Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΗ΄ (19η) Ιουλίου, μνήμη της Οσίας Μητρός ημών ΜΑΚΡΙΝΗΣ, αδελφής του Μεγάλου Βασιλείου.

Δημοσίευση από silver »

Μακρίνα η οσιωτάτη μήτηρ ημών ήτο μεγαλυτέρα αδελφή του Μεγάλου Βασιλείου, κεκοσμημένη δε ούσα με σωματικόν κάλλος και με γνώμην αγαθήν, ηρραβωνίσθη, πριν ή δε τελεσθή ο γάμος της απέθανεν ο ταύτην αρραβωνισθείς, ενώ εισέπραττε τους δημοσίους φόρους· η δε μακαρία Μακρίνα, καίτοι εζήτουν αυτήν άλλοι πολλοί εις γάμου κοινωνίαν, όμως δεν ηθέλησεν, αλλά προετίμησε μάλλον την χηρείαν και τα της χηρείας δεινά ή να δοκιμάση τας του γάμου τέρψεις και ηδονάς. Όθεν αποσπασθείσα πάσης κοσμικής συναναστροφής διέμενε μετά της μητρός της και κατεγίνετο εις την ανάγνωσιν και μελέτην των θείων Γραφών· πρωτότοκος δε ούσα, και επέχουσα θέσιν δευτέρας μητρός επί των εννέα άλλων αδελφών της, ανέτρεφε και επαίδευεν αυτούς. Οσίως λοιπόν και ασκητικώς διανύσασα την ζωήν της και μετά του αδελφού της θείου Γρηγορίου του Νύσσης συμφιλοσοφήσασα περί ψυχής εις αυτάς τας τελευταίας της αναπνοάς, απήλθε προς Κύριον.


Ο κατά πλάτος Βίος και πολιτεία της Οσίας μητρός ημών ΜΑΚΡΙΝΗΣ, αδελφής του Μεγάλου Βασιλείου, ασκησάσης κατά το τξ΄ (360) έτος από Χριστού, συγγραφείς υπό του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης του αυταδέλφου αυτής και αποσταλείς προς Πλύμπιον Μοναχόν· ήδη δε μεταφρασθείς εις το απλούν παρά Νικοδήμου Αγιορείτου.

