Όμολογία της Όρθοδόξου Πίστεως

Συντονιστής: Συντονιστές

Άβαταρ μέλους
filotas
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4117
Εγγραφή: Σάβ Αύγ 11, 2007 5:00 am
Τοποθεσία: Νίκος@Κοζάνη
Επικοινωνία:

Re: Όμολογία της Όρθοδόξου Πίστεως

Δημοσίευση από filotas »

Anargyros Filotas:facebook έγραψε:Όστις θέλει…

Στο Ευαγγέλιο της περασμένης Κυριακής ακούσαμε ξανά το χωρίο από το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, που αναφέρεται στις προϋποθέσεις που έθεσε ο Χριστός σ’ όποιον θελήσει να τον ακολουθήσει, σ’ αυτή τη ζωή και την άλλη την αιώνια.

«Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού, και ακολουθείτω μοι. 35 ός γάρ αν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν· ός δ' αν απολέση την εαυτού ψυχήν ένεκεν εμού και τού ευαγγελίου, ούτος σώσει αυτήν. 36 τι γάρ ωφελήσει άνθρωπον εάν κερδήση τον κόσμον όλον, και ζημιωθή την ψυχήν αυτού; 37 ή τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού; 38 ός γάρ εάν επαισχυνθή με και τους εμούς λόγους εν τή γενεά ταύτη τή μοιχαλίδι και αμαρτωλώ, και ο υιός τού ανθρώπου επαισχυνθήσεται αυτόν όταν έλθη εν τή δόξη τού πατρός αυτού μετά των αγγέλων των αγίων.» (Μαρκ. 8, 34-38)

Και σε μετάφραση: «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει, θ’ απαρνηθεί τον εαυτό του, θα σηκώσει το σταυρό του και θα με ακολουθήσει. 35 Γιατί, όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του, θα χάσει την ψυχή του, κι όποιος χάσει τη ζωή του για χάρη μου και για το ευαγγέλιο, αυτός θα σώσει την ψυχή του. 36 Γιατί, σε τι θα ωφελήσει έναν άνθρωπο, αν κερδίσει όλο τον κόσμο, και χάσει την ψυχή του; Ή τι μπορεί να δώσει ένας άνθρωπος αντάλλαγμα για την ψυχή του; 38 Επειδή, για όποιον ντραπεί για μένα και τα λόγια μου μπροστά σ’ αυτή τη γενιά τη μοιχαλίδα και αμαρτωλή, κι ο Υιός του Ανθρώπου θα ντραπεί γι αυτόν, όταν έλθει μέσα στη Δόξα του Πατέρα Του μαζί με τους Αγίους Αγγέλους Του».

Αυτός ο Λόγος του Κυρίου έχει αναλυθεί πολύ, τόσο από τους Πατέρες τις Εκκλησίας, όσο και από σύγχρονους Πατέρες και Θεολόγους. Εγώ απ’ όλο το απόσπασμα αυτό θα σταθώ μόνο στο «όστις θέλει».

Ο Χριστός μας απευθύνει τον λόγο αυτό, όπως και όλο το ευαγγέλιο σ’ «όποιον θέλει», δεν υποχρεώνει κανένα να συμφωνήσει ή να ακολουθήσει, παρ’ ότι από την αποδοχή ή όχι του ευαγγελίου εξαρτάται η σωτηρία του κάθε ανθρώπου, κι ο Χριστός θέλει «όλοι οι άνθρωποι να σωθούν και να γνωρίσουν την Αλήθεια» (Τιμοθ. Α 2, 4). Πως εξηγείται αυτή η αντίφαση; Γιατί ο Χριστός δεν παρεμβαίνει για να οδηγήσει, με κάποιο τρόπο, τον άνθρωπο, που απομακρύνεται, πίσω στην ποίμνη του, ενώ αντίθετα ο εχθρός του ανθρώπου κάνει κάθε τι για να τον δελεάσει και να τον παραπλανήσει για ν’ απομακρυνθεί από το Θεό;

Ο άνθρωπος πλάστηκε κατ’ εικόνα Θεού με σκοπό να επιτύχει το καθ’ ομοίωσιν (Γέν. 1, 26-27). Το βασικό συστατικό της εικόνας του Θεού στον άνθρωπο είναι η ελευθερία βούλησης (http://www.oodegr.com/oode/genesis/adam1.htm). Ο άνθρωπος χρησιμοποιώντας σωστά την ελευθερία του και με τη σύμπραξη του Αγίου Πνεύματος μπορεί να προσπαθήσει να επιτύχει το «καθ’ ομοίωσιν», κυρίως όσον αφορά την κοινωνία Αγάπης με το Θεό και τους άλλους ανθρώπους.

Ο Θεός δίνει σε κάθε άνθρωπο χρόνο σ’ αυτή τη ζωή, ώστε να Τον γνωρίσει και να Τον αγαπήσει τόσο, ώστε να θελήσει με τη βοήθειά Του, να συμπεριφερθεί απέναντι στους άλλους ανθρώπους κι ολόκληρη την δημιουργία με Αγάπη, όπως θα συμπεριφερόταν κι Εκείνος.

Οι πρωτόπλαστοι, παρά τη συνεχή κοινωνία με το Θεό, χρησιμοποίησαν λάθος την ελευθερία τους, με αποτέλεσμα ν’ απομακρυνθούν απ’ Αυτόν, ν’ αμαυρώσουν την εικόνα του Θεού και να δεσμεύσουν μέρος της ελευθερία τους στην υπηρεσία των παθών τους. Δυστυχώς όμως για τους προ Χριστού ανθρώπους δεν υπήρχε τρόπος να γίνουν ξανά κοινωνοί της Θείας Χάριτος, ώστε να μπορέσουν ν’ αγωνιστούν εναντίον των παθών τους και ν’ ανακτήσουν την ελευθερία τους.

Ο Υιός του Θεού ήλθε στον κόσμο κι έγινε και Υιός του Ανθρώπου. Έζησε ανάμεσα στους ανθρώπους, έδωσε με τα λόγια Του και το παράδειγμά Του το δρόμο της σωτηρίας μέσα από την εφαρμογή του θελήματος του Θεού, θυσίασε με τη θέλησή Του την επίγεια ζωή Του για να δώσει τη δυνατότητα στο γένος των ανθρώπων ν’ απαλλαγούν από τις αμαρτίες τους, ν’ ανακτήσουν ελευθερία τους και, με τη βοήθεια της Θείας Χάριτος, ν’ αναστηθούν ξανά στο καθ’ ομοίωσιν σαν παιδιά του Θεού και κληρονόμοι της Βασιλείας των Ουρανών. Μας χάρισε επίσης το φορέα της Θείας Χάριτος, την Εκκλησία, με τα Μυστήρια της οποίας κοινωνούμε με τον Ίδιο και δεχόμαστε τη Θεία Χάρι, για να οικειωθούμε τις ευεργεσίες αυτές.

Το μόνο που ζητά ο Χριστός από μας είναι, να του αφιερώσουμε ελεύθερα και μ’ όλη μας την καρδιά τον εαυτό μας, κι Εκείνος σ’ αντάλλαγμα θα μας χαρίσει τη σωτηρία της ψυχής μας δηλαδή τη Ζωή. Κι η σωτηρία της ψυχής μας, όπως λέει παρακάτω το χωρίο του κατά Μάρκον Ευαγγελίου είναι πολυτιμότερη απ’ οτιδήποτε μπορεί να μας προσφέρει όλος ο κόσμος.

Μόνο χρειάζεται προσοχή, ειδικά με τις πιέσεις που δεχόμαστε από τη σημερινή γενιά «τη μοιχαλίδα και αμαρτωλή», που προσπαθούν να δεσμεύσουν ένα κομμάτι απ’ την ελευθερία μας, να την κρατήσουμε ανέπαφη και σταθερά προσανατολισμένη στο «ένα μόνο που έχει αξία» (Λουκ. 10, 42), στο να ακολουθήσουμε τα βήματα του Χριστού ως τη Βασιλεία των Ουρανών.
Άβαταρ μέλους
ΜΙΧΣ
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 5035
Εγγραφή: Πέμ Φεβ 23, 2012 9:24 am

Re: Όμολογία της Όρθοδόξου Πίστεως

Δημοσίευση από ΜΙΧΣ »

ΓΕΝΝΑΔΙΟΥ ΣΧΟΛΑΡΙΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΙΣΛΑΜ
Μεταγλώττισης εκ του αρχαίου ελληνικού κειμένου Ειρήνη Οικονομίδου
Πτυχιούχος Θεολογίας και πολιτικών Επιστημών.
Εκδόσεις Νεκτάριος Παναγοπουλος
Α έκδοση Μάιος 1999

Του σοφότατου καί τιμιότατου κυρίου Γενναδίου του Σχολαρίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης, ομολογία ρηθείσα περί της ορθής καί αμώμητου πίστεως των χριστιανών προς τους Αγαρηνούς ερωτηθείς γαρ παρά του Αμηρά σουλτάνου του Μαχμέτη τι πιστεύετε ύμεΐς οί χριστιανοί; απεκρίνατο ούτως:
1. Πιστεύομε ότι υπάρχει Θεός ό όποιος δημιούργησε τα πάντα όσα υπάρχουν εκ του μηδενός. Ότι δεν είναι σώμα (ό Θεός), ούτε έχει σώμα, αλλά ζή μόνο ως Πνεύμα. Καί είναι νους άριστος, τελειότατος, καί γεμάτος σοφία. Είναι ασύνθετος, χωρίς αρχή καί χωρίς τέλος. Βρίσκεται μέσα στον κόσμο, αλλά καί υπεράνω του κόσμου. Δεν βρίσκεται σε ορισμένο τόπο, αλλά βρίσκεται παντού. Αυτές είναι οί ιδιότητες του Θεού, πού Τον ξεχωρίζουν από τα δημιουργήματα Του, καί από αλλά όμοια με αυτά. Είναι σοφός καί αγαθός καί αληθής. Καί Αυτός είναι ή αλήθεια. Καί όσα προτερήματα έχουν τα δημιουργήματα Του χωριστά, Αυτός τα έχει όλα σε ύψιστο βαθμό. Τα δε δημιουργήματα Του έχουν αυτές τίς τελειότητες, γιατί Αυτός ό ίδιος τους τίς δίνει. Επειδή, αφού αυτός είναι αγαθός, καί τα κτίσματα του είναι αγαθά, αφού Αυτός είναι σοφός καί τα κτίσματα Του είναι σοφά, αφού Αυτός είναι αληθής, καί εκείνα είναι αληθινά, το ίδιο συμβαίνει καί με τίς άλλες τους αρετές. Όμως ενώ ό Θεός τα έχει κατά κυριότητα, εκείνα τα έχουν επειδή μετέχουν σ' Αυτόν.

2. Πιστεύομε ότι υπάρχουν στον Θεό άλλες τρεις ιδιότητες οί όποιες είναι αρχές καί πηγές των άλλων μαζί ιδιοτήτων Του. Καί μ' αυτές τίς τρεις ιδιότητες ο Θεός ζή αιωνίως στον εαυτό Του, πριν να δημιουργήσει τον κόσμο, και μ' αυτές τίς τρεις ιδιότητες δημιούργησε τον κόσμο καί με αυτές τον κυβερνά. Καί αυτές τις τρεις ιδιότητες ονομάζαμε υποστάσεις (δηλαδή τρία πρόσωπα). Καί επειδή αυτές οί τρεις ιδιότητες δεν διαχωρίζουν την μία καί απλούστατη ουσία του Θεού, γι' αυτό είναι ό Θεός καί με αυτές τίς τρεις ιδιότητες ένας Θεός καί δεν πρόκειται για τρεις θεούς.

