Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Γ΄ (3η) Μαϊου, μνήμη των Αγίων ενδόξων Μαρτύρων ΤΙΜΟΘΕΟΥ και ΜΑΥΡΑΣ.

Δημοσίευση από silver »


Τιμόθεος και Μαύρα το αγιώτατον ζεύγος, η ξυνωρίς των Μαρτύρων η ένθεος, κατήγοντο εκ της Θηβαϊδος της Αιγύπτου, ήθλησαν δε επί της βασιλείας Διοκλητιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σπδ΄ - τε΄ (284 – 305) και Αρριανού ηγεμονεύοντος της εν Αιγύπτω Θηβαϊδος. Τούτων των πανενδόξων Αγίων Μαρτύρων το υπέρ του αληθινού Θεού και Κυρίου ημών Ιησού Χριστού πανευφρόσυνον Μαρτύριον παραθέτομεν σήμερον εις την αγάπην σας. Μεγάλην πράγματι πρόνοιαν και ανεκδιήγητον κηδεμονίαν, αγαπητοί μου ακροαταί, έδειξεν ο μεγαλόδωρος Κύριος προς ημάς τους ανθρώπους, οίτινες ευρισκόμεθα υπό τον ήλιον ως και καθ’ ημέραν δεικνύει, καθώς ημπορούμεν να εννοήσωμεν και εξ αυτής της συνθέσεως των ουρανίων σωμάτων, εκ της απαθούς ουσίας και από της ακαταπαύστου κυκλικής κινήσεως. Όλα δε ταύτα μετέχουν τρόπον τινά της αιωνιότητος Αυτού, μεταδίδοντα μεταξύ των την αρμονίαν δια να μη έλθωσι λόγω του χρόνου εις τελείαν φθοράν. Ούτος δε ο Κύριος πλάττει με την παντοδυναμίαν Του, από μιας και της αυτής ύλης, διάφορα γένη και άπειρα είδη ατόμων κατά την ιδίαν Αυτού βούλησιν. Αν λοιπόν εις τας φθαρτάς και κατωτέρας ουσίας των γηϊνων όντων τόσην μεγάλην πρόνοιαν έδειξεν ο φιλάνθρωπος Θεός, πόσον ανωτέρα και ασύγκριτος είναι εκείνη την οποίαν έδειξεν εις τας υπερτάτας και πνευματικάς ουσίας, δηλαδή τας ψυχάς μας. Επειδή, μη ημπορούν το πέλαγος της ελεημοσύνης να υποφέρη τον αθάνατον θάνατον της ψυχής μας, τον οποίον επροξένησεν η παράβασις του Αδάμ, εχάρισεν εις ημάς την ουράνιον ζωήν, την οποίαν ουδείς όρος δύναται να εκφράση, διότι είναι αιώνιος. Ας εντρυφώμεν όθεν, κατά δύναμιν, εις αυτήν την γλυκείαν και φαιδράν λαμπρότητα της υπερουσίου εκείνης ουσίας και τριφαούς Θεότητος του Ενός και μόνου Θεού, ο οποίος είναι η αρχή και το τέλος παντός ορισμού. Προς τον οποίον όλοι τρέχομεν, εις αυτόν αναπαυόμεθα και εξ αυτού ελκόμεθα, ως ο σίδηρος σύρει τον μαγνήτην και το κέντρον τον κύκλον. Δια της προς Αυτόν λοιπόν αγάπης τρωθείσα η μακαρία αύτη δυάς, το άγιον ζεύγος, η θεία ξυνωρίς, το ευλογημένον, λέγω, ανδρόγυνον, Τιμόθεος ο λαμπρός ήρως και γενναίος οπλίτης του Ευαγγελίου της ειρήνης και Μαύρα η αρρενόφρων και πανσεβασμία, οι οποίοι, βλέποντες τότε την ευσέβειαν να μαστίζεται από τους ειδωλολάτρας, την απάτην να εγκωμιάζεται, τα όρη, τας κοιλάδας, τας οδούς, τον αέρα, να μολύνωνται από τας μιαράς θυσίας, τον ήλιον να αμαυρούται εκ του καπνού, την γην να μιαίνηται, τον ουρανόν να ατιμάζεται, τον δε Παντοκράτορα Θεόν, τον δοξαζόμενον από πάσαν πνοήν, να υβρίζηται εκ στόματος των ασεβών, ησθάνθησαν οι Άγιοι ούτοι Μάρτυρες μεγάλην θέρμην αγάπης, ζήλου και ευλαβείας. Διότι δεν υπέφερον να βλέπουν να λατρεύεται η κτίσις αντί του Κτίσαντος· δεν ηνείχοντο να βλέπουν το φρικτόν εκείνο όνομα του Υψίστου να σμικρύνηται και να καταβιβάζηται εις αξίαν χρυσού και αργύρου, άτινα είναι έργα χειρών ανθρώπων· δεν ηδύναντο τέλος πάντων να βλέπουν τους λογικούς ανθρώπους εν σκότει διαπορευομένους και να πράττουν, να ενεργούν και να εργάζωνται ως ζώα άλογα κυβερνώμενοι με μόνην την παράλογον ορμήν και με εκείνον τον σφαλερόν λογισμόν κατά τον οποίον το πάθος, ακυβέρνητον και τυφλόν, παρασύρει εις την απώλειαν τον εσκοτισμένον νουν. Ενισχυθέντες όθεν και οπλισθέντες οι Άγιοι ούτοι δούλοι του Θεού δια της πανοπλίας του Αγίου Πνεύματος, ώρμησαν με μεγαλοψυχίαν εν τω μέσω της πλάνης της ειδωλολατρίας, την οποίαν ύβριζον αφόβως, ηφάνιζον την δύναμίν της και ενέκρωναν κατά κράτος τον εχθρόν διάβολον, πνίγοντες εντός των αθλητικών των αιμάτων και τούτον τον δόλιον και την απάτην, δια της οποίας όλον σχεδόν τον κόσμον παρέσυρεν. Αλλ’ όμως ίνα μάθητε, ευσεβείς ακροαταί, λεπτομερώς τα της ενθέου πολιτείας των Αγίων τούτων Μαρτύρων, ως και τον τρόπον της ενδόξου αθλήσεως αυτών, άρχομαι συν Θεώ και παρακαλώ όπως προσέξετε μετ’ ευλαβείας. Τιμόθεος ο ένδοξος Μάρτυς του Χριστού ήτο εκ χωρίου της Θηβαϊδος, Παναπέων ονομαζομένου, οι δε γονείς του ήσαν ευσεβείς και ενάρετοι. Ευθύς λοιπόν ως απεγαλακτίσθη ο Άγιος, παρεδόθη από τους γονείς του εις ενάρετόν τινα και θεοσεβή διδάσκαλον, δια να μάθη τα ιερά γράμματα· όθεν, επειδή ήτο ευφυής, έμαθεν εις ολίγον διάστημα όσα του ήσαν αρκετά δια να εννοήση τον ποιητήν του και μόνον αληθινόν Θεόν, της ψυχής την ευγένειαν και αθανασίαν και του προσκαίρου τούτου κόσμου την φθοράν και την ματαιότητα. Ελθών δε εις ηλικίαν έλαβε κατά τους ιερούς νόμους της αγίας ημών Εκκλησίας και σύζυγον, την αοίδιμον και αξιέραστον Μαύραν, γυναίκα μεν κατά φύσιν, αρρενωπόν όμως φρόνημα έχουσαν, μετά της οποίας διάγων ο Άγιος αγίαν και μακαρίαν ζωήν, εθαυμάζετο από όλους τους ευσεβείς και διαρκώς ενεκωμιάζετο. Βλέπων δε ο Αρχιερεύς της Θηβαϊδος την θαυμαστήν πολιτείαν του Αγίου και ακούων πανθομολογούμενον τον ζήλον της ευσεβείας του, ετίμησε τούτον με το αξίωμα των Κληρικών, χειροτονήσας Ιερέα, ώρισε δε τούτον και διδάσκαλον ίνα διδάσκη εις τον λαόν του Χριστού την ευαγγελικήν διδασκαλίαν και να στηρίζη τους Χριστιανούς εις την αλήθειαν δια να μη δειλιάζουν προ των διωγμών και των βασάνων, τα οποία τότε έκαμνον οι εχθροί της αληθείας προς τους ευσεβείς Χριστιανούς. Μιμούμενος όθεν ο Άγιος τον Διδάσκαλον Χριστόν, εδίδασκεν ακαταπαύστως τους ευσεβείς, ενουθέτει δι’ έργων και λόγων τους πάντας, εστήριζεν εις την Ορθόδοξον Πίστιν τους κλονιζομένους, συνεβούλευε και αυτούς τους ειδωλολάτρας να αφήσουν την πλάνην της θρησκείας των και να πιστεύσουν εις Ένα και μόνον αληθινόν Θεόν, εν τρισί προσώποις υπάρχοντα, ο οποίος εκ μόνης της ευσπλαγχνίας Αυτού έστειλε τον μονογενή Του Υιόν, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, εις τον κόσμον, δια να εξαλείψη την πλάνην του δαίμονος, όστις εξαπατά τους ανθρώπους και ίνα δείξη προς ημάς οδόν σωτηρίας. Οι μεν Χριστιανοί, ταύτα ακούοντες, ηυφραίνοντο και εστερεούντο εις την ευσέβειαν, οι δε ειδωλολάτραι εγκατέλειπον την ασέβειαν και ερχόμενοι εις την Πίστιν του Χριστού, εβαπτίζοντο εις το όνομα της Αγίας και ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος. Δεν παρήλθον δε παρά μόνον είκοσιν ημέραι, αφ’ ότου ηνώθη, ευλογία Θεού, με την μακαρίαν Μαύραν ο Άγιος, ότε διεβλήθη εις τον ηγεμόνα της Θηβαϊδος Αρριανόν, ως Κληρικός και διδάσκαλος των Χριστιανών. Τότε εκείνος, ως σκεύος του διαβόλου και εχθρός των ευσεβών, ήναψεν όλος από παράλογον και θηριώδη θυμόν και ευθύς έστειλε τους υπηρέτας της πλάνης, οίτινες, αφού συνέλαβον τους Αγίους, τους ωδήγησαν προ του τυράννου, ο οποίος, χωρίς καμμίαν άλλην ερώτησιν και παρατηρών αυστηρώς προς τον Άγιον, επρόσταξεν ευθύς τούτον να υπάγη να του φέρη τα ιερά βιβλία εκ των οποίων εδίδασκε τους Χριστιανούς, με σκοπόν, ο υιός του διαβόλου, να τα κατακαύση, δια να μη δύναται πλέον ο Άγιος να στηρίζη τους Χριστιανούς εις την Ορθόδοξον Πίστιν. Αλλ’ όμως ο μέγας στρατιώτης του επουρανίου Βασιλέως Τιμόθεος, χωρίς να δειλιάση ούτε προ των απειλών του τυράννου ούτε προ της αυστηρότητός του ουδέ προ αυτού του θανάτου, απεκρίθη με θάρρος και είπεν· «Ω ηγεμών, ποίος φρόνιμος πατήρ παρέδωκε, με την θέλησίν του, τα τέκνα του εις τον θάνατον; Αν λοιπόν ο φιλόπαις πατήρ, υποτασσόμενος εις τους νόμους της φύσεως, δεν παραδίδη εις θάνατον τα σαρκικά του τέκνα, πως εγώ θα παραδώσω τα πνευματικά μου τέκνα, τα ιερά μου βιβλία, εις τας μιαράς σου χείρας; Τούτο δεν θέλει γίνει ποτέ. Πρόθυμος δε είμαι να αποθάνω παρά να ακούσω τας αθέους σου προσταγάς». Ταύτα ως ήκουσεν ο παράνομος τύραννος εθυμώθη σφόδρα και προστάσσει να πυρακτώσουν εντός καμίνου σουβλία σιδηρά και δια τούτων, ούτω πεπυρακτωμένων, να τρυπήσουν τα ώτα του Μάρτυρος. Ο λόγος του λοιπόν έργον εγένετο. Ευθύς δε ως οι στρατιώται ενέβαλον ταύτα εις τας ακοάς του ενδόξου ήρωος, έπεσον χαμαί αι κόραι των οφθαλμών του. Αλλ’ ω της απεράντου καρτερίας του Αγίου! Ταύτην την πικράν τιμωρίαν υπομένων γενναίως ο μακάριος δια το όνομα του Χριστού, έλεγε το του μακαρίου Παύλου· «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή λιμός ή γυμνότης ή κίνδυνος ή μάχαιρα»; (Ρωμ. η:35). Δηλαδή, ω τύραννε πικρέ, νομίζεις ότι με τοιαύτας πικρίας θέλεις δυνηθή να με χωρίσης από τον Χριστόν μου; Πλανάσαι· επειδή από την αγάπην τού δεδοξασμένου μου Σωτήρος δεν με αποχωρίζει ούτε θλίψις ούτε στενοχωρία ούτε πείνα ούτε εξορία ούτε βάσανα ή φυλακαί ούτε αυτός ο θάνατος, διότι δεν είναι άξια τα παθήματα του νυν καιρού, ίνα παραβληθώσι προς την μέλλουσαν δόξαν. (Ρωμ. η: 18). Τούτου λεχθέντος υπό του Αγίου ήναψε πάλιν από θυμόν ο τύραννος και επρόσταξε να δέσουν τον Μάρτυρα επί τροχού δια να κατακοπούν τα μέλη του και ή να πεισθή να εκτελέση τα προστάγματα του Αρριανού ή να λάβη τον πρέποντα θάνατον. Οι υπηρέται λοιπόν της πλάνης έδεσαν τον Άγιον επί του τροχού, ως δε έστρεφον τούτον με ορμήν, τα καρφία τα οποία είχον εμπεπηγμένα εις αυτόν εξέσχιζον ανηλεώς τας σάρκας του Αθλοφόρου. Αλλά και πάλιν γενναίως υπέφερεν ο Άγιος, ψάλλων και λέγων· «Κύριος εμοί βοηθός και ου φοβηθήσομαι» (Ψαλμ. ριζ:6). Και πάλιν· «Ου φοβηθήσομαι κακά ότι Συ μετ’ εμού ει» (Ψαλμ. κβ:4). Βλέπων όμως ο παράνομος την υπομονήν του Αγίου και ότι εις μίαν στιγμήν εμφανισθείς ο Χριστός τον ιάτρευσεν από τας πληγάς του χωρίς να απομείνη ουδέ το ελάχιστον σημείον εκ των προτέρων του πληγών και απορών τι να πράξη, προσέταξε να θέσουν μέγα τεμάχιον πανίου εντός του στόματος του Μάρτυρος, κατόπιν να δέσουν μίαν μεγάλην πέτραν εις τον λαιμόν του και να τον τριγυρίζουν εις όλην την χώραν· έπειτα δε να τον κρεμάσουν από εν δένδρον υψηλόν. Και εγένοντο μεν ταύτα, αλλ’ ο Άγιος τα υπέμεινε με γενναιότητα και έλεγεν εις τον τύραννον με θάρρος· «Ω τύραννε, μη νομίζης ότι με τοιαύτας τιμωρίας θέλεις δυνηθή να με κλονίσης από την Ορθόδοξον Πίστιν· εγώ ως απόλαυσιν δέχομαι τα βάσανά σου και με χαράν δέχομαι τας τιμωρίας σου, επειδή ταύτα μου παρέχουσιν αιώνιον ευφροσύνην και αθάνατον χαράν. Είθε δε και συ, ω τετυφλωμένε τύραννε, να ηδύνασο να ανοίξης τα όμματα της ψυχής, ίνα ίδης την αλήθειαν και ούτω εγκαταλείπων τον διάβολον να πιστεύσης εις τον μόνον αληθινόν και παντοδύναμον Θεόν». Ταύτα ακούσας ο τύραννος από του στόματος του Μάρτυρος λεγόμενα, εξεπλάγη με την παρρησίαν μετά της οποίας ωμίλει. Και οργισθείς, τον μεν Άγιον επρόσταξε και έκλεισαν εις την φυλακήν έως ότου εξετασθή δια δευτέραν φοράν , την δε Αγίαν Μαύραν εδοκίμαζε με κολακείας και γλυκείς δήθεν λόγους να εξαπατήση και να λατρεύση τα είδωλα. Την εκάλεσε λοιπόν και της είπεν· «Ω Μαύρα, συλλογίσου καλώς την νεότητά σου και την γλυκυτάτην σου ζωήν· ετοιμάσου αύριον και καλλωπίσου δια να προσφέρης την θυσίαν σου εις τους θεούς. Εάν με ακούσης, θέλεις λάβει από εμέ μεγάλας τιμάς και ευεργεσίας. Αν όμως παρακούσης την συμβουλήν μου, θέλω σου επιβάλει βασανισμούς και τιμωρίας, καθώς και εις τον άνδρα σου». Ταύτα ως ήκουσεν η Αγία, λεγόμενα από του μιαρού στόματος του τυράννου, απεκρίθη· «Ασεβέστατε και πάσης ανομίας πεπληρωμένε, ούτε τας ευεργεσίας σου θέλω ούτε τα είδωλά σου προσκυνώ ούτε τας τιμωρίας σου φοβούμε, επειδή εγώ λατρεύω τον Χριστόν μου, τον ποιήσαντα τον ουρανόν, την γην, την θάλασσαν και πάντα τα ορατά και αόρατα. Εκείνον σέβομαι, Αυτόν προσκυνώ και δια την αγάπην Του είμαι ετοίμη να αποθάνω, δια να ζω μετ’ Αυτού αιωνίως εις τον ουρανόν. Τα δε είδωλα, τα οποία συ προσκυνείς ως θεούς, περιγελώ, επειδή είναι ξύλα κωφά και αναίσθητα, έργα χειρών ανθρώπων. Ακόμη και σε περιγελώ, διότι ευρίσκεσαι εις τοιαύτην ανόητον πλάνην». Ταύτα απροσδοκήτως ακούσας ο παράνομος ηγεμών ήναψε από τον θυμόν και έγινε ως άγριον θηρίον· όθεν ευθύς επρόσταξε τους στρατιώτας να κόψουν τας τρίχας της κεφαλής της Μάρτυρος. Μετά ταύτα επρόσταξε και έκοψαν τα δάκτυλα των χειρών της. Ταύτα δε ενώ έπασχεν η Αγία, εδέετο προς τον Θεόν λέγουσα· «Κύριε ο Θεός ημών, ο δια την ημετέραν σωτηρίαν κατελθών εκ των ουρανών και σταυρωθείς επί Ποντίου Πιλάτου δια την λύτρωσιν του κόσμου. Αυτός και νυν, Δέσποτα Παμβασιλεύ, επίβλεψον επ’ εμέ την δούλην σου και ενίσχυσόν με ίνα δια την αγάπην Σου υπομείνω έως τέλους τα μαρτύρια και ούτω γίνω κοινωνός των παθημάτων Σου και συμμέτοχος της Βασιλείας Σου. Αμήν». Καθ’ ον δε χρόνον ούτω προσηύχετο η Αγία, δεν έλειψεν ο έτοιμος βοηθός των προς Αυτόν ελπιζόντων Θεός από του να ενισχύση την Αγίαν δια να καταισχύνη τον διάβολον, τον άρχοντα του σκότους. Βλέπων λοιπόν την ανδρείαν της Μάρτυρος ο τύραννος, επρόσταξε να γεμίσουν δι’ ύδατος ένα μεγάλον λέβητα και αφού το βράσουν καλώς να ρίψουν εντός αυτού γυμνήν την Αγίαν, ίνα καή. Ο δε Θεός, όστις εδρόσισέ ποτε παραδόξως την κάμινον εις την Βαβυλώνα και διέσωσε τους Αγίους Τρεις Παίδας εκ της πυράς, Αυτός μετέβαλε και την θερμότητα του ύδατος εις την φυσικήν του ψυχρότητα. Όθεν διατηρηθείσα η Αγία τελείως αβλαβής, έψαλλεν ούτω· «Διήλθον δια πυρός και ύδατος και εξήγαγές με εις αναψυχήν» (Ψάλμ ξε:12). Τούτο ιδών ο ηγεμών ενόμισεν, ο ανόητος, ότι οι υπηρέται, δια να χαρισθούν της Μάρτυρος, δεν έκαυσαν, ωςδιετάχθησαν, το ύδωρ και δια τούτο δεν εκάη η Μάρτυς. Όθεν επλησίασε και είπε προς την Αγίαν· «Ράντισόν με, ω Μαύρα, δια να ίδω, άρα γε καίει το ύδωρ»; Η δε Αγία εγέμισε τας χείρας της από το ύδωρ τούτο και το έχυσεν επί της χειρός του τυράννου. Τότε εκείνος εδοκίμασε πόνον δριμύτατον και εξεδάρη όλη η χειρ του. Απελπισθείς λοιπόν ο υπηρέτης αυτόςτων δαιμόνων Αρριανός, επρόσταξεν ευθύς, χωρίς αργοπορίαν, να κατασκευάσουν δύο σταυρούς και επ’ αυτών να σταυρώσουν τους Αγίους. Ως δε ήκουσαν οι Άγιοι την απόφασιν του θανάτου των, ηυχαρίστουν αγαλλόμενοι τον Θεόν, όστις ηξίωσεν αυτούς να λάβουν σταυρικόν θάνατον δια την αγάπην Του, καθώς και Αυτός ο Θεάνθρωπος έχυσε το πανάχραντον Αίμα Του επί του Σταυρού δια την ιδικήν μας αγάπην και σωτηρίαν. Έλαβον τότε οι δήμιοι τους Αγίους και τους ωδήγησαν εις τον τόπον της καταδίκης. Εκεί ενηγκαλίζοντο έκαστος τον σταυρόν του καταφιλούντες τούτους και εγκωμιάζοντες ως σωτήριον ξύλον. Κατόπιν έπεσον επ’ αυτών ως να έπιπτον επί ευόσμων και δροσερών ρόδων, επί των οποίων και εσταύρωσαν αυτούς οι στρατιώται του ηγεμόνος. Έμειναν δε εσταυρωμένοι επί εννέα ημέρας. Ο δε μακάριος Τιμόθεος παρώτρυνε από του σταυρού αυτού την ευλογημένην Μαύραν, λέγων ταύτα· «Μη δειλιάσωμεν, ω Μαύρα, τα προσωρινά βασανιστήρια, διότι ταύτα μας προσφέρουσιν αιώνιον δόξαν εν ουρανοίς· μικρός είναι ο πόνος, όμως μεγάλη η ανταπόδοσις· πικραί φαίνονται αι τιμωρίαι, αλλ’ είναι γλυκύς ο Παράδεισος και μίαν στιγμήν υπομένοντες, κερδίζομεν τον άπαντα αιώνα. Ο Δεσπότης μας Ιησούς, αναμάρτυτος ων, κατεδέχθη να σταυρωθή επί του ξύλου του Σταυρού προς σωτηρίαν ημών και ημείς τι θαυμαστόν είναι να γίνωμεν μιμηταί του Πάθους Του, δια να αξιωθώμεν να συνδοξασθώμεν μετ’ αυτού εις την δόξαν Του»; Ταύτας τας νουθεσίας έκαμνεν ο Μάρτυς εις την Αγίαν· ίσταντο δε και οι δύο ακλόνητοι και χαίροντες, τον νουν έχοντες εστραμμένον προς τον ουρανόν. Όμως δεν ήρκεσαν εις τον πονηρόν διάβολον όσα εμηχανεύθη κατά της Αγίας, ο μισάνθρωπος, δια του ασεβούς τυράννου, χρησιμοποιήσας τούτον ως όργανον της κακίας του και, συν τοις άλλοις, εφάνη και οφθαλμοφανώς εις την Αγίαν, όταν εκρέματο επί του σταυρού και της προσέφερε ποτήριον πλήρες από μέλι και γάλα παρακινών αυτήν να το πίη δια να μη φλογίζεται από την δίψαν. Η δε Αγία ηννόησε τας πονηράς τέχνας του. Αντί δε να υπακούση, έκαμε την προσευχήν της και ούτω έγινεν άφαντος ο πονηρός και ακάθαρτος δαίμων. Αλλ’ όμως ελπίζων ακόμη ο αρχέκακος, ότι ίσως με παρόμοιον τρόπον την απατήση, τι ετεχνούργησεν ο παγκάκιστος; Εφάνη εις την Αγίαν ότι την μετέφερεν ως εν εκστάσει εις ποταμόν, τον οποίον κατά φαντασίαν εσχεδίασεν ο διάβολος, όστις έρρεε μέλι και γάλα και με ταύτην την απάτην προσεπάθει να παγιδεύση την Αγίαν και να επιθυμήση την γεύσιν των. Αλλ’ αυτή η γενναία Μάρτυς πεφωτισμένη υπό της άνωθεν σοφίας του είπε· «Κατηραμένε διάβολε, αν και με τόσας τέχνας και επιβουλάς εδοκίμασες να με απατήσης, όμως εις τίποτε δεν επέτυχες· διότι εγώ, με την δύναμιν του Χριστού μου, εις όλα σε ενίκησα και δια τούτο δεν επιθυμώ τα μιαρά σου ποτά, επειδή εγώ πίνω από εκείνο το ουράνιον ποτήριον, το οποίον μοι προσφέρει ο Κύριός μου Ιησούς Χριστός». Έφυγε λοιπόν εντροπιασμένος ο διάβολος, μη ημπορών να βλέπη νικημένον τον εαυτόν του από μίαν ασθενή και τρυφεράν γυναίκα. Τότε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός έστειλεν Άγγελον εξ ουρανού , όστις ίστατο πλησίον της Αγίας και την ενεθάρρυνε. Λαβών δε αυτήν εκ της χειρός ανεβίβασεν, ως εν εκστάσει, εις τον ουρανόν, εκεί δε έδειξεν εις αυτήν θρόνον υψηλόν εστολισμένον, και στολήν ωραίαν λευκήν, καθώς και στέφανον περίλαμπρον και της είπεν· «Όλα αυτά ητοίμασε προς χάριν σου ο Κύριος δια τας βασάνους τας οποίας υπομένεις συ δι’ αγάπην Του». Έπειτα την ανεβίβασεν εις τόπον υψηλότερον και της έδειξεν άλλον θρόνον και άλλην στολήν επίσης λευκήν και έτερον στέφανον ειπών· «Ταύτα προορίζονται δια τον σύζυγόν σου Τιμόθεον, είναι δε υψηλότερον ο ιδικός του τόπος, διότι αυτός εστάθη η αιτία της σωτηρίας σου». Τοιουτοτρόπως έλαβεν η Αγία πληροφορίαν περί της δόξης την οποίαν ητοίμασεν ο Κύριος δια τους Αγίους Αυτού Μάρτυρας, ελθούσα δε εις εαυτήν μετέδωσε ταύτα και εις τον μακάριον Τιμόθεον. Ούτως εν χαρά και αγαλλιάσει παρέδωκαν οι τρισόλβιοι τας μακαρίας αυτών ψυχάς εις χείρας του Κυρίου τη γ΄ (3η) του Μαϊου μηνός. Τότε τινές των εκεί ευσεβών Χριστιανών έδωσαν χρήματα προς τους στρατιώτας και αφού κατεβίβασαν εκ των σταυρών τα άγια αυτών Λείψανα, παρέλαβον ταύτα και έθαψαν εντίμως και ευλαβώς, δοξάζοντες τον Θεόν, όστις βοηθεί τους δούλους Αυτού να πατούν επί όφεων και σκορπίων και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού, χωρίς ουδόλως να βλάπτωνται. Ω υπεράνθρωπος ανδρεία των στρατιωτών του Ευαγγελίου της ειρήνης! Ω έργα θαυμαστά και εξαίσια, τα οποία βλέποντες, όχι μόνον οι άνθρωποι, αλλά και αυτοί οι ουράνιοι Άγγελοι, εξεπλάγησαν! Πως η εκ πηλού φθαρτή ουσία ως άϋλος ενεκαρτέρησεν εις τας βασάνους και έμεινεν ως αδάμας αμάλακτος εις τον άκμονα των παθημάτων! Δια τούτο και ο στεφοδότης Χριστός, εις μεν τον ουρανόν τους εστεφάνωσεν ενδόξως δια του αμαράντου εκείνου στεφάνου της δόξης Αυτού, εις δε την γην, ήτις είναι ναός των Μαρτύρων, η κατοικούσα Χάρις του Αγίου Πνεύματος ενεργεί δια τούτων των Αγίων Μαρτύρων άπειρα θαύματα, Ιατρεύει πυρέσσοντας, επαναδωρίζει την όρασιν εις τυφλούς, θεραπεύει παραλύτους, διώκει από τους πάσχοντας τα κακά της πονηρίας πνεύματα, εις δόξαν και καύχημα των ενδόξων Αθλοφόρων Αυτού. Εκ τούτων των θαυμάτων προσφέρομεν ολίγα τινά εις την υμετέραν αγάπην, εις δόξαν Θεού και των Αυτού θεραπόντων ενδόξων Αγίων Αθλητών, Τιμοθέου και Μαύρας. Εις το χωρίον Μαχαιράδον της νήσου Ζακύνθου ωκοδομήθη υπό των ευσεβών Χριστιανών περικαλλής Ναός επ’ ονόματι των Αγίων Μαρτύρων Τιμοθέου και Μαύρας, εις τον οποίον τελούνται καθ’ εκάστην άπειρα θαύματα. Ούτω γυναίκα προσβαλλομένην υπό του πονηρού δαίμονος έφερον οι συγγενείς της εις τον Ναόν των Αγίων· επειδή δε εδοκίμαζεν ο δαίμων να πνίξη ταύτην την τρισαθλίαν εις τα ύδατα, την είχον δεδεμένην έμπροσθεν της εικόνος των Αγίων Μαρτύρων. Ημέραν δε τινά λυθείσα αύτη από των δεσμών, ερρίφθη υπό του δαίμονος εντός φρέατος, το οποίον ευρίσκεται πλησίον της Εκκλησίας και εκεί έμεινεν επί τρεις και πλέον ώρας. Ερευνώντες δε οι συγγενείς της, την εύρον, ω του θαύματος! επάνω εις το ύδωρ και την ηρώτων πως ουδέ καν εβράχη. Τότε η γυνή αύτη ωμολόγησε παρρησία, ότι η Αγία Μαύρα την εκράτει από τας τρίχας της κεφαλής και δεν την άφηνε να βυθισθή. Εξήγαγον λοιπόν αυτήν εκ του φρέατος και ευθύς ιατρεύθη και έφυγεν εις τον οίκον της δοξάζουσα τον Θεόν και την θαυματουργόν Μάρτυρα. Το αυτό θαύμα εγένετο και εις ένα νέον δαιμονιζόμενον. Ούτος ευθύς ως είδε μόνον την εικόνα της Αγίας απηλλάγη του δαιμονίου και ιαθείς εδόξαζεν ακαταπαύστως τον Θεόν κηρύττων πανταχού το υπερφυές θαύμα της Αγίας. Κατά το έτος 1801, την ημέραν της εορτής των Αγίων, εν ώρα του όρθρου και κατά την στιγμήν της δοξολογίας, ενώ πάντες οι Ιερείς ήσαν ενδεδυμένοι τας ιερατικάς των στολάς, πλήθος δε πολύ των Χριστιανών, εκ της πόλεως και των πέριξ χωρίων, είχον συναθροισθή δια να εορτάσουν την πανήγυριν των Αγίων και να ακολουθήσουν την λιτανείαν, ήτις, ως συνήθως, τελείται μετά τον όρθρον, ποσότης πυρίτιδος, την οποίαν είχον οι επιτηρηταί του Ιερού Ναού εντός κιβωτίου δια τον πανηγυρικόν εορτασμόν, άγνωστον πως, ήναψεν. Αλλ’ ω του θαύματος! Αν και η ποσότης της πυρίτιδος ήτο αρκετή δια να κατακρημνίση όχι μόνον την Εκκλησίαν, αλλά και ολόκληρον φρούριον, όμως μετά μίαν μεγάλην και ασυνήθιστον βροντήν και σεισμόν και ενώ οι ευρεθέντες έμειναν ως νεκροί και περιέμενον τον θάνατόν των, εσχίσθη το κιβώτιον εις τεμάχια τα οποία εξεσφενδονίζοντο ως κεραυνοί δεξιά και αριστερά. Όλα δε διηυθύνθησαν εν μια στιγμή εις τα παράθυρα και, θραύσαντα τους μοχλούς, έφυγον έξω μετά της φλογός, ως διωκόμενα υπό της Αγίας χωρίς να βλαβή ούτε ο Ναός ούτε κανείς εκ των παρευρισκομένων προσκυνητών. Τούτο το μέγα θαύμα ιδόντες οι Ιερείς και ο λαός, έκραζον όλοι ομοθυμαδόν· «Μέγας ει, Κύριε, και θαυμαστός εν τοις έργοις Σου, δόξα Σοι». Αλλά σταματώμεν εδώ την διήγησιν των θαυμάτων των Αγίων τούτων Μαρτύρων χάριν συντομίας, αποσιωπώντες τα άλλα, άτινα αενάως ενεργεί ο Θεός εις δόξαν των θεραπόντων Αυτού. Τούτο είναι το Μαρτύριον των ενδόξων Αγίων Τιμοθέου και Μαύρας, ευλογημένοι Χριστιανοί. Τοιουτοτρόπως επολιτεύθησαν και ούτως ευηρέστησαν τον Θεόν. Δια τοιούτων αρετών ενίκησαν τον διάβολον και έστησαν κατά της πλάνης αυτού τα λαμπρά τρόπαια της νίκης αυτών. Ημείς δε αδελφοί, οίτινες εορτάζομεν την μνήμην αυτών, ας μη πανηγυρίζωμεν με χορούς και άσματα, επειδή ταύτα είναι του διαβόλου πανήγυρις. Ουδέ με πολυφαγίας, μέθην και ασελγείας, διότι ταύτα έκαμνον οι ειδωλολάτραι εις τας μιαράς των εορτάς, οι τυφλοί ούτοι και αναίσθητοι, οίτινες δεν ανέμενον κρίσιν και ανταπόδοσιν. Ημείς δε οίτινες εβαπτίσθημεν εις το όνομα της ομοουσίου Τριάδος και εφωτίσθημεν δια του ευαγγελικού φωτός της αγίας ημών Πίστεως, ας κάμνωμεν έργα άξια της Πίστεώς μας. Θέλετε, ευσεβείς Χριστιανοί, να εορτάσετε ταύτην την αγίαν εορτήν αξίως; Υπάγετε μετ’ ευλαβείας και πίστεως εις την Εκκλησίαν, άνδρες και γυναίκες, εστολισμένοι όχι με λαμπρά και πολυτελή ενδύματα, αλλά με συνείδησιν αγίαν και καθαράν, λησμονούντες τας έχθρας, τον φθόνον και πάσαν άλλην κακίαν κατά του πλησίον σας· αφού δε εξέλθετε από την Εκκλησίαν, κοιτάξετε δεξιά και αριστερά, καθώς έκαμνεν εκείνος ο Αβραάμ και αν ιδήτε γυμνόν, ενδύσατέ τον· αν ιδήτε πεινώντα, χορτάσατέ τον και αν ιδήτε ξένον, καλέσατε αυτόν εις την οικίαν σας. Τότε και τον Θεόν ευχαριστείτε και τους Αγίους ευφραίνετε, πανηγυρίζοντες, καθώς αρμόζει, την μνήμην των. Ας μη νομίζωμεν, αγαπητοί, ότι θα σωθώμεν με μόνην την Πίστιν χωρίς έργα, διότι, καθώς λέγει ο Απόστολος Ιάκωβος, όπως είναι αδύνατον να ζη το σώμα μας χωρίς ψυχήν (Ιακ. β:26), ούτω είναι αδύνατον να σωθώμεν και ημείς οι Χριστιανοί χωρίς τα χριστιανικά έργα. Έως πότε, αδελφοί, θα είσθε προσηλωμένοι εις την γην, χωρίς να υψώνετε τους οφθαλμούς σας προς τον ουρανόν, την αιώνιον πατρίδα μας; Δεν ακούετε τον μακάριον Παύλον, όστις μας διδάσκει λέγων· «ημών γαρ το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει» (Φιλ. γ:20); Δηλαδή, άνθρωπε, τι κοπιάς ημέραν και νύκτα εις ταύτην την πρόσκαιρον κατοικίαν σου, αφού σήμερον είσαι εδώ και αύριον μεταβαίνεις εις τον ουρανόν, όστις είναι η αιώνιος πατρίς σου; Εντροπή μεγάλη είναι εις ημάς, ευσεβείς Χριστιανοί, να μη έχωμεν άλλην φροντίδα από του να αγοράζωμεν τώρα τούτον τον αμπελώνα, αύριον εκείνον τον ελαιώνα, μεθαύριον εκείνην την οικίαν, χωρίς να συλλογιζώμεθα ότι και αν ακόμη ηθέλομεν γίνει άλλος Αλέξανδρος να εξουσιάσωμεν όλην σχεδόν την οικουμένην, όμως αύριον έρχεται το δρέπανον του θανάτου, το οποίον, αφού μας κόψη την ζωήν, άλλο τι δεν παραλαμβάνομεν μεθ’ εαυτών παρά μόνον τα εντάφιά μας. Επειδή, καθώς λέγει ο Προφήτης, γυμνοί εξήλθομεν εκ κοιλίας μητρός μας, γυμνοί και πάλιν καταβαίνομεν εις την κοιλίαν της μητρός μας γης (Ιώβ α:21). Εκείνα δε τα οποία με τόσους κόπους, ιδρώτας, ίσως δε και αδικίας και αρπαγάς απεκτήσαμεν, «τίνι έσται;» (Λουκά ιβ:20). Τα κληρονομούν πολλάκις οι εχθροί μας και εκείνοι τους οποίους δεν θέλομεν. Και αυτοί μεν απολαμβάνουν τους κόπους μας, ημείς δε κολαζόμεθα φρικτώς εντός της αιωνίου κολάσεως, ομού μετά του ασπλάγχνου εκείνου πλουσίου (Λουκά ιβ: 16-21), χωρίς ελπίδα ανέσεως. Αλλοίμονον! Όλοι σήμερον εξεκλίναμεν από την ευθείαν οδόν· πάντες επλανήθημεν και ηχρειώθημεν, ουκ έστι δε ο ποιών χρηστότητα, ουκ έστιν έως ενός. Πρώτον λοιπόν ο Κλήρος πρέπει να λάμπη δια της εναρέτου ζωής και να φωτίζη τους Χριστιανούς, καθώς μας παραγγέλλει και ο Κύριος εις το Άγιον Ευαγγέλιον, λέγων· «Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς» (Ματθ. ε:16). Αφού λοιπόν πρώτον ημείς οι Κληρικοί διάγωμεν ζωήν αξίαν του επαγγέλματος, ας μη ολιγωρούμεν να διδάσκωμεν εις τα λογικά ημών πρόβατα την ακτημοσύνην, την δικαιοσύνην, την ταπείνωσιν, την αγάπην προς πάντας, ως και όσα έργα αρέσκουσιν εις τον Θεόν. Επειδή, αν εις τον πόλεμον νικηθή ο αρχηγός του στρατεύματος και θανατωθή ούτος, τι θέλουσι γίνει οι στρατιώται; Δεν θα κινδυνεύσουν εις το έπακρον; Ή αν ο ποιμήν των προβάτων ήθελεν απειληθή, δεν θα κατεστρέφοντο τα πρόβατα; Ούτω και η ιδική μας οκνηρία και αμέλεια, αλλοίμονον! Πόσους στέλλει εις εκείνο το αφεγγές χάος του Άδου. Αν όμως έστω και μία ψυχή κολασθή εκ της ιδικής μας αμελείας, μέλλει να ζητήση ταύτην αδελφοί, από ημάς ο Δίκαιος Κριτής εν ημέρα Κρίσεως και θέλομεν τιμωρηθή αυστηρώς δια την αμέλειάν μας ταύτην. Τι θέλομεν γίνει αν έστω και εκ μικράς μας αμελείας στερηθούν της δόξης του Κυρίου τα πρόβατα, τα οποία μάς ενεπιστεύθη; Δια τούτο, από τούδε και εις το εξής, ας διδάσκωμεν με το έργον περισσότερον από τον λόγον τα λογικά μας πρόβατα, δια να ακούσωμεν εν εκείνη τη ημέρα· «Ευ δούλοι αγαθοί και πιστοί, εισέλθετε εις την χαράν του Κυρίου σας» (Ματθ. κε:21,23). Και σεις Μοναχοί και Μονάζουσαι, μη νομίσετε ότι η λευκή κόμη και το μαύρον ράσον σάς σώζουν, καθώς λέγει ο Μέγας Βασίλειος, αλλά η παρθενία, η ακτημοσύνη, η ταπείνωσις και μάλιστα η ελεημοσύνη προς τον πτωχόν και τον πένητα. Ταύτα τα έργα σάς οδηγούν μέχρι της θύρας του ουρανού και σας εισάγουν εις την Βασιλείαν των ουρανών. Σεις δε, ω γυναίκες, αφήσατε τας μεταξύ σας κατακρίσεις, απομακρύνατε τους φθόνους, παύσατε τα σκάνδαλα. Και όταν προσέρχεσθε εις την Εκκλησίαν μη περιεργάζεσθε πως ενδύεται η μία και πως η άλλη, αλλά μετά φόβου Θεού και κατανύξεως να λατρεύετε και να υμνήτε τον Πανάγαθον Κύριον, παρακαλούσαι Αυτόν να συγχωρή τα σφάλματά σας και να ριζώνη τον φόβον Του εις τας καρδίας σας, προσφέρουσαι ούτω την πρέπουσαν πίστιν εις τον Χριστόν και την οφειλομένην υπακοήν εις τους νομίμους συζύγους σας, καθώς έκαμνον τον παλαιόν καιρόν αι άγιαι εκείναι γυναίκες. Ούτω μόνον θέλετε αξιωθή της ανεκφράστου χαράς. Και σεις, ω αδελφοί Χριστιανοί, μη εξοδεύετε τον καιρόν σας εις πάθη και ασωτείας· μη μολύνετε την ψυχήν σας με αρπαγάς, φόνους, ψευδομαρτυρίας, φόνους, καταλαλιάς, μοιχείας και με όσα μισεί ο Θεός και αγαπά ο εφευρέτης της κακίας διάβολος. Εκείνο δε το οποίον μισείτε να σας κάμνη άλλος, μη το κάμνετε σεις εις άλλον. Επειδή όχι μόνον ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός μάς παραγγέλλει εις το θείον Του Ευαγγέλιον, λέγων· «Πάντα ουν όσα αν θέλητε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτω και υμείς ποιείτε αυτοίς» (Ματθ. ζ:12), αλλά και αυτός ο νόμος της φύσεως διδάσκει να μη πράττωμεν εκείνο που δεν θέλομεν να μας κάμουν· «Ο συ μισείς, ετέρω μη ποιήσεις» (Τωβ. δ: 15). Ταύτα αν φυλάξωμεν, αγαπητοί, θέλομεν διέλθει εδώ μεν την παρούσαν πρόσκαιρον ζωήν μας ειρηνικήν, ευτυχή και αλύπητον, εκεί δε θέλομεν αξιωθή της μακαρίας και αϊδίου ζωής του Παραδείσου, Χάριτι του ανάρχου Πατρός και του συναϊδίου αυτού Υιού και του Παναγίου και αγαθού και ζωοποιού Αυτού Πνεύματος, της μιάς Θεότητος, ης η δόξα και το κράτος νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Δ΄ (4η) Μαϊου, μνήμη της Αγίας Μάρτυρος ΠΕΛΑΓΙΑΣ της από Ταρσού.

