών, πού είπε: «Αυτός πού έσωσε αυτούς πού έ¬ζησαν σύμφωνα με τό θέλημα Του, πρϊν άπό τόν Δαυίδ, Αυτός θά σώσει κι εμάς. Κι αν φανούμε άξιοι, θά διδάξει κι εμάς, όπως δίδαξε και τό Δαυίδ τότε, πού ήταν με τα πρόβατα στην έρημο. Μή θελήσεις λοιπόν, αδελφέ, νά μοΰ ανακόψεις τήν προθυμία. Άφοΰ πήραμε τήν απόφα¬ση νά ζήσουμε σύμφωνα μ' αυτόν τόν τρόπο, ας μή δεί¬ξουμε αμέλεια». Είπε τότε ό Ιωάννης: «"Ας κάνουμε ό¬πως θέλεις. Πώς όμως θά μπορέσουμε νά βγούμε, άφοϋ ή πύλη κλείνει τή νύχτα;» Τοϋ απαντάει ό Συμεών: «Αυτός πού μας άνοιξε τή μέρα, Αυτός θά μας ανοίξει και τή νύ¬χτα».
"Οταν πήραν τήν απόφαση, μόλις έπεσε ή νύχτα, ό η¬γούμενος βλέπει στον ύπνο του κάποιον νά ανοίγει τήν πύλη τοϋ μοναστηρίου και νά λέει: «Βγήτε έξω νά βοσκή¬σετε, πρόβατα πού έχετε τή σφραγίδα του Χριστού». Α¬μέσως ξύπνησε, κατεβαίνει στην πύλη, τήν βρίσκει ανοι¬χτή, και επειδή νόμισε ότι βγήκαν άπό έκεΐ, κάθησε στε¬ναχωρημένος, αναστενάζοντας και λέγοντας: «Δεν αξιώ¬θηκα έγώ ό αμαρτωλός νά πάρω τήν ευχή τών πατέρων μου. Πραγματικά, αυτοί ήταν πατέρες μου και δεσπότες και δάσκαλοι και γι' αυτό έχασα τις συμβουλές τους. Άλλοίμονο, πόσοι πολύτιμοι λίθοι, όπως λέει ή Γραφή17, κυλάνε στή γη χωρίς νά τό καταλαβαίνουμε, και πολλοί τους βλέπουν, λίγοι όμως τους αντιλαμβάνονται». Καθώς σκεφτόταν αυτά στεναχωρημένος, εμφανίζονται οί νυμ-φίοι οί καθαροί τοϋ Χριστού, πού ετοιμάζονταν νά βγουν. Μπροστά άπ' αυτούς έβλεπε ό καθαρότατος ηγούμενος Νίκων μερικούς ευνούχους να κρατούν λαμπάδες και άλ¬λους νά κρατούν σκήπτρα στο ένα χέρι. Μόλις τους εϊδε, γέμισε χαρά, επειδή θά εκπληρωνόταν ή επιθυμία του. Οι μακάριοι τον είδαν και έκαναν νά γυρίσουν πίσω, επειδή δέν κατάλαβαν ότι ήταν ό ηγούμενος. "Ετρεξε όμως ό ό¬σιος Νίκων και τους κάλεσε κοντά του. "Οταν κατάλα¬βαν ότι ήταν ό ηγούμενος, χάρηκαν κι αύτοι πολύ, και μάλιστα όταν είδαν ότι ή πύλη ήταν ανοιχτή. Κατάλαβαν ότι ό Θεός τοϋ το αποκάλυψε κι αυτό. Θέλησαν τότε νά του βάλουν μετάνοια. Αυτός όμως τους εμπόδισε λέγον¬τας ότι δέν μπορούσαν νά κάνουν κάτι τέτοιο, εξαιτίας τοϋ αγγελικού σχήματος πού φορούσαν.
Τοϋ είπαν λοιπόν αμέσως: «Σ' ευχαριστούμε, πάτερ, καϊ δέν ξέρουμε τί νά προσφέρουμε στό Θεό και σέ σένα. Ποιος περίμενε ότι έμεϊς θά αξιωθούμε τέτοιων δωρεών; Ποιος βασιλιάς θά μπορούσε νά μας τιμήσει με τέτοιο α¬ξίωμα; Ποιοί επίγειοι θησαυροί τόσο ξαφνικά θά μπορού¬σαν νά μας κάνουν πλούσιους; Ποια λουτρά θά μπορού¬σαν νά καθαρίσουν 6τσι τήν ψυχή μας; Ποιοί γονείς θά μπορούσαν έτσι νά μας αγαπήσουν και νά μας σώσουν; Ποια δώρα θά μπορούσαν νά μας δώσουν τήν άφεση τών αμαρτιών μας τόσο σύντομα, όπως το έκανες έσύ, τίμιε πάτερ, πού αντί όλων τών προγόνων μας καί τών γονέων μας, έσύ είσαι μετά τό Χριστό πατέρας μας και μητέρα μας; Έσύ είσαι ό κύριος μας, έσύ είσαι πού μας κατάρτι¬σες, έσύ μας πήρες από τό χέρι, έσύ μας καθοδήγησες, έ¬σύ είσαι όσα ή γλώσσα δέν μπορεί νά εκφράσει. Χάρη σέ σένα βρήκαμε τόν ασφαλή αυτό θησαυρό, χάρη σέ σένα αποκτήσαμε τό πολύτιμο μαργαριτάρι, μάθαμε μέ ακρί¬βεια τή δύναμη τοΰ βαπτίσματος για το όποιο μας μιλού¬σαν οί όσιοι πατέρες, γνωρίσαμε πραγματικά τήν πλήρη καταστροφή τών αμαρτιών μας από τή φωτιά πού πυρπο¬λεί τις καρδιές μας, μολονότι δέν τήν αντέχουμε έτσι πού κατακαίει τό είναι μας. Ζητάμε από σένα, μακάριε πά¬τερ, νά κάνεις μιά εκτεταμένη ευχή και νά απολύσεις τους δούλους σου γιά νά υπηρετήσουμε ολόψυχα καί αλη¬θινά τό Θεό, στον Όποιο αφιερώσαμε τους εαυτούς μας! Σέ ικετεύουμε, ποτέ νά μη λησμονήσεις τά άθλια παιδιά σου, όταν σηκώνεις τά τίμια χέρια σου γιά προσευχή. Ναί, ναί, σέ παρακαλούν οί ξένοι, όσιε, νά θυμάσαι τήν ορφάνια τους». "Εχοντας αγκαλιάσει τά γόνατα τοΰ όσίου, έλεγαν πάλι: «Θυμήσου, πάτερ, τα ταπεινά σου πρόβατα, πού τά θυσίασες στό Θεό. Θυμήσου τα ξένα φυ¬τά, πού έτρεξες να τά φυτέψεις στον όμορφο κήπο τοϋ Παραδείσου. Μή λησμονείς τους οκνηρούς εργάτες, που μίσθωσες τήν ενδέκατη ώρα στον αμπελώνα τοΰ Χριστού18». Απορούσε και θαύμαζε ό ποιμένας βλέποντας αυτούς πού πριν δύο μέρες ήταν κοσμικοί να έχουν απο¬κτήσει έτσι ξαφνικά τόση σοφία με το νά περιβληθούν το άγιο σχήμα.
Άφοϋ έκλαψαν γιά αρκετή ώρα και οι δυό, γονάτισε ό όσιος Νίκων και άφοϋ τοποθέτησε το Συμεών στα δεξιά του και τον Ιωάννη στά αριστερά του, σηκώθηκε και υ¬ψώνοντας τά χέρια στον ουρανό είπε: «Θεέ δίκαιε και πα-νύμνητε, Θεέ μεγάλε και παντοδύναμε, Θεέ προαιώνιε, α¬κούσε αυτήν τήν ώρα έναν αμαρτωλό. Εισάκουσε με, Θεέ μου, ε'ισάκουσέ με δείχνοντας τή δύναμη Σου χωρίς νά λάβεις υπόψη Σου, κατά τή διάρκεια αυτής της προσευ¬χής, τις συνεχείς παρακοές της δικής μου αδυναμίας. "Α¬κουσε με, άκουσε με, Κύριε, κάνοντας πύρινη τήν προ¬σευχή μου όπως και τότε τήν προσευχή τοϋ προφήτη Σου19. Ναί, Θεέ των αγίων δυνάμεων, ναί Δημιουργέ των ασωμάτων, ναί, Έσύ πού είπες: "Ζητάτε και θά λάβετε"20, μή μέ άποστραφεΐς επειδή έχω ακάθαρτα χεί¬λη και είμαι δεμένος μέ αμαρτίες. "Ακουσε με, Έσύ πού υποσχέθηκε νά άκοΰς αυτούς πού σέ παρακαλούν ειλικρινά• και οδήγησε τά βήματα και τά πόδια των δού¬λων Σου σέ ειρηνικό δρόμο. Δείξε συμπάθεια γιά τά άκα¬κα παιδιά Σου πού βρίσκονται στά ξένα, Έσύ πού είπες: "Νά γίνετε άκακοι όπως τά περιστέρια"21. Φώναξα προς Εσένα μ' όλη μου τήν καρδιά• Θεέ μου, Θεέ μου, άκουσε με, ή ελπίδα όλης τής γής και αυτών πού βρίσκονται στά μακρινά ξένα22. Διώξε τά ακάθαρτα πνεύματα μακριά α¬πό τά παιδιά Σου. Πάρε όπλο και ασπίδα και σήκω νά τους βοηθήσεις. Βγάλε τό σπαθί Σου και απομάκρυνε αυ¬τούς πού τους καταδιώκουν. Πές, Κύριε, Κύριε, στην ψυ¬χή τους: " Έγώ είμαι ή σωτηρία σου"23. "Ας απομακρυν¬θεί άπό τή διάνοια τους κάθε πνεϋμα δειλίας, άκηδίας, ύπερηφάνειας και οποιασδήποτε κακίας και άς σβηστεί από αυτούς κάθε πύρωση και κάθε παρόρμηση, πού προ¬έρχεται άπό διαβολική ενέργεια. "Ας φωτιστεί το σώμα τους και ή ψυχή τους και το πνεύμα τους με τό φως της γνώσεως Σου, ώστε, αφού φτάσουν στην ενότητα της πί¬στεως και στην επίγνωση της "Αγίας και Προσκυνητής Τριάδας καί γίνουν άνδρες τέλειοι σε πνευματική ωριμότητα24, να δοξάζουν μαζί με τους αγγέλους και με ό¬λους αυτούς πού σε εύαρέστησαν, Θεέ μου, το πάντιμο και αγαθό όνομα Σου, τοϋ Πατρός και τοΰ Υίοΰ και τοϋ Αγίου Πνεύματος. Αμήν. Χάρισε τους ακόμη μαζί με δ-λα τα αγαθά, Κύριε, να έχουν πάντα στην καρδιά τους τα λόγια αυτής της οικτρής και ανάξιας ικεσίας μου, για να δοξολογούν και να υμνολογούν τήν αγαθότητα Σου».
Τους έλεγε ακόμη με πολλά δάκρυα: «Ό Θεός, πού Τόν διαλέξατε, καλά μου παιδιά, και στον Όποιο προ¬στρέξατε, Αυτός θα στείλει τόν άγγελο Του μπροστά σας και θα προετοιμάσει τόν δρόμο για να βαδίσουν τα πόδια σας25. Ό άγγελος, δπως λέει ό μεγάλος Ιακώβ, πού με σώζει άπό δλες τις εχθρικές δυνάμεις26, αυτός θά προηγεί¬ται στό δρόμο σας. Αυτός πού φύλαξε τόν π
ροφήτη Του άπό τό στόμα των λιονταριών27, Αυτός θά σας προστατέ¬ψει άπό τα χέρια τοϋ λιονταριού διαβόλου. Ό Θεός πού σας διάλεξε, Αυτός θά φυλάξει άμώμητη τή θυσία μου». Άφοΰ αυτά κι ακόμα περισσότερα τους ευχήθηκε ό θεοφόρος, έπεσε στό λαιμό τους καί έλεγε: «Σώσε, Θεέ μου, σώσε αυτούς πού αγάπησαν μ' δλη τους τήν καρδιά τό ό¬νομα Σου. Δεν είσαι άδικος, Κύριε, γιά να αδιαφορήσεις και νά εγκαταλείψεις αυτούς πού εγκατέλειψαν τά μά¬ταια πράγματα τής ζωής». "Υστερα συνέχισε προς αυ¬τούς: «Προσέχετε, παιδιά μου. Ξεκινήσατε πόλεμο φοβε¬ρό καί αόρατο. Άλλα μή φοβάστε, γιατί έχει τή δύναμη ό Θεός νά μήν επιτρέψει νά υποστείτε πειρασμό μεγαλύτε¬ρο άπ' αυτόν πού μπορείτε νά σηκώσετε28. Αγωνιστείτε, παιδιά μου, νά μή νικηθείτε άπ' αυτόν, άλλα δειχθείτε γενναίοι έχοντας σάν όπλο εναντίον του τό άγιο σχήμα. Νά θυμάστε Αυτόν πού είπε: "Κανείς πού αρχίζει νά ορ¬γώνει καί κοιτάζει προς τά πίσω δέν είναι κατάλληλος για τή βασιλεία των ουρανών"29 και ακόμα είπε για τήν οικοδόμηση τοϋ πύργου30• προσέξτε τώρα πού αρχίσατε αυτήν τήν τέλεια και υψηλή οικοδομή και πολιτεία μή¬πως δείξετε αμέλεια και πραγματοποιηθεί σε σας τό: " άρχισαν νά οικοδομούν και δεν είχαν δύναμη και προ¬θυμία για νά τελειώσουν αυτό πού θεμελίωσαν". Πάρτε τα μέτρα σας, παιδιά μου, ό πόλεμος είναι μικρός, άλλα μεγάλο τό στεφάνι, ό κόπος είναι πρόσκαιρος, άλλα ή α¬νάπαυση αιώνια».
Πέρασε δμως ή ώρα και άρχισε νά χτυπάει τό σήμαν¬τρο. Καθώς ετοιμάζονταν νά περάσουν τήν πύλη, πήρε ό Συμεών τόν ηγούμενο ιδιαιτέρως και τοΰ είπε: «Προσευ¬χήσου, πάτερ στό Θεό γιά νά βγάλει άπό τό μυαλό τοϋ ά-δελφοϋ μου 'Ιωάννη τή θύμηση της γυναίκας του, μήπως παρασυρθεί άπό τόν πονηρό καί μ' αφήσει και έτσι χαθώ άπό τή λύπη μου γι' αυτόν, πού θά τόν χάσω και θα τόν α¬ποχωριστώ. Προσευχήσου, σε παρακαλώ γιά τό Θεό, νά παρηγορήσει ό Θεός και τους γονείς του, γιά νά μήν άγω-νιοϋν γι' αυτόν». Επειδή ό γέροντας απόρησε γιά τή στοργή πού έχει γιά τόν αδελφό του, δεν απάντησε τίποτα. "Ομως, κατά τόν ϊδιο τρόπο, τόν πήρε ιδιαιτέρως ό άββάς Ιωάννης και τόν παρακαλούσε: «Γιά τ' όνομα τοΰ Θεού, πάτερ, μή ξεχνάς στις προσευχές σου τόν αδελφό μου, γιά νά μή μέ έγκαλείψει άπό αγάπη γιά τή μητέρα του, και μοϋ συμβεί νά ναυαγήσω, ένώ βρίσκομαι μέσα στό λιμάνι». "Οπως είπαμε, έμεινε έκπληκτος κι άπό τους δύο γιά τήν αγάπη πού είχαν μεταξύ τους και τους λέει: «Πηγαίνετε, παιδιά μου, καί σας αναγγέλλω ότι Αυ¬τός πού σας άνοιξε έδώ, Αυτός ήδη σας έχει ανοίξει και τα έκεΐ». Άφοΰ τους σταύρωσε τά μέτωπα καί τα στήθη καί ολόκληρο τό σώμα, τους άφησε νά φύγουν μέ ειρήνη.
