Ολόκληρος ο Βίος του Αγίου Συμεών του δια Χριστόν Σαλού.

Βιογραφία των Αγίων και Γερόντων τις Εκκλησίας μας

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Misha
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3872
Εγγραφή: Δευ Δεκ 26, 2005 6:00 am
Τοποθεσία: http://clubs.pathfinder.gr/seraphim
Επικοινωνία:

Δημοσίευση από Misha »

Χρήστος έγραψε:Με πολλή αγάπη για όλα εκείνα τα μέλη του forum που αντιλαμβάνονται την Πίστη μας σαν την πιο όμορφη, ελεύθερη, και Ζωοποιό Τρέλα.
Χριστός Ανέστη
Φίλε Χρήστο ευχαριστούμε θερμά!Ο καλός Θεός να γεμίσει τα μυαλά και τις καρδιές μας με την Αγία και Ταπεινή τρέλα των σαλών του Χριστού!
<div><img width="158" height="171" border="0" src="whiteangelap0.jpg" /></div><br />
123
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1768
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 27, 2006 5:00 am

Δημοσίευση από 123 »

Χρήστο, ευχαριστώ μέσα από την ψυχή μου.
Είναι από τα ομορφότερα αναγνώσματα που έχω κάνει.
Την ευλογία του να έχουμε όλοι!!!
<div><img width="111" height="148" border="0" src="ierosolimitisa.jpg" /></div>
Xpnstos
Έμπειρος Αποστολέας
Έμπειρος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 276
Εγγραφή: Τετ Ιαν 24, 2007 6:00 am

Δημοσίευση από Xpnstos »

Θάλεια μου επειδή σε άλλο, προηγούμενο θέμα είχες γράψει:
123 έγραψε:Επειδή 4 σελίδες περιλαμβάνουν προσωπικές διαμάχες μήπως είναι καλλίτερα να πάει κι αυτό το θέμα στα ..."ιδιαίτερα"?
Τελικά δεν πλουτίσαμε και πολύ τις γνώσεις μας για τους Σαλούς δια Χριστόν.....
Περίμενα περισσότερα γιατί όλοι θα είχαν τις εμπειρίες τους.....
,σκέφτηκα να σκανάρω τον βίο του Οσίου και να τον ανεβάσω, κυρίως για χάρη σου, αλλά και γιατί νομίζω ότι όλοι έχουμε να ωφεληθούμε από αυτούς τους "περλιεργους" και εν πολλοίς άγνωστους Αγίους.
123
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1768
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 27, 2006 5:00 am

Δημοσίευση από 123 »

Χρήστο και πάλι σ ευχαριστώ που έβαλες τον βίο του Οσίου Συμεών.
Πραγματικά πλούτισα τις γνώσεις μου κι όχι μόνο......

Στην παράθεση που έβαλες εννούσα κι άλλα πράγματα.
Είμαι σίγουρη πως πολλοί θα έχουν εμπειρίες να μας διηγηθούν αλλά έτσι που έγινε το θέμα δεν δόθηκε η ευκαιρία,
Εμπειρίες που φανερώνουν την αγιότητα όλων των Σαλών δια τον Χριστόν.
Ας είναι.
Ίσως δοθεί άλλη φορά η ευκαιρία να γευτούμε όλοι λίγο απ το στεφάνωμά τους....
<div><img width="111" height="148" border="0" src="ierosolimitisa.jpg" /></div>
Xpnstos
Έμπειρος Αποστολέας
Έμπειρος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 276
Εγγραφή: Τετ Ιαν 24, 2007 6:00 am

Δημοσίευση από Xpnstos »

Ξαναπαραθέτω ολόκληρο τον βίο, έχοντας κάνει όλες τις διορθώσεις των λαθών και των σημαδιών που είχαν προκύψει από το σκανάρισμα, ώστε να διαβάζεται ευκολότερα και να είναι καλύτερα κατανοητός. Στο τέλος υπάρχουν οι σημειώσεις που επεξηγούν κάποιους όρους του κειμένου.
Επίσης παρακαλώ, αν το διαβάσετε και σας αρέσει, για να μην προξενηθεί οικονομική βλάβη στους ανθρώπους που το εξέδωσαν, μπορείτε να το αγοράσετε (ίσως και ως δώρο) Είναι από τις εκδόσεις Περιβόλι της Παναγίας και κάνει 6 ?

Προοίμιο

Αυτοί πού επιδιώκουν να διδάσκουν τους άλλους, οφείλουν να επιτελούν το έργο αυτό με βάση τη δική τους πνευματική εμπειρία και να αποτελούν οι ίδιοι παράδειγμα αρετής και ένθεης ζωής, σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου: «"Έτσι πρέπει να λάμψει το φως σας εμπρός στους ανθρώπους, για να δουν τα καλά σας έργα και να δοξάσουν τον Πατέρα σας πού είναι στους ουρανούς». Είναι πιθανόν, ενώ προσπαθούν να νουθετούν και να καταρτίζουν και να καθοδηγούν τους άλλους, προτού διδάξουν τον εαυτό τους και τον καθαρίσουν με την εργασία των θείων εντολών, να λησμονήσουν να κλάψουν το δικό τους νεκρό, καθώς ασχολούνται με τους άλλους. Θα εκπληρωθούν έτσι τα αψευδή λόγια της Γραφής, πού ταιριάζουν στην περίπτωση τους: «"Όποιος διδάξει χωρίς να εφαρμόσει τα διδασκόμενα, αυτός θα ονομαστεί ελάχιστος Στη βασιλεία των ουρανών», και ακόμη: «Υποκριτή, βγάλε πρώτα το δοκάρι από το δικό σου μάτι και τότε θα δεις καθαρά για να βγάλεις την αγκίδα από το μάτι του αδελφού σου». Γι' αυτό ακριβώς και ό σοφός συγγραφέας των Πράξεων των Αποστόλων λέει τα έξης για τον μεγάλο και αληθινό Θεό μας και διδάσκαλο: «"Όσα άρχισε ό Ιησούς να πράττει και να διδάσκει». Για το ίδιο θέμα και ό Παύλος, το σκεύος της εκλογής, έγραφε στους Ρωμαίους, επιπλήττοντας τους, μέσα στα αλλά και τα έξης: «Και συ πού διδάσκεις τον άλλο, τον εαυτό σου δεν τον διδάσκεις;»
Επειδή λοιπόν αδυνατούμε να διδάξουμε και να παρουσιάσουμε τον τρόπο της εργασίας των αρετών με βάση τα προσωπικά μας βιώματα, γιατί κουβαλάμε μέσα μας τα πάθη της αμαρτίας, θα σας προσφέρουμε τροφή από την εργασία και τους Ιδρώτες άλλων, τροφή πού δεν χάνεται, άλλα οδηγεί τις ψυχές μας στην αιώνια ζωή. Γιατί, ενώ ό άρτος στηρίζει το σώμα, ό λόγος τού Θεού ωθεί την ψυχή στην αρετή και κυρίως αυτών πού είναι πιο ράθυμοι και δείχνουν αμέλεια στην τήρηση των θείων εντολών. Αυτούς βέβαια πού είναι ενάρετοι και έχουν το νου τους αστραμμένο στο Θεό, ή συνείδηση τους είναι ικανή να τους διδάξει συμβουλεύοντας τους τα αγαθά και αποτρέποντας τους από τα πονηρά. Εκείνοι όμως πού δεν είναι στα μέτρα αυτών, έχουν ανάγκη από τις εντολές και την καθοδήγηση του γραπτού νόμου. "Αν κάποιος δεν πορεύεται την οδό τής αρετής με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είναι ανάγκη είτε βλέποντας είτε ακούγοντας το ζήλο και την επιμέλεια των άλλων να ανάψει το θείο πόθο μέσα του, να διώξει τον ύπνο τής ψυχής και να αρχίσει να οδεύει το στενό και δυσκολοβάδιστο δρόμο και να βιώνει την αιώνια ζωή. Έξαλλου από εμάς εξαρτάται το να καταφρονήσουμε τα παρόντα ως παροδικά, επιθυμώντας τα μέλλοντα, ή πάλι το να χάσουμε τα μέλλοντα αγαθά ποθώντας τα παρόντα.
Την αλήθεια των λεγομένων την επιβεβαιώνουν όλοι όσοι μέχρι τώρα ευαρέστησαν το Θεό, αν και είχαν την ίδια μ' εμάς φύση, και κυρίως τα μεγάλα αναστήματα της γενιάς μας. "Ένας από αυτούς, ό πάνσοφος και σεβάσμιος Συμεών, έφτασε σε τόσο ύψους καθαρότητας και απάθειας, ώστε πέρασε ό καθαρότατος δια μέσου αυτών πού για τους εμπαθείς και σαρκώδεις θεωρούνται μολυσμός και βλάβη και εμπόδιο της ενάρετης ζωής, χωρίς να μολυνθεί, σαν μαργαριτάρι από βόρβορο. Εννοώ δηλαδή τη ζωή μέσα στην πόλη, την συναναστροφή με γυναίκες και την εν γένει απάτη τού βίου. "Έδειξε έτσι στους πιο ράθυμους και σ' αυτούς πού προφασίζονται αδυναμία στο να ζουν ενάρετη ζωή, τη δύναμη πού παρέχει ό Θεός σ' αυτούς πού αγωνίζονται με όλη τους την ψυχή εναντίον των πονηρών πνευμάτων. Ζητώ όμως από αυτούς πού θα ακούσουν ή θα διαβάσουν τη διήγηση αυτής της αγγελικής πολιτείας, να προσέξουν τα λεγόμενα με φόβο Κυρίου και με πίστη χωρίς δισταγμούς, όπως αρμόζει σε αληθινούς χριστιανούς. Γνωρίζω βέβαια ότι οι ανόητοι και οι καταφρονητές θα θεωρήσουν τα γραφόμενα απίστευτα και γελοία. Γιατί, αν γνώριζαν ότι αυτός πού θέλει να είναι σοφός σ' αυτόν τον κόσμο, πρέπει να γίνει μωρός για να γίνει σοφός, και ότι εμείς θεωρούμαστε μωροί για χάρη τού Χριστού, και ότι ή μωρία τού Θεού είναι σοφότερη των ανθρώπων, δε θα θεωρούσαν γελοία τα έργα αυτού τού γνήσιου αθλητή, αλλά θα τον θαύμαζαν πολύ περισσότερο από' αυτούς πού αγωνίστηκαν σε αλλά είδη αρετής. Γιατί αυτός δεν επέστρεψε στον κόσμο απροετοίμαστος και έχοντας ακόμη ανάγκη από πνευματικό οδηγό, αλλά συνέβη στην περίπτωση του κάτι ανάλογο μ' αυτό πού βλέπουμε στις πολεμικές παρατάξεις, όταν όλοι οι στρατιώτες είναι παραταγμένοι μαζί. Εκεί όσοι έχουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, περισσότερο όμως Στη δύναμη τού Θεού και στα πολεμικά τους όπλα και στην εξαιρετική και πολυχρόνια πολεμική εμπειρία τους, μόνοι αυτοί βγαίνουν έξω από το πλήθος για να μονομαχήσουν με τους αντιπάλους τους. Το ίδιο έκανε και αυτός. "Όταν αγωνίστηκε σωστά και νόμιμα τον καλό αγώνα, όταν είδε τον εαυτό του θωρακισμένο με τη δύναμη του Πνεύματος, όταν απόκτησε τη δύναμη να πατά επάνω σε φίδια και σκορπιούς, όταν έσβησε τελείως το πύρωμα τής σάρκας με τη δρόσο του Αγίου Πνεύματος, όταν βδελύχθηκε την τρυφή και τη δόξα τού βίου σαν Ιστό αράχνης — και τι άλλο να πω; — όταν με την ταπεινοφροσύνη ντύθηκε την απάθεια εσωτερικά και εξωτερικά, και αξιώθηκε την υιοθεσία σύμφωνα με τα λόγια του Χριστού προς την καθαρή και απαθή ψυχή στο Άσμα των Ασμάτων: «"Όλη καλή ή πλησίον μου, και μώμος εν σοι ουκ έστιν», τότε και αυτός βγήκε από την έρημο στον κόσμο, ύστερα από θεία κλήση, για να μονομαχήσει με το διάβολο. Πίστευε ότι δεν είναι δίκαιο αυτός πού τιμήθηκε και υψώθηκε τόσο από το Θεό, να περιφρονήσει την σωτηρία των συνανθρώπων του. "Έχοντας λοιπόν ως πρότυπο Αυτόν πού είπε: «Να αγαπήσεις τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου»", ό Όποιος και μορφή δούλου καταδέχθηκε να ντυθεί για τη σωτηρία του δούλου, χωρίς να υποστεί καμιά αλλοίωση, μιμείται και αυτός τον Κύριο του, προσφέροντας την ψυχή και το σώμα του, για να προσφέρει τη σωτηρία. Θα διηγηθώ πρώτα τον τρόπο με τον οποίο ήρθε από την έρημο στον κόσμο, και έπειτα τις παράδοξες και αξιοθαύμαστες πράξεις του.
Xpnstos
Έμπειρος Αποστολέας
Έμπειρος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 276
Εγγραφή: Τετ Ιαν 24, 2007 6:00 am

Δημοσίευση από Xpnstos »

Φυγή του κόσμου

Στα χρόνια της βασιλείας του Ιουστινιανού, τη γιορτή της υψώσεως τού τι μιου και ζωοποιού Σταυρού, συγκεντρώθηκαν οι ευσεβείς χριστιανοί, όπως συνήθιζαν, στους Αγίους Τόπους τού Χριστού, για να προσκυνήσουν. Γνωρίζουν όλοι όσοι συνηθίζουν να συγκεντρώνονται Εκεί κατά την άγια αυτή γιορτή, άτι σχεδόν από όλα τα μέρη συγκεντρώνεται πλήθος πιστών, πού ευλαβείται ιδιαίτερα το σταυρό του Κυρίου.
Σ' αυτή λοιπόν τη μεγάλη γιορτή συνέβη, κατ' οικονομία Θεού, να συναντηθούν δύο νέοι από τη Συρία. Ό ένας ονομαζόταν Ιωάννης και ό άλλος Συμεών. "Έμειναν Εκεί μερικές μέρες και όταν τελείωσε ή άγια γιορτή, αναχώρησε ό καθένας για την πόλη του. Από τότε πού συναντήθηκαν οι δύο αυτοί νέοι και συνδέθηκαν με αγάπη αναμεταξύ τους, δεν χωρίστηκαν ποτέ. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, επιστρέφοντας στην πατρίδα τους πορεύτηκαν μαζί, έχοντας και τους γονείς τους. Ό Ιωάννης είχε ένα γέροντα πατέρα, μητέρα όμως όχι. "Ήταν είκοσι δύο ετών και εκείνο το χρόνο είχε νυμφευθεί. Ό Συμεών δεν είχε πατέρα, αλλά μόνο μητέρα πού ήταν ογδόντα περίπου ετών, και κανέναν άλλο συγγενή. Πήγαιναν λοιπόν όλοι μαζί και αφού κατέβηκαν τον κατήφορο της Ιεριχώ και πέρασαν την πόλη, ο Ιωάννης βλέποντας τα μοναστήρια τα γύρω από τον Ιορδάνη είπε στο Συμεών: «Ξέρεις ποιοι μένουν στα σπίτια αυτά απέναντι μας;» Εκείνος τού απάντησε: «Ποιοι;» Ό Ιωάννης είπε: «"Άγγελοι του Θεού». Τον ρωτάει τότε ό Συμεών με απορία: «Μπορούμε άραγε να τους δούμε;» Τού λέει εκείνος: «Ναι, αν γίνουμε σαν κι αυτούς». Και οι δύο κάθονταν πάνω σε άλογα, γιατί οι γονείς τους ήταν πολύ εύποροι. Κατέβηκαν λοιπόν αμέσως από τα άλογα και τα έδωσαν στους δούλους τους λέγοντας τους να προχωρήσουν, προσποιούμενοι άτι θα καθίσουν για λίγο σ' εκείνο το μέρος. Κατά συγκυρία βρέθηκαν επάνω στο δρόμο πού οδηγούσε στον Ιορδάνη. Στάθηκαν λοιπόν και οι δύο και λέει ό Ιωάννης στο Συμεών, δείχνοντας με το δάκτυλο του το δρόμο του Ιορδάνη: «Να ό δρόμος πού οδηγεί στη ζωή». Κατόπιν δείχνοντας το δημόσιο, στον όποιο προπορεύονταν οι γονείς τους, είπε: «Και να ό δρόμος πού οδηγεί στο θάνατο. "Έλα λοιπόν ας προσευχηθούμε και ας σταθούμε ό καθένας μας σ' έναν από αυτούς τους δρόμους και αφού ρίξουμε κλήρο, θα ακολουθήσουμε το δρόμο εκείνου πού θα κερδίσει». Γονάτισαν λοιπόν και είπαν αναστενάζοντας: «Θεέ μας, Θεέ μας, Θεέ μας, εσύ πού θέλεις να σώσεις όλο τον κόσμο, φανέρωσε το θέλημα Σου στους δούλους Σου». "Έριξαν κατόπιν κλήρο και έτυχε στο Συμεών δέκα παραπάνω από τον Ιωάννη. Ό Συμεών στεκόταν στο δρόμο πού οδηγούσε στον Ιορδάνη. Τότε χαρούμενοι, ξεχνώντας όλα τα υπάρχοντα και τους γονείς τους, καταφιλούσαν ό ένας τον άλλο. Γνώριζαν ακόμα τέλεια τα ελληνικά και ήταν στολισμένοι με πολλή φρόνηση. "Όλα αυτά τα διηγήθηκε ο ενάρετος Συμεών σε κάποιον αξιόλογο και ενάρετο άνδρα, διάκονο της εκκλησίας της Έμεσας, όπου και προσποιήθηκε τον σαλό αυτός επειδή ήταν χαριτωμένος άνθρωπος κατανόησε την εργασία τού γέροντα. Σ' αυτόν έκανε και θαύμα φοβερό ό μακάριος Συμεών, πού θα το διηγηθούμε παρακάτω. Ό ενάρετος λοιπόν αυτός διάκονος, πού ονομαζόταν Ιωάννης, μας διηγήθηκε σχεδόν ολόκληρο τον βίο τού αγίου, προβάλλοντας τον Κύριο ως μάρτυρα για το ότι όχι μόνο δεν πρόσθεσε τίποτα, αλλά μάλλον τα περισσότερα τα ξέχασε με το πέρασμα των χρόνων. Καθώς λοιπόν κατέβαιναν το δρόμο πού τους οδήγησε στην πραγματική ζωή, έτρεχαν χαρούμενοι, όπως ό Πέτρος και ό Ιωάννης προς το ζωοποιό τάφο του Κυρίου, και προσπαθούσαν να διεγείρουν ό ένας την προθυμία τού άλλου. Γιατί ο Ιωάννης φοβόταν μήπως ή αγάπη προς τη μητέρα σταματήσει το Συμεών, ενώ ο Συμεών μήπως ή έλξη της νεαρής συζύγου τραβήξει πίσω σαν μαγνήτης τον Ιωάννη. Γι' αυτό το λόγο έλεγαν ό ένας προς τον άλλο συμβουλευτικά και ενθαρρυντικά λόγια. Κι έλεγε ό ένας: «Καθόλου να μη ραθυμήσεις αδελφέ Συμεών. Γιατί ελπίζουμε στο Θεό άτι σήμερα αναγεννηθήκαμε. Τι άλλο παρά να μας βλάψουν θα μπορούσαν ό πλούτος και τα μάταια πράγματα τού βίου κατά την ημέρα της Κρίσεως; Ούτε πάλι ή νεότητα και ή ομορφιά τού σώματος παραμένουν αμάραντα μέχρι το τέλος, αλλά ή από τα γηρατειά ή με τον πρόσκαιρο θάνατο χάνονται και σβήνουν». Τέτοια και άλλα πολλά έλεγε προς το Συμεών ό Ιωάννης και εκείνος απαντούσε με τον ίδιο τρόπο λέγοντας: «Εγώ αδελφέ Ιωάννη, έκτος από την ταπεινή εκείνη γερόντισσα πού με γέννησε, δεν έχω ούτε πατέρα ούτε αδελφούς ούτε αδελφές. Και δε φοβάμαι τόσο για μένα, όσο για σένα μήπως ή επιθυμία της νεαρής συζύγου σε αποσπάσει από αυτόν τον καλό δρόμο».
Ενώ έλεγαν αυτά και άλλα πολλά, φτάνουν στο μοναστήρι τού άββά Γερασίμου. Είχαν ζητήσει πρωτύτερα από το Θεό να βρουν ανοιχτή την πόρτα τού μοναστηριού, στο όποιο Αυτός θα ήθελε να παραμείνουν. "Έτσι και έγινε. Υπήρχε σ' αυτό το μοναστήρι ένας θαυμάσιος άνθρωπος πού λεγόταν Νίκων και πού ή ζωή του ήταν σύμφωνη με το όνομα του γιατί νικούσε τους δαίμονες, έκανε θαύματα και σημεία και είχε τιμηθεί με το προφητικό αξίωμα από το Θεό. Αυτός λοιπόν προγνώρισε τον ερχομό τους. Είδε στον ύπνο του, την ήμερα πού ήρθαν, κάποιον να του λέει: «Σήκω και άνοιξε την πόρτα από το μαντρί, για να μπουν τα πρόβατα μου». "Έτσι και έκανε. Μόλις λοιπόν έφτασαν και βρήκαν την πόρτα ανοιγμένη και τον άββά να κάθεται και να τους περιμένει, είπε ό Ιωάννης στο Συμεών: «Καλό σημάδι, αδελφέ ή πόρτα είναι ανοιχτή και ό πορτάρης στη θέση του». "Όταν πλησίασαν, τους λέει ό ηγούμενος: «Καλώς ήρθαν τα πρόβατα τού Χριστού». Και αμέσως στο Συμεών: «Καλώς ήρθες, Σαλέ. Αλήθεια, δέκα περισσότερα τα δικά σου από τού άββά Ιωάννη και σε περιμένουν», και εννοούσε την τελειότητα τής ενάρετης ζωής. Τους δέχτηκε λοιπόν ως θεόσταλτους και τους έβαλε να αναπαυθούν.
Xpnstos
Έμπειρος Αποστολέας
Έμπειρος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 276
Εγγραφή: Τετ Ιαν 24, 2007 6:00 am

