Προετοιμασία προ τού Ιερού Μυστηρίου τής εξομολογήσεως
Δημοσιεύτηκε: Τρί Μαρ 06, 2007 7:10 am
Προετοιμασία προ τού Ιερού Μυστηρίου τής εξομολογήσεως
από το βιβλίου «Οι περιπέτειες ενός Προσκυνητού» σελ.165-175
Εις το τέλος τής εβδομάδος, αφού προπαρασκευάσθηκα καλά για την αγία Κοινωνία, πριν εξομολογηθώ, εσκέφθηκα ότι ήταν μιά ευκαιρία να κάνω εκεί μιαν εξομολόγηση όσον το δυνατόν πιο λεπτομερή. Άρχισα, λοιπόν, την προσπάθεια για να θυμηθώ όλα τα αμαρτήματα απ΄ την νεότητά μου και για να μη τυχόν λησμονήσω έστω καί το παραμικρό, τα έγραψα με όση το δυνατόν περισσότερη λεπτομέρεια. Εγέμισα έτσι μιά μεγάλη κόλλα χαρτί με όλα αυτά πού έγραψα. Έπειτα, όμως, άκουσα ότι εις την Κιτεβάγια Παστίνα, που απέχει περίπου τρία χιλιόμετρα από εκεί, εζούσεν ένας ασκητής ιερεύς, ο οποίος ήτο σοφός άνθρωπος και γεμάτος από κατανόησι. Οποιοσδήποτε επήγαινεν εις αυτόν για να εξομολογηθή ευρισκόταν σε μιαν ατμόσφαιρα γεμάτη από μειλιχιότητα και συμπάθεια, αποχωρούσε δε χορτάτος από διδασκαλία για την σωτηρία του και ήρεμος ψυχικά. Με μεγάλην ευχαρίστησι επληροφορήθηκα για όλα αυτά και ανεχώρησα αμέσως να συναντήσω τον άγιον αυτόν γέροντα.
Όταν έφθασα, εις την αρχή, ζήτησα ολίγες συμβουλές, ύστερα δε από κάμποση ώρα συνομιλίας τού διάβασα το χαρτί με τις αμαρτίες μου, πού είχα γράψει. Όταν τελείωσα το διάβασμα, εκείνος μου είπε:
«Παιδί μου, πολλά απ΄ αυτά πού μου διάβασες είναι χωρίς καμιά αξία, οι συμβουλές μου δε για την εξομολόγηση είναι γενικά οι εξής:
Πρώτον: Δεν είναι ανάγκη να εξομολογείσαι αμαρτήματα για τα οποία άλλοτε μετανόησες, τα εξαγορεύθηκες και επήρες την συγχώρηση. Όταν τα ξαναεξομολογήσαι είναι σαν να θέτεις σε αμφιβολία τη δύναμη τού μυστηρίου τής θείας Εξομολογήσεως.
Δεύτερον: Δεν πρέπει να θυμάσαι εις την εξομολόγηση ούτε και να αναφέρεις εις αυτήν άλλα τυχόν πρόσωπα πού συνέβη να είναι συνδεδεμένα με τις αμαρτίες σου. Δηλαδή, πρέπει να εξομολογηθείς τα ιδικά σου μόνον αμαρτήματα και να κρίνεις τον εαυτό σου μόνον και κανέναν άλλον.
Τρίτον: Δεν πρέπει να ξεχνάς ότι οι άγιοι Πατέρες μάς απαγορεύουν να αναφέρουμε με όλες τις λεπτομέρειες τα διάφορα αμαρτήματά μας, επειδή είναι καλύτερο να τα ομολογούμε και να τα αναγνωρίζουμε εις τις γενικές τους γραμμές για να αποφεύγεται ο πειρασμός από την επανάληψη των λεπτομερειών και για τον εαυτό μας και για τον πνευματικό.
Τέταρτον: Όταν μετανοείς πρέπει να μετανοείς ειλικρινά και πραγματικά γιατί είναι γεγονός ότι η μετάνοια σου αυτή σήμερα είναι αφρόντιστη, χλιαρή και πρόχειρη.
Πέμπτον: Ασχολήθηκες σήμερα με ένα σωρό λεπτομέρειες, ενώ παρέλειψες το κυριότερο πράγμα, δηλαδή δεν ανέφερες τις πιο βαριές απ΄ όλες τις αμαρτίες, γιατί δεν παραδέχθηκες, ούτε έγραψες εις το χαρτί, ότι δεν αγαπάς τον Θεό, ότι μισείς τον πλησίον σου, ότι δεν πιστεύεις εις τον Λόγον τού Θεού και ότι είσαι γεμάτος από υπερηφάνεια και φιλοδοξία, γεγονότα που αποτελούν την τετραπλή μάζα τού κακού και τα οποία είναι η αιτία όλων των άλλων αμαρτημάτων μας. Αυτά είναι οι τέσσαρες κυριότερες ρίζες, από τις οποίες φυτρώνουν όλα τα άλλα αμαρτήματα εις τα οποία πέφτουμε όλοι».
Η έκπληξή μου πραγματικά ήταν μεγάλη από όσα άκουσα, γι΄ αυτό απευθυνόμενος προς τον φημισμένον αυτόν πνευματικόν, τού είπα:
«Να με συγχωρήσεις, σεβαστέ πάτερ, αλλά πώς είναι δυνατόν να μη αγαπώ τον Θεό, τον Πατέρα όλων μας και Συντηρητή; Σε τι άλλο θα μπορούσα να πιστεύσω, εκτός από τον Λόγο τού Θεού, η ευλογία τού οποίου αγιάζει τα πάντα; Εγώ θέλω πάντα το καλό τού πλησίον μου, ποιόν δε λόγο θα είχα για να τούς μισώ; Ως προς την υπερηφάνεια, δεν έχω τίποτα για να υπερηφανευθώ, εκτός απ΄ τα αναρίθμητά μου αμαρτήματα. Αλλ΄ ακόμη τι καλό έχω επάνω μου για να υπερηφανευθώ; Μήπως, τα πλούτη μου ή την υγεία μου; Μόνον αν ήμουν μορφωμένος ή πλούσιος, θα μπορούσα να έχω πέσει σε σφάλματα σαν αυτά πού μου ανέφερες».
« Αγαπητέ μου, είναι κρίμα πού τόσο λίγο κατάλαβες τι εννοώ με αυτά πού είπα. Κοίταξε! Θα διδαχθείς πολύ και γρήγορα, επάνω σε όσα σου είπα, εάν διαβάσεις αυτές τις σημειώσεις πού σου δίνω, τις οποίες και εγώ χρησιμοποιώ εις την εξομολόγηση μου. Διάβασέ τες προσεκτικά και θα καταλάβεις εντελώς καθαρά την ακριβή απόδειξη όλων αυτών πού σου είπα και τα οποία σε εξέπληξαν».