Xpnstos
Έμπειρος Αποστολέας
Έμπειρος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 276
Εγγραφή: Τετ Ιαν 24, 2007 6:00 am

Δημοσίευση από Xpnstos »

Στήν έρημο

"Οταν λοιπόν βγήκαν έξω από το μοναστήρι, έλε¬γαν: «Θεέ τοϋ μεγάλου Σου δούλου, οδήγησε μας που εί¬μαστε ξένοι και αβοήθητοι, γιατί δέν γνωρίζουμε οϋτε τόν τόπο οΰτε την περιοχή, άλλα καθώς ερχόμαστε κοντά Σου παραδώσαμε τους εαυτούς μας για να πεθάνουμε στό πέλαγος αυτής της ερήμου». Λέει ό Ιωάννης στον Συμε-ών: «Τί γίνεται τώρα; Ποϋ θα πάμε;» Τοϋ απάντησε εκεί¬νος: «"Ας πάμε προς τα δεξιά, γιατί δλα δσα βρίσκονται προς τα δεξιά είναι καλά». Προχωρώντας έφτασαν στη Νεκρά θάλασσα, στον τόπο πού ονομάζεται Άρνωνάς. "Ετσι οικονόμησε τα πράγματα ό Θεός, πού ποτέ δέν εγ¬καταλείπει αυτούς πού πιστεύουν ολόψυχα σ' Αυτόν, ώ¬στε βρήκαν ένα μέρος, δπου κατοικούσε κάποιος γέρον¬τας πού είχε κοιμηθεί πριν άπό λίγες μέρες. Σ' αυτό τδ μέρος υπήρχαν μερικά μικρά σκεύη καΐ τρυφερά χόρτα, ώστε νά μπορούν νά τραφούν άπό αυτά έτρωγε καΐ ό γέ-'ροντας πού ήταν θαμμένος έκεϊ. Μόλις είδαν τόν τόπο οί άοίδιμοι, ευχαριστήθηκαν τόσο πολύ, σάν νά βρήκαν θη¬σαυρό. Κατάλαβαν ότι ετοιμάστηκε και στάλθηκε γι' αυ¬τούς άπό τόν Θεό. "Ετσι άρχισαν νά Τόν ευχαριστούν, δ-πως επίσης και τόν μεγάλο γέροντα Νίκωνα. "Ελεγαν: «Πίστεψε με, μας ήρθαν δλα καλά μέ τή βοήθεια των ευ¬χών εκείνου».
"Οταν πέρασαν λίγες μέρες, μη μπορώντας νά υπο¬φέρει τήν αρετή τών δούλων τοϋ Χριστού ό εχθρός των ψυχών μας, ό διάβολος, άρχισε νά τους πολεμάει, τόν Ιωάννη μέ τήν θύμηση της γυναίκας του και τό Συμεών μέ τήν μεγάλη του αγάπη γιά τή μητέρα του. Μόλις κατα¬λάβαινε ό ένας άπό τους δύο ότι στενοχωριόταν, αμέσως έλεγε στον άλλο: «Αδελφέ, σήκω νά προσευχηθούμε». "Ελεγαν τήν προσευχή τοΰ μεγάλου γέροντα, πού έμαθαν αμέσως απέξω και οί δυό μέ τή χάρη τοϋ Θεοΰ, γιατί ό γέ¬ροντας προσευχήθηκε λέγοντας: «Τύπωσε, Κύριε, στην καρδιά τους τά λόγια αυτής τής προσευχής». Αύτη τήν προσευχή έλεγαν πάντοτε σέ περίπτωση πειρασμού και κάθε φορά πού ζητούσαν κάτι από το Θεό. Μερικές φο¬ρές, όπως μας έλεγε ο θεοφόρος Σαλός, ο διάβολος τους πύρωνε, σαν να έτρωγαν κρέας και να έπιναν κρασί. "Αλ¬λοτε πάλι προσπαθούσε να τους προκαλέσει δειλία και άκηδία για την άσκηση, ώστε μερικές φορές να θέλουν να επιστρέψουν άπό την έρημο στο μοναστήρι. Επίσης άλ¬λες φορές στον ύπνο, άλλες φορές μέ τη φαντασία, τους έκανε ο διάβολος να βλέπουν τους δικούς τους, άλλους να κλαίνε και άλλους να έχουν τρελαθεί• και άλλα πολλά έβλεπαν πού είναι αδύνατο νά τά διηγηθεί κανένας, αν δέν έχει πείρα άπό αύτοϋ του είδους τους πειρασμούς. "Ο¬σες φορές όμως έφερναν στό μυαλό τους τ5 στεφάνι, πού είδε ο ένας νά βρίσκεται στό κεφάλι τοϋ άλλου, όπως και τη διδασκαλία και τά δάκρυα τοϋ γέροντα, σάν άπό λάδι αγιασμένο καταπραΰνονταν καϊ παρηγοριόταν ή καρδιά τους.
Μερικές φορές εμφανιζόταν στ' όνειρο τους και ο ό¬σιος Νίκων, άλλοτε νουθετώντας τους, άλλοτε προσευ-χόμενος γι' αυτούς, μερικές φορές μάλιστα διδάσκοντας τους ψαλμούς• και τότε ξυπνούσαν προσπαθώντας νά μάθουν απέξω όσα διδάσκονταν στον ύπνο τους και χαί ρονταν πάρα πολύ γι' αυτό. "Ηξεραν ότι ενδιαφέρεται πο¬λύ γι' αυτούς, και τό αντιλαμβάνονταν άπό αυτά τά γεγο¬νότα. Πριν λοιπόν νά ζητήσουν ό,τιδήποτε άπό τό Θεό, προσευχήθηκαν καί οι δυό για τό έξης πράγμα: ο Συμεών, νά παρηγορηθεί και νά σιγουρευτεί ή καρδιά της μητέρας του• ο Ιωάννης, νά πάρει ο Θεός κοντά Του τη γυναίκα του, ώστε νά πάψει νά τη σκέφτεται. Ό Θεός πού είπε ότι θα πραγματοποιήσει τό θέλημα αυτών πού Τόν φοβούν¬ται31, τους άκουσε• και άφοΰ πέρασαν δυό χρόνια, ο όσιος Συμεών πληροφορήθηκε άπ' τό Θεό ότι ή μητέρα του δέν λυπάται πιά γι' αυτόν και ότι τη νύχτα παρουσιάζεται σ' αυτήν, την παρηγορεί και της λέει στη Συριακή διάλεκτο: "λα δέχρε λιχ έμ", πού σημαίνει: «"Μη λυπάσαι μητέ¬ρα", γιατί κι έγώ καί ο Ιωάννης είμαστε καλά καί υπηρε¬τούμε στό παλάτι τοΰ βασιλιά καί φοράμε στεφάνια, πού μας έδωσε ο βασιλιάς, καί πολύ όμορφες στολές. Παρη¬γόρησε όμως και τους γονείς τοΰ αδελφού Ιωάννη, γιατί υπηρετεί κι αυτός μαζί μου. Λοιπόν, μη λυπαστε καθόλου». "Ομως και ό άββάς Ιωάννης είδε κάποιον λευκον-τυμένο να του λέει: «Οικονόμησα, ώστε ό πατέρας σου να μη λυπάται• καί τη γυναίκα σου σέ λίγο θα τήν πάρω μαζί μου».
Διηγήθηκαν ό ένας στον άλλον αυτά που είδαν καί χάρηκαν και ευφράνθηκε ή καρδιά τους. Άφοϋ ό Θεός τους απάλλαξε από τόν λογισμό των γονέων τους, αμέ¬σως άρχισαν να ζουν χωρίς φροντίδα, χωρίς να λυπούν¬ται καθόλου γι' αυτούς και χωρίς να αισθάνονται κόπο ή οκνηρία συνέχισαν τόν δρόμο της ασκήσεως νύχτα και μέρα, μην έχοντας άλλη ασχολία παρά μόνο τόν " απερί¬σπαστο περισπασμδ" και την " αμέριμνη μέριμνα", εν¬νοώ βέβαια τήν αδιάλειπτη προσευχή. Σ' αύτη σύντομοι προόδευσαν οί άοκνοι εργάτες, ώστε σε λίγα χρόνια α¬ξιώθηκαν θείων δράσεων, πληροφοριών καί θαυμάτων.
Πέρασε πάλι λίγος καιρός και ό ένας ησύχαζε σε α¬πόσταση "λίθου βολής" άπό τόν άλλο. Είχαν συμφωνή¬σει μεταξύ τους τό έξης: να αναχωρούν και να ζουν χωρι¬στά δποτε ήθελε ό καθένας νά προσεύχεται μόνος του• ό¬ταν δμως συμβεί νά παρουσιαστούν λογισμοί ή άκηδία, νά έρχεται ό ένας προς τόν άλλον καί άπό κοινοϋ νά προ¬σεύχονται στον Θεό γιά νά απαλλαγούν άπ' τόν πειρα¬σμό. Μιά μέρα λοιπόν, ένώ καθόταν ό Συμεών στό μέρος πού συνήθιζε, έρχεται σε έκσταση καί βλέπει τόν εαυτό του σάν νά βρισκόταν στην "Εδεσα (άπό εκεί ήταν ή κα¬ταγωγή του) κοντά στην άρρωστη μητέρα του καί νά της λέει στά Συριακά: «Πώς είσαι μητέρα;» Εκείνη απάντη¬σε: «Καλά, παιδί μου». Της λέει πάλι: «Πήγαινε κοντά στό Βασιλιά. Μη φοβάσαι, γιατί Τόν παρακάλεσα καί σοϋ ετοίμασε καλό μέρος, καί όταν θέλει, θα έρθω κι έγώ κοντά σου».
Άφοϋ συνήλθε, κατάλαβε ότι εκείνη τήν ώρα κοιμή¬θηκε ή μητέρα του. Τρέχει γρήγορα στον αδελφό του Ίω- • άννη καί τοΰ λέει: «Σήκω, αδελφέ, νά προσευχηθούμε». Επειδή εκείνος ταράχτηκε (νόμισε ότι είχε κάποιο πειρα¬σμό), τοϋ λέει ό Συμεών: «Μή ταράζεσαι, αδελφέ, δέν έ¬χω τίποτα κακό με τη χάρη του Θεοΰ». Τοϋ λέει πάλι ό Ιωάννης: «Τότε γιά ποιο λόγο έκανες τόσο δρόμο, πάτερ Συμεών;» Τόν αποκάλεσε έτσι γιατί τόν τιμούσε καί τόν σεβόταν πάρα πολύ, όπως κι εκείνος σεβόταν τόν Ιωάν¬νη. Τότε τά μάτια του γέμισαν δάκρυα πού έτρεχαν σάνμαργαριτάρια πάνω στό στήθος του, καΐ λέει στον Ιωάν¬νη: «Αυτήν την ώρα ό Κύριος παίρνει κοντά Του την καλή μου καϊ ευλογημένη μητέρα». Και τοϋ διηγήθηκε το δρά¬μα.
Γονάτισαν καϊ άρχισαν να προσεύχονται. Τότε μποροΰσε να ακούσει κανείς το Συμεών να λέει προς τον Θεό λόγια συγκινητικά και ικετευτικά. Τα σπλάχνα του πο-νοΰσαν και ταράζονταν άπό τη φυσική αγάπη τοϋ γιου προς τή μητέρα. "Ελεγε: «Θεέ μου, Έσύ πού δέχτηκες τήν θυσία τοΰ Αβραάμ32, Έσϋ πού πρόσεξες το ολοκαύ¬τωμα τοϋ Ίεφθάε", Έσύ πού δεν γύρισες το πρόσωπο Σου άπ' τα δώρα τοϋ "Αβελ34, Έσύ πού ανάδειξες προφή-τιδα τήν "Αννα για χάρη τοϋ δούλου Σου Σαμουήλ35, Έ¬σύ, Κύριε μου, Κύριε, για χάρη τοϋ δούλου Σου, δέξε τήν ψυχή της μητέρας μου. Θυμήσου, Θεέ μου, τους κόπους και τους μόχθους της, πού έκανε για μένα. Θυμήσου, Κύ¬ριε, τους στεναγμούς και τα δάκρυα πού έχυσε, όταν για χάρη Σου έφυγα μακριά της. Θυμήσου, Κύριε, τα στήθη μέ τα όποια θήλασε εμένα τόν ταπεινό, για να χαρεί τήν νεότητα μου, πού όμως δέν χάρηκε. Μή ξεχνάς, Κύριε, ό¬τι δεν μποροϋσε να κάνει μακριά μου ούτε ώρα, κι όμως χωρίστηκε άπό μένα τόσα χρόνια. Θυμήσου, Κύριε πού γνωρίζεις τά πάντα, ότι όταν ήθελε να χαρεί γιά μένα, τό¬τε γιά τό δικό Σου όνομα μέ στερήθηκε. Μή ξεχνάς, δί¬καιε, τό σπαραγμό πού ένιωσε τή μέρα πού ήρθα κοντά Σου. Γνωρίζεις, Κύριε, πόσο αγρύπνησε κάθε νύχτα γιά νά θυμάται τή νεότητα μου, άπό τότε πού τήν εγκατέλει¬ψα. Έσύ γνωρίζεις, Κύριε, πόσες νύχτες έχασε τόν ύπνο της ζητώντας τό πρόβατο πού κοιμόταν μαζί της. Μήν ξεχνάς, φιλάνθρωπε, πόσος πόνος γέμιζε τήν καρδιά της, όταν βλέποντας τά ροΰχα μου, έλιωνε γιά τό μαργαριτάρι της πού τά φορούσε. Θυμήσου ακόμη, Κύριε, ότι της στέ¬ρησα τήν παρηγοριά και τή χαρά και τήν αγαλλίαση, γιά νά υπηρετήσω Εσένα τόν δικό μου και δικό της Θεό, και Κύριο των όλων. Δώσε της γιά συνοδεία αγγέλους, πού θά προστατεύουν τήν ψυχή της άπό τά πονηρά και άσπλα¬χνα πνεύματα και θηρία τοϋ αέρα, πού προσπαθούν νά α-ποσπάσουν καΐ να καταπιούν αυτούς πού περ
νούν ανάμε¬σα από αυτά. Κύριε, Κύριε, στείλε της δυνατούς φύλακες, για να επιτιμούν κάθε ακάθαρτη δύναμη πού θα συναντά¬ει. Πρόσταξε ακόμη, Θεέ μου, να χωριστεί ή ψυχή από το σώμα της χωρίς λύπη και βάσανα. Καϊ άν, σαν γυναίκα, σ' αύτη τη ζωή αμάρτησε είτε μέ λόγια είτε μέ έργα, συγ¬χώρεσε τήν ψυχή της, χάρη της θυσίας πού γέννησε και πού σοϋ πρόσφερε, δηλαδή έμενα τόν ανάξιο Σου δούλο. Ναί, Κύριε, Κύριε, Θεέ μου, Έσύ πού είσαι δίκαιος κριτής και φιλάνθρωπος, μή τήν οδηγήσεις από θλίψη σέ θλίψη, άπό οδύνη σέ οδύνη, άπό στεναγμό σέ στεναγμό, άλλα για τή λύπη πού ένιωσε για το μοναδικό της παιδί, οδήγη¬σε την στή χαρά, αντί για δάκρυα δώσ' της αγαλλίαση, αυτή τήν αγαλλίαση πού έχεις προετοιμάσει γιά τους α¬γίους Σου, Θεέ μου, Θεέ μου, στους αιώνες. Αμήν».
"Οταν σταμάτησαν να προσεύχονται και σηκώθη¬καν, άρχισε ό αδελφός Ιωάννης να τόν παρηγορεί και να του λέει: «Νά, λοιπόν, αδελφέ Συμεών, ό Θεός σέ παρη¬γόρησε, άκουσε τήν προσευχή σου και πήρε τή μητέρα σου κοντά Του. Τώρα δμως κοπίασε μαζί μου και ας προ-σευχηθούμε μαζί στον Κύριο, γιά νά ελεήσει αυτήν πού ε¬πέτρεψε νά ονομαστεί σύζυγος μου, και ή νά τήν οδηγή¬σει νά πάρει τήν απόφαση νά γίνει κι αυτή μοναχή ή νά τήν ελεήσει παίρνοντας την κοντά Του». Προσευχήθηκαν λοιπόν γιά λίγο καιρό και κάποια νύχτα βλέπει ό άββάς Ιωάννης τή μητέρα του Συμεών νά έρχεται, νά πιάνει τό χέρι της συζύγου του και νά της λέει: «Σήκω, αδελφή μου, έλα κοντά μου, γιατί ό Βασιλάς, στοΰ Όποιου τήν υπηρε¬σία στρατεύτηκε ό γιος μου, μου χάρισε μια δμορφη κα¬τοικία. "Αλλαξε δμως τα ροϋχα σου και φόρεσε καθα¬ρά». "Οπως έλεγε ό Ιωάννης, εκείνη αμέσως σηκώθηκε και τήν ακολούθησε. "Ετσι κατάλαβε ότι κοιμήθηκε κι αυτή καϊ ότι και οί δύο ήταν σέ καλό μέρος, και χάρηκε πάρα πολύ.