Δημοσίευση από Xpnstos »

Στη Μονή του άββά Γερασίμου

Την άλλη ήμερα, πριν του πουν τίποτε, άρχισε να τους λέει με το φωτισμό του Κυρίου: «Πολύ καλή και άξια ή αγάπη σας προς το Θεό, μόνο προσέξτε μήπως δείξετε νωθρότητα και τη σβήσει ό αντίδικος της σωτηρίας μας. Καλός ό αγώνας σας, αλλά να μη σταματήσετε μέχρις ότου στεφανωθείτε. Καλή ή προαίρεση σας, μόνο να μη δείξετε αμέλεια, για να μη σβήσει ή φωτιά πού καίει σήμερα τις καρδιές σας. Καλά κάνατε και προτιμήσατε τα αιώνια από τα προσωρινά. Καλοί οι κατά σάρκα γονείς σας και καλό να τους υπηρετείτε, ασύγκριτα καλύτερο όμως είναι να ευαρεστείτε το Θεό. Καλοί είναι οι κατά σάρκα αδελφοί, συμφερότεροι όμως οι πνευματικοί. Καλοί οι φίλοι για το Χριστό πού έχετε στον κόσμο, άλλα καλύτερο το να έχετε φίλους τους αγίους, πού θα μεσιτεύουν στον Κύριο. Καλοί είναι αυτοί πού σας προστατεύουν από τους άρχοντες, αλλά δεν είναι το ίδιο με το να έχουμε τους αγίους αγγέλους να ικετεύουν για μας. Καλή και επαινετή ή αγαθοεργία και ή προς τους φτωχούς ελεημοσύνη, αλλά τίποτε δεν ζητά ό Θεός τόσο πολύ από εμάς, όσο το να του προσφέρουμε τις ψυχές μας. Γλυκεία ή απόλαυση των αγαθών της ζωής, αλλά δεν μπορεί να συγκριθεί με την τρυφή του Παραδείσου. Γλυκός ό πλούτος και πολλοί τον επιθυμούν, αλλά δεν μπορεί να εξισωθεί με εκείνα πού μάτι δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και νους ανθρώπου δεν διανοήθηκε. Καλή ή ομορφιά της νεανικής ηλικίας, αλλά δεν είναι τίποτε μπροστά στο κάλλος του επουράνιου νυμφίου Χριστού, όπως λέει ό Δαυίδ: "Ωραίος κάλλει παρά τους υιούς των ανθρώπων". Σπουδαίο και σημαντικό να στρατεύεσαι για τον επίγειο βασιλιά, αλλά είναι πρόσκαιρη και επικίνδυνη αυτή ή στράτευση».
Με αυτά και άλλα παρόμοια τους συμβούλευε ό όσιος και δεν ήθελε να σταματήσει βλέποντας να τρέχουν τα μάτια τους ποταμοί δακρύων. Πρόσεχαν τα λόγια του σαν να μην είχαν ακούσει ποτέ θειο λόγο. Στράφηκε τότε στο Συμεών και τού λέει: «Μη θλίβεσαι και μην κλαις για τη γερόντισσα μητέρα σου, γιατί ό Θεός βλέποντας τους αγώνες σου μπορεί να την παρηγορήσει πολύ περισσότερο άπ' ότι ή δική σου παρουσία. Γιατί, αν περιμένεις νά γίνεις μοναχός μετά το θάνατο της, υπάρχει περίπτωση νά πεθάνεις εσύ πρίν από αυτήν στερημένος από αρετές και νά φύγεις έτσι, χωρίς νά έχεις κανένα πού νά μπορεί νά σέ σώσει από τά μέλλοντα κακά. Γιατί ούτε ή αγάπη τού πατέρα και της μητέρας, ούτε τά αδέλφια ούτε ό πλούτος ούτε ή δόξα ούτε ή γυναίκα ούτε το ενδιαφέρον των παιδιών μπορούν νά εξιλεώσουν το Θεό, παρά μόνο ή ενάρετη ζωή και οι κόποι και οι αγώνες, πού γίνονται γι' Αυτόν». Στόν Ιωάννη είπε: «Μήτε σ' εσένα, παιδί μου, ό εχθρός των ψυχών μας νά βάλει τή σκέψη: "Ποιος άραγε θα γηροκομήσει τους γονείς μου; Ποιος θα παρηγορήσει τή σύζυγο μου; Ποιος θα σταματήσει τά δάκρυα τους;» Γιατί αν τους εγκαταλείπατε γιά νά αφιερώσετε τή ζωή σας σέ κάποιον άλλο θεό, μέ το δίκιο σας θα αγωνιούσατε και θα αναρωτιόσασταν αν τους φροντίζει και τους παρηγορεί ή όχι. Τώρα όμως πού τρέξατε και αφιερώσατε τους εαυτούς σας σ' Αυτόν, στόν 'Οποίο εκείνους εγκαταλείψατε, πρέπει νά έχετε θάρρος και νά σκέφτεστε ότι όταν ακόμη παραμένατε στόν κόσμο απορροφημένοι στά βιοτικά, γιά όλα φρόντιζε ή πρόνοια τού Θεού πόσο περισσότερο όμως δέ θα φροντίσει τους δικούς σας τώρα πού Τόν υπηρετείτε και προσπαθείτε νά Τον ευαρεστείτε μέ όλη σας τή ψυχή; Γι' αυτό, παιδιά μου, έχοντας στο νου σας τά λόγια τού Κυρίου: "Άφησε τους νεκρούς νά θάψουν τους δικούς τους νεκρούς" προς αυτόν πού τού είπε: " Επίτρεψε μου πρώτα νά επιστρέψω γιά νά θάψω τόν πατέρα μου", ακολουθείστε Τον μέ σταθερή και αμετάβλητη απόφαση. Γιά σκεφτείτε: αν ό επίγειος βασιλιάς σας παρακινούσε νά υπηρετήσετε ως πατρίκιοι ή θαλαμηπόλοι στό παλάτι του, πού θα χαθεί κάποτε και θα αφανιστεί σαν σκιά και όνειρο, δεν θα καταφρονούσατε τά πάντα και δεν θα τρέχατε αμέσως σ' αυτόν μέ τήν επιθυμία νά δείτε το πρόσωπο του, νά μιλήσετε μαζί του και να απολαύσετε τιμές κοντά του; Καί δεν θα προτιμούσατε να υπομείνετε κάθε πόνο και κόπο και το θάνατο ακόμη, μόνο και μόνο για νά αξιωθείτε νά δείτε εκείνη την ημέρα, πού ό βασιλιάς, μπροστά σε όλη τη σύγκλητο, θα σας δεχόταν τιμητικά στην υπηρεσία του;» Και αφού αυτοί συμφώνησαν, ό μέγας Νίκων συνέχισε: «Επομένως, με ασυγκρίτως μεγαλύτερη ζέση και κατάνυξη, παιδιά μου, οφείλουμε εμείς ώς ευγνώμονες δούλοι νά ακολουθούμε τον αιώνιο Βασιλιά, ενθυμούμενοι την αγάπη πού μας έδειξε ό Θεός, ό Όποιος δε λυπήθηκε τον Υιό του τον μονογενή, άλλα τον πρόσφερε για την σωτηρία μας. Γι' αυτό το λόγο, κι αν ακόμη χύσουμε το αίμα μας, εμείς πού λυτρωθήκαμε από τη φθορά και το θάνατο με το τίμιο Του αίμα και από δούλοι γίναμε γιοί, τίποτε πού νά είναι αντάξιο της θυσίας Του δεν Τού προσφέρουμε. Γιατί, αδελφοί μου, δεν είναι το ίδιο πράγμα νά χυθεί βασιλικό αίμα και αίμα δούλου».
Αυτά και πολλά άλλα τους έλεγε ό θεοφόρος, καθώς προγνώριζε και είχε πληροφορηθεί από τόν Θεό τόν αγώνα και το δρόμο πού θα έκαναν, και εννοώ βέβαια τήν ερημική και τελείως άστεγη καί άναχωρητική ζωή. Και δεν το θεωρούσε αυτό ασήμαντο, ούτε ότι μπορούν οι πολλοί νά το κατορθώσουν και νά το επιτελέσουν άμεμπτα, τη στιγμή πού έβλεπε ότι οι δύο νέοι είχαν σώματα απαλά, ντυμένα με μαλακά ρούχα, και ότι είχαν μεγαλώσει με καλοπέραση και είχαν συνηθίσει στις ανέσεις και τις απατηλές απολαύσεις της ζωής.
Τότε ό σοφός γιατρός και δάσκαλος, με τη θεία γνώση καί πείρα πού διέθετε, αφού τους προετοίμασε καί τους όπλισε με τέτοιες συμβουλές καί νουθεσίες, λέει καί στους δυο: «Θέλετε νά καρείτε μοναχοί ή νά παραμείνετε γιά ένα μικρό ακόμη χρονικό διάστημα λαϊκοί;» Αμέσως καί οι δύο, σάν νά κινούνταν από τήν ίδια σκέψη ή μάλλον από το ίδιο Άγιο Πνεύμα, έπεσαν στά πόδια τού ηγουμένου ζητώντας νά τους κουρέψει οπωσδήποτε εκείνη τή στιγμή. Καί έλεγε ό Συμεών ότι, αν δεν το κάνει αυτό γρήγορα, θα πήγαιναν σ' άλλο μοναστήρι. Ό Συμεών ήταν άκακος καί απονήρευτος, ενώ ό Ιωάννης είχε περισσότερη πείρα καί γνώση. Πήρε τότε τον καθένα χωριστά ό όσιος Νίκων, θέλοντας να δοκιμάσει τήν αφοσίωση τους στο Θεό, και με λογικά επιχειρήματα προσπαθούσε νά τους πείσει νά μην καρούν εκείνη τήν ήμερα. Επειδή δεν πειθόταν κανένας από τους δύο, πήγαινε στον καθένα και τού έλεγε: «"Έπεισα τόν αδελφό σου νά μείνει ένα χρόνο λαϊκός». Αμέσως αυτός τού απαντούσε: «"Αν θέλει νά μείνει, ας μείνει. Πάντως εγώ, πάτερ, δεν δέχομαι κάτι τέτοιο». Ό Συμεών μάλιστα, όταν μίλησε ιδιαιτέρως μέ τόν όσιο Νίκωνα, τού είπε και αυτό: «Κάνε γρήγορα, πάτερ, για τ' όνομα τού Θεού, επειδή τρέμει ή καρδιά μου για τόν Ιωάννη, πού φέτος νυμφεύθηκε μέ μια πολύ εύπορη και ωραία γυναίκα, μήπως τυχόν τόν καταλάβει πάλι ό πόθος γι' αυτήν και τού σβήσει τόν πόθο του για το Θεό». Άλλα κι ό Ιωάννης μέ πολλά παρακάλια και δάκρυα (είχε από φυσικού του περισσότερα από ότι ό αδελφός Συμεών) είπε ιδιαιτέρως στον όσιο: «Πάτερ, βοήθησε με νά μη χάσω τόν αδελφό μου, γιατί έχει μόνο μητέρα και τόσο πολύ δεμένοι ήταν μεταξύ τους, ώστε δεν μπορούσε νά μείνει ούτε δύο ώρες μακριά της, αλλά μέχρι σήμερα κοιμόνταν και οι δύο μαζί, μη μπορώντας νά χωριστούν ούτε τή νύχτα, πράγμα πού πολύ μέ βασανίζει μέχρις ότου τόν δω μοναχό, γιά νά σταματήσω νά μεριμνώ γι' αυτόν».
Ό όσιος είδε το ενδιαφέρον τού ενός γιά τόν άλλο και επειδή γνώριζε ότι ό Θεός δεν ντροπιάζει ούτε παραβλέπει αυτούς πού ολόψυχα και αδίστακτα καταφεύγουν σ' Αυτόν, έφερε το ψαλίδι και αφού το τοποθέτησε κατά τήν τάξη πάνω στό άγιο θυσιαστήριο, έκανε τήν κουρά τους. "Υστέρα, αφού τους έβγαλε τά ρούχα, τους έντυσε μέ άλλα πού ήταν πολύ φτωχικά, αλλά μαλακά, γιατί τους σπλαχνίστηκε ό σοφός και στοργικός, επειδή τά σώματα τους ήταν απαλά καί ασυνήθιστα στην κακοπάθεια. Ενώ γινόταν ή κουρά, ό Ιωάννης έκλαιγε συνέχεια και ό Συμεών, επειδή δεν καταλάβαινε γιά ποιο λόγο κλαίει, τόν σκουντούσε νά σταματήσει, γιατί νόμιζε ότι κλαίει από λύπη γιά τους γονείς του και από αγάπη γιά τή γυναίκα του. "Όταν τελείωσε ή κουρά τους και έγινε ή αγία σύναξη, ό ηγούμενος συνέχισε νά τους συμβουλεύει όλη σχεδόν τήν υπόλοιπη μέρα, γιατί ήξερε ότι ό Θεός θα τά οικονομούσε έτσι ώστε νά μη μείνουν πολύ καιρό κοντά του.
Την άλλη μέρα, πού ήταν Κυριακή, σκόπευε να τους δώ
σει και το άγιο σχήμα. Γι' αυτό κάποιοι από τους αδελφούς τους είπαν: «Είστε μακάριοι, γιατί αύριο θα αναγεννηθείτε και θα καθαριστείτε από κάθε αμαρτία, σαν νά έχετε ξαναβαπτιστεί». Παραξενεύτηκαν αυτοί και έτρεξαν και οι δύο στο θείο Νίκωνα, το βράδυ τού Σαββάτου, και πέφτοντας στα πόδια του τού είπαν: «Πάτερ, σε παρακαλούμε μη μας βαπτίσεις. Είμαστε χριστιανοί από χριστιανούς γονείς». Αυτός, επειδή δεν κατάλαβε τι είχαν ακούσει από τους πατέρες τού κοινοβίου, τους ρώτησε: «Ποιος, παιδιά μου, θέλει νά σας βαπτίσει;» Εκείνοι απάντησαν: «Οι κύριοι και δεσπότες μας, οι πατέρες τού μοναστηριού, μας είπαν ότι αύριο θα ξαναβαπτιστούμε». Τότε ό ηγούμενος, επειδή κατάλαβε ότι τους είχαν μιλήσει γιά το άγιο σχήμα, τους είπε: «Καλά σας είπαν, παιδιά μου. Γιατί, αν θέλει ό Θεός, αύριο θα σας ντύσουμε με το άγιο και αγγελικό σχήμα». Όταν είδαν οι απονήρευτοι δούλοι τού Χριστού ότι τίποτα δεν τους λείπει από τη μοναχική ενδυμασία, τού λένε: «Πες μας, πάτερ, χρειαζόμαστε τίποτε άλλο γιά νά ντυθούμε εκείνο το αγγελικό σχήμα πού λες;»
Τήν προηγούμενη εβδομάδα, πού ήταν και ή γιορτή της Υψώσεως τού τιμίου Σταυρού, είχε δώσει ό όσιος σε κάποιο νέο αδελφό το άγιο σχήμα καί, επειδή δεν είχαν ακόμη συμπληρωθεί εφτά ήμερες, το φορούσε ακόμα, όπως συνηθιζόταν. Σ' αυτόν παράγγειλε νά έρθει αμέσως και νά σταθεί μπροστά τους. Όταν λοιπόν ήρθε και τόν είδαν καί οι δύο, έπεσαν αμέσως στά πόδια τού άββά και τού είπαν: «Σέ παρακαλούμε, αν πρόκειται έτσι κι εμάς νά ντύσεις καί νά μας δώσεις τέτοια τιμή καί δόξα, κάνε το τώρα, μήπως συμβεί, καθώς είμαστε άνθρωποι, νά πεθάνουμε αυτή τή νύχτα κι έτσι νά χάσουμε τόση δόξα καί χαρά καί μια τέτοια συνοδεία κι ένα τέτοιο στεφάνι». Όταν άκουσε ό ηγούμενος νά λένε ότι θα χάσουν τέτοια συνοδεία καί στεφάνι, κατάλαβε ότι είδαν κάποια οπτασία γύρω από αυτόν πού φορούσε το άγιο σχήμα. Απευθύνθηκε τότε σ' αυτόν καί τού είπε νά επιστρέψει στο μέρος πού ήταν αφότου είχε ντυθεί το άγιο σχήμα.
Όταν έφυγε, λυπήθηκαν πολύ οι δύο δούλοι τού Χριστού καί λένε στον ηγούμενο: «Γιά τ' όνομα τού Θεού, πάτερ, κάνε μας κι εμάς όπως εκείνον, γιατί σ' όλο σου το μοναστήρι δεν υπάρχει άνθρωπος μέ τόση τιμή όση εκείνος». Ρώτησε ό άββάς: «Ποια τιμή;» Αυτοί τού απάντησαν: «Ό Θεός είναι μαρτυράς μας, πού μας αξιώνει να φορέσουμε αυτό το σχήμα και μας κάνει μια τέτοια τιμή, ότι θα είμαστε μακάριοι αν θα συνοδευόμαστε κι εμείς από τόσο πλήθος μοναχών μέ κεριά στα χέρια και αν θα φορέσουμε τέτοιο λαμπρό στεφάνι στό κεφάλι μας». Νόμιζαν ότι και ό ηγούμενος έβλεπε τά όσα οι ίδιοι έβλεπαν. Εκείνος όμως, επειδή το κατάλαβε, δεν τους είπε ότι τίποτα δεν έβλεπε, άλλα σώπασε κατάπληκτος από τήν πολλή τους αγνότητα και καθαρότητα καί ιδίως τού Συμεών. Μόνο αυτό τους έλεγε χαριτωμένα ό μεγάλος αυτός άνθρωπος: «Αύριο θα ντύσουμε και σας μέ τη χάρη τού Αγίου Πνεύματος». Όπως διαβεβαίωνε ό οσιότατος διάκονος, ό αψευδής Συμεών ισχυριζόταν ότι, όταν έλαβαν το σχήμα, έβλεπε ό ένας το πρόσωπο τού άλλου τήν νύχτα, όπως και τήν ημέρα, και ακόμη έβλεπε ό ένας στό κεφάλι τού άλλου στεφάνι, όπως εκείνο πού φορούσε ό μοναχός πού είδαν προηγουμένως. «Σέ τόσο μεγάλη χαρά, έλεγε, βρισκόταν ή ψυχή μας, πού δεν θέλαμε εύκολα ούτε να φάμε ούτε να πιούμε».
Xpnstos
Έμπειρος Αποστολέας
Έμπειρος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 276
Εγγραφή: Τετ Ιαν 24, 2007 6:00 am

