Χριστιανικές Ιστορίες

Καθημερινά πνευματικά μηνύματα.

Συντονιστής: Συντονιστές

Άβαταρ μέλους
Dimitris39
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 5841
Εγγραφή: Κυρ Ιούλ 05, 2009 5:46 pm

Χριστιανικές Ιστορίες

Δημοσίευση από Dimitris39 »

Μήπως είσαι η Δέσποινα;



Πρότυπο χριστιανικής αγάπης υπήρξε η Δέσποινα, μητέρα δύο αγοριών εκ των οποίων ο μικρότερος έγινε μετά την κοίμησή της μοναχός στην Ιερά Μονή Γρηγορίου στον Άθωνα.
Όλοι οι φτωχοί, οι γέροι και οι ασθενείς της περιοχής που ζούσε, περίμεναν παρηγοριά και ανάπαυση απ' αυτή. Πολλές φορές άφηνε δουλειές του σπιτιού, με την συγκατάθεση
βέβαια του συζύγου της, και έτρεχε στα φτωχικά σπίτια για να περιποιηθεί τα γεροντάκια. Αν δεν τους καθάριζε το σπίτι, δεν τους έλουζε και δεν τους τάϊζε, δεν έφευγε, έστω κι αν
η ώρα ήταν περασμένη.

Πολλά χρόνια μετά τον θάνατο της, αν καμιά ευγενική γυναίκα περιποιόταν με ιδιαίτερη φροντίδα ορισμένα τυφλά γεροντάκια, τη ρωτούσαν: «Μήπως είσαι η Δέσποινα;»

Την πορεία της θανατηφόρου ασθενείας και το τέλος της ενάρετης αυτής μητέρας μας τα περιέγραψε ο μοναχός γιός της:

«Τη Μεγάλη Δευτέρα του 1971 η μητέρα μου έκανε εξετάσεις και έβγαλε ακτίνες. Εκεί φάνηκε καθαρά ότι είχε καρκίνο και μάλιστα σε πολύ προχωρημένο στάδιο! Σ' αυτήν, όπως
και σε μένα, είπαν ότι έχει εχινόκοκκο και με μια εγχείρηση θα γίνει καλά. Από τότε άρχισα να βλέπω τη μητέρα μου πιο συγκεντρωμένη στον εαυτό της και φαινόταν σαν να ήξερε
ότι συνέβαινε κάτι πολύ σοβαρό.

Αμέσως μετά την Ανάσταση την πήγαν στη Θεσσαλονίκη και με τη συνεργασία του τότε υφηγητού της Ιατρικής κ. Αλετρά και του επιμελητού κ. Κατσώχη, μπήκε στο Α.Χ.Ε.Π.Α.
Έγινε γρήγορα η εγχείρησις, η οποία κράτησε 7 ½ ώρες περίπου. Τα πάντα μέσα της είχαν καρκίνο! Προσπάθησαν να της αφαιρέσουν ότι μπορούσαν. Έβγαλαν ολόκληρο το
στομάχι, γιατί ήταν σάπιο, και ένωσαν τον οισοφάγο με το τέλος του δωδεκαδάκτυλου. Επίσης καθάρισαν τον καρκίνο από τα νεφρά, ήπαρ κλπ. Η τομή, που είχε στο σώμα της,
ήταν γύρω στα 70 εκατοστά. Είχε αλλάξει τόσο πολύ μετά την εγχείρηση, που δυσκολεύτηκα να τη γνωρίσω!

Εν τω μεταξύ κατά τη διάρκεια των εξετάσεων στο νοσοκομείο, ξέχασαν μια μέρα οι γιατροί τα χαρτιά που αφορούσαν την ασθένεια της μητέρας μου στο κομοδίνο της και επειδή
η ίδια δούλευε παλαιότερα σε φαρμακείο και ήξερε την ορολογία των ασθενειών, κατάλαβε αμέσως την πάθηση της. Όμως ποτέ δεν εκδηλωνόταν ότι το ξέρει! Πάντα μπροστά
μας έλεγε ότι θα γίνει καλά. Μόνον ο πατέρας μου μετά τον θάνατο της, μας είπε την αντίδραση της: Μόλις το έμαθε, αμέσως έστρεψε το βλέμμα της στον ουρανό και είπε:
«Σ' ευχαριστώ, Χριστέ μου, που μ' επισκέφθηκες τόσο νωρίς! Δος μου σε παρακαλώ δύναμη και υπομονή μέχρι το τέλος της ζωής μου».

Στο νοσοκομείο κάθισε 20 μέρες μέχρι να κλείσουν οι πληγές. Τρεφόταν από ένα σωληνάκι που είχε στη στομαχική χώρα και επειδή της είχαν αφαιρέσει το στομάχι, αρκούσε ένα
φλυτζάνι τσάϊ για να χορτάσει. Γι΄ αυτό έπρεπε να τρώει κάθε δύο-τρεις ώρες.

Μόλις βγήκε από το νοσοκομείο, στην κρίσιμη εκείνη στιγμή της υγείας της, ο οργανισμός της αντέδρασε αρνητικά. Άρχισε να κάνει επανειλημμένα εμετούς περίπου 30-40 φορές
την ημέρα. Τη βάλαμε αμέσως πάλι στο Α.Χ.Ε.Π.Α. Δυστυχώς οι γιατροί δεν κατάφεραν απολύτως τίποτε! Μόλις έβαζε κάτι στον οργανισμό της, αυτός το απωθούσε. Άρχισε να
έχει τρομερούς πόνους και μια απερίγραπτη στενοχώρια. Καθημερινά είχε πραγματική μάχη με τον εαυτό της.

Όμως αυτό δεν την εμπόδιζε καθόλου στις σχέσεις της με τον Θεό! Η ψυχή της πετούσε, όπως και πριν, που ήταν υγιής. Ήταν πάντοτε πρόσχαρη και μέχρι τα τελευταία της
ενδιαφερόταν για κάθε τι που συνέβαινε στο σπίτι και έδινε λύσεις. Σ' ένα τόσο μεγάλο νοσοκομείο, όπως είναι το Α.Χ.Ε.Π.Α., είχε γίνει το κέντρο των συζητήσεων. Ιδιαίτερα στο
θάλαμο της έγινε ιεραπόστολος! Θυμάμαι ότι είχε επηρεάσει και μια κοινή γυναίκα, που είχε κι αυτή καρκίνο, και είχε τόσο πολύ αλλοιωθεί από τη συμπεριφορά της, ώστε ήρθε σε
μετάνοια προ του τέλους της. Δεν ξεχνούσε επίσης τη μελέτη διαφόρων βίων αγίων καθώς και ποικίλων προσευχών. Μάλιστα, είχε εξομολογηθεί κι ένιωθε έτοιμη για το «μεγάλο
ταξίδι».

Όσο ήταν στο νοσοκομείο, η μόνη αγωνία της ήταν αν θα μπορούσε να συμφιλιωθεί με μια οικογένεια, που από αρκετά χρόνια κρατούσε κακία απέναντι της. Όμως ο Θεός δεν της
στέρησε κι αυτό το θέλημα. Θυμάμαι, ήταν Κυριακή, και κατά τη διάρκεια του επισκεπτηρίου ήρθε η γυναίκα από την παραπάνω οικογένεια και συντετριμμένη από το σφάλμα της
έπεσε στην αγκαλιά της κλαίγοντας συνέχεια. Έπειτα από λίγο ήρθε και ο άνδρας της και συμφιλιώθηκε μαζί της. Εκείνη η μέρα ήταν σωστό πανηγύρι για τη μητέρα μου. Συνεχώς
δοξολογούσε και ευχαριστούσε τον Θεό για την εμφανή επίσκεψη του.

Τη δεύτερη φορά κάθισε άλλες 20 μέρες στο Α.Χ.Ε.Π.Α. Αυτές ήταν που διέλυσαν κάθε ελπίδα βελτιώσεως της υγείας της. Μετά τη φέραμε στο σπίτι μας, όπου έμεινε μέχρι το
τέλος της ζωής της.

Την Τρίτη 26 Οκτωβρίου, την ημέρα που γιόρταζε ο πατέρας μου, είχαμε χαρές. Βγήκαν τ' αποτελέσματα των εισαγωγικών εξετάσεων στις ανώτατες σχολές, και ο αδελφός μου
είχε περάσει όγδοος στο Πολυτεχνείο της Πάτρας! Θυμάμαι τότε, η μητέρα μου έδειχνε πολύ ευχαριστημένη. Μόλις το έμαθε, ευχαρίστησε θερμά τον Κύριο, μ' όση δύναμη της
απέμεινε, και είπε την εξής ευχή:
«Μακάρι ν' αξιώσει ο Θεός όλες τις μανούλες του κόσμου να γευθούν αυτή τη χαρά».

Αλλά το ευχάριστο παραμερίστηκε. Ο πόνος ήταν μεγαλύτερος. Η κατάστασίς της διαρκώς χειροτέρευε. Την επομένη πρότεινε από μόνη της να κοινωνήσει τα Άχραντα Μυστήρια.
Τότε, για πρώτη φορά άκουγα τις ευχές της Θείας Μεταλήψεως, που τις έλεγε απ' έξω η μητέρα μου. Κοινώνησε με πολλή χαρά το Σώμα και το Αίμα του Δεσπότου Χριστού μας
νιώθοντας βαθιά ότι κοινωνεί «εις εφόδιον ζωής αιωνίου».



Το Σάββατο 30 Οκτωβρίου, ο πατέρας μου και ο αδελφός μου έβγαλαν εισιτήριο για να πάνε στην Πάτρα για την τακτοποίηση του αδελφού μου στην καινούργια του κατοικία.
Αλλά κατά το απόγευμα η μητέρα μου τους παρακάλεσε ν' αναβάλουν το ταξίδι τους, γιατί δεν αισθανόταν καλά. Τους το είχε πει καθαρά:
«Θα πεθάνω απόψε! Γι΄ αυτό να τακτοποιήσουμε το σπίτι, να είναι έτοιμο για την κηδεία».

