Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι : Συνέχεια από το προηγούμενου του Αγίου Επιφανίου

Δημοσίευση από silver »

Μετέβη λοιπόν ο Άγιος εις την Επισκοπήν και αφού έλαβε τα εκατόν νομίσματα, τα οποία ευρίσκοντο εις την Επισκοπήν δια τας ανάγκας της Εκκλησίας, έδωκε ταύτα εις τον Δράκοντα και ούτω ο Ευγνώμων εξήλθε της φυλακής. Διάκονος δε τις της Εκκλησίας, Χαρίνος το όνομα, πολύ άτακτος, εξήγειρεν άπαντας τους Κληρικούς εναντίον του Αγίου, λέγων προς αυτούς· «Ούτος ο ξένος (δηλαδή ο Επιφάνιος) θέλει καταφάγει όλα τα υπάρχοντα της Εκκλησίας. Έλθετε λοιπόν ίνα τον εκδιώξωμεν, διότι θα είμεθα και ημείς ένοχοι δια την αμαρτίαν ταύτην». Ήτο δε ο Χαρίνος πλούσιος πολύ και εζήτει να εκδιώξη τον Άγιον δια να γίνη αυτός Επίσκοπος. Ως δε μετέβησαν οι Κληρικοί προς τον Άγιον, είπε προς αυτόν ο Χαρίνος· «Δεν ηυχαριστήθης, Επιφάνιε, όπου ήλθες χωρίς επανωφόριον και απέλαβες την Εκκλησίαν, αλλά διασκορπίζεις, ως ξένος, τα υπάρχοντα αυτής; Ποίος θέλει ανεχθή τούτο; Ή επίστρεψον τα εκατόν νομίσματα της Εκκλησίας ή πήγαινε εις την πατρίδα σου». Μαθών ο Ευγνώμων τα γενόμενα μετέβη εις την Ρώμην και αφού επώλησεν όλα τα υπάρχοντά του, έφερεν όσα χρήματα εσύναξεν εις τον Άγιον και έμεινε μετ’ αυτού έως του θανάτου του. Ο δε Άγιος, αφού παρέλαβε τα χρήματα, έδωκε τα εκατόν νομίσματα εις τον Χαρίνον, τα δε άλλα διένειμεν εις τους πτωχούς. Ο Χαρίνος όμως ως δόλιος προσκάλεσε τους Κληρικούς και είπε προς αυτούς· «Λάβετε τα εκατόν νομίσματα, τα οποία διέσωσα από τον Επιφάνιον, όστις τα είχε διασκορπίσει». Οι δε Κληρικοί γνωρίσαντες την αλήθειαν δεν ηθέλησαν κατ’ ουδένα τρόπον να τα κρατήσουν, αλλ’ είπον προς αυτόν να τα επιστρέψη εις τον Άγιον, από τον οποίον αδίκως τα έλαβεν. Εκείνος όμως ούτε με τον λόγον των Κληρικών τα απέδωκεν εις τον Άγιον, αλλά τα εκράτησε. Και άλλας δε πολλάς ραδουργίας εμηχανεύθη ούτος κατά του Αγίου, όστις όμως ουδόλως εμνησικάκησε κατ’ αυτού, δι’ όσα εναντίον του ενήργησε εκείνος. Μίαν δε φοράν, ότε, ως συνήθως, εφιλοξενούντο οι Κληρικοί εις την Επισκοπήν και άπαντες ήσαν εις την τράπεζαν τρώγοντες, ο δε Άγιος εδίδασκεν αυτούς, διότι συνήθιζε πάντοτε να κρατή εις τας χείρας του το Άγιον Ευαγγέλιον και να διδάσκη νύκτα και ημέραν τον λόγον του Θεού, κόραξ τις εξέβαλε κραυγάς δυνατάς, ο δε Χαρίνος είπε προς τους συντρώγοντας Κληρικούς· Ποίος εξ υμών γνωρίζει τι είπεν ο κόραξ;» Αλλ’ οι Κληρικοί, ακούοντες με προσοχήν τον λόγον του Θεού, τον οποίον εδίδασκεν ο Άγιος, δεν έδωσαν ακρόασιν εις τους λόγουςτου Χαρίνου. Εφώναξε δε και δια δευτέραν και τρίτην φοράν ο κόραξ, οπότε και πάλιν ο Χαρίνος είπε προς τους συνδαιτυμόνας· «Σας ηρώτησα, ποίος εξ υμών γνωρίζει τι είπεν ο κόραξ;» Τότε ο Άγιος, χωρίς ουδόλως να ταραχθή, αλλά με πολλήν ιλαρότητα, είπε προς τον Χαρίνον· «Εγώ γνωρίζω τι είπεν ο κόραξ». Ο Χαρίνος συνέχισε· «Φανέρωσόν μοι τι είπεν ο κόραξ και θέλεις εξουσιάσει όλα μου τα υπάρχοντα». Ο Άγιος τότε απεκρίθη· «Ο κόραξ είπεν, ότι δεν είσαι άξιος να είσαι Διάκονος». Ευθύς δε με τον λόγον του Αγίου, τρόμος κατέλαβε τον Χαρίνον και ούτε ελάλησε πλέον, ούτε έφαγεν, ούτε έπιε. Βαστάζοντες δε αυτόν οι δούλοι του, μετέφερον τούτον εις την οικίαν του και τον ετοποθέτησαν επί της κλίνης, την δε επομένην απέθανεν. Είχε δε ούτος σύζυγον ευλαβή πολύ και αγαθήν, η οποία, επειδή δεν είχε τέκνον, προσέφερεν όλα τα υπάρχοντά της εις τον Άγιον και εγένετο Διάκονος της Εκκλησίας. Αλλ’ η χειρ της ήτο παράλυτος επί δέκα χρόνους, ως δε εσφράγισε ταύτην ο Άγιος με το σημείον του ζωοποιού Σταυρού, ευθύς ιατρεύθη. Έκτοτε άπαντες οι Κληρικοί της Επισκοπής υπετάσσοντο εις τον Άγιον με φόβον και σεβασμόν. Εφύλαττε δε και τούτο ο μακάριος Επιφάνιος. Όταν ετέλει την θείαν Λειτουργίαν, καθ’ ην στιγμήν προσέφερετα Άγια εις τον Θεόν, δεόμενος δια των λόγων, «ποίησον τον μεν άρτον τούτον…», εάν δεν έβλεπε την οπτασίαν, δεν ετελείωνε την ιεράν Λειτουργίαν. Κάποτε λοιπόν, ενώ εις την ωρισμένην στιγμήν επανέλαβε τρις τους λόγους τούτους, δεν είδε την οπτασίαν. Ενώ δε παρεκάλει μετά δακρύων τον Θεόν ίνα φανερώση εις αυτόν την αιτίαν, παρετήρησε τον Διάκονον, όστις ήτο εις το αριστερόν μέρος και εκράτει το ριπίδιον και είδεν, ότι είχε λέπραν εις το μέτωπόν του. Εκ τούτου εγνώρισεν ότι αυτός ήτο η αιτία δια την οποίαν δεν είδε την οπτασίαν. Λαβών τότε εκ των χειρών τού Διακόνου το ριπίδιον, είπε με ιλαρότητα· «Ύπαγε, τέκνον, εις την οικίαν σου και μη μεταλάβης σήμερον». Ακολούθως έδωκεν εις άλλον Διάκονον το ριπίδιον. Ως δε απήγγειλε πάλιν, μετά φόβου και δακρύων, τους ιδίους εκείνους θείους λόγους, είδε την οπτασίαν και τότε ετελείωσε την θείαν Λειτουργίαν. Μετά την απόλυσιν της θείας Λειτουργίας προσεκάλεσεν ο Άγιος τον Διάκονον και ηρώτα αυτόν, δια να μάθη την αιτίαν. Τότε ο Διάκονος ωμολόγησεν, ότι κατ’ εκείνην την νύκτα εκοιμήθη μετά της συζύγου του. Όθεν προσκαλέσας ο Άγιος όλον το ιερατείον, είπε με ιλαρότητα· «Τέκνα μου, όσοι ηξιώθητε να λάβετε το χάρισμα του ιερατείου, πρέπει να φυλάττετε τον εαυτόν σας καθαρόν από παντός μιάσματος σαρκός και πνεύματος, δια να μη τελήτε αναξίως τα θεία Μυστήρια. Έκτοτε πλέον ο Άγιος δεν εχειροτόνει τους έχοντας συζύγους, αλλά Μοναχούς, άνδρας Οσίους και χηρευομένους, δεδοκιμασμένους. Και πράγματι, ο καθείς έβλεπε την Εκκλησίαν ως νύμφην ωραίαν και εστολισμένην υπό ιερατείου αγίου και εναρέτου. [/b]
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΓ΄ (13η) Μαϊου, μνήμη της Αγίας Μάρτυρος ΓΛΥΚΕΡΙΑΣ.

Δημοσίευση από silver »


Γλυκερία η Αγία Μάρτυς του Χριστού ήκμασε κατά τους χρόνους του βασιλέως Αντωνίνου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη ρλη΄ - ρξα΄ (138 – 161) και Σαβίνου του ηγεμόνος, ευρισκομένη εις την Τραϊανούπολιν, την κειμένην εις την παραθαλασσίαν του Αδριατικού κόλπου, Τράνι κοινώς λεγομένην. Όταν δε ποτε εθυσίαζεν ο ηγεμών εις τα είδωλα, η Αγία Γλυκερία, χαράξασα επί του μετώπου της το σημείον του Τιμίου Σταυρού, προσήλθεν εις τον ηγεμόνα, κηρύττουσα και ονομάζουσα εαυτήν Χριστιανήν και δούλην Χριστού. Τότε ο ηγεμών προσεκάλεσεν αυτήν να θυσιάση εις τα είδωλα, η δε Αγία, εισελθούσα εν τω ναώ των ειδώλων και προσευχηθείσα εις τον Χριστόν, εκρήμνισε το είδωλον του Διός και κατασυνέτριψεν αυτό. Τότε οι εκεί ευρεθέντες ειδωλολάτραι εξοργισθέντες έρριπτον λίθους κατά της Μάρτυρος, ουδείς όμως εκ των λίθων τούτων εκτύπησε την Αγίαν, δια τούτο, κρεμάσαντες αυτήν εκ των τριχών της κεφαλής, την κατεξέσχισαν. Μετά ταύτα έρριψαν την Αγίαν εις την φυλακήν, χωρίς να της δώσουν ούτε φαγητόν, ούτε ποτόν επί πολλάς ημέρας. Άγγελος δε Κυρίου έφερε τροφήν εις αυτήν και δια τούτο ουδέν κακόν έπαθεν, εξ εκείνων τα οποία ενόμιζεν ο ηγεμών, ότι θα προξενήση εις την Αγίαν η πείνα. Μάλιστα δε θαυμασμός μέγας και έκπληξις κατέλαβε τον ηγεμόνα και τους συντρόφους του, όταν εύρον εντός της φυλακής δοχείον, άρτους, γάλα και ύδωρ, εν ω η φυλακή ήτο ασφαλώς κεκλεισμένη και ουδείς είχεν εισέλθει εντός αυτής. Ακολούθως έρριψαν την Αγίαν εντός καμίνου πεπυρακτωμένης, δρόσος δε πεσούσα ουρανόθεν, κατέσβεσε το πυρ και η Αγία εξήλθεν αβλαβής. Κατόπιν, εκδείραντες το δέρμα της κεφαλής της έως του μετώπου και δέσαντες τας χείρας και τους πόδας της, έρριψαν αυτήν πάλιν εντός της φυλακής κάτωθεν δε αυτής έστρωσαν πέτρας. Άγγελος δε Κυρίου, καταβάς, έλυσε την Αγίαν εκ των δεσμών και ιάτρευσε την κεφαλήν της. Όθεν το θαυμάσιον τούτο ιδών ο δεσμοφύλαξ Λαοδίκιος εξεπλάγη και ομολογήσας τον Χριστόν απεκεφαλίσθη, λαβών του Μαρτυρίου τον στέφανον. Η δε Αγία πάλιν ωδηγήθη προ του ηγεμόνος και υπ’ αυτού ερρίφθη εις τα θηρία, ίνα την φάγωσιν. Έν δε εξ αυτών έδηξεν αυτήν ολίγον και εκ του τοιούτου μικρού δήγματος παρέδωκεν η μακαρία την ψυχήν της εις χείρας του Θεού. Το δε άγιον αυτής Λείψανον ενεταφιάσθη εις την Ηράκλειαν της Θράκης.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΔ΄ (14η) Μαϊου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΙΣΙΔΩΡΟΥ του εν Χίω μαρτυρήσαντος.

Δημοσίευση από silver »


Ισίδωρος, ο ένδοξος Μάρτυς του Χριστού, ήκμασεν εις τον καιρόν του βασιλέως Δεκίου, του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σμθ΄ - σαν΄ (249 – 251). Πατρίς του ήτο η Αλεξάνδρεια, υπηρέτει δε ως στρατιώτης και είχε την θέσιν του εφεδρικού. Ελθών δε εις την Χίον με τα στρατιωτικά πλοία, των οποίων ηγεμών και αρχηγός ήτο ο Νουμέριος, διεβλήθη από τον Ιούλιον τον εκατόνταρχον ότι ήτο Χριστιανός και σέβεται τον Χριστόν και ούτω δεν τιμά τους ιδικούς των θεούς. Καλέσας λοιπόν αυτόν ο Νουμέριος τον ηρώτησεν εάν είναι Χριστιανός, καθώς έλεγεν ο Ιούλιος. Ο δε Ισίδωρος, με πάσαν ελευθερίαν και αφοβίαν απεκρίθη· «Γνώριζε, ω ηγεμών, ότι αληθώς εγώ σέβομαι τον Χριστόν και Αυτόν προσκυνώ και την Εικόνα του ασπάζομαι Αυτόν μόνον λατρεύω ως Θεόν και Αυτόν προσπαθώ να φθάσω και επιθυμώ να απολαύσω, όστις είναι το άκρον επιθυμητόν, εκείνος δε όστις θέλει αξιωθή να τον απολαύση τίποτε άλλο δεν επιθυμεί πλέον να έχη. Διότι Εκείνος είναι Θεός αληθινός, δια την σωτηρίαν δε την ιδικήν μας έγινε τέλειος άνθρωπος, μένων εν ταυτώ και Θεός τέλειος, χωρίς να μεταβάλη ουδόλως την ουσίαν και φύσιν της Θεότητος Αυτού». Ως ο Νουμέριος ήκουσε τους λόγους τούτους του Μάρτυρος, επληγώθη εις την καρδίαν και εγένετο έξω φρενών εκ του θυμού του. Όθεν προσέταξε να εξαπλώσουν τον Άγιον και να τον δέσουν από τας χείρας και τους πόδας εις τέσσαρας πασσάλους και να τον δέρουν ασπλάγχνως με βούνευρα. Ήτο δε θαυμαστόν να βλέπη τις το μεν σώμα του Μάρτυρος να κατακόπτεται από τους πολλούς και σκληρούς εκείνους δαρμούς, ούτος δε, ο γενναιότατος, να είναι πλήρης χαράς και ευφροσύνης, διότι εβασανίζετο υπέρ της αγάπης του Χριστού. Μετά δε την δεινήν ταύτην βάσανον των δαρμών, προσέταξε πάλιν ο τύραννος και ήναψαν κάμινον, αφού δε την έκαυσαν ικανώς, έρριψαν εντός αυτής τον Μάρτυρα. Αλλ’ επειδή, με την βοήθειαν του Θεού, καμμίαν βλάβην δεν έπαθεν ο Άγιος, αν και εντός της πεπυρακτωμένης καμίνου ευρισκόμενος, δια τούτο εξήγαγον αυτόν εκείθεν και τον έρριψαν εις την φυλακήν, έως ότου εξετασθή εκ δευτέρου. Μαθών ο πατήρ του, εις την Αλεξάνδρειαν, ότι ο υιός του ηρνήθη τα είδωλα και σέβεται τον Χριστόν, έφθασε τάχιστα εις την Χίον, όπου εύρε τον υιόν του αγωνιζόμενον γενναίως εις τον αγώνα του Μαρτυρίου του και ποικιλοτρόπως βασανιζόμενον. Προσεπάθησε τότε να μεταβάλη την γνώμην του και να τον κάμη να αρνηθή τον Χριστόν και να προσκυνήση τα είδωλα, αλλά δεν ηδυνήθη. Όθεν παρουσιάσθη εις τον τύραννον και του είπε προς αυτόν· «Δος μοι, ω ηγεμών, αυτόν τον πλάνον και μάγον και εγώ με τας τιμωρίας, τας οποίας θέλω δώσει εις αυτόν, θα τιμήσω τους θεούς τους οποίους αυτός ατιμάζει». Τόσον ήτο εσκοτισμένος εκ της πλάνης της ειδωλολατρίας. Αφ’ ου λοιπόν έλαβε τον Άγιον Μάρτυρα υπό την εξουσίαν του, κατ’ αρχάς μεν εδοκίμασε πάλιν με ημερότητα και κολακευτικούς λόγους να επιστρέψη αυτόν εις την πλάνην των ειδώλων, λέγων· «Ω υιέ μου, μη θελήσης τόσον ασυλλογίστως να αφήσης την πατρικήν σου πίστιν και να πιστεύσης ως Θεόν τον Εσταυρωμένον Ιησούν, ο οποίος ήτο άνθρωπος και έπαθε πολλά κακά από τους Ιουδαίους, τέλος δε εθανατώθη υπ’ αυτών με άτιμον και καταφρονημένον θάνατον, μη δυνηθείς να φυλάξη ούτε τον εαυτόν του». Ταύτα ακούσας ο Άγιος εστέναξεν εκ βάθους καρδίας και μετά δακρύων απεκρίθη προς αυτόν· «Ω πάτερ, ασυλλόγιστος, κατ’ αλήθειαν και τελείως ανόητος και των αλόγων ζώων αλογώτερος θέλω φανή, εάν αρνηθώ τον αληθινόν Θεόν, τον Ποιητήν του κόσμου και θυσιάσω εις θεούς αψύχους και είδωλα κωφά και αναίσθητα, έργα χειρών ανθρωπίνων. Αν δε δεν ήτο εσκοτισμένος ο νους σου από την πλάνην των ειδώλων, ήθελον σοι αποδείξει δι’ ολίγων λόγων την δύναμιν του Εσταυρωμένου και πόσα καλά επροξένησεν εις τους ανθρώπους ο θάνατός Του». Και ταύτα μεν έλεγεν ο Άγιος· αλλ’ ο πεπλανημένος πατήρ του ουδόλως ήκουε ταύτα. Ιδών μάλιστα το αμετάθετον της γνώμης του Αγίου, μετέβαλε την ημερότητα εις αγριότητα και την πατρικήν αγάπην εις μίσος. Όθεν, ουχί πλέον ως πατήρ, αλλ’ ως τύραννος άσπλαγχνος και απάνθρωπος προσέταξε και έδεσαν αυτόν εις ίππους αγρίους, από τους οποίους, συρόμενος ο Αθλητής του Χριστού, κατεπληγώνετο και κατεκόπτοντο αι σάρκες του εις την γην. Ο δε μακάριος Μάρτυς υπέμενε τους πόνους εν σιωπή και χαρά της ψυχής του και μόνον τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν επεκαλείτο εις βοήθειαν. Αφ’ ου δε έσυραν αυτόν επ’ αρκετόν και δεν απέθανεν, αλλ’ ακόμη ανέπνεεν, έκοψαν την τιμίαν αυτού κεφαλήν. Αντί δε να χυθή αίμα από την σφαγήν, ω του θαύματος! εχύθη γάλα, προς θάμβος και έκπληξιν των ορώντων. Ούτω τελειωθέντος του Μάρτυρος, έρριψαν το τίμιον και άγιον αυτού σώμα εις τόπον τινά κεκαλυμμένον υπό πυκνών αγρίων θάμνων, δια να φάγουν τούτο τα όρνεα. Ώρισαν όμως και φύλακας ίνα το φυλάττουν, δια να μη λάβουν τούτο οι Χριστιανοί, οι οποίοι το εφύλαττον, κατά το πρόσταγμα του τυράννου. Παρθένος τις όμως ευσεβής και ενάρετος, ονόματι Μυρόπη, κινουμένη από αγάπην και ευλάβειαν προς τον Άγιον Μάρτυρα Ισίδωρον, ηθέλησε να λάβη το μαρτυρικόν σώμα αυτού και να το ενταφιάση. Όθεν ελθούσα την νύκτα μετά των υπηρετριών της και ευρούσα κοιμωμένους τους στρατιώτας, οίτινες εφύλαττον το άγιον Λείψανον, έλαβε τούτο κρυφίως εκ του μέσου αυτών και ανεχώρησε. Κατόπιν, αλείψασα αυτό μύρα ευώδη, το ενεταφίασεν εντίμως εις τόπον επίσημον, καθώς ήρμοζε. Μαθών ο άρχων ότι εκλάπη το Λείψανον του Αγίου, έδεσε με σίδηρα τους στρατιώτας, οίτινες εφρούρουν αυτό, και προσέταξεν ούτω σιδηροδέσμιοι να περιέλθουν προς ανεύρεσιν τούτου. Εάν δε δεν ανεύρουν αυτό εις όσας ημέρας τους ώριζε, θα τους απεκεφάλιζε. Τότε η Αγία, βλέπουσα τους στρατιώτας να υποφέρουν καθ’ εκάστην τόσην ταλαιπωρίαν και κακοπάθειαν εκ των σιδήρων, τα οποία έφερον, και να βασανίζωνται και από τον καθημερινόν φόβον του θανάτου, επόνεσε κατά την ψυχήν και έλεγε καθ’ εαυτήν· «Εάν αυτοί τιμωρηθούν δια την ιδικήν μου κλοπήν, εξ ανάγκης, βεβαίως, μέλλει να βαρυνθή η ψυχή μου, διότι εγενόμην αιτία φόνων και αλλοίμονον εις εμέ όταν θα έλθη η ώρα να κριθώ». Όθεν ευθύς είπεν προς τους στρατιώτας· «Ω φίλοι, εγώ έκλεψα το Λείψανον, το οποίον εχάσατε, όταν εκοιμάσθε». Συλλαβόντες τότε αυτήν έφεραν ευθύς προ του άρχοντος, λέγοντες· «Αυθέντα, η γυνή αύτη έκλεψε τον κακοθάνατον εκείνον γέροντα». Ο δε άρχων είπε προς την Αγίαν· «Αληθή είναι αυτά τα οποία λέγονται; Συ έκλεψες το Λείψανον»; Και η Αγία απεκρίθη· «Αληθή είναι. Εγώ το επήρα». Πάλιν είπε ο άρχων· «Και πως ετόλμησες, επικατάρατον γύναιον, να πράξης τούτο»; Η Αγία Μάρτυς Μυρόπη πλήρης πίστεως και θάρρους απεκρίθη· «Ετόλμησα, επειδή καταφρονώ και καταπτύω την ιδικήν σου αθλιότητα και την αθεότητά σου». Οι τολμηροί και καταφρονητικοί ούτοι λόγοι της Αγίας εκίνησαν εις μανίαν και θυμόν ακράτητον τον υπερήφανον άρχοντα, όστις επρόσταξεν ευθύς να την δέρουν με ράβδους χοντράς ασπλάγχνως, κατόπιν δε, αφού την δείρουν ικανώς, να την σύρουν από τας τρίχας της κεφαλής και να την τριγυρίζουν εις όλην την πόλιν, ενώ άλλοι να δέρουν αυτήν καθ’ όλον το σώμα. Αυτά επρόσταξεν ο τύραννος. Οι δε στρατιώται εξετέλεσαν την προσταγήν του και φρικτώς και ασπλάγχνως έδειραν την Αγίαν, ήτις απέμεινεν ως ημιθανής. Όθεν έρριψαν αυτήν εις την φυλακήν. Περί δε το μεσονύκτιον, ενώ η Αγία προσηύχετο, φως μέγα έλαμψε και επλήρωσε την φυλακήν, συγχρόνως δε ήλθε χορός Αγγέλων, εν μέσω των οποίων ήτο και ο Άγιος Μάρτυς Ισίδωρος, έψαλλον δε άπαντες τον τρισάγιον ύμνον. Ο δε Άγιος Ισίδωρος εστήριξε τους οφθαλμούς αυτού εις την Μάρτυρα Μυρόπην και είπεν· «Ας είναι ειρήνη εις σε, διότι επληρώθη η παράκλησίς σου εις τον Θεόν και ιδού ότι έρχεσαι μεθ’ ημών και θέλεις λάβει τον στέφανον του Μαρτυρίου, όστις σοι είναι ητοιμασμένος». Αφού δε ετελείωσεν ο Άγιος τον λόγον, παρέδωκε και η Μάρτυς Μυρόπη την ψυχήν αυτής εις χείρας Θεού και ετελείωσε την ζωήν της. Επληρώθη τότε η φυλακή από άρρητον ευωδίαν, τόσον ώστε οι φύλακες καταπλαγέντες έμειναν έκθαμβοι από το τοιούτον θαυμάσιον. Ταύτα τα παράδοξα διηγήθη έτερος φυλακισμένος, όστις έμεινεν άγρυπνος εις την φυλακήν και διεφύλαξεν όσα είδε και ήκουσε. Δια τούτο δε επίστευσε και αυτός και εβαπτίσθη και εμαρτύρησε δια τον Χριστόν. Το δε άγιον Λείψανον της Παρθενομάρτυρος Μυρόπης ετέθη εκεί όπου ενεταφίασεν αύτη πρότερον το Λείψανον του Αγίου Ισιδώρου, φαίνονται δε και τώρα οι δύο τάφοι δι’ ενός τοίχου διαχωρισμένοι. Άδεται δε λόγος εκ παραδόσεως, ότι ο Κωνσταντίνος ο Πωγωνάτος, ο αυτοκράτωρ των Ρωμαίων, έκτισε Ναόν περικαλλή και βασιλικόν εις τον τάφον του Μάρτυρος. Πιθανόν δε να κατεσκευάσθη από τα πολλά και καλά μάρμαρα και τας ψηφίδας, αίτινες ευρίσκονται εντός της γης, πέριξ του Ναού τούτου, όστις και μέχρι σήμερον σώζεται καλύπτων τους ιερούς τάφους των συμμαρτύρων Ισιδώρου και Μυρόπης. Τα άγια αυτών Λείψανα ήρπασαν, καθώς λέγεται, οι Φράγκοι, ότε εξουσίαζον την Χίον και μόνον τους τάφους κενούς προσκυνούσιν οι Χριστιανοί μετά πάσης ευλαβείας και τιμής προς τους Μάρτυρας. Ων ταις Αγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΕ΄ (15η) Μαϊου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΠΑΧΩΜΙΟΥ.

Δημοσίευση από silver »


Παχώμιος ο Όσιος Πατήρ ημών εγεννήθη περί το έτος 290 εις την Θηβαϊδα της Αιγύπτου από γονείς ειδωλολάτρας, ως εκ των αχρήστων γεννάται το εύχρηστον, εκ των ακανθών το ρόδον και εκ των κακόσμων το ευωδέστατον. Υπετάσσετο λοιπόν ως παιδίον εις τους γονείς του και προσεκύνει εν αγνοία τα είδωλα. Ούτοι μετέβησαν ποτέ εις το ειδωλείον, ίνα προσφέρουν την μιαράν θυσίαν εις τους δαίμονας, έχοντες μετά των συνοδών των και τον Παχώμιον. Ως δε επλησίασεν εις το ανίερον ιερόν, εφώναξεν ο υπηρέτης των δαιμόνων, ως δαιμονιζόμενος, ειπών· «Διώξατε εκ του ναού τον εχθρόν των θεών». Άλλοτε πάλιν έδωσαν εις τον Παχώμιον και έπιεν αίμα από το σφάγιον της θυσίας, το οποίον και ήμεσεν, όπως διηγείτο όταν έγινε Μοναχός, συμπληρών και ταύτα· «Οι δαίμονες δεν έχουν το προορατικόν χάρισμα, αλλ’ ως πονηροί και δεινοί γνωρίζουσι το ήθος και την διάθεσιν του καθενός, από τας μικροτάτας πράξεις. Και όταν ίδωσι το άπλαστον της ψυχής και το μισοπόνηρον του ανθρώπου, ως πονηροί, προλέγουσι τι μέλλει τις να γίνη». Όταν δε έφθασεν ο νέος εις τον εικοστόν χρόνον της ηλικίας του, κατέταξαν αυτόν στρατιώτην. Διότι, τον καιρόν εκείνον, ανήλθεν εις τον θρόνον ο Μέγας Κωνσταντίνος, όστις έχων ανάγκην μεγάλου στρατού δια τους εναντίον των δυσσεβών τυράννων αγώνας του, ενέγραψεν εις το στράτευμα τους ανδρείους εκ των νέων. Τότε, εκείνοι οίτινες εστρατολόγουν τους Αιγυπτίους, εστράτευσαν μεταξύ των άλλων και τον Παχώμιον, ως κατάλληλον. Ακολούθως τους έφεραν εις τόπον τινά πλησίον των Θηβών της Αιγύπτου και εκεί τους έθεσαν υπό φύλαξιν, ως έπραττον συνήθως, ίνα μη τινές εξ αυτών αποδράσουν. Κατά δε την νύκτα, Χριστιανοί τινές, ως φιλόξενοι και φιλόχριστοι, μετέβησαν εις τον τόπον εις τον οποίον εφυλάσσοντο οι ξένοι εκείνοι νεοσύλλεκτοι στρατιώται και έδωσαν εις αυτούς τροφάς δια να μη στενοχωρούνται εντός των δεσμωτηρίων ευρισκόμενοι. Ο δε Παχώμιος, θαυμάσας τα φιλεύσπλαγχνα αισθήματα των ανδρών εκείνων, ηρώτησε τους παρόντας, τι άνθρωποι ήσαν εκείνοι, οίτινες ήσαν τόσον πρόθυμοι εις την ελεημοσύνην. Ακούσας δε ότι ήσαν Χριστιανοί, ηρώτησε πάλιν πόθεν ούτως ωνομάζοντο και διατί ήσαν εύσπλαγχνοι. Είπον τότε προς αυτόν, ότι αυτοί επίστευον εις τον Χριστόν, όστις υπεσχέθη να αποδώση εις τον μέλλοντα αιώνα εκατονταπλάσια των όσων δώσουν ελεημοσύνην εν τω κόσμω τούτω εις τους ξένους και πτωχούς, εξ αγάπης προς Εκείνον. Οι λόγοι ούτοι εθέρμαναν τον θείον πόθον εις τον Παχώμιον, όστις εθαύμασε μεν το μεγαλόψυχον της Χριστιανικής Πίστεως, εφωτίσθη δε κατά την διάνοιαν, αγαλλιασθείς τω πνεύματι. Και αποσυρθείς εις το ησυχώτερον μέρος της φυλακής, ήγειρε τας χείρας και τα όμματα αυτού προς τα άνω και προσηυχήθη προς τον Θεόν Εκείνον, τον οποίον δεν εγνώριζε, λέγων· «Κύριε, Συ, όστις εποίησας τον ουρανόν και την γην, εάν επιβλέψης προς την ταπείνωσίν μου και μοι χαρίσης την επίγνωσιν της σοφίας Σου και της θεότητός Σου, θέλω γίνει στρατιώτης και δούλος Σου και θέλω διαφυλάξει, έως τέλους της ζωής μου, όλα Σου τα προστάγματα». Δια των λόγων τούτων προσηυχήθη προς τον αληθή και όντως Θεόν, τον οποίον, ως είπομεν, δεν είχεν ακόμη γνωρίσει. Όταν δε ήλθεν ο καιρός να αναχωρήσουν εκείθεν οι στρατιώται, έπλευσε και αυτός μετά των άλλων προς τον τόπον τον οποίον τους προώριζον, ότε δε έφθασαν εις πόλιν τινά, ηλευθέρωσαν τούτους. Τότε οι μεν άλλοι στρατιώται έτρεχον ατάκτως, ζητούντες σωματικάς απολαύσεις, ούτος δε ο ευλογημένος επρόσεχεν εις τον εαυτόν του, διότι εκ φύσεως ηγάπα την σωφροσύνην από της νεότητός του. Όθεν και ο Θεός, κατά την προσευχήν του, επήκουσε και δωρηθείσης παρά Θεού της νίκης εις τον Μέγαν Κωνσταντίνον, επρόσταξεν εκείνος να απολύσουν τους νεοσυλλέκτους, επειδή δεν είχε πλέον ανάγκην των υπηρεσιών των. Εις το τάγμα αυτό, το οποίον ωνομάζετο των Τυρώνων, ήτο και ο ευλογημένος Παχώμιος. Λαβών λοιπόν την ελευθερίαν, επέστρεψε ταχέως εις την πατρίδα. Όμως δεν μετέβη εις την οικίαν του, αλλ’ εγκαταλείψας γονείς και φίλους και περιουσίαν, έδραμεν εις την άνω Θηβαϊδα, εις τι χωρίον καλούμενον Χηνοβόσκια, όπου ήτο Εκκλησία Χριστιανών. Προσπεσών δε προ του Ιερέως, ωμολόγησε πίστιν εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, και εζήτει να βαπτισθή δια του Αγίου Βαπτίσματος. Ως δε ηξιώθη του ποθουμένου, είδε κατ’ εκείνην την νύκτα εν ονείρω ότι ίστατο εις τον δρόμον, όπου έπιπτε δρόσος πολλή εξ ουρανού, από της οποίας εγέμισε την δεξιάν του χείρα. Έπηξε δε εν αυτή η δρόσος εκείνη και έγινεν ως κηρόμελον. Τότε ήκουσεν και φωνήν λέγουσαν· «Παχώμιε, εννόησον το ορώμενον, διότι εις έργον θέλει μεταβληθή έως τέλους». Τούτο δε, ως δύναταί τις να εννοήση, προεμήνυε την κατάστασιν του μοναδικού βίου, τον οποίον έμελλε να ακολουθήση υπό της θείας Χάριτος φωτιζόμενος ο Όσιος, την αυστηράν άσκησιν εφαρμόζων, γλυκείαν δε, λόγω της ελπίδος της πλουσίας ανταποδόσεως και του δια της θείας γνώσεως φωτισμού. Εκ του συμβάντος τούτου ετρώθη έτι περισσότερον η καρδία αυτού υπό θείου έρωτος και επεθύμησε να γίνη Μοναχός, ίνα διέλθη τον βίον αυτού ησύχως και αταράχως. Ακούσας, όθεν, την καλήν φήμην του ησυχαστού Παλάμωνος, έσπευσεν εις το κελλίον του και ως έκρουσε την θύραν, εξήλθεν ο Γέρων και ηρώτησεν αυτόν με ύφος αυστηρόν και άγριον, τι επιθυμεί. Ούτω δε ωμίλησε, διότι η επί μακρόν χρόνον μόνωσις κάμνει το ήθος του ανθρώπου σκληρότερον. Ο δε Παχώμιος απεκρίθη ηρέμως, ειπών· «Ο Κύριος με απέστειλε δια να με κάμης Μοναχόν, διότι πολύ επιθυμώ το Σχήμα τούτο, ως άγιον». Αλλ’ ο Παλάμων, ως σοφός και έμπειρος άνθρωπος, δια να δοκιμάση τον Παχώμιον, έσκωπτεν αυτόν λέγων· «Ύπαγε όπου θέλεις, διότι εδώ μετ’ εμού δεν δύνασαι να υποβληθής εις τόσον κόπον και άσκησιν, επειδή και άλλοι πολλοί ήλθον, υποσχόμενοι να παραμείνουν, αλλ’ όμως δεν ηδυνήθησαν. Διότι εγώ, το μεν θέρος τρώγω μόνον μίαν φοράν την ημέραν και μόνον άρτον και άλας, τον δε χειμώνα ανά δύο ημέρας. Έλαιον δε και οίνον ουδόλως τρώγω ή πίνω. Αγρυπνώ δε και την ημίσειαν νύκτα προσευχόμενος. Λοιπόν, ύπαγε πρώτον και δοκίμασον εάν δύνασαι να υπομείνης την τοιαύτην αυστηρότητα και τότε επίστρεψον προς με». Ταύτα είπεν ο Γέρων, δια να δειλιάση ο νέος προ της τοιαύτης κακοπαθείας. Αλλ’ εκείνος, ταύτα ακούων, εγένετο προθυμότερος, χωρίς δε ουδόλως να φανή υποχωρών, είπε προς τον Γέροντα· «Ελπίζω εις τον Θεόν και εις τας ευχάς σου, να τηρήσω προθύμως όσα μοι είπες, Πάτερ τίμιε». Τότε λοιπόν εκράτησεν αυτόν εις το Μοναστήριον, όπου διήγον κοινοβιακώς εις άπαντα, τόσον εις την τροφήν όσον και εις την άσκησιν. Ειργάζοντο δε και σάκκους εκ τριχών δια να ελεώσι τους πτωχούς, οίτινες ήρχοντο εκεί. Όταν δε κατελαμβάνοντο υπό του ύπνου, ελάμβανον έκαστος ανά μίαν σπυρίδα και μετέφερον άμμον από τόπου εις τόπον, έως ότου ξενυστάξωσι, νικώντες ούτω τον ενοχλούντα. Έλεγε δε και ταύτα πολλάκις ο Γέρων προς τον Παχώμιον· «Αγρύπνα, τέκνον μου, ίνα μη ευρών σε κοιμώμενον ο πολέμιος σε πληγώση, και κινδυνεύσης να απολέσης όσα ειργάσθης». Βλέπων δε την πολλήν αυτού υπακοήν, έχαιρε δοξάζων τον Κύριον. Κατά δε την ημέραν της εορτής του Αγίου Πάσχα έρριψεν ο Παχώμιος ολίγον έλαιον εις τα λάχανα, τα οποία έβρασεν. Ότε δε έμελλον να γευματίσουν, ιδών τούτο ο Γέρων, είπε ταύτα δακρύων· «Χθές εσταυρώθη ο Δεσπότης μου και εγώ να φάγω σήμερον έλαιον»; Ο δε Παχώμιος περεκάλει αυτόν να φάγη, λόγω της εορτής, αλλ’ εκείνος ο αείμνηστος δεν εδέχθη και ούτω έφεραν άλλα χόρτα άνευ ελαίου. Τοιαύτην εγκράτειαν εφύλαττεν ο μακάριος Παλάμων. Ένεκα λοιπόν της πολλής αυτού ταπεινώσεως και διακρίσεως εγνώριζεν ο Άγιος Γέρων τα τεχνάσματα των δαιμόνων. Ενώ δε νύκτα τινά ηγρύπνουν, ήλθε προς αυτούς Μοναχός τις, όστις ιδών την ανθρακιάν την οποίαν είχον ανημμένην δια την αγρυπνίαν, είπε προς αυτούς· «Όστις εξ υμών έχει πίστιν, ας σταθή επάνω εις την ανθρακιάν και επ’ αυτής να κάμη την προσευχήν, την οποίαν μας παρέδωκεν ο Χριστός εις το Ευαγγέλιον». Αλλ’ ο Γέρων εγνώρισεν, ότι ο Μοναχός εκείνος εκυριεύετο υπό του δαίμονος της υπερηφανείας. Όθεν ενουθέτει αυτόν αδελφικώς να μη φρονή τοιαύτα ψυχοβλαβή και μάταια. Εκείνος όμως, ο άφρων, δεν ωφελήθη εκ των νουθεσιών του Γέροντος, ώστε να μεταμεληθή από την δαιμονικήν του έπαρσιν, αλλ’ επήδησε γυμνόπους επί της ανθρακιάς και ίστατο επ’ αυτής, έως ότου είπε το «Πάτερ ημών» μέχρι τέλους. Εκ συνεργείας δε του δαίμονος έμεινεν αβλαβής. Απομακρυνθείς κατόπιν εκ της πυράς, ενόμισεν ότι έκαμε μεγάλην ανδραγαθίαν, μη γνωρίζων, ο άθλιος, ότι εκαίετο υπό άλλου πυρός, της υπερηφανείας, το οποίον κατέστρεφεν αυτήν ταύτην την ψυχήν του. Φεύγων δε την πρωϊαν, ωνείδιζε τους Αγίους, ως ατελείς, ο μάταιος, λέγων· «Που είναι η πίστις σας»; Όταν λοιπόν ο πονηρός και χαιρέκακος δαίμων επείσθη, ότι ο άνθρωπος ούτος ευρίσκετο εντός του σκότους της υπερηφανείας όλως αιχμάλωτος, ηθέλησε να ρίψη αυτόν και εις το της πορνείας ανόμημα, δια να κυριεύση αυτόν καλλίτερον. Μετασχηματισθείς λοιπόν εις γυναίκα ωραίαν και εύμορφον και κρούσας την θύραν του κελλίου, ηνάγκασε τον ησυχαστήν να εξέλθη και είπε προς αυτόν· «Χρεωστώ χρήματα εις τινας ανθρώπους, οίτινες με καταδιώκουν δια να με φυλακίσουν και κρύψε με ολίγην ώραν, έως ότου απομακρυνθούν». Επίστευσε τότε εκείνος εις τους απατηλούς λόγους και εισήγαγεν εντός του κελλίου του, ο κακοδαίμων, τον δαίμονα, μη συλλογισθείς τας ενέδρας και τας επιβουλάς του μισοκάλου, ο ανόητος. Διότι εις τοιούτον σκότος κρημνίζεται ο υπερήφανος. Όταν λοιπόν εισήλθεν εις το κελλίον του Μοναχού ο έξαρχος της ασελγείας, τόσον πόλεμον ήναψεν εις την σάρκα του, ώστε ηχμαλώτισε την καρδίαν του και συγκατετέθη, ο άθλιος, να πορνεύση με την γυναίκα. Ως δε επλησίασεν αυτήν, τον ήρπασεν ο διάβολος και έρριψεν αυτόν κατά γης, όπου επί ώραν πολλήν εκείτετο ως νεκρός, ο δείλαιος. Διότι ο δαίμων εισήλθεν όλως εντός αυτού και εξήλθεν εκ των φρενών του. Αργότερον δε, μετά από ώρας πολλάς, ηγέρθη, ως ηδυνήθη, και εννοήσας την αμαρτίαν του, μετέβη εις τον Όσιον Παλάμωνα όλως έντρομος, προς τον οποίον εξωμολογήθη μετά δακρύων το πάθος του, ειπών· «Εγώ ο ίδιος, Πάτερ, εγενόμην αίτιος της απωλείας μου, ο ασύνετος, διότι, αν και τόσον φρονίμως με ενουθέτει η αγιωσύνη σου, εγώ, ο μάταιος, δεν υπήκουσα. Δια τούτο δικαίως συναπεκόμισα τους καρπούς της παρακοής μου. Αλλά σας παρακαλώ να με βοηθήσετε, διότι κινδυνεύω να απολεσθώ υπό του δαίμονος». Ταύτα εκείνου λέγοντος, οι μεν Όσιοι, ως συμπαθείς, έκλαυσαν, αυτός δε επήδησεν έξω των θυρών με ορμήν βιαίαν, ως να εκέντων αυτόν δια σουβλίου. Υπό του δαίμονος δε συρόμενος και τρέχων προς το όρος, έφθασεν εις πόλιν τινά, του Πανός καλουμένην, όπου εισελθών εις λουτρόν, έπεσεν επί της εσχάρας και πολύ εβλάβη υπό του πυρός, ο άθλιος. Τούτο το γεγονός υπήρξε δια τον Παχώμιον διδασκαλία ταπεινοφροσύνης και τιμωρίας. Όθεν, έχων πλέον εις την ψυχήν του ερριζωμένον τον φόβον του Θεού, δεν υπεχώρει εις κανέν πάθος, αλλά μάλλον εβλάστανε καρπούς αρετής, τόσον ώστε ο Γέρων πολύ εθαύμαζε, βλέπων ότι υπερέβαινεν αυτόν κατά τας ενθέους αρετάς. Όθεν συνεχώρησεν εις αυτόν να αγωνίζεται και μόνος εις οίους αγώνας ήθελεν οδηγήσει αυτόν ο Κύριος. Μετέβη λοιπόν εις χωρίον τι έρημον, Ταβέννην ονομαζόμενον, και αφ’ ου έμεινεν εκεί πολλάς ημέρας ησυχάζων, ήκουσε φωνήν εκ Θεού, ενώ προσηύχετο, ήτις επρόσταξεν αυτόν να μείνη εις τον τόπον αυτόν και να κτίση Μοναστήριον, διότι πολλοί έμελλον να συναχθώσιν εκεί και να σωθούν δια μέσου αυτού. Εννοήσας λοιπόν ο Όσιος, ότι εκ Θεού ήτο η προσταγή, μετέβη εις τον Γέροντα και απεκάλυψεν εις αυτόν την οπτασίαν, ζητών συγχώρησιν. Ο Γέρων τότε μετέβη μετ’ αυτού δια να τον βοηθήση κατ’ αρχάς, ότε είναι τα πάντα δύσκολα και όταν έκτισαν το κελλίον επέστρεψε πάλιν ο Γέρων εις το ιδικόν του ησυχαστήριον, συνεφώνησαν δε να μεταβαίνουν πότε ο εις και πότε ο άλλος, όταν φωτίζη αυτούς ο Κύριος, εις το κελλίον του ετέρου, ίνα συνομιλούν και απολαμβάνουν τας πνευματικάς αλλήλων Χάριτας. Μετ’ ολίγον καιρόν ο Παλάμων ησθένησε, διότι εξωγκώθη πολύ εκ της υδροποσίας και εξηράνθη ο σπλην του. Επειδή επί τινας ημέρας έπινε μόνον ύδωρ χωρίς να τρώγη καθόλου άρτον, κατ’ άλλας δε πάλιν έτρωγε μόνον άρτον χωρίς να πίνη ουδόλως ύδωρ. Συνεβούλευσαν λοιπόν αυτόν να παύση την σκληραγωγίαν εκείνην, ίνα μη αποθάνη προώρως. Αλλ’ αυτός ο τρισόλβιος έλεγεν· «Εάν οι Άγιοι Μάρτυρες εκαρτέρουν γενναίως υπό σιδήρων κατατεμνόμενοι, στρεβλούμενοι και βασανιζόμενοι, πως εγώ να μη υπομείνω τους πόνους του σώματος, προτιμών την τρυφήν και την απόλαυσιν»; Ούτω λοιπόν ανδρείως κατά της γαστρός αγωνιζόμενος ο μακάριος Παλάμων, απήλθε προς Κύριον. Ο δε Παχώμιος έτυχεν εκεί και ενεταφίασεν αυτόν. Κατόπιν επέστρεψεν εις το κελλίον του. Εις τον τόπον αυτόν ευρισκομένου του Οσίου ήλθεν προς αυτόν αδελφός του τις κατά σάρκα, ονόματι Ιωάννης, όστις εγένετο Μοναχός, ηγωνίζοντο δε έκτοτε ομού τον καλόν αγώνα της ασκήσεως αδελφικώς φρονούντες, με μίαν γνώμην και θέλησιν. Κατεσκεύαζον δε ράσα και ότι εισέπρατον εκ του εργοχείρου των αυτού τα έδιδον εις τους πτωχούς, κρατούντες δι’ αυτούς μόνον όσον εχρειάζοντο δια να εξοικονομούν τα της πενιχράς τροφής των, φέροντες ένα μόνον χιτώνα έκαστος, κατά το Ευαγγέλιον, και μάλιστα του Παχωμίου ήτο τρίχινος. Δεν εκοιμάτο δε ο Όσιος εις κλίνην, αλλά καθεζόμενος επί σκαμνίου εκοιμάτο ολίγην ώραν και πάλιν μόνον όταν ησθάνετο μεγάλον κόπον από την πολλήν αγρυπνίαν και κακοπάθειαν. Ούτως ήσκησεν επί χρόνους δεκαπέντε, γενόμενος παράδειγμα εις πολλούς. Ενθυμούμενος δε ο Όσιος της άνωθεν φωνής, ήτις είπε προς αυτόν να οικοδομήση Μοναστήριον, ήρχισε μετά του αδελφού του να κτίζωσι τούτο. Και ο μεν Ιωάννης ήθελε να οικοδομήση αυτό μικρόν, διότι δεν ήθελε πολλήν ταραχήν. Ο δε Παχώμιος το εσχεδίαζε πολύ μεγάλον, κατά τον λόγον τον οποίον ήκουσεν, ότι έμελλε να συναχθώσι πολλοί Μοναχοί. Δια ταύτην την αιτίαν λοιπόν εφιλονίκησαν ολίγον και ο Ιωάννης ύβρισε τον Παχώμιον αδίκως, ονομάσας αυτόν φλύαρον. Ο δε Παχώμιος εσκανδαλίσθη μεν, ως άνθρωπος, αλλ’ ως φρόνιμος και ενάρετος υπέμεινε την ύβριν και δεν ωμίλησε. Κατά δε την νύκτα εμέμφετο τον εαυτόν του, λέγων· «Οίμοι τω τάλανι! Πως εσκανδαλίσθην δι’ ένα λόγον και εθυμώθην, μετά τους τοσούτους κόπους της ασκήσεως. Ελέησόν με, Κύριε, διότι δεν ενέκρωσα ακόμη την σάρκα, αλλά γίνομαι δούλος του εχθρού, ο δείλαιος. Πως θα διδάσκω εις τους άλλους την πραότητα, όταν εγώ δεν απέκτησα ταύτην». Αυτά και άλλα έλεγε καθ’ όλην την νύκτα, κλαίων. Δια τοιαύτης ταπεινοφροσύνης και πραότητος ήτο κεκοσμημένος ο μακάριος. Μετ’ ολίγον καιρόν ο Ιωάννης εκοιμήθη και έμεινεν ο Παχώμιος μόνος, αγωνιζόμενος ως και πρότερον. Οι δε δαίμονες ηνώχλουν αυτόν πολλάκις δια να φοβηθή και να αναχωρήση από τον τόπον εκείνον. Ούτως, όταν ήθελε να κάμη τον κανόνα του, του εφαίνετο ότι έμπροσθεν αυτού ευρίσκετο λάκκος βαθύς, τούτο δε του παρουσίαζεν ο εχθρός δια να μη κλίνη τα γόνατα εις προσευχήν. Αλλ’ ο Όσιος, εννοών την πανουργίαν, έκαμνεν, εις πείσμα των δαιμόνων, περισσοτέρας μετανοίας. Άλλοτε πάλιν το κελλίον του εκλονίζετο και έτρεμεν ώραν πολλήν, ως να ήτο έτοιμον να καταρρεύση. Άλλοτε ο δαίμων μετεμορφούτο εις πετεινόν και έκραζεν. Άλλοτε ανεσήκωνον πολλοί εν φύλλον δένδρου, δι’ ενός ξύλου μακρού και έκαμνον δήθεν ότι δεν ηδύναντο, δια να γελάση ο Όσιος. Άλλοτε πάλιν οι δαίμονες εγίνοντο γυναίκες ολόγυμναι και εκάθηντο πλησίον του, ότε έτρωγεν. Αλλ’ αυτός ουδόλως παρετήρει τούτους, δια δε της προσευχής του διεσκόρπιζεν αυτούς, λέγων μετά των άλλων ιερών λόγων και πολλά ρητά του Δαβίδ. Ήτοι, το «Αναστήτω ο Θεός» (Ψαλμ. ξζ:1), τον ενενηκοστόν ψαλμόν και άλλα. Όθεν, ιδόντες οι δαίμονες ότι δεν ενίκων τον αήττητον με φαντάσματα, ωργίσθησαν και νύκτα τινά έδειραν αυτόν αγρίως από την πρώτην ώραν έως ότου εξημέρωσεν. Εκ τούτου ησθένησε βαρέως και εκείτετο επί της κλίνης. Αλλά ας μη θαυμάση τις εις το πως συγχωρεί ο Θεός να δέρουν οι δαίμονες τους Αγίους. Διότι δια να γίνουν δια της δοκιμής τέλειοι και να λάβουν πείραν των πειρασμών, οικονομεί ο Πάνσοφος να τιμωρούνται, ως συνέβη με τον Ιώβ, τον Αντώνιον και πλείστους άλλους Αγίους άνδρας, ούτω δε, δια της δοκιμασίας και των πειρασμών ως χρυσός κατεργαζόμενοι, να γίνωνται τελειότεροι. Καθ’ ον λοιπόν χρόνον ευρίσκετο ο Όσιος ασθενής, μετέβη προς επίσκεψίν του Ασκητής τις, Ιερακοπόλλων ονομαζόμενος, όστις ήτο πρακτικός ησυχαστής και ενουθέτησεν αυτόν λέγων· «Ανδρίζου, τέκνον, και μη δειλιάσης προ των πειρασμών. Διότι, αν νομίσουν οι δαίμονες, ότι εφοβήθης, θέλουν πράξει χειρότερα εναντίον σου. Αν όμως ίδουν, ότι δεν υπολογίζεις τούτους, θέλουσι σε αφήσει ανενόχλητον». Έμεινε λοιπόν εκεί ο Γέρων ως συνοδός του Παχωμίου, έως ότου εκοιμήθη και αυτός, τον οποίον και ενεταφίασεν ο Όσιος. Ούτος δε έμενε του λοιπού ανενόχλητος από τους εχθρούς, πατών επί όφεων και σκορπίων, χωρίς να βλαβή ουδέ εις το παραμικρόν. Ούτω, όταν ήτο ανάγκη, διήρχετο τον ποταμόν επί κροκοδείλου καθεζόμενος. Συνηυλίζετο και συνανεστρέφετο αφόβως με τα άγρια θηρία και δεν ηδύναντο να βλάψουν αυτόν. Έλαβε δε από τον Θεόν και το χάρισμα της διακρίσεως δια να γνωρίζη το θείον θέλημα. Παρεκάλεσε και δια τον ύπνον, να τύχη της χάριτος να μη κοιμάται, δια να προσεύχεται αδιαλείπτως. Το χάρισμα δε τούτο είχεν επ’ αρκετόν, ως ο μέγας Αντώνιος. Προσευχόμενος λοιπόν διαρκώς, δι’ όλης αυτού της ψυχής, εφαντάζετο τον Θεόν, δια της καθαρότητος της καρδίας του. Ήλθον δε και άλλοι πολλοί αδελφοί και εγένοντο συνασκηταί αυτού, την πολιτείαν εκείνου μιμούμενοι, ο δε Όσιος υπεδέχετο ένα έκαστον μετά χαράς. Έπειτα, βλέπων ότι πολλάς μερίμνας κατέβαλλε δι’ αυτούς και δεν είχεν ησυχίαν, ως πρότερον, διελογίζετο ποίον εκ των δύο να είναι θεαρεστότερον, η ησυχία δηλαδή ή η προστασία των αδελφών, προσηύχετο δε εις τον Θεόν να τον πληροφορήση περί τούτου. Ήλθε δε Άγγελος Κυρίου και είπε προς τον Όσιον· «Το θέλημα του Θεού είναι να υπηρετής τους αδελφούς σου, Παχώμιε, και καθ’ όσον δύνασαι να ειρηνεύης τούτους, ίνα έχουν αγάπην προς Εκείνον και προς αλλήλους». Μετά ταύτα, επειδή επλήθυναν οι αδελφοί και ήτο ανάγκη σοφωτέρας προστασίας και κυβερνήσεως, ενεφανίσθη πάλιν ο Άγγελος και εδίδαξεν εις αυτόν την τάξιν ικανώς, πως δηλαδή να πορεύωνται, καθώς κατωτέρω θέλει φανή. Φωτισθείς όθεν ο Όσιος εξ όσων ήκουσε παρά του Αγγέλου, υπεδέχετο ένα έκαστον, εξ όσων ήρχοντο με το θέλημά των, καθώς και εκείνους τους οποίους έφερον οι γονείς των, όμως δεν εκούρευε τούτους ευθύς Μοναχούς, αλλά εδοκίμαζε πρώτον, διδάσκων αυτούς πολλάκις να καταφρονούν κτήματα, χρήματα, δόξαν, τιμήν, αγάπην γονέων, σαρκός θελήματα και πάντα τα επακόλουθα. Εξαιρέτως δε να τηρώσιν υπακοήν εις τον Προεστώτα και να φροντίζουν δια την χαλιναγώγησιν του ιδίου θελήματος, αρετήν εις την οποίαν περικλείονται όλαι αι άλλαι. Δια τοιούτων και άλλων παρομοίων διδασκαλιών προεγύμναζε τούτους, μετά δε ταύτα έκαμνε τούτους Μοναχούς, παραδίδων το Σχήμα, ο πάνσοφος, και υπηρέτει μόνος εις όλα με πολλήν επιμέλειαν και προθυμίαν θαυμασίαν, όχι μόνον την Εκκλησίαν, αλλά και όλας τας ανάγκας των αδελφών, δια να μη στερηθούν ουδενός αναγκαίου και εκ τούτου αθυμήσωσι. Τόσον δε εκοπίαζε και τοιαύτην αγάπην εδείκνυεν ο Όσιος προς τους Μαθητάς του, ώστε εθαύμαζον άπαντες, βλέποντες τόσην στοργήν και ετίμων και εσέβοντο αυτόν ως πατέρα φιλόστοργον και φιλόπαιδα, αγωνιζόμενοι να μιμούνται τούτον όσον ηδύναντο, υπηρετούντες ο εις τον άλλον. Ετόλμησαν δε ποτε και τον ηρώτησαν· «Διατί, Πάτερ, κοπιάς μόνος, υπηρετών ημάς τους αναξίους με τόσους κόπους και ταλαιπωρίας»; Ο δε Όσιος απεκρίθη· «Δια να μη αμελήτε τα ψυχικά, αλλά να προσεύχεσθε ολοψύχως και να κάμνετε αόκνως τον κανόνα σας. Διότι δεν είμαι εγώ καλλίτερος του Δεσπότου Χριστού, όστις υπηρέτει τους Αποστόλους. Λοιπόν, καθώς βλέπετε εμέ, κάμετε και σεις δια να διατηρήσητε την αγάπην και να βοηθήτε ο εις τον άλλον, όσον δύνασθε». Μεταξύ δε των άλλων αδελφών ήτο νέος τις, ονόματι Θεόδωρος, όστις ήλθεν εις το Μοναστήριον μικρόν παιδίον και εμιμείτο πολύ εις τας αρετάς τον Παχώμιον. Ούτος δε τον ηγάπα δια τας αρετάς του περισσότερον των άλλων και είχεν αυτόν ως τέκνον γνήσιον. Εφ’ όσον λοιπόν ο καιρός παρήρχετο, τόσον προσήρχοντο αδελφοί ολονέν και περισσότεροι, διότι η φήμη και η αρετή του Παχωμίου έσυρε τούτους προς τα εκεί ως ο μαγνήτης τον σίδηρον. Λοιπόν