Δημοσίευση από Xpnstos »

Αναχώρηση από τη Μονή

Μετά δυο μέρες αφότου πήραν τό άγιο σχήμα, βλέπουν αυτόν πού τό είχε πάρει πριν άπό εφτά ήμερες και πού είχε τό στεφάνι και τή συνοδεία, νά φοράει ένα φθαρμένο ράσο καί νά κάνει τό διακόνημά του, χωρίς νά έχει πιά ούτε τό στεφάνι ούτε τους μοναχούς μέ τά κεριά πού τον συνόδευαν, καί απόρησαν. Λέει τότε ό Συμεών στον Ιωάννη: «Πίστεψε με, αδελφέ μου, κι εμείς, όταν περάσουν εφτά μέρες, δέν θα έχουμε αυτήν τήν ευπρέπεια καί τή χάρη». Λέει ό Ιωάννης: «Και τι θέλεις νά γίνει, αδελφέ μου;» Τού λέει πάλι ό Συμεών: «"Ακουσε με. "Οπως εγκαταλείψαμε καί απομακρυνθήκαμε άπό τά κοσμικά, έτσι νά απομακρυνθούμε άπό οποιαδήποτε άλλη ύπαρξη. Γιατί άλλη ζωή καί παράξενα πράγματα αντιλαμβάνομαι και βλέπω σ' αυτό τό σχήμα. Άπό τή στιγμή που ό δούλος τού Θεού μας έντυσε μ' αυτό, καίγονται τα σωθικά μου, χωρίς να ξέρω από τι , και ή ψυχή μου ποθεί νά μη δει κανένα, ούτε νά μιλήσει ή νά ακούσει κανένα». Τού αποκρίνεται ό Ιωάννης: «Και τι θα τρώμε αδελφέ μου;» Τού λέει ό Συμεών: «"Ότι τρώνε οι λεγόμενοι βοσκοί*, για τους οποίους μας μίλησε χθες ό Νίκων. "Ισως επειδή ήθελε νά κάνουμε κι εμείς τήν ίδια ζωή, μας διηγήθηκε πώς ζουν, πώς κοιμούνται και όλα τα σχετικά μ' αυτούς». «Και πώς μπορεί νά γίνει αυτό, αφού ούτε νά ψάλλουμε ούτε τή μοναχική τάξη γνωρίζουμε;» ρώτησε ό Ιωάννης. Τότε ό Θεός πλημμύρισε με τή χάρη Του τήν καρδιά τού άββά Συμεών, πού είπε: «Αυτός πού έσωσε αυτούς πού έζησαν σύμφωνα με τό θέλημα Του, πριν από τόν Δαυίδ, Αυτός θα σώσει κι εμάς. Κι αν φανούμε άξιοι, θα διδάξει κι εμάς, όπως δίδαξε και τό Δαυίδ τότε, πού ήταν με τα πρόβατα στην έρημο. Μή θελήσεις λοιπόν, αδελφέ, νά μου ανακόψεις τήν προθυμία. Αφού πήραμε τήν απόφαση νά ζήσουμε σύμφωνα μ' αυτόν τόν τρόπο, ας μή δείξουμε αμέλεια». Είπε τότε ό Ιωάννης: «"Ας κάνουμε όπως θέλεις. Πώς όμως θα μπορέσουμε νά βγούμε, αφού ή πύλη κλείνει τή νύχτα;» Του απαντάει ό Συμεών: «Αυτός πού μας άνοιξε τή μέρα, Αυτός θα μας ανοίξει και τή νύχτα».
"Οταν πήραν τήν απόφαση, μόλις έπεσε ή νύχτα, ό ηγούμενος βλέπει στον ύπνο του κάποιον νά ανοίγει τήν πύλη του μοναστηριού και νά λέει: «Βγείτε έξω νά βοσκήσετε, πρόβατα πού έχετε τή σφραγίδα του Χριστού». Αμέσως ξύπνησε, κατεβαίνει στην πύλη, τήν βρίσκει ανοιχτή, και επειδή νόμισε ότι βγήκαν από εκεί, κάθισε στεναχωρημένος, αναστενάζοντας και λέγοντας: «Δεν αξιώθηκα εγώ ό αμαρτωλός νά πάρω τήν ευχή τών πατέρων μου. Πραγματικά, αυτοί ήταν πατέρες μου και δεσπότες και δάσκαλοι και γι' αυτό έχασα τις συμβουλές τους. Αλλοίμονο, πόσοι πολύτιμοι λίθοι, όπως λέει ή Γραφή, κυλάνε στή γη χωρίς νά τό καταλαβαίνουμε, και πολλοί τους βλέπουν, λίγοι όμως τους αντιλαμβάνονται». Καθώς σκεφτόταν αυτά στεναχωρημένος, εμφανίζονται οι νυμφίοι οι καθαροί του Χριστού, πού ετοιμάζονταν νά βγουν. Μπροστά άπ' αυτούς έβλεπε ό καθαρότατος ηγούμενος Νίκων μερικούς ευνούχους να κρατούν λαμπάδες και άλλους νά κρατούν σκήπτρα στο ένα χέρι. Μόλις τους είδε, γέμισε χαρά, επειδή θα εκπληρωνόταν ή επιθυμία του. Οι μακάριοι τον είδαν και έκαναν νά γυρίσουν πίσω, επειδή δέν κατάλαβαν ότι ήταν ό ηγούμενος. "Ετρεξε όμως ό όσιος Νίκων και τους κάλεσε κοντά του. "Οταν κατάλαβαν ότι ήταν ό ηγούμενος, χάρηκαν κι αυτοί πολύ, και μάλιστα όταν είδαν ότι ή πύλη ήταν ανοιχτή. Κατάλαβαν ότι ό Θεός του το αποκάλυψε κι αυτό. Θέλησαν τότε νά του βάλουν μετάνοια. Αυτός όμως τους εμπόδισε λέγοντας ότι δέν μπορούσαν νά κάνουν κάτι τέτοιο, εξαιτίας του αγγελικού σχήματος πού φορούσαν.
Του είπαν λοιπόν αμέσως: «Σ' ευχαριστούμε, πάτερ, και δέν ξέρουμε τι νά προσφέρουμε στό Θεό και σέ σένα. Ποιος περίμενε ότι εμείς θα αξιωθούμε τέτοιων δωρεών; Ποιος βασιλιάς θα μπορούσε νά μας τιμήσει με τέτοιο αξίωμα; Ποιοί επίγειοι θησαυροί τόσο ξαφνικά θα μπορούσαν νά μας κάνουν πλούσιους; Ποια λουτρά θα μπορούσαν νά καθαρίσουν έτσι τήν ψυχή μας; Ποιοί γονείς θα μπορούσαν έτσι νά μας αγαπήσουν και νά μας σώσουν; Ποια δώρα θα μπορούσαν νά μας δώσουν τήν άφεση τών αμαρτιών μας τόσο σύντομα, όπως το έκανες έσύ, τίμιε πάτερ, πού αντί όλων τών προγόνων μας καί τών γονέων μας, έσύ είσαι μετά τό Χριστό πατέρας μας και μητέρα μας; Έσύ είσαι ό κύριος μας, έσύ είσαι πού μας κατάρτισες, έσύ μας πήρες από τό χέρι, έσύ μας καθοδήγησες, έσύ είσαι όσα ή γλώσσα δέν μπορεί νά εκφράσει. Χάρη σέ σένα βρήκαμε τόν ασφαλή αυτό θησαυρό, χάρη σέ σένα αποκτήσαμε τό πολύτιμο μαργαριτάρι, μάθαμε μέ ακρίβεια τή δύναμη του βαπτίσματος για το όποιο μας μιλούσαν οί όσιοι πατέρες, γνωρίσαμε πραγματικά τήν πλήρη καταστροφή τών αμαρτιών μας από τή φωτιά πού πυρπολεί τις καρδιές μας, μολονότι δέν τήν αντέχουμε έτσι πού κατακαίει τό είναι μας. Ζητάμε από σένα, μακάριε πάτερ, νά κάνεις μιά εκτεταμένη ευχή και νά απολύσεις τους δούλους σου γιά νά υπηρετήσουμε ολόψυχα καί αληθινά τό Θεό, στον Όποιο αφιερώσαμε τους εαυτούς μας! Σέ ικετεύουμε, ποτέ νά μη λησμονήσεις τά άθλια παιδιά σου, όταν σηκώνεις τά τι μια χέρια σου γιά προσευχή. Ναί, ναί, σέ παρακαλούν οί ξένοι, όσιε, νά θυμάσαι τήν ορφάνια τους». "Εχοντας αγκαλιάσει τά γόνατα του όσίου, έλεγαν πάλι: «Θυμήσου, πάτερ, τα ταπεινά σου πρόβατα, πού τά θυσίασες στό Θεό. Θυμήσου τα ξένα φυτά, πού έτρεξες να τά φυτέψεις στον όμορφο κήπο του Παραδείσου. Μή λησμονείς τους οκνηρούς εργάτες, που μίσθωσες τήν ενδέκατη ώρα στον αμπελώνα του Χριστού». Απορούσε και θαύμαζε ό ποιμένας βλέποντας αυτούς πού πριν δύο μέρες ήταν κοσμικοί να έχουν αποκτήσει έτσι ξαφνικά τόση σοφία με το νά περιβληθούν το άγιο σχήμα.
Αφού έκλαψαν γιά αρκετή ώρα και οι δυό, γονάτισε ό όσιος Νίκων και αφού τοποθέτησε το Συμεών στα δεξιά του και τον Ιωάννη στά αριστερά του, σηκώθηκε και υψώνοντας τά χέρια στον ουρανό είπε: «Θεέ δίκαιε και πανύμνητε, Θεέ μεγάλε και παντοδύναμε, Θεέ προαιώνιε, άκουσε αυτήν τήν ώρα έναν αμαρτωλό. Εισάκουσε με, Θεέ μου, εισάκουσε με δείχνοντας τή δύναμη Σου χωρίς νά λάβεις υπόψη Σου, κατά τή διάρκεια αυτής της προσευχής, τις συνεχείς παρακοές της δικής μου αδυναμίας. "Ακουσε με, άκουσε με, Κύριε, κάνοντας πύρινη τήν προσευχή μου όπως και τότε τήν προσευχή του προφήτη Σου. Ναί, Θεέ των αγίων δυνάμεων, ναί Δημιουργέ των ασωμάτων, ναί, Έσύ πού είπες: "Ζητάτε και θα λάβετε", μή μέ αποστραφείς επειδή έχω ακάθαρτα χείλη και είμαι δεμένος μέ αμαρτίες. "Ακουσε με, Έσύ πού υποσχέθηκε νά ακούς αυτούς πού σέ παρακαλούν ειλικρινά και οδήγησε τά βήματα και τά πόδια των δούλων Σου σέ ειρηνικό δρόμο. Δείξε συμπάθεια γιά τά άκακα παιδιά Σου πού βρίσκονται στά ξένα, Έσύ πού είπες: "Νά γίνετε άκακοι όπως τά περιστέρια". Φώναξα προς Εσένα μ' όλη μου τήν καρδιά Θεέ μου, Θεέ μου, άκουσε με, ή ελπίδα όλης τής γής και αυτών πού βρίσκονται στά μακρινά ξένα. Διώξε τά ακάθαρτα πνεύματα μακριά από τά παιδιά Σου. Πάρε όπλο και ασπίδα και σήκω νά τους βοηθήσεις. Βγάλε τό σπαθί Σου και απομάκρυνε αυτούς πού τους καταδιώκουν. Πές, Κύριε, Κύριε, στην ψυχή τους: " Έγώ είμαι ή σωτηρία σου". "Ας απομακρυνθεί άπό τή διάνοια τους κάθε πνεύμα δειλίας, ακηδίας, υπερηφάνειας και οποιασδήποτε κακίας και ας σβηστεί από αυτούς κάθε πύρωση και κάθε παρόρμηση, πού προέρχεται άπό διαβολική ενέργεια. "Ας φωτιστεί το σώμα τους και ή ψυχή τους και το πνεύμα τους με τό φως της γνώσεως Σου, ώστε, αφού φτάσουν στην ενότητα της πίστεως και στην επίγνωση της "Αγίας και Προσκυνητής Τριάδας καί γίνουν άνδρες τέλειοι σε πνευματική ωριμότητα, να δοξάζουν μαζί με τους αγγέλους και με όλους αυτούς πού σε ευαρέστησαν, Θεέ μου, το πάντιμο και αγαθό όνομα Σου, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν. Χάρισε τους ακόμη μαζί με όλα τα αγαθά, Κύριε, να έχουν πάντα στην καρδιά τους τα λόγια αυτής της οικτρής και ανάξιας ικεσίας μου, για να δοξολογούν και να υμνολογούν τήν αγαθότητα Σου».
Τους έλεγε ακόμη με πολλά δάκρυα: «Ό Θεός, πού Τόν διαλέξατε, καλά μου παιδιά, και στον Όποιο προστρέξατε, Αυτός θα στείλει τόν άγγελο Του μπροστά σας και θα προετοιμάσει τόν δρόμο για να βαδίσουν τα πόδια σας. Ό άγγελος, όπως λέει ό μεγάλος Ιακώβ, πού με σώζει άπό όλες τις εχθρικές δυνάμεις, αυτός θα προηγείται στό δρόμο σας. Αυτός πού φύλαξε τόν προφήτη Του άπό τό στόμα των λιονταριών, Αυτός θα σας
προστατέψει άπό τα χέρια του λιονταριού διαβόλου. Ό Θεός πού σας διάλεξε, Αυτός θα φυλάξει αμώμητη τή θυσία μου». Αφού αυτά κι ακόμα περισσότερα τους ευχήθηκε ό θεοφόρος, έπεσε στό λαιμό τους καί έλεγε: «Σώσε, Θεέ μου, σώσε αυτούς πού αγάπησαν μ' όλη τους τήν καρδιά τό όνομα Σου. Δεν είσαι άδικος, Κύριε, γιά να αδιαφορήσεις και νά εγκαταλείψεις αυτούς πού εγκατέλειψαν τά μάταια πράγματα τής ζωής». "Υστερα συνέχισε προς αυτούς: «Προσέχετε, παιδιά μου. Ξεκινήσατε πόλεμο φοβερό καί αόρατο. Άλλα μή φοβάστε, γιατί έχει τή δύναμη ό Θεός νά μήν επιτρέψει νά υποστείτε πειρασμό μεγαλύτερο άπ' αυτόν πού μπορείτε νά σηκώσετε. Αγωνιστείτε, παιδιά μου, νά μή νικηθείτε άπ' αυτόν, άλλα δειχθείτε γενναίοι έχοντας σάν όπλο εναντίον του τό άγιο σχήμα. Νά θυμάστε Αυτόν πού είπε: "Κανείς πού αρχίζει νά οργώνει καί κοιτάζει προς τά πίσω δέν είναι κατάλληλος για τή βασιλεία των ουρανών και ακόμα είπε για τήν οικοδόμηση του πύργου προσέξτε τώρα πού αρχίσατε αυτήν τήν τέλεια και υψηλή οικοδομή και πολιτεία μήπως δείξετε αμέλεια και πραγματοποιηθεί σε σας τό: " άρχισαν νά οικοδομούν και δεν είχαν δύναμη και προθυμία για νά τελειώσουν αυτό πού θεμελίωσαν". Πάρτε τα μέτρα σας, παιδιά μου, ό πόλεμος είναι μικρός, άλλα μεγάλο τό στεφάνι, ό κόπος είναι πρόσκαιρος, άλλα ή ανάπαυση αιώνια».
Πέρασε όμως ή ώρα και άρχισε νά χτυπάει τό σήμαντρο. Καθώς ετοιμάζονταν νά περάσουν τήν πύλη, πήρε ό Συμεών τόν ηγούμενο ιδιαιτέρως και του είπε: «Προσευχήσου, πάτερ στό Θεό γιά νά βγάλει άπό τό μυαλό του αδελφού μου 'Ιωάννη τή θύμηση της γυναίκας του, μήπως παρασυρθεί άπό τόν πονηρό καί μ' αφήσει και έτσι χαθώ άπό τή λύπη μου γι' αυτόν, πού θα τόν χάσω και θα τόν αποχωριστώ. Προσευχήσου, σε παρακαλώ γιά τό Θεό, νά παρηγορήσει ό Θεός και τους γονείς του, γιά νά μήν αγωνιούν γι' αυτόν». Επειδή ό γέροντας απόρησε γιά τή στοργή πού έχει γιά τόν αδελφό του, δεν απάντησε τα
τίποτα. "Ομως, κατά τόν ίδιο τρόπο, τόν πήρε ιδιαιτέρως ό άββάς Ιωάννης και τόν παρακαλούσε: «Γιά τ' όνομα του Θεού, πάτερ, μή ξεχνάς στις προσευχές σου τόν αδελφό μου, γιά νά μή μέ εγκαταλείψει άπό αγάπη γιά τή μητέρα του, και μου συμβεί νά ναυαγήσω, ενώ βρίσκομαι μέσα στό λιμάνι». "Οπως είπαμε, έμεινε έκπληκτος κι άπό τους δύο γιά τήν αγάπη πού είχαν μεταξύ τους και τους λέει: «Πηγαίνετε, παιδιά μου, καί σας αναγγέλλω ότι Αυτός πού σας άνοιξε εδώ, Αυτός ήδη σας έχει ανοίξει και τα εκεί». Αφού τους σταύρωσε τά μέτωπα καί τα στήθη καί ολόκληρο τό σώμα, τους άφησε νά φύγουν μέ ειρήνη.
Xpnstos
Έμπειρος Αποστολέας
Έμπειρος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 276
Εγγραφή: Τετ Ιαν 24, 2007 6:00 am