3. Πιστεύομε ότι από την φύση του Θεού προέρχονται ό Λόγος (Υιός) καί το Πνεύμα, όπως από την φωτιά προέρχονται το φως καί ή θερμότης. Καί όπως ή φωτιά, ακόμη κι' αν δεν υπάρχει κάτι πού να φωτίζεται καί να θερμαίνεται άπ' αυτήν όμως εκείνη έχει μονίμως φως καί θερμότητα καί εκπέμπει φως καί θερμότητα, έτσι καί πριν να δημιουργηθεί ό κόσμος υπήρχε ό Λόγος καί το Πνεύμα ως φυσικές ενέργειες του Θεού, επειδή ό Θεός είναι Νους, όπως προείπαμε. Και αυτά τα τρία: Νους, Λόγος καί Πνεύμα είναι ένας Θεός, όπως καί στην μία ανθρώπινη ψυχή υπάρχει ό νους, ό ενδιάθετος λόγος καί ή θέλησης του νου, καί όμως αυτά τα τρία είναι κατά την ουσία μία ψυχή. Επίσης τον Λόγο του Θεού τον ονομάζομε καί σοφία του Θεού καί δύναμη και Υίόν Αυτού, διότι γεννήθηκε από την φύση του Θεού, όπως αυτό πού γεννιέται από την φύση του άνθρωπου ονομάζεται υιός του ανθρώπου, καί όπως ή σκέψις του ανθρώπου είναι γέννημα της ψυχής του.
Επίσης την θέληση του Θεού την ονομάζομε Πνεύμα του Θεού καί αγάπη. Τον δε Νουν του Θεού ονομάζομε Πατέρα, γιατί ό Θεός είναι αγέννητος καί αναίτιος, ενώ Αυτός είναι ή αιτία του Υιού καί του Πνεύματος. Το ότι λοιπόν ό Θεός νοεί όχι μόνο τα κτίσματα Του, αλλά πολύ περισσότερο νοεί καί γνωρίζει τον Εαυτόν Του, γι' αυτό καί έχει λόγο καί σοφία μέσω των οποίων νοεί τον Εαυτόν Του αιωνίως. Κατά τον ίδιο τρόπο δεν θέλει ό Θεός να αγαπά μόνο τα κτίσματα Του, αλλά θέλει πολύ περισσότερο να αγαπά τον Εαυτό Του, γι' αυτό προέρχονται από τον Θεό (Πατέρα) προαιώνιος ό Λόγος καί το Πνεύμα Του καί υπάρχουν σ' Αυτόν προαιωνίως. Καί έτσι αυτές οί δύο υποστάσεις δηλαδή ό Λόγος καί το Πνεύμα μαζί με τον Θεό (Πατέρα) αποτελούν ένα Θεό.

4. Πιστεύομε ότι ό Θεός με την συνεργασία του Λόγου (Υιού) καί με την σοφία καί την δύναμη Του δημιούργησε τον κόσμο καί με το Πνεύμα Του, την αγαθή θέληση Του καί την αγάπη Του, προνοεί καί κυβερνά όλη την φύση σ' αυτόν τον κόσμο προς το καλό, κατά την ταξί κάθε δημιουργήματος. Καί γι' αυτό πιστεύομε ότι, όταν θέλησε ό Θεός, λόγω μόνο της ευσπλαχνίας Του, να βοηθήσει τους ανθρώπους να επιστρέψουν από την πλάνη των δαιμόνων καί της ειδωλολατρίας, (επειδή εκτός της μικρής χώρας πού ζούσαν οί Ιουδαίοι, οπού προσκυνούσαν καί πίστευσαν στον ένα Θεό πού τους έδωσε ό Νόμος του Μωϋσέως, όλη ή άλλη οικουμένη είχε ως σεβάσματα τα κτίσματα του Θεού καί όχι τον Θεόν (Δημιουργόν) καί πίστευε σε πολλούς θεούς ανύπαρκτους, αντί να πιστεύει στον ένα καί αληθινό, καί οί άνθρωποι ζούσαν σύμφωνα με τίς δικές τους επιθυμίες καί όχι σύμφωνα με κάποιο Νόμο του Θεού, τότε λοιπόν (όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου) πραγματοποίησε ό Θεός με την συνεργασία του Λόγου (Υιού) καί του Αγ. Πνεύματος Του την ανάπλαση των ανθρώπων. Καί γι' αυτό ό Λόγος του Θεού (Υιός) έλαβε την ανθρώπινη φύση, ώστε, ως άνθρωπος μεν να μιλήσει προς τους ανθρώπους, ως Λόγος δε του Θεού καί σοφία, να διδάξει τους ανθρώπους να πιστεύουν στον ένα καί αληθινό Θεό καί να ζουν σύμφωνα με το νόμο πού αυτός έδωσε. Επίσης ως άνθρωπος μεν να δώσει τον τρόπο της ζωής Του παράδειγμα της διδασκαλίας Του, αφού αυτός πρώτος τήρησε τον νόμο πού έδωσε στους ανθρώπους, ως Λόγος δε του Θεού καί Δύναμις, να μπόρεση να κατορθώσει το παγκόσμιο αγαθό (την Σωτηρία), πού ήθελε. Διότι θα ήταν αδύνατον με την δύναμη μόνο ενός ανθρώπου να έπιστρέψη όλη την ανθρωπότητα προς τον Θεό. Καί έτσι άφ' ενός μεν δια του Λόγου Του έσπειρε την αλήθεια ό παντοδύναμος καί αόρατος Θεός στην Ιερουσαλήμ, άφ' ετέρου δε με την βοήθεια του Πνεύματος Του φώτισε καί δυνάμωσε τους Αποστόλους Του, για να σπείρουν αυτοί την αλήθεια σε όλο τον κόσμο, καί να καταφρονήσουν τον θάνατο για την αγάπη της αλήθειας πού δίδασκαν, για την αγάπη του Θεού πού τους απέστειλε, καί για την αγάπη της σωτηρίας του κόσμου, κατά το παράδειγμα του Ιησού, ό όποιος πέθανε οικειοθελώς ως (τέλειος) άνθρωπος υπέρ της σωτηρίας του κόσμου. Έτσι πιστεύομε εμείς τον ένα Τριαδικό Θεό: Πατέρα, Υίόν καί το Άγιον Πνεύμα, καθώς μας δίδαξε ό Κύριος ημών Ιησούς. Καί επειδή αυτός λέγει την αλήθεια καί είναι ό ίδιος αλήθεια πιστεύομε ότι καί αυτό (πού λέμε τώρα) είναι αλήθεια. Καί οί μαθηταί Του έτσι μας δίδαξαν εκτενέστερα. Έτσι λοιπόν το καταλαβαίναμε καί λόγω της δυνάμεως της σοφίας (του Ευαγγελίου).

5. Πιστεύομε ότι ό Λόγος του Θεού καί ό άνθρωπος την μορφή του οποίου έλαβε ό Λόγος του Θεού(κατά την θαυματουργό σάρκωση) είναι ό Χριστός. Καί ή μεν ζωή του Χριστού σωματικώς ήταν ζωή υπεραγίου ανθρώπου, ή δε δύναμις της σοφίας καί των έργων Του ήταν δύναμις Θεού. Πιστεύομε ότι όπως ή ψυχή καί το σώμα του ανθρώπου αποτελούν ένα άνθρωπο, έτσι καί ό Λόγος του Θεού από το ένα μέρος, καί από το άλλο μέρος ή ψυχή καί το σώμα του Υιού της αγίας Μαρίας αποτελούσαν ένα πρόσωπο: τον Χριστό. Όμως όπως ή ψυχή καί το σώμα είναι δύο φύσεις τελείως χωρισμένες μέσα στον άνθρωπο, έτσι και στον Χριστό οί δύο φύσεις, ή ανθρώπινη καί ή θεία είναι τελείως χωρισμένες (δεν εξαρτώνται ή μία από την άλλη).

6.
Πιστεύομε ακόμη ότι ούτε ό Λόγος του Θεού μετεβλήθη στο σώμα ή στην ψυχή του Χριστού, ούτε ότι το σώμα του Χριστού ή, ή ψυχή Του έγιναν Λόγος του Θεού, αλλά ότι πάντα ήταν καί είναι στο πρόσωπο του Χριστού ό μεν Λόγος του Θεού πράγματι Λόγος του Θεού, ή δε ανθρώπινη φύσις, πράγματι ανθρώπινη φύσις. Πιστεύομε επίσης ότι ό Χριστός ως άνθρωπος δεν προσέλαβε την θεότητα, αλλά ή θεότης του Λόγου του Θεού προσέλαβε την ανθρώπινη φύση καί δημιούργησε θαυμαστός αυτό το γεγονός (της σαρκώσεως). Κάθε τι πού βρίσκεται στον Θεό καί προέρχεται από τον Θεό κατά την φύση, είναι Θεός, γιατί δεν υπάρχει στο Θεό τίποτε πού να μην ανήκει στην φύση Του. Καί γι' αυτό τον αιώνιο Λόγο του Θεού τον ονομάζομε Θεό καί τον πιστεύομε ως Θεό. Καί επειδή αυτός ό Λόγος του Θεού ήταν μέρος της οντότητας του Χριστού, γι' αυτό ομολογούμε τον Χριστό Θεό καί άνθρωπο. Άνθρωπο μεν κατά την ψυχή καί κατά το σώμα, Θεό δε, γιατί στην οντότητα του υπήρχε ό Λόγος του Θεού.

7. Πιστεύομε ότι ό Λόγος του Θεού ήταν παρών στον Χριστό και μέσα στον κόσμο καί στον Ουρανό καί στην παρουσία του Θεού καί Πατρός, επειδή ό Λόγος του Θεού είναι άπειρος, όπως καί ό Θεός (Πατήρ) είναι άπειρος. Αυτός πού τον γεννά, δηλαδή νοώντας καί έχοντας άπειρο δύναμη. Αλλά με άλλον τρόπο βρισκόταν στην παρουσία του Πατρός, με άλλον στην οντότητα του Χριστού καί με άλλον στον κόσμο.

8. Πιστεύομε ότι όταν ό Θεός μεταδώσει την αγαθότητα καί την χάρι Του σε κάποιο κτίσμα, δεν ζημιώνεται καθόλου ό Ίδιος, αλλά μάλλον δοξολογείται επειδή από την αρετή των κτισμάτων φανερώνεται ή δόξα του Θεού. Καί όσο πιο πολύ βελτιώνεται το κτίσμα με την όλο καί μεγαλύτερη μετάδοση της αγάπης (του Κτιστού), τόσο πιο πολύ γίνεται φανερή ή άγαθότης του Θεού καί ή αγάπη Του προς τους ανθρώπους. Γι' αυτό καί ή αγαθότητα του Θεού καί ή αγάπη Του προς τους ανθρώπους έγινε πολύ μεγαλύτερη όταν ήλθε ό Λόγος του Θεού καί Θεός με όλη Του την δύναμη στο πρόσωπο του Ιησού, παρά όταν έστελνε στους Προφήτες (της Παλαιάς Διαθήκης) λίγο από την χάρι Του, ενώ σε άλλους Προφήτες έστελνε λιγότερη καί σε άλλους περισσότερη.

