Οδοιπορικό στο Άγιο Όρος

Διαδρομές μονοπάτια στο Αγιον Ορος

Συντονιστής: Συντονιστές

Απάντηση
anonimos

Οδοιπορικό στο Άγιο Όρος

Δημοσίευση από anonimos »

Οδοιπορικό στο Αγιο Όρος (1)

Δε νομίζω να υπάρχει άνθρωπος –ανεξαρτήτως πίστεως, ιδεολογίας, αντιλήψεως- που να μη θέλει έστω και μια φορά στη ζωή του να πάει στο Αγιο Όρος. Είναι όνειρο ζωής για όλους, άνδρες και γυναίκες. Όμως, τι θεωρούμε ότι είναι Αγιο Όρος; Τι πιστεύουμε ότι μπορεί να μας προσφέρει μια επίσκεψη σε αυτό; Και τι εν τέλει είναι; Τι τελικά μας προσφέρει;

Πολλοί –που έχουν κάποια βάσανα, στενοχώριες, θλίψεις- πιστεύουν πως θα βρουν προορατικούς γεροντάδες που θα τους προφητέψουν τα μελλούμενα, θα τους πουν πότε θα διοριστούν, πότε θα παντρευτεί το παιδί τους κ.τ.λ. Αλλοι, κινούμενοι από απλή πίστη τε και περιέργεια πάνε να δούνε τι σόι πράγμα είναι αυτό το περιβόητο Α.Ο. Έτεροι, με πλείστα ερωτήματα υπερφυσικά –τι είναι ζωή, τι είναι θάνατος, αν υπάρχει Θεός κ.τ.λ.- ελπίζουν να βρουν κάποιους να τους απαντήσουν ικανοποιητικώς. Μερικοί, εντελώς άσχετοι περί τα της πίστεως το βλέπουν ως τουριστική εκδρομή, μη σεβόμενοι καθόλου την ιερότητα του χώρου και έχοντας στο νου τους κάποια αρνητικά που ακούγονται. Και υπάρχουν και κάποιοι –λίγοι δυστυχώς- που η επίσκεψη τους στο Α.Ο. έχει το χαρακτήρα Αναγέννησης. Επιθυμούν να ξαλαφρώσουν από τα ψυχικά βάρη που κουβαλούν, να ηρεμήσουν κι να βρουν τον εαυτό τους. Είναι ίσως, η μόνη μερίδα που πραγματικά γεύεται σε όλη της την έκταση τη συγκομιδή που έχει να προσφέρει το Αθως.

Ομολογώ, ότι πηγαίνοντας να επισκεφθώ για πρώτη φορά το Α.Ο. διακατεχόμουν από όλες τις αντιλήψεις, ιδέες, συναισθήματα που περιέγραφα άνωθεν, πλην του τελευταίου. Λάθος μου. Λάθος μου, γιατί δεν άφησα τον εαυτό μου ελεύθερο να αρπάξει και να γευτεί όλο το μεγαλείο και τους καρπούς αυτής της αγιασμένης χερσονήσου. Όταν πας προκατειλημμένος, σφιγμένος, υποψιασμένος, δύσκολο να ρουφήξεις την αγιασματική ευωδία, το νέκταρ της ψυχής και να επέλθει σε όλο το είναι η ηρεμία και η γαλήνη, η ησυχία και το δέος.

Ήμασταν 4 άτομα που αποφασίσαμε να επισκεφθούμε το Α.Ο. Ήταν η πρώτη φορά και για τους 4 μας και βέβαια –πρώτα ο Θεός- όχι η τελευταία. Όσο και να αποστάσεις είναι μακρινές, όσο και αν τα έξοδα μεταφοράς είναι υψηλά, δεν τα λογαριάζεις σα σκέφτηκες τι απόλαψες, τι απολαμβάνεις και τι θα απολάψεις.

Μα, ας μη μακρηγορώ και ας αρχίζω την περιήγηση. Το ταξίδι όπως είπαμε είναι αρκούντως μακρύ, μα όχι κουραστικό. Για όσους δε θα προτιμήσουν την λύση του αεροπλάνου για Θεσσαλονίκη, η μόνη λύση που τους μένει είναι να πάρουν από την Αθήνα το λεωφορείο των ΚΤΕΛ Χαλκιδικής που φεύγει το βράδυ για Ουρανούπολη. Εμείς φύγαμε το βράδυ της 17ης προς 18ης Νοεμβρίου. Ο καιρός ήτανε ιδιαίτερα καλός, χωρίς σπουδαίο κρύο. Αλλες φορές κοιμόμασταν, άλλες φορές κοιτάγαμε από το παράθυρο τα τοπία καθώς δεν είχαμε ξανανέβει σε αυτές τις περιοχές. Για αυτό μείναμε έκπληκτοι από την ομίχλη που κυριαρχούσε στην περιοχή της Λάρισας. Ήταν τόσο πυκνή που δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις τι υπήρχε ένθεν κακείθεν του δρόμου. Τόσο επικίνδυνη, μα και τόσο γοητευτική. Γύρω στις 5 σταματήσαμε Θεσσαλονίκη και στις 5:30 ξεκινήσαμε για Ουρανούπολη, το τελευταίο χωριό πριν την είσοδο σε άλλο κόσμο. Κάνει γύρω στις 2 ώρες διασχίζοντας όλη την Χαλκιδική από την μία άκρη στην άλλη, βλέποντας δεξιά και αριστερά λόφους και βουνά γυμνά και χωριά να ξεπροβάλλουν. Αρχίζαμε να απογοητευόμαστε. Που είναι η περίφημη δεντροσκέπαστη Χαλκιδική; Δυστυχώς ήταν προς τα κάτω του νομού. Ευτυχώς, μας αποζημίωσε για λίγο το γραφικό χωριουδάκι της Αρναίας με τα διώροφα, παραδοσιακού τύπου σπίτια, τα σοκάκια, τους στενούς δρόμους. Και ύστερα από λίγο βγήκαμε στη θάλασσα και μας ηρέμησε το ήρεμο, γαλάζιο χρώμα που παίρνει με το που χαράζει ο ήλιος. Περάσαμε στην Ιερισσό και φτάσαμε κατά τις 7:30 στην Ουρανούπολη.

Ένα γραφικό χωριό με λίγους κατοίκους. Καθήσαμε στην προβλήτα. Βλέπαμε τους γλάρους να ακολουθούν από ψηλά τις μηχανότρατες γεμάτες με ψάρια. Μικρά ψαράκια βγαίνανε στα ρηχά, ενώ οι θόρυβοι των πουλιών συμπλήρωναν το σκηνικό.

Ο μοναδικός τρόπος εισόδου στο Α.Ο. είναι μόνο ακτοπλοϊκώς. Δρόμοι δεν υπάρχουν. Δυο δρομολόγια πλοίων έχει από Ουρανούπολη, ένα στις 6 το πρωί, την ``Αγία Αννα`` και ένα στις 9:45, το ``Αξιον Εστί`` που σε πηγαίνουν στα μοναστήρια της δυτικής πλευράς του Αθως. Επίσης φεύγει και ένα πλοίο από την Ιερισσό που πηγαίνει στα μοναστήρια της ανατολικής μεριάς. Βεβαίως, όλα αυτά με την προϋπόθεση ότι θα έχει καλό καιρό. Από 7 μποφόρ και άνω τα δρομολόγια σταματάνε. Τους προσκυνητές τους εξυπηρετεί το δρομολόγιο των 9:45 γιατί, για να μπεις στη μοναστική πολιτεία θα πρέπει πρώτα να προμηθευτείς από το γραφείο της Ιεράς Επιστασίας το λεγόμενο διαμονητήριον. Το γραφείο ανοίγει στις 8 και για να το πάρεις πρέπει να καταβάλλει το ποσό των 18 ευρώ. Μας κακοφάνηκε είναι αλήθεια αυτό. Το θεωρήσαμε εκμετάλλευση. Μα με την πάροδο των ωρών και των ημερών συνειδητοποιήσαμε ότι όχι μόνο εκμετάλλευση δεν είναι αλλά είναι και τόσό λίγο μπροστά στις –μόνο- υλικές απολαύσεις και περιποιήσεις των μονών.