Δημοσίευση από Xpnstos »

Στήν έρημο

"Οταν λοιπόν βγήκαν έξω από το μοναστήρι, έλεγαν: «Θεέ του μεγάλου Σου δούλου, οδήγησε μας που είμαστε ξένοι και αβοήθητοι, γιατί δέν γνωρίζουμε ούτε τόν τόπο ούτε την περιοχή, άλλα καθώς ερχόμαστε κοντά Σου παραδώσαμε τους εαυτούς μας για να πεθάνουμε στό πέλαγος αυτής της ερήμου». Λέει ό Ιωάννης στον Συμεών: «Τί γίνεται τώρα; Που θα πάμε;» Του απάντησε εκείνος: «"Ας πάμε προς τα δεξιά, γιατί όλα όσα βρίσκονται προς τα δεξιά είναι καλά». Προχωρώντας έφτασαν στη Νεκρά θάλασσα, στον τόπο πού ονομάζεται Άρνωνάς. "Ετσι οικονόμησε τα πράγματα ό Θεός, πού ποτέ δέν εγκαταλείπει αυτούς πού πιστεύουν ολόψυχα σ' Αυτόν, ώστε βρήκαν ένα μέρος, όπου κατοικούσε κάποιος γέροντας πού είχε κοιμηθεί πριν άπό λίγες μέρες. Σ' αυτό το μέρος υπήρχαν μερικά μικρά σκεύη και τρυφερά χόρτα, ώστε νά μπορούν νά τραφούν άπό αυτά έτρωγε και ό γέροντας πού ήταν θαμμένος εκεί. Μόλις είδαν τόν τόπο οί αοίδιμοι, ευχαριστήθηκαν τόσο πολύ, σάν νά βρήκαν θησαυρό. Κατάλαβαν ότι ετοιμάστηκε και στάλθηκε γι' αυτούς άπό τόν Θεό. "Ετσι άρχισαν νά Τόν ευχαριστούν, δ-πως επίσης και τόν μεγάλο γέροντα Νίκωνα. "Ελεγαν: «Πίστεψε με, μας ήρθαν όλα καλά μέ τή βοήθεια των ευχών εκείνου».
"Οταν πέρασαν λίγες μέρες, μη μπορώντας νά υποφέρει τήν αρετή τών δούλων του Χριστού ό εχθρός των ψυχών μας, ό διάβολος, άρχισε νά τους πολεμάει, τόν Ιωάννη μέ τήν θύμηση της γυναίκας του και τό Συμεών μέ τήν μεγάλη του αγάπη γιά τή μητέρα του. Μόλις καταλάβαινε ό ένας άπό τους δύο ότι στενοχωριόταν, αμέσως έλεγε στον άλλο: «Αδελφέ, σήκω νά προσευχηθούμε». "Ελεγαν τήν προσευχή του μεγάλου γέροντα, πού έμαθαν αμέσως απέξω και οί δυό μέ τή χάρη του Θεού, γιατί ό γέροντας προσευχήθηκε λέγοντας: «Τύπωσε, Κύριε, στην καρδιά τους τά λόγια αυτής τής προσευχής». Αυτή τήν προσευχή έλεγαν πάντοτε σέ περίπτωση πειρασμού και κάθε φορά πού ζητούσαν κάτι από το Θεό. Μερικές φορές, όπως μας έλεγε ο θεοφόρος Σαλός, ο διάβολος τους πύρωνε, σαν να έτρωγαν κρέας και να έπιναν κρασί. "Αλλοτε πάλι προσπαθούσε να τους προκαλέσει δειλία και άκηδία για την άσκηση, ώστε μερικές φορές να θέλουν να επιστρέψουν άπό την έρημο στο μοναστήρι. Επίσης άλλες φορές στον ύπνο, άλλες φορές μέ τη φαντασία, τους έκανε ο διάβολος να βλέπουν τους δικούς τους, άλλους να κλαίνε και άλλους να έχουν τρελαθεί και άλλα πολλά έβλεπαν πού είναι αδύνατο νά τά διηγηθεί κανένας, αν δέν έχει πείρα άπό αυτού του είδους τους πειρασμούς. "Οσες φορές όμως έφερναν στό μυαλό τους το στεφάνι, πού είδε ο ένας νά βρίσκεται στό κεφάλι του άλλου, όπως και τη διδασκαλία και τά δάκρυα του γέροντα, σάν άπό λάδι αγιασμένο καταπραΰνονταν και παρηγοριόταν ή καρδιά τους.
Μερικές φορές εμφανιζόταν στ' όνειρο τους και ο όσιος Νίκων, άλλοτε νουθετώντας τους, άλλοτε προσευχόμενος γι' αυτούς, μερικές φορές μάλιστα διδάσκοντας τους ψαλμούς και τότε ξυπνούσαν προσπαθώντας νά μάθουν απέξω όσα διδάσκονταν στον ύπνο τους και χαίρονταν πάρα πολύ γι' αυτό. "Ηξεραν ότι ενδιαφέρεται πολύ γι' αυτούς, και τό αντιλαμβάνονταν άπό αυτά τά γεγονότα. Πριν λοιπόν νά ζητήσουν ό,τιδήποτε άπό τό Θεό, προσευχήθηκαν καί οι δυό για τό έξης πράγμα: ο Συμεών, νά παρηγορηθεί και νά σιγουρευτεί ή καρδιά της μητέρας του ο Ιωάννης, νά πάρει ο Θεός κοντά Του τη γυναίκα του, ώστε νά πάψει νά τη σκέφτεται. Ό Θεός πού είπε ότι θα πραγματοποιήσει τό θέλημα αυτών πού Τόν φοβούνται, τους άκουσε και αφού πέρασαν δυό χρόνια, ο όσιος Συμεών πληροφορήθηκε άπ' τό Θεό ότι ή μητέρα του δέν λυπάται πιά γι' αυτόν και ότι τη νύχτα παρουσιάζεται σ' αυτήν, την παρηγορεί και της λέει στη Συριακή διάλεκτο: "λα δέχρε λιχ έμ", πού σημαίνει: «"Μη λυπάσαι μητέρα", γιατί κι έγώ καί ο Ιωάννης είμαστε καλά καί υπηρετούμε στό παλάτι του βασιλιά καί φοράμε στεφάνια, πού μας έδωσε ο βασιλιάς, καί πολύ όμορφες στολές. Παρηγόρησε όμως και τους γονείς του αδελφού Ιωάννη, γιατί υπηρετεί κι αυτός μαζί μου. Λοιπόν, μη λυπάστε καθόλου». "Ομως και ό άββάς Ιωάννης είδε κάποιον λευκοντυμένο να του λέει: «Οικονόμησα, ώστε ό πατέρας σου να μη λυπάται καί τη γυναίκα σου σέ λίγο θα τήν πάρω μαζί μου».
Διηγήθηκαν ό ένας στον άλλον αυτά που είδαν καί χάρηκαν και ευφράνθηκε ή καρδιά τους. Αφού ό Θεός τους απάλλαξε από τόν λογισμό των γονέων τους, αμέσως άρχισαν να ζουν χωρίς φροντίδα, χωρίς να λυπούνται καθόλου γι' αυτούς και χωρίς να αισθάνονται κόπο ή οκνηρία συνέχισαν τόν δρόμο της ασκήσεως νύχτα και μέρα, μην έχοντας άλλη ασχολία παρά μόνο τόν " απερίσπαστο περισπασμό" και την "αμέριμνη μέριμνα", εννοώ βέβαια τήν αδιάλειπτη προσευχή. Σ' αυτή σύντομοι προόδευσαν οί άοκνοι εργάτες, ώστε σε λίγα χρόνια αξιώθηκαν θείων δράσεων, πληροφοριών καί θαυμάτων.
Πέρασε πάλι λίγος καιρός και ό ένας ησύχαζε σε απόσταση "λίθου βολής" άπό τόν άλλο. Είχαν συμφωνήσει μεταξύ τους τό έξης: να αναχωρούν και να ζουν χωριστά όποτε ήθελε ό καθένας νά προσεύχεται μόνος του όταν όμως συμβεί νά παρουσιαστούν λογισμοί ή άκηδία, νά έρχεται ό ένας προς τόν άλλον καί άπό κοινού νά προσεύχονται στον Θεό γιά νά απαλλαγούν άπ' τόν πειρασμό. Μιά μέρα λοιπόν, ενώ καθόταν ό Συμεών στό μέρος πού συνήθιζε, έρχεται σε έκσταση καί βλέπει τόν εαυτό του σάν νά βρισκόταν στην "Έδεσα (άπό εκεί ήταν ή καταγωγή του) κοντά στην άρρωστη μητέρα του καί νά της λέει στά Συριακά: «Πώς είσαι μητέρα;» Εκείνη απάντησε: «Καλά, παιδί μου». Της λέει πάλι: «Πήγαινε κοντά στό Βασιλιά. Μη φοβάσαι, γιατί Τόν παρακάλεσα καί σου ετοίμασε καλό μέρος, καί όταν θέλει, θα έρθω κι έγώ κοντά σου».
Αφού συνήλθε, κατάλαβε ότι εκείνη τήν ώρα κοιμήθηκε ή μητέρα του. Τρέχει γρήγορα στον αδελφό του Ιωάννη καί του λέει: «Σήκω, αδελφέ, νά προσευχηθούμε». Επειδή εκείνος ταράχτηκε (νόμισε ότι είχε κάποιο πειρασμό), του λέει ό Συμεών: «Μή ταράζεσαι, αδελφέ, δέν έχω τίποτα κακό με τη χάρη του Θεού». Του λέει πάλι ό Ιωάννης: «Τότε γιά ποιο λόγο έκανες τόσο δρόμο, πάτερ Συμεών;» Τόν αποκάλεσε έτσι γιατί τόν τιμούσε καί τόν σεβόταν πάρα πολύ, όπως κι εκείνος σεβόταν τόν Ιωάννη. Τότε τά μάτια του γέμισαν δάκρυα πού έτρεχαν σαν μαργαριτάρια πάνω στό στήθος του, και λέει στον Ιωάννη: «Αυτήν την ώρα ό Κύριος παίρνει κοντά Του την καλή μου και ευλογημένη μητέρα». Και του διηγήθηκε το δράμα.
Γονάτισαν και άρχισαν να προσεύχονται. Τότε μπορούσε να ακούσει κανείς το Συμεών να λέει προς τον Θεό λόγια συγκινητικά και ικετευτικά. Τα σπλάχνα του πονούσαν και ταράζονταν άπό τη φυσική αγάπη του γιου προς τή μητέρα. "Έλεγε: «Θεέ μου, Έσύ πού δέχτηκες τήν θυσία του Αβραάμ, Εσύ πού πρόσεξες το ολοκαύτωμα του Ίεφθάε, Έσύ πού δεν γύρισες το πρόσωπο Σου άπ' τα δώρα του Άβελ, Έσύ πού ανάδειξες προφήτιδα τήν "Αννα για χάρη του δούλου Σου Σαμουήλ, Έσύ, Κύριε μου, Κύριε, για χάρη του δούλου Σου, δέξε τήν ψυχή της μητέρας μου. Θυμήσου, Θεέ μου, τους κόπους και τους μόχθους της, πού έκανε για μένα. Θυμήσου, Κύριε, τους στεναγμούς και τα δάκρυα πού έχυσε, όταν για χάρη Σου έφυγα μακριά της. Θυμήσου, Κύριε, τα στήθη μέ τα όποια θήλασε εμένα τόν ταπεινό, για να χαρεί τήν νεότητα μου, πού όμως δέν χάρηκε. Μή ξεχνάς, Κύριε, ότι δεν μπορούσε να κάνει μακριά μου ούτε ώρα, κι όμως χωρίστηκε άπό μένα τόσα χρόνια. Θυμήσου, Κύριε πού γνωρίζεις τά πάντα, ότι όταν ήθελε να χαρεί γιά μένα, τότε γιά τό δικό Σου όνομα μέ στερήθηκε. Μή ξεχνάς, δίκαιε, τό σπαραγμό πού ένιωσε τή μέρα πού ήρθα κοντά Σου. Γνωρίζεις, Κύριε, πόσο αγρύπνησε κάθε νύχτα γιά νά θυμάται τή νεότητα μου, άπό τότε πού τήν εγκατέλειψα. Έσύ γνωρίζεις, Κύριε, πόσες νύχτες έχασε τόν ύπνο της ζητώντας τό πρόβατο πού κοιμόταν μαζί της. Μήν ξεχνάς, φιλάνθρωπε, πόσος πόνος γέμιζε τήν καρδιά της, όταν βλέποντας τά ρούχα μου, έλιωνε γιά τό μαργαριτάρι της πού τά φορούσε. Θυμήσου ακόμη, Κύριε, ότι της στέρησα τήν παρηγοριά και τή χαρά και τήν αγαλλίαση, γιά νά υπηρετήσω Εσένα τόν δικό μου και δικό της Θεό, και Κύριο των όλων. Δώσε της γιά συνοδεία αγγέλους, πού θα προστατεύουν τήν ψυχή της άπό τά πονηρά και άσπλαχνα πνεύματα και θηρία του αέρα, πού προσπαθούν νά αποσπάσουν και να καταπιούν αυτούς πού περνούν ανάμεσα από αυτά. Κύριε, Κύριε, στείλε της δυνατούς φύλακες, για να επιτιμούν κάθε ακάθαρτη