9. Πιστεύομε ότι ό Κύριος ημών, ό Χριστός σταυρώθηκε καί πέθανε οικειοθελώς για πολλούς και σπουδαίους λόγους πού μας ωφελούν, καί οί όποιοι χρειάζονται πολλές εξηγήσεις. Καί όλα αυτά τα υπέστη ως άνθρωπος, γιατί ό Λόγος του Θεού ούτε σταυρώνεται, ούτε πεθαίνει, ούτε ανασταίνεται, αλλά μάλλον Αυτός ανασταίνει νεκρούς, όπως άνέστησε καί το σώμα πού έλαβε.

10. Πιστεύομε ότι ό Χριστός μετά την άνάστασί Του ανελήφθη στους Ουρανούς καί ότι πρόκειται να έλθη πάλι με ένδοξο τρόπο για να κρίνει τον κόσμο.

11. Πιστεύομε ότι οί ψυχές των ανθρώπων είναι αθάνατες, ότι τα σώματα των αγίων θα αναστηθούν άφθαρτα, δίχως πάθη, φωτεινά, ελαφρά, δίχως να χρειάζονται τροφή ή ποτό, ντύσιμο ή άλλη σωματική ηδονή, καί ότι οί ψυχές αυτών πού έζησαν κατά το Ευαγγέλιο θα πάνε στον Παράδεισο, των δε αμετανόητων καί κακών θα πάνε στην Κόλαση. Καί ή μεν απόλαυσης των Αγίων καί των δικαίων θα είναι στον Ουρανό (γιατί αυτός ονομάζεται τώρα Παράδεισος), ή δε κόλασης (τιμωρία) των κακών καί πονηρών θα είναι στη Γη). Καί ή απόλαυσης των Αγίων δεν θα είναι τίποτε άλλο, παρά το ότι αυτές οί ψυχές θα τελειωθούν στην γνώση καί έτσι θα μπορούν να θεωρούν τα Μυστήρια του Θεού, τα όποια γνωρίζουν τώρα μόνο δια της πίστεως.

12. Γιατί όμως ήταν αναγκαίο να σαρκωθή ό Λόγος του Θεού καί Θεός; Χρειάζονται πολλά λόγια για να το εξηγήσομε, καί όταν χρειασθεί είμαστε έτοιμοι να το κάνομε, αν καί εν μέρει το έχομε ήδη κάνει. Έκτος δε άπ' αυτά πού είπαμε ως τώρα, μας πληροφορούν για την αλήθεια της πίστεως αυτά τα επτά πράγματα:
Πρώτον: το ότι οί Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, τους οποίους καί εμείς δεχόμαστε, αναφέρουν στις προφητείες τους τον Ιησού καί όσα Αυτός έπραξε καί όσα του συνέβησαν, κι' ακόμη όσα έπραξαν οί Μαθηταί Του με την δική Του δύναμη. Επίσης προφήτευσαν γι' Αυτόν καί τα Μαντεία των Αρχαίων Ελλήνων κατά παραχώρηση του Θεού, καθώς καί οί αστρονόμοι των Περσών καί των Αρχ. Ελλήνων. Όλες δε αυτές οί προφητείες εκφράζουν μεγάλο σεβασμό για τον Ιησού. Και το ότι αυτές οί προφητείες είναι αυθεντικές, μπορούμε να το αποδείξομε.

Δεύτερον: το ότι όλα τα βιβλία της Αγ. Γραφής πού περιέχουν την πίστη μας συμφωνούν μεταξύ τους κατά πάντα, γιατί αυτοί πού τα έγραψαν είχαν τον ίδιο διδάσκαλο, δηλαδή την Χάρι του Θεού, γιατί αλλιώς θα έπρεπε σε κάτι να διαφωνούν.

Τρίτον: το ότι αυτή ή πίστης, παρ' όλο πού ήταν νέα καί παράδοξος, έγινε δεκτή από τους ανθρώπους παντού καί γρήγορα, παρ' όλο πού διέτρεχαν πολλούς κινδύνους. Και έγινε δεκτή όχι μόνο από απλούς ανθρώπους, αλλά καί από μορφωμένους καί σοφούς. Αυτός λοιπόν είναι ό λόγος πού σταμάτησε τελείως ή πλάνη των Ελλήνων (ή ειδωλολατρία).

Τέταρτον: το ότι αυτή ή πίστης δεν περιέχει τίποτε πού να μην είναι πραγματοποιήσιμο, πού να μην συμφωνεί με τα ανθρώπινα δεδομένα, αλλά καί τίποτε σ' αυτήν δεν βασίζεται σε υλικά πράγματα, αλλά τα πάντα έχουν πνευματικό χαρακτήρα. Ή πίστης αυτή είναι οδός πού οδηγεί τίς ψυχές των ανθρώπων στην αγάπη του Θεού καί προς την μέλλουσα αιώνια ζωή.

Πέμπτον: το ότι όσοι δέχθηκαν αυτήν την πίστη καί έζησαν ενάρετα σύμφωνα με τίς εντολές του Ιησού, έλαβαν από τον Θεό μεγάλα χαρίσματα καί έκαναν πολλά θαύματα επικαλούμενοι το όνομα του Ίησοϋ, πράγμα πού δεν θα συνέβαινε, αν αυτή ή πίστης δεν ήταν αληθινή.

Έκτον: το ότι όσα λέγονται από μερικούς κατά της πίστεως αυτής μπορούμε να τα αντικρούσομε πολύ εύκολα καί με λογικά επιχειρήματα.
Έβδομον: το ότι αυτήν την πίστη την πολέμησαν με πολλά μαρτύρια καί φόνους οί τότε Βασιλείς καί οί Έπαρχοι αυτών σε όλη την οικουμένη επί 318 χρόνια καί, ενώ ήταν ειδωλολάτρες καί πίστευαν σε πολλούς θεούς, δεν κατόρθωσαν να υπερισχύσουν, αλλά νίκησε αυτή ή πίστης μέσα στον κόσμο καί παραμένει μέχρι τώρα, καί όταν έλθη ό Κύριος (στην Δευτέρα Παρουσία) θα την βρει. Καί αν αυτή ή πίστης δεν ήταν θέλημα Θεού, θα είχε διαλυθεί πολύ εύκολα. Σ' αυτόν τον Θεό ή δόξα. Αμήν.

Σήμ. του αρχ. κειμένου:
Ας γίνη γνωστό ότι στους αμύητους πρέπει να δίνομε τα εξαίσια μαθήματα της πίστεως μας μάλλον μ' ένα τρόπο πού να μπορούν να τα δεχθούν καλύτερα, όπως καί συνέβη μ' αυτό το κείμενο, παρά με περισσότερη ακρίβεια. Κι' ακόμη με περισσότερη σαφήνεια για να μπορούν να μεταγλωττισθούν καλύτερα, όπως πράγματι ερμηνεύθηκαν αυτά με σωστό τρόπο στα αραβικά.
Το θεολογικό καί φιλοσοφικό έργο του Γεωργίου-Γενναδίου Σχολαρίου πρώτου Οικουμενικού Πατριάρχου μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων.
Ό Γεώργιος-Γεννάδιος Σχολάριος δεν μας άφησε μία πλήρη βιογραφία του, αλλά τα περισσότερα στοιχεία του βίου του βρίσκονται διάσπαρτα μέσα στο τεράστιο συγγραφικό του έργο.
Τα «Απαντά» του αποτελούν 8 τόμους φιλοσοφικών καί θεολογικών μελετών μεγάλης αξίας ή κριτική έκδοσης των οποίων έγινε στην Γαλλία κατά τα έτη (1928-1936), από τους L. PETIT, X SIDERIDES , M. JUGIE Αύτη ή έκδοσης υπάρχει σήμερα στην Αθήνα, στην Γεννάδιο βιβλιοθήκη. (Στην δελτιοθήκη την βρίσκουμε στο όνομα PETIT).
Οί εκδότες αυτοί των «Απάντων» θεωρούν τον Γεώργιο - Γεννάδιο Σχολάριο ως τον μεγαλύτερο φιλόσοφο καί θεολόγο του Βυζαντίου, ό όποιος και κλείνει την Βυζαντινή περίοδο της θεολογικής καί φιλοσοφικής γραμματείας.
Στην εισαγωγή αυτής της εκδόσεως ό M. JUGIE γράφει ότι μέσα στο συνολικό έργο του Γεωργίου -Γενναδίου Σχολαρίου υπάρχουν άγνωστοι θησαυροί, οί όποιοι μπορούν να βοηθήσουν την Ανατολή καί την Δύσι, επειδή ό Γεώργιος - Γεννάδιος Σχολάριος είχε μελετήσει πολύ δυτικούς θεολόγους καί υπήρξε ό μόνος Βυζαντινός πού ασχολήθηκε τόσο με την δυτική φιλοσοφική καί θεολογική γραμματεία, αφού γνώριζε πολύ καλά την λατινική γλώσσα. Μερικοί πού τον φθονούσαν τον κατηγόρησαν ότι «λατινίζει», αλλά εκείνος έβαλε τα πράγματα στην θέση τους σε μια σχετική του Ομιλία (1ος τόμ. Απάντων σελ. 376-389). Άλλωστε μετά την κοίμηση του Αγ. Μάρκου του Ευγενικού, ό Γεννάδιος Σχολάριος εξελέγη ως ηγετική προσωπικότης για να συνέχιση την «ανθενωτική» πολιτική.
Το τεράστιο συγγραφικό του έργο, το όποιο αρχίζει από την νεότητα του, έχει μεγάλη ποικιλία θεμάτων: Γραμματική, Φιλοσοφία, Ρητορική, Θεολογία διαφόρων κλάδων: Δογματική, Απολογητική, Ασκητική, Ποιμαντική, Λειτουργική. Μερικά από τα έργα του θεωρούνται από τους εκδότες των Απάντων του, ως αριστουργήματα.
Περιεχόμενα των 8 τόμων των Απάντων.
1ος Τόμος: "Έργα ρητορικά καί θεολογικές μελέτες περί θείας προνοίας καί περί ψυχής.
2ος Τόμος: Μελέτες, διάλογοι καί αντιρρητικά έργα περί της εκπορεύσεως του Αγ. Πνεύματος.
3ος Τόμος: Συνέχεια των αντιρρητικών κειμένων κατά της ενώσεως της Φλωρεντίας. Μελέτες επί της θεολογίας του Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά. Απολογητικά έργα προς τους Μουσουλμάνους καί τους Ιουδαίους. Διάφορα θέματα θεολογικά.
4ος Τόμος: Περίληψης του έργου κατά των ειδωλολατρών καί Α' μέρος της μελέτης επί της θεολογίας του Θωμά του Άκινάτη.
5ος Τόμος: Περίληψης του Α' καί του Β' μέρους επί της μελέτης περί της θεολογίας του Θωμά του Άκινάτη. Μετάφρασης εκ του λατινικού καί σχολιασμός του έργου του ιδίου «DE ENTE ET ESSENTIA».
6ος Τόμος: Αντιρρητικές μελέτες κατά του Πλήθωνος. Σχόλια επί της εισαγωγής του Πορφυρίου. Κατηγορίες του Αριστοτέλους καί το βιβλίο στα λατινικά «DE INTERRETATIONE».
7ος Τόμος: Σχόλια στην Φυσική του Αριστοτέλους. Μετάφρασης από τα λατινικά στα προλεγόμενα του Θωμά του Άκινάτη στα δύο πρώτα βιβλία της Φυσικής του Αριστοτέλους - του έργου «DE SOPHISMATIBUS» του έργου «DE SEX PRINCIPIIS» υπό GILBERT DE LA PORREE - "Έργο περί Ευτυχίας κατά τον Αριστοτέλη καί τον Πλωτίνο, καί Μετάφρασης αποσπασμάτων της «Διαλεκτικής» του Πέτρου της Ισπανίας.
8ος Τόμος: Επιστολές - Γραμματική - Διάφορα. Αυτός ό τελευταίος τόμος περιέχει καί εκτενή εισαγωγή για τον βίο του Γεωργίου-Γενναδίου Σχολαρίου, καθώς καί περιληπτική παρουσίαση της φιλοσοφικής καί θεολογικής του τοποθετήσεως. - Περιεχόμενα των 8 τόμων.