Το είδος του παρόντος λόγου, όσον μεν από την επιγραφήν φαίνεται, είναι επιστολή, το δε πλήθος των λεγομένων υπερβαίνει τα όρια της επιστολής, και εκτείνεται εις διήγησιν και συγγραφήν βίου, διότι ενθυμείσαι, αδελφέ Ολύμπιε, την συνομιλίαν εκείνην, την οποίαν εκάμαμεν μεταξύ μας, όταν εγώ σε συνάντησα εις την Αντιόχειαν, όπου ήθελες να υπάγης εις την Ιερουσαλήμ, δια να προσκυνήσης τους ιερούς τόπους. Αφού δε εκινήθησαν μεταξύ μας λόγοι πολλοί δια τους οποίους έδιδε τας αιτίας η ιδική σου σύνεσις, ήλθεν ο λόγος και εις ενθύμησιν της εναρέτου πολιτείας της μακαρίας Μακρίνης, της οποίας η διήγησις δεν είχε την πληροφορίαν από ακοήν άλλων, αλλά από την πείραν αυτήν και δοκιμήν, καθ’ όσον αυτή ήτο αδελφή μου από τους αυτούς γονείς γεννημένη και πρωτότοκος. Επειδή λοιπόν και συ έκρινας κέρδος ψυχής την διήγησιν ταύτην, δια να μη λησμονηθή ο Βίος της και κρυφθή από την σιωπήν ως ανωφελής, αυτή όπου ανέβη εις το άκρον της αρετής με την άσκησιν, δια τούτο νομίζω, ότι είναι καλόν να πεισθώ εις την παρακίνησίν σου, και με ολιγολογίαν να διηγηθώ τον υποδειγματικόν Βίον της, με απλήν και ανεπιτήδευτον διήγησιν. Η παρθένος αύτη ωνομάσθη από τους γονείς μας Μακρίνα και αυτό ήτο το όνομα όπου είχεν εις το φανερόν· άλλο δε όνομα είχεν εις το κρυπτόν, με το οποίον επωνομάσθη προτού ακόμη να γεννηθή, από θείαν οπτασίαν· διότι η μήτηρ ημών Αιμιλία ήτο πολλά ενάρετος, και εποθούσε να φυλάξη παρθενίαν και να διέλθη ζωήν άμεμπτον· αλλ’ επειδή έμεινεν ορφανή από πατέρα και μητέρα, και ήτο πολλά ωραία, και η φήμη του κάλλους της επαρακινούσε πολλούς να την νυμφευθούν, και ανίσως δεν ενυμφεύετο με κανένα άνδρα θεληματικώς, εκινδύνευε να πάθη κανένα σατανικόν πράγμα και να την αρπάση κανένας από εκείνους όπου ήσαν τετρωμένοι εις το κάλλος της, δια τούτο έστερξε να λάβη άνδρα τον πλέον σεμνότερον εις την ζωήν, τον Βασίλειον, λέγω, τον πατέρα μας, δια να τον έχη φύλακα της ζωής και της σωφροσύνης της. Όθεν η μήτηρ μας αύτη εις την πρώτην γέννησιν, όταν ήλθεν ο καιρός δια να γεννήση, είδεν εις τον ύπνον της, ότι εκράτει εις τας χείρας της βρέφος, την θυγατέρα της ταύτην, εκεί δε εφάνη ένας μεγαλοπρεπής άνθρωπος και την ωνόμασε Θέκλαν· λέγω εκείνην, η οποία έχει φήμην μεγάλην ανάμεσα εις τας παρθένους· αφού δε ο μεγαλοπρεπής εκείνος ωνόμασε το βρέφος Θέκλαν τρεις φοράς, έγινεν άφαντος, δίδων ευκολίαν εις την μητέρα μας δια να γεννήση· ευθύς δε όταν εξύπνησεν, εγέννησε την αδελφήν μας. Λοιπόν το όνομα τούτο της Θέκλης είχε κεκρυμμένον η αδελφή μας· εγώ όμως νομίζω, ότι εκείνος ο μεγαλοπρεπής, όστις εφάνη εις την μητέρα μας, δεν είχε σκοπόν, δια να οδηγήση την μητέρα μας εις το να την ονομάση Θέκλαν, αλλά δια να προδηλώση με το όνομα της Θέκλης την ζωήν της αδελφής μας και την ομοιότητα της προαιρέσεως όπου είχε με την παρθένον Θέκλαν. Αφού δε η Μακρίνα επέρασε την νηπιώδη ηλικίαν και ήτο επιτηδεία να μάθη εκείνα τα μαθήματα, εις τα οποία είναι δεκτική η φύσις των παιδίων, εις εκείνο το μάθημα όπου ήθελαν οι γονείς δια να μάθη, εις εκείνο επρόκοπτε και η Μακρίνα. Η δε μήτηρ μας εσπούδαζε να μανθάνη η θυγάτηρ της τα θεόπνευστα λόγια της Αγίας Γραφής και όσα είναι αρμόδια εις την ηλικίαν των παιδίων, μάλιστα δε την Σοφίαν του Σολομώντος, και όσα άλλα συντείνουσιν εις τα χρηστά ήθη της ζωής. Αλλά και τα λόγια του Ψαλτηρίου ήσαν μαθήματα της Μακρίνης, κάθε δε λόγιον του Ψαλτηρίου ελέγετο από την νέαν εις τον αρμόδιον καιρόν· δηλαδή και όταν ηγείρετο από τον ύπνον, και όταν ήρχιζε κανέν έργον και όταν το ετελείωνε, και όταν έτρωγεν άρτον, και όταν ηγείρετο από την τράπεζαν, και όταν επήγαινε δια να κοιμηθή· και πάντοτε τους ψαλμούς του Δαβίδ είχεν εις το στόμα της ως καλήν συνοδείαν. Με ταύτα και τα τοιαύτα μαθήματα ηύξανε την ηλικίαν η Οσία, αφού δε έμαθε α κατασκευάζη και ιερά εργόχειρα, έφθασεν εις το δωδέκατον έτος της ηλικίας της, εις το οποίον αρχίζει να λάμπη το άνθος της νεότητος· όθεν και ήτο άξιον θαύματος, πως και μολονότι ήτο κεκρυμμένον το κάλλος της νέας και δεν εβλέπετο, με όλον τούτο δεν ελάνθανε τους πολλούς, αλλ’ ενομίζετο, πως η Μακρίνα είχε τοιούτον κάλλος, ώστε εις όλην την πατρίδα της δεν ευρίσκετο άλλο παρόμοιον. Δια τούτο πολύ πλήθος νέων έτρεχον εις τους γονείς μας δια να την νυμφευθούν· ο δε πατήρ μας, διότι ήτο φρόνιμος και άξιος να κρίνη την καλήν γνώμην των ανθρώπων, προκρίνων ένα νέον ευγενή, προκομμένον εις την μάθησιν και λαμπρόν εις την σωφροσύνην, απεφάσισε να νυμφεύση με εκείνον την νέαν, όταν έλθη εις ηλικίαν· όθεν ο μεν νέος ετρέφετο με τας καλάς ελπίδας, ότι έχει να πάρη ως γυναίκα του την Μακρίναν, και έδιδεν εις τον πατέρα μας, ωσάν νυμφικούς αρραβώνας, την προκοπήν όπου είχεν εις τους λόγους υπερασπιζόμενος με αυτούς τους αδικουμένους, όμως ο θάνατος έκοψε τας καλάς ταύτας ελπίδας, αρπάζων αυτόν από την ζωήν ταύτην εις τον καιρόν της νεότητός του. Ήξευρε δε και η κόρη την υπόσχεσιν και απόφασιν όπου έκαμεν ο πατήρ, δια να την υπανδρεύση με αυτόν· επειδή δε ημποδίσθη η απόφασις εκείνη από τον θάνατον, δια τούτο την απόφασιν του πατρός της την ωνόμασε γάμον· ωσάν δε να είχε γίνει εμπράκτως ο γάμος, έτσι έκρινεν εύλογον να μένη εις το εξής υποκειμένη εις αυτόν, και δεύτερον να μη υπανδρευθή· όθεν και όταν οι γονείς της τής έλεγον δια γάμον, διότι την εζητούσαν πολλοί δια την ωραιότητά της, αυτή απεκρίνετο εις αυτούς, ότι ήτο άτοπον και παράνομον να μη στέργη τον γάμον, τον οποίον έλαβε πρότερον από τον πατέρα της, αλλά να ζητή άλλον, εις καιρόν δε όπου διωρίσθη εις τους ανθρώπους ένας γάμος, μία γέννησις και ένας θάνατος. Διϊσχυρίζετο δε, ότι ο άνθρωπος όπου συνηρμόσθη με αυτήν, κατά την απόφασιν των γονέων της, δεν απέθανεν, αλλά ανεχώρησεν μόνον, και είναι ζων εν τω Θεώ δια την ελπίδα της αναστάσεως και όχι νεκρός, επομένως άτοπον είναι να μη φυλάξη πίστιν και σωφροσύνην εις τον νυμφίον της, όστις ανεχώρησεν. Με τοιαύτα λόγια απεμάκρυνεν εκείνους όπου της έλεγαν δια γάμον, εστοχάσθη δε δια προφύλαξιν της καλής ταύτης αποφάσεώς της να μη χωρισθή ποτέ από την μητέρα της ουδέ στιγμήν· αύτη δε η ένωσις της Μακρίνης δεν ήτο χωρίς κέρδος δια την μητέρα της· διότι η υπηρεσία όπου της άκαμνεν ήτο αρκετή εις αυτήν, αντί πολλών υπηρετριών, εγίνετο δε αντιπληρωμή καλή και από τας δύο· ότι η μεν μήτηρ υπηρετούσε την ψυχήν της θυγατρός, η δε θυγάτηρ το σώμα της μητρός εις όλα τα χρειαζόμενα, πολλάς δε φοράς ητοίμαζε με τας ιδίας της χείρας και τον άρτον, όπου έτρωγεν η μήτηρ της· έκαμνε δε τούτο, διότι ενόμιζεν, ότι ήτο πρέπον εις το επάγγελμα της παρθενίας να καταγίνεται εις τοιαύτας ιεράς εργασίας, από τον καιρόν δε όπου της επερίσσευεν ητοίμαζε με τους ιδικούς της κόπους τον άρτον εις την μητέρα της. Όχι δε μόνον τούτο αλλά και κάθε φροντίδα της οικίας εκυβερνούσε μαζί με την μητέρα της· επειδή η μήτηρ μας είχεν εννέα τέκνα, χωρίς την Μακρίναν, τέσσαρας υιούς και πέντε θυγατέρας, και ήτο υποκειμένη εις τρεις διαφόρους εξουσιαστάς, διότι είχεν υποστατικά εις την επικράτειαν τριών εθνών. Όθεν επειδή η μήτηρ μας ήτο μοιρασμένη εις πολλά δια τας φροντίδας της οικίας (διότι είχεν αποθάνει πρωτύτερα ο πατήρ μας), εις όλας αυτάς τας φροντίδας ήτο συγκοινωνός η Μακρίνα με την μητέρα μας, και την ελάφρωνεν από τας βαρείας εργασίας, εις τον ίδιον δε καιρόν εφύλαττε και την ζωήν της καθαράν και άμεπτον με την παιδαγωγίαν της μητρός. Προς τούτοις, δια μέσου ταύτης της πολιτείας της, εγένετο παράδειγμα εις την μητέρα της, δια να μιμηθή και αυτή την ιδίαν άσκησιν και ολίγον κατ’ ολίγον την προσείλκυσεν εις την άϋλον και τελείαν ζωήν των Μοναχών. Όταν δε η μήτηρ μας ωκονόμησε τας αδελφάς καλώς και ευτάκτως, τότε εγύρισεν από τα σχολεία και ο αδελφός μας ο Μέγας Βασίλειος, πεπαιδευμένος χρόνους πολλούς εις τα μαθήματα της έξω σοφίας. Η δε θαυμαστή Μακρίνα επήρε μαζί της τούτον, και εις ολίγον καιρόν τον έφερεν εις τον σκοπόν της αληθινής φιλοσοφίας και ασκήσεως, με όλον δε όπου ήτο υψωμένος από το φρόνημα της έξω φιλοσοφίας και λαμπρός κατά την μεγαλειότητα περισσότερον από τους δυνάστας, αν και εκαταφρονούσε τα αξιώματά των, με όλον τούτο η Οσία τον έκαμε να χωρισθή από την κοσμικήν λαμπρότητα, να καταφρονήση τους επαίνους της έξω σοφίας και μαθήσεως, όπου όλοι τον εθαύμαζον, και να έλθη εις ταύτην την εργατικήν ζωήν με την τελείαν ακτημοσύνην, δια μέσου δε της ακτημοσύνης να ετοιμάση εις τον εαυτόν του ανεμπόδιστον τον δρόμον της εναρέτου πολιτείας. Αλλά τα μεν περί της ζωής του Μεγάλου Βασιλείου και τα άλλα του κατορθώματα, με τα οποία έγινεν ονομαστός εις όλην την οικουμένην, ας παραλείψωμεν τώρα, διότι χρειάζονται πολύν καιρόν δια να τα συγγράψη τις, και ας έλθωμεν εις το προκείμενον. Επειδή λοιπόν η μακαρία Μακρίνα ηλευθέρωσε τον εαυτόν της από τας φροντίδας της κοσμικής ζωής, κατέπεισε και την μητέρα της να αφήση την συνηθισμένην της ζωήν, την φανταστικήν πολιτείαν και τας υπηρεσίας όπου ελάμβανεν από τας υπηρετρίας, και να γίνη ομοία κατά το φρόνημα με τους πολλούς, να ενωθή δε και αυτή με τας παρθένους και καλογραίας εις την πολιτείαν, και τας πρώην δούλας της να τας κάμη ως αδελφάς ομοτίμους. Εδώ όμως θέλω να συνάψω μίαν διήγησιν, την οποίαν δεν αγαπώ να αφήσω, διότι δια μέσου αυτής φανερώνεται περισσότερον η υψηλή γνώμη της Οσίας. Ένας από τους τέσσαρας αδελφούς μας, ο δεύτερος από τον Μέγαν Βασίλειον, Ναυκράτιος ονόματι, διέφερεν από τους άλλους κατά τα φυσικά χαρίσματα, κατά την ωραιότητα του σώματος, κατά την δύναμιν και ταχύτητα, και κατά την επιτηδειότητα, όπου είχεν εις κάθε πράγμα. Ούτος, όταν έφθασεν εις τον εικοστόν δεύτερον χρόνον της ηλικίας του, έδωκε μεγάλην φήμην εις τας ακοάς των πολλών δια την φιλοπονίαν του, τέλος πάντων όμως καταφρονών όλα όσα είχεν εις χείρας του από θείαν πρόνοιαν, μετεχειρίσθη με μεγάλην ορμήν και προθυμίαν την ακτήμονα και ασκητικήν πολιτείαν των Μοναχών, χωρίς να έχη μαζί του άλλο τι, εκτός από τον εαυτόν του· ηκολούθησε δε εις αυτόν και ένας από τους ανθρώπους της οικίας μας, Χρυσάφιος ονομαζόμενος, διότι ήτο ηγαπημένος του Ναυκρατίου, και διότι είχε και αυτός την αυτήν αγάπην εις την μοναδικήν πολιτείαν. Επήγε λοιπόν ο Ναυκράτιος εις μίαν άκραν ερημίαν πλησίον εις τον ποταμόν Ίριδα, ευρίσκων δε ένα τόπον πυκνόν από δένδρα άγρια, και ένα ύψωμα κεκρυμμένον μέσα εις την ράχιν του βουνού, εκάθητο εις αυτό και διήρχετο την ζωήν του μακράν από τας ταραχάς των πόλεων και τας φροντίδας των κριτηρίων, υπηρετούσε δε με τας ιδίας του χείρας τους γέροντας, τους πτωχούς και τους ασθενείς, όσοι ήσαν εκεί πλησίον. Επειδή δε ήτο επιτήδειος εις το να αλιεύη ιχθύς, εξησφάλιζε την ζωοτροφίαν των ρηθέντων ασθενών, και με αυτούς τους κόπους εκαταδάμαζε την νεότητά του, εις τον αυτόν δε καιρόν υπήκουε και εις τα θελήματα της μητρός του, όταν καμμίαν φοράν ήθελε τον προστάξη εις τι με ταύτα δε τα δύο εστόλιζε την ζωήν του και επρόκοπτεν εις τας θείας εντολάς. Έπειτα από πέντε έτη όπου έκαμεν ο Ναυκράτιος εις τοιαύτην άσκησιν, ηκολούθησε μία βαρεία και λυπηρά συμφορά, από επιβουλήν, νομίζω, του διαβόλου, η οποία επροξένησε λύπην μεγάλην εις όλην μας την συγγένειαν· διότι αίφνης ηρπάγη από την ζωήν ταύτην ο αοίδιμος, χωρίς καμμίαν ασθένειαν, χωρίς κανέν άλλο φανερόν πάθος· αλλά πηγαίνων εις τον ποταμόν να αλιεύση ιχθύς, δια να θρέψη τους ασθενείς γέροντας εκείνους, όπου εγηροκομούσεν, εφέρθη εις το κελλίον του νεκρός, τόσον ο Ναυκράτιος, όσον και ο σύντροφός του Χρυσάφιος. Η δε μήτηρ των ήτο μακράν από τον τόπον εκείνον τριών ημερών διάστημα. Όταν δε έλαβε την είδησιν του θανάτου του, αν και ήτο τελεία εις την αρετήν, όμως την ενίκησε το πάθος, και από την λύπην της έγινεν άπνους και άφωνος. Τότε λοιπόν εφάνη η γενναιότης και αρετή της μεγάλης Μακρίνης· διότι αυτή ηναντιώθη εις το πάθος της λύπης με τον ορθόν λογισμόν, και τον εαυτόν της εφύλαξεν ανίκητον από την λύπην, και την ασθένειαν της μητρός μας εδυνάμωσε, και από τον βυθόν της λύπης την ανέσπασεν, επειδή εδίδαξε προς ανδρείαν την ψυχήν της με την ιδικήν της στερεάν και ανίκητον γνώμην. Δια τούτο ανέλαβεν ευθύς από το πάθος η μήτηρ μας, και δεν έπαθεν κανέν άνανδρον ιδίωμα των γυναικών, εις τρόπον ώστε να φωνάξη ή να σχίση το ιμάτιόν της από την λύπην, ή με θρηνώδεις μελωδίας να κινήση τους θρήνους· αλλά με ησυχίαν και αταραξίαν υπέμεινε την λύπην, διώκουσα την ασθένειαν της φύσεως με τους ιδικούς της ορθούς λογισμούς και με εκείνους όπου της επρόσφερεν η Μακρίνα προς παρηγορίαν του πάθους. Αφού δε έλειψαν από την μητέρα μας αι φροντίδες της ανατροφής των τέκνων της και αι μέριμναι της αποκαταστάσεώς των, τα δε υπάρχοντα διεμοιράσθησαν εις τα τέκνα της, τότε, ως προείπομεν, η ζωή της θυγατρός της Μακρίνης έγινε συμβουλή καλή και παράδειγμα εις την ασκητικήν πολιτείαν· δια τούτο άφησεν όλας τας παλαιάς συνηθείας της και έφθασεν εις τα ίδια μέτρα της ταπεινοφροσύνης της Μακρίνης, έκαμε δε τον εαυτόν της ομότιμον με τας άλλας καλογραίας. Έτρωγε και εκείνη από μίαν και την αυτήν τράπεζαν, και εκοιμάτο εις ομοίαν στρωμνήν, αλλά και εις όλα τα άλλα μετείχε παρόμοια με εκείνας· και καθώς αι ψυχαί εκείναι όπου χωρισθούν από τα σώματά των εν ταυτώ χωρίζονται και από όλας τας φροντίδας του κόσμου, τοιουτοτρόπως και η ζωή της Μακρίνης και της μητρός μας ήτο χωρισμένη από κάθε κοσμικήν ματαιότητα, και εμιμείτο την ζωήν των Αγγέλων· διότι εις την πολιτείαν των δεν εφαίνετο ούτε θυμός, ούτε φθόνος, ούτε μίσος, ούτε υπερηφάνεια, ούτε άλλο κανέν τοιούτον πάθος· ούτε ευρίσκετο εις αυτάς καμμία επιθυμία των ματαίων πραγμάτων, τιμής, λέγω, δόξης, τύφου και των άλλων ομοίων· αλλ’ η εγκράτεια ήτο εις αυτάς τρυφή· το να μη γνωρίζωνται από τινα, ήτο δόξα· πλούτος ήτο η ακτημοσύνη και το να αποτινάξουν ως μίαν κόνιν κάθε υλικόν πράγμα. Όλα τα σπουδαζόμενα έργα της παρούσης ζωής ήσαν εις αυτάς πάρεργα, έργον δε ήτο μόνον η μελέτη των θείων, η παντοτεινή προσευχή και η ακατάπαυστος ψαλμωδία, γινομένη εξ ίσου εις το διάστημα της νυκτός και εις το διάστημα της ημέρας· ώστε το αυτό ήτο εις αυτάς εργόχειρον ομού και ανάπαυσις. Τις λόγος ημπορεί να παραστήση την τοιαύτην πολιτείαν, η οποία ήτο ως ένα μεθόριον μεταξύ της ανθρωπίνης ζωής και της αγγελικής; Διότι το να ελευθερωθούν από τα ανθρώπινα πάθη η Μακρίνα και η μήτηρ μας, τούτο ήτο ανώτερον από την φυσικήν κατάστασιν των ανθρώπων, το δε να έχουν σώμα και να ζουν με τας αισθήσεις, τούτο ήτο κατώτερον από την αγγελικήν φύσιν. Τάχα δε τις ήθελε τολμήσει να ειπή, ότι ούτε κατά τούτο ήσαν κατώτεραι, διότι αν και ήσαν συνδεδεμέναι με το σώμα, όμως καθ’ ομοιότητα των ασωμάτων Αγγέλων δεν εφέροντο κάτω από το βάρος του σώματος, αλλ’ ήτο η ζωή των ανωφερής και υψηλή, συνυψουμένη με τας ουρανίους δυνάμεις. Εις τοιαύτην λοιπόν πολιτείαν παρήλθον έτη πολλά, και μαζί με τα έτη ηύξανον και αι αρεταί των και πάντοτε επρόκοπτον εις το υψηλότερον με προσθήκας νέων αρετών. Εις τον μέγαν τούτον σκοπόν της ζωής της Μακρίνης υπηρέτει εξαιρέτως ο αδελφός ημών Πέτρος, τελευταίος υιός της μητρός μας, ο οποίος, ευθύς ως εγεννήθη, ωνομάσθη και ορφανός, διότι απεβίωσεν ο πατήρ μας· αλλ’ η μεγαλυτέρα μας αδελφή Μακρίνα τον ανέθρεψε και τον επαιδαγώγησε με την υψηλοτέραν παιδαγωγίαν, διότι εγύμνασεν αυτόν από μικράς ηλικίας τόσον πολύ εις τα ιερά μαθήματα, ώστε δεν έδωκεν ευκαιρίαν εις την ψυχήν του να κλίνη εις κανέν μάταιον· αλλά έγινεν αυτή δι’ αυτόν πατήρ και διδάσκαλος και παιδαγωγός και μήτηρ, και κάθε καλού και αρετής σύμβουλος, τον κατεσκεύασε δε τοιούτον, ώστε πριν ακόμη να διέλθη την ηλικίαν των παίδων, υψώθη εις τον υψηλόν σκοπόν της ασκήσεως και έγινεν επιτήδειος εις κάθε τέχνην, ήτις ενηργείτο δια χειρός, και χωρίς να έχη κανένα οδηγόν και διδάσκαλον έμαθεν ακριβώς τέχνην και επιστήμην, τας οποίας μανθάνουν οι άλλοι με πολυκαιρίαν και κόπον. Oύτος λοιπόν ο αδελφός μας Πέτρος, καταφρονών την μάθησιν της έξω σοφίας, έχων δε την φύσιν διδάσκαλον κάθε καλού μαθήματος, βλέπων μάλιστα και προς την αδελφήν Μακρίναν ως εις παράδειγμα κάθε καλού, τόσον επρόκοψεν, ώστε δεν εφαίνετο να είναι κατώτερος εις την αρετήν από τον Μέγαν Βασίλειον. Επειδή δε και εις εκείνον τον καιρόν ηκολούθησε λιμός μέγας και πολλοί ακούοντες τας ευεργεσίας, τας οποίας έκαμνον οι τρεις ούτοι, η Μακρίνα, η μήτηρ και ο αδελφός Πέτρος, έτρεχον εις τον τόπον, όπου ησκήτευον· ο δε Πέτρος δια μέσου της οικονομικής του εφευρέσεως τόσον επλήθυνε τας τροφάς των πεινώντων, ώστε από το πλήθος των ανθρώπων, οίτινες συνέτρεχον, εφαίνετο πόλις η ερημία. Εις τούτον τον καιρόν έφθασε και η μήτηρ μας εις βαθύ γήρας, και απήλθε προς Κύριον αναπαυθείσα εις τας χείρας των δύο τέκνων της. Άξιον όμως είναι να ενθυμηθώμεν εδώ τα λόγια της ευχής, άτινα είπεν εις τα τέκνα της, όταν απέθνησκεν. Αφού ηυχήθη τα άλλα της τέκνα, όσα έλειπον, ήπλωσε τας χείρας της επάνω εις την Μακρίναν και εις τον Πέτρον, οίτινες εκάθηντο πλησίον της, το ένα τέκνον της από το δεξιόν μέρος και το άλλο από το αριστερόν και ανεβόησε προς τον Θεόν ταύτα· «Εις σε, Κύριε, αφιερώνω και την απαρχήν και το δέκατον καρπόν της κοιλίας μου· απαρχή μου είναι αυτή η πρωτότοκος θυγάτηρ μου, και δέκατος είναι ούτος ο τελευταίος υιός· εις Σε είναι αφιερωμένα από τον νόμον και τα πρωτοφανήσιμα, και τα δέκατα όλων των καρπών, και ιδικαί Σου προσφοραί και αφιερώματα είναι· λοιπόν ας έλθη ο αγιασμός και η χάρις Σου και εις την απαρχήν ταύτην, και εις το δέκατόν μου τούτο», δείξασα με τας χείρας της την Μακρίναν και τον Πέτρον. Και ταύτα λέγουσα έπαυσεν από την ευχήν ομού και από την ζωήν, αφού παρήγγειλεν εις τα τέκνα της να θάψουν το σώμα της εις το μνήμα του πατρός των. Εκείνοι δε, αφού ετελείωσαν την παραγγελίαν της μητρός των, ηγωνίζοντο εις την άσκησιν προθυμότερον, συνεριζόμενοι πάντοτε με την προτέρα ζωήν, και τα πρωτύτερά των κατορθώματα τα ενικούσαν με τα νεώτερα και θαυμασιώτερα. Εις τούτον τον καιρόν έγινεν Αρχιερεύς Καισαρείας και ο Μέγας Βασίλειος, ο οποίος εχειροτόνησε και τον αδελφόν μας Πέτρον πρεσβύτερον και Αρχιερέα Σεβαστείας. Όθεν από τότε και εις το εξής επερνούσεν ο Πέτρος ζωήν αγιωτέραν από την πρώτην και σεμνοτέραν, διότι με την προσθήκην της αρχιερωσύνης ηυξήθη και η άσκησίς του. Αφού δε επέρασαν οκτώ έτη, απήλθεν από τον κόσμον τούτον ο κατά πάσαν την οικουμένην ονομαστός Βασίλειος και εξεδήμησε προς Κύριον, γενόμενος κοινή υπόθεσις πένθους και εις την πατρίδα του και εις όλην την οικουμένην. Η δε αδελφή μας Μακρίνα, ακούσασα από μακρόθεν την θλιβεράν είδησιν του θανάτου του, ελυπήθη μεν κατά την ψυχήν δια την τοσαύτην ζημίαν· διότι πως ήτο δυνατόν να μη αισθανθή και εκείνη, ήτις ήτο αδελφή, το πάθος της λύπης, το οποίον και αυτοί ακόμη οι εχθροί της αληθείας το ησθάνθησαν; Όμως δεν κατέπεσε τελείως, αλλ’ υπέμεινε με γενναιότητα την συμφοράν. Και καθώς ο χρυσός δοκιμάζεται εις διάφορα χωνευτήρια, δια να καθαρισθή από κάθε ρύπον και σκωρίαν και να μείνη τελείως καθαρός, τοιουτοτρόπως και η Μακρίνα εδοκιμάσθη με τας διαφόρους προσβολάς των λυπηρών, και ανεδείχθη από κάθε μέρος το γνήσιον και ακατάσειστον της ψυχής της· πρώτον με τον θάνατον του αδελφού Ναυκρατίου, δεύτερον με τον χωρισμόν της μητρός, και τρίτον όταν εχωρίσθη από την ζωήν το κοινόν καλόν του γένους, ο Μέγας, λέγω, Βασίλειος· όθεν έμεινεν ως ένας αθλητής ακαταγώνιστος, χωρίς να καταπέση εις καμμίαν προσβολήν των συμφορών. Αφού δε ο Μέγας Βασίλειος απέθανε και παρήλθον εννέα μήνες, εσυνάχθη εις την Αντιόχειαν τοπική Σύνοδος, εις την οποίαν έλαβον μέρος και εγώ ο Γρηγόριος, και αφού διελύθη η Σύνοδος και επέστρεψαν όλοι οι Αρχιερείς έκαστος εις την επαρχίαν του, προτού να παρέλθη ο χρόνος, μου ήλθε λογισμός να υπάγω εις την αδελφήν μου Μακρίναν, επειδή επέρασεν εν τω μεταξύ πολύς καιρός, όπου δεν επήγα να την επισκεφθώ, εμποδιζόμενος από τα περιστατικά των πειρασμών, τους οποίους εδοκίμαζον από τους υπερασπιστάς της Αρειανής αιρέσεως, αριθμών δε τον καιρόν, εύρον, ότι ήσαν περασμένα οκτώ έτη, όπου δεν την επεσκέφθην. Εκίνησα λοιπόν δια να υπάγω, και αφού επεριπάτησα πολύ διάστημα οδού και ήμην μακράν από την αδελφήν έως μιας ημέρας διάστημα, είδον ένα όνειρον, το οποίον μοι εδείκνυε λυπηράς ελπίδας δια το μέλλον· διότι μου εφαίνετο εις το όνειρόν μου, ότι εκράτουν εις τας χείρας μου λείψανα Μαρτύρων, από τα οποία εξήρχετο τόση λάμψις, όση εξέρχεται από τον καθαρόν καθρέπτην, όταν τεθή απέναντι εις τον ήλιον· ώστε εξήστραπτον από την λάμψιν οι οφθαλμοί μου. Το όνειρον αυτό το είδον τρεις φοράς την αυτήν νύκτα· αλλά δεν ημπορούσα να καταλάβω τι εδηλούσε, μόνον έβλεπον μίαν λύπην εις την ψυχήν μου και επαρατηρούσα να ιδώ από τα πράγματα την έκβασιν του φανέντος ονείρου. Λοιπόν όταν έφθασα πλησίον εις το ασκητήριον της Οσίας, ηρώτησα ένα φίλον από εκείνους όπου εκατοικούσαν εκεί, πρώτον δια τον αδελφόν μας Πέτρον· επειδή δε εκείνος μου απεκρίθη, ότι ο Πέτρος είχε τάσσαρας ημέρας όπου εξήλθε δια να έλθη προς ημάς, ενόμισα ότι επήγεν από άλλην οδόν και δια τούτο δεν μας απήντησεν· έπειτα ηρώτησα και δια την μεγάλην Μακρίναν πως έχει, μαθών δε ότι ευρίσκεται εις ασθένειαν, έτρεχα την οδόν ταχέως· διότι ετάρασσε την ψυχήν μου λύπη και φόβος δια το μέλλον. Όταν δε εγώ έφθασα εις το ασκητήριον της Οσίας και ο λόγος ηκούσθη εις την αδελφότητα, ότι επήγα, τότε οι μεν ασκηταί άνδρες εξήλθον και με προϋπάντησαν· ότι τοιαύτην συνήθειαν έχουν να προϋπαντούν τους φίλους· ο δε χορός των ασκητριών εστέκετο με ευκοσμίαν εις την Εκκλησίαν και με επερίμενον. Αφού εμβήκαν εις την Εκκλησίαν και έλαβε τέλος η συνήθως γινομένη εις τοιαύτας περιστάσεις ευχή και ευλογία, αι μεν καλογραίαι έκλιναν τας κεφαλάς ευσχημόνως και ανεχώρησαν, εγώ δε στοχαζόμενος, ότι δεν ήτο μαζί με εκείνας η Καθηγουμένη τούτων Μακρίνα, έλαβα οδηγόν και επήγα εις το κελλίον της· εκείνη δε από την ασθένειαν ήτο κατάκοιτος, αναπαυομένη όχι επάνω εις κλίνην ή στρώμα, αλλά κατά γης, επάνω εις μίαν σανίδα όπου είχε κάτω από τον σάκκον της· είχε και άλλην σανίδα κατεσκευασμένην με λοξόν σχήμα αντί προσκεφαλαίου, και εστήριζεν επάνω την κεφαλήν της και τον λαιμόν της. Καθώς δε με είδεν όπου επήγα πλησίον εις την θύραν, ηγέρθη και ακούνβησεν επάνω εις τον αγκώνα των χειρών της, αλλά δεν ηδυνήθη να έλθη προς εμ΄ς, διότι ήτο αποκαμωμένη η δύναμίς της από τον πυρετόν, στηρίξασα δε επάνω εις την γην τας χείρας της όσον ηδύνατο, εξήλθεν από την χαμαικοιτίαν της, και με αυτό επλήρωσε την δεξίωσιν της ιδικής μου υπαντήσεως. Τότε εγώ έτρεξα ευθύς και βάλλων τας χείρας μου υποκάτω από το πρόσωπόν της, όπερ ήτο κεκλιμένον χαμαί, την ήγειρα πάλιν και την έβαλα εις το συνειθισμένον σχήμα, με το οποίον έκειτο· εκείνη δε απλώσασα τας χείρας της εις τον Θεόν, είπε· «Και αυτήν την χάριν, Κύριέ μου, την επλήρωσας εις εμέ, και δεν με εστέρησας από την επιθυμίαν μου· ότι εκίνησας τον δούλον σου εις επίσκεψιν της παιδίσκης σου». Πλην δια να μη προξενήση εις εμέ καμμίαν λύπην εκράτησε τον στεναγμόν της, και εβιάζετο να κρύψη από εμέ την θλίψιν της καρδίας της. Ήρχισε τότε να λέγη λόγους χαρμοσύνους και με εχαροποιούσε με τας ερωτήσεις της. Αλλ’ επειδή και παρενέπεσε λόγος δια τον Μέγαν Βασίλειον, παρευθύς η ιδική μου καρδία εθλίβη και το πρόσωπόν μου εσκυθρώπασεν· η δε μακαρία Μακρίνα τόσον μακράν ήτο από το να συλλυπηθή με εμέ, ώστε από την ενθύμησιν του Αγίου έλαβεν αφορμήν περισσοτέρας μεγαλοψυχίας και εφιλοσόφησε πολλά δια την ανθρωπίνην φύσιν, φανερώνουσα την θείαν οικονομίαν, ήτις είναι κεκρυμμένη μέσα εις τα λυπηρά· τόσα δε είπε περί της μελλούσης ζωής, ως φωτισμένη από το Πνεύμα το Άγιον, ώστε μοι εφαίνετο, ότι υψώθη ο νους μου με τα λόγια της, και εβγαίνων από την ανθρωπίνην φύσιν εμβήκα έως μέσα εις τα ύδατα των ουρανών, οδηγούμενος από τους λόγους της. Καθώς δε ακούομεν δια τον Ιώβ, ότι εις το σώμα είχε τους πόνους, ο δε νους του δεν ημποδίζετο από την ιδικήν του ενέργειαν, ουδέ απέκοπτε τον λογισμόν του από το να θεωρή τα υψηλότερα, τοιούτον πράγμα έβλεπον εις εκείνην την μακαρίαν, διότι αν και η θέρμη κατεξήρανεν όλην την δύναμίν της και την ωθούσεν εις τον θάνατον, αυτή όμως αναψύχουσα ως με δρόσον το σώμα της είχεν ανεμπόδιστον τον νουν της εις την θεωρίαν των υψηλών, χωρίς να βλάπτεται τελείως από την ασθένειαν. Αν ο λόγος δεν εξετείνετο εις μήκος πολύ, ήθελον διηγηθή όλα καθεξής· πως δηλαδή υψώθη η αοίδιμος με την ομιλίαν και εφιλοσόφησε περί της ψυχής και περί της δια σαρκός ζωής· δια ποίαν αιτίαν έγινεν ο άνθρωπος· πως έγινε θνητός· πόθεν έγινεν ο θάνατος· και πως πάλιν επαναστρέφει από τον θάνατον εις την ζωήν· τα οποία διηγείτο με κάθε ευκολίαν, διότι εφωτίζετο από την χάριν του Αγίου Πνεύματος, έτρεχε δε ο λόγος από το στόμα της καθώς τρέχει το νερόν από την βρύσιν. Όταν ετελείωσεν η ομιλία είπεν εις εμέ· «Καιρός είναι, αδελφέ, να αναπαύσης ολίγον το σώμα σου, το οποίον είναι κεκοπιασμένον από την οδοιπορίαν». Εγώ δε, αν και ησθανόμην ανάπαυσιν μεγάλην και αληθινήν με το να βλέπω αυτήν και να ακροάζωμαι τα μεγάλα της λόγια, αλλ’ επειδή αυτό ήτο αρεστόν εις αυτήν, δια να φανώ ότι κατά πάντα πείθομαι εις την διδάσκαλον, επήγα με οδηγόν μέσα εις ένα κήπον όπου ήτο εκεί πλησίον, ένθα ευρών ητοιμασμένην και χαριεστάτην κατοικίαν, ανεπαυόμην υποκάτω εις την σκιάν των αναδενδράδων· όμως δεν ήτο δυνατόν να αισθανθώ την ευφροσύνην εκείνην, διότι η ψυχή μου εθλίβετο από την ελπίδα των λυπηρών· επειδή το όνειρον, όπου είδον, εφαίνετο, ότι εδηλοποιείτο δια μέσου των πραγμάτων· διότι το προκείμενον θέαμα της μακαρίας εφαίνετο, κατά την αλήθειαν, ως λείψανα Αγίου Μάρτυρος, τα οποία ήσαν νενεκρωμένα δια του Αγίου Πνεύματος, όπου εκατοικούσεν εις αυτά. Εις καιρόν λοιπόν όπου εγώ ήμουν σκυθρωπός δια την ανάμνησιν των λυπηρών, δεν ηξεύρω πως εστοχάσθη η Οσία τους λογισμούς μου, και έστειλε μήνυμα χαροποιόν εις εμέ, προστάζουσα να ευθυμώ και να έχω δι’ αυτήν καλλιτέρας ελπίδας· ότι ησθάνθη ότι έγινε καλλίτερα· αυτά δε δεν τα έλεγε δια να με γελάση, αλλά ήσαν αληθινά, αν και εγώ τότε δεν τα εκατάλαβα, διότι τη αληθεία έτσι ακολουθεί· καθώς ένας δρομεύς όπου τρέχει και περάση τον αντίπαλόν του και φθάση πλησίον εις το τέλος του δρόμου, όταν πλησιάση να λάβη το χάρισμα, να ιδή τον στέφανον της νίκης, τότε χαίρεται αυτός εις τον εαυτόν του, ως να το έλαβε, μηνύει δε με χαράν την νίκην εις τους φίλους του, τοιουτοτρόπως και η μακαρία εκείνη, από τοιαύτην διάθεσιν κινουμένη, εμήνυσεν εις εμέ να ελπίζω δι’ αυτήν τα καλλίτερα, διότι έβλεπε τότε προς το βραβείον της άνω κλήσεως και σχεδόν έλεγεν εκείνο το λόγιον του θείου Αποστόλου Παύλου· «Απόκειταί μοι λοιπόν ο της δικαιοσύνης στέφανος, ον αποδώσει μοι ο δίκαιος κριτής· επειδή τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι, τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα». Εγώ λοιπόν, επειδή εχαροποιήθηκα από το χαροποιόν μήνυμα, απήλαυσα από τα φαγητά όπου είχον ητοιμασμένα, τα οποία ήσαν διάφορα και νόστιμα, διότι η σπουδή της Μακρίνης τοιουτοτρόπως εσυγκατέβη έως και εις την ετοιμασίαν των φαγητών μου. Αφού δε εγώ ανεπαύθην, πάλιν με εκάλεσε και ήρχισε να ενθυμήται τας πράξεις όπου έκαμεν εκ νεότητός της και να τας διηγήται καταλεπτώς· ομοίως διηγείτο και τα έργα των γονέων μας, όσα ενεθυμείτο και όσα ηκολούθησαν πρωτύτερα από την ιδικήν μου γέννησιν, και την μετά ταύτα ζωήν μου· σκοπός της δε ήτο με την διήγησιν ταύτην να προσφέρη ευχαριστίαν εις τον Θεόν δι’ όλα διότι διηγείτο την ζωήν των γονέων μας, όχι ότι ήτο τόσον λαμπρά εις τους τότε καιρούς, αλλά πως ηυξήθη και εμεγαλύνθη από την φιλανθρωπίαν του Θεού· επειδή οι πρόγονοι του πατρός μας, διότι ωμολόγησαν τον Χριστόν, εστερήθησαν τα υπάρχοντά των, ο δε προπάτωρ της μητρός μας εθανατώθη από αγανάκτησιν βασιλικήν, και οι γονείς μας έμειναν ξένοι από τα υπάρχοντα των γονέων των, με όλον τούτο ο Βίος και ο πλούτος των γονέων μας τόσον ηυξήθη, δια μέσου της πίστεως όπου είχαν εις τον