Η ίδια πρότεινε να στρώσουν τα χειμωνιάτικα στρωσίδια στα δωμάτια και μάλιστα είχε σηκωθεί και κατεύθυνε την τακτοποίηση τους. Μετά ο πατέρας μου πήγε να ειδοποιήσει
όλους τους συγγενείς, να έρθουν για να περάσουν μαζί της το τελευταίο της βράδυ στη γη. Έτσι στο δωμάτιο ήταν ο πατέρας μου, ο αδελφός μου, η μητέρα της, η αδελφή της,
η γιαγιά της, δύο θείες της και άλλες εξαδέλφες της, που είχε μαζί τους στενό σύνδεσμο.

Οι στιγμές που κυλούσαν ήταν συγκλονιστικές. Όλοι κλαίγαμε. Δεν μπορούσαμε να σηκώσουμε τον πόνο. Μόνον αυτή ήταν ατάραχη! Μάλιστα κάθε λίγο μας παρηγορούσε τον
καθένα ξεχωριστά. Κι ενώ περνούσε η ώρα, κάποια στιγμή μέσα σε μια εύθραυστη σιγή που επικρατούσε στο δωμάτιο, μας είπε:
«Για να μπορέσω να φύγω πιο γρήγορα και πιο εύκολα, να διαβάσουμε το Ψαλτήρι. (Συνήθιζε η ίδια να διαβάζει σ' όλους τους γνωστούς κεκοιμημένους το Ψαλτήρι)».

Άρχισα να το διαβάζω, εναλλάξ με τον αδελφό μου, ενώ αυτή είχε σηκωθεί και στεκόταν όρθια. Εμείς τη μαλώσαμε, αλλ' όμως ήταν ανένδοτη! Μας έλεγε ότι είναι αμαρτία να είναι
ξαπλωμένη και να διαβάζεται το Ψαλτήρι. Μάλιστα σε πολλούς ψαλμούς, που κι αυτή ήξερε, συμμετείχε μαζί μας, ενώ όλοι οι άλλοι έπιασαν από μία γωνία και περίμεναν την
εξέλιξη.

Το Ψαλτήρι το συνέχισαν οι θείες μου, οι οποίες και το τελείωσαν. Κατόπιν άρχισε να δίνει οδηγίες στη μητέρα της και στις εξαδέλφες της για την προετοιμασία της κηδείας. Στη
μητέρα της είπε να καθήσει στο σπίτι μας όσο μπορεί περισσότερο καιρό, για να μας περιποιείται.

Μετά κάλεσε τον πατέρα μου. Τον παρακάλεσε να παντρευτεί γρήγορα και να μην ακούει τον κόσμο. Του είπε χαρακτηριστικά:
«Είσαι νέος και τα παιδιά είναι αγόρια. Έχετε ανάγκη μιας γυναίκας. Με τα μαγειρεία και τα καθαριστήρια δεν τελειώνει η δουλειά. Γι' αυτό να παντρευτείς γρήγορα. Μην ακούς τον
κόσμο. Ας πουν ότι θέλουν. Εσύ να κοιτάξεις το συμφέρον σου».

Εκείνη τη στιγμή έβγαλε τη βέρα της, την έδωσε στον πατέρα μου και με φοβερή ψυχραιμία του είπε:
«Από μένα είσαι πλέον ελεύθερος ...»;

Αμέσως ο πατέρας μου έβαλε πάλι στο δάχτυλό της τη βέρα και προσπάθησε να την παρηγορήσει ότι τάχα δεν θα πεθάνει. Όμως αυτή ήταν ατάραχη και ήξερε το τι θα
επακολουθήσει. Μάλιστα μετά τον θάνατο της βρήκαμε τη βέρα κάτω από το προσκέφαλο της δεμένη σ' ένα μαντήλι.
Αφού τα τακτοποίησε λοιπόν όλα, ζήτησε απ' όλους συγχώρηση, στράφηκε στην εικόνα του Χριστού και είπε:
«Τώρα, Χριστέ μου, είμαι έτοιμη! Έλα, σε καλή ώρα».

Αμέσως μετά την έπιασε ένας βήχας και προθυμοποιήθηκε μια θεία μου να της φέρει νερό. Όμως η μητέρα μου τη σταμάτησε λέγοντας:
«Δεν χρειάζεται! Αυτό δεν είναι βήχας. Είναι ρόγχος. Σε λίγο φεύγω».

Τότε ο πατέρας μου της έπιασε το κεφάλι για να μη δυσκολεύεται, και μετά από 5-6 βαθειές ανάσες, ξεψύχησε στα χέρια του!

Έτσι όπως αθόρυβα έζησε τα 41 της χρόνια, έτσι αθόρυβα έφυγε για τον ουρανό. Έφυγε γι' Αυτόν που πόθησε περισσότερο από κάθε τι εδώ στη γη».


Η φιλάνθρωπη Δέσποινα, Ετήσια Έκδοσις της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους
Κύριε,Θεέ μου,Νύμφιε της ψυχής μου, λυτρωτή μου.
Μνήσθητί μου εν τη βασιλεία σου

«Χαίροις μετά Θεόν ή Θεός, τα δευτερεία της Τριάδος ή έχουσα»

ἳνα ὦσιν ἓν, καθώς ἡμεῖς

Θεέ μου σ'αγαπώ
Άβαταρ μέλους
Dimitris39
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 5841
Εγγραφή: Κυρ Ιούλ 05, 2009 5:46 pm

Re: Χριστιανικές Ιστορίες

Δημοσίευση από Dimitris39 »

Ο γιατρός, η κηδεία και η εγχείρηση



Δεν πρέπει να βγάζουμε βιαστικά συμπεράσματα

Ένας γιατρός μπαίνει βιαστικός στο νοσοκομείο, αφού τον κάλεσαν για μια επείγουσα χειρουργική επέμβαση.

Απάντησε το συντομότερο δυνατό, άλλαξε ρούχα και πήγε κατευθείαν στην αίθουσα του χειρουργείου.

Πηγαίνοντας προς το χειρουργείο βρήκε τον πατέρα του παιδιού που θα χειρουργούσε στην αίθουσα αναμονής.

Μόλις είδε το γιατρό του φώναξε:
-«Γιατί έκανες τόση ώρα να έρθεις; Δεν ξέρεις, ότι η ζωή του γιου μου είναι σε κίνδυνο; Δεν έχεις καμιά αίσθηση ευθύνης;»

Ο γιατρός χαμογέλασε και είπε:
-«Συγνώμη, που δεν ήμουν στο νοσοκομείο, αλλά ήρθα όσο μπορούσα πιο γρήγορα αμέσως, όταν με κάλεσαν. Και τώρα ηρεμήστε για να κάνω και εγώ τη δουλειά μου».
- «Να ηρεμήσω; Αν ήταν ο γιος σας τώρα σ' εκείνο το δωμάτιο, θα ηρεμούσατε; Αν ο γιος σας πέθαινε τώρα, τι θα κάνατε;;», είπε ο πατέρας οργισμένος.

Ο γιατρός χαμογέλασε πάλι και είπε:
- «Θα σας έλεγα, ότι από τη σκόνη ερχόμαστε και στη σκόνη καταλήγουμε, ευλογημένο να είναι το όνομα του Κυρίου, προσευχηθείτε και θα κάνουμε το καλύτερο με τη
βοήθεια του Θεού».
- «Να δίνουμε συμβουλές, όταν δεν μας αφορά κάτι, είναι εύκολο...», μουρμούρισε ο πατέρας.

Το χειρουργείο πήρε κάποιες ώρες. Μετά από αυτό, ο γιατρός βγήκε χαρούμενος.
- «Δόξα τω Θεώ, ο γιος σας σώθηκε», και χωρίς να περιμένει απάντηση από τον πατέρα, συνέχισε να περπατάει στο διάδρομο.
- «Αν έχετε κάποια ερώτηση, ρωτήστε τη νοσοκόμα».
- «Γιατί είναι τόσο αλαζόνας; Δεν μπορούσε να περιμένει λίγα λεπτά για να τον ρωτήσω για την κατάσταση του γιου μου;», ρώτησε τη νοσοκόμα λίγα λεπτά αφού έφυγε ο γιατρός.

Η νοσοκόμα απάντησε με δάκρυα στα μάτια:
- «Ο γιος του πέθανε χτες σε αυτοκινητιστικό ατύχημα. Όταν τον καλέσαμε για το γιο σας, ήταν στην κηδεία και τώρα που σώθηκε ο γιος σας έφυγε τρέχοντας για να ολοκληρωθεί
η κηδεία»!!
Κύριε,Θεέ μου,Νύμφιε της ψυχής μου, λυτρωτή μου.
Μνήσθητί μου εν τη βασιλεία σου

«Χαίροις μετά Θεόν ή Θεός, τα δευτερεία της Τριάδος ή έχουσα»

ἳνα ὦσιν ἓν, καθώς ἡμεῖς

Θεέ μου σ'αγαπώ
Άβαταρ μέλους
ΜΙΧΣ
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 5035
Εγγραφή: Πέμ Φεβ 23, 2012 9:24 am

Re: Χριστιανικές Ιστορίες

Δημοσίευση από ΜΙΧΣ »

Στη "θέα" τέτοιων ανθρώπων, δεν μπορώ παρά να σκύψω το κεφάλι να γονατίσω και πάλι να κοιτάξω ψηλά και να πω... Δόξα τω Θεώ!
+Η ελπίς μου ο Πατήρ, καταφυγή μου ο Υιός, σκέπη μου το Πνεύμα το Άγιον, Τριάς Αγία, δόξα σοι.
Άβαταρ μέλους
Dimitris39
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 5841
Εγγραφή: Κυρ Ιούλ 05, 2009 5:46 pm

Re: Χριστιανικές Ιστορίες

Δημοσίευση από Dimitris39 »

Ο άθεος που πίστεψε
Εικόνα
«Η παρακάτω ιστορία συνέβη εδώ και αρκετά χρόνια.
Την ιστορία αυτή τη διηγήθηκε ο πατήρ Δημήτριος εφημέριος του ναού του Αγίου Βασιλείου στο Πειραιά στην οδό Σαχτούρη. Παραθέτω την ιστορία αυτή όπως μου τη διηγήθηκε όπως την έζησε ο ίδιος:

Ένα πρωί μετά τη θεία Λειτουργία πήγα στο Γραφείο του Ναού. Εκεί ήρθε να με δει ένας κύριος περίπου 50 ετών. Δεν τον ήξερα. Ούτε και τον είχα ξαναδεί στην εκκλησία. Μού μίλησε για ένα άνθρωπο 42 ετών που νοσηλευόταν σε Πειραϊκό Νοσοκομείο. Είχε τη παλιo αρρώστια!