ήλθε πάλιν Άγγελος Κυρίου και έδωσεν εις τον Όσιον δέλτον εκ χαλκού εις σχήμα πλακός, επί της οποίας ήσαν γεγραμμένα ταύτα· «Συγχώρει εις τον καθένα να τρώγη, να πίνη και να εργάζεται κατά την δύναμίν του. Ήτοι, όσοι είναι κατά το σώμα δυνατοί, ας τρώγουν και ας εργάζωνται περισσότερον. Όσοι δε ησυχάζουν και νηστεύουσι, μη εμποδίσης τούτους από την άσκησιν, και κτίσον κελλία διάφορα. Το γεύμα όλων ας είναι κοινόν. Ας κοιμώνται εις καθίσματα, ας είναι εζωσμένοι, ας φορούν εις τας κεφαλάς κουκούλια σημειωμένα δια σταυρού ερυθρού και κατάνειμον τούτους εις είκοσι τέσσαρα τάγματα, όσα τα γράμματα της αλφαβήτου, αρχίζων από του Άλφα έως του Ωμέγα και, αναλόγως της καταστάσεως αυτών, κατάτασσε τούτους και εις εν στοιχείον, ήτοι τους απλουστέρους εις το Ιώτα και τους δυστροπωτέρους εις το Ξί. Ούτω και δια τους άλλους. Κατά την γνώμην των ας είναι και η επωνυμία των και μη δεχθής Μοναχόν άλλου Μοναστηρίου. Τους δε κοσμικούς, οι οποίοι θέλουν να γίνουν Μοναχοί, επί τρεις χρόνους δοκίμαζε. Όταν τρώγουν εις την τράπεζαν, ας σκεπάζουν τας κεφαλάς με τα κουκούλια δια να μη βλέπουν ο εις τον άλλον και συνομιλούν». Ταύτα και άλλα περισσότερα ήσαν γεγραμμένα επί της δέλτου, την οποίαν έλαβε παρά του Αγγέλου ο Όσιος και ούτως εκυβέρνα τους αδελφούς κατά το θείον πρόσταγμα. Κατόπιν έκτισε διάφορα Μοναστήρια με νοσοκομεία ξενώνας και άλλα απαραίτητα. Ώρισε δε και οικονόμους και διακονητάς, αναλόγους του πλήθους των αδελφών. Διότι εις το πρώτον Μοναστήριον ήσαν χίλιοι τριακόσιοι και εις τα άλλα ολιγώτεροι. Ήσαν δε εις όλα τα Μοναστήρια, τα οποία έκτισεν ο Παχώμιος, επτά χιλιάδες Μοναχοί και είχεν από όλας τας τέχνας αναλόγους αδελφούς. Ήτοι, δέκα καλλιγράφους, δεκαπέντε ράπτας, αναλόγους κηπουρούς και υποδηματοποιούς και πάσης άλλης τέχνης τεχνίτας, τους οποίους εκυβέρνα ο σοφός ούτος Όσιος Παχώμιος με πολλήν διάκρισιν, διδάσκων συχνάκις τα ψυχωφελή και σωτήρια. Τόσον δε ήτο γλυκύς εις τους λόγους και τόσον ωφέλει δια τούτων, ώστε, όστις ήθελε συνομιλήσει μετ’ αυτού μίαν φοράν, ελυπείτο να χωρισθή από τούτου, καθώς εμαρτύρησε και ο μέγας Αθανάσιος ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας, όστις μετέβη εις το Μοναστήριόν του και ηυχήθη τον Όσιον μεθ’ όλης της αδελφότητος, θαυμάσας τούτους. Είχε δε ο Όσιος αδελφήν, η οποία, ακούσασα παρά πολλών ανθρώπων, ότι ήτο τοιούτος μέγας Άγιος, μετέβη να τον ίδη. Αλλ’ αυτός δεν ηθέλησε να την ίδη και διεμήνυσε προς αυτήν δια του θυρωρού ταύτα· «Μη λυπείσαι, που δεν με είδες, αρκεί ότι έμαθες πως είμαι καλά, αν δε επιθυμής να ενδυθής τούτο το άγιον Σχήμα, θέλω κτίσει προς χάριν σου εδώ πλησίον Μοναστήριον, δια να έλθουν και άλλαι ως Μοναχαί εις την συνοδείαν σου. Διότι εκείνος όστις εις τούτον τον κόσμον δεν κάμνει το καλόν πριν αποθάνη, δεν έχει ελπίδα σωτηρίας, επειδή μετά θάνατον θα κριθώμεν άπαντες και έκαστος θα λάβη την ανταπόδοσιν των έργων αυτού». Ταύτα ακούσασα εκείνη έκλαυσε και εμίσησε τον κόσμον. Όθεν ο Όσιος, κουρεύσας αυτήν Μοναχήν, έκτισε χάριν αυτής Μοναστήριον πλησίον του ιδικού του, εις το οποίον συνηθροίσθησαν και άλλαι πολλαί, εν συνεχεία δε άλλαι και άλλαι, επάνω εις τας οποίας αύτη η μακαρία ήτο Ηγουμένη. Απέστειλε δε προς αυτήν ο Όσιος και Ιερομόναχον τινά Γέροντα, ευλαβή και σώφρονα, Πέτρον ονόματι, όστις εδίδασκε τας Μοναχάς και ηρμήνευε την τάξιν με πάσαν ακρίβειαν. Είχον δε το Μοναστήριον περιτετειχισμένον δια τείχους και δεν εξήρχοντο, ούτε ξένος τις εισήρχετο εντός αυτού. Όταν δε ήρχετο άνθρωπός τις δια να ίδη Μοναχήν τινά συγγενή του, εξήρχετο αύτη εις την θύραν μετά της Προεστώσης ή άλλης τινός επιτετραμμένης Μοναχής και αφού αντήλλασον ολίγας λέξεις ανεχώρει. Ήσαν δε εις το Μοναστήριον του Παχωμίου πολλοί αδελφοί, αλλά κανείς δεν έφθανεν εις τας αρετάς τον προαναφερθέντα Θεόδωρον, δια τον οποίον ας είπομεν ολίγα τινά εκ των θαυμασίων και ενθέων κατορθωμάτων αυτού. Οι γονείς του ήσαν πλουσιώτατοι και ευσεβέστατοι. Όθεν, ημέραν τινά, ότε ήτο πάνδημος εορτή, ητοίμασαν μεγάλην, λαμπράν και πολυτελή τράπεζαν. Όλοι τότε έτρωγον και έπινον χαίροντες, ο δε Θεόδωρος, νεανίας τότε ακόμη, υπό της θείας Χάριτος κατανυχθείς τη καρδία, έλεγε ταύτα κατά μόνας· «Εάν απολαύσης ταύτας τας φθαρτάς τροφάς, Θεόδωρε, θα στερηθής των αιωνίων και αφθέρτων απολαύσεων». Ταύτα δε λέγων εστέναζε. Κατόπιν εκρύβη εις τόπον του οίκου παράμερον, και εκεί, πεσών εις την γην, προσηύχετο θερμώς μετά δακρύων, ταύτα λέγων· «Δέσποτα Θεέ, ο των κρυπτών γνώστης, γνωρίζεις ότι δεν εξέλεξα εκ του κόσμου άλλο τι ει μη μόνον την αγάπην Σου και Σε επόθησα εξ όλης της καρδίας μου. Δια τούτο, Σε παρακαλώ, οδήγησόν με και φώτισόν μοι την διάνοιαν, ίνα τηρώ πάντοτε τας εντολάς Σου». Η δε μήτηρ αυτού, αναζητούσα τούτον επιμελώς, τον εύρεν εις τον τόπον εκείνον κλαίοντα και τον ηρώτησε τις τον επίκρανε και διατί δεν μετέβη εις την τράπεζαν να φάγη μετά των αδελφών του. Όμως ο ευλογημένος Θεόδωρος δεν απεκρίθη επ’ αυτού, αλλ’ απεμάκρυνε ταύτην εντέχνως και έμεινε καθ’ όλην την ημέραν μόνος προσευχόμενος εν τελεία νηστεία. Όχι δε μόνον τότε, αλλά και συχνάκης έπραττε τούτο. Εν τω κόσμω δε ακόμη ευρισκόμενος ο Θεόδωρος υπεβάλλετο εις περισσοτέραν σκληραγωγίαν από τους Ασκητάς της ερήμου. Διότι μόνον ανά δύο ημέρας έτρωγε και μόνον μίαν φοράν, τιμωρών τοιουτοτρόπως την σάρκα και προγυμναζόμενος. Βλέποντες, τέλος, οι γονείς του, ότι επί δύο χρόνους υπεβάλλετο εθελουσίως εις τόσην στενοχωρίαν, συνεχώρησαν την αναχώρησίν του και ούτω μετέβη εις τον μέγαν Παχώμιον, δια τον οποίον είχεν ακούσει, ότι ήτο άνθρωπος άγιος, εκείνος δε τον εκράτησεν αμέσως γνωρίσας δια της Χάριτος του Παναγίου Πνεύματος οποίος έμελλε να κατασταθή εις το ύστερον ο νέος ούτος Θεόδωρος. Εκράτησε λοιπόν τούτον πλησίον αυτού χαίροντα ο Όσιος, χαίρων και ο ίδιος, αγαπών και εκτιμών τούτον περισσότερον από τους άλλους, διότι τον έβλεπεν έχοντα υπακοήν απόλυτον. Μετά δε καιρόν, ακούσασα η μήτηρ αυτού, ότι ο υιός της ευρίσκετο πλησίον του Παχωμίου, επεθύμησε να τον ιδή, διότι ηγάπα αυτόν, ως φιλότεκνος, υπερμέτρως. Όθεν έλαβε γράμματα από τινας Επισκόπους προς τον Παχώμιον, δια των οποίων παρεκάλουν τον Όσιον να παραδώση εις την μητέρα του τον Θεόδωρον. Μετέβη λοιπόν η γυνή εις το γυναικείον Μοναστήριον και δια των υπηρετών έστειλε προς τον Όσιον τα γράμματα. Αναγνώσας τα γράμματα ο Όσιος συνεχώρησε να συναντηθή ο Θεόδωρος με την μητέρα του, αλλ’ ούτος απεκρίθη· «Πως, Πάτερ, να γίνω εις όλους τους αδελφούς πρόσκομμα και να παροργίσω, δια την αγάπην της μητρός, τον Δεσπότην μας; Αφ’ ης στιγμής ηρνήθην τον κόσμον, δεν έχω πλέον μητέρα ή αδελφούς, διότι αντί τούτων έχω τον Δεσπότην Χριστόν, τον οποίον πρεπόντως προετίμησα εξ όλων των του κόσμου τούτου». Ταύτα ακούσας ο Όσιος εθαύμασε και επήνεσεν αυτόν, ειπών· «Επειδή προτιμάς με τόσην γνώσιν και τόσην φρόνησιν τον Δεσπότην Χριστόν υπέρ την μητέρα σου, επαινώ και εγώ ταύτην την σωτήριον γνώμην σου, επειδή Αυτός ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ούτως ώρισε λέγων: «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος» (Ματθ. ι:37). Αλλά και οι Επίσκοποι εκείνοι, οίτινες έγραψαν εις ημάς, θέλουν χαρή, ακούοντες την φιλόθεον γνώμην σου». Όταν η μήτηρ του Θεοδώρου ήκουσεν ότι ο υιός της δεν εξήρχετο να τον ίδη, δεν επέστρεψε πλέον εις την οικίαν της, αλλ’ έμεινε μετά των παρθένων, ειπούσα· «Ας παραμείνω λοιπόν και εγώ εις τούτο το ψυχοσωτήριον Μοναστήριον, δια να ίδω κάποτε τον υιόν μου, να κερδήσω δε και την ψυχήν μου η τάλαινα». Όμως, ας αφήσωμεν προς το παρόν τον Θεόδωρον, ίνα επανέλθωμεν εις τον μέγαν Παχώμιον. Γυνή τις είχε το πάθος της αιμορραγίας και μη ευρίσκουσα εις τους ιατρούς θεραπείαν, παρεκάλεσε τον Οικονόμον της Εκκλησίας Τεντήρων, όστις ήτο Ομολογητής και πολύ ενάρετος, φίλος δε γνήσιος του Παχωμίου, να προσκαλέση εις την Εκκλησίαν του τον Όσιον με πρόφασίν τινα, διότι επίστευεν η γυνή ότι, εάν εγγίση μόνον το ράσον αυτού, θέλει θεραπευθή. Προσεκάλεσε λοιπόν ο Οικονόμος Διονύσιος τον Παχώμιον δι’ άλλην υπόθεσιν και όταν εκάθηντο εις την Εκκλησίαν συνομιλούντες, επλησίασεν η γυνή ησύχως και ως ήπλωσε την χείρα εγγίσασα το καλυμμαύχιον του Οσίου, ευθύς, ω του θαύματος! έλαβε τελείως την θεραπείαν της, καθώς ολοψύχως επίστευεν. Ακούσατε τώρα, ευλαβείς ακροαταί, και έτερον θαυμασιώτερον. Άνθρωπος τις είχε θυγατέρακατατεταγμένην εις την τάξιν των παρθένων, ήτις προσεβάλλετο υπό δαιμονίου. Προσελθών δε εις τον Όσιον, παρεκάλει τούτον να θεραπεύση την θυγατέρα του. ο δε Όσιος, επειδή δεν συνωμίλει μετά γυναικός, είπε προς τον πατέρα τής πασχούσης να του φέρη εν εκ των ενδυμάτων της. Τούτο έπραξεν ο πατήρ. Ο δε Όσιος, ως είδε τούτο, είπε προς αυτόν λυπούμενος· «Η θυγάτηρ σου μόνον κατά το λεγόμενον είναι παρθένος και όχι αληθώς. Ειπέ εις αυτήν, εάν θέλη, ας φυλαχθή τουλάχιστον από τώρα και εις το εξής αμόλυντος, και ο ελεήμων Θεός θα αποδώση εις αυτήν την υγείαν της». Ανακρίνας τότε και εξετάσας αυτήν ο πατήρ της, επληροφορήθη παρ’ αυτής την αμαρτίαν της, την οποίαν εξομολογηθείσα υπεσχέθηνα μη πορνεύση πλέον. Ο δε μέγας Παχώμιος απέστειλεν ηγιασμένον έλαιον, δια του οποίου εχρίσθη αύτη και έφυγεν απ’ αυτής το δαιμόνιον. Έτερος τις είχεν υιόν δαιμονιζόμενον, τον οποίον έφεραν εις τον Όσιον, ζητούντες την ίασιν. Ιδών δε αυτόν ο Όσιος, ηυλόγησεν άρτον και έδωσε τούτον εις τον πατέρα, λέγων· «Όταν πεινάση ο υιός σου, δος εις αυτόν τον άρτον τούτον να τον φάγη». Ούτως έπραξεν ο πατήρ, αλλ’ ο δαιμονιζόμενος δεν ήθελε ουδέ καν να τον δοκιμάση. Όθεν ο πατήρ παρεσκεύασε ζωμόν μετ’ ελαίου και άλλων μυρωδικών και εντός τούτου έρριψε τον άρτον, τον οποίον έφαγεν ο υιός του. Ευθύς τότε, ω του θαύματος! έφυγεν απ’ αυτού το δαιμόνιον και από της ώρας εκείνης αποκατεστάθη τελείως η υγεία του. Αλλά και άλλα πολλά θαυμάσια εποίησεν ο Θεός δια του Οσίου. Ούτος δε, ο μακάριος, ουδέποτε εκενοδόξησεν, αλλά έλεγεν, ότι ο Θεός εποίει ταύτα προς το συμφέρον των δούλων Αυτού. Δια τούτο επεμελείτο να πράττη πάντοτε ουχί το ιδικόν του, αλλά του Κυρίου το θέλημα, καθώς εκείνος εδίδασκε, δηλαδή να μη κάμνωμεν το ιδικόν μας θέλημα, αλλά εκείνο το οποίον προστασσόμεθα από τους Πατέρας και διδασκάλους μας. Έλεγε δε και τούτο ο πάνσοφος. Ότι η θεραπεία της ψυχής είναι χρησιμωτέρα και ωφελιμωτέρα της του σώματος. Επίσης συνεβούλευεν ότι, εάν ίδης αμελή, όστις δεν εργάζεται το καλόν και δια της διδαχής σου τον κάμης πρόθυμον εις το αγαθόν ή τον ειδωλολάτρην και άσπλαγχνον τον κάμης εύσπλαγχνον, τον υπερήφανον ταπεινόν και τον πόρνον σώφρονα, δεν ευηργέτησες τούτους ολιγώτερον από του να ήσαν παράλυτοι και να έδιδες εις αυτούς την ίασιν του σώματος. Ήτο δε και κατά πολύ μακρόθυμος και πραότατος ο μακάριος Παχώμιος και ουδέποτε ωργίζετο. Ακούσατε δε τα της ανεξικακίας αυτού. Εις εν εκ των Μοναστηρίων του διέμενε Μοναχός τις, όστις εζήτει παρά του Ηγουμένου εν διακόνημα, το οποίον ήτο υπέρ την δύναμίν του, εκείνος δε, γνωρίζων την αδυναμίαν τού υποτακτικού του, δεν ήθελε να αναθέση εις αυτόν το περί ου ο λόγος διακόνημα. Δια να μη ενοχλή δε αυτόν ο αυθάδης εκείνος, είπεν, ότι ο Όσιος δεν συνεχώρει να του αναθέση το διακόνημα, το οποίον του εζήτει. Όθεν, οργισθείς ο αναίσχυντος εκείνος, ήρπασε τον Ηγούμενόν του και έσυρεν αυτόν έως ότου έφθασαν εις τον Όσιον, όστις την στιγμήν εκείνην έκτιζε τείχος. Εφώναξε τότε ο Μοναχός, από τον θυμόν νικώμενος, προς τον Όσιον· «Κατέβα κάτω, ψεύστη, να μου ειπής διατί δεν είμαι άξιος της τάξεως, την οποίαν εζήτησα»; Τότε ο μεν Όσιος εσιώπα υβριζόμενος, ο δε υβριστής απεθρασύνετο περισσότερον. Όθεν, δια να σβύση ο Όσιος τον θυμόν του αυθάδους Μοναχού, έλεγεν· «Ήμαρτον, συγχώρησόν με, τέκνον μου. Δεν έσφαλες και συ κάποτε»; Μετά βίας λοιπόν κατέπαυσε τον άδικον θυμόν του παραλόγου ο Όσιος, ότε αφήσας την εργασίαν του κατήλθενεκ του τείχους και ηρώτα κρυφίως τον Προεστώτα της Μονής, όστις και διηγήθη την υπόθεσιν, ως ελέχθη. Όθεν ο Όσιος επρόσταξεν αυτόν να δώση εις τον Μοναχόν το διακόνημα, το οποίον εζήτει, μήπως αλλάξη γνώμην και γίνη καλός, ίνα μη κολασθή ο ταλαίπωρος. Διότι πολλάκις ο κακός, ευεργετούμενος, γίνεται καλός και ούτω λαμβάνομεν μισθόν, επειδή εσώσαμεν τον αδελφόν μας. Ούτω δε συνέβησαν τα πράγματα, κατά την πρόρρησιον του Οσίου. Διότι, ως ο Μοναχός εκείνος έλαβε το διακόνημα, κατενύχθη και έδραμε μετά δακρύων εις τον Όσιον. Πεσών δε προ των ποδών αυτού τον ηυγνωμόνει, λέγων· «Ευχαριστώ σοι, άνθρωπε του Θεού, διότι με την πολλήν σου μακροθυμίαν και χρηστότητα ενίκησας την αυθάδειαν και την θρασύτητά μου και αν ήθελες με τιμωρήσει, καθώς μου ήξιζε, θα εκολαζόμην, ο άθλιος». Hμέραν τινά μετέβησαν οι αδελφοί εις την νήσον να κόψουν χόρτον δια τα ψαθία, συνώδευε δε τούτουςκαι ο Όσιος. Ενώ δε διήρχοντο δια της λέμβου, είδενούτος έκτασιν, κατά την οποίαν τινές εκ των Μοναχών ήσαν υπό πυρός κυκλωμένοι, άλλοι περιπάτουν εις τας ακάνθας χωρίς υποδήματα και εκάθηντο εις τους πόδας των, άλλοι ίσταντο προ κρημνού, τον οποίον δεν ηδύναντο να διέλθουν, διότι κάτωθεν αυτών ήτο ποταμός και κροκόδειλοι έτοιμοι να τους καταπίουν. Ταύτα ιδών ο Όσιος εφανέρωσε το όραμα εις όλους. Όταν δε επέστρεψαν εις το Μοναστήριον, ηρώτων αυτόν να εξηγήση εις αυτούς την οπτασίαν. Εκείνος δε απεκρίθη· «Μετά την τελευτήν μου, νομίζω, ότι έχουν να συμβούν ταύτα εις σας, επειδή δεν θα εύρετε ικανόν τινά να σας ποιμαίνη με επιμέλειαν και αυταπάρνησιν και να σας παρηγορή εις τας θλίψεις σας». Μεθ’ ημέρας τινάς επρόσταξεν ο Όσιος τον Θεόδωρον να διδάξη την αδελφότητα, διότι αν και κατά τους χρόνους ήτο νεώτερος, κατά την φρόνησιν όμως ήτο συνετώτερος των γερόντων. Τινές δε των γερόντων, αναχωρήσαντες εκ της συνάξεως, μετέβησαν εις τα κελλία των. Τούτους ηρώτησε κατόπιν ο Όσιος διατί εγκατέλειψαν την διδαχήν και ανεχώρησαν ασυγχωρήτως. Οι δε απεκρίθησαν· «Διατί ανέθεσες εις εν παιδίον να διδάσκη τους γέροντας»; Ο δε Όσιος εστέναξεν, ειπών· «Ουαί εις σας, ταλαίπωροι, διότι δια μίαν ώραν εζημιώθητε όλους τους κόπους σας, ένεκα της πολλής σας υπερηφανείας και επάρσεως, δια την οποίαν και ο Εωσφόρος εξέπεσε. Δεν ηκούσατε την Γραφήν, ήτις λέγει· «Ακάθαρτος παρά Θεώ πας υψηλοκάρδιος» (Παρ. ιστ:5) και αλλαχού «Το εν ανθρώποις υψηλόν βδέλυγμα ενώπιον του Θεού» (Λουκ. ιστ:15) και «Όστις υψώσει εαυτόν ταπεινωθήσεται» (Ματθ. κγ:12). Δεν εγκατελείψατε τον Θεόδωρον, αλλ’ απεμακρύνθητε από τον λόγον του Θεού και εστερήθητε της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Έχετε λοιπόν μεγάλην κατάκρισιν. Ο Θεός εταπεινώθη τοσούτον, άθλιοι, δι ημάς και ημείς οι ανάξιοι, οίτινες είμεθα χώμα άχρηστον, υπερηφανευόμεθα; Ο υψηλότατος και υπερένδοξος, όστις δύναται δια μόνου του βλέμματος Αυτού να φωτίση τον κόσμον όλον, έσωσεν ημάς δια της ταπεινώσεως και ημείς οι σκώληκες κενοδοξούμεν; Δεν είδετε πως εγώ παρέμενον ακροώμενος εν ευλαβεία και αληθώς ωφελήθην πολύ εκ των λόγων του, αλλά εφύγετε, ανόητοι; Εάν δια το ανόμημα τούτο δεν ποιήσετε μεγάλην μετάνοιαν, υπάγετε εις απώλειαν». Ταύτα και άλλα πλείονα ειπών εκανόνισε τούτους ο Όσιος, τον δε Θεόδωρον ώρισεν Οικονόμον της μεγάλης Μονής, εις την οποίαν υπετάσσοντο όλα τα Μοναστήρια. Ήτο δε τότε χρόνων τριάκοντα τεσσάρων, όμως είχεν όλα τα πάθη της σαρκός απονεκρωμένα και το ίδιον θέλημα ως μη υπάρχον. Διότι ο λόγος του Θεού εθέρμανε και εστήριξεν αυτόν τόσον, ώστε να φρονή μόνον τα ουράνια αγαθά, έχων όλην του την σπουδήν και την καρδίαν αφωσιωμένην εις την θείαν αγάπην και εις την σωτηρίαν των αδελφών. Ήσαν δε και άλλοι πολλοί ενάρετοι, των οποίων τα ονόματα παραλείπω χάριν συντομίας, οίτινες εφύλαττον πάσας τας τάξεις του Σχήματος και εξόχως την εγκράτειαν. Και τόσον ενήστευον, ώστε και όταν ήσαν ασθενείς δεν ετόλμων να πίουν οίνον ή τουλάχιστον να πέσουν εις την κλίνην δια μικράν του σώματος ανάπαυσιν, αλλ’ έμενον έως θανάτου εις τα θρονία καθήμενοι οι τρισόλβιοι εκείνοι αγωνισταί. Μεταξύ τούτων ήτο αδελφός τις, Σιλβανός ονόματι, έχων εις το Μοναστήριον χρόνους είκοσι. Ήτο δε πρότερον εις τον κόσμον μίμος και αφού εγένετο Μοναχός διήγεν εν σωφροσύνη επί πολύν καιρόν. Αλλά κατόπιν ενεθυμήθη την πρώτην του τέχνην και ήρχισε να τρώγη χορταστικώς, να αστεϊζεται και να ψάλλη άσματα αναίσχυντα. Ο Όσιος λοιπόν, ταύτα βλέπων, ελυπείτο δια την του αδελφού απώλειαν και έδειρεν αυτόν πολλάκις, δια να σωφρονισθή και να επιμελήται την σωτηρίαν του. Όμως ματαίως εκοπίαζε. Διότι ο Σιλβανός δεν επείθετο. Ημέραν λοιπόν τινά εβαρύνθη τούτον ο Όσιος και είπε παρουσία όλης της αδελφότητος· «Δεν σοι είπον, ότε ήσο αρχάριος, ότι ο Μοναχικός βίος είναι βαρύς και δεν δύνασαι να τον υποφέρης, συ δε μοι υπεσχέθης ενώπιον Θεού και ανθρώπων, ότι θα διαφυλάξης την τάξιν του Σχήματος; Διατί λοιπόν τώρα καταφρονείς την ψυχήν σου, ταλαίπωρε, και δεν ενθυμείσαι την ημέραν της Κρίσεως, αλλά προτιμάς υπέρ την ουράνιον Βασιλείαν την αιώνιον κόλασιν; Ύπαγε λοιπόν εις τους γονείς σου και μη τολμήσης πλέον να έλθης εδώ». Ταύτα αφού είπεν ο Όσιος, επρόσταξε να εκδύσουν τον Σιλβανόν του Μοναχικού ενδύματος, να τον ενδύσουν κοσμικώς και να τον εκδιώξουν από το Μοναστήριον. Ο δε Σιλβανός, πεσών εις τους πόδας του Οσίου, παρεκάλει αυτόν μετά δακρύων λέγων· «Συγχώρησόν μοι, Πάτερ, και μη με αποδιώξης· υπόσχομαι δε ενώπιον του Θεού να κάμω τοιαύτην μετάνοιαν, ώστε να χαίρης, όταν με βλέπης». Τότε είπεν ο Όσιος· «Γνωρίζεις πόσας φοράς σε υπέμεινα και σε ενουθέτησα και πολλάκις σε έδειρα, ίνα διορθώσης το σφάλμα σου προς σωτηρίαν σου. Και επόνουν εγώ, μάρτυς μου ο Κύριος, περισσότερον από σε, όταν σε εμάστιζον, ως φιλόστοργος πνευματικός σου Πατήρ. Εάν λοιπόν, νουθετούμενος δεν διωρθώθης ούτε εφοβήθης ραβδιζόμενος, πως θα σε πιστεύσω τώρα, μετέωρε»; Ο Σιλβανός παρεκάλει τότε ακόμη περισσότερον τον Όσιον να τον συγχωρήση δια τους οικτιρμούς του Θεού, υποσχόμενος να μη πταίση ποτέ πλέον εις το μέλλον. Ο δε Όσιος είπε· «Δος μοι τινά εγγυητήν και να σε κρατήσω». Έφεραν λοιπόν τότε ενάρετον τινά γέροντα, ονομαζόμενον Πετρώνιον, ο οποίος ανεδέχθη τον Σιλβανόν όταν εγένετο Μοναχός, ηγγυήθη δε τότε και πάλιν δι’ αυτόν προς τον Όσιον. Ούτω ο Όσιος τον εκράτησεν. Έπειτα ενουθέτησε χωριστά τον Πετρώνιον, ειπών· «Γνωρίζομεν ότι εκοπίασες χρόνους πολλούς εις την άσκησιν, αλλά λάβε και τούτον τον κόπον χάριν του τέκνου σου. Σύμπασχε και συναγωνίζου μετ’ αυτού έως ότου σωθή, διότι εγώ έχω τας φροντίδας των πολλών και δεν ευρίσκω καιρόν». Παραλαβών λοιπόν αυτόν ο Πετρώνιος συνειργάζετο μετ’ αυτού εις το εργόχειρον των ψαθίων και από κοινού ενήστευον και προσηύχοντο ως έπρεπε, έκτοτε δε ο Σιλβανός υπετάσσετο εις όλα εις τον Γέροντά του, τόσον ώστε ουδέ φύλλον λαχάνου δεν έτρωγε χωρίς την βουλήν του Γέροντος. Και τόσην ταπείνωσιν και πραότητα απέκτησεν, ώστε δεν ήγειρε τους οφθαλμούς να ίδη τινά, ουδέ ήνοιγε το στόμα να ομιλήση. Ηγρύπνει, προσηύχετο, έκαμνε μετανοίας, κατά δε την νύκτα ολίγον μόνον εκοιμάτο και πάλιν καθήμενος εις το μέσον του κελλίου. Αλλά διατί να μακρηγορούμεν; Όντως άξιος δούλος του Θεού και σκεύος εκλεκτόν εγένετο ο θαυμάσιος και τόσον αγώνα έκαμνε δια την σωτηρίαν της ψυχής του τότε, ώστε εγένετο δι’ όλους τύπος και υπόδειγμα εις πάσαν αρετήν και ευλάβειαν. Κατά δε την ταπεινοφροσύνην περισσότερον έλαμψε και δεν έλειψαν από τους οφθαλμούς του τα δάκρυα, μετά την θείαν αυτού αλλοίωσιν, τόσον ώστε και την ολίγην τροφήν, την οποίαν έτρωγε, περιέχυνε με δάκρυα ο τρισμακάριος. Όταν δε ενουθέτουν αυτόν οι αδελφοί να μη κλαίη, όταν βλέπη ξένον πρόσωπον, απεκρίνετο λέγων· «Πιστεύσατέ με, ότι πολλάκις ηθέλησα να παύσω τα δάκρυα, αλλά δεν ηδυνήθην». Οι δε αδελφοί έλεγον προς αυτόν· «Αδελφέ, όταν είσαι μόνος εις τον Ναόν ή εις το κελλίον σου ή εις άλλον τόπον, κλαίε όσον δύνασαι· αλλά όταν ευρίσκεσαι μετ’ άλλων ανθρώπων, κράτει τα δάκρυα, δια να μη κριθής ως υποκριτής και κενόδοξος. Διότι δύναται η ψυχή να κλαίη χωρίς τα εξωτερικά δάκρυα. Πλην, ειπέ μας, όσην ώραν κλαίεις, τι συλλογίζεσαι»; Έλεγε δε προς αυτούς ο μακάριος Σιλβανός· «Βλέπω ότι σεις οι άγιοι άνθρωποι υπηρετείτε εμέ τον πόρνον και φλύαρον, όστις δεν είμαι άξιος να νίψω τους πόδας σας και φοβούμαι μήπως σχισθή η γη και με καταπίη ως τον Δαθάν και Αβειρών. Διότι έως προχθές σας παρώργιζον και εκινδύνευον να με διώξετε, ως