Δημοσίευση από silver »


Πελαγία η αγία Μάρτυς ήκμασε κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού του κατά τα έτη σπδ΄ - τε΄ (284-305) βασιλεύσαντος, καταγομένη μεν εκ Ταρσού της Κιλικίας, κατοικούσα δε εις Ρώμην. Επειδή δε ο Ρώμης Επίσκοπος Λίνος, όστις και εχρημάτισε, μετάτον κορυφαίον Πέτρον, πρώτος Επίσκοπος της Ρώμης, εβάπτιζε δια του Αγίου Βαπτίσματος πολλούς ειδωλολάτρας, κάμνων ούτω τούτους Χριστιανούς, η μακαρία Πελαγία είδε κατ’ όναρ την μορφήν του Επισκόπου τούτου, όστις την παρεκάλει να υπάγη να την βαπτίση. Ως δε εξύπνησεν, εννόησε το όραμα και ζητήσασα άδειαν παρά της μητρός αυτής, ίνα δήθεν μεταβή εις την τροφόν της, προσήλθεν εις τον Επίσκοπον και εβαπτίσθη. Λαβούσα η Πελαγία το Άγιον Βάπτισμα παρέδωκεν ευθύς εις τον Επίσκοπον τον πολύτιμον αυτής ιματισμόν, ίνα διανείμη τούτον εις τους πτωχούς· αύτη δε πορευθείσα εις την τροφόν της με τα ταπεινά φορέματα, με τα οποία ενεδύθη μετά το Άγιον Βάπτισμα, και μη γενομένη δεκτή παρ’ αυτής, επέστρεψεν έπειτα εις την μητέρα της με αυτήν την ταπεινήν ενδυμασίαν. Η δε μήτηρ της, ιδούσα ταύτην τόσον πτωχικώς ενδεδυμένην, ησθάνθη λύπην ανυπόφορον. Επειδή δε η μήτηρ της, αν και την παρεκίνει να αλλάξη τα φορέματα εκείνα και να αρνηθή τον Χριστόν, δεν ηδυνήθη να την καταπείση, δια τούτο απεκάλυψε το γεγονός εις τον υιόν του Διοκλητιανού, όστις ήτο μνηστήρ της. Εκείνος τότε, λυπηθείς καθ’ υπερβολήν, διότι η Πελαγία ηθέτησε τον προς αυτόν έρωτα, αυτοεχειριάσθη. Μαθών όθεν τούτο ο πατήρ του Διοκλητιανός και οργισθείς σφόδρα, συνέλαβε την Πελαγίαν και ενέκλεισεν αυτήν εντός πεπυρακτωμένου χαλκίνου βοός και ούτως η μακαρία έλαβε τον του Μαρτυρίου ακήρατον στέφανον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ε΄ (5η) Μαϊου, μνήμη της Αγίας Μεγαλομάρτυρος ΕΙΡΗΝΗΣ.