μου έδωσε τις σημειώσεις και εγώ άρχισα να τις διαβάζω. Οι σημειώσεις αυτές έχουν ακριβώς ως εξής:
«Εξομολόγηση πού οδηγεί τον έσω άνθρωπο σε ταπείνωση».
«Στρέφοντας τα μάτια μου προσεκτικά εις τον εαυτό μου και παρακολουθώντας την πορεία τής εσωτερικής μου καταστάσεως, πιστοποιώ από την πείρα μου, ότι δεν αγαπώ τον Θεό, ότι δεν έχω θρησκευτική πίστη και ότι είμαι γεμάτος από υπερηφάνεια και υλοφροσύνη. Όλα αυτά τα βρίσκω εις τον εαυτό μου μετά από λεπτομερή εξέταση των αισθημάτων και τής συμπεριφοράς μου.
»1. δεν αγαπώ τον Θεό. Αν αγαπούσα πραγματικά τον Θεό θα είχα συνεχώς την σκέψη μου στραμμένη προς αυτόν και θα ήμουν ευτυχισμένος. Κάθε σκέψη για τον Θεό θα μου έδινε χαρά και αγαλλίαση. Αντιθέτως, όμως, πολύ συχνότερα και πολύ ευκολότερα σκέπτομαι διάφορα γήινα πράγματα, ενώ η απασχόληση τής σκέψεώς μου με τον Θεό καταντά εργασία επίπονη και ξερή. Εάν αγαπούσα τον Θεό, η συνομιλία μου με αυτόν, δια τής προσευχής, θα ήτο η τροφή και η τρυφή μου και θα με οδηγούσε σε αδιάσπαστη επικοινωνία με αυτόν. Όμως, όλως αντίθετα, όχι μόνο δεν ευρίσκω ευχαρίστηση εις την προσευχή μου αλλά χρειάζεται κάθε φορά να καταβάλλω προσπάθεια για να προσευχηθώ. Αγωνίζομαι κατά τής απροθυμίας, νικιέμαι από την αμαρτωλότητά μου και είμαι πάντα πρόθυμος να καταπατώ με κάθε ανόητη σκέψη και πράγμα, ακόμη και κατά την ώρα τής προσευχής, γεγονότα, πού, όπως είναι φυσικό, μικραίνουν την προσευχή και απομακρύνουν την σκέψη από αυτήν. Ο καιρός μου περνά αχρησιμοποίητος ή μάλλον χρησιμοποιείται σε μάταιες απασχολήσεις, όταν δε απασχολούμαι με τον Θεό, όταν θέτω τον εαυτόν μου κάτω από την παρουσία Του, τότε κάθε ώρα μου φαίνεται πώς είναι ένας ολόκληρος χρόνος. Όταν ένας άνθρωπος αγαπά κάποιο πρόσωπο, το σκέπτεται όλη την ημέρα χωρίς διακοπή, διατηρεί συνεχώς την εικόνα του μέσα εις την καρδιά του, φροντίζει γι΄ αυτό, και σε καμιά περίπτωση το αγαπημένο του πρόσωπο δεν φεύγει από την σκέψη του. Εγώ, όμως, ολόκληρη την ημέρα, είναι ζήτημα αν ξεχωρίζω έστω και μίαν ώρα για να βυθισθώ σε εντρύφηση και θεία μελέτη, για να ζωογονήσω την καρδιά μου με την αγάπη μου προς αυτόν, ενώ με ευκολία και ευχαρίστηση εξοδεύω τις είκοσι τρεις ώρες τού ημερονυκτίου σαν μια θερμή προσφορά και θυσία εις τα είδωλα των διαφόρων παθών.
»Ολονένα συζητώ για τιποτένια πράγματα και γεγονότα, τα οποία μολύνουν το πνεύμα, κι αυτό μου δίνει ευχαρίστηση. Εις τις σκέψεις μου για τον Θεό, είμαι ξηρός, απρόθυμος και αμελής. Κι όταν ακόμη χωρίς να το θέλω, συμβαίνει ώστε άλλοι να με παρακινήσουν σε πνευματική συζήτηση, κοιτάζω να μετατρέψω το θέμα σε κάτι άλλο, πιο ευχάριστο εις τις επιθυμίες μου. Είμαι τρομερά περίεργος για κάθε μοντέρνο, για τα πολιτικά και για χίλια δύο άλλα ζητήματα. Πολύ συχνά ζητώ την ικανοποίηση εις την αγάπη προς τις κοσμικές γνώσεις, εις την επιστήμη, εις την τέχνη, και θέλω όλο και περισσότερα αγαθά να αποκτήσω. Η μελέτη τού Νόμου τού Θεού, η γνώση Αυτού και τής Θρησκείας, δεν μου κάνουν πολλήν εντύπωσιν, ούτε ικανοποιούν την πνευματική πείνα τής ψυχής μου. Όλα αυτά τα παραδέχομαι ότι είναι όχι μόνον ανούσια απασχόληση για ένα χριστιανό, αλλ΄ επί πλέον και ανωφελής.
» Εάν η αγάπη προς τον Θεό είναι η τήρηση των εντολών Του, όπως ο Χριστός είπε «ει αγαπάτε με τάς εντολάς τάς εμάς τηρήσατε», εγώ όχι μόνον δεν τηρώ τάς εντολάς Του, αλλ΄ ούτε καμιά προσπάθεια καταβάλλω να κατορθώσω την τήρησή τους. Έτσι είναι απόλυτη αλήθεια, την οποία εύκολα συμπεραίνει κανείς, ότι δεν αγαπώ τον Θεό. Επάνω σ΄ αυτό ο Μέγας Βασίλειος λέει: «Η απόδειξη ότι ο άνθρωπος δεν αγαπά τον Θεό και τον Χριστό, έγκειται εις το γεγονός ότι δεν τηρεί τάς εντολάς του».