Βιογραφία του Γεωργίου-Γενναδίου Σχολαρίου.
Ό Γεώργιος Σχολάριος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη περί το 1405 από ευκατάστατη οικογένεια. (Γεννάδιος ονομάστηκε όταν προσήλθε στον μοναχισμό). Σε μια του επιστολή προς τον Αγ. Μάρκο τον Ευγενικό δίνει την πληροφορία, ότι, όσον άφορα τίς ανθρωπιστικές σπουδές, την φιλοσοφία καί την θεολογία, υπήρξε «αυτοδίδακτος».
αφού προχώρησε αρκετά την μόρφωση του, πολύ νέος ακόμη, άνοιξε σχολή στο σπίτι του οπού συγκεντρώνονταν "Έλληνες-καί Ιταλοί, για να τον ακούσουν. Εκείνη την εποχή συνέγραψε μια ελληνική Γραμματική, καί μετέφρασε, με σχόλια, φιλοσοφικά έργα της Δύσεως, εντρύφησε δε πολύ στο έργο του Αριστοτέλους.
Ή φήμη του τον οδήγησε τελικά να διοριστεί «Καθολικός Σεκρετάριος του Βασιλέως», επί βασιλείας του Ιωάννου Ζ' του Παλαιολόγου, καί ενώ ήταν ακόμη λαϊκός τον εξέλεξαν ως ιεροκήρυκα του αυτοκρατορικού ανακτόρου, οπού κήρυσσε τον λόγο του Θεού κάθε Παρασκευή, ενώπιον της Συγκλήτου καί όλης της πόλεως, ρητόρευε δε συχνά στο Παλάτι καί συζητούσε με προσωπικότητες των Ανακτόρων επί θεμάτων της επικαιρότητος.
Υπήρξε ένας από αυτούς πού συνόδευσαν τον Αυτοκράτορα Ιωάννη τον Ζ' στην Φεράρα καί την Φλωρεντία για τον «Διάλογο» επί της Ενώσεως των Εκκλησιών καί συνέθεσε ομιλίες σχετικές με αυτό το θέμα. Εισέπραξε δε εκεί πολλούς επαίνους, μένοντας όμως ακέραιος.
Παρ' όλες τίς υποχρεώσεις του στην επίσημη θέση πού βρισκόταν, συνέχιζε τίς μελέτες του καί τίς παραδόσεις των μαθημάτων. Αυτή ή ήσυχη καί εργατική ζωή διήρκεσε ως την κοίμηση του Αγ. Μάρκου Εφέσου του Ευγενικού (23 Ιουνίου 1444).
Ό Άγιος Μάρκος ό Ευγενικός γνώριζε τίς πραγματικές σκέψεις του Γεωργίου Σχολαρίου για το θέμα της «Ενώσεως» καί λίγο πριν τον θάνατο του, ώρισε τον Γεώργιο Σχολάριο ως αντικαταστάτη του επί κεφαλής του «'Ανθενωτικού Κόμματος». Ό Γεώργιος Σχολάριος χάρηκε για την εμπιστοσύνη πού του έδειξε ό Αγ. Μάρκος ό Ευγενικός, δέχθηκε αυτήν την ηγετική θέση καί υποσχέθηκε στον ετοιμοθάνατο Αγ. Μάρκο να συνέχιση το έργο του, κράτησε δε τον λόγο του.
Από το φθινόπωρο του 1444 αρχίζει τον έντονο αγώνα κατά των «Ενωτικών» με την «πολεμική» κατά του «FILIOQUE» καί του «Δόγματος της Φλωρεντίας» με ομιλίες καί διάλογους πού αμέσως κατέγραψε καί με επιστολές.
Ό αγώνας αυτός συνεχίσθηκε ως τον θάνατο του αυτοκράτορας Ιωάννου Ζ' του Παλαιολόγου (1448). Τότε ό Γεώργιος Σχολάριος, πού ήταν ακόμη λαϊκός, πέφτει σε δυσμένεια, επειδή ό διάδοχος στον θρόνο του Βυζαντίου, ό Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, δεν είχε ακόμη αποσαφηνίσει την θέση του ως προς την «'Ένωση». Έτσι ό Γεώργιος Σχολάριος απογοητευμένος από τα πράγματα του Κόσμου, τρία χρόνια πριν την Άλωση, το 1450, αποφασίζει να μονάσει. (Υπάρχει σχετική επιστολή του προς τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο), καί κείρεται μοναχός με το όνομα Γεννάδιος στην Μονή Χαρσιανείτου, συνεχίζοντας όμως την ανθενωτική του δράση.

Κατά την Άλωση τον συνέλαβαν οί Τούρκοι μαζί με τον ανιψιό του Θεόδωρο Σοφιανό, καί με μερικούς άλλους ως σκλάβους καί τους οδήγησαν στην Ανδριανούπολι. Ό Τούρκος κύριος του μονάχου Γενναδίου του φέρθηκε με τιμή καί εκεί τον βρήκε ό Μωάμεθ ό Πολιορκητής, όταν ή Εκκλησία τον εξέλεξε βάσει των κανόνων, για τον Οικουμενικό Θρόνο, πού χήρευε τότε. Εκείνος βέβαια δεν ήθελε, αλλά τελικά δέχθηκε υπό πίεση αυτό το αξίωμα ως Οικουμενικός Πατριάρχης Γεννάδιος Β'.

Παραιτήθηκε όμως πολύ γρήγορα (την άνοιξη του 1456), για λόγους τους οποίους εξηγεί στον επικήδειο του ανιψιού του Θεοδώρου Σοφιανού (8ος τόμ. σελ. 290). Τον Ιανουάριο του ίδίου έτους βρίσκεται στο Άγιον Όρος (πιθανώς στο Βατοπαίδι).

Μετά τον θάνατο του ανιψιού του, πού τον λύπησε πολύ, αφήνει το Άγιον Όρος για να εγκατασταθεί στην Μονή του Αγ. Ιωάννου του Προδρόμου (στα Βορειοανατολικά των Σερρών). Εκεί έμεινε σχεδόν όλο τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του. Εκλήθη όμως ακόμη δύο φορές στον Πατριαρχικό Θρόνο: Το 1462, μετά τον θάνατο του Πατριάρχου Ισιδώρου Β', για ένα μόνον έτος, καί για τρίτη φορά, πάντα δίχως να το θέλει, το 1464. πριν τελειώσει το έτος τον άφησαν πάλι ελεύθερο, εκλέγοντας τον Ίωάσαφ Α' (1464-1466). Από τότε έμεινε στην Μονή του Προδρόμου ως το τέλος της ζωής του. Δεν ξέρομε όμως πότε ακριβώς έκοιμήθη, αλλά σε ένα χειρόγραφο υπάρχει ή πληροφορία ότι το 1472 ζούσε ακόμη.
Εκεί συνέγραψε το πιο σημαντικό μέρος των έργων του καί εκεί βρέθηκαν τα περισσότερα αυτόγραφα χειρόγραφα του.

Σημ. της μεταφράστριας:

Αποφασίσαμε να παρουσιάσομε το έργο καί τον βίο του Οίκ. Πατριάρχου Γενναδίου Β' του Σχολαρίου, επειδή ή προσωπικότης αυτή του Γένους των Ελλήνων, πού έδρασε σε μια πολύ κρίσιμη εποχή της ιστορίας του, μπορεί να μας έμπνευση καί να μας βοηθήσει στην σημερινή δύσκολη εποχή στην οποία βρίσκεται πάλι το Ελληνικό Έθνος. Γι' αυτό λοιπόν θα 'πρεπε να βρεθούν κάποιοι να αναλάβουν την μετάφραση όλου του έργου του στα νέα-ελληνικά το συντομότερο.
Μετάφρασης περιληπτική εκ του γαλλικού κειμένου της «Εισαγωγής» των «Απάντων» του Γενναδίου Σχολαρίου (1ος τόμος)
Ειρήνη Οίκονομίδου 7 Δεκεμβρίου 1998 Εορτή Αγ. Αμβροσίου Μεδιολάνων.

Περισσότερα για τον Γεννάδιο Σχολάριο μπορεί να βρει κάποιος στο:
«Γεννάδιος Σχολάριος, Βίος-Συγγράμματα-Διδασκαλία» υπό Πρωτ. Θεοδώρου Ζήση, καθηγ. Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έκδ. Ανάλεκτα Βλατάδων, αριθμ. 30, β'εκδ. 1997.
+Η ελπίς μου ο Πατήρ, καταφυγή μου ο Υιός, σκέπη μου το Πνεύμα το Άγιον, Τριάς Αγία, δόξα σοι.
Άβαταρ μέλους
ΜΙΧΣ
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 5035
Εγγραφή: Πέμ Φεβ 23, 2012 9:24 am

Re: Όμολογία της Όρθοδόξου Πίστεως

Δημοσίευση από ΜΙΧΣ »

http://www.pigizois.net/pneumatikoi_log ... dimika.htm


Α Γ Ι Ο Ν Ι Κ Ο Δ Η Μ Ι Κ Α


ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ «ΦΙΛΟΙ ΙΕΡΟΥ ΚΟΙΝΟΒΙΟΥ ΆΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ.
ΤΕΥΧΗ 2004-2005


Από αυτό το τεύχος του περιοδικού εγκαινιάζουμε τη νέα στήλη «Αγιονικοδημικά», πού θα περιλαμβάνει εκλεκτά κείμενα του σοφότατου διδασκάλου της Εκκλησίας Αγίου Νικόδημου του Άγιορείτου. Ξεκινάμε με την τμηματική και σε συνέχειες δημοσίευση του σπουδαιότατου και τελευταίου έργου πού βγήκε από τον θεοφώτιστο νου και την οξυγράφο γραφίδα του αγίου, την «Ομολογία Πίστεως», πού παραθέτουμε σε μετάφραση για κατανόηση και από τους απλούστερους.


Ομολογία Πίστεως, δηλαδή Απολογία δικαιότατη



Φοβερό πράγμα είναι ό φθόνος, αγαπητοί μου, και ανήσυχο διαρκώς βρίσκεται σε κίνηση και ποτέ δεν παύει να ενεργοποιεί την φυσική του ιδιότητα. Αυτή συνίσταται στο να προσάπτει μομφή στους άμεμπτους, να κατηγορεί τους ακατηγόρητους και να διαβάλλει ως δήθεν κακόδοξους και ασεβείς ακόμη και αυτούς πού τυχαίνει να είναι οί πλέον ευσεβείς και Ορθόδοξοι.


Για να επιβεβαιωθεί αυτό πού λέω, αρκεί να αναφερθούν τά παραδείγματα των μεγάλων διδασκάλων και αγίων της Εκκλησίας μας• και εννοώ τον Αθανάσιο, τον Βασίλειο, τον Γρηγόριο, τον Χρυσόστομο και τους υπολοίπους, οί οποίοι ενώ ήσαν οί πλέον ευσεβείς και Ορθόδοξοι, εντούτοις διαβάλλονταν από τους εχθρούς τους ως δήθεν ασεβείς και κακόδοξοι.
Κι αν, όπως συνέβη, οί τέτοιας λογής και τόσου μεγέθους άγιοι της Εκκλησίας δεν μπόρεσαν να γλιτώσουν από τον φθόνο και τίς διαβολές, πώς ήταν δυνατό να μείνουμε ακατηγόρητοι εμείς και να φανούμε ανώτεροι από αυτούς, εμείς πού δεν είμαστε άξιοι ούτε να σταθούμε κοντά τους; Δεν είναι λοιπόν καθόλου παράξενο πού κι εμείς κατηγορούμαστε και διαβαλλόμαστε με δυσφημιστικά και κακόδοξα ονόματα, από κάποιους αδελφούς πού κινούνται από φθόνο και πείσμα ή και από μίσος.