αποστάτην του αγίου Σχήματος. Δεν ημπορώ δε να κρατήσω τα δάκρυα συλλογιζόμενος το πυρ της αιωνίου κολάσεως, εις το οποίον μέλλω να κατακριθώ ο αναίσχυντος, εάν δεν πράξω αρκετήν και ανάλογον μετάνοιαν, κατά τας ανομίας, τας οποίας ετέλεσα». Ταύτα ακούων εχαίρετο ο μέγας Παχώμιος και εβεβαίωνεν όλην την αδελφότητα, λέγων· «Γνωρίζετε, ότι εις μόνον ευρίσκεται μεταξύ όλων ημών, όστις φυλάττει ακριβώς την μοναδικην πολιτείαν, καθώς πρέπει, ο τρισμακάριος. Διότι, καθώς όταν βαφή το λευκόν μαλλίον εις πολύτιμον πορφύραν, η βαφή του πλέον δεν εξαλείφεται, ούτω και η ψυχή τούτου του τρισμάκαρος αδελφού μας εβάφη δια του Αγίου Πνεύματος και η Χάρις Αυτού δεν αφανίζεται πλέον». Οι δε ακούοντες, άλλοι μεν ενόμιζον, ότι έλεγε δια τον Θεόδωρον, άλλοι δια τον Πετρώνιον και έτεροι δια τον Ωρσίσιον. Ερωτήσαντες όθεν τον Όσιον ο τε Θεόδωρος και πάντες οι πρόκριτοι, να φανερώση εις αυτούς τον επαινούμενον, απεκρίθη· «Επειδή γνωρίζω, ότι πράγματι δεν μέλλει να κενοδοξήση ο τόσον άξιος κατά την αρετήν, αλλά μάλλον, ως ταπεινόφρων, θα μέμφεται και θα περιφρονή έτι περισσότερον αυτό που θα σας είπω, δια τούτο θέλω να τον γνωρίζετε, δια να μιμηθήτε και σεις τους τρόπους του. Διότι, συ Θεόδωρε και οι άλλοι, οίτινες αγωνίζεσθε επί τόσον καιρόν εις το Μοναστήριον, κατά μεν τους χρόνους και την άσκησιν είσθε πατέρες του και πρεσβύτεροι, κατά δε το βάθος της ταπεινώσεως και το καθαρόν της συνειδήσεως είναι ούτος μέγας και σας υπερβάλλει. Διότι σεις μεν εδέσατε ως στρουθίον τον διάβολον και καθ’ εκάστην καταπατείτε αυτόν ως χουν υπό τους πόδας σας. Αλλ’ εάν αμελήσετε ολίγον, θαρρούντες ότι ενικήσατε αυτόν τελείως, φεύγει από τους πόδας σας και σας πολεμεί πάλιν. Ο δε νεώτερος Σιλβανός, συνέχισε λέγων ο Όσιος, αφ’ ότου ηθέλομεν να τον εκδιώξωμεν δια την ακρασίαν και αμέλειάν του, ούτως εξουθένωσε τον δαίμονα δια της υπερβολικής του ταπεινοφροσύνης, τόσον ώστε δεν δύναται πλέον ούτος να εγείρη κατ’ αυτού κανένα πόλεμον. Διότι δι’ όλης του της ψυχής και της διανοίας νομίζει τον εαυτόν του αχρείον, ευτελή και αναξιώτερον όλων ημών, δια τούτο και έχει το δάκρυ ανά πάσαν στιγμήν έτοιμον και διαρκές. Ώστε, σεις μεν, δια της γνώσεως, της υπομονής και των άλλων αγώνων κατά των δαιμόνων, υπερβάλλετε τούτον. Ούτος δε, δια της ταπεινοφροσύνης, επέταξεν εις τα ουράνια και δεν δύνασθε να τον φθάσετε, διότι άλλη αρετή δεν ταπεινώνει τοσούτον τον διάβολον, όσον η εξ όλης ψυχής ταπεινοφροσύνη, η συνυπάρχουσα μετά της γνώσεως, της πράξεως και της διακρίσεως. Κατ’ αυτόν τον τρόπον λοιπόν ο μακάριος Σιλβανός, επί οκτώ χρόνους αγωνισάμενος, μετά την θαυμασίαν και οσίαν εκείνην αλλοίωσιν, εν ειρήνη ετελειώθη, τελέσας τον καλόν αγώνα εν Κυρίω και δρόμον τον ένθεον. Εμαρτύρησε δε εν φόβω Θεού ο μέγας Παχώμιος, ότι είδε πλήθος αναρίθμητον Αγίων Αγγέλων, οίτινες παρέλαβον την μακαρίαν αυτού ψυχήν εν χαρά μεγίστη και ψαλμωδία αρρήτω και ωδήγησαν αυτήν προς τον Θεόν, ως θυσίαν εκλεκτήν και ευώδες θυμίαμα. Ημέραν δε τινά, μεταβάς ο μέγας Παχώμιος εις άλλην Μονήν δια να ίδη τους αδελφούς, έτυχε να εύρη εκεί νεκρόν τινά, τον οποίον εκράτουν βαδίζοντες πέριξ του Μοναστηρίου και ψάλλοντες. Ο Όσιος όμως επρόσταξε να εκδύσουν αυτόν και να κάψουν όλα τα ενδύματά του, το δε λείψανον να θάψη εις ιδιώτης, χωρίς να ψαλή. Τότε οι Προεστώτες της Μονής και οι συγγενείς του θανόντος έπεσον προ των ποδών του Οσίου, παρακαλούντες αυτόν να συγχωρήση να τον ψάλουν. Αλλ’ ούτος δεν ηθέλησεν. Οι γονείς λοιπόν του νεκρού εφώναζαν προς τον Όσιον, κλαίοντες πικρώς και λέγοντες· «Διατί δεικνύεις τόσην ωμότητα και ασπλαγχνίαν προς ένα νεκρόν, εύσπλαγχνε; Τίνος βαρβάρου, βλέποντος τον εχθρόν του νεκρόν και άφωνον, δεν μαλάσσεται η καρδία; Ας μη ήθελε γεννηθή εις τον κόσμον ούτος ο άθλιος υιός μας ή ας μη ήρχεσο εδώ σήμερον η αγιωσύνη σου, να προξενήση τοιαύτην οδύνην και όνειδος εις το γένος μας. Ο δε Όσιος είπεν ησύχως προς αυτούς· «Πιστεύσατέ με, αδελφοί, ότι εγώ ευσπλαγχνίζομαι αυτόν περισσότερον από εσάς και, ως πατήρ φιλότεκνος, φροντίζω δια την σωτηρίαν του. Αλλά, κατά τας πράξεις του, μήτε να ενταφιασθή δεν επετρέπετο και, εάν τον ψάλουν, η ψυχή του θέλει κατακρημνισθή εις περισσοτέραν κόλασιν και θα σας καταράται. Εγώ δε θα ευρεθώ προ του Θεού ως ανθρωπάρεσκος, διότι, δια να ευχαριστήσω σας, δεν έπραξα δια την ψυχήν του το συμφερώτερον. Διότι ο πολυέλεος Θεός είναι πηγή αστείρευτος αγαθότητος και ζητεί από ημάς μικράν προσφοράν, ίνα χορηγήση τα ρείθρα της ελεημοσύνης και της χρηστότητος Αυτού. Δια τούτο πρέπει, ημείς οι πνευματικοί ιατροί, να δίδωμεν κατά το πάθος και το φάρμακον. Όθεν, σας παρακαλώ, να ακουσθή ο λόγος μου, δια να λυτρωθή ούτος ο νεκρός από την μέλλουσαν κόλασιν. Διότι πολλάκις ενουθέτησα αυτόν, αλλά δεν υπήκουσεν. Ούτω, ακουσθέντος του λόγου του Οσίου, ενεταφίασαν αυτόν άψαλτον. Τούτο δε έπραξεν ο πάνσοφος, όχι μόνον δια την σωτηρίαν του νεκρού, αλλά και δια τους ζώντας, ώστε να φοβηθούν και να διάγωσιν εναρέτως. Τούτους δε εδίδαξε, παραμείνας εις την Μονήν εκείνην ημέρας τινάς, προς το συμφέρον των. Ενώ δε ευρίσκετο εκεί, εμήνυσαν εις τον Όσιον εξ άλλης Μονής, Χηνοβοσκός καλουμένης, ότι εις αδελφός ευρίσκετο βαρέως ασθενής και επόθει να λάβη την ευλογίαν του. Ο δε Όσιος εξεκίνησεν ευθύς και όταν περιεπάτησε δύο μίλια, ήκουσε θείαν φωνήν. Ατενίσας δε προς τα άνω, είδε την ψυχήν τού αδελφού εκείνου, όστις τον προσεκάλει, οδηγουμένην εις ουρανούς υπό ψαλλόντων Αγίων Αγγέλων. Εκείνοι δε οίτινες ηκολούθουν τον Όσιον, δεν έβλεπον ούτε ήκουον τίποτε. Όθεν έλεγον προς αυτόν· «Διατί εσταμάτησες, Πάτερ; Ας υπάγωμεν ταχέως να προφθάσωμεν αυτόν πριν ή απέλθη προς Κύριον». Ο δε Όσιος είπε προς αυτούς· «Ο αδελφός ετελεύτησε και βλέπω αυτόν τώρα απερχόμενον εις τον Παράδεισον. Επιστρέψατε λοιπόν εις το Μοναστήριον». Τότε παρεκάλεσαν αυτόν και διηγήθη το όραμα. Επιστρέψαντες δε εις την Μονήν ηρώτησαν ακριβώς την ώραν κατά την οποίαν ο αδελφός εκοιμήθη και εύρον, ότι ήτο ακριβώς η ώρα εκείνη κατά την οποίαν ο Όσιος έβλεπε την οπτασίαν. Άλλην φοράν ο Όσιος έμεινεν εις την Εκκλησίαν από της ενάτης ώρας και προσηύχετο έως της ώρας του Όρθρου, δεόμενος εις τον Θεόν να αποκαλύψη εις αυτόν την κατάστασιν των μελλόντων αδελφών. Ήτοι οποίας γνώμης και αρετής μέλλει να είναι οι μεταγενέστεροι Μοναχοί. Και κατά την ώραν του μεσονυκτίου είδε φως αστράπτον. Ελθών δε εις έκτασιν, ήκουσε φωνήν λέγουσαν, ότι θα πληθύνουν εις όλον τον κόσμον τα Μοναστήρια, ίνα πολιτεύωνται οι Μοναχοί ευσεβώς, αλλά δεν θα είναι τόσον ενάρετοι. Ταύτα δε ενώ ήκουεν, εφάνη εις τον Όσιον ότι είδεν εις πεδιάδα ξηράν λάκκον βαθύτατον και πλήθος Μοναχών αναρίθμητον, οίτινες περιεπάτουν ταχέως, αλλά, λόγω του σκότους, έπιπτον ο εις επί του άλλου και δεν εγνωρίζοντο. Τινές δε εδοκίμαζον να ανέλθουν προς τα άνω, αλλά δεν ηδύναντο. Όθεν εκ του κόπου έπιπτον. Άλλοι πάλιν, όσοι ήσαν επί του άνω μέρους της κοιλάδος, εκρημνίζοντο εις τον κατήφορον. Έτεροι δε, πολύ ολίγοι, εξήρχοντο εκ του λάκκου εκείνου με πολύν κόπον και βάσανον και όταν έφθαναν εις τα άνω εύρισκον φως, εντός του οποίου εισερχόμενοι έχαιρον, ευχαριστούντες τον Κύριον. Εκ τούτου του οράματος εγνώρισεν ο Όσιος Παχώμιος την κατάστασιν των μεταγενεστέρων Μοναχών. Ότι θα ήσαν αμελείς εις το αγαθόν και απρόκοποι και ότι δεν θα έχουν καλούς Ποιμένας, αλλ’ αναξίους και άφρονας, οίτινες δεν θα φροντίζουν δια την σωτηρίαν των υποτασσομένων, αλλά μόνον να συναθροίζουν χρήματα και κτήματα και να κάμνουν τας κακάς επιθυμίας των. Να ορίζουν τους απλουστέρους δια της βίας, με τρόπον τυραννικόν, οι δε αγαθοί και ταπεινόφρονες να μη έχουν καθόλου παρρησίαν. Περίλυπος λοιπόν δια ταύτα γενόμενος ο μέγας Παχώμιος, εβόησε προς τον Θεόν, λέγων· «Κύριε Παντοκράτορ, εάν μέλλη να γίνουν εκείνα τα οποία μοι απεκάλυψες, διατί συνεχώρησες να γίνωνται τα Κοινόβια; Εις μάτην λοιπόν εκοπίασα και ακαίρως εβασανίσθην; Μνήσθητι των κόπων των αδελφών, οίτινες εν όλη τη ψυχή των δια το όνομά Σου εταπεινώθησαν. Ενθυμού, Κύριε, ότι μοι υπεσχέθης να μη λείψη, έως της συντελείας του αιώνος, το πνευματικόν σπέρμα μου. Γνωρίζεις, Δέσποτα, ότι από της στιγμής αφ’ ης περιεβλήθην το Σχήμα του Μοναχού, ούτε άρτον ούτε ύδωρ ούτε άλλο αγαθόν της γης εχόρτασα». Όταν είπε τούτους τους λόγους, ήκουσε φωνήν παρά του Δεσπότου, λέγουσαν· «Καυχάσαι, Παχώμιε; Ζήτησον συγχώρησιν, ίνα μη σοι καταλογισθή ο λόγος αυτός ως έπαρσις, διότι τα πάντα δια του ελέους μου οικονομούνται». Πεσών τότε ο Όσιος εις την γην, εζήτει συγχώρησιν, λέγων· «Κατάπεμψον επ’ εμέ το έλεός Σου, Παντοκράτορ Κύριε». Ούτω δε προσευχόμενος, είδε δύο Αγγέλους πλησίον αυτού και εν μέσω αυτών ένα νεώτερον, η όψις και η θεωρία του οποίου ήτο πολύ θαυμασία και ανεκλάλητος, εις δε την κεφαλήν έφερεν ακάνθινον στέφανον. Και είπον οι Άγγελοι· «Ούτος εστιν ο Μονογενής Υιός του Θεού, τον οποίον απέστειλεν εις τον κόσμον εξ απεράντου φιλανθρωπίας και σεις εσταυρώσατε Αυτόν». Τότε πάλιν έπεσε κατά πρόσωπον ο Όσιος, ευχαριστών και δοξάζων τον Κύριον, όστις είπε προς αυτόν· «Θάρσει, Παχώμιε, διότι η ρίζα του πνευματικού σου σπέρματος δεν θέλει λείψει ουδέποτε. Εκείνοι δε οι ολίγοι, οίτινες θέλουσι σωθή κατά τους εσχάτους εκείνους καιρούς, θέλουσιν απολαύσει τόσον μισθόν, όσον οι τέλειοι του καιρού τούτου. Διότι ούτοι έχουν σε διδάσκαλον και πολιτεύονται δια του παραδείγματός σου. Οι δε μεταγενέστεροι, ευρισκόμενοι εις τόπον ξηρόν και άνυδρον, πάσης αρετής αμέτοχον, εάν απομακρυνθούν από της κακίας του ψεύδους και έλθουν εις την αλήθειαν, ώστε να πολιτευθούν εναρέτως, χωρίς να οδηγήση τούτους άλλος τις, ει μη μόνον η καλή των προαίρεσις, αμήν, λέγω σοι, ότι μετά των τελείων, οίτινες πολιτεύονται τώρα αμέμπτως και αναμαρτήτως, θέλουσι συνταχθή και εκείνοι, ίνα ούτω λάβουν, έναντι του ολίγου κόπου αυτών, πλουσίαν ανταμοιβήν». Ταύτα ειπών ο Κύριος ανήλθεν εις ουρανούς. Ο δε Όσιος έμεινεν έκθαμβος και σιωπών! Ότε δε οι αδελφοί συνήχθησαν εις τον Όρθρον, εδίδαξεν αυτούς ικανώς μετά την απόλυσιν, να επιμελούνται της σωτηρίας της ψυχής των, γνωρίζοντες ότι η παρούσα ζωή είναι βραχεία και σύντομος και οι κόποι δι’ αυτήν πρόσκαιροι. Η δε μέλλουσα αιώνιος και τα αγαθά ταύτης πανευφρόσυνα και ανεκδιήγητα. Εις άλλον τόπον έζη Ασκητής τις πολύ ενάρετος και επίσημος, όστις, ακούσας τα του αγγελικού βίου του Παχωμίου, ήλθε προς αυτόν, παρακαλών να τον κρατήση εις το Κοινόβιον. Ο δε Όσιος Παχώμιος εδέχθη. Αφού λοιπόν έμεινεν ολίγον καιρόν μετά των αδελφών, επεθύμησε να μαρτυρήση δια τον Κύριον και παρεκάλει πολλάκις τον Όσιον να επιτρέψη τούτο. Όμως ο Όσιος δεν συγκατετίθετο, αλλ’ ενουθέτει αυτόν εν σωφροσύνη, ως έμπειρος, λέγων· «Αδελφέ, επειδή τώρα δεν υπάρχουν βασιλείς ειδωλολάτραι, αλλ’ ο Κωνσταντίνος ο ευσεβέστατος, τις σε αναγκάζει να επιζητήσης να λάβης το Μαρτύριον; Υπόμεινον τον αγώνα της ασκήσεως και φύλαττε τας εντολάς του Κυρίου αόκνως, ίνα συναριθμηθής εις την Βασιλείαν των ουρανών μετά των Αγίων». Ταύτα συνεβούλευεν ο γνωστικός Παχώμιος. Αλλ’ ο ασύνετος εκείνος δεν επείθετο και καθ’ εκάστην ηνώχλει τον Όσιον ίνα επιτρέψη τούτο. Ούτος δε πάλιν έκλειε το στόμα αυτού, λέγων· «Φυλάττου, αδελφέ, μη σε πλανήση ο διάβολος και, αντί να μαρτυρήσης, γίνης αρνητής του Χριστού και καταπέσης εις την απώλειαν». Μετά δύο ημέρας ο Όσιος απέστειλε δύο Μοναχούς εις εν χωρίον των άνω μερών, δια να συλλέξουν χόρτον δια τα ψαθία. Ούτοι δε ηργοπόρησαν να επιστρέψωσι, διότι έκοπτον χόρτον εις μίαν νήσον όπου εύρον πολύ τοιούτον. Ο δε Άγιος έστειλε τον ως άνω Ασκητήν, τον ποθούντα το Μαρτύριον, να φέρη προς αυτούς τροφήν, την οποίαν εφόρτωσεν επί όνου. Ότε δε έφθασεν εις την έρημον, εύρεν εκεί Βλεμίους τινάς, οίτινες κατήλθον εκ του όρους δια να προμηθευθώσιν ύδωρ και ιδόντες αυτόν έδεσαν τας χείρας του και τον ωδήγησαν εις τους άλλους, μετά του όνου, χαίροντες. Εκεί τον ηνάγκαζον να θυσιάση εις τους δαίμονας. Ούτος δε, κατ’ αρχάς μεν αντετάχθη, κατόπιν όμως ενέδωσε. Διότι όταν εκείνοι έσφαζον τα ζώα και έκαμνον θυσίαν, έδραμον μετά των ξίφων των εναντίον του και ηπείλουν αυτόν δια θανάτου, εάν θα ηρνείτο να θυσιάση και αυτός εις τα είδωλα. Δειλιάσας λοιπόν, ο δείλαιος, προ του προσκαίρου θανάτου, επροτίμησε να κατακριθή, θυσιάσας εις τον όνον. Φαγών δε και κρέας από τα ειδωλόθυτα, ηθέτησε τον Δεσπότην Χριστόν, ο άχρηστος. Ακολούθως, επειδή δεν εδέχετο να μείνη μετ’ αυτών, τον απέλυσαν . Ενώ δε κατήρχετο εκ του όρους, ησθάνθη την ανομίαν του ή, μάλλον ειπείν, την ασέβειάν του και σχίσας τα ράσα του έδερε το πρόσωπον και ήρχισε να τρέχη προς το Μοναστήριον, κλαίων και οδυρόμενος. Πληροφορηθείς, δια της θείας Χάριτος, την υπόθεσιν ο Όσιος, εξήλθε περίλυπος δια να τον συναντήση. Ως δε είδεν ούτος τον Όσιον, έπεσεν εις την γην κατά πρόσωπον, δακρύων και λέγων· «Ήμαρτον, Πάτερ, εις τον Θεόν και εις την αγιωσύνη σου. Δεν ήκουσα την αγαθήν συμβουλήν σου!» Ο Όσιος είπε τότε προς αυτόν· «Ω, πόσων αγαθών εστερήθης, άθλιε, και πως εστερήθης του στεφάνου του Μαρτυρίου! Ο Δεσπότης Χριστός ήτο εκεί παρών μετά των Αγίων Αγγέλων και είχεν έτοιμον εις την δεξιάν Αυτού το της νίκης διάδημα, ίνα στέψη, δια τούτου, την κεφαλήν σου, εάν έκαμνες υπομονήν και έκοπτον αυτήν οι βάρβαροι. Όμως συ εφοβήθης τον θάνατον, όστις και αύριον θα έλθη και ηρνήθης τον γλυκύτατον Δεσπότην, ανόητε! Όθεν, απολέσας ζωήν αιώνιον, εκληρονόμησες κόλασιν ατελεύτητον! Που είναι ο πόθος, τον οποίον είχες να λάβης το Μαρτύριον»; Ενώ δε έλεγε ταύτα ο Όσιος, ο τάλας εκείνος έκλαιεν εξ όλης καρδίας λέγων· «Ήμαρτον, Πάτερ. Δεν δύναμαι να υψώσω τους οφθαλμούς μου προς τον ουρανόν. Απώλεσα την ελπίδα της σωτηρίας μου». Ενώ ταύτα και άλλα πλείονα έλεγεν εκείνος, είπε πάλιν ο Όσιος· «Συ μεν, άθλιε, ως προς σε, εγένεσο αλλότριος του Θεού τελείως αποξενωθείς απ’ Αυτού. Εκείνος όμως ως πολυέλεος και πανάγαθος δύναται να βυθίση τας αμαρτίας μας εις το πέλαγος της ευσπλαγχνίας Αυτού, διότι δεν επιθυμεί τον θάνατον του αμαρτωλού, αλλά την μετάνοιαν αυτού. Δια τούτο μη έλθης εις απόγνωσιν. Διότι εάν με ακούσης, έχεις ελπίδα σωτηρίας. Όπως δηλαδή το δένδρον, όταν το κόψης, με τον καιρόν πάλιν αναβλαστάνει και γίνεται ως και πρότερον, ούτω και συ, δια της υπακοής, δύνασαι να επανέλθης εις την προτέραν κατάστασιν». Ο δε Ασκητής εκείνος μεγαλοφώνως έκλαιε, λέγων· «Υπακούω εις σε, Πάτερ, από της στιγμής ταύτης και υπόσχομαι να μη απομακρυνθώ πλέον εξ όσων προστάζεις». Τότε ο Όσιος έκλεισεν αυτόν εις κελλίον ήσυχον και επρόσταξε να μη ομιλήση με κανένα. Να τρώγη ανά δύο ημέρας άρτον ξηρόν και ύδωρ. Να αγρυπνή προσευχόμενος, όσον δύναται, να πλέκη δύο ψάθας την ημέραν και να μη λείψουν από των οφθαλμών αυτού ουδέ μίαν στιγμήν τα δάκρυα. Έπραξε λοιπόν ο αδελφός καθώς προσετάχθη, μάλιστα δε και εδιπλασίασε τα προσταχθέντα, τρώγων μόνον δις της εβδομάδος και ούτε μετ’ άλλου τινός συνωμίλει, εκτός του ηγιασμένου Θεοδώρου, και τούτο δια να μη απολέση το λογικόν του. Ούτω, κλαίων καθ’ εκάστην την ανομίαν του και καλώς αγωνισθείς δια της Χάριτος του Χριστού επί χρόνους δώδεκα, απήλθε προς Κύριον μετά χρηστών ελπίδων, καθώς εμαρτύρησεν εις τον Θεόδωρον ο μέγας Παχώμιος. Νύκτα δε τινα, ενώ ο Όσιος περιεπάτει μετά του Θεοδώρου, είδον εις το μέσον του Μοναστηρίου γυναίκα ωραιοτάτην, της οποίας το κάλλος, το σχήμα και η όλη φαντασία τόσον ετάραξαν τον Θεόδωρον, ώστε ηλλοιώθη κατά πρόσωπον. Ιδών δε ο Όσιος τούτον ούτω δειλιάσαντα, είπε προς αυτόν· «Έχε θάρρος εις τον Θεόν, Θεόδωρε, και μη φοβείσαι». Τότε προσηυχήθησαν και οι δύο προς τον Θεόν να εξαφανισθή η φαντασία εκείνη από των οφθαλμών των. Όσον δε ούτοι προσηύχοντο, τόσον εκείνη επλησίαζεν αυτούς, προ δε ταύτης έτρεχον αναρίθμητοι δαίμονες. Εγγίσασα δε τους Αγίους, είπε προς αυτούς· «Μη κοπιάζετε αδίκως, διότι δεν δύνασθε προς το παρόν να με διώξετε, επειδή ο Παντοκράτωρ Θεός μοι έδωκεν εξουσίαν να ενοχλώ όσους θέλω». Ηρώτησε τότε ο Παχώμιος· «Τις είσαι και πόθεν και τίνα ήλθες να ενοχλήσης»; Η δε γυνή εκείνη απεκρίθη· «Εγώ είμαι η θυγάτηρ του διαβόλου και όλη η δύναμις αυτού. Διότι όλοι οι δαίμονες εμέ υπηρετούν. Έλαβον δε εξουσίαν να πολεμήσω κατά σου, Παχώμιε. Διότι ουδείς με εξενεύρισεν ως συ, όστις συναθροίζεις κατ’ εμού τόσον πλήθος νέων και γερόντων και μετέβαλες εις πόλιν την έρημον και με τον φόβον του Θεού περιετείχισες τούτους τόσον, ώστε να μη δύνανται να ενοχλήσουν αυτούς οι υπηρέται μου. Αλλά ταύτα πάντα συνέβησαν εις εμέ εξ αιτίας του ενανθρωπήσαντος Κυρίου, όστις σας έδωκεν εξουσίαν να καταπατήτε την δύναμίν μας και να μας εμπαίζετε». Ηρώτησε πάλιν ο Παχώμιος· «Εμέ λοιπόν ήλθες να ενοχλήσης ή και άλλους εκ της ποίμνης μου»; Απεκρίθη εκείνη· «Σε και τον Θεόδωρον. Πλην, αν και έλαβον την εξουσίαν, πάλιν δεν τολμώ να σας ενοχλήσω. Διότι γνωρίζω, ότι σας προσφέρω περισσοτέραν ωφέλειαν ή βλάβην. Μάλιστα προς σε, Παχώμιε, όστις ηξιώθης να ίδης δια των σωματικών οφθαλμών την άρρητον δόξαν του Θεού. Αλλά μετά τον θάνατόν σας, θα έχω άδειαν να χορεύω εν μέσω των Μοναχών σας, διότι εκείνοι θα είναι αμελείς και ράθυμοι». Απήντησε τότε ο Όσιος· «Ψεύδεσαι κατά της ανοσίας σου κεφαλής. Συ προγνωστικόν δεν έχεις. Πως λοιπόν γνωρίζεις τα μέλλοντα, τα μήπω γενόμενα, τα οποία μόνος ο Θεός γνωρίζει»; Η δε γυνή εκείνη απεκρίθη· «Εκ προγνώσεως μεν δεν γνωρίζω τίποτε, αλλ’ εκ της σκέψεως και της πείρας μου, εκ των παρελθόντων εικάζω τα μέλλοντα. Εγνώρισα λοιπόν, ότι πάσα πράξις αγαθή άρχεται με ζέσιν και προθυμίαν, όταν όμως παρέλθη καιρός, ο ζήλος αρχίζει ολίγον κατ’ ολίγον να ψυχραίνεται, έως ότου από της αμελείας περιπίπτει εις την καταφρόνησιν». Λέγει πάλιν ο Όσιος· «Εάν έχης τοιαύτην δύναμιν και υποτάσσονται εις σε όλοι οι δαίμονες, εδώ είμεθα και πολέμησόν μας». Εκείνη δε πάλιν απεκρίθη· «Σοι είπον ότι, αφού εφάνη εις την γην η παντοκρατορική του Εσταυρωμένου δύναμις, ημείς εξενευρίσθημεν και παίζουσιν ημάς ως στρουθία οι δούλοι του. Ητονίσαμεν ως αδύνατοι, όμως δεν αδιαφορούμεν, ούτε παύομεν να σας πολεμούμεν. Διότι η φύσις μας είναι άϋπνος και σπείρομεν την κακίαν μας εις την ψυχήν του αγωνιστού. Εάν δε ίδωμεν, ότι υποδέχεται ταύτην, εκκαίομεν εντός αυτού την επιθυμίαν έτι περισσότερον. Αν δε ο προσβαλλόμενος δεν υποδεχθή την προσβολήν με γλυκύτητα, ευθύς αφανιζόμεθα ως καπνός διαλυόμενος εις τον αέρα. Πλην δεν μας συγχωρεί ο Θεός να πολεμούμεν εναντίον όλων, αλλά μόνον κατά των τελείων προς δόξαν αυτών και περισσοτέραν ανταμοιβήν. Διότι, αν μας έδιδε την άδειαν να πολεμούμεν άπαντας, πολλούς εκ της ποίμνης σου ηθέλομεν πλανήσει». Τότε ο μακάριος ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτής και επιτιμήσας ταύτην επρόσταξε να φύγη και να μη πλησιάση εις τα Μοναστήριά του ποτέ πλέον. Πρωϊας δε γενομένης εσύναξεν όλους τους Γέροντας και ανήγγειλεν εις αυτούς όσα είδε και ήκουσε παρά του ολεθρίου εκείνου δαίμονος. Έγραψε δε ταύτα και προς τα άλλα Μοναστήρια προς ωφέλειάν των. Διερχόμενος ποτε ο Όσιος τα κελλία της Μονής, προς επίσκεψιν των αδελφών, συνήντησε Ρωμαίον τινά, έχοντα μέγα αξίωμα, όστις ωμίλει μόνον δύο γλώσσας. Την Λατινικήν και την Ελληνικήν. Ο δε Παχώμιος δεν εγνώριζεν ει μη μόνον την Αιγυπτιακήν και ούτω ο εις δεν ηννόει τι έλεγεν ο άλλος. Όθεν ο Όσιος εκάλεσε διερμηνέα. Κατά δε την συνομιλίαν έλεγεν ο Ρωμαίος, ότι είχε πόθον πολύν να εξομολογηθή εις τον Όσιον, αλλά διερμηνέα δεν ήθελεν. Είπε τότε ο Όσιος εις τον διερμηνέα να αναχωρήση. Και αφού τούτο εγένετο, ύψωσε τας χείρας προς τον ουρανόν, παρακαλών τον Θεόν μετά πίστεως, ίνα δωρήση εις αυτόν την χάριν των Αποστόλων Αυτού, να ομιλή όλας τας γλώσσας, δια να ωφελή τας ψυχάς των προσερχομένων. Ταύτα προσευχηθέντος επί τρεις ώρας θερμότατα, κατήλθεν εξ ουρανών εις τας χείρας του μία επιστολή. Ως δε ανέγνωσε τα γεγραμμένα εις αυτήν, ω του θαύματος! ελάλει όλας τας γλώσσας, χωρίς καμμίαν δυσκολίαν. Ήρχισε τότε να συνδιαλέγεται μετά του Ρωμαίου εις την Ελληνικήν και την Λατινικήν. Και εθαύμασεν ο Ρωμαίος και ωμολόγησεν, ότι ο Όσιος υπερέβαλλεν όλους τους σοφούς και ρήτορας. Ούτω διώρθωσεν αυτόν ο Όσιος και εδεήθη προς Κύριον υπέρ αφέσεως των αμαρτιών αυτού, ορίσας δε εις αυτόν και τον πρέποντα κανόνα και συγχωρήσας αυτόν, ανεχώρησε.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Συνέχεια του Βίου του Οσίου Παχωμίου