»2. δεν αγαπώ ούτε τον πλησίον μου. Εάν αγαπούσα τον πλησίον μου, θα ήτο δυνατόν να σκεφθώ και να αποφασίσω να δώσω και την ζωή μου γι΄ αυτόν, εάν θα υπήρχε ανάγκη. Όχι, όμως, αυτό μόνον δεν κάνω, αλλ΄ ούτε και την παραμικρή θυσία είμαι διατεθειμένος να υποστώ γι΄ αυτόν. Εάν αγαπούσα τον πλησίον μου, σύμφωνα με την εντολή τού Ευαγγελίου, οι λύπες του θα ήσαν και δ
ικές μου λύπες και οι χαρές του θα αντανακλούσαν εις το πρόσωπό μου, όπως εις το δικό του. Αντιθέτως, όμως, ευχαριστούμαι να ακούω διάφορα άσχημα πράγματα γι΄ αυτόν, αντί να λυπούμαι και να πονώ. Το κάθε κακό τυχόν που ακούω για τον πλησίον μου, όχι μόνον δεν μου φέρνει στενοχώρια, αλλά μου δίνει ένα είδος χαράς, ενδιαφέροντος και ελπίδας, ν΄ ακούσω περισσότερα. Το σφάλμα ή το αμάρτημα τού αδελφού μου όχι μόνον δεν το σκεπάζω με αγάπη, αλλά το διατυμπανίζω όπου μπορώ με εσωτερική ικανοποίηση. Η ευτυχία τού πλησίον μου, η τιμή του, τα αγαθά του δεν με ευφραίνουν, μου δίνουν δε αντιθέτως το συναίσθημα τής αδιαφορίας. Τέλος, όχι λίγες φορές, καταλαμβάνουν την ψυχή μου περιφρόνηση και φθόνος για τον πλησίον μου.
»3. δεν έχω θρησκευτική πίστη. Ούτε εις την αθανασία, ούτε εις το Ευαγγέλιο, διότι εάν ήμουν τέλεια πεπεισμένος και πίστευα χωρίς αμφιβολία ότι μετά από τον τάφο ξανοίγεται η αιώνιος ζωή και η ανταπόδοση των πεπραγμένων αυτού τού κόσμου, θα σκεπτόμουν συνεχώς αυτό, χωρίς ανάπαυλα. Η ιδέα τής αθανασίας θα με συνέτριβε κυριολεκτικά και θα ζούσα αυτήν την πρόσκαιρη ζωή σαν ένας ξένος και παρεπίδημος, πού έχει πάντα εις τον νου του την φροντίδα να αξιωθεί κάποτε να φθάσει εις την γλυκιά του πατρίδα. Αντίθετα, όμως, εγώ ούτε καν σκέπτομαι για την αιωνιότητα και συμπεριφέρομαι εις την ζωή μου σαν να πιστεύω ότι το τέλος τού παρόντος βίου είναι και το τέρμα τής ανθρώπινης υπάρξεώς μου. Μέσα μου φωλιάζει υποσυνείδητα η σκέψη πού συνοψίζεται εις το: ποιος ξέρει και ποιος είδε τα μετά θάνατον;
»Όταν μιλώ για την αθανασία, το μυαλό μου συμφωνεί μ’ εκείνη, ενώ η καρδιά μου πολύ απέχει από τού να είναι πεπεισμένη γι’ αυτήν. Όλη αυτή η απιστία μου αποδεικνύεται από τις πράξεις μου και από την συνεχή φροντίδα να ικανοποιώ την ζωή των αισθήσεων. Εάν η διδασκαλία τού Ευαγγελίου είχε κυριαρχήσει εις την καρδιά μου με την ανάλογη πίστη, θα είχα καταληφθεί απ΄ τον Λόγο τού Θεού και θα τον μελετούσα, θα έβρισκε δε η αφοσίωση και η προσοχή την κατοικία της εις την ψυχή μου. Η προσοχή, η ευσπλαχνία, η αγάπη που κρύπτονται μέσα εις αυτόν θα με οδηγούσαν εις την χαρά και την ευτυχία τής μελέτης τού Νόμου τού Θεού νύκτα και ημέρα. Εις την μελέτη αυτήν θα εύρισκα τροφή πνευματική, τον επιούσιο άρτο τής ψυχής μου και η καρδιά μου θα παρεκινείτο εις την τήρηση του.
»Τίποτε εις τον κόσμο αυτόν δεν θάταν δυνατό να με αποτρέψει απ΄ την εφαρμογή της εις την ζωή μου. Αντιθέτως, όμως, όταν κάθε τόσο διαβάζω ή ακούω τον Λόγο τού Θεού, αν η ανάγκη ή η αγάπη προς τη γνώση με ωθούν προς τούτο, τον παρακολουθώ χωρίς την δέουσα προσοχή και τον ευρίσκω τις περισσότερες φορές καταθλιπτικό ή χωρίς σπουδαίο ενδιαφέρον. Συνήθως φθάνω εις το τέλος τής μελέτης του χωρίς σπουδαία ωφέλεια και πάντα πρόθυμος να τον αλλάξω με ελαφρά αναγνώσματα πού μου είναι πολύ ενδιαφέροντα και με ευχαριστούν.
»Είμαι πλήρης από υπερηφάνεια και φιλαυτία. Όλες μου οι ενέργειες το βεβαιώνουν. Βλέποντας κάτι καλό εις τον εαυτόν μου, επιθυμώ να το κάνω εμφανές ή να υπερηφανευθώ γι΄ αυτό μπροστά σε άλλους ανθρώπους ή να το θαυμάσω μόνος μου εσωτερικώς. Αν και επιδεικνύω μιαν εξωτερική ταπεινοφροσύνη, την αποδίδω σε αποτελεσματικότητα τής ιδικής μου δυνάμεως, θεωρώ δε τον εαυτόν μου ή ανώτερο από τους άλλους, ή τουλάχιστον όχι χειρότερό τους. Όταν ανακαλύπτω ένα σφάλμα μου προσπαθώ να το δικαιολογήσω και να το σκεπάσω λέγοντας: Τι να κάνω; Έτσι είμαι φτιαγμένος, ή δεν πειράζει, κανείς δεν θα με παρεξηγήσει. Θυμώνω με όσους δεν δείχνουν εκτίμηση προς το πρόσωπό μου και τους πιστεύω ότι είναι άνθρωποι που δεν ημπορούν να εκτιμήσουν την αξία τού άλλου. Αγάλλομαι για τα χαρίσματά μου, και όλες μου τις πτώσεις τις θεωρώ εντελώς προσωπικό μου ζήτημα. Ενώ είμαι μεμψίμοιρος, ευρίσκω ευχαρίστηση εις τις ατυχίες των εχθρών μου. Όταν αγωνίζομαι για κάτι καλό το κάνω με τον σκοπό ή να κερδίσω επαίνους, ή να δώσω κάποια ελαστικότητα εις τον πνευματικό μου εαυτό, ή να πάρω μια πρόσκαιρη παρηγοριά.