Υπάρχουν εξάλλου και μερικοί, οί οποίοι δεν γνωρίζουν καθόλου τι σημαίνει ή λέξη «Κόλλυβας» και δεν καταλαβαίνουν την αιτία για την οποία κατηγορούμαστε και δυσφημιζόμαστε. Αυτοί, μόνο και μόνο επειδή ακούνε τους άλλους να μας αποκαλούν Κολλυβάδες και αιρετικούς και κακόδοξους, και με άλλους παρόμοιους δυσφημιστικούς χαρακτηρισμούς, αμέσως τους ακολουθούν στο να εκτοξεύουν εναντίον μας τίς ίδιες δυσφημιστικές ονομασίες.


Μοιάζουν λοιπόν μ' εκείνους τους ανόητους Αθηναίους, οί όποιοι ενώ ήσαν άξεστοι και αγροίκοι, κατηγόρησαν τον δίκαιο Αριστείδη και έγραψαν εναντίον του επάνω στο όστρακο ότι είναι άξιος να εξοστρακισθεί και να εξοριστεί από την Αθήνα. Και το έκαναν αυτό, παρόλο πού δεν τον γνώριζαν καθόλου από πριν τους έφτανε μόνο πού άκουγαν από τους άλλους ότι είναι άξιος εξοστρακισμού και εξορίας, σύμφωνα με την εξιστόρηση πού γίνεται για αυτόν στα «Παράλληλα» του Πλουτάρχου. Παραλείπουμε βέβαια, επειδή είναι κακόφημη, την ταιριαστή σε’ τέτοιες περιπτώσεις δημώδη και λαϊκή εκείνη παροιμία πού λέγει: [μόλις γαβγίζει ένας σκύλος αμέσως γαβγίζει κι άλλος].


Για να κάνουμε λοιπόν γνωστή την αλήθεια, αναγκαζόμαστε να εκθέσουμε εδώ την παρούσα ιδιόχειρη ομολογία της Πίστεως μας και να απολογηθούμε με συντομία τι φρονούμε για 'εκείνα (τα θέματα) για τα οποία αδίκως μας κατηγορούν γιατί ακούμε τον κορυφαίο (απόστολο) Πέτρο πού μας παραγγέλλει: «Να είστε πάντοτε έτοιμοι να απολογηθείτε σε καθένα που σας ζητάει λόγο... (για την πίστη σας)» (Α' Πέτρ. γ', 15). Και τούτο, αφενός, για να κλείσουν τα στόματα τους με το να φοβηθούν τον Θεό και την μέλλουσα ανταπόδοση εκείνοι που με εμπάθεια εκτοξεύουν εναντίον μας αυτές τίς κατηγορίες και αφετέρου, οι αδελφοί πού αγνοώντας (την αλήθεια) σκανδαλίζονται και ψυχραίνονται από όσα λέγονται εναντίον μας, να πάψουν να σκανδαλίζονται, βλέποντας ήδη να φανερώνονται και προφορικά και γραπτά και έντυπα τα φρονήματα πού έχουμε στην καρδιά μας επειδή σύμφωνα με τον απόστολο (Παύλο) «Με την καρδιά πιστεύει κανείς εκείνο- πού οδηγεί στη δικαίωσή του, ενώ με το στόμα ομολογεί εκείνο πού οδηγεί στη σωτηρία» (Ρωμ, Γ, 10).


Πρώτα-πρώτα, λοιπόν, ομολογούμε και κηρύττουμε και αποδεχόμαστε τα δώδεκα άρθρα πού Βρίσκονται στο κοινό Σύμβολο της Πίστεως, δηλαδή αυτά πού περιέχονται στο «Πιστεύω εις ένα Θεόν», τα οποία καθημερινά τα διαβάζουμε και ό καθένας μόνος του και από κοινού, και στα κελλιά μας και στις άγιες εκκλησίες του Θεού, στις όποιες θα τύχει να παρευρεθούμε. Διότι ακούμε τον θείο Χρυσόστομο να λέγει: «Είναι δόγματα πού κατέβηκαν από τον Ουρανό οι φρικτοί κανόνες πού βρίσκονται στο Σύμβολο» (στην Ομιλία Μ' στην Α' προς Κορινθίους).


Δεύτερο, ομολογούμε και ενστερνιζόμαστε όλα τα αλλά δόγματα, όσα ή Καθολική και Ανατολική Αγία Εκκλησία του Χριστού ομολογεί και κηρύττει. Τόσο αυτά πού αφορούν την υψηλή και Τριαδική θεολογία, δηλαδή τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, των οποίων ή Θεότητα είναι μία, σύμφωνα με τον Ε' Κανόνα της δευτέρας Οικουμενικής Συνόδου, όσο και αυτά πού έχουν σχέση με την βαθιά και ένσαρκη Οικονομία του Θεού Λόγου. Και για να πω αυτό πού λέει ό Μέγας Βασίλειος: «Πιστεύουμε σύμφωνα με όσα ομολογήσαμε ατό βάπτισμα μας και φρονούμε σύμφωνα με' όσα έχουμε πιστεύσει» (στον Α' Ασκητικό Λόγο).


Τρίτο, ομολογούμε και αποδεχόμαστε με ευσεβές φρόνημα τα επτά θεία και ιερά Μυστήρια της Εκκλησίας, τα οποία είναι: Το άγιο Βάπτισμα, το άγιο Μύρο, ή θεία Ευχαριστία, ή Ιεροσύνη, ό νόμιμος Γάμος, ή Μετάνοια και το Ευχέλαιο. Και αυτά τα τιμούμε και τα σεβόμαστε με κάθε πίστη και ευλάβεια, ως αναγκαιους συντελεστές στη σωτηρία της ψυχής μας και αποδεχόμαστε την χάρη και τον αγιασμό αυτών των Μυστηρίων, σύμφωνα με το (ιεροτελεστικό) τυπικό πού τηρείται και διαφυλάσσεται στην Ανατολική (Ορθόδοξη) του Χριστού Εκκλησία.


Τέταρτο, κρατάμε τίς αποστολικές παραδόσεις, πού διδαχθήκαμε είτε προφορικά είτε με' Επιστολή των θείων και ιερών Αποστόλων και μένουμε (σταθεροί) σ' αυτά πού μάθαμε και επιβεβαιώσαμε, όπως ό απόστολος Παύλος παραγγέλλει σ' εμάς και σ' όλους τους χριστιανούς και στην Α' προς Κορινθίους Επιστολή και στην Β' προς Θεσσαλονικείς και στην Β' προς Τιμόθεο.

Πέμπτο, μαζί με τις παραδόσεις των αποστόλων κρατούμε και αποδεχόμαστε και τις παραδόσεις της Εκκλησίας, δηλαδή αυτές που ορίσθηκαν από τους διαδόχους των αποστόλων -ήταν φρόνημα του κακόδοξου Μοντανού, ό όποιος άκμασε κατά τον δεύτερο αιώνα, το να αθετεί τις παραδόσεις και τις συνήθειες της Εκκλησίας, σύμφωνα με τον Ευσέβιο, βιβλίο Ε', κεφ. ΙΕ' της Εκκλησιαστικής Ιστορίας-, γιατί τα δόγματα και οι παραδόσεις της Εκκλησίας δεν είναι αντίθετα μεταξύ τους μη κάτι τέτοιο! Άλλα μάλλον το ένα είναι συστατικό του άλλου. Γιατί, αφενός τα δόγματα της Πίστεως συνιστούν (συγκροτούν) τις παραδόσεις της Εκκλησίας και αφετέρου οϊ παραδόσεις της Εκκλησίας θεμελιώνονται επάνω στα δόγματα της Πίστεως. Έτσι και τα δύο μαζί έχουν την ίδια σπουδαιότητα για την ευσέβεια (των πιστών). Γι' αυτό και ό μέγας Βασίλειος είπε ότι «αυτά τα δύο έχουν την ίδια ισχύ για την ευσέβεια» (Κανόνας 91ος). Γιατί, όπως οι μεγάλες πέτρες στέκονται με τις μικρές, και οι δύο μαζί συγκροτούν την οικοδομή -επειδή αν θελήσει κανείς να γκρεμίσει τις μικρές, γκρεμίζει ταυτόχρονα και τις μεγάλες-, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και τα δόγματα της Πίστεως στέκονται μαζί με τις παραδόσεις της Εκκλησίας και αν θελήσει κανείς να αθετήσει τις παραδόσεις της Εκκλησίας, αθετεί μαζί και τα δόγματα της Πίστεως. Για αυτό είπε πάλι ο Μέγας Βασίλειος: «Γιατί αν επιχειρούσαμε να εγκαταλείψουμε τις άγραφες συνήθειες, επειδή τάχα δεν έχουν μεγάλη σπουδαιότητα, χωρίς να το είχαμε αντιληφθεί θα ζημιώναμε στα πιο σημαντικά σημεία το Ευαγγέλιο και μάλλον θα καταντούσαμε το κήρυγμα (του Ευαγγελίου) απλό όνομα (Κανόνας 91ος).


Έκτο, κρατούμε και αποδεχόμαστε όλους τους ιερούς κανόνες των πανευφήμων αποστόλων, των επτά Οικουμενικών Συνόδων, των τοπικών Συνόδων και των κατά μέρος αγίων και θεοφόρων πατέρων, πού επικυρώθηκαν από την Έκτη Οικουμενική Σύνοδο στον β κανόνα της και από την Έβδομη στον α' κανόνα της. Και μαζί με τους κανόνες αποδεχόμαστε και τα πρακτικά των ίδιων αγίων Συνόδων, γιατί και τα δύο αυτά έχουν την ίδια εγκυρότητα.
Έβδομο, και για να ολοκληρώσουμε, όλα όσα αποδέχεται και ομολογεί ή Αγία, Καθολική, Αποστολική και Ανατολική Εκκλησία του Χριστού, ή κοινή και πνευματική μας μητέρα, αυτά και εμείς αποδεχόμαστε και ομολογούμε μαζί της. Και όσα αυτή αποστρέφεται και αποκηρύττει, αυτά παρόμοια κι' εμείς τα αποκηρύττουμε και τα αποστρεφόμαστε μαζί της σαν παιδιά της και ειλικρινή και γνήσια.

Μετά από αυτά που ομολογήσαμε προηγουμένως, ερχόμαστε τώρα να απολογηθούμε με' συντομία για όσα μας κατηγορούν. Άλλα πριν από την απολογία μας, κρίναμε ότι είναι αναγκαίο να πληροφορήσουμε τους αναγνώστες σχετικά με' τη σημασία της λέξεως κόλλυβα. Κόλλυβο, λοιπόν, είναι βρασμένο σιτάρι, το όποιο σιτάρι είναι σύμβολο του ανθρώπινου σώματος, επειδή το ανθρώπινο σώμα τρέφεται και αυξάνει με το σιτάρι. Γι' αυτό άλλωστε και ό Κύριος παρομοίασε το θεουπόστατο Σώμα Του με' το σπυρί του σιταριού, έτσι λέγοντας στο δωδέκατο κεφάλαιο του κατά Ιωάννη αγίου Ευαγγελίου: «το σπυρί του σιταριού εάν πέφτοντας στη γη δεν πεθάνει, μένει μοναχό του (και δεν πολλαπλασιάζεται) εάν όμως πεθάνει, πολύ καρπό φέρνει». Είπε εξάλλου και ό μακάριος Παύλος στην προς Κορινθίους Α' επιστολή, κεφάλαιο 16: «εκείνο πού εσύ σπέρνεις δεν ζωογονείται, εάν πρώτα δεν πεθάνει» και τούτο, γιατί θάβεται στη γη το νεκρό σώμα και σαπίζει, όπως ακριβώς συμβαίνει και με' το σπυρί του σιταριού.