Δημοσίευση από silver »

Την επαύριον, μεταβάς εις την Μονήν του Χωσέως, είδεν εν τω μέσω της Μονής μεγάλην συκήν, επί της οποίας ανήρχοντο οι διαβαίνοντες εκείθεν και έτρωγον τα σύκα κρυφίως. Όταν λοιπόν επλησίασεν, είδεν εις την κορυφήν της συκής καθήμενον δαίμονα και ηννόησεν ότι ούτος ήτο το πνεύμα της γαστριμαργίας, το οποίον επλάνα τους ξένους να αναβαίνωσιν εις την συκήν. Όθεν, καλέσας τον κηπουρόν, ονόματι Ιωνάν, είπε προς αυτόν· «Αδελφέ, κόψον την συκήν, διότι γίνεται σκάνδαλον εις όσους δεν έχουν γνώμην σταθεράν. Είναι δε εξ άλλου και άπρεπον να ευρίσκεται αύτη εις το μέσον του Μοναστηρίου». Ταύτα ακούσας ο Ιωνάς ελυπήθη πολύ, διότι αυτός εφύτευσε την συκήν καθώς και όλα τα άλλα δένδρα και είπε προς τον Όσιον· «Μη κόψης αυτήν, Πάτερ μου, διότι πολύν καρπόν δίδει εις τους αδελφούς». Όθεν, δια να μη λυπήση αυτόν ο Όσιος και επειδή εγνώριζε τας αρετάς του Γέροντος, δεν την έκοψεν. Όμως την επομένην εξηράνθη η συκή και δεν απέμεινεν επ’ αυτής ούτε εν φύλλον. Τούτο το θαυμάσιον ιδών ο Ιωνάς μεγάλως ελυπήθη. Όχι δια την απώλειαν της συκής, αλλ’ επειδή παρήκουσε και δεν έκοψεν αυτήν, ευθύς με τον λόγον του Προεστώτος, έκλαιε δε την αμαρτίαν ταύτην έως τέλους της μακαρίας ζωής του. Αφ’ ότου δε έκοψε την συκήν ο τρισμακάριος, ποτέ πλέον δεν έφαγε καρπόν εκ των δένδρων ουδέ οπώραν, καθ’ όλους τους ογδοήκοντα πέντε χρόνους καθ’ ους έμεινεν εις το Μοναστήριον, αλλά έδιδε μόνον εις τους άλλους αδελφούς και τους ξένους, οίτινες και έτρωγον εν αφθονία. Ούτος δε ειργάζετο εις τους κήπους καθ’ όλην την ημέραν και το εσπέρας, μετά την δύσιν του ηλίου, έτρωγε και καθήμενος επί του σκαμνίου έπλεκε σχοινία, προσευχόμενος έως την ώραν του Όρθρου, οπότε μετέβαινεν ίνα κτυπήση το σήμαντρον. Ως δε ήθελε νυστάξει, ελάμβανεν ολίγον ύπνον δια την ανάγκην της φύσεως, ούτω καθήμενος και κρατών το σχοινίον εις χείρας του, το οποίον έπλεκεν εν τω σκότει, άνευ λύχνου. Επειδή δε εγνώριζεν από μνήμης τας θείας Γραφάς, απήγγελλε ταύτας πλέκων. Η τροφή του ήτο, καθ’ όλην του την ζωήν, άρτος και όξος με ωμά λάχανα. Παρασκευασμένον δε φαγητόν ουδέποτε έφαγεν, αλλ’ ούτε και ησθένησεν. Είχε δε και ένα μανδύαν, τον οποίον εφόρει μόνον όταν μετελάμβανε των θείων Μυστηρίων. Αλλά και δια πλείστων άλλων αξιεπαίνων αρετών εκοσμείτο ούτος ο μακάριος, τας οποίας παραλείπομεν, χάριν συντομίας. Παρέδωσε δε εις Κύριον την ψυχήν του ο μακάριος Ιωνάς καθήμενος επί του σκαμνίου και πλέκων το σχοινίον. Δεν ετελειώθη δε εξαίφνης, αλλ’ ησθένησεν ολίγον και εγνώρισεν ότι ήλθε το τέλος αυτού. Παρά τούτο δεν ηθέλησε να μεταβή εις νοσοκομείον, δια να μη υπηρετηθή υπό άλλου, ούτε να φάγη εξ εκείνων των τροφών τας οποίας έτρωγον οι ασθενείς, ούτε και να αναπαυθή επί στρώματος. Ουδέ καν εκεί, κάτωθεν του δίφρου επί του οποίου εκάθητο, εδέχθη να θέσουν μαλακόν προσκεφάλαιον, δια να μη έχη ανάπαυσιν πρόσκαιρον, ίνα ούτως απολαύση την αιωνίαν ανάπαυσιν, της οποίας και έτυχεν ο τρισμακάριος, απολανβάνων τώρα τας πλουσίας αμοιβάς των καμάτων αυτού και εκεί ευφραινόμενος. Ο θείος Παχώμιος έκτισε ποτέ, με πολλήν επιμέλειαν, Εκκλησίαν εις το Μοναστήριον, εις την οποίαν κατεσκεύασε στύλους δια πλίνθων και ηυτρέπισε ταύτην όσον ηδύνατο. Έπειτα, βλέπων ταύτην τόσον ωραίαν, ηυχαριστήθη και ηρέσκετο να λέγη ότι την κατεσκεύασε τόσον ωραίαν. Διαλογιζόμενος όμως, ότι το να θαυμάζη και να χαίρη δια την ωραιότητα του έργου του ήτο ενέργεια δαιμονική, έδεσε τους στύλους με σχοινία και αναπέμψας μυστικώς προσευχήν, επρόσταξε τους αδελφούς και έσυρον ταύτα ολίγον, έως ότου οι στύλοι εστράβωσαν. Τούτο δε τελέσας, είπε προς τους αδελφούς· «Σας παρακαλώ, να μη αγωνίζεσθε να καλλωπίζετε το έργον των χειρών σας, δια να μη παρασύρεται ο νους σας εις τον έπαινον του έργου και καταστή ούτω θήρα του δαίμονος. Διότι διόλου δεν πρέπει να προσέχωμεν εις το κάλλος των φθαρτών τούτων πραγμάτων, αλλά να καταφρονούμεν ενδύματα, τροφάς και κελλία πολυτελή, ως και αυτά ακόμη τα βιβλία, όταν έξωθεν είναι ωραία. Επειδή το κάλλος του πιστού είναι αι εντολαί του Θεού. δια τούτο και ο πάγκαλος Ιωσήφ, όστις ήτο τόσον ωραίος, δεν επρόσεχεν εις το κάλλος του, ως φθαρτόν και εφήμερον, αλλά είχε την σωφροσύνην ως ωραιότητα, εξ ου και αιωνίως εβασίλευσεν. Ο δε Αμών, ο Αβεσσαλώμ και πλήθος άλλων, τερπόμενοι δια τας σωματικάς ωραιότητας και προτιμώντες και επιθυμούντες ταύτας, απωλέσθησαν δια κακού θανάτου». Ημέραν τινά ήλθον προς τον Όσιον Μοναχοί τινες αιρετικοί, οίτινες έφερον τρίχινα ενδύματα και είπον προς τινας Μοναχούς του Παχωμίου να είπωσιν εις τον Όσιον, ότι έστειλεν αυτούς ο πατήρ αυτών, ίνα, εάν ο Όσιος είναι άνθρωπος του Θεού, καθώς μαρτυρεί ο κόσμος, διέλθωσιν ομού τον ποταμόν πεζοπορούντες, δια να φανή τις ήτο εναρετώτερος. Ταύτα ακούσας ο Όσιος, ήλεγξε τους Μοναχούς αυτού ειπών· «Διατί εδώσατε ακρόασιν εις τοιαύτας φλυαρίας; Δεν γνωρίζετε, ότι τα τοιαύτα προβλήματα είναι αλλότρια προς τον Θεόν και όλως διόλου ξένα της ορθής Πίστεως; Ποίος νόμος του Θεού προστάσσει τοιαύτα τερατουργήματα»; Οι δε Μοναχοί είπον προς αυτόν· «Πως τολμά λοιπόν ο Μοναχός εκείνος, ο αιρετικός, να κάμνη τοιούτον θαυμάσιον»; Απήντησε τότε ο Όσιος· «Κατά συγχώρησιν Θεού συνεργεί ο διάβολος, δια να πλανά τους ανοήτους και να πιστεύωσιν εις αυτόν καθώς είναι γεγραμμένον· «Προς τους σκολιούς, σκολιάς οδούς αποστέλλει ο Θεός» (Παρ. κα:8). Υπάγετε λοιπόν και είπατε εις αυτούς, ότι ο πόθος του Παχωμίου δεν είναι να διέλθη τούτον τον ποταμόν, τον υδάτινον, αλλ’ εκείνον τον πύρινον, όστις μέλλει να με σύρη με βιαίαν ορμήν ενώπιον του θείου Βήματος, ίνα κριθώ υπό του Θεού επιεικώς ο πολυαμάρτητος. Δια τούτο φροντίζω και αγωνίζομαι. Αυτάς δε τας σατανικάς ενεργείας, τας οποίας σεις προβάλλετε, αποστρέφομαι». Ταύτα δε ειπών ο Όσιος, παρήγγειλεν εις τους αδελφούς να μη επιθυμήσουν ποτέ να ίδουν οπτασίαν ή αποκάλυψιν, ούτε δαίμονας, ούτε να ενοχλούν τον Θεόν δια τοιούτων αναρμόστων αιτήσεων, καθώς λέγει η Γραφή· «Ουκ εκπειράσεις Κύριον τον Θεόν σου» (Δευτ. στ: 16). Αδελφός τις ηρώτησε τον μέγαν Παχώμιον· «Διατί, πριν μεν έλθη να μας ενοχλήση ο δαίμων, όταν έχωμεν σώον και πλήρες το φρόνημα, φιλοσοφούμεν, λόγου χάριν, δια την εγκράτειαν, ή δια την σωφροσύνην ή δια τας άλλας αρετάς, έπειτα δε, όταν έλθη η ώρα του πολέμου, δεν ημπορούμεν να κυριεύσωμεν εκείνο το πάθος, αλλά νικώμεθα οι άθλιοι και δεν εφαρμόζομεν τα φιλοσοφούμενα; Μη εφαρμόζοντες, επί παραδείγματι, κατά την ώραν του θυμού υπομονήν και μακροθυμίαν, ομοίως δε και δια τα λοιπά πάθη, ίνα νικήσωμεν αυτά δια των αντιθέτων αρετών»; Απεκρίθη ο Όσιος· «Διότι δεν έχομεν συμβαδίζουσαν πλήρως την πράξιν προς την θεωρίαν, δια της οποίας, ως δι’ οξυτέρας δυνάμεως της ψυχής, δυνάμεθα, με την προς τον Θεόν νεύσιν, να αποδιώξωμεν την συσκότισιν των αισχρών και ατόπων λογισμών του ενοχλούντος. Δια τούτο είναι ανάγκη, όπως ανά πάσαν στιγμήν έχωμεν τον φόβον του Θεού ως έλαιον δια το θεωρητικόν μέρος της ψυχής. Ούτος δε ο φόβος του Θεού διαφυλάττει ημάς κατά την πρακτικήν εφαρμογήν των θεωρουμένων και είναι λύχνος και οδηγός προς την θεωρίαν των θειοτέρων, κάμνων τον νουν μας ακίνητον και ανενέργητον προς τον θυμόν και τα άλλα πάθη, τα οποία αιχμαλωτίζουν αυτόν, ημάς δε προστατεύει βαδίζοντας επί όφεων και σκορπίων, ως και κατά πάσης της δυνάμεως του αντιδίκου ημών δαίμονος». Εις το Μοναστήριον είχον τάξιν, όπως πας αδελφός κατασκευάζη μίαν ψάθην την ημέραν, εις όμως εξ αυτών επλεονέκτησε και έπλεξε δύο. Έπειτα ήπλωσε ταύτας έξωθεν του κελλίου του, δια να τον επαινέση ο Όσιος, όστις έτυχε να κάθηται αντικρύ, συνομιλών μετ’ άλλων Γερόντων. Ούτος δε, στενάξας μεγάλως, είπε προς τους άλλους· «Βλέπετε τούτον τον αδελφόν; Εις τον διάβολον εχάρισε τον κόπον του και σήμερον ουδόλως ειργάσθη δια την παναθλίαν ψυχήν του. διότι ηγάπησε την δόξαν των ανθρώπων υπέρ την δόξαν του Θεού. Όθεν, το μεν άθλιον σώμα κακώς μόνον και ασκόπως εβασάνισε, την δε ψυχήν ουδόλως ωφέλησεν εκ του έργου του». Ταύτα δε ειπών, εκανόνισεν εκείνον τον αδελφόν ούτω. Όσην ώραν τρώγουν οι αδελφοί εις την τράπεζαν, να κρατή εκείνος υψηλά τας δύο ψάθας και ιστάμενος εις το μέσον να κραυγάζη τους λόγους τούτους· «Σας παρακαλώ, αδελφοί και πατέρες μου, εύχεσθε να ελεήση ο Κύριος την αθλίαν ψυχήν μου, διότι προετίμησα τα δύο ταύτα ψαθία από την αιώνιον Αυτού Βασιλείαν». Όταν δε εκείνος, υπακούων, εξετέλεσε την εντολήν, έκλεισεν αυτόν εντός κελλίου μόνον, όπου διέμεινεν επί εξ μήνας, τρώγων μόνον άρτον και ύδωρ και πλέκων καθ’ ημέραν δύο ψάθας, χωρίς να ομιλήση με άλλον τινά, ει μη μόνον με τον φέροντα εις αυτόν την τροφήν του. Άλλος αδελφός, ονόματι Αθηνόδωρος, αρκούντως ενάρετος, έζη εκεί εις την μεγάλην Μονήν, τρώγων μόνον άρτον ξηρόν. Καθήμενος δε εις κελλίον αναχωρητικόν, έκαμνε καθώς οι άλλοι αδελφοί μίαν ψάθην την ημέραν. Αλλά με πολύν κόπον και βάσανον, διότι ήτο λωβός και επειδή αι χείρες του ήσαν μαλακαί, όταν έπλεκε, εκέντων αυτόν τα βούρλα δια των ακανθών των. Ούτως αι χείρες του ήσαν πάντοτε πληγωμέναι και αιματωμέναι. Τούτο ιδών αδελφός τις είπε ταύτα· «Ο Θεός γνωρίζει την ασθένειάν σου, δι’ αυτό μη εργάζεσαι και δεν θα έχης δια τούτο αμαρτίαν. Ημείς τρέφομεν τόσους ξένους και σε, όστις εργάζεσαι εδώ επί τόσους χρόνους, δεν θα δυνηθώμεν να κυβερνήσωμεν»; Ο Αθηνόδωρος όμως απεκρίθη· «Αδύνατον είναι, αδελφέ, να μη εργάζωμαι, επειδή ο Απόστολος λέγει· «Ει τις ου θέλει εργάζεσθαι, μηδέ εσθιέτω» (Β΄ Θεσ. γ:10), ο αργός δηλαδή να μη τρώγη τίποτε». Είπε τότε ο αδελφός· «Ο Απόστολος Παύλος είπε τούτο δι’ εκείνους οι οποίοι ούτε σωματικώς ούτε πνευματικώς εργάζονται. Αλλ’ όστις ασθενεί ή εργάζεται πνευματικάς υπηρεσίας, δεν έχει δια τούτο αμάρτημα. Αν πάλιν δεν θέλης να παραμένης άεργος, άλειφε τουλάχιστον καθ’ εκάστην εσπέραν τας χείρας σου με έλαιον, ίνα μη βλάπτεσαι ακόμη περισσότερον». Εφήρμοσε λοιπόν την οδηγίαν ταύτην δι’ ολίγας ημέρας ο Αθηνόδωρος, αλλ’ αντί να ωφεληθή, χειρότερον εβλάβη, επειδή αι χείρες του έγιναν μαλακώτεραι και περισσότερον εκέντων ταύτας αι άκανθαι των βούρλων. Τούτο μαθών ο Παχώμιος μετέβη προς επίσκεψίν του και του είπε· «Τις σε ηνάγκασε να εργασθής; Και διατί ήλειψες τας χείρας σου δι’ ελαίου; Δεν δύναται τάχα να σε ιατρεύση ο Κύριος; Ναι, δύναται, αληθέστατα. Αλλά προς ωφέλειαν της ψυχής σου και κατ’ οικονομίαν, συνεχώρησε να έχης ταύτην την ασθένειαν». Τότε ο αείμνηστος, ως να είχεν υποπέσει εις μέγα ανόμημα, εποίησε μετάνοιαν ειπών· «Ήμαρτον, Πάτερ. Δεήθητι παρακαλώ του Κυρίου να συγχωρήση την αμαρτίαν μου». Ούτως ο θαυμάσιος Αθηνόδωρος έμεινεν επί ένα χρόνον κλαίων δια το ανόμημα τούτο και τρώγων ανά δύο ημέρας μίαν μόνον φοράν. Είχε δε ούτος και άλλας αρετάς. Δια τούτο ο Όσιος έστελλεν αυτόν πολλάκις εις τα άλλα Μοναστήρια δια να παραδειγματίζη τους άλλους αδελφούς. Αλλά και άλλοι πολλοί ήσαν ενάρετοι, τους οποίους, εάν θελήσω να αναφέρω κατ’ όνομα, ουδέποτε θέλω περατώσει την διήγησίν μου. Διότι άπαντες οι αδελφοί επορεύοντο θεαρέστως. Εάν δε ήσαν και τινες αμελείς, διωρθούντο δια των παραδειγμάτων των άλλων, οίτινες τόσον επιμελώς εφύλαττον την ακρίβειαν του Μοναχικού βίου, ώστε ούτε να ομιλήση τις ετόλμα εις οίον δήποτε διακόνημα και αν ησχολείτο, εκτός εάν ήτο μεγάλη ανάγκη. Διότι ο Άγιος περιώδευε πολλάκις ησύχως εις όλον το Μοναστήριον και όσους ήκουε να αργολογούν κατά την εκτέλεσιν της διακονίας των, όταν δηλαδή εζύμωνον ή έπλαθον ή εφούρνιζον ή έκαμνον οίαν δήποτε άλλην υπηρεσίαν, ετιμώρει τούτους δια βαρέος κανόνος. Ούτως εσυνήθισαν την σιωπήν εις όλα τα Μοναστήρια του Αγίου. Ησθένησε ποτέ ο Θεόδωρος και ο Όσιος μετέβη πεος επίσκεψίν του. Παρηγόρει δε αυτόν λέγων· «Δεν έρχεται ποτέ ασθένεια εις τον άνθρωπον, χωρίς το θέλημα του Θεού. Μη λυπείσαι λοιπόν, αφού, όταν ο Κύριος ευδοκήση, σε θεραπεύει. Διότι τώρα σε δοκιμάζει, εάν ευχαριστής Αυτόν εις όλα, ως τον Ιώβ, όστις υπέμεινεν όλας τας λύπας λέγων· «Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον» (Ιώβ α: 21). Ούτω πρέπει να λέγη και να υπομένη πας όστις φέρει Σταυρόν, οία δήποτε δηλαδή πάθη εκούσια ή ακούσια υπομένη. Και εκούσια μεν πάθη είναι όσα υπομένομεν θεληματικώς μετά κόπων και πόνων μεγάλων, ως, επί παραδείγματι, η νηστεία, η αγρυπνία, οι κόποι και άλλα όμοια. Ακούσια δε πάθη είναι αι ασθένειαι και αι άλλαι λύπαι, αίτινες συμβαίνουσιν εις ημάς χωρίς την θέλησίν μας και δια των οποίων καθαρίζεται η ψυχή από τας αμαρτίας, όταν ο άνθρωπος υπομείνη ταύτα, ευχαριστών μάλιστα τον Θεόν. Τότε όλα αυτά λογίζονται δι’ αυτόν ως εκούσιος αγών και κατόρθωμα και ούτω λαμβάνει διπλούν τον στέφανον». Ταύτα ακούσας ο θείος Θεόδωρος παρηγορήθη και ενεδυναμώθη. Έστελλε δε πολλάκις ο Άγιος και τούτον τον Θεόδωρον, ίνα επισκέπτεται τους αδελφούς, προς τους οποίους συνέστησε να ακούωσιν αυτόν, ως να ήτο ο ίδιος, εις όσα δε προστάσσει να υποτάσσωνται, ως προς πατέρα των, με φόβον Θεού, επειδή είχε χάριν πολλήν, ως είπομεν. Ευρισκομένου δε τούτου του Θεοδώρου, μετά του Οσίου, έξωθεν της Μονής, ήκουσαν ψαλλόμενον μέλος τι τερπνόν και γλυκύτατον. Όθεν ηρώτησεν ο Θεόδωρος τον Παχώμιον, τις ήτο εκείνη η πάντερπνος μελωδία. Ο δε απεκρίθη· «Αδελφός τις ενάρετος εκοιμήθη και οι Άγιοι Άγγελοι οδηγούν εις τον ουρανόν την μακαρίαν ψυχήν του». Μετέβη ποτέ ο Όσιοςεις την Ταβέννησιν δια σοβαράν υπόθεσιν και, χαιρετήσας τους αδελφούς, εδίδαξε τούτους περί των πονηρών λογισμών, ειπών ταύτα· «Δεν αρκεί ο Μοναχός να πράττη μόνον την φαινομένην του σώματος άσκησιν, ήτοι την νηστείαν, την αγρυπνίαν και τα άλλα, αλλά είναι ανάγκη να αγωνίζεται, πολεμών και τους διαφόρους λογισμούς, οίτινες βλάπτουν και παρακινούν ημάς εις την κενοδοξίαν, το μίσος και τα άλλα πταίσματα και τους οποίους ο Μοναχός πρέπει να αφανίζη, όσον δύναται, δια της ταπεινοφροσύνης και της προς τον Θεόν δεήσεως. Εξαιρέτως δε να έχη αδιαλείπτως τον φόβον του Θεού εντός της καρδίας αυτού. Διότι, καθώς το πυρ καθαρίζει τον σίδηρον και αφανίζει όλην την σκωρίαν και ασχημίαν του, ούτω και ο φόβος του Θεού αφανίζει από τον άνθρωπον, όστις έχει αυτόν, πάσαν κακίαν και πάθος. Δια δε τον λογισμόν της βλασφημίας είπεν ο Άγιος· «Γινώσκετε, ότι ο έχων τούτον, και φίλος του Θεού εάν είναι και αγωνιστής ενάρετος, αν δεν προσπέση εις τον Κύριον με μεγάλην ταπείνωσιν καρδίας και εξομολόγησιν ή να ζητήση σοφόν τινά και επιστήμονα να ερμηνεύση εις αυτόν πως να νικήση τούτον ή να αναγνώση σύγγραμμα τι διδασκάλου τινός, το οποίον να διαλαμβάνη δια το ζήτημα τούτο, αλλά αφήση τον κακόν αυτού λογισμόν να παραμείνη επί μακρόν εις την καρδίαν του, κινδυνεύει να αφανισθή δια κακού θανάτου. Διότι πολλοί απωλέσθησαν εκ των λογισμών τούτων και αφ’ εαυτών, φευ! Ως εκστατικοί και φρενόληπτοι εφονεύθησαν. Όταν λοιπόν επέλθη τοιούτος λογισμός, η θεραπεία αυτού είναι αύτη. Να τον αποστρέφεσαι τελείως, επειδή δεν είναι ιδικός σου, αλλά σπέρμα και γέννημα του πονηρού, προς τον οποίον, δαίμονα, ανταποκρίνου, τοιαύτα λέγων· «Αύτη η βλασφημία είναι ιδική σας, πονηροί δαίμονες, και ας επιστρέψη εις την κεφαλήν σας ο πόνος σας και εις την κορυφήν σας η αδικία σας. Σεις όψεσθε και κατακοπείτε, διότι βλασφημείτε κατά του Θεού, αποστάται και υπερήφανοι. Εγώ δε ευλογώ και λατρεύω τον Ποιητήν και Σωτήρα μου». Όταν τοιαύτα και άλλα όμοια λέγετε και ποιήτε την σφραγίδα του Σταυρού εις το πρόσωπον, τότε θα διασκορπίζονται οι δαίμονες και ως καπνός θα διαλύονται και θα αφανίζονται. Μάθετε δε ότι η αιτία, η οποία με έφερεν εδώ, ευρέθη εις τον οστράκινον κάδον (πήλινον δοχείον)». Ταύτα είπεν αινιγματικώς ο Όσιος, γνωρίζων εκ Πνεύματος Αγίου σφάλμα τι, εις το οποίον υπέπεσεν αδελφός τις, Ηλίας ονόματι, απλούστατος εις την καρδίαν και απονήρευτος. Ούτος συνέλεξεν ολίγα σύκα, τα οποία είχε κρύψει εις ένα κάδον πήλινον, δια να τα φάγη μόνος. Ακούσας όμως ότι εγνώριζε τούτο ο Όσιος, μετέβη ευθύς και έφερεν εκεί παρουσία πάντων τον κάδον με τα σύκα και εποίησε μετάνοιαν ζητών συγχώρησιν. Οι δε αδελφοί εθαύμασαν το προορατικόν του Οσίου. Διότι όχι μόνον τότε, αλλά και άλλοτε εφανέρωσεν εις αυτούς πολλά κεκρυμμένα. Είπε τότε ο Όσιος προς αυτούς· «Τα μακράν ή εν κρυπτώ γενόμενα δεν είναι δυνατόν να μάθωμεν, όταν ημείς θέλωμεν, αλλ’ όταν θελήση η Πρόνοια του Θεού να αποκαλύψη ταύτα εις ημάς προς το συμφέρον μας. Σας λέγω δε, δια το μικρόν τούτο σφάλμα, μετά φόβου Θεού, την αλήθειαν, ότι ούτε τον είδον, ούτε παρά άλλου τινός επληροφορήθην τούτο. Αλλά δια να λυτρωθή ο αδελφός από το πάθος της γαστριμαργίας μοι απεκάλυψε αυτό ο Κύριος». Ας έλθωμεν όμως εις την κοίμησιν του Οσίου, διότι, αν θελήσω να εξιστορήσω άπαντα τα θεία αυτού κατορθώματα, χίλια φύλλα