»Με μια λέξη, συνεχώς κατασκευάζω ένα είδωλο τού εαυτού μου προς το οποίον αποδίδω αδιάκοπες τις υπηρεσίες μου, φροντίζοντας με κάθε τρόπο για την ευχαρίστησή μου και την καλλιέργεια των παθών και των επιθυμιών μου. Πράττοντας όλα αυτά αναγνωρίζω τον εαυτόν μου να είναι γεμάτος από υπερηφάνεια, από διάφορες σαρκικές επιθυμίες, από απιστία, από έλλειψη αγάπης προς τον Θεό και από κακία προς τον πλησίον μου. Ποια κατάσταση θα μπορούσε να υπάρξει πιο αμαρτωλή από αυτήν; Η κατάσταση των πνευμάτων τού σκότους πρέπει να είναι καλύτερη από την ιδική μου. Εκείνα, αν και δεν αγαπούν τον Θεό, αν και μισούν τους ανθρώπους και τροφή τους είναι η υπερηφάνεια, μ΄ όλα ταύτα πιστεύουν εις τον Θεό και φρίττουν. Εγώ όμως; Μπορώ να βρεθώ σε χειρότερη κόλαση απ΄ αυτήν που αντιμετωπίζω; Πώς δε δεν θα λάβω την πιο αυστηρή τιμωρία για την ανόητη και απρόσεκτη ζωή μου, την οποίαν αναγνωρίζω ότι ζω»;
Διαβάζοντας όλον αυτόν τον τύπον τής εξομολογήσεως που μου έδωσε ο ιερεύς, τρομοκρατημένος σκέφθηκα και είπα μέσα μου: «Θεέ και Κύριε! τι φοβερά αμαρτήματα υπάρχουν κρυμμένα μέσα μου και μέχρι τώρα δεν τα είχα ανακαλύψει»! Η επιθυμία να καθαρισθώ από αυτά με έκαναν να ικετεύσω αυτόν τον μεγάλο εξομολόγο να με διδάξει πώς να γνωρίσω την αιτία όλου αυτού τού κακού και πώς να θεραπεύσω, απ΄ αυτό, τον εαυτόν μου. Έτσι ο άγιος αυτός πνευματικός άρχισε να με καθοδηγεί λέγοντας:
«Παιδί μου και αδερφέ μου, η αιτία τής ελλείψεως αγάπης προς τον Θεό είναι έλλειψη πίστεως. Η έλλειψη αυτή τής πίστεως είναι αιτία τής ελλείψεως τής πεποιθήσεως και η αιτία τού τελευταίου αυτού, είναι η αποτυχία μας ως προς την αναζήτηση τής αληθινής και αγίας γνώσεως και η αδιαφορία μας ως προς την αναζήτηση τού φωτός τού πνεύματος. Με μια λέξη εάν δεν πιστεύεις, δεν ημπορείς να αγαπάς. Εάν δεν είσαι πεπεισμένος για κάτι, δεν είναι δυνατόν να πιστεύεις. Για να αποκτήσεις δε την πεποίθηση που είναι απαραίτητη, πρέπει να λάβεις πλήρη και ακριβή γνώση τού θέματος περί τού οποίου πρόκειται να πεισθείς. Με την αγιαστική μελέτη τού λόγου τού Θεού και με την απόκτηση πείρας, πρέπει να γεννηθεί εις την ψυχή σου μια δίψα, μια ακατάσχετη επιθυμία, κάτι σαν θαύμα, το οποίον θα σου φέρει μίαν ασίγαστη επιθυμία να μάθεις, όσο μπορείς πιο πολύ, πιο τέλεια, πιο βαθιά, ό,τι περιβάλλει όλους μας.
»Ένας πνευματικός συγγραφεύς ομιλεί γι΄ αυτό ως εξής: «Η αγάπη συνήθως αυξάνεται με τη γνώση και όσο μεγαλύτερη έκταση και βάθος έχει η γνώση, τόσο μεγαλύτερη είναι και η αγάπη. Όσο δε περισσότερη είναι η προσήλωση προς την πληρότητα και το κάλλος τής θείας φύσεως και τής απείρου αγάπης τού Θεού προς τους ανθρώπους, τόσο περισσότερο η ανθρώπινη καρδιά μαλακώνει και διατίθεται και προσκλίνει, προς την αγάπη τού Θεού».
»Φαντάζομαι τώρα πώς θα κατάλαβες ότι η αιτία των αμαρτημάτων, τα οποία διάβασες προηγουμένως, είναι η αδράνεια τής ψυχής μας για σκέψεις επάνω σε πνευματικά πράγματα, αδράνεια πού ξηραίνει τα συναισθήματα και την ανάγκη τής ψυχής για παρόμοιες πνευματικές εντρυφήσεις. Εάν θέλεις να μάθεις πώς θα νικήσεις αυτήν την αιτία τού κακού, φρόντισε να αποκτήσεις με όλη σου την δύναμη την φώτιση τού πνεύματος, την φώτιση τής ψυχής, με επιμελή και αγιαστική μελέτη τού λόγου τού Θεού, με την μελέτη των Πατέρων τής Εκκλησίας, με τις συμβουλές πνευματικών ανθρώπων και με συζητήσεις με άτομα που είναι σοφοί και γεμάτοι από Χριστό. Παιδί μου και αδελφέ μου, πραγματικά, πολλές είναι οι καταστροφές και δυστυχίες που έρχονται επάνω μας εξ αιτίας τής αμελείας μας να φροντίζουμε να βρίσκουμε το φως για τις ψυχές μας δια τού λόγου τής αληθείας. Δεν μελετούμε τον λόγο τού Θεού νύκτα και ημέρα, ούτε προσευχόμεθα γι΄ αυτό με επιμέλεια και πόθο συνεχή. Εξ αιτίας αυτού, ο εσωτερικός μας άνθρωπος είναι εξαντλημένος, πεινασμένος και άθερμος, τόσον, ώστε δεν έχει την δύναμη να κάνη το αποτελεσματικό βήμα προς την οδό τής δικαιοσύνης και τής σωτηρίας! Γι΄ αυτό, αγαπητέ μου, ας αποφασίσουμε να χρησιμοποιήσουμε τάς μεθόδους αυτάς και, όσον το δυνατόν περισσότερο, ας γεμίζουμε το μυαλό μας με σκέψεις για τα Θεία. τότε η Αγάπη θα ξεχυθεί εις τις καρδιές μας από τα ύψη και θ΄ ανάψει μέσα μας σαν μια φλόγα. Ας κάνουμε την προσπάθεια αυτή μαζί και ας προσευχόμεθα, όσο συχνότερα μπορούμε, επειδή η προσευχή είναι απ΄ τις κυριότερες και ισχυρότερες αιτίες που χαρίζουν αναγέννηση και εσωτερική πνευμα
τική ευεξία. Ας προσευχηθούμε με τα λόγια, Κύριε Ιησού Χριστέ, κάνε μας να σε αγαπήσουμε τόσον, όσο πριν γνωρίσουμε Σένα, αγαπούσαμε την αμαρτία»
από το βιβλίου «Οι περιπέτειες ενός Προσκυνητού» σελ.165-175
Εις το τέλος τής εβδομάδος, αφού προπαρασκευάσθηκα καλά για την αγία Κοινωνία, πριν εξομολογηθώ, εσκέφθηκα ότι ήταν μιά ευκαιρία να κάνω εκεί μιαν εξομολόγηση όσον το δυνατόν πιο λεπτομερή. Άρχισα, λοιπόν, την προσπάθεια για να θυμηθώ όλα τα αμαρτήματα απ΄ την νεότητά μου και για να μη τυχόν λησμονήσω έστω καί το παραμικρό, τα έγραψα με όση το δυνατόν περισσότερη λεπτομέρεια. Εγέμισα έτσι μιά μεγάλη κόλλα χαρτί με όλα αυτά πού έγραψα. Έπειτα, όμως, άκουσα ότι εις την Κιτεβάγια Παστίνα, που απέχει περίπου τρία χιλιόμετρα από εκεί, εζούσεν ένας ασκητής ιερεύς, ο οποίος ήτο σοφός άνθρωπος και γεμάτος από κατανόησι. Οποιοσδήποτε επήγαινεν εις αυτόν για να εξομολογηθή ευρισκόταν σε μιαν ατμόσφαιρα γεμάτη από μειλιχιότητα και συμπάθεια, αποχωρούσε δε χορτάτος από διδασκαλία για την σωτηρία του και ήρεμος ψυχικά. Με μεγάλην ευχαρίστησι επληροφορήθηκα για όλα αυτά και ανεχώρησα αμέσως να συναντήσω τον άγιον αυτόν γέροντα.