Δημοσίευση από silver »

Ειρήνη, η Αγία Μεγαλομάρτυς, ήτο μονογενής θυγάτηρ Λικινίου του βασιλίσκου και Λικινίας. Εγεννήθη εις την πόλιν Μαγεδών και ήκμασε κατά τους χρόνους του βασιλέως Κωνσταντίνου του Μεγάλου (306 – 337), ωνομασθείσα πρότερον Πηνελόπη. Επειδή δε ήτο ωραία και υπερέβαλλε κατά το κάλλος όλας τας συγχρόνους της κόρας, ο πατήρ της ο οποίος εφοβείτο δι’ αυτήν την ενέκλεισεν εντός υψηλού πύργου, τον οποίον επί τούτο έκτισε. Συνέκλεισε δε μετ’ αυτής και δεκατρείς ωραίας θεραπαινίδας, εν μέσω των οποίων η Ειρήνη διήγε μετά πλούτου πολλού και έχουσα θρόνον, τράπεζαν και λυχνίαν κατεσκευασμένα εκ χρυσού. Όταν δε ωρίσθη παρά του πατρός της να μένη εν τω πύργω ήτο εξαετής και επαιδαγωγείτο και εδιδάσκετο υπό τινος γέροντος, Απελλιανού ονομαζομένου, τον οποίον ο πατήε της Λικίνιος διώρισεν, ίνα επιτηρή αυτήν. Μίαν ημέραν είδεν η Αγία περιστεράν εισελθούσαν εις τον πύργον και φέρουσαν κλάδον ελαίας εις το στόμα της, τον οποίον απέθεσεν επί της χρυσής τραπέζης. Καθ’ όμοιον τρόπον είδε και αετόν κρατούντα δια του ράμφους του στέφανον, πεπλεγμένον με άνθη, τον οποίον και ούτος αφήκεν επί της τραπέζης και έπειτα είδε κόρακα εισελθόντα εκ του άλλου παραθύρου και κρατούντα όφιν, τον οποίον απέθεσε και αυτός επί της χρυσής τραπάζης. Βλέπουσα δε ταύτα η μακαρία αύτη κόρη ηπόρει και εσυλλογίζετο τι άρα ταύτα δηλούσιν. Τότε ο γέρων Απελλιανός, ο διδάσκαλός της, εξήγησε ταύτα, ειπών προς αυτήν· «Η μεν περιστερά δηλοί την παιδείαν της γνώμης, ο δε κλάδος της ελαίας σημείον θαυμαστόν γεγονότων και τύπον βαπτίσματος, ο αετός, επειδή είναι βασιλεύς των πτηνών, προεικονίζει, δια του βασιλικού του στεφάνου, μέλλουσαν νίκην εις εκλεκτάς και αγαθάς πράξεις· ο δε κόραξ και όφις δηλούν, ότι θέλεις δοκιμάσει θλίψιν και ταλαιπωρίαν». Δια της εξηγήσεως ταύτης, την οποίαν έδωκεν ο Απελλιανός εν συντομία, απεκάλυπτε τον αγώνα του Μαρτυρίου, το οποίον έμελλεν η Αγία να τελειώση, δια την αγάπην της προς τον Θεόν. Τα δε εν συνεχεία εξιστορούμενα περί της Αγίας αυτής είναι πράγματι παράδοξα και υπερφυσικά. Λέγουσα, δηλαδή, ότι Άγγελος Κυρίου έδωκεν εις αυτήν το όνομα και αντί Πηνελόπης μετωνόμασεν αυτήν Ειρήνην και ακολούθως ότι Άγγελος Κυρίου τής εδίδαξε την του Χριστού πίστιν και προείπεν εις αυτήν, ότι πολλαί μυριάδες ψυχών θα σωθώσι δι αυτής και ότι θέλει έλθει προς αυτήν παραδόξως ο Απόστολος Τιμόθεος, ο του Παύλου μαθητής, όστις θέλει βαπτίσει αυτήν. Όταν δε όλα ταύτα επραγματοποιήθησαν, τότε η μακαρία Ειρήνη εκρήμνισε τα είδωλα του πατρός της, συντρίψασα ταύτα. Πρώτον λοιπόν εξητάσθη υπό του ιδίου πατρός της ο οποίος, ως είδεν ότι αύτη επέμενον εις την πίστιν του Χριστού, προσέταξε να την δέσωσι και ούτω δεδεμένην να την ρίψωσιν εις τους ίππους δια να την καταπατήσωσιν. Εις δε εκ των ίππων αυτών, αντί να βλάψη την Αγίαν, εξηγριώθη κατά του πατρός της, τον οποίον και έρριψε κατά γης συντρίψας την δεξιάν αυτού χείρα και αυτόν μεν εθανάτωσε, την δε Αγίαν εμακάρισε με ανθρωπίνην φωνήν. Λυθείσα η Μάρτυς εκ των δεσμών, παρεκλήθη υπό των παρεστώτων και προσευχηθείσα ανέστησε τον πατέρατης, ο οποίος επίστευσεν εις τον Χριστόν μετά της συζύγου του και τριών άλλων χιλιάδων ανθρώπων, οίτινες άπαντες εδέχθησαν το Άγιον Βάπτισμα. Ο δε πατήρ της, εγκαταλείψας μετά ταύτα την βασιλείαν, κατώκησεν εις τον πύργον εκείνον, τον οποίον έκτισε δια την θυγατέρα του, και εκεί διήλθε το υπόλοιπον της ζωής του εν μετανοία. Αποθανόντος δε του πατρός της, εγένετο άλλος βασιλεύς, Σεδεκίας ονομαζόμενος, ο οποίος ηνάγκασε την Αγίαν να θυσιάση εις τα είδωλα. Επειδή όμως αύτη ουδόλως επείθετο, επρόσταξε και έρριψαν ταύτην την μακαρίαν πρηνή, εντός βαθυτάτου λάκκου, όπου ευρίσκοντο διάφορα ερπετά και δηλητηριώδεις όφεις. Η δε Αγία, αν και έμεινεν εκεί δεκατέσσαρας ημέρας, όμως εξήλθεν αβλαβής. Όθεν επριόνισαν τους πόδας αυτής, όμως δι’ επιστασίας θείου Αγγέλου κατέστη πάλιν υγιής. Έπειτα έδεσαν αυτήν εις τροχόν, το δε ύδωρ, το οποίον κάτω φερόμενον εκίνει τον τροχόν, εσταμάτησε πάραυτα, η δε Αγία έμεινεν ούτω τελείως αβλαβής. Εξ αιτίας δε του τοιούτου θαύματος επίστευσαν εις τον Χριστόν οκτώ χιλιάδες ψυχαί. Αφ’ ου δε ο βασιλεύς Σεδεκίας εξέπεσε της βασιλείας και ο υιός του Σαβώρ επολέμει τους εκθρονίσαντας τον πατέρα του, τότε η Αγία Ειρήνη συνήντησεν εκτός της πόλεως Μαγεδών τον Σαβώρ και το στράτευμα αυτού. Ως δε προσευχήθη, άπαντες ετυφλώθησαν και δεν έβλεπον που να υπάγωσι. Προσευχηθείσα δε πάλιν εδώρησεν εις αυτούς, δια της θείας Χάριτος, το φως των οφθαλμών των. Εκείνοι όμως οι αχάριστοι εκάρφωσαν τας πτέρνας της Αγίας και εφόρτωσαν αυτήν με σάκκον πλήρη άμμου, ούτω δε πεφορτωμένην την υπεχρέωσαν βιαίως να βαδίση εις απόστασιν τριών μιλίων. Επειδή δε αμέσως τότε η γη εσχίσθη εις δύο και εδέχθη εντός αυτής δέκα χιλιάδας απίστων, τούτου ένεκα προσήλθον εις την πίστιν του Χριστού έως τριάκοντα χιλιάδες άνθρωποι. Ο βασιλεύς όμως έμεινεν εν τη απιστία. Όθεν, ελθών Άγγελος Κυρίου, εκτύπησεν αυτόν και τον εθανάτωσε. Τότε η Αγία, λαβούσα άδειαν, περιεπάτει ελευθέρως εντός της πόλεως και εποίει πολλά θαύματα. Πορευθείσα δε και εις τον πύργον, όπου ήτο ο πατήρ της μετά του Ιερέως Τιμοθέου, κατώρθωσε δια της διδασκαλίας της να προσέλθωσιν εις την πίστιν του Χριστού πέντε χιλιάδες ειδωλολατρών. Μετ’ αυτών δε επίστευσαν και τριάκοντα τρεις άνδρες, οι οποίοι ήσαν διωρισμένοι να φυλάττωσι τον πύργον, άπαντες δε ούτοι έλαβον το Άγιον Βάπτισμα. Μετά ταύτα ήλθεν η Αγία εις την πόλιν την ονομαζομένην Καλλίνικον, όπου ήτο ο βασιλεύς Νουμεριανός, συγγενής των πρώην βασιλέων, και αφού παρουσιάσθη εις αυτόν, ωμολόγησε τον Χριστόν. Όθεν ενέκλεισαν αυτήν διαδοχικώς εντός τριών πεπυρωμένων χαλκίνων βοών, μεταθέτοντες αυτήν από του πρώτου εις τον δεύτερον και από του δευτέρου εις τον τρίτον. Ο δε τρίτος βους, καίτοι άψυχος ων, παραδόξως περιεπάτησε και έπειτα εσχίσθη. Όθεν εξήλθεν η Αγία εξ αυτού άφλεκτος και αβλαβής. Πολλοί δε άπιστοι, ιδόντες το τοιούτον θαυμάσιον, επίστευσαν εις τον Χριστόν. Ήσαν δε ούτοι έως δέκα μυριάδες (100.000). Όταν δε ο βασιλεύς έμελλε να αποθάνη, παρήγγειλεν εις τον έπαρχον να τιμωρήση με διαφόρους βασάνους την Αγίαν· ο δε έπαρχος, δέσας την Μάρτυρα με αλύσεις, ήναψε μεγάλην πυράν κάτωθεν αυτής, αλλά κατελθών Άγγελος Κυρίου έσβεσε το πυρ και διεφύλαξε την Αγίαν αβλαβή. Όθεν ο έπαρχος, βλέπων τούτο, επίστευσεν εις τον Χριστόν μετά των οικείων του. Αλλ’ η φήμη των θαυμασίων τής Αγίας έφθασε και μέχρι του Σαβωρίου του των Περσών βασιλέως, όστις έζη κατά τους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου εν έτει τλ΄ (330), ούτος δε προσέταξε να αποκεφαλίσωσι την Μάρτυρα. Απεκεφαλίσθη λοιπόν η του Χριστού καλλίνικος Ειρήνη και ετέθη εντός τάφου, αλλά πάλιν ανεστήθη υπό θείου Αγγέλου, ο οποίος εμακάρισεν αυτήν, διότι εμαρτύρησεν υπέρ του Χριστού, ως επίσης και εκείνους όσοι επίστευσαν εις τον Χριστόν δι’ αυτής και όσους θα μνημονεύωσι το όνομά της, εορτάζοντες την ημέραν του Μαρτυρίου της. Αφού δε ανέστη, λέγεται ότι εισήλθεν εις την πόλιν την καλουμένην Μεσημβρίαν κρατούσα εις τας χείρας της κλάδον ελαίας και ούτω παρουσιάσθη εις τον βασιλέα, όστις, ιδών αυτήν, επίστευσεν εις τον Χριστόν και εβαπτίσθη υπό του Πρεσβυτέρου Τιμοθέου μετά πολλών μυριάδων ανθρώπων. Έπειτα μετέβη η Αγία εις την ιδίαν αυτής πόλιν Μαγεδών προς τους γονείς της και τον μεν πατέρα της επένθησεν, ως προαποθανόντα, αφού δε είδε και απεχαιρέτησε την μητέρα της, ανελήφθη υπό νεφέλης και έφθασεν εις την Έφεσον, όπου διέτριψεν επί τινα καιρόν, πλείστα θαύματα τελούσα και τιμωμένη ως εις Απόστολος. Μετά δε ταύτα συνήντησε και τον διδάσκαλον της Απελλιανόν. Αφού δε η Αγία εδίδαξε τους εν Εφέσω, παρέλαβε μεθ’ εαυτής μόνους εξ και τον Απελλιανόν και εξήλθε της πόλεως της Εφέσου· ευρούσα δε εκεί νεώρυκτον τάφον, εντός του οποίου ουδείς είχε ταφή, εισήλθεν εν αυτώ, επί του τάφου δε αυτού έθεσεν ο Απελλιανός λίθον. Διέταξε δε η Αγία, έτι ζώσα, ότι επί τέσσαρας ημέρας να μη κινήση κανείς τον λίθον, τον οποίον έμελλε να τοποθετήση επί του τάφου ο διδάσκαλός της. Μετά δε δύο ημέρας πορευθείς εις τον τάφον ο Απελλιανός, ω του θαύματος! εύρεν εγηγερμένον τον λίθον και μη υπάρχον εκεί το σώμα της Μάρτυρος. Ταύτα κατά μεν τους ταπεινούς και ασθενείς λογισμούς των ανθρώπων ίσως φανώσιν απίθανα, εις τον Θεόν όμως είναι τα πάντα δυνατά. Εκλήθη δε η Αγία ίνα δικασθή πρώτον μεν υπό του πατρός της Λικινίου, δεύτερον υπό του Σεδεκίου και Σαβώρ και Νουμεριανού υιού Σεβαστιανού, ως και υπό του επάρχου Βαύδωνος και Σαβωρίου του βασιλέως των Περσών. Αι δε πόλεις εις τας οποίας εμαρτύρησεν είναι αύται: Μαγεδών η πατρίς της, Καλλίνικος, Κωνσταντίνα και Μεσημβρία.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΣΤ΄ (6η) Μαϊου, μνήμη του Αγίου, Δικαίου, Πολυάθλου και Προφήτου ΙΩΒ.

Δημοσίευση από silver »

Ιώβ ο Άγιος Προφήτης ο Πολύαθλος κατήγετο εκ της χώρας της καλουμένης Αυσίτιδος, εκ των συνόρων της Ιουδαίας και Αραβίας, ήτο δε απόγονος των υιών του Ησαύ, του πρωτοτόκου υιού του Ισαάκ. Πέμπτος λοιπόν είναι ούτος από τον Αβραάμ. και ο μεν πατήρ του ωνομάζετο Ζαρέ, η δε μήτηρ του Βοσσόρα. Εκαλείτο δε ούτος πρότερον Ιωβάβ και προεφήτευσεν επί έτη τεσσαράκοντα πέντε, ακμάσας χίλια εννεακόσια είκοσι πέντε έτη προ της ελεύσεως του Χριστού. Δια τούτον τον Δίκαιον εζήτησεν ο διάβολος παρά του Θεού την άδειαν, ίνα τιμωρήση αυτόν και δια της τιμωρίας τον εξαναγκάση να αδημονήση και να βλασφημήση κατά του Θεού, επειδή ήκουσε του ιδίου του Θεού μαρτυρούντος, ότι είναι δίκαιος και ακατηγόρητος και υπερέχει όλων των τότε δικαίων. Όθεν ο Θεός επέτρεψε να δοθή ο Δίκαιος εις χείρας του. Ο δε διάβολος, λαβών την συγχώρησιν και την άδειαν ταύτην, εστέρησε τον δίκαιον όλων αυτού των κτημάτων και αφ’ ου τον κατεδυνάστευσε με λέπραν και με άλλας πληγάς και πάθη απαρηγόρητα, ανεχώρησε κατησχυμμένος. Επειδή με τας προσβολάς τοσούτων πειρασμών, τους οποίους επροξένησεν εις τον Δίκαιον, όχι μόνον δεν επέτυχε τον σκοπόν του, δηλαδή να τον κάμη να βλασφημήση κατά του Θεού, αλλά εις το αντίθετον έφθασεν αποτέλεσμα, διότι ο Δίκαιος Ιώβ έμεινε σταθερός και ακλόνητος εις τους πειρασμούς, αντί δε βλασφημιών ανέπεμπεν ευχαριστίας εις τον παντοδύναμον Θεόν. Όθεν ο Θεός, εις το τέλος των αγώνων του, ανεκήρυξε την δικαιοσύνην αυτού, λέγων· «Μη αποποιού μου το κρίμα· οίει δε με άλλως σοι κεχρηματικέναι ή ίνα αναφανής δίκαιος;» (Ιώβ μ:3). Δηλαδή, μη αποστραφής την τιμωρίαν ταύτην, την οποίαν σοι έδωκα, διότι μη νομίζης, ότι δια άλλον λόγον επέτρεψα να τιμωρηθής, ει μη ίνα φανής δίκαιος. Δια τούτο ο Θεός εχάρισεν εις τον Ιώβ όλα τα τέκνα και τα κτήματα, τα οποία επέτρεψε να στερηθή ούτος. Τα δε περί του Ιώβ κατά πλάτος και λεπτομερώς αναφέρονται εις το ιδιαίτερον και καθ’ αυτό βιβλίον του. Έζησε δε μετά την τιμωρίαν έτη εκατόν εβδομήκοντα, ώστε όλα τα έτη της ζωής του, τα προ και μετά την πληγήν, συμποσούνται εις διακόσια τεσσαράκοντα οκτώ.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ζ΄ (7η) Μαϊου, εορτάζομεν την ανάμνησιν του εν ουρανώ φανέντος σημείου του ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

Δημοσίευση από silver »

επί Κωνσταντίου βασιλέως, υιού του Μεγάλου Κωνσταντίνου, και Κυρίλλου Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων, εν έτει τμστ΄ (346).

Το Σημείον του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού ανεφάνη εις τον ουρανόν εν ταις ημέραις του βασιλέως Κωνσταντίου (337-361) υιού Κωνσταντίνου του Μεγάλου και Κυρίλλου Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων, εν ημέραις της Αγίας Πεντηκοστής, τη εβδόμη (7η) του μηνός Μαϊου, εν έτει τμστ΄ (346), ώρα Τρίτη της ημέρας. Συνίστατο δε ο φανείς Τίμιος Σταυρός όλος εκ θείου φωτός, το οποίον έβλεπε πας ο λαός, εφαίνετο δε εξηπλωμένος επί του Αγίου Γολγοθά και από τούτου έως του Όρους των Ελαιών. Τόσον δε λαμπρός ήτο, ώστε με τας μαρμαρυγάς και την φωτοβολίαν του εσκέπαζε τας ακτίνας του ηλίου. Όθεν πάσα ηλικία νέων τε και γερόντων, ομού μετά των νηπίων και θηλαζόντων βρεφών έτρεξαν εις την Εκκλησίαν και με άμετρον χαράν και θερμήν κατάνυξιν κοινώς ανέπεμψαν εις τον Θεόν ευχαριστίαν και δόξαν, δια το παράδοξον τούτο θέαμα.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Η΄ (8η) Μαϊου, μνήμη του Αγίου ενδόξου Αποστόλου και Ευαγγελιστού ΙΩΑΝΝΟΥ του ΘΕΟΛΟΓΟΥ,

Δημοσίευση από silver »

ή η Σύναξις της εκπεμπομένης εκ του τάφου αυτού αγίας κόνεως, ήτοι του μάννα.