δύναμη πού θα συναντάει. Πρόσταξε ακόμη, Θεέ μου, να χωριστεί ή ψυχή από το σώμα της χωρίς λύπη και βάσανα. Και αν, σαν γυναίκα, σ' αυτή τη ζωή αμάρτησε είτε μέ λόγια είτε μέ έργα, συγχώρησε τήν ψυχή της, χάρη της θυσίας πού γέννησε και πού σου πρόσφερε, δηλαδή έμενα τόν ανάξιο Σου δούλο. Ναί, Κύριε, Κύριε, Θεέ μου, Έσύ πού είσαι δίκαιος κριτής και φιλάνθρωπος, μή τήν οδηγήσεις από θλίψη σέ θλίψη, άπό οδύνη σέ οδύνη, άπό στεναγμό σέ στεναγμό, άλλα για τή λύπη πού ένιωσε για το μοναδικό της παιδί, οδήγησε την στή χαρά, αντί για δάκρυα δώσ' της αγαλλίαση, αυτή τήν αγαλλίαση πού έχεις προετοιμάσει γιά τους αγίους Σου, Θεέ μου, Θεέ μου, στους αιώνες. Αμήν».
"Οταν σταμάτησαν να προσεύχονται και σηκώθηκαν, άρχισε ό αδελφός Ιωάννης να τόν παρηγορεί και να του λέει: «Νά, λοιπόν, αδελφέ Συμεών, ό Θεός σέ παρηγόρησε, άκουσε τήν προσευχή σου και πήρε τή μητέρα σου κοντά Του. Τώρα όμως κόπιασε μαζί μου και ας προσευχηθούμε μαζί στον Κύριο, γιά νά ελεήσει αυτήν πού επέτρεψε νά ονομαστεί σύζυγος μου, και ή νά τήν οδηγήσει νά πάρει τήν απόφαση νά γίνει κι αυτή μοναχή ή νά τήν ελεήσει παίρνοντας την κοντά Του». Προσευχήθηκαν λοιπόν γιά λίγο καιρό και κάποια νύχτα βλέπει ό άββάς Ιωάννης τή μητέρα του Συμεών νά έρχεται, νά πιάνει τό χέρι της συζύγου του και νά της λέει: «Σήκω, αδελφή μου, έλα κοντά μου, γιατί ό Βασιλιάς, στου Όποιου τήν υπηρεσία στρατεύτηκε ό γιος μου, μου χάρισε μια όμορφη κατοικία. "Αλλαξε όμως τα ρούχα σου και φόρεσε καθαρά». "Οπως έλεγε ό Ιωάννης, εκείνη αμέσως σηκώθηκε και τήν ακολούθησε. "Ετσι κατάλαβε ότι κοιμήθηκε κι αυτή και ότι και οί δύο ήταν σέ καλό μέρος, και χάρηκε πάρα πολύ.
Παρέμειναν ασκητεύοντας στην έρημο άλλα είκοσι εννιά χρόνια, ζώντας μέ μεγάλη άσκηση και κακοπάθεια, μέ κρύο και μέ ζέστη, και υπέμειναν πολλούς και ανεκδιήγητους πειρασμούς άπό τόν διάβολο και τόν νίκησαν και έφτασαν σέ μεγάλα μέτρα, ιδιαίτερα ό Συμεών μέ τήν ακακία και καθαρότητα πού είχε. Αυτός, μέ τή χάρη του Αγίου Πνεύματος πού υπήρχε σ' αυτόν, αισθανόταν να μη φοβάται ούτε πάθος ούτε κρύο ή πείνα ή ζέστη, αλλά σχεδόν είχε φτάσει σέ μέτρα πού ξεπερνούσαν την ανθρώπινη φύση. Λέει λοιπόν στον Ιωάννη: «Σέ τι μας ωφελεί, αδελφέ μου, να συνεχίσουμε να μένουμε σ' αυτή την έρημο; "Αν όμως θέλεις να μ' ακούσεις, σήκω να φύγουμε, για να σώσουμε κι άλλους, γιατί εδώ δέν ωφελούμε παρά μόνο τους εαυτούς μας και δέν έχουμε μισθό άπό κανέναν άλλο». Και άρχισε νά του λέει άπό τήν Αγία Γραφή τα έξης: «Κανείς νά μή ζήτα τό δικό του συμφέρον, αλλά του άλλου» και «Σέ όλους έγινα τα πάντα, για νά σώσω μερικούς». Επίσης άπό τό Ευαγγέλιο: «"Ετσι νά λάμψει τό φως σας μπροστά στους ανθρώπους, γιά νά δουν τά καλά σας έργα και νά δοξάσουν τόν Πατέρα σας στον ουρανό» και άλλα παρόμοια. Αποκρίθηκε ό Ιωάννης λέγοντας του: «Νομίζω, αδελφέ μου, ότι ό Σατανάς μίσησε τήν ησυχία μας και σου δημιούργησε αυτό τό λογισμό. Κάθισε καλύτερα νά τελειώσουμε στην έρημο αυτό τό δρόμο πού αρχίσαμε και στον όποιο μας κάλεσε ο Θεός».
Του λέει ό Συμεών: «Πίστεψε με, έγώ δέν πρόκειται νά μείνω, άλλα μέ τη δύναμη του Θεού θα πάω νά εμπαίξω τόν κόσμο». Του λέει πάλι ό αδελφός του: «Μή, καλέ μου αδελφέ, μή σέ παρακαλώ, γιά τ' όνομα του Κυρίου μας, μή μέ αφήσεις μόνο μου, τόν ταπεινό. Έγώ δέν έφτασα ακόμα σ' αυτά τά μέτρα, γιά νά εμπαίξω τόν κόσμο. "Ομως, γιά τό όνομα Αυτού πού μας συνέδεσε, μή θελήσεις νά χωριστείς άπ' τόν αδελφό σου. Γνωρίζεις καλά ότι μετά άπό τό Θεό δέν έχω παρά μόνο εσένα, αδελφέ μου. Τους αρνήθηκα όλους, προσκολλήθηκα σέ σένα, και τώρα θέλεις νά μέ αφήσεις, σάν σέ πέλαγος, μέσα σ' αυτήν τήν έρημο. Θυμήσου εκείνη τήν μέρα πού ρίξαμε κλήρο και πηγαίναμε προς τόν όσιο Νίκωνα, ότι υποσχεθήκαμε νά μή χωρίζεται ό ένας άπό τόν άλλον. Θυμήσου εκείνη τήν φοβερή ώρα, τότε πού φορέσαμε τό άγιο σχήμα και ήμαστε οί δύο σάν μιά ψυχή, ώστε όλοι νά παραξενεύονται γιά τήν αγάπη μας. Μήν ξεχνάς τά λόγια του μεγάλου γέροντα πού μ' αυτά μας συμβούλεψε τήν νύχτα πού φύγαμε, μή, σέ παρακαλώ, μήπως χαθώ και ζητήσει την ψυχή μου από σένα ό Θεός». Του λέει πάλι ό Συμεών: «"Ας υποθέσουμε ότι πέθαινα, δέν θα έπρεπε να φροντίζεις έσύ τον εαυτό σου, καθώς θα έμενες μόνος; Πίστεψε με, αν έρθεις, έχει καλώς, αλλιώς έγώ δέν πρόκειται να μείνω».
Μόλις είδε ό αδελφός Ιωάννης ότι επέμενε, κατάλαβε ότι είχε πληροφορία από τόν Θεό να τό κάνει επειδή δέν μπορούσε τίποτε να τους χωρίσει, παρά μόνο ό θάνατος, ίσως ούτε κι αυτός. Μάλιστα πολλές φορές παρακάλεσαν τόν Θεό, να τους πάρει κοντά Του μαζί και τους δύο, και πίστευαν ότι ό Κύριος θα κάνει δεκτή αυτή τους τήν αίτηση, όπως έκανε κι όλες τις άλλες. Λέει λοιπόν ό Ιωάννης: «Πρόσεχε, Συμεών, μήπως ό διάβολος θέλει να σέ περιπαίξει». Αυτός όμως του είπε: «Έσύ μόνο να μη μέ ξεχάσεις στην προσευχή σου, όπως ούτε έγώ εσένα, και ό Θεός και οι προσευχές σου θα μέ σώσουν». "Αρχισε πάλι ό αδελφός νά τόν συμβουλεύει και να του λέει: «Πρόσεξε, φυλάξου, αδελφέ μου Συμεών μήπως όσα μάζεψε ή έρημος, τά σκορπίσει ό κόσμος και ότι ωφέλησε ή ησυχία, τό καταστρέψει ή ταραχή και όσα σου πρόσφερε ή αγρυπνία, τά χάσεις μέ τόν ύπνο. Ασφαλίσου, αδελφέ μου, μήπως τή σωφροσύνη της μοναχικής ζωής τήν καταστρέψει ή απατηλή κοσμική ζωή. Πρόσεχε μήπως τόν καρπό της στερήσεως τών γυναικών άπό τις όποιες σέ έσωσε μέχρι σήμερα ό Θεός, τόν καταστρέψει ή συναναστροφή σου μ' αυτές. Πρόσεχε μήπως τήν ακτημοσύνη τήν αφαιρέσει ή φιλοκτημοσύνη, μήπως τό σώμα πού έλιωσε άπό τή νηστεία, παχύνει πάλι άπό τις τροφές. Πρόσεχε, αδελφέ μου, μήπως χάσεις τήν κατάνυξη σου μέ τό γέλιο και τήν προσευχή σου μέ τήν αμέλεια. Πρόσεχε, σέ παρακαλώ, μήπως, ενώ τό πρόσωπο σου γελάει, ό νους σκορπίζεται, μήπως αυτά πού αγγίζουν τά χέρια τ' αγγίζει και ή ψυχή, μήπως ενώ τό στόμα τρώει, ή καρδιά αισθάνεται ηδονή, μήπως, ενώ τά πόδια βαδίζουν, διαταραχθεί μέ τρόπο άτακτο ή εσωτερική σου ησυχία και μέ λίγα λόγια, μήπως όσα κάνει τό σώμα εξωτερικά τά κάνει και ή ψυχή εσωτερικά. 'Αλλά, αν πήρες άπό τό Θεό δύναμη, αδελφέ μου, ώστε ό,τιδήποτε και νά κάνει τό σώμα, σχήματα, λόγια ή πράξεις, νά μένει ατάραχος και άσύγχυτος ό νους και ή καρδιά σου καί νά μή μολύνεται και νά μή βλάπτεται καθόλου άπό αυτά, πραγματικά έγώ χαίρομαι για τή σωτηρία σου, μόνο παρακάλεσε το Θεό να μή μας χωρίσει εκεί τόν ένα από τόν άλλο». Του λέει τότε ό άββάς Συμεών: «Μή φοβάσαι, αδελφέ Ιωάννη, γιατί αυτό πού κάνω δέν τόν κάνω άπό μόνος μου, άλλα επειδή μου τό προστάζει ό Θεός. Και άπό αυτό θα καταλάβεις ότι μέ τήν βοήθεια του Θεού, τό έργο μου Τόν ευαρέστησε, όταν, πριν πεθάνω, θα έρθω και θα σε προσκαλέσω καί θα σε ασπαστώ και ύστερα άπό λίγες μέρες θα έρθεις και θα μέ συναντήσεις. Σήκω όμως για νά προσευχηθούμε».
Αφού προσευχήθηκαν για πολλή ώρα και αλληλοασπάστηκαν έχοντας μουσκέψει τα στήθη τους μέ τα δάκρυα τους, τόν άφησε νά φύγει συνοδεύοντας τον γιά αρκετή απόσταση. Δέν του έκανε καρδιά νά χωριστούν, άλλα όταν του έλεγε ό άββάς Συμεών: «Γύρνα πίσω, αδελφέ», αισθανόταν σάν νά τόν χώριζε μαχαίρι άπό τό σώμα του και τόν παρακαλούσε πάλι νά τόν συνοδέψει ακόμη λίγο. Επειδή όμως τόν πίεσε πολύ ό άββάς Συμεών, γύρισε πίσω βρέχοντας τήν γή μέ δάκρυα.
Xpnstos
Έμπειρος Αποστολέας
Έμπειρος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 276
Εγγραφή: Τετ Ιαν 24, 2007 6:00 am