Παρέμειναν άσκητεύοντας στην έρημο άλλα είκοσι εννιά χρόνια, ζώντας μέ μεγάλη άσκηση και κακοπάθεια, μέ κρύο και μέ ζέστη, και ύπέμειναν πολλούς και ανεκδι¬ήγητους πειρασμούς άπό τόν διάβολο και τόν νίκησαν και έφτασαν σέ μεγάλα μέτρα, ιδιαίτερα ό Συμεών μέ τήν ακακία και καθαρότητα πού είχε. Αυτός, μέ τή χάρη τοϋ Αγίου Πνεύματος πού υπήρχε σ' αυτόν, αισθανόταν να μη φοβάται ούτε πάθος οΰτε κρύο ή πείνα ή ζέστη, αλλά σχεδόν είχε φτάσει σέ μέτρα πού ξεπερνούσαν την αν¬θρώπινη φύση. Λέει λοιπόν στον Ιωάννη: «Σέ τί μας ωφε¬λεί, αδελφέ μου, να συνεχίσουμε να μένουμε σ' αύτη την έρημο; "Αν όμως θέλεις να μ' ακούσεις, σήκω να φύγου¬με, για να σώσουμε κι άλλους, γιατί έδώ δέν ωφελούμε παρά μόνο τους εαυτούς μας και δέν έχουμε μισθό άπό κανέναν άλλο». Και άρχισε νά τοϋ λέει άπό τήν Αγία Γραφή τα έξης: «Κανείς νά μή ζήτα τό δικό του συμφέ¬ρον, αλλά του άλλου»36 και «Σέ όλους έγινα τα πάντα, για νά σώσω μερικούς»37. Επίσης άπό τό Ευαγγέλιο: «"Ετσι νά λάμψει τό φως σας μπροστά στους ανθρώπους, γιά νά δουν τά καλά σας έργα και νά δοξάσουν τόν Πατέρα σας στον ουρανό»38 και άλλα παρόμοια. Αποκρίθηκε ό Ιω¬άννης λέγοντας του: «Νομίζω, αδελφέ μου, ότι ό Σατα-νας μίσησε τήν ησυχία μας και σοΰ δημιούργησε αυτό τό λογισμό. Κάθησε καλύτερα νά τελειώσουμε στην έρημο αυτό τό δρόμο πού αρχίσαμε και στον όποιο μας κάλεσε ο Θεός».
Τοΰ λέει ό Συμεών: «Πίστεψε με, έγώ δέν πρόκειται νά μείνω, άλλα μέ τη δύναμη τοϋ Θεοϋ θα πάω νά εμπαί¬ξω τόν κόσμο». Τοΰ λέει πάλι ό αδελφός του: «Μή, καλέ μου αδελφέ, μή σέ παρακαλώ, γιά τ' όνομα τοΰ Κυρίου μας, μή μέ αφήσεις μόνο μου, τόν ταπεινό. Έγώ δέν έ¬φτασα ακόμα σ' αυτά τά μέτρα, γιά νά εμπαίξω τόν κό¬σμο. "Ομως, γιά τό όνομα Αύτοΰ πού μας συνέδεσε, μή θελήσεις νά χωριστείς άπ' τόν αδελφό σου. Γνωρίζεις κα¬λά ότι μετά άπό τό Θεό δέν έχω παρά μόνο εσένα, αδελφέ μου. Τους αρνήθηκα όλους, προσκολήθηκα σέ σένα, και τώρα θέλεις νά μέ αφήσεις, σάν σέ πέλαγος, μέσα σ' αυ¬τήν τήν έρημο. Θυμήσου εκείνη τήν μέρα πού ρίξαμε κλή¬ρο και πηγαίναμε προς τόν όσιο Νίκωνα, ότι υποσχεθή¬καμε νά μή χωρίζεται ό ένας άπό τόν άλλον. Θυμήσου ε¬κείνη τήν φοβερή ώρα, τότε πού φορέσαμε τό άγιο σχήμα και ήμαστε οί δύο σάν μιά ψυχή, ώστε όλοι νά παραξε¬νεύονται γιά τήν αγάπη μας. Μήν ξεχνάς τά λόγια τοΰ με¬γάλου γέροντα πού μ' αυτά μας συμβούλεψε τήν νύχτα πού φύγαμε, μή, σέ παρακαλώ, μήπως χαθώ και ζητήσειτην ψυχή μου από σένα ό Θεός». Τοΰ λέει πάλι ό Συμεών: «"Ας υποθέσουμε ότι πέθαινα• δέν θα έπρεπε να φροντί¬ζεις έσύ τον εαυτό σου, καθώς θα έμενες μόνος; Πίστεψε με, αν έρθεις, έχει καλώς, αλλιώς έγώ δέν πρόκειται να μείνω».
Μόλις είδε ό αδελφός Ιωάννης ότι επέμενε, κατάλα¬βε ότι είχε πληροφορία από τόν Θεό να τό κάνει• επειδή δέν μπορούσε τίποτε να τους χωρίσει, παρά μόνο ό θάνα¬τος, ϊσως οϋτε κι αυτός. Μάλιστα πολλές φορές παρακά¬λεσαν τόν Θεό, να τους πάρει κοντά Του μαζί και τους δύο, και πίστευαν ότι ό Κύριος θα κάνει δεκτή αυτή τους τήν αίτηση, όπως έκανε κι όλες τις άλλες. Λέει λοιπόν ό Ιωάννης: «Πρόσεχε, Συμεών, μήπως ό διάβολος θέλει να σέ περιπαίξει». Αυτός όμως τοΰ είπε: «Έσύ μόνο να μη μέ ξεχάσεις στην προσευχή σου, όπως οϋτε έγώ εσένα, καΐ ό Θεός και οι προσευχές σου θα μέ σώσουν». "Αρχισε πάλι ό αδελφός νά τόν συμβουλεύει καϊ να τοΰ λέει: «Πρόσεξε, φυλάξου, αδελφέ μου Συμεών μήπως όσα μά¬ζεψε ή έρημος, τά σκορπίσει ό κόσμος• και δ,τι ωφέλησε ή ησυχία, τό καταστρέψει ή ταραχή• και όσα σοϋ πρόσφερε ή αγρυπνία, τά χάσεις μέ τόν ΰπνο. Άσφαλίσου, α¬δελφέ μου, μήπως τή σωφροσύνη της μοναχικής ζωής τήν καταστρέψει ή απατηλή κοσμική ζωή. Πρόσεχε μήπως τόν καρπό της στερήσεως τών γυναικών άπό τις όποιες σέ έσωσε μέχρι σήμερα ό Θεός, τόν καταστρέψει ή συνα¬ναστροφή σου μ' αυτές. Πρόσεχε μήπως τήν άκτημοσύνη τήν αφαιρέσει ή φιλοκτημοσύνη, μήπως τό σώμα πού έ¬λιωσε άπό τή νηστεία, παχύνει πάλι άπό τις τροφές. Πρό¬σεχε, αδελφέ μου, μήπως χάσεις τήν κατάνυξη σου μέ τό γέλιο και τήν προσευχή σου μέ τήν αμέλεια. Πρόσεχε, σέ παρακαλώ, μήπως, ενώ τό πρόσωπο σου γελάει, ό νους σκορπίζεται, μήπως αυτά πού αγγίζουν τά χέρια τ' αγγίζει και ή ψυχή, μήπως ένώ τό στόμα τρώει, ή καρδιά αισθά¬νεται ηδονή, μήπως, ένώ τά πόδια βαδίζουν, διαταραχθεί μέ τρόπο άτακτο ή εσωτερική σου ησυχία καϊ μέ λίγα λό¬για, μήπως όσα κάνει τό σώμα εξωτερικά τά κάνει καϊ ή ψυχή εσωτερικά. 'Αλλά, αν πήρες άπό τό Θεό δύναμη, α¬δελφέ μου, ώστε ό,τιδήποτε και νά κάνει τό σώμα, σχή¬ματα, λόγια ή πράξεις, νά μένει ατάραχος καϊ άσύγχυτος ό νους και ή καρδιά σου καί νά μή μολύνεται και νά μή βλάπτεται καθόλου άπό αυτά, πραγματικά έγώ χαίρομαι για τή σωτηρία σου, μόνο παρακάλεσε το Θεό να μή μας χωρίσει έκεϊ τόν ένα από τόν άλλο». Τοϋ λέει τότε ό άβ-βάς Συμεών: «Μή φοβάσαι, αδελφέ Ιωάννη, γιατί αυτό πού κάνω δέν τόν κάνω άπό μόνος μου, άλλα επειδή μοΰ τό προστάζει ό Θεός. Και άπό αυτό θα καταλάβεις ότι μέ τήν βοήθεια τοϋ Θεοϋ, τό έργο μου Τόν εύαρέστησε, δ-ταν, πριν πεθάνω, θα έρθω και θά σε προσκαλέσω καί θα σε ασπαστώ και ύστερα άπό λίγες μέρες θά έρθεις και θά μέ συναντήσεις. Σήκω δμως για νά προσευχηθούμε».
Άφοϋ προσευχήθηκαν για πολλή ώρα και άλληλοα-σπάστηκαν έχοντας μουσκέψει τα στήθη τους μέ τα δά¬κρυα τους, τόν άφησε νά φύγει συνοδεύοντας τον γιά αρ¬κετή απόσταση. Δέν τοΰ έκανε καρδιά νά χωριστούν, άλ¬λα δταν τοΰ έλεγε ό άββάς Συμεών: «Γύρνα πίσω, αδελ¬φέ», αισθανόταν σάν νά τόν χώριζε μαχαίρι άπό τό σώμα του και τόν παρακαλούσε πάλι νά τόν συνοδέψει ακόμη λίγο. Επειδή δμως τόν πίεσε πολύ ό άββάς Συμεών, γύρι¬σε πίσω βρέχοντας τήν γή μέ δάκρυα.
Xpnstos
Έμπειρος Αποστολέας
Έμπειρος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 276
Εγγραφή: Τετ Ιαν 24, 2007 6:00 am

Δημοσίευση από Xpnstos »

Ό Συμεών εμπαίζει τόν κόσμο

Αμέσως ό Συμεών κατευθύνθηκε προς τήν 'Αγία Πόλη του Χριστού και Θεού μας. "Οπως έλεγε, διψούσε πολύ και φλεγόταν τόσα χρόνια άπό τήν επιθυμία νά απο¬λαύσει τους Αγίους Τόπους τοΰ Χριστού. Επισκέφθηκε λοιπόν τόν "Αγιο και ζωοποιό Τάφο τοΰ Χριστού, δπως ε¬πίσης και τό Γολγοθά, τόν πρόξενο της σωτηρίας μας και τό νικητή τοΰ θανάτου, καϊ έτσι εκπλήρωσε τήν επιθυμία του. "Εμεινε στην Αγία Πόλη τρεις μέρες, πήγαινε καί προσκυνούσε στους πάνσεπτους τόπους τοΰ Κυρίου και προσευχόταν. Ή προσευχή του ήταν νά μήν αποκαλυφθεί ή εργασία του, μέχρις ότου νά φύγει άπ' τή ζωή, γιά νά α¬ποφύγει τήν δόξα πού προσφέρουν οι άνθρωποι άπό τήν δποία δημιουργείται ή υπερηφάνεια και ή υπεροψία στον άνθρωπο, αυτή πού οδήγησε καϊ αγγέλους στην πτώση από τους ουρανούς. "Ακουσε τήν προσευχή του Αυτός πού είπε: «Προσευχήθηκαν οί δίκαιοι μέ θερμότητα και ό Κύ¬ριος τους άκουσε»39, γιατί, ένώ έκανε τόσα πολλά θαύμα¬τα και τόσα παράδοξα πράγματα, δπως μπορεί κανείς να πληροφορηθεί άπο τα παρακάτω, δέν φανερώθηκε ή ερ¬γασία του στους ανθρώπους. Τό αίτημα του έγινε ένα εί¬δος καλύμματος στις καρδιές αυτών πού έβλεπαν αυτά πού έκανε, μέχρις ότου κοιμήθηκε. Πώς ήταν δυνατόν, αν δέν συνέβαινε αυτό, δηλαδή να αποκρύπτει ο Θεός ά-πδ τους ανθρώπους τήν αρετή τοΰ μακαρίου Συμεών για να τδν προφυλάξει άπό τόν έπαινο τους, να μή γίνεται φα¬νερός σ' δλους, τή στιγμή πού άλλοτε θεράπευε δαιμονι¬σμένους, άλλοτε κρατούσε στά χέρια του αναμμένα κάρ¬βουνα, σ' άλλους πολλές φορές πρόλεγε αυτά πού θά συ¬νέβαιναν και σ' άλλους φανέρωνε αυτά πού έλεγαν γι' αυ¬τόν μακριά του• άλλοτε, μέ αστείο τρόπο, πρόσφερε μέ¬σα στην έρημο πλούσια γεύματα, μερικές φορές μετά¬στρεφε στην ευσέβεια Εβραίους και κακόπιστους, θερά¬πευε αρρώστους, και άλλους έσωζε από διάφορους κινδύ νους; Πολλές φορές και γυναίκες άσεμνες ή πόρνες, άλ¬λες οδηγούσε μέ παιγνιώδεις ενέργειες σέ νόμιμο γάμο, άλλες προσελκύοντας τις μέ χρήματα τις σωφρόνιζε και άλλες, μέ τήν καθαρότητα πού τόν διέκρινε, τις έφερνε σέ κατάνυξη ώστε να ακολουθήσουν τό μοναχικό βίο. Δέν απορώ, φιλόχριστοι, πού έμεινε άγνωστος, έχοντας κάνει μέ τή χάρη τοϋ Θεού τέτοια πράγματα. Γιατί Αυτός πού πολλές φορές φανερώνει σ' δλους τις κρυμμένες αρετές των δούλων Του, ό "Ιδιος οικονόμησε, ώστε να γίνουν φανερές σ' δλους και οι πριν άγνωστες αρετές αυτού τοΰ οσίου.
"Οπως αναφέρθηκε πιό πάνω, μετά τήν τριήμερη πα¬ραμονή του στους Αγίους Τόπους, πήγε στην "Εμεσα. Πριν μπει μέσα στην πόλη, βρήκε ο άοίδιμος ένα ψόφιο σκύλο πάνω στην κοπριά καί, αφού έλυσε τό σχοινένιο ζωνάρι του, έδεσε τό πόδι τοϋ σκύλου καί άρχισε νά τρέ¬χει σέρνοντας τον. "Ετσι μπήκε άπό τήν πύλη, κοντά στην οποία ήταν ένα σχολείο. Μόλις τόν είδαν τά παιδιά άρχισαν νά φωνάζουν: «"Ε, ένας τρελός άββάς» καί νά τρέχουν άπό πίσω του και νά τδν χτυπούν. Τήν άλλη μέρα, πού ήταν Κυριακή, πήρε καρύδια, πήγε στην εκκλησία στην αρχή τής θείας Λειτουργίας και άρχισε να τα πετάει και να σβήνει τις καντήλες. "Αρχι¬σαν τότε να τδν κυνηγούν γιά να τόν βγάλουν έξω, αλλά αυτός ανέβηκε στον άμβωνα και από έκεϊ χτυπούσε τις γυναίκες με τα καρύδια. Μέ πολύ κόπο τόν έβγαλαν έξω, άλλα καθώς έβγαινε, αναποδογύρισε τα τραπέζια μερι¬κών πού πουλούσαν μικρές πίτες. Αυτοί τότε τόν χτύπη¬σαν μέχρι πού κόντευε να πεθάνει. "Οταν είδε πόσο είχε κακοποιηθεί άπό τα χτυπήματα, είπε στον εαυτό του: «Φτωχέ Συμεών, πράγματι ούτε μια εβδομάδα δεν μπο¬ρείς να ζήσεις έτσι στά χέρια αυτών τών ανθρώπων».
Κατ' οικονομία Θεού τόν είδε κάποιος φουσκάριος* καί μή ξέροντας ότι προσποιείται τό σαλό τοϋ λέει: «Θέ¬λεις, κύριε άββά, άντι να γυροφέρνεις, να στέκεσαι και να πουλάς λούπινα;» Εκείνος δέχτηκε. "Οταν λοιπόν τόν έβαλε να πουλάει, άρχισε αυτός νά τα μοιράζει στον κό¬σμο και νά τρώει και ό ϊδιος άπληστα. (Είχε όμως νά φάει μία εβδομάδα). Είπε τότε στον φουσκάριο ή γυναίκα του: «Ποϋ τόν βρήκες και μ«ς τόν έφερες αυτόν τόν άββά; "Αν τρώει έτσι, δέν έχουμε ανάγκη νά πουλήσουμε τίπο τε. "Εφαγε ένα δοχείο λούπινα άπό αυτά πού έχω γιά νά μετράω τις ποσότητες». Δέν ήξεραν βέβαια πώς 5,τι πε-" ριεΐχαν τά υπόλοιπα δοχεία δηλ. κουκιά, φακές, ρεβύθια και δλα τά άλλα, τά είχε μοιράσει σ' όσους έκαναν τήν ί¬δια δουλειά και σ' άλλους ανθρώπους, αλλά νόμιζαν ότι τά πούλησε. "Οταν δμως άνοιξαν τό ταμείο καϊ δέν βρή¬καν χρήματα, τόν χτύπησαν και τόν έδιωξαν, άφοΰ τοΰ μάδησαν καί τά γένια.