Ιωάννης ο Θεολόγος ο θείος Απόστολος και Ευαγγελιστής, ο ηγαπημένος του Κυρίου Μαθητής, εγεννήθη μεν εις Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας, μετέστη δε προς Κύριον, κηρύττων τον λόγον του Θεού εν Εφέσω εις γήρας βαθύ επί των ημερών του βασιλέως Τραϊανού (98-117). Όταν δε ο μακάριος Ιωάννης επρόκειτο να μετατεθή από της παρούσης ζωής, εις εκείνην την αιωνίαν και άληκτον, προγνωρίσας τούτο δια της εν αυτώ ενοικούσης θείας Χάριτος, παραλαβών τους μαθητάς αυτού ήλθεν έξω της πόλεως Εφέσου εις σημείον όπου και υπέδειξεν ο ίδιος να ανοιγή ο τάφος του. Εισελθών δε εν αυτώ μόνος έτι ζων, εκοιμήθη εκεί εν Κυρίω. Έκτοτε ο τάφος ούτος ανεδείχθη άλλη κολυμβήθρα του Σιλωάμ, επειδή ο Πανάγαθος και φιλάνθρωπος Κύριος ημών όχι μόνον εδόξασε τους Αγίους, τους δια την αγάπην Του προθύμως αγωνισθέντας, ήτοι τους ιερούς Αυτού Μαθητάς και Αποστόλους, τους Προφήτας και Μάρτυρας και όλους τους Αυτώ ευαρεστήσαντας, αξιώσας τούτους της Βασιλείας των ουρανών και των αιωνίων αγαθών, αλλά και δια της δωρεάς θείων Χαρίτων και δια πολλών θαυμάτων λαμπρούς και τότε απέδειξεν, έτι δε και τώρα και πάντοτε αποδεικνύει και τους τόπους εκείνους, εις τους οποίους διέτριψαν ή ετάφησαν ούτοι.Τοιουτοτρόπως λοιπόν και εις τον τάφον του σήμερον εορταζομένου Ιωάννου του Θεολόγου εδωρήσατο την χάριν Αυτού και δια πολλών θαυμάτων εκόσμησε. Διότι ο τάφος του μεγάλου τούτου Ευαγγελιστού κατ’ έτος κατά την σημερινήν ημέραν αναβρύει αίφνης με θείον και παράδοξον τρόπον κόνιν, την οποίαν οι εγχώριοι ονομάζουσι μάννα και ταύτην οι λαμβάνοντες μεταχειρίζονται προς απολύτρωσιν από παντός πάθους, προς ιατρείαν ψυχών και προς υγείαν σωμάτων, δοξάζοντες τον Θεόν και τον Αυτού θεράποντα Ιωάννην. Μανθάνομεν δε εκ του εγκωμίου του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Σωφρονίου προς τον Θεολόγον τούτον Ιωάννην, ότι πατήρ τούτου ήτο ο Ζεβεδαίος, μήτηρ δε αυτού η Σαλώμη, θυγάτηρ Ιωσήφ του μνηστευθέντος την Υπεραγίαν Δέσποινα Θεοτόκον. Διότι ο Ιωσήφ είχε τέσσαρας υιούς. Τον Ιάκωβον, τον Συμεών, τον Ιούδαν και τον Ιωσήν και τρεις θυγατέρας, ήτοι την Εσθήρ, την Μάρθαν και την Σαλώμην, ήτις εχρημάτισε σύζυγος μεν του Ζεβεδαίου, μήτηρ δε του Ιωάννου. Εκ τούτου συνάγεται, ότι ο Κύριος ημών ήτο θείος του Ιωάννου, ως αδελφός λογιζόμενος Σαλώμης, της θυγατρός Ιωσήφ, του νομιζομένου ως πατρός του Κυρίου. Πρέπει δε να γνωρίζωμεν, ότι όταν παρεδόθη ο Κύριος ημών εις τους Ιουδαίους και εσταυρώθη, όλοι οι άλλοι Μαθηταί, φοβηθέντες, έφυγον, μόνος δε ο Ιωάννης ούτος ήτο παρών, ως αγαπητός και ως αγαπών τον Κύριον με τελείαν αγάπην, επειδή, κατ’ αυτόν τον ίδιον, «Η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α΄ Ιωάν. δ:18). Μόνος δε ούτος πρώτος μετά του Πέτρου μετέβη εις τον τάφον. Μόνος ούτος έλαβε την Θεοτόκον εις τα ίδια. Μόνος ούτος εις την γην απέκτησε τρεις μητέρας. Πρώτην την Σαλώμην, υπό της οποίας σαρκικώς εγεννήθη, δευτέραν την Βροντήν, καθόσον υιόν βροντής ωνόμασεν αυτόν και τον αδελφόν του Ιάκωβον ο Κύριος, καθώς ο θείος Ευαγγελιστής Μάρκος λέγει· «Επέθηκεν αυτοίς ονόματα Βοανεργές, ο έστιν υιοί βροντής» (Μάρκ. γ:17). Και τρίτην μητέρα κατά χάριν και θέσιν απέκτησε, την Κυρίαν Θεοτόκον, κατά τον προς αυτόν ρηθέντα λόγον του Κυρίου, «Ιδού η μήτηρ σου» (Ιωάν. ιθ:27). Ο Θεολόγος ούτος ευρίσκετο μετά της Θεοτόκου έως της Αγίας Αυτής Κοιμήσεως. Μετά δε την Κοίμησιν αυτής έφυγεν εκ των Ιεροσολύμων και μετέβη εις την Έφεσον και άλλα μέρη, κηρύττων το θείον Ευαγγέλιον. Εκεί λοιπόν ευρισκόμενος κατέστρεψε δια προσευχής του τον περίφημον ναόν της Αρτέμιδος και ηλευθέρωσεν εκ της πλάνης της ειδωλολατρίας, οδηγήσας εις το φως της θεογνωσίας, τεσσαράκοντα μυριάδας, ήτοι τετρακοσίας χιλιάδας ανθρώπων, οίτινες ελάτρευον την ψευδοθεάν Άρτεμιν. Ηλίβατον δε ωνομάζετο το όρος επί του οποίου είναι εκτισμένος ο Ναός Ιωάννου του Θεολόγου, κατά την παλαιάν Έφεσον. Προς δυσμάς του όρους τούτου ήτο και ο τάφος του Αγίου Αποστόλου Τιμοθέου. Ο δε τάφος Μαρίας της Μαγδαληνής και το σπήλαιον των Αγίων Επτά Παίδων ευρίσκονται εις το εκεί πλησίον όρος, το οποίον ονομάζεται Χειλετών ή Χειλέων. Της δε Αγίας Ερμιόνης, μιας των τεσσάρων Προφητίδων, θυγατέρων Φιλίππου, του εκ των επτά Διακόνων, ο τάφος κείται εις το εκεί γειτνιάζον όρος. Αλλά και τα Λείψανα Αυδάκτου Μάρτυρος και της αυτού θυγατρός Καλλισθένης ως και άλλων Μαρτύρων και Επισκόπων, Αρίστωνος, Αριστοβούλου και Παύλου του Ερημοπολίτου, εις εκείνο το όρος ευρίσκονται. Τελείται δε η του Αγίου τούτου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου Σύναξις και εορτή εις τον σεπτόν και Αποστολικόν Ναόν αυτού, τον ευρισκόμενον εις τόπον καλούμενον Έβδομον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Θ΄ (9η) Μαϊου, μνήμη του Αγίου ενδόξου Προφήτου ΗΣΑΪΟΥ.

Δημοσίευση από silver »


Ησαϊας ο μεγαλοφωνότατος Προφήτης κατήγετο εξ Ιερουσαλήμ, έζησε δε κατά τους χρόνους του βασιλέως Μανασή, υιού Εζεκίου του βασιλέως, υπό του οποιου και κατεκόπη δια πρίονος και ετελείωσε την ζωήν του με τέλος μαρτυρικόν. Ενεταφιάσθη δε εις τον τόπον τον λεγόμενον Αρωήλ ή Ρογήλ, παρά τη διαβάσει του ύδατος, το οποίον ο μεν βασιλεύς Εζεκίας κατέχωσε και εξηφάνισεν, ο δε Θεός, ως σημείον δια τον Προφήτην τούτον Ησαϊαν, ανέβλυσε πάλιν εις την πηγήν του Σιλωάμ. Διότι, εν ω ούτος έμελλε να αποθάνη, αποκαμών υπό της δίψης, παρεκάλεσε τον Θεόν να αποστείλη εις αυτόν ύδωρ, ίνα πίη. Και ω του θαύματος! παρευθύς έστειλεν ο Θεός εις αυτόν ύδωρ ζων εκ της πηγής του Σιλωάμ και δια τούτο η πηγή αύτη ωνομάσθη Σιλωάμ, το οποίον ερμηνεύεται απεσταλμένος. Όχι δε μόνον τότε, αλλά και πριν ορύξη ο Εζεκίας τους λάκκους, τα φρέατα και τας κολυμβήθρας εις την Ιερουσαλήμ, παρεκάλεσεν ο Ησαϊας τον Θεόν και ανέβλυσεν ολίγον ύδωρ εκ της πηγής ταύτης, ίνα μη αφανισθή η πόλις αύτη υπό της δίψης, ότε επολιορκείτο υπό των αλλοφύλων. Ηρώτων δε οι αλλόφυλοι πόθεν πίνουσιν ύδωρ οι Ιουδαίοι. Μαθόντες δε, ότι έπινον εκ της πηγής του Σιλωάμ, εκάθησαν πλησίον ταύτης και έπινον το ολίγον εκείνο ύδωρ. Αλλ’ όταν μετέβαινον οι Ιουδαίοι μετά του Ησαϊου εις την πηγήν ταύτην, τότε αίφνης ανέβρυεν ύδωρ πολύ. Δια τούτο και μέχρι σήμερον εξαίφνης, ως εκ θαύματος και άπαξ, αναβρύει το ύδωρ του Σιλωάμ, ίνα η αιφνίδιος αύτη ανάβλυσις υπομιμνήσκη το παλαιόν θαύμα. Επειδή λοιπόν η πηγή αύτη ανεφάνη δια προσευχής του Προφήτου Ησαϊου, ο λαός έθαψεν επιμελώς και ενδόξως το τίμιον αυτού Λείψανον πλησίον της πηγής ταύτης, ίνα, δια των πρεσβειών τούτου, έχωσι και μετά τον θάνατόν του την του ύδατος απόλαυσιν. Ο τάφος του Προφήτου Ησαϊου ευρίσκεται πλησίον των τάφων των βασιλέων και όπισθεν των μνημείων των Ιερέων, κατά το νότιον μέρος της Ιερουσαλήμ. Κατά δε το ανατολικόν μέρος της Σιών, πλησίον της θύρας, εκ της οποίας εισέρχονται οι προερχόμενοι εκ Γαβαών, έκτισεν ο βασιλεύς Σολομών τον τάφον Δαβίδ, του πατρός του. Την θύραν ταύτην κατεσκεύασεν ο Σολομών ελικοειδή, ως το σχήμα του κοχλίου, ίνα μη την ευρίσκη ο καθείς ευκόλως. Δια τούτο και μέχρι σήμερον δεν γνωρίζουσιν αυτήν οι περισσότεροι Ιερείς, καθώς και ο λαός. Είχε δε την θύραν αυτήν κατασκευάσει κατ’ αυτόν τον τρόπον, διότι εκεί είχεν ο Σολομών αποτεθησαυρισμένον τον χρυσόν, τον οποίον έφερεν εκ της Αιθιοπίας, ως και τα πολύτιμα αρώματα. Επειδή δε ο βασιλεύς Εζεκίας υπέδειξε τον κεκρυμμένον τούτον θησαυρόν του Δαβίδ και του Σολομώντος εις τους Βαβυλωνίους, οίτινες, αφού είδον το θαύμα, το οποίον εγένετο κατά την ασθένειαν του Εζεκία, να στραφή, δηλαδή, ο ήλιος δέκα ώρας προς τα οπίσω και θαυμάσαντες, μετέβησαν, ίνα τον ίδωσιν, ο δε Εζεκίας ενθουσιασθείς από την επίσκεψιν αυτών εποίησε τούτο και τοιουτοτρόπως οι Βαβυλώνιοι εμίαναν δια της παρουσίας των τα οστά των τάφων των προ αυτού βασιλέων, δια τούτο, ωργίσθη ο Θεός κατά του Εζεκία και παρεχώρησε να αιχμαλωτισθή το σπέρμα του εις τους Βαβυλωνίους. Ήτο δε ο Προφήτης Ησαϊας τοιούτος κατά τον χαρακτήρα του σώματος. Είχε το γένειον μακρόν και οξύ και επλησίαζε να έλθη εις γεροντικήν ηλικίαν. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εν τω Ναώ του Αγίου Μάρτυρος Λαυρεντίου, όπου κατετέθη ύστερον το άγιον αυτού Λείψανον, αφ’ ου πρότερον μετεφέρθη εις Κωνσταντινούπολιν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ι΄ (10η) Μαϊου μνήμη του Αγίου Αποστόλου ΣΙΜΩΝΟΣ του Ζηλωτού.

Δημοσίευση από silver »


Σίμων ο Άγιος Απόστολος είναι ο ίδιος εκείνος όστις και Ναθαναήλ ονομάζεται, καταγόμενος εκ Κανά της Γαλιλαίας, λέγεται δε ότι ούτος ήτο και ο νυμφίος του εν Κανά γάμου, εις τον οποίον προσκληθείς ο Κύριος μετά των μαθητών Αυτού μετέβαλε το ύδωρ εις οίνον. Όθεν, ιδών ο Σίμων το θαύμα τούτο, αφήκε νύμφην και γάμον και οικίαν και ηκολούθησε τω Χριστώ, τω φίλω και θαυματουργώ και νυμφαγωγώ και Νυμφίω των καθαρών ψυχών. Επειδή δε ο Άγιος Σίμων ήτο εις εκ των Εβδομήκοντα Μαθητών και Αποστόλων του Χριστού, ευρίσκετο μετά των λοιπών Αποστόλων εν τω υπερώω, ένθα επλήσθη εκ της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, όταν επεδήμησεν εν είδει πυρίνων γλωσσών κατά την ημέραν της Αγίας Πεντηκοστής. Περιελθών λοιπόν ούτος μετά ταύτα, ως Απόστολος, πλείστα μέρη της οικουμένης, απεκάλυπτε πανταχού την πλάνην της πολυθεϊας. Διήλθε δε όλην την Μαυριτανίαν και τας χώρας της Αφρικής, κηρύττων τον Χριστόν. Κατόπιν, ελθών και εις την Αγγλίαν και πολλούς απίστους φωτίσας δια του φωτός του Ευαγγελίου, εσταυρώθη υπό των ειδωλολατρών και τελειωθείς ενεταφιάσθη εκεί. Ζηλωτής δε ωνομάσθη, διότι είχε ζήλον πολύν, δηλαδή αγάπην, θερμήν και υοερβάλλουσαν, προς τον Παντοκράτορα Θεόν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΑ΄ (11η) Μαϊου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος ΜΩΚΙΟΥ.

Δημοσίευση από silver »


Μώκιος, ο Άγιος Ιερομάρτυς, ήκμασε κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σπδ΄ - τε΄ (284-305), οι δε γονείς αυτού, ονομαζόμενοι Ευφράτιος και Ευσταθία, ήσαν ευγενείς και πλούσιοι και κατήγοντο εκ της παλαιάς Ρώμης. Εχρημάτισε δε ο Άγιος ούτος Ιερεύς της εν Αμφιπόλει Εκκλησίας, προσέχων πάντοτε εις το να διδάσκη κηρύττων τον Χριστόν και παραγγέλων εις τους ανθρώπους να απέχωσι της πλάνης των ειδώλων. Ενώ δε ο ανθύπατος Λαοδίκιος προσέφερε θυσίαν εις τον ψευδοθεόν Διόνυσον και οι άλλοι ειδωλολάτραι ήσαν εκεί συνηγμένοι, τότε ο Άγιος Μώκιος μετέβη και εκρήμνισε τον βωμόν. Συλληφθείς ένεκα τούτου, ωμολόγησε τον Χριστόν Θεόν αληθινόν· και πρώτον μεν εκρέμασαν αυτόν, έπειτα δε εξέσχισαν τας μήνιγγας της κεφαλής του, τας σιαγόνας και τας πλευράς του. Μετά ταύτα ήναψαν κάμινον με στυππείον και κλήματα, των οποίων η φλοξ ανήλθεν εις ύψος έως επτά πήχεων. Εκεί λοιπόν τεθείς ο Άγιος διεφυλάχθη σώος εκ της φλογός και οι έξω της καμίνου έβλεπον αυτόν περιπατούντα εν τω μέσω της καμίνου, μετά τριών άλλων ενδόξων ανδρών, εκ των οποίων το πρόσωπον του ενός ήστραπτε περισσότερον της λαμπρότητος της καμίνου. Ενώ όμως η φλοξ ουδόλως ήγγισε τον Άγιον ούτε εις αυτάς τας τρίχας της κεφαλής του, εξαπλωθείσα εκτός της καμίνου κατέκαυσε τον ανθύπατον και εννέα ανθρώπους του κατά τοιούτον τρόπον, ώστε δεν απέμεινεν ουδέ το ελάχιστον μέρος εκ των σωμάτων ή των ανδυμάτων αυτών. Αφού δε ο Άγιος εξήλθεν αβλαβής εκ της καμίνου, ερρίφθη εις την φυλακήν υπό του πρίγκηπος Θαλασσίου. Όταν δε μετέβη εις τον τόπον εκείνον λαλλος ανθύπατος, ονόματι Μάξιμος, εκάλεσε τον Μάρτυρα εις εξέτασιν και επειδή ο Άγιος δεν επείσθη να αρνηθή τον Χριστόν, αλλά μάλλον τον εκήρυττε λαμπρότερον, έδεσαν αυτόν επί δύο τροχών, υπό των οποίων αν και ο του Χριστού Αθλητής επιέσθη και κατεκόπη, όμως έμεινε, παραδόξως, αβλαβής. Δια τούτο ερρίφθη εις τα θηρία, ίνα τον καταφάγωσιν. Η χάρις όμως του Θεού τον διεφύλαξε και δεν εβλάβη ούτε υπό των θηρίων. Όθεν όλος ο λαός εφώναζε να αφήσωσι πλέον τον Άγιον και να μη τον βασανίζουν. Τούτου ένεκα έστειλεν αυτόν ο ανθύπατος προς τον άρχοντα Φιλιππήσιον, όστις ευρίσκετο εις την Πέρινθον της Θράκης, την νυν ονομαζομένην Ηράκλειαν και εκείθεν έστειλαν αυτόν εις το Βυζάντιον, όπου εξεδόθη, κατά του μακαρίου τούτου Αγίου Μωκίου, η απόφασις του δια ξίφους θανάτου αυτού. Αποκεφαλισθείς λοιπόν ο γενναίος αγωνιστής, έλαβε παρά Θεού διπλούς τους στεφάνους και ως Ιερεύς και ως Μάρτυς του Κυρίου. Το δε άγιον αυτού Λείψανον τότε μεν ενεταφιάσθη εις απόστασιν ενός μιλίου από της πόλεως, αργότερον δε, όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος εβασίλευσεν, έκτισεν ούτος Ναόν λαμπρόν και περιφανή κατά τε το μεγαλείον και το κάλλος επ’ ονόματι του Αγίου τούτου Ιερομάρτυρος Μωκίου και εκεί απέθηκε το τίμιον αυτού Λείψανον, όπου και τελείται αυτού η Σύναξις και η εορτή.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΒ΄ (12η) Μαϊου, μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ Επισκόπου Κύπρου.

Δημοσίευση από silver »