Θεόν, ώστε εις τους καιρούς των δεν ήτο άλλος πλέον ονομαστότερος από αυτούς· και πάλιν η περιουσία των εμοιράσθη εις τόσα μέρη, όσα ήσαν τα τέκνα των, και ο Θεός με την ευλογίαν του τόσον επλήθυνε τα υπάρχοντα του κάθε παιδίου, ώστε η περιουσία του καθενός υπερέβαινε την περιουσίαν των γονέων μας. Έλεγε δε και τούτο η μεγάλη, ότι από όσα υπάρχοντα έλαβεν εις το μερίδιόν της, δεν εκράτησε τίποτε, αλλά τα έδωκεν εις τον αδελφόν Πέτρον, δια να τα οικονομήση, κατά την εντολήν του Θεού· όμως ο Βίος της έγινεν τοιούτος από την ευλογίαν του Θεού, ώστε τα χέρια της δε έπαυαν από το να δουλεύουν κατ’ εντολήν, και ούτε προς άνθρωπον απέβλεψε ποτέ, ούτε με ευεργεσίαν και ελεημοσύνην ανθρώπων ωκονόμησε τας αναγκαίας χρείας της ζωής της· αλλά ούτε απεδίωξε καμμίαν φοράν τους αδελφούς όπου εζητούσαν έλεος χωρίς να τους δώση ούτε εζήτησεν από τους φιλοχρίστους, όπου εμοίραζαν ελεημοσύνην επειδή και ο Θεός ηύξανε κρυφίως, ως σπέρματα, το ολίγον εργόχειρον όπου εδούλευε και το επλήθυνε, με την ευλογίαν του, εις πολύν καρπόν. Επειδή δε ήρχισα και εγώ να διηγούμαι τους κόπους όπου εδοκίμαζα, πρότερον μεν δια τον διωγμόν όπου έκαμνεν ο βασιλεύς Ουάλης, ως Αρειανός, εις την ορθοδοξίαν, ύστερον δε δια την σύγχυσιν και ταραχήν των Εκκλησιών του Χριστού, η οποία μας εκαλούσεν εις αγώνας και πόνους, μου είπεν η μεγάλη· «Δεν παύεις από το να φαίνεσαι αχάριστος εις τα καλά όπου σου εχάρισεν ο Θεός; Δεν διορθώνεις την αχαριστίαν σου; Δεν διωρθώνεις την γνώμην σου; Δεν συγκρίνεις τα καλά των γονέων σου με τα ιδικά σου; Ναι, πολύς εις την μάθησιν ενομίζετο ο πατήρ μας, και μεταξύ εις τους άλλους ρήτορας ήτο ο πρώτος, όμως η φήμη του δεν επέρασε πέραν από την πατρίδα μας· αλλά εσύ έγινες ονομαστός εις πολιτείας και δήμους και έθνη· αι δε Εκκλησίαι του Θεού στέλλουν και σε καλούν, δια να τας συμβοηθήσης και να τας διορθώσης, δεν στοχάζεσαι την χάριν ταύτην; Ουδέ ηξεύρεις την αιτίαν των τόσων αγαθών πόθεν είναι; Δια να ευχαριστήσης τον Θεόν, όπου δια των ευχών των γονέων μας σε ανεβίβασεν εις το ύψος αυτό· διότι εσύ από τον εαυτόν σου δεν είχες εις τούτο καμμίαν δύναμιν». Ταύτα μεν έλεγεν εκείνη, εγώ δε επεθύμουν να εκταθή περισσότερον η ημέρα, δια να μη παύση η μακαρία από το να καταγλυκαίνη τας ακοάς μου με τα λόγια της· αλλ’ επειδή και η φωνή των ψαλλόντων μας εκάλεσεν εις τον εσπερινόν, εγώεπήγα εις την Εκκλησίαν και εκείνη πάλιν ανεχώρησε προς τον Θεόν δια μέσου της προσευχής· ούτω παρήλθεν η νύκτα, και όταν ήλθεν η ημέρα, εγώ μεν επροστοχαζόμην από τα σημεία όπου έβλεπα, ότι η ημέρα εκείνη ήτο το έσχατον τέλος της ζωής της, διότι κατέστρεψεν ο πυρετός όλην την δύναμιν του σώματός της, εκείνη δε διότι προέβλεπε την ασθένειαν των λογισμών μου, εμεθοδεύετο να με εξαγάγη από τας λυπηράς ελπίδας, και με λεπτόν και στενόν ανασασμόν διεσκόρπιζε την λύπην της ψυχής μου με τα καλά της λόγια. Με όλα ταύτα η ψυχή μου ελάμβανε διάφορα πάθη· κατά φυσικόν δε τρόπον έκλινεν εις λύπην, καθώς ήτο πρέπον, διότι δεν υπήρχε πλέον ελπίς να ακούση άλλην φοράν την φωνήν της, αλλά μετ’ ολίγον έμελλε να εξέλθη από την ζωήν ταύτην το κοινόν καύχημα της γενεάς μας. Πάλιν κατά άλλον τρόπον εξεπλήττετο η ψυχή μου από την χαράν, στοχαζομένη από εκείνα όπου έβλεπα, ότι η αδελφή μου υπερέβη κατά αλήθειαν την κοινήν φύσιν και έγινεν υπέρ φύσιν. Διότι έβλεπα την μακαρίαν εκείνην, όπου έφθασεν εις τας τελευταίας αναπνοάς, και δεν εδειλίασε τελείως τον χωρισμόν της ζωής, ουδέ έπαθε καμμίαν αλλαγήν, δια την ελπίδα του θανάτου της· αλλά εφιλοσοφούσε με υψηλήν διάνοιαν έως εσχάτης αναπνοής περί της μοναδικής πολιτείας. Δια τούτο φαίνεταί μοι, ότι τότε εφανέρωσεν εις τους παρόντας τον θεϊκόν έρωτα, όπου έκρυπτε μέσα εις τα βάθη της ψυχής της, προς τον αόρατον νυμφίον Χριστόν, και πόσον πόθον είχε να ελευθερωθή από τα δεσμά του σώματος, δια να φθάση το ταχύτερον προς τον ποθούμενον Ιησούν και να ενωθή με Αυτόν. Και της μεν ημέρας εξωδεύθη το περισσότερον μέρος, ο δε ήλιος έφθανεν εις την δύσιν, της δε μακαρίας η προθυμία δεν ητόνιζε τελείως· αλλά τόσον περισσότερον έτρεχε προς τον ποθούμενον με θερμοτέραν ορμήν, βλέπουσα καθαρώτερα του Νυμφίου της το κάλλος· όθεν δεν εκοίταζε πλέον εις εμέ, αλλά προς Αυτόν ητένιζεν ακλινώς· διότι η κλίνη της έβλεπε προς ανατολάς· τότε άφησε πλέον την συνομιλίαν όπου έκαμνε με εμέ, και ωμιλούσεν εις το εξής με τον Θεόν δια μέσου της προσευχής, και τον επαρακαλούσεν υποψιθυρίζουσα με λεπτήν φωνήν, τόσον όπου ήκουον ολίγον τα λόγια της, τα οποία ήσαν ταύτα. «Συ, Κύριε, έλυσας δια χάριν μας του θανάτου τον φόβον· συ έκαμες αρχήν αληθινής ζωής το τέλος της παρούσης ζωής· συ προς καιρόν αναπαύεις τα σώματά μας με τον ύπνον του θανάτου, και πάλιν μας εξεγείρεις με την τελευταίαν σάλπιγγα· συ δίδεις εις την γην, ως παρακαταθήκην, την ιδικήν μας γην, ήτοι το σώμα, το οποίον με τας ιδικάς σου χείρας εμόρφωσας· πάλιν δε λαμβάνεις από την γην, εκείνο όπου της έδωκας, και μεταμορφώνεις με αφθαρσίαν και χάριν το θνητόν και άσχημον σώμα μας· συ μας ηλευθέρωσας από την κατάραν και από την αμαρτίαν, γενόμενος δια την αγάπην μας κατάρα και αμαρτία· συ συνέτριψας τας κεφαλάς του δράκοντος, όστις δια της παρακοής κατέπιε τον άνθρωπον· συ μας ήνοιξας οδόν εις την ανάστασιν, και συντρίβων τας θύρας του Άδου κατήργησας τον έχοντα το κράτος του θανάτου, ήτοι τον διάβολον· συ έδωκας σημείον εις εκείνους όπου σέβονται τον τύπον του τιμίου σου Σταυρού, εις αφανισμόν του εχθρού και εις υπεράσπισιν της ιδικής μας ζωής. Εις εσέ, Θεέ μου, ερρίφθην εκ κοιλίας μητρός μου και σε ηγάπησεν η ψυχή μου εξ όλης μου της δυνάμεως, και εις εσέ αφιέρωσα και το σώμα και την ψυχήν μου εκ νεότητός μου και μέχρι του νυν· συ παράστησόν μοι Άγγελον φωτεινόν, δια να με οδηγήση εις τον τόπον της αναπαύσεως, εις τους κόλπους των Αγίων Πατέρων μας. Συ όπου εμπόδισας την φλογίνην ρομφαίαν και αποκατέστησας εις τον Παράδεισον τον ληστήν άνθρωπον, όπου εσταυρώθη μαζί με Εσέ, και έπεσεν υποκάτω εις τους οικτιρμούς σου, μνήσθητι και εμού εν τη βασιλεία σου· και εγώ εσταυρώθην μαζί με εσέ, καρφώσασα από τον φόβον σου τας σάρκας μου, και φοβηθείσα από των κριμάτων σου· ας μη με χωρίση από τους εκλεκτούς σου το φοβερόν χάσμα, μηδέ ας αντισταθή εις τον δρόμον μου ο φθονερός διάβολος, μηδέ ας ευρεθή έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς σου η αμαρτία μου, είτε έσφαλα δια την ασθένειαν της φύσεώς μας με λόγον ή με έργον ή με λογισμόν· συ, ο έχων εξουσίαν αφιέναι αμαρτίας, συγχώρησόν μοι, ίνα αναψύξω και ευρεθώ ενώπιόν σου, όταν εκδυθώ το σώμα τούτο, χωρίς να έχω κανένα μολυσμόν εις την μορφήν της ψυχής μου· αλλά ας προσδεχθή η ψυχή μου από τας χείρας σου καθαρά και άμωμος, ως θυμίαμα ενώπιόν σου». Ταύτα λέγουσα έκαμε και το σημείον του Σταυρού εις τους οφθαλμούς της, εις το στόμα της και εις την καρδίαν της· έπειτα, επειδή εκαταφρυγανίσθη η γλώσσα της από την θέρμην, δεν ημπορούσε πλέον να καθαρίση τον λόγον· αλλά και η φωνή της απέκαμε, με μόνον δε το άνοιγμα των χειλέων της και με την κίνησιν των χειρών της εκαταλαμβάνομεν ότι προσεύχεται. Επάνω εις ταύτα έφθασε και η εσπέρα και όταν έφεραν φως ήνοιξεν η μακαρία μίαν φοράν τους οφθαλμούς της και είδε το φως, εφαίνετο δε πως είχε προθυμίαν να ειπή την συνειθισμένην εσπερινήν ευχαριστίαν, αλλά με το να εχάθη πλέον η φωνή της, ευχαριστούσε με την καρδίαν και με την κίνησιν των χειρών της, μαζί δε με την καρδίαν εκινούντο και τα χείλη της. Όταν ετελείωσε την ευχαριστίαν, έκαμε τον τύπον του Σταυρού επάνω εις το πρόσωπόν της· έπειτα επήρε μίαν μεγάλην και βαθείαν αναπνοήν και ετελείωσε την ζωήν της. Τότε ενεθυμήθην εγώ την εντολήν, όπου μου έδωκε την πρώτην φοράν όπου την αντάμωσα, δια να βάλω τας χείρας μου επάνω εις τους οφθαλμούς της, όταν αποθάνη, και να τους κλείσω, κατά την συνήθειαν των νεκρών, να ενταφιάσω δε το λείψανόν της καθώς πρέπει· όθεν έβαλον την χείρα μου επάνω εις το άγιόν της πρόσωπον, όσον μόνον δια να φανώ πως κάμνω την εντολήν της, επειδή οι οφθαλμοί της μακαρίας δεν εχρειάζοντο δια να κλεισθούν από τινα, διότι εκλείσθησαν μόνοι των από τα βλέφαρα, με μεγάλην ευκοσμίαν, καθώς καλύπτονται εις τον φυσικόν ύπνον· ομοίως και τα χείλη της εσφαλίσθησαν προσφυέστατα, αι χείρες της ηπλώθησαν με σεμνοπρέπειαν επάνω εις το στήθος της και όλη η θέσις του σώματός της ηρμόσθη ευσχημόνως αφ’ εαυτού της και δεν εχρειάζετο χειρ ανθρώπου να την ευκοσμήση. Εγώ λοιπόν από δύο μέρη έγινα παράλυτος από το πάθος της λύπης, από το λείψανον, όπου έβλεπον, και από τους θρήνους των παρθένων· πλην τότε εκείναι εβάστασαν ολίγον την λύπην των με ησυχίαν και απέπνιξαν την προς τα έξω ορμήν των θρήνων, από τον φόβον όπου είχαν εις αυτήν· διότι και με όλον όπου εσιωπούσε το πρόσωπον της Ηγουμένης, με όλον τούτο εφοβούντο την επιτίμησιν, να μη ακουσθή από αυτάς μεγάλη φωνή έξω από την διάταξίν της, και λυπήση και νενεκρωμένην την διδάσκαλον αυτών· αλλά δεν ηδυνήθησαν πλέον να κρατήσουν με ησυχίαν την λύπην, διότι εκατάκαιε κρυφά μέσα τας ψυχάς των ως φωτιά το πάθος. Έξαφνα λοιπόν ακούεται ένας ήχος πικρός και ακράτητος από αυτάς, τόσον όπου και εγώ δεν ημπόρεσα να κρατήσω πλέον τον λογισμόν μου, αλλά το πάθος της λύπης, ως ένας χειμερινός ποταμός, έπνιξεν αυτόν όλον και δεν εσυλλογίσθην εκείνα όπου είχον εις χείρας μου, αλλά εδόθην όλως δι’ όλου εις τους θρήνους, νομίζων ότι ήτο εύλογος η αιτία, δια την οποίαν εθρηνούσαν αι Μοναχαί. Διότι δεν εθρηνούσαν δια την στέρησιν της συνηθισμένης σωματικής προνοίας της Οσίας ουδέ δια κανέν άλλο τέλος κοσμικόν, δια το οποίον λυπούνται οι κοσμικοί εις τους θανάτους των συγγενών των, αλλά διότι εστερήθησαν την κατά Θεόν ελπίδα και σωτηρίαν των ψυχών αυτών, δια τούτο έκλαιον και ωδύροντο και εφώναζον μετά δακρύων ταύτα· «Εσβέστη ο λύχνος των οφθαλμών μας, εσβέστη από ημάς το φως της οδηγίας των ψυχών μας· εσηκώθη από ημάς η σφραγίς της αφθαρσίας μας· εκόπη ο δεσμός της σωφροσύνης μας· συνετρίβη το στήριγμα των αδυνάτων· εκλείπει η ιατρεία των ασθενών· εις τας ημέρας τας ιδικάς σου, ω καλή μας διδασκάλισσα, και αυτή η νύκτα εφαίνετο ως ημέρα με το να εφωτίζετο από την καθαράν σου ζωήν· αλλά τώρα και αυτή η ημέρα θέλει μεταστραφή εις νύκτα και σκότος». Περισσότερον δε από τας άλλας εθρηνούσαν εκείναι, όπου την ωνόμαζον μητέρα αυτών και τροφόν. Αυταί ήσαν εκείναι αι Μοναχαί, τας οποίας εύρεν η μεγάλη ερριμμένας εις την οδόν, εις τον καιρόν της πείνης, και τας έλαβε και τας ανέθρεψε και τας ωδήγησεν εις την άφθορον ζωήν των παρθένων. Αλλά μετ’ ολίγον, καθώς εθεώρησα εις την αγίαν εκείνην κεφαλήν του νεκρού λειψάνου, ως να επετιμήθην από αυτήν δια την αταξίαν και ταραχήν των θρήνων, ευθύς ανέβασα τον λογισμόν μου, ως από κανένα βυθόν της θαλάσσης, και εφώναξα προς τας παρθένους· «Κοιτάξατε εις την διδάσκαλον, και ενθυμηθήτε τας παραγγελίας της, με τας οποίας εδιδάχθητε να φυλάττετε κάθε ευταξίαν εις όλα τα πράγματα· η θεία εκείνη ψυχή μας εδίδαξε να θρηνώμεν ένα καιρόν μόνον, όταν προσευχώμεθα εις τον Θεόν· τούτο είναι συγκεχωρημένον και τώρα να κάμωμεν και να μεταβάλωμεν τας θρηνώδεις φωνάς εις ψαλμωδίαν κατανυκτικήν». Αυτά έλεγον με μεγάλην φωνήν δια να νικήση η φωνή μου τας φωνάς των θρήνων εκείνων· έπειτα επαρακίνησα τας παρθένους να υπάγουν εις το κελλίον όπου ήτο πλησίον, και να μείνουν ολίγαι από αυτάς, όσας εδέχετο η μακαρία, όταν εζούσε, να την υπηρετούν. Εις αυτάς ήτο και μία γυναίκα, Ουετιανή καλουμένη, ονομαστή εις τον πλούτον, εις την ευγένειαν και εις την ωραιότητα, η οποία υπανδρεύθη με ένα αξιωματικόν, εις ολίγον δε καιρόν εχήρευσε και έκαμε φύλακα και παιδαγωγόν της χηρείας της την Μεγάλην Μακρίναν, τον περισσότερον δε καιρόν συνανεστρέφετο με τας παρθένους και εδιδάσκετο από αυτάς την ενάρετον πολιτείαν. Εις αυτήν λοιπόν είπον εγώ, ότι τώρα δεν είναι εμποδισμένον το να βάλωμεν εις το ιερόν λείψανον κάποιον φαιδρόν στολισμόν, και να κοσμήσωμεν το καθαρόν εκείνο σώμα με λαμπρά σινδόνια· η δε Ουετιανή είπεν ότι πρέπει να μάθωμεν, ανίσως και η Οσία έκρινεν εύλογον να γίνη τούτο εις αυτήν· διότι είναι πρέπον να κάμωμεν εκείνο όπου της αρέσκει· ότι εκείνο όπου είναι ευάρεστον εις τον Θεόν, είναι και εις αυτήν ευάρεστον και επιθυμητόν. Ήτο δε μία παρθένος πρώτη από όλον τον χορόν των άλλων, διάκονος κατά τον βαθμόν, Λαμπαδία ονομαζομένη, αυτή δε ήξευρε με ακρίβειαν εκείνο, όπου παρήγγειλεν η Οσία δια την ταφήν της· και ερωτών αυτήν εγώ περί τούτου, μου απεκρίθη μετά δακρύων· «Εις την Αγίαν στολισμός ήτο η καθαρά ζωή· αυτό ήτο το εγκαλλώπισμά της, όταν εζούσε· αυτό ας είναι και τώρα εντάφιον εις τον θάνατόν της· εκείνα δε όπου αποβλέπουν εις καλλωπισμόν σώματος, ούτε εις την ζωήν της τα εδέχθη, ούτε τα εφύλαξε δια να έχη τώρα εις την ταφήν της· ώστε και αν θελήσωμεν να κάμωμεν τι περισσότερον εις το λείψανόν της, δεν έχομεν την ετοιμασίαν αυτήν και τον τρόπον». Εγώ δε την ηρώτησα· «Δεν έχετε φυλαγμένα τίποτε από εκείνα, όπου ημπορούν να στολίσουν το λείψανόν της»; Και εκείνη απεκρίθη· «Τι να έχωμεν φυλαγμένον; Ιδού έχεις εδώ όλα τα φυλαγμένα πράγματά της. Ιδού το ιμάτιόν της. Ιδού το σκέπασμά της. Ιδού τα τετριμμένα υποδήματα των ποδών της· αυτός είναι ο πλούτος της· αυτή είναι η περιουσία της· έξω από αυτά, όπου βλέπεις, δεν έχει άλλο τίποτε κεκρυμμένον ούτε εις κιβώτιον, ούτε εις κελλίον· αυτή μίαν αποθήκην ήξευρε του ιδικού της πλούτου, τον ουρανόν· όθεν εκεί τα απεθησαύρισεν όλα και δεν άφησε τίποτε εις την γην». Εγώ δε προς ταύτα είπον· «Ανίσως και εγώ προσφέρω κανέν από εκείνα, όπου έχω φυλαγμένα εις την ταφήν της, είναι τάχα αρεστόν εις αυτήν»; Εκείνη μου είπεν· «Βέβαια και ζωντανή αν ήτο η Αγία ήθελε δεχθή την προσφοράν ταύτην, τόσον δια την αρχιερωσύνην όπου έχεις, όσον και δια την αδελφικήν συγγένειαν της φύσεως, και δεν ήθελε νομίσει ως ξένον το δώρον του αδελφού της· επειδή δια τούτο επρόσταξε να ενταφιασθή το σώμα της με τας ιδικάς σου χείρας». Με το να εσυγχωρήθημεν λοιπόν να περιστείλομεν το άγιον λείψανον με τα ιδικά μου, επρόσταξα έναν άνθρωπόν μου και έφερεν ένα φόρεμα δια να ενδύσωμεν το λείψανον· η δε Ουετιανή, περιστέλλουσα με τας χείρας της την ιεράν κεφαλήν της Οσίας, έβαλε το χέρι της εις τον λαιμόν και λέγει προς εμέ· «Ιδού ο περιδέραιος στολισμός όπου είναι κρεμασμένος από τον λαιμόν της». Λύσασα δε τον δεσμόν από οπίσω, μου έδειξεν ένα Σταυρόν σιδηρούν, και ένα δακτυλίδιον σιδηρούν, τα οποία ήσαν δεμένα με νήμα λεπτόν, και εκρέμαντο επάνω εις την καρδίαν της. Και εγώ είπον· «Ας γίνη κοινόν αυτό το απόκτημα· και συ έχε τον Σταυρόν εις φυλακτήριόν σου, εις εμέ δε είναι αρκετή η κληρονομία του δακτυλιδίου». Επάνω δε εις την σφραγίδα του δακτυλιδίου ήτο χαραγμένος Σταυρός, ο οποίος εφανέρωνε το τίμιον ξύλον του Σταυρού, όπου ήτο κεκρυμμένον μέσα εις την σφραγίδα, καθώς μου είπεν η Ουετιανή, όπου το ήξευρεν. Επειδή δε και ήτο καιρός να ενδυθή το καθαρόν σώμα με το φόρεμα, η δε μακαρία έδωκεν εις εμέ εντολήν να υπηρετήσω εις τούτο, εξετέλουν το πρόσταγμα· ήτο δε εκεί η προαναφερθείσα Ουετιανή και μου εσυμβοηθούσε και ενέδυον το ιερόν λείψανον με το φόρεμα· τότε μου είπεν εκείνη· «Μη αφήσης αθεώρητον το μεγάλον θαύμα όπου έκαμεν η Αγία». Παρευθύς δε εγύμνωσε μέρος τι από το στήθος της, και φέρουσα τον λύχνον πλησιέστερα εις το μέρος εκείνο μου έδειξεν ένα λεπτόν σημείον εις το δέρμα, το οποίον ωμοίαζεν ως να έγινεν από λεπτήν βελόνην. Εγώ δε της είπον· «Και τι θαύμα είναι, αν το μέρος τούτο του σώματος έχει το σημάδι τούτο»; Και εκείνη απεκρίθη· «Τούτο έμεινεν εις το σώμα μία ενθύμησις της μεγάλης βοηθείας, όπου ενήργησεν ο Θεός εις την μακαρίαν· διότι ένα καιρόν εφύτρωσεν εις τούτο το μέρος ένα πάθος δεινόν, ήτο δε κίνδυνος, εάν δεν εσχίζετο με μάχαιραν, να γίνη μεγάλον και ανίατον, και δια τούτο την επαρακαλούσεν η μήτηρ της να φέρη ιατρόν να το σχίση· η δε μακαρία εστοχάσθη, ότι το να ξεγυμνώση κανένα μέρος του σώματός της και να το ιδούν ξένα μάτια ήτο χειρότερον κακόν από το πάθος εκείνο όπου έπασχεν. Όθεν όταν ήλθεν η εσπέρα και ετελείωσε την συνηθισμένην υπηρεσίαν της μητρός της, εμβήκεν εις το άγιον Βήμα και έμεινεν εκεί όλην την νύκτα, και προσπίπτουσα επαρακαλούσε τον ιατρόν των απάντων Θεόν να την θεραπεύση· τόσα δε δάκρυα έχυσεν, όπου με αυτά έκαμε πηλόν, και εκείνον μετεχειρίσθη ιατρικόν εις το πάθος της· επειδή δε η μήτηρ της ελυπείτο και την επαρακινούσε πάλιν να φέρη ιατρόν, η Αγία της είπεν, ότι ανίσως η μήτηρ της κάμη με το χέρι της το σημείον του ζωοποιού Σταυρού εις το πονεμένον μέρος θέλει ιατρευθή· και ευθύς όπου η μήτηρ της έβαλεν εις τον κόλπον το χέρι της και την εσταύρωσεν, ω του θαύματος! Ιατρεύθη το πάθος, και έμεινε μόνον τούτο το ολίγον σημείον, δια να είναι εις ενθύμησιν της θείας ιατρείας και εις αφορμήν παντοτεινής ευχαριστίας εις τον Θεόν». Αφού δε τοιουτοτρόπως εκοσμήθη το σώμα της Αγίας, μου είπεν η Ουετιανή· «Δεν πρέπει να φαίνεται η Αγία εις τους οφθαλμούς των παρθένων ως νύμφη εστολισμένη· αλλ’ εγώ έχω ένα αυτόμαυρον φόρεμα της μακαρίας μητρός σας, το οποίον πρέπει να βάλωμεν επάνω από το άγιον λείψανον, δια να μη φαίνεται το ιερόν κάλλος, όπου εκλάμπει από το λείψανον και λαμπρύνεται με τον ξένον τούτον καλλωπισμόν του φορέματος». Ούτως εβάλθη επάνω το αυτόμαυρον εκείνο φόρεμα, αλλά και μέσα εις το μαύρον εκείνο χρώμα έλαμπε το πρόσωπον της Αγίας, και νομίζω, ότι η θεία δύναμις επρόσθεσεν εις το άγιον λείψανον την χάριν ταύτην, ώστε κατά το όνειρον όπου προείδον, εφαίνοντο ότι έβγαιναν αστραπαί από το κάλλος εκείνο. Όταν ημείς ετελειώσαμεν αυτά και αι ψαλμωδίαι των παρθένων ομού με τους θρήνους ηκούοντο γύρωθεν, δεν ηξεύρω πως η φωνή ηκούσθη εις εκείνους όπου εκατοικούσαν εκεί γύρωθεν, και όλοι ομού έτρεχαν από κάθε μέρος και συνηθροίζοντο, ώστε ουδέ το προαύλιον εχωρούσεν εκείνους, όπου εσυνάχθησαν. Κατά δε την νύκτα εκείνην έγινεν αγρυπνία με υμνωδίας, καθώς γίνεται εις τας πανηγύρεις των Μαρτύρων· όταν δε έφθασεν ο όρθρος, το πλήθος των ανδρών και γυναικών όπου εσυνάχθη ετάρασσε την ψαλμωδίαν με τους θρήνους των· εγώ δε, αν και έπασχον κακώς από την λύπην, όμως εστοχαζόμην όσον το δυνατόν να μη λείψη τίποτε από εκείνα όπου έπρεπε να γίνουν εις κηδείαν· όθεν εχώρισα τα συναχθέντα πλήθη, και τας μεν γυναίκας έβαλα μαζί με τας παρθένους, τους δε άνδρας με το τάγμα των Μοναχών, έκαμα δε να γίνεται και από τους δύο χορούς μία εναρμόνιος και εύτακτος ψαλμωδία. Όταν δε εξημέρωσε και όλος ο τόπος του ασκητηρίου εστενοχωρείτο από το πλήθος όπερ εσυνάχθη, ο Επίσκοπος του τόπου εκείνου (Αράξιος καλούμενος, ο οποίος ήλθεν εις την κηδείαν με όλους τους Ιερείς) με επαρακινούσε να άρωμεν το λείψανον και να υπάγωμεν εις τον τόπον, όπου έμελλε να ενταφιασθή· τότε εγώ πρώτος ήγειρα το νεκροκράββατον από το ένα μέρος και ο Επίσκοπος από το άλλο, έτεροι δε δύο εντιμότατοι κληρικοί από τα άλλα δύο μέρη και ούτως επηγαίναμεν ήσυχα. Επροπορεύοντο δε έμπροσθεν από τα δύο μέρη του λειψάνου πλήθος πολύ διακόνων και αναγνωστών, δορυφορούντες κατά σειράν το άγιον λείψανον, έχοντες όλοι αναμμένας λαμπάδας, ώστε ήτο μία μυστική πανήγυρις η κηδεία της μακαρίας, επειδή και η ψαλμωδία εμελωδείτο ομοφώνως από τους πρώτους έως τους τελευταίους. Αλλ’ επειδή το διάστημα έως εις τον Ναόν των Μαρτύρων, όπου ήσαν τεθαμμένα τα σώματα των γονέων μας, ήτο έως επτά ή οκτώ στάδια, ήτοι ένα περίπου μίλιον, μόλις και μετά βίας επεράσαμεν αυτό όλην την ημέραν, διότι το πλήθος μας ημπόδιζεν εις τον δρόμον. Αφού δε εφθάσαμεν μέσα εις τον Ναόν εκείνον, απεθέσαμεν το νεκροκράββατον, ήρχισε δε να γίνεται προσευχή χωρίς ψαλμωδίαν. Αλλ’ η προσευχή έγινεν εις τον λαόν αιτία θρήνων, διότι αφού έπαυσεν η ψαλμωδία, εξεσκεπάζετο ο τάφος των γονέων μας, εις τον οποίον είχε παραγγελίαν η Αγία να ενταφιασθή, και μία από τας παρθένους θεωρήσασα το ιερόν εκείνο πρόσωπον, εφώναξεν άτακτα ταύτα το λόγια· «Αλλοίμονον! Ότι ύστερα από την ώραν ταύτην δεν έχομεν να ίδωμεν πλέον τούτο το θεοειδές πρόσωπον». Καθώς δε ήκουσαν τούτο και αι λοιπαί Μοναχαί, εφώναξαν αυταί τα ίδια λόγια ομού με εκείνην και παρευθύς έγινεν ένας θόρυβος άτακτος, και εσύγχυσε την ιεροπρεπή εκείνην προσευχήν· διότι εσυντρίφθησαν με αυτά τα λόγια όλων των συναχθέντων αι καρδίαι, και ανελύθησαν εις δάκρυα. Τότε εγώ έκαμα νεύμα δια να σιωπήσουν και ο Διάκονος εφώναξε τας συνηθισμένας εις την Εκκλησίαν φωνάς και επρόσταξε να ευχηθούν, μετά βίας δε κατέστη ο λαός εις το εύτακτον σχήμα της προσευχής. Όταν δε ετελείωσεν η προσευχή, εμβήκεν εις την ψυχήν μου ένας φόβος της θείας εντολής εκείνης όπου λέγει· «Ασχημοσύνην πατρός σου και ασχημοσύνην μητρός σου ουκ αποκαλύψεις» (Λευϊτ. ιη:7) και είπον με τον λογισμόν μου, πως έχω να γλυτώσω από το κρίμα τούτο εγώ, όπου έχω να ίδω εις τα σώματα των γονέων μου την κοινήν ασχημοσύνην της ανθρωπίνης φύσεως, όπου τα σώματά των διελύθησαν και έγιναν άμορφα οστά; (Εντεύθεν φαίνεται, ότι δεν ήτο συνήθεια τότε να κάμνουν ανακομιδήν των λειψάνων, ως νυν αύτη επικρατεί· τούτο το ίδιον συνάγεται και από τον ζ΄ Κανόνα του αυτού τούτου Νύσσης). Ταύτα στοχαζόμενος εφοβούμην τα μάλιστα από την αγανάκτησιν, όπου έδειξεν ο Νώε κατά του υιού Χαμ, διότι είδε την γύμνωσίν του· τέλος πάντων, η μέθοδος όπου εμεταχειρίσθησαν οι δύο υιοί του Νώε, ο Σημ και ο Ιάφεφ, μου έδειξε τι να κάμω. Όθεν ευθύς όπου ήνοιξεν ο τάφος των γονέων μου, εσκεπάσθησαν τα λείψανά των με ένα καθαρόν σινδόνιον, προ του να τα ίδωμεν, έπειτα ελάβαμεν το άγιον λείψανον εγώ και ο Επίσκοπος, και το εθέσαμεν πλησίον εις το λείψανον της μητρός μας· ούτως επληρώθη η ευχή και η υπόσχεσις, όπου είχον και αι δύο μήτηρ και θυγάτηρ. Ότι και αι δύο εζητούσαν από τον Θεόν να ενωθούν και μετά θάνατον τα σώματά των, καθώς ήσαν ηνωμέναι και εις την ζωήν ταύτην. Όταν δε ετελείωσαν τα νενομισμένα εις την ταφήν, έπεσον εις τον τάφον και ησπάσθην την κόνιν, και ούτως εκίνησα εις τον δρόμον, λυπημένος και πλήρης από δάκρυα, στοχαζόμενος ποίον αγαθόν εστερήθη η ζωή των ανθρώπων. Έτυχε δε εις τον δρόμον ένας άνθρωπος επίσημος, έχων εξουσίαν στρατιωτικήν εις μίαν πολιτείαν του Πόντου, την καλουμένην Σεβαστόπολιν. Ευρισκόμενος δε μαζί με τους στρατιώτας του, μας απήντησε φιλοφρόνως· και ακούων τον θάνατον της μακαρίας, ελυπήθη πολλά (διότι ήτο συγγενής μας) και μου διηγήθη τοιούτον διήγημα, το οποίον μόνον θέλω προσθέσει εις την ιστορίαν ταύτην και ούτω να τελειώσω. Αφού δε επαύσαμεν από τα δάκρυα και ηρχίσαμεν να ομιλούμεν, μου λέγει· «Άκουε πόσον μεγάλον αγαθόν εβγήκεν από την παρούσαν ζωήν», και ήρχισε το διήγημα. «Επεθυμήσαμεν, λέγει, μίαν φοράν ομού με την σύζυγόν μου να υπάγωμεν εις το σχολείον της αρετής (διότι έτσι πρέπει να ονομάζεται το ασκητήριον εκείνο, εις το οποίον εκατοικούσεν η μακαρία)· ήτο δε μαζί μας και το θυγάτριόν μας, εις του οποίου τους οφθαλμούς ηκολούθησεν ένα πάθος από λοιμικήν ασθένειαν, και ήτο ένα θέαμα άσχημον και ελεεινόν, επειδή το ένδυμα της κόρης του οφθαλμού επαχύνθη και ελευκάνθη το μέρος εκείνο. Όταν λοιπόν επήγαμεν εις το Μοναστήριον, διεμοιράσαμεν τους τόπους, και εγώ μεν επήγα εκεί όπου εμόναζαν οι άνδρες, εις τους οποίους ήτο Ηγούμενος ο αδελφός σου Πέτρος, η δε σύζυγός μου επήγε μέσα εις το Μοναστήριον των παρθένων και ήτο μαζί με την μακαρίαν Μακρίναν. Αφού λοιπόν εμείναμεν επ’ αρκετόν, ηθελήσαμεν να αναχωρήσωμεν, και όταν ητοιμαζόμεθα, τότε συμφώνως και οι δύο μας ημπόδιζον· και ο μεν αδελφός σου επαρακαλούσεν εμέ να σταθώ, δια να απολαύσω την ασκητικήν του τράπεζαν, η δε μακαρία αδελφή σου παρομοίως δεν άφηνε την σύζυγόν μου να αναχωρήση, αλλ’ έχουσα εις τους κόλπους της το θυγάτριόν μας, έλεγε πως δεν της το δίδει, έως ότου να απολαύση την τράπεζάν της· και φιλούσα, κατά το σύνηθες, το παιδίον, επλησίασε το στόμα της εις τους οφθαλμούς του, και βλέπουσα το πάθος όπου είχεν εις τους οφθαλμούς του, είπεν· «Εάν σεις μου δώσετε την χάριν ταύτην και απολαύσετε την τράπεζάν μας, θέλω σας αντιδώσω και εγώ μισθόν, όχι ανάξιον της τοιαύτης τιμής και χάριτος». Η δε μήτηρ είπε· «Ποίον μισθόν έχεις να μας δώσης»; Απεκρίθη η μακαρία· «Έχω να σας δώσω ένα ιατρικόν δια να ιατρευθή το πάθος του οφθαλμού του τέκνου σας». Αυτή η υπόσχεσις της Αγίας ηγγέλθη εις εμέ, και δια τούτο χαρούμενοι εμείναμεν. Όταν δε ετελείωσεν η τράπεζα, εκινήσαμεν με χαράν εις τον δρόμον, διηγούμενοι ο εις εις τον άλλον όσα είδομεν και ηκούσαμεν εις τους ιερούς εκείνους τόπους· εγώ διηγούμην τα των ανδρών, η δε σύζυγός μου διηγείτο καταλεπτώς εκείνα όπου είδε και ήκουσεν από την μακαρίαν, δεν ήθελε δε να αφήση ουδέ αυτά τα παραμικρά. Εκεί λοιπόν όπου διηγείτο ταύτα, και ήλθεν εις τα λόγια όπου υπεσχέθη η Αγία, ότι θέλει ιατρεύσει το τέκνο μας, έκοψε την διήγησιν και είπεν· «Ωχ! Και τι είναι τούτο όπου επάθομεν; Πως ελησμονήσαμεν να λάβωμεν το ιατρικόν όπου μας υπεσχέθη»; Επειδή δε ελυπούμην και εγώ δια την αμέλειαν ταύτην και την επρόσταξα να επιστρέψη οπίσω γρήγορα, δια να το λάβη, κατά τύχην εγύρισε το παιδίον να κοιτάξη εις την μητέρα του, το οποίον είχεν η τροφός εις τας χείρας της, ευθύς δε όπου εκοίταξεν εις τους οφθαλμούς του τέκνου η μήτηρ του, από την χαράν της μου λέγει με μεγάλην φωνήν· «Μη λυπείσαι δια το ιατρικόν, διότι δεν υστερήθημεν από εκείνο όπου μας έταξεν η Αγία· επειδή το ιατρικόν της ήτο η θεραπεία, όπου έκαμεν εις το τέκνον μας δια μέσου της προσευχής της, και δεν έμεινεν εις τον οφθαλμόν του κανένα σημείον πάθους, όπου να μη θεραπευθή από το ιατρικόν της». Ταύτα δε λέγουσα, έλαβεν εις τας αγκάλας της το τέκνον, και το έβαλεν εις τας χείρας μου. Τότε και εγώ, βλέπων το τοιούτον θαυμάσιον, ενεθυμήθην τα θαύματα του Κυρίου μας όπου δεν τα πιστεύουν μερικοί, και είπα·»Και τι μεγάλον πράγμα είναι να θεραπεύωνται οι τυφλοί δια χειρός του Κυρίου, αφού η δούλη του, με την πίστιν όπου έχει εις τον Θεόν, έκαμε το τοιούτον θαύμα, όπου δεν είναι κατώτερον από εκείνα»; Ταύτα διηγούμενος εις εμέ ο επίσημος εκείνος συγγενής μας, έκοψε τον λόγον, και ήρχισεν να τρέχουν τα δάκρυα από τους οφθαλμούς του. Ταύτα και άλλα τοιαύτα θαυμάσια της μακαρίας Μακρίνης ήκουσα από εκείνους όπου έζησαν μαζί με αυτήν, και ήξευραν με ακρίβειαν την ζωήν της, τα οποία δεν τα λέγω, διότι φαίνονται απίστευτα εις τους πολλούς· διότι οι περισσότεροι άνθρωποι, κατά το μέτρον της ιδικής των γνώσεως, κρίνουν και εκείνα όπου ακούουν· εκείνο δε όπου υπερβαίνει τα μέτρα της ιδικής των γνώσεως, το νομίζουν με τας υποψίας των πως είναι ψευδές και δεν το πιστεύουν· δια τούτο σιωπώ και εγώ την παράδοξον εκείνην καρποφορίαν όπου έκαμεν η μακαρία εις τον καιρόν του λιμού, όπου ο σίτος όπου έδιδεν από την αποθήκην και τον διεμοίραζεν εις τους πτωχούς ουδόλως ωλιγόστευεν, αλλά έμενεν ο ίδιος και άλλα ακόμη παραδοξότερα από αυτό, καθώς ήσαν αι θεραπείαι όπου έκαμνεν εις τους ασθενείς, αι ιατρείαι των δαιμονιζομένων, αι προφητείαι όπου έλεγε περί των μελλόντων. Ταύτα τα θαύματα εκείνοι όπου έχουν γνώσιν ακριβή και τελείαν τα πιστεύουν ότι είναι αληθινά και αν έτι φαίνονται απίστευτα, διότι το θαύμα είναι υπέρ φύσιν· εκείνοι δε όπου είναι αμελείς εις τον νουν και σαρκικοί, νομίζουν πως είναι αδύνατα· ούτοι δεν ηξεύρουν, ότι κατά την αναλογίαν της πίστεως, έτσι δίδονται και τα θεία χαρίσματα, μικρά μεν εις τους ολιγοπίστους, μεγάλα δε εις εκείνους όπου έχουν μεγάλην την ευρυχωρίαν της πίστεως. Δια τούτο λέγω, δια να μη ζημιωθούν οι ολιγόπιστοι όπου δεν πιστεύουν εις τα χαρίσματα του Θεού, παρήτησα και εγώ, και δεν έγραψα τα παραδοξότερα θαύματα, όπου έκαμεν ο Θεός δια μέσου της μεγάλης Μακρίνης, στοχαζόμενος ότι εκείνα όπου έγραψα είναι αρκετά εις την περιγραφήν της πολιτείας της· ης ταις πρεσβείαις αξιωθείημεν της βασιλείας των Ουρανών. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Κ΄ (20) Ιουλίου, η ως εις Ουρανόν πυρφόρος ανάβασις του Αγίου ενδόξου Προφήτου ΗΛΙΟΥ του Θεσβίτου