Ο καρκίνος είχε κάνει μετάσταση και έφθασε ως τον εγκέφαλο του. Οι γιατροί τον είχαν ξεγράψει.

Τα φάρμακα τα έπαιρνε με τη «χούφτα» μα δεν του έδιναν την υγεία.

Ο άνθρωπος αυτός ήταν στενός συγγενής του αρρώστου. Μου ζήτησε να πάω να κοινωνήσω τον άρρωστο.

Πράγματι! Πήγα στο Νοσοκομείο κρατώντας ευλαβικά την Άγια Κοινωνία.

Όταν πήγα στο θάλαμο που νοσηλευόταν ο ασθενής πράγματι βρισκόταν σε πολύ άσχημη κατάσταση. Όπως με ενημέρωσε άλλο στενό συγγενικό του πρόσωπο ο καρκίνος με ραγδαίες μεταστάσεις είχε προσβάλει κα τον εγκέφαλο. Δεν είχε πια ζωή. Οι μέρες του ήταν μετρημένες.

Ήταν μόνος στο θάλαμο. Το διπλανό κρεβάτι ήταν άδειο. Σε μια στιγμή συνήλθε από το κώμα. Άνοιξε τα μάτια του.

Με είδε και άρχισε να μου μιλάει με κάποια δυσκολία. Μου είπε λοιπόν τα ακόλουθα: Οι δικοί μου με έφεραν εδώ στο θεραπευτήριο πριν από 35 μέρες. Δίπλα μου νοσηλευόταν ένας άλλος ασθενής που ήταν περίπου 80 ετών. Αυτός ο άρρωστος είχε προσβληθεί από καρκίνο των οστών. Ο καημένος είχε και αυτός φοβερούς πόνους. Παρά τους πόνους του αναφωνούσε συνεχώς: «Δόξα σοι ο Θεός! Δόξα σοι ο Θεός!». Κατόπιν έλεγε διάφορες προσευχές. Εγώ ήμουν άθεος.

Πρώτη μου φορά τις άκουγα. Εγώ ποτέ μου δεν είχα πατήσει το πόδι μου στην εκκλησία. Έβλεπα με έκπληξη ότι ο διπλανός μου άρρωστος μετά τις προσευχές του ηρεμούσε... Τον έπιανε για δύο-τρείς ώρες ένας γλυκός ύπνος. Μα πάλι ξυπνούσε και μούγκριζε από τους αφόρητους πόνους. Τότε ξανάρχιζε πάλι να προσεύχεται: Δόξα σοι ο Θεός!!!... Εγώ που υπέφερα φρικτά από τους πόνους μούγκριζα ενώ αυτός ο γέρος παρά τους πόνους του δοξολογούσε το Θεό. Εγώ από τα νεύρα μου και τους πόνους μου βλασφημούσα το Χριστό και τη Παναγία. Αντίθετα ο γέρος παρά τους πόνους του ευχαριστούσε το Θεό για το καρκίνο που του έδωσε. Τον άκουγα μέσα στους πόνους μου και αγανακτούσα. Αυτός ο γέρος σχεδόν κάθε μέρα ζητούσε να κοινωνήσει. Εγώ ο άθλιος τον έβριζα. Σκάσε του έλεγα. Σκάσε επιτέλους! Δεν βλέπεις πως Αυτός ο Θεός που εσύ τον δοξολογείς μας βασανίζει τόσο σκληρά με την επάρατη αυτή αρρώστια; Ποιος Θεός; Δεν υπάρχει Θεός! Ο γέρος με άκουγε και ήρεμα μου απαντούσε: Υπάρχει παιδί μου. Υπάρχει Θεός και είναι στοργικός πατέρας. Με τους πόνους της αρρώστιας που μας έδωσε μας καθαρίζει από τις πολλές αμαρτίες...

Όμως οι απαντήσεις του γέρου με εκνεύριζαν ακόμα περισσότερο. Άρχιζα και πάλι και βλασφημούσα Θεούς και δαίμονες. Άρχιζα τις φωνές και έλεγα: Δεν υπάρχει Θεός. Δεν πιστεύω σε τίποτα. Ούτε στο Θεό, ούτε στη Βασιλεία του Θεού στον άλλο κόσμο! Τότε ο γέρος με ήρεμο τρόπο μου απάντησε:

Περίμενε και θα δεις με τα μάτια σου πώς χωρίζεται η ψυχή από το σώμα του χριστιανού που πιστεύει. Είμαι αμαρτωλός. Αλλά το έλεος Του θα με σώσει. Περίμενε να δεις και θα πιστέψεις!

Τον έβλεπα συνεχώς να δοξολογεί το Θεό και τη Παναγία. Έλεγε μια προσευχή που επαναλάμβανε το Χαίρε για τη Παναγία. (Χαιρετισμοί). Έψελνε «Θεοτόκε Παρθένε»... και «Άξιον Εστίν ως αληθώς». Σε μια στιγμή σταμάτησε Τον άκουσα να λέει: Καλώς τον Άγγελο μου Σε ευχαριστώ που ήρθες με τόση λαμπρά συνοδεία να παραλάβεις τη ψυχή μου! Εγώ έκπληκτος άνοιξα τα μάτια μου να δω τους επισκέπτες του γέρου. Ο γέρος έκαμε το σταυρό του. Σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος του και άφησε τη τελευταία του πνοή!

Ξαφνικά ο θάλαμος του νοσοκομείου πλημμύρισε από ένα δυνατό φως! Σα να μπήκαν μέσα δέκα ήλιοι! Εγώ ο άπιστος. Ο Άθεος. Ο Υλιστής είδα με τα μάτια του αυτό το θαύμα. Μια ωραιότατη μυρουδιά απλώθηκε!

Έμεινα «κόκκαλο». Ο γέρος είχε δίκιο. Κάλεσα τους γονείς μου και τους είπα όλα όσα είδα και έζησα! Τους μάλωσα που ποτέ τους δεν μου μίλησαν για την ύπαρξη του Θεού. Κάλεσα τους φίλους και συγγενείς δίπλα μου. Παρακάλεσα να μου μιλήσουν για τα θέματα αυτά που ως τότε δεν είχα διδαχθεί από κανένα.

Πάτερ μου πίστεψα ότι πράγματι υπάρχει Θεός. Γι΄ αυτό θέλω να με εξομολογήσεις και να με κοινωνήσεις!


Αγνωστος

Ἡ ἐλπίς μου ὁ Πατήρ, καταφυγή μου ὁ Υἱός,
σκέπη μου τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, Τριὰς ἁγία, δόξα σοι.
Κύριε,Θεέ μου,Νύμφιε της ψυχής μου, λυτρωτή μου.
Μνήσθητί μου εν τη βασιλεία σου

«Χαίροις μετά Θεόν ή Θεός, τα δευτερεία της Τριάδος ή έχουσα»

ἳνα ὦσιν ἓν, καθώς ἡμεῖς

Θεέ μου σ'αγαπώ
Άβαταρ μέλους
Dimitris39
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 5841
Εγγραφή: Κυρ Ιούλ 05, 2009 5:46 pm

Re: Χριστιανικές Ιστορίες

Δημοσίευση από Dimitris39 »

Η συγχώρεση - Αληθινή Ιστορία

Εικόνα
Πριν πολλά χρόνια και μετά την λήξη του εμφυλίου σπαραγμού και του αδελφοκτόνου πολέμου, σε κάποιο χωριό, έγινε ένας φόνος, για πολιτικούς μάλλον λόγους και εξαιτίας του μεγάλου φανατισμού, που
επικρατούσε εκείνη την εποχή.

Κατηγορήθηκε, λοιπόν, κάποιος χωριανός, ο Πέτρος Γ. και με τις μαρτυρίες πέντε συγχωριανών του δικάστηκε και καταδικάστηκε σε 30 χρόνια φυλάκιση.

Ο κατηγορούμενος όμως ισχυριζόταν συνεχώς ότι ήτο αθώος. Κλείσθηκε σε αγροτικές φυλακές, αλλά μέρα-νύχτα διαλαλούσε και μονολογούσε ότι ήταν αθώος. Σ' αυτές τις φυλακές πήγαινε μια φορά τον
μήνα ένας ευλαβέστατος ιερεύς και λειτουργούσε στο εκκλησάκι που υπήρχε και κατόπιν δεχότανε για εξομολόγηση όσους εκ των φυλακισμένων το επιθυμούσαν. Ύστερα από 5-6 μήνες, πήγε και ο εν
λόγω χωριανός στον ευλαβή εκείνον ιερέα και εξομολόγο, και ενώπιον του Αγίου Θεού και μπροστά στο πετραχήλι του Πνευματικού, βεβαίωνε με όρκους ότι ήταν αθώος.