Επιφάνιος, ο εν Αγίοις Πατήρ ημών, εγεννήθη περί το έτος 310 εις το χωρίον της Παλαιστίνης Βησανδούκη, απέχον της Ελευθεροπόλεως περί τα τρία μίλια. Οι γονείς του ήσαν Εβραίοι, και ο μεν πατήρ αυτού ήτο γεωργός το επάγγελμα, η δε μήτηρ του κατειργάζετο λινάρι. Ούτοι είχον δύο τέκνα, τον Επιφάνιον και μίαν θυγατέρα, ονομαζομένην Καλλίτροπον. Συνέβη δε να αποθάνη ο πατήρ του Επιφανίου, ότε ούτος ήτο εισέτι μικρός, έως δέκα ετών, έμεινε δε με την μητέρα του και την αδελφήν του, ευρισκόμενοι εις στενοχωρίαν μεγάλην, ως μη έχοντες τα προς το ζην απαραίτητα. Επειδή δε είχον δια τας ανάγκας των εν υποζύγιον άτακτον, είπεν η μήτηρ αυτού προς τον Επιφάνιον· «Λάβε, τέκνον μου, το υποζύγιον και ύπαγε εις την πανήγυριν να το πωλήσης, δια να αγοράσωμεν τα αναγκαιούντα εις ημάς τρόφιμα». Ο δε Επιφάνιος, δυσκολευόμενος ένεκεν της αταξίας του ζώου, απεκρίθη εις την μητέρα του· «Γνωρίζεις, μήτερ, ότι το υποζύγιόν μας είναι άτακτον και εάν υπάγω δια νατο πωλήσω, εκείνοι οι οποίοι συναθροίζονται εις την πανήγυριν, βλέποντες την αταξίαν του, θέλουν με τιμωρήσει». Αλλ’ η μήτηρ αυτού είπεν· «΄Υπαγε, τέκνον, και ο Θεός των Πατέρων ημών Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ, θέλει σωφρονίσει το υποζύγιον, δια να το πωλήσης και με τα χρήματα, τα οποία θα λάβης, να κυβερνήσωμεν την ανάγκην μας». Τότε ο Επιφάνιος, αφού επεκαλέσθη τον Θεόν εις βοήθειαν, παρέλαβε το ζώον και μετέβη δια να το πωλήση, υπακούων ούτω εις την μητέρα του. Ως δε έφθασεν εις τον τόπον όπου εγίνετο η πανήγυρις, το υποζύγιον ημέρευσε και εγένετο εύτακτον. Τούτο ιδών πραγματευτής τις Εβραίος, Ιακώβ ονομαζόμενος, είπε προς τον Επιφάνιον· «Πωλείς, τέκνον, το υποζύγιον;» Ο δε Επιφάνιος απεκρίθη· «Ναι, το πωλώ, δια τούτο το έφερα εδώ». Ο Ιακώβ κατόπιν τον ηρώτησεν εις ποίαν θρησκείαν ανήκει, ο δε Επιφάνιος απεκρίθη, ότι είναι Εβραίος. Τότε ο Ιακώβ είπεν· «Επειδή είμεθα από μίαν θρησκείαν, τέκνον, και δούλοι δικαίου Θεού, ας φανώμεν δίκαιοι κατά την πώλησιν του υποζυγίου, ώστε μήτε συ να αδικηθής μήτε εγώ να ζημιωθώ, δια να μη προκαλέσωμεν εναντίον μας κατάρας και αγανακτήση ο Θεός καθ’ ημών. Ευλογίας δε μάλλον πρέπει να προσπαθήσωμεν να επιτύχωμεν, επειδή ο Θεός είπεν· «Ο ευλογών είναι ευλογημένος και ο καταρώμενος είναι κατηραμένος». Ακούσας ταύτα ο Επιφάνιος εφοβήθη πολύ την κατάραν του Ιακώβ και είπε προς αυτόν· «Δεν θέλω πλέον να πωλήσω το υποζύγιον». Ο δε Ιακώβ είπε· «Διατί, τέκνον;» Απεκρίθη ο Επιφάνιος· «Διότι το ζώον τούτο είναι άτακτον. Αλλ’ η μήτηρ μου με επρόσταξε να το πωλήσω δια να εξοικονομήσωμεν τα αναγκαία προς τροφήν, επειδή ο πατήρ μου απέθανε και έχομεν μεγάλην στενοχωρίαν. Τώρα όμως, ότε ήκουσα από σε, ότι είναι κακόν το να βλάπτη κανείς τον πλησίον, φοβούμαι τον Θεόν, μήπως με τιμωρήση, αν συ ποτέ με καταρασθής δια την αταξίαν του ζώου». Ταύτα ακούσας ο Ιακώβ εθαύμασε δια την απόκρισιν του παιδίου και δώσας εις αυτό τρία αργύρια, είπε· «Λάβε την ευλογίαν ταύτην, τέκνον, και όταν μεταβής εις την μητέρα σου, δος ταύτα δια να αγοράσετε τροφάς. Παράλαβε δε και το υποζύγιόν σου και εάν δεν κάμη αταξίαν, κρατήσατέ το δια την υπηρεσίαν σας. Εάν δε δεν σταθή φρόνιμον, απομακρύνατέ το της οικίας σας, δια να μη θανατώση κανένα». Αφού λοιπόν ο Επιφάνιος παρέλαβε το υποζύγιον και τα τρία νομίσματα, μετέβαινεν εις το χωρίον του. Καθ’ οδόν δε συνήντησεν αυτόν Χριστιανός τις, Κλεόβιος καλούμενος, όστις τον ηρώτησε· «Πωλείς το υποζύγιον, τέκνον;» Ο δε Επιφάνιος απεκρίθη· «Όχι, δεν το πωλώ». Λέγει ο Κλεόβιος· «Εάν το πωλής, λάβε την τιμήν του και δος μοι το». Ενώ δε ο Κλεόβιος έλεγε ταύτα, το υποζύγιον ήρχισε να ατακτή και να κτυπά δια του ποδός του τον Επιφάνιον εις τον μηρόν τόσον ισχυρώς, ώστε τον έρριψε κατά γης, εκείνο δε έφυγε τρέχον. Έκειτο λοιπόν ο Επιφάνιος κατά γης κλαίων και μη δυνάμενος να εγερθή εκ των πόνων. Ο δε Κλεόβιος εσημείωσε δια του σημείου του ζωοποιού Σταυρού τρεις φοράς τον μηρόν του Επιφανίου, εις το μέρος όπου τον εκτύπησε το ζώον και, ω του θαύματος! ευθύς ηγέρθη ο Επιφάνιος χωρίς να αισθάνεται ουδέ τον ελάχιστον πόνον. Τότε ο Κλεόβιος στραφείς προς το υποζύγιον, είπεν· «Ω ζώον άτακτον, επειδή ηθέλησες να θανατώσης τον αυθέντην σου, εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού του Εσταυρωμένου να μη κινηθής πλέον από αυτόν τον τόπον». Ευθύς τότε με τον λόγον του Κλεοβίου έπεσε κάτω το ζώον και απέθανε. Έκπληκτος τότε ο Επιφάνιος εκ του συμβάντος τούτου ηρώτησε τον Κλεόβιον· «Ποίος είναι ο Ιησούς ο Εσταυρωμένος, δια του ονόματος του οποίου γίνονται τοιαύτα σημεία και θαύματα;» Και ο Κλεόβιος του απεκρίθη· «Ούτος ο Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού, τον οποίον εσταύρωσαν οι Εβραίοι». Εφοβήθη τότε ο Επιφάνιος να αποκαλύψη εις τον Κλεόβιον, ότι είναι Εβραίος. Ούτω, ο μεν Κλεόβιος συνέχισε τον δρόμον του, ο δε Επιφάνιος μετέβη εις την μητέρα του και διηγήθη εις αυτήν όσα συνέβησαν. Αφού παρήλθεν ολίγος καιρός, είπεν η μήτηρ του εις τον Επιφάνιον· «Ιδού, τέκνον μου, ότι δεν ημπορούμεν να καλλιεργήσωμεν τον αγρόν μας και κανένα καρπόν δεν συγκομίζομεν εξ αυτού. Εν όσω έζη ο πατήρ σου εκαλλιέργει τούτον και από τον καρπόν του εκυβερνώμεθα. Τώρα, λοιπόν, ας τον πωλήσωμεν και από την τιμήν του να κυβερνηθώμεν πτωχικά, εγώ και η αδελφή σου. Συ δε, τέκνον μου, ύπαγε εις κανένα τεχνίτην θεοφοβούμενον, δια να μάθης καμμίαν τέχνην, με την οποίαν να ημπορής να τρέφης τον εαυτόν σου και να βοηθής και ημάς εις τας ανάγκας μας». Εις την Ελευθερόπολιν έζη τότε Εβραίος τις νομοδιδάσκαλος, άνθρωπος θαυμαστός και θεοσεβής, κατά τον νόμον του Μωϋσέως, Τρύφων ονομαζόμενος, ο οποίος είχεν υποστατικά εις το χωρίον του Επιφανίου και εγνώριζε και αυτόν και τους γονείς του. Ούτος, μεταβάς δια να επισκεφθή τα υποστατικά του, είδε την μητέρα του Επιφανίου και είπε προς αυτήν· «Θέλεις να μου δώσης τον Επιφάνιον; Να τον κάμω θετόν υιόν μου και να προσφέρω και εις σε και εις την θυγατέρα σου τα αναγκαία προς συντήρησίν σας;» Η μήτηρ του Επιφανίου, ακούσασα ταύτα, εχάρη πολύ και ευθύς παρέδωσεν εις αυτόν τον Επιφάνιον, ίνα τον υιοθετήση. Είχε δε ο Τρύφων θυγατέρα μονογενή, την οποίαν επεθύμει να δώση ως σύζυγον εις τον Επιφάνιον. Όθεν, αφού τον παρέλαβε, του εδίδαξεν επιπόνως και με πάσαν ακρίβειαν όλον τον Μωσαϊκόν Νόμον και τα Εβραϊκά γράμματα. Μετά τινα δε καιρόν απέθανεν η θυγάτηρ του Τρύφωνος, έμεινε δε εις την οικίαν αυτού μόνος ο Επιφάνιος, όστις προώδευε κατά την ηλικίαν και κατά την Εβραϊκήν σοφίαν. Έπειτα απέθανε και ο Τρύφων, καταλιπών όλην αυτού την περιουσίαν εις τον Επιφάνιον. Απέθανε δε μετά ταύτα και η μήτηρ του Επιφανίου και ούτω παρέλαβε την αδελφήν του εις την οικίαν του Τρύφωνος, οπότε εφένοντο και οι δύο συγκληρονόμοι όλων των υπαρχόντων εκείνου. Ημέραν δε τινα, ενώ ο Επιφάνιος μετέβαινεν εις το χωρίον του, δια να επισκεφθήτα υποστατικά, τα οποία εκληρονόμησεν από τον Τρύφωνα, συνήντησε Μοναχόν τινα, Λουκιανόν ονόματι, ο οποίος ήτο λόγιος και θαυμαστός άνθρωπος, έχων ως τέχνην την καλλιγραφίαν, από την οποίαν εκέρδιζε τα προς το ζην, αν δε επερίσσευε κάτι, έδιδε τούτο ειςτους πτωχούς. Συνοδοιπορούντες λοιπόν, ο μεν Επιφάνιος έφιππος, ο δε Λουκιανός πεζός, συνήντησαν πτωχόν τινα, ο οποίος, προσπεσών εις τους πόδας του Λουκιανού, είπεν· «Άνθρωπε του Θεού, ελέησόν με, διότι είμαι νήστις τρεις ημέρας». Ο δε μακάριος Λουκιανός, μη έχων τι να του δώση, εξεδύθη το ένδυμά του και το έδωσεν εις τον πτωχόν, ειπών· «Ύπαγε εις την χώραν, πώλησέ το και αγόρασε άρτους». Ως δε εξήγαγεν ο Λουκιανός το ένδυμά του, ίνα προσφέρη τούτο εις τον πτωχόν, είδεν ο Επιφάνιος στολήν λευκήν, ήτις κατήλθεν εξ ουρανού και εκάλυψε τούτον. Φόβος μέγας κατέλαβε τότε τον Επιφάνιον, κατελθών δε από το υποζύγιον έπεσεν εις τους πόδας του Λουκιανού και είπε προς αυτόν· «Παρακαλώ σε, άνθρωπε, ειπέ μου, ποίος είσαι»; Ο δε μακάριος Λουκιανός απεκρίθη· «Ειπέ μοι, συ, πρώτον ποίαν θρησκείαν ακολουθείς και τότε θέλω σου είπει και εγώ εις ποίαν θρησκείαν πιστεύω». Ο Λουκιανός όμως, ως προορατικός, εγνώρισεν εν τω μεταξύ, ότι Χάρις Θεού ήλθεν εις τον Επιφάνιον και είπε πάλιν· «Πως συ, Εβραίος ων, ερωτάς Χριστιανόν, δια να μάθης ποίος είμαι, εφόσον, ως γνωρίζεις, οι Εβραίοι είναι βδέλυγμα δια τους Χριστιανούς, καθώς επίσης τούτο φρονούν δια τους Χριστιανούς και οι Εβραίοι; Ιδού λοιπόν ήκουσας, ότι είμαι Χριστιανός. Τώρα δεν πρέπει να ακούσης άλλο τι από εμέ». Ο καλοπροαίρετος όμως Επιφάνιος είπε· «Και τι εμπόδιον υπάρχει δια να γίνω και εγώ Χριστιανός; Ειπέ μοι, παρακαλώ». Απεκρίθη ο Λουκιανός· «Εμπόδιον είναι το να μη θέλης, διότι, εάν θέλης, ημπορείς να γίνης». Κατανυγείς ο Επιφάνιος εκ των λόγων του Λουκιανού, δεν μετέβη εις το χωρίον του, δια να επισκεφθή τα υποστατικά του, αλλ’ ωδήγησε τον Λουκιανόν εις την οικίαν, την οποίαν εκληρονόμησεν, έδειξεν εις αυτόν τον πλούτον, όστις ήτο εντός αυτής, και είπε· «Ταύτα, τα οποία βλέπεις, είναι τα υποστατικά μου, Πάτερ, και αύτη είναι η αδελφή μου. Εγώ όμως θέλω να γίνω Χριστιανός και να ζήσω εν μοναδική πολιτεία. Τι λέγεις δια τούτο»; Ο μακάριος Λουκιανός είπε τότε προς αυτόν· «Δεν δύνασαι, τέκνον, να ζήσης εις την μοναδικήν πολιτείαν, εάν έχης όλα ταύτα τα υλικά αγαθά. Αλλά υπάνδρευσον την αδελφήν σου, δος εις ταύτην τα πρέποντα, δος και τα υπόλοιπα εις τους πτωχούς και έπειτα θέλεις δυνηθή να διαβιώσης εν μοναδική πολιτεία, καθώς πρέπει». Είπε τότε ο Επιφάνιος προς αυτόν· «Πρώτον, Πάτερ, κάμε με Χριστιανόν και κατόπιν θέλω πράξει ό,τι με προστάξης». Ο δε Λουκιανός απήντησε· «Δεν ημπορώ εγώ να σε κάμω Χριστιανόν, αλλ’ ο Επίσκοπος των Χριστιανών». Ταύτα ειπών ο Λουκιανός και αφού συνεφώνησε δια τα περαιτέρω με τον Επιφάνιον, εξήλθε της οικίας αυτού και μετέβη κατ’ ευθείαν εις τον Επίσκοπον. Ο δε Επιφάνιος, χωρίς να χάση καιρόν, είπε προς την αδελφήν του· «Εγώ θέλω να γίνω Χριστιανός και να πολιτευθώ εν μοναδική ζωή». Η αδελφή του είπε τότε προς αυτόν· «Καθώς θέλεις συ, θέλω και εγώ και καθώς θέλεις πράξει συ, ούτωθα πράξω και εγώ». Εν τω μεταξύ ο Λουκιανός, ελθών εις τον Επίσκοπον, ανήγγειλεν εις αυτόν τον σκοπόν του Επιφανίου, ο δε Επίσκοπος είπεν· «Ύπαγε, κατήχησέ τον και όταν θα ευρίσκωμαι εις την Εκκλησίαν, οδήγησον αυτόν εκεί, δια να προσπέση εις τον φιλάνθρωπον Θεόν». Επέστρεψε τότε ο Λουκιανός εις την οικίαν του Επιφανίου, ευθύς δε ως τον είδον ο Επιφάνιος και η αδελφή του προσέπεσαν εις τους πόδας του, κλαίοντες και λέγοντες· «Παρακαλούμεν σε, Πάτερ, να μας κάμης Χριστιανούς». Ο Λουκιανός λοιπόν αφού κατήχησε τούτους ωδήγησε κατόπιν και τους δύο εις την Εκκλησίαν. Ενώ δε ευρίσκοντο εισέτι καθ’ οδόν, συνήντησαν τον Επίσκοπον, όστις μετέβαινε και αυτός εις την Εκκλησίαν. Ευθύς τότε προσέπεσαν εις τους πόδας αυτού, παρακαλούντες να τους βαπτίση. Εισήλθον λοιπόν όλοι ομού εις την Εκκλησίαν. Όταν δε ο Επιφάνιος έφθασεν εις τας έξω θύρας του Ναού και ευθύς ως ανήλθεν εις το πρώτον σκαλοπάτι, έπεσε το υπόδημα του αριστερού του ποδός. Πατών δε δια του αριστερού, ίνα αναβιβάση και τον δεξιόν του πόδα, έπεσε και το υπόδημα του δεξιού του ποδός και ευρέθησαν και τα δύο του υποδήματα έξω της κλίμακος της Εκκλησίας. Τούτο ιδών ο Λουκιανός εθαύμασεν. Ο δε μακάριος Επιφάνιος δεν ηθέλησεν ούτε να ανασηκώση καν τα υποδήματα, τα οποία έπεσαν από των ποδών του, αλλ’ ούτε και ηθέλησε πλέον εις όλην του την ζωήν να φορέση άλλα υποδήματα. Ως δε ίσταντο ο Επιφάνιος και η αδελφή του ακούοντες τας Αγίας Γραφάς, είδεν ο Επίσκοπος, ότι το πρόσωπον του Επιφανίου ήτο δεδοξασμένον και λαμπρόν και στέφανος ωραίος ευρίσκετο επί της κεφαλής του. Μετά δε την ανάγνωσιν του Ευαγγελίου εισήλθεν ο Επίσκοπος εις το Βαπτιστήριον και επρόσταξε να εισέλθη και ο Επιφάνιος, η αδελφή του και ο Λουκιανός, όστις και έγινε πνευματικός πατήρ του Επιφανίου. Ο δε Επίσκοπος, αφού τους εδίδαξεν άπαντα τα χρειώδη, εβάπτισε τούτους και τους εκοινώνησε δια των Αχράντων Μυστηρίων. Κατόπιν τους επρόσταξε να μεταβούν εις την Επισκοπήν, δια να γευματίσουν μετ’ αυτού και να μείνουν εκεί επί επτά ημέρας κατά την τάξιν. Αφού παρήλθον αι επτά ημέραι, ο Επιφάνιος έφερεν εις την οικίαν του τον Λουκιανόν και παρθένον τινά Βρνίκην ονόματι, ήτις δια του Αγίου Βαπτίσματος έγινε πνευματική μήτηρ της αδελφής του. Έδωσε δε εις την Βερνίκην χίλια νομίσματα και παρέδωκεν εις αυτήν και την αδελφήν του, δια να την παραλάβη μαζί της εις το Μοναστήριόν της, δια να μονάση ομού μετά των άλλων παρθένων εις τας οποιας η Βερνίκη ήτο Ηγουμένη. Ο δε Επιφάνιος, αφού επώλησεν όλα τα υπάρχοντά του, διένειμεν εις τους πτωχούς ό,τι εξ αυτών εισέπραξε και εκράτησε μόνον τεσσαράκοντα νομίσματα, δια να αγοράση θεία και ξείδωρα βιβλία. Μετά ταύτα ανεχώρησεν εκ της πόλεως μετά του Λουκιανο΄θ και κατηυθύνθησαν εις Μοναστήριόν τι, εις το οποίον ησύχαζον δέκα Μοναχοί, οίτινες ήσαν καλλιγράφοι και από την καλλιγραφίαν εκέρδιζον τα αναγκαιούντα εις αυτούς. Εκεί λοιπόν μετέβη και ο Επιφάνιος και εγένετο Μοναχός ων τότε ηλικίας δεκαέξ ετών. Εντός του Μοναστηρίου εκείνου έζη και Μοναχός τις, Ιλαρίων καλούμενος, όστις ήτο δεύτερος από τον Λουκιανόν, εστολισμένος με πολλάς αρετάς και χάριτας. Κατά μίμησιν δε τούτου επολιτεύετο και έτερος Μοναχός, Κλαύδιος ονομαζόμενος. Τούτους ιδών ο Επιφάνιος ευθύς τους εμιμήθη εις τας αρετάς. Διότι ο μέγας Λουκιανός παρέδωκε τον Επιφάνιον εις τον θείον Ιλαρίωνα, δια να διδάξη εις τούτον τας θείας Γραφάς. Ο δε Επιφάνιος ηγωνίζετο με πολύν κόπον να μιμηθή τον Ιλαρίωνα εις τα χρηστά ήθη και ούτω, με την χάριν του Χριστού, προώδευεν εις την μοναδικήν πολιτείαν. Μετ’ ολίγον καιρόν απήλθεν εις τας ουρανίους μονάς ο μέγας Λουκιανός και εγένετο Ηγούμενος των αδελφών ο Ιλαρίων. Ήτο δε η τροφή τούτου ολίγος άρτος με άλας και ύδωρ μέτριον. Ανά δύο δε ημέρας έτρωγε μόνον μίαν φοράν, πολλάκις δε και ανά τρεις ημέρας και τας περισσοτέρας φοράς ανά τέσσαρας, πολλάκις δε και ανά εκάστην εβδομάδα. Ταύτην την πολιτείαν εξέλεξε και ο Επιφάνιος, την οποίαν και διεφύλαξεν εις όλην αυτού την ζωήν. Ήτο δε ο τόπος εκείνος άνυδρος και μόνον εις απόστασιν πέντε μιλίων (8 χλμ. Περίπου) από του Μοναστηρίου υπήρχεν ύδωρ. Όθεν οι αδελφοί ένεκα του καύσωνος, που επεκράτει κατά την ημέραν, ηναγκάζοντο να μεταβαίνουν την νύκτα δια να φέρουν ύδωρ εις το Μοναστήριον. Μίαν δε φοράν, μερικοί οδοιπόροι, έχοντες φορτωμένα τα ζώα των με οίνον, διήρχοντο εκείθεν και επειδή ήτο καύμα σφοδρότατον, εδίψασαν πολύ. Όθεν εισελθόντες εις το Μοναστήριον εζήτησαν ύδωρ δια να πίουν. Έτυχε δε να μη ευρεθή ύδωρ, δια να τους δώσουν. Και οι μεν οδοιπόροι εκινδύνευον να αποθάνουν από την δίψαν, οι δε αδελφοί εκυπούντο πολύ δια την κατάστασιν αυτήν και έκλαιον. Τότε ο θείος Επιφάνιος, λαβών εις τας χείρας του τους ασκούς, τους περιέχοντας τον οίνον, είπε· «Πιστεύσατε, αδελφοί, ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, όστις μετέβαλε το ύδωρ εις οίνον εν Κανά της Γαλιλαίας, θέλει κάμει και τούτον τον οίνον ύδωρ». Και ω του θαύματος! Οι ασκοί, οίτινες ήσαν πλήρεις οίνου, ευρέθησαν πλήρεις ύδατος, εκ του οποίου έπιον οι οδοιπόροι εκείνοι καθώς και τα ζώα των και ανέζησαν. Έμειναν δε εκστατικοί προ του τοιούτου θαύματος και οι αδελφοί και οι οδοιπόροι. Από της ημέρας όμως εκείνης δεν ηθέλησεν ο Άγιος να κατοικήση εις εκείνον τον τόπον, διότι οι οδοιπόροι διεκήρυξαν το θαύμα το οποίον ετέλεσεν ο Άγιος και ούτω εγένετο γνωστή η φήμη αυτού εις όλα τα μέρη. Όθεν έφυγε κρυφίως εκείθεν και μετέβη εις άλλον τόπον