Δημοσίευση από silver »


Ηλίας ο ένδοξος Προφήτης ήτο υιός Σωβάκ, καταγόμενος εκ Θέσβης, πόλεως της Γαλαάδ πέραν του Ιορδάνου, εκ της φυλής του Ααρών, η δε Θέσβη, εξ ης και θεσβίτης εκλήθη ο Άγιος, ήτο δεδομένη εις τους ιερείς. Όταν δε ούτος εγεννήθη, είδεν ο πατήρ του Σωβάκ οπτασίαν, ότι άνδρες λευκοφόροι τον ωνόμαζον Ηλίαν (όπερ δηλοί Θεός ή θείος, παραγόμενον εκ του Ηλί, το οποίον σημαίνει εβραϊστί Θεός), ότι τον εσπαργάνωναν με πυρ, και πυρ έδιδον εις αυτόν να φάγη. Όθεν μεταβάς εις την Ιερουσαλήμ εφανέρωσε την οπτασίαν ταύτην εις τους ιερείς, οι οποίοι είπον εις αυτόν δια χρηματισμού προφητικού και αποκαλύψεως ταύτα· «Μη φοβηθής, ω άνθρωπε, ότι η κατοίκησις του τέκνου θα είναι φως, ο λόγος του απόφασις, η ζωή του κατά Κύριον, και ο ζήλος του θα φανή ευάρεστος εις τον Θεόν, θέλει δε κρίνει τον Ισραήλ δια πυρός και μαχαίρας». Ούτος ο Άγιος ήκμασε περί τα εννεακόσια έτη προ της ελεύσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και προεφήτευσεν έτη είκοσι πέντε (921- 896 π.Χ.), ας ίδωμεν δε ποία και πόσα έργα και θαύματα έκαμεν. Γράφει το βιβλίον της Παλαιάς Διαθήκης, όπερ ονομάζεται Βασιλειών Τρίτη, εις το τέλος του δεκάτου έκτου Κεφαλαίου, ότι εις την πόλιν Σαμάρειαν, καθώς και εις τα περίχωρα της Ιερουσαλήμ, εβασίλευεν εις βασιλεύς Αχαάβ ονομαζόμενος, υιός του Αμβρί. Ούτος ήτο ασεβής και δεν επίστευεν εις τον αληθινόν Θεόν, επήρε δε και γυναίκα την Ιεζάβελ, την θυγατέρα του βασιλέως των Σιδωνίων, Ιεθεβαάλ· τόσον δε εγκατέλειψε τον Θεόν, όστις εποίησε τον ουρανόν και την γην, ώστε έκαμε Ναόν ειδωλικόν, έστησε δε και μέγα είδωλον, ίνα προσκυνή τον θεόν των Ελλήνων, τον οποίον οι μεν Έλληνες ωνόμαζον Δία, οι δε Εβραίοι Βάαλ. Εις εκείνας τας ημέρας ήτο και ο Προφήτης Ηλίας, βλέπων δε τον βασιλέα ότι αφήκε τον αληθινόν Θεόν και προσκυνεί είδωλα κωφά και αναίσθητα, αυτός και ο λαός άπας, είπε· «Ζη Κύριος ο Θεός των δυνάμεων, ο Θεός του Ισραήλ, ενώπιον του οποίου παρίσταμαι εγώ· να μη γίνη πλέον δρόσος ουδέ βροχή εις την γην, ειμή μόνον πάλιν δια του λόγου μου». Αφού είπε ταύτα ήλθε λόγος Κυρίου προς τον Ηλίαν λέγων· «Φύγε απ’ εδώ κατά ανατολάς και κρύψου εις τον χείμαρρον όπου είναι απέναντι του Ιορδάνου ποταμού και ονομάζεται Χοράθ, θέλεις δε πίνει νερόν από τον ποταμόν και εγώ θέλω προστάξει τους κόρακας να σε τρέφουν εκεί». Τότε ο Προφήτης έκαμε κατά τον λόγον του Κυρίου, και εκάθισεν εις τον χείμαρον Χοράθ, οι δε κόρακες του έφερναν κάθε πρωϊ άρτον, το δε δειλινόν του έφερναν κρέας, έπινε δε και νερόν από τον λάκκον. Εάν δε ερωτήση τις διατί ο Θεός επρόσταξε τους κόρακας να τρέφουν τον Προφήτην και όχι άλλο πτηνόν, γνωρίσατε ότι οι κόρακες είναι κατά πολύ μισότεκνοι, διότι έχουν συνήθειαν, όταν βγάλουν τα πουλιά των, δεν τα τρέφουν καθώς και τα άλλα πτηνά, αλλά τα αφήνουσι μόνα εις την φωλεάν και αναχωρούν· εκείνα δε πεινώντα και ζητούντα τροφήν, κράζουν φωνάς προς τον Θεόν, ο δε Θεός ευσπλαγχνιζόμενος ταύτα στέλλει τα ζωϋφια τα μικρά, μυίας δηλονότι και ακρίδας και άλλα τοιαύτα, τα οποία πετούν πλησίον του στόματος των πτηνών εκείνων, τότε δε εκείνα αρπάζουν τα ζωϋφια και διατρέφονται έως ότου έρχονται εις ηλικίαν και πετώσιν. Ότι δε αληθής είναι ο λόγος ούτος και ο συγγραφεύς του Ιώβ βεβαιών τούτο λέγει εν τω τριακοστώ ογδόω Κεφαλαίω· «Τις δε ητοίμασε κόρακι βοράν; Νεοσσοί γαρ αυτού προς Κύριον κεκράγασι πλανώμενοι τα σίτα ζητούντες». Ομοίως δε και ο Προφήτης Δαυϊδ το λέγει εις τον ρμστ΄ (146) ψαλμόν: «Διδόντι τοις κτήνεσι τροφήν αυτών και τοις νεοσσοίς των κοράκων τοις επικαλουμένοις αυτόν». Επειδή λοιπόν, ως είπον, οι κόρακες είναι μισότεκνοι και δεν διατρέφουν τα παιδιά των, δια τούτο τους έστειλε και ο Θεός να διαθρέψουν τον Προφήτην, σημείον τούτο δεικνύον και λέγον προς τον Προφήτην, διότι και συ, ω Ηλία, είσαι ανελεήμων, ότι δεν λυπείσαι τα ζώα και τους ανθρώπους, αλλά με παρεκάλεσες να μη βρέξω ίνα αποθάνουν. Αυτό δε το άκαμεν ο Θεός, ως εύσπλαγχνος, ίνα λυπηθή ο Προφήτης τους ανθρώπους και ζητήση βροχήν από τον Θεόν. Αλλά ας έλθωμεν πάλιν εις την διήγησίν μας. Μετά τινας ημέρας εξηράνθη ο χείμαρρος και δεν είχε νερόν, διότι βροχή δεν έγινε παντελώς. Είπε πάλιν ο Θεός προς τον Ηλίαν· «Έγειραι και πορεύθητι εις πόλιν ονομαζομένην Σαρεφθά, ήτις είναι εις τα σύνορα της Σιδώνος, και εγώ θέλω προστάξει μίαν χήραν γυναίκα εκεί να σε διαθρέψη». Μετέβη λοιπόν ο Ηλιού και εστάθη έξω από την πύλην της πόλεως, βλέπει δε μίαν γυναίκα χήραν, ήτις συνέλεγεν ολίγα ξύλα και επέστρεφεν εις τον οίκον της· ο δε Προφήτης της είπεν· «Λάβε ολίγον ύδωρ εις αγγείον και φέρε μου να πίω». Πορευομένην δε να φέρη το ύδωρ εφώνησε πάλιν αυτήν ο Προφήτης λέγων· «Φέρε μου και ολίγον άρτον να φάγω». Απεκρίθη η γυνή· «Ζη Κύριος ο Θεός σου, άρτος δεν ευρίσκεται παρ’ εμοί, μόνον ολίγον άλευρον εις το καδίον μου, και ολίγον έλαιον εις το δοχείον και δια τούτο συλλέγω ολίγα ξύλα ίνα κάμω μικράν πήτταν, να φάγω εγώ και τα παιδιά μου και έπειτα να αποθάνωμεν από την πείναν». Ο δε Προφήτης λέγει εις αυτήν· «Έχε θάρρος, πορεύου και ποίησον καθώς λέγεις, αλλά φέρε εις εμέ πρώτον τεμάχιον άρτου και μετά ταύτα θέλεις φάγει και συ και τα παιδιά σου· διότι ούτω λέγει Κύριος ο Θεός του Ισραήλ, από το καδίον δεν θέλει ολιγοστεύσει το άλευρον και από το δοχείον δεν θέλει λείψει το έλαιον έως τας ημέρας, καθ’ ας θα εξαποστείλη ο Θεός βροχήν εις την γην». Επήγε λοιπόν η γυνή και έκαμε κατά τον λόγον του Προφήτου, και απ’ εκείνης της ημέρας δεν έλειψεν ούτε το άλευρον από το καδίον ούτε το άλαιον από το δοχείον κατά τον λόγον του Κυρίου, όστις ελαλήθη δια στόματος του Προφήτου Ηλιού. Βλέπετε, ευλογημένοι Χριστιανοί, πόσην ωφέλειαν προξενεί η ελεημοσύνη; Η γυνή εκείνη μήπως εγνώριζεν ότι είναι Προφήτης και Άγιος και του έδωκεν άρτον, τον οποίον, ούτως ειπείν, αφήρεσεν από το στόμα της και από το στόμα των τέκνων της; Ουχί· μόνον ως πτωχόν και συνάνθρωπον τον είδεν· αλλ’ επειδή ήτο ελεήμων και φιλόξενος, επροτίμησε κάλλιον να δώση εις τον πτωχόν και πεινασμένον να φάγη, παρά αυτή και τα παιδιά της. Που είναι να ακούσουν ταύτα τινές ανελεήμονες γυναίκες, όπου έρχεται ο πτωχός αδελφός του Χριστού εις την θύραν των και δεν αρκεί, ότι δεν δίδουν ολίγον άρτον, αλλά τον υβρίζουν και ονειδίζουν και με θυμόν πολύν τον αποδιώκουν; Εκείνη όμως η χήρα δεν έπραξεν ούτω, αλλά με ένα λόγον του Προφήτου εστέρησε τον εαυτόν της και το έδωκεν εις αυτόν· αλλά ιδέ και την ευλογίαν του Θεού την οποίαν απέκτησε. Πόσοι άρχοντες και αρχόντισσαι ήσαν τον καιρόν εκείνον με χιλιάδας φλωρία; Όμως απέθνησκον από την πείναν· η δε χήρα η πτωχή, με την φιλοξενίαν της, έτρωγε και έπινε με αυτάρκειαν· όχι δε μόνον αυτήν την ευλογίαν απέκτησεν, αλλά και τον υιόν της, ο οποίος απέθανε τας ημέρας εκείνας, τον ανέστησεν ο Προφήτης. Πως δε τον ανέστησεν; Ακούσατε. Ευρισκομένου του Αγίου εις τον οίκον της χήρας, ησθένησεν ο υιός της από ασθένειαν σοβαράν, έως ου απέθανε. Παρεπονέθη τότε προς τον Προφήτην η γυνή και είπεν· «Άνθρωπε του Θεού, ήλθες να αναμνήσης τας αμαρτίας μου εις τον Θεόν και να θανατωθή ο υιός μου»! Λέγει προς αυτήν ο Προφήτης· «Δος μοι τον υιόν σου». Έλαβε λοιπόν αυτόν από τας αγκάλας της και τον ανεβίβασεν εις το ανώγειον, όπου εκοιμάτο αυτός και τον έθεσεν επάνω εις την κλίνην του. Τότε τον ενεφύσησε τρις εις το πρόσωπον, είτα επεκαλέσθη τον Θεόν, και είπεν· «Ας επιστρέψη η ψυχή του παιδαρίου τούτου». Ούτω δε και εγένετο και ανέστη το παιδίον. Τότε το παρέδωκεν εις την μητέρα λέγων· «Ίδε, ζη ο υιός σου». Είπε δε η γυνή· «Τώρα εγνώρισα, ότι είσαι άνθρωπος του Θεού, και λόγος Κυρίου αληθινός είναι εις το στόμα σου». Αφού δε παρήλθον τρία έτη, έγινε λόγος Κυρίου προς τον Προφήτην Ηλίαν λέγων· «Ύπαγε και παρουσιάσθητι έμπροσθεν του Αχαάβ, ίνα δώς βροχήν επί πρόσωπον της γης». Παρουσιάσθη λοιπόν ο Προφήτης προςτον Αχαάβ, κατοικούντα εις την Σαμάρειαν· ήτο δε εκεί λιμός μέγας. Ο δε Αχαάβ εκάλεσε τον οικονόμον του, Αβδιού ονόματι, ο οποίος εφοβείτο τον Θεόν κατά πολλά· διότι η μεν Ιεζάβελ, η γυνή του Αχαάβ, εφόνευσε τους Ιερείς του Θεού του Υψίστου, εκείνος δε έλαβεν εκατόν άνδρας από αυτούς και τους έκρυψεν εις δύο σπήλαια, και τους έτρεφεν εκεί κρυφίως. Αυτόν λοιπόν εκάλεσε τότε ο Αχαάβ και του λέγει· «Ας εξέλθωμεν εις το πεδίον και εις τας πηγάς των υδάτων, μήπως εύρωμεν που χόρτον δια τους ίππους μας και τα ζώα μας, ώστε να μη εξολοθρευθώσι παντελώς». Διεμέρισαν δε την οδόν, και ο μεν Αχαάβ επορεύετο προς το ένα μέρος, ζητών βοσκήν δια τα ζώα, ο δε Αβδιού επήγεν εις άλλο μέρος. Εκεί ερχομένου του Προφήτου Ηλιού, απήντησεν αυτόν ο Αβδιού, ως δε τον είδεν, έπεσεν επί πρόσωπον αυτού και είπε· «Μη είσαι συ, κύριέ μου, ο Ηλιού»; Ο δε Προφήτης του λέγει· «Εγώ είμαι· μόνον ύπαγε και ειπέ εις τον Αχαάβ τον κύριόν σου, ότι θέλω να τον συναντήσω». Απεκρίθη ο Αβδιού· «Διατί, κύριέ μου, εκαταφρόνησες τόσον την ζωήν σου και θέλεις να θανατωθής; Ζη ο Θεός, δεν έμεινε βασιλεία ουδέ τόπος, όπου να μη έστειλεν ο Αχαάβ αναζητών σε· όσοι δε είπον, ότι δεν σε είδον, τους εθανάτωσε και τον τόπον των κατέκαυσε· συ δε τώρα μόνος σου ζητείς τον θάνατόν σου; Καλώς δε λέγεις, να υπάγω να του είπω, ότι επιθυμείς να τον συναντήσης· αλλά εάν έλθη πνεύμα Θεού και σε αρπάση και ελθών ο Αχαάβ δεν σε εύρη, δεν ηξεύρεις, ότι θα με θανατώση; Ή μήπως δεν γνωρίζεις ότι και εγώ φοβούμαι τον Θεόν, τον οποίον και συ προσκυνείς και ότι παρέλαβον εκατόν Ιερείς και τους έχω κεκρυμμένους εις δύο σπήλαια και τους τρέφω δια να μη τους φονεύση η Ιεζάβελ; Τώρα φοβούμαι να μη φονεύση η Ιεζάβελ και εμέ δια την ιδικήν σου αιτίαν». Απεκρίθη ο Προφήτης· «Ζη Κύριος ο Θεός των δυνάμεων, εις τον οποίον παρεστάθην σήμερον· πρέπει να παρουσιασθώ εις τον Αχαάβ». Επήγε λοιπόν ο Αβδιού και ευρών τον Αχαάβ του είπε καταλεπτώς την υπόθεσιν. Ερχόμενος δε ο Αχαάβ δια να συναντήση τον Προφήτην Ηλίαν, είδε μακρόθεν αυτόν και του είπε· «Συ είσαι, όστις διαστρέφεις τον λαόν»; Απεκρίθη ο Προφήτης· «Δεν τον διαστρέφω εγώ, αλλά συ και ο οίκος του πατρός σου, οίτινες αφήσατε Κύριον τον Θεόν και προσκυνείτε τον Βάαλ. Λοιπόν τώρα ύπαγε, στείλε και σύναξε όλους τους ιερείς των ειδώλων να έλθουν προς με εις το όρος Καρμήλιον, και τους τετρακοσίους πεντήκοντα ιερείς του Βάαλ και τους άλλους υπολοίπους ιερείς της αισχύνης, τους οποίους ωνόμαζον οι Έλληνες της Αφροδίτης, και τους τετρακοσίους ιερείς των Αλσών, δηλαδή των Ναών, οι οποίοι ευρίσκοντο υποκάτω των δένδρων, οι οποίοι τρώγουν τον άρτον της Ιεζάβελ· όλοι ας έλθουν εκεί». Τότε έστειλεν ο Αχαάβ και έφερεν όλους τους ιερείς εις το Καρμήλιον όρος. Αφού λοιπόν εσυνάχθησαν όλοι, λέγει προς αυτούς ο Προφήτης· «Έως πόυε θα χωλαίνετε και από τους δύο πόδας; Εάν είναι Κύριος ο Θεός, υπάγετε με αυτόν». Ο δε λαός δεν απεκρίθη λόγον. Τους λέγει πάλιν ο Προφήτης· «Εγώ έμεινα μόνος Προφήτης Κυρίου του Θεού, οι δε ιερείς του Βάαλ και της αισχύνης και των Αλσών είναι χίλιοι διακόσιοι· φέρετε λοιπόν δύο βόας, ας πάρουν δε αυτοί τον ένα και εγώ τον άλλον και ας τον σφάξουν, πυρ όμως εις τον βωμόν να μη ανάψουν, να σφάξω δε και εγώ τον άλλον και να σωρεύσω ξύλα, πυρ δε και εγώ να μη ανάψω και ας κάμωμεν προσευχήν εις το όνομα του Θεού μας. Όποιος δε Θεός εισακούση και στείλη πυρ να κατακαύση τον βουν, εκείνος είναι Θεός αληθινός». Απεκρίθη τότε όλος ο λαός και είπε· «Καλοί και δίκαιοι είναι οι λόγοι ους ελάλησας». Τότε λοιπόν λέγει ο Προφήτης προς τους ιερείς της αισχύνης· «Λάβετε σεις πρώτον τον ένα, σφάξατέ τον και προσφέρετε θυσίαν εις τον Βάαλ, παρακαλέσατε δε τον θεόν σας να σας στείλη πυρ». Έλαβον λοιπόν τον βουν και τον έσφαξαν επί του βωμού, κατόπιν εκύκλωσαν γύρωθεν τον βωμόν, και από πρωϊας μέχρι μεσημβρίας έκραζον μεγαλοφώνως λέγοντες· «Επάκουσον ημών, Βάαλ, επάκουσον ημών εν πυρί». Αλλ’ ουδέ η ελαχίστη φωνή του θεού των ηκούετο, ουδ’ αυτός είχε ώτα να τους ακούση. Τότε λοιπόν ο Προφήτης κατεγέλασε και τους είπε· «Κράξατε περισσότερον, διότι ίσως κοιμάται ή δεν έχει καιρόν και δεν σας ακούει». Εκείνοι δε περιεφέροντο γύρωθεν του βωμού και έκραζον με φωνάς μεγάλας· έτυπτον δε τα στήθη των, μέχρις αιματώσεως, αλλά ματαίως εκοπίαζον, έως ου ήλθε το δειλινόν, αλλά δεν εφάνη κανέν σημείον. Τότε λέγει προς τους ιερείς ο Προφήτης· «Παραμερίσατε να κάμω και εγώ την προσευχήν μου». Έλαβε τότε δώδεκα λίθους, κατά τον αριθμόν των δώδεκα φυλών του Ισραήλ και έκτισε θυσιαστήριον δια τον Θεόν, έπειτα έκαμε λάκκον, ο οποίος εχωρούσε δύο φορτία σίτου, γύρωθεν του θυσιαστηρίου. Μετά ταύτα εμέλισε τον άλλον βουν και τον έβαλεν επάνω εις τα ξύλα τα ξηρά, και λέγει προς τον λαόν· «Λάβετε τέσσαρας κάδους ύδωρ και χύσατε επάνω εις τον βουν και εις τα ξύλα». Και εποίησαν ούτως· είπε πάλιν· «Χύσατε δεύτερον». Και εδευτέρωσαν. Λέγει πάλιν· «Χύσατε τρίτον». Έχυσαν τότε εκ τρίτου· το δε ύδωρ εκείνο επλήρωσε τον λάκκον και περιεχύθη γύρωθεν αυτού. Πλην μάθετε και τούτο, ότι αι τρεις φοραί όπου είπεν ο Προφήτης να χύσουν νερόν ήσαν εις τύπον της Αγίας Τριάδος, οι δε τέσσαρες κάδοι ήσαν εις τύπον των τεσσάρων Ευαγγελιστών, εδήλουν δε ότι η παναιτία και ζωαρχική Τριάς με το ύδωρ, ήτοι την διδαχήν των τεσσάρων Ευαγγελιστών, επότισε τας κεχερσωμένας ψυχάς των Εθνών. Αλλά ας έλθωμεν εις τον λόγον μας. Αφού λοιπόν ούτως εποίησεν ο λαός, ανέβλεψε ο Προφήτης εις τον ουρανόν και είπε· «Κύριε ο Θεός Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ, επάκουσόν μου σήμερον εν πυρί, ίνα γνωρίση ο λαός ούτος, ότι συ είσαι Κύριος ο Θεός του Ισραήλ, και εγώ ειμί δούλος σου, και ότι δι’ εσέ έκαμα τα έργα ταύτα. Επάκυσόν μου, Κύριε, επάκουσόν μου εν πυρί, ίνα εννοήση ο λαός, ότι συ είσαι Θεός αληθινός, και συ επέστρεψας την καρδίαν του λαού τούτου οπίσω σου». Λέγοντος ταύτα του Προφήτου, παρευθύς έπεσε πυρ παρά Κυρίου εκ του ουρανού και κατέφαγε τον βουν, τα ξύλα και το ύδωρ, όπερ ήτο εις τον λάκκον, αλλά και αυτούς τους λίθους έως και το χώμα έγλειψε το πυρ. Τότε έπεσε πας ο λαός επί πρόσωπον αυτών και είπον· «Αληθώς Κύριος είναι ο Θεός· αυτός είναι Θεός αληθής». Είπε τότε ο Προφήτης προς τον λαόν· «Συλλάβετε τους ιερείς του Βάαλ, κανείς να μη μείνη από αυτούς». Συνέλαβον τότε αυτούς, ο δε Προφήτης τους κατεβίβασεν εις ένα ξηροπόταμον, όστις ονομάζεται χείμαρρος Κισσών, εκεί δε κατέσφαξεν αυτούς. Μετά ταύτα είπε προς τον Αχαάβ· «Ύπαγε, φάγε και πίε, ότι ακούω την βροχήν όπου έρχεται». Και ο Αχαάβ έπραξεν ως προσετάχθη· ο δε Προφήτης Ηλίας ανέβη εις το όρος, και κύψας επί την γην, έβαλε το πρόσωπόν του εν μέσω των γονάτων αυτού. Μετά δε ώραν εστράφη προς τον υπηρέτην του, όστις λέγουσιν, ότι ήτο ο Προφήτης Ιωνάς, ο υιός της χήρας, τον οποίον ανέστησεν ο Προφήτης Ηλίας, περί του οποίου προείπομεν, και του λέγει· «Βλέψον προς την θάλασσαν, ίνα ίδης τι έρχεται». Είδεν ο υπηρέτης, αλλ’ ουδέν εφάνη. Πάλιν λέγει ο Προφήτης· «Βλέψον έως επτά». Εποίησε καθώς προσετάχθη, την δε εβδόμην είδε νέφος μικρόν, ως πάτημα ανθρώπου, όπερ ηγείρετο από την θάλασσαν. Τότε λέγει ο Προφήτης εις εκείνον τον υπηρέτην του· «Ύπαγε και ειπέ εις τον Αχαάβ να ζεύξη την άμαξάν του, να προφθάση εις την οικίαν του, διότι θέλει κινδυνεύσει από την βροχήν». Εποίησε τότε ο βασιλεύς Αχαάβ ούτω· τόση δε πολλή βροχή ήλθεν, ώστε δεν επρόφθασε να υπάγη εις την Σαμάρειαν την πόλιν, εις τα βασίλειά του, αλλά εισήλθεν εις πόλιν τινα Ιεζράελ ονομαζομένην. Εις την πόλιν αυτήν εισήλθε και ο Προφήτης Ηλίας, φεύγων την πολλήν βροχήν όπου εγίνετο. Μετά τινας ημέρας, αφού έπαυσεν η βροχή, ήλθεν ο Αχαάβ εις την Σαμάρειαν και διηγήθη εις την γυναίκα του Ιεζάβελ πάντα όσα εποίησεν Ηλίας και ότι εφόνευσε τους ιερείς του Βάαλ. Η δε μιαρά εκείνη γυνή, ως ήκουσεν ότι ο Προφήτης Ηλίας εφόνευσε τους ιερείς, έστειλεν εις αυτόν ανθρώπους και είπον· «Εάν συ είσαι ο Ηλίας, και εγώ είμαι η Ιεζάβελ. Μάθε λοιπόν ότι εις αυτά που επέτρεψεν ο Θεός και έγιναν έχουν να προστεθούν και ταύτα· αύριον αυτήν την ώραν θα φονεύσω και εγώ σε, ως συ εφόνευσες εκείνους». Ταύτα ως ήκουσεν ο Προφήτης Ηλίας, άνθρωπος ήτο και αυτός, εφοβήθη και ηγέρθη να φύγη, φεύγων δε ήλθεν εις μίαν χώραν Βηρσαβεέ λεγομένην, ήτις ήτο εις τα σύνορα της Ιουδαίας. Εκεί αφήκε το παιδάριον, τον υπηρέτην, ο οποίος ήτο ο Ιωνάς, ως προείπον, αυτός δε επορεύθη εις την έρημον, μιάς ημέρας οδόν. Αγανακτημένος δε επήγε και εκάθησε κάτωθεν ενός δένδρου, το οποίον εβραϊστί μεν λέγεται Ραθμάν, ελληνιστί δε το λέγουν Άρκευθον, το οποίον γίνεται μόνον εις τον τόπον της Παλαιστίνης, είναι δε παρόμοιον ως κέδρος. Εκεί όπου εκάθητο στενοχωρημένος και απηλπισμένος και εζήτει από τον Θεόν τον θάνατον, απεκοιμήθη και ιδού Άγγελος Κυρίου ήλθε και ήγειρεν αυτόν λέγων· «Έγειραι και φάγε». Ηγέρθη ο Προφήτης και βλέπει ότι επάνω του μέρους της κεφαλής του ήτο μία πήττα άρτου από βρίζαν και δοχείον με ύδωρ. Έφαγε τότε και πάλιν απεκοιμήθη. Επήγε δε πάλιν ο Άγγελος εκ δευτέρου και του λέγει· «Έγειραι, φάγε και πίε, ότι πολλήν οδόν έχεις να περιπατήσης». Πάλιν δε ηγέρθη και έφαγε και έπιε. Με την δύναμιν του φαγητού εκείνου επεριπάτησεν ο Προφήτης Ηλίας τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας, έως ου επήγεν εις το όρος το λεγόμενον Χωρήβ, το οποίον λέγεται εις την Γραφήν και Σινά, διότι το Σίναιον όρος έχει δύο κορυφάς και η μεν μία κορυφή λέγεται Σινά, η δε άλλη λέγεται Χωρήβ, εις την οποίαν είδε και ο Μωϋσής την βάτον καιομένην και μη καταφλεγομένην. Εις αυτήν επορεύθη και ο Προφήτης και εισήλθεν εις ένα εκεί σπήλαιον, και ιδού λόγος Κυρίου εγένετο προς αυτόν λέγων· «Διατί ήλθες εδώ, Ηλία»; Είπεν ο Προφήτης· «Ηγάπησεν η ψυχή μου τον Παντοκράτορα Κύριον, διότι σε εγκατέλιπον οι υιοί του Ισραήλ, τα θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν, τους Προφήτας σου εφόνευσαν, μόνον δε εγώ έμεινα Προφήτης μονώτατος και ζητούσι και την ιδικήν μου ζωήν να την αφαιρέσουν». Τότε ηκούσθη φωνή Κυρίου λέγουσα· «Να εξέλθης αύριον και να σταθής έμπροσθεν του Κυρίου εις το όρος τούτο. Και ιδού θέλει έλθει ο Κύριος. Θέλει δε γίνει τότε άνεμος δυνατός, να εξολοθρεύση τα όρη και τας πέτρας, αλλά δεν θέλει είναι εκεί ο Κύριος. Έπειτα θέλει γίνει σεισμός, αλλ’ ουδέ εκεί θέλει είναι. Μετά τον σεισμόν θέλει γίνει πυρ, αλλ’ ούτε εκεί θέλει είναι ο Κύριος. Μετά το πυρ θέλει γίνει φωνή πνοής λεπτής, εκεί θέλει είναι ο Κύριος». Τούτο προέλεγε την θεωρίαν, την οποίαν είδεν ο Προφήτης εις το όρος Θαβώρ, δηλαδή την Μεταμόρφωσιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ακόμη δε ότι η φωνή εκείνη θέλει είναι ο Πρόδρομος Ιωάννης, ο οποίος ήτο η φωνή του Λόγου. Αλλά ταύτα έγιναν μετά ταύτα. Ως ήκουσεν ο Προφήτης τούτον τον λόγον του Κυρίου, εκάλυψε το πρόσωπόν του με την μηλωτήν του και εξήλθε και εστάθη εις την είσοδον του σπηλαίου. Τότε ιδού πάλιν φωνή εγένετο εκ Θεού προς αυτόν λέγουσα· «Τι περιμένεις εδώ, Ηλία»; Και είπεν ο Ηλίας τα ίδια όπου είπε και την πρώτην φοράν. Λέγει ο Κύριος· «Εγείρου και ύπαγε όπισθεν εις την οδόν σου, και να υπάγης εις την Δαμασκόν την πόλιν, να χρίσης τον Αζαήλ εις βασιλέα της Συρίας και τον Ιηού τον υιόν του Ναμεσσί να χρίσης εις βασιλέα επί τον Ισραήλ, και τον Ελισσαιέ, τον υιόν του Σαφάτ, όπου είναι από την χώραν την Αβελμανουλάν, να τον χρίσης εις Προφήτην, ίνα αντικαταστήση σε». Ανεχώρησε λοιπόν εκείθεν ο Προφήτης Ηλίας και ευρίσκει τον Ελισσαιέ, όστις εκαλλιέργει αγρόν. Παρευθύς έρριψε τότε ο Ηλίας την μηλωτήν του επάνω αυτού· ο δε Ελισσαιέ, καταλιπών τα πάντα, ηκολούθησεν έκτοτε τον Προφήτην Ηλίαν και εγένετο μαθητής και υπηρέτης αυτού. Μετά ταύτα ήτο άνθρωπος τις από τα περίχωρα της Σαμαρείας, ονόματι Ναβουθαί, όστις είχεν άμπελον πλησίον εις το αλώνιον του Αχαάβ, του βασιλέως της Σαμαρείας. Ο δε Αχαάβ, ζηλοτυπών την άμπελον εκείνην, είπεν εις τον Ναβουθαί· «Δος μοι την άμπελόν σου να κάμω κήπον λαχάνων, διότι είναι πλησίον εις τον οίκον μας, και να σου δώσω άλλην αντ’ αυτής. Ει δε και δεν θέλεις να λάβης άλλην άμπελον, λάβε χρήματα δια την τιμήν της». Του λέγει ο Ναβουθαί· «Να μη μου γίνη αύτη η εγκατάλειψις από τον Θεόν μου, να δώσω την πατρικήν μου κληρονομίαν εις άλλον άνθρωπον». Αποτυχών ο Αχαάβ, επέστρεψε λυπημένος εις τον οίκον του, και την εσπέραν από την λύπην του δεν έφαγε, αλλ’ εκοιμήθη νήστις. Η δε μιαρά γυνή αυτού Ιεζάβελ, ως είδεν αυτόν λυπημένον, τον ηρώτησε· «Τι έχεις, ω κύριέ μου, και είσαι ούτω πικραμένος»; Της λέγει εκείνος· «Εζήτησα από τον Ναβουθαί τον Ισραηλίτην την άμπελόν του να την μεταβάλω εις κήπον, και αυτός μοι απεκρίθη· «Να μη δώση ο Θεός να πωλήσω την πατρικήν μου κληρονομίαν». Του λέγει η μιαρά Ιεζάβελ· «Εγέρθητι, κύριέ μου, φάγε και χαίρου, και αύριον θα ενεργήσω εγώ, ώστε να κληρονομήσης χωρίς πληρωμήν την άμπελον του Ναβουθαί». Ο Αχαάβ την εσπέραν εκείνην επαρηγορήθη. Η δε μιαρά Ιεζάβελ γράφει το πρωϊ επιστολήν και σφραγίζει αυτήν με την σφραγίδα του Αχαάβ, απέστειλε δε ταύτην προς τους συμπολίτας του Ναβουθαί, τους εχθρούς του, λέγουσα εις αυτούς· «Να βάλετε ψευδο μάρτυρας κατά του Ναβουθαί, ότι ύβρισε τον Θεόν και τον βασιλέα και να τον λιθοβολήσετε». Εκείνοι δε, προς χάριν της βασιλίσσης, εψευδομαρτύρησαν κατά του Ναβουθαί και ελιθοβόλησαν αυτόν. Μετά ταύτα οι άνθρωποι εκείνοι έστειλαν μήνυμα εις την Ιεζάβελ, λέγοντες· «Καθώς διετάχθημεν, ούτως έγινεν· παρουσιάσαμεν μάρτυρας ότι ο Ναβουθαί ύβρισε τον Θεόν και τον βασιλέα και τον ελιθοβολήσαμεν, και ιδού απέμεινεν η κληρονομία του έρημος». Τότε η μιαρά εκείνη γυνή Ιεζάβελ, ως έγινε το θέλημά της, είπε προς τον άνδρα της, τον Αχαάβ· «Ιδού απέμεινεν η άμπελος του Ναβουθαί έρημος· όρισε λοιπόν να είναι της βασιλείας σου». Ενώ δε ανεχώρει ο Αχαάβ δια να υπάγη εις την άμπελον εκείνην, είπε Κύριος ο Θεός προς τον Προφήτην Ηλίαν· «Ύπαγε εις συνάντησιν του βασιλέως Αχαάβ της Σαμαρείας, όστις υπάγει να κληρονομήση τον αμπελώνα του Ναβουθαί, και ειπέ προς αυτόν· «Συ έρχεσαι να κληρονομήσης τον αμπελώνα του Ναβουθαί, αλλ’ ούτω λέγει Κύριος ο Θεός· «Εις τον τόπον όπου εχύθη το αίμα του Ναβουθαί, να χυθή και το ιδικόν σου, ως και της μιαράς Ιεζάβελ, της οποίας το αίμα να γλείψωσιν οι κύνες, διότι εζηλεύσατε την άμπελον του γείτονός σας και εκάματε πάντα τρόπον αδικίας δια να την κληρονομήσετε· και άνθρωπος από την γενεάν σου να μη μείνη ήσυχος εις την βασιλείαν». Ταύτα ακούσας ο Προφήτης επήγε καθώς προσετάχθη, και τα είπεν εις τον Αχαάβ. Ο δε Αχαάβ, ως ήκουσε ταύτα, έκλαυσε και ενεδύθη σάκκον, και ενήστευσε μετανοών δια την αμαρτίαν του. Ο δε Θεός εδέχθη την μετάνοιάν του, και πάλιν είπε προς τον Προφήτην· «Βλέπεις πως εμετανόησεν ο Αχαάβ; Δια τούτο δεν θα δώσω την οργήν μου εις τας ημέρας του, αλλά εις τας ημέρας του υιού αυτού». Τούτο δε και εγένετο αληθές κατά τον λόγον του Θεού. Διότι μετά τον θάνατον του Αχαάβ εβασίλευσεν εις την Σαμάρειαν ο υιός αυτού, Οχαζίας ονόματι, ο οποίος έπαυσε να προσκυνή τον μόνον αληθή Θεόν, και προσεκύνει τα άψυχα και αναίσθητα είδωλα, όπως και οι Έλληνες. Μίαν δε των ημερών, αφού πλέον είχεν αποθάνει ο Αχαάβ, πεσών ο νέος βασιλεύς Οχαζίας από τον εξώστην του παλατίου του, ησθένησε. Δεν εζήτησεν όμως ιατρείαν από τον Θεόν, όστις δίδει την υγείαν εις τους ασθενείς, αλλ’ είπεν εις τους ανθρώπους του· «Υπάγετε εις την πόλιν Ακκαρών, εκεί είναι μία μάντις του Βάαλ· εκείνην ερωτήσατε δια την ασθένειάν μου». Πορευομένων δε των ανθρώπων, Άγγελος Κυρίου ελάλησε προς τον Προφήτην Ηλίαν λέγων· «Ύπαγε εις συνάντησιν των ανθρώπων του Οχοζίου και ειπέ προς αυτούς· «Δεν είναι ο Θεός εις την Ιερουσαλήμ, όστις δίδει την υγείαν, αλλά ζητείτε μάντεις; Δια τούτο ούτω λέγει Κύριος ο Θεός: Από την κλίνην, όπου κατάκειται ο βασιλεύς, δεν θέλει εγερθή, αλλ’ εκεί θέλειαποθάνει». Επήγε τότε ο Προφήτης και είπε προς τους ανθρώπους του βασιλέως τον λόγον του Κυρίου, εκείνοι δε επιστρέψαντες ανήγγειλαν εις τον βασιλέα ότι εις άνθρωπος μας συνήντησε καθ’ οδόν, και μας είπε τούτους τους λόγους. Τους ηρώτησεν ο βασιλεύς· «Τι είδους άνθρωπος ήτο εκείνος»; Λέγουν αυτοί· «Άνθρωπος ήτο, με κόμην μακράν, είχε δε ζώνην δερματίνην εζωσμένην περί την οσφύν του». Λέγει ο βασιλεύς· «Ηλίας ο Θεσβίτης είναι· αλλά σπεύσατε, εις πεντηκόνταρχος να παραλάβη πεντήκοντα στρατιώτας και να υπάγη να τον φέρη». Επήγεν ο πεντηκόνταρχος εις το όρος και ευρών τον Προφήτην, είπε· «Άνθρωπε του Θεού, ο βασιλεύς σε καλεί να κατέλθης». Απεκρίθη ο Προφήτης και είπεν· «Εάν εγώ είμαι άνθρωπος του Θεού, να κατέλθη πυρ από τους ουρανούς να καταφάγη σε και τους ανθρώπους σου». Παρευθύς, με τον λόγον του Προφήτου, κατήλθε πυρ εξ ουρανού και κατέφαγε τον πεντηκόνταρχον και τους πεντήκοντα στρατιώτας αυτού. Ως έμαθεν ο βασιλεύς την υπόθεσιν, απέστειλε πάλιν δεύτερον πεντηκόνταρχον με άλλους πεντήκοντα ανθρώπους. Ομοίως όμως και εκείνους δια προσευχής κατέκαυσεν ο Προφήτης. Έστειλε τότε και τρίτον πεντηκόνταρχον, με άλλους τόσους ανθρώπους. Εκείνος δε ο τρίτος εστάθη από μακρόθεν, έπεσεν εις την γην και εδεήθη του Αγίου λέγων· «Άνθρωπε του Θεού, μη οργισθής εναντίον μου, όπως ωργίσθης κατά του πρώτου και δευτέρου πεντηκοντάρχου και των ανθρώπων αυτών, αλλά λυπήσου με, κατάβηθι, ίνα έλθης εις τον βασιλέα». Τότε Άγγελος Κυρίου είπε προς τον Προφήτην· «Μη φοβηθής, μόνον ύπαγε και μόνος σου εις τον βασιλέα Οχοζίαν». Επήγε λοιπόν ο Ηλίας και ήλεγξε τον βασιλέα, κατά την εντολήν του Κυρίου και εγένετο το τέλος αυτού, εν έτει 896 π.Χ. καθώς προείπεν ο Προφήτης Ηλίας. Μετά δε τον θάνατον τούτου εβασίλευσεν άλλος υιός του Αχαάβ, Ιωράμ ονόματι. Εις τας ημέρας τούτου του βασιλέως ηθέλησεν ο Θεός να πάρη τον Προφήτην Ηλίαν από της παρούσης προσκαίρου ζωής. Τότε παρέλαβεν ο Προφήτης Ηλίας τον μαθητήν του Ελισσαίον, και επήγαν εις τινα τόπον, ονομαζόμενον Γάλγαλα. Εκεί είπεν ο Ηλίας προς τον Ελισσαίον· «Κάθισε συ εδώ, διότι εμέ με απέστειλεν ο Θεός να υπάγω έως την πόλιν Βαιθήλ». Απεκρίθη ο Ελισσαίος· «Ζη Κύριος, και ζη η ψυχή σου, δεν θέλω σε αφήσει». Ήλθον τότε και οι δύο εις την Βαιθήλ· οι δε άνθρωποι όπου ήσαν εις την Βαιθήλ, τέκνα όντες των Προφητών, είπον προς τον Ελισσαίον· «Γνωρίζεις, ότι σήμερον ο Θεός θέλει να παραλάβη τον γέροντά σου»; Λέγει ο Ελισσαίος· «Και εγώ το γνωρίζω, μόνον σιωπάτε». Πάλιν είπεν ο Ηλίας εις τον Ελισσαίον· «Κάθισε εδώ, διότι ο Θεός με απέστειλεν έως την Ιεριχώ». Πάλιν λέγει ο Ελισσαίος· «Ζη Κύριος, και ζη η ψυχή σου, δεν θέλω σε αφήσει». Περιπατούντες δε οι δύο, ήγγισαν εις την Ιεριχώ. Πάλιν δε εκεί οι υιοί των Προφητών είπον εις τον Ελισσαίον· «Γνωρίζεις, ότι σήμερον ο Θεός θέλει να παραλάβη τον διδάσκαλόν σου»; Λέγει και προς εκείνους ο Ελισσαίος· «Και εγώ το γνωρίζω, μόνον σιωπάτε». Πάλιν εκ τρίτου είπεν ο Ηλίας εις τον Ελισσαίον· «Κάθισε εδώ, διότι ο Θεός με απέστειλεν έως τον Ιορδάνην ποταμόν, να υπάγω μόνος». Λέγει πάλιν ο Ελισσαίος· «Ζη Κύριος, και ζη η ψυχή σου, δεν θέλω σε αφήσει». Επορεύθηησαν τότε αμφότεροι εις τον Ιορδάνην ποταμόν. Μετ’ αυτών δε ηκολούθησαν και άλλοι πεντήκοντα άνθρωποι, οι οποίοι ήσαν τέκνα των Προφητών. Τότε ο Προφήτης Ηλίας έβγαλε την μηλωτήν του και εκτύπησε τον ποταμόν, παρευθύς δε εσχίσθη εις το μέσον ο ποταμός και εγένετο οδός, από την οποίαν επέρασαν ως δια ξηράς εις το πέραν. Μετά ταύτα είπεν ο Ηλίας εις τον Ελισσαίον· «Ζήτησον να σου γίνη κανέν χάρισμα, πριν αναληφθώ από σου». Λέγει ο Ελισσαίος· «Ας γίνη η χάρις του Θεού, την οποίαν έχεις, διπλή εις εμέ». Απεκρίθη ο Ηλίας· «Μέγα χάρισμα εζήτησας, πλην, εάν με ίδης, όταν αναληφθώ, να γίνη εις σε ως εζήτησας· εάν δε δεν με ίδης, να μη γίνη». Εκεί τότε, καθώς ωμίλουν, ιδού εφάνη ως άρμα πύρινον και ίπποι πύρινοι, και ήρπασαν τον Προφήτην Ηλίαν και τον ανέβαζον ως εις τον ουρανόν. Ο δε Ελισσαίος βλέπων αυτόν υψούμενον, έκραξε μεγαλοφώνως· «Πάτερ, άρμα Ισραήλ, και ιππεύς αυτού»· όπερ ερμηνεύεται, ότι οι μεν βασιλείς των Εβραίων είχον ίππους και αμάξας και ίππευον ως εξουσιασταί, συ δε, ω Προφήτα, είσαι και άρμα και ιππεύς, και εξουσιαστής του Ισραήλ. Ταύτα λέγων ο Ελισσαίος εκράτησε την μηλωτήν του Προφήτου Ηλιού και πλέον δεν τον είδεν. Ως δε ητοιμάζετο να περάση τον Ιορδάνην και ευρίσκετο εις το χείλος του ποταμού, έλαβε την μηλωτήν του Προφήτου Ηλιού, η οποία έπεσεν επάνωθεν αυτού και με εκείνην εκτύπησε το ύδωρ, αλλά δεν εσχίσθη. Τότε είπεν ο Ελισσαίος· «Που είναι ο Θεός Ηλιού του πατρός μου»; Και μετά το ειπείν τον λόγον, πάλιν δεύτερον εκτύπησε το ύδωρ και εσχίσθη εις δύο και διεπέρασε δια ξηράς εις το πέραν. Ιδόντες δε οι υιοί των Προφητών, οίτινες ήσαν εις την Ιεριχώ, ότι ούτως εθαυματούργησεν ο Ελισσαίος, είπον· «Ανεπαύθη το πνεύμα του Προφήτου Ηλιού επί τον Ελισσαίον». Τότε εξήλθον εις συνάντησίν του, και τον επροσκύνησαν έως την γην. Ήσαν δε τότε 895 χρόνοι προ Χριστού. Τα μεν έργα και θαύματα του Προφήτου ούτως έγιναν, ευλογημένοι Χριστιανοί, καθώς εν συντόμω τα ακούσατε. Ίσως δε να ερωτήση τις, ότι επειδή η Παλαιά Διαθήκη δεν γράφει, ότι απέθανεν ο Προφήτης ούτος, αλλά ανελήφθη ως εις τον ουρανόν, άραγε απέθανε φυσικόν θάνατον, ως οι άλλοι άνθρωποι, οι τε δίκαιοι και οι αμαρτωλοί, ή είναι έως την σήμερον ζων; Εάν δε είναι ζων εις ποίον τόπον ευρίσκεται; Ή διατί είναι ζων και δεν απέθανε, και πότε θέλει αποθάνει; Προς αυτάς τας ερωτήσεις λέγομεν απόκρισιν όχι ιδικήν μας, αλλά της θείας Γραφής. Ο Προφήτης ούτος εφάνη μεν ότι ανελήφθη ως εις τον ουρανόν, καθώς το ηκούσατε, αλλά εις τον ουρανόν δεν ανέβη· δια τούτο λέγει και η Παλαιά Γραφή, ότι ανέβη ως εις τον ουρανόν, επειδή δεν είναι δυνατόν σώμα φθαρτόν να αναβή εις τον ουρανόν. Ουδέ άλλος τις ανέβη ποτέ εις τους ουρανούς μετά του σώματος, μόνον ο Χριστός, καθώς το λέγει και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης εις το τρίτον αυτού Κεφάλαιον· «Ουδείς αναβέβηκεν εις τον ουρανόν ειμή ο εκ του ουρανού καταβάς, ο υιός του ανθρώπου, ο ων εν τω ουρανώ». Ο δε Απόστολος Παύλος, εν τη προς Εφεσίους Επιστολή, εις το τέταρτον Κεφάλαιον, τούτο αποδεικνύει λέγων· «Ο καταβάς, αυτός εστι (τουτέστι ο Χριστός) και ο αναβάς υπεράνω πάντων των ουρανών, ίνα πληρώση τα πάντα». Άλλος τις εκτός από τον Χριστόν, ως είπον, δεν ανέβη εις τον ουρανόν. Αλλ’ ο Θεός, θέλων να φυλάξη τον Προφήτην Ηλίαν, δια να έλθη εις το τέλος του κόσμου να ελέγξη τον Αντίχριστον, δια τούτο άφησε μεν να φανή ότι ανελήφθη ως εις τον ουρανόν, πλην εδώ κάτω εις την γην ευρίσκεται ζων μετά του φθαρτού σώματος, αν και ημείς δεν τον βλέπομεν με τους αισθητούς οφθαλμούς ως ανάξιοι όντες της τοιαύτης θεωρίας. Εις ποίον δε τόπον ευρίσκεται ουδείς Άγιος, ούτε διδάσκαλος της Εκκλησίας μας το έγραψε, και δια τούτο μήτε ημείς δεν δυνάμεθα να αποφασίσωμεν περί του τόπου, τόσον δε μόνον γνωρίζομεν, ότι ο Θεός, όστις τον έτρεφε και άλλοτε δια κόρακος, αυτός δύναται και τώρα δι’ Αγγέλου να τον τρέφη μέχρι της συντελείας του κόσμου. Ότι δε είναι ακόμη ζων και ότι μέλλει να έλθη πάλιν σωματικώς μετά του δικαίου Ενώχ να ελέγξη τον Αντίχριστον και να διδάξη τον κόσμον να μη πιστεύσουν εις αυτόν τον πλάνον Αντίχριστον, και ότι τότε μέλλει να λάβη τον θάνατον εκ των χειρών του Αντιχρίστου, το λέγει και ο Προφήτης Μαλαχίας εις το τέταρτον Κεφάλαιον ως εκ προσώπου του Θεού· «Ιδού εγώ αποστελώ υμίν Ηλίαν τον Θεβίτην, πριν ή ελθείν την ημέραν Κυρίου την μεγάλην και επιφανή, ος αποκαταστήσει καρδίαν πατρός προς υιόν και καρδίαν ανθρώπου προς τον πλησίον αυτού, μη ελθών πατάξω την γην άρδην». Αλλά και ο Θεολόγος Ιωάννης εις το βιβλίον της Αποκαλύψεως αυτού, εις το ενδέκατον Κεφάλαιον πλέον καθαρώτατα και λεπτότερα το διηγείται, λέγων ούτως· «Και δώσω τοις δυσί μάρτυσί μου (δηλαδή εις τους Προφήτας Ηλίαν και Ενώχ), και προφητεύσουσιν ημέρας χιλίας διακοσίας εξήκοντα (ήτοι μόνον τρεις χρόνους και πέντε και ήμισυν μήνας), περιβεβλημένοι σάκκους. Ούτοι εισιν αι δύο ελαίαι και αι δύο λυχνίαι αι ενώπιον του Κυρίου της γης εστώσαι και ει τις αυτούς θέλει αδικήσαι, πυρ εκπορεύεται εκ του στόματος αυτών και κατεσθίει τους εχθρούς αυτών· και ει τις θέλει αυτούς αδικήσαι, ούτω δει αυτόν αποκτανθήναι. Ούτοι έχουσιν εξουσίαν τον ουρανόν κλείσαι, ίνα μη υετός βρέχει εν ταις ημέραις της προφητείας αυτών, και εξουσίαν έχουσιν επί των υδάτων στρέφειν αυτά εις αίμα, και πατάξαι την γην εν πάση πληγή, οσάκις εάν θελήσωσι. Και όταν τελέσωσι την μαρτυρίαν αυτών, το θηρίον το αναβαίνον εκ της αβύσσου ποιήσει μετ’αυτών πόλεμον και νικήσει αυτούς και αποκτενεί αυτούς. Και το πτώμα αυτών (ρίψει) επί της πλατείας της πόλεως της μεγάλης, ήτις καλείται πνευματικώς Σόδομα και Αίγυπτος, όπου και ο Κύριος αυτών εσταυρώθη. Και βλέπουσιν εκ των λαών και φυλών και γλωσσών και εθνών το πτώμα αυτών ημέρας τρεις και ήμισυ, και τα πτώματα αυτών ουκ αφήσουσι τεθήναι εις μνήμα. Και οι κατοικούντες επί της γης (ήτοι όσοι πιστεύσουν εις τον Αντίχριστον) χαίρουσιν επ’ αυτοίς, και ευφρανθήσονται και δώρα πέμψουσιν αλλήλοις, ότι ούτοι οι δύο Προφήται εβασάνισαν τους κατοικούντας επί της γης». (Αποκ. Ιωάν. ια: 3-10). Ιδού, βοηθεία Θεού, εδιαλύσαμεν τας απορίας μας. Πρέπει δε και τούτο να γνωρίζετε, ότι τα θαύματα, τα οποία ηκούσατε ότι έκαμεν ο Προφήτης Ηλίας, τα μαρτυρεί και το θείον και ιερόν Ευαγγέλιον, αλλά και οι Απόστολοι. Διότι ο μεν Ευαγγελιστής Λουκάς εις το τέταρτον Κεφάλαιον λέγει δια την Σαρεφθίαν χήραν ούτως, ως εκ προσώπου του Χριστού, προς τους Ιουδαίους· «Επ’ αληθείας δε λέγω υμίν, πολλαί χήραι ήσαν εν ταις ημέραις Ηλιού εν τω Ισραήλ, ότε εκλείσθη ο ουρανός επί έτη τρία και μήνας εξ, ως εγένετο λιμός μέγας επί πάσαν την γην, και προς ουδεμίαν αυτών επέμφθη Ηλίας, ειμή εις Σάραπτα της Σιδωνίας προς γυναίκα χήραν». Δια δε την προσευχήν όπου έκαμε και δεν έβρεξεν ο Θεός επί της γης τρεις χρόνους και εξ μήνας, ο Αδελφόθεος Ιάκωβος το λέγει εις το πέμπτον Κεφάλαιον της Καθολικής αυτού επιστολής ούτως· «Ηλίας άνθρωπος ην ομοιοπαθής ημίν, και προσευχή προσηύξατο του μη βρέξαι, και ουκ έβρεξεν επί της γης ενιαυτούς τρεις και μήνας εξ· και πάλιν προσηύξατο, και ο ουρανός υετόν έδωκε και η γη εβλάστησε τον καρπόν αυτής». Ότι δε και δια προσευχής κατεβίβασεν ο Προφήτης Ηλίας πυρ εξ ουρανού και έκαυσε τους δύο πεντηκοντάρχους μετά των στρατιωτών, ο Ευαγγελιστής Λουκάς και τούτο το βεβαιώνει εις το ένατον Κεφάλαιον του Ευαγγελίου αυτού λέγων, ως από προσώπου των Αποστόλων προς τον Χριστόν· «Κύριε, θέλεις είπωμεν πυρ καταβήναι εξ ουρανού, και αναλώσαι αυτούς, ως και Ηλίας εποίησεν»; Αλλά και ο Απόστολος Παύλος εις την προς Ρωμαίους Επιστολήν εις το ενδέκατον Κεφάλαιον λέγει τους λόγους του Προφήτου· «Κύριε, τους Προφήτας σου απέκτειναν, και τα θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν, καγώ υπελείφθην μόνος, και ζητούσι την ψυχήν μου». Ταύτα είναι τα εξαίσια θαύματα τα οποία εν τη παρούσι ζωή ευρισκόμενος ετέλεσε ο Προφήτης Ηλίας. Όμως και μετά την ως εις ουρανούς ανάληψίν του δεν έπαυσεν ο Άγιος θαυματουργών και ελέγχων την παρανομίαν. Δια τούτο και όταν ο Ιωράμ ο βασιλεύς της Ιουδαίας, ο υιός του Ιωσαφάτ, αφήκε την λατρείαν του αληθινού Θεού και ελάτρευε τα είδωλα, τον ήλεγξε δριμύτατα δι’ επιστολής του την οποίαν του έστειλε δια θείου Αγγέλου οκτώ έως δέκα έτη από της αναλήψεώς του. (εις την Παλαιάν Διαθήκην βιβλίον β’ των Παραλειπομένων, Κεφάλαιον εικοστόν πρώτον στίχος 12 γράφονται δα την εν λόγω επιστολήν του Προφήτου Ηλία ταύτα: «Και ήλθεν αυτώ –τω Ιωράμ δηλαδή- εν φραφή παρά Ηλιού του Προφήτου λέγων· τάδε λέγει Κύριος Θεός Δαβίδ του πατρός σου…»). Τον απειλούσε δε δια της επιστολής ταύτης ότι θα ασθενήση, τούτο δε και εγένετο δια την αμετανόητον κατάστασίν του. Αλλά και μέχρι σήμερον δεν παύει ο Άγιος θαυματουργών και ευεργετών ημάς· ( Ο Ιερός Δοσίθεος Πατριάρχης Ιεροσολύμων εν τη Δωδεκαβίβλω αυτού –βιβλίον ΙΒ΄ κεφάλαιον β΄ παράγραφος β΄ σελίς 1192- διηγείται το εξής θαύμα, όπερ έλαβε χώραν κατά την εικοστήν Ιουλίου, ημέραν της εορτής του Αγίου με το παλαιόν Ορθόδοξον ημερολόγιον, εν Βελιγραδίω, παρόντος του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Παϊσίου παρευρεθέντος εκεί κατά τινα μετάβασίν του, λέγων επί λέξει τα εξής: «… Ο ουν Παϊσιος από Ιασίου ήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν, είτα εις Ανδριανούπολιν, Φιλιππούπολιν, Σόφιαν και Βελιγράδιον, εν ω όντος αυτού του Πατριάρχου Παϊσίου, συνέβη γενέσθαι τοιούτον τι. Γυνή τις ορθόδοξος Λατινίδι γυναικί ζυμώσαι θελούση κατά την εικοστήν του Ιουλίου, εν η η του Ηλιού του Προφήτου εορτάζεται μνήμη, είπε· «Σήμερον εστίν η εορτή Ηλιού του Προφήτου, και μη άπτου έργων». Η δε Λατινίς υπολαβούσα έφη, ότι δέκα παρήλθον ημέραι από της εορτής Ηλιού του Προφήτου, και ούτως αμφότεραι αλλήλαις εφιλονείκουν, ει άρα αι δέκα ημέραι καλώς προσετέθησαν παρά των παπιστών, και ήρξατο η Λατινίς ζυμούσα. Και ω του θαύματος! Μετεβέβλητο εν ταις χερσίν αυτής το φύραμα εις λίθον, οίον εστι το κισσήριον, το κοινώς λεγόμενον πωρί, και ηκούσθη εις την Σερβίαν το πράγμα, και διένειμαν εαυτοίς τον λίθον οι άνθρωποι εις μαρτύριον και έλαβε και ο Παϊσιος μέρος εκ της πέτρας, όπερ έως του νυν κείται κρεμάμενον εις την εικόνα του Προφήτου εν τω κατά την Ιερουσαλήμ Μοναστηρίω αυτού. Είτα ο Παϊσιος απήλθεν εις Σέρρας, Θεσσαλονίκην και Βέροιαν και αύθις εις Κωνσταντινούπολιν, κακείθεν εις Ιεροσόλυμα…»· πρέπον δε είναι και ημείς, οίτινες ευεργετούμεθα υπό των Αγίων και ακούομεν τας διηγήσεις και τους λόγους αυτών, να σπουδάζωμεν πώς να γίνωμεν και μιμηταί τούτων, δια να τύχωμεν και ημείς της βασιλείας των ουρανών. Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, χάριτι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει πάσα δόξα συν τω ανάρχω αυτού Πατρί, και τω Παναγίω και Αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΑ΄ (21η) Ιουλίου, μνήμη των Οσίων Πατέρων ημών ΣΥΜΕΩΝ του δια Χριστόν σαλού, και ΙΩΑΝΝΟΥ.