'Απ' αυτή, λοιπόν, την παρομοίωση πήρε την αφορμή ή Εκκλησία του Χριστού και τελεί τα αποκαλούμενα κόλλυβα, τόσο αυτά πού προσφέρονται στις εορτές των αγίων, όσο και αυτά πού προσφέρονται στα μνημόσυνα των κεκοιμημένων εν Χριστώ αδελφών μα;, όπως λέγει ο Γαβριήλ ο (επίσκοπος) Φιλαδέλφειας στο Εγχειρίδιο. Και σύμφωνα με' τον Βλαστάρη «εφθός σίτος», δηλαδή βρασμένο σιτάρι, είναι τα κόλλυβα και όχι άβραστο κυρίως βέβαια και πρωτίστως, για να μπορούμε να τα τρώμε. Και τα τρώμε τα κόλλυβα, εξαιτίας του θαύματος πού έκανε ό Άγιος Θεόδωρος ό Τηρών, αυτός που καθιέρωσε τα κόλλυβα, το πρώτο Σάββατο των Νηστειών, προστάζοντας (σε θείο όραμα) τον Αρχιερέα να βράσει σιτάρι και να το μοιράσει στους Χριστιανούς. Ο δεύτερος λόγος για τον όποιο βράζουμε το σιτάρι είναι, για να φανερώνεται με' το βράσιμο ή διάλυση και ή φθορά των σωμάτων των κεκοιμημένων, των οποίων σύμβολα είναι τα κόλλυβα.


Και αν κάποιος επρόκειτο να ισχυρισθεί ότι τα κόλλυβα έπρεπε να είναι άβραστο σιτάρι και όχι βρασμένο -αφού, σύμφωνα με' τον συλλογισμό τους, το βρασμένο σιτάρι δεν μπορεί ποτέ να βλαστήσει, ενώ τα σώματα των κοιμηθέντων, παρόλο που έχουν ήδη διαλυθεί, πρόκειται ωστόσο να αναστηθούν κατά τη συντέλεια επομένως, λέγουν, είναι αταίριαστο το σύμβολο μ' αυτό πού συμβολικά παριστάνει, δηλαδή το βρασμένο σιτάρι με' το νεκρό σώμα-, εάν, λοιπόν, λέμε, έτσι έλεγε κάποιος, σ' αυτά εμείς αποκρινόμαστε, ότι μάλιστα αυτό (το βρασμένο σιτάρι) είναι σύμβολο πάρα πολύ ταιριαστό. Γιατί, όπως το βρασμένο σιτάρι δεν μπορεί, βέβαια, να βλαστήσει με φυσικό τρόπο, μπορεί όμως και παραμπορεί με υπερφυσικό, δηλαδή με την άπειρη δύναμη του Θεού, ό όποιος μπορεί να πραγματοποιήσει τα πάντα έτσι παρομοίως και τα νεκρά σώματα, τα όποια έχουν διαλυθεί στα μέρη από τα όποια συναρμόσθηκαν, δεν μπορούν, βέβαια, με' φυσικό τρόπο να αναστηθούν και να ξαναζωντανέψουν, με' υπερφυσικό όμως τρόπο, δηλαδή με την παντοδυναμία του Θεού, μπορούν και πάρα πολύ μάλιστα. γι αυτό όλοι οι θεολόγο ομολογούν ότι ή Ανάσταση των νεκρών είναι έργο πού ξεπερνά όλους τους όρους της φύσεως.


Μετά από την παραπάνω προδιασάφηση για την σημασία των κολλύβων, απολογούμαστε πρώτα για εκείνο το ζήτημα, που πολλοί αδελφοί, χωρίς φόβο Θεού κατηγορώντας μας αποκαλούν «Κολλυβάδες». Και λέμε ότι την ονομασία αυτή ψεύτικα και συκοφαντικά μας την προσάπτουν οι καλοί αδελφοί, διότι εμείς τηρούμε την αρχαία παράδοση της Εκκλησίας, ή οποία ανέκαθεν και από την αρχή παρέλαβε ήμερα Σάββατο να τελεί τα μνημόσυνα των εν Χριστώ κεκοιμημένων και όχι ήμερα Κυριακή (μνημόσυνα, βέβαια, ονομάζουμε αυτά που τελούνται με κόλλυβα και νεκρώσιμο τρισάγιο όχι αυτά στα όποια γίνεται απλή μνημόνευση ονομάτων κατά την τέλεση της Ιερής Λειτουργίας γιατί αυτά έχουν άλλη έννοια, όπως θ' αναφερθεί παρακάτω) και αυτό θα γίνει φανερό από όσα θα αναφερθούν στη συνέχεια. Ή Εκκλησία, λοιπόν, όχι μόνο την γενική ενθύμηση των ψυχών πάντοτε ημέρα Σάββατο την τελεί (ψυχοσάββατο) και ουδέποτε ήμερα Κυριακή -όπως φαίνεται και από το ιερό Τριώδιο και από το .ιερό Πεντηκοσταρίου- αλλά και κάθε Σάββατο κάθε εβδομάδας αυτό το ίδιο κάνει, μνημονεύει δηλαδή τους κεκοιμημένους, όπως φαίνεται από το ιερό βιβλίο της Παρακλητικής.


Για ποιους όμως λόγους, ή Εκκλησία πάντοτε ήμερα Σάββατο τελεί τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων; Πρώτο, επειδή την ήμερα του Σαββάτου ό Κύριος βρισκόταν με την ψυχή στον Άδη για να του πάρει τα λάφυρα και να λύσει από τα δεσμά τις εκεί ευρισκόμενες φυλακισμένες ψυχές, όπως το βεβαιώνει αυτό ό θείος Ιωάννης ό Δαμασκηνός. Αυτός γράφοντας προς τον Κομητά για το θέμα των αγίων νηστειών, να πως λέγει αυτολεξεί « με τον ίδιο τρόπο και εδώ το Πνεύμα το Άγιο δια μέσου των υπηρετών του Λόγου νομοθετώντας ολοήμερη μέχρι την εσπέρα νηστεία για τις πέντε ημέρες της εβδομάδας (της Μεγάλης Τεσσαρακοστής), για το Σάββατο και την Κυριακή δεν όρισε ολοήμερη νηστεία, αλλά την αποχή μόνο από κάποιες τροφές. Και τούτο επειδή τις Κυριακές της Μ. Τεσσαρακοστής περισσότερο και από τη νηστεία επικρατεί ή Ανάσταση, πού γνωρίζουμε ότι έγινε ημέρα Κυριακή. Όπως και τα Σάββατα της Μ. Τεσσαρακοστής περισσότερο από τη νηστεία επικρατεί ή λειτουργική προσφορά πού γίνεται για χάρη όλων των προκεκοιμημένων άγιων (δηλαδή των Ορθόδοξων Χριστιανών, εκλαμβάνοντας πλατύτερα τη λέξη άγιος), την οποία έχουμε εντολή να την επιτελούμε κάθε Σάββατο, εξαιτίας του πριν από το Πάσχα Σαββάτου (να ο λόγος, για τον όποιο το Σάββατο τελούμε τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων) τότε πού ό Χριστός έδεσε τον ισχυρό (Διάβολο) και άρπαξε όλα τα σκεύη του αυτό είναι και το μοναδικό Σάββατο (το Μέγα Σάββατο) κατά το όποιο πρέπει να νηστεύουν εκείνοι πού εορτάζουν τη χαρά της Αναστάσεως» (στον Α' τόμο).


Από αυτά τα λόγια, λοιπόν, του θείου Δαμάσκηνου βγάζουμε τούτο το καλό συμπέρασμα, ότι αυτοί πού δεν τελούν το Σάββατο τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων, αλλά την Κυριακή, αθετούν αφενός τα λόγια αυτά του θείου πατέρα, και αφετέρου συγχέουν (μπερδεύουν) τα χαρακτηριστικά πού έχει το Σάββατο με τα χαρακτηριστικά πού έχει ή Κυριακή. Και τούτο, διότι κατά το Σάββατο ήταν στον Άδη η θεουπόστατη ψυχή του Σωτήρα Χριστού, για να λυτρώσει τίς ψυχές πού ήσαν εκεί ενώ κατά την Κυριακή ήταν έξω από τον Άδη η ψυχή Του, ενωμένη με το ζωοποιημένο και αναστημένο άπ' αυτήν σώμα και με την ενωμένη υποστατικά μ' αυτήν Θεότητα. Ό μέγας Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης διακηρύττει την αναμφισβήτητη γενική αύτη αρχή, ότι δεν πρέπει να συγχέουν κάποιοι τα ιερά σύμβολα, γιατί συγχέουν (μπερδεύουν) ταυτόχρονα και τις αιτίες και τις δυνάμεις και τις τάξεις αυτών των οποίων είναι σύμβολα αλλά πρέπει να τα διατηρούν ασύγχυτα και αντίστοιχα με τα αίτια τους. Και να πώς το λέγει αυτολεξεί: «Δεν πρέπει να συγχέουμε όπως τύχει τα ιερά σύμβολα, αλλά να τα εξηγούμε ταιριαστά με τις αιτίες ή τις υποστάσεις ή τις δυνάμεις ή τις τάξεις ή τις αξίες, των οποίων και είναι αποκαλυπτικά σύμβολα» (στην Επιστολή προς τον Τίτο).


Έχοντας την ίδια γνώμη με τον θείο Δαμασκηνό και ο θείος Γρηγόριος Νύσσης είπε στην ερμηνεία τής επιγραφής του 92ου ψαλμού: «Ποιος άπ' αυτούς πού δέχθηκαν την ευσεβή διδασκαλία (του Ευαγγελίου) δεν γνωρίζει ότι την ήμερα του Σαββάτου πραγματοποιήθηκε το μυστήριο του θανάτου; ότι, σύμφωνα με την ακρίβεια του (μωσαϊκού) νόμου, έμεινε ακίνητο μέσα στον τάφο το ζωοποιό Σώμα του Κυρίου την ήμερα εκείνη;».


Δεύτερος λόγος για τον όποιο ή Εκκλησία τελεί τα μνημόσυνα το Σάββατο είναι, γιατί ή λέξη Σάββατο στα ελληνικά σημαίνει κατάπαυση (σταμάτημα). Επειδή, λοιπόν, οι ψυχές των κεκοιμημένων κατάπαυσαν (σταμάτησαν) απ' όλα τα βιοτικά πράγματα, γι' αυτό ανάλογα και κατάλληλα τελείται και ή μνήμη τους την καταπαύσιμη ημέρα του Σαββάτου. Και αυτό το βεβαιώνει το συναξάρι του ιερού Τριωδίου, πού είναι γραμμένο για το Σάββατο τής Απόκρεω, με τα παρακάτω λόγια: «Σάββατο πάντοτε (σημείωσε αυτό το πάντοτε) τελούμε τη μνήμη των ψυχών, διότι ή εβραϊκή λέξη Σάββατο σημαίνει κατάπαυση (σταμάτημα). Και αφού λοιπόν οι πεθαμένοι κατάπαυσαν (σταμάτησαν) από τίς βιοτικές (φροντίδες και από όλα τα υπόλοιπα πράγματα, γι' αυτό στην καταπαύσιμη ημέρα κάνουμε τίς δεήσεις για χάρη τους• το ύπνο βέβαια έχει επικρατήσει να γίνεται και κάθε Σάββατο (καθώς αυτό γίνεται φανερό από την ιερή Παρακλητική, όπως είπαμε πιο πάνω). Στο σημερινό όμως ψυχοσάββατο (τής Απόκρεω) κάνουμε γενική μνημόνευση και προσευχόμαστε για όλους τους ευσεβείς».