Από τότε που εξομολογήθηκε μέσα στις φυλακές ο Πέτρος Γ. άλλαξε τελείως διαγωγή και έγινε ο άνθρωπος της προσευχής και της μελέτης του Ευαγγελίου, που του δώρισε εκείνος ο καλός ιερεύς.
Μέσα σ' έναν χρόνο αλλοιώθηκε τόσο πολύ, που όλοι οι συγκρατούμενοί του και βαρυποινίτες άρχισαν να τον σέβονται και να του φέρονται φιλικά. Και με την Χάρι και τον φωτισμό του Θεού γρήγορα
πείσθηκε ο ευλαβής ιερεύς για την αθωότητα του, ώστε του επέτρεπε να κοινωνεί κάθε φορά που λειτουργούσε στις φυλακές.

Ο ιερεύς προσπάθησε κάτι να κάμει μέσω κάποιων δικηγόρων, αλλά οι μάρτυρες ήσαν απολύτως κατηγορηματικοί, γιατί ήσαν δήθεν παρόντες στον φόνο. Παρά ταύτα ο Εξομολόγος πίστευε ότι όντως ήτο
αθώος και θύμα σκευωρίας. Ο Πέτρος Γ. όχι μόνο προσευχόταν με το Όνομα του Ιησού Χριστού, που το έμαθε από το βιβλίο «Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού», αλλά μελετούσε το Ευαγγέλιο και
κοινωνούσε των αχράντων Μυστηρίων, σκορπώντας σε όλους τους συγκρατουμένους του πολλή καλοσύνη. Συγχωρούσε δε με όλη του την καρδιά και τους κατηγόρους του και αυτόν ακόμα τον άγνωστο
φονιά. Δεν φταίνε, οι καημένοι, έλεγε. Φταίει το πολιτικό και ιδεολογικό πάθος, φταίει και ο διάβολος που τους σκοτείνιασε το μυαλό κι έτσι κρύψανε την αλήθεια. Θεέ μου, συγχώρεσε τους. και από μένα
να 'ναι συγχωρεμένοι. και χάρισέ τους πλούτη και αγαθά πολλά, αλλά χάρισέ τους προπαντός και ιδιαιτέρως φωτισμό και υγεία.

Έτσι πέρασαν 19 χρόνια. Κατόπιν, λόγω της καλής και αρίστης διαγωγής και επειδή έκανε και στις τότε αγροτικές φυλακές, όπου μειωνόταν η ποινή, αποφυλακίσθηκε. Ήτο πλέον 50 ετών. Στο χωριό όμως
δεν έγινε δεκτός, επειδή τον πίστευαν όλοι για φονιά και κυρίως οι συγγενείς του φονευμένου. Έτσι, μετακόμισε σε μια γειτονική πόλη και έκαμε τον εργάτη, τον οικοδόμο και κυρίως τον μαραγκό, δουλειά
που την έμαθε στην φυλακή. Η ζωή του όμως εξακολουθούσε να είναι ζωή ενός αληθινού Χριστιανού, με την ακριβή συμμετοχή στα Μυστήρια, με την σωστή τήρηση των ευαγγελικών εντολών και ιδιαιτέρως
με την προσευχή. Η προσευχή ήταν το οξυγόνο της ζωής του. Η Ευχή και το Ευαγγέλιο ήσαν γι' αυτόν «άρτος ζωής» και «ύδωρ ζων». Μία κοπέλα 42 ετών, θεολόγος σε κάποιο Γυμνάσιο της περιοχής,
πληροφορήθηκε από τον Πνευματικό των φυλακών, που ήτο και δικός της Πνευματικός, τα πάντα για τον Πέτρο Γ. και ιδιαιτέρως για το πόσο ήτο αφοσιωμένος στον Χριστό και στην Εκκλησία Του. Πήγε, τον
βρήκε και κατόπιν τον ζήτησε η ίδια σε γάμο! Από τον ευλογημένο αυτό γάμο προήλθαν δύο παιδιά, υγιέστατα.

Ύστερα από μερικά χρόνια, στο χωριό που έγινε ο φόνος, κάποιος αρρώστησε βαριά με ανεξήγητους φοβερούς πόνους σε όλο του το σώμα. Η επιστήμη με τους γιατρούς και τις κλινικές εξετάσεις, που
ήσαν προηγμένες, στάθηκαν αδύνατον να τον βοηθήσουν!!! Ούτε καν την αιτία δεν μπόρεσαν να εντοπίσουν!

Έτσι, μια βραδιά στο σπίτι του, αφού επέστρεψε από το νοσοκομείο, σ' αυτήν την φοβερή κατάσταση, άρχισε να κραυγάζει μέσα στους φοβερούς του πόνους ότι αυτός ήτο ο φονιάς και με τους 4
ψευδομάρτυρες, τους οποίους εξαγόρασε με μεγάλα χρηματικά ποσά, κατηγόρησαν τον Πέτρο Γ. που συμπτωματικά περνούσε από εκείνο το σταυροδρόμι, την ώρα που έγινε ο φόνος.

Φώναξαν τον αστυνόμο του τμήματος του χωριού, υπέγραψε την ομολογία του κατονομάζοντας και τους 4 ψευδομάρτυρες και συνεργούς του. Ποια νομική διαδικασία ακολουθήθηκε μετά, δεν γνωρίζω.
Η ομολογία του όμως έκανε κρότο στο χωριό, προκαλώντας σύγχυση, ταραχές και πολλές κατάρες, οι οποίες βάραιναν τον φονιά. Παρά ταύτα, η ψυχή του φονιά δεν έφευγε. Κι αυτός εξακολουθούσε να
τσιρίζει και να κραυγάζει.

Ο Πέτρος Γ. όπως ήτο επόμενων, το έμαθε. Δεν κίνησε όμως καμιά διαδικασία για την αποκατάσταση της τιμής του με αναθεώρηση της δίκης, με μηνύσεις κατά των ενόχων και άλλων ενδίκων νομίμων
μέσων. Αλλά τι έκανε; Πήγε στο σπίτι του φονιά! Οι πάντες πάγωσαν. Οι περισσότεροι χωρικοί, όταν τον είδαν να περνά μέσα από το χωριό, από την ντροπή τους κρύφθηκαν. Πάγωσε και ο φονιάς όταν τον
αντίκρισε, και με γουρλωμένα τα μάτια από την έκπληξη και την φρίκη, τον άκουσε να του λέει: Γιώργο, σε συγχωρώ με όλη μου την καρδιά. Και σ' ευχαριστώ, γιατί ήσουν η αιτία να γνωρίσω τον Χριστό με
την Εκκλησία Του και τα άγια Μυστήριά της. Εύχομαι να Τον γνωρίσεις κι εσύ, με μετάνοια και προσευχή!

Τον αγκάλιασε, τον φίλησε και έφυγε, ενώ κάποια δάκρυα κρυφά έτρεχαν από τα μάτια του.

Ο θρίαμβος της δικαιοσύνης του Θεού ήλθε, ύστερα από 35 χρόνια! Αλλά υπήρξε και θρίαμβος της εμπιστοσύνης, της πίστεως και της αδιαλείπτου προσευχής του αδικημένου Πέτρου Γ. στην Πρόνοια του
Θεού. Και ταυτόχρονα στέφανος δόξης στην υπομονή και μακροθυμία, που έδειξε τόσα χρόνια. Ευλογήθηκε η μετέπειτα ζωή του, όπως προείπαμε, μ' έναν χριστιανικό γάμο και με οικογένεια που ήτο
«κατ' οίκον εκκλησία» και με δύο τρισευλογημένα παιδιά. Και μάλιστα, μετά την ολοκάρδια συγχώρηση που έδωσε και την αγάπη που έδειξε προς όλους, πολλαπλασιάσθηκε η ευλογία του Θεού στο σπιτικό
του. Είχε την Χάρι του Θεού πάνω του, την ευλογία της Παναγίας, την προστασία των Αγίων και την συμπαράσταση των Αγγέλων.

Εκοιμήθη οσιακώς σε ηλικία 80 ετών, το 1999. Παρών στην κοίμηση του ήτο και ο ενενηντάχρονος ιερεύς των φυλακών, που μού διηγήθηκε αυτό το γεγονός, για να με διαβεβαίωση ότι λίγο πριν το τέλος του
Πέτρου Γ. Άγγελοι και Αρχάγγελοι πλημμύρισαν το δωμάτιο του, τους οποίους έβλεπε όχι μόνο ο ψυχορραγών με τα μάτια του, αλλά και ο εν λόγω ιερεύς. Αυτοί και παρέλαβαν την ψυχή του, μετά το τελευταίο
σημείο του σταυρού που έκανε ο Πέτρος Γ. λέγοντας:

- Άγγελέ μου! Άγγελέ μου, δεν την αξίζω αυτή την τιμή. Και τούτο ειπών, εκοιμήθη!

Ο άνθρωπος αυτός, παρ' όλο που ήταν έγγαμος και ζούσε μέσα στον σημερινό κόσμο, μετά από την τεράστια και άδικη δοκιμασία και ταλαιπωρία του στην φυλακή, μαζί με βαρυποινίτες, είχε καρπούς της
Ευχής, της θείας Κοινωνίας και της ευαγγελικής ζωής. Η έγγαμη ζωή του δεν τον εμπόδισε να λέγει μέρα-νύχτα την Ευχή, όπως την έμαθε από το βιβλίο «Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού».