Όταν έφθασα, εις την αρχή, ζήτησα ολίγες συμβουλές, ύστερα δε από κάμποση ώρα συνομιλίας τού διάβασα το χαρτί με τις αμαρτίες μου, πού είχα γράψει. Όταν τελείωσα το διάβασμα, εκείνος μου είπε:
«Παιδί μου, πολλά απ΄ αυτά πού μου διάβασες είναι χωρίς καμιά αξία, οι συμβουλές μου δε για την εξομολόγηση είναι γενικά οι εξής:
Πρώτον: Δεν είναι ανάγκη να εξομολογείσαι αμαρτήματα για τα οποία άλλοτε μετανόησες, τα εξαγορεύθηκες και επήρες την συγχώρηση. Όταν τα ξαναεξομολογήσαι είναι σαν να θέτεις σε αμφιβολία τη δύναμη τού μυστηρίου τής θείας Εξομολογήσεως.
Δεύτερον: Δεν πρέπει να θυμάσαι εις την εξομολόγηση ούτε και να αναφέρεις εις αυτήν άλλα τυχόν πρόσωπα πού συνέβη να είναι συνδεδεμένα με τις αμαρτίες σου. Δηλαδή, πρέπει να εξομολογηθείς τα ιδικά σου μόνον αμαρτήματα και να κρίνεις τον εαυτό σου μόνον και κανέναν άλλον.
Τρίτον: Δεν πρέπει να ξεχνάς ότι οι άγιοι Πατέρες μάς απαγορεύουν να αναφέρουμε με όλες τις λεπτομέρειες τα διάφορα αμαρτήματά μας, επειδή είναι καλύτερο να τα ομολογούμε και να τα αναγνωρίζουμε εις τις γενικές τους γραμμές για να αποφεύγεται ο πειρασμός από την επανάληψη των λεπτομερειών και για τον εαυτό μας και για τον πνευματικό.
Τέταρτον: Όταν μετανοείς πρέπει να μετανοείς ειλικρινά και πραγματικά γιατί είναι γεγονός ότι η μετάνοια σου αυτή σήμερα είναι αφρόντιστη, χλιαρή και πρόχειρη.
Πέμπτον: Ασχολήθηκες σήμερα με ένα σωρό λεπτομέρειες, ενώ παρέλειψες το κυριότερο πράγμα, δηλαδή δεν ανέφερες τις πιο βαριές απ΄ όλες τις αμαρτίες, γιατί δεν παραδέχθηκες, ούτε έγραψες εις το χαρτί, ότι δεν αγαπάς τον Θεό, ότι μισείς τον πλησίον σου, ότι δεν πιστεύεις εις τον Λόγον τού Θεού και ότι είσαι γεμάτος από υπερηφάνεια και φιλοδοξία, γεγονότα που αποτελούν την τετραπλή μάζα τού κακού και τα οποία είναι η αιτία όλων των άλλων αμαρτημάτων μας. Αυτά είναι οι τέσσαρες κυριότερες ρίζες, από τις οποίες φυτρώνουν όλα τα άλλα αμαρτήματα εις τα οποία πέφτουμε όλοι».
Η έκπληξή μου πραγματικά ήταν μεγάλη από όσα άκουσα, γι΄ αυτό απευθυνόμενος προς τον φημισμένον αυτόν πνευματικόν, τού είπα:
«Να με συγχωρήσεις, σεβαστέ πάτερ, αλλά πώς είναι δυνατόν να μη αγαπώ τον Θεό, τον Πατέρα όλων μας και Συντηρητή; Σε τι άλλο θα μπορούσα να πιστεύσω, εκτός από τον Λόγο τού Θεού, η ευλογία τού οποίου αγιάζει τα πάντα; Εγώ θέλω πάντα το καλό τού πλησίον μου, ποιόν δε λόγο θα είχα για να τούς μισώ; Ως προς την υπερηφάνεια, δεν έχω τίποτα για να υπερηφανευθώ, εκτός απ΄ τα αναρίθμητά μου αμαρτήματα. Αλλ΄ ακόμη τι καλό έχω επάνω μου για να υπερηφανευθώ; Μήπως, τα πλούτη μου ή την υγεία μου; Μόνον αν ήμουν μορφωμένος ή πλούσιος, θα μπορούσα να έχω πέσει σε σφάλματα σαν αυτά πού μου ανέφερες».
« Αγαπητέ μου, είναι κρίμα πού τόσο λίγο κατάλαβες τι εννοώ με αυτά πού είπα. Κοίταξε! Θα διδαχθείς πολύ και γρήγορα, επάνω σε όσα σου είπα, εάν διαβάσεις αυτές τις σημειώσεις πού σου δίνω, τις οποίες και εγώ χρησιμοποιώ εις την εξομολόγηση μου. Διάβασέ τες προσεκτικά και θα καταλάβεις εντελώς καθαρά την ακριβή απόδειξη όλων αυτών πού σου είπα και τα οποία σε εξέπληξαν».