Δημοσίευση από silver »


Συμεών και Ιωάννης οι δύο ούτοι Όσιοι Πατέρες ήλθον κατά τας ημέρας του βασιλέως Ιουστίνου του νέου, εν έτει φιη΄ (518), από την Έδεσσαν εις τα Ιεροσόλυμα κατά την εορτήν της Υψώσεως, δια να προσκυνήσουν τον Τίμιον Σταυρόν, καθώς και άλλοι πολλοί την ημέραν αυτήν προσέρχονται. Εκ τούτων ο πρώτος, ο Ιωάννης, πατέρα μεν είχε, μητέρα δε δεν είχεν. Ο δε έτερος, ο Συμεών, πατέρα δεν είχε, μόνον δε μητέρα, γεροντικής ηλικίας ογδοήκοντα περίπου ετών. Ήτο δε ο Ιωάννης ετών είκοσι δύο και τον υπάνδρευσεν ο πατήρ αυτού κατ’ εκείνον τον χρόνον. Είχον δε οι νέοι ούτοι πολλήν αγάπην μεταξύ των, ώστε δεν ηδύναντο ουδόλως να χωρισθώσιν ο εις από τον άλλον. Αφού λοιπόν επροσκύνησαν τους Αγίους Τόπους, ήλθον εις τον Ιορδάνην. Καθώς δε περιήρχοντο και παρετήρουν τους Οσίους Ασκητάς, ετρώθη η καρδία των εις τον θείον έρωτα και έβαλον κατά νουν να γίνουν Μοναχοί. Καθώς λοιπόν επροχώρουν έφιπποι (επειδή ήσαν πλούσιοι και ευγενέστατοι), όταν διέτρεξαν ικανόν δρόμον αφίππευσαν, έδωσαν δε τους ίππους των εις τους υπηρέτας και τους διέταξαν να ιππεύσουν και να προχωρήσουν, διότι εκείνοι είχον υπηρεσίαν, και κατόπιν θα τους έφθαναν. Όταν έμειναν μόνοι των, έδειξεν ο Ιωάννης εις τον Συμώνα τας δύο οδούς, όπου έβλεπε, λέγων· «Ιδού, αδελφέ, η οδός όπου πηγαίνει εις την αιώνιον ζωήν». Έδειξε δε εκείνην ήτις έφερε προς την έρημον. Έπειτα του δεικνύει την άλλην, ήτις ωδήγει εις τον κόσμον, λέγων· «Αυτή οδηγεί την ψυχήν εις τον θάνατον και την απώλειαν. Λοιπόν ας κάμωμεν προς τον Κύριον δέησιν, να μας φωτίση να γίνη το συμφερώτερον». Κλίναντες τότε τα γόνατα και στενάξαντες εκ βάθους καρδίας, προσηύχοντο λέγοντες· «Ο Θεός, όστις θέλεις να σωθή όλος ο κόσμος, φανέρωσόν μας το θέλημά σου, και φώτισόν μας να κάμωμεν το καλλίτερον δια την ψυχήν μας». Ταύτα ειπόντες, ηγέρθησαν· θέσαντες δε κλήρους έτυχεν εις αυτούς η οδός της ερήμου. Όθεν περιχαρείς γενόμενοι, κατεφρόνησαν άπαντα τα πρόσκαιρα αγαθά ως σκύβαλα, δια να κληρονομήσουν τα αιώνια. Εναγκαλισθέντες λοιπόν αλλήλους εφιλήθησαν ο εις μετά του άλλου, λέγοντες· «Ας περιπατήσωμεν, αδελφέ, την στενήν και τεθλιμμένην οδόν, δια να εύρωμεν κατόπιν την ευρύχωρον. Ας μισήσωμεν την σάρκα και ας την νεκρώσωμεν, δια να ζη η ψυχή αιώνια». Ταύτα ειπόντες έτρεχον χαίροντες, ως να μετέβαινον εις γάμον, και ο εις τον άλλον επροθυμοποίει· διότι ο μεν Ιωάννης εφοβείτο δια τον Συμεών, μήπως και η αγάπη της μητρός του τον εμποδίση από τον ένθεον έρωτα, ο δε Συμεών πάλιν εδίσταζε δια τον Ιωάννην, μήπως η πολλή προσπάθεια και η πολλή αγάπη της νεονύμφου γυναικός τον σύρη προς αυτήν βιαίως, ως ο μαγνήτης τον σίδηρον. Όθεν ο μεν Ιωάννης προς τον Συμεών τοιαύτα έλεγε· «Πρόσεχε, αδελφέ μου, μη αμελήσης εις την προκειμένην οδόν της αρετής, διότι σήμερον εξαναγεννήθημεν, και δεν μας μέλει πλέον δια του κόσμου τα πράγματα, ότι ο πλούτος μας δεν δύναται να μας ωφελήση ποσώς την ώραν της κρίσεως. Η νεότης και το κάλλος της σαρκός ως άνθος μαραίνεται, και όλη η ευδαιμονία του κόσμου παρέρχεται ταχέως, και ως όνειρον αφανίζεται». Ο δε Συμεών πάλιν προς τον Ιωάννην τοιαύτα ανταπεκρίνετο· «Εγώ, αδελφέ μου φίλτατε, ούτε πατέρα έχω, ούτε αδελφούς ή άλλον τινά συγγενή μου, ειμή μόνον την γραίαν αυτήν, ήτις με εγέννησεν· όθεν δεν φοβούμαι ποσώς δι’ εμέ να επιστρέψω πλέον εις την κοσμικήν ματαιότητα, αλλά μόνον δια τον εαυτόν σου αμφιβάλλω και θλίβομαι, μήπως και σε αποσπάση βιαίως ο πόθος της νεονύμφου σου γυναικός από τον ένθεον έρωτα». Αυτά και έτερα λέγοντες, έφθασαν εις το Μοναστήριον του Οσίου Γερασίμου, εις το οποίον ήτο εις ενάρετος άνθρωπος, Νίκων ονομαζόμενος, όστις ενίκησεν όντως πάσαν δαιμονικήν παράταξιν εις τον πνευματικόν πόλεμον, και έλαμπε με σημεία και θαύματα. Μάλιστα είχε και προορατικόν χάρισμα και προέβλεπε τα μέλλοντα, καθώς και την έλευσιν αυτών εγνώρισε δι’ οράματος. Διότι του είπεν εις φοβερός εις την θέαν και θαυμάσιος· «Εγείρου, άνοιξον την θύραν της ποίμνης, ίνα εισέλθουν τα πρόβατά μου». Ταύτα ακούσας ηγέρθη και ανοίξας την θύραν εκάθητο. Οι δε νέοι είχον κάμει προσευχήν προς τον Θεόν, να οικονομήση η χάρις του, εάν ήτο θέλημά του να γίνουν Μοναχοί, να εύρουν ανοικτήν την θύραν του Μοναστηρίου. Φθάσαντες λοιπόν εκεί, και ιδόντες την θύραν ανεωγμένην, εχάρησαν. Ο δε Ηγούμενος τους υπεδέχθη λέγων· «Καλώς ήλθον του Χριστού τα πρόβατα». Προς δε τον Συμεών είπεν ιδιαιτέρως· «Καλώς ήλθες, Σαλέ», επροφήτευσε δε και άλλα λόγια. Και αναπαύσας αυτούς την πρώτην ημέραν, την δευτέραν τους ενουθέτησε (πριν αυτοί του είπουν τίποτε) λέγων· «Καλή και αξία είναι η προς Θεόν αγάπη σας, μόνον να μη ψυχρανθή η πολλή σας προθυμία από δαιμονική συνεργίαν. Καλά και γνωστικά επράξατε να καταφρονήσετε τα παρόντα δια τα μέλλοντα. Καλοί είναι και οι κατά σάρκα γονείς τε και συγγενείς, αλλά καλλίτερα να ευαρεστήσετε και να δουλεύσητε εις τον ουράνιον Πατέρα ως τέκνα του φίλτατα, να έχετε τους αγίους Αγγέλους φίλους και ευμενείς προστάτας προς Κύριον. Καλή και γλυκεία η του παρόντος βίου απόλαυσις, και τερπνός ο πλούτος και η ευδαιμονία η πρόσκαιρος· αλλά δεν είναι ισαξία προς τα άφθαρτα και αιώνια αγαθά της ουρανίου μακαριότητος». Αφού ενουθέτησεν ικανώς από κοινού και τους δύο, είπε ταύτα ιδιαιτέρως προς τον Συμεών· «Μη λυπήσαι δια το γήρας της μητρός σου, ότι ο Κύριος δύναται να την παρηγορήση κάλλιον από σε υπό των αγώνων σου δυσωπούμενος. Ότι καλά και συ επερίμενες την τελευτήν εκείνης, αλλά δεν ήξευρες εάν απέθνησκες συ πρότερον, να υπάγης εις τον άλλον κόσμον έρημος από αρετάς και να μη έχης τινά να σε λυτρώση της αιωνίου κολάσεως. Ότι εκεί δεν δύναται πλούτος ή δόξα, ή συγγενών μεσιτεία, να ωφελήσουν τινά, ει μη μόνον η ενάρετος πολιτεία και οι κατά Θεόν πόνοι και κάματοι». Έπειτα εστράφη και προς τον Ιωάννην και του λέγει· «Πρόσεχε, τέκνον, να μη λυπηθής ποσώς δια την γυναίκα σου, ότι ο Θεός έχει την φροντίδα της». Αποτεινόμενος είτα και πάλιν προς τους δύο είπε· «Χαίρετε αμφότεροι, επειδή καλού βασιλέως εγίνατε στρατιώται· και έχετε εις αυτόν τας ελπίδας σας, ότι ως ελεήμων και Πανάγαθος θέλει φροντίσει δια τον οίκον σας, να κυβερνήση τους συγγενείς σας και υμάς ψυχή τε και σώματι· μόνον μη οκνεύσετε εις την δούλευσιν αυτού ποτέ· ότι εάν ήθελε σας προσκαλέσει ο επίγειος βασιλεύς εις το επίγειόν του παλάτιον, να σας τιμήση με αξίωμα Πατρικίου, εκαταφρονείτε όλα σας τα υπάρχοντα, και υπομένετε πάσαν κακοπάθειαν, και εδέχεσθε να διατρέχετε καθ’ εκάστην ώραν κίνδυνον της ζωής σας δια την φιλίαν του φθαρτού βασιλέως, και δια την ολίγην ταύτην τιμήν, όπου ηδύνατο να σας δώση, ήτις ως σκιά και ενύπνιον αφανίζεται. Τοσούτω μάλλον πρέπει να σπουδάσητε να ευαρεστήσετε τον ουράνιον και αιώνιον Βασιλέα των Βασιλέων Χριστόν τον Θεόν ημών, όστις έδειξε τόσην αγάπην εις ημάς τους αγνώμονας, ώστε εθανατώθη κατά το ανθρώπινον δια τον άνθρωπον ως φιλάνθρωπος. Εάν και το ίδιον αίμα δι’ αυτόν εκχύσωμεν, τι θαυμαστόν; Ότι και Αυτός έχυσεν εις τον Σταυρόν το ίδιον Αυτού αίμα το πολυτίμητον και σωτήριον, δια να μας λυτρώση από την δεινήν αιχμαλωσίαν του κακοσχόλου δαίμονος». Με ταύτα και άλλα παρόμοια ψυχωφελή υποδείγματα επροθυμοποίει τους νέους ο Γέρων δια να μη οκνεύσουν ποτέ εις την θείαν βούλησιν, βλέπων πως ήσαν πολύ τρυφεροί και δεν ήσαν συνηθισμένοι εις την σκληραγωγίαν και κακοπάθειαν. Έπειτα, δια να τους δοκιμάση, ηρώτησεν αυτούς, εάν ήθελον να τους κουρεύση ευθύς ή να κάμουν την δοκιμήν κατά την συνήθειαν πρότερον. Ούτοι δε είπον με μίαν γνώμην και οι δύο, να τους κουρεύση το συντομώτερον. Μάλιστα ο Συμεών του είπεν, ότι εάν δεν τους κουρεύση ευθύς, θα υπάγουν εις άλλο Μοναστήριον. Ούτως είπε, διότι ήτο άκακος και απονήρευτος. Αλλ’ ο Ιωάννης ήτο γνωστικός και σοφώτερος· ήξευρον όμως και οι δύο ελληνικά γράμματα, και ήσαν εις άκρον πεπαισευμένοι. Τότε τους εξήτασε και χωριστά ένα προς ένα ο πάνσοφος, δια να καταλάβη τον πόθον αυτών καλλίτερα, δοκιμάζων δε μόνον τον Συμεών του έλεγεν· «Ο σύντροφός σου μοι υπεσχέθη να μείνη ακόμη εν έτος λαϊκός δια δόκιμος». Ο δε απεκρίνατο· «Εάν αυτός θέλη, ας κάμη όπως θέλει, αλλ’ εγώ δεν μένω ούτε μίαν ημέραν κοσμικός. Πλην παρακαλώ την αγιωσύνην σου, να τον κουρεύσης και αυτόν συντόμως. Διότι το έτος τούτο υπανδρεύθη και έλαβεν σύζυγον πλουσίαν και εύμορφον, μήπως ο πόθος της τον αιχμαλωτίση και ολιγοστεύση τον ένθεον αυτού έρωτα». Πάλιν δε ο Ιωάννης έλεγε μόνος του προς εκείνον τον Άγιον Γέροντα με θερμότατα δάκρυα (επειδή ήτο πολύ κατανυκτικός και είχε τα δάκρυα πολύ εύκολα)· «Κάμε, πάτερ, δια τον Κύριον, κούρευσόν μας σήμερον, ότι δια τον Συμεών φοβούμαι· διότι ζη η μητέρα του, προς την οποίαν έχει τοσαύτην αγάπην, ώστε εκοιμώντο μαζί έως σήμερον και δεν ηδύναντο ούτε ημέραν ούτε νύκτα να αποχωρισθώσιν». Όταν εγνώρισεν ο Όσιος την σταθεράν ιδέαν των νέων, τότε επληροφορήθη, ότι και ο Θεός δεν θέλει τους καταισχύνει, επειδή ολοψύχως τον επόθησαν και προσέδραμον εις αυτόν αδιστάκτως. Όθεν έφερε το ψαλίδιον και το έθεσεν εις την αγίαν Τράπεζαν, από την οποίαν το έλαβον αυτοί κατά την τάξιν· και δώσαντες αυτό εις τας χείρας του, τους εκούρευσε και τους ενέδυσεν ιμάτια πεπαλαιωμένα του αγίου και αγγελικού σχήματος αρμόδια. Μετά ταύτα πάλιν εκάθισεν όλην εκείνην την ημέραν, νουθετών αυτούς ο Ηγούμενος, διότι προέβλεπεν, ότι ολίγον καιρόν θα έμεναν εις το Μοναστήριον. Ήτο δε τότε Σάββατον, όταν τους εκούρευσε, ήθελε δε την επομένην ημέραν εις την λειτουργίαν να τους τελειώση Μοναχούς, να τους ενδύση το αγγελικόν σχήμα. Είχε δε κάμει ένα Μοναχόν προ ολίγων ημερών, όστις εφόρει ακόμη τον μανδύαν, το κουκούλιον, εβάστα δε και τον Σταυρόν κατά την τάξιν, έως ότου τελειώση η εβδομάς. Τούτον τον νεόκουρον διέταξεν ο Ηγούμενος να έλθη εκεί όπου ήσαν οι νέοι, οίτινες ιδόντες αυτόν ούτως ενσεδυμένον εξέστησαν δια μίαν οπτασίαν όπου αυτοί μόνοι ως καθαροί και αμόλυντοι είδον, την οποίαν τους ηξίωσεν ο Πανάγαθος Θεός και είδον δια να ευλαβηθούν καλλίτερον το άγιο Σχήμα. Εγερθέντες λοιπόν προσεκύνησαν τον νεόκουρον και τον Ηγούμενον, παρακαλούντες αυτόν και λέγοντες· «Εάν μέλλη να λάβωμεν και ημείς τοσαύτην τιμήν και δόξαν, ως ούτος ο τρισμακάριος, ένδυσόν μας αφ’ εσπέρας αυτό το άγιον φόρεμα, μήπως και μας συμβή ενυπνιασμός την νύκτα από φαντασίαν του δαίμονος και στερηθώμεν τοιούτων πολυτίμων στεφάνων, και αυτής της λαμπροφόρου συνοδείας οι τάλανες». Ταύτα ακούσας ο Ηγούμενος ηννόησεν ότι είδον οπτασίαν, και διέταξε τον νεόκουρον να υπάγη εις το καλλίον του. Οι δε παίδες του Χριστού ελυπήθησαν πολύ και λέγουσι προς τον Ηγούμενον· «Μακάριοι και ημείς εάν αξιωθώμεν τοσαύτης τιμής, να φορώμεν εις την κεφαλήν τοιούτον λαμπρόν στέφανον, και να μας συνοδεύουν τοσούτον πλήθος Μοναχών με λαμπάδας εις τας χείρας χαίροντες». Ούτως είπον, νομίζοντες ότι ο Ηγούμενος τα έβλεπεν. Αυτός δε πάλιν εσιώπησε, θαυμάζων την πολλήν των ακεραιότητα και την της ψυχής καθαρότητα. Μόνον υπεσχέθη να τους τελειώση την επομένην δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος και ούτως εποίησε. Τόσην δε λάμψιν είχεν η όψις των, ώστε έβλεπον την νύκτα ο εις του άλλου το πρόσωπον, εις δε την κεφαλήν τον πολυτίμητον εκείνον στέφανον, τον οποίον έβλεπον πρότερον εις την κεφαλήν του προαναφερθέντος νεοκούρου Μοναχού. Αυτά όλα όπου είπομεν έως εδώ και όσα θέλομεν διηγηθή μέχρι τέλους διηγήθη ο αψευδής Συμεών προς ένα ιεροδιάκονον της Εδέσσης, Ιωάννην ονομαζόμενον. Όστις ως θαυμαστός και ενάρετος όπου ήτο, από θείαν χάριν ηννόησε την απόκρυφον αρετήν του Συμεών· όστις εφαίνετο εις τους ανθρώπους σαλός και άγνωστος (καθώς κατόπιν θέλομεν διηγηθή ακριβέστερον εις το θαυμάσιον, όπου άκαμεν εις αυτόν τον Διάκονον), εις δε τον Θεόν ήτο φρόνιμος πολύ και σοφώτατος. Ούτος ο θεοφιλής Ιωάννης μας διηγήθη όλον τον Βίον τούτον, καθώς τον ήκουσεν απ’ αυτόν τον Μέγαν Συμεών, και επεκαλείτο τον Θεόν μάρτυρα, ότι δεν είπε περισσότερον από την αλήθειαν, αλλά μάλιστα και πολλά από την πολυκαιρίαν ελησμόνησεν. Εις τοσαύτην χαράν ευρίσκετο η ψυχή μας (έλεγεν ο Μέγας Συμεών, προς τον ρηθέντα Διάκονον), ώστε δεν ηθέλομεν να γευθώμεν τροφήν ή ποτόν από την ευλάβειαν. Μετά δύο δε ημέρας είδομεν υπηρετούντα εις την Μονήν τον νεόκουρον εκείνον Μοναχόν, εφόρει δε άλλο ιμάτιον και δεν είχε πλέον εις την κεφαλήν τον άνωθεν στέφανον, ούτε οι Μοναχοί τον συνώδευον με τας λαμπάδας ως πρότερον· θαυμάσας δε είπον εις τον Ιωάννην· «Πίστευσόν μοι, αδελφέ, ότι αφού πληρώσωμεν και ημείς τας επτά ημέρας, δεν θα έχωμεν πλέον ταύτην την χάριν και την ευπρέπειαν. Λοιπόν αν θέλης να με ακούσης, ακολούθει μοι προθύμως, να υπάγωμεν εις τόπον ήσυχον και ατάραχον, να εργασθώμεν δια την ψυχήν μας. Ναι, αδελφέ φίλτατε, καθώς απηρνήθημεν τα κοσμικά, ας αρνηθώμεν και πάσαν φροντίδα και μέριμναν γήϊνον, να μελετώμεν μόνον τα ουράνια· ότι εις τούτο το άγιον Σχήμα, όπου ελάβομεν, βλέπω ξένα και θαυμάσια πράγματα· δια τούτο από την ώραν όπου μας ενέδυσεν ο δούλος του Θεού αισθάνομαι πυρ, το οποίον μου κατακαίει τα εντόσθια, και ζητεί η ψυχή μου να μη ίδω πλέον άνθρωπον, ούτε να ομιλήσω μετά τινος όλως διόλου».Του λέγει ο Ιωάννης· «Τι θα τρώγωμεν; Πως θα ψάλλωμεν, όπου ακόμη καμμίαν κατάστασιν της μοναδικής πολιτείας και διαγωγήν δεν εμάθομεν»; Λέγει ο Συμεών· «Εκείνος ο πλουσιόδωρος Βασιλεύς, όστις τρέφει πάσαν πνοήν λογικήν και άλογον, αυτός έχει την έννοιαν ως πατήρ φιλόπαις να μας τρέφη ως αγαθός και εύσπλαγχνος και να μας διδάξη πώς να διάγωμεν, μόνον μη διακόψης παρακαλώ την προθυμίαν μου». Του λέγει ο Ιωάννης· «Ας πράξωμεν όπως θέλεις. Αλλά πως θα φύγωμεν την νύκτα, όπου η θύρα του Μοναστηρίου κλείεται»; Ο δε Συμεών είπεν· «Εκείνος όστις μας ήνοιξεν όταν ήλθομεν, αυτός πάλιν θα μας ανοίξη να φύγωμεν». Καθώς λοιπόν απεφάσισαν, είδεν αυτήν την νύκτα ο Ηγούμενος όραμα, ότι η θύρα του Μοναστηρίου ήνοιξεν, ήκουσε δε φωνήν ούτω λέγουσαν· «Εξέλθετε να βοσκήσετε εσφραγισμένα πρόβατα του Χριστού». Εγερθείς τότε από την κλίνην έδραμε και ευρών την θύραν ανοικτήν εστέναζε, νομίζων ότι έφυγον οι νεόκουροι και δεν ηξιώθη να λάβη την ευλογίαν των. Καθώς ταύτα διελογίζετο και ενώ οι καθαροί νυμφίοι του Δεσπότου Χριστού ήρχοντο να εξέλθουν, έβλεπεν έμπροσθεν αυτών ο Ηγούμενος Αγγέλους τινάς λαμπαδηφόρους, οίτινες εκράτουν εις την μίαν χείρα σκήπτρον. Οι δε μακάριοι ιδόντες την θύραν ανεωγμένην και τον Ηγούμενον εκεί ευρισκόμενον εχάρησαν, θέλοντες δε να τον προσκυνήσουν, δεν τους άφησεν. Αυτοί δε ευχαριστήσαντες αυτόν ικανώς, διότι τους ηξίωσε του αγγελικού Σχήματος, του εζήτησαν συγχώρησιν να υπάγουν εις αναχώρησιν δια να δυνηθούν να δουλεύσουν ολοψύχως τον Θεόν εις την έρημον, τον παρεκάλεσαν δε να μη τους λησμονήση εις την προσευχήν του, αλλά να δέηται δια λόγου των. Αφού λοιπόν έκλαυσαν αμφότεροι ικανώς, εγονάτισεν ο Όσιος Νίκων, θέσας εις την δεξιάν του τον Συμεών και εις την αριστεράν τον Ιωάννην, και υψώσας προς τον ουρανόν τας χείρας, προσηύχετο ούτω· «Ο Θεός ο μέγας και ισχυρός, ο αινετός και δίκαιος, επάκουσόν μου την ώραν ταύτην του αναξίου δούλου σου, και τους πόδας αυτών εις οδόν ειρήνης κατάρτισον. Ναι, Κύριος ο Θεός, επάκουσόν μου η ελπίς πάντων των περάτων της γης, και των επί ξένης μακράν. Επιτίμησον τοις ακαθάρτοις δαίμοσιν από προσώπου των παίδων σου, και ανάστηθι εις την βοήθειαν αυτών· πνεύμα δειλίας, ακηδίας, υπερηφανείας και πάσης κακίας ας σβύση απ’ αυτών και πάσα πύρωσις σαρκός και διαβολικής συνεργείας και φώτισον τας ψυχάς αυτών με το φως της σης επιγνώσεως, δια να φθάσουν εις το άκρον της αρετής, να δοξάζουν αιωνίως με τους Αγίους Αγγέλους σου και πάντας τους εναρέτους δούλους σου το πάντιμον και φυλακτήριον όναμά σου του Πατρός και του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν». Ταύτα θερμώς προς Θεόν ευξάμενος, πάλιν προς αυτούς μετά δακρύων έλεγεν· «Ο Θεός, τέκνα, τον οποίον επροτιμήσατε από όλα τα κτίσματα, να στείλη τον Άγγελόν του προ προσώπου σας, να ετοιμάση την οδόν σας, να σας λυτρώση από όλα τα εναντία και από τας χείρας του βροτοκτόνου λέοντος, καθώς και τον Προφήτην εφύλαξεν από τα στόματα των λεόντων ως Παντοδύναμος. Βλέπετε, τέκνα, εις πόλεμον ήλθετε, αλλά μη φοβηθήτε, διότι δεν σας αφήνει ο Κύριος να πειραχθήτε περισσότερον από όσον δύνασθε να υποφέρετε. Μόνον σταθήτε ανδρείοι, έχοντες τα όπλα του αγίου Σχήματος. Ενθυμείσθε την παραβολήν του πύργου, και προσπαθήσετε να τελειώσητε αυτό το καλόν όπου ηρχίσατε, ίνα μη καταισχυνθήτε κατόπιν. Μικρός είναι ο πόλεμός σας και μεγάλος ο στέφανος· πρόσκαιρος ο κόπος και αιωνία η απόλαυσις». Ταύτα και άλλα πολλά ψυχοσωτήρια λόγια λέγων ο Όσιος προς τους Οσίους, έκρουσε το ξύλον του όρθρου. Τότε λαμβάνει ο Συμεών κατά μέρος τον Ηγούμενον και του λέγει· «Προσεύχου, Δέσποτα, παρακαλώ την αγιωσύνην σου, δια τον αδελφόν Ιωάννην, να λησμονήση την σύζυγόν του, δια να μη με αφήση μοναχόν εις την έρημον». Ομοίως και ο έτερος του είπε μυστικά, να κάμη δια τον Συμεών δέησιν, να μη ενθυμηθή της μητρός του και τον αφήση μόνον, να κινδυνεύη ως εις ναυάγιον. Θαυμάσας ο Γέρων δια την αγάπην όπου είχεν ο εις μετά του άλλου, τους απεχαιρέτησε λέγων· «Υπάγετε, τέκνα μου, ιδού σας ευαγγελίζομαι, ότι ο Κύριος έχει ανοικτήν την θύραν του Παραδείσου, να σας υποδεχθή χαίροντας, καθώς και την θύραν της Μονής ταύτης σας ήνοιξε με τρόπον θαυμάσιον». Σφραγίσας δε αυτούς με το σημείον του Τιμίου Σταυρού εις όλον το σώμα, τους απέλυσεν εις ειρήνην. Επορεύοντο λοιπόν οι μακάριοι χαίροντες, προσευχόμενοι δε έλεγον· «Ο Θεός οδήγησον ημάς τους ξένους, να μη πλανηθώμεν ως απολωλότα πρόβατα, ότι δια την αγάπην σου παρεδόθημεν εις το πέλαγος της ερήμου ταύτης». Λέγει ο Ιωάννης προς τον Συμεών, όταν έφθασαν εις ένα δίστρατον· «Από ποίον δρόμον να υπάγωμεν»; Ο δε είπεν εις αυτόν· «Ας οδεύσωμεν το δεξιόν, διότι τα δεξιά προτιμώνται πάντοτε». Οδεύσαντες λοιπόν ικανώς, έφθασαν εις την Νεκράν θάλασσαν, κατ’ οικονομίαν δε του Θεού, όστις δεν αφήνει τους δούλους του να κακοπέσουν, εύρον τόπον τινά κατάλληλον δι’ άσκησιν, Αρρωνάν ονομαζόμενον, εις τον οποίον κατώκει εις Γέρων ενάρετος. Αφού έφθασαν εις τοιούτον τόπον σωτήριον, εχάρησαν ευχαριστούντες τον Κύριον και έμειναν εκεί αγωνιζόμενοι. Ο δε μισόκαλος τους εφθόνησε, μη υποφέρων να βλέπη την αρετήν των, και τον μεν Ιωάννην παρεκίνει εις το να επιθυμή την σύζυγόν του, τον δε Συμεών εις τον πόθον της μητρός του. Αυτοί δε προσηύχοντο εκ καρδίας και ούτως εδίωκον τον πειράζοντα. Άλλην φοράν τους ενεθύμιζε κρεωφαγίαν, οινοποσίαν και πάσαν άλλην τρυφήν και ηδυπάθειαν σώματος, εις δε τας ευχάς ακηδίαν και δειλίαν εις την άσκησιν. Εις τον ύπνον πάλιν τους εδείκνυε τους συγγενείς των κλαίοντας, αλλά και πάσαν άλλην μηχανήν τους εδείκνυεν ο κακότεχνος με φαντασίας διαφόρους, δια να τους κάμη να δειλιάσωσιν. Αλλ’ αυτοί οι αείμνηστοι, ενθυμούμενοι τους στεφάνους και την διδασκαλίαν του Γέροντος, τον οποίον έβλεπον πολλάκις και εις τον ύπνον των, επαρηγορούντο θαυμασιώτατα, διότι και καθ’ ύπνον τους ενουθέτει και μακράν ευρισκομένους προσηύχετο δι’ αυτούς. Ταύτα βλέποντες εις τον ύπνον εχαίροντο, γνωρίζοντες βέβαια, ότι ο Όσιος Νίκων εφρόντιζε δια την σωτηρίαν αυτών ως φιλάδελφος. Εζήτησαν δε από τον Θεόν την χάριν, ο μεν Συμεών να παρηγορηθή η μητέρα του, να μη λυπήται δι’ αυτόν. Ο δε Ιωάννης, να κοιμηθή η σύζυγός του δια να μη τον ενοχλή εις τον νουν η ενθύμησις αυτής. Επήκουσε δε αμφοτέρων ο Κύριος, όστις ως εύσπλαγχνος παρέχει τα αιτήματα των δούλων του. Όθεν μετά δύο έτη επληροφορήθη από τον Θεόν ο μακάριος Συμεών, ότι έμεινεν η μήτηρ του άνευ λύπης δι’ αυτόν, διότι αυτός εφαίνετο καθ’ όλην την νύκτα εις το όνειρον και την παρηγόρει ούτω λέγων εις την Συριακήν διάλεκτον· «Λάδε χρελημέχ», δηλαδή: «Μη λυπήσαι, μήτερ, διότι καλά είμεθα εγώ και ο Ιωάννης· επειδή εστρατεύθημεν εις τα ουράνια παλάτια του αιωνίου Βασιλέως, ο οποίος μας ενέδυσε με στολάς ωραίας, φορούμεν δε εις τας κεφαλάς στεφάνους ευπρεπείς δια τον κόπον της ασκήσεώς μας. Λοιπόν παρηγόρησον και του Ιωάννου τους συγγενείς να μη λυπούνται παντάπασι δι’ αυτόν». Ο δε Ιωάννης πάλιν είδεν εις τον ύπνον του ένα λευκοφόρον και του λέγει· «Ιδού τον πατέρα σου κατέστησα άνευ λύπης, θέλω δε λάβει και την σύζυγόν σου εις την αιώνιον αγαλλίασιν». Διηγήθησαν τότε ο εις προς τον έτερον το όραμά των και έμειναν παρηγορημένοι αμφότεροι, διάγοντες άνευ πόνων και οκνηρίας τον δρόμον της ασκήσεως, αδιαλείπτως ευχόμενοι· τοιουτοτρόπως μετ’ ολίγα έτη προώδευσαν και έγιναν τέλειοι τόσον, ώστε ηξιώθησαν και θείων οράσεων και θαυμασίων αποκαλύψεων. Ησύχαζον δε ο καθ’ εις εις ένα σπήλαιον· ήσαν δε ο εις από τον άλλον μακράν τόσον όσον να ρίψη τις μίαν πέτραν, δια να προσεύχηται έκαστος μόνος του με δάκρυα κατανύξεως. Όταν δε ήρχετο εις τον ένα ακηδία ή άλλος πειρασμός, προσηύχοντο μεταξύ των προς Κύριον και εδίωκον τον πειράζοντα. Εν μια δε των ημερών είδεν ο Συμεών οπτασίαν, με την οποίαν εγνώρισεν ότι εκοιμήθη η μήτηρ αυτού. Όθεν το είπεν εις τον Ιωάννην, και έκαμαν δια την ψυχήν της προς τον Κύριον κοινήν δέησιν ομού πρότερον, έπειτα πάλιν αυτός προσηύχετο ιδιαιτέρως εις τον Θεόν να αναπαύση την ψυχήν αυτής εις τόπον ανέσεως. Έπειτα είπε προς τον Συμεών ο Ιωάννης· «Επειδή επήκουσεν ο Θεός της δεήσεώς σου και σε επληροφόρησεν, ότι ανέπαυσε την μητέρα σου, σε παρακαλώ ας συγκοπιάσωμεν μαζί ευχόμενοι προς τον Κύριον και οι δύο να κάμη ευσπλαγχνίαν εις την ονομασθείσαν σύζυγόν μου, ή να την φωτίση και αυτήν όπως ενδυθή το άγιον Σχήμα, ή να την αναπαύση με την μητέρα σου, δια να μείνω και εγώ εις το εξής ανενόχλητος ο ανάξιος». Ούτως ευξάμενοι, είδε μίαν νύκτα οπτασίαν ο Ιωάννης, ότι ήλθεν η μήτηρ του Συμεών και έλαβε την σύζυγόν του από την χείρα λέγουσα· «Ανάστα, αδελφή, εκδύσου τα ερρυπωμένα ιμάτια και ενδύσου στολήν λευκήν. Ότι ο ουράνιος Βασιλεύς σου εχάρισε λαμπρόν οικητήριον, να συναγάλλεσαι πάντοτε μετά του νυμφίου σου». Γνωρίσαντες τότε και οι δύο ότι ελυτρώθησαν από τοιαύτην φροντίδα, διήλθον εις την έρημον ασκούντες με πολλήν κακοπάθειαν και άσκησιν είκοσιν εννέα έτη πολλούς πειρασμούς υπομείναντες. Τους οποίους όλους νικήσαντες, και τον διάβολον ανδρείως πατάξαντες, έφθασαν εις μέτρα τελειότητος· μάλιστα δε ο Συμεών, όστις με την πολλήν του ακακίαν και καθαρότητα ησθάνετο τελείαν απάθειαν εις το σώμα του, με την χάριν και δύναμιν του Αγίου Πνεύματος, και ούτε πάθος εφοβείτο, ούτε ψύχραν ησθάνετο, ούτε επείνα, ούτε καύσιν ησθάνετο, αλλά σχεδόν υπερέβη τα μέτρα της ανθρωπίνης φύσεως και δυνάμεως.΄Οθεν είπε προς τον συναγωνιστήν αυτού ταύτα· «Αδελφέ Ιωάννη, εδώ όπου καθήμεθα μόνον τον εαυτόν μας ωφελούμεν· αλλ’ εάν υπάγωμεν εις τον κόσμον, θα έχωμεν πολλήν μισθαποδοσίαν, θα γίνωμεν και άλλων πολλών οδηγοί προς σωτηρίαν, καθώς εις πολλά μέρη της Αγίας Γραφής είναι γεγραμμένα διάφορα παραδείγματα». Του είπε και ρήσεις τινάς εξ αυτών, ήτοι: «Μηδείς το εαυτού ζητείτω, αλλά το του ετέρου», και πάλιν: «Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπω…», και τα τούτοις όμοια. Αυτά και άλλα πλείστα του έλεγε, δια να τον φέρη εις την γνώμην του. Ο δε Ιωάννης είπεν εις αυτόν· «Νομίζω, αδελφέ, ότι ο σατανάς εφθόνησε την ησυχίαν μας και σου έβαλεν αυτήν την ιδέαν· όθεν κάθησον εις το κελλίον σου, να τελειώσωμεν εδώ, όπου εκλήθημεν, το επίλοιπον της παροικίας μας». Του λέγει ο Συμεών· «Πίστευσόν μοι, ότι δεν μένω πλέον εδώ, αλλά θα υπάγω να εμπαίζω τον κόσμον». Λέγει ο Ιωάννης: «Μη, αδελφέ μου αγαπητέ· σε παρακαλώ, δια τον Κύριον, μη με αφήσης μόνον τον ταπεινόν, ότι εγώ δεν έφθασα ακόμη εις αυτά τα μέτρα, να εμπαίζω τον κόσμον, και μη διαχωρισθής από εμέ, διότι δεν έχω άλλον μετά Θεόν ειμή μόνον σε, και δια την αγάπην σου απηρνήθην τα πάντα και σε ηκολούθησα, τώρα δε θέλεις να με αφήσης εις το πέλαγος της ερήμου ταύτης, να κινδυνεύω ο άπορος; Ενθυμήσου τας συνθήκας, όπου εδώσαμεν εις τον Θεόν, όταν μας εκούρευσεν ο Όσιος Νίκων να μη διαχωρισθή δια καμμίαν αιτίαν ο εις από του άλλου, αλλά να είμεθα και οι δύο μία ψυχή εις δύο σώματα. Εάν με αφήσης εδώ μόνον, θέλω αμαρτήσει και θέλει εκζητήσει ο Θεός την ψυχήν μου από σε». Του λέγει πάλιν ο Συμεών· «Υπόθεσον κατά νουν, ότι απέθανον· όθεν διοικήσου καθώς δύνασαι, διότι εγώ δεν περιμένω πλέον εδώ». Ιδών την σταθεράν γνώμην του ο Ιωάννης εγνώρισεν, ότι εκ Θεού προήρχετο η ιδέα αύτη, επειδή δεν τους εχώριζε κανείς ειμή ο θάνατος· μάλιστα ουδέ αυτός ο θάνατος, διότι πολλάκις έκαμαν δέησιν προς τον Χριστόν να κοιμηθώσι μαζί την αυτήν ημέραν, επειδή δε είχον πίστιν ο Θεός τους επήκουσε και εις τούτο, καθώς εις όσα του εζήτησαν. Λέγει λοιπόν ο Ιωάννης· «Πρόσεχε, Συμεών, μήπως σε εξαπατήση ο διάβολος». Ο δε είπεν εις αυτόν· «Συ μόνον μη με λησμονήσης εις τας ευχάς σου καθώς και εγώ δεν θέλω σε λησμονήσει ποτέ, και αι ευχαί σου (του Θεού βοηθούντος) με σώζουσι». Τότε πάλιν ο Ιωάννης τον συνεβούλευσε με τοιαύτα σοφώτατα λόγια, λέγων· «Πρόσεχε ακριβώς, Αββά Συμεών, και φυλάττου επιμελέστατα, να μη σου σκορπίση ο κόσμος όσην αρετήν η έρημος σου εσύναξε, να μη σε βλάψη η ταραχή όσον σε ωφέλησεν η ησυχία, και να απολέσης με την πολυϋπνίαν όσα με την αγρυπνίαν απέκτησας. Πρόσεχε μη φθείρης την σωφροσύνην του μοναχικού Βίου με γυναίκας συναυλιζόμενος· μη απολέσης την κατάνυξιν δια γέλωτος και την προσευχήν σου δι’ αμέλειαν· απλώς δε βάλε πολλήν επιμέλειαν εις τας ψυχικάς σου δυνάμεις, να μη πράττη και η ψυχή έσωθεν όσα τελούσι τα σωματικά μέλη έξωθεν· αλλά εις όσα πράξη το σώμα, σχήματα ή λόγους ή πράγματα, ας μείνη ο νους σου και η καρδία ατάραχος, δια να μη μολύνεται ποσώς η ψυχή από ταύτα και βλάπτεται. Ούτω και εγώ εις την σωτηρίαν σου θέλω χαίρει, μόνον εύχου τω Θεώ να μη μας χωρίση εις τον αιώνα τον μέλλοντα». Εις τους λόγους τούτους του Ιωάννου, δακρύων ο Συμεών είπε· «Μη φοβού, αδελφέ, ότι αυτό όπου θέλω να πράξω, δεν το πράττω από τον εαυτόν μου, αλλ’ ο Θεός με διέταξε· θέλεις δε γνωρίσει και συ, ότι ευηρέστησε το έργον μου εις τον Θεόν και ότι με την συνεργείαν Αυτού και βοήθειαν εγένετο εκ του ότι προ του θανάτου μου θέλω έλθει να σε χαιρετήσω, εντός δε ολίγων ημερών θέλεις με φθάσεις και συ, Θεού θέλοντος». Ταύτα ειπών, έκαμεν ευχήν επί πολλήν ώραν· ασπασθέντες δε αλλήλους εις τα στήθη εδάκρυσαν και απεχαιρετίσθησαν. Ηκολούθησε δε ο Ιωάννης επί πολύ διάστημα τον Συμεώνα, διότι η ψυχή του τον επόθει, και δεν ηδύνατο να τον χωρισθή· αλλ’ όσας φοράς του έλεγεν ο Συμεών να επιστρέψη οπίσω, του εφαίνετο, πως εχώριζε με το ξίφος την καρδίαν του, δια τούτο τον παρεκάλει να τον αφήση να ακολουθή, αλλ’ ο Συμεών τον διέταξε δριμύτερον· όθεν επέστρεψε στυγνός και περίλυπος καταβρέχων την γην με άφθονα δάκρυα. Ο δε Συμεών έφθασεν εις Ιεροσόλυμα, διότι επεθύμει να