αγριώτερον. Όλοι τότε οι αδελφοί ελυπούντο δια τον Επιφάνιον, διότι δεν εγνώριζον εις ποίον τόπον ευρίσκετο. Έμεινε λοιπόν ο Άγιος εις εκείνον τον έρημον τόπον νήστις επί τρεις ημέρας, ήτο δε και ούτος ο τόπος άνυδρος. Κατ’ εκείνον δε τον καιρόν διήρχοντο εκείθεν τεσσαράκοντα Σαρακηνοί, οίτινες βλέποντες τον Άγιον διαβιούντα εις τοιούτον τόπον και εις τοιαύτην κατάστασιν τον περιέπαιζον. Εις δε εξ αυτών, τυφλός κατά τον ένα οφθαλμόν, έχων γνώμην θηριώδη και απάνθρωπον, εξήγαγεν εκ της θήκης την μάχαιραν και, πλησιάσας τον Άγιον, ανεσήκωσε ταύτην δια να τον κτυπήση. Αλλ’ ω του θαύματος! ήνοιξεν ο τετυφλωμένος οφθαλμός του και τόσος φόβος κατέλαβε τούτον, ώστε έρριψε κατά γης την μάχαιραν και εστάθη ακίνητος. Οι δε συνοδοιπόροι αυτού, ιδόντες την ακινησίαν του, επλησίασαν εις τον Άγιον και εις τον μονόφθαλμον, αλλά μόλις είδον, ότι ήνοιξεν ο τετυφλωμένος οφθαλμός του, έμειναν εκστατικοί. Ιδών ο Άγιος την ταραχήν αυτών, ήρχισε να ομιλή προς αυτούς με πολλήν ιλαρότητα και ταπείνωσιν. Εκείνοι τότε, δια των λόγων του Αγίου ήλθον εις φρόνιμον κατάστασιν και μεταβληθέντες, έλεγον, ότι είναι ο Άγιος Θεός. Τότε δια της βίας παρέλαβον αυτόν μεθ’ εαυτών, λέγοντες· «Συ είσαι ο Θεός ημών και ακολούθει μας, δια να μας διαφυλάττης από κάθε κακόν που ημπορεί να μας κάμουν εκείνοι, οι οποίοι μας καταδιώκουν». Ακολουθών δε αυτούς ο Άγιος επί τρεις μήνας, ημπόδιζε τούτους από κάθε αταξίαν. Βλέποντες όμως εκείνοι, ότι δια των νουθεσιών αυτού επροξένει εις αυτούς στενοχωρίαν, διότι έλεγεν εις αυτούς να απέχουν από τας κλοπάς και τας αρπαγάς, έπεσαν όλοι ομού προ των ποδών του και τον παρεκάλουν να αναχωρήση. Τότε ο Άγιος, αφού είπεν εις αυτούς πολλάς νουθεσίας, τέλος προσέθεσεν· «Εάν δεν παύσετε να κάμνετε αυτάς τας κακάς πράξεις, δεν είναι δυνατόν να διέλθετε καλάς ημέρας και να ευτυχήσετε εις την παρούσαν ζωήν». Μετά ταύτα, συνοδεύοντες τον Άγιον όλοι ομού, τον έφεραν πάλιν εις τον τόπον, όπου κατώκει πρότερον και κτίσαντες δι’ αυτόν κατοικίαν, τον απεχαιρέτησαν και ανεχώρησαν εν ειρήνη. Εγώ δε (λέγει ο συγγράψας τον Βίον του), ων εις εξ αυτών, έμεινα μετά του Αγίου, κατηχηθείς παρ’ αυτού τον λόγον της αληθείας και την Πίστιν του Χριστού. Αφ’ ου παρήλθον εξ μήνες, με ωδήγησεν ο Άγιος εις το Μοναστήριον, προς τον μέγαν Ιλαρίωνα. Ιδόντες τότε αυτόν οι αδελφοί όλοι ησθάνθησαν χαράν μεγάλην. Μετά δε τρεις ημέρας παρεκάλεσεν ο Άγιος τον μέγαν Ιλαρίωνα να με βαπτίση, επειδή ο Ιλαρίων είχε γίνει Ιερεύς. Αφού λοιπόν με εδίδαξεν όλα τα αναγκαία, με εβάπτισε και με ωνόμασεν Ιωάννην. Παρεμείναμεν δε εκεί επί δέκα ημέρας και οι αδελφοί παρεκάλουν τον Άγιον Επιφάνιον να μείνη μετ’ αυτών εις το Μοναστήριον. Αλλ’ αυτός δεν ηθέλησεν. Ενώ δε μετεβαίνομεν προς την κατοικίαν μας, συνηντήσαμεν, καθ’ οδόν, νέον τινά, όστις είχε φρικτόν δαιμόνιον και πολύ εβασανίζετο υπ’ αυτού. Ως δε είδεν ο Άγιος τούτον γυμνόν και τρέχοντα ατάκτως, τον ελυπήθη και εφώναξεν· «Εν τω ονόματι του Εσταυρωμένου Ιησού Χριστού, σε προστάζω, ακάθαρτον δαιμόνιον, να εξέλθης από το πλάσμα του Θεού». Ευθύς τότε το δαιμόνιον, αφού εσπάραξε τον νέον και τον έρριψε κατά γης, εξήλθεν εξ αυτού κραυγάζον· «Με διώκεις, Επιφάνιε, από τον τόπον μου. Αλλά να ηξεύρης, ότι έχω να υπάγω εις τον βασιλέα της Περσίας και ότι θα σε κάμω να έλθης εκεί με πολλήν θλίψιν». Ο δε νέος εκείνος εσωφρονίσθη τελείως και, ελθών, έπεσε προ των ποδών του Αγίου. Τότε ο Άγιος ανεσήκωσεν αυτόν και τον απέστειλεν εις τον οίκον του εν ειρήνη υγιαίνοντα. Εκείνο όμως το πονηρόν δαιμόνιον μετέβη εις την Περσίαν και εισήλθεν εις την θυγατέρα του βασιλέως. Εβασάνιζε δε ταύτην, όπως και τον νέον, κραυγάζον και λέγον· «Εάν δεν έλθη εδώ ο Επιφάνιος, όστις με έστειλεν εις την θυγατέρα σου, βασιλεύ, δεν εξέρχομαι εξ αυτής». Και πάλιν έλεγεν· «Επιφάνιε, συ, όστις είσαι εις την Φοινίκην, ελθέ εδώ δια να εξέλθω από την θυγατέρα του βασιλέως». Όθεν ο βασιλεύς, ακούσας τα λεγόμενα υπό του δαιμονίου, έστειλε πλήθος εκλεκτών ανθρώπων εις την Φοινίκην, δια να ανεύρουν τον Επιφάνιον. Ούτοι δε, μεταβάντες εις την Φοινίκην, ανεζήτησαν τον Άγιον εις όλα τα μέρη, αλλά δεν τον εύρον. Ούτω επέστρεψαν άπρακτοι. Τινές δε εξ αυτών εκακοποιήθησαν από τους Ρωμαίους, ως κατάσκοποι. Αλλά το δαιμόνιον εφώναζεν, ότι ο Επιφάνιος κατοικεί εις τον τόπον, τον καλούμενον Σπανύδριον. Ακούσας δε τούτο ο βασιλεύς, απέστειλε πάλιν τριάκοντα ανθρώπους και παρήγγειλεν εις αυτούς να ενδυθούν καθώς ενδύονται οι Ρωμαίοι, να αναχωρήσουν δια την Φοινίκην και να αναζητήσουν τον τόπον, όστις καλείται Σπανύδριον, διότι εκεί κατοικεί ο Επιφάνιος. Οι δε απεσταλμένοι, ενδυθέντες τας στολάς των Ρωμαίων, μετέβησαν εις την Φοινίκην και εξετάσαντες ακριβώς εύρον το Σπανύδριον. Μεταβάντες τότε, εν ώρα νυκτός, προ της θύρας του κελλίου, έκρουσαν ταύτην.Αλλ’ ο Άγιος, προσευχόμενος την ώραν εκείνην, δεν ήνοιξεν, ουδέ εταράχθη. Εκείνοι δε, θυμωθέντες, ηθέλησαν να θραύσουν την θύραν. Εις δε εξ αυτών εξήγαγε μάχαιραν και ήπλωσε την χείραν του δια να σχίση την θύραν. Αλλ’ η χειρ του έμεινεν ακίνητος ως τελείως ξηρά. Τότε οι άλλοι φοβηθέντες ανεχώρησαν μακράν του κελλίου. Αφού δε ο Άγιος ετελείωσε την προσευχήν του, ήνοιξε την θύραν. Ως δε είδε τον Άγιον εκείνος όστις είχε την χείρα του ακίνητον και ξηράν, έπεσε προ των ποδών του Αγίου, λέγων· «Ελέησόν με, δούλε των αθανάτων θεών». Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Τι ζητείς από άνθρωπον αμαρτωλόν;» Εκείνος τότε είπεν· «Ήλθον εις τον τόπον τούτον υγιής και ιδού ότι εξηράνθη η χείρ μου». Είπεν ο Άγιος· «Ηγιής ήλθες, γενού πάλιν υγιής». Ευθύς δε ως ήγγισε την χείρα τού πάσχοντος ευεραπεύθη. Ιδόντες οι άλλοι το θαύμα, προσέπεσαν και αυτοί εις τους πόδας του Αγίου και προσεκύνουν αυτόν. Κατόπιν απεκάλυψαν την αιτίαν δια την οποίαν ήλθον να τον εύρουν. Ακούσας ο Άγιος τους λόγους των απεσταλμένων, ηννόησεν, ότι το δαιμόνιον, το οποίον είχεν εκδιώξει από τον νέον εκείνον, προσέβαλε την θυγατέρα του βασιλέως και την εβασάνιζεν. Είπε τότε προς εμέ· «Ας υπάγωμεν, τέκνον, μετά των ανθρώπων τούτων εις την Περσίαν». Εκείνοι δε είπον· «Ο βασιλεύς, Πάτερ, δεν μας έστειλε δι’ άλλον, ει μη μόνον δια σε και εφέραμεν και ζώον, ίνα καθίσης». Αλλ’ ο Άγιος απεκρίθη· «Εγώ μεταβαίνω πεζός. Όμως τον μαθητήν μου δεν θα τον αφήσω εδώ μόνον». Λέγουν οι απεσταλμένοι· «Έχομεν ζώα και δια τους δύο, μόνον σας παρακαλούμεν να ακολουθήσητε ημάς τους δούλους σας». Ευθύς τότε εις εξ αυτών, νέος, χαριέστατος εις το πρόσωπον, προσεκύνησε τον Άγιον, ειπών· «Συγχώρησόν μοι, Πάτερ». Ο δε Άγιος απήντησε με γλυκύτητα· «Ο Θεός να σε ευλογήση, τέκνον». Τότε ο νέος, εναγκαλισθείς με πολλήν ευλάβειαν τον Άγιον, εσήκωσεν αυτόν και τον εκάθισεν επί δρομικής τινος καμήλου, την οποίαν είχε, κατόπιν δε ήλθεν εις εμέ και έπραξεν ομοίως, και ούτω ανεχωρήσαμεν, αυτός δε εβάδιζεν έμπροσθεν των καμήλων. Αφού επεριπατήσαμεν επί τριάκοντα ημέρας, εφθάσαμεν εις την χώραν, εις την οποίαν ήτο ο βασιλεύς. Και ημείς μεν εμείναμεν εις τόπον καλούμενον Ούριον, τρεις δε εξ αυτών μετέβησαν εις την χώραν και ανήγγειλαν εις τον βασιλέα τον ερχομόν μας, ούτος δε επρόσταξε να μεταβώμεν προς αυτόν. Και ο μεν Άγιος μετέβαινε με θάρρος μεγάλο, ως να μη επρόκειτο να συναντηθή με βασιλέα, εγώ όμως, ιδών τόσον πλήθος ανθρώπων ισταμένων πέριξ αυτού, εφοβήθην πολύ. Ως δε ο Άγιος επλησίασε τον βασιλέα, ηγέρθη εκείνος από του θρόνου του. Ο δε Άγιος είπε προς αυτόν· «Κάθησε, τέκνον, εις τον θρόνον σου και μη λυπήσαι δια την θυγατέρα σου, διότι έχω τον φιλάνθρωπον Θεόν βοηθόν, όστις διώκει το πονηρόν δαιμόνιον. Μόνον πίστευε εις Αυτόν και θέλεις ίδει την κόρην σου υγιά. Διότι ο παγκάκιστος δαίμων, επειδή εξεδιώχθη από εκεί όπου ευρίσκετο, ήλθεν εις την θυγατέρα σου. Όμως, εάν πιστεύης εις τον Εσταυρωμένον Ιησούν Χριστόν, Εκείνος θέλει τον διώξει και από εδώ. Φέρε λοιπόν εδώ την κόρην σου και θέλεις ίδει την χάριν του φιλανθρώπου Ιησού». Επρόσταξε τότε ο βασιλεύς να φέρουν την θυγατέρα του, ευθύς δε ως ήλθεν εκείνη, είπε προς αυτήν ο Άγιος· «Σωφρονίσου, κόρη, και προσκύνησον τον πατέρα σου, διότι ο λύκος δεν θέλει σε κυριεύσει πλέον». Σφραγίσας τότε αυτήν τρεις φοράς δια του σημείου του Τιμίου και ζωοποιού Σταυρού, είπε προς το δαιμόνιον· «Κακώς ήλθες εις την θυγατέρα του βασιλέως. Φύγε εξ αυτής και πήγαινε εις τόπους ακατοικήτους». Ευθύς τότε εξήλθε το δαιμόνιον από την κόρην και έφυγεν· Ιδών δε ο Άγιος, ότι ο βασιλεύς έμεινεν εκστατικός προ του θαύματος, είπεν προς αυτόν· «Χαίρε, ω βασιλεύς, διότι ο λύκος έφυγεν από την κόρην σου. Ύπαγε και συ, θύγατερ, εις την μητέρα σου και χαίρε μετ’ αυτής. Μόνον πρόσεχε καλώς, να φυλάττης το σώμα σου καθαρόν και αμόλυντον από αμαρτίας και πλέον δεν θέλει σε πλησιάσει ο κακούργος δοάβολος». Τότε ο βασιλεύς και όλοι οι παρευρισκόμενοι έπεσαν προ των ποδών του Αγίου και προσεκύνησαν αυτόν, παρακαλούντες να παραμείνη μετ’ αυτών πάντοτε και να τον έχουν εις πατέρα του βασιλέως. Εις δε εκ των μεγαλυτέρων μάγων της Περσίας είπε προς τον Άγιον· «Ω μάκαρ Επιφάνιε, μάγε ηγαπημένε, ήλθες εδώ δια να κάμης πολλά κατορθώματα. Δίδαξον λοιπόν την τέχνην σου εις τους μάγους μας και αυτοί θέλουν πλέον υπακούει εις σε». Αλλ’ ο Άγιος, ακούσας ταύτα, είπε προς αυτόν· «Ω μάγε, εχθρέ της αληθείας, μάθε να μη λαλής ατάκτους λόγους και να μη νομίζης, ότι ο δούλος του Θεού είναι μάγος της αδικίας. Όθεν, προς σωφρονισμόν σου, λέγω εις σε να μείνης άφωνος και να μη δύνασαι να λαλήσης πλέον». Τότε, ω του θαύματος! Ευθύς, με τον λόγον του Αγίου, ο μάγος έμεινεν άλαλος και ακίνητος. Ταύτα ιδόντες ο βασιλεύς και όλον το εκεί παρευρισκόμενον πλήθος, ετρόμαξαν και έπεσαν όλοι κατά γης. Ο δε Άγιος, εκτείνας την χείρα του και κρατήσας τον βασιλέα, είπε προς αυτόν με ιλαρότητα· «Ανάστα, βασιλεύ, ελθέ εις τον εαυτόν σου και μη φοβείσαι». Ούτως ηγέρθησαν όλοι. Στραφείς δε ο Άγιος προς τον μάγον, είπε· «Συλλογίσθητι καλώς τι βλέπεις και τι ακούεις και πρόσεχε εις την αλήθειαν, ώστε να μη νομίζης εμέ μάγον. Διότι εγώ είμαι δούλος του Εσταυρωμένου Ιησού Χριστού και, εν τω ονόματι Αυτού, λάλει πάλιν, άκουε ως και πρότερον και γίνου φίλος της αληθείας». Ευθύς τότε ο μάγος ήρχισε να ομιλή και εζήτει συγχώρησιν από τον Άγιον, αναγνωρίσας ότι έσφαλε. Μετά ταύτα ο βασιλεύς επρόσταξε και έφεραν χρυσόν, άργυρον, μαργαρίτας και πολυτίμους λίθους, τα οποία, αφού απέθεσε προ του Αγίου, είπε προς αυτόν· «Λάβε ταύτα, ω Πάτερ, και έχε με εις την μνήμην σου». Ο Άγιος όμως απεκρίθη προς τον βασιλέα· «Ημείς καταφρονούμεν όλα αυτά, ως ψευδή και ασήμαντα αγαθά τούτου του κόσμου, δια να απολαύσωμεν τα αληθή και αιώνια αγαθά του ουρανού. Μη λοιπόν δίδης μερίμνας εις εμέ δια τούτων, διότι ο Χριστός με εδίδαξε να μη χρειάζωμαι τοιούτους θησαυρούς. Όθεν λάβε και θάψε πάλιν αυτά εις το θησαυροφυλάκιόν σου. Γνώριζε όμως, ότι όσον καιρόν θα ευρίσκωνται εκεί θα είναι νεκρά και ανενέργητα, διότι προσέχεις μόνον εις αυτά και έχεις πολλήν περί τούτου φροντίδα, καμμίαν όμως ωφέλειαν εις την ψυχήν σου δεν δύνασαι να λάβης εκ τούτων. Μάλιστα έχεις κατά νουν να απολέσης πολλάς ψυχάς δια μέσου του χρυσού, όστις εδωρήθη εις σε παρά του Κυρίου, ίνα δίδης τούτον εις τους έχοντας ανάγκην. Γίνου λοιπόν δίκαιος, πλησιάζων προς τον Θεόν των όλων, καθώς δε ο Θεός έδωκε το χρυσίον εις σε, δίδε αυτό και συ εις τους πτωχούς, δια να μη καταδικασθής εις την μέλλουσαν Κρίσιν και ριφθής εις το αιώνιον σκότος. Διότι τότε θέλεις ενθυμηθή τους ιδικούς μου λόγους χωρίς όφελος. Άκουσον όμως τώρα τους λόγους μου, ίνα τότε αγάλλεσαι πάντοτε. Μη έχης τας βλέψεις επί του κόσμου τούτου και των αγαθών του και τότε όλος ο κόσμος θέλει υποταχθή εις σε. Φυλάττου δε προσεκτικώς από τους μάγους, διότι σε πλανούν δια των σκοτεινών των πράξεων». Μετά ταύτα, ιδών ο Άγιος, ότι έφθασεν η ώρα του γεύματος, είπεν προς τον βασιλέα· «Ήθελον να σου είπω και άλλα πολλά, αλλά δεν προσέχεις. Γνωρίζω, ότι ο λογισμός σου είναι τώρα εις την τράπεζαν. Όθεν ύπαγε, φάγε εξ όλων των φαγητών με μετριότητα, διότι προς ταύτα έχεις εστραμμένον τον λογισμόν σου». Είπε τότε ο βασιλεύς προς τον Άγιον· «Ελθέ, Πάτερ, ίνα συμφάγωμεν». Αλλ’ ο Άγιος απεκρίθη· «Ύπαγε εις την τράπεζαν και φάγε, καθώς σου είπον, εξ όλων των φαγητών, κατά την συνήθειάν σου. Μόνον άπεχε από την αταξίαν. Και εγώ με ολίγον άρτον από πίτυρα και με ολίγον άλας θέλω ικανοποιήσει την ανάγκην του σώματος». Τότε ο βασιλεύς απέλυσεν όλους τους άλλους, και επρόσταξε δε να εισέλθωμεν ημείς εις το κουβούκλιον, όπου και έστειλε προς ημάς διάφορα φαγητά. Ο δε Άγιος, αφού εκράτησε μόνον ένα άρτον, επέστρεψε τα άλλα, φαγόντες δε τούτον εχορτάσθημεν και ηυχαριστήσαμεν τον των όλων Θεόν. Την επομένην έστειλεν ο βασιλεύς και προσεκάλεσε τον Άγιον, όστις και μετέβη προς αυτόν. Καθώς δε επλησίασεν, ηγέρθη ο βασιλεύς από του θρόνου του και απέθεσε το βασιλικόν του σκήπτρον εις την γην, ο δε Άγιος είπεν· «Ανάλαβε, ω βασιλεύ, την άσκησιν του αξιώματος της βασιλείας και ευχαρίστει τον Θεόν, όστις σου το εδώρησε». Και ο βασιλεύς απεκρίθη· «Παρακαλώ σε, Πάτερ, μείνε εδώ μεθ’ ημών και εγώ θέλω πράξει ό,τι μου είπης». Αλλ’ ο Άγιος είπεν· «Εάν διαφυλάξης τους λόγους μου, θα σε ενθυμούμαι και εγώ, όπου και αν ευρίσκομαι». Εμείναμεν δε εις το παλάτιον του βασιλέως δέκα ημέρας. Κατόπιν ο Άγιος είπε προς τον βασιλέα· «Θέλω να αναχωρήσω δια τον τόπον μου, διότι αποζητώ εκείνους οίτινες ευρίσκονται εκεί, συ δε κάθησε εις τον θρόνον σου ήσυχος και μη κηρύξης πόλεμον εναντίον των Ρωμαίων. Διότι, εάν γίνης εχθρός των, θέλεις γίνει εχθρός και με τον Εσταυρωμένον Ιησούν Χριστόν. Εάν δε γίνης εχθρός του Εσταυρωμένου Ιησού, θέλεις κακώς αφανισθή από τους αντιδίκους σου». Τότε ο βασιλεύς, προπορευόμενος και ακολουθούμενος υφ’ όλων των οικείων του, κατευώδωσεν ημάς, αναχωρούντας δια τον τόπον μας. Όταν δε εξήλθομεν του βασιλικού παλατίου και ενώ ακόμη συνώδευεν ημάς ο βασιλεύς μετά της συνοδείας του, συνηντήσαμεν το λείψανον παιδίου άρχοντος τινός, το οποίον μετέφερον με νεκροκρέββατον, δια να το ρίψουν εις τους αστροκύνας, ίνα το φάγουν. Διότι τοιαύτην συνήθειαν έχουν οι Πέρσαι. Ναρίπτουν τους νεκρούς εις τους κύνας, δια να τους τρώγουν. Τότε ο Άγιος είπε προς εκείνους, οίτινες το μετέφερον· «Αποθέσατε, ω τέκνα, το λείψανον, εις την γην, δια να ίδωμεν και ημείς τον νεκρόν». Ευθύς τότε εκείνοι έπραξαν τούτο. Στραφείς δε ο Άγιος προς τον βασιλέα, είπε προς αυτόν· «Ω βασιλεύ, έπρεπε να θάπτετε εις την γην τους νεκρούς σας και όχι να τους ρίπτετε εις τους κύνας δια να τους φάγουν. Γνώριζε δε ότι εις το βασίλειόν σου έχεις πολλούς κακούς ανθρώπους, οι οποίοι θανατώνουν προώρως τους ανθρώπους. Και τούτον δε τον νεκρόν, τον οποίον βλέπεις, άνθρωπος κακότροπος τον εθανάτωσεν αδίκως με μαγείας. Όμως ο Θεός μου, όστις εσταυρώθη επί του ξύλου, θέλει αναστήσει αυτόν προ των οφθαλμών όλων σας». Ως δε είπε ταύτα ο Άγιος, ήγγισε τον νεκρόν δια των χειρών του και προσηυχήθη προς τον φιλάνθρωπον Θεόν, ειπών· «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ο αναστήσας εκ νεκρών τον τετραήμερον Λάζαρον, ανάστησον και τούτον τον νέον». Αφού δε εξεδύθη το επανωφόριόν του, ενέδυσε δια τούτου τον νέον. Διότι συνηθίζουν οι Πέρσαι να κηδεύουν γυμνούς τους αποθνήσκοντας. Ευθύς τότε, ω του θαύματος! ανέστη ο νεκρός και ηυχαρίστει τον Άγιον, ο οποίος είπεν εις τον νέον· «Ύπαγε, τέκνον, εις τον οίκον σου και ενδύθητι με τα συνήθη ενδύματά σου, φέρε δε εις εμέ το επανωφόριόν μου». Τούτο