μου έδωσε τις σημειώσεις και εγώ άρχισα να τις διαβάζω. Οι σημειώσεις αυτές έχουν ακριβώς ως εξής:
«Εξομολόγηση πού οδηγεί τον έσω άνθρωπο σε ταπείνωση».
«Στρέφοντας τα μάτια μου προσεκτικά εις τον εαυτό μου και παρακολουθώντας την πορεία τής εσωτερικής μου καταστάσεως, πιστοποιώ από την πείρα μου, ότι δεν αγαπώ τον Θεό, ότι δεν έχω θρησκευτική πίστη και ότι είμαι γεμάτος από υπερηφάνεια και υλοφροσύνη. Όλα αυτά τα βρίσκω εις τον εαυτό μου μετά από λεπτομερή εξέταση των αισθημάτων και τής συμπεριφοράς μου.
»1. δεν αγαπώ τον Θεό. Αν αγαπούσα πραγματικά τον Θεό θα είχα συνεχώς την σκέψη μου στραμμένη προς αυτόν και θα ήμουν ευτυχισμένος. Κάθε σκέψη για τον Θεό θα μου έδινε χαρά και αγαλλίαση. Αντιθέτως, όμως, πολύ συχνότερα και πολύ ευκολότερα σκέπτομαι διάφορα γήινα πράγματα, ενώ η απασχόληση τής σκέψεώς μου με τον Θεό καταντά εργασία επίπονη και ξερή. Εάν αγαπούσα τον Θεό, η συνομιλία μου με αυτόν, δια τής προσευχής, θα ήτο η τροφή και η τρυφή μου και θα με οδηγούσε σε αδιάσπαστη επικοινωνία με αυτόν. Όμως, όλως αντίθετα, όχι μόνο δεν ευρίσκω ευχαρίστηση εις την προσευχή μου αλλά χρειάζεται κάθε φορά να καταβάλλω προσπάθεια για να προσευχηθώ. Αγωνίζομαι κατά τής απροθυμίας, νικιέμαι από την αμαρτωλότητά μου και είμαι πάντα πρόθυμος να καταπατώ με κάθε ανόητη σκέψη και πράγμα, ακόμη και κατά την ώρα τής προσευχής, γεγονότα, πού, όπως είναι φυσικό, μικραίνουν την προσευχή και απομακρύνουν την σκέψη από αυτήν. Ο καιρός μου περνά αχρησιμοποίητος ή μάλλον χρησιμοποιείται σε μάταιες απασχολήσεις, όταν δε απασχολούμαι με τον Θεό, όταν θέτω τον εαυτόν μου κάτω από την παρουσία Του, τότε κάθε ώρα μου φαίνεται πώς είναι ένας ολόκληρος χρόνος. Όταν ένας άνθρωπος αγαπά κάποιο πρόσωπο, το σκέπτεται όλη την ημέρα χωρίς διακοπή, διατηρεί συνεχώς την εικόνα του μέσα εις την καρδιά του, φροντίζει γι΄ αυτό, και σε καμιά περίπτωση το αγαπημένο του πρόσωπο δεν φεύγει από την σκέψη του. Εγώ, όμως, ολόκληρη την ημέρα, είναι ζήτημα αν ξεχωρίζω έστω και μίαν ώρα για να βυθισθώ σε εντρύφηση και θεία μελέτη, για να ζωογονήσω την καρδιά μου με την αγάπη μου προς αυτόν, ενώ με ευκολία και ευχαρίστηση εξοδεύω τις είκοσι τρεις ώρες τού ημερονυκτίου σαν μια θερμή προσφορά και θυσία εις τα είδωλα των διαφόρων παθών.
»Ολονένα συζητώ για τιποτένια πράγματα και γεγονότα, τα οποία μολύνουν το πνεύμα, κι αυτό μου δίνει ευχαρίστηση. Εις τις σκέψεις μου για τον Θεό, είμαι ξηρός, απρόθυμος και αμελής. Κι όταν ακόμη χωρίς να το θέλω, συμβαίνει ώστε άλλοι να με παρακινήσουν σε πνευματική συζήτηση, κοιτάζω να μετατρέψω το θέμα σε κάτι άλλο, πιο ευχάριστο εις τις επιθυμίες μου. Είμαι τρομερά περίεργος για κάθε μοντέρνο, για τα πολιτικά και για χίλια δύο άλλα ζητήματα. Πολύ συχνά ζητώ την ικανοποίηση εις την αγάπη προς τις κοσμικές γνώσεις, εις την επιστήμη, εις την τέχνη, και θέλω όλο και περισσότερα αγαθά να αποκτήσω. Η μελέτη τού Νόμου τού Θεού, η γνώση Αυτού και τής Θρησκείας, δεν μου κάνουν πολλήν εντύπωσιν, ούτε ικανοποιούν την πνευματική πείνα τής ψυχής μου. Όλα αυτά τα παραδέχομαι ότι είναι όχι μόνον ανούσια απασχόληση για ένα χριστιανό, αλλ΄ επί πλέον και ανωφελής.
» Εάν η αγάπη προς τον Θεό είναι η τήρηση των εντολών Του, όπως ο Χριστός είπε «ει αγαπάτε με τάς εντολάς τάς εμάς τηρήσατε», εγώ όχι μόνον δεν τηρώ τάς εντολάς Του, αλλ΄ ούτε καμιά προσπάθεια καταβάλλω να κατορθώσω την τήρησή τους. Έτσι είναι απόλυτη αλήθεια, την οποία εύκολα συμπεραίνει κανείς, ότι δεν αγαπώ τον Θεό. Επάνω σ΄ αυτό ο Μέγας Βασίλειος λέει: «Η απόδειξη ότι ο άνθρωπος δεν αγαπά τον Θεό και τον Χριστό, έγκειται εις το γεγονός ότι δεν τηρεί τάς εντολάς του».