προσκυνήση τους Αγίους Τόπους, και παραμείνας εκεί επί τρεις ημέρας προσηύχετο, παρακαλών τον Κύριον να μη φανερωθή η εργασία του έως της τελευτής αυτού, δια να φύγη την δόξαν των ανθρώπων, δια της οποίας έρχεται η υπερηφάνεια και οίησις, η οποία εκρήμνισεν από τους ουρανούς τους Αγγέλους. Επήκουσε δε αυτού ο Κύριος, διότι παρ’ όλας τας θαυματουργίας, τας οποίας ετέλεσε, δεν εφανερώθη η εργασία του. Επειδή εάν ο Κύριος δεν τον εσκέπαζεν, ήθελον γνωρίσει οι άνθρωποι την αρετήν του από τα θαύματα τα οποία έκαμε· ότι ιάτρευσε δαιμονισμένους, άνθρακας εις τας χείρας εβάστασεν, προέβλεψε τα μέλλοντα, τα μακρόθεν εφανέρωσεν, Ιουδαίους και αιρετικούς προς την Ορθόδοξον πίστιν εχειραγώγησε, νοσούντας και ασθενείς εθεράπευσε, και άλλα πολλά θαύματα έκαμε. Πλην με όλα ταύτα ωκονόμησεν ο Κύριος να μη τον γνωρίσουν οι άνθρωποι, καθώς αυτός εζήτησεν ο μακάριος. Αλλ’ ας διηγηθώμεν εξ αρχής την υπόθεσιν, δια να γνωρίσωμεν καλύτερα τον Άγιον. Αφού προσεκύνησε τους Αγίους Τόπους, επήγεν εις την Έδεσσαν· ευρών δε εκεί σκύλον τινά νεκρόν έξωθεν της πόλεως, έλυσε το σχοινίον, όπερ ήτο εζωσμένος εις την μέσην, και έδεσε με αυτό τον σκύλον, σύρων δε αυτόν τον εισήγαγε μέσα από την θύραν της πόλεως· εκεί δε πλησίον ήτο σχολείον· οι δε παίδες, ιδόντες αυτόν, έτρεξαν όλοι οπίσω του και τον περιέπαιζον ως μωρόν. Ελθόντα δε εις την αγοράν, είδεν αυτόν εις κάπηλος ούτω πτωχικά ενδεδυμένον και ηρώτησεν αυτόν, εάν ήθελε να του πωλή τα φαγητά, όπου είχεν εις το εργαστήριον, ο δε Συμεών εδέχθη. Κατά δε την πρώτην ημέραν έφαγε πρώτον αυτός, διότι είχε μίαν εβδομάδα νήστις· έπειτα έδωσε τα επίλοιπα ελεημοσύνην εις τους πτωχούς. Το εσπέρας ήνοιξε το ερμάριον ο κάπηλος, να ίδη πόσα χρήματα είχεν εισπράξει ο Αββάς εξόσων επώλησεν, αλλά δεν εύρεν ούτε οβολόν, τα δε φαγητά δεν υπήρχον, διότι τα εμοίρασεν όλα. Όθεν έδειρεν αυτόν και τον εξεδίωξε και παρά πολύ τον εξουθένωσε και τον ύβρισεν. Αλλ’ αυτός δεν έφυγεν εκείνην την εσπέραν. Κατά δε την νύκτα έβαλεν άνθρακας αναμμένους εις την δεξιάν του χείρα και θέσας λιβάνιον εθυμίαζεν. Η δε γυνή του εστιάτορος τον είδε και εθαύμασε πως δεν εκάη ποσώς η χειρ του, δ’ αυτό δε το θαύμα έγινεν όλος ο οίκος των ορθόδοξος, οι οποίοι ήσαν όλοι αιρετικοί του Σεβήρου, δηλαδή ακέφαλοι. Ο δε Όσιος, όταν έκαμνεν εν θαύμα εις μίαν συνοικίαν, έφευγεν απ’ εκεί και επήγαινεν εις άλλην, έως να λησμονηθή το πράγμα να μη τον γνωρίσουν. Ή όταν ήθελε κάμει το θαύμα, έκαμνε κατόπιν και μίαν μωρίαν, δια να σκεπάση με την σαλότητα το κατόρθωμα. Τούτο έκαμε και τότε, όταν είδεν ότι η γυνή του εστιάτορος τον εσέβετο και τον εθαύμαζε· ανέβη μίαν νύκτα, όπου εκοιμάτο μόνη εις το στρώμα της, προσποιούμενος ότι θέλει να την μοιχεύση. Αυτή δε εφώναξεν, ώστε ήλθεν ο άνδρας της και του λέγει ότι ο καλόγηρος ήθελε να την βιάση. Τότε εκείνος έδειρεν αυτόν άσπλαγχνα και τον έβγαλεν έξω, όπου ήτο μεγάλος χειμών και ψύχος αφόρητον, και δεν τον εδέχθη πλέον, μάλιστα όπου και αν ευρίσκετο ο εστιάτωρ, όταν ήκουε κανένα να λέγη δια τον Συμεών ότι ήτο σαλός με το θέλημά του, αυτός ανταπεκρίνετο και τον κατέκρινεν, ότι είχε δαιμόνιον, διότι μίαν νύκτα, εάν αυτός δεν επρόφθανεν, ήθελε βιάσει την γυναίκα του. Έτρωγε δε μερικάς φοράς και το κρέας ο δίκαιος, όχι πολύ, αλλά μόνον δια να τον βλέπουν οι άνθρωποι, να τον νομίζωσι δια σαλόν και ανόητον, κατόπιν δε ενήστευε και τον άρτον επί μίαν εβδομάδα. Πλην την μεν κρεωφαγίαν έβλεπον, την δε νηστείαν δεν εγνώριζαν· διότι τας αρετάς τας έκαμνεν απόκρυφα, την δε ασχημοσύνην εις τον φανερόν, δια να τον αποστρέφονται. Ιδών δε πολλάκις αυτόν εις ενάρετος και θεοφιλής Διάκονος, Ιωάννης ονόματι, όστις, ως προείπομεν, είναι ο μετά ταύτα φανερώσας τα περί του Οσίου, τον εσυμπόνεσεν ως εύσπλαγχνος θαυμάζων την πολλήν του σκληραγωγίαν και κακοπάθειαν και τον επήρε να τον πλύνη εις ένα λουτρόν. Όταν δε έφθασαν εκεί προσεπάθει ο Ιωάννης να τον σύρη μέσα εις τα λουτρά των ανδρών, να τον πλύνωσι· αλλ’ αυτός έδραμε μέσα εις το γυναικείον, και ώρμησεν εν μέσω των γυναικών, αι οποίαι τον έδειραν και τον εδίωξαν. Ύστερον δε τον ηρώτησεν ο θεοφιλής Ιωάννης, ο οποίος έγραψε και τον Βίον του όλον και του λέγει· «Δια τον Κύριον, πάτερ, όταν εισήλθες εις το μέσον αυτών δεν ησθάνθης εις το σώμα σου καμμίαν ενόχλησιν»; Ο δε απεκρίνατο· «Πίστευσόν μοι, τέκνον, ότι καθώς όταν τοποθετής ένα ξύλον εις τα άλλα ξύλα δεν αισθάνεται, ούτω και εγώ δεν εσαλεύθην όλως διόλου, αλλ’ ήτο όλος ο νους μου εις τον Θεόν και προσηυχόμην». Ούτος ο θεοφιλής Ιωάννης είχεν υιόν άσωτον, όστις επόρνευσε με γυναίκα τινά ύπανδρον και όταν εξήλθεν από τον οίκον της εδαιμονίσθη ο άθλιος. Ο δε Όσιος, θέλων να τον ιατρεύση ψυχή τε και σώματι, τον έφθασεν εις την αγοράν και του δίδει ράπισμα, λέγων· «Ταπεινέ, μη μοιχεύσης πλέον, να μη σε εγγίση ο δαίμων». Τότε τον έρριψεν ο δαίμων και αφρίζων εσπάραζε· και ιδού βλέπει τον σαλόν ο δαιμονιζόμενος και του έβγαλεν από επάνω του ένα μαύρον σκύλον, τον οποίον έδειρε με Σταυρόν ξύλινον και ούτως ελυτρώθη από τον δαίμονα. Όταν δε συνήλθε ο πάσχων, τον ηρώτησαν τι έπαθε, αλλά δεν ηδυνήθη να είπη άλλον λόγον, ειμή μόνον τούτον· «Ένας μου είπε να μη μοιχεύω». Μετά όμως το τέλος του Αββά Συμεών, εξηγείτο εις όλους καταλεπτώς το θαυμάσιον. Είχε δε συνήθειαν ο Όσιος να αναβαίνη και εις τας οικίας των πλουσίων να παίζη, πολλάς δε φοράς προσεποιείτο ότι εφίλει τας δούλας, μία δε από αυτάς συνέλαβεν από ένα δημότην, δηλαδή πολίτην. Την ηρώτησε λοιπόν η κυρία της τις την έφθειρεν. Η δε απεκρίθη· «Ο σαλός Συμεών με εβίασε». Όταν δε ήλθεν ο Όσιος εις αυτόν τον οίκον, τον ήλεγξεν η κυρία της, λέγουσα· «Κακώς έκαμες, Συμεών, και εβίασας την δούλην μου». Αυτός δε εμειδίασε και της έφερε πολλάκις οψάρια, κρέας και άρτον λέγων· «Φάγε, γυνή μου, να γεννήσης γρήγορα». Όταν δε επλησίασεν ο καιρός να γεννήση, εβασανίζετο τρία ημερόνυκτα η αθλία, και εκινδύνευε να αποθάνη. Η δε κυρία της είπε προς τον Όσιον· «Κάμε προσευχήν, Συμεών, δια την γυναίκα σου, διότι δεν ημπορεί να γεννήση η τάλαινα». Αυτός δε τρέχων προς αυτήν, εκτύπα τας χείρας και έλεγεν· «Τη αληθεία, ταπεινή, δεν γεννάται το βρέφος, εάν δεν ομολογήσης τον πατέρα του». Τότε η τάλαινα, βλέπουσα τον επικείμενον κίνδυνον, ωμολόγησε την αλήθειαν, λέγουσα· «Άδικα τον δίκαιον εκατάκρινα, αλλά με τον δείνα δημότην το άκαμα». Τότε παρευθύς εγέννησε, πάντες δε εθαύμασαν. Όθεν είχον πολλοί τον Συμεών ως Άγιον, άλλοι δε έλεγον ότι από τον σατανάν ήσαν αυτά τα σημεία δια να πλανώνται οι άνθρωποι. Εις παντοπώλης της πόλεως, Εβραίος, είδεν ημέραν τινά, ότε επλύνετο ο Όσιος, ότι του ωμίλουν δύο Άγγελοι. Όθεν έβαλεν εις τον νουν του να φανερώση την αρετήν του. Ο δε Όσιος εφάνη καθ’ ύπνον και του λέγει· «Μη είπης εις ουδένα τι είδες». Όταν εξημέρωσεν, ήθελεν ο Εβραίος να φανερώση τον Όσιον, ούτος όμως φανείς ήγγισεν αυτόν εις τα χείλη και εβουβάθηκεν. Όθεν ήλθε προς τον Σαλόν και του έλεγε με νεύματα να τον θεραπεύση. Τότε εφάνη και πάλιν εις τον ύπνον του ο Όσιος και του λέγει· «Εάν πιστεύσης εις τον Χριστόν και βαπτισθής, θεραπεύεσαι, αλλέως αποθνήσκεις ούτως άλαλος». Ο δε Ιουδαίος τότε μεν δεν απεφάσισε να βαπτισθή· όταν δε ο Όσιος απήλθε προς Κύριον και τον είδεν ο Ιουδαίος εστεφανωμένον, μετετέθη δε το άγιόν του και σεβάσμιον λείψανον, ως θέλομεν ίδει κατωτέρω, τότε πιστεύσας εβαπτίσθη με όλον τον οίκον του· όταν δε εξήλθεν από την ιεράν κολυμβήθραν ωμίλησεν. Όθεν είχε τόσην ευλάβειαν εις τον Συμεών, όπου τον εώρταζε κατ’ έτος και πολλούς πτωχούς εθεράπευσεν. Έφθασε δε ο Όσιος εις τόσην απάθειαν και καθαρότητα, ώστε επήγαινεν εις το μέσον των εταιρίδων γυναικών, όταν εχόρευον εις το θέατρον, και έμενεν ως χρυσός καθαρός και αμόλυντος, καθώς αυτός εζήτησεν από τον Θεόν εις την προσευχήν του, να τον λυτρώση από τον πόλεμον της πορνείας. Είδε τότε τον μακάριον Νίκωνα, όστις του είπε· «Πως έχεις, αδελφέ Συμεών»; Ο δε απεκρίνατο· «Κακώς έχω, εάν δε προφθάσης να μου δώσης βοήθειαν, διότι η σαρξ μου σαλεύει και με σκανδαλίζει». Του λέγει ο Όσιος Νίκων· «Μη δειλιάσης εξ αυτού». Τότε επήρε νερόν από τον Ιορδάνην και τον έβρεξεν εις το υπογάστριον και τον εσφράγισε με τον τύπον του Σταυρού ειπών· «Ιδού υγιής γέγονας». Από τότε, καθώς ώμνυεν ο Όσιος, ουδέποτε εσκανδαλίσθη όλως διόλου. Όθεν έχων αυτό το θάρρος εισήρχετο ελεύθερα μέσα εις τας γυναίκας, και έκαμνε όσα σχήματα ήθελε, δια να τον νομίζουν μωρόν και άφρονα. Είχε δε και το χάρισμα της εγκρατείας ο μακάριος και δεν εδοκίμαζε τίποτε από την αρχήν της Τεσσαρακοστής μέχρι της Μεγάλης Πέμπτης, και τότε ήρπαζεν άρτον από τον αρτοποιόν και έτρωγεν. Οι δε άνθρωποι εσκανδαλίζοντο λέγοντες· «Καν την Μεγάλην Πέμπτην δεν δύνασαι να νηστεύης, άγνωστε»; Εν μια δε των ημερών είδε δαίμονα με τους νοερούς οφθαλμούς του, όστις εστέκετο εις την αγοράν, έχων κατά νουν να εισέλθη εις εκείνον όστις περάση πρώτος. Ο δε Όσιος το ηννόησεν εκ θείας χάριτος, και γεμίσας λίθους τον κόλπον του, όταν έβλεπεν ανθρώπους ερχομένους δια να περάσουν, τους ελιθοβόλει και έστρεφον οπίσω φοβούμενοι, έως ου επέρασεν ένας σκύλος, κρούσας δε αυτόν ο διάβολος ήρχισε να αφρίζη· τότε και ο Όσιος εφώναξεν εις τους ανθρώπους να διέλθουν άφοβα. Όλος λοιπόν ο σκοπός του Οσίου ήτο δια να σώση ψυχάς με όποιον τρόπον ηδύνατο, ή με προβλήματα γελοιώδη ή με άλλην τέχνην και γνωστικήν διάθεσιν ή και με θαυματουργίαν και παραγγελίαν τινά κατά τον αρμόδιον καιρόν γενομένην. Ημέραν τινά επέρασεν ο Όσιος από τόπον τινά, όπου εχόρευον κοράσια και καθώς τον είδον ήρχισαν να τον περιγελούν, και ετραγώδουν αισχρά δια τους Μοναχούς και άσχημα λόγια. Ο δε δίκαιος, δια να τα σωφρονίση, έκαμε προσευχήν και παρευθύς ετυφλώθησαν εκ του ενός οφθαλμού. Όθεν διηγείτο η μία της άλλης την συμφοράν· και εννοήσασαι ότι ο Συμεών τας ετύφλωσεν, έτρεχον οπίσω του φωνάζουσαι· «Συγχώρησόν μας, σαλέ, και λύσε μας». Όταν δε τον έφθασαν, εκράτησαν αυτόν βιαίως και τον ώρκιζον να τας ιατρεύση. Ο δε Όσιος είπεν εις αυτάς· «Ήτις θέλει να ιατρευθή, ας δεχθή να την φιλήσω εις τον τυφλόν οφθαλμόν, και τότε παρευθύς θέλει θεραπευθή». Όσας λοιπόν ήθελεν ο Θεός να ιατρευθούν, εδέχθησαν και τας εφίλησε και ιάθησαν· αι δε άλλαι, όσαι δεν ηθέλησαν να τας φιλήση ο σαλός, έμειναν ούτω κλαίουσαι. Μετ’ ολίγην ώραν, αφού ανεχώρησεν απ’ εκεί ο Όσιος, έτρεχον και αυταί κατόπιν φωνάζουσαι· «Περίμενε, σαλέ, φίλησον και ημάς δια τον Κύριον». Αλλ’ αυτός πλέον δεν εδέχθη, γνωρίζων εκ Πνεύματος Αγίου, ότι εάν δεν ήθελε τυφλώσει αυτάς, ήθελον γίνει αι πορνικώτεραι από όλας τας γυναίκας της Συρίας. Με την ασθένειαν δε εκείνην έπαυσαν την ασωτείαν και έμειναν ούτω μέχρι θανάτου. Ήλθον ποτέ άνθρωποι τινες από την Έδεσσαν εις Ιεροσόλυμα να εορτάσουν την Αγίαν Ανάστασιν. Εις δε απ’ αυτούς κατέβη εις τον Ιορδάνην δι’ ευλάβειαν· πηγαίνων δε εις όλα τα σπήλαια της ερήμου, έδιδεν ελεημοσύνην εις τους Ασκητάς δια τον Κύριον. Ούτος, όστις ήτο έμπορος, κατ’ οικονομίαν Θεού συνήντησε τον συνασκητήν του Συμεών Ιωάννην, τον οποίον επροσκύνησεν ο έμπορος και του εζήτει ευλογίαν. Του λέγει ο Ιωάννης· «Από ποίον τόπον είσαι»; Ο δε είπεν· «Από την Έδεσσαν». Τότε του λέγει ο Όσιος· «Σεις έχετε εκεί τον Αββάν Συμεών τον σαλόν και ζητείς ευχήν από εμέ τον ανάξιον, όταν εγώ και όλος ο κόσμος χρειάζεται ευχήν από αυτόν»; Έλαβε λοιπόν τον έμπορον εις το σπήλαιον αυτού και τον εφίλευσε πλούσια, όσα ο Θεός του έστειλεν. Ούτος δε εθαύμασε βλέπων πως έφερεν εις την τράπεζαν άρτον ζεστόν και οψάρια ψητά και οίνον ωραιότατον, ταύτα δε εις τοσαύτην πλησμονήν, ώστε εχόρτασαν και επερίσσευσαν. Έπειτα, όταν επήρεν ο έμπορος την συγχώρησιν να αναχωρήση, του έδωκεν ο Ιωάννης άλλας τρεις ευλογίας, δηλαδή άρτους ζεστούς, και του λέγει· «Δώσε του σαλού Συμεώνος, και ειπέ του να εύχεται δια τον αδελφόν του Ιωάννην». Καθώς δε έφθασεν ο έμπορος εις την Έδεσσαν, ω του θαύματος! απήντησεν αυτόν εις την θύραν της πόλεως ο Συμεών, και του λέγει· «Μήπως έφαγες τας τρεις ευλογίας, τας οποίας ο Αββάς Ιωάννης μου έστειλεν; Εάν τας έφαγες να τας πληρώσης κακώς έχων». Εκείνος δε εθαύμασε ταύτα ακούσας, και τον επήρεν ο Συμεών εις την καλύβην του να τον φιλεύση· ώμνυε δε κατόπιν ο έμπορος, ότι του έβαλε και αυτός εις την τράπεζαν από εκείνα τα ίδια φαγητά, όπου ο Ιωάννης τον εφίλευσεν εις την έρημον, και τα ίδια αγγεία, όπου είχεν εκεί, και τα οψάρια. Όταν έφαγον, του έδωκεν ο έμπορος τους τρεις άρτους και ανεχώρησεν εις τον οίκον του, και δεν ετόλμησε να ομολογήση τινος το θαυμάσιον. Αλλ’ ακούσατε ένα εξαίσιον τερατούργημα όπου έγινε δια προσευχής του Οσίου εις τον ρηθέντα Διάκονον, τον φίλον αυτού, όστις έγραψε τον Βίον του. Τινές κακούργοι εφόνευσαν άνθρωπον, τον οποίον έρριψαν εις την οικίαν του Ιωάννου από το παράθυρον. Όταν εύρον τον νεκρόν εις τον οίκον του θεοφιλεστάτου εκείνου ανδρός, όλοι ενόμισαν, ότι αυτός τον εφόνευσεν. Όθεν έδωκεν ο άρχων κατ’ αυτού την απόφασιν, δια να τον κρεμάσουν. Καθώς λοιπόν τον επήραν οι δήμιοι και τον έφεραν δεδεμένον εις τον τόπον της καταδίκης, δεν έλεγεν άλλον λόγον καθ’ όλον τον δρόμον ειμή μόνον· «ο Θεός του σαλού ας με βοηθήση». Θέλων δε ο Θεός να τον σώση από τοιαύτην συκοφαντίαν, έστειλεν άνθρωπον, όστις λέγει του Συμεών· «Σαλέ άθλιε, τώρα πηγαίνουν να κρεμάσουν τον φίλον σου, εάν δε αυτός αποθάνη εις ολίγας ημέρας θα αποθάνης και συ από την πείναν, ότι άλλος κανείς δεν φροντίζει δια τον εαυτόν σου». Είπε δε εις αυτόν και την πανουργίαν του φονέως ως άνωθεν είπομεν. Τότε ο Όσιος επήγε μόνος εις το κελλίον του, ήτοι εις ένα τόπον απόκρυφον, όπου ηύχετο πάντοτε και τον οποίον κανείς δεν εγνώριζεν, ειμή μόνον αυτός ο φίλος του Ιωάννης· κλίνας δε εκεί τα γόνατα, παρεκάλει τον Κύριον να λυτρώση τον δούλον αυτού από τον προκείμενον κίνδυνον. Όθεν ο Δεσπότης Χριστός επήκουσε τον φίλον του και ωκονόμησε να φανερωθούν οι φονείς ευθύς και να μη αποθάνη αδίκως ο δίκαιος. Όταν λοιπόν έφεραν οι δήμιοι εις την αγχόνην τον Ιωάννην, ήλθον τρεις ιππείς τρέχοντες και διατάσσουν τους δημίους να τον απολύσουν, διότι οι φονείς ευρέθησαν. Λυτρωθείς παραδόξως ο Ιωάννης έδραμεν εις τον άνωθεν απόκρυφον τόπον, βλέπων δε από μακράν τον Συμεών ευχόμενον εφοβήθη· ότι ως σφαίραι πυρός εξήρχοντο από το στόμα του, και ανέβαινον εις τον ουρανόν, γύρωθεν δε αυτού ήτο ως κλίβανος πυρός καιομένου, ο δε Όσιος έστεκεν εις το μέσον του πυρός ευχόμενος· όθεν δεν ετόλμησε να τον πλησιάση, μέχρις ότου απετελείωσε την προσευχήν. Τότε στραφείς ο Όσιος είπε προς τον Διάκονον· «Ούτος ο πειρασμός σου συνέβη, διότι ήλθον χθες δύο πτωχοί και σου εζήτησαν ελεημοσύνην, συ δε ενώ είχες δεν τους έδωσες, αλλά τους απέπεμψες. Μη νομίζης ότι είναι ιδικά σου εκείνα τα οποία δίδεις, ολιγόπιστε; Ο Κύριος λέγει ότι, όστις δώση ελεημοσύνη, θα απολαμβάνη εις τούτον τον κόσμον εκατονταπλάσιον και ζωήν αιώνιον εις τον μέλλοντα. Λοιπόν, εάν πιστεύης, δίδε όσον δύνασαι, εάν δε δεν δίδης, είναι φανερόν, πως είσαι άπιστος». Αυτά και έτερα ψυχωφελή ακούσας ο Ιωάννης, ευχαριστών αυτόν απήλθεν εις την οικίαν του χαίρων. Μίαν πρωϊαν εκράτει ο Όσιος σινάπι τριμμένον εις την αριστεράν του χείρα, εις δε την δεξιάν άρτον, και βυθίζων εις το σινάπι έτρωγεν. Όστις δε ήθελε τον περιπαίξη, ήλειφε με το σινάπι το στόμα του. Ήλθε δε και εις του οποίου οι οφθαλμοί είχον ασπράδα, έχρισε δε ο Όσιος τους οφθαλμούς αυτού με το σινάπι ειπών· «Ύπαγε και πλύσου με σκορδόξυδον, να ιατρευθής, έξηχε», δηλαδή σαλέ· διότι τούτον τον λόγον είχε πάντοτε συνήθειαν να λέγη προς άπαντας. Εκείνος δε επήγεν εις ιατρούς να τον θεραπεύσουν (διότι τον λόγον του σαλού δεν επίστευεν), οίτινες τον ετύφλωσαν ακόμη περισσότερον. Όθεν από την θλίψιν του ηναγκάσθη μίαν ημέραν και είπεν· «Ό,τι μου είπεν ο σαλός θα πράξω, έστω και εάν ήξευρα ότι θα έβγουν οι οφθαλμοί μου όλως διόλου». Ούτος λοιπόν επλύθη με σκορδόξυδον και τόσον ιάθη τελείως, ώστε έγιναν οι οφθαλμοί του καθαροί ως παιδίου μικρού, και έβλεπε θαυμάσια. Τότε περισσώς εθαύμαζεν. Απαντήσας δε αυτόν ο Όσιος, τον συνεβούλευσε λέγων· «Βλέπεις πως ιατρεύθης, έξηχε; Μη κλέψης πλέον του γείτονός σου τας αίγας». Άλλος τις πλούσιος ήτο εκεί εις την Έδεσσαν· τούτου δε εις δούλος έκλεψεν απ’ αυτού πεντακόσια χρυσά νομίσματα, και μη δυνάμενος να τα εύρη, απαντήσας τον Όσιον, τον ηρώτησε λέγων· «Δύνασαι, έξηχε, να μου εύρης τα αργύρια όπου έχασα, και να σου δώσω τα δέκα»; Του λέγει ο Όσιος· «Δώσε μου υπόσχεσιν ότι δεν θα δείρης πλέον κανένα δούλον σου, και να σου είπω που είναι». Αυτός δε έδωκε τον λόγον του με όρκον φρικτόν να τον υπακούση. Τότε είπεν ο Όσιος το όνομα του κλέπτου, και τον τόπον όπου τα έκρυψε, και εύρεν αυτά. Μετά καιρόν δε, θέλων να δείρη ένα των δούλων του ο ρηθείς πλούσιος, έτρεμεν η χειρ του· όθεν ηννόησε πως ήτο του σαλού ενέργεια, και ευρών αυτόν του είπε· «Λύσον με από τον όρκον, σαλέ». Ο δε Όσιος δεν του έδωκεν απάντησιν. Μόνον εφάνη εις τον ύπνον αυτού και του λέγει· «Εάν λύσω τον όρκον, θέλω σκορπίσει τα αργύριά σου, να τα χάσης όλως διόλου. Δεν εντρέπεσαι, άγνωστε, να δέρης τους δούλους σου, όπου αυτοί θα υπάγουν εις την αιώνιον ζωήν, συ δε εις την γέενναν, εάν δεν γίνης συμπαθής προς τους πένητας»; Συνέπασχε δε και συνελυπείτο τους δαιμονιζομένους ο Όσιος και συνηντάτο μετ’ αυτών και προσηύχετο δι’ αυτούς, ώστε πολλούς εθεράπευσε, και πολλάκις εξέπεμπον τοιαύτας φωνάς οι δαίμονες λέγοντες· «Ω βία σαλέ, όλον τον κόσμον χλευάζεις και πειράζεις και ημάς, αναίσχυντε! Φύγε απ’ εδώ, μη βασανίζης και ημάς». Ο δε Όσιος ήλεγχεν όλους όσους ήξευρεν από Πνεύμα Άγιον ότι ήσαν αμαρτωλοί, δηλαδή πόρνους, κλέπτας, επιόρκους και βεβαρημένους άλλους με διάφορα αμαρτήματα και τους ωνείδιζε με τρόπον επιδέξιον, ούτως ώστε επέστρεφεν αυτούς εις μετάνοιαν. Ήτο δε εκεί γυνή τις μάντισσα, ήτις έκαμνε φυλακτήρια, την οποίαν προσεποιείτο ότι ηγάπα και της έδιδεν άρτον, και άλλα φαγητά και ιμάτια όπου του εχάριζαν. Έπειτα της είπε μίαν ημέραν· «Θέλεις να σου κάμω ένα φυλακτόν, να μη σε βλάπτη ποτέ κανείς οφθαλμός»; Του λέγει εκείνη· «Ναι». Ο δε μακάριος έγραψε ταύτα εις Συριακήν διάλεκτον· «Είθε να σε καταργήση ο Θεός και να σε κάμη να παύσης να αποστρέφεσαι απ’ αυτού, και να αποστρέφης και τους άλλους». Τούτο το γράμμα λαβούσα εκράτει επάνω της η μάντισσα και δεν ηδύνατο πλέον να κάμη μαγείαν ή φυλακτήριον. Καθήμενος ποτέ ο Όσιος πλησίον εις κάμινόν τινα, εις την οποίαν έψηνε γυαλιά εις Εβραίος, είπε προς τινας πτωχούς· «Θέλετε να σας κάμω να γελάσετε; Κυττάξετε επιμελώς τι θέλω πράξει». Εγερθείς δε έκαμεν ένα Σταυρόν εις τα υάλινα σκεύη του Εβραίου και εθραύσθησαν τότε επτά αγγεία. Και οι μεν εγελούσαν, ο δε Εβραίος εθυμώθη, και καύσας δια πυράς τον Όσιον τον εδίωξεν. Ο δε Όσιος είπεν εις αυτόν· «Επ’ αληθείας, εάν δεν κάμης Σταυρόν εις το μέτωπόν σου, όλα σου τα αγγεία θέλουν συντριβή». Τότε δε πάλιν, όταν έλεγε ταύτα ο Όσιος, εθραύσθησαν άλλα δεκατρία αγγεία. Τούτο το θαυμάσιον ιδών ο Εβραίος εκατανύχθη, και κάμνων την άλλην ημέραν τον Σταυρόν εις το μέτωπον, δεν εθραύσθη κανέν αγγείον τελείως· όθεν πιστεύσας εις τον Χριστόν εβαπτίσθη. Άλλην φοράν έπλυναν έξω της πόλεως δέκα δημόται τα ενδύματά των και περνών απ’ εκεί ο Όσιος είπεν εις αυτούς· «Έλθετε μετ’ εμού, να σας φιλεύσω, έξηχοι». Οι πέντε λοιπόν επίστευσαν τον λόγον του και τον ηκολούθησαν. Όταν δε τους ωδήγησεν εις ένα τόπον όπου ηθέλησε, τους είπε· «Καθίσατε ολίγον εδώ, έως να έλθω». Πηγαίνων δε παρεμπρός, έκαμεν ευχήν προς τον Θεόν, όστις του έστειλε φαγητά διάφορα, άρτους και οίνον νόστιμον, και τους εφίλευσε πλουσιώτατα. Όταν δε εχόρτασαν, τους έδωκεν όσα επερίσσευσαν λέγων· «Λάβετε ταύτα μαζί σας, να φάγουν αι γυναίκες και τα παιδιά σας· και εάν αφήτε αυτήν την τέχνην, να μη είσθε πλέον δημόται, να σας φθάσουν αυτά τα φαγητά, να τρώγετε έως να αποθάνω». Αυτοί τότε τα επήραν και είπον προς αλλήλους· «Ας δοκιμάσωμεν μίαν εβδομάδα, και εάν δεν ολιγοστεύσουν τα βρώματα, ας αφήσωμεν την αμαρτίαν». Ούτω ποιήσαντες έτρωγαν καθ’ ημέραν, και δεν ωλιγόστευσαν τα βρώματα, ω του θαύματος! αλλά ήσαν την εβδόμην ημέραν ως και την πρώτην ανελλιπή· όθεν επέστρεψαν εις μετάνοιαν, οι δε τρεις απ’ αυτούς έγιναν Μοναχοί. Ούτος ο μακάριος, μεταξύ των άλλων αρετών, είχε την ακτημοσύνην και δεν είχεν άλλο τι εις την καλύβην του, ειμή μόνον ένα φορτίον κλήματα, δια να κοιμάται παραμικρόν· πολλάς δε φοράς διήρχετο όλην την νύκτα άϋπνος, εις την προσευχήν ιστάμενος, βράχων την γην με δάκρυα. Το δε πρωϊ, όταν εξήρχετο από την καλύβην, έκοπτε κλάδους ελαιών ή από άλλα φυτά και κάμνων στέφανον τον εφόρει εις την κεφαλήν, εις δε την χείρα εκράτει άλλον κλάδον φωνάζων· «Νίκα τω Βασιλεί και τη Πόλει». Πόλιν δε έλεγε την ψυχήν, Βασιλέα δε τον νουν. Εζήτησε δε και χάριν παρά του Θεού ο τρισόλβιος να μη μακρύνουν ποτέ τα μαλλιά του και τα γένεια, δια να μην τα κόπτη, και γνωρίσουν ότι ήτο σαλός εκουσίως. Όθεν όλη του η ζωή παρήλθε χωρίς ποτέ να κόψη τας τρίχας της κεφαλής του. Προς δε τον θεοφιλή Διάκονον είπε πολλάκις την αλήθειαν, αλλά τον εφοβέρισε να μη ομολογήση τινός την υπόθεσιν ζώντος αυτού· ει δε και την φανερώση, να λαμβάνη εις τον μέλλοντα αιώνα μεγάλην βάσανον. Όταν δε εγνώρισεν ότι έμελλε να κοιμηθή, προ δύο ημερών είπεν εις αυτόν· «Γίνωσκε, φίλε μου Ιωάννη, ότι σήμερον επήγα και εύρον τον αδελφόν μου τον Ασκητήν Ιωάννην εις την έρημον, και ηυφράνθην πολλά, διότι τον είδα ότι εφόρει τίμιον στέφανον εις τον οποίον γύρωθεν ήσαν γεγραμμένα ταύτα· «Στέφανος υπομονής της ερήμου». Πάλιν δε εκείνος είπε προς με· «Εγώ είδα πως ήλθε τις και σου έλεγεν· «Ελθέ, σαλέ, να λάβης τους στεφάνους των ψυχών, όπου μου έφερες». Εγώ δε, κύριέ μου Διάκονε, δεν έχω κανένα καλόν επάνω μου, ούτε μισθόν ποσώς αναμένω· μόνον παρακαλώ σε να επιμελήσαι πάσαν ψυχήν άπορον, μάλιστα τους Μοναχούς και αναπήρους, και να τους ελεής όσον δύνασαι· ότι οι τοιούτοι δύνανται να μας αξιώσουν της ουρανίου μακαριότητος. Έτι δε σε παρακαλώ να κοπιάσης μικρόν δια την αγάπην μου, να γράψης όλην την αμέλειαν του οικτρού μου Βίου, καθώς σου τον είπα με συντομίαν, ο δε Κύριος θέλει πληρώσει τον κόπον σου. Γίνωσκε δε και τούτο, ότι εις ολίγας ημέρας αναχωρείς και συ από τούτον τον πρόσκαιρον κόσμον, καθώς ο Δεσπότης μου εφανέρωσε· λοιπόν ετοίμασον τα εφόδια και φρόντισον δια την ψυχήν σου, δια να δυνηθής να περάσης τα εναέρια πνεύματα. Ότι ο Κύριος το γινώσκει, πολύν φόβον έχω, έως να τα περάσω και εγώ, να μη με πειράξωσι. Δια τούτο σε παρακαλώ να σπουδάσης και δια τον εαυτόν σου. Και τούτο σου γίνεται εύκολον, εάν φυλάξης αυτά τα δύο· πρώτον να δώσης ελεημοσύνην το κατά δύναμιν και υπέρ την δύναμιν· ότι αυτή η αρετή σου βοηθεί από τας άλλας περισσότερον κατά την Γραφήν: «Μακάριος ο Κύριος». Δεύτερον σε παρακαλώ, να νη πλησιάσης εις το Άγιον Θυσιαστήριον πώποτε όταν έχης με τινα σκάνδαλον, δια να μη εμποδίση η ανομία σου την επιφοίτησιν του Παναγίου Πνεύματος, να υστερηθούν της χάριτός του και οι επίλοιποι». Αυτά και έτερα πλείονα του παρήγγειλεν, από τα οποία του είπε να μη ομολογήση τινός ωρισμένα απ’ αυτά. Έπειτα του είπεν: «Αδελφέ Ιεροδιάκονε, παρακλήθητι, ότι την τρίτην ημέραν προσλαμβάνει ο Κύριος τον σαλόν και ελάχιστον, και τον Αββάν Ιωάννην τον αδελφόν μου, καθώς εγώ χθες σου είπον. Ύπαγε λοιπόν εις ειρήνην, και μετά δύο ημέρας να έλθης εις την καλύβην μου, και μη μου λησμονήσης του ταπεινού και αμαρτωλού παράφρονος». Ταύτα ειπών ο ταπεινόφρων και μέτριος επήγεν εις την καλύβην αυτού και προσευχόμενος ικανώς εις τον Κύριον παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού, τη εικοστή πρώτη του Ιουλίου, μεγάλως υπεραστράψας εις τας αρετάς και εις ένθεα και φρικτά κατορθώματά του, καταπλήξας τους Ασωμάτους Αγγέλους με την θαυμάσιον πολιτείαν του. Όταν δε παρήλθον ημέραι δύο και δεν εφαίνετο ο Όσιος, μετέβησαν οι γνώριμοί του και τον εύρον υποκάτω εις τα κλήματα τελειωθέντα. Τούτο δε το έκαμεν ο πάνσοφος, δια να πιστεύσουν τινές ότι ήτο σαλός, όταν τον ίδωσιν ούτως ηπλωμένον ως κτήνος ανόητα. Εσήκωσαν λοιπόν δύο πτωχοί το λείψανον του Οσίου και επήγαιναν να τον ενταφιάσουν εις το ξενοταφείον ούτως ανεπιμέλητα, καθώς δε διήρχοντο από τον οίκον του Ιουδαίου, περί του οποίου είπομεν ανωτέρω, ήκουσεν ο Εβραίος εντός του οίκου του ευρισκόμενος ψαλμωδίαν τοιαύτην και μελωδίαν τοσούτον θαυμάσιον, την οποίαν δεν φθάνει γλώσσα ανθρώπου να την διηγηθή. Εκπλαγείς λοιπόν ο Ιουδαίος και προκύψας από το παράθυρον, βλέπει ότι μόνον δύο πτωχοί εσήκωναν το τίμιον λείψανον του πλουσίου εις αρετάς Οσίου, ατενίσας δε εις τον αέρα είδεν άνωθεν του λειψάνου Αγίους Αγγέλους να συνοδεύουν αυτό ψάλλοντες ουράνια άσματα. Τότε εδάκρυσεν από την χαράν και εβόησε λέγων· «Όντως καλότυχος συ και μακάριος, ότι μη έχων ανθρώπους να σε ενταφιάσουν, επήρες τας ουρανίους Δυνάμεις των Αρχαγγέλων και σε συνοδεύωσιν άδοντες υπερκόσμια άσματα». Ταύτα ειπών ο πρώην Ιουδαίος εξήλθε με όλον τον οίκον του και συνοδεύσας το άγιον λείψανον, το ενεταφίασε με πολλήν ευλάβειαν, διηγούμενος εις όλους καταλεπτώς το θαυμάσιον. Ταύτα ακούσας ο θεοφιλής Διάκονος Ιωάννης έδραμεν εις τον τάφον με άλλους πολλούς περίλυπος, ότι δεν ήλθε πρωτύτερα· θέλων δε να τον αναχώση δια να τον ενταφιάσουν με Ιερείς και θυμιάματα, καθώς έπρεπεν, ανοίξαντες τον τάφον, δεν ευρέθη ποσώς (ω του θαύματος!) το τρισόλβιον σώμα του μάκαρος, ότι ο Κύριος το μετέθεσεν όπου ηθέλησε και τότε ο εις εις τον άλλον διηγούντο τα του Οσίου θαυμάσια, όσα ετέλεσε και εποίησεν εις καθ’ έκαστον, και εδόξασαν τον Θεόν, όστις έδωκεν εις τον πιστόν τούτον δούλον του τόσην δύναμιν και χάριν. Ούτος είναι ο Βίος και η θαυμαστή πολιτεία του αοιδίμου Συμεών, δια μέσου του οποίου εποίησεν ο Κύριος τοσαύτα θαυμάσια. Μάλιστα επ’ αληθείας αφήκα και πολλά άγραφα, μόνον δε τα πλέον χρησιμώτερα εσημείωσα, δια να τα αναγινώσκουν πρόθυμα οι ακροαταί και να μη αμελούν και κοιμώνται εις την τούτων ανάγνωσιν. Εκοιμήθη δε και ο μακάριος Ιωάννης ο εν Χριστώ αδελφός και συνασκητής αυτού την ιδίαν ημέραν, ήτοι κατά την σήμερον, καθώς αυτοί εδεήθησαν του Θεού, όστις επήκουσεν ως αγαθός και επλήρωσε την αίτησιν αυτών καθώς και αυτοί εφύλαξαν τας εντολάς του απαρασάλευτα και εδώ μεν ηξίωσε να λυτρωθώσιν εις την ιδίαν ημέραν από τους σωματικούς αγώνας και έπαθλα, εκεί δε ανέπαυσε τας ψυχάς αυτών εις ομοίαν δόξαν και ανάπαυσιν αιώνιον. Ής γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν τη αυτού χάριτι και φιλανθρωπία, ω πρέπει τιμή και προσκύνησις συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι πάντοτε νυν και εις τους αιώνας.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΒ΄ (22α) Ιουλίου, μνήμη της Αγίας Μυροφόρου και Ισαποστό λου ΜΑΡΙΑΣ της Μαγδαληνής.

