"Εκεί όπου δεν φαίνεται ο Θεός"
Δημοσιεύτηκε: Τετ Μαρ 23, 2011 11:57 am
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικολάου με τίτλο: «Εκεί όπου δεν φαίνεται ο Θεός». Έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Μεσογαίας και Λαυρεωτικής.
Θεραπεία του παραλυτικού της Βηθεσδά – «άνθρωπον ουκ έχω» (σελ. 20- 32)
Ανάμεσα σε όλους και ένας παράλυτος για τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια. «Τούτον ιδών ο Ιησούς κατακείμενον», τον βλέπει διερχόμενος από την κολυμβήθρα της Βηθεσδά ο Κύριος, τον πλησιάζει και του λέει: «Θέλεις υγιής γενέσθαι;». Τι απλή ερώτηση! Και εκείνος δεν απαντά ευθέως, «φυσικά, θέλω», αλλά λέει : «Κύριε, άνθρωπον ουκ έχω, ίνα όταν ταραχθή το ύδωρ, βάλη με εις την κολυμβήθραν», δεν έχω κάποιον άνθρωπο, ώστε μόλις ταραχθεί το ύδωρ να μου δώσει μια σπρωξιά και να μπω εγώ στο νερό πρώτος. Ενώ δε πλησιάζω, «άλλος προ εμού καταβαίνει», κάποιος άλλος με προλαβαίνει. Ο Κύριος δεν του λέει τίποτε άλλο παρά μόνο: «Έγειραι, άρον τον κράββατόν σου και περιπάτει». Και μ’ αυτόν τον τρόπο με έναν απλούστατο, εντελώς διαφορετικό απ‘ όλο αυτό το σκηνικό τρόπο, ο Κύριος του δίνει την υγεία του, τον σηκώνει από την κλίνη της οδύνης και της δοκιμασίας. Και όχι μόνον αυτό, του δίνει και τη δύναμη να σηκώσει το κρεβάτι του και να πάει στην ευχή του Θεού. Χωρίς καμιά κίνηση! Με έναν μόνο λόγο! Ύστερα από τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια! Ύστερα από μια ολόκληρη ζωή.
Συνήθως μένουμε στο δεύτερο μέρος, στον εντυπωσιασμό του θαύματος και ομολογούμε τη δύναμη του Θεού, τη δυνατότητά Του να υπερβαίνει και τις θαυματουργικές δυνάμεις με αιφνιδιασμούς μειζόνων ενεργειών, που σοφά θεραπεύουν μαζί με το σώμα και τη ψυχή. Αν όμως αφήσουμε τη σκέψη μας στην περιγραφή της εισαγωγής της περικοπής, τα εσωτερικά μας αισθήματα είναι πολύ διαφορετικά.
Η εικόνα είναι φοβερή. Το θέαμα αποκρουστικό. Τα ερωτήματα αδυσώπητα. Ο άγγελος απροειδοποίητα, «κατά καιρόν», ταράσσει το νερό και μόνον «ο πρώτος» βρίσκει ίαση.
Εδώ τελειώνει το θαύμα, εδώ εξαντλείται και το έλεος του Θεού. Εδώ αρχίζει το δράμα της σκέψης και της λογικής. Πόνος τεράστιος, αδικία ανεξήγητη, ερωτήματα αναπάντητα. Το έλεος του Θεού ελάχιστο, μόνο για τον ένα, για τον πρώτο. Πώς να συμβαδίσει αυτό με τη λογική μας; Πώς να ερμηνεύσει την αγάπη του Θεού; Τη δικαιοσύνη, την ταπείνωσή Του; Πώς να πείσει για τη παρουσία Του; Μάλλον προκαλεί με την απουσία Του.