Πηγή: Από το βιβλίο «Η Ευχή Μέσα στον Κόσμο»
Κύριε,Θεέ μου,Νύμφιε της ψυχής μου, λυτρωτή μου.
Μνήσθητί μου εν τη βασιλεία σου

«Χαίροις μετά Θεόν ή Θεός, τα δευτερεία της Τριάδος ή έχουσα»

ἳνα ὦσιν ἓν, καθώς ἡμεῖς

Θεέ μου σ'αγαπώ
Άβαταρ μέλους
Dimitris39
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 5841
Εγγραφή: Κυρ Ιούλ 05, 2009 5:46 pm

Re: Χριστιανικές Ιστορίες

Δημοσίευση από Dimitris39 »

Θεολόγος στην θεωρία και την πράξη
Εικόνα
Η Ιωσηφίνα γεννήθηκε στις 2 Μαρτίου 1980, ημέρα που η Εκκλησία μας γιορτάζει την μνήμη του οσίου Νικολάου Πλανά, του οποίου πολύ αγαπούσε να διαβάζει τον βίο. Κατά την βάπτισή της πήρε το όνομα του μνήστορος Ιωσήφ.
Από την ηλικία των 3 1/2 ετών άρχισαν να εκδηλώνονται τα συμπτώματα της ασθενείας «Μυοδυστροφία»: έπεφτε πολύ εύκολα κάτω, δεν μπορούσε να ανέβει σκάλες, ένα πετραδάκι που βρίσκονταν κάτω από τα πόδια της ήταν ικανό να την ρίξει κάτω.
Κι όμως, ποτέ δεν έκλαιγε όταν έπεφτε, παρόλο που κάθε φορά σχεδόν που έπεφτε χτυπούσε πρώτα τα γόνατα κι αμέσως μετά το κεφάλι της, γιατί ήταν βαρύ και δεν μπορούσε να το συγκρατήσει.
Από την ηλικία των 5 1/2 ετών σταμάτησε και να περπατάει.
Έτσι σαν παιδί, δεν έτρεξε, δεν έπαιξε μ’ άλλα παιδιά, κι όμως από μικρή είχε μια πηγαία καλοσύνη κι ένα αυθόρμητο, χαμόγελο.
Στο Δημοτικό σχολείο, την πήγαινε η μητέρα της σχεδόν αγκαλιά στις πρώτες τάξεις. Μετά συνέχισε Γυμνάσιο στο ΕΛΕΠΑΑΠ (Ελληνική Εταιρεία Προστασίας και Αποκαταστάσεως Αναπήρων Παίδων) και συνέχισε σε Νυκτερινό Λύκειο. Αναπηρικό καρότσι χρησιμοποιούσε από την ηλικία των 12 ετών. Όταν διάβαζε, γυρνούσε τις σελίδες των βιβλίων μ’ ένα μολύβι. Όταν καθόταν στο καρότσι ακουμπούσε το κεφάλι της σε μια προέκταση που υπήρχε πίσω από την πλάτη της, επειδή το κεφάλι της ήταν βαρύ και επειδή είχε μία κλίση προς τα πίσω. Όταν της έφερναν το σώμα της μπροστά για να ξεκουράζεται, αυτό στηριζόταν σε μια ζώνη.
Να πώς την θυμάται μία καθηγήτρια από το Λύκειο: «Συνάντησα την Ιωσηφίνα στην Α’ Λυκείου το 1994. Πάντα ήταν με ένα καλό λόγο για όλους, με απέραντη καλοσύνη και ένα γλυκό χαμόγελο.
Μπορούσε να γράφει μόλις μετά βίας σέρνοντας το χεράκι της. Ποτέ όμως δεν επικαλέστηκε την φυσική της αδυναμία για να αποφύγει τις σχολικές της υποχρεώσεις. Πάντα διαβασμένη, πρώτη μαθήτρια, χωρίς να της χαρίζεται τίποτα. Οι συμμαθητές της την λάτρευαν, το ίδιο και οι καθηγητές της. Όταν την ρωτούσες, τι κάνεις; η απάντηση ήταν, Δόξα τω Θεώ, πολύ καλά! Την ίδια απάντηση μου έδωσε και μια μέρα πριν από το τέλος, στο Νοσοκομείο».
Μετά συνέχισε στην Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. από όπου πήρε πτυχίο με άριστα και λόγω μεγαλυτέρου βαθμού είπε αυτή τον όρκο στις 12.12. 2003. Το περιοδικό ΛΥΔΙΑ (Ιανουάριος 2004) έγραψε:
«Της Ιωσηφίνας το αναπηρικό καρότσι είναι άμβωνας που μας λέει πως η ζωή με τον Θεό δεν μπορεί να είναι μεμψίμοιρη. Η ζωή με τον Θεό γίνεται δημιουργική, δυναμική, έχει στόχους, γίνεται στίβος αρετών. Με τον Θεό δεν μπορεί η γκρίνια, το παράπονο, η μιζέρια να γίνει τρόπος ζωής.
Συγκινήθηκα όταν έσφιξα το χέρι της για να την συγχαρώ για το άριστα… μα και ντράπηκα. Γιατί εγώ κλαίω σε ασήμαντα εμπόδια, κατσουφιάζω, όταν για λίγες μέρες μένω ακίνητη στο κρεβάτι, χάνω τον έλεγχό μου όταν δεν γίνεται όπως το προγραμματίζω».
Πώς έβλεπε η ίδια την ασθένεια της
Έγραφε σ’ ένα γράμμα στον πατέρα Αυγουστίνο Καντιώτη (το 2002): «Ο Θεός επέτρεψε εδώ και μερικά χρόνια, 10 και πλέον, να είμαι ακινητοποιημένη σε καρότσι. Το πρόβλημα εξελίσσεται συνεχώς. Ανθρωπίνως δεν θεραπεύεται. Με την βοήθεια του Θεού δεν θλίβομαι προς το παρόν για την κατάστασή μου, αφού ούτε και προσεύχομαι για να γίνω καλά. Αυτό που με φοβίζει είναι η έλλειψη υπομονής σε πιο δυσμενείς συνθήκες, όπως η υγεία της μητέρας μου, η επιδείνωση της ασθένειας μου. Γι’ αυτό εύχεσθε να μας επισκιάζει η χάρις του Θεού, ώστε να υπομείνουμε εις τέλος…».
Σ’ ένα άλλο γράμμα της σε ένα γέροντα γράφει:
«Κατάλαβα με τη χάρι του Θεού και την βοήθεια ενός βιβλίου ότι όλοι έχουμε μέσα μας ένα οχυρό που λέγεται εγωισμός και όταν επιτίθεται σ’ αυτό ο πόνος, όσο αρνείται να παραδοθεί, τόσο μεγαλύτερη είναι η πίεση που δέχεται. Πόσο μάλλον σε μένα που έχω το οχυρό Ρούπελ!…
Ευχηθείτε, γέροντα, να προσθέτει ο Θεός πίστη και χάρη για να υπομείνουμε εις τέλος…».
Από απάντηση που της έστειλε ο Γέροντας Εφραίμ από πολύ μακριά, 2 μέρες αμέσως μετά από το φαξ που του είχε στείλει: «παιδί μου Ιωσηφίνα… Αγωνίζου πολύ στην προσευχή. Μίλα με τον Θεό συνεχώς και θα νοιώσεις όμορφα και δυναμικά. Χωρίς προσευχή παραλύει ο άνθρωπος και παθαίνει ψυχική αναιμία και τότε τον σφίγγουν τα ψυχικά άσχημα αισθήματα. Την ευχή του Ιησού να μην την σταματάς καθόλου και θα έχεις την καλύτερη και άγια συντροφιά. Την μελέτη του Ευαγγελίου και άλλων πνευματικών βιβλίων να την έχεις κάθε μέρα· έστω και λίγη, αρκεί να παίρνεις κάτι μέσα σου αγιογραφικό.
Εύχομαι να σου δίνει συνέχεια ο Κύριος υπομονή και προσευχή για να τα βγάλεις πέρα. Να έχεις τις ελπίδες στην Παναγία μας. Γονάτιζε και προσεύχου παιδί μου. Η προσευχή κάνει θαύματα. Στηρίξου στον Χριστό μας με πίστη…».
Η ίδια της, θέλοντας να παρηγορήσει μια μητέρα που έχασε το παιδί της μεταξύ άλλων έγραφε:
«Ο γιος σας φέρει το στεφάνι της νίκης και του μαρτυρίου, όπως τόσα εκατομμύρια αγίων… Ο θάνατός του εκφράζεται ως αγάπη του Θεού προς εσάς, διότι έτσι εργάζεται την σωτηρία της ψυχής σας. Πιστεύω ότι και η δική μου αναπηρία όσο κι αν φαίνεται στα μάτια των ανθρώπων αδικία ή καταδίκη είναι το αποκορύφωμα της αγάπης Του, διότι έτσι μ’ έχει ασφαλίσει κατά ένα τρόπο. Κι εσείς μόνο με τα μάτια του Θεού κι όχι των ανθρώπων, αν δείτε την απουσία του παιδιού σας, θα νικήσετε τον πόνο σας και θα ειρηνεύσει η καρδιά σας. Μην επιτρέψετε στην ψυχή σας να εναντιωθεί στον Θεό, αλλά εκμεταλλευτείτε την ευκαιρία να τον προσεγγίσετε περισσότερο και σίγουρα θα αναπαυθείτε».
Αυτά τα έγραψε περίπου 3 μήνες πριν πεθάνει.
Η Ιωσηφίνα συνδύαζε στην ζωή της την βίωση του Ευαγγελίου του Χριστού με την μετάδοση της αγάπης προς τους άλλους μέσω της προσευχής της. Τής έλεγαν: κάνε προσευχή κι εκείνη έγραφε ονόματα… πολλλά ονόματα….
Μόνο αυτή γνωρίζει τι προσευχές έκανε, γιατί δεν έλεγε τίποτα γι’ αυτό το έργο της.
Όμως τα αποτελέσματα φαίνονταν από τον τρόπο που ακτινοβολούσε τη Χάρι του Θεού στους άλλους και από την παρηγοριά και ανακούφιση που ένοιωθε οποίος είχε συνάντηση μαζί της.
Μοναχοί, κληρικοί και λαϊκοί ζητούσαν την προσευχή της. Ένας γέροντας της είχε πει:
-Ένα κόμπο από το κομποσχοίνι σου και για μένα….
Και εκείνη χωρίς να έχει καμιά ιδέα μεγάλη για τον εαυτό της, από υπακοή, και την λίγη κίνηση που είχε στα χέρια της την αξιοποιούσε, και όταν άκουγε ότι κάποιος έχει ανάγκη, έκανε την ευχούλα έστω αργά – αργά.