Δημοσίευση από silver »

Μαρία η Μαγδαληνή κατήγετο από τα Μάγδαλα, τα οποία κείνται εις τα οροθέσια της Συρίας· προσελθούσα δε τω Χριστώ απηλλάγη δια της χάριτος αυτού των επτά δαιμονίων, τα οποία την ηνώχλουν, και ούτως ακολουθήσασα αυτώ και υπηρετούσα έως του πάθους και του Σταυρού, έγινε και Μυροφόρος και ευαγγελίστρια, και πρώτη αυτή, μεταξύ των άλλων Μυροφόρων, είδε την Ανάστασιν του Κυρίου, μετά της άλλης Μαρίας, της Υπεραγίας Θεοτόκου, όταν οψέ Σαββάτων, ήτοι μετά το Σάββατον, είδε τον Άγγελον, καθώς γράφει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος· όταν δε μετέβη το πρωϊ εις το μνήμα, τότε είδε δύο Αγγέλους εν λευκοίς καθεζομένους, και πάλιν είδε τον Χριστόν, τον οποίον νομίζουσα ότι είναι ο κηπουρός, και θέλουσα να εγγίση τους πόδας του, ήκουσε παρ’ αυτού: «Μη μου άπτου», καθώς αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης. Αύτη η Μυροφόρος μετά την Ανάληψιν του Κυρίου επορεύθη εις την Ρώμην, όπου παρουσιάσθη εις τον Τιβέριον και επέτυχε την τιμωρίαν του Πιλάτου. Είτα επέστρεψεν εις Ιεροσόλυμα, κατόπιν εξελθούσα δια δευτέραν φοράν εις το κήρυγμα επορεύθη και πάλιν εις τα μέρη της δύσεως. Μετά ταύτα ήλθεν εις την Έφεσον, ένθα εύρε τον Άγιον Ιωάννην τον Θεολόγον, και εκεί κοιμηθήσα οσίως ενεταφιάσθη παρά την θύρα του σπηλαίου, εντός του οποίου εκοιμήθησαν ύστερον οι επτά Παίδες οι εν Εφέσω. Ας ίδωμεν όμως τον κατά πλάτος Βίον αυτής, ίνα γνωρίσωμεν καλύτερον την Αγίαν.

Βίος και πολιτεία της Αγίας ενδόξου Πανευφήμου Μυροφόρου και Ισαποστόλου Μαρίας της Μαγδαληνής. Εγώ τους εμέ φιλούντας αγαπώ, οι δε εμέ ζητούντες ευρίσκουσι χάριν και δόξαν. Ηγάπησαν βεβαίως πάντες οι Άγιοι τον Θεόν, και δια τούτο εύρον χάριν και δόξαν παρ’ αυτού. Χάριν μεν εύρον διότι τα σώματα αυτών, κείμενα εν τοις μνήμασι, αναβλύζουσι μύρα και θαύματα επιτελούσιν εις τους ορθώς και μετά πίστεως προστρέχοντας εις αυτούς. Δόξαν δε έλαβον την ουράνιον εκείνην του Θεού, εις την Βασιλείαν των ουρανών. Διότι πόσην δόξαν θέλουσιν έχει οι Άγιοι, όταν ακούσωσι παρά του Χριστού το «Ευ δούλοι αγαθοί, επί ολίδα ήτε πιστοί, επί πολλών καταστήσω υμάς, εισέλθετε εις την βασιλείαν μου»; Ίδετε τι κέρδος έχουσι οι ζητούντες το θέλημα αυτού και τας εντολάς αυτού τηρούντες. Ούτοι είναι μακάριοι, ούτοι θέλουσιν ίδει τον Θεόν, ούτοι θέλουσιν εύρει την χάριν αυτού και την δόξαν. Εκ τούτων μία υπάρχει και η ένδοξος Μαρία η Μαγδαληνή, διότι αύτη τον Θεόν εζήτησε και ηγάπησεν αυτόν· διο χάριν εύρε και δόξαν αυτού, και εγένετο Αγία και Ισαπόστολος. Εις πολλούς δε τόπους το όνομα το άγιον αυτού εκήρυξε, και Μυροφόρος εγένετο, και θαυματουργός κατέστη, και τους πόδας του Κυρίου εφίλησε, και πολλά πράγματα εύρομεν εις τας αγίας Γραφάς δι’ αυτής. Αλλά και οι τέσσαρες Ευαγγελισταί δοξάζουσι αι επαινούσιν αυτήν, περί της αγάπης και της πίστεως, την οποίαν είχεν εις τον Χριστόν. Αύτη λοιπόν η Μαρία ήτο από τα Μάγδαλα, πόλιν ήτις έκειτο εις το οροθέσιον της Συρίας, πλουσία σφόδρα και ωραία την όψιν και το κάλλος. Ο πατήρ της ωνομάζετο Σύρος, η δε μήτηρ της Ευχαριστία. Ούτοι ήσαν ονομαστοί και ένδοξοι εις πάντα, και κατά την ευγένειαν περιφανείς και κατά τον πλούτον περίβλεπτοι. Αύτη λοιπόν η μακαρία ακούσασα περί του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού του αληθινού Θεού, ότι ευρίσκεται εις Ιεροσόλυμα, όπου διδάσκει και θαύματα πολλά ποιεί, τυφλούς φωτίζει, λεπρούς καθαρίζει, νεκρούς ανιστά και δαιμονιζομένους θεραπεύει, καταλιπούσα τα Μάγδαλα, ήλθεν εις Ιερουσαλήμ ζητούσα τον Κύριον, τον οποίον ευρούσα ηκολούθει εις αυτόν ψυχικώς τε και σωματικώς· μαθήτρια δε αυτού γίνεται, και χάριν ευρίσκει μεγάλην παρ’ αυτώ. Ηνωχλείτο δε αύτη η Μαρία η Μαγδαληνή υπό δαιμονίων επτά, και δια της Χριστού χάριτος λυτρούται και απαλλάττεται αυτών και ιατρεύεται. Δαιμόνια δε ακούων επτά, εννόει τα των επτά αρετών υπάρχοντα εναντία πνεύματα. Δηλαδή πνεύμα αφοβίας Θεού, πνεύμα ασυνεσίας, πνεύμα αγνωσίας, πνεύμα ψεύδους, πνεύμα κενοδοξίας, πνεύμα επάρσεως, πνεύμα κάλλους. Ταύτα πάντα είναι εναντία και αντίπαλα πασών των αρετών. Καθότι πάσα αμαρτία έχει τον δαίμονα, ήτοι το ενεργούν αυτήν πνεύμα. Εκ τούτων λοιπόν των επτά πνευμάτων, τα οποία είχεν η μακαρία, ελύτρωσεν αυτήν ο Κύριος και εθεράπευσεν. Απαλλαγείσα λοιπόν η μακαρία Μαρία πάσης κακίας ενέδυσεν εαυτήν με το ένδυμα της αγαθότητος και ηκολούθησε τον Χριστόν ως μαθήτρια και Διάκονος, μέχρι του πάθους αυτού· και τα του κόσμου άπαντα φθαρτά εις ουδέν λογισαμένη, και πλούτον και δόξαν και ωραιότητα και ει τι έτερον όμοιον με ταύτα βδελυξαμένη παντελώς, εγένετο Μυροφόρος ομού μετ’ άλλων γυναικών, δια την αιτίαν δε ταύτην ηγάπησεν αυτήν ο Δεσπότης Χριστός. Αλλά και η Υπεραγία Θεοτόκος προσέλαβεν αυτήν σύντροφον και συνοδοιπόρον, όταν επορεύετο εις τον τάφον. Αύτη πρώτη των άλλων Μυροφόρον είδε την Ανάστασιν του Κυρίου μετά της Θεοτόκου, και εφίλησε τους πόδας του Κυρίου και εψηλάφησεν αυτόν. Αλλά και εν τω καιρώ της Αναστάσεως είδε το μεσονύκτιον Άγγελον ως αστραπήν, ο οποίος εκύλισε τον λίθον του μνήματος και τότε έσπευσε να ευαγγελισθή εις τους Μαθητάς και Αποστόλους την Ανάστασιν του Κυρίου ειπούσα και εις αυτόν τον Πέτρον το χαρμόσυνον άγγελμα. Αύτη η Αγία κατά την ημέραν της Αγίας Αναστάσεως ήλθε πολλάκις εις το μνημείον μεθ’ ετέρων γυναικών, δεικνύουσα τον τάφον κενόν. Ακόμη δε και μαζί με τον Πέτρον και τον Ιωάννην ήλθεν εις το μνημείον· έπειτα δε πάλιν είδε δύο Αγγέλους κατά την ημέραν εκείνην εις τον τάφον, ένα προς την κεφαλήν, και ένα προς τους πόδας, οίτινες και ελάλησαν εις αυτήν λέγοντες· «Τίνα ζητείς»; Αλλά και τον Κύριον είδε νομίσασα αυτόν ως κηπουρόν· διο και ωνειδίσθη παρά Κυρίου και ήκουσε το «Μη μου άπτου», όταν εγνώρισεν αυτόν. Μετά δε ταύτα ήτο εις Ιεροσόλυμα ομού με άλλας γυναίκας, έως της Αναλήψεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Τούτων ούτως εχόντων, όταν συνεπληρώθη η Πεντηκοστή, κατά την οποίαν εγένετο η επιφοίτησις του Αγίου Πνεύματος, οι μεν Απόστολοι επορεύθησαν εις το κήρυγμα, η δε Αγία Μαρία η Μαγδαληνή, σφοδροτέραν αγάπην προς τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν επιδεικνύουσα, επορεύθη εις την Ρώμην προς τον Καίσαρα, φέρουσα αναφοράν προς αυτόν, ήτις έλεγεν· «Ο Πιλάτος τον οποίον απέστειλας εις Ιερουσαλήμ ηγεμόνα, έκαμε κρίσιν άδικον εις τον Ιησούν τον Υιόν της Μαρίας, ο οποίος εποίει σημεία μεγάλα και τέρατα εις τον λαόν, δίδων εις τους τυφλούς ανάβλεψιν, εγείρων τους νεκρούς, καθαρίζων τους λεπρούς, εκβάλλων δια μόνου του λόγου δαιμόνια και απλώς, πάσαν νόσον θεραπεύων. Οι δε αρχιερείς Άννας και Καϊάφας, δια ζήλον και φθόνον παρέδωκαν αυτόν εις τον ηγεμόνα Πιλάτον, όστις πολλά εξετάσας αυτόν και μηδέν άξιον θανάτου ευρών εις αυτόν εσταύρωσεν αυτόν. Τότε η κτίσις ιδούσα την αδικίαν εσαλεύθη, ο ήλιος ημαύρωσε τας ακτίνας, η δε σελήνη μετεβλήθη εις σκότος, η γη εσείσθη, αι πέτραι διερράγησαν, το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη από άνωθεν έως κάτω, και οι νεκροί ανέστησαν». Ταύτα ακούσας ο Καίσαρ, και ότι εγένετο κατ’ εκείνην την ώραν σκότος, το οποίον εγένετο εις όλον τον κόσμον, και γράψας τον καιρόν, εγνώρισεν ότι το αληθές λέγει η γυνή. Όθεν παραχρήμα γράφει εις Ιερουσαλήμ, όπως έλθη ο Πιλάτος εις την Ρώμην, ομοίως να έλθουν ταχέως και οι αρχιερείς του ενιαυτού εκείνου Άννας και Καϊάφας. Και ο μεν Καϊάφας λέγουσιν ότι απέθανεν εις την Κρήτην, ο δε Άννας ανήλθεν εις Ρώμην. Τότε ο Καίσαρ εξέδωσεν απόφασιν δι’ αυτόν, ίνα εκδάρωσι μίαν βουβάλαν, και με το νωπόν αυτής δέρμα τυλίξωσιν αυτόν, ούτω δε τυλιγμένον στήσωσιν αυτόν εις τον ήλιον. Τούτου λοιπόν γενομένου έσφιγξεν αυτόν το δέρμα και απέρρηξεν οδυνηρώς την ελεεινήν αυτού ψυχήν. Δια δε τον Πιλάτον επρόσταξεν ο βασιλεύς να τον φέρωσιν προ του βήματος αυτού, ίνα απολογηθή δια το κακόν το οποίον έκαμεν. Είχε δε ο βασιλεύς την εξής συνήθειαν, ότι ουδείς άξιος θανάτου επετρέπετο να ίδη το πρόσωπον αυτού, εάν δε και έβλεπεν αυτό, συνεχωρείτο εκ του θανάτου. Επειδή λοιπόν έμελλεν ο Πιλάτος να ίδη το πρόσωπον του βασιλέως και να ερωτηθή υπ’ αυτού, πως εθανάτωσεν αδίκως τον ποιήσαντα τοσαύτα θαύματα και τέρατα εις τον λαόν, εποίησε πρώτον απόφασιν, ότι καν ίδη το πρόσωπον αυτού ο Πιλάτος, ουδεμίαν ελευθερίαν θέλει έχει. Καθίσαντος λοιπόν του Καίσαρος επί του βήματος, παρίσταται ο Πιλάτος, τον οποίον ιδών ο Καίσαρ εστάθη όρθιος (διότι τόσον εδοξάσθη ο Πιλάτος). Ήτο δε εκεί παρούσα και η Μαρία η Μαγδαληνή, ήτις ως είδε τούτον λέγει προς τον Καίσαρα· «Γίνωσκε, κύριε Καίσαρ, ότι ο Πιλάτος φορεί το ιμάτιον του δικαίου εκείνου, του αδίκως σταυρωθέντος υπ’ αυτού, δια τούτο και απήλαυσε τοιαύτης τιμής». Να δικάζη δηλαδή αυτόν ο Καίσαρ ιστάμενος όρθιος. Είχε δε πράγματι αγοράσει ο Πιλάτος τον ιματισμόν του Ιησού, τον άνωθεν υφαντόν και άρραφον, τον οποίον έπλεξε δια των ιδίων της χειρών η Παρθένος Μαρία. Τον ιματισμόν αυτόν ηγόρασεν ο Πιλάτος από τους στρατιώτας. Διότι οι στρατιώται κατά τον καιρόν της Σταυρώσεως διεμοιράσθησαν μεταξύ των τα ιμάτια του Ιησού και έλαβον έκαστος ανά εν μέρος. Επειδή όμως το εξωτερικόν ένδυμα ήτο από επάνω έως κάτω υφαντόν, χωρίς καμμίαν ραφήν, δια να μη το καταστρέψωσιν, είπον μεταξύ των· «Μη σχίσωμεν αυτό, αλλά βάλωμεν κλήρους τίνος λάχοι». Τούτον λοιπόν τον ιματισμόν ηγόρασεν ο Πιλάτος και ενεδύθη αυτόν έσωθεν των ιματίων αυτού προς βοήθειαν, δια τούτο είπεν η Μαγδαληνή Μαρία· «κύριε Καίσαρ, ο Πιλάτος φορεί το ιμάτιον του δικαίου ανθρώπου εκείνου του αδίκως σταυρωθέντος υπ’ αυτού». Εκδύσαντες τότε τον Πιλάτον εύρον τον ιματισμόν του Ιησού, καθώς είπεν η Μαρία, και τον εξέβαλον εξ αυτού. Τότε ενεδύθη πάλιν ο Πιλάτος τα ιμάτιά του, αλλ’ εστερήθη πλέον της προτέρας τιμής. Ήρχισε λοιπόν να ερωτά αυτόν ο Καίσαρ, λέγων εις αυτόν· «Πως ετόλμησας να τελέσης τοιούτον άδικον φόνον εις τον Ιησούν; Δεν ήκουσας τα θαύματα τα οποία εποίησεν εις πάσαν την Ιερουσαλήμ και εις τα όρια εκείνα, ένδοξα όλα και θαυμάσια; Τυφλούς εφώτισε, λεπρούς εκαθάρισε, νεκρόν ανέστησε τετραήμερον ονόματι Λάζαρον, και άλλα όσα τεράστια και τας ακοάς υπερβαίνοντα εποίησεν; Ποίαν λοιπόν αιτίαν εύρες κατ’ αυτού, και εποίησας ταύτην την αδικίαν και παρανομίαν»; Απεκρίθη τότε ο Πιλάτος και λέγει προς τον Καίσαρα· «κύριε Καίσαρ, ονομαστέ και θαυμαστέ, οι αρχιερείς και οι γραμματείς των Ιουδαίων παρέδωκαν εις εμέ αυτόν, λέγοντες και βοώντες, ότι δεν τηρεί το Σάββατον, ότι παραβαίνει τον νόμον του Μωυσέως, ότι κωλύει τα τέλη και τους φόρους σου του Καίσαρος, και εξεγείρει τον όχλον· και εγώ τούτον ακούσας, πολλάκις είπον προς αυτούς· λάβετε αυτόν υμείς, και κατά τον ιδικόν σας νόμον κρίνατε. Οι δε ήρχισαν με μεγάλην φωνήν να κράζουν· θανάτωσον αυτόν, διότι είναι άξιος θανάτου· ότι και εαυτόν Υιόν Θεού εποίησε, και άλλους λόγους πολλούς είπεν άπας ο λαός κατά του κράτους σου λέγων, ότι εάν δεν σταυρώσης αυτόν, δεν είσαι φίλος του Καίσαρος· και ότι πας ο βασιλέα εαυτόν ποιών, αντιλέγει εις τον Καίσαρα. Ταύτα και τα τοιαύτα ακούσας εγώ περί του κράτους και της εξουσίας σου, ηγωνιζόμην πολύ να απολύσω αυτόν. Ιδών δε ότι ουδέν ωφελούμαι, αλλά μάλλον θόρυβος γίνεται εις τον λαόν, έκρινα να παραδώσω τον Ιησούν εις θάνατον· ταύτα δε έπραξα δια τον φόβον σου». Τότε ο Καίσαρ λέγει προς τον Πιλάτον· «Άθλιε και ταλαίπωρε, επειδή εξουσίαν είχες να απολύσης αυτόν, τίνος ένεκεν δεν τον απέλυσας»; Διέταξε τότε να βάλωσι τον Πιλάτον εις φυλακήν, έως ου σκεφθή δια ποίου πικρού θανάτου να θανατώση αυτόν, δια την άδικον δίκην, την οποίαν έκαμε κατά του Ιησού, του δικαίου εκείνου και αναμαρτήτου· τότε οι του Καίσαρος υπηρέται, παραλαβόντες τον Πιλάτον, ωδήγησαν αυτόν εις την εξωτερικήν φυλακήν· διότι αι φυλακαί της Ρώμης ήσαν έξωθεν της πόλεως. Χρονοτριβήσαντες δε του Πιλάτου εις την φυλακήν εφρόντιζον επιμελώς οι γνώριμοι και οι γνήσιοι φίλοι αυτού να λυτρώσωσιν αυτόν εκ της ζοφεράς εκείνης φυλακής· αλλά δεν ετόλμων να ομιλήσωσι περί αυτού εις τον Καίσαρα. Πλην μίαν των ημερών, δια να εύρωσιν αφορμήν, ωργάνωσαν κυνήγιον έξω της Ρώμης πλησίον της φυλακής, εις την οποίαν ήτο φυλακισμένος ο Πιλάτος. Εις το κυνήγιον δε αυτό θα επήγαιναν ομού μετά του Καίσαρος, παρήγγειλαν δε εις τον Πιλάτον, όταν ίδη τον Καίσαρα εκεί πλησιάσαντα, να κύψη εκ της θυρίδος ικετεύων και παρακαλών όπως τύχη ελέους. Όταν λοιπόν ήρχισαν να κυνηγούν τα εκεί συνηγμένα ζώα, ήτοι λαγωούς, ελάφους και ει τι έτερον γένος των ζώων έτυχε να ευρίσκεται εις εκείνην την πεδιάδα, μία έλαφος, ωραιοτέρα όλων των άλλων, εμφανισθείσα εις το μέσον, ήρχισε να τρέχη φεύγουσα δι’ όλων αυτής των δυνάμεων. Ελθούσα δε επάνω του τείχους της φυλακής, εστάθη εκεί. Ταύτην ιδών ο Καίσαρ, ευθύς την κατεδίωξε και ηγωνίζετο όπως δια παντός τρόπου συλλάβη αυτήν. Τότε ο Πιλάτος έκυψεν εκ της θυρίδος, ίνα ικετεύση τον Καίσαρα, την στιγμήν όμως εκείνην ο Καίσαρ είχε φθάσει πλησίον της ελάφου και έρριψε κατ’ αυτής το βέλος του, φυγόν δε τούτο από της χειρός αυτού έκρουσε τον Πιλάτον εις το μέσον της καρδίας και ούτως ετελειώθη δια πικρού θανάτου. Ταύτα μεν ούτως έχουν, ημείς δε εις το προκείμενον επανέλθωμεν. Έρχεται λοιπόν και πάλιν η Μαγδαληνή Μαρία, εις Ιερουσαλήμ, εύθυμος ούσα διότι εποίησε την εκδίκησιν του Κυρίου, εκεί δε εγένετο μαθήτρια και ακόλουθος του Αγίου Αποστόλου Πέτρου. Μετά δε χρόνους δεκατέσσαρας από της Χριστού Αναλήψεως, οι μεν Απόστολοι επορεύθησαν εις το κήρυγμα του Κυρίου, όπως κηρύξωσιν εις πάντα τον κόσμον το όνομα αυτού, την ένσαρκον οικονομίαν και την Αγίαν αυτού Ανάστασιν. Η δε Μαγδαληνή Μαρία παρεδόθη υπό του Αποστόλου Πέτρου εις Μάξιμον τινα, όστις ήτο εκ των εβδομήκοντα Αποστόλων, έμεινε δε εις Ιεροσόλυμα. Επειδή δε πάντες οι Απόστολοι εσκορπίσθησαν, οι παράνομοι Ιουδαίοι, κατακαιόμενοι υπό του φθόνου κατά του Αγίου Αποστόλου Μαξίμου, συνέλαβον αυτόν και τον επεβίβασαν ομού μετά της μακαρίας Μαρίας και άλλων πολλών Χριστιανών εις εν πλοίον, μη έχον ούτε ιστία ούτε κώπας, ούτε επισιτισμόν ποσώς έχον, όπως καταποντισθώσι, και βυθισθώσιν αδίκως. Αλλ’ όμως το θέλημα του Αγίου Θεού, και ο αληθινός κυβερνήτης των πιστών αυτού ικετών ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, δεν επέτρεψε να απολεσθώσιν, αλλ’ έσωσεν αυτούς ακινδύνως και ωδήγησεν εις την Γαλλίαν, εις πόλιν λεγομένην Μασσαλίαν. Εκεί λοιπόν προσορμισθέντες και υπό της πείνης, της δίψης και του δεινοτάτου ψύχους πιεζομένους, ουδείς ευρέθη να υποδεχθή αυτούς ή να φιλοξενήση φιλοφρόνως, διότι πάντες οι άνθρωποι του τόπου εκείινου ήσαν ειδωλολάτραι· έτρεχον δε όλος ομού ο λαός του τόπου εκείνου εν μια ημέρα εις όποιον είδωλον εσέβοντο, δια να προσφέρουν εις αυτό θυσίαν. Ταύτα λοιπόν ιδούσα η μακαρία Μαγδαληνή Μαρία εστάθη μετά πολλής παρρησίας και ιλαρωτάτου προσώπου, και μετά ευλάλου γλώσσης ήρχισε να κηρύττη τον λόγον του Θεού λέγουσα προς αυτούς· «Άνδρες άριστοι, μάθετε να γνωρίζετε τον ποιητήν του ουρανού και της γης, τον Θεόν τον ισχυρόν και δυνατόν, τον Θεόν τον αληθινόν, και αρνησάμενοι τα κωφά και άλαλα είδωλα, πιστεύσατε εις τον προαιώνιον Λόγον του Θεού, όστις είναι ο Ιησούς Χριστός ο Σωτήρ του κόσμου, ο λυτρωσάμενος ημάς εκ της των αλάλων και κωφών ειδώλων πλάνης». Ακούοντες δε εκείνοι τους λόγους της μακαρίας Μαρίας εθαύμαζον δια την γλυκύτητα του λόγου αυτής, και εξεπλήσσοντο δια την ωραιότητα του κάλλους αυτής. Αφού δε αύτη ετελείωσε τον λόγον της διδαχής, έτυχε να έλθη και ο άρχων του τόπου εκείνου μετά της γυναικός αυτού, προσκομίζοντες θυσίαν προς το είδωλον και θεόν αυτών, δια να αποκτήσωσι τέκνον, διότι ήσαν άτεκνοι. Τότε λοιπόν ιδούσα τούτον η Μαγδαληνή Μαρία ήρχισε να κηρύττη μετά παρρησίας το όνομα του Χριστού. Αφού λοιπόν παρήλθεν η ημέρα εκείνη ενεφανίσθη η μακαρία Μαρία κατά το διάστημα της νυκτός εις την γυναίκα του άρχοντος μετά φόβου λέγουσα προς αυτήν· «Τίνος ένεκεν δεν θέλετε να κάμετε καλωσύνην εις τους ξένους τούτους, τους πεινώντας και διψώντας και από το ψύχος αποθνήσκοντας; Και ούτοι δούλοι του Θεού είναι». Παρήγγειλε δε εις αυτήν μετ’ επιτιμήσεως να είπη αυτά τα οποία της είπε, εις τον άνδρα της, ίνα ποιήση έλεος εις τους ξένους. Η δε αρχόντισσα εφοβήθη να είπη την όρασιν, την οποίαν είδε. Πάλιν δε κατά την επιούσαν νύκτα φαίνεται η Μαρία λέγουσα προς αυτήν τα αυτά λόγια, παρήγγειλε δε και πάλιν να είπη ταύτα εις τον άνδρα αυτής· η δε και πάλιν παρήκουσε και ουδέν είπεν εκ των οραθέντων. Τότε τι ποιεί η δούλη του Θεού; Φαίνεται πάλιν δια τρίτην φοράν εις τον άρχοντα και την γυναίκα αυτού, μετά θυμού πολλού· το δε πρόσωπον αυτής έλαμπεν ωσεί πυρ κατακαίον τον οίκον αυτού, και λέγει προς αυτόν· «Κοιμάσαι, ω τύραννε, σώμα του πατρός σου του Σατανά, μετά εχίδνης της γυναικός σου, εις την οποίαν παρήγγειλα να είπη εις σε λόγον και δεν ηθέλησεν· αναπαύεσαι, ω εχθρέ του Σταυρού του Χριστού, εσθίων και πίνων δια πολλών φαγητών και διαφόρων ποτών γεμίζων την κοιλίαν σου, τους δε ξένους και αγίους του Θεού αφήκες να αποθάνουν βασανιζόμενοι υπό της πείνης, της δίψης και της ψυχρότητος, συ δε κοιμάσαι εις το παλάτιόν σου τετυλιγμένος με πλούσια σκεπάσματα· οι δε δούλοι του Θεού αποθνήσκουσι άοικοι πιεζόμενοι υπό του ψύχους. Εβράδυνας τόσον πολύ να ποιήσης εις αυτούς αυτό το καλόν· διο θέλει έλθει επί σε η οργή του Θεού». Ταύτα δε ειπούσα ανεχώρησεν απ’ αυτού. Έξυπνος τότε γενομένη η αρχόντισα κατείχετο υπό φόβου και μεγάλως αναστέναξεν· ουδέν όμως εξ όσων είδεν ετόλμα να είπη εις τον άνδρα αυτής. Τότε ο άρχων λέγει προς αυτήν· «Γνωρίζεις, ω γύναι, το όνειρον το οποίον ενυπνιάσθην εγώ»; Η δε λέγει· «Ναι, και δειλιώ και τρέμω πολλά». Είπεν εκείνος: «Τι πρέπει να ποιήσωμεν εις τούτο το πράγμα»; Η δε λέγει εις αυτόν: «Καλύτερον είναι να ποιήσωμεν το διαταχθέν υπό της δούλης του Θεού, ίνα καταπραϋνωμεν το θείον, παρά να παρακούσωμεν και να υποστώμεν την αφόρητον δίκην». Πρωϊας λοιπόν γενομένης, παραλαβόντες τους ξένους εις τον οίκον των, εφιλοξένησαν αυτούς φιλοφρόνως και πρεπόντως ανέπαυσαν, προσφέραντες πλουσιοπαρόχως ό,τι είχον ανάγκην. Επειδή δε η μακαρία εδίδασκεν, εν μια των ημερών λέγει ο άρχων προς αυτήν· «Άραγε, δύνασαι να με πληροφορήσης δι’ έργων, επιδεικνύουσα φανερώς εις εμέ την πίστιν, την οποίαν διδάσκεις»; Λέγει εις αυτόν η Αγία· «Δύναμαι δια θαύματος, του Αγίου Θεού βοηθούντος μοι». Τότε ο άρχων, συν τη αυτού γυναικί, απεκρίθησαν λέγοντες προς αυτήν· «Δύνασαι να αιτήσης παρά του Θεού σου να αποκτήσωμεν παιδίον; Και εάν μεν τούτο ποιήσης, ημείς μεθ’ όλου του οίκου μας θέλομεν πεισθή εις όλα τα υπό σου διδασκόμενα και κηρυττόμενα». Υπεσχέθη τότε η Αγία και δεηθείσα προς τον Θεόν επέτυχε του σκοπού. Παρελθουσών δε ολίγων ημερών συνέλαβεν η γυνή, ιδών δε ο άρχων, ότι είναι αληθές, ηβουλήθη να απέλθη εις την Ρώμην προς τον Απόστολον Πέτρον, όπως μάθη εάν είναι αληθή όσα λέγει και διδάσκει η Μαρία. Λέγει εις αυτόν η γυνή αυτού· «Θέλω και εγώ να έλθω μαζί σου εις την Ρώμην, να γνωρίσω τον Πέτρον». Τότε αποκριθείς ο άρχων είπεν εις αυτήν· «Δεν επιτρέπεται εις σε τοιούτον ταξείδιον, ίνα μη πάθης κακόν τι εις την θάλασσαν, επειδή είσαι έγκυος». Ήρχισε τότε εκείνη να κλαίη πικρώς και οδυνηρώς, προσπίπτουσα δε εις τους πόδας αυτού εζήτει ίνα υπάγουν ομού. Η δε μακαρία Μαρία έπεισε τον άρχοντα να συμφωνήση εις την επιθυμίαν εκείνης, και ηυλόγησεν αυτούς λέγουσα· «Η δύναμις του Θεού έστω μεθ’ υμών». Εσφράγισε δε αυτούς δια του σημείου του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού, ίνα μη ο υπεναντίος σκανδαλίση αυτούς εν τη οδώ. Ητοίμασαν λοιπόν το πλοίον, και αγοράσαντες ό,τι είχον ανάγκην τα έβαλον εις αυτό, τα δε επίλοιπα αυτών παρέδωκαν εις τας χείρας της Αγίας και ανεχώρησαν. Πορευομένων δε αυτών προς την Ρώμην, έφθασεν η ώρα της γεννήσεως αυτής, γεννήσασα δε παιδίον άρρεν, απέθανεν η μήτηρ αυτού. Ενώ δε οι ναύται εβούλοντο να ρίψωσιν αυτήν εις την θάλασσαν, ο άρχων ευρισκόμενος εις μεγάλην θλίψιν και απορίαν περί της γυναικός και του παιδίου, μη γνωρίζων τι να πράξη, παρεκάλεσε τους ναύτας ίνα μη ρίψωσι τα νεκρά σώματα εις την θάλασσαν, αλλά μάλλον να υπάγωσιν εις τινα ερημόνησον και εκεί να θάψωσιν αυτήν, τούτο δε και εποίησαν. Ιδόντες λοιπόν βουνόν τι εις την θάλασσαν απήλθον εκεί, εύρον δε έσωθεν σπήλαιον μικρόν, εις το οποίον εισελθόντες έθηκαν την μητέρα μετά του βρέφους. Ο δε πατήρ τούτου κλαύσας πικρώς εσκέπασεν αυτά δια του μανδηλίου αυτού, και εμβάς εις το πλοίον επορεύθη εις την Ρώμην προς τον Άγιον Απόστολον Πέτρον, και διηγήθη εις αυτόν πάντα όσα εποίησεν εις αυτόν Μαρία η Μαγδαληνή, ως και περί της γυναικός και του παιδίου αυτού και πως απέθανον, και έθηκεν αυτά εις το σπήλαιον. Ταύτα ακούσας ο Απόστολος Πέτρος εδίδαξεν αυτόν περί υπομονής, τον συνεβούλευσε δε να μη λυπήται, αλλά να είναι καρτερικός και να αναμένη άνευ αμφιβολίας την πραγματοποίησιν πάντων των υπό της Μαρίας της Μαγδαληνής λαληθέντων και ότι ουδέν εξ αυτών θέλει υστερήσει· διότι αν και η γυνή μετά του παιδίου απέθανον, όμως ζώσιν εν Κυρίω· διότι η προς τον Θεόν πίστις εις πάντα δύναται να συνεργήση. Δια τοιούτων πολλών παρακλητικών λόγων εδίδαξεν αυτόν. Επειδή δε ο άρχων έβαλε κατά νουν να αναβή εις Ιεροσόλυμα δια να προσκυνήση τον τάφον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, συναπήλθε μετ’ αυτού και ο Απόστολος Πέτρος, δια να δείξη εις αυτόν πάντας τους τόπους, όσους επεριπάτησεν ο Κύριος, εκεί όπου εσταυρώθη, απέθανεν, ετάφη, ανέστη και ανελήφθη εις τους ουρανούς. Παραμείνας λοιπόν ο άρχων εις Ιεροσόλυμα χρόνους δύο, και μέλλων να επανέλθη εις την πατρίδα αυτού, έλαβε παραγγελίαν παρά του Αποστόλου Πέτρου, ίνα βαπτισθή υπό Μαρίας της Μαγδαληνής. Εμβάς δε εις το πλοίον, ενεθυμήθη πως εξήλθεν εκ της χώρας αυτού χαίρων και αγαλλόμενος μετά της συμβίας αυτού, πως δε τώρα επανακάμπτει λυπούμενός τε και στενοχωρούμενος δια την στέρησιν αυτής και του παιδίου· ταύτα δε συλλογιζόμενος, ηβουλήθη να υπάγη εις τον τόπον εις τον οποίον έθηκε τα λείψανα της γυναικός και του παιδίου αυτού, ίνα καν λάβη ταύτα προς παρηγορίαν. Την βουλήν ταύτην ενέβαλεν εις αυτόν ο πολυεύσπλαγχνος Κύριος αφ’ ενός μεν ίνα παρηγορήση αυτόν, αφ’ ετέρου δε, το οποίον είναι και το μεγαλύτερον, ίνα δοξάση την Αγίαν Μαρίαν την Μαγδαληνήν. Όταν λοιπόν επλησίαζον εις το όρος εκείνο, βλέπουσιν παιδίον μικρόν παίζον εις την θάλασσαν και λίαν εθαύμασαν. Το δε παιδίον ιδόν αυτούς έφυγε και εισήλθεν εις το σπήλαιον, εις το οποίον ήτο η μήτηρ αυτού. Τότε εισελθόντες και οι περί τον έρχοντα εις το σπήλαιον, βλέπουσι την γυναίκα σώαν, κεκαλυμμένους έχουσαν τους οφθαλμούς αυτής, ωσάν να εκοιμάτο, ήρχισαν δε να κλαίουν· αφυπνισθείσα τότε η γυνή ενέπλησεν αυτούς φόβου και τρόμου. Ήρχισε τότε ο άρχων να ερωτά αυτήν λέγων· «Πως ανέζησας, και τοσούτον χρόνον πως διέτριβες»; Η δε αποκριθείσα είπεν· «Η δούλη του Θεού Μαρία η Μαγδαληνή ήρχετο συνεχώς ενταύθα φέρουσα πάντοτε τροφήν εις ημάς». Ταύτα ακούσας ο άρχων εθαύμαζε και ενεός γενόμενος ενόμιζεν ότι βλέπει όραμα. Έπειτα αναχωρήσαντες εκείθεν εισήλθον εις το πλοίον, και μετά πλείστης χαράς έφθασαν εις την χώραν αυτών· ένθα καταξιωθέντες να ίδωσι την Αγίαν, ηυχαρίστησαν τον Κύριον, τον ποιήσαντα τοιαύτα θαυμάσια, και τας ακοάς υπερβαίνοντα. Συνομιλήσαντες λοιπόν περί τούτων αρκετά δεν έπαυσαν να έχουν κατά νουν και η Αγία και ο άρχων το παράγγελμα του Αγίου Αποστόλου Πέτρου, την τέλεσιν δηλαδή του αγίου Βαπτίσματος. Εβάπτισε λοιπόν η Αγία Μαρία η Μαγδαληνή τον άρχοντα μεθ’ όλου του οίκου του, ή καλύτερον να είπωμεν μεθ’ όλου του λαού. Καταστήσασα δε ιερούς Ναούς και καλώς τα περί τούτων οικονομήσασα, και πάντας εμπλήσασα της ζωηρρύτου διδαχής, τούτους μεν παρέδωκεν εις τον αληθή Θεόν, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, εις τον οποίον και επίστευσαν, αύτη δε η θαυμαστή και μεγάλη όντως, ουδόλως υπολογίζουσα το μήκος της οδού, ούτε εκ της ασθενείας της γυναικείας φύσεως δειλιάσασα, έφθασεν εις Έφεσον, όπου συνήντησε τον Ευαγγελιστήν Ιωάννην τον Θεολόγον, τον υιόν της βροντής, τον και επί του δεσποτικού στήθους γνησίως αναπεσόντα· παρέμεινε δε μετ’ αυτού κοινωνούσα του κηρύγματος, των θλίψεων, των δεσμών, της φυλακής, και όλων των άλλων ανιαρών αυτού. Επειδή δε και αυτή άνθρωπος ήτο και έπρεπε να πληρωθή και εις αυτήν ο κοινός νόμος της φύσεως, ησθένησεν ολίγον και παρέδωκε την αγίαν της ψυχήν εις χείρας του Θεού. Φιλόχριστοι δε τινες καλώς κηδεύσαντες το ταύτης πάντιμον σώμα έθαψαν φιλοτίμως παρά την είσοδον του σπηλαίου, εις το οποίον εκοιμήθησαν οι επτά Παίδες, πλείστα θαύματα τελέσασα κατά τε την κατάθεσιν του αγίου αυτής λειψάνου και κατά τον μετά ταύτα χρόνον. Και ταύτα μεν είναι τα μέχρι τότε κατορθώματα της Αγίας. Άξιον δε είναι να είπωμεν και περί της ανακομιδής του τιμίου ταύτης λειψάνου. Λέων ο Σοφός ο εν ευσεβεί τη λήξει γενόμενος αυτοκράτωρ του Βυζαντίου, οικοδομήσας εκ βάθρων την περικαλλή Μονήν του Αγίου Λαζάρου, και διακοσμήσας αυτήν δια θαυμασίας τέχνης, επειδή ήτο φιλάγιος καθώς ήτο και φιλοδίκαιος και επειδή ήθελε να καταστήση την Μονήν αυτήν εντιμοτέραν, ανεκόμισεν εξ Εφέσου με μεγάλας τιμάς και μεγαλυτέραν ευσέβειαν, κατά το έτος οκτακόσια ενενήκοντα από Χριστού (890), το τίμιον λείψανον της μακαρίας ταύτης και μεγάλης Μαγδαληνής και κατέθεσεν εις την Μονήν ταύτην, ένθα και νυν υπάρχει τιμωμένη πιστώς εις αυτήν και λαμπρώς και ποθεινώς κατ’ έτος εορταζομένη, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών· ω πρέπει δόξα, τιμή και κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΓ΄ (23Η) Ιουλίου, μνήμη του Αγίου Προφήτου ΙΕΖΕΚΙΗΛ.