Σημείωσε αυτό που λέγει εδώ ό σοφός Νικηφόρος ό Κάλλιστος, αυτός πού συνέγραψε τα Συναξάρια του Τριωδίου και του Πεντηκοσταρίου. Γιατί λέγοντας ότι «Αύτη την ήμερα (του ψυχοσάββατου) μνημονεύουμε γενικώς και προσευχόμαστε για κάθε ευσεβή άνθρωπο», έδειξε ότι σε άλλα Σάββατα μνημονεύουμε και μερικώς (ονομαστικώς) τους κεκοιμημένους πατέρες μας και αδελφούς διότι αντιδιαστέλλεται το γενικώς με το μερικώς. Και αυτό γίνεται φανερό και από τον παρακάτω ορισμό του καθολικού Τυπικού, το όποιο λέγει ότι τα μερικά τριήμερα και τα εννιάμερα μνημόσυνα του αδελφού πού κοιμήθηκε κατά την περίοδο της μεγάλης Τεσσαρακοστής, πρέπει να γίνονται το Σάββατο. 'Αλλ' αυτό βέβαια, σαφέστερα και ισχυρότερα, φαίνεται και από τα προηγούμενα λόγια του θείου Δαμασκηνού, πού λέγει: «δια μέσου των υπηρετών του Λόγου νομοθετώντας το Πνεύμα το Άγιο... όρισε την λειτουργική προσφορά πού γίνεται για χάρη όλων των προκεκοιμημένων αγίων (δηλαδή χριστιανών), την οποία έχουμε εντολή να την επιτελούμε κάθε Σάββατο». Άρα, είναι ανίσχυρα και μάταια αυτά πού προβάλλονται σοφιστικά (παραπλανητικά) από μερικούς, ότι δηλαδή τα γενικά μνημόσυνα (ψυχοσάββατα) γίνονται μόνο το Σάββατο, ενώ τα μερικά μνημόσυνα (για συγκεκριμένους κεκοιμημένους) γίνονται και την Κυριακή. Σημείωσε ακόμα και τούτο, σαν συμπέρασμα πού βγαίνει από τα προηγούμενα, ότι αυτοί πού τελούν τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων την Κυριακή ανατρέπουν τον λόγο του ιερού Τριωδίου πού αναφέρθηκε παράπονο). Και τούτο επειδή ή Κυριακή δεν είναι καταπαύσιμη ημέρα, όπως είναι το Σάββατο, για να γίνονται και σ' αυτήν τα μνημόσυνα, αλλά είναι «απαρχή της αιωνίου βιωτής», αρχή της αιώνιας ζωής, όπως ψάλλει ή αγία Εκκλησία του Χριστού μαζί με τον θείο Ιωάννη τον Δαμασκηνό.


Εμείς λοιπόν πού τηρούμε την παραπάνω παράδοση της Εκκλησίας, ή οποία τελεί τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων το Σάββατο• και εμείς πού τηρούμε τους αναφερθέντες λόγους του θείου Δαμασκηνού και του ιερού Τριωδίου εμείς, λέγω, κατηγορούμαστε και ονομαζόμαστε «Κολλυβάδες». Από ποιους από εκείνους πού παραβαίνουν αυτήν εδώ την παράδοση της Εκκλησίας και κάνουν μνημόσυνα την Κυριακή. Ω γη και ήλιε και της δικαιοσύνης οφθαλμοί πού βλέπετε! Και είναι δίκαιο πράγμα αυτό, όταν μάλιστα εμάς πρέπει να μας επαινούν γι' αυτή τη στάση μας και να μας εγκωμιάζουν ως φύλακες της Εκκλησιαστικής Παραδόσεως; Να κρίνετε χωρίς πάθος, σας παρακαλούμε, να κρίνετε εσείς πού έχετε διάκριση και φόβο Θεού στην ψυχή σας.


ότι βέβαια είναι αρχαία συνήθεια και παράδοση της Εκκλησίας το να τελεί το Σάββατο τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων, αυτά πού γίνονται με κόλλυβα και νεκρώσιμο Τρισάγιο και εκτενή ευχή και ακολουθία, αυτό επιβεβαιώνεται από πολλούς. Το βεβαιώνει αυτό πρώτο, ή ίδια ή πράξη των Ιερών και ευαγών Μοναστηριών του Αγίου Όρους, των οποίων οι εφημέριοι την εσπέρα κάθε Παρασκευής μεταβαίνουν στο κοιμητήριο μαζί με τα κόλλυβα και εκεί τα μνημονεύουν. Όμοια και το πρωί κάθε Σαββάτου λειτουργούν στο ίδιο κοιμητήριο μνημονεύοντας τους κεκοιμημένους.


'Αλλά και αν κάποιος από αυτούς πού είναι αντίθετοι με την εκκλησιαστική παράδοση των μνημόσυνων επρόκειτο να πει ότι «εσείς, φίλοι μου, σύμφωνα με τα επιχειρήματα πού προβάλλετε διδάσκετε ότι μόνο το Σάββατο πρέπει να τελούνται τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων και όχι άλλη μέρα της εβδομάδας• επειδή όμως τίς άλλες ημέρες της εβδομάδας δεν είναι απαγορευμένο να τελούμε τα μνημόσυνα τους, άρα λοιπόν, κατά παρόμοιο τρόπο δεν είναι απαγορευμένο να τα τελούμε και την Κυριακή». Προς αυτόν εμείς απαντούμε ότι σοφιστικά (παραπλανητικά) αποκρίνεσαι, αγαπητέ, όποιος κι αν τυχαίνει να είσαι, γιατί μαζί μ' αυτό πού ζητάς στην αρχή να αποδείξεις, αρπάζεις και το ζητούμενο σύμφωνα με όσα λέγουν αυτοί πού καταγίνονται με τα σοφίσματα»


Εμείς αδελφέ δεν διαφωνούμε για την τέλεση των μνημόσυνων τις υπόλοιπες μέρες τις εβδομάδας άλλα για μόνη την Κυριακή. Γιατί αυτήν βλέποντας την να ξεχωρίζει από τίς άλλες ημέρες, και από το ίδιο το Σάββατο, και εξαιτίας των προνομίων πού μας δόθηκαν λόγω της Αναστάσεως του Κυρίου, ή οποία έγινε την ημέρα αυτή, και λόγω της αναστάσεως όλων των πιστών πού προτυπώνεται ότι θα γίνει την ήμερα αυτή, αλλά επίσης και για την χαρά αυτής της Αναστάσεως• για όλους αυτούς τους λόγους, ακολουθούμε τα ιερά Τυπικά πού ορίζουν να μη γίνονται αυτή την ήμερα μνημόσυνα των κεκοιμημένων. Όσο για το Σάββατο ακολουθούμε τα παραπάνω λόγια και του θείου Δαμάσκηνου και του ιερού Τριωδίου και του Πεντηκοσταρίου και λέμε ότι τότε πρέπει να γίνονται κυρίως και κατ' εξοχήν τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων και μάλιστα για τους λόγους ότι αφενός το Σάββατο είναι ήμερα καταπαύσιμη, και αφετέρου ότι το Σάββατο ό Κύριος βρισκόταν στον τάφο σωματικά και στον Άδη με την ψυχή, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω.


Όσο για (την τέλεση μνημοσυνών) τις άλλες ημέρες δεν λογομαχούμε ούτε διαφωνούμε, επειδή ούτε τα ιερά Τυπικά ή τα βιβλία της Εκκλησίας βλέπουμε να ορίζουν κάτι διαφορετικό γι' αυτές. Κάθε φορά, λοιπόν, πού στις υπόλοιπες (καθημερινές) ημέρες της εβδομάδας γίνεται τέλεια Λειτουργία, τότε κι εμείς τελούμε τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων, χωρίς να ορίζουμε τίποτε για θέματα πού δεν έχουν οριστεί εκτός μόνο αν συμπέσουν σ' αυτές τίς ημέρες Δεσποτικές ή Θεομητορικές εορτές. Γιατί τότε δεν ψάλλονται αυτά (τα μνημόσυνα), πού είναι πένθιμα, σε αυτές τις εορτές, πού είναι χαρμόσυνες, επειδή σύμφωνα με τίς Ιερές Διαταγές των Αποστόλων «δεν πρέπει να πενθούμε σε ημέρα εορτής». Βλέπουμε εξάλλου και τα Τυπικά, πού απαγορεύουν την τέλεση των μνημοσυνών κατά τίς εορτές αυτές, όπως θα πούμε λίγο πιο ύστερα.


Κανείς βέβαια δεν μπορεί να αρνηθεί την αλήθεια και να ισχυρισθεί ότι δεν είναι πένθιμα τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων για το λόγο ότι αυτά προξενούν λύπη. Και προξενούν λύπη, πρώτο, επειδή οί κεκοιμημένοι αδελφοί θεωρούνται από την Εκκλησία ως αμαρτωλοί και όχι ως δίκαιοι και ή αμαρτία, βέβαια, είναι ρίζα και αιτία λύπης και πένθους, επειδή χωρίζει (τον άνθρωπο) από τον Θεό. Δεύτερο, προξενούν λύπη τα μνημόσυνα, επειδή οι ψυχές των κεκοιμημένων θεωρούνται ότι βρίσκονται σε τόπο σκοτεινό, σε τόπο πού επικρατεί η θλίψη και με απλά λόγια, σε τόπο πού είναι η φυλακή του αδη, ό όποιος αληθινά είναι αίτιος λύπης και σκυθρωπότητας. Γι' αυτό και ή Εκκλησία με τα μνημόσυνα παρακαλεί να ελευθερωθούν οί ψυχές των κεκοιμημένων αδελφών από αυτόν τον τόσο άθλιο τόπο και να τοποθετηθούν «σε τόπο φωτεινό, σε τόπο χλοερό (καταπράσινο), σε τόπο αναψύξεως δροσισμού και αναπαύσεως, όπου εξαφανίστηκε ή λύπη και ό στεναγμός». Γι' αυτό το λόγο και όλοι οί χριστιανοί πού παρίστανται στα μνημόσυνα των πεθαμένων, με πένθιμο παρουσιαστικό, με μάτια σκυθρωπά και δακρυσμένα και με λυπημένη φωνή, παρακαλούν και προσεύχονται στον Άγιο Θεό για χάρη του κεκοιμημένου λέγοντας: «Κύριε, ελέησε (ευσπλαχνίσου) Κύριε, ανάπαυσε την ψυχή του δούλου σου».