"Οταν έγινε απόγευμα θέλησε νά θυμιατίσει. Δέν είχε φύγει δμως άπό αυτούς, άλλα κοιμήθηκε έξω άπό τήν πόρτα τους. Και επειδή δέν έβρισκε κανένα κεραμίδι, έ¬βαλε τό χέρι του στην άνθρακιά, τό γέμισε μέ κάρβουνα και άρχισε νά θυμιατίζει. Επειδή ήταν θέλημα Θεού νά σωθεί ό φουσκάριος (ανήκε στην αίρεση τών " άκεφά-λων" Σευηριτών*) είδε ή γυναίκα του τόν Συμεών νά θυ¬μιατίζει μέ τό χέρι του και έκπληκτη τοΰ λέει: «Γιά τ' όνο¬μα τοϋ Θεού, άββά Συμεών, μέ τό χέρι σου θυμιατίζεις;» "Οταν άκουσε αυτό ό γέροντας, προσποιήθηκε ότι καιγό¬ταν και έριξε τά κάρβουνα άπό τό χέρι του στό παλιό ρά¬σο πού φορούσε, λέγοντας: «"Αν δέ θέλεις μέ τό χέρι μου, νά, με το ράσο μου θυμιατίζω». Και δπως ό Θεός διαφύ¬λαξε από τη φωτιά τή βάτο40 καί τους τρεις νέους41, έτσι οΰτε ό όσιος οΰτε τό ράσο του καίγονταν άπό τά κάρβου¬να. Μέ ποιο τρόπο σώθηκαν ό φουσκάριος και ή γυναίκα του, θα αναφερθεί σε άλλο σημείο.
Κάθε φορά πού έκανε κάτι τό θαυμαστό, έφευγε από τό μέρος εκείνο, μέχρι νά ξεχαστεί ή πράξη του. Καϊ μά¬λιστα βιαζόταν νά κάνει καμιά τρέλα για νά καλύψει τό κατόρθωμα του.
Κάποτε πρόσφερε θερμά ποτά σ' ένα καπηλειό, γιά νά εξοικονομεί τό φαγητό του. Ήταν άσπλαχνος όμως ό κάπηλος και πολλές φορές δεν τοϋ έδινε οΰτε φαγητό, μολονότι έκανε πολλή δουλειά εξαιτίας του. Γιατί οι άν¬θρωποι αστειευόμενοι έλεγαν μεταξύ τους: «"Ας πάμε νά πιοϋμε έκεϊ πού είναι ό Σαλός». Μιά μέρα μπήκε μέσα στό καπηλειό ένα φίδι και ήπιε κρασί άπό μία στάμνα και άφοΰ έβγαλε τό δηλητήριο του μέσα σ' αυτήν έφυγε. Ό άββάς Συμεών δεν ήταν μέσα, άλλα έπαιζε έξω μέ τόν κό-σμο. "Οταν μπήκε μέσα είδε γραμμένη επάνω στη στά¬μνα αόρατα τή λέξη "θάνατος". Αμέσως κατάλαβε τί εί¬χε συμβεί και μέ ενα ξύλο τήν έσπασε, όπως ήταν γεμάτη. Ό κάπηλος τότε τοΰ πήρε άπό τά χέρια τό ξύλο, τόν χτύ¬πησε μέχρι πού κουράστηκε καί τόν έδιωξε. Τήν άλλη μέ¬ρα ό άββάς Συμεών πήγε καί κρύφτηκε πίσω άπό τήν πόρτα. Σέ λίγο ήλθε πάλι τό φίδι νά πιει καί, όταν τό είδε ό κάπηλος, πήρε τό ξύλο γιά νά τό σκοτώσει. Μή μπο¬ρώντας όμως νά τό χτυπήσει, έσπασε όλες τις στάμνες και τά ποτήρια. Τότε παρουσιάστηκε μπροστά του ό Σα¬λός καί τοΰ λέει: «Τί γίνεται, τρελέ; "Οπως βλέπεις, δεν κάνω μόνο εγώ άσκοπα πράγματα». Τότε αντιλήφθηκε γιά ποιο λόγο έσπασε ό άββάς Συμεών τή στάμνα καί οι¬κοδομήθηκε και τόν θεωρούσε άγιο.
Θέλοντας ό όσιος νά τόν κάνει νά αλλάξει γνώμη, γιά νά μή τόν φανερώσει, μιά μέρα, πού ό κάπηλος έδινε κρασί καί ή γυναίκα του κοιμόταν μόνη της, πήγε κοντά της καί έκανε πώς βγάζει τά ροΰχα του. Εκείνη έβαλε τις φωνές καί μόλις ήρθε ό άντρας της τοϋ λέει: «Πέταξε έξω αυτόν τον τρισκατάρατο, γιατί ήθελε να μέ βιάσει». Τόν έβγαλε έξω στην παγωνιά —έκανε πολύ κρύο κι έβρεχε— χτυπώντας τον μέ γροθιές. Και από τότε ό κάπηλος όχι μόνο τόν θεωρούσε τρελό, άλλα και αν έβλεπε κανένα να προβληματίζεται σχετικά μέ τό άν προσποιείται ό άββάς ή όχι, τοΰ έλεγε αμέσως: «Πίστεψε με, είναι αληθινά δαι¬μονισμένος. Τόν είδα μέ τά μάτια μου, και κανείς δεν μπορεί να μέ μεταπείσει ότι ήθελε να βιάσει τη γυναίκα μου καί ότι τρώει κρέας ό αθεόφοβος». Πράγματι έτρωγε πολλές φορές και κρέας ό δίκαιος, χωρίς όμως να έχει φάει όλη την εβδομάδα. Καί κανείς δέν γνώριζε τή νη¬στεία πού έκανε• έτρωγε όμως τό κρέας μπροστά σ' ό¬λους, γιά νά καλύψει την αρετή του.
ΤΗταν σαν νά μην είχε σώμα καί ακόμη δέν έδινε ση¬μασία στην άσχημοσύνη των ανθρώπων καί των φυσικών αναγκών. Γιατί πολλές φορές θέλοντας νά Ικανοποιήσει τή σωματική ανάγκη, αμέσως, χωρίς νά ντρέπεται κανέ¬να, καθόταν σέ κάποιο σημείο της αγοράς μπροστά σέ δλους• κι αυτό γιατί ήθελε νά τους πείσει ότι ενεργεί έτσι, επειδή δέν είναι στα λογικά του. "Οπως έχουμε πει πολλές
φορές, ξεπερνούσε τή σαρκική πύρωση, μέ τήν οποία ήθελε νά τόν προσβάλλει ό διάβολος, καί δέν βλαπτόταν καθόλου άπό αυτήν μέ τή δύναμη τοϋ Αγίου Πνεύματος. Μιά μέρα ό ενάρετος καί θεοφιλής διάκονος Ιωάν¬νης, πού μας διηγήθηκε τό βίο του, τόν είδε εξαντλημένο καί λιωμένο άπό τήν άσκηση (ήταν άπόπασχα καί είχε μείνει άσιτος όλη τήν Αγία Τεσσαρακοστή). Τόν λυπή¬θηκε καί θαύμασε τήν ανεκδιήγητη του σκληραγωγία, μολονότι ζοϋσε μέσα σέ πόλη καί συναναστρεφόταν μέ γυναίκες καί άλλους ανθρώπους. Θέλησε λοιπόν νά τόν βοηθήσει νά ανακτήσει τις δυνάμεις του καί δήθεν πειρά¬ζοντας τον, τοϋ είπε: «"Ερχεσαι νά λουστείς Σαλέ;» Έ-κεϊνος τοϋ απάντησε γελώντας: «Ναι, πάμε πάμε» καί, ε¬νώ έλεγε αυτά, έβγαλε τό ένδυμα του καί τό έδεσε επάνω στό κεφάλι του σαν μαντήλα. Τοϋ λέει τότε ό Ιωάννης: «Φόρεσε το αδελφέ, γιατί, άν περπατάς έτσι γυμνός, έγώ δέν έρχομαι μαζί σου». Τοϋ απαντάει ό άββάς Συμεών: «Πήγαινε, τρελέ, έγώ ετοιμάστηκα, κι αν δέν έρθεις, θα πάω πιό μπροστά άπό σένα». Τόν άφησε καί προχώρησε λίγο πιό μπροστά. Υπήρχαν δύο λουτρά τό ένα κοντά στό άλλο, τό ένα ανδρικό καί τό άλλο γυναικείο. "Αφησε τό λουτρό των ανδρών ό Σαλ6ς καί δρμησε θεληματικά στ5 γυναικείο. Ό Ιωάννης τδν φώναζε: «"Ε, Σαλέ, ποϋ πάς; Σταμάτα, έκεϊνο είναι των γυναικών». Γύρισε τότε ό θαυμάσιος και τοϋ είπε: «Φύγε από δώ, τρελέ. Κι εκεί ζέ¬στη και νερό κι εδώ ζέστη και νερό. Τίποτε περισσότερο δέν υπάρχει ούτε εκεί ούτε έδώ», και μπήκε τρέχοντας α¬νάμεσα στις γυναίκες σαν να βρισκόταν μπροστά στη δό¬ξα τοϋ Θεοΰ. "Ορμησαν αμέσως όλες καταπάνω του και τόν έβγαλαν έξω χτυπώντας τον. "Οταν διηγήθηκε όλη τη ζωή του στον θεοφιλή διάκονο Ιωάννη, τόν ρώτησε εκεί¬νος: «Για τό Θεό, πάτερ, πώς αισθανόσουν, όταν μπήκες στό λουτρό τών γυναικών;» «Πίστεψε με, παιδί μου», τοϋ είπε, «ήμουν σάν ξύλο ανάμεσα σε ξύλα. Δέν αισθα¬νόμουν ότι είχα σώμα ούτε ότι ήμουν ανάμεσα σε σώμα¬τα, αλλά όλος μου ό νους ήταν στό έργο τοϋ Θεοϋ και δέν απομακρύνθηκα καθόλου άπ' αυτό». Γιατί άλλα άπό τα έργα του έκανε ό δίκαιος κινούμενος άπό αγάπη γιά τη σωτηρία τών ανθρώπων και άλλα γιά νά καλύψει τά κα¬τορθώματα του. Μια άλλη φορά πάλι έπαιζαν μερικοί λυσόπορτα* τρέχοντας έξω άπό τήν πόλη. "Ενας άπό αυτούς, πού ή¬ταν γιος τοϋ διακόνου Ιωάννη, τοϋ φίλου του, είχε πορ-νεύσει πριν άπό λίγες μέρες με μία γυναίκα, πού ήταν παντρεμένη. Αυτός δαιμονίστηκε τη στιγμή πού έβγαινε άπό τό σπίτι της, χωρίς νά τόν δει κανείς. Επειδή θέλησε ό όσιος νά τόν γιατρέψει, αλλά και νά τόν σωφρονίσει, λέει σ' αυτούς πού έτρεχαν: «"Αν δέν με παίξετε κι εμένα, δέν θά σας αφήσω νά τρέξετε», και άρχισε νά τους πετρο-βολεΐ. Θέλησαν τότε αυτοί νά τόν πάρουν στό παιχνίδι καί νά τόν βάλουν στό μέρος πού έτρεχε αυτός πού ήθελε νά γιατρέψει. "Οταν τό είδε αυτό ό άββάς Συμεών, πήγε στό άλλο μέρος, γιατί ήξερε τί έμελε νά κάνει. "Οταν άρ¬χισαν νά τρέχουν, ορμάει ό όσιος προς τό δαιμονισμένο νέο, τόν φτάνει καί, χωρίς νά καταλάβει κανείς τίποτε, τόν χτυπάει στό σαγόνι καί τοϋ λέει: «Νά μή μοιχεύσεις άλλη φορά, ταλαίπωρε, καί δέν θά σέ πειράξει ό δαίμο¬νας». Μόλις είπε αυτά, τόν σπάραξε τό δαιμόνιο, καί μα¬ζεύτηκαν όλοι άπό πάνω του. "Ετσι πού ήταν πεσμένος κάτω καί άφριζε, βλέπει τό Σαλό νά διώχνει άπό μέσα του ένα σκύλο μαϋρο χτυπώντας τον μέ ένα ξύλινο σταυ¬ρό. "Οταν μετά από πολλές ώρες συνήλθε καΐ τόν ρωτού¬σαν τί είχε πάθει, δεν μπορούσε να τους πει τίποτε άλλο παρά μόνο ότι: «Κάποιος μοϋ είπε, να μη πορνεύσω άλλη φορά». Μόνο μετά τό θάνατο τοΰ άββά, σάν να είχε κα¬θαρίσει ό νους του, διηγόταν σ' όλους τό περιστατικό μέ κάθε λεπτομέρεια.
Xpnstos
Έμπειρος Αποστολέας
Έμπειρος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 276
Εγγραφή: Τετ Ιαν 24, 2007 6:00 am

Δημοσίευση από Xpnstos »

Κάποτε μερικοί μίμοι έκαναν τό νούμερο τους στο θέατρο. Μαζί τους ήταν και κάποιος ταχυδακτυλουργός. Θέλοντας να τόν κάνει νά σταματήσει αυτά πού έκανε (γιατί είχε κάνει μερικά καλά έργα), δέν τό θεώρησε υπο¬τιμητικό νά πάει στό θέατρο, αλλά πήγε και στάθηκε κά¬τω άπό τήν εξέδρα πού έπαιζαν οι μίμοι. "Οταν είδε ότι ό ταχυδακτυλουργός άρχισε νά κάνει αθέμιτα πράγματα, ρίχνει μιά πολύ μικρή πέτρα, άφοϋ έκανε πάνω της τό ση¬μείο τοϋ σταυρού, και τόν χτύπησε στό δεξί του χέρι και τοϋ τό ξέρανε, χωρίς νά καταλάβει κανείς ποιος έριξε τήν πέτρα. Παρουσιάστηκε κατόπιν τη νύχτα στον ύπνο του ό όσιος και τοΰ λέει: «Πραγματικά σέ πέτυχα" κι αν δέν ορκιστείς ότι δέν θά κάνεις άλλη φορά τέτοια πράγματα, δέν πρόκειται νά γιατρευτείς». Όρκίστηκε αυτός στή Θε¬οτόκο και όταν σηκώθηκε είδε ότι τό χέρι του είχε θερα¬πευτεί. Και διηγόταν όλα όσα είδε στον ύπνο του, μόνο πού δέν μπορούσε νά πει ότι ό Σαλός ήταν αυτός πού τοϋ τα είπε. Δέν μπόρεσε νά πει τίποτε άλλο παρά μόνο ότι: «Κάποιος μοναχός πού φορούσε στεφάνι άπό βάγια μου τά είπε».
Κάποτε πού ήταν νά γίνει μεγάλος σεισμός στην πό¬λη, τήν εποχή πού καταστράφηκε ή Αντιόχεια, στά χρό¬νια τής βασιλείας τοΰ Μαυρικίου (τότε ήταν πού έφυγε ά¬πό τήν έρημο ό όσιος καί κατέβηκε στον κόσμο), άρπαξε τό λουρί άπό τό σχολείο καί άρχισε νά χτυπάει τους στύ¬λους καί νά λέει στον καθένα: «Είπε ό κύριος σου νά στα¬θείς». Καί όταν έγινε σεισμός, κανείς άπ' όσους στύλους χτύπησε δέν έπεσε. Σέ κάποιο στύλο όμως είχε πει: «Έσύ ούτε νά πέσεις ούτε νά σταθείς». Αυτός σχίστηκε άπό πά¬νω μέχρι κάτω, έγειρε λίγο κι έμεινε έτσι. Κανείς δέν είχε καταλάβει τί έκανε ό μακάριος, αλλά όλοι πίστευαν, ότι άπό τήν παραφροσύνη του είχε χτυπήσει τους στύλους. Ήταν να δοξάζει κανείς τό Θεό και να απορεί για τά θαυμάσια Του, άφοϋ δσες ενέργειες τοϋ αγίου θεωρούσαν μερικοί άπρεπες, μ' αυτές φανέρωνε τά παράδοξα και α¬προσδόκητα. Κάποτε, πού ήταν να πέσει θανατικό στην πόλη, πέρασε άπ' όλα τά σχολεία και φιλούσε τά παιδιά λέγοντας στό καθένα σάν γι' αστείο: «Πήγαινε στό καλό, καλό μου». Δεν τά φίλησε όλα, αλλά όσα τοϋ υπέδειξε ή χάρη τοϋ Θεοϋ. Στό δάσκαλο κάθε σχολείου έλεγε: «Για τό Θεό σου, τρελέ, μή δείρεις τά παιδιά πού φιλώ, γιατί έ¬χουν νά βαδίσουν πολύ δρόμο». ΟΙ δάσκαλοι τόν κορόι¬δευαν καΐ μερικές φορές μάλιστα τόν χτυπούσαν μέ τό λουρί και έκαναν νόημα και στά παιδιά και τόν κοροϊ-δεύανε. "Οταν έπεσε τό θανατικό δέν έμεινε ούτε ένα παι¬δί ζωντανό άπ' όσα φίλησε ό άββάς Συμεών, αλλά πέθα¬ναν όλα.