Δημοσίευση από Xpnstos »

Ο Συμεών εμπαίζει τόν κόσμο

Αμέσως ό Συμεών κατευθύνθηκε προς τήν 'Αγία Πόλη του Χριστού και Θεού μας. "Οπως έλεγε, διψούσε πολύ και φλεγόταν τόσα χρόνια άπό τήν επιθυμία νά απολαύσει τους Αγίους Τόπους του Χριστού. Επισκέφθηκε λοιπόν τόν Άγιο και ζωοποιό Τάφο του Χριστού, όπως επίσης και τό Γολγοθά, τόν πρόξενο της σωτηρίας μας και τό νικητή του θανάτου, και έτσι εκπλήρωσε τήν επιθυμία του. "Εμεινε στην Αγία Πόλη τρεις μέρες, πήγαινε καί προσκυνούσε στους πάνσεπτους τόπους του Κυρίου και προσευχόταν. Ή προσευχή του ήταν νά μήν αποκαλυφθεί ή εργασία του, μέχρις ότου νά φύγει άπ' τή ζωή, γιά νά αποφύγει τήν δόξα πού προσφέρουν οι άνθρωποι άπό τήν οποία δημιουργείται ή υπερηφάνεια και ή υπεροψία στον άνθρωπο, αυτή πού οδήγησε και αγγέλους στην πτώση από τους ουρανούς. "Ακουσε τήν προσευχή του Αυτός πού είπε: «Προσευχήθηκαν οί δίκαιοι μέ θερμότητα και ό Κύριος τους άκουσε», γιατί, ενώ έκανε τόσα πολλά θαύματα και τόσα παράδοξα πράγματα, όπως μπορεί κανείς να πληροφορηθεί από τα παρακάτω, δέν φανερώθηκε ή εργασία του στους ανθρώπους. Τό αίτημα του έγινε ένα είδος καλύμματος στις καρδιές αυτών πού έβλεπαν αυτά πού έκανε, μέχρις ότου κοιμήθηκε. Πώς ήταν δυνατόν, αν δέν συνέβαινε αυτό, δηλαδή να αποκρύπτει ο Θεός από τους ανθρώπους τήν αρετή του μακαρίου Συμεών για να τον προφυλάξει άπό τόν έπαινο τους, να μή γίνεται φανερός σ' όλους, τή στιγμή πού άλλοτε θεράπευε δαιμονισμένους, άλλοτε κρατούσε στά χέρια του αναμμένα κάρβουνα, σ' άλλους πολλές φορές προέλεγε αυτά πού θα συνέβαιναν και σ' άλλους φανέρωνε αυτά πού έλεγαν γι' αυτόν μακριά του άλλοτε, μέ αστείο τρόπο, πρόσφερε μέσα στην έρημο πλούσια γεύματα, μερικές φορές μετάστρεφε στην ευσέβεια Εβραίους και κακόπιστους, θεράπευε αρρώστους, και άλλους έσωζε από διάφορους κινδύνους; Πολλές φορές και γυναίκες άσεμνες ή πόρνες, άλλες οδηγούσε μέ παιγνιώδεις ενέργειες σέ νόμιμο γάμο, άλλες προσελκύοντας τις μέ χρήματα τις σωφρόνιζε και άλλες, μέ τήν καθαρότητα πού τόν διέκρινε, τις έφερνε σέ κατάνυξη ώστε να ακολουθήσουν τό μοναχικό βίο. Δέν απορώ, φιλόχριστοι, πού έμεινε άγνωστος, έχοντας κάνει μέ τή χάρη του Θεού τέτοια πράγματα. Γιατί Αυτός πού πολλές φορές φανερώνει σ' όλους τις κρυμμένες αρετές των δούλων Του, ό "Ίδιος οικονόμησε, ώστε να γίνουν φανερές σ' όλους και οι πριν άγνωστες αρετές αυτού του οσίου.
"Οπως αναφέρθηκε πιό πάνω, μετά τήν τριήμερη παραμονή του στους Αγίους Τόπους, πήγε στην "Εμεσα. Πριν μπει μέσα στην πόλη, βρήκε ο αοίδιμος ένα ψόφιο σκύλο πάνω στην κοπριά καί, αφού έλυσε τό σχοινένιο ζωνάρι του, έδεσε τό πόδι του σκύλου καί άρχισε νά τρέχει σέρνοντας τον. "Ετσι μπήκε άπό τήν πύλη, κοντά στην οποία ήταν ένα σχολείο. Μόλις τόν είδαν τά παιδιά άρχισαν νά φωνάζουν: «"Ε, ένας τρελός άββάς» καί νά τρέχουν άπό πίσω του και νά τον χτυπούν. Τήν άλλη μέρα, πού ήταν Κυριακή, πήρε καρύδια, πήγε στην εκκλησία στην αρχή τής θείας Λειτουργίας και άρχισε να τα πετάει και να σβήνει τις καντήλες. "Αρχισαν τότε να τον κυνηγούν γιά να τόν βγάλουν έξω, αλλά αυτός ανέβηκε στον άμβωνα και από εκεί χτυπούσε τις γυναίκες με τα καρύδια. Μέ πολύ κόπο τόν έβγαλαν έξω, άλλα καθώς έβγαινε, αναποδογύρισε τα τραπέζια μερικών πού πουλούσαν μικρές πίτες. Αυτοί τότε τόν χτύπησαν μέχρι πού κόντευε να πεθάνει. "Οταν είδε πόσο είχε κακοποιηθεί άπό τα χτυπήματα, είπε στον εαυτό του: «Φτωχέ Συμεών, πράγματι ούτε μια εβδομάδα δεν μπορείς να ζήσεις έτσι στά χέρια αυτών τών ανθρώπων».
Κατ' οικονομία Θεού τόν είδε κάποιος φουσκάριος* καί μή ξέροντας ότι προσποιείται τό σαλό του λέει: «Θέλεις, κύριε άββά, αντί να γυροφέρνεις, να στέκεσαι και να πουλάς λούπινα;» Εκείνος δέχτηκε. "Οταν λοιπόν τόν έβαλε να πουλάει, άρχισε αυτός νά τα μοιράζει στον κόσμο και νά τρώει και ό ίδιος άπληστα. (Είχε όμως νά φάει μία εβδομάδα). Είπε τότε στον φουσκάριο ή γυναίκα του: «Ποϋ τόν βρήκες και μ«ς τόν έφερες αυτόν τόν άββά; "Αν τρώει έτσι, δέν έχουμε ανάγκη νά πουλήσουμε τίποτε. "Εφαγε ένα δοχείο λούπινα άπό αυτά πού έχω γιά νά μετράω τις ποσότητες». Δέν ήξεραν βέβαια πώς ότι περιείχαν τά υπόλοιπα δοχεία δηλ. κουκιά, φακές, ρεβίθια και όλα τά άλλα, τά είχε μοιράσει σ' όσους έκαναν τήν ίδια δουλειά και σ' άλλους ανθρώπους, αλλά νόμιζαν ότι τά πούλησε. "Οταν όμως άνοιξαν τό ταμείο και δέν βρήκαν χρήματα, τόν χτύπησαν και τόν έδιωξαν, αφού του μάδησαν καί τά γένια.
"Οταν έγινε απόγευμα θέλησε νά θυμιατίσει. Δέν είχε φύγει όμως άπό αυτούς, άλλα κοιμήθηκε έξω άπό τήν πόρτα τους. Και επειδή δέν έβρισκε κανένα κεραμίδι, έβαλε τό χέρι του στην ανθρακιά, τό γέμισε μέ κάρβουνα και άρχισε νά θυμιατίζει. Επειδή ήταν θέλημα Θεού νά σωθεί ό φουσκάριος (ανήκε στην αίρεση τών " ακέφαλων" Σευηριτών) είδε ή γυναίκα του τόν Συμεών νά θυμιατίζει μέ τό χέρι του και έκπληκτη του λέει: «Γιά τ' όνομα του Θεού, άββά Συμεών, μέ τό χέρι σου θυμιατίζεις;» "Οταν άκουσε αυτό ό γέροντας, προσποιήθηκε ότι καιγόταν και έριξε τά κάρβουνα άπό τό χέρι του στό παλιό ράσο πού φορούσε, λέγοντας: «"Αν δέ θέλεις μέ τό χέρι μου, νά, με το ράσο μου θυμιατίζω». Και όπως ό Θεός διαφύλαξε από τη φωτιά τή βάτο καί τους τρεις νέους, έτσι ούτε ό όσιος ούτε τό ράσο του καίγονταν άπό τά κάρβουνα. Μέ ποιο τρόπο σώθηκαν ό φουσκάριος και ή γυναίκα του, θα αναφερθεί σε άλλο σημείο.
Κάθε φορά πού έκανε κάτι τό θαυμαστό, έφευγε από τό μέρος εκείνο, μέχρι νά ξεχαστεί ή πράξη του. Και μάλιστα βιαζόταν νά κάνει καμιά τρέλα για νά καλύψει τό κατόρθωμα του.
Κάποτε πρόσφερε θερμά ποτά σ' ένα καπηλειό, γιά νά εξοικονομεί τό φαγητό του. Ήταν άσπλαχνος όμως ό κάπηλος και πολλές φορές δεν του έδινε ούτε φαγητό, μολονότι έκανε πολλή δουλειά εξαιτίας του. Γιατί οι άνθρωποι αστειευόμενοι έλεγαν μεταξύ τους: «"Ας πάμε νά πιούμε εκεί πού είναι ό Σαλός». Μιά μέρα μπήκε μέσα στό καπηλειό ένα φίδι και ήπιε κρασί άπό μία στάμνα και αφού έβγαλε τό δηλητήριο του μέσα σ' αυτήν έφυγε. Ό άββάς Συμεών δεν ήταν μέσα, άλλα έπαιζε έξω μέ τόν κόσμο. "Οταν μπήκε μέσα είδε γραμμένη επάνω στη στάμνα αόρατα τή λέξη "θάνατος". Αμέσως κατάλαβε τι είχε συμβεί και μέ ένα ξύλο τήν έσπασε, όπως ήταν γεμάτη. Ό κάπηλος τότε του πήρε άπό τά χέρια τό ξύλο, τόν χτύπησε μέχρι πού κουράστηκε καί τόν έδιωξε. Τήν άλλη μέρα ό άββάς Συμεών πήγε καί κρύφτηκε πίσω άπό τήν πόρτα. Σέ λίγο ήλθε πάλι τό φίδι νά πιει καί, όταν τό είδε ό κάπηλος, πήρε τό ξύλο γιά νά τό σκοτώσει. Μή μπορώντας όμως νά τό χτυπήσει, έσπασε όλες τις στάμνες και τά ποτήρια. Τότε παρουσιάστηκε μπροστά του ό Σαλός καί του λέει: «Τί γίνεται, τρελέ; "Οπως βλέπεις, δεν κάνω μόνο εγώ άσκοπα πράγματα». Τότε αντιλήφθηκε γιά ποιο λόγο έσπασε ό άββάς Συμεών τή στάμνα καί οικοδομήθηκε και τόν θεωρούσε άγιο.
Θέλοντας ό όσιος νά τόν κάνει νά αλλάξει γνώμη, γιά νά μή τόν φανερώσει, μιά μέρα, πού ό κάπηλος έδινε κρασί καί ή γυναίκα του κοιμόταν μόνη της, πήγε κοντά της καί έκανε πώς βγάζει τά ρούχα του. Εκείνη έβαλε τις φωνές καί μόλις ήρθε ό άντρας της του λέει: «Πέταξε έξω αυτόν τον τρισκατάρατο, γιατί ήθελε να μέ βιάσει». Τόν έβγαλε έξω στην παγωνιά —έκανε πολύ κρύο κι έβρεχε— χτυπώντας τον μέ γροθιές. Και από τότε ό κάπηλος όχι μόνο τόν θεωρούσε τρελό, άλλα και αν έβλεπε κανένα να προβληματίζεται σχετικά μέ τό αν προσποιείται ό άββάς ή όχι, του έλεγε αμέσως: «Πίστεψε με, είναι αληθινά δαιμονισμένος. Τόν είδα μέ τά μάτια μου, και κανείς δεν μπορεί να μέ μεταπείσει ότι ήθελε να βιάσει τη γυναίκα μου καί ότι τρώει κρέας ό αθεόφοβος». Πράγματι έτρωγε πολλές φορές και κρέας ό δίκαιος, χωρίς όμως να έχει φάει όλη την εβδομάδα. Καί κανείς δέν γνώριζε τή νηστεία πού έκανε, έτρωγε όμως τό κρέας μπροστά σ' όλους, γιά νά καλύψει την αρετή του.
Ήταν σαν νά μην είχε σώμα καί ακόμη δέν έδινε σημασία στην ασχημοσύνη των ανθρώπων καί των φυσικών αναγκών. Γιατί πολλές φορές θέλοντας νά Ικανοποιήσει τή σωματική ανάγκη, αμέσως, χωρίς νά ντρέπεται κανένα, καθόταν σέ κάποιο σημείο της αγοράς μπροστά σέ όλους, κι αυτό γιατί ήθελε νά τους πείσει ότι ενεργεί έτσι, επειδή δέν είναι στα λογικά του. "Οπως έχουμε πει πολλές φορές, ξεπερνούσε τή σαρκική πύρωση, μέ τήν οποία ήθελε
νά τόν προσβάλλει ό διάβολος, καί δέν βλαπτόταν καθόλου άπό αυτήν μέ τή δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Μιά μέρα ό ενάρετος καί θεοφιλής διάκονος Ιωάννης, πού μας διηγήθηκε τό βίο του, τόν είδε εξαντλημένο καί λιωμένο άπό τήν άσκηση (ήταν απόπασχα καί είχε μείνει άσιτος όλη τήν Αγία Τεσσαρακοστή). Τόν λυπήθηκε καί θαύμασε τήν ανεκδιήγητη του σκληραγωγία, μολονότι ζούσε μέσα σέ πόλη καί συναναστρεφόταν μέ γυναίκες καί άλλους ανθρώπους. Θέλησε λοιπόν νά τόν βοηθήσει νά ανακτήσει τις δυνάμεις του καί δήθεν πειράζοντας τον, του είπε: «"Έρχεσαι νά λουστείς Σαλέ;» Εκείνος του απάντησε γελώντας: «Ναι, πάμε πάμε» καί, ενώ έλεγε αυτά, έβγαλε τό ένδυμα του καί τό έδεσε επάνω στό κεφάλι του σαν μαντήλα. Του λέει τότε ό Ιωάννης: «Φόρεσε το αδελφέ, γιατί, αν περπατάς έτσι γυμνός, έγώ δέν έρχομαι μαζί σου». Του απαντάει ό άββάς Συμεών: «Πήγαινε, τρελέ, έγώ ετοιμάστηκα, κι αν δέν έρθεις, θα πάω πιό μπροστά άπό σένα». Τόν άφησε καί προχώρησε λίγο πιό μπροστά. Υπήρχαν δύο λουτρά τό ένα κοντά στό άλλο, τό ένα ανδρικό καί τό άλλο γυναικείο. "Άφησε τό λουτρό των ανδρών ό Σαλός καί όρμησε θεληματικά στο γυναικείο. Ό Ιωάννης του φώναζε: «"Ε, Σαλέ, που πας; Σταμάτα, εκείνο είναι των γυναικών». Γύρισε τότε ό θαυμάσιος και του είπε: «Φύγε από δω, τρελέ. Κι εκεί ζέστη και νερό κι εδώ ζέστη και νερό. τίποτε περισσότερο δέν υπάρχει ούτε εκεί ούτε εδώ», και μπήκε τρέχοντας ανάμεσα στις γυναίκες σαν να βρισκόταν μπροστά στη δόξα του Θεού. "Ορμησαν αμέσως όλες καταπάνω του και τόν έβγαλαν έξω χτυπώντας τον. "Οταν διηγήθηκε όλη τη ζωή του στον θεοφιλή διάκονο Ιωάννη, τόν ρώτησε εκείνος: «Για τό Θεό, πάτερ, πώς αισθανόσουν, όταν μπήκες στό λουτρό τών γυναικών;» «Πίστεψε με, παιδί μου», του είπε, «ήμουν σάν ξύλο ανάμεσα σε ξύλα. Δέν αισθανόμουν ότι είχα σώμα ούτε ότι ήμουν ανάμεσα σε σώματα, αλλά όλος μου ό νους ήταν στό έργο του Θεού και δέν απομακρύνθηκα καθόλου άπ' αυτό». Γιατί άλλα άπό τα έργα του έκανε ό δίκαιος κινούμενος άπό αγάπη γιά τη σωτηρία τών ανθρώπων και άλλα γιά νά καλύψει τά κατορθώματα του. Μια άλλη φορά πάλι έπαιζαν μερικοί λυσόπορτα* τρέχοντας έξω άπό τήν πόλη. "Ενας άπό αυτούς, πού ήταν γιος του διακόνου Ιωάννη, του φίλου του, είχε πορνεύσει πριν άπό λίγες μέρες με μία γυναίκα, πού ήταν παντρεμένη. Αυτός δαιμονίστηκε τη στιγμή πού έβγαινε άπό τό σπίτι της, χωρίς νά τόν δει κανείς. Επειδή θέλησε ό όσιος νά τόν γιατρέψει, αλλά και νά τόν σωφρονίσει, λέει σ' αυτούς πού έτρεχαν: «"Αν δέν με παίξετε κι εμένα, δέν θα σας αφήσω νά τρέξετε», και άρχισε νά τους πετροβολάει. Θέλησαν τότε αυτοί νά τόν πάρουν στό παιχνίδι καί νά τόν βάλουν στό μέρος πού έτρεχε αυτός πού ήθελε νά γιατρέψει. "Οταν τό είδε αυτό ό άββάς Συμεών, πήγε στό άλλο μέρος, γιατί ήξερε τι έμελε νά κάνει. "Οταν άρχισαν νά τρέχουν, ορμάει ό όσιος προς τό δαιμονισμένο νέο, τόν φτάνει καί, χωρίς νά καταλάβει κανείς τίποτε, τόν χτυπάει στό σαγόνι καί του λέει: «Νά μή μοιχεύσεις άλλη φορά, ταλαίπωρε, καί δέν θα σέ πειράξει ό δαίμονας». Μόλις είπε αυτά, τόν σπάραξε τό δαιμόνιο, καί μαζεύτηκαν όλοι άπό πάνω του. "Ετσι πού ήταν πεσμένος κάτω καί άφριζε, βλέπει τό Σαλό νά διώχνει άπό μέσα του ένα σκύλο μαύρο χτυπώντας τον μέ ένα ξύλινο σταυρό. "Οταν μετά από πολλές ώρες συνήλθε και τόν ρωτούσαν τι είχε πάθει, δεν μπορούσε να τους πει τίποτε άλλο παρά μόνο ότι: «Κάποιος μου είπε, να μη πορνεύσω άλλη φορά». Μόνο μετά τό θάνατο του άββά, σάν να είχε καθαρίσει ό νους του, διηγούταν σ' όλους τό περιστατικό μέ κάθε λεπτομέρεια.
Κάποτε μερικοί μίμοι έκαναν τό νούμερο τους στο θέατρο. Μαζί τους ήταν και κάποιος ταχυδακτυλουργός. Θέλοντας να τόν κάνει νά σταματήσει αυτά πού έκανε (γιατί είχε κάνει μερικά καλά έργα), δέν τό θεώρησε υποτιμητικό νά πάει στό θέατρο, αλλά πήγε και στάθηκε κάτω άπό τήν εξέδρα πού έπαιζαν οι μίμοι. "Οταν είδε ότι ό ταχυδακτυλουργός άρχισε νά κάνει αθέμιτα πράγματα, ρίχνει μιά πολύ μικρή πέτρα, αφού έκανε πάνω της τό σημείο του σταυρού, και τόν χτύπησε στό δεξί του χέρι και του τό ξέρανε, χωρίς νά καταλάβει κανείς ποιος έριξε τήν πέτρα. Παρουσιάστηκε κατόπιν τη νύχτα στον ύπνο του ό όσιος και του λέει: «Πραγματικά σέ πέτυχα" κι αν δέν ορκιστείς ότι δέν θα κάνεις άλλη φορά τέτοια πράγματα, δέν πρόκειται νά γιατρευτείς». Ορκίστηκε αυτός στή Θεοτόκο και όταν σηκώθηκε είδε ότι τό χέρι του είχε θεραπευτεί. Και διηγούταν όλα όσα είδε στον ύπνο του, μόνο πού δέν μπορούσε νά πει ότι ό Σαλός ήταν αυτός πού του τα είπε. Δέν μπόρεσε νά πει τίποτε άλλο παρά μόνο ότι: «Κάποιος μοναχός πού φορούσε στεφάνι άπό βάγια μου τά είπε».