Και τι υπέροχη γλώσσα που έχει το έγγραφο τούτο. Απλή, ωραία, συνοπτική. Όπως ήτανε κάποτε η γλώσσα μας προτού την κάνουμε όπως την κάναμε. Αφού φτάσαμε στο σημείο να μεταφράζουμε ακόμα και τον Παπαδιαμάντη. Οποίος ξεπεσμός. Αντιγράφω: `` Ο κομιστής του παρόντος ιεροκοινοσφραγίστου και ενυπογράφου γράμματος ημών … αφίκετο προς επίσκεψιν των ιερών σκηνωμάτων και προσκύνησιν των εν αυτοίς αποκειμένων ιερών και οσίων της Πίστεως ημών. Παρακαλείσθε όθεν, όπως παράσχητε αυτώ, προς τη φιλόφρονι υποδοχή και πάσαν άμα δυνατήν φιλοξενίαν και περιποίησιν προς εκπλήρωσιν του δι ον έρχεται αυτόσε σκοπού. Εν ω διατελούμεν λίαν φιλαδέλφως εν Χριστώ αδελφοί``. Και όμως, πολλοί φίλοι μου δεν το καταλάβανε.

Και να μην ξεχάσω. Θα πρέπει να τηλεφωνήσετε γύρω στις 20 με 30 μέρες πριν για να κλείσετε τη συγκεκριμένη ημερομηνία, καθώς μόνο 120 άτομα κάθε μέρα μπαίνουν. Και ταυτόχρονα να κλείσετε και στις μονές όπου θα διαμείνετε.

Και η περιπέτεια αρχίζει. Η μπουκαπόρτα κλείνει και το πλοίο για άλλη μια φορά ξεκινάει το ταξίδι του. Παρ` όλη τη ψύχρα που κάνει, κανείς δε θέλει να φύγει από το κατάστρωμα του πλοίου. Όλοι θέλουν να δουν το νέο που θα ξεπροβάλλει. Και είναι λογιών λογιών άνθρωποι. Νέοι, μεσήλικοι, μεγάλοι, παπάδες, μοναχοί, λαϊκοί.

Τα σύνορα είναι νοητά. Ούτε φυλάκια, ούτε συρματοπλέγματα. Τα βράχια πέφτουν με ορμή στη θάλασσα, σα να θέλουν να αμφισβητήσουν την κυριαρχία της, ενώ τα δένδρα τα πρασινίζουν, συνηγορώντας στο έργο τους. Που και που, τη μονοτονία των καταπράσινων βράχων σταματάει προσωρινά μια λωρίδα γης που ξεκινάει πλατιά από τη θάλασσα και όσο ανεβαίνει κλείνει, μη αντέχοντας τον άνισο πόλεμο του βουνού. Μόνο, που σε αυτή την ανάσα βρίσκει χώρο η άμμος, το χώμα, φυτεμένες ελιές, ένα μικρό λιμανάκι και σπιτάκια. Και έτσι συνεχίζει το τοπίο. Πολλές φορές, στα απόκρημνα βράχια, λες από το πουθενά, ξεπροβάλλουν σπιτάκια, παλιά ασκηταριά αγίων μοναχών που ήξεραν ότι άσκηση σημαίνει κακοπέραση. Που άσκηση σημαίνει ταλαιπωρία ψυχής τε και σώματος. Και που φευ, είναι εγκαταλελειμμένα σήμερα. Βλέπεις, το ρεύμα και το καλοριφέρ δε φτάνει εκεί. Και ας διαφωνούσε ο Κώστας με τα λεγόμενα μου. Δεν είναι μόνο η κακοπέραση η άσκηση. Μα, δεν είναι εκείνο, δεν είναι το άλλο, τι είναι τότε;

Η θάλασσα σχηματίζει κύκλους και ρόμβους λες και ψιχάλιζε, ενώ ένα μικρό σύννεφο ήταν πάντα στην κορυφή του Αθωνα. Λένε, ότι αυτό το σύννεφο δε φεύγει ποτέ.

Το ρέμβασμα το χαλάει η φωνή του πλοιάρχου. ``Μονή Χιλανδαρίου``. Κοιτάμε και βλέπουμε τον αρσανά (λιμάνι) της μονής και ένα κτίριο δίπλα. Η μονή είναι εσωτερικά, δε φαίνεται. Πάς με τα πόδια μετά. Και ο πλοίαρχος συνεχίζει στα Αγγλικά ``Χιλανδάρα μόναστερι``. Του Νίκου του έκανε εντύπωση αυτό καθώς την ίδια φράση την έχει συναντήσει στον Παπαδιαμάντη. Η μονή είναι σέρβικη, αφιερωμένη στα Εισόδια της Παναγίας και κατέχει τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Τριχερούσας. Η παράδοση λέει πως όταν του Αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού του έκοψαν το χέρι οι αρχές –ένεκα συκοφαντίας- και προσευχόνταν σε αυτή την εικόνα, το χέρι της Παναγίας βγαίνει από την εικόνα, παίρνει το
κομμένο χέρι του Αγίου και το κολλάει στην πληγή. Και ιάθηκε πλήρως ο Αγιος, λες και δεν είχε πάθει τίποτα.

Επόμενες στάσεις, στους αρσανάδες των μονών Ζωγράφου και Κωσταμονίτου που βρίσκονται και αυτές στο εσωτερικό. Η μονή Ζωγράφου είναι βουλγάρικη, αφιερωμένη στον Αγιο Γεώργιο. Οι κτήτορες της μονής διαφωνούσαν με την ονομασία. Αφησαν σανίδα λευκή και αργότερα τη βρήκαν ζωγραφισμένη με τη μορφή του Αγίου Γεωργίου. Η δε μονή Κωσταμονίτου είναι αφιερωμένη στον Αγιο Στέφανο. Κατέχει τις εικόνες της Οδηγήτριας και της Αντιφωνήτριας. Στο σημείο αυτό να πούμε, ότι οι εκκλησίες του Α.Ο. είναι αφιερωμένες μόνο στο Χριστό, την Αγιά Τριάδα και σε άνδρες αγίους. Από γυναίκες, μόνο στην Παναγία και τη μητέρα της, την Αγία Αννα.

Και να επιτέλους. Η πρώτη παραθαλάσσια μονή. Η μονή Δοχειαρίου. Τι να σχολιάσω. Η εικόνα μιλά από μόνη της. Ιδρύθηκε τον 11ο αιώνα από τον μοναχό Ευθύμιο, δοχειάρη (διαχειριστή δηλαδή ελαίου και τροφίμων) της Μεγίστης Λαύρας. Αφιερωμένη στους Αρχαγγέλους, έχει ως μέγα θησαύρισμα την εικόνα της Παναγίας της Γοργοϋπηκόου όπου πρωί και βράδυ ψάλλεται παράκληση.

Ακολουθεί η μονή Ξενοφώντος, αφιερωμένη στον Αγιο Γεώργιο.

Και να τώρα, η μονή του Αγίου Παντελεήμονος, ρώσσικη, επιβλητική, μεγαλοπρεπής, εκπληκτική. Ό,τι επίθετα και αν δώσεις λίγα θα είναι. Την βλέπεις από μακριά και τα χάνεις. Τη βλέπεις από κοντά και εξίστασαι. Και αν πας στο εσωτερικό, όπου όλα είναι χρυσάφι!!! Ένα καμπανάκι ακούγεται από μια καλύβα. Οι ναύτες απαντάνε με το καμπανάκι του πλοίου. Και ένα άλλο καμπανάκι, πιο μακρινό, πίσω από το λόφο ακούγεται.

Και φτάνουμε στο λιμάνι του Α.Ο. τη Δάφνη, ενώ ψηλά φαίνεται η μονή Ξηροποτάμου, αφιερωμένη στους 40 μάρτυρες. Η ώρα είναι λίγο μετά τις 12. από εδώ θα πάρουμε το λεωφορείο για της Καρυές, στο κέντρο του τόπου, όπου και η μονή που θα κατακλύσουμε, του Κουτλουμουσίου. Μα ήδη το άρθρο μας πήρε έκταση. Σταματάμε εδώ και θα συνεχίσουμε αργότερα με τα υπόλοιπα.




Οδοιπορικό στο Αγιο Όρος (2)

Φτάσαμε στο λιμανάκι, τη Δάφνη, λίγο μετά τις 12. Ήμασταν όλοι εντυπωσιασμένοι από ότι είχαμε δει εκείνη τη στιγμή. Αραγε, τι άλλο μας περίμενε;

Επιβιβαστήκαμε στο λεωφορείο που θα μας πήγαινε Καρυές. Γύρω στην μία ώρα είναι η διαδρομή. Όμως εδώ, μια δυσάρεστη έκπληξη μας περίμενε. Το λεωφορείο ήταν παλιό. Ο δρόμος χωματόδρομος και όλη η σκόνη έμπαινε από μια τρύπα στην πίσω πόρτα του λεωφορείου. Σε όλη τη διαδρομή ήμασταν με ένα μαντίλι στη μύτη καθώς δυσκολευόμασταν να αναπνεύσουμε.

Επιτέλους, φτάσαμε στις Καρυές (που χτίστηκε αρχικά από το Μ. Κωνσταντίνο, καταστράφηκε όμως αργότερα από τον Ιουλιανό τον Παραβάτη). Στην είσοδο φάνταζε επιβλητική η σκήτη του Αγίου Ανδρέα, για την οποία θα μιλήσουμε αργότερα. Οι Καρυές μοιάζουν σαν ένα μικρό γραφικό χωριουδάκι με παλιά σπίτια αλλά και ανακαινισμένα. Στον κεντρικό δρόμο, μαγαζάκια με εκκλησιαστικά είδη, ένα παντοπωλείο και ένα καφενείο. Πιο πάνω, βρίσκεται το Διοικητήριο του Α.Ο., το οίκημα της Ιεράς Επιστασίας και το ιατρείο. Τα υπόλοιπα κτίρια είναι κελλιά μοναχών. (Σε αυτό το σημείο, να διευκρινίσουμε ότι οι μοναχοί, εκτός από το μοναστήρι, ζούνε και σε κελλιά εκτός της μονής). Μικρά πέτρινα δρομάκια συμπλήρωναν τη γραφικότητα του χωριού.

Πρώτο μας μέλημα, να επισκεφθούμε το ναό του Πρωτάτου. (Πρωτάτο είναι ο κεντρικός ναός των Καρυών, εκεί που συγκεντρώνονται οι εκπρόσωποι όλων των μονών ). Μια παλιά πέτρινη εκκλησία, σχετικά μικρή με βάση τα δικά μας δεδομένα, ενώ η σκεπή του περιστυλίου χώρου που τις προστάτευε ήταν χαμηλή και μας θύμισε ορεινά ηπειρώτικα χωριά. Μπήκαμε στην εκκλησία, ανάψαμε το κεράκι μας, γράψαμε τα ονόματα για την παράκληση, αλλά δε βλέπαμε την εικόνα για την οποία ήρθαμε, την Παναγία το Αξιον Εστί. Θα φεύγαμε απογοητευμένοι αν εκείνη την ώρα δεν ερχόταν άλλοι προσκυνητές να ζητήσουν από το μοναχό που φύλαγε την εκκλησία να Την προσκυνήσουν. Και τι έκπληξη και δέος αισθανθήκαμε όταν διαπιστώσαμε πως, σε αντίθεση με ότι είχαμε συνηθίσει, η εικόνα ήταν μέσα στο ιερό πίσω από την Αγία Τράπεζα. Μπήκαμε στο ιερό από την αριστερή θύρα και το δέος μας έγινε ακόμα μεγαλύτερο. Η εικόνα ήταν τοποθετημένη σα σε δεσποτικό θρόνο. (Εξάλλου, η παλιά θέση του δεσποτικού θρόνου βρισκόταν πίσω από την Αγία Τράπεζα). Ανεβήκαμε 3 σκαλοπάτια και γίναμε ένα με την εικόνα. Ήμασταν στο ίδιο ύψος. Η κατάνυξη και το ταρακούνημα που ένιωσα ήταν άνευ προηγουμένου.

Την εικόνα της Παναγίας Αξιον Εστί την κατείχε ένας γέροντας που διέμενε σε ένα κελί. Μια μέρα ο γέροντας έλειψε, έχοντα να πάει κάπου και άφησε μόνο τον υποτακτικό του (υποτακτικός λέγεται ο ακόλουθος-μαθητής κάποιου μεγάλου σε ηλικία και πνευματικότητα μοναχού). Διάβαζε λοιπόν το βράδυ το Μικρό Απόδειπνο μπροστά στην εικόνα. Κάποια στιγμή χτυπάει η πόρτα του κελιού και ένας προσκυνητής ζητά φιλοξενία, η οποία και του παρέχεται. Συνέχισε το διάβασμα ο μοναχός. Φτάνοντας στο ``Την Τιμιωτέραν των Χερουβίμ… ``, τον σταματάει και ο ξένος και του λέει. Όχι, θα προσθέσεις πρώτα κάτι καινούριο, το ``Αξιον Εστι ως αληθώς…``. Λέγοντας αυτά εξαφανίστηκε. Ήταν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ. Από τότε καθιερώθηκε αυτός ο ύμνος, που δεν είναι ανθρώπινη αλλά θεϊκή δημιουργία και η εικόνα μεταφέρθηκε αργότερα στο Πρωτάτο.

***


Περπατώντας στα καλντερίμια των Καρυών ή εν ταις αγυϊαίς των Καρυών –για να χρησιμοποιήσουμε την υπέροχη γλώσσα του Παπαδιαμάντη- ακόμα δε μπορούσα να συνειδητοποιήσω την αλλαγή του κόσμου. Μου φαινόταν όλα τόσο φυσικά. Δε μου λείπανε ούτε εφημερίδες, ούτε τηλεοράσεις και ραδιόφωνα ή ο,τιδήποτε άλλο. Στον ένα από τους δύο καπνίζοντες της παρέας δε του έλειψε καθόλου το τσιγάρο. Μόνο –και οφείλω να είμαι ειλικρινής- μου λείψανε οι γυναικείες φωνές.

Ακολουθώντας το κεντρικό καλντερίμι φτάσαμε στο τέλος του οικισμού. Ένας φούρνος το τελευταίο οίκημα. Η μυρωδιά σου έσπαγε τα ρουθούνια. Από κει και πέρα συναντούσες ένα καταπράσινο μέρος. Ένα σταυροδρόμι χωμάτινο, ένα ποτάμι να το διασχίζει, πέτρινη γεφυρούλα και γάτες να παίζουν στο γρασίδι. Ακολουθήσαμε το δεξί χωματόδρομο. Σε 2 λεπτά, ένας φράκτης και μια ξύλινη πόρτα. Την ανοίξαμε και προχωρήσαμε. Ήταν η πίσω μεριά της μονής Κουτλουμουσίου. Εκλεκτές ποικιλίες αμπελιού δεξιά και αριστερά μας, περιποιημένα, φροντισμένα. Μπροστά στη πίσω πύλη του μοναστηριού, 3 νεαροί καλόγεροι μεταφέρανε δεμάτια σανού. Ο ένας, με το που μας βλέπει, μας λέει για να αστειευτεί :``άντε παιδιά, πηγαίνετε στο αρχονταρίκι, να σας δώσουν φόρμες, να ρθείτε να βοηθήσετε.``

Περάσαμε την πύλη, πήγαμε στο αρχονταρίκι που βρίσκεται πάντα στην κεντρική είσοδο της μονής, μας φίλεψε ο αρχοντάρης λουκούμι και τσίπουρο και πήγαμε στα δωμάτια μας.

Αρχιτεκτονικώς η μονή, όπως και κάθε μονή του Α.Ο., είναι κτισμένη σαν σε κάστρο. Ένα μικρό τριώροφο κάστρο στο οποίο βρίσκονται όλοι οι λειτουργικοί χώροι της μονής (ξενώνες, κελλιά, αρχονταρίκι, τράπεζα κ.τ.λ.). ξύλινες σκάλες. Μείναμε έκπληκτοι από την καθαριότητα της μονής. Όσο για το δωμάτιο μας! Τετράκλινο, με δικό του μπάνιο, πετσέτες, σαπούνια, κουβέρτες, στάμνα και ποτήρια για νερό το βράδυ, καλοριφέρ.

Στο κέντρο της μόνης δεσπόζει το καθολικό, η κεντρική εκκλησία στην οποία συγκεντρώνονται όλοι οι μοναχοί. Η ώρα ήταν ακόμα 2. στις 3 θα άρχιζε ο εσπερινός. Μέχρι τότε βγήκαμε λίγο έξω. Νεαροί μοναχοί σκάβανε και φροντίζανε λάχανα, κουνουπίδια και άλλα χόρτα. Γυρνώντας το βλέμμα σου έβλεπες εδώ και εκεί καλύβες, όμορφες περιποιημένες, όπου διέμειναν κάποιοι μοναχοί. Στο βάθος, βαμμένη άσπρη, φάνταζε η καλύβα του μακαριστού γέροντος Παϊσίου. 30 λεπτά έκανες την κατηφόρα και 1 ώρα την ανηφόρα. Δεν προλαβαίναμε σήμερα. Είπαμε για αύριο, αλλά ούτε και τότε προλάβαμε. Εκεί, μένει τώρα ο υποτακτικός του, ο γέροντας Αρσένιος, πολύ καλός όπως ακούσαμε, αλλά και πολύ κουρασμένος καθώς η συρροή των επισκεπτών είναι μεγάλη.

Εκείνο που σχολιάζαμε, αν και τόσες λίγες ώρες στο Α.Ο. είναι η δύναμη αυτών των ανθρώπων να μονάσουν. Ιδίως των πολλών νεαρών που βλέπαμε. Είναι τόσο δύσκολα τα πράγματα που πραγματικά απορούσαμε. Πως πήραν την απόφαση και ήρθαν. Βάζαμε τον εαυτό μας στη θέση τους και τρομάζαμε. Δε θα μπορούσαμε ούτε ένα μήνα να μείνουμε. Τόσο δύσκολα τα πράγματα. Χρειάζεται τεράστιο ψυχικό τε
και σωματικό απόθεμα δυνάμεων. Αυτό, ας το έχουν υπόψη τους πολλοί οι οποίοι –στηριζόμενοι σε ελάχιστες κακές εξαιρέσεις και σκάνδαλα- καταδικάζουν και διασύρουν συλλήβδην το μοναχισμό είτε από άγνοια, είτε από μίσος, είτε από όφελος. Μα, ας έρθουν να δουν τη σκληραγωγία των μοναχών, ας προσπαθήσουν να βάλουν τον εαυτό τους στη θέση τους και μετά ας κρίνουν και ας κατακρίνουν. Είναι απολύτως φυσιολογικό και επόμενο, μερικοί μοναχοί –και με τις καλύτερες και αγνότερες προθέσεις ερχόμενοι- να μην αντέχουν και να πέφτουν σε ατοπήματα. Εξάλλου, ιδίως σε ένα τόσο αγιασμένο μέρος, ο διάβολος επιτίθεται με μανία. Ας έρθουν. Το τονίζω αυτό, γιατί δυο ώρες ήμασταν εκεί και παρόλα αυτά τα είχαμε παίξει από την σκληραγωγία. Και αναλογίσου εσύ, διστακτικέ αναγνώστη, να ξυπνάς από τις 3 το πρωί, να δουλεύεις μέχρι το μεσημέρι, να τρως λίγο, να κοιμάσαι λίγο, να μην έχεις κοσμικές χαρές, να μιλάς με άλλους ελάχιστα έως καθόλου, να έχει ταυτόχρονα και το πόλεμο του διαβόλου, θα άντεχες; Και μην ακούσω την κλασσική απάντηση, αφού αποφάσισαν αυτό οφείλουν να το τηρήσουν. Γιατί; Ανθρωποι σαν και εσένα δεν είναι; Τι το διαφορετικό έχουν; Εσύ, στον κόσμο και με όλες τις ανέσεις και όμως πολλές φορές κάνεις αβαρίες, παραχωρήσεις, ξεφεύγεις από το δρόμο που έχεις χαράξει.


***

Το τάλαντο, ακούστηκε αχνό, ξεθωριασμένο, παράξενο. Η ώρα ήταν 2:30. ο μοναχός που είχε αναλάβει αυτό το διακόνημα έκανε το γύρο του ναού. Οι γεροντότεροι μοναχοί άρχισαν να συγκεντρώνονται. Χτύπησε άλλη μια φορά στις 2:45 και τελευταία στις 3.

Αυτό το τελετουργικό μα φάνηκε παράξενο, σαν εικόνά από το ``Όνομα του Ρόδου``, σα σκηνικό άλλης εποχής. Και δεν είχαμε δει τίποτα ακόμα.

Μπήκαμε στην εκκλησία. Ο τύπος της είναι ο συνηθισμένος του Α.Ο. για μας τους αδαείς περί τη ναοδομία, ο ναός μοιάζει σα να αποτελείται από 3 μέρη. Το πρώτο μέρος, εξωτερικό, περιβεβλημένο από τζάμια και με τοιχογραφίες. Είναι το μόνο μέρος που δεν έχει θέρμανση και στο οποίο οι μοναχοί, κατά τις ώρες τις ακολουθίας, μας συμβούλευαν να μην παραμένουμε εκεί. Εξαιρέτως, λόγω της στενότητας του χώρου, εκεί υπήρχε και μια μαρμάρινη φιάλη με νερό. Η κανονική της θέση, όπως θα τη συναντήσουμε σε μεγαλύτερες μονές είναι έξω, στο προαύλιο, σε κιόσκι.

Ύστερα, διαβαίνουμε την πόρτα και αρχίζει το κύριο οικοδόμημα του ναού. Συναντάμε την λιτή, έναν ορθογώνιο χώρο που χωρίζεται με τοίχο από την υπόλοιπη εκκλησία με την οποία ενώνεται με τρεις θύρες, μια κεντρική και δυο πλαϊνές –εν είδει τέμπλου. Στην ουσία μοιάζει σα μια μικρή εκκλησία. Αλλωστε, ο τοίχος είναι αγιογραφημένος, στα δεξιά με την εικόνα του Χριστού και στα αριστερά με την εικόνα της Παναγίας. Στο μέρος αυτό, κατά τους πρωτοχριστιανικούς χρόνους παρέμεναν κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας οι κατηχούμενοι –οι μη βαπτισμένοι. Και σήμερα έχει τελετουργική σκοπιμότητα, χρησιμοποιούμενο για να τελούνται διάφορες ακολουθίες, όπως της ενάτης ώρας, του αποδείπνου κ.α. Στα αριστερά της λιτής, μια πορτούλα επικοινωνούσε με ένα παρεκκλήσιο κολλημένο στο κυρίως ναό. Είναι αφιερωμένο στην Παναγία τη Φοβερά Προστασία, τη θαυματουργή εικόνα (του 14ου αι.) Της οποίας κατέχει η μόνη. Η εικόνα αυτή είναι συνδεδεμένη με τον τόπο μας, την Κρήτη, καθώς φυλασσόταν ε ένα μετόχι της μονής εδώ και προστάτευε τη γύρω περιοχή από εχθρούς και επιδρομές. Αργότερα μεταφέρθηκε στη νυν θέση της.

Ακόμα και εδώ η Κρήτη παρούσα, ζωντανή! Και που να ξέραμε ότι επόταν συνέχεια.

Η ενάτη ώρα τελείωσε. Οι πόρτες της λιτής άνοιξαν και μπήκαμε για την τέλεση του εσπερινού στον κυρίως ναό ο οποίος, από ορθογώνιος σπάζει σε δυο ημικύκλια και ξαναγίνεται ορθογώνιος, με απόληξη το ιερό βήμα. Στα δυο ημικύκλια, κάθονται πρωτίστως οι ψάλτες και κατά δεύτερο λόγο, όσοι εκ των μοναχών και προσκυνητών το επιθυμούν.

Είναι 3, έξω ακόμα μέρα, μα μέσα σκοτάδι. Οι μοναχοί, τους βλέπεις, ακούνε προσεχτικά την ακολουθία, σα να θέλουν να νιώσουν κάτι και ταυτόχρονα προσεύχονται με το κομποσχοίνι. Σε κάποιους, πιο παλαιούς και πιο έμπειρους, διακρίνεις μια αλλοίωση του προσώπου τους, σα να μη βρίσκονται στον τόπο ετούτο αλλά αλλού.

Στις 4 τελειώνει και, πρώτα οι μοναχοί και έπειτα εμείς, οδεύουμε προς την Τράπεζα. Συνήθως, η τράπεζα βρίσκεται απέναντι από την εκκλησία. Κατ` εξαίρεσιν εδώ όχι. Δεν περιγραφώ διεξοδικά όλο τελετουργικό καθώς σε άλλα μοναστήρια θα το δούμε πιο πλούσιο. Με το που μπαίνει ο τελευταίος, η θύρα κλείνει. Όποιος πρόλαβε, πρόλαβε. Οι άλλοι μένουν εκτός του νηφώνος. Προσευχόμαστε και καθόμαστε να φάμε. Ένας μοναχός δεν τρώει, αλλά διαβάζει πατερικά κείμενα. Ο λόγος είναι προφανής. Αφενός να αποφεύγονται οι ομιλίες, αφετέρου να αποσπάται σε αυτά που διαβάζονται ο νους των μοναχών και να μη δίνουν ιδιαίτερη σημασία στο φαΐ. Το φαΐ, αντιμετωπίζεται ως ένα μέσο επιβίωσης και όχι ως ένα μέσο απόλαυσης. Αλλωστε, οι μοναχοί προσπαθούν και αγωνίζονται να αποδιώξουν οιανδήποτε σαρκική απόλαυση. Για αυτό και η διάρκεια του φαγητού κρατάει γύρω στα 15 λεπτά. Ήταν ένας αγώνας για μας τους λαϊκούς να προλάβουμε να φάμε. Παρ` όλα αυτά, απόλαυσα τα πράσα που ήταν σερβιρισμένα με μια καταπληκτική σάλτσα που θα τη ζήλευε και ο καλύτερος μάγειρας. Πρέπει να ήταν λάδι με ξύδι ή λεμόνι χτυπημένο μαζί με αλεύρι για να είναι πηχτή. Πρόλαβα επίσης να φάω το τυρί και τις ελιές τους, μα έμεινα με το φρούτο στη μέση.

Στα 15 λεπτά, ακούγεται ένα καμπανάκι. Όλοι σταματούν να τρώνε. Ο αναγνώστης σταματάει το διάβασμα, πηγαίνει στο ηγούμενο, του φιλάει το χέρι. Αυτός, του δίνει ένα ποτήρι κρασί και μια φέτα ψωμί και μετά βγαίνοντας έξω, στέκεται αριστερά -ενώ 3 άλλοι μοναχοί που αποτελούν το ηγουμενοσυμβούλιο στα δεξιά- και ευλογεί τους εξερχόμενους.

Κατευθείαν στην εκκλησία για το Μικρό Απόδειπνο που τελείται στην λιτή, ενώ οι λαϊκοί, από τη διπλανή πόρτα εισέρχονται στον κυρίως ναό όπου και προσκυνούν τα ιερά λείψανα. Το πόδι της Αγίας Αννης, το χέρι της Αγίας Αναστασίας, τίμιες κάρες Αγίων. Για όποιον δεν πιστεύει, αυτά δε σημαίνουν τίποτα. Για τους πιστούς όμως! Σα να πατούν στα Αγια των Αγίων, σα να ενώνονται περισσότερο με το Θεό, σα να ωθούνται να δουν το πρόσωπο του Θεού.

Η ώρα είναι 4:45. Στις 5:30 θα κλείνανε οι μπάρες της μονής. Ένας περίπατος στο προαύλιο. Ο ήλιος έδυε σιγά-σιγά. Οι μολυβένιες σκεπές τονίζονταν ιδιαίτερα, όπως και το κόκκινο χρώμα της εκκλησίας. Ώρες ησυχίας και περισυλλογής. Τέτοια ώρα, στις πόλεις, διακρίνοντας με δυσκολία το μωβ χρώμα του ουρανού ανάμεσα από τις χαραμάδες που αφήνουν οι δρόμοι και οι πολυκατοικίες, νιώθουμε μια μελαγχολία, ιδιαίτερα αν είμαστε μόνοι. Αλλά και με κόσμο, πάλι νιώθουμε το αυτό. Ένα αίσθημα ανικανοποίητου, ανολοκλήρωτου, λειψού, συνδυαζόμενο με τη μοναξιά που πλακώνει. Μια θλίψη διατρέχει τη ψυχή μας. Τα έχουμε όλα και τίποτα.

Μόνο που εδώ, νιώθουμε και δε νιώθουμε το ίδιο συναίσθημα. Μόνοι μα ταυτόχρονα και τόσο γεμάτοι. Απηλλαγμένοι από τις βιοτικές μέριμνες βλέπουμε τον ουρανό να σκοτεινιάζει` αντί να αντιπαλεύουμε τον εαυτό μας, τα βρίσκουμε μαζί του. Αυτό είναι το Αγιο Όρος. Τόπος γνωριμίας και συμφιλιώσεως με τον εαυτό σου. Και όταν τα βρεις με τον εαυτό σου ηρεμείς, αναζωογονείσαι, δε σου φαίνονται όλα κενά και μάταια στη ρουτίνα της ζωής, ούτε νιώθεις μόνος. Και όταν τα βρεις με τον εαυτό σου, τα βρίσκεις και με τους συνανθρώπους σου. Και όταν τα βρεις με τους συνανθρώπους σου, τα βρίσκεις και με το Θεό. Χρησιμοποιώ παρακάτω –όπως τα θυμάμαι- τα λόγια ενός γέροντα, του π. Ιωακείμ Βραχνιώτη, που θα το γνωρίσουμε αργότερα.

Για αυτό κλείνουν οι πόρτες της μονής το χειμώνα από τις 5:30. Για αυτό από τις 2 με 3 η ώρα τη νύχτα αρχίζει η λειτουργία. Σε πολλά μοναστήρια, ο ηγούμενος, από την αρχή της λειτουργίας γυρνάει με ένα κερί και ψάχνει να βρει αν ήρθαν όλοι οι μοναχοί. Η νύχτα πρέπει να αξιοποιείται για να τα βρίσκουμε με τον εαυτό μας. Και δυστυχώς πολλοί λαϊκοί αυτό δεν το κάνουν. Έρχονται, βλέπουν, τρώνε, κοιμούνται και φεύγουν με το πρώτο λεωφορείο το πρωί, χωρίς να έχουν πάρει τίποτα από αυτά που έχει να προσφέρει το Α.Ο.


Οδοιπορικό στο Αγιο Όρος (3)


``Έλα, ξύπνα``, ακούω μέσα στον ύπνο μου την φωνή του Γιώργου. ``Ε, τι έγινε`` λέω. ``Χτυπήσανε, είναι 3 η ώρα``. ``Πως και δεν άκουσα τίποτα
;``. Ξυπνήσαμε και τους άλλους και σιγά- σιγά ντυθήκαμε και κατεβήκαμε στην εκκλησία.

Τα αστέρια τρεμόπαιζαν και φώτιζαν το χώρο, ξεχωρίζοντας και διασπώντας το μαύρο του ουρανού. Ήταν μια τόσο γλυκιά νύχτα. Αίσθημα παράξενο. Συνήθως δεν αισθάνεσαι τίποτα όταν είσαι στον κόσμο. Τέτοια ώρα κοιμάσαι. Ή γυρνάς από διασκέδαση. Ή πηγαίνεις από διασκέδαση σε διασκέδαση. Και το περνάς ξώφαλτσα. Αχ, τι ωραία που είναι λες, αλλά δεν προλαβαίνεις να το χαρείς. Μπαίνεις σε άλλο κλαμπ. Ή ζαλισμένος όπως είσαι από το ποτό και τη μουσική λίγο το χαίρεσαι. Ελάχιστες φορές, το καλοκαίρι, όταν είσαι στην παραλία με την κοπέλα σου ή σε ένα ήσυχο μέρος το χαίρεσαι περισσότερο.

Κάπως έτσι νιώθαμε και εμείς. Ατυχοι που δεν το απολαμβάνουμε συνέχεια, μα και τυχεροί που το απολάψαμε έστω και για λίγο. Το όλο σκηνικό συνετέλεσε στην κατάνυξη που ένιωθες μπαίνοντας στην εκκλησία. Μόνο καντήλια αναμμένα. Και σε κάποιες στιγμές κεριά του πολυέλεου, που άναβαν και έσβηναν τις στιγμές που όριζε το τυπικό. Με δυσκολία ξεχώριζες το διπλανό σου. Ήταν τέλεια ευκαιρία για να προσευχηθείς και να ηρεμήσεις. Αν τη αξιοποιήσεις. Μη συνηθισμένος, ίσως και να κοιμηθείς πάνω στο στασίδι. Μύριες σκέψεις περνούσαν από το νου σου. Μακάρι να σου διδόταν και στον κόσμο τέτοιες ώρες ησυχίας, αγαλλιάσεως και σκέψεων.

Περιμέναμε να ακούσουμε ψαλμωδίες. Αυτές τις καταπληκτικές αγιορείτικες ψαλμωδίες, τις φημισμένες. Μα δυστυχώς η μονή υστερούσε. Πήραμε το αντίδωρο μας και μιμούμενοι τους μοναχούς ήπιαμε νερό από την φιάλη στο πρόναο.

Είχε ήδη ξημερώσει. Γυρίσαμε στα δωμάτια μας, μαζέψαμε τα πράγματα μας και αναχωρήσαμε. Δεν είχαμε προγραμματίσει ποια θα ήταν η επόμενη μονή. Το μόνο ήταν να επισκεφθούμε ένα γέροντα που έμενε σε μια καλύβα, δυο λεπτά έξω από τη μονή.

Ήταν το κάθισμα του Αγίου Νικολάου. Ξύλινος φράκτης. Διώροφη καλύβα, πετροντυμένη, σαν εξοχικό στο βουνό φάνταζε. Αρκετά μεγάλο για κατοικία ενός μοναχού. Βεβαίως να μη ξεχνάμε ότι οι καλύβες κτιζόταν κυρίως για πολλούς μοναχούς. Ας όψεται η λειψανδρία. Εξάλλου, ένα μέρος της καλύβας το αποτελεί η εκκλησία. Αλλά και πάλι, μεγάλο δεν είναι;

Εκείνη την ώρα έβγαινε ο μοναχός, ο γέροντας Ιούστος να ταΐσει τις γάτες του. Δε σου γέμιζε το μάτι. 70 ετών, ολίγο παχουλούτσικος, πόρρω απείχε από την ασκητικότητα που υπέθετες και περίμενες. Μα, η πρώτη ή η εξωτερική εντύπωση πολλές φορές απατά. Και όντως, έτσι ήταν. Ήταν ένας εξαίρετος γέροντας, πολύ πνευματικός, μορφωμένος, με γνώση του κόσμου αν και εκτός κόσμου. Έπαιρνες και μάθαινες πολλά από αυτόν. Σας συνιστώ ανεπιφύλακτα αν βρεθείτε σε αυτή την περιοχή να τον επισκεφθείτε. Πολλά θα ωφεληθείτε. Όπως πολλά ωφεληθήκαμε και εμείς.

Αρχικά, μας έλεγε διάφορα πράγματα, λειτουργικά, εκκλησιαστικά. Μας έλεγε και για τα κακώς κείμενα του Α.Ο., για μοναχούς που εκμεταλλεύονται τη θρησκοληψία των ανθρώπων προς ίδιον όφελος. Μας ανέφερε συγκεκριμένη περίπτωση μοναχού που τάχα προφήτευε για προσποριστεί οικονομικά οφέλη από αδαείς. Και όπως γράφει στο τελευταίο του βιβλίο, πως τους αντέχετε αυτούς, διώξτε τους από το Α.Ο.

Μετά επεκτάθηκε και σε εμάς, να δει αν είχαμε και τι πρόβλημα και πως μπορούσε να μας βοηθήσει. Λίγα του έλεγες, πολλά καταλάβαινε. Στον κάθε ένα έλεγε αυτό που του ταίριαζε.

Στηλίτεψε δε -ίσως γιατί διέβλεπε σε κάποιον από την παρέα κάποια συμπτώματα- με πάθος αλλά και με διακριτικότητα το φαινόμενο του φανατικού χριστιανού. Αυτού που νομίζει ότι τα γνωρίζει όλα, ότι κατέχει τη γνώση. Που δίνει ερμηνείες, που λέει έτσι έχουν τα πράγματα. Όλες τις αντίθετες γνώμες και απόψεις τις θεωρεί βλακείες. Που στον εξομολόγο του δεν λέει μόνο τις αμαρτίες του, τις απορίες, αλλά τον έχει και σαν καθοδηγητή στα πιο απλά πράγματα π.χ. τι είδος μαγαζί θα ανοίξει. Που με ύφος επιτακτικό, δασκαλίστικο, απόλυτο σε διατάσσει να πηγαίνεις εκκλησία και σε επικρίνει με σφοδρότητα αν δεν το κάνεις. Που τυπικώς διακηρύσσει την αγάπη αλλά στην ουσία είναι πιο εγωϊστής από τους εγωϊστές και δίχως να το καταλαβαίνει.

Αυτόν τον τύπο ανθρώπου στηλίτεψε ο π. Ιούστος. Γιατί η πίστη θέλει προπαντός σιωπή και αγώνα. Δεν επιδεικνύεται, δεν φωνάζει, δε δείχνεται. Δεν είναι απόλυτη. Η αληθινή πίστη δεν κατακρίνει κανέναν άνθρωπο, δεν υπαγορεύει σε κανέναν άνθρωπο, αλλά τους δέχεται όλους όπως είναι. Η αληθινή πίστη είναι κυρίως βίωμα και όχι επίδειξη.

Ένας αληθινά αληθινός εξαίρετος γέροντας ο π. Ιούστος Μπρούσαλης. Και πάλι τονίζω αν βρεθείτε σε αυτή την περιοχή να τον επισκεφθείτε. Ή για όσους πηγαινοέρχονται Αθήνα, αυτή την περίοδο διαμένει στον Πειραιά.

***

Φεύγοντας, επισκεφθήκαμε κατά προτροπή του τη σκήτη του Αγ. Ανδρέα (ή Σεράϊ), που μόνο για σκήτη δε δίδει την εντύπωση αλλά για κανονικό μεγάλο μοναστήρι. Ανήκει στη μονή Βατοπεδίου και κάποτε είχε πουληθεί σε Ρώσσους επι Τουρκοκρατίας. που οικοδόμησαν το μεγαλοπρεπή ναό της σκήτης και τα υπόλοιπα κτίρια, με σκοπό να την κάνουν το διοικητήριο του Α.Ο. Με άλλα λόγια, επιδίωκαν να διοικήσουν αυτοί το Α.Ο. Ευτυχώς, ήρθε η απελευθέρωση και τα σχέδια τους ματαιώθηκαν. Η σκήτη σιγά –σιγά εγκαταλείφθηκε. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ο πατριάρχης Μόσχας Αλέξιος, απείλησε ότι αν παραμείνει έρημη η σκήτη θα την προσαρτήσει και θα στείλει Ρώσσους μοναχούς. Έτσι, βιάστηκαν οι πατέρες της Βατοπεδίου και έστειλαν μια μικρή συνοδεία, η οποία με το χρόνο αυξήθηκε και έφτασε στους 20 μοναχούς.

Εξίσταμαι και ίσταμαι. Μόνο αυτή η φράση δύναται να περιγράψει την ωραιότητα, την λαμπρότητα, το μεγαλείο του ναού. Μεγάλων διαστάσεων (διπλάσιος από το δικό μας Μητροπολιτικό ναό), με χρυσή επένδυση στο τέμπλο και σε κάθε στύλο που στήριζε την εκκλησία και από μια διαφορετική φορητή εικόνα της Παναγίας. Κρίμα που δε σκέφτηκα να καταγράψω τα προσωνύμια που Της είχαν δοθεί. Πρέπει να ήταν πάνω από 10 εικόνες της. Και βεβαίως, προσκυνήσαμε το μέγα θησαύρισμα της σκήτης, τεμάχιο της Τιμίας Κάρας του Απ. Ανδρέα που -σε αντίθεση με το τεμάχιο που κατέχει η Πάτρα- μυροβλύζει. Ενός από την παρέα του μύρισε. Εμένα όχι.

Μας ξενάγησε ένας νεαρός μοναχός, με ξενική προφορά. Το πρόσωπο του ήταν, σε αντίθεση με τα δικά μας, πολύ ήρεμο –σα να είχε βρει τη γαλήνη της ψυχής του. η προφορά του ήταν παράξενη. Δεν έμοιαζε με ρώσσικη ή σλαβική παρά με δυτικοευρωπαϊκή. Και όντως. Ήταν Αγγλος. Φανταστείτε την έκπληξη μας. Πως αυτός, ένας Αγγλος, εκ γενετής προτεστάντης, έγινε ορθόδοξος μοναχός στο Α. Ο. Ο Θεός και η Παναγία, απάντησε με ένα ύφος ευχαριστήριο. Ήταν από το 1998. Και όμως, είχε καταφέρει σε αυτό τα σύντομο χρονικό διάστημα να νιώσει το Θεό, όταν άλλοι μοναχοί –και πόσο μάλιστα Έλληνες, που έχουν από τα γεννοφάσκια τους κατηχηθεί στην Ορθοδοξία- το καταφέρνουν πολύ αργότερα ή και ποτέ.

Τελειώνοντας την επίσκεψη μας στη σκήτη, να αναφέρουμε πως σε αυτήν στεγάζεται και η Αθωνιάδα σχολή που ιδρύθηκε στα μέσα του 18ου αιώνα και πλείστα έχει προσφέρει στη μόρφωση των ελληνοπαίδων και την οποία ελάμπρυνε ως καθηγητής ο Ευγένιος Βούλγαρης. Αργότερα έπεσε σε μαρασμό, ενώ σήμερα λειτουργεί σα Γυμνάσιο και Λύκειο, ενώ οι μαθητές της – που προέρχονται από όλα τα μέρη της Ελλάδας- βρίσκονται υπό την κηδεμονία των 20 μονών, στις κοντινές δε της σχολής διαμένουν. Μην φανταστεί κανείς, πως οι μαθητές αυτές προορίζονται για καλόγεροι ή παπάδες, ή ότι ωθούνται προς αυτόν τον βίο. Ίσα- ίσα. Με πολλούς τελειόφοιτους που μίλησα, εξέφρασαν την επιθυμία να δώσουν πανελλήνιες και να πετύχουν σε κάποια σχολή.


***

Ακολουθώντας πάλι την προτροπή του γέροντος Ιούστου, αποφασίσαμε να πάμε στη Μεγίστη Λαύρα. Η μονή βρίσκεται στο αριστερό κάτω άκρο της αθωνικής χερσονήσου, εντελώς αποκομμένη και απομονωμένη από τις άλλες μονές. Για να πας –όπως άλλωστε και σε άλλα μοναστήρια- χρησιμοποιείς ή τα πόδια (5.30 ώρες) ή πουλμανάκι των 13 θέσεων, όπου προτιμότερο είναι να μαζευτούν όσο γίνεται περισσότερα άτομα για να πληρώσετε λιγότερα. Τα πουλμανάκια τα οδηγούν κατά το πλείστον Αλβανοί. Αυτό μας προξένησε αλγεινή εντύπωση. Αλβανούς συναντήσαμε και αλλού, όπως στο ξυλουργείο της Ι.Μ. Ιβήρων. Αλλά, αφού εμείς οι Έλληνες είμαστε ψωνισμένοι. Ούτε καν στα χωριά δεν καταδεχόμαστε να πάμε. Θέλουμε πόλη. Και ας πεινάμε. Ένας ξυλουργός, αν πήγαινε να δου
λέψει στο Α.Ο. για 2-3 χρόνια, με δωρεάν φαΐ και ύπνο, θα είχε μαζέψει αρκετά χρήματα για να τα αξιοποιήσει επιστρέφοντας στον τόπο του. Και ο ισχυρισμός ότι θα του λείπουν οι ανέσεις είναι ελλειμματικός. Μήπως στην πόλη είναι ο καρδιοκατακτητής ή μήπως διασκεδάζει κάθε μέρα στα μπουζούκια; Εξάλλου, η Θεσσαλονίκη είναι κοντά. Αλλά εδώ δε πηγαίνει να μείνει σε κοντινά της πόλης χωριά.


Οδοιπορικό στο Αγιο Όρος (4)


Ο δρόμος προς τη Μεγίστη Λαύρα είναι δύσκολος. Χωμάτινος, με πολλές και απότομες στροφές, στενός και από κάτω γκρεμός και η θάλασσα. Ποτάμια πέρναγαν πάνω από το δρόμο και πάνω από τα ποτάμια πέρναγε το λεωφορειάκι. Μια βροχή 2 ωρών να πέσει και η διάβαση γίνεται απαγορευτική. Για αυτό άλλωστε στην είσοδο της μονής έγινε πρόσφατα ελικοδρόμιο. Είναι τόσο απομονωμένη που χρειαζόταν.

Ύστερα από 1.30 ώρα δύσκολου ταξιδιού, φθάσαμε στη μονή. Μέγας ει Συ Κύριε και θαυμαστά τα έργα σου και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων σου. Η γλώσσα λειψή, η γραφή ανήμπορη να περιγράψει την ομορφιά της φύσης. Φανταστείτε πως βρίσκεστε σε ένα σπίτι στην άκρη ενός καταπράσινου γκρεμού και από το μπαλκόνι να αγναντεύετε το απέραντο γαλάζιο. Να προσφέρεται πιάτο η θάλασσα. Τέτοια θέα σε εμπνέει να ξυπνάς πρωΐ. Σε εμπνέει να αντιμετωπίζεις την καθημερινότητα, τις γκρίνιες, τις φωνές, τα άγχη της δουλειάς και της ζωής. Και όπως λέει η φίλη μου η Μάρθα όταν τις τα περιέγραφα: ``Ήξεραν οι παλιοί που να κτίσουν τις μονές. Κάπου όπου να λένε` ως εμεγαλύνθη τα έργα σου Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας.``

Και αν μείναμε αέναοι με το μεγαλείο της τοποθεσίας, πολλές φορές μείναμε με ανοιχτό το στόμα θαυμάζοντας τα ανθρώπινα δημιουργήματα. Το μοναστήρι είναι πολύ μεγάλο, με οχυρωματικούς πύργους και ζεματίστες στις εισόδους της μονής από όπου έριχναν καυτό λάδι για να αντιμετωπίζουν τις επιδρομές των πειρατών. Ακόμα, έξω βρισκόταν ένας νερόμυλος, καλλιέργειες (λαχανικά) και το νεκροταφείο, ενώ ψηλά στο βουνό το ασκηταριό του Αγ. Αθανασίου.

Η μόνη ιδρύθηκε από τον Αγ. Αθανάσιο τον Αθωνίτη το 963 μ.Χ. κατά προτροπή του φίλου του, αυτοκράτορα του Βυζαντίου Νικηφόρου Φωκά. Μια ερμηνεία για τη στάση αυτή του αυτοκράτορα είναι η φιλοσοφία του για το μοναχισμό. Τον προτιμούσε σε απόκρημνα και δύσκολα μέρη. Συνηγορούν προς αυτό η απαγόρευση του για την ίδρυση μονών σε αγροτικές περιοχές, όπως και η βαριά φορολογία στην εκκλησιαστική περιουσία. Επίσης το ότι επιθυμούσε σφόδρα να εγκαταλείψει αργότερα το θρόνο και να μονάσει στη Μ. Λαύρα. Βεβαίως, μπορεί να υπάρχουν και άλλες ερμηνείες. Εκείνο που είναι σίγουρο είναι πως δεν πρόλαβε να πραγματοποιήσει τον πόθο του να μονάσει, καθώς δολοφονήθηκε ενώ κοιμόταν από την γυναίκα του Θεοφανώ και τον ανιψιό του Ιωάννη Τσιμισκή, μετέπειτα αυτοκράτορα. Και όπως αναφέρει η παράδοση, βρέθηκε να κοιμάται πάνω σε ένα μοναχικό ράσο.

Μπαίνοντας από την κεντρική πύλη, στα αριστερά του θόλου που σχηματίζεται βρίσκεται μια τοιχογραφία της Παναγίας. Κάποιος αλλόθρησκος την πυροβόλησε με τρεις σφαίρες (τα σημάδια των οποίων φαίνονται). Μια από αυτές εξοστρακίστηκε και τον πέτυχε στην καρδιά.

Στο περίβολο συναντάς το παρεκκλήσιο (ένα από τα 37 της μονής) της Παναγίας της Κουκουζελιώτισσας, όπου και η θαυματουργός εικών. Πήρε το όνομα της από τον Αγ. Ιωάννη τον Κουκουζέλη, περίφημο για την ψαλτική του ικανότητα και πρωτοψάλτη των ανακτόρων. Ποθώντας όμως το μοναχικό βίο έφυγε κρυφά και ήρθε στη Μ. Λαύρα με άλλο όνομα για να μη το βρει ο αυτοκράτορας και παριστάνοντας τον αγράμματο και αδαή. Ανέλαβε, αυτός ο μορφωμένος, ο αξιωματούχος, ο πολλά τιμώμενος, το διακόνημα του βοσκού. Όμως ο αυτοκράτορας που είχε βάλει λυτούς και δεμένους τον ανακάλυψε. Θαύμασε την ταπεινότητα του και δεν τον ανάγκασε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη. Έμεινε στο μοναστήρι όπου έγινε πρωτοψάλτης. Μια μέρα που έψελνε έμπροσθεν της εικόνας, κουράστηκε, νύσταξε. Τότε η Παναγία από την εικόνα μίλησε και του είπε: ``Κουράγιο, συνέχισε και εγώ θα σε ανταμείψω.`` Και του έδωσε ένα χρυσό νόμισμα.

Το καθολικό της μονής είναι αρκετά μεγάλο. Θαυμάζεις τη βαριά δίφυλλη ξύλινη θύρα που χωρίζει τη λιτή από το κυρίως ναό, δωρεά του Φωκά, λάφυρο του από πολέμο
pan
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 736
Εγγραφή: Πέμ Αύγ 11, 2005 5:00 am

Δημοσίευση από pan »

Agapitoi xristiani kali sas mera.
Exa programatisi kai go arketa xronia prin na episkeuto to Agio Oros.
Omos O THeos me aksiose na pao fetos to ximona, kai den vlepo tin mera na ksanapao. Oti kai na po den tha mporeso na ekfraso ta sinesthimata pou eniosa apo tin stigmi akoma pou imoun sto karavaki.
Kathisa mia vdomada stin moni iviron konta stin Panagia Portaitisa.
Apo tin proti os tin teleftea mera piga se oles tis akolouthies kai se oles tis ergasies pou mou anathetane. (Kouvalousa ksila, trapeza, magirio k.a.)
(Ena mikro lathos ekana pou den pira polla rouxa mazi mou kai meta tin ergasia anagkazomoun na kano mpougada.)
Mporo na po oti den skeutomoun tipota (mono se merikes periptosis), apo ton exo kosmo. Parolo pou nisteva, poli ligo etroga, kai kimomoun liges ores, den kourastika katholou.
Efiga pragmatika apo eki stenoxorimenos, giati ithela na kathiso kai alo.
Na me aksiosi O THEOS na ksanapao, einai pragmati mia kali empiria, ksefeugis. Euxaristo gia to xrono sas.
vtsns

Δημοσίευση από vtsns »

Ειμαι αυτος που έγραψε το οδοιπορικό. περιττό να πω, πως για όποιον θέλει περσσότερες πληροφορίες είμαι στη διάθεση του. θα Ξαναπάω τέλη οκτωβρίου, σχεδόν την ίδια διαδρομή. κ αν και ίδια διαδρομή. όμως όταν θα σας ξαναγράψω για τις εντυπώσεις μου, θα έχω να σας διηγηθώ διαφορετικά πράγματα. γιατί είναι τόσα που δεν΄είδα την πρώτη φορά. οποιος θέλει πληροφορίες στη διάθεση του
Απάντηση

Επιστροφή στο “Διαδρομές μονοπάτια στον Αθω”