χάρτου δεν θέλουσιν επαρκέσει. Εώρταζον ποτέ το Άγιον Πάσχα, ότε ήλθεν, από Θεού, λοιμική τις νόσος, εκ της οποίας ησθένησαν εκατόν και περισσότεροι Μοναχοί, εις δε εκ τούτων ήτο και ο μέγας κατά την αρετήν Παχώμιος. Ότε λοιπόν ήρχετο ο πυρετός εις τινα, ευθύς ήλλασσε το χρώμα του και εγίνοντο οι οφθαλμοί του ως αίμα και ούτως εξεψύχει πνιγόμενος. Ετελεύτησαν λοιπόν πολλοί, όχι μόνον εκ των μικρών, αλλά και εκ των Προεστώτων των Μοναστηρίων. Ο δε Θεόδωρος υπηρέτει τον Παχώμιον, του οποίου το σώμα ελεπτύνθη πολύ, διότι έμεινεν επί πολύ ασθενής. Κατά το διάστημα δε τούτο της ασθενείας του, η καρδία του και οι οφθαλμοί του έκαιον, ως εκ πυρός φλογιζόμενοι. Όθεν, δύο ημέρας προ του θανάτου του, εσύναξε τους άλλους Πατέρας και Ηγουμένους των Μοναστηρίων και είπε προς αυτούς· «Βλέπετε, ότι ο Κύριος ηθέλησε να με αναπαύση και εκλέξατε, ον τινά κρίνετε, ότι δύναται να σας κυβερνήση». Εκείνοι δε, εκ των δακρύων, δεν ηδύναντο να δώσουν απόκρισιν. Τότε είπε πάλιν ο Άγιος· «Ο Πετρώνιος μοι φαίνεται ικανός, αλλά είναι και ούτος ασθενής. Πράξατε λοιπόν ως επιθυμείτε». Τότε οι Πατέρες, ευχηθέντες αυτόν και λαβόντες υπ’ αυτού συγχώρησιν, ανεχώρησαν εις τα κελλία των. Ο δε Άγιος δεν ηδύνατο να κοίτεται εις την ψάθαν, διότι ευρίσκετο ούτω κεκλιμένος επί τεσσαράκοντα ημέρας και επόνεσαν όλα αυτού τα οστά. Έφεραν λοιπόν στρώμα μαλακόν, το οποίον είχον δια τους ξένους. Αλλ’ όταν ανεπαύθη επ’ αυτού ολίγην ώραν και είδε την διαφοράν, εφοβήθη μήπως αμαρτήση ιδιορρυθμών εις τα τέλη του και επρόσταξε πάλιν και το απέσυραν. Όταν δε ήλθεν η τελευταία του ώρα, είπε προς τον Θεόδωρον· «Εάν δεν κρύψουν τα οστά μου, εξάγαγε ταύτα εκείθεν». Εννόησε δε ο Θεόδωρος, ότι παρήγγειλεν εις αυτόν να μεταθέσουν το Λείψανόν του εις άλλον τόπον απόκρυφον και ηρώτησε τούτον εκ δευτέρου, εάν αντελήφθη καλώς. Τότε ο Άγιος απεκρίθη· «Όχι μόνον αυτό σοι είπον, αλλά και να μη αμελής τους αμελείς και ραθυμούντας αδελφούς και να παροτρύνης τούτους εις τον νόμον του Θεού, ώστε να φυλάττουν όλας τας εντολάς Του». Ταύτα παρήγγειλεν ο Όσιος τρις. Ούτω τη ιε΄ (15η) του Μαϊου μηνός του έτους τμστ΄ (346), απήλθε προς Όν επόθησε Κύριον. Οι αδελφοί τότε ετέλεσαν ολονύκτιον αγρυπνίαν, ψάλλοντες και προσευχόμενοι, την δε πρωϊαν ανεβίβασαν το ιερόν του Αγίου Λείψανον εις το όρος και ενεταφίασαν αυτό. Κατόπιν, κρυφίως, μετ’ άλλων τριών, ο Θεόδωρος ανεσήκωσε τούτο και μετέφερεν εις τόπον άγνωστον, εις τον οποίον ευρίσκεται έωςτης σήμερον. Οι δε αδελφοί, κατά τον λόγον του Οσίου, ανέδειξαν Ηγούμενον τον Πετρώνιον, όστις έζησε μόνον ολίγας ημέρας. Αλλά κατά το μικρόν τούτο διάστημα εκυβέρνησε τους αδελφούς μετά μεγάλης επιμελείας. Όταν δε ήλθεν η ώρα της κοιμήσεώς του ηρώτησε τούτους τίνα ήθελον δια Ποιμένα των. Οι δε είπον εις αυτόν να εκλέξη εκείνος και να κάμη ταύτην την διάκρισιν. Ούτω ο μακάριος Πετρώνιος εψήφισε τον Ωρσίσιον, ο οποίος, ένδακρυς, επεθύμει να παραιτηθή της προστασίας, λέγων ότι δεν ήτο άξιος. Όμως εψήφισαν τούτον, αν και μη θέλοντα. Ήτο δε ο Ωρσίσιος πολύ αγαθός, ταπεινός των πνεύματι, πράος και άκακος. Περιήρχετο δε τα Μοναστήρια, φροντίζων τους αδελφούς και νουθετών και διδάσκων εις τούτους επιμελέστατα τον λόγον του Θεού, τόσον εκ των θείων Γραφών, όσον και δια πανσόφων παραδειγμάτων να είναι πάντοτε έτοιμοι, να μη αμελώσι την σωτηρίαν των και να φυλάττουν επιμελώς πάσαν παράδοσιν του Οσίου απαρεγκλίτως. Εξαιρέτως δε είπε προς τούτους και τούτο το ωραιότατον υπόδειγμα ο Ωρσίσιος· «Εάν αμεληθή ο λύχνος και δεν τροφοδοτηθή δι’ ελαίου, σβέννυται και τότε έρχεται ο ποντικός, όστις, ευρίσκων τούτον εσβεσμένον, τον ρίπτει εις την γην και εάν είναι πήλινος θρυμματίζεται. Εάν δε είναι χάλκινος, τον επιμελείται ο κύριός του. Ούτω συμβαίνει και με την ψυχήν, εάν αμεληθή, αναχωρεί απ’ αυτής το Πνεύμα το Άγιον, οπότε, απομενούσης ταύτης ψυχράς και σκοτεινής, ευρίσκει τόπον εντός αυτής ο διάβολος και εισερχόμενος κατατρώγει την προθυμίαν αυτής και ούτω απόλλυται. Όστις δε έχει προς τον Θεόν καλήν γνώμην και πρόθυμον διάθεσιν, εάν πταίση εις παραμικρόν τι ως άνθρωπος, ο φιλάνθρωπος και πολυέλεος Κύριος στέλλει εις αυτόν τον φόβον Αυτού και την ενθύμησιν της ατελευτήτου ζωής και ούτως, εις το μέλλον, με την Χάριν του Θεού φυλάττεται. Δια τούτο πρέπει να διατηρούμεν το πνεύμα άσβεστον, αγρυπνούντες και έχοντες τον φόβον του Θεού αδιάλειπτον εντός της καρδίας ημών, να τηρούμεν δε τας εντολάς Του αόκνως». Με τοιαύτα και έτερα ψυχωφελή διδάγματα επροθυμοποίει προς την αρετήν τους αμελείς ο Ωρσίσιος. Ηθέλησαν δε ποτέ τινές των Πατέρων να μεταβούν εις την Αλεξανδρείαν προς συνάντησιν του Αγιωτάτου Πατριάρχου Αθανασίου. Αλλ’ ενώ εταξίδευον, έμαθαν ότι έζη ακόμη ο μέγας Αντώνιος και διήλθον εκείθεν, ίνα τους ευλογήση, ως δούλος Θεού γνήσιος. Ήτο δε τότε ο μέγας Αντώνιος πολύ γέρων και αναστάς εχαιρέτησεν αυτούς και επαρηγόρησε λέγων· «Μη λυπείσθε, διότι εκοιμήθη ο μέγας Παχώμιος, επειδή αφήκε καλούς μαθητάς και μιμητάς των εναρέτων αυτού πράξεων, πολλήν δε διακονίαν έδειξε με το να συναθροίση τόσην αδελφότητα. Διότι και άλλος τις ηθέλησε να κάμη τοιαύτην διακονίαν, αλλ’ επειδή δεν εφρόντισεν εξ όλης ψυχής, ηστόχησε και απέτυχε του ποθουμένου. Αλλά δια τον πατέρα σας ήκουσα μεγάλα κατορθώματα και επόθουν πολύ να έλθω προς συνάντησίν του, αλλ’ ίσως να μην ήμην άξιος. Εις την Βασιλείαν όμως του Θεού θέλομεν ίδει ο εις τον άλλον, καθώς και όλους τους Αγίους Πατέρας. Αλλ’ ειπέτε μοι ποίον αφήκε διάδοχον»; Οι δε είπον· «Τον Πετρώνιον, όστις ανεπαύθη και μας αφήκε τον Ωρσίσιον». Είπε τότε ο Αντώνιος· «Ισραηλίτην να καλήτε αυτόν και όχι Ωρσίσιον. Όταν δε μεταβήτε εις τον Αρχιεπίσκοπον Αθανάσιον, τον Μακαριώτατον, ειπέτε εις αυτόν να αγαπά τα τέκνα του Ισραηλίτου». Έγραψε δε και επιστολή προς αυτόν και ευλογήσας αυτούς απέστειλεν. Ως δε έφθασαν οι Πατέρες ούτοι εις την Αλεξάνδρειαν υπεδέχθη αυτούς εγκαρδίως ο μέγας Αθανάσιος, μάλιστα δια τον λόγον του μεγάλου Αντωνίου. Μετά ταύτα ο Αββάς Ωρσίσιος, λόγω του γήρατος, εβαρύνθη την προστασίαν δια τας φροντίδας αυτής και παρεκάλεσε πολύ τον μέγαν Θεόδωρον να δεχθή την ηγουμενίαν, επειδή όλοι οι αδελφοί ηγάπων αυτόν υπερμέτρως ως γνήσιον τέκνον του Παχωμίου και διότι ήτο πρόθυμος εις όλας τας υπηρεσίας. Ούτος όμως πρώτον μεν δεν εδέχετο, διαφόρους αιτίας προφασιζόμενος, έπειτα δε, όταν είδεν ότι όλοι οι αδελφοί εζήτουν αυτόν ως Ηγούμενόν των, ποθούντες να έχουν αυτόν ως πατέρα των, εδέχθη, δια να μη γίνη παρήκοος όλων. Όταν λοιπόν εις τα λοιπά Μοναστήρια ήκουσαν, ότι έγινε Προεστώς αυτών ο Θεόδωρος, όλοι εχάρησαν, διότι εις όλους ήτο ποθητός. Αφ’ ότου δε ανέλαβε την προστασίαν ο Θεόδωρος εκοπίαζεν ημέραν και νύκτα, περισσότερον από πρότερον, δια την σωτηρίαν των αδελφών και ηγρύπνει, ως αληθής Ποιμήν, με θαυμασίαν προθυμίαν, δεν έκαμνε δε τίποτε χωρίς την βουλήν του Προηγουμένου Ωρσισίου, όστις έλεγε προς τους άλλους αδελφούς· «Ευχαριστώ τον Θεόδωρον· τώρα εξουσιάζω καλλίτερον από πριν». Ήτο δε ο Θεόδωρος εις την σωτηρίαν των ψυχών πολύ άγρυπνος και παρεκίνει καθ’ ένα προς τους πνευματικούς αγώνας, ως ιατρός δόκιμος, όλοι δε εξωμολογούντο εις αυτόν, βλέποντες αυτόν περιχαρή και ιλαρώτατον. Διότι, τους μεν εναρέτους εστερέωνε καλλίτερον δια των γνωστικών του παραδειγμάτων, τους δε αμελούντας ενουθέτει, υπενθυμίζων προς αυτούς την φοβεράν του Θεού τιμωρίαν και τα αιώνια κολαστήρια. Ήρχοντο δε και κοσμικοί, φέροντες ασθενείς, τους οποίους ευχόμενος εθεράπευεν ο μέγας Θεόδωρος. Έκτισε δε ο Θεόδωρος και άλλα δύο Μοναστήρια εις την Ερμούπολιν με την γνώμην του Ωρσισίου και επήνδρωσε ταύτα δια Πατέρων ευλαβών, Αλλά και άλλα Μοναστήρια έκτισεν. Εν εις Ερμουθείμ, έτερον εις το χωρίον Βηχλέ και ετέραν Μονήν των Παρθένων, εκεί όπου είχεν κτίσει ο Παχώμιος τοιαύτην Μονήν, εν μίλιον μακράν από του άλλου γυναικείου Μοναστηρίου, εις ταύτα δε τα δύο Μοναστήρια των γυναικών υφαίνοντο τα ιμάτια των Μοναχών. Καιρόν δε τινά απέθανον πολλοί Μοναχοί και οι ζώντες δυσανεσχέτουν να ανέρχωνται καθ’ ημέραν δύο και τρεις φοράς εις το όρος, τρία μίλια μακράν, όπου ενεταφίαζον τους θνήσκοντας, διότι ήτο ο ποταμός πλημμυρισμένος και ελάσπωναν εις τον δρόμον οι πόδες των. Ο δε Θεόδωρος εδεήθη προς τον Θεόν και ουδείς απέθνησκε πλέον και ούτω έπαυσεν η ανάβασις του ποταμού. Τότε πάντες οι αδελφοί εθαύμασαν την παρρησίαν, την οποίαν είχε προς τον Θεόν ο Θεόδωρος. Τούτον ηρώτησε τις των αδελφών, λέγων· «Διατί, όταν μου είπωσι σκληρόν λόγον, ευθύς οργίζομαι»; Ο δε απεκρίθη· «Ο ενάρετος άνθρωπος λογίζεται άμπελος. Καθώς λοιπόν, όταν λάβης εκ ταύτης σταφυλήν και την συνθλίψης, εξάγεις οίνον γλυκύτατον, ούτω και ο ενάρετος. Θλιβόμενος με έργον ή λόγον και βασανιζόμενος, καρποφορεί χρηστολογίαν και ευλογίαν και άλλα παρόμοια αγαθά. Ο δε σαρκικός άνθρωπος μόνον θυμόν και πικρίαν προσφέρει, ανάλογον προς την κατάστασίν του. Και εγώ ο ίδιος, αληθώς σας λέγω, ότι φοβούμαι μήπως στερηθώ της θείας Χάριτος. Διότι ο εχθρός δεν παύει να μας πολεμή πάντοτε, καθώς ο Προφήτης, λέγει· «Όλην την ημέραν πολεμών έθλιψέ με» (Ψαλμ. νε:2). Διότι εάν εκ των Αγγέλων έπεσαν τινές και έγιναν δαίμονες, εκ των Προφητών ο Σολομών ο σοφώτατος και εκ των Δώδεκα ο Ιούδας καθώς και τινες μαθηταί του Αποστόλου Παύλου και άλλοι πλείστοι μεταγενέστεροι, πως να μη τρέμωμεν ημείς οι ανάξιοι, φοβούμενοι μήπως εκ ραθυμίας και αμελείας, ως αυτοί, εκπέσωμεν; Όστις λοιπόν θέλει να καθαρθή και να λυτρωθή από την αμαρτίαν, ήτοι την οργήν, την πλεονεξίαν, την πορνείαν και τα άλλα πάθη, εάν δεν ονειδισθή ή δεν καταφρονηθή υπό τινος και να υπομείνη την ύβριν ευχαρίστως, δεν ελευθερούται τελείως από των παθών». O δε αδελφός ηρώτησε πάλιν λέγων· «Και εάν τις με ονειδίση δις και τρις και πολλάκις και υπομείνω και ο υβριστής δεν παύση, τι πρέπει να πράξω»; Ο δε Θεόδωρος απεκρίθη· «Αι εντολαί του Θεού είναι υπέρ το χρυσίον και παντός λίθου τιμίου τιμιώτεραι και γλυκύτεραι μέλιτος. Αλλ’ ημείς, οι άφρονες, δεν αναγνωρίζομεν τούτο, ως σαρκικοί και χαμαίζηλοι. Διότι, εάν σοι έδιδε τις άρτον καθαρόν καθ’ ημέραν, δεν θα του έλεγες αρκεί, μη μου δώσης πλέον, αλλά θα τον ηγάπας μάλλον ευχαριστών αυτόν; Ούτω και όσοι θέλουν να ευαρεστήσουν τω Θεώ και να αξιωθούν της Βασιλείας Αυτού, ευχαριστούν εκείνους οίτινες θλίβουσιν αυτούς, λαμβάνοντες ως ευεργεσίαν και δωρεάν την ατιμίαν και την κάκωσιν και εύχονται, κατά την εντολήν του Σωτήρος, υπέρ εκείνων οίτινες προξενούν την θλίψιν». Δια τοιούτων ψυχωφελών λόγων ενουθέτει καθ’ εκάστην τους αδελφούς ο σοφός και θείος Θεόδωρος και καθίστα αυτούς προθύμους προς τους πνευματικούς αγώνας, φυλάσσων αυτός πρώτος και εφαρμόζων όσα εδίδασκεν, ίνα έχουν αυτόν ως αρχέτυπον προς μίμησιν, καθώς πρέπει να πράττουν οι Προεστώτες και Καθηγούμενοι. Τούτου λοιπόν την φήμην και τας αρετάς ακούσας ο Αγιώτατος Πατριάρχης Αλεξανδρείας Αθανάσιος, παρέλαβε και άλλους Αρχιερείς εις την συνοδείαν αυτού και απελθών επεσκέφθη όλα τα Μοναστήρια, παρατηρών επιμελώς τας Εκκλησίας, τας τραπέζας, τα κελλία και τα λοιπά κτίρια, προ πάντων δε την γνησίαν διάθεσιν και την ευπείθειαν, την οποίαν είχον οι αδελφοί προς τον θείον Θεόδωρον. Όθεν εχάρη πολύ και εδόξασε τον Κύριον. Ιδών δε, ότι και ούτος είχε τόσην προθυμίαν και σπουδήν προς τα θεία, επήνεσεν αυτόν πολύ, ταύτα ειπών προς τους άλλους Αρχιερείς· «Βλέπετε τον Πατέρα τοσούτων αδελφών, τίνι τρόπω αγωνίζεται δια να σώση τας ψυχάς των; Δεν είμεθα και ημείς Πατέρες; Όμως δεν έχομεν τόσην προθυμίαν και θερμότητα προς το καλόν. Μακάριοι όντες ούτοι οι ουρανόφρονες, οίτινες αίρουν τον Σταυρόν του Κυρίου, νομίζοντες την ατιμίαν δόξαν και τον πόνον ανάπαυσιν, έως ότου στεφανωθούν εις την Βασιλείαν των ουρανών και απολαύσουν παρά Θεού πλουσίαν ανταμοιβήν». Ευλογήσας τότε αυτούς ο Μέγας Αθανάσιος είπε προς τον Θεόδωρον· «Όντως μέγα και θεάρεστον έργον επράξατε με το να συνάξετε τόσας ψυχάς και να οδηγήσετε ταύτας εις ζωήν αιώνιον. Ο Κύριος να σας ανταποδώση τον μισθόν πολλαπλάσιον». Ταύτα και έτερα ειπών, ηυχήθη πάντας και ανεχώρησεν. Ο δε Θεόδωρος έφερε τον Ωρσίσιον εις την Μονήν του Παμβώ, εκεί όπου έζη εκείνος. Διότι ο Ωρσίνιος ίστατο αναχωρητικώς, αφ’ ης στιγμής παρητήθη. Αλλ’ ο Θεόδωρος εβίασεν αυτόν να είναι μετ’ αυτού, διότι είχον πολλήν αγάπην ο εις προς τον άλλον, τόσον ώστε και οι αδελφοί, βλέποντες αυτούς, εθαύμαζον και ελάμβανον πολλήν ωφέλειαν. Τινές δε εκ των παλαιοτέρων αδελφών ηθέλησαν να αλλάξουν την πολιτείαν και την διάταξιν του μακαρίου Παχωμίου. Ταύτα βλέπων ελυπείτο ο θείος Θεόδωρος και εδέετο προς τον Θεόν, νηστεύων και δακρύων, να οικονομήση το συμφερώτερον και ανερχόμενος εις το όρος καθ’ εκάστην νύκτα προσηύχετο επί του τάφου του Οσίου Παχωμίου, φέρων τρίχινον ιμάτιον και λέγων ταύτα· «Δέσποτα Κύριε, δια πρεσβειών του δούλου Σου Παχωμίου, επίσκεψόν με· ότι επλήθυνεν η αμέλειά μας και δεν τελειούμεν το αγαθόν. Όμως, Συ Κύριε, μη εγκαταλίπης τους δούλους Σου, αλλά διέγειρον ημάς εις τον φόβον Σου και δυνάμωσόν μας να περιπατώμεν εις την αγαθήν οδόν Σου. Ότι Συ έπλασες ημάς, Κύριε, και παρέδωκας εις θάνατον τον μονογενή Σου Υιόν δια την σωτηρίαν μας». Ταύτα προσευχόμενος πολλάκις μετά δακρύων, κατήρχετο του όρους. Κατ’ εκείνας τας ημέρας ήτο ασθενής αδελφός τις, ονόματι Ήρων, όστις και ετελειώθη. Τότε ο Θεόδωρος είπε προς τους άλλους· «Ούτος ο αδελφός, όστις ετελεύτησε, προμηνύει ότι μέλλει να τελευτήση και άλλος εξ ημών». Ταύτα δε είπε, διότι προεγνώρισεν, ότι επήκουσεν ο Κύριος και έμελλε να τον αναπαύση. Το πρωϊ λοιπόν, αφού ενεταφίασαν τον Ήρωνα, ησθένησεν ο μέγας κατά την αρετήν Θεόδωρος και γνωρίσας ότι ήλθεν ο καιρός να υπάγη προς τον ποθούμενον, εκάλεσε τους αδελφούς και έλαβε παρ’ όλων συγχώρησιν. Ο δε Ωρσίσιος και άπαντες οι Προεστώτες παρετήρουν αυτόν καθήμενοι πέριξ και ελυπούντο πολύ να στερηθώσι τοιούτου ανδρός. Όθεν ανέπεμψαν κοινήν παράκλησιν προς τον Θεόν, να αφήση τον Θεόδωρον ικανόν ακόμη καιρόν, προς ωφέλειάν των. Εξόχως δε ο Προηγούμενος Ωρσίσιος έκλαιε πικρώς, ταύτα βοών· «Κύριε, διατί να παραλάβης εκείνον όστις εκυβέρνα και εφώτιζεν ημάς; Λάβε εμέ και άφες αυτόν, ίνα διορθώνη τους αδελφούς, διότι έχει την δύναμιν ταύτην». Ούτως εδέοντο οι αδελφοί μετά δακρύων επί τρεις ημέρας. Ότε δε έμελλε να παραδώση την ψυχήν αυτού ο μακάριος Θεόδωρος, είπε ταύτα, παρουσία πάντων, προς τον Ωρσίσιον· «Άραγε να σε ελύπησα κάποτε δια λόγου ή έργου ή να παρέβην την προσταγήν σου»; Αυτός δε εκ των πολλών δακρύων δεν ηδύνατο να αποκριθή. Τότε ο Θεόδωρος είπε και προς την λοιπήν αδελφότητα· «Δεν ηξεύρω αν ελύπησα κανένα εξ ημών. Όμως ουδέποτε παρημέλησα την σωτηρίαν της ψυχής μου. Αλλά τούτο είναι δώρον Θεού και όχι εκ της καλωσύνης μου». Ταύτα ειπών παρέδωκε την μακαρίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού ο τρισόλβιος. Μέγας κλαυθμός εγένετο τότε εις όλον το Μοναστήριον και αφού ετέλεσαν, κατά την τάξιν, ολονύκτιον αγρυπνίαν προ του αγίου Λειψάνου, την πρωϊαν το μετέφεραν εις το όρος όπου και το ενεταφίασαν. Επέστρεψαν δε τότε εις την Μονήν, κατόπιν όμως επέστρεψαν οι Προεστώτες κρυφίως και ενεταφίασαν τούτο ομού μετά του ιερού Λειψάνου του Οσίου Παχωμίου, ίνα, καθώς ήσαν εδώ προσκαίρως ως μία ψυχή εις δύο σώματα, ούτω να είναι και τα ιερά αυτών Λείψανα αχώριστα, έως της κοινής αναστάσεως, ότε και μέλλει να απολαύσουν αμφότεροι εις την Βασιλείαν των ουρανών μίαν δόξαν και ίσην απόλαυσιν, επειδή ίσον αγώνα ετέλεσαν και ομού εκακοπάθησαν. Εθλίβοντο δε οι αδελφοί νομίζοντες, ότι πολύ ελύπησαν αυτόν εις τας υπηρεσίας των Μοναστηρίων και δι’ αυτό εβαρύνθη και παρεκάλεσε τον Θεόν να παραλάβη την ψυχήν αυτού. Όμως, επειδή τα γινόμενα ουκ απογίγνονται, παρηγορήθησαν, ως ηδυνήθησαν, και έμειναν υποτασσόμενοι εις τον Ωρσίσιον, όστις εκυβέρνα τούτους με πολλήν αγάπην, ως αγαθός και γλυκύς και ηρμήνευεν εις τους αδελφούς την αγίαν Γραφήν σαφέστερον, προθυμοποιών τους εναρέτους και τους αμελείς και τους ραθύμους διεγείρων προς άσκησιν. Έζησε δε χρόνους πολλούς ο μακάριος, διάγων πολιτείαν θεάρεστον και ποιμαίνων τα λογικά πρόβατα με σοφίαν και σύνεσιν. Μαθών δε ο Μέγας Αθανάσιος την του θείου Θεοδώρου κοίμησιν πολύ επικράνθη και έγραψε γράμματα προς τους Πατέρας, παρηγορών αυτούς και λέγων να μη λυπούνται δια την τούτου στέρησιν, αλλά να βιασθούν εις την μίμησιν της πολιτείας αυτού και των άλλων Οσίων, δια να γίνουν συγκληρονόμοι της αιωνίου μακαριότητος· ης γένοιτο και πάντας ημάς, Χάριτι Χριστού, επιτυχείν. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΣΤ΄ (16η) Μαϊου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΘΕΟΔΩΡΟΥ του Ηγιασμένου.