Κάποτε πού ήταν νά γίνει μεγάλος σεισμός στην πόλη, τήν εποχή πού καταστράφηκε ή Αντιόχεια, στά χρόνια τής βασιλείας του Μαυρικίου (τότε ήταν πού έφυγε άπό τήν έρημο ό όσιος καί κατέβηκε στον κόσμο), άρπαξε τό λουρί άπό τό σχολείο καί άρχισε νά χτυπάει τους στύλους καί νά λέει στον καθένα: «Είπε ό κύριος σου νά σταθείς». Καί όταν έγινε σεισμός, κανείς άπ' όσους στύλους χτύπησε δέν έπεσε. Σέ κάποιο στύλο όμως είχε πει: «Έσύ ούτε νά πέσεις ούτε νά σταθείς». Αυτός σχίστηκε άπό πάνω μέχρι κάτω, έγειρε λίγο κι έμεινε έτσι. Κανείς δέν είχε καταλάβει τι έκανε ό μακάριος, αλλά όλοι πίστευαν, ότι άπό τήν παραφροσύνη του είχε χτυπήσει τους στύλους. Ήταν να δοξάζει κανείς τό Θεό και να απορεί για τά θαυμάσια Του, αφού όσες ενέργειες του αγίου θεωρούσαν μερικοί άπρεπες, μ' αυτές φανέρωνε τά παράδοξα και απροσδόκητα. Κάποτε, πού ήταν να πέσει θανατικό στην πόλη, πέρασε άπ' όλα τά σχολεία και φιλούσε τά παιδιά λέγοντας στό καθένα σάν γι' αστείο: «Πήγαινε στό καλό, καλό μου». Δεν τά φίλησε όλα, αλλά όσα του υπέδειξε ή χάρη του Θεού. Στό δάσκαλο κάθε σχολείου έλεγε: «Για τό Θεό σου, τρελέ, μή δείρεις τά παιδιά πού φιλώ, γιατί έχουν νά βαδίσουν πολύ δρόμο». ΟΙ δάσκαλοι τόν κορόιδευαν και μερικές φορές μάλιστα τόν χτυπούσαν μέ τό λουρί και έκαναν νόημα και στά παιδιά και τόν κοροϊδεύανε. "Οταν έπεσε τό θανατικό δέν έμεινε ούτε ένα παιδί ζωντανό άπ' όσα φίλησε ό άββάς Συμεών, αλλά πέθαναν όλα.
Είχε τη συνήθεια ό όσιος νά πηγαίνει στά σπίτια των πλουσίων και νά παίζει και νά προσποιείται πολλές φορές ότι φιλάει τι ς δούλες τους. Μιά φορά κάποιος άφησε έγκυο μιά δούλη κάποιου πλουσίου. "Οταν ή κυρία της τη .ρώτησε ποιος τη διέφθειρε, επειδή δέν ήθελε νά τό φανερώσει, είπε: «Ό Σαλός Συμεών μέ βίασε». "Οταν ήρθε ό άγιος, όπως τό συνήθιζε, στό σπίτι αυτό, του είπε ή κυρία της κοπέλας: «Μπράβο, άββά Συμεών, διέφθειρες και άφησες έγκυο τή δούλη μου». Αμέσως γέλασε εκείνος, έσκυψε τό κεφάλι του και χειρονομώντας μέ τό δεξί του χέρι της έλεγε, έχοντας ενωμένα τά πέντε δάχτυλα του: «"Έλα, έλα, καημένη, θα σού γεννήσει και θα έχεις ένα μικρό Συμεώνη». "Οσο χρόνο ήταν αυτή έγκυος, της κουβαλούσε ό άββάς Συμεών ψωμιά, κρέατα καί ψάρια λέγοντας: «Φάε, γυναίκα μου». "Οταν ήρθε ή ώρα νά γεννήσει, κοιλοπόνεσε τρεις μέρες κινδυνεύοντας νά πεθάνει. Είπε τότε ή κυρία της στό Σαλό: «Προσευχήσου, άββά Συμεών, γιατί ή γυναίκα σου δέν μπορεί νά γεννήσει». Εκείνος της απάντησε χορεύοντας και χτυπώντας τά χέρια του: «Μά τόν Ιησού, μά τόν Ιησού, ταπεινή, δέν θα μπορέσει νά γεννήσει τό παιδί, αν δέν πει ποιος είναι ό πατέρας του». "Οταν άκουσε αυτό ή δούλη πού κινδύνευε, ομολόγησε ότι συκοφάντησε τόν άββά καί φανέρωσε τόν αληθινό πατέρα. Αμέσως τότε γέννησε. Θαύμασαν όλοι καί, ενώ οί άνθρωποι του σπιτιού αυτού τόν είχαν για άγιο, οί άλλοι έλεγαν: «Με τη βοήθεια του Σατανά μαντεύει, αφού είναι τελείως τρελός».
Δύο πατέρες σε κάποιο μοναστήρι κοντά στην 'Έμεσα συζητούσαν και προσπαθούσαν να εξηγήσουν γιατί έπεσε ό Ωριγένης, ό αιρετικός, τη στιγμή πού είχε τιμηθεί με τέτοια γνώση και σοφία από τό Θεό. Ό ένας έλεγε: «Ή γνώση πού είχε δεν ήταν άπό τό Θεό, αλλά ήταν φυσικό πλεονέκτημα. Επειδή λοιπόν είχε φυσικά προσόντα, κυρίως όμως με τήν ανάγνωση της Αγίας Γραφής και τη μελέτη των αγίων πατέρων όξυνε τό νου του και έτσι μπόρεσε νά γράψει τα βιβλία πού έγραψε». Ό άλλος απαντούσε: «Δεν μπορεί κανείς μόνο μέ τό φυσικό πλεονέκτημα του μυαλού νά πει αυτά πού εξέθεσε ό Ωριγένης, και μάλιστα στά έξαπλά* του». (Γι' αυτό και μέχρι σήμερα τά δέχεται αυτά ως αναγκαία ή καθολική εκκλησία). Ό άλλος αποκρινόταν πάλι: «Πίστεψε με, υπάρχουν "Έλληνες πού απόκτησαν περισσότερη σοφία άπ' αυτόν και περισσότ
ερα βιβλία έγραψαν. τι λες; Πρέπει κι αυτούς νά επαινέσουμε για τις φλυαρίες τους;» Επειδή δεν κατάφεραν τελικά νά συμφωνήσουν, είπαν: «Ακούμε άπό αυτούς πού έρχονται άπό τους Αγίους Τόπους ότι ή έρημος του Ιορδάνη έχει μεγάλους μοναχούς- ας πάμε σ' αυτούς, για νά μας διαφωτίσουν». Πήγαν λοιπόν στους Άγιους Τόπους καί, αφού προσευχήθηκαν, προχώρησαν προς τήν έρημο της Νεκράς Θάλασσας, όπου είχαν εγκατασταθεί οί αείμνηστοι Ιωάννης καί Συμεών. Δεν πήγε χαμένος ό κόπος τους, γιατί μέ τή βοήθεια του Θεού βρήκαν τόν άββά Ιωάννη πού είχε ήδη φτάσει σε μέτρα τελειότητας. Μόλις τους είδε, είπε: «Καλώς όρισαν αυτοί που άφησαν τή θάλασσα καί ήρθαν στή λίμνη τήν ξερή, για νά πάρουν νερό». Συζήτησαν αρκετή ώρα διάφορα πνευματικά θέματα καί υστέρα του είπαν τό λόγο πού έκαναν μιά τόσο μεγάλη πορεία. Τους είπε τότε: «Πατέρες, δεν απόκτησα ακόμη τό χάρισμα νά εξιχνιάζω τις βουλές του Θεού. Πηγαίνετε στό σαλό Συμεών, στή χώρα σας, καί αυτός θα σας εξηγήσει κι αυτό και ότι άλλο θέλετε. Ακόμη νά του πείτε νά προσευχηθεί για τόν Ιωάννη, γιά νά τύχει κι αυτός δέκα» "Οταν πήγαν στην "Εμεσα και ρώτησαν ποϋ βρίσκεται εκεί κάποιος σαλός Συμεών, όλοι τους κορόιδευαν και έλεγαν: «Τί θέλετε από αυτόν πατέρες; Είναι άνθρωπος παράξενος κι όλους τους κάνει κακό και τους κοροϊδεύει, και προπαντός τους μοναχούς». Εκείνοι τον αναζήτησαν και τόν βρήκαν στό μαγαζί ενός φουσκαρίου* να τρώει λούπινα σαν αρκούδα. Αμέσως ό ένας σκανδαλίστηκε και είπε μέσα του: «Αλήθεια, μεγάλο σοφό ήρθαμε να δούμε, πολλά έχει να μας πει». "Οταν τόν πλησίασαν και του είπαν «Ευλογείτε», τους λέει: «Κακώς ήρθατε, και αυτός πού σας έστειλε είναι τρελός». "Έπιασε τότε τό αυτί αυτού πού σκανδαλίστηκε και του έδωσε ένα τέτοιο μπάτσο, πού φαινόταν για τρεις μέρες, και είπε: «Γιατί κατηγοράτε τα λούπινα; Σαράντα μέρες βράχηκαν. Ό Ωριγένης δεν τρώει άπό αυτά, γιατί μπήκε πολύ μέσα στή θάλασσα καί δεν μπόρεσε να βγει και πνίγηκε στό βυθό». "Έμειναν έκπληκτοι, γιατί τους τα προεΐπε όλα, καί μάλιστα συμπλήρωσε: «Τα δέκα θέλει ό σαλός; Τρελός είναι κι αυτός σαν κι εσάς. Θα πάρεις, πέστε του, κλωτσιά στό καλάμι; "Άντε, άντε, πηγαίνετε». Και αμέσως σήκωσε τή χύτρα μέ τη ζεστή φούσκα* καί τους έκαψε τα χείλη τους, γιά νά μήν μπορούν νά πουν τά όσα τους είπε. Κάποτε, πού ήταν στό φουσκάριο, πήρε μία μέρα ένα πανδούρι* καί άρχισε νά παίζει σ' ένα στενοσόκακο, όπου υπήρχε πνεύμα ακάθαρτο. "Έπαιζε καί έλεγε την ευχή του μεγάλου Νίκωνα, γιά νά διώξει άπό τόν τόπο εκείνο τό πνεύμα, επειδή σε πολλούς είχε κάνει κακό. "Οταν έφυγε τό δαιμόνιο, πέρασε μέ τή μορφή Αιθίοπα άπό τό μαγαζί καί έσπασε όλα τά πήλινα καί γυάλινα αντικείμενα. Επέστρεψε ό θαυμάσιος και λέει στή γυναίκα του αφεντικού του: «Ποιος τά έσπασε αυτά;» Εκείνη του απάντησε: «"Ενας μαύρος καταραμένος ήρθε καί τά έσπασε όλα». Της λέει γελώντας: «Κοντός, κοντός;» Εκείνη του απαντάει: «Ναί, πράγματι, Σαλέ». Τής λέει τότε: «Αλήθεια, έγώ τόν έστειλα, γιά νά τά σπάσει όλα». "Οταν τό άκουσε αυτό εκείνη, προσπάθησε νά τόν χτυπήσει. Αυτός όμως έσκυψε, πήρε χώματα, τά έριξε στά μάτια της καί τής είπε: «Δέν μπορείς νά μέ πιάσεις. Ή θα κοινωνείτε στην εκκλησία μου ή ό μαύρος θα τά σπάνει όλα κάθε μέρα». (Ήταν αιρετικοί " ακέφαλοι"*). "Έφυγε ο άγιος και τήν άλλη μέρα ήρθε πάλι ό μαύρος την ίδια ώρα καί τα έσπασε όλα. Κάτω άπό αυτήν τήν πίεση έγιναν ορθόδοξοι, έχοντας τό Συμεών για φάρμακο. Δεν τολμούσαν να μιλήσουν σε κανέναν γι' αυτόν, μολονότι ό Σαλός περνούσε κάθε μέρα άπό εκεί και τους κορόιδευε. Κάποιος άπό τους τεχνίτες στην πόλη, κατάλαβε τήν αρετή του —τόν είχε δει μιά φορά νά λούζεται και νά συνομιλεί με δυο αγγέλους— και θέλησε νά τό κάνει γνωστό σ' όλους. Ό τεχνίτης αυτός ήταν Εβραίος και βλασφημούσε πολύ τό Χριστό. Παρουσιάστηκε στον ύπνο του ό όσιος λέγοντας του νά μην πει σε κανέναν αυτό πού είδε. Τήν άλλη μέρα πρωί-πρωί ό Εβραίος θέλησε νά πραγματοποιήσει τήν απόφαση του, αλλά παρουσιάστηκε μπροστά του ό όσιος, του ακούμπησε τά χείλη του και έχασε τή φωνή του, μή μπορώντας νά πει τίποτε σε κανένα. "Αρχισε νά ακολουθεί τόν άββά Συμεών κάνοντας του νοήματα με τό χέρι, για νά τόν κάνει νά μιλήσει. Παρίστανε τό σαλό ό άββάς και του απαντούσε κι αυτός με νοήματα σαν τρελός. Του έκανε νοήματα γιά νά κλείσει τό στόμα του. Ήταν φοβερό νά τους βλέπει κανείς νά κάνουν νοήματα ό ένας στον άλλο. Παρουσιάστηκε πάλι στό όνειρο του ό γέροντας και του λέει: «Ή θα βαπτιστείς ή θα μείνεις έτσι». Ό Εβραίος δεν θέλησε νά υπακούσει. Όταν όμως πέθανε ό άββάς Συμεών και είδε πόσο τόν είχε τιμήσει ό Θεός και ότι μετατέθηκε τό λείψανο του, τότε βαπτίστηκε ό ίδιος κι όλη ή οικογένεια του. Και όταν βγήκε άπό τήν κολυμπήθρα, βρήκε αμέσως τή μιλιά του. Τελούσε και τή μνήμη του Σαλού κάθε χρόνο και προσκαλούσε και τους φτωχούς.
Σέ τέτοια μέτρα καθαρότητας και απάθειας έφτασε ό μακάριος, ώστε πολλές φορές χόρευε κρατώντας θεατρίνες μέ τό ένα καί τό άλλο χέρι. Ακόμη πολλές φορές βρισκόταν μέσα στό πλήθος καί έπαιζε, καί μερικές φορές οί άσεμνες γυναίκες έβαζαν τά χέρια τους στον κόρφο του καί τόν πείραζαν, του έδιναν μπάτσους καί τόν τσιμπούσαν. Ό γέροντας, σάν καθαρός χρυσός, καθόλου δεν μολύνονταν άπό αυτές. "Οπως έλεγε, όταν στην έρημο είχε τό σαρκικό πόλεμο, παρακάλεσε τό Θεό και τόν όσιο Νίκωνα, νά τόν ανακουφίσει άπό τόν πόλεμο της πορνείας. Είδε τότε δράμα, ότι ήρθε ό αοίδιμος καί του είπε: «Πώς είσαι αδελφέ;» Εκείνος του απάντησε: «"Άσχημα, αν δέν προφτάσεις, γιατί ή σάρκα μέ ενοχλεί, και δεν ξέρω γιατί». Χαμογέλασε τότε ό θαυμάσιος Νίκων, πήρε νερό από τόν άγιο Ιορδάνη, τό σταύρωσε, τόν ράντισε κάτω άπό τόν αφαλό και του είπε: «Νά, έγινες υγιής».'Από τότε, όπως διαβεβαίωνε, δέν αισθανόταν πύρωση ή κίνηση σωματική ούτε στον ύπνο του ούτε στό ξύπνο. "Εχοντας θάρρος άπό αυτό κατέβηκε στον κόσμο ό γενναίος, για νά συμπαρασταθεί και νά σώσει τους πολεμουμένους. Μερικές φορές έλεγε στις πόρνες: «Θέλεις νά γίνεις φίλη μου και νά σου δίνω εκατό νομίσματα;» Πολλές δελεάζονταν και συμφωνούσαν, τη στιγμή μάλιστα πού τις έδειχνε και τα χρήματα. Είχε ό όσιος όσα ήθελε, γιατί του χορηγούσε άοράτως ό Θεός γιά τόν άγιο σκοπό του. "Οσες μάλιστα έπαιρναν τα χρήματα τις έβαζε νά ορκιστούν ότι θα τού είναι πιστές.
"Όλα όσα έκανε τά κάλυπτε μέ τρελή και παράξενη συμπεριφορά, αλλά δέν είναι δυνατόν τά λόγια νά αποδώσουν τήν πραγματικότητα. Πότε λόγου χάρη έκανε τόν κουτσό, πότε χοροπηδούσε, πότε σερνόταν σάν ανάπηρος και πότε έβαζε τρικλοποδιά σέ κάποιο πού έτρεχε και τόν έριχνε κάτω. "Οταν έβγαινε τό καινούργιο φεγγάρι έκανε πώς κοιτούσε στον ουρανό και έπεφτε κάτω και κλωτσούσε. Μερικές φορές κραύγαζε σάν δαιμονισμένος, γιατί υποστήριζε ότι άπό όλα τά φερσίματα αυτό ήταν τό πιό κατάλληλο και ταιριαστό γιά κείνους πού προσποιούνται μωρία γιά τό Χριστό. Πολλές φορές μ' αυτόν τόν τρόπο έλεγχε, σταματούσε αμαρτίες, έστελνε δοκιμασίες σέ ορισμένους γιά νά τους διορθώσει, όπως επίσης προέλεγε ορισμένα πράγματα και έκανε όσα ήθελε, μέ μόνη τήν αλλαγή της φωνής και των κινήσεων του.
"Αν καμιά φορά παρέβαινε τή συμφωνία τους κάποια άπό τις «φίλες» του, αμέσως τό καταλάβαινε μέ τό πνεύμα του ότι πόρνευσε, και έλεγε φωνάζοντας δυνατά: «Παράβηκες, παράβηκες. 'Αγία, άγια δώσ' της», και ή προσευχόταν νά τής έρθει κάποια βαριά ασθένεια ή πολλές φορές, αν εξακολουθούσε νά πορνεύει, τής έστελνε και δαίμονα ακόμη. "Ετσι ανάγκαζε όλες νά σωφρονούν και νά μήν παραβαίνουν τή συμφωνία τους. "Εμεινε κοντά στην "Εμεσα κάποιος άρχοντας, κι όταν άκουσε για τον άγιο, είπε: «Πιστέψτε με, αν τόν δω, θα καταλάβω αν προσποιείται ή αν είναι πράγματι τρελός». Πήγε λοιπόν στην πόλη και κατά σύμπτωση τόν βρήκε την ώρα πού μια γυναίκα τόν κρατούσε και μιά άλλη τόν χτυπούσε μέ λουρί. Αμέσως σκανδαλίστηκε και σκέφτηκε στά Συριακά: «"Άραγε ό ίδιος ό Σατανάς δεν τό πιστεύει ότι αυτός ο ψευτοαββάς πορνεύει μέ αυτές τις γυναίκες;» Αμέσως ό όσιος τις άφησε και πλησίασε τόν άρχοντα πού βρισκόταν σέ απόσταση όσο ρίχνει κανείς μιά πέτρα και του έδωσε ένα χαστούκι. Γύμνωσε ύστερα τά ρούχα του και του είπε χορεύοντας και σφυρίζοντας: «"Έλα παίξε, ταλαίπωρε. Εδώ δεν υπάρχει δόλος». Κατάλαβε τότε εκείνος ότι ό όσιος αντιλήφθηκε τις σκέψεις του και θαύμασε. Και όταν πήγαινε νά τό πει σ
έ κανέναν, δενόταν ή γλώσσα του και δέν μπορούσε νά μιλήσει.