Κήρυττε τον Χριστό με την χάρη που εξέπεμπε το πρόσωπο της, τα διακριτικά της λόγια. Το χαμόγελο, που δεν έλειπε από το πρόσωπό της που έλαμπε, δεν ανταποκρίνονταν στην φυσική της κατάσταση. Γιατί τις πιο πολλές μέρες και πονούσε και είχε δυσκολίες πολλές.
Τι αναφέρουν όσοι την γνώρισαν
Μία εθελόντρια: «Στην αρχή είχα την ψευδαίσθηση, ότι την βοηθούσε η συντροφιά μου όταν την επισκεπτόμουν. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι εκείνη με βοηθούσε. Βρισκόμασταν κάθε εβδομάδα. Την αγαπούσα πολύ γιατί σου μετέδιδε χαρά. Ήταν πανέξυπνη και δεν σ’ άφηνε να την λυπηθείς. Μπροστά της ένοιωθες εσύ σαν άτομο με ειδικές ανάγκες. Ήταν δυναμική, με χιούμορ. Εγώ είχα απορίες διαβάζοντας διάφορα βιβλία κι εκείνη μου τις έλυνε.
Το τελευταίο διάστημα της ζωής της ήταν δύσκολα, υπήρξαν στιγμές που σαν άνθρωπος λύγισε, όμως και στο νοσοκομείο έδειχνε καρτερία. Όταν πήγα μου είπε να της πιέσω λίγο την κοιλιακή χώρα για να μπορεί να αναπνέει. Έχει χαραχτεί στη μνήμη μου αυτή η στιγμή. Το ένοιωσα σαν ευλογία. Φεύγοντας με αποχαιρέτησε μ’ ένα χαμόγελο που γλύκανε ιδιαίτερα την ψυχή μου. Ήταν διαφορετικό από τα άλλα. Ήταν το τελευταίο! Εγώ την αισθάνομαι δίπλα μου. Ελπίζω να με θυμάται και εκείνη εκεί που βρίσκεται».
Μια άλλη φίλη που της συμπαραστάθηκε στα κινητικά προβλήματα, αλλά δέχτηκε την συμπαράσταση της Ιωσηφίνας στα πνευματικά μας αναφέρει:
«Δεν είχε τίποτα κατά κόσμον κι όμως είχε τα πάντα. Είχε ακέραιο πνεύμα. Μετέδιδε Χριστό σε όσους την συναντούσαν, ήταν σαν πνευματικός καθοδηγητής. Μου έδιδε και δεν έπαιρνε τίποτα. Ώρες ολόκληρες κουβεντιάζοντας μαζί της, δεν βαριόσουν. Δεν φοβόταν τον θάνατο, ήθελε να αντέχει. Δεν έβγαζε αρνητική διάθεση σε άλλους. Ζούσε για την αγάπη. Μερικοί όταν την έβλεπαν στο δρόμο, έκαναν τον σταυρό τους, για να ξορκίσουν (;) δήθεν το «κακό» (;) ή για ό,τι άλλο, κι όμως αυτή σημασία δεν έδινε, γελούσε. Σε καθοδηγούσε και με την σιωπή της. Ένιωθες αν και ήταν μικρότερη σε ηλικία, πολύ σεβασμό απέναντι της.
Δεν έκανε συγκρίσεις, δεν γκρίνιαζε, ήταν πρόσχαρη και προσιτή. Την ασθένειά της την αντιμετώπιζε με υπομονή και πρωτόγνωρο δυναμισμό.
Τα πρώτα χρόνια έκανε και χειροτεχνήματα, σελιδοδείκτες, συνθήματα με χαντρούλες και πλαστικό σπάγγο».
Ένας εθελοντής έγραψε:
«Η Ιωσηφίνα μας, περισσότερο έδινε, παρά έπαιρνε. Περισσότερο ωφελούσε παρά ωφελούνταν κι ενώ θα περίμενε κανείς να ζητεί παρηγοριά, γινόταν η ίδια παραμυθία και παρηγοριά για τους άλλους, απλόχερα, χωρίς όρους και χωρίς όρια.
Όταν ήσουν κοντά της αναλογιζόσουν πόσο αχάριστοι είμαστε όλοι εμείς που έχουμε όλα τα καλά του Θεού και παρόλα αυτά πάντα κάτι μας φταίει… γιατί πάντα κάτι μας λείπει… κάτι που δεν έλειπε από την Ιωσηφίνα, δηλαδή η πίστη στον Θεό και η εκούσια παράδοση της ανθρώπινης ζωής στα χέρια Του».
Η γειτόνισσα και φαρμακοποιός Ευαγγελία Τ., γράφει τα εξής:
«Ιωσηφίνα… Ένας επίγειος άγγελος απ’ αυτή την ζωή. Το μαρτύριο της αναπηρίας την ανέβασε σε πνευματικά ύψη. Υπάκουη στους γονείς της και δεχόταν υπομονετικά ό,τι θα της προσφερόταν. Δεν παραπονιόταν, ήταν χαρούμενη. Υπομονετική στους πόνους, καθηλωμένη στην αναπηρική καρέκλα, μια άμορφη μάζα σάρκας που κρατιόταν μ’ έναν ιμάντα στην αναπηρική καρέκλα, αλλά αυτό το κάθισμά της είχε τόση αρχοντιά. Η ματιά της σε δίδασκε την υπομονή, η σιωπή της την σοφία. Το κάθισμά της την υπομονή, και η όλη στάση της δίδασκε την ταπείνωση.
Δεν αγάπησε αυτό τον μάταιο κόσμο, αλλά τις ουράνιες μονές της βασιλείας του Θεού.
Δεν την ενδιέφερε να γίνει καλά, γιατί δεν είχε θέ-λημα, αλλά την ενδιέφερε να κάνει το θέλημα του Θεού.
Κι ο Θεός οικονομούσε η Ιωσηφίνα να προχωρεί ταπεινά προς την αγιότητα. Το πνεύμα της στηλωμένο στον Κύριο, στις εντολές Του.
Ο Κύριος της χάρισε να Τον γνωρίσει καλύτερα με το να σπουδάσει Θεολογία. Αλλά η Ιωσηφίνα βίωνε όλα τα άγια πράγματα. Είχε κοινωνία με τον Κύριο γιατί ζούσε στην ταπείνωση κι ο Κύρος την πήρε κοντά Του και την ανάπαυσε την ήμερα του Λαζάρου για να αναστηθεί στην κοινή ανάσταση το ταλαιπωρημένο σώμα της μαζί με την γενναία ψυχή της.
Με την Ιωσηφίνα κάναμε το απόδειπνο, διαβάζαμε την Αγία Γραφή, συζητούσαμε συμπροσευχόμασταν, πηγαίναμε μαζί σ’ αγρυπνίες, την ζούσα καθημερινά στο σπίτι της -καθόσον είμαι γειτόνισσα της- στην ίδια πολυκατοικία. Την αγαπούσα και την αγαπώ. Ήμουν η φαρμακοποιός της. Αφέθηκε στον Κύριο κι έφυγε από την γη ταπεινά για να λάμψει στους ουρανούς.
Η Ιωσηφίνα μας δίδαξε την υπομονή, την ταπείνωση, ήταν τύπος Χριστού, ας εύχεται στον Θεό γι’ εμάς, για να ζούμε εν αληθεία, ταπείνωση, πίστη και αγάπη για τον Κύριο…».
Τώρα που με αφήνουν οι σωματικές μου δυνάμεις, συ Κύριε, μη με εγκαταλείψεις (Ψαλμ. 70)
Από το Σεπτέμβριο του 2005, 7 μήνες σχεδόν πριν από την κοίμησή της, παρουσιάστηκαν δυσκολίες κατά την κατάποση της τροφής. Ειδικοί γιατροί έκαναν λόγο για ασυνέργεια μυών κατάποσης, άλλοι το απέδωσαν σε νευρομυϊκή εξασθένιση…. άλλοι σε άλλα αίτια.
Δεν μπορούσε να κατεβάσει παρά λίγο ζεστό νερό μερικές μέρες και τις τροφές τις πολτοποιούσε η μητέρα της. Περνούσε η Ιωσηφίνα το μαρτύριο της πείνας και δίψας. Επειδή δεν μπορούσε να μείνει καθισμένη σε ορθή γωνία, το κεφάλι έφευγε προς τα πίσω και δεν μπορούσε ούτε το σάλιο της να καταπιεί. Αισθανόταν ότι έχει ένα κόμπο στο λαιμό. Είχε αδυνατίσει τόσο πολύ που είχε μείνει πετσί και κόκκαλο. Άρχισε πλέον να μην μπορεί να κάθεται στο καρότσι, διότι πονούσαν τα κόκκαλα και είχε δυσκολία στην αναπνοή. Ήθελε να μένει ξαπλωμένη και πότε -πότε να την πιέζουν στην κοιλιά για να αναπνέει καλύτερα. Είχαν αλλοιωθεί οι μυς των ζωτικών οργάνων.
Η μητέρα της μάς μεταφέρει στις τελευταίες ώρες της: «Λίγες μέρες πριν την κοίμηση της είχε έντονη δυσφορία, ταχυσφυγμία, μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ. Από τις εξετάσεις βρέθηκε ότι υπολειτουργούσαν όλα τα συστήματα. Την 2η ήμερα έπεσε σε κώμα. Όταν την έβαλαν σε οξυγόνο, χαμογέλασε με βαθειές αναπνοές. Φωτίστηκε το δωμάτιο από το χαμόγελό της. Για λίγο ανένηψε – καλά είμαι είπε. Σε λίγο, σαν να είδε κάποιον, προσήλωσε το βλέμμα της και χαμογελούσε. Ανοιγόκλεινε το στόμα της, όμως μιλούσε την άλλη γλώσσα, δεν ακουγόταν αυτά που έλεγε… Καταλάβαινα ότι ζει απ’ την φλέβα που χτυπούσε στο λαιμό της. Άρχισε να μιλάει πνευματικά, να μιλάει με κάποιον που έβλεπε… Χαμογελαστά έσβησε».
Μόλις μία γνωστή, τοποθέτησε στο χέρι της ένα Σταυρό, ενώ η Ιωσηφίνα είχε τόση αδυναμία, έσφιγγε τον σταυρό.
Όλη την νύκτα δεν κινήθηκε. Την άλλη μέρα 11 η ώρα το πρωί πέρασε στην άλλη ζωή. Ήταν του Λαζάρου (15 Απριλίου 2006). Ήταν 26 ετών.
Η κηδεία της έγινε μέσα στην στολισμένη με βάγια εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής. Ήταν άσπρο το φέρετρο και τα πολλά άσπρα λουλούδια με τα βάγια έδιναν μια παραδείσια ομορφιά. Όσοι την έβλεπαν μέσα στο φέρετρο ήταν σαν να κοιμόταν κι ακόμη διεπίστωναν ότι ήταν μαλακή, σαν κερί, σαν να ήταν μοναχή. Ήταν σαν να έλεγε «συ ει η υπομονή μου, Κύριε· Κύριε, η ελπίς μου εκ νεότητας μου… εν σοι η ύμνησίς μου διαπαντός».