Τρίτο και τελευταίο, είναι πένθιμα τα μνημόσυνα, εξαιτίας του θανάτου πού αναφέρεται σ' αυτά, του θανάτου πού είναι πρωταίτιος και πρωτεργάτης κάθε λύπης και πένθους. Και αν, βέβαια (μας αναφέρεις ότι), ό Παύλος λέγει να μη λυπούμαστε για τους κεκοιμημένους αλλά σ' εκείνο το σημείο κεκοιμημένους εννοεί όχι τους αμαρτωλούς -τέτοιοι πού θεωρούνται οί δικοί μας κεκοιμημένοι -, αλλά τους Δικαίους και τους Αγίους, καθώς αυτό γίνεται φανερό από τα παρακάτω λόγια του (στην Α' Θεσσαλονικείς δ', 13), έτσι όπως τα ερμηνεύουν και ό Χρυσορρήμων (Χρυσόστομος) και ό Θεοφύλακτος.


Τρίτο, την παράδοση τελέσεως των μνημόσυνων το Σάββατο, την βεβαιώνουν τα Τυπικά πολλών Μοναστηριών 'και μάλιστα της Μεγίστης Λαύρας του Αθω και της Μονής Δοχειαρείου, τα όποια ορίζουν ότι όταν τα μνημόσυνα των κτητόρων τους τύχουν ήμερα Κυριακή, τότε να μνημονεύονται τα κόλλυβα μετά την ακολουθία της ενάτης ώρας του Σαββάτου και αφού τα μνημονεύσουν και τα μοιράσουν στους αδελφούς, τότε να αρχίζει ό εσπερινός της Κυριακής (αυτές οι ιδιαίτερες διατάξεις των Τυπικών τους γράφονται στο μπροστινό μέρος). Αυτό το βεβαιώνουν (επίσης) τα «βραβία», δηλαδή οί σύντομοι κώδικες πού περιέχουν τα ονόματα των κτητόρων των Μοναστηριών και διαβάζονται στον νάρθηκα (λιτή) του ναού, τα όποια δεν διαβάζονται στον εσπερινό του Σαββάτου. Άλλα και αν πρόκειται να γίνει αγρυπνία το Σάββατο βράδυ προς Κυριακή, ορίζουν να γίνεται, βέβαια, ή ακολουθία της λιτής, να μη μνημονεύονται όμως σ' αυτήν οί κεκοιμημένοι. Τέταρτο, την παράδοση τελέσεως των μνημοσυνών το Σάββατο, την βεβαιώνει και το Τυπικό του ονομαστού ναού του Πρωτάτου πού βρίσκεται στον Άθωνα. Και όταν λέμε Τυπικό του Πρωτάτου, συμπεριλαμβάνουμε όλα τα ιδιαίτερα Τυπικά των ιερών Μοναστηριών του Άθωνα, γιατί το Πρωτάτο είναι ή πρώτη επίσημη καθέδρα, κάτω από την οποία βρίσκονταν όλα τα Μοναστήρια του Αγίου Όρους. Αυτό λοιπόν το Τυπικό στο κεφάλαιο Ι16 καθορίζει για τα μνημόσυνα τα έξης: «Πρέπει να ξέρουμε ότι εάν συμβεί να αναχωρήσει προς τον Κύριο κάποιος αδελφός την περίοδο των αγίων τούτων ημερών (της Μεγάλης Τεσσαρακοστής δηλαδή), τότε ενδιάμεσα της εβδομάδας δεν τελείται ή παννυχίδα (ακολουθία μνημόσυνου)για τα τριήμερα του μέχρι την εσπέρα της Παρασκευής τότε τελείται ή παννυχίδα του και το πρωί του Σαββάτου τελείται ή Λειτουργία (με κόλλυβο και νεκρώσιμο τρισάγιο δηλαδή), ενώ το επόμενο Σάββατο γίνονται τα εννιάμερα του, είτε συμπίπτουν στις ημέρες τους είτε όχι. Όσο για το σαραντάημερο μνημόσυνο του, τούτο γίνεται με την συμπλήρωση του αριθμού των σαράντα ήμερων από την έκδημία του».


Αύτή ή διάταξη για τα μνημόσυνα, τριήμερα, εννιάμερα και τεσσαρακοστά, του κοιμηθέντος μέσα στην Μ. Τεσσαρακοστή αδελφοί είναι κατά λέξη δανεισμένη από το καθολικό Τυπικό του αγίου Σάββα και Χαρίτωνος και Κυριάκου και Ιωάννου του Δαμάσκηνου. Και επειδή το καθολικό Τυπικό που αναφέραμε, σχετικά με τα τριήμερα του κεκοιμημένου λέγει ότι πρέπει να γίνονται αυτά το Σάββατο -άπ' οπού προκύπτει το συμπέρασμα ότι αυτά δεν γίνονται την Κυριακή, καθότι υπάρχει το ενδεχόμενο να πεθάνει κάποιος την Παρασκευή και τα τριήμερα του να συμπίπτουν την Κυριακή ή διάταξη όμως του Τυπικού λέγει κατηγορηματικά ότι τα τριήμερα του κεκοιμημένου (κατά την Μ. Τεσσαρακοστή) γίνονται το Σάββατο (και όχι δηλαδή την Κυριακή)-, όμοια και για τα εννιάμερα του λέγει με ακριβή ορισμό ότι πρέπει να γίνονται το ερχόμενο Σάββατο, είτε συμβεί να συμπέσουν αυτά τότε είτε δεν συμπέσουν (και όχι δηλαδή την Κυριακή) . Όσο για το σαραντάημερο του κεκοιμημένου, επειδή το καθολικό εκκλησιαστικό Τυπικό αναφέρει αόριστα ότι τούτο να γίνεται όταν συμπληρωθεί ό αριθμός των ημερών (από την ήμερα του θανάτου) -και δεν εξαίρεσε τίς ημέρες στις όποιες δεν επιτρέπεται-, για τον λόγο αυτό οί θεοφόροι πατέρες του αγιώνυμου Όρους, οί όποιοι καθόλου δεν διαφέρουν στην αγιότητα από τον άγιο Σάββα και τον άγιο Χαρίτωνα και από τους άλλους -«ερμηνεύοντας τα πνευματικά πράγματα με πνευματικά μέτρα», σύμφωνα με τον Απόστολο- προσδιόρισαν το αόριστο και διεύρυναν το περιορισμένο και εξήγησαν το δυσνόητο αυτό μέρος του καθολικού Τυπικού και γι' αυτό επισυνάπτουν στη συνέχεια τίς προβλεπόμενες εξαιρέσεις, λέγοντας: «Αυτό, βέβαια, είναι φανερό (ότι το μνημόσυνο θα γίνει στις σαράντα ημέρες), εάν δεν συμπέσει (το σαραντάημερο μνημόσυνο δηλαδή) την αγία και Μεγάλη Εβδομάδα ή τη Διακαινήσιμο γιατί εάν συμπέσει μέσα σε αυτές τις εβδομάδες δεν τελείται το μνημόσυνο του δηλαδή παρά μόνο αφού περάσει η Κυριακή του Θωμά.


Επειδή ακριβώς είναι παράδοση των Άγιων να μνημονεύονται καθημερινά με Λειτουργίες αυτοί που έχουν εκδημήσει από κοντά μας από αυτή δηλαδή την πρώτη μέρα της τελευτής τους μέχρι και την τεσσαρακοστή μέρα, οι Λειτουργίες αυτού του είδους που γίνονται για αυτούς αρχίζουν από την Δευτέρα του Θωμά μέχρι να συμπληρωθεί η Τεσσαρακοστή μέρα. Τούτο δεν γίνεται μόνο τις Κυριακές και τις υπόλοιπες εορτάσιμες μέρες. Δηλαδή την Τετάρτη της Μεσοπεντηκοστής, την Τετάρτη πριν την Ανάληψη, την Πέμπτη της Αναλήψεως και την Δεύτερα του Άγιου Πνεύματος.»


Και βλέπε, φίλτατε αναγνώστη, πόση ακρίβεια τηρούν εδώ, σ' αυτά που λένε, οί θεοφόροι Πατέρες του Αγίου Όρους. Γιατί αυτοί οί ίδιοι που' είπαν παραπάνω ότι είναι παράδοση των Αγίων να μνημονεύονται καθημερινά οί κεκοιμημένοι αδελφοί και αυτοί οί ίδιοι πού, ως φιλάδελφη πού είναι, τόσο αγωνίζονται και υπερμαχούν για να μνημονεύονται καθημερινά όσοι τελευτούν αυτοί, λοιπόν, εξαίρουν (από την μνημόνευση αυτή, πού γίνεται με κόλλυβο) με τρόπο κατηγορηματικό τίς Κυριακές και τίς αναφερθείσες εορτάσιμες ημέρες και με μεγάλη ακριβολογία και σαφή υπόδειξη λέγουν να μη γίνονται τίς ημέρες αυτές τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων αδελφών. Ποιο πράγμα μπορεί να γίνει πιο φανερό και ξεκάθαρο άπ' αύτη την αλήθεια; Ποιο πράγμα μπορεί να γίνει πιο σαφές άπ' αυτή την διάταξη; Η ποιος άλλος μπορεί να βρεθεί περισσότερο φιλάδελφος από τους φιλάδελφους αυτούς Πατέρες; Αρκετή ήταν από μόνη της ή παραπάνω μαρτυρία του Τυπικού του Πρωτάτου, ως το πλέον αποδεκτό πού είναι, να πληροφορήσει τον καθένα. Για περισσότερη, όμως, επιβεβαίωση των αναγνωστών, παρουσιάζουμε εδώ και άλλες μαρτυρίες από Τυπικά μερικών Μοναστηριών του , Αγίου Όρους. Λέμε, λοιπόν, ότι την παραπάνω διάταξη του Τυπικού του Πρωτάτου, αυτή πού αναφέρει για το «τι πρέπει να γίνει, εάν συμβεί κάποιος αδελφός να αποδημήσει προς τον Κύριον μέσα στη Μεγάλη Τεσσαρακοστή», την ίδια, απαράλλακτα και με τίς ίδιες λέξεις, αναφέρει και το Τυπικό της Ιεράς Μονής του Διονυσίου, πού τώρα είναι κοινόβιο. Γιατί και εκεί κατά τον ίδιο τρόπο γράφεται: «Πρέπει να ξέρουμε ότι εάν συμβεί να αποδημήσει κάποιος αδελφός προς τον Κύριον αυτές τίς άγιες ημέρες, κατά τη διάρκεια της εβδομάδας δεν τελείται ή παννυχίδα (ακολουθία μνημόσυνου) για τα τριήμερα του μέχρι την εσπέρα της Παρασκευής επειδή τότε τελείται ή παννυχίδα του, και το Σάββατο πρωί τελείται ή Λειτουργία» και τα υπόλοιπα. Έπειτα προσθέτει και τα ακόλουθα: «Και επειδή είναι παράδοση των Αγίων να μνημονεύονται καθημερινά με Λειτουργίες αυτοί πού αναχωρούν από κοντά μας, από την πρώτη δηλαδή ημέρα της τελευτής τους μέχρι και την τεσσαρακοστή, οί Λειτουργίες αυτού του είδους [με κόλλυβα και νεκρώσιμο τρισάγιο] πού γίνονται γι αυτούς αρχίζουν από τη Δευτέρα του Θωμά μέχρι να συμπληρωθεί η τεσσαρακοστή ημέρα. Μόνο τίς Κυριακές και τίς υπόλοιπες εορτάσιμες ημέρες δεν γίνεται αυτό, δηλαδή την Τετάρτη της Μεσοπεντηκοστής, την Τετάρτη πριν από την Ανάληψη, την Πέμπτη της Αναλήψεως και την Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος».


+Η ελπίς μου ο Πατήρ, καταφυγή μου ο Υιός, σκέπη μου το Πνεύμα το Άγιον, Τριάς Αγία, δόξα σοι.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Διάφορες Ομιλίες”