»2. δεν αγαπώ ούτε τον πλησίον μου. Εάν αγαπούσα τον πλησίον μου, θα ήτο δυνατόν να σκεφθώ και να αποφασίσω να δώσω και την ζωή μου γι΄ αυτόν, εάν θα υπήρχε ανάγκη. Όχι, όμως, αυτό μόνον δεν κάνω, αλλ΄ ούτε και την παραμικρή θυσία είμαι διατεθειμένος να υποστώ γι΄ αυτόν. Εάν αγαπούσα τον πλησίον μου, σύμφωνα με την εντολή τού Ευαγγελίου, οι λύπες του θα ήσαν και δ
ικές μου λύπες και οι χαρές του θα αντανακλούσαν εις το πρόσωπό μου, όπως εις το δικό του. Αντιθέτως, όμως, ευχαριστούμαι να ακούω διάφορα άσχημα πράγματα γι΄ αυτόν, αντί να λυπούμαι και να πονώ. Το κάθε κακό τυχόν που ακούω για τον πλησίον μου, όχι μόνον δεν μου φέρνει στενοχώρια, αλλά μου δίνει ένα είδος χαράς, ενδιαφέροντος και ελπίδας, ν΄ ακούσω περισσότερα. Το σφάλμα ή το αμάρτημα τού αδελφού μου όχι μόνον δεν το σκεπάζω με αγάπη, αλλά το διατυμπανίζω όπου μπορώ με εσωτερική ικανοποίηση. Η ευτυχία τού πλησίον μου, η τιμή του, τα αγαθά του δεν με ευφραίνουν, μου δίνουν δε αντιθέτως το συναίσθημα τής αδιαφορίας. Τέλος, όχι λίγες φορές, καταλαμβάνουν την ψυχή μου περιφρόνηση και φθόνος για τον πλησίον μου.
»3. δεν έχω θρησκευτική πίστη. Ούτε εις την αθανασία, ούτε εις το Ευαγγέλιο, διότι εάν ήμουν τέλεια πεπεισμένος και πίστευα χωρίς αμφιβολία ότι μετά από τον τάφο ξανοίγεται η αιώνιος ζωή και η ανταπόδοση των πεπραγμένων αυτού τού κόσμου, θα σκεπτόμουν συνεχώς αυτό, χωρίς ανάπαυλα. Η ιδέα τής αθανασίας θα με συνέτριβε κυριολεκτικά και θα ζούσα αυτήν την πρόσκαιρη ζωή σαν ένας ξένος και παρεπίδημος, πού έχει πάντα εις τον νου του την φροντίδα να αξιωθεί κάποτε να φθάσει εις την γλυκιά του πατρίδα. Αντίθετα, όμως, εγώ ούτε καν σκέπτομαι για την αιωνιότητα και συμπεριφέρομαι εις την ζωή μου σαν να πιστεύω ότι το τέλος τού παρόντος βίου είναι και το τέρμα τής ανθρώπινης υπάρξεώς μου. Μέσα μου φωλιάζει υποσυνείδητα η σκέψη πού συνοψίζεται εις το: ποιος ξέρει και ποιος είδε τα μετά θάνατον;
»Όταν μιλώ για την αθανασία, το μυαλό μου συμφωνεί μ’ εκείνη, ενώ η καρδιά μου πολύ απέχει από τού να είναι πεπεισμένη γι’ αυτήν. Όλη αυτή η απιστία μου αποδεικνύεται από τις πράξεις μου και από την συνεχή φροντίδα να ικανοποιώ την ζωή των αισθήσεων. Εάν η διδασκαλία τού Ευαγγελίου είχε κυριαρχήσει εις την καρδιά μου με την ανάλογη πίστη, θα είχα καταληφθεί απ΄ τον Λόγο τού Θεού και θα τον μελετούσα, θα έβρισκε δε η αφοσίωση και η προσοχή την κατοικία της εις την ψυχή μου. Η προσοχή, η ευσπλαχνία, η αγάπη που κρύπτονται μέσα εις αυτόν θα με οδηγούσαν εις την χαρά και την ευτυχία τής μελέτης τού Νόμου τού Θεού νύκτα και ημέρα. Εις την μελέτη αυτήν θα εύρισκα τροφή πνευματική, τον επιούσιο άρτο τής ψυχής μου και η καρδιά μου θα παρεκινείτο εις την τήρηση του.
»Τίποτε εις τον κόσμο αυτόν δεν θάταν δυνατό να με αποτρέψει απ΄ την εφαρμογή της εις την ζωή μου. Αντιθέτως, όμως, όταν κάθε τόσο διαβάζω ή ακούω τον Λόγο τού Θεού, αν η ανάγκη ή η αγάπη προς τη γνώση με ωθούν προς τούτο, τον παρακολουθώ χωρίς την δέουσα προσοχή και τον ευρίσκω τις περισσότερες φορές καταθλιπτικό ή χωρίς σπουδαίο ενδιαφέρον. Συνήθως φθάνω εις το τέλος τής μελέτης του χωρίς σπουδαία ωφέλεια και πάντα πρόθυμος να τον αλλάξω με ελαφρά αναγνώσματα πού μου είναι πολύ ενδιαφέροντα και με ευχαριστούν.
»Είμαι πλήρης από υπερηφάνεια και φιλαυτία. Όλες μου οι ενέργειες το βεβαιώνουν. Βλέποντας κάτι καλό εις τον εαυτόν μου, επιθυμώ να το κάνω εμφανές ή να υπερηφανευθώ γι΄ αυτό μπροστά σε άλλους ανθρώπους ή να το θαυμάσω μόνος μου εσωτερικώς. Αν και επιδεικνύω μιαν εξωτερική ταπεινοφροσύνη, την αποδίδω σε αποτελεσματικότητα τής ιδικής μου δυνάμεως, θεωρώ δε τον εαυτόν μου ή ανώτερο από τους άλλους, ή τουλάχιστον όχι χειρότερό τους. Όταν ανακαλύπτω ένα σφάλμα μου προσπαθώ να το δικαιολογήσω και να το σκεπάσω λέγοντας: Τι να κάνω; Έτσι είμαι φτιαγμένος, ή δεν πειράζει, κανείς δεν θα με παρεξηγήσει. Θυμώνω με όσους δεν δείχνουν εκτίμηση προς το πρόσωπό μου και τους πιστεύω ότι είναι άνθρωποι που δεν ημπορούν να εκτιμήσουν την αξία τού άλλου. Αγάλλομαι για τα χαρίσματά μου, και όλες μου τις πτώσεις τις θεωρώ εντελώς προσωπικό μου ζήτημα. Ενώ είμαι μεμψίμοιρος, ευρίσκω ευχαρίστηση εις τις ατυχίες των εχθρών μου. Όταν αγωνίζομαι για κάτι καλό το κάνω με τον σκοπό ή να κερδίσω επαίνους, ή να δώσω κάποια ελαστικότητα εις τον πνευματικό μου εαυτό, ή να πάρω μια πρόσκαιρη παρηγοριά.