Είχε τη συνήθεια ό όσιος νά πηγαίνει στά σπίτια των πλουσίων και νά παίζει και νά προσποιείται πολλές φορές ότι φιλάει τίς δούλες τους. Μιά φορά κάποιος άφησε έγ¬κυο μιά δούλη κάποιου πλουσίου. "Οταν ή κυρία της τη .ρώτησε ποιος τη διέφθειρε, επειδή δέν ήθελε νά τό φανερώσει, είπε: «Ό Σαλός Συμεών μέ βίασε». "Οταν ήρθε ό άγιος, όπως τό συνήθιζε, στό σπίτι αυτό, τοΰ είπε ή κυρία της κοπέλας: «Μπράβο, άββά Συμεών, διέφθειρες και ά¬φησες έγκυο τή δούλη μου». Αμέσως γέλασε εκείνος, έ¬σκυψε τό κεφάλι του και χειρονομώντας μέ τό δεξί του χέρι της έλεγε, έχοντας ενωμένα τά πέντε δάχτυλα του: «"Ελα, έλα, καημένη, θά σοΰ γεννήσει και θά έχεις ένα μικρό Συμεώνη». "Οσο χρόνο ήταν αύτη έγκυος, της κου¬βαλούσε ό άββάς Συμεών ψωμιά, κρέατα καί ψάρια λέ¬γοντας: «Φάε, γυναίκα μου». "Οταν ήρθε ή ώρα νά γεννή¬σει, κοιλοπόνησε τρεις μέρες κινδυνεύοντας νά πεθάνει. Είπε τότε ή κυρία της στό Σαλό: «Προσευχήσου, άββά Συμεών, γιατί ή γυναίκα σου δέν μπορεί νά γεννήσει». Έ-κεϊνος της απάντησε χορεύοντας και χτυπώντας τά χέρια του: «Μά τόν Ιησού, μα τόν Ίησοΰ, ταπεινή, δέν θά μπο¬ρέσει νά γεννήσει τό παιδί, αν δέν πει ποιος είναι ό πατέ¬ρας του». "Οταν άκουσε αυτό ή δούλη πού κινδύνευε, ο¬μολόγησε ότι συκοφάντησε τόν άββά καί φανέρωσε τόν αληθινό πατέρα. Αμέσως τότε γέννησε. Θαύμασαν όλοι καί, ένώ οί άνθρωποι τοϋ σπιτιού αύτοΰ τόν είχαν για ά¬γιο, οί άλλοι έλεγαν: «Με τη βοήθεια τοϋ Σατανα μαντεύ¬ει, άφοϋ είναι τελείως τρελός».
Δύο πατέρες σε κάποιο μοναστήρι κοντά στην 'Έμε-σα συζητούσαν και προσπαθούσαν να εξηγήσουν γιατί έ¬πεσε ό Ώριγένης, ό αιρετικός, τη στιγμή πού είχε τιμηθεί με τέτοια γνώση και σοφία από τό Θεό. Ό ένας έλεγε: «Ή γνώση πού είχε δεν ήταν άπό τό Θεό, αλλά ήταν φυ¬σικό πλεονέκτημα. Επειδή λοιπόν είχε φυσικά προσόν¬τα, κυρίως όμως με τήν ανάγνωση της Αγίας Γραφής και τη μελέτη των αγίων πατέρων όξυνε τό νοϋ του και έτσι μπόρεσε νά γράψει τα βιβλία πού έγραψε». Ό άλλος α¬παντούσε: «Δεν μπορεί κανείς μόνο μέ τό φυσικό πλεονέ¬κτημα τοϋ μυαλού νά πει αυτά πού εξέθεσε ό Ώριγένης, και μάλιστα στά έξαπλά* του». (Γι' αυτό και μέχρι σήμε¬ρα τά δέχεται αυτά ώς αναγκαία ή καθολική εκκλησία). Ό άλλος αποκρινόταν πάλι: «Πίστεψε με, υπάρχουν "Ελληνες πού απόκτησαν περισσότερη σοφία άπ' αυτόν και περισσότερα βιβλία έγραψαν. Τί λές; Πρέπει κι αυ¬τούς νά επαινέσουμε για τις φλυαρίες τους;» Επειδή δεν κατάφεραν τελικά νά συμφωνήσουν, είπαν: «Άκοϋμε ά¬πό αυτούς πού έρχονται άπό τους Αγίους Τόπους ότι ή έ¬ρημος τοϋ Ιορδάνη έχει μεγάλους μοναχούς- ας πάμε σ' αυτούς, για νά μας διαφωτίσουν». Πήγαν λοιπόν στους Άγιους Τόπους καί, άφοϋ προσευχήθηκαν, προχώρησαν προς τήν έρημο της Νεκράς Θάλασσας, όπου είχαν εγκα¬τασταθεί οί αείμνηστοι Ιωάννης καί Συμεών. Δεν πήγε χαμένος ό κόπος τους, γιατί μέ τή βοήθεια τοϋ Θεοϋ βρή¬καν τόν άββά Ιωάννη πού είχε ήδη φτάσει σε μέτρα τε¬λειότητας. Μόλις τους είδε, είπε: «Καλώς όρισαν αύτοι που άφησαν τή θάλασσα καί ήρθαν στή λίμνη τήν ξερή, για νά πάρουν νερό». Συζήτησαν αρκετή ώρα διάφορα πνευματικά θέματα καί υστέρα τοΰ είπαν τό λόγο πού έ¬καναν μιά τόσο μεγάλη πορεία. Τους είπε τότε: «Πατέ¬ρες, δεν απόκτησα ακόμη τό χάρισμα νά εξιχνιάζω τις βουλές τοΰ Θεού. Πηγαίνετε στό σαλό Συμεών, στή χώρα σας, καί αυτός θά σας εξηγήσει κι αυτό και δ,τι άλλο θέ¬λετε. Ακόμη νά τοϋ πείτε νά προσευχηθεί για τόν Ιωάν¬νη, γιά νά τύχει κι αυτός δέκα» "Οταν 7:ήγαν στην "Εμεσα και ρώτησαν ποϋ βρίσκε¬ται έκεΐ κάποιος σαλός Συμεών, δλοι τους κορόιδευαν και έλεγαν: «Τί θέλετε από αυτόν πατέρες; Είναι άνθρω¬πος παράξενος κι δλους τους κάνει κακό και τους κοροϊ¬δεύει, και προπαντός τους μοναχούς». Εκείνοι τον ανα¬ζήτησαν και τόν βρήκαν στό μαγαζί ενός φουσκαρίου* να τρώει λούπινα σαν αρκούδα. Αμέσως ό ένας σκανδαλί¬στηκε καϊεΐπε μέσα του: «Αλήθεια, μεγάλο σοφό ήρθαμε να δοΰμε• πολλά έχει να μας πει». "Οταν τόν πλησίασαν και τοϋ είπαν «Ευλογείτε», τους λέει: «Κακώς ήρθατε, και αυτός πού σας έστειλε είναι τρελός». "Επιασε τότε τό αύτι αυτού πού σκανδαλίστηκε και τοϋ έδωσε ένα τέτοιο μπάτσο, πού φαινόταν για τρεις μέρες, και είπε: «Γιατί κατηγοράτε τα λούπινα; Σαράντα μέρες βράχηκαν. Ό Ώριγένης δεν τρώει άπό αυτά, γιατί μπήκε πολύ μέσα στή θάλασσα καί δεν μπόρεσε να βγει και πνίγηκε στό βυ¬θό». "Εμειναν έκπληκτοι, γιατί τους τα προεΐπε όλα, καί μάλιστα συμπλήρωσε: «Τα δέκα θέλει ό σαλός; Τρελός είναι κι αυτός σαν κι έσας. θά πάρεις, πέστε του, κλω¬τσιά στό καλάμι; "Αντε, άντε, πηγαίνετε». Και αμέσως σήκωσε τή χύτρα μέ τη ζεστή φούσκα* καί τους έκαψε τα χείλη τους, γιά νά μήν μπορούν νά πουν τά δσα τους είπε. Κάποτε, πού ήταν στό φουσκάριο, πήρε μία μέρα ένα πανδούρι* καί άρχισε νά παίζει σ' ένα στενοσόκακο, ό¬που υπήρχε πνεύμα ακάθαρτο. "Επαιζε καί έλεγε την ευ¬χή τοΰ μεγάλου Νίκοονα, γιά νά διώξει άπό τόν τόπο έκεϊ-νο τό πνεύμα, επειδή σε πολλούς είχε κάνει κακό. "Οταν έφυγε τό δαιμόνιο, πέρασε μέ τή μορφή Αιθίοπα άπό τό μαγαζί καί έσπασε όλα τά πήλινα καί γυάλινα αντικείμε¬να. Επέστρεψε ό θαυμάσιος και λέει στή γυναίκα τοΰ α¬φεντικού του: «Ποιος τά έσπασε αυτά;» Εκείνη του α¬πάντησε: «"Ενας μαύρος καταραμένος ήρθε καί τά έσπα¬σε όλα». Της λέει γελώντας: «Κοντός κοντός;» Εκείνη τοΰ απαντάει: «Ναί, πράγματι, Σαλέ». Τής λέει τότε: «Αλήθεια, έγώ τόν έστειλα, γιά νά τά σπάσει όλα». "Ο¬ταν τό άκουσε αυτό εκείνη, προσπάθησε νά τόν χτυπή¬σει. Αυτός όμως έσκυψε, πήρε χώματα, τά έριξε στά μά¬τια της καί τής είπε: «Δέν μπορείς νά μέ πιάσεις• ή θά κοινωνείτε στην εκκλησία μου ή ό μαύρος θά τά σπάνει ό¬λα κάθε μέρα». (Ήταν αιρετικοί " ακέφαλοι"*). "Εφυγε ο άγιος και τήν άλλη μέρα ήρθε πάλι ό μαϋρος τήνϊδια ώ¬ρα καί
τα έσπασε δλα. Κάτω άπό αυτήν τήν πίεση έγιναν ορθόδοξοι, έχοντας τό Συμεών για φάρμακο. Δεν τολ¬μούσαν να μιλήσουν σε κανέναν γι' αυτόν, μολονότι ό Σαλός περνούσε κάθε μέρα άπό έκέί και τους κορόιδευε. Κάποιος άπό τους τεχνίτες στην πόλη, κατάλαβε τήν αρετή του —τόν είχε δει μιά φορά νά λούζεται και νά συ¬νομιλεί με δυο αγγέλους— και θέλησε νά τό κάνει γνωστό σ' δλους. Ό τεχνίτης αυτός ήταν Εβραίος και βλασφη¬μούσε πολύ τό Χριστό. Παρουσιάστηκε στον ϋπνο του ό δσιος λέγοντας του νά μην πει σε κανέναν αυτό πού είδε. Τήν άλλη μέρα πρωΐ-πρωί ό Εβραίος θέλησε νά πραγμοι-τοποιήσει τήν απόφαση του, αλλά παρουσιάστηκε μπρο¬στά του ό δσιος, τοΰ ακούμπησε τά χείλη του και έχασε τή φωνή του, μή μπορώντας νά πει τίποτε σε κανένα. "Αρχισε νά ακολουθεί τόν άββά Συμεών κάνοντας του νοήματα με τό χέρι, για νά τόν κάνει νά μιλήσει. Παρί-;στανε τό σαλό ό άββάς και τοϋ απαντούσε κι αυτός με νοήματα σαν τρελός. Τοΰ έκανε νοήματα γιά νά κλείσει τό στόμα του. Ήταν φοβερό νά τους βλέπει κανείς νά κάνουν νοήματα ό ένας στον άλλο. Παρουσιάστηκε πάλι στό όνειρο του ό γέροντας και τοΰ λέει: «Ή θά βαπτι¬στείς ή θά μείνεις έτσι». Ό Εβραίος δεν θέλησε νά υπακούσει• δταν δμως πέθανε ό άββάς Συμεών και εΐδε πόσο τόν είχε τιμήσει ό Θεός καϊ ότι μετατέθηκε τό λεί¬ψανο του, τότε βαπτίστηκε ό ϊδιος κι όλη ή οικογένεια του. Και δταν βγήκε άπό τήν κολυμβήθρα, βρήκε αμέσως τή μιλιά του. Τελούσε και τή μνήμη τοΰ Σαλοΰ κάθε χρό¬νο και προσκαλοΰσε και τους φτωχούς.
Σέ τέτοια μέτρα καθαρότητας και απάθειας έφτασε ό μακάριος, ώστε πολλές φορές χόρευε κρατώντας θεατρί¬νες μέ τό ένα καί τό άλλο χέρι. Ακόμη πολλές φορές βρι¬σκόταν μέσα στό πλήθος καί έπαιζε, καί μερικές φορές οί άσεμνες γυναίκες έβαζαν τά χέρια τους στον κόρφο του καί τόν πείραζαν, τοΰ έδιναν μπάτσους καί τόν τσιμ¬πούσαν. Ό γέροντας, σάν καθαρός χρυσός, καθόλου δεν μολύνονταν άπό αυτές. "Οπως έλεγε, δταν στην έρημο εί¬χε τό σαρκικό πόλεμο, παρακάλεσε τό Θεό και τόν δσιο Νίκωνα, νά τόν ανακουφίσει άπό τόν πόλεμο της πορ¬νείας. Είδε τότε δράμα, ότι ήρθε ό άοίδιμος καί τοΰ είπε: «Πώς είσαι αδελφέ;» Εκείνος τοΰ απάντησε: «"Ασχη¬μα, αν δέν προφτάσεις, γιατί ή σάρκα μέ ενοχλεί, καΐ δεν ξέρω γιατί». Χαμογέλασε τότε ό θαυμάσιος Νίκων, πήρε νερό από τόν άγιο Ιορδάνη, τό σταύρωσε, τόν ράντισε κάτω άπό τόν αφαλό και τοΰ είπε: «Νά, έγινες υγιής».'Α¬πό τότε, όπως διαβεβαίωνε, δέν αίσθανόταν πύρωση ή κί¬νηση σωματική ούτε στον ϋπνο του οϋτε στό ξύπνο. "Ε¬χοντας θάρρος άπό αυτό κατέβηκε στον κόσμο ό γεν¬ναίος, για νά συμπαρασταθεί και νά σώσει τους πολεμου-μένους. Μερικές φορές έλεγε στις πόρνες: «Θέλεις νά γί¬νεις φίλη μου και νά σου δίνω εκατό νομίσματα;» Πολ¬λές δελεάζονταν και συμφωνούσαν, τη στιγμή μάλιστα πού τις έδειχνε και τα χρήματα. Είχε ό όσιος όσα ήθελε, γιατί τοϋ χορηγούσε άοράτως ό Θεός γιά τόν άγιο σκοπό του. "Οσες μάλιστα έπαιρναν τα χρήματα τις έβαζε νά ορκιστούν ότι θά τού είναι πιστές.