Δημοσίευση από silver »



Ιεζεκιήλ ο Προφήτης ήτο υιός Βουζεί, εκ της γης του Αριρά της ιερατικής, προφητεύσας πλέον των είκοσι δύο (595 – 572) ετών. Αιχμαλωτισθέντων δε των Εβραίων υπό του Ναβουχοδονόσορος και οδηγηθέντων εις την Βαβυλώνα, ωδηγήθη και αυτός μετ’ αυτών. Κατά δε το πέμπτον έτος της αιχμαλωσίας ταύτης ήρχισε να προφητεύη. Αφού δε προεφήτευσε πολλάς προφητείας εις τον λαόν των Ιουδαίων, έδωκε και τούτο το παράδοξον σημείον, ότι προσέχοντες εις τον ποταμόν της Βαβυλώνος τον καλούμενον Χοβάρ, όταν μεν ίδωσιν αυτόν ξηραινόμενον να ελπίζωσιν ότι θα επέλθη κατά της Βαβυλώνος το δρέπανον της ερημώσεως, όταν δε τον ίδωσιν αυξάνοντα τότε να ελπίζωσιν ότι θα επανέλθωσιν εις την Ιερουσαλήμ. Συναθροισθέντων δε ποτε περί αυτόν πολλών Εβραίων, φοβηθέντων μη οι Βαβυλώνιοι εξαναστώσι κατ’ αυτών και τους φονεύσωσιν, ο Προφήτης εσταμάτησε την ροήν του ποταμού, διελθόντες δε οι Εβραίοι ελυτρώθησαν· οι δε Βαβυλώνιοι, τολμήσαντες να καταδιώξωσιν αυτούς, εις αυτόν κατεποντίσθησαν. Ούτος δια προσευχής εχάρισέ ποτε εις τους πεινώντας Εβραίους πλουσίαν τροφήν εξ ιχθύων, εις δε λιποθυμούντας τινάς ζωήν και παρηγορίαν· ούτος, ενώ οι εθνικοί έβλαπτόν ποτε τον Ισραηλιτικόν λαόν, παρουσιάσθη εις τους αρχηγούς των, ποιήσας δε έμπροσθεν αυτών θαύματα, τους εφόβισε και ούτως έπαυσαν βλάπτοντες τον Ισραήλ. Κραυγαζόντων δε των Ισραηλιτών, ότι απώλετο πλέον πάσα ελπίς περί ελευθερίας, ο Προφήτης ούτος δια του θαύματος των νεκρών οστέων, τα οποία είδεν εν οπτασία, έπεισεν αυτούς ότι υπάρχει ελπίς ελευθερίας δια τον Ισραήλ. Ούτος είδε τον τόπον του ναού, καθώς τον είδε και ο Μωυσής, είπε δε ότι πάλιν θέλει κτισθή, καθώς είπε τούτο και ο Δανιήλ. Ούτος ετιμώρησεν εις την Βαβυλώνα την φυλήν του Γαδ, επειδή αυτή εφέρετο μεν ασεβώς προς τον Κύριον, ενομίζετο δε ότι φυλάττει τον νόμον Κυρίου. Πως δε ετιμώρησεν αυτούς; Έκαμε να θανατώσωσιν οι όφεις τα βρέφη και κτήνη αυτών, προείπε δε ότι δι’ αυτούς δεν θέλει επιστρέψει ο λαός του Ισραήλ εις την Ιερουσαλήμ, αλλά θα μένωσιν υπό τους Μήδους, έως ου αφήσωσι την πλάνην και κακίαν των. Δια τούτο και η φυλή αύτη του Γαδ, μη ανεχομένη ταύτα, εθανάτωσε τον μακάριον τούτον Προφήτην, ως εναντιούμενον καθ’ εκάστην και ελέγχοντα αυτήν, προσκυνούσαν τα είδωλα. Έθαψε δε αυτόν ο λαός του Ισραήλ εις τον αγρόν Θουρ, εν τω τάφω του Αρφαξάδ, είναι δε ο τάφος ούτος σπήλαιον διπλούν, ήτοι απόκρυφον με εντός γυρίσματα, τα οποία παρίστων αυτό οιονεί διπλούν. Ήτο δε ο Προφήτης ούτος κατά τον χαρακτήρα του σώματος μακροκέφαλος, σύμμετρος εις το μέγεθος, ξηρός εις το πρόσωπον, και το γένειον έχων δασύ, οξύ και μακρόν. Η προφητεία αυτού, εις 48 κεφάλαια διηρημένη, τάττεται η Τρίτη των μειζόνων Προφητών.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΔ΄ (24η) Ιουλίου, μνήμη της Αγίας Μεγαλομάρτυρος ΧΡΙΣΤΙΝΗΣ.

Δημοσίευση από silver »

Χριστίνα η χριστώνυμος, πάνσεμνος και καλλιπάρθενος δούλη του Χριστού, έζη κατά τους χρόνους του βασιλέως Σεβήρου εν έτει σ΄ (200) γρννηθείσα εις την Τύρον, πόλιν της Συρίας, από γονείς εις μεν το γένος πλουσίους, εις δε την ψυχήν πένητας, επειδή ήσαν δαιμόνων θεραπευταί και ομότροποι. Ο πατήρ αυτής ήτο στρατηγός, βλέπων δε το αμήχανον κάλλος της κόρης, έκτισε πύργον υψηλόν και πλούσιον, έκλεισε δε εις αυτόν την Χριστίναν με υπηρετρίας πολλάς, δια να την υπηρετούν, της έδωκε δε και είδωλα δια να προσεύχεται εις αυτά, και όσα άλλα πράγματα εχρειάζετο της αφήκε, δια να μη εξέρχεται ποσώς, να την βλέπουν οι άνθρωποι. Και ταύτα μεν ετέλεσεν ο Ουρβανός, ήτοι ο κατά σάρκα πατήρ της Χριστίνης, ο ανόητος. Ο δε Χριστός, ως αγαθός Θεός και σοφώτατος, την εσόφισεν αοράτως, και την ψυχήν αυτής αφανώς εφώτισε με την χάριν του Παναγίου Πνεύματος και προς θεογνωσίαν ωδήγησεν. Ότι ως γνωστική όπου ήτο εκ φύσεως, βλέπουσα τα κάλλη του ουρανού και της γης και της θαλάσσης την ωραιότητα και τα λοιπά του παντοδυνάμου Θεού σοφώτατα και θαυμάσια ποιήματα, διελογίζετο τις να τα έκαμε, επόθει δε να μάθη τον ποιητήν και κυβερνήτην της κτίσεως. Όθεν ο Θεός, ως πανάγαθος και προγνώστης των μελλόντων, γνωρίζων την καλήν της προαίρεσιν, έστειλεν Άγγελον και την εδίδαξεν άπαντα όσα επεθύμει να μάθη, ως και έτερα χρειαζόμενα. Φωτισθείσα λοιπόν η χριστώνυμος υπό του Αγγέλου εσέβετο τον αληθινόν Θεόν, εις προσευχάς και νηστείας επιδιδομένη. Εν μια δε των ημερών ανέβησαν να την ίδουν οι γεννήτορες και χαιρετήσαντες αυτήν την επροσκαλούσαν εις την βδελυράν των θρησκείαν, λέγοντες· «Προσκύνησον, τέκνον μου, τους αθανάτους θεούς, οίτινες σου έδωσαν τόσον κάλλος». Η δε Χριστίνα ποσώς δεν ηθέλησε να τους υπακούση, παρ’ όλας τας κολακείας τας οποίας της είπον και παρ’ όλας τας απειλάς. Ο μεν λοιπόν πατήρ εθυμώθη πολύ και ανεχώρησε, δια να συλλογισθή ποίας θλίψεις και τιμωρίας να της επιβάλη. Η δε μήτηρ έμεινε περίλυπος, φοβουμένη μήπως και την θανατώση ο ανήρ αυτής, ως θυμώδης και απάνθρωπος. Όθεν ήρχισε να την κολακεύη λέγουσα· «Τέκνον μου ποθεινότατον, διατί μου δίδεις τόσην θλίψιν εις την καρδίαν και τόσα βάσανα και δεν υπακούεις εις τον πατέρα σου, να προσκυνήσης τους θεούς μας, να μη σου δώση άσχημον θάνατον»; Η δε απεκρίνατο· «Μη με συμβουλεύης, ω μήτερ, να προτιμήσω το σκότος υπέρ το φως· οι θεοί σας είναι δαιμόνια, ο δε Κύριος τους ουρανούς εποίησεν. Εγώ είμαι δούλη του Χριστού, καθώς και το όνομά του επλούτησα· δια τούτο δεν πείθομαι εις τα απατηλά και θανατηφόρα λόγια σας, να προσκυνήσω αναίσθητα ξόανα». Μετά ταύτα ελθών και πάλιν ο πατήρ της Αγίας την εκολάκευσε λέγων· «Ειπέ μοι κυρία μου, τις ήλθε και σε επλάνησε με τας μαγείας του και προσκυνείς ένα Θεόν, τον οποίον εσταύρωσεν ο Πιλάτος και δεν ηδυνήθη να βοηθήση τον εαυτόν του; Δεν ηξεύρεις, τέκνον μου, ότι σε αγαπώ ως το φως των οφθαλμών μου, αλλά μου δίδεις τόσην θλίψιν και πόνον εις την καρδίαν, και δεν θέλεις να προσκυνήσης τους θεούς, οίτινες σε έκαμαν εις τον κόσμον και με τόσην ωραιότητα σε εστόλισαν, φοβούμαι δε μήπως οργισθούν και σε φονεύσωσιν»; Η δε απεκρίνατο· «Μη με λέγης τέκνον σου, διότι εγώ είμαι θυγάτηρ και δούλη του ουρανίου Θεού, εις τον οποίον προσφέρω θυσίαν αινέσεως· ότι αυτώ πρέπει δόξα, τιμή και μεγαλοπρέπεια». Τότε ο πατήρ αυτής, νομίζων ότι δια τον ψευδώνυμον θεόν Δία έλεγεν, είπεν εις αυτήν ο ασύνετος· «Μη προσκυνής μόνον τον ένα θεόν, διότι οργίζονται οι άλλοι και σε καταρώνται». Η δε απεκρίνατο· «Καλώς ελάλησας· να προσκυνήσω λοιπόν με τον προάναρχον Πατέρα και τον Συνάναρχον Υιόν, και Πνεύμα το Πανάγιον, δια να φανερωθή εις όλους, να δοξασθή Τριάς η ομοούσιος, ήτις εδημιούργησε τον ουρανόν, την γην και την θάλασσαν και έπλασε τον άνθρωπον. Αυτήν ευλογώ και προσκυνώ· εις αυτόν τον ένα Θεόν επίστευσα, τον τρισυπόστατον και αιώνιον». Ταύτα ακούσας ο Ουρβανός είπε με προσποιητήν ημερότητα εις την Αγίαν· «Ιδού, τέκνον μου, ομολογείς τους τρεις θεούς· διατί λοιπόν αρνείσαι τους άλλους και δεν προσκυνείς όλους να σε κάμουν μακρόβιον»; Η δε είπεν εις αυτόν· «Μία θεότης υπάρχει, η Αγία Τριάς· μη λοιπόν με βιάζης να προσκυνήσω θεούς αλλοτρίους, ασύνετε· αλλά φέρε μοι δώρα αμίαντα, να προσφέρω εις τον αληθή Θεόν θυσίαν αναίμακτον, όστις με εστράτευσεν εις την αληθινήν στρατιάν του». Ο δε άγνωστος Ουρβανός δεν εγνώρισεν, ότι έλεγε δια τον ένα και μόνον Θεόν, αλλά νομίζων ότι δια τινα ψευδώνυμον έλεγε, κατέβη και της έστειλεν όσα του παρήγγειλεν. Έπειτα πάλιν του εμήνυσεν η Αγία με τας υπηρετρίας της ταύτα· «Απόστειλόν μοι, δέσποτα, χιτώνα άσπιλον και αμόλυντον, να προσφέρω εις τον βασιλέα των αιώνων με καθαράν καρδίαν θυμίαμα άμωμον, δια να μου συγχωρήση τας ανομίας μου». Όταν ενεδύθη το άσπιλον εκείνο φόρεμα η Αγία, ένιψε τας χείρας και το πρόσωπον και εκλείσθη εις το δωμάτιον· έπειτα εθυμίασε τον αληθή Θεόν και προσηύξατο προς αυτόν με δάκρυα λέγουσα· «Ο Θεός ο ουράνιος, ο Δεσπότης και ποιητής του κόσμου, όστις κατεδέχθης να φορέσης σώμα ανθρώπινον και να υπομείνης πάθος εκούσιον δια την σωτηρίαν μας, παρακαλώ την βασιλείαν σου, επάκουσόν μου και μη εγκαταλίπης με, ότι πολλά σοι ήμαρτον, προσκυνούσα εν αγνοία ακάθαρτα είδωλα. Εξάλειψον ως αγαθός και ελεήμων τας ανομίας μου και παράστηθί μοι εις τας τιμωρίας, τας οποίας πρόκειται να λάβω δια την ομολογίαν σου, και δος μοι δύναμιν να νικήσω τους πολεμίους μας, εις δόξαν του φοβερού και Αγίου σου ονόματος». Ταύτα της Αγίας λεγούσης, ήλθεν ουρανόθεν Άγιος Άγγελος και της λέγει· «Χαίροις νύμφη και συνώνυμε του Δεσπότου Χριστού, Χριστίνα αμόλυντε. Επήκουσεν ο Κύριος της δεήσεώς σου· λοιπόν ανδρίζου και κραταιούσθω η καρδία σου, ότι εις τρεις άρχοντας μέλλεις να παρουσιασθής δια να δοξασθή ο Θεός δια σου». Του λέγει η Αγία· «Δος μοι την σφραγίδα του Σωτήρος μου, να μη φοβηθώ τους εχθρούς του». Ο δε Άγγελος έκαμεν ευχήν εις αυτήν, δίδων δε την εν Χριστώ σφραγίδα, την ηυλόγησε και της έδωκε να φάγη άρτον ουράνιον. Η δε Αγία έφαγε και ηυχαρίστησε τον Κύριον. Κατά δε την νύκτα συνέτριψε με την αξίνην τους χρυσούς και αργυρούς θεούς, ήτοι τον Δία, τον Απόλλωνα, την Αφροδίτην και την Άρτεμιν· κατέβη δε από τον πύργον και διεμοίρασε το χρυσίον και το αργύριον εις πτωχούς, είτα πάλιν ανέβη. Το πρωϊ ανήλθεν ο πατήρ αυτής να προσκυνήση τα είδωλα, και δεν τα εύρεν· όθεν θυμωθείς, ηρώτα τας υπηρετρίας τι έγιναν. Αι δε είπον εις αυτόν· «Η θυγάτηρ σου τα συνέτριψε και τα έρριψε κάτω από το παράθυρον». Τότε προστάσσει να κόψουν τας κεφαλάς αυτών, την δε Αγίαν να δείρουν άσπλαγχνα έως να κουρασθούν οι δέροντες. Τότε την εμαστίγωσαν άνδρες δώδεκα τόσον έως ου εκουράσθησαν, και αυτοί μεν έπεσον χαμαί, η δε Αγία με την χάριν του Θεού μάλλον εδυναμώνετο· ονειδίζουσα δε τον πατέρα της έλεγεν· «Άτιμε και αναίσχυντε, εκείνοι όπου με βασανίζουν ητόνησαν, λοιπόν εάν έχουν οι θεοί σας δύναμιν, ας τους δώσουν βοήθειαν». Τότε ο Ουρβανός εθυμώθη διότι τον ύβριζεν, όθεν έδεσεν αυτήν από τον λαιμόν με άλυσον και την εφυλάκισεν. Έπειτα επήγεν εις την οικίαν του και έπεσεν από την λύπην του νήστις. Η δε γυνή του, ως ήκουσε τα βάσανα, τα οποία επέβαλεν εις την Αγίαν, επήγεν εις την φυλακήν κλαίουσα· πίπτουσα δε εις τους πόδας της Μάρτυρος έλεγεν· «Ελέησόν με την μητέρα σου, θύγατερ, και μη μου δώσης θλίψιν μεγαλυτέραν, ότι άλλο τέκνον δεν έχω και σε αγαπώ υπέρμετρα. Λοιπόν, σε παρακαλώ, μη προσκυνής Θεόν αλλότριον, να μη σε φονεύση ο πατήρ σου και τότε θα αποθάνω και εγώ από την θλίψιν μου». Η δε απεκρίνατο· «Μη με καλής θυγατέρα σου, διότι εγώ πατέρα έχω τον Δεσπότην Χριστόν, κατά την επωνυμίαν μου, ο οποίος μου δίδει την δύναμιν να καταπατήσω τους δαίμονας, τους οποίους προσκυνείτε και να λάβω δια την αγάπην του θάνατον». Όταν εγνώρισεν η γυνή το αμετάθετον της γνώμης της θυγατρός της, επέστρεψεν εις τον οίκον της και ανήγγειλε πάντα εις τον άνδρα της. Όστις έστειλε το πρωϊ στρατιώτας, και έφεραν την Αγίαν εις το Πραιτώριον και λέγει· «Λυπούμαι, Χριστίνα, διότι δεν έχω άλλο τέκνον· και δι’ αυτό σε παρακαλώ να προσκυνήσης τα είδωλα, ει δε και παρακούσης έως τέλους δεν θα σε λυπηθώ τελείως, ούτε θα σε ονομάσω θυγατέρα μου, αλλά θα σου δώσω τόσας τιμωρίας έως ότου να αναλύσω τας σάρκας σου». Η δε απεκρίνατο· «Μεγάλην χάριν μου κάμνεις, τύραννε, να μη με έχης πλέον ως τέκνον σου· ότι συ είσαι υιός διαβόλου και των λοιπών δαιμόνων συνήγορος». Τότε οργισθείς ο άσπλαγχνος προσέταξε να την κρεμάσουν και να ξεσχίσουν τας σάρκας της. Η δε έχαιρεν, όταν την εβασάνιζον, και έλεγεν· «Ευχαριστώ σοι, Θεέ επουράνιε, ότι με