Είχε και τό χάρισμα της εγκράτειας, όσο λίγοι άγιοι. "Οταν ερχόταν ή Μεγάλη Σαρακοστή, δέν έτρωγε τίποτε μέχρι τή Μεγάλη Πέμπτη. Άπό τό πρωί όμως της Μεγάλης Πέμπτης καθόταν στό ζαχαροπλαστείο κι έτρωγε, μέ αποτέλεσμα νά σκανδαλίζονται όσοι τόν έβλεπαν, επειδή δέν νήστευε ούτε τήν Μεγάλη Πέμπτη. Ό διάκονος Ιωάννης όμως ήξερε ότι ό Θεός τόν φώτιζε γιά νά ενεργεί μ' αυτόν τόν τρόπο. Μιά φορά πού τόν είδε νά τρώει άπό τό πρωί τής Μ. Πέμπτης στό ζαχαροπλαστείο, του λέει: «Πόσο θα σου κοστίσει αυτό, Σαλέ;» Εκείνος πήρε τότε στό χέρι του σαράντα νομίσματα και του λέει: «Είναι γεμάτο τό πουγκί μου, ταλαίπωρε», εννοώντας ότι έχει νά φάει σαράντα μέρες.
"Ήταν σέ κάποιο δρόμο τής πόλεως ένας δαίμονας. Μιά μέρα πού περνούσε άπό εκεί ό όσιος τόν είδε πού ήθελε νά χτυπήσει κάποιον άπό τους περαστικούς. Πήρε τότε στην αγκαλιά του πέτρες και άρχισε νά τις πετάει εδώ κι εκεί στην αγορά, εμποδίζοντας έτσι όσους ήθελαν νά περάσουν. Πέρασε όμως ένα σκυλί, τό χτύπησε ό δαίμονας και άρχισε νά αφρίζει. Τότε είπε σ' όλους ό όσιος: «Περάστε τώρα, ανόητοι». "Ήξερε ό πάνσοφος ότι, αν περνούσε άνθρωπος, αυτόν θα χτυπούσε ό δαίμονας αντί του σκύλου, και γι' αυτό τους εμπόδισε νά περάσουν. Οπως αναφέραμε και πιο πάνω, ό σκοπός του πάνσοφου Συμεών ήταν πρώτα νά σώσει ψυχές, είτε με τιμωρίες, πού προκαλούσε με κωμικό τρόπο ή μέ μέθοδο, είτε με θαύματα, πού έκανε παριστάνοντας τον ανόητο, είτε μέ νουθεσίες, πού τις έλεγε κάνοντας τόν τρελό, και έπειτα νά μη γίνει γνωστή ή αρετή του και αποκτήσει έπαινο και τιμές από τους ανθρώπους.
Μια μέρα χόρευαν και γελούσαν σε ένα δρόμο κάτι κορίτσια και αποφάσισε νά περάσει άπό εκεί. "Οταν τόν είδαν άρχισαν νά κατηγορούν τους μοναχούς. Ό δίκαιος γιά νά τις σωφρονίσει, προσευχήθηκε και αμέσως ό Θεός τις τύφλωσε όλες. "Αρχισαν τότε νά λένε τι τις συνέβη και κατάλαβαν ότι αυτός τις τύφλωσε καί άρχισαν νά τρέχουν ξοπίσω του κλαίγοντας και φωνάζοντας: «Λύσε τά μάγια, Σαλέ, λύσε τα μάγια», γιατί νόμιζαν ότι τις τύφλωσε μέ μάγια. Τόν έφτασαν, τόν κράτησαν μέ τη βία και τόν εξόρκιζαν νά λύσει αυτό πού έδεσε. τι ς λέει λοιπόν παίζοντας: «"Όποια άπό σας θέλει νά γίνει καλά, ας έρθει νά φιλήσω τό μάτι της πού τυφλώθηκε και θα γίνει καλά». "Οσες θέλησε ό Θεός νά γίνουν καλά, έλεγε ό όσιος, δέχτηκαν. Οι υπόλοιπες πού δέν δέχτηκαν νά τις φιλήσει, έμειναν έτσι κλαίοντας. "Έφυγε τότε ό όσιος άπό κοντά τους, άλλα μετά άπό λίγο άρχισαν και οι υπόλοιπες νά τρέχουν άπό πίσω του φωνάζοντας: «Σταμάτα, Σαλέ, σταμάτα, γιά τό όνομα του Θεού σταμάτα και φίλησε και μας». Και έβλεπε κανείς νά τρέχει μπροστά ό γέροντας και τά κορίτσια άπό πίσω του. "Άλλοι έλεγαν ότι παίζουν μαζί του, άλλοι σκέφτονταν ότι τρελάθηκαν και τά κορίτσια. "Έμειναν λοιπόν έτσι αθεράπευτα γιά πάντα. "Έλεγε ό όσιος γι' αυτό: «"Αν δέν τι ς στράβωνε ό Θεός, θα ξεπερνούσαν στην ασωτία όλες τις γυναίκες τις Συρίας. "Ετσι μέ την αρρώστια των ματιών τους γλυτώνουν άπό τά πολλά τους κακά».
Μιά φορά τόν κάλεσε σέ γεύμα ό φίλος του ό διάκονος Ιωάννης και κρέμονταν εκεί λαρδιά. "Αρχισε τότε ό άββάς Συμεών νά κόβει και νά τρώει ωμό λαρδί. Ό πάνσοφος Ιωάννης, επειδή δέν ήθελε νά μιλήσει δυνατά, πήγε κοντά στό αυτί του καί του λέει: «Δέν μέ σκανδαλίζεις, κι αν ακόμη φας ωμό κρέας καμήλας. Κάνε ότι θέλεις λοιπόν». Γνώριζε βέβαια την αρετή του Σαλού, γιατί ήταν κι αυτός πνευματικός άνθρωπος.
Πήγαν κάποτε μερικοί Έμεσηνοί στους Αγίους Τόπους για νά γιορτάσουν τό "Άγιο Πάσχα. Ό ένας από αυτούς, πού ήταν έμπορος, κατέβηκε στον άγιο Ιορδάνη για νά προσευχηθεί. Καθώς περνούσε άπό τις σπηλιές των ασκητών, έδινε στους πατέρες ευλογίες*. Συνέβη νά συναντήσει κατ' οικονομία Θεού τόν άββά Ιωάννη, τόν αδελφό του άββά Συμεών, στην έρημο. Μόλις τόν είδε ό έμπορος, έπεσε στό έδαφος ζητώντας νά πάρει τήν ευχή του. Τόν ρωτάει ό άββάς Ιωάννης: «Άπό που είσαι;» Του απαντάει εκείνος: «Άπό τήν "Εμεσα, πάτερ». Του λέει τότε: «Τί ζητάς άπό έμενα τόν φτωχό, αφού έχεις εκεί τόν άββά Συμεών τό λεγόμενο Σαλό; Κι έγώ και όλος ό κόσμος έχουμε ανάγκη άπό τις ευχές του». Πήρε τόν έμπορο μέσα στή σπηλιά του ό άββάς Ιωάννης και του έκανε πλούσιο τραπέζι. Άπό τό Θεό ήταν όλα όσα είχε. Πώς αλλιώς νά βρεθούν στην ξερή εκείνη έρημο καθαρά ψωμιά, ζεστά τηγανιτά ψάρια, καλό κρασί και καλοδουλεμένη στάμνα; Αφού έφαγαν και χόρτασαν, του έδωσε τρία ψωμιά ζεστά, πού κι αυτά ήταν άπό τό Θεό, και του λέει: «Δώσ' τα στό Σαλό και πες του άπό μένα Γιά τήν αγάπη του Κυρίου, νά εύχεσαι για τόν αδελφό σου Ιωάννη». Κατ' οικονομία Θεού, όταν πήγε ό έμπορος στην "Εμεσα, τόν συνάντησε στην πύλη τής πόλεως ό άββάς Συμεών και του λέει: «Τί γίνεται τρελέ; Πώς είναι ό σαλός, ό όμοιος σου, ό άββάς Ιωάννης; Μήπως έφαγες τα ψωμιά πού σου έδωσε; Πράγματι, αν τα έφαγες καί τα τρία, δύσκολα θα τά χωνέψεις». Εκείνος θαύμασε, όταν άκουσε όλα όσα ό ίδιος ήθελε νά του πει. Τόν πήρε μέσα στό καλύβι του ό Σαλός καί, όπως έλεγε αργότερα ό έμπορος, του πρόσφερε τά ίδια ακριβώς πού του είχε προσφέρει κι ό άββάς Ιωάννης. Ακόμη και τό μέγεθος τής στάμνας ήταν τό ίδιο. "Έλεγε ακόμη: «"Οταν φάγαμε, του έδωσα τά τρία ψωμιά και έφυγα γιά τό σπίτι μου. Ντρεπόμουν νά πω τίποτα σε κανένα γι' αυτόν, γιατί όλοι , τόν είχαν σίγουρα γιά τρελό». Είπαμε πιό πάνω, ότι έκανε κάποιο θαύμα στον θεοφιλή εκείνον άνθρωπο, πού μας διηγήθηκε και τό βίο του. Τό θαύμα αυτό έχει ως έξης. Κάποιοι κακούργοι, έκαναν ένα φόνο και παίρνοντας το πτώμα τό έριξαν από μια μικρή πόρτα μέσα στό σπίτι του θεοφιλέστατου Ιωάννη. Επειδή έγινε μεγάλη αναταραχή, έφτασε ή είδηση στον άρχοντα και αυτός αποφάσισε να απαγχονιστεί ό Ιωάννης. Καθώς τόν πήγαιναν για να τόν θανατώσουν, τίποτε άλλο δέν έλεγε μέσα του παρά μόνο: «Θεέ του Σαλού, βοήθησε με. Θεέ του Σαλού, στάσου κοντά μου την ώρα αυτή». Επειδή ήταν θέλημα Θεού να σωθεί από αυτή τήν συκοφαντία, πήγε κάποιος στον άββά Συμεών και του λέει: «Φτωχέ, τό φίλο σου εκείνον τόν Ιωάννη, πάνε να τόν κρεμάσουν κι αν πεθάνει, θα πεθάνεις και συ άπό τήν πείνα, γιατί κανείς δέν σέ φροντίζει όπως εκείνος». Του διηγήθηκε ακόμη και τα σχετικά μέ τό φόνο. Αφού προσποιήθηκε πάλι, όπως συνήθιζε, τόν τρελό, τόν άφησε και πήγε σ' ένα κρυφό μέρος, πού πάντοτε προσευχόταν, και πού κανείς δέν τό ήξερε παρά μόνο ό φίλος του, ό ευσεβής Ιωάννης. Εκεί γονάτισε και παρακαλούσε τό Θεό να γλυτώσει τό δούλο Του άπό ένα τόσο μεγάλο κίνδυνο. "Οταν έφτασαν αυτοί πού θα τόν κρεμούσαν στον τόπο πού θα έστηναν τήν κρεμάλα, ήρθαν τρέχοντας καβαλάρηδες και είπαν νά τόν αφήσουν ελεύθερο, γιατί είχαν βρεθεί οι πραγματικοί δολοφόνοι. "Οταν τόν άφησαν ελεύθερο, πήγε αμέσως στό μέρος πού ήξερε ότι προσεύχεται πάντοτε ό άββάς Συμεών. Τόν είδε άπό μακριά μέ τα χέρια υψωμένα στον ουρανό και φοβήθηκε. Ορκιζόταν ότι έβλεπε πύρινες σφαίρες νά ανεβαίνουν άπό αυτόν στον ουρανό και αυτόν στό μέσο ενός καμινιού πού έκαιγε γύρω του ώστε δέν τολμούσε νά πλησιάσει, μέχρι πού τελείωσε τήν προσευχή του. Γύρισε τότε τό κεφάλι του ό όσιος, τόν είδε και αμέσως του λέει: «Τί γίνεται, διάκονε; Μα τόν Ιησού, μά τόν Ιησού, παρά λίγο θα τό έπινες κι αυτό. Πήγαινε τώρα νά προσευχηθείς. Σού έγινε αυτός ό πειρασμός, γιατί ήρθαν χθες σ' εσένα οί δύο εκείνοι φτωχοί καί, ενώ ήσουν σέ θέση νά τους βοηθήσεις, δέν τό έκανες. Μήπως είναι δικά σου τά όσα δίνεις, αδελφέ; Ή δέν πιστεύεις σ' Αυτόν πού είπε ότι εκατονταπλάσια θα πάρετε σ' αυτήν τη ζωή και στην άλλη θα κληρονομήσετε τήν αιωνιότητα; "Αν τόν πιστεύεις, δίνε. "Αν δεν δίνεις, είναι ολοφάνερο ότι δέν πιστεύεις στον Κύριο». Να λόγια σαλού, μάλλον σοφού αγίου. Μπροστά στό διάκονο Ιωάννη, όταν ήταν μόνοι τους, δέν προσποιούταν τον σαλό, αλλά του μιλούσε με τόσο ωραίο τρόπο και τόση κατάνυξη, πού πολλές φορές, όπως διαβεβαίωνε ό ίδιος ό διάκονος, «έβγαινε ευωδία από τό στόμα του, και δέν μπορούσα νά πιστέψω ότι είναι ό πριν άπό λίγο Σαλός».
Μπροστά στους άλλους συμπεριφερόταν διαφορετικά. Μερικές φορές τήν Κυριακή έπαιρνε μια σειρά λουκάνικα, τα φορούσε για οράριο και κρατώντας στό αριστερό του χέρι σινάπι τά βουτούσε και τά έτρωγε άπό τό πρωί. Μερικούς άπ' αυτούς πού έρχονταν νά παίξουν μαζί του τους άλειφε στό στόμα μέ τό σινάπι. Κάποτε πού ήρθε νά παίξει μαζί του
κάποιος χωρικός, πού είχε άσπρα λευκώματα στά δυό του μάτια, τόν άλειψε μέ τό σινάπι στά μάτια και του είπε, καθώς αυτός ένιωθε αφόρητους πόνους: «Πήγαινε νά πλυθείς, τρελέ, μέ ξύδι και σκόρδα και θα γίνεις αμέσως καλά». Εκείνος πήγε στους γιατρούς, πιστεύοντας ότι κάτι θα πετύχει, αλλά τυφλώθηκε περισσότερο. Τελικά, άπό τήν μανία του, ορκίστηκε στά Συριακά: «Μα τό Θεό τ' ουρανού, θα κάνω ότι μου είπε ό Σαλός κι ας πεταχτούν έξω τά μάτια μου» Και αφού πλύθηκε όπως του είχε πει, θεραπεύτηκαν τελείως τά μάτια του και έγιναν καθαρά, όπως ήταν όταν γεννήθηκε, και δόξαζε τό Θεό. "Οταν τόν συνάντησε ό Σαλός του λέει: «Είδες, έγινες καλά, τρελέ. Νά μή κλέβεις άλλη φορά τά γίδια του γείτονα σου».
Είχαν κλέψει άπό κάποιον στην 'Έμεσα πεντακόσια νομίσματα καί, ενώ τά αναζητούσε, συνάντησε τόν άββά Συμεών. Θέλοντας νά αλλάξει διάθεση, του λέει: «Μπορείς νά κάνεις τίποτα, τρελέ, γιά νά βρεθούν τά χρήματα μου;» Του απαντάει εκείνος: «"Αν θέλεις, ναί». Λέει πάλι ό άλλος: «Κάνε, κι αν βρεθούν, θα σου δώσω δέκα». Του λέει ό Σαλός: «"Αν κάνεις ότι σου πω, θα τά βρεις στό ντουλάπι σου αυτήν τήν νύχτα». Διαβεβαίωσε μέ όρκους ότι θα κάνει ότι του πει, αρκεί μόνο να μη του πει τίποτε το παράλογο. Του λέει τότε ό όσιος: «Πήγαινε, τά χρήματα σου τά πήρε ό δούλος σου, πού σε υπηρετεί στο τραπέζι. Νά μου ορκιστείς όμως, ότι δεν θα δέρνεις ούτε αυτόν ούτε κανέναν άλλο μέσα στό σπίτι σου». Τό είπε αυτό ό άγιος, γιατί έδερνε πολύ. Εκείνος νόμισε ότι του είπε νά μη δείρει κανένα για τά νομίσματα. Ό άββάς όμως του είπε νά μη δείρει ποτέ κανέναν. "Έδωσε λοιπόν τό λόγο του και έκανε φρικτούς όρκους, ότι δεν θα δέρνει κανέναν. Πήγε ύστερα και βρήκε τό δούλο του και μέ τό καλό του πήρε τά χρήματα του. Άπό τότε, όσες φορές πήγαινε νά δείρει κάποιον, δέν μπορούσε και αμέσως πιανόταν τό χέρι του. Καταλάβαινε τότε κι έλεγε: «Αυτό τό παθαίνω άπό τό Σαλό». Πήγαινε λοιπόν και του έλεγε: «Λύσε, Σαλέ, τόν όρκο». Εκείνος παρίστανε τόν τρελό και έκανε ότι δέν καταλάβαινε τι του έλεγε. Επειδή επέμενε νά τόν ενοχλεί, παρουσιάστηκε στον ύπνο του και του λέει: «"Αν λύσω τόν όρκο, θα λύσω και τό πορτοφόλι σου και θα σκορπίσω όλα τά χρήματα σου. Δέν συμπεριφέρεσαι άσχημα μέ τό νά θέλεις νά δέρνεις τους συνδούλους σου, οί όποιοι πηγαίνουν πριν άπό σένα στή μέλλουσα ζωή;» "Οταν λοιπόν είδε αυτά, έπαψε νά τόν ενοχλεί.
Συμπονούσε τους δαιμονισμένους περισσότερο άπό κάθε άλλον, ώστε πήγαινε μερικές φορές και εξομοιωνόταν μέ αυτούς και ζώντας μαζί τους θεράπευε μέ τήν προσευχή του πολλούς άπό αυτούς, και γι' αυτό μερικοί δαιμονισμένοι κραύγαζαν και έλεγαν: «Κακό πού μας βρήκε, Σαλέ! "Όλο τόν κόσμο περιπαίζεις και ήρθες και σ' εμάς νά μας παιδεύεις; Φύγε άπό δω, δέν είσαι σάν κι εμάς. Γιατί μας βασανίζεις και μας καις όλη τήν νύχτα;» "Οταν ήταν μαζί τους ό όσιος, κραύγαζε σαν δαιμονισμένος, ελέγχοντας μέ τό φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, άλλους ότι είχαν κλέψει, άλλους ότι είχαν πορνεύσει, άλλους τους κατηγορούσε φωνάζοντας ότι δέν κοινωνούσαν συχνά, άλλους τους έλεγχε γιατί ήταν επίορκοι, και έτσι μ' αυτόν τόν τρόπο εμπόδιζε όλη τήν πόλη νά κάνει αμαρτίες.
Ήταν εκείνο τόν καιρό μιά γυναίκα μάντισσα πού έκανε φυλαχτά και ξόρκια. Ό δίκαιος σχεδίαζε νά αποκτήσει φιλία μαζί της δίνοντας της είτε χρήματα είτε ψωμιά είτε ρούχα, όσα συγκέντρωνε άπό αυτούς ποϋ του έδιναν. Μια μέρα της λέει: «Θέλεις νά σου κάνω έγώ ένα φυλαχτό, γιά νά μη σε πιάνει ποτέ το μάτι;» Δέχτηκε εκείνη μέ τη σκέψη ότι, κι αν ακόμη είναι σαλός, ίσως μπορεί νά το κάνει. Πήγε λοιπόν κι έγραψε σέ μιά μικρή πινακίδα στά Συριακά: «Νά καταργήσει ό Θεός τή δύναμη σου και νά σέ σταματήσει νά οδηγείς σ' εσένα τους ανθρώπους, αποστρέφοντας τους άπό Αυτόν». Της τό έδωσε και τό φόρεσε και άπό τότε δεν μπόρεσε νά κάνει σέ κανένα ούτε μαντεία ούτε φυλαχτό.
Μιά φορά πάλι καθόταν μαζί μέ άλλους και ζεσταινόταν κοντά στό καμίνι ενός υαλουργού, ποϋ ήταν Εβραίος. Σέ μιά στιγμή λέει στους φτωχούς παίζοντας: «Θέλετε νά σας κάνω νά γελάσετε; Νά, γιά κάθε ποτήρι πού κάνει ό τεχνίτης, θα κάνω τό σημείο του σταυρού και θα σπάνει». "Οταν έσπασε τό ένα μετά τό άλλο εφτά ποτήρια, άρχισαν οι φτωχοί νά γελάνε. Τό είπαν όμως στον υαλουργό κι εκείνος τόν έκαψ
Απάντηση

Επιστροφή στο “Βίοι Αγίων και Γερόντων”