Xpnstos
Έμπειρος Αποστολέας
Έμπειρος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 276
Εγγραφή: Τετ Ιαν 24, 2007 6:00 am

Δημοσίευση από Xpnstos »

"Ολα όσα έκανε τά κάλυπτε μέ τρελή και παράξενη συμπεριφορά, αλλά δέν είναι δυνατόν τά λόγια νά αποδώ¬σουν τήν πραγματικότητα. Πότε λόγου χάρη έκανε τόν κουτσό, πότε χοροπηδούσε, πότε σερνόταν σάν ανάπη¬ρος και πότε έβαζε τρικλοποδιά σέ κάποιο πού έτρεχε και τόν έριχνε κάτω. "Οταν έβγαινε τό καινούργιο φεγγά¬ρι έκανε πώς κοιτούσε στον ουρανό και έπεφτε κάτω καΐ κλωτσούσε. Μερικές φορές κραύγαζε σάν δαιμονισμέ¬νος, γιατί υποστήριζε ότι άπό όλα τά φερσίματα αυτό ή¬ταν τό πιό κατάλληλο και ταιριαστό γιά κείνους πού προ¬σποιούνται μωρία γιά τό Χριστό. Πολλές φορές μ' αυτόν τόν τρόπο έλεγχε, σταματούσε αμαρτίες, έστελνε δοκι¬μασίες σέ ορισμένους γιά νά τους διορθώσει, όπως επίσης προέλεγε ορισμένα πράγματα και έκανε όσα ήθελε, μέ μόνη τήν αλλαγή της φωνής και των κινήσεων του.
"Αν καμιά φορά παρέβαινε τή συμφωνία τους κάποια άπό τις «φίλες» του, αμέσως τό καταλάβαινε μέ τό πνεύ¬μα του ότι πόρνευσε, και έλεγε φωνάζοντας δυνατά: «Πα-ράβηκες, παράβηκες. 'Αγία, άγια δώσ' της», και ή προ¬σευχόταν νά τής έρθει κάποια βαριά ασθένεια ή πολλές φορές, αν εξακολουθούσε νά πορνεύει, τής έστελνε καΐ δαίμονα ακόμη. "Ετσι ανάγκαζε όλες νά σωφρονοϋν και νά μήν παραβαίνουν τή συμφωνία τους. "Εμεινε κοντά στην "Εμεσα κάποιος άρχοντας, κι ό-ταν άκουσε για τον άγιο, είπε: «Πιστέψτε με, αν τόν δώ, θα καταλάβω αν προσποιείται ή αν είναι πράγματι τρε¬λός». Πήγε λοιπόν στην πόλη και κατά σύμπτωση τόν βρήκε την ώρα πού μια γυναίκα τόν κρατούσε και μιά άλ¬λη τόν χτυπούσε μέ λουρί. Αμέσως σκανδαλίστηκε και σκέφτηκε στά Συριακά: «"Αραγε ό ϊδιος ό Σατανάς δεν τό πιστεύει ότι αυτός ο ψευτοαββάς πορνεύει μέ αυτές τις γυναίκες;» Αμέσως ό όσιος τις άφησε και πλησίασε τόν άρχοντα πού βρισκόταν σέ απόσταση όσο ρίχνει κανείς μιά πέτρα και τοϋ έδωσε ένα χαστούκι. Γύμνωσε ύστερα τά ρούχα του και τοϋ είπε χορεύοντας και σφυρίζοντας: «"Ελα παίξε, ταλαίπωρε• εδώ δεν υπάρχει δόλος». Κατά¬λαβε τότε εκείνος ότι ό όσιος αντιλήφθηκε τις σκέψεις του και θαύμασε. Και όταν πήγαινε νά τό πει σέ κανέναν, δενόταν ή γλώσσα του και δέν μπορούσε νά μιλήσει.
Είχε και τό χάρισμα της εγκράτειας, όσο λίγοι άγιοι. "Οταν ερχόταν ή Μεγάλη Σαρακοστή, δέν έτρωγε τίποτε μέχρι τή Μεγάλη Πέμπτη. Άπό τό πρωί όμως της Μεγά- λης Πέμπτης καθόταν στό ζαχαροπλαστείο κι έτρωγε, μέ αποτέλεσμα νά σκανδαλίζονται όσοι τόν έβλεπαν, επειδή δέν νήστευε ούτε τήν Μεγάλη Πέμπτη. Ό διάκονος Ιω¬άννης όμως ήξερε ότι ό Θεός τόν φώτιζε γιά νά ενεργεί μ' αυτόν τόν τρόπο. Μιά φορά πού τόν είδε νά τρώει άπό τό πρωί τής Μ. Πέμπτης στό ζαχαροπλαστείο, τοϋ λέει: «Πόσο θά σοΰ κοστίσει αυτό, Σαλέ;» Εκείνος πήρε τότε στό χέρι του σαράντα νομίσματα και τοϋ λέει: «Είναι γε¬μάτο τό πουγγί μου, ταλαίπωρε», εννοώντας ότι έχει νά φάει σαράντα μέρες.
"Ήταν σέ κάποιο δρόμο τής πόλεως ένας δαίμονας. Μιά μέρα πού περνούσε άπό έκεϊ ό όσιος τόν είδε πού ήθε¬λε νά χτυπήσει κάποιον άπό τους περαστικούς. Πήρε τό¬τε στην αγκαλιά του πέτρες και άρχισε νά τις πετάει έδώ κι έκεΐ στην αγορά, εμποδίζοντας έτσι όσους ήθελαν νά περάσουν. Πέρασε όμως ένα σκυλί, τό χτύπησε ό δαίμο¬νας και άρχισε νά αφρίζει. Τότε είπε σ' όλους ό όσιος: «Περάστε τώρα, ανόητοι». "Ηξερε ό πάνσοφος ότι, αν περνούσε άνθρωπος, αυτόν θά χτυπούσε ό δαίμονας άντι τοϋ σκύλου, και γι' αυτό τους εμπόδισε νά περάσουν. Οπως αναφέραμε και πι6 πάνω, ό σκοπύς τοΰ πάν-σοφου Συμεών ήταν πρώτα νά σώσει ψυχές, εϊτε με τιμω¬ρίες, πού προκαλούσε με κωμικό τρόπο ή μέ μέθοδο, είτε με θαύματα, πού έκανε παριστάνοντας τον ανόητο, εϊτε μέ νουθεσίες, πού τις έλεγε κάνοντας τόν τρελό• και έπει¬τα νά μη γίνει γνωστή ή αρετή του και αποκτήσει έπαινο και τιμές από τους ανθρώπους.
Μια μέρα χόρευαν και γελούσαν σε ένα δρόμο κάτι κορίτσια και αποφάσισε νά περάσει άπό εκεί. "Οταν τόν είδαν άρχισαν νά κατηγορούν τους μοναχούς. Ό δίκαιος γιά νά τις σωφρονίσει, προσευχήθηκε και αμέσως ό Θεός τις τύφλωσε όλες. "Αρχισαν τότε νά λένε τί τις συνέβη και κατάλαβαν ότι αυτός τις τύφλωσε καί άρχισαν νά τρέχουν ξοπίσω του κλαίγοντας και φωνάζοντας: «Λύσε τά μάγια, Σαλέ, λύσε τα μάγια», γιατί νόμιζαν ότι τις τύ¬φλωσε μέ μάγια. Τόν έφτασαν, τόν κράτησαν μέ τη βία και τόν εξόρκιζαν νά λύσει αυτό πού έδεσε. Τίς λέει λοι¬πόν παίζοντας: «"Οποια άπό σας θέλει νά γίνει καλά, ας έρθει νά φιλήσω τό μάτι της πού τυφλώθηκε και θά γίνει καλά». "Οσες θέλησε ό Θεός νά γίνουν καλά, έλεγε ό ό σιος, δέχτηκαν. ΟΙ υπόλοιπες πού δέν δέχτηκαν νά τις φι¬λήσει, έμειναν έτσι κλαίοντας. "Εφυγε τότε ό όσιος άπό κοντά τους, άλλα μετά άπό λίγο άρχισαν και οι υπόλοι¬πες νά τρέχουν άπό πίσω του φωνάζοντας: «Σταμάτα, Σαλέ, σταμάτα, γιά τό όνομα τοΰ Θεού σταμάτα και φί¬λησε και μας». Και έβλεπε κανείς νά τρέχει μπροστά ό γέροντας και τά κορίτσια άπό πίσω του. "Αλλοι έλεγαν ό¬τι παίζουν μαζί του, άλλοι σκέφτονταν ότι τρελάθηκαν και τά κορίτσια. "Εμειναν λοιπόν έτσι αθεράπευτα γιά πάντα. "Ελεγε ό όσιος γι' αυτό: «"Αν δέν τίς στράβωνε ό Θεός, θά ξεπερνούσαν στην ασωτία όλες τίς γυναίκες τίς Συρίας. "Ετσι μέ την αρρώστια των ματιών τους γλυτώ¬νουν άπό τά πολλά τους κακά».
Μιά φορά τόν κάλεσε σέ γεύμα ό φίλος του ό διάκο¬νος Ιωάννης και κρέμονταν έκεΐ λαρδιά. "Αρχισε τότε ό άββάς Συμεών νά κόβει και νά τρώει ωμό λαρδί. Ό πάν-σοφος Ιωάννης, επειδή δέν ήθελε νά μιλήσει δυνατά, πή¬γε κοντά στό αυτί του καί τοϋ λέει: «Δέν μέ σκανδαλί¬ζεις, κι αν ακόμη φας ώμό κρέας καμήλας. Κάνε ό,τι θέλεις λοιπόν». Γνώριζε βέβαια την αρετή τοΰ Σαλοΰ, γιατί ήταν κι αυτός πνευματικός άνθρωπος.
Πήγαν κάποτε μερικοί Έμεσηνοί στους Αγίους Τό¬πους για νά γιορτάσουν τό "Αγιο Πάσχα. Ό ένας από αυ¬τούς, πού ήταν έμπορος, κατέβηκε στον άγιο Ιορδάνη για νά προσευχηθεί. Καθώς περνούσε άπό τις σπηλιές των ασκητών, έδινε στους πατέρες ευλογίες*. Συνέβη νά συ¬ναντήσει κατ' οικονομία Θεοϋ τόν άββά Ιωάννη, τόν α¬δελφό τοϋ άββά Συμεών, στην έρημο. Μόλις τόν είδε ό έμπορος, έπεσε στό έδαφος ζητώντας νά πάρει τήν ευχή του. Τόν ρωτάει ό άββάς Ιωάννης: «Άπό που είσαι;» Του απαντάει εκείνος: «Άπό τήν "Εμεσα, πάτερ». Τοΰ λέει τότε: «Τί ζητάς άπό έμενα τόν φτωχό, άφοϋ έχεις έ-κεΐ τόν άββά Συμεών τό λεγόμενο Σαλό; Κι έγώ και όλος ό κόσμος έχουμε ανάγκη άπό τις ευχές του». Πήρε τόν έμπορο μέσα στή σπηλιά του ό άββάς Ιωάννης καϊ τοϋ έ¬κανε πλούσιο τραπέζι. Άπό τό Θεό ήταν δλα όσα είχε. Πώς αλλιώς νά βρεθούν στην ξερή εκείνη έρημο καθαρά ψωμιά, ζεστά τηγανιτά ψάρια, καλό κρασί και καλοδου λεμένη στάμνα; Άφοϋ έφαγαν και χόρτασαν, τοϋ έδωσε τρία ψωμιά ζεστά, πού κι αυτά ήταν άπό τό Θεό, και τοΰ λέει: «Δώσ' τα στό Σαλό και πες του άπό μένα• 'Τιά τήν αγάπη τοϋ Κυρίου, νά εύχεσαι για τόν αδελφό σου Ιωάν¬νη"». Κατ' οικονομία Θεοϋ, όταν πήγε ό έμπορος στην "Εμεσα, τόν συνάντησε στην πύλη τής πόλεως ό άββάς Συμεών και τοΰ λέει: «Τί γίνεται τρελέ; Πώς είναι ό σα-λός, ό όμοιος σου, ό άββάς Ιωάννης; Μήπως έφαγες τα ψωμιά πού σοΰ έδωσε; Πράγματι, αν τα έφαγες καί τα τρία, δύσκολα θά τά χωνέψεις». Εκείνος θαύμασε, όταν ακούσε όλα όσα ό ϊδιος ήθελε νά τοΰ πει. Τόν πήρε μέσα στό καλύβι του ό Σαλός καί, όπως έλεγε αργότερα ό έμ¬πορος, τοΰ πρόσφερε τά ϊδια ακριβώς πού τοΰ είχε προ¬σφέρει κι ό άββάς Ιωάννης. Ακόμη και τό μέγεθος τής στάμνας ήταν τό ϊδιο. "Ελεγε ακόμη: «"Οταν φάγαμε, τοΰ έδωσα τά τρία ψωμιά και έφυγα γιά τό σπίτι μου.• Ντρεπόμουν νά πώ τίποτα σε κανένα γι' αυτόν, γιατί όλοι , τόν εϊχαν σίγουρα γιά τρελό». Εϊπαμε πιό πάνω, ότι έκανε κάποιο θαϋμα στον θεο¬φιλή εκείνον άνθρωπο, πού μας διηγήθηκε κοα τό βίο του. Τό θαΰμα αυτό έχει ώς έξης. Κάποιοι κακούργοι, έκαναν ένα φόνο και παίρνοντας το πτώμα τό έριξαν άπ5 μια μι¬κρή πόρτα μέσα στό σπίτι τοϋ θεοφιλέστατου Ιωάννη. Επειδή έγινε μεγάλη αναταραχή, έφτασε ή είδηση στον άρχοντα και αυτός αποφάσισε να άπαγχονιστεϊ ό Ιωάν¬νης. Καθώς τόν πήγαιναν για να τόν θανατώσουν, τίποτε άλλο δέν έλεγε μέσα του παρά μόνο: «Θεέ του Σαλοϋ, βοήθησε με. Θεέ τοϋ Σαλοΰ, στάσου κοντά μου την ώρα αυτή». Επειδή ήταν θέλημα Θεοϋ να σωθεί από αυτή τήν συκοφαντία, πήγε κάποιος στον άββά Συμεών και τοϋ λέει: «Φτωχέ, τό φίλο σου εκείνον τόν Ιωάννη, πάνε να τόν κρεμάσουν κι αν πεθάνει, θα πεθάνει
ς καϊ σΰ άπό τήν πείνα, γιατί κανείς δέν σέ φροντίζει δπως εκείνος». Τοΰ διηγήθηκε ακόμη και τα σχετικά μέ τό φόνο. Άφοϋ προ¬σποιήθηκε πάλι, όπως συνήθιζε, τόν τρελό, τόν άφησε και πήγε σ' ένα κρυφό μέρος, πού πάντοτε προσευχόταν, και πού κανείς δέν τό ήξερε παρά μόνο ό φίλος του, ό ευσεβής Ιωάννης. Έκεϊ γονάτισε και παρακαλούσε τό Θεό να γλυτώσει τό δοϋλο Του άπό ένα τόσο μεγάλο κίνδυνο. "Οταν έφτασαν αύτοι πού θα τόν κρεμούσαν στον τόπο πού θά έστηναν τήν κρεμάλα, ήρθαν τρέχοντας καβαλά¬ρηδες και είπαν νά τόν αφήσουν ελεύθερο, γιατί είχαν βρεθεί οι πραγματικοί δολοφόνοι. "Οταν τόν άφησαν ε¬λεύθερο, πήγε αμέσως στό μέρος πού ήξερε ότι προσεύχε¬ται πάντοτε ό άββάς Συμεών. Τόν είδε άπό μακριά μέ τα χέρια υψωμένα στον ουρανό και φοβήθηκε. Όρκιζόταν ότι έβλεπε πύρινες σφαίρες νά ανεβαίνουν άπό αυτόν στον ουρανό και αυτόν στό μέσο ενός καμινιοΰ πού έκαι¬γε γύρω του ώστε δέν τολμούσε νά πλησιάσει, μέχρι πού τελείωσε τήν προσευχή του. Γύρισε τότε τό κεφάλι του ό όσιος, τόν είδε και αμέσως τοϋ λέει: «Τί γίνεται, διάκονε; Μα τόν Ίησοϋ, μά τόν Ίησοϋ, παρά λίγο θά τό έπινες κι αυτό. Πήγαινε τώρα νά προσευχηθείς. Σοΰ έγινε αυτός ό πειρασμός, γιατί ήρθαν χθες σ' εσένα οί δύο εκείνοι φτω¬χοί καί, ένώ ήσουν σέ θέση νά τους βοηθήσεις, δέν τό έ¬κανες. Μήπως είναι δικά σου τά δσα δίνεις, αδελφέ; Ή δέν πιστεύεις σ' Αυτόν πού είπε ότι έκατονταπλάσια θα πάρετε σ' αυτήν τη ζωή και στην άλλη θα κληρονομήσετε τήν αιωνιότητα42; "Αν τόν πιστεύεις, δίνε. "Αν δεν δίνεις, είναι ολοφάνερο ότι δέν πιστεύεις στον Κύριο». Να λόγια σαλοϋ, μάλλον σοφοΰ αγίου. Μπροστά στό διάκονο Ιω¬άννη, όταν ήταν μόνοι τους, δέν προσποιόταν τον σαλό, αλλά τοϋ μιλούσε με τόσο ώραΐο τρόπο και τόση κατάνυ¬ξη, πού πολλές φορές, όπως διαβεβαίωνε ό ίδιος ό διάκο¬νος, «έβγαινε εύωδία από τό στόμα του, και δέν μποροΰ-σα νά πιστέψω ότι είναι ό πριν άπό λίγο Σαλός».