Δημοσίευση από silver »

Θεόδωρος ο Όσιος Πατήρ ημών ήκμασεν επί της βασιλείας Ιουλιανού του Παραβάτου τξα΄ - τξγ΄ (361 – 363). Μελετήσας δε τον νόμον του Θεού και καθαρισθείς πλήρως δια της απαθείας, εγένετο σκεύος εύχρηστον του Παναγίου Πνεύματος, διο και της μεγίστης κλήσεως ηξιώθη, επονομασθείς Ηγιασμένος. Μαθητής δε χρηματίσας του Μεγάλου Πατρός Παχωμίου και ομότροπος εκείνου καταστάς, των αρετών του μιμητής και ζηλωτής ανεδείχθη. Όθεν, ίνα είπωμεν το του Αββακούμ, αφού κατεπτόησε τα σκηνώματα των νοητών Αιθιόπων, ήτοι των ζοφερών δαιμόνων και αφού κατέκοψεν, ως εν εκστάσει, τας κεφαλάς αυτών, απήλθε προς Κύριον εν έτει τξη΄ (368), ίνα, δι’ όσους κατέβαλε κόπους και δι’ όσους έχυσεν ιδρώτας υπέρ της αρετής, απολαύση τον στέφανον της κατά Θεόν αυτού ασκήσεως.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΖ΄ (17η) Μαϊου μνήμη των Αγίων Αποστόλων ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ και ΙΟΥΝΙΑΣ.

Δημοσίευση από silver »

Ανδρόνικος και Ιουνία οι του Χριστού Απόστολοι και Μάρτυρες διέτρεξαν ως υπόπτεροι όλην την οικουμένην και ανέσπασαν από της ρίζης την πλάνην της ειδωλολατρίας. Ηκολούθει δε τον θείον Ανδρόνικον η υπερθαύμαστος Ιουνία, νενεκρωμένη ούσα εις τα του κόσμου και ζώσα εν μόνω τω Χριστώ. Όθεν πολλούς απίστους ωδήγησαν αμφότεροι εις την θεογνωσίαν και τους μεν ναούς των ειδώλων κατεκρήμνισαν, πάθη δε ανίατα εθεράπευσαν. Ούτω λοιπόν διαλάμψαντες, επλήρωσαν και ούτοι οι Άγιοι Απόστολοι το κοινόν χρέος της φύσεως, καθ’ ο άνθρωποι, και δια του θανάτου μετέβησαν προς την αιώνιον ζωήν. Τούτους αναφέρει και ο μέγας Απόστολος Παύλος εν τη προς Ρωμαίους επιστολή, λέγων· «Ασπάσασθε Ανδρόνικον και Ιουνίαν τους συγγενείς μου και συναιχμαλώτους μου, οίτινες εισιν επίσημοι εν τοις Αποστόλοις, οι και προ εμού γεγόνασιν εν Χριστώ» (Ρωμ. ιστ: 7).
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΗ΄ (18η) Μαϊου, των Μαρτύρων ΠΕΤΡΟΥ, ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ, ΧΡΙΣΤΙΝΗΣ της παρθένου, ΑΝΔΡΕΟΥ, ΠΑΥΛΟΥ, ΒΕΝΕΔΙΜ

Δημοσίευση από silver »

Πέτρος και οι συν αυτώ εορταζόμενοι κατά την σήμερον Άγιοι Μάρτυρες, εκ διαφόρων πατρίδων ορμώμενοι, την αυτήν προς Χριστόν ωμολόγησαν πίστιν ενώπιον των τυράννων και των ίσων ηξιώθησαν μαρτυρικών στεφάνων. Και ο μεν Πέτρος κατήγετο εκ της πόλεως Λαμψάκου, οδηγηθείς δε προ του άρχοντος της Αβυδηνών πόλεως Δεκίου, προσετάχθη να θυσιάση εις την Αφροδίτην. Όμως μη πεισθείς, αλλ’ ομολογήσας τον Χριστόν, συνετρίβη καθ’ όλον το σώμα με αλύσεις και ξύλα και μαρτυρικούς τροχούς, κατά την βάσανον δε ταύτην παρέδωσε το πνεύμα του και έλαβεν εκ Θεού τον της αθλήσεως αμάραντον στέφανον. Οι δε Άγιοι Παύλος και Ανδρέας κατήγοντο εκ της Μεσοποταμίας, στρατιώται όντες υπό τον άρχοντα Δάκνον, μετά του οποίου μετέβησαν εις τας Αθήνας. Εκεί δε ευρισκομένων, συνελήφθησαν και ερρίφθησαν εις την φυλακήν οι Άγιοι Διονύσιος και Χριστίνα, την οποίαν, βλέποντες ο Παύλος και ο Ανδρέας παρθένον ωραίαν και εις καιρόν γάμου, παρεκίνουν ταύτην εις αισχράν πράξιν. Αλλ’ η Αγία δεν εκάμφθη. Όθεν, αντί να βιάσωσιν αυτήν, μετεβλήθησαν εκείνοι δια των νουθεσιών της και επίστευσαν εις τον Χριστόν. Τούτου ένεκα αυτοί μεν οι δύο και ο θείος Διονύσιος ελιθοβολήθησαν, η δε Αγία Χριστίνα πεσούσα επ’ αυτών απεκεφαλίσθη. Οι δε Ηράκλειος, Παυλίνος και Βενέδιμος ήσαν Αθηναίοι και εκήρυττον τον λόγον του Ευαγγελίου παρακινούντες τους ασεβείς και τους ειδωλολάτρας να αποστραφώσι την ματαιότητα και την πλάνην των ειδώλων. Διο, συλληφθέντες, παρεδόθησαν εις τον άρχοντα και αφού πρώτον εδάρησαν δυνατά και άλλας πολλάς τιμωρίας εδοκίμασαν, κατόπιν ερρίφθησαν εντός ανημμένης καμίνου, όπου, φυλαχθέντες αβλαβείς υπό της δυνάμεως του Θεού, τελευταίον απεκεφαλίσθησαν και ούτως έλαβον οι μακάριοι τους στεφάνους του Μαρτυρίου.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΘ΄ (19η) Μαϊου, του Αγίου Ιερομάρτυρος ΠΑΤΡΙΚΙΟΥ και των συν αυτώ ΑΚΑΚΙΟΥ, ΜΕΝΑΝΔΡΟΥ και ΠΟΛΥΑ

Δημοσίευση από silver »