δε είπε, διότι ο Άγιος έφερεν εσωτερικώς τρίχινον υποκάμισον και επ’ αυτού το επανωφόριόν του. Ιδών ο βασιλεύς το θαύμα αυτό, το οποίον ετέλεσεν ο Άγιος, ενόμισεν ότι είναι Θεός. Ο δε Άγιος είπε προς αυτόν· «Μη λογίζεσαι τοιαύτα δι΄ εμέ, ω βασιλεύ, διότι είμαι άνθρωπος ομοιοπαθής και θνητός. Όμως ο Θεός μου, εις τον οποίον επίστευσα, παραχωρεί ταύτα τα σημεία εις εκείνους τους οποίους αγαπά». Αφού δε είπεν ο Άγιος ταύτα και άλλα περισσότερα, προσέθεσεν· «Επίστρεψον, τέκνον, εις το παλάτιόν σου και ημείς αναχωρούμεν δια την πατρίδα μας». Ο δε βασιλεύς ηρώτησεν τον Άγιον· «Πόσους ενόπλους θέλεις, Πάτερ, δια να σε συνοδεύσουν και να σε φυλάττουν καθ’ οδόν;» Ο δε Άγιος απήντησεν· «Έχω τον Θεόν, όστις με φυλάττει και στρατιώτας έχω τους Αγίους Αυτού Αγγέλους». Τότε ο βασιλεύς, προσκυνήσας τον Άγιον, είπεν· «Ύπαγε υγιαίνων, Επιφάνιε, η δόξα των Ρωμαίων, και ενθυμού και ημάς τους ευρισκομένους εις την Περσίαν». Αναχωρήσαντες εκείθεν, ήλθομεν εις την κατοικίαν μας, εις την οποίαν επί τρεις ημέρας δεν είχομεν ύδωρ ούτε δια να πίωμεν. Όθεν, σταθείς ο Άγιος κατ’ ανατολάς, ανέπεμψε προσευχήν προς τον Θεόν τοιαύτα λέγων· «Κύριε ο Θεός ημών, ο την ακρότομον πέτρα διαχαράξας και από ταύτης ύδωρ αναβλύσας και λαόν εκλείποντα ύδωρ ποτίσας, διασπάραξον και την γην ταύτην και ποίησον εξ αυτής ύδωρ πηγάζειν, επί κατοικεσία πενήτων ανθρώπων». Μετά δε την ευχήν ταύτην, ευωδία άρρητος ηπλώθη εις τον τόπον εκείνον. Κλίνας δε τρεις φοράς εις την γην και προσευχηθείς πάλιν, έλαβε μίαν σκαπάνην και ανέσκαψεν ολίγον την γην. Ευθύς τότε ανέβλυσεν ολίγον ύδωρ. Κατόπιν, αφού έσκαψε πάλιν, ανέβλυσεν ύδωρ πολύ, από του οποίου εποτίζετο η γη εκείνη και εφύτρωσε πολλά λαχανικά εις απόλαυσιν και τροφήν μας. Επειδή όμως ήρχοντο εκεί άγρια ζώα και μας έτρωγαν τα λάχανα, εστάθη ο Άγιος εν μέσω των λαχάνων και συνωμίλει μετά των θηρίων, ως να ήσαν άνθρωποι, λέγων· «Διατί, ω θηρία, δίδετε κόπους εις ημάς; Εγώ, επειδή είμαι αμαρτωλός και πτωχός, ήλθον εις τούτον τον τόπον, δια να κλαύσω το πλήθος των αμαρτιών μου και ο Θεός μού έδωκε την παρηγορίαν ταύτην των λαχάνων προς τροφήν, σεις όμως έρχεσθε και τα τρώγετε. Όθεν Αυτός ο Θεός σας προστάζει να μη έλθετε πλέον εδώ και να βλάπτετε τα λαχανικά». Ευθύς δε ως ήκουσαν τα θηρία τούτους τους λόγους, ωσάν να ήσαν άνθρωποι λογικοί ανεχώρησαν και από την ημέραν εκείνην δεν ήλθον πλέον εις τον τόπον μας. Οι δε Σαρακηνοί εκείνοι, οίτινες έκτισαν το κελλίον, ακούσαντες ότι ήλθεν ο Άγιος από την Περσίαν, ήλθον δια να τον ίδουν και να λάβουν την ευλογίαν του. Τότε μας έκτισαν τρία ακόμη κελλία και έπειτα ανεχώρησαν δια τους τόπους των. Διεδόθη δε εις όλην την Φοινίκην, ότι ο Άγιος Επιφάνιος κατοικεί εις το Σπανύδριον και τότε συνηθροίσθησαν εκεί και άλλοι αδελφοί και ούτω είμεθα εν όλω οκτώ. Μίαν ημέραν, αφού ο Άγιος με εκάλεσε, μετέβημεν εις το Μοναστήριον του Αγίου Ιλαρίωνος, προς επίσκεψιν των αδελφών, οι οποίοι μας εδέχθησαν μετά χαράς μεγάλης και μας εφιλοξένησαν επί πολλάς ημέρας. Αλλ’ ο διάβολος, όστις εξ αρχής καταδιώκει τους δούλους τού Θεού, μετεσχηματίσθη εις το σχήμα του Αγίου Επιφανίου και μετέβη εις το Μοναστήριόν μας. Ιδών τότε αυτόν εις αδελφός, εκ των αμελεστέρων, έσπευσεν, ίνα τον προσκυνήση. Πεσών δε κατά γης προσεκύνησε τον πονηρότατον δαίμονα και ευθύς εδαιμονίσθη και έτρεχεν ατάκτως ένθεν κακείθεν. Ο δε Άγιος είπεν εις τον μέγαν Ιλαρίωνα· «Λύκος εισώρμησεν εις το Μοναστήριον και ετάραξεν όλους τους αδελφούς». Όθεν, αφού ησπάσθη τους αδελφούς άπαντας, επεστρέψαμεν εις το Μοναστήριόν μας. Αναπέμψας τότε προσευχήν εις τον φιλάνθρωπον Θεόν, ελύτρωσε τον αδελφόν εκείνον από το δαιμόνιον που τον ηνώχλησεν. Άλλοτε πάλιν ήλθον εις το Μοναστήριον τρεις χωρικοί, εκ των οποίων ο εις κατείχετο υπό δαιμονίου, οι δε άλλοι δύο παρεκάλουν τον Άγιον να αποδιώξη απ’ αυτού το δαιμόνιον. Ο δε Άγιος είπε· «Λάβετε, τέκνα, τον φίλον σας και αναχωρήσατε εν ειρήνη. Διότι, δια του ονόματος του Ιησού Χριστού, δεν υπάρχει πλέον κανέν κακόν εις αυτόν». Πιστεύσαντες τότε εκείνοι εις τον λόγον του Αγίου ανεχώρησαν και έως να φθάσουν εις τας οικίας των έφυγε το δαιμόνιον από τον άνθρωπόν των, όστις και ιάθη τελείως από της ώρας εκείνης. Εις τινα τόπον έρημον, μακράν από το Μοναστήριόν μας έως εξήκοντα στάδια, λέων τις εξήρχετο από την λόχμην του και έτρωγε πολλούς ανθρώπους, εκ των εκείθεν διερχομένων. Όθεν, συναθροισθέντες πάντες οι έχοντες ανάγκην να διαβαίνουν από τον τόπον εκείνον, ήλθον εις το Μοναστήριον και παρεκάλουν μετά δακρύων τον Άγιον να προσευχηθή προς τον Θεόν, ίνα διώξη εκείθεν τον λέοντα. Ο δε Άγιος είπεν· «Εν τω ονόματι του Κυρίου, ας υπάγωμεν εκεί δια να ίδωμεν τον ανθρωποφάγον λέοντα». Όταν λοιπόν έφθασαν εις τον τόπον εκείνον, εξήλθεν ο λέων από του δάσους. Και ως είδε τον Άγιον, έπεσε κατά γης και απέθανεν. Ιδόντες δε οι άνθρωποι το θηρίον νεκρόν, εθαύμαζον. Ο Άγιος είπε τότε προς αυτούς· «Εάν έχετε πίστιν εις τον Ιησούν Χριστόν, κατά τον ίδιον τούτον τρόπον θέλουν πέσει όλοι, όσοι σας επιβουλεύονται». Μεταξύ των άλλων αρετών, τας οποίας εχάρισεν ο Θεός εις τον Άγιον, παρεχώρησε και ταύτην. Να εξηγή τας θείας Γραφάς με όλην την αλήθειαν. όταν λοιπόν ανεγίνωσκεν εις τους αδελφούς την Παλαιάν ή την Νέαν Γραφήν, ηρμήνευεν εις αυτούς και όλα τα αναγινωσκόμενα. Κατ’ εκείνον δε τον καιρόν ευρίσκετο εις την πόλιν Έδεσσαν φιλόσοφός τις και ρήτωρ θαυμαστός, Επιφάνιος το όνομα, ο οποιος, ακούσας δια τον Άγιον, ότι είναι λόγιος και εξηγεί τας Γραφάς, επεθύμησε να συνομιλήση μετ’ αυτού. Εξεκίνησε λοιπόν από την Έδεσσαν και ήλθεν εις το Μοναστήριον. Ως δε είδε τον Άγιον, εγνώρισεν αυτόν και πλησιάσας τον προσεκύνησεν. Ο δε Άγιος είπε προς αυτόν· «Θαυμάζω, φιλόσοφε, και απορώ, δια ποίαν αιτίαν συ, ο μέγας ρήτωρ, να οδοιπορήσης τόσον, διανύων τόσον μακράν οδόν, δια να έλθης εις εμέ τον αμαθή και αμαρτωλόν». Και ο φιλόσοφος είπε· «Μη θαυμάζης δια τούτο, διδάσκαλε πεποθημένε, διότι η μετά σοφών συνομιλία απαιτεί και πολλούς λόγους και όπου λέγονται υπό τούτων λόγοι πολλοί, εκεί αποκτάται και η μάθησις διαφόρων πραγμάτων». Ταύτα ειπών ο φιλόσοφος εσιώπησεν. Ο δε Άγιος ήρχισεν αναγινώσκων το πρώτον βιβλίον της Παλαιάς Γραφής, το της Κοσμοποιϊας, ο δε φιλόσοφος άλλα μεν εκ των γραφομένων παρεδέχετο και εις άλλα αντέλεγεν. Επί τρεις ημέρας λοιπόν αυνδιελέγοντο και δεν συνεφώνουν. Πεισθείς όμως ο φιλόσοφος δια την πολιτείαν και τα ήθη του Άγίου, τον ηγάπησε πολύ και την τετάρτην ημέραν είπε προς τον Άγιον· «Διδάσκαλε, η παραμονή εις τούτον τον τόπον είναι καλή και, εάν ορίζης, αγαπώ να κατοικήσω και εγώ εδώ». Ο Άγιος απεκρίθη· «Τούτο είναι εις την προαίρεσίν σου. Ώστε, εάν θέλης, κατοίκησον». Ο δε φιλόσοφος ηρώτησε· «Να φέρω και τα βιβλία μου;» Ο Άγιος απεκρίθη· «Φέρε ταύτα». Ο δε φιλόσοφος είπεν· «Εγώ δεν φεύγω πλέον από εδώ, αλλά παρακαλώ να στείλης τον Κάλλιστον, δια να φέρη τα βιβλία και όλα μου τα πράγματα». Ήτο δε ο Κάλλιστος υιός Αετίου, του πρώτου επάρχου της Ρώμης, και είχε δαιμόνιον. Νύκτα δε τινα είδεν εν οράματι τον Άγιον Επιφάνιον, λέγοντα προς αυτόν· «Θέλεις, Κάλλιστε, να διώξω από σου το δαιμόνιον»; Και ο Κάλλιστος είπε· «Ποίος είσαι συ, αυθέντα μου, όστις δύνασαι να διώξης το δαιμόνιον»; Και ο Άγιος απήντησεν· «Εγώ είμαι ο Επιφάνιος, από την Φοινίκην της Παλαιστίνης, κατοικώ δε εις το Μοναστήριον το εν τω Σπανυδρίω. Εάν λοιπόν διώξω το δαιμόνιον από σε, έρχεσαι να κατοικήσης μετ’ εμού εις το Μοναστήριον τούτο»; Και ο Κάλλιστος απεκρίθη· «Δίωξον, αυθέντα μου, το δαιμόνιον απ’ εμού και μετά χαράς έρχομαι να κατοικήσω μετά σου». Λέγει ο Άγιος· «Πρόσεξε μη πράξης άλλως, διότι πάλιν θέλει έλθει εις σε το δαιμόνιον». Αφυπνισθείς τότε ο Κάλλιστος διηγήθη εις τον πατέρα του εκείνα τα οποία είδεν εν οράματι και από της ημέρας εκείνης δεν ηνωχλήθη πλέον από το δαιμόνιον. Όθεν, μετά τρεις μήνας, είπε προς τον πατέρα του· «Θέλω, πάτερ, να υπάγω εις την Φοινίκην, δια να εύρω τον Επιφάνιον και να κατοικήσω μετ’ αυτού εις το Σπανύδριον». Ευθύς τότε ο πατήρ του έδωκεν εις αυτόν αργυρά νομίσματα πολλά και απέστειλε τούτον. Ως δε έφθασεν ο Κάλλιστος εις την Φοινίκην, εύρε τον Άγιον και αφού διηγήθη εις αυτόν όλα τα συμβάντα, κατώκησε μεθ’ ημών. Ούτος λοιπόν ο Κάλλιστος, λαβών μεθ’ εαυτού δύο υποτακτικούς και τρεις καμήλους, μετέβη, δια προσταγής του Αγίου, εις την Έδεσσαν και έφερεν εις το Μοναστήριον τα βιβλία του φιλοσόφου. Έκτοτε ο Άγιος και ο φιλόσοφος ευρίσκοντο καθ’ εκάστην εις μεγάλην φιλονεικίαν. Είπε δε προς τον φιλόσοφον ημέραν τινά ο Άγιος· «Ο Προφήτης Δανιήλ λέγει· «Κριτήριον εκάθισε και βίβλοι ηνεώχθησαν» (Δαν. ζ:10), φέρε μου λοιπόν συ, τα ιδικά σου βιβλία και εγώ τα ιδικά μου, εκείνα τα οποία μοι εχάρισεν ο Θεός και ας καθήσωμεν να κριθώμεν μεταξύ μας». Όθεν ετοποθέτησεν ο Άγιος τας θείας Γραφάς εκ δεξιών και ο φιλόσοφος τα βιβλία του εξ αριστερών και ήρχισεν από την αρχήν της Κοσμοποιϊας. Ο μεν Άγιος από της Γενέσεως, την οποίαν συνέγραψεν ο Μωϋσής, ο δε φιλόσοφος από την γένεσιν, την οποίαν συνέγραψεν ο Ησίοδος. Αναγιγνώσκοντες δε τα δύο βιβλία εφιλονείκουν μεταξύ των. Όμως το φως ήτο φως και το σκότος, σκότος. Η Γένεσις, δηλαδή, του Μωϋσέως ήτο αληθής, και η γένεσις του Ησιόδου ήτο ψευδής. Διότι ο Μωϋσής συνέγραψε την Γένεσιν με την χάριν του Θεού, ο δε Ησίοδος εκ Θεού είχε την ζωήν και από των δαιμόνων την πλάνην. Ένα χρόνον ολόκληρον διελέγετο ο Άγιος μετά του φιλοσόφου περίτου θέματος τούτου και δεν ηδύνατο να τον καταπείση δια των λόγων. Ενώ δε ούτως ηγωνίζετο ο Άγιος να καταπείση τον φιλόσοφον, επτά χωρικοί έφεραν εις το Μοναστήριον νέον τινά δαιμονιζόμενον και επειδή δεν ηδύναντο ούτοι να τον κρατήσον, τον έδεσαν με αλυσίδας και τον έφερον. Είπε τότε ο Άγιος προς τον φιλόσοφον, να επικαλεσθή το πλήθος των θεών του, δια να διώξουν το δαιμόνιον από τον νέον. Αλλ’ ο φιλόσοφος ενόμισεν, ότι ενικήθη ο Άγιος και επειδή δεν είχε πλέον τίποτε να προσθέση, είπε τον λόγον τούτον προς αυτόν. Ο δε Άγιος ηννόησε ταύτα και είπε προς τον φιλόσοφον· «Τι λέγεις, ω φιλόσοφε, δια τον νέον τούτον; Ή θεράπευσέ τον συ με τους θεούς σου και εγώ να πιστεύσω εις αυτούς ή θεραπεύει τούτον ο Θεός μου, ο Εσταυρωμένος, και να πιστεύσης συ εις Αυτόν». Ο φιλόσοφος όμως δεν επίστευεν, ότι έλεγε ταύτα αληθώς ο Άγιος, αλλ’ ενόμιζεν, ότι λέγει τι το αστείον. Ο Άγιος όμως επλησίασε τον δαιμονιζόμενον και τον ηρώτησε· «Θέλεις να λύσω τα σίδηρα από τας χείρας σου;» Ακούσας ταύτα ο φιλόσοφος, έτρεξεν ευθύς εντός του κελλίου και έκλεισε καλώς την θύραν, συλλογιζόμενος· «Ούτος ο Μοναχός, ως άπειρος, θέλει να λύση από των δεσμών τον πάσχοντα. Ας φύγω λοιπόν εγώ, δια να μη πάθω κανέν κακόν από αυτόν». Έλυσε δε πράγματι αυτόν ο Άγιος από τα σίδηρα και σφραγίσας τούτον τρις δια του σημείου του ζωοποιού Σταυρού, είπε προς το δαιμόνιον· «Εγώ ο αμαρτωλός Επιφάνιος, ο δούλος του Κυρίου, σε προστάζω εν ονόματι του Ιησού Χριστού, του Εσταυρωμένου Υιού του Θεού, έξελθε από τον άνθρωπον τούτον και μη τον ενοχλήσης πλέον». Ευθύς τότε, ω του θαύματος! εξήλθεν το δαιμόνιον και ο νέος εσωφρονίσθη και επανήλθεν εις καλήν κατάστασιν. Ο δε φιλόσοφος, ανοίξας την θύραν και ιδών τον νέον τεθεραπευμένον, έσπευσε να προσκυνήση τον Άγιον, λέγων· «Ω Επιφάνιε, νικητά και στεφανηφόρε, πιστεύω εις τους λόγους σου δια μέσου των έργων, τα οποία τελούνται, ήτοι δια του θαύματος τούτου, το οποίον βλάπω. Διότι οι λόγοι πετούν εις τον αέρα, αλλά τα έργα καρποφορούν και φαίνονται. Δια τούτο θέλω και εγώ να γίνω δούλος του Εσταυρωμένου». Ο Άγιος είπε τότε προς αυτόν· «Τι θαυμάζεις δια τούτο, ω φιλόσοφε, νομίζων, ότι εγώ ετέλεσα το θαύμα τούτο; Όχι· δεν ενήργησα τούτο εγώ, αλλ’ ο Υιός του Θεού κάμνειτα καλά ταύτα, δια μέσου εκείνων οίτινες πιστεύουν εις Αυτόν». Ακούσας ταύτα ο φιλόσοφος, παρεκάλεσε τον Άγιον να τον βαπτίση. Ωδήγησε τότε αυτόν και εμέ ο Άγιος προς τον μέγαν Ιλαρίωνα, όστις και τον εβάπτισε δια του Αγίου Βαπτίσματος. Έπειτα παρεκάλεσεν ο Άγιος τον μέγαν Ιλαρίωνα και έστειλεν ένα αδελφόν, μετα του Επιφανίου του νεοφωτίστου, εις την Ελευθερόπολιν, προς τον Επίσκοπον, όστις και εχειροτόνησεν αυτόν Ιερέα, μετά δε ταύτα επεστρέψαμεν πάλιν εις το Μοναστήριόν μας. Τότε, προσκαλέσας ο Άγιος άπαντας τους αδελφούς, είπε προς αυτούς· «Αυτός, όστις ενόμιζε πρότερον, ότι είναι μέγας φιλόσοφος, αν και δεν ήτο τίποτε, ιδού ότι τώρα, με την χάριν του Χριστού, έγινε αληθώς φιλόσοφος και άξιος Ιερεύς. Ούτος θέλει είναι εις το εξής και ο Πνευματικός σας πατήρ». Ο Επιφάνιος, λοιπόν, ο φιλόσοφος, κατηξιώθη να λάβη από τον Θεόν τοιούτον εξαίσιον χάρισμα, να γίνη δε και Ηγούμενος των αδελφών. Επειδή δε ήρχοντο πολλοί εις το Μοναστήριον και δεν άφηνον τον Άγιον να ησυχάση, απεφάσισε να αναχωρήση εκείθεν εις τα μέρη της Αιγύπτου. Όθεν, προσκαλέσας τους αδελφούς, είπε προς αυτούς· «Θέλω, τέκνα, να υπάγω εις το Μοναστήριον του μεγάλου Ιλαρίωνος προς επίσκεψιν των εκεί αδελφών». Εκείνοι όμως ηννόησαν ότι θέλει να φύγη και πεσόντες προ των ποδών αυτού παρεκάλουν τούτον, με πολύν κλαυθμόν και οδυρμόν, να μη αναχωρήση. Ευσπλαγχνισθείς τότε αυτούς ο Άγιος είπεν, ότι δεν φεύγει. Αλλά δεν παρήλθον δέκα ημέραι και νύκτα τινά με εκάλεσε να τον ακολουθήσω. Μετέβημεν τότε εις τα Ιεροσόλυμα, όπου προσεκυνήσαμεν την ζωήν ημών, τον Τίμιον Σταυρόν του Κυρίου. Αφού δε διήλθομεν εξ όλων των Αγίων Τόπων και προσεκυνήσαμεν, εξήλθομεν από την Ιερουσαλήμ δια να μεταβώμεν εις την Αίγυπτον. Καθ’ οδόν, συνήντησεν ημάς γυνή τις δαιμονιζομένη, ήτις, ορμήσασα κατά του Αγίου, έσχισε το επανωφόριον αυτού. Ευθύς τότε εξήλθεν εξ αυτής το δαιμόνιον και προσπεσούσα εις τους πόδας του Αγίου παρεκάλει τούτον να την συγχωρήση και να μη οργισθή κατ’ αυτής. Ο Άγιος είπε τότε προς την γυναίκα· «Ύπαγε υγιής εις τον οίκον σου, διότι εκείνος όστις έσχισε το επανωφόριόν μου έφυγεν». Ούτως η γυνή επέστρεψεν εις τον οίκον της υγιής και ημείς κατήλθομεν εις την Ιόππην, την κοινώς λεγομένην Γιάφαν, από όπου, εισελθόντες εις πλοιάριον, επλεύσαμεν εις την Αλεξάνδρειαν. Εκεί συνηντήσαμεν νομοδιδάσκαλόν τινα των Εβραίων, Ακύλαν το όνομα, μετά του οποίου ο Άγιος ήρχισε να συνδιαλέγεται επί χωρίων της Παλαιάς Γραφής και ήλθον εις πολλήν φιλονικίαν την ημέραν εκείνην. Την δε επομένην, ενώ συνωμίλουν πάλιν, εμάκρυνον τον λόγον, εις δε το τέλος ο Ακύλας, καταπεισθείς εκ των λόγων του Αγίου, εζήτησε να γίνη Χριστιανός. Όθεν, παραλαβών τούτον μεθ’ εαυτού ο Άγιος, τον ωδήγησε προς τον μέγαν Αθανάσιον, τον Πάπαν και Πατριάρχην της Αλεξανδρείας, δια να τον κατηχήση. Ημείς δε, εξελθόντες της πόλεως, μετεβαίνομεν προς τα μέρη της άνω Θηβαϊδος. Καθ’ οδόν συνηντήσαμεν μαθητήν τινα του μεγάλου Αντωνίου, Παφνούτιον καλούμενον, προς τον οποίον είπεν ο Άγιος· «Ευλόγησον ημάς, Πάτερ». Εκείνος δε απεκρίθη· «Ευλογημένοι υμείς εν ονόματι Κυρίου». Αφού δε ο Παφνούτιος ούτος είπε την εχήν, αντηλλάξαμεν τον ασπασμόν και εκαθήσαμεν ολίγον εις τον τόπον εκείνον, δια να λάβωμεν αναψυχήν. Τότε ο Άγιος ηρώτησε τον Παφνούτιον δι’ όλα εκείνα τα οποία κατώρθωσεν ο Μέγας Αντώνιος, ούτος δε διηγήθη πάντα. Έπειτα ο Άγιος είπε· «Θέλω, Πάτερ, να κατοικήσω εις την Νιτρίαν». Απεκρίθη ο Παφνούτιος· «Ύπαγε υγιαίνων και απόλαυε τους εκεί Πατέρας. Σύναξε δε και χόρτον θερμόν· έπειτα πήγαινε εις την Κύπρον και τρέφε πρόβατα εις ιματισμόν και τίμα παίδας, ίνα ώσιν άρνες». Κατόπιν, αφού πάλιν προσηυχήθησαν επ’ αρκετόν, ηκολουθήσαμεν ο καθ’ εις τον δρόμον του. Ήτο δε εις τα περίχωρα