Μπροστά στους άλλους συμπεριφερόταν διαφορετι¬κά. Μερικές φορές τήν Κυριακή έπαιρνε μια σειρά λου¬κάνικα, τα φορούσε για ωράριο και κρατώντας στό αρι¬στερό του χέρι σινάπι τά βουτούσε και τά έτρωγε άπό τό πρωί. Μερικούς άπ' αυτούς πού έρχονταν νά παίξουν μα¬ζί του τους άλειφε στό στόμα μέ τό σινάπι. Κάποτε πού ήρθε νά παίξει μαζί του κάποιος χωρικός, πού είχε άσπρα λευκώματα στά δυό του μάτια, τόν άλειψε μέ τό σινάπι στά μάτια και τοΰ είπε, καθώς αυτός ένιωθε αφόρητους πόνους: «Πήγαινε νά πλυθείς, τρελέ, μέ ξύδι και σκόρδα και θα γίνεις αμέσως καλά». Εκείνος πήγε στους για¬τρούς, πιστεύοντας ότι κάτι θά πετύχει, αλλά τυφλώθηκε περισσότερο. Τελικά, άπό τήν μανία του, ορκίστηκε στά Συριακά: «Μα τό Θεό τ' ουρανού, θά κάνω δ,τι μοΰ είπε ό Σαλός κι ας πεταχτούν έξω τά μάτια μου»• και αφού πλύ-θηκε όπως τοϋ είχε πει, θεραπεύτηκαν τελείως τά μάτια του και έγιναν καθαρά, όπως ήταν όταν γεννήθηκε, και δόξαζε τό Θεό. "Οταν τόν συνάντησε ό Σαλός τοϋ λέει: «Είδες, έγινες καλά, τρελέ• νά μή κλέβεις άλλη φορά τά γίδια τοϋ γείτονα σου».
Είχαν κλέψει άπό κάποιον στην 'Έμεσα πεντακόσια νομίσματα καί, ενώ τά αναζητούσε, συνάντησε τόν άββά Συμεών. Θέλοντας νά αλλάξει διάθεση, τοΰ λέει: «Μπο¬ρείς νά κάνεις τίποτα, τρελέ, γιά νά βρεθοΰν τά χρήματα μου;» Τοϋ απαντάει εκείνος: «"Αν θέλεις, ναί». Αέει πά¬λι ό άλλος: «Κάνε, κι αν βρεθοΰν, θά σοϋ δώσω δέκα». Τοϋ λέει ό Σαλός: «"Αν κάνεις ό,τι σοϋ πώ, θά τά βρεις στό ντουλάπι σου αυτήν τήν νύχτα». Διαβεβαίωσε μέ όρ κους ότι θά κάνει δ,τι τοϋ πει, άρκεϊ μόνο να μη τοϋ πει τίποτε το παράλογο. Τοϋ λέει τότε ό δσιος: «Πήγαινε, τά χρήματα σου τά πήρε ό δούλος σου, πού σε υπηρετεί στο τραπέζι. Νά μοΰ ορκιστείς δμως, ότι δεν θά δέρνεις ούτε αυτόν ούτε κανέναν άλλο μέσα στό σπίτι σου». Τό είπε αυτό ό άγιος, γιατί έδερνε πολύ. Εκείνος νόμισε ότι τοϋ είπε νά μη δείρει κανένα για τά νομίσματα. Ό άββάς δ¬μως τοϋ είπε νά μη δείρει ποτέ κανέναν. "Εδωσε λοιπόν τό λόγο του και έκανε φρικτούς όρκους, ότι δεν θά δέρνει κανέναν. Πήγε ύστερα και βρήκε τό δοϋλο του και μέ τό καλό του πήρε τά χρήματα του. Άπό τότε, όσες φορές πήγαινε νά δείρει κάποιον, δέν μπορούσε και αμέσως πια¬νόταν τό χέρι του. Καταλάβαινε τότε κι έλεγε: «Αυτό τό παθαίνω άπό τό Σαλό». Πήγαινε λοιπόν καϊ τοϋ έλεγε: «Λύσε, Σαλέ, τόν δρκο». Εκείνος παρίστανε τόν τρελό και έκανε ότι δέν καταλάβαινε τί τοϋ έλεγε. Επειδή επέ¬μενε νά τόν ενοχλεί, παρουσιάστηκε στον ύπνο του και τοΰ λέει: «"Αν λύσω τόν δρκο, θά λύσω και τό πορτοφόλι σου και θά σκρρπίσω δλα τά χρήματα σου. Δέν συμπερι¬φέρεσαι άσχηρ|ί μέ τό νά θέλεις νά δέρνεις τους συνδού λους σου, οί όποιοι πηγαίνουν πριν άπό σένα στή μέλλου¬σα ζωή;» "Οταν λοιπόν είδε αυτά, έπαψε νά τόν ενοχλεί.
Συμπονοϋσε τους δαιμονισμένους περισσότερο άπό κάθε άλλον, ώστε πήγαινε μερικές φορές και εξομοιωνό¬ταν μέ αυτούς και ζώντας μαζί τους θεράπευε μέ τήν προ¬σευχή του πολλούς άπό αυτούς• και γι' αυτό μερικοί δαι¬μονισμένοι κραύγαζαν και έλεγαν: «Κακό πού μας βρή¬κε, Σαλέ! "Ολο τόν κόσμο περιπαίζεις καϊ ήρθες και σ' ε¬μάς νά μας παιδεύεις; Φύγε άπό δώ, δέν είσαι σάν κι έ-μάς. Γιατί μας βασανίζεις και μας καις δλη τήν νύχτα;» "Οταν ήταν μαζί τους ό δσιος, κραύγαζε σάν δαιμονισμέ¬νος, ελέγχοντας μέ τό φωτισμό τοΰ Αγίου Πνεύματος, άλλους ότι είχαν κλέψει, άλλους ότι είχαν πορνεύσει• άλ¬λους τους κατηγορούσε φωνάζοντας ότι δέν κοινωνοϋ-σαν συχνά, άλλους τους έλεγχε γιατί ήταν επίορκοι, και έτσι μ' αυτόν τόν τρόπο εμπόδιζε δλη τήν πόλη νά κάνει αμαρτίες.
Ήταν εκείνο τόν καιρό μιά γυναίκα μάντισσα πού έ¬κανε φυλαχτά και ξόρκια. Ό δίκαιος σχεδίαζε νά απο¬κτήσει φιλία μαζί της δίνοντας της εϊτε χρήματα εϊτε ψωμια εϊτε ροϋχα, δσα συγκέντρωνε άπό αυτούς ποϋ τοΰ έδι¬ναν. Μια μέρα της λέει: «Θέλεις νά σοϋ κάνω έγώ ένα φυ¬λαχτό, γιά νά μη σε πιάνει ποτέ το μάτι;» Δέχτηκε εκεί¬νη μέ τη σκέψη δτι, κι αν ακόμη είναι σαλός, ίσως μπορεί νά το κάνει. Πήγε λοιπόν κι έγραψε σέ μιά μικρή πινακί¬δα στά Συριακά: «Νά καταργήσει ό Θεός τή δύναμη σου και νά σέ σταματήσει νά οδηγείς σ' εσένα τους ανθρώ¬πους, αποστρέφοντας τους άπό Αυτόν». Της τό έδωσε και τό φόρεσε και άπό τότε δεν μπόρεσε νά κάνει σέ κα¬νένα οΰτε μαντεία οϋτε φυλαχτό.
Xpnstos
Έμπειρος Αποστολέας
Έμπειρος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 276
Εγγραφή: Τετ Ιαν 24, 2007 6:00 am

Δημοσίευση από Xpnstos »

Μιά φορά πάλι καθόταν μαζί μέ άλλους και ζεσται¬νόταν κοντά στό καμίνι ενός ύαλουργοϋ, ποϋ ήταν έ-βραϊος. Σέ μιά στιγμή λέει στους φτωχούς παίζοντας: «Θέλετε νά σας κάνω νά γελάσετε; Νά, γιά κάθε ποτήρι πού κάνει ό τεχνίτης, θα κάνω τό σημείο τοΰ σταυρού και θά σπάνει». "Οταν έσπασε τό ένα μετά τό άλλο εφτά πο¬τήρια, άρχισαν οι φτωχοί νά γελάνε. Τό είπαν όμως στον ύαλουργό κι εκείνος τόν έκαψε και τόν έδιωξε. Καθώς έ¬φευγε, τοΰ φώναξε: «Αλήθεια, νόθε, μέχρι νά κάνεις σταυρό στό μέτωπο σου, δλα θά σπάζουν». "Εσπασε πά¬λι άλλα δεκατρία τό ένα μετά τό άλλο- συγκλονίστηκε τότε ό Εβραίος, έκανε σταυρό στό μέτωπο του, καί δέν έσπασε πιά τίποτε. "Υστερα άπ' αυτό πήγε κι έγινε χρι¬στιανός.
Κάποτε δέκα δημότες έπλεναν τά ροΰχα τους έξω ά¬πό τήν πόλη. Περνώντας άπό έκεΐ ό μακάριος τους λέει: «Ελάτε, τρελοί, και θά σας προσφέρω πλουσιοπάροχο γεΰμα». Οι πέντε άπό αυτούς είπαν: «Ξέρει ό Θεός, ας πάμε». ΟΙ υπόλοιποι τους εμπόδιζαν λέγοντας: «Ναί, άπό τό τίποτα θά μας κάνει τό τραπέζι. Άπό ποϋ έχει αυτός; Αυτός ζητιανεύει άπό πόρτα σέ πόρτα. Μόνο νά μας κα¬θυστερήσει θέλει». Οί πέντε τέλος τόν πίστεψαν καί πή¬γαν μαζί του. Τους λέει: «Μείνετε έδώ», και άφοΰ τους ά¬φησε, πήγε πιό μακριά καί προσευχήθηκε χωρίς νά τόν βλέπουν. Τότε είπαν εκείνοι: «Πράγματι μας κορόιδεψε. Μάλλον χορτάρι θέλει νά μας φέρει ό άββάς Συμεών, γιά νά βοσκήσουμε». Ένώ έλεγαν αυτά, τόν βλέπουν νά τους κάνει νόημα γιά νά πάνε κοντά του. Είχε προσευχηθεί, δπως είπαμε, καί τους είχε ετοιμάσει τα πάντα, με τη δύ¬ναμη τοΰ Θεοϋ. "Οταν πήγαν κοντά του βρήκαν να έχει μπροστά του, μέ τη δύναμη τοϋ Κυρίου, ψωμιά, πίτα, κε-φτέδες, ψάρια, εξαιρετικό κρασί, γλυκά και δ,τι άλλο ε¬πιθυμητό υπάρχει. "Οταν έφαγαν, τους είπε: «Πάρτε, κα¬κόμοιροι, και γιά τις γυναίκες σας καί, αν στό έξης γίνε¬ται φρόνιμοι πολίτες, δεν θα λείψουν αυτά άπό τα σπίτια σας μέχρι να πεθάνω». "Οταν έφυγαν, είπαν συζητώντας αναμεταξύ τους: «"Ας δοκιμάσουμε μια εβδομάδα καί άν δεν μας λείψουν, δεν θά δημιουργήσουμε μέ τους συντρό¬φους μας προβλήματα στους συμπολίτες μας. "Οταν εί¬δαν ότι δεν τελείωναν τά τρόφιμα, μολονότι καθημερινά ξόδευαν άπό αυτά, δεν έκαναν πιά τίποτε τό κακό. Οι τρεις μάλιστα άπό αυτούς έγιναν μοναχοί, επειδή είχαν κατανυγεΐ άπό τη ζωή τοϋ Σαλοϋ. "Οσο όμως ήταν ζων¬τανός ό Σαλός, δεν μπορούσαν να πουν σε κανέναν τίπο¬τε.
Αξίζει ακόμη νά προσθέσουμε στη διήγηση, τί έκανε ό δσιος σε κάποιον φτωχό, άλλα αγαθό μουλαρά. "Εκανε ελεημοσύνες ό μουλαράς, άλλα εξαιτίας διαφόρων γεγο¬νότων φτώχαινε. Μια μέρα πού πήγαινε νά φέρει κρασί, γιά τό σπίτι του καί γιά πούλημα, τόν συναντάει ό μακά¬ριος καί τοϋ λέει: «Πού πάς τρελέ;» Είχε πάντα αυτή τη λέξη στό στόμα του, σε ανάλογες περιπτώσεις. Τοϋ α¬παντάει εκείνος: «Γιά κρασί, Σαλέ». Τοϋ αποκρίθηκε ό άββάς Συμεών: «Φέρε καί γλιχώνι* δταν θά έρθεις». Ό μουλαράς τό θεώρησε αυτό κακό σημάδι καί έλεγε άπό μέσα του, καθώς πήγαινε: «"Αραγε ποιος σατανάς μοΰ 'στειλε πρωί - πρωί τόν άββά αυτόν νά μοϋ ζητήσει νά τοϋ φέρω γλιχώνι; Πράγματι, θά γίνει γρουσουζιά στό κρασί καί ή ξυνίζει ή δεν ξέρω κι έγώ τί». "Οταν γύρισε φέρνον¬τας πολύ καλό κρασί, άπό τή χαρά του ξέχασε νά φέρει γλιχώνι. Τόν συνάντησε ό άββάς Συμεών στην πόρτα καί τοϋ λέει: «Τί γίνεται, τρελέ; "Εφερες τό γλιχώνι;» Τοϋ λέει εκείνος: «Αλήθεια, καημένε, τό ξέχασα». Τοϋ λέει ό άββάς χαμογελώντας: «Πήγαινε, ή υπόθεση σου τακτο¬ποιήθηκε». "Οταν λοιπόν πήγε νά τακτοποιήσει τά α¬σκιά, βρήκε μέσα σ' αυτά ξύδι πού καί νά τό μύριζε άκό-μα άνθρωπος, θα πέθαινε. Τότε κατάλαβε ότι ό Σαλός άββάς το έκανε και άρχισε νά λέει: «Αλήθεια, τώρα κιό¬λας θά πάω για γλιχώνι». Πήγε τρέχοντας στό Σαλό καΐ τόν παρακαλούσε: «Λύσε, Σαλέ, αυτό πού έκανες». Πί¬στευε δτι, δπως ακριβώς ό ταχυδακτυλουργός κάνει ο¬φθαλμαπάτη, τό ϊδιο έκανε κι αυτός. Τόν ρωτάει εκείνος: «Τί έκανα;» Τοϋ απαντάει ό μουλαράς: «Αγόρασα καλό κρασί και έγινε ξύδι σέ δυ6 ώρες». Τοϋ λέει τότε ό δσιος: «Μη σέ νοιάζει. Πήγαινε, πήγαινε κι άνοιξε φέτος μαγαζί νά πουλάς φούσκα* και σέ συμφέρει». Ό σκοπός και ή ευχή τοϋ γέροντα ήταν νά ευλογηθεί ό κόπος τοϋ μουλα-ρά, γιατί έκανε ελεημοσύνες. Άπό τήν άλλη πάλι δέν ή¬θελε νά κάνει τίποτε φανερά, αλλά όλα τά έκανε παίζον¬τας. Κατανύχθηκε τότε ό μουλαράς και είπε: «Και εύλο-γητός ό Θεός, θά τό κάνω». "Ανοιξε μαγαζί και τόν ευλό¬γησε ό Θεός. Αντί όμως νά ευγνωμονεί τό Σαλό, τοϋ κρατούσε κακία, γιατί δέν καταλάβαινε τί τοϋ έκανε. Σέ τελευταία ανάλυση όμως ήταν ό Θεός πού κάλυπτε τό σκοπό τοϋ άββά Συμεών. Κάποτε αρρώστησε ένας άπό τους μεγιστάνες τής πόλεως. Είχε τή συνήθεια ό όσιος νά πηγαίνει καί νά παί¬ζει στό σπίτι του. "Οταν ή κατάσταση του χειροτέρεψε καί κόντευε νά πεθάνει, έβλεπε στον ϋπνο του πώς παίζει τάβλι με ένα μαϋρο. Αυτός ήταν ό θάνατος. Ήταν ή σει¬ρά τοϋ αρρώστου νά ρίξει, κι αν δέν έριχνε τρεις φορές έ¬ξι, θά έχανε. Τοΰ παρουσιάστηκε στον ύπνο του ό άββάς Συμεών καϊ τοϋ λέει: «Τί γίνεται, τρελέ; Αλήθεια, θά σέ νικήσει τώρα αυτός ό μαΰρος. Δώσε μου τό λόγο σου ότι δέν θά απατήσεις άλλη φορά τή γυναίκα σου, κι εγώ θά ρίξω γιά σένα καί δέν θά σέ νικήσει». Όρκίστηκε τότε αυτός, καί ό όσιος πήρε τά ζάρια, έριξε κι έπεσαν τρεις φορές έξι. "Οταν ξύπνησε ό άρρωστος, πήγε ό Σαλός στό σπίτι του καί τοϋ λέει: «Καλή ζαριά έριξες, ανόητε. Πί¬στεψε με δμως, αν παραβείς τόν όρκο σου, θά σέ πνίξει έ-κεΐνος ό μαϋρος». Καί άφοϋ έβρισε αυτόν κι όσους ήταν στό σπίτι, έφυγε τρέχοντας.