Πατρίκιος ο Άγιος Ιερομάρτυς και οι συν αυτώ Άγιοι Μάρτυρες Ακάκιος, Μένανδρος και Πολύαινος ηξιώθησαν των στεφάνων του Μαρτυρίου εις την Προύσαν της Μικράς Ασίας επί του άρχοντος αυτής Ιουλιανού του Υπατικού. Κατά την εποχήν εκείνην ο Άγιος Πατρίκιος δια μεν την αρετήν και την σοφίαν, την οποίαν κατείχεν εκ νεαράς ηλικίας, εγένετο της Προύσης Επίσκοπος, δια δε την εις Χριστόν πίστιν και τον διάπυρον ζήλον του διαβληθείς, συνελήφθη υπό των ειδωλολατρών και οδηγηθείς ενώπιον του άρχοντος Ιουλιανού του Υπατικού, ήλεγξε την πλάνην και την ματαιότητα των ειδώλων. Ο δε άρχων, αφ’ ου εδοκίμασε δια πολλών και διαφόρων βασάνων να πείση τον Άγιον τούτον Ιερομάρτυρα Πατρίκιον να αρνηθή τον Χριστόν, επέμενε και εις το εξής: Ότι τα θερμά ύδατα θερμαίνονται και αναβρύουν εκ της γης δια της προνοίας των θεών, προς ευεργεσίαν και ωφέλειαν των ανθρώπων. Τότε ο Άγιος Πατρίκιος πεφωτισμένος υπό του Θεού απεκρίθη· «Ναι, προς ευεργεσίαν των ανθρώπων αναδίδονται τα θερμά ύδατα, όχι όμως δια της προνοίας των ψευδοθεών, αλλά με την δύναμιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο οποίος ώρισε δύο τόπους, εξ ων ο μεν εις είναι πεπληρωμένος εκ πολλών αγαθών, τα οποία μέλλουν να απολαύσουν οι Δίκαιοι, ο δε άλλος είναι πλήρης σκότους και πυρός, εντός του οποίου μέλλουν να κολάζωνται οι αμαρτωλοί, μετά την ανάστασιν. Και ότι μεν ο Θεός εδώρησε το πυρ, όχι μόνον εις όλην την υπό τον ουρανόν κτίσιν, αλλά και εις αυτόν ακόμη τον ουρανόν, τούτο είναι φανερόν. Διότι ο Θεός, δημιουργήσας τον ουρανόν και την γην, έταξεν εις ταύτα πυρ και ύδατα· και άλλα μεν είναι τα ύδατα τα επί της γης, τα οποία λέγονται θάλασσα, άλλα δε είναι τα υποκάτω της γης, τα οποία λέγονται άβυσσος. Εκ των υδάτων δε εκείνων της αβύσσου αναβαίνουσιν, ως σίφωνες, αι πηγαί και τα φρέατα, προς πόσιν και χρήσιν ιδικήν μας. Εκ δε του πυρός, το οποίον ευρίσκεται υποκάτω της γης, αναβρύουν τα θερμά ύδατα και όσα μεν πλησιάζουν εις το πυρ αναβρύουν θερμά, όσα δε είναι μακράν του πυρός αναβρύουν ψυχρά. Το δε πυρ, το οποίον είναι εις τα κατώτερα μέρη της γης, τούτο θα κολάζη τους ασεβείς. Καθώς και το κατώτατον ύδωρ, το οποίον είναι παγωμένον και ονομάζεται Τάρταρος, θέλει κολάζει αιωνίως τους ανθρώπους και τους δαίμονας, τους οποίους εθεοποίησαν οι ειδωλολάτραι, καθώς και τους τούτους λατρεύοντας». Ταύτα λέγων ο Άγιος εβιάζετο από τον τύραννον να σταματήση· εκείνος όμως, πεπληρωμένος υπό της Χάριτος του Θεού, προσέθηκε και ταύτα· «Ο Άγιος Πιόνιος λέγει τα εξής· Εγώ περιεπάτησα την Ιουδαίαν και διελθών τον Ιορδάνην είδον την γην των Σοδόμων, η οποία μαρτυρεί πόσον φοβερά είναι η οργή και ο θυμός του Θεού δια τας αρσενοκοιτίας και τας άλλας αμαρτίας των Σοδομιτών. Είδον προσέτι εις άλλα μέρη καπνόν ανερχόμενον εκ των κάτω μερών της γης και γην όλην κατακεκαυμένην και εστερημένην παντός καρπού και υγρασίας. Τούτο δε είναι δυνατόν να ίδη τις και να πληροφορηθή και εκ του πυρός, το οποίον αναθρώσκει κάτωθεν της γης εις το εν Σικελία ευρισκόμενον όρος της Αίτνης. Όθεν μαρτυρούμεν προς υμάς, ότι δια του πυρός θέλει γίνει η κρίσις του Θεού και η κόλασις των αμαρτωλών. Εγώ δε είδον και εν Νεαπόλει της Ιταλίας, ότι εις απόστασιν εξ μιλίων από της πόλεως υπάρχει όρος φαραγγώδες, το οποίον ανέδωκε τοιούτον πυρ, όπερ ως ύδωρ ανήλθεν εις ύψος τριακοσίων οργυιών επί της κορυφής του όρους και κατήλθε κατακαίον τον τόπον, εις διάστημα εξ μιλίων. Όθεν κατέκαυσε την γην και τους λίθους, έως ότου ο τότε Αγιώτατος Επίσκοπος Στέφανος, εξελθών εν λιτανεία συν παντί τω λαώ και παρακαλέσας περί τούτου τον Θεόν, κατώρθωσε να σταματήση την ορμήν του πυρός εκείνου». Αφ’ ου ταύτα διηγήθη ο Άγιος Πατρίκιος, διέταξεν ο άρχων και ερρίφθη ο του Χριστού Αρχιερεύς εντός των θερμών υδάτων, άτινα όμως έβλαψαν τους στρατιώτας, οι οποίοι έρριψαν τον Άγιον εντός αυτών και ουχί τον Άγιον, όστις εξήλθεν εξ αυτών αβλαβής. Τελευταίον απεκεφαλίσθη μετά των Αγίων Ακακίου, Μενάνδρου και Πολυαίνου και ούτως έλαβον οι μακάριοι τους στεφάνους της αθλήσεως. Τελείται δε η αυτών Σύναξις και εορτή εις τον Ναόν της Υπεραγίας Θεοτόκου, τον λεγόμενον Κύρου.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Κ΄ (20η) Μαϊου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΘΑΛΛΕΛΑΙΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Θαλλέλαιος ο Μεγαλομάρτυς του Χριστού ήτο κατά τους χρόνους του βασιλέως Νουμεριανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σπγ΄ - σπδ΄ (283-284) καταγόμενος από τον Λίβανον της Φοινίκης. Ούτος ανήκεν εις γένος λαμπρόν της πόλεως του Λιβάνου, υιός πατρός μεν Βερουκίου Αρχιερέως, μητρός δε Ρωμυλίας. Ανατραφείς δε εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου, εξεπαιδεύθη και εις τα θεία και ιερά γράμματα, αφ’ ου δε έφθασεν εις μέτρον ηλικίας επόθησε να σπουδάση και την ιατρικήν τέχνην, ως αναγκαιοτέραν και φιλανθρωποτέραν όλων των άλλων τεχνών. Ευρών δε ιατρόν τινα άριστον και θεοσεβέστατον, εις ολίγον καιρόν εξέμαθε τελείως την τέχνην ταύτην, επειδή ήτο φύσεως δεξιάς. Ήτο δε ο νέος ούτος πολύ ευλαβής και θεοσεβέστατος και εστόλισε την ψυχήν του με όλας τας αρετάς και παν θεάρεστον έργον. Διο εδέχετο εις την οικίαν του όλους τους ανθρώπους, ξένους και εντοπίους, και επεριποιείτο τούτους με αγάπην, προσφέρων εις πάντα πάσαν ανάπαυσιν. Η οικία λοιπόν αυτού ήτο ξενοδοχείον πτωχών και πλουσίων, διότι ηγάπα πολύ την αρετήν της φιλοξενίας και εχαίρετο να βλέπη τους ανθρώπους θεραπευομένους υπ’ αυτού. Όμως περισσοτέραν συμπάθειαν και ευσπλαγχνίαν είχεν εις τους πτωχούς και δια τούτους κατέβαλλε περισσοτέραν φροντίδα, αισθανόμενος τους πόνους αυτών ως να ήσαν ιδικοί του. Πολλάκις δε, δια να ανακουφίση τον κόπον των, μετέφερε τούτους επί των ώμων του εις την οικίαν του και ίστατο έμπροσθέν των ως δούλος, προτιμών καλλίτερον να υπηρετή τούτους παρά να πράττη άλλο καλόν. Τόσην δε ευσπλαγχνίαν εδείκνυε προς τους έχοντας ανάγκην της βοηθείας του, ώστε δεν ανέμενε να τον καλέσουν εκείνοι, αλλ’ έτρεχεν αυτός εις εκείνους και τους εβοήθει δίδων εις αυτούς την υγείαν των δωρεάν, άνευ χρημάτων ή άλλων δώρων. Διότι, μετά της φιλανθρωπίας και της ευσπλαγχνίας, είχε και την ακτημοσύνην, διο και ουδέποτε ηθέλησε να αποκτήση χρήματα ούτε κανέν άλλο πράγμα του κόσμου τούτου. Τόσην δε ταπείνωσιν είχεν, ώστε μόνος επεριποιείτο τας πληγάς των αρρώστων και εθεράπευε ταύτας. Όθεν, τοιουτοτρόπως πολιτευόμενος, ηξιώθη των Αποστολικών χαρισμάτων και εκήρυττε παρρησία το όνομα του Χριστού, ούτω δε μόνον, χωρίς ιατρικά και έμπλαστρα, ιάτρευε πάσαν ασθένειαν, αγωνιζόμενος με πάσαν επιμέλειαν να φέρη τους ιατρευομένους εις την ευσέβειαν, και να κάμη Χριστιανούς τους ειδωλολάτρας. Δια τούτο δεν έκαμνε καμμίαν διάκρισιν μεταξύ των πιστών και των απίστων, αλλ’ εθεράπευεν άπαντας. Όσοι λοιπόν προσέτρεχον εις αυτόν ελάμβανον διπλήν την ιατρείαν, της ψυχής και του σώματος. Διότι όλους εξ ίσου ευσπλαγχνίζετο και συνεπάθει παρακαλών θερμώς τον Θεόν, δια μεν τους Χριστιανούς να μετανοήσουν και να διορθώσουν τα σφάλματά των, δια δε τους ειδωλολάτρας να εγκαταλείψουν την πλάνην και να πιστεύσουν εις τον Χριστόν. Δια τούτο και ήλεγχεν ακόμη εκείνους οίτινες δεν συνεπάθουν τους απίστους εις τας συμφοράς και τας ασθενείας των. Ιδών δε ποτε Χριστιανόν τινα, όστις ήτο ωργισμένος εναντίον ειδωλολάτρου και εχαίρετο δια την δυστυχίαν του, ελυπήθη πολύ και ελέγξας αυτόν δια την σκληρότητα της γνώμης του, είπε· «Δεν πρέπει να χαίρεσαι, αδελφέ, δια το κακόν του αδελφού σου, διότι αι συμφοραί και τα πάθη είναι κοινά εις όλους και δεν γνωρίζει τις τι έχεινα πάθη έως τέλους». Επειδή δε ο Χριστιανός είπεν, ότι κάλλιον να αποθάνουν το συντομώτερον οι ασεβείς παρά να ζουν, διότι τι όφελος κάμνουν εάν ζουν, αφού εγήρασαν εις την ασέβειαν και εις όλα τα κακά, ο μακάριος Θαλλέλαιος απεκρίθη· «Ημείς, αδελφέ, έχομεν εντολήν από τον Κύριόν μας να προσευχώμεθα δια το καλόν των εχθρών μας και όχι να χαιρώμαστε δια το κακόν αυτών. Διότι δια του τρόπου τούτου εξασθενούμεν την απιστίαν των και δια της συμπαθείας φέρομεν αυτούς εις την ευσέβειαν». Δια τούτων και άλλων λόγων εμαλάκωσε την σκληρότητα του Χριστιανού εκείνου, επιτυχών, ο ευλογημένος, να γίνη εκείνος εύσπλαγχνος. Έχων δε ο Άγιος πολύν ζήλον εις την ευσέβειαν, ηγωνίζετο δια διαφόρων τρόπων να εξαλείψη την πλάνην των ειδώλων. Δια τούτο μετέβαινε την νύκτα και έκοπτε τα υψηλά δένδρα του Λιβάνου, υπό τα οποία συνηθροίζοντο οι ειδωλολάτραι και έκαμνον τας θυσίας εις τους θεούς των, μολύνοντες τας ψυχάς των με τας πορνείας. Διότι εκεί εγίνοντο πολλαί διασκεδάσεις και χοροί γυναικών μετά μουσικών οργάνων. Αλλά με την εκκοπήν των δένδρων απέκοπτε τούτους ο Άγιος και από τας θυσίας των μιαρών ειδώλων και από τας ασελγείς πράξεις των. Έπειτα, δια μέσου της ιατρικής, έσυρε πολλούς προς αυτόν, τους οποίους ωδήγει κατόπιν εις την αληθινήν Πίστιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Όφις φαρμακερός εδάγκωσε ποτέ άνθρωπόν τινα εις το στήθος, από δε το δηλητήριον του θηρίου εσάπισε το στήθος και αι πλευραί του και εκινδύνευε να αποθάνη. Όθεν μετέβη εις ιατρούς και εξοδεύσας ό,τι είχε, δεν εύρε θεραπείαν. Απηλπίσθη λοιπόν τελείως και ανέμενε τον θάνατον. Ευρέθη όμως πρόθυμος ιατρός ο Άγιος Θαλλέλαιος να τον θεραπεύση και το μόνον, όπερ εζήτησε παρ’ αυτού, ήτο να πιστεύση εις τον Χριστόν. Ευθύς δε ως ο ασθενής ωμολόγησεν, ότι πιστεύει αδιστάκτως εις τον Χριστόν εάν θεραπευθή, ο Άγιος έθεσε την δεξιάν του χείρα επί του στήθους του και σφραγίσας αυτό με το σημείον του ζωοποιού Σταυρού, εθεράπευσεν αυτόν τελείως χωρίς να απομείνη εις αυτόν κανέν σημείον εκ του πάθους του. Μεγάλως λοιπόν ευχαριστήσας τον Άγιον εδόξασε τον Θεόν δια την διπλήν θεραπείαν, την οποίαν έλαβε, την της ψυχής και του σώματος. Άλλοτε πάλιν ησθένησεν ιατρός τις από βαρείαν ασθένειαν και έχασε την φωνήν του, έκτοτε δε δεν ηδύνατο ουδόλως να ομιλήση. Όθεν οι συγγενείς του, απελπισθέντες από όλους τους ιατρούς και από όλα τα φάρμακα, προσέτρεξαν εις τον Άγιον και φέροντες τον ασθενή έρριψαν αυτόν έμπροσθέν του παρακαλούντες να τον ιατρεύση! Τότε ο εύσπλαγχνος Θαλλέλαιος επλησίασεν αυτόν και είπεν· «Εάν θέλης να επανεύρης την υγείαν σου, είναι ανάγκη να πιστεύσης εις τον Χριστόν και ευθύς Εκείνος θέλει σε θεραπεύσει». Ταύτα ακούσας ο ασθενής προσέπεσεν εις τους πόδας του Αγίου και βρέχων αυτούς δια των δακρύων του του έδωσε να εννοήση δια νευμάτων, ότι πιστεύει εις τον Χριστόν εξ όλης ψυχής, αρκεί μόνον να τύχη της θεραπείας του. Τότε, ω του θαύματος! ευθύς ήλθεν η θεία Χάρις εις αυτόν, ελύθη ο δεσμός της γλώσσης του και ωμίλει καθώς και πρότερον. Έκτοτε πλέον ο Άγιος περιεπάτει εις όλην την πόλιν, αναζητών ίνα εύρη ασθενή ή πτωχόν ή πεινασμένον ή πεπλανημένον τινά εις την ασέβειαν, δια να τους θεραπεύση και σωματικώς και ψυχικώς. Ευρών δε παράλυτον, γυμνόν, ερριμμένον εις την γην, ελυπήθη τούτον και πλησιάσας εις αυτόν, τον ηρώτησε δια την ασθένειάν του. Εκείνος δε απεκρίθη ούτω· «Περιεπάτουν ποτέ εις δρόμον τινά κρημνώδη και παραπατήσας εκρημνίσθην και συνέτριψα τον πόδα μου. Όθεν μετεχειρίσθην διάφορα ιατρικά επί καιρόν πολύν, αλλά δεν ηδυνήθην να λάβω θεραπείαν. Είμαι λοιπόν, ως με βλέπεις, πληγωμένος, κατάκοιτος, απηλπισμένος και αθλιώτερος όλων των ανθρώπων. Συ δε, όστις είσαι περισσότερον εύσπλαγχνος από κάθε σαρκικόν πατέρα, ελέησόν με τον δυστυχή και θεράπευσόν με». Τότε ο Άγιος είπεν· «Εγώ θα σε επιδέσω με την Πίστιν του Χριστού και θα θεραπευθής. Μόνον να πιστεύσης εις τον Χριστόν και ευθύς θέλει σου δοθή η Χάρις της ιατρείας». Αφ’ ου δε είπεν ο ασθενής ότι πιστεύει ολοψύχως εις τον Χριστόν, έλαβεν ο Άγιος τον πόδα αυτού και τον συνήρμοσεν εις τον τόπον του. Ευθύς δε ως ήγγισε τούτον, ηνώθησαν τα νεύρα, ιατρεύθησαν αι πληγαί και ο αδύνατος και χωλός ενεδυναμώθη και έτρεχεν, ευχαριστών τον Άγιον, ο οποίος παρήγγειλεν εις αυτόν ότι, εάν θέλη να τον ευχαριστήση, να μη φανερώση εις κανένα το θαύμα τούτο, επειδή δεν ήθελε να δοξασθή και να επαινεθή παρά των ανθρώπων. Αλλ’ εκείνος έπραξε το αντίθετον, έτρεχεν εις τους δρόμους και εκήρυττεν εις όλους την θεραπείαν, την οποίαν έλαβεν από τον Άγιον. Το θαύμα τούτο ήκουσε και γυνή τις, ήτις είχε δαιμόνιον, το οποίον την ηνώχλει φοβερώς. Όθεν ευθύς έδραμεν εις τον οίκον του Αγίου και διηγήθη προς αυτόν την συμφοράν της. Παρεκάλει δε αυτόν μετά κλαυθμών να την ελευθερώση από το πονηρόν και ακάθαρτον πνεύμα. Ευθύς τότε το δαιμόνιον εξοργισθέν έρριψε αυτήν κατά γης και την εσπάρασσεν. Ο δε Άγιος, βλέπων την γυναίκα βασανιζομένην κατ’ αυτόν τον τρόπον, εσπλαγχνίσθη και σφραγίσας αυτήν εις το μέτωπον δια του σημείου του Τιμίου Σταυρού, επεκαλέσθη το όνομα του Ιησού Χριστού. Τότε, ω του θαύματος! ευθύς το δαιμόνιον εγκατέλειψε αυτήν και έφυγεν. Αφ’ ου δε η γυνή ηλευθερώθη από το ακάθαρτον πνεύμα, έτρεχε με χαράν μεγάλην, κυρύττουσα μεγαλοφώνως τα μεγαλεία του Θεού. Ενώ δε διήρχετο εκ τόπου τινός, είδε τυφλόν τινα, γνώριμόν της, και είπε προς αυτόν μετά φωνής μεγάλης· «Τι κάθεσαι εδώ χωρίς όφελος; Δεν ήκουσες ότι εις την πόλιν μας ευρίσκεται εις ιατρός θαυμάσιος, όστις ιατρεύει όλους τους ασθενείς παραδόξως και τα δαιμόνια διώκει και τα σώματα των ανθρώπων ελευθερώνει από την λώβην και από κάθε άλλην πληγήν, δίδων εις όλους την σωτηρίαν χωρίς να δέχεται κανέν δώρον; Διδάσκει δε ο μακάριος αυτός και παραγγέλλει εις τους ανθρώπους τα καλά έργα. Όλους τους ασθενείς, τους προστρέχοντας εις αυτόν, υποδέχεται και αναπαύει εις κλίνας, η δε οικία του είναι παρηγορία παντός δυστυχούντος, διότι ως εύσπλαγχνος φροντιστής των ασθενών ιατρεύει πάντας. Ελθέ λοιπόν και συ να σε υπάγω εις αυτόν, δια να λάβεις την ιατρείαν σου». Τούτους τους λόγους είπεν η ιαθείσα γυνή εις τον τυφλόν και εκείνος υπήκουσε και μετέβη μετ’ αυτής εις τον Άγιον. Ήτο δε και ούτος τυφλός όχι μόνον κατά τους οφθαλμούς του σώματος, αλλά και κατά τους οφθαλμούς της ψυχής, διότι προσεκύνει τα είδωλα. Όμως ελπίζων ότι θα θεραπευθή από τον Άγιον, προσέπεσεν εις τους πόδας του και έλεγε μετά δακρύων· «Έως τώρα ήμην ελεεινός και άθλιος, αλλά από τώρα και εις το εξής θα είμαι μακάριος και καλότυχος, διότι θέλω λάβει από σε το φως των οφθαλμών μου». Τι δε απεκρίθη προς αυτόν ο Άγιος; «Ο ακοίμητος οφθαλμός του Θεού, ω άνθρωπε, βλέπει όλων τας καρδίας και τας γνώμας και τας πράξεις. Πίστευσον λοιπόν εις τον Χριστόν, τον Δημιουργόν της φύσεως, και θέλεις λάβει την θεραπείαν των οφθαλμών σου. Διότι, εάν πιστεύσης ότι Αυτός είναι ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων, τότε Εκείνος θα σε θεραπεύση». Ακούσας ταύτα ο τυφλός είπε· «Πιστεύω εξ όλης της ψυχής μου εις τον Χριστόν». Λαβών δε τας τρισμακαρίας χείρας του Αγίου επέθεσε ταύτας επί των οφθαλμών του και τότε ευθύς έλαβε το φως του και δοξάζων τον Θεόν έμεινε πλησίον του Αγίου. Επειδή λοιπόν ο Άγιος παραδόξως ιάτρευεν άπαντας τους αρρώστους, διεδόθη η φήμη του εις όλον τον κόσμον και πανταχόθεν έτρεχον οι ασθενείς εις τον Άγιον, παρά του οποίου εθεραπεύοντο σωματικώς και ψυχικώς. Όθεν, θείω ζήλω κινούμενος ο μακάριος Θαλλέλαιος, περιεπάτει από τόπου εις τόπον, δήθεν δια να ιατρεύη, πράγματι όμως δια να κηρύττη το όνομα του Χριστού και να οδηγή τους ανθρώπους εις την ευσέβειαν. Όθεν μετέβη και εις την Έδεσσαν, όπου, εξ αιτίας της ιατρικής, έκαμε πολλούς και επίστευσαν εις τον Χριστόν. Αλλ’ ο μισόκαλος διάβολος, μη υποφέρων να βλέπη την Πίστιν του Χριστού αυξανομένην, εκίνησε πονηρούς τινάς ανθρώπους, οίτινες, μεταβάντες εις τον εξουσιαστήν του τόπου, Τιβεριανόν καλούμενον, κατέδωσαν τον Άγιον. Κατά τον καιρόν εκείνον εβασίλευεν, ως είπομεν, ο Νουμεριανός. Ούτος, ως όλως διόλου παραδεδομένος εις την πλάνην των ειδώλων, εκίνησε μέγαν διωγμόν κατά των Χριστιανών και απέστειλεν εις όλην την επικράτειαν ιδικούς του εξουσιαστάς με ορισμούς φοβερούς να θανατώνουν τους Χριστιανούς και να εξαλείψουν, δια παντός τρόπου, το όνομα του Χριστού. Ο καθείς λοιπόν εξουσιαστής εφρόντιζε πως να δείξη περισσοτέραν ευπείθειαν εις τους βασιλικούς ορισμούς. Δια τούτο και ο Τιβετιανός, ακούσας δια τον Άγιον Θαλλέλαιον, ότι εκήρυττε το όνομα του Χριστού, έστειλεν ευθύς στρατιώτας, οίτινες έφεραν τον Άγιον έμπροσθέν του. Τούτου δε γενομένου επρόσταξε και έδειραν αυτόν σφοδρώς. Έπειτα, επειδή ενόμισεν ότι ήτο έξω φρενών, απέλυσε τούτον προστάξας να μη περιπατή πλέον εις τόπον υποκείμενον εις την εξουσίαν του. τότε ο Άγιος ανεχώρησεν εκείθεν και μετέβη εις τα μέρη της Κιλικίας, όπου πάλιν, με την πρόφασιν της ιατρικής, εκήρυττε το όνομα του Χριστού. Τότε μερικοί ειδωλολάτραι διέβαλον τον Άγιον εις τον Θεόδωρον, τον εξουσιαστήν της χώρας των Αιγών, της παραθαλασσίας, λέγοντες, ότι ήλθεν εις την χώραν ταύτην Γαλιλαίος τις Χριστιανός, όστις, μεταχειριζόμενος την ψευδοϊατρικήν, πλανά τον λαόν και καυχάται, ότι θεραπεύει τους ασθενείς με το όνομα του Ιησού Χριστού, του σταυρωθέντος υπό των Εβραίων και κηρύττει ότι αυτός είναι ο λυτρωτής και Σωτήρ του κόσμου. Έλεγον ακόμη ότι ο Γαλιλαίος αυτός ατιμάζει τους θεούς και δεν παύει από του να κόπτη τα ιερά δένδρα του Λιβάνου. Ταύτα ακούσας ο εξουσιαστής, έστειλεν ευθύς στρατιώτας να τον φέρουν ενώπιόν του. Ούτοι δε, ευρόντες τον Άγιον, τον έδεσαν και δέροντες αυτόν, τον έφεραν εις τον Θεόδωρον. Την επομένην εκάθησεν ο εξουσιαστής, ίνα κρίνη, εις τον ναόν του Αδριανού. Οι δε στρατιώται, εκδύσαντες τον Άγιον, τον ωδήγησαν βιαίως έμπροσθέν του ως κατάδικον. Τότε ηρώτησεν αυτόν ο εξουσιαστής πόθεν κατήγετο, το όνομά του και την τέχνην του. ο δε Άγιος απεκρίθη· «Η πατρίς μου είναι η Φοινίκη. Είμαι υιός γονέων ελευθέρων. Ονομάζομαι Θαλλέλαιος, η δε τέχνη μου είναι η ιατρική και είμαι Χριστιανός και δούλος του Ιησού Χριστού». Ο εξουσιαστής ηρώτησε πάλιν· «Πως ήλθες εις την χώραν ταύτην»; Ο δε Άγιος είπε: «Περιπατώ από τόπου εις τόπον δια να κηρύξω την Πίστιν του Ιησού Χριστού και να εξαλείψω την πλάνην των ειδώλων, διότι τίποτε άλλο δεν είναι τόσον ευάρεστον εις τον Θεόν, όσον το έργον τούτο». Ο εξουσιαστής, ακούσας ταύτα, εθυμώθη και επρόσταξε να τρυπήσουν τους αστραγάλους του Αγίου και να κρεμάσουν αυτόν δια σχοινίων με την κεφαλήν προς τα κάτω. Αλλ’ οι στρατιώται, αλλοιωθέντες κατά τας φρένας υπό της θείας δυνάμεως, ετρύπησαν εν ξύλον και εκρέμασαν αυτό, νομίζοντες ότι εκρέμασαν τον Άγιον. Βλέπων ο εξουσιαστής, το ξύλον κρεμάμενον και νομίζων ότι οι στρατιώται περιέπαιζον αυτόν, ετιμώρησεν αυτούς, προστάξας άλλους στρατιώτας να δείρουν τον Μάρτυρα με βούνευρα ωμά, πιστεύων ότι θα καταβάλη τούτον δια των τοιούτων βασάνων. Αλλ’ ο γενναίος του Χριστού στρατιώτης έμενεν ανίκητος. Και, αν και επλήγωσαν όλον το σώμα αυτού οι σκληροί εκείνοι στρατιώται δια των σφοδρών δαρμών, όμως δεν ηδυνήθησαν να κλονίσουν, ουδέ κατ’ ελάχιστον, την προς τον Χριστόν πίστιν αυτού, έμενε δε αύτη στερεά και ακλόνητος, διότι ο Άγιος, ως να μη ησθάνετο κανένα πόνον, υπέμενεν ανδρείως τας πληγάς και τα βάσανα, δια την πολλήν αγάπην την οποίαν είχε προς τον φιλάνθρωπον Θεόν. Όθεν βλέπων ο τύραννος, ότι οι στρατιώται απέκαμον εκ των βασάνων τας οποίας έκαμνον εις τον Μάρτυρα χωρίς όφελος και θαυμάζων την καρτερίαν του, ήρχισε να λέγη προς αυτόν δολίως και υπούλως· «Με ποίον τρόπον θεραπεύεις τους ασθενείς, αγαπητέ Θαλλέλαιε; Ειπέ μοι την αλήθειαν, εάν θέλης να έχης την αγάπην μου. Αν θεραπεύης αυτούς με μαγείας, ειπέ το δια να το μάθω και εγώ. Αν όμως τους θεραπεύης με την δύναμιν των θεών, θέλω πιστεύσει και εγώ, ότι εκείνοι δύνανται να θεραπεύσουν πάσαν ασθένειαν και όχι ο Χριστός και ο Σταυρός, όστις είναι η μεγαλυτέρα καταδίκη του κόσμου». Ταύτα και άλλα βλάσφημα είπεν ο ασεβής εναντίον του Δεσπότου Χριστού. Ο δε Μάρτυς, ακούσας ταύτα, επληγώθη περισσότερον από τας βλασφημίας, τας οποίας ήκουσε κατά του Χριστού ή από τα βάσανα, τα οποία του έκαμνον. Όθεν απεκρίθη μετά παρρησίας εις τον εξουσιαστήν λέγων ταύτα: «Εγώ ούτε μάγος είμαι ούτε με μαγείας θεραπεύω τους ασθενείς ούτε δια των θεών σου, οι οποίοι είναι άψυχα, κωφά και αναίσθητα είδωλα, τα οποία εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού πίπτουν κάτω και συντρίβονται. Αν θέλης λοιπόν να βεβαιωθής δια την αλήθειαν, με τι πράγματι θεραπεύονται οι ασθενείς, εξέτασον εκείνους, οίτινες έλαβον την θεραπείαν, δια να πληροφορηθής από τους ιδίους, ότι με άλλο τι δεν εθεραπεύθησαν, ει μη μόνον δια του ονόματος του Ιησού Χριστού και δια του σημείου του ζωοποιού Σταυρού, τον οποίον συ καταφρονείς, διότι δεν γνωρίζεις ότι Αυτός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, διώκει τους δαίμονας, ανορθοί τους παραλύτους, δίδει το φως εις τους τυφλούς, ανασταίνει τους νεκρούς και θεραπεύει πάσαν ασθένειαν, καθώς κηρύττουν οι ιδόντες και δεχθέντες την τοιαύτην ευεργεσίαν. Αυτός λοιπόν ο Μονογενής Υιός του Θεού, βλέπων την εικόνα Του, τον άνθρωπον, το πλάσμα των χειρών Του, όστις, εξ αιτίας της παρακοής του, εξωρίσθη από τον Παράδεισον, εστερήθη όλων των αγαθών, τα οποία του εχάρισε και υπεδουλώθη από τον διάβολον, δια της πτώσεως εις την ειδωλολατρίαν και εις όλα τα κακά, εις τα οποία ο φθονερός εκείνος εχθρός τον εξώθησεν, ευσπλαγχνίσθη τούτον και κατήλθεν εις τον κόσμον, γενόμενος άνθρωπος, ίνα σώση τον άνθρωπον, ίνα δια της θείας διδασκαλίας Του και του ιδίου Αυτού παραδείγματος οδηγήση ημάς εις τον δρόμον του Παραδείσου. Εσταυρώθη ο αναμάρτητος δια την προς ημάς αγάπην Του και δια του Παναχράντου Αίματός Του εξηγόρασεν ημάς και μας ηλευθέρωσεν από την δουλείαν του διαβόλου. Πόσας ευεργεσίας και πόσα καλά δεν έκαμεν εις τον κόσμον ο Υιός και Λόγος του Θεού, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός; Παραλύτους εθεράπευσε, κωφούς, τυφλούς, υδρωπικούς, δαιμονισμένους και εκ πάσης ασθενείας ασθενούντας εθεράπευσε, νεκρούς ακόμη ανέστησε και όλα τα αγαθά εδώρισεν εις τους ανθρώπους. Αυτός, λέγω, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, όταν ηθέλησε να αναληφθή εις τους ουρανούς, έδωκε την Χάριν Αυτού εις τους Αποστόλους Του και εις όλους εκείνους, οίτινες πιστεύουν εις Αυτόν και φυλάττουν τας εντολάς Του, με το θέλημα Αυτού να προσφέρουν τας ιδίας αυτάς ευεργεσίας εις τους ανθρώπους. Την Χάριν αυτήν εχάρισε και εις εμέ, τον ταπεινόν δούλον Του ίνα, δια του Αγίου Του ονόματος και δια του σημείου του Τιμίου Του Σταυρού, θεραπεύεται πάσα ασθένεια. Διατί λοιπόν συ βλασφημείς εναντίον του Ιησού Χριστού, του λυτρωτού και Σωτήρος του κόσμου; Έπρεπε μάλιστα να πιστεύσης εις Αυτόν και να εγκαταλείψης τους ματαίους θεούς σου, ίνα κερδίσης την αιώνιον ζωήν. Άκουσόν με, ω εξουσιαστά, αν θέλης το καλόν σου και πίστευσον εις τον Χριστόν τον αληθινόν Θεόν και τότε θέλεις γνωρίσει την ευσπλαγχνίαν Του, την φιλανθρωπίαν Του και την δύναμίν Του, την θεραπεύουσαν όχι μόνον τας σωματικάς ασθενείας, αλλά και τας ψυχικάς τοιαύτας των αμαρτωλών. Διότι ως ευσπλαγχνος και φιλάνθρωπος όπου είναι, θέλει και ποθεί να σωθούν όλοι οι άνθρωποι». Ταύτα του Μάρτυρος λέγοντος και βλέπων ο τύραννος, ότι ο λαός ήκουε τους σωτηρίους τούτους λόγους του με μεγάλον πόθον, ήναψεν από τον θυμόν και είπεν· «Ω! καλός εκδικητής του Χριστού εγένεσο συ ο κατάδικος. Εγώ τώρα θα σου αποδείξω πόσον ματαίως ελπίζεις εις τον Χριστόν σου». Ώρμησε δε εναντίον του, δια να τον παιδεύση δια των ιδίων του χειρών. Αλλ’ ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ! Εξηράνθησαν ευθύς και αι δύο χείρες του και έμειναν ανενέργητοι! Όμως και με το σημείον τούτο δεν εσωφρονίσθη ο τρισκατάρατος, αλλ’ επρόσταξε τους στρατιώτας να βασανίσουν τον Μάρτυρα δια παντός είδους βασάνων. Ευθύς τότε οι ανήμεροι εκείνοι και απάνθρωποι υπηρέται, κατά την προσταγήν του εξουσιαστού, εβασάνιζον αυτόν δια σιδηρών ονύχων, δια πυρός, δια μαχαιρών και δι’ άλλων φρικτών μαρτυρίων. Ο δε Μάρτυς εδέχετο όλα με μεγάλην ανδρείαν και χαράν, διότι είχε μετ’ αυτού τον Χριστόν, τον ανακουφίζοντα όλας τας τιμωρίας. Ούτως, αν και επληγώθη δι’ αναριθμήτων πληγών εις όλον το σώμα του, εξεσχίσθη δια σιδηρών ονύχων και κατεκάη υπό του πυρός, όμως ίστατο ανδρείος και στερεός εις την Πίστιν του. Καταφρονών δε πάντα τα βασανιστήρια ο Άγιος έλεγεν εις τον τύραννον· «Μη νομίσης ότι θα φοβηθώ τας τιμωρίας σου και τον θάνατον, δια του οποίου με απειλείς. Διότι με μεγάλην τόλμην θα σε πολεμήσω, επειδή προτιμώ να αποθάνω με ευσέβειαν, παρά να ζω με ασέβειαν. Και εάν συ συντρίψης τούτο το πήλινον αγγείον της σαρκός μου, όμως τον θησαυρόν της ψυχής μου δεν θέλεις δυνηθή να τον αρπάσης. Και αν με εξαγάγης από ταύτης της αισθητής σκηνής του σώματός μου, όμως δεν θέλεις δυνηθή να μου στερήσης την νοητήν Μονήν της ουρανίου Βασιλείας. Εγώ επήνεσα τας νίκας άλλων ανδρείων. Τώρα δε, ότε εγώ ευρίσκομαι εις τον αγώνα, πως είναι δυνατόν να απορρίψω τα όπλα, που μου παρέδωκεν ο Χριστός μου δια να νικήσω; Ο Χριστός δεν προσφέρει τας δωρεάς Αυτού εις τους δειλούς και τους αμελείς ούτε στεφανώνει εκείνους όπου κοιμώνται. Δια τούτο παίγνιον φαίνεται εις εμέ το καύμα της πυράς σου, διότι με δροσίζει η δρόσος του Σωτήρος μου. Όλας δε τας τιμωρίας σου υπολογίζω όσον εν φύλλον δένδρου, διότι ο λογισμός μου έγινε σκληρός και αμετάβλητος ως πέτρα. Είμαι λοιπόν έτοιμος να προσφέρω το σώμα μου εις τον Χριστόν ως πρόβατον, επειδή χρεωστώ να θυσιάσω τούτο δι’ Αυτόν, καθώς Εκείνος εθυσιάσθη δι’ εμέ». Ταύτα ακούων ο Θεόδωρος έλεγε καθ’ εαυτόν· «Εγώ, εξ αιτίας της καλωσύνης μου, έδωσα εις αυτόν αφορμήν να λέγη τοιούτους λόγους. Ακόμη δεν έφθασε τους δεκαοκτώ χρόνους της ηλικίας του και ρητορεύει εις ημάς καλύτερα από τους ρήτορας. Εγώ επίστευον, ότι δια των βασανιστηρίων θα τον φέρω με την γνώμην μου, αλλά αυτός δεν φοβείται καθόλου ούτε μετακινείται από τον σκοπόν του. Άραγε θα τον φέρω με την γνώμην μου δια της υποσχέσεως πλούτου; Αλλ’ αυτός ουδόλως υπολογίζει τον πλούτον. Να τον κολακεύσω με λόγους γλυκείς; Αλλ’ ούτε δι’ αυτών νικάται. Λοιπόν άλλον τρόπον πρέπει να μεταχειρισθώ. Να τον ρίψω εντός λέμβου και να τον αφήσω μόνον εις το μέσον της θαλάσσης. Τότε, αν είναι ευσεβής και καλός άνθρωπος, θέλει τον φυλάξει η θεία Πρόνοια, αν δε είναι κακός, θέλει τον πνίξει η θεία Δίκη και δεν θέλει φονευθή δια των χειρών μου». Τούτο είπε με τον λογισμόν ο κριτής και ευθύς εγένετο έργον. Ούτω λοιπόν ο Μάρτυς του Χριστού Θαλλέλαιος ερρίφθη εντός λέμβου και εφέρετο υπό των ρευμάτων της θαλάσσης εδώ και εκεί. Ήτο όμως τόσον απτόητος, ως να περιεπάτει εις την στερεάν γην. Εγείρας δε τας χείρας του προς τον ουρανόν είπε· «Προς Σε, Κύριε, ήρα την ψυχήν μου, τον κατοικούντα εν τω ουρανώ. Πολλάκις Σε επεκαλέσθην και με ευσπλαγχνίσθης. Ευσπλαγχνίσου με λοιπόν και τώρα και οδήγησόν με εις λιμένα σωτηρίας, ίνα με με καταπίη ο βυθός της θαλάσσης και στερηθώ το Μαρτύριόν Σου δια το μέγα Όνομά Σου, αλλά πλήρωσε την επιθυμίαν μου, ίνα θυσιάσω εις Σε, τον Χριστόν μου, το σώμα μου και δια της υπομονής αξιωθώ να παρουσιασθώ, μετά παρρησίας, προ του φοβερού Σου Κριτηρίου. Διότι οι οφθαλμοί της ψυχής μου εις Σε ελπίζουσι, Κύριε». Τότε, ω του θαύματος! Ευθύς εγαλήνευσεν η θάλασσα και ως να ευσπλαγχνίσθη τον Άγιον, εν τελεία γαλήνη έφερεν αυτόν εις τον αιγιαλόν, πλησίον της ιδίας χώρας των Αιγών, ενδεδυμένον δια λευκού ιματίου. Ακούσας ο κριτής το τοιούτον θαύμα, έμεινεν εκστατικός και επρόσταξε να οδηγήσουν τον Άγιον έμπροσθέν του. Ευθύς λοιπόν έτρεξαν οι στρατιώται και, ως άγριοι λύκοι, ήρπασαν το άκακον πρόβατον του Χριστού και έφεραν αυτόν προ του κριτού. Τότε μετέβησαν εις το κριτήριον πολλοί ειδωλολάτραι και μάλιστα οι ιατροί, οίτινες εφθόνουν τον Άγιον δια τας ιατρείας τας οποίας προσέφερε και εφώναζον οι αλιτήριοι εναντίον του Μάρτυρος, παρακινούντες τον άδικον κριτήν να αποφασίση την θανάτωσίν του. Ο δε κριτής είπε προς τον Άγιον· «Τι λέγεις, Θαλλέλαιε, δια όλα αυτά, τα οποία σε κατηγορούν»; Ο Μάρτυς απεκρίθη· «Ο Θεός, τον οποίον εγώ προσκυνώ και λατρεύω, ας με βοηθή και ο κόσμος όλος ας με πολεμή. Δια τούτο πρέπει να υπομείνω την ταλαιπωρίαν ταύτην, χωρίς να λάβω υπ’ όψιν ουδεμίαν σωματικήν βάσανον, ίνα ούτω αξιωθώ να λάβω τον θάνατον δια την αγάπην του Χριστού μου». Τότε ο εξουσιαστής, δια να καταπαύση τας φωνάς του λαού και πεος απειλήν του Μάρτυρος, είπε με πανουργίαν και όχι αληθώς ταύτα· «Επειδή ουδείς κακός δαίμων δεν σε έπνιξεν εις την θάλασσαν, εγώ θα δώσω τώρα εις σε το τέλος της ζωής σου. Λοιπόν προστάζω να καρφωθή ούτος εις μίαν σανίδα δια τεσσάρων καρφίων και με πίσσαν κοχλάζουσαν να περιχυθή, από της κεφαλής έως των ποδών, έπειτα να χωθή εντός των πετρών και να καίεται δια πυράς, έως ότου αποθάνη». Ταύτα ακούσας ο μακάριος Θαλλέλαιος ίδρωσε κατά το πρόσωπον ως παλαιστής κουρασθείς από τα αγωνίσματα και εκινήθη ασυναισθήτως εις δάκρυα. Νομίσας τότε ο αναιδέστατος τύραννος, ότι ο Άγιος εφοβήθη, είπεν· «Οι δαίμονες έφυγον εξ αυτού και δια τούτο δειλιάζει προ των βασάνων. Όμως εγώ πρέπει να τον ευσπλαγχνισθώ». Και ευθύς στρέψας προς τον Άγιον, του είπεν· «Εάν προσκυνήσης Θαλλέλαιε, τους θεούς, σού υπόσχομαι πλούτον και δόξαν πολλήν και προς τούτοις την ευσπλαγχνίαν και την γλυκύτητα των θεών. Εάν όμως δεν θελήσης να υπακούσης και αυτά θέλεις στερηθή και την ζωήν σου». Αλλ’ ο γενναίος του Χριστού Αθλητής απεκρίθη· «Καταγελώ το όνομα της ευσπλαγχνίας σου και τα χαρίσματά σου, διότι δια τούτων ζητείς να με πλανήσης δια να καταντήσω ασεβής, αρνούμενος την ευσέβειάν μου. Τον πλούτον σου θεωρώ ως το χώμα της γης και άλλο τι δεν μου δίδει περισσότερον κέρδος, όσον η καθαρά θυσία του σώματός μου. Όταν ήμην εις την αρχήν των βασάνων ήτο ο λογισμός μου στερεός και ασάλευτος. Τώρα δε, ότε ευρίσκομαι εις το τέλος και αναμένω να νικήσω, με παρακινείς, παρανομώτατε, να κλίνω προς την γνώμην σου; Εγώ τας βασάνους σου έχω προς χαράν μου, τας πληγάς σου προς δόξαν μου, τους κινδύνους ως στέφανα και να εκδυθώ τούτο το σώμα μου νομίζω ως να εξεδυόμην ενός απλού ενδύματος, διότι δια των ελπίδων του Χριστού μου στερεούμαι περισσότερον». Βλέπων τότε ο τύραννος, ότι δεν δύναται με κανένα τρόπον να μεταστρέψη την γνώμην του Αγίου, εκινήθη εις οργήν και είπε προς εαυτόν· «Λόγους πολλούς είπον, ευσπλαγχνίαν μεγάλην έδειξα και δια βασάνων δεινών ετιμώρησα τούτον. Όμως δεν ηδυνήθην να τον μεταπείσω. Αδίκως εχάθη δι’ αυτόν τόσον πλήθος πληγών. Χωρίς κανέν όφελος εκοπίασαν δι’ αυτόν τόσοι στρατιώται. Αυτός επιθυμεί να σφαγή, αυτός αγαπά να αποθάνη. Τι θέλω λοιπόν να ομιλώ εις ώτα, τα οποία δεν ακούουν; Ας αποφασίσω πλέον τον θάνατόν του». Ευθύς τότε επρόσταξε και έρριψαν τον Άγιον εις τέσσαρας φοβερούς λέοντας, δια να τον καταξεσχίσουν. Αλλ’ ο Θεός των Δυνάμεων δεν εγκατέλειψεν αυτόν αβοήθητον, μεταβαλών, εν τω άμα, την αγριότητα των θηρίων εις ημερότητα αρνίων. Ίσταντο δε ούτοι πλησίον του Μάρτυρος σείοντες τας ουράς των και παίζοντες. Ο δε τύραννος, καταισχυνθείς, ευρίσκετο εν απορία μη γνωρίζων τι να πράξη. Τέλος λαβών την γραφίδα έγραψε την απόφασιν του θανάτου του Μάρτυρος, ήτοι να αποκεφαλισθή. Έπειτα, από τον θυμόν του, έρριψε την γραφίδα εις την γην και εγερθείς από το κριτήριον έφυγεν. Ούτως ετελειώθη ο πολύαθλος Μάρτυς του Χριστού Θαλλέλαιος την κ΄ (20ην) του μηνός Μαϊου και έλαβε του Μαρτυρίου τον στέφανον. Τότε και άλλοι πολλοί, βλέποντες την ανδρείαν και υπομονήν του Αγίου Μάρτυρος ως και τα θαύματα εκείνου, επίστευσαν εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και μαρτυρήσαντες απέθανον τον υπέρ Χριστού θάνατον. Μετά τούτων δε ήτο και ο μακάριος διδάσκαλος του Αγίου Θαλλελαίου εις την ιατρικήν τέχνην και εις ξυλοφόρος, Αστέριος ονόματι, ο στρατιώτης Αλέξανδρος, ο Στερωνάς, ο Φιλέγριος, ο Τιμόθεος, η Θεοδούλη, η Μακαρία και άλλοι πολλοί, ων ταις πρεσβείαις αξιωθείημεν και ημείς της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”