Γίνονται θαύματα σήμερα; Φωτεινά υποδείγματα αρετής


Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη»
Κύριε,Θεέ μου,Νύμφιε της ψυχής μου, λυτρωτή μου.
Μνήσθητί μου εν τη βασιλεία σου

«Χαίροις μετά Θεόν ή Θεός, τα δευτερεία της Τριάδος ή έχουσα»

ἳνα ὦσιν ἓν, καθώς ἡμεῖς

Θεέ μου σ'αγαπώ
Άβαταρ μέλους
ΜΙΧΣ
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 5035
Εγγραφή: Πέμ Φεβ 23, 2012 9:24 am

Re: Χριστιανικές Ιστορίες

Δημοσίευση από ΜΙΧΣ »

Αδέρφι μου πολυαγαπημένο...τις πρεσβείες του Αγίου προστάτη σου να έχεις...του Χριστού μας και της Παναγιάς μας. :8
+Η ελπίς μου ο Πατήρ, καταφυγή μου ο Υιός, σκέπη μου το Πνεύμα το Άγιον, Τριάς Αγία, δόξα σοι.
Άβαταρ μέλους
Dimitris39
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 5841
Εγγραφή: Κυρ Ιούλ 05, 2009 5:46 pm

Re: Χριστιανικές Ιστορίες

Δημοσίευση από Dimitris39 »

Η μητέρα μου κι εγώ
Εικόνα
Η γυναίκα μου μού πρότεινε να βγω με άλλη γυναίκα.
«Γνωρίζεις πολύ καλά πως την αγαπάς» μου είπε μια μέρα ξαφνιάζοντάς με.
«Η ζωή είναι πολύ σύντομη, αφιέρωσέ της χρόνο».
«Μα εγώ εσένα αγαπώ» της είπα έντονα.
«Το ξέρω. Εξίσου όμως αγαπάς κι εκείνη».

Η άλλη γυναίκα, την οποία η γυναίκα μου ήθελε να επισκεφθώ, ήταν η μητέρα μου, χήρα εδώ και χρόνια. Όμως οι απαιτήσεις της δουλειάς και των παιδιών με ανάγκαζαν να την επισκέπτομαι αραιά και που.
Εκείνο το βράδυ της τηλεφώνησα και την προσκάλεσα έξω σε δείπνο και μετά για κινηματογράφο. «Τι συμβαίνει; Είσαι καλά;» με ρώτησε.
Η μητέρα μου είναι από τους ανθρώπους που εκλαμβάνει ένα νυχτερινό τηλεφώνημα ή μια αναπάντεχη πρόσκληση ως αρχή κακών μαντάτων.
«Νόμιζα πως θα ήταν καλή ιδέα να περνούσαμε λίγο χρόνο μαζί» της απάντησα. «Οι δυο μας μόνοι... Τί λες;»
Σκέφθηκε λιγάκι και απάντησε: «Θα το ήθελα πολύ».

Εκείνη την Παρασκευή, καθώς οδηγούσα μετά το γραφείο για να πάω να την πάρω, αισθανόμουν περίεργα. Ήταν ο εκνευρισμός που προηγείται ενός ραντεβού... Και πώς τα φέρνει η ζωή, όταν έφθασα στο
σπίτι της, παρατήρησα πως και η ίδια ήταν φοβερά συγκινημένη!

Με περίμενε στην πόρτα φορώντας το παλιό καλό παλτό της, είχε περιποιηθεί τα μαλλιά της και ήταν ντυμένη με το φόρεμα με το οποίο είχε εορτάσει την τελευταία επέτειο του γάμου της. Το πρόσωπό της
χαμογελούσε, ακτινοβολούσε φως, όπως το πρόσωπο ενός αγγέλου.
«Είπα στις φίλες μου ότι θα βγω με το γιο μου και όλες τους συγκινήθηκαν» μου είπε καθώς έμπαινε στο αυτοκίνητό μου.
«Περιμένουν πως και πως το αύριο για να μάθουν τα πάντα για τη βραδινή έξοδό μας».



Πήγαμε σε ένα εστιατόριο όχι από τα καλά, αλλά με ζεστή ατμόσφαιρα. Η μητέρα μου με έπιασε από το μπράτσο σαν να ήταν «Η Πρώτη Κυρία της χώρας».
Μόλις καθίσαμε, έπρεπε εγώ να της διαβάσω τον κατάλογο με τα φαγητά. Το μόνο που «έπιαναν» τα μάτια της ήταν κάτι μεγάλες φιγούρες.
Μόλις έφθασα στη μέση του καταλόγου, σήκωσα το πρόσωπό μου. Η μαμά μου καθόταν στην άλλη άκρη του τραπεζιού και με χάζευε. Ένα νοσταλγικό χαμόγελο πέρασε από τα χείλη της.
«Εγώ ήμουν αυτή που σου διάβαζε τον κατάλογο, όταν ήσουν μικρός, θυμάσαι;»
«Ήρθε η ώρα, λοιπόν, να ξεκουραστείς και να μου επιτρέψεις να σου ανταποδώσω τη χάρη» απάντησα.
Κατά τη διάρκεια του γεύματος είχαμε μια ευχάριστη συζήτηση, τίποτα το εξαιρετικό, απλά το πώς περνάει ο καθένας μας κάθε μέρα.
Μιλούσαμε για ώρες, που τελικά χάσαμε την ταινία στον κινηματογράφο.

«Θα βγω μαζί σου την επόμενη φορά, αν μου επιτρέψεις να κάνω εγώ την πρόταση» μου είπε η μητέρα μου καθώς την επέστρεφα στο σπίτι. Την φίλησα, την αγκάλιασα.
«Πώς πήγε το ραντεβού;» θέλησε να μάθει η γυναίκα μου μόλις μπήκα στο σπίτι εκείνο το βράδυ.
«Πολύ όμορφα, σ’ ευχαριστώ. Περισσότερο κι απ’ ότι περίμενα» της απάντησα.

Μερικές μέρες αργότερα η μητέρα μου «έφυγε» από ανακοπή της καρδιάς. Όλα συνέβησαν τόσο γρήγορα, δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα.
Λίγο καιρό μετά, έλαβα έναν φάκελο από το εστιατόριο όπου είχαμε δειπνήσει η μητέρα μου κι εγώ. Μέσα είχε ένα σημείωμα που έγραφε:
«Το δείπνο είναι προπληρωμένο. Ήμουν σχεδόν βέβαιη πως δεν θα μπορούσα να παρευρεθώ, κι έτσι πλήρωσα για δύο άτομα, για σένα και τη σύζυγό σου. Δεν θα μπορέσεις ποτέ σου να αισθανθείς τί
σήμαινε εκείνη η βραδιά για μένα. Σε αγαπώ!»

Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα τη σπουδαιότητα του να είχα πει εγκαίρως «Σ’ αγαπώ»

Συνειδητοποίησα ακόμη τη σπουδαιότητα του να δίνουμε στους αγαπημένους μας το χρόνο που τους αξίζει. Τίποτα στη ζωή δεν είναι και δεν θα είναι πιο σημαντικό από την οικογένεια σου. Αφιέρωσε χρόνο
σ’ αυτούς που αγαπάς, γιατί αυτοί δεν μπορούν να περιμένουν...
Κύριε,Θεέ μου,Νύμφιε της ψυχής μου, λυτρωτή μου.
Μνήσθητί μου εν τη βασιλεία σου

«Χαίροις μετά Θεόν ή Θεός, τα δευτερεία της Τριάδος ή έχουσα»

ἳνα ὦσιν ἓν, καθώς ἡμεῖς

Θεέ μου σ'αγαπώ
Άβαταρ μέλους
Dimitris39
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 5841
Εγγραφή: Κυρ Ιούλ 05, 2009 5:46 pm

Re: Χριστιανικές Ιστορίες

Δημοσίευση από Dimitris39 »

Εικόνα


Η μητέρα του είχε μόνο ένα μάτι… Ντρεπόταν γι’ αυτήν κι ώρες-ώρες την μισούσε.
Η δουλειά της ήταν μαγείρισσα στην φοιτητική λέσχη. Μαγείρευε για τους φοιτητές και τους καθηγητές για να βγάζει τα έξοδά τους… Δεν ήθελε να του μιλάει για να μην μαθαίνουν
ότι είναι παιδί μιας μητέρας με… ένα μάτι. Οι φοιτήτριες έφευγαν γρήγορα, όποτε την έβλεπαν να βγαίνει για λίγο από την κουζίνα κι έλεγαν πως δεν άντεχαν το θέαμα και πως
τους προκαλούσε μια ανυπόφορη ανατριχίλα…

Μα από μικρός είχε πρόβλημα με την εικόνα της μητέρας του.