Στό καλύβι του (είχε καλύβι γιά νά κοιμάται ή μάλ¬λον γιά νά αγρυπνεί τις νύχτες) δέν είχε απολύτως τίποτα ό σοφός παρά μόνο μια αγκαλιά κληματσίδες. Πολλές φορές, ένώ προσευχόταν δλη τη νύχτα μέχρι τό πρωί βρέ¬χοντας το χώμα μέ τα δάκρυα του, έβγαινε τύ πρωί, έκο¬βε ένα κλωνάρι ελιάς ή χόρτα, έκανε στεφάνι, τό φοροΰ-σε και κρατώντας και στό χέρι του ένα κλαδί χόρευε φω¬νάζοντας: «Νίκες γιά τό βασιλιά και την πόλη». Μέ την "πόλη" εννοούσε τήν ψυχή, ένώ μέ τό "βασιλιά" έννοοϋ-σε τό νοϋ.
Είχε ακόμη ζητήσει άπό τό Θεό ό άγιος νά μή μεγα¬λώσουν τά μαλλιά του ούτε τα γένια του, μήπως κόβον¬τας τα φανεί ότι προσποιείται τό Σαλό. Γι' αυτό, δσο χρό¬νο παρέμεινε σ' αυτήν τήν πόλη, κανείς δέν είδε νά μεγα¬λώνουν τά μαλλιά του ή νά τά κόψει.
Πολλές φορές είχε κάνει εκτεταμένες και ωφέλιμες συζητήσεις μόνο μέ τόν Ιωάννη τό διάκονο και άπειλοΰ-σε ότι, αν τόν φανερώσει, θά βασανιστεί πάρα πολύ στην άλλη ζωή. "Οταν τοΰ διηγήθηκε δλη τή ζωή του, δυό μέ¬ρες πρίν φύγει άπό αυτήν τή ζωή, τοϋ έλεγε: «Σήμεροι πήγα στον αδελφό Ιωάννη και τόν βρήκα νά έχει προκόψει πολύ, μέ τή βοήθεια τοϋ Θεοϋ, και χάρηκα. Τόν είδα νά φοράει στεφάνι μέ τήν επιγραφή "στεφάνι υπομονής τής ερήμου". Καί μοΰ λέει εκείνος ό ευλογημένος: «Είδα, κα¬θώς ήρθες, κάποιον νά σοϋ λέει: " "Ελα, έλα, Σαλέ, γιά νά πάρεις όχι ένα στεφάνι, αλλά τά στεφάνια των ψυχών πού μοΰ πρόσφερες".» Ξέρω, άρχιδιάκονε ότι δεν είδε τί¬ποτα τέτοιο γιά μένα, άλλα μοΰ έκανε φιλοφρόνηση. Τρε¬λός καί παλαβός άνθρωπος τί μισθό μπορεί νά έχει;»
Τοϋ έλεγε ακόμη: «Σέ Ικετεύω νά μην περιφρονήσεις ποτέ κανέναν καί μάλιστα μοναχό ή φτωχό σ' οποιαδή¬ποτε κατάσταση κι αν τόν δεις. Γνωρίζει ή αγάπη ότι υ¬πάρχουν φτωχοί καί κυρίως τυφλοί, πού έχουν καθαρι¬στεί καί λάμπουν σάν τόν ήλιο μέ τήν υπομονή τους καί τά βάσανα τους. Πόσους ντόπιους γεωργούς δέν είδα πολλές φορές στην πόλη νά πηγαίνουν νά κοινωνήσουν καί νά είναι πιό καθαροί κι άπό τό χρυσάφι, επειδή ήταν άκακοι, άπερίεργοι καί επειδή έτρωγαν τό ψωμί τους μέ τόν ίδρωτα τοΰ προσώπου τους. Μή μέ κατηγορήσεις κύ¬ριε μου, γι' αυτά πού σοΰ λέω. Γιατί ή αγάπη μου γιά σένα μέ ώθησε να σοϋ διηγηθώ δλη την αμέλεια της αξιοθρήνη¬της μου ζωής. Να ξέρεις ότι και σένα ό Κύριος θα σε πά¬ρει γρήγορα κοντά Του. Φρόντισε την ψυχή σου μ' δλη σου τη δύναμη, για να μπορέσεις νά περάσεις ανεμπόδι¬στα ανάμεσα άπό τους σκοτεινούς κοσμοκράτορες στον αέρα43. Γνωρίζει ό Κύριος πόση μέριμνα και φόβο έχω, μέ¬χρις ότου απαλλαγώ άπό αυτούς. Αύτη είναι ή " ημέρα ή πονηρά" για την οποία μίλησαν ό Απόστολος44 και ό Δαυίδ45. Γι' αυτό σέ παρακαλώ, παιδί μου και αδελφέ μου Ιωάννη, αγάπησε μέ δλη σου τη δύναμη, αν είναι δυνα¬τόν πάνω άπό τη
δύναμη σου, τόν πλησίον σου μέ τήν ε¬λεημοσύνη, γιατί αύτη ή αρετή περισσότερο άπ' δλες θα μας βοηθήσει τότε. Γιατί λέει ή Γραφή: 'Έίναι μακάριος 6 άνθρωπος πού φροντίζει τό φτωχό και στερημένο• κατά τήν ήμερα τήν πονηρή θα τόν σώσει ό Κύριος"45. Ακόμη σέ παρακαλώ νά μή σταθείς ποτέ μπροστά στό άγιο θυ¬σιαστήριο έχοντας μέσα σου τίποτε εναντίον κανενός, μήπως ή αμαρτία σου κάνει καί άλλους ανάξιους της έπι-φοιτήσεως τοϋ Αγίου Πνεύματος». Αυτά και άλλα πολλά τοΰ είπε, μερικά άπό τά όποια τόν παρακάλεσε νά μήν τά πει ποτέ σέ κανένα, επειδή δέν μπορούν νά τά δεχτούν δλοι μέ πίστη. «Παρηγορή-σου, γιατί μέσα σέ τρεις μέρες θα πάρει κοντά Του ό Κύ¬ριος τό Σαλό τόν ελάχιστο και τόν Ιωάννη τόν αδελφό του. Μάλιστα εγώ ό ίδιος πήγα και τοϋ είπα: " "Ελα, α¬δελφέ, ας πηγαίνουμε, είναι καιρός πιά". Μετά δυό μέρες νά έρθεις στό καλύβι μου, νά δεις τί θά βρεις, γιατί θέλω νά μνημονεύεις τόν τιποτένιο και αμαρτωλό Σαλό». Και άφοϋ τοϋ είπε αυτά καί πολλά άλλα, πήγε καί περιορίστη¬κε στό καλύβι του.
Xpnstos
Έμπειρος Αποστολέας
Έμπειρος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 276
Εγγραφή: Τετ Ιαν 24, 2007 6:00 am

Δημοσίευση από Xpnstos »

Το τέλος του Σαλοϋ
Ήρθε ή ώρα, αγαπητοί, νά σας διηγηθώ τόν αξιοθαύ¬μαστο του θάνατο ή μάλλον ϋπνο, γιατί κι αυτός προσφέ¬ρει όχι ασήμαντη ωφέλεια, άλλα είναι και πιό σπουδαίος άπ' όσα είπαμε μέχρι τώρα. Είναι ακόμη σφραγίδα και ε¬πιβεβαίωση των κατορθωμάτων του και πιστοποίηση της αμόλυντης ζωής του. "Οταν κατάλαβε ό μέγας ότι έφτα¬σε τό τέλος της έδώ ζωής του, θέλοντας ούτε μετά τό θά¬νατο του νά τιμηθεί άπό τους ανθρώπους, τί κάνει; Μπή¬κε κάτω άπό τις κληματσίδες στό Ιερό του καλύβι και έ-κεΐ κοιμήθηκε και παρέδωσε ειρηνικά τό πνεϋμα του στον Κύριο. Οι γνωστοί του, επειδή δεν τόν είδαν τϊς δυό μέρες, λένε: «Πάμε νά δοϋμε, μήπως είναι άρρωστος ό Σαλός». "Οταν πήγαν, τόν βρήκαν νεκρό κάτω άπό τις κληματσίδες. Λένε τότε: «"Αραγε δέν θα πιστέψουν τώ¬ρα δλοι, ότι ήταν τρελός; Νά, ακόμη και ό θάνατος του τό δείχνει». Τόν πήραν τότε δύο καί, χωρίς νά τόν πλύ¬νουν, χωρίς ψαλμωδίες, χωρίς κεριά και θυμιάματα, πή¬γαν και τόν έθαψαν στον τόπο πού έθαβαν τους ξένους. Καθώς περνούσαν αύτοι πού πήγαιναν νά τόν θάψουν άπό τό σπίτι τοϋ Εβραίου τοΰ ύαλουργοΰ, πού ό όσιος τόν είχε κάνει Χριστιανό, όπως διηγήθηκα πιό πάνω, α¬κούει ό Εβραίος ψαλμωδίες πού χείλη ανθρώπων δέν μπορούσαν νά ψάλλουν και πλήθος όσο δέν μπορούσε νά συγκεντρώσει όλη ή ανθρωπότητα. "Εκπληκτος άπό τις ψαλμωδίες και τό πλήθος σκύβει έξω και βλέπει τόν όσιο νά μεταφέρεται άπό δύο μόνο άτομα, πού κουβαλού¬σαν τό τίμιο του σώμα. Λέγει τότε: «Μακάριος είσαι, Σα-λέ, γιατί, καθώς δέν έχεις ανθρώπους νά σοϋ ψάλλουν, έ¬χεις ουράνιες δυνάμεις νά σέ τιμούν μέ ύμνους»• καϊ αμέ¬σως κατέβηκε και τόν έθαψε ό ίδιος. Ακόμη διηγήθηκε σέ δλους τις ψαλμωδίες τών αγγέλων πού άκουσε. το &-κουσε αυτό και ό Ιωάννης ό διάκονος και ήρθε τρέχον¬τας με πολλούς άλλους στον τόπο πού τον έθαψαν, θέ¬λοντας να πάρει το τίμιο του λείψανο για να το κηδεύσει με τιμές. "Οταν όμως άνοιξαν τόν τάφο, δεν τόν βρήκαν μέσα. Τόν μετέθεσε ό Κύριος δοξάζοντας τον. Τότε όλοι, σαν νά ξύπνησαν άπό ύπνο, έλεγαν ό ένας στον άλλο όσα θαυμαστά έκανε στον καθένα και ότι για το Θεό προ-σποιόταν τό σαλό.
Αυτός, φιλόχριστοι, είναι ό βίος και ή πολιτεία τοΰ θαυμαστού Συμεών. Αυτές είναι οι λίγες αρετές πού συγ¬κεντρώσαμε άπό τις πολλές πού είχε. Αυτός είναι ό κρυ¬φός του και πραγματικά ουράνιος δρόμος, πού, ενώ κα¬νένας δεν τόν έβλεπε, φανερώθηκε ξαφνικά σ' όλους. Αυ¬τός είναι ό νέος Λώτ• όπως εκείνος στα Σόδομα46, έτσι κι αυτός πέρασε άπό τόν κόσμο χωρίς νά γίνει αντιληπτός. Προσπαθήσαμε νά γράψουμε τά θαύματα του και τά πα-νύμνητα κατορθώματα του, όσο ήταν δυνατό σέ μας τους μηδαμινούς. Έκτος βέβαια άπό αύτη, έχουμε γράψει κόμα μιά διήγηση πιό σύντομη, επειδή δέν είχαμε υπόψη μας τις λεπτομέρειες της θαυμάσιας αυτής διηγή-σεως. Τό νά τιμηθεί αυτός με εγκώμια δέν είναι έργο της δικής μας γνώσεως, αλλά εκείνων πού έχουν τήν δύναμη και μπορούν νά συναγωνίζονται τήν αρετή του. "Αραγε ποιος λόγος θά μπορούσε νά επαινέσει αυτόν πού τιμήθη¬κε πάνω άπό κάθε λογική, ή πώς σάρκινα χείλη μπορούν νά τιμήσουν αυτόν πού αποδείχτηκε άσαρκος, ένώ είχε σώμα; Με ποιόν τρόπο ή σοφία της γλώσσας μπορεί νά τιμήσει αυτόν πού με τήν κατά Θεόν μωρία του εξαφάνισε κάθε σοφία και φρόνηση; Πραγματικά ό άνθρωπος βλέ¬πει στό πρόσωπο, ένώ ό Θεός στην καρδιά• πραγματικά δέν βλέπει ό Θεός όπως βλέπει ό άνθρωπος47. Είναι σίγου¬ρο πώς κανείς δέν γνωρίζει τά τοΰ ανθρώπου, παρά μόνο τό πνεύμα τοϋ ανθρώπου48. Πραγματικά ας μή κρίνουμε κανένα, φιλόχριστοι, μέχρις ότου έρθει ό Κύριος, πού θά φωτίσει όλους49. Ποιος γνώριζε, φιλόχριστοι, ότι ό Ίούδας πού σωματικά βρισκόταν μαζί μέ τους μαθητές, ήταν μέ την καρδιά του στους Ιουδαίους; Ποιος φανταζόταν ότι ή Ραχάβ, πού σωματικά βρισκόταν στό πορνείο στην Ιεριχώ, ήταν μέ τό πνεύμα της στον Κύριο50; Ποιος περί¬μενε ότι εκείνος ό φτωχός Λάζαρος, πού ζούσε σέ μια τό¬σο μεγάλη ταλαιπωρία από τις πληγές του, θά απολάμβα¬νε τέτοια ευημερία μέσα στους κόλπους τού Αβραάμ51; Αυτά έχοντας υπόψη μας, αγαπητοί μου, ας υπακούσου¬με σ' αυτόν πού σωστά μας συμβουλεύει να προσέχουμε μόνο τον εαυτό μας52- ούτε τα δικά μας ούτε αυτούς πού βρίσκονται γύρω μας, άλλα μόνο τόν εαυτό μας, γιατί ό καθένας θά κουβαλήσει τό δικό του φορτίο53 και θά πάρει τό δικό του μισθό54 άπό τόν ουράνιο βασιλιά, τό Χριστό, στον Όποιο ανήκει ή δόξα και ή δύναμη μαζί μέ τόν Πα¬τέρα και τό Πανάγιο Πνεύμα στους αιώνες τών αιώνων. Αμήν.
Αναπαύθηκε ό Συμεών πού ονομάστηκε για τό Χρι¬στό Σαλός, και έζησε στη γη μιά ζωή αγγελική και ύπερ θαύμαστη, στις 21 τοΰ μηνός Ιουλίου, άφοΰ λαμπρύνθη¬κε μέ τά σύμφωνα μέ τό θέλημα τοΰ Θεού κατορθώματα του και κατέπληξε και αυτές τις ύπερκόσμιες δυνάμεις τών ασωμάτων μέ τις αρετές του. Στέκεται τώρα δίπλα στον απρόσιτο θρόνο τοϋ Θεού και Πατέρα τών φώτων και έχοντας παρρησία Τόν δοξάζει μέ ακατάπαυστους ύ¬μνους μαζί μέ όλες τις επουράνιες δυνάμεις. Εϊθε ό Κύ¬ριος νά μας καταστήσει συμμέτοχους καί συγκληρονό¬μους στην αιώνια βασιλεία Του μαζί μέ τόν άγιο Συμεών και όλους τους αγίους, γιατί δική Του είναι ή δόξα στους αιώνες τών αιώνων. Αμήν.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Βίοι Αγίων και Γερόντων”