της Λεοντοπόλεως Μοναχός τις, Ιέραξ καλούμενος, ο οποίος ενήστευε πολύ και ούτε έλαιον έτρωγεν, ούτε οίνον έπινε και υπό τινων ενομίζετο, ότι είναι άνθρωπος αγαθός και ότι έχει προορατικόν. Ακούσας ταύτα ο Άγιος, επόθησε να ίδη τούτον. Όθεν, μεταβάντες εις το Μοναστήριόν του, εύρομεν πλήθος ανθρώπων, οίτινες ηκροώντο την διδασκαλίαν του. Ιδών δε ο Ιέραξ τον Άγιον, ηρώτησε πόθεν ήτο και πως ωνομάζετο. Μαθών τότε ότι ήτο από την Παλαιστίνην και ωνομάζετο Επιφάνιος, εδειλίασε πολύ, διότι είχεν ακούσει δια τον Άγιον, ότι ήτο λόγιος και είχε προορατικόν, όμως εξηκολούθησε να διδάσκη τον λαόν. Ομιλών δε περί της αναστάσεως των νεκρών, έλεγεν, ότι εις τον μέλλοντα αιώνα, δεν ανασταίνεται αυτή η ιδία σαρξ του ανθρώπου, αλλ’ αντ’ αυτής ανασταίνεται άλλη και ότι αύτη διαλύεται εις την γην, κατά το «Γη ει και εις γην απελεύση» (Γεν. γ:19) και ότι όσοι απέθανον παιδία, εν τη αναστάσει δεν θα είναι τέλειοι κατά την ηλικίαν. Ακούσας ταύτα ο Άγιος ηδημόνησε και είπε προς αυτόν· «Να μείνη άλαλον το στόμα σου, δια να μάθης να μη βλασφημής». Ευθύς δε, με τον λόγον του Αγίου, έμεινεν ο Ιέραξ εις τον τόπον ακίνητος και άλαλος. Ιδόντες τότε οι άνθρωποι το θαύμα, το οποίον ετελέσθη δια του Αγίου ειςτον Ιέρακα, έμειναν όλοι εκστατικοί. Ήρχισε λοιπόν ο Άγιος να τους διδάσκη περί αναστάσεως, φέρων μαρτυρίας από τας θείας Γραφάς. Παρήλθον δε έως τρεις ώραι και ο Ιέραξ έμεινεν άλαλος. Μετά δε ταύτα είπεν ο Άγιος προς αυτόν· «Ήκουσας την πίστιν την βεβαίαν και λάλει πλέον τον λόγον τον αληθινόν». Ευθύς τότε ελύθη ο δεσμός της γλώσσης του Ιέρακος και έλεγεν, ότι έσφαλε και μετανοεί δια το σφαλερόν εκείνο φρόνημα, το οποίον είχε περί της αναστάσεως των νεκρών. Αναχωρήσαντες εκείθεν μετέβημεν εις την άνω Θηβαϊδα προς τον Ιωάννην, άνδρα θαυμάσιον και πολύ ενάρετον, όστις μας εδέχθη με πολλήν αγάπην και ιλαρότητα. Τινές δε άνθρωποι, από τους τόπους εκείνους, είχον φέρει εις τον Ιωάννην νέον τινά δαιμονιζόμενον, τον οποίον είχον δεμένον, δια να μένη πλησίον τούτου. Και ως ο πάσχων είδε τον Άγιον, έλεγε μεγαλοφώνως· «Τι ήλθες εδώ, Επιφάνιε, δούλε του Θεού;» Από δε της έκτης ώρας έως της ενάτης τοιουτοτρόπως εφώναζεν. Έπειτα, κόπτων εξαίφνης τα δεσμά, έδραμε προς τον Άγιον και εγγίζων τους πόδας του Αγίου εφώναζε· «Δούλε του Θεού, απόλυσόν με, δια τον Θεόν, τον οποίον συ πιστεύεις». Διότι ο Άγιος Επιφάνιος είχεν είπει πρότερον εις το δαιμόνιον να μη εξέλθη από τον νέον, δια να μη γνωρίση ο Ιωάννης, ότι διώκει δαιμόνια. Τότε ο Άγιος είπε προς τον νέον· «Εγέρθητι, άνθρωπε, διατί με ενοχλείς»; Ευθύςδε, ω του θαύματος! εξήλθεν από τον νέον το δαιμόνιον και ούτος ηγέρθη υγιής, ευχαριστών τον Άγιον. Εμείναμεν δε πλησίον του Ιωάννου τρεις ημέρας και έπειτα κατήλθομεν εις τα Βουκόλια, όπου εμείναμεν επτά χρόνους. Όμως εκεί είχεν πολλήν ενόχλησιν ο Άγιος από τους ανθρώπους. Ήλθε δε ποτε εις τον Άγιον και φιλόσοφος τις, Ευδαίμων καλούμενος, και συνδιελέγετο επί δέκα ημέρας. Και ο μεν Άγιος απεδείκνυε την αλήθειαν από τας θείας Γραφάς, ο δε φιλόσοφος αντέλεγεν, ανωφελώς φιλονεικών. Είχε δε ο Ευδαίμων μετ’ αυτού και το παιδίον του τυφλόν από τον ένα οφθαλμόν. Ο δε Άγιος είπε μίαν ημέραν· «Βλέπω, φιλόσοφε, ότι είσαι εστολισμένος και με λόγον και με πλούτον και έχεις ακόμη και πολλούς θεούς. Αλλά διατί δεν φροντίζεις δια το παιδίον σου, να ιατρευθή ο οφθαλμός του»; Ακούσας τούτο εγέλασεν ο φιλόσοφος και είπε προς τον Άγιον· «Αν εις όλην την οικουμένην ήτο μόνον το ιδικόν μου παιδίον να μη έχη οφθαλμόν, ήθελον φροντίσει δι’ αυτό· αλλ’ αφού είναι αναρίθμητοι εις τον κόσμον εκείνοι, οίτινες δεν έχουν κανένα οφθαλμόν, τι να φροντίσω εγώ δια τούτο, το οποίον, επί τέλους έχει τον ένα οφθαλμόν»; Του λέγει ο Άγιος· «Αν όμως ήτο μόνον το ιδικόν σου παιδίον, τι ήθελες κάμει δια να το ιατρεύσης»; Εκείνος είπε· «Τίποτε άλλο, εκτός του να συλλογίζωμαι πολλάκις και να λέγω, ότι ουδείς είναι εις όλον τον κόσμον, ως το ιδικόν μου παιδίον». Ο δε Άγιος είπε· «Μη εκλαμβάνης τους λόγους μου, φιλόσοφε, ως αστείους, διότι εν μέσω ημών είναι ο Θεός· αλλά φέρετο παιδίον σου και ιδέ την δόξαν του Θεού». Ευθύς τότε, λαβών εκ της χειρός το παιδίον του Ευδαίμονος, εσφράγισε με το σημείον του ζωοποιού Σταυρού τον τυφλόν οφθαλμόν του τρεις φοράς και, ω του θαύματος! αμέσως ανέβλεψεν. Ως δε είδεν ο Ευδαίμων τούτο το θαύμα, παρεκάλεσε τον Άγιον να τον κάμη Χριστιανόν. Αλλ’ ο Άγιος του είπε να μεταβή εις τον Επίσκοπον, όστις και τον εβάπτισε δια του Αγίου Βαπτίσματος. Εγένετο δε ο Άγιος περιβόητος εις όλην την Αίγυπτον και εζήτουν οι Επίσκοποι να εύρουν την ευκαιρίαν, δια να τον χειροτονήσουν Επίσκοπον. Ο Θεός όμως, όστις ήτο οδηγός του Αγίου, απεκάλυψε τούτο εις αυτόν. Όθεν, αναχωρήσαντες εκείθεν, επεστρέψαμεν πάλιν εις την πατρίδα μας και μετέβημεν εις το Μοναστήριον του μεγάλου Ιλαρίωνος. Ως δε οι αδελφοί είδον τον Άγιον, εχάρησαν χαράν μεγάλην, διότι εις μεγάλην λύπην ευρίσκοντο, επειδή ο μέγας Ιλαρίων είχεν αναχωρήσει από το Μοναστήριον, δια την πολλήν ενόχλησιν την οποίαν επροξένουν οι άνθρωποι εις αυτόν, και είχε μεταβή εις την Κύπρον, εις τα μέρη της Πάφου. Εμείναμεν δε εκεί τεσσαράκοντα ημέρας και έπειτα ανεχωρήσαμεν δια το Μοναστήριόν μας, εις το οποίον ο Άγιος έκαμεν Ηγούμενον, ως προείπομεν, τον Εδεσσηνόν Επιφάνιον, όστις συνήθροισεν εκεί πλήθος Μοναχών, τους οποίους πολύ επεμελείτο, διότι και αυτός ήτο άνθρωπος θαυμαστός. Βλέποντες δε τον Άγιον οι αδελφοί, έχαιρον μεγάλως και εδόξαζον τον Θεόν. Επειδή δε ενέσκηψε πείνα εις όλην την Φοινίκην και ανομβρία μεγάλη, συνήχθησαν πλήθη ανθρώπων και ήλθον προς τον Άγιον, παρακαλούντες να αναπέμψη προσευχήν προς τον φιλάνθρωπον Θεόν, ίνα δώση βροχήν εις την γην και ούτω να παραγάγη αύτη τους καρπούς της. Ο δε Άγιος είπε προς αυτούς· «Τι με ενοχλείτε, άνθρωποι; Και εγώ άνθρωπος αμαρτωλός είμαι». Εκείνοι όμως δεν παρητούντο, αλλά παρεκάλουν τούτον περισσότερον, έως ότου έφθασεν η ενάτη ώρα της ημέρας. Τότε ο Άγιος είπε προς τον Ηγούμενον· «Πρόσταξον τους αδελφούς να ετοιμάσουν τράπεζαν δια τους ανθρώπους τούτους, δια να φάγουν, να ευφρανθούν και κατόπιν να επιστρέψουν εις τον τόπον των». Ως δε εκείνοι μετέβησαν εις την τράπεζαν, εισήλθε και ο Άγιος εντός του κελλίου του και κλίνας τα γόνατα εις την γην παρεκάλει τον Θεόν να πέμψη βροχήν εις την διψώσαν γην. Ευθύς τότε με την προσευχήν του Αγίου εγέμισεν ο ουρανός από νέφη και αστραπαί και βρονταί εγένοντο και έβρεξε βροχήν μεγάλην. Οι δε άνθρωποι ηγέρθησαν από της τραπέζης και εδόξαζον τον Θεόν. Έβρεχε δε συνεχώς επί τρεις ημέρας εις όλην την Φοινίκην. Οι δε άνθρωποι εκείνοι ήλθον εις το κελλίον του Αγίου και παρεκάλουν τούτον να σταματήση, δια στόματός του, την βροχήν. Ο δε Άγιος είπε προς αυτούς· «Διατί, τέκνα μου, έχετε δι’ εμέ τοιούτους λογισμούς; Άνθρωπος είμαι και εγώ, όπως και σεις. Όμως ο ευεργέτης ημών Θεός γνωρίζει τίνος έχομεν ανάγκην και μας το προσφέρει». Εκείνοι δε παρεκάλουν περισσότερον τον Άγιον. Είπε τότε πάλιν ο Άγιος προς τον Ηγούμενον· «Πρόσταξον να ετοιμάσουν τράπεζαν δια τους ανθρώπους, δια να φάγουν και να πίουν και κατόπιν να επιστρέψουν εις τον τόπον των». Μεταβάντες δε ούτοι εις την τράπεζαν, παρεκάλεσαν τον Άγιον να ευλογήση. Ως δε ο Άγιος είπεν· «Ευλογητός ο Κύριος», ευθύς εστάθη η βροχή. Αλλ’ εξ αιτίας της πολλής ενοχλήσεως την οποίαν έδιδον οι άνθρωποι εις τον Άγιον, εζήτησεν ούτος πάλιν να αναχωρήση εκείθεν. Κατ’ εκείνον δε τον καιρόν συνηθροίσθησαν οι Επίσκοποι του τόπου εκείνου, ίνα χειροτονήσουν Επίσκοπον δια τινα χηρεύουσαν Επισκοπήν. Εξετάζοντες δε να εύρουν άξιον τινα δια το αξίωμα τούτο, έκριναν εύλογον να χειροτονήσουν τον Επιφάνιον. Προσκαλέσαντες τότε Μοναχόν τινά, πολύ ευλαβή, Πολύβιον ονομαζόμενον, όστις εγνώριζε τον Άγιον, είπον προς αυτόν· «Παράλαβε ταχύ τι υποζύγιον και ύπαγε εις το Μοναστήριον να ίδης εάν είναι εκεί ο Επιφάνιος και επίστρεψον ταχέως να μας φέρης απάντησιν, πρόσεξε μόνον να μη φανερώσης εις ουδένα, ούτε εις τον Επιφάνιον, ότι σε απεστείλαμεν ημείς». Ως δε ο Πολύβιος έφθασεν εις το Μοναστήριον, μετέβη προς τον Άγιον, ίνα τον ασπασθή. Και ο Άγιος τον ηρώτησε· «Δια ποίαν αιτίαν ήλθες εδώ, τέκνον»; Απεκρίθη ο Πολύβιος· «Εγώ, Πάτερ μου, θέλω να λέγω πάντοτε την αλήθειαν». Είπε τότε προς αυτόν ο Άγιος· «Ήλθες, τέκνον, διότι σε έστειλαν οι Επίσκοποι να ίδης, εάν είμαι εδώ. Όμως ο αμαρτωλός Επιφάνιος οδοιπορεί από τόπου εις τόπον, στενάζων και τρέμων δια τας αμαρτίας του και δεν είναι άξιος να γίνη Επίσκοπος. Συ δε, τέκνον μου, μείνε εδώ και άφες τους Επισκόπους να ζητούν τους αξίους δια την Επισκοπήν». Ο Πολύβιος τότε εδέχθη τον λόγον του Αγίου και, αποστείλας το υποζύγιον, έμεινεν εκεί. Ο δε Κύριος, όστις ήτο οδηγός του Αγίου, εφώτισεν αυτόν να υπάγη εις την Κύπρον· και την νύκτα εκείνην, παραλαβών εμέ και τον Πολύβιον, εξήλθομεν από το Μοναστήριον και μετέβημεν εις τα Ιεροσόλυμα, δια να προσκυνήσωμεν την ζωήν ημών, τον Τίμιον Σταυρόν. Μετά τρεις ημέρας, κατελθόντες εις την παραλίαν, εισήλθομεν εις πλοιάριον και εταξιδεύσαμεν εις την Πάφον, ερωτώντες δε μετέβημεν προς τον μέγαν Ιλαρίωνα, μετά του οποίου, ότε συνηντήθημεν, μεγάλην χαράν ησθάνθημεν άπαντες και εμείναμεν εκεί δύο μήνας. Μεγάλην δε ενόχλησιν είχεν ο Ιλαρίων από τους ανθρώπους, οίτινες ήρχοντο προς αυτόν. Ότε δε απεφάσισεν ο Άγιος να αναχωρήσωμεν εκείθεν, ηρώτησεν αυτόν ο Ιλαρίων· «Που θέλεις να υπάγης, τέκνον»; Και ο Άγιος απεκρίθη· «Θέλω να υπάγω εις την Γάζαν». Εκείνος τότε είπε· «Να υπάγης εις την Σαλαμίνα και εκεί θέλεις εύρει τόπον δια να κατοικησης». Αλλ’ ο Άγιος δεν ήθελε να υπάγη εκεί. Όθεν ο μέγας Ιλαρίων είπε πάλιν· «Σοι είπον, τέκνον, ότι εκεί είναι ανάγκη να υπάγης και εκεί να κατοικήσης και μη παρακούσης τους λόγους μου, δια να μη κινδυνεύσης εις την θάλασσαν». Καυελθόντες τότε ημείς εις την παραλίαν, εύρομεν δύο πλοιάρια, εκ των οποίων το εν ανεχώρει δια την Γάζαν, το δε έτερον δια την Σαλαμίνα, εισήλθομεν δε εντός εκείνου το οποίον έμελλε να ταξιδεύση δια την Γάζαν. Ενώ δε εταξιδεύομεν, τόσον μεγάλη τρικυμία εξέσπασεν, ώστε το πλοίον εκινδύνευε να συντριβή, επί τρεις δε ημέρας είμεθα απηλπισμένοι. Και την τετάρτην ημέραν μετά βίας εφθάσαμεν εις την Σαλαμίνα και ότε εξήλθομεν του πλοιαρίου εκείνου, επέσαμεν άπαντες εις την γην ως νεκροί εκ της πολλής ταλαιπωρίας και ασιτίας. Αφού δε εμείναμεν εκεί τρεις ημέρας, επανήλθομεν, με την Χάριν του Θεού, εις καλήν κατάστασιν. Αλλά πάλιν ο Άγιος ήθελε να αναχωρήσωμεν εκείθεν. Ήσαν δε εκεί συνηγμένοι όλοι οι Επίσκοποι της Κύπρου, επειδή ο Επίσκοπος της Σαλαμίνος είχε αποθάνει και ήθελον να χειροτονήσουν έτερον. Παρεκάλουν δε τον Θεόν να αποκαλύψη εις αυτούς εκείνον όστις θα έχη την δύναμιν να ποιμάνη θεαρέστως το ποίμνιον του Χριστού. Ο δε Επίσκοπος της Κυθρίας ήτο άνθρωπος αγιώτατος αξιωθείς να λάβη και Μαρτύριον, διότι πολλά βασανιστήρια υπέστη από τους ειδωλολάτρας δια τον Χριστόν, κατόπιν δε τούτων απελύθη. Ήτο δε γηραιός πολύ και επί πεντήκοντα οκτώ χρόνους ήτο Επίσκοπος. Όθεν όλοι οι Επίσκοποι είχον τούτον ως πατέρα, διότι, συν ταις άλλαις αρεταίς, ήτο Ομολογητής και γέρων, ήτο δε και προορατικός. Εις τούτον λοιπόν τον αγιώτατον Επίσκοπον, Πάππον ονομαζόμενον, απεκάλυψεν ο Θεός να χειροτονήσουν Επίσκοπον Σαλαμίνος τον Επιφάνιον. Ήτο δε τότε ο καιρός των σταφυλών και ως απεφάσισεν ο Άγιος να εισέλθωμεν εις το πλοιάριον, δια να μεταβώμεν εις την Γάζαν, είπε προς εμέ και τον Πολύβιον· «Ας υπάγωμεν εις την αγοράν δια να αγοράσωμεν σταφυλάς, ίνα έχωμεν κατά το ταξίδιόν μας». Εις δε την αγοράν ηγόρασεν ο Άγιος δύο ωραίας σταφυλάς και είπε προς τον πωλητήν· «Τι θέλεις να σου δώσω δι’ αυτάς»; Είχε δε συνήθειαν να μη αντιλέγη, αλλ’ ό,τι εζήτει ο πωλητής το έδιδεν. Ενώ δε ο πωλητής έλεγεν εις αυτόν την τιμήν των σταφυλών, έφθασεν εκεί ο Όσιος Πάππος, βασταζόμενος υπό δύο Διακόνων. Ήσαν δε μετ’ αυτού και έτεροι τρεις Επίσκοποι. Και είπε προς τον Επιφάνιον· «Άφησε, Αββά, τας σταφυλάς και ακολούθησον ημάς εις την Εκκλησίαν». Εκείνος τότε, ενθυμηθείς τον θείον εκείνον λόγον, καθ’ ον «Ευφράνθην επί τοις ειρηκόσι μοι, εις οίκον Κυρίου πορευσόμεθα» (Ψαλμ. ρκα:1), ηκολούθησε τον Πάππον εις την Εκκλησίαν. Τότε ο Πάππος είπε· «Κάμε ευχήν, ω Πάτερ». Ο δε Επιφάνιος απεκρίθη· «Συγχώρησόν μοι, Πάτερ, διότι δεν είμαι Ιερωμένος». Ακούσας τότε τούτο ο Πάππος έψαλε το «Ειρήνη πάσι» και ευθύς εις Διάκονος έλαβεν εκ της κεφαλής τον Επιφάνιον, συμβοηθούντων δε και άλλων πολλών Διακόνων, με βίαν πολλήν ωδήγησαν αυτόν εις το Άγιον Βήμα, προς τον Πάππον, όστις τον εχειροτόνησε Διάκονον, την επομένην ημέραν Ιερέα και την τρίτην, μετά των άλλων Επισκόπων, εχειροτόνησεν αυτόν Επίσκοπον. Μετά την απόλυσιν, ενώ ανήρχοντο εις την Επισκοπήν, είπεν ο Πάππος προς τον Επιφάνιον· «Πρόσταξε να ετοιμάσουν τράπεζαν δια τους Πατέρας, ίνα φάγωμεν και ευφρανθώμεν δια την Αρχιερωσύνην σου». Εκείνος όμως, λογιζόμενος το βάρος της Αρχιερωσύνης και λυπούμενος δια τούτο πολύ, έκλαιε και εθρήνει απαρηγόρητα. Τότε ο Πάππος, βλέπων αυτόν κλαίοντα, είπεν· «Έπρεπεν εγώ να σιωπήσω, αλλά συ, τέκνον, μου δίδεις αιτίαν να γίνω άφρων και να σου αποκαλύψω τα γενόμενα. Γνώριζε λοιπόν, ότι άπαντες ούτοι οι Επίσκοποι, οίτινες συνηθροίσθησαν εδώ με τον σκοπόν να εύρουν άξιον τινα δια να χειροτονήσουν Αρχιεπίσκοπον, ανέθεσαν εις εμέ, τον αμαρτωλόν, τούτον τον αγώνα, λέγοντές μοι να παρακαλέσω τον Θεόν, να μου αποκαλύψη τον άξιον. Λοιπόν, τότε εκλείσθην εις το κελλίον και παρεκάλουν τον Θεόν δια τούτο, έλαμψεν αστραπή εντός του κελλίου και ήκουσα φωνήν, λέγουσαν προς εμέ τον αμαρτωλόν· «Πάππε, Πάππε, άκουσον!» Εγώ δε εφοβήθην πολύ και είπον· «Τι με προστάζει ο Κύριός μου;» Είπε τότε η φωνή ιλαρώς· «Παράλαβε μετά σου τους Διακόνους, κάτελθε εις την αγοράν και εκεί θα εύρης Μοναχόν τινα, αγοράζοντα σταφυλάς. Μετ’ αυτού θα είναι και δύο Μοναχοί, το δε πρόσωπόν του ομοιάζει με την εικόνα του Προφήτου Ελισσαίου και ονομάζεται Επιφάνιος. Τούτον χειροτόνησον Επίσκοπον. Αλλά μη φανερώσης τούτο ευθύς εις αυτόν, δια να μη φύγη». Ιδού έγινα άφρων, λέγων ταύτα, διότι συ με ηνάγκασες. Λοιπόν συλλογίσθητι τι κάμνεις και πρόσεχε καλώς τον εαυτόν σου, δια να μη φανής αντίθετος εις το θέλημα του Θεού. διότι εγώ απεστάλην από τον Θεόν και έπραξα εκείνο το οποίον είχον χρέος να πράξω και είμαι αθώος ως προς τούτο. Συ δε όψη δι’ όλα ταύτα». Ακούσας ταύτα ο Άγιος, έπεσε κατά γης και προσεκύνησε τον Όσιον Πάππον ειπών· «Μη οργίζεσαι, Πάτερ, κατ’ εμού, διότι είμαι αμαρτωλός άνθρωπος και δεν ήμην άξιος να ανέλθω εις το ύψος της Αρχιερωσύνης, δια τούτο λυπούμαι». Ταύτα ειπών και προσκυνήσας όλους τους Επισκόπους, επρόσταξε και ητοίμασαν τράπεζαν δι’ αυτούς. Αφού δε έφαγον και ηυφράνθησαν, μετέβη έκαστος Επίσκοπος εις την ιδίαν αυτού Επισκοπήν. Μετά τρεις ημέρας καλός τις και ευλαβής Χριστιανός, Ευγνώμων καλούμενος, εφυλακίσθη από πλούσιον τινά, Δράκοντα ονομαζόμενον, δι’ εκατόν νομίσματα, τα οποία ώφειλεν εις αυτόν. Επειδή δε ο Ευγνώμων ήτο από την Ρώμην, ως ξένος δεν είχε κανένα, ο οποίος να τον απελευθερώση από την φυλακήν. Μαθών τούτο ο Άγιος μετέβη εις τον Δράκοντα και τον παρεκάλεσε να απολύση εκ της φυλακής τον Ευγνώμονα. Αλλ’ ο Δράκων, θηριώδης ων και ανήμερος κατά την γνώμην, απεκρίθη προς τον Άγιον· «Ύπαγε, παραβάτα των νόμων της πολιτείας μας, και φέρε μου τα εκατόν νομίσματα, τα οποία μου χρεωστεί ο φίλος σου και κατόπιν παράλαβέ τον».
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”