»Με μια λέξη, συνεχώς κατασκευάζω ένα είδωλο τού εαυτού μου προς το οποίον αποδίδω αδιάκοπες τις υπηρεσίες μου, φροντίζοντας με κάθε τρόπο για την ευχαρίστησή μου και την καλλιέργεια των παθών και των επιθυμιών μου. Πράττοντας όλα αυτά αναγνωρίζω τον εαυτόν μου να είναι γεμάτος από υπερηφάνεια, από διάφορες σαρκικές επιθυμίες, από απιστία, από έλλειψη αγάπης προς τον Θεό και από κακία προς τον πλησίον μου. Ποια κατάσταση θα μπορούσε να υπάρξει πιο αμαρτωλή από αυτήν; Η κατάσταση των πνευμάτων τού σκότους πρέπει να είναι καλύτερη από την ιδική μου. Εκείνα, αν και δεν αγαπούν τον Θεό, αν και μισούν τους ανθρώπους και τροφή τους είναι η υπερηφάνεια, μ΄ όλα ταύτα πιστεύουν εις τον Θεό και φρίττουν. Εγώ όμως; Μπορώ να βρεθώ σε χειρότερη κόλαση απ΄ αυτήν που αντιμετωπίζω; Πώς δε δεν θα λάβω την πιο αυστηρή τιμωρία για την ανόητη και απρόσεκτη ζωή μου, την οποίαν αναγνωρίζω ότι ζω»;
Διαβάζοντας όλον αυτόν τον τύπον τής εξομολογήσεως που μου έδωσε ο ιερεύς, τρομοκρατημένος σκέφθηκα και είπα μέσα μου: «Θεέ και Κύριε! τι φοβερά αμαρτήματα υπάρχουν κρυμμένα μέσα μου και μέχρι τώρα δεν τα είχα ανακαλύψει»! Η επιθυμία να καθαρισθώ από αυτά με έκαναν να ικετεύσω αυτόν τον μεγάλο εξομολόγο να με διδάξει πώς να γνωρίσω την αιτία όλου αυτού τού κακού και πώς να θεραπεύσω, απ΄ αυτό, τον εαυτόν μου. Έτσι ο άγιος αυτός πνευματικός άρχισε να με καθοδηγεί λέγοντας:
«Παιδί μου και αδερφέ μου, η αιτία τής ελλείψεως αγάπης προς τον Θεό είναι έλλειψη πίστεως. Η έλλειψη αυτή τής πίστεως είναι αιτία τής ελλείψεως τής πεποιθήσεως και η αιτία τού τελευταίου αυτού, είναι η αποτυχία μας ως προς την αναζήτηση τής αληθινής και αγίας γνώσεως και η αδιαφορία μας ως προς την αναζήτηση τού φωτός τού πνεύματος. Με μια λέξη εάν δεν πιστεύεις, δεν ημπορείς να αγαπάς. Εάν δεν είσαι πεπεισμένος για κάτι, δεν είναι δυνατόν να πιστεύεις. Για να αποκτήσεις δε την πεποίθηση που είναι απαραίτητη, πρέπει να λάβεις πλήρη και ακριβή γνώση τού θέματος περί τού οποίου πρόκειται να πεισθείς. Με την αγιαστική μελέτη τού λόγου τού Θεού και με την απόκτηση πείρας, πρέπει να γεννηθεί εις την ψυχή σου μια δίψα, μια ακατάσχετη επιθυμία, κάτι σαν θαύμα, το οποίον θα σου φέρει μίαν ασίγαστη επιθυμία να μάθεις, όσο μπορείς πιο πολύ, πιο τέλεια, πιο βαθιά, ό,τι περιβάλλει όλους μας.
»Ένας πνευματικός συγγραφεύς ομιλεί γι΄ αυτό ως εξής: «Η αγάπη συνήθως αυξάνεται με τη γνώση και όσο μεγαλύτερη έκταση και βάθος έχει η γνώση, τόσο μεγαλύτερη είναι και η αγάπη. Όσο δε περισσότερη είναι η προσήλωση προς την πληρότητα και το κάλλος τής θείας φύσεως και τής απείρου αγάπης τού Θεού προς τους ανθρώπους, τόσο περισσότερο η ανθρώπινη καρδιά μαλακώνει και διατίθεται και προσκλίνει, προς την αγάπη τού Θεού».
»Φαντάζομαι τώρα πώς θα κατάλαβες ότι η αιτία των αμαρτημάτων, τα οποία διάβασες προηγουμένως, είναι η αδράνεια τής ψυχής μας για σκέψεις επάνω σε πνευματικά πράγματα, αδράνεια πού ξηραίνει τα συναισθήματα και την ανάγκη τής ψυχής για παρόμοιες πνευματικές εντρυφήσεις. Εάν θέλεις να μάθεις πώς θα νικήσεις αυτήν την αιτία τού κακού, φρόντισε να αποκτήσεις με όλη σου την δύναμη την φώτιση τού πνεύματος, την φώτιση τής ψυχής, με επιμελή και αγιαστική μελέτη τού λόγου τού Θεού, με την μελέτη των Πατέρων τής Εκκλησίας, με τις συμβουλές πνευματικών ανθρώπων και με συζητήσεις με άτομα που είναι σοφοί και γεμάτοι από Χριστό. Παιδί μου και αδελφέ μου, πραγματικά, πολλές είναι οι καταστροφές και δυστυχίες που έρχονται επάνω μας εξ αιτίας τής αμελείας μας να φροντίζουμε να βρίσκουμε το φως για τις ψυχές μας δια τού λόγου τής αληθείας. Δεν μελετούμε τον λόγο τού Θεού νύκτα και ημέρα, ούτε προσευχόμεθα γι΄ αυτό με επιμέλεια και πόθο συνεχή. Εξ αιτίας αυτού, ο εσωτερικός μας άνθρωπος είναι εξαντλημένος, πεινασμένος και άθερμος, τόσον, ώστε δεν έχει την δύναμη να κάνη το αποτελεσματικό βήμα προς την οδό τής δικαιοσύνης και τής σωτηρίας! Γι΄ αυτό, αγαπητέ μου, ας αποφασίσουμε να χρησιμοποιήσουμε τάς μεθόδους αυτάς και, όσον το δυνατόν περισσότερο, ας γεμίζουμε το μυαλό μας με σκέψεις για τα Θεία. τότε η Αγάπη θα ξεχυθεί εις τις καρδιές μας από τα ύψη και θ΄ ανάψει μέσα μας σαν μια φλόγα. Ας κάνουμε την προσπάθεια αυτή μαζί και ας προσευχόμεθα, όσο συχνότερα μπορούμε, επειδή η προσευχή είναι απ΄ τις κυριότερες και ισχυρότερες αιτίες που χαρίζουν αναγέννηση και εσωτερική πνευμα
τική ευεξία. Ας προσευχηθούμε με τα λόγια, Κύριε Ιησού Χριστέ, κάνε μας να σε αγαπήσουμε τόσον, όσο πριν γνωρίσουμε Σένα, αγαπούσαμε την αμαρτία»