Μια μέρα όταν ακόμη πήγαινε στο δημοτικό, πέρασε η μητέρα του στο διάλειμμα να του πει ένα γεια. Ένοιωσε πολύ στενοχωρημένος. «Πως μπόρεσε να του το κάνει αυτό»;…
αναρωτιόταν… Την αγνόησε, της έριξε μόνο ένα μισητό βλέμμα κι έτρεμε. Την επόμενη μέρα ένας από τους συμμαθητές του φώναξε: «Εεεε, η μητέρα σου έχει μόνο ένα μάτι!..
Ήθελε να πεθάνει. Ήθελε να εξαφανιστεί. Όταν γύρισε σπίτι, της είπε: «αν είναι όλοι να γελάνε μαζί μου εξαιτίας σου τότε καλύτερα να πεθάνεις!». Αυτή δεν του απάντησε…
Εικόνα
«Δεν μ’ ένοιαζε τι είπα ή τι αισθάνθηκε, γιατί ήμουν πολύ νευριασμένος», έλεγε αργότερα σ’ ένα φίλο του. «Ήθελα να φύγω από εκείνο το σπίτι και να μην έχω καμία σχέση μαζί
της. Έτσι διάβασα πάρα πολύ σκληρά με σκοπό να φύγω μια μέρα μακριά για σπουδές… και τα κατάφερα, μα ήλθε κι έπιασε αυτή τη δουλειά στη λέσχη για να με βοηθάει…
Δεν μπορούσε να πάει κάπου αλλού;…»

Αργότερα παντρεύτηκε. Αγόρασε ένα δικό του σπίτι. Έκανε δικά του παιδιά κι ήταν ευχαριστημένος με τη ζωή του, τα παιδιά του, την γυναίκα του και τη δουλειά του!
Μια μέρα μετά από χρόνια απουσίας, όπως ο ίδιος της ζήτησε η μητέρα του πήγε να τον επισκεφτεί.



Δεν είχε δει ποτέ από κοντά τα εγγόνια της. Μόλις εμφανίστηκε στην πόρτα, τα παιδιά του άρχισαν να γελάνε, θύμωσε επειδή είχε πάει χωρίς να του το ζητήσει και χωρίς να
τον προειδοποιήσει. Τότε της φώναξε: «πως τολμάς να έρχεσαι ξαφνικά στο σπίτι μου και να τρομάζεις τα παιδιά μου; Βγες έξω! Φύγε!». Η μητέρα του απάντησε γαλήνια:
«Αα, πόσο λυπάμαι, κύριε! Μάλλον μου έδωσαν λάθος διεύθυνση» κι εξαφανίστηκε, χωρίς να καταλάβουν τα μικρά πως είναι γιαγιά τους…

Πέρασαν χρόνια και μια μέρα βρήκε στο γραμματοκιβώτιο του σπιτιού του μια επιστολή για τη σχολική συγκέντρωση της τάξης του από το δημοτικό σχολείο, που θα γινόταν
στην πόλη πού γεννήθηκε… Είπε ψέματα στη γυναίκα του ότι θα έκανε ένα επαγγελματικό ταξίδι και πήγε. Όταν τελείωσε η συγκέντρωση των συμμαθητών, πήγε στο σπίτι
που μεγάλωσε, μόνο από περιέργεια… Οι γείτονες, του είπαν ότι η μητέρα του είχε πεθάνει πρόσφατα. Δεν έβγαλε ούτε ένα δάκρυ. Του έδωσαν ένα γράμμα που είχε αφήσει
γι’ αυτόν:

«Αγαπημένε μου γιέ, σε σκέφτομαι συνέχεια. Λυπάμαι που ήρθα στο σπίτι σου και φόβισα τα παιδιά σου. Έμαθα ότι έρχεσαι για την σχολική συγκέντρωση κι ένοιωσα πολύ
χαρούμενη. Αλλά φοβάμαι ότι μπορεί να μην είμαι σε θέση να σηκωθώ από το κρεβάτι για να έρθω να σε δω. Έγραψα αυτό το γράμμα να στο δώσουν αν δεν με προφτάσεις.
Στεναχωριέμαι που σε έφερνα σε δύσκολη θέση και ντρεπόσουν για μένα όσο ήσουν μικρός. Βλέπεις… όταν ήσουν πολύ μικρός, είχες ένα σοβαρό ατύχημα κι έχασες το μάτι
σου. Δεν θα μπορούσα να σε βλέπω να μεγαλώνεις με ένα μάτι. Έτσι σου έδωσα το δικό μου. Ήμουν τόσο υπερήφανη που ο γιος μου θα έβλεπε τον κόσμο με τη δική μου
βοήθεια, με το δικό μου μάτι… Έχεις πάντα όλη την αγάπη μου».
Η μητέρα σου.


«όπου επισκιάζει η χάρις σου Αρχάγγελε, από εκεί διώκεται η δύναμη του διαβόλου.
Διότι δεν μπορεί να μείνει κοντά στο Φώς σου ο εωσφόρος που έπεσε στο σκοτάδι και παραμένει σ’ αυτό.
Γι' αυτό Μιχαήλ Αρχάγγελε, σε παρακαλούμε να σβήνεις τα βέλη του που είναι γεμάτα πυρ και κινούνται εναντίον μας»
Κύριε,Θεέ μου,Νύμφιε της ψυχής μου, λυτρωτή μου.
Μνήσθητί μου εν τη βασιλεία σου

«Χαίροις μετά Θεόν ή Θεός, τα δευτερεία της Τριάδος ή έχουσα»

ἳνα ὦσιν ἓν, καθώς ἡμεῖς

Θεέ μου σ'αγαπώ
Άβαταρ μέλους
Dimitris39
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 5841
Εγγραφή: Κυρ Ιούλ 05, 2009 5:46 pm

Re: Χριστιανικές Ιστορίες

Δημοσίευση από Dimitris39 »

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΠΟΥ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΔΕΙ ΤΟ ΘΕΟ
Εικόνα
Ένας βασιλιάς κάλεσε όλους τους λόγιους για να του δείξουν τον Θεό «Σας κάλεσα εδώ, εσάς τους επιστήμονες της αυτοκρατορίας μου για να μου Τον δείξετε, εγώ θέλω να δω τον Θεό . Αν δε μου Τον δείξετε θα σας κόψω το κεφάλι
-«Μα βασιλιά μου πως θα σας δείξουμε τον Θεό;»
-«Ε, εσείς ξέρετε πολλά πράγματα έχετε βιβλία θα βρείτε τον τρόπο»
Και πλησίαζε ο καιρός που έπρεπε να δώσουν απάντηση και ήταν εκεί ένας βοσκός με τα πρόβατα του
-Γιατί είστε στενοχωρημένοι;
- Ο βασιλιάς μας κάλεσε επειδή είμαστε επιστήμονες και μας ζήτησε να του δείξουμε το Θεό. Αλλά εμείς παρά τις γνώσεις μας δεν τα καταφέραμε και μας περιμένει ο θάνατος
-Εγώ μπορώ να δείξω στο βασιλιά το Θεό αλλά ποιος θα με πάρει σε αυτόν;
Και πήραν το βοσκό και τον παρουσίασαν στο βασιλιά.
-Μεγαλειότατε, ξέρουμε ότι μας περιμένει ο θάνατος επειδή δεν καταφέραμε να σας δείξουμε το Θεό. Αλλά βρήκαμε αυτόν το βοσκό και μας είπε ότι αυτός θα σας Τον δείξει.
-Εντάξει βοσκέ αυτοί παρά τις γνώσεις τους δεν κατάφεραν να μου δείξουν το Θεό και θα τα καταφέρεις εσύ;
-Βασιλιά μου θα δεις το Θεό αλλά θα κάνεις ότι σου πω;
-Θα κάνω ότι μου πεις μόνο να Τον δω
Έκανε μεγάλη ζέστη ο ήλιος έκαιγε ήταν Ιούλιος μήνας και του λέει: «Βασιλιά ο Θεός βρίσκεται στον ήλιο. Εκεί κατοικεί. Να κοιτάς τον ήλιο αλλά να έχεις υπομονή , νομίζεις ότι ο Θεός εμφανίζεται τόσο γρήγορα;»
Και ο βασιλιάς κοίταζε ...; προσπαθούσε ...;
-Τι κάνετε;
-Βρε βοσκέ , ο ήλιος καίει και φωτίζει πολύ δυνατά και δεν μπορώ να κοιτάζω άλλο.
-Καλά βασιλιά μου αν εσύ δεν μπορείς να κοιτάζεις τον ήλιο που είναι δημιούργημα του Θεού πως θα δεις τον Θεό που δημιούργησε τον ήλιο;
Και τότε ο βασιλιάς εντυπωσιάστηκε : «Κοιτάξτε βρε εσείς με όλα σας τα γράμματα δεν μπορέσατε να μου εξηγήσετε τόσο καλά όσο αυτός ο βοσκός
Κύριε,Θεέ μου,Νύμφιε της ψυχής μου, λυτρωτή μου.
Μνήσθητί μου εν τη βασιλεία σου

«Χαίροις μετά Θεόν ή Θεός, τα δευτερεία της Τριάδος ή έχουσα»

ἳνα ὦσιν ἓν, καθώς ἡμεῖς

Θεέ μου σ'αγαπώ
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Μηνύματα”