Πώς είναι δυνατόν να πιστεύσει κανείς ότι με αυτόν τον τρόπο ο Θεός επιλέγει να δείξει την θεότητά Του και να θεραπεύσει; Γιατί θα έπρεπε – ας φανταστούμε το θέαμα – να κατέβει ο άγγελος να ταράξει το νερό σε άγνωστη στιγμή, ώστε δίχως καμία προετοιμασία, ξαφνικά αυτοί οι δύστυχοι άνθρωποι, τυφλοί, χωλοί, άρρωστοι και ανάπηροι, να σέρνονται, να ανταγωνίζονται μάλιστα ποιος θα μπει πρώτος για να θεραπευτεί; Μόνο για έναν υπήρχε το έλεος του Θεού; Όχι για τον δεύτερο; Και με ποιο κριτήριο αυτό προσφέρεται; Τη φυσική ετοιμότητα και επιδεξιότητα των αναπήρων και όχι την αρετή; Την επιτυχία στην ανταγωνιστικότητα και όχι στην ταπείνωση και τον πνευματικό αγώνα; Γιατί στον πρώτο και όχι στον καλύτερο; Όλο αυτό δεν καταδεικνύει λίγη αγάπη και καθόλου δικαιοσύνη;
Εκτός τούτων, ποιος άγγελος του Θεού θα μπορούσε να προκαλέσει αυτήν την ταραχή, να αντικρίσει αυτό το φαινόμενο και στη συνέχεια να επιστρέψει αναπαυόμενος ότι εξεπλήρωσε το θέλημα του Θεού; Τελικά τι έχει μεγαλύτερη σημασία; Η χαρά της θεραπείας του ενός ή το δράμα της τραγωδίας των πολλών; Και πώς ο ένας που θεραπεύτηκε, αν μάλιστα επιβραβεύεται για την πίστη του ή την αρετή του, είναι δυνατόν να χαρεί τη θεραπεία του, όταν οι υπόλοιποι συνάνθρωποί του, οι συμπάσχοντες ως τώρα μαζί του, όχι μόνο δεν λυτρώνονται, αλλά αντικρίζουν την παράξενη αυτή εύνοια του Θεού να σκεπάζει τον έναν μόνο και μάλιστα όχι τον πιο καλό ή τον πιο ασθενή, αλλά τον πιο «τυχερό»; Δεν προκαλεί αυτό; Είναι δυνατόν όλα αυτά να γίνονται κάτω από το βλέμμα του Θεού και σύμφωνα με το θέλημά Του;
Είναι πολύ ανθρώπινη η ζήλια, όταν θεραπεύεται ο γείτονάς σου και πνίγεσαι από την αίσθηση ότι έχασες εσύ την ευκαιρία. Δεν ξέρω αν αυτή η ζήλια είναι αμαρτία που κολάζει, σίγουρα όμως είναι μαρτύριο που αφόρητα βασανίζει. Γιατί το επιτρέπει τόσο προκλητικά ο Θεός;
Θεραπεία του παραλυτικού της Βηθεσδά – «άνθρωπον ουκ έχω» (σελ. 20- 32)
Ανάμεσα σε όλους και ένας παράλυτος για τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια. «Τούτον ιδών ο Ιησούς κατακείμενον», τον βλέπει διερχόμενος από την κολυμβήθρα της Βηθεσδά ο Κύριος, τον πλησιάζει και του λέει: «Θέλεις υγιής γενέσθαι;». Τι απλή ερώτηση! Και εκείνος δεν απαντά ευθέως, «φυσικά, θέλω», αλλά λέει : «Κύριε, άνθρωπον ουκ έχω, ίνα όταν ταραχθή το ύδωρ, βάλη με εις την κολυμβήθραν», δεν έχω κάποιον άνθρωπο, ώστε μόλις ταραχθεί το ύδωρ να μου δώσει μια σπρωξιά και να μπω εγώ στο νερό πρώτος. Ενώ δε πλησιάζω, «άλλος προ εμού καταβαίνει», κάποιος άλλος με προλαβαίνει. Ο Κύριος δεν του λέει τίποτε άλλο παρά μόνο: «Έγειραι, άρον τον κράββατόν σου και περιπάτει». Και μ’ αυτόν τον τρόπο με έναν απλούστατο, εντελώς διαφορετικό απ‘ όλο αυτό το σκηνικό τρόπο, ο Κύριος του δίνει την υγεία του, τον σηκώνει από την κλίνη της οδύνης και της δοκιμασίας. Και όχι μόνον αυτό, του δίνει και τη δύναμη να σηκώσει το κρεβάτι του και να πάει στην ευχή του Θεού. Χωρίς καμιά κίνηση! Με έναν μόνο λόγο! Ύστερα από τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια! Ύστερα από μια ολόκληρη ζωή.
Συνήθως μένουμε στο δεύτερο μέρος, στον εντυπωσιασμό του θαύματος και ομολογούμε τη δύναμη του Θεού, τη δυνατότητά Του να υπερβαίνει και τις θαυματουργικές δυνάμεις με αιφνιδιασμούς μειζόνων ενεργειών, που σοφά θεραπεύουν μαζί με το σώμα και τη ψυχή. Αν όμως αφήσουμε τη σκέψη μας στην περιγραφή της εισαγωγής της περικοπής, τα εσωτερικά μας αισθήματα είναι πολύ διαφορετικά.
Η εικόνα είναι φοβερή. Το θέαμα αποκρουστικό. Τα ερωτήματα αδυσώπητα. Ο άγγελος απροειδοποίητα, «κατά καιρόν», ταράσσει το νερό και μόνον «ο πρώτος» βρίσκει ίαση.
Εδώ τελειώνει το θαύμα, εδώ εξαντλείται και το έλεος του Θεού. Εδώ αρχίζει το δράμα της σκέψης και της λογικής. Πόνος τεράστιος, αδικία ανεξήγητη, ερωτήματα αναπάντητα. Το έλεος του Θεού ελάχιστο, μόνο για τον ένα, για τον πρώτο. Πώς να συμβαδίσει αυτό με τη λογική μας; Πώς να ερμηνεύσει την αγάπη του Θεού; Τη δικαιοσύνη, την ταπείνωσή Του; Πώς να πείσει για τη παρουσία Του; Μάλλον προκαλεί με την απουσία Του.
Πώς είναι δυνατόν να πιστεύσει κανείς ότι με αυτόν τον τρόπο ο Θεός επιλέγει να δείξει την θεότητά Του και να θεραπεύσει; Γιατί θα έπρεπε – ας φανταστούμε το θέαμα – να κατέβει ο άγγελος να ταράξει το νερό σε άγνωστη στιγμή, ώστε δίχως καμία προετοιμασία, ξαφνικά αυτοί οι δύστυχοι άνθρωποι, τυφλοί, χωλοί, άρρωστοι και ανάπηροι, να σέρνονται, να ανταγωνίζονται μάλιστα ποιος θα μπει πρώτος για να θεραπευτεί; Μόνο για έναν υπήρχε το έλεος του Θεού; Όχι για τον δεύτερο; Και με ποιο κριτήριο αυτό προσφέρεται; Τη φυσική ετοιμότητα και επιδεξιότητα των αναπήρων και όχι την αρετή; Την επιτυχία στην ανταγωνιστικότητα και όχι στην ταπείνωση και τον πνευματικό αγώνα; Γιατί στον πρώτο και όχι στον καλύτερο; Όλο αυτό δεν καταδεικνύει λίγη αγάπη και καθόλου δικαιοσύνη;
Εκτός τούτων, ποιος άγγελος του Θεού θα μπορούσε να προκαλέσει αυτήν την ταραχή, να αντικρίσει αυτό το φαινόμενο και στη συνέχεια να επιστρέψει αναπαυόμενος ότι εξεπλήρωσε το θέλημα του Θεού; Τελικά τι έχει μεγαλύτερη σημασία; Η χαρά της θεραπείας του ενός ή το δράμα της τραγωδίας των πολλών; Και πώς ο ένας που θεραπεύτηκε, αν μάλιστα επιβραβεύεται για την πίστη του ή την αρετή του, είναι δυνατόν να χαρεί τη θεραπεία του, όταν οι υπόλοιποι συνάνθρωποί του, οι συμπάσχοντες ως τώρα μαζί του, όχι μόνο δεν λυτρώνονται, αλλά αντικρίζουν την παράξενη αυτή εύνοια του Θεού να σκεπάζει τον έναν μόνο και μάλιστα όχι τον πιο καλό ή τον πιο ασθενή, αλλά τον πιο «τυχερό»; Δεν προκαλεί αυτό; Είναι δυνατόν όλα αυτά να γίνονται κάτω από το βλέμμα του Θεού και σύμφωνα με το θέλημά Του;
Είναι πολύ ανθρώπινη η ζήλια, όταν θεραπεύεται ο γείτονάς σου και πνίγεσαι από την αίσθηση ότι έχασες εσύ την ευκαιρία. Δεν ξέρω αν αυτή η ζήλια είναι αμαρτία που κολάζει, σίγουρα όμως είναι μαρτύριο που αφόρητα βασανίζει. Γιατί το επιτρέπει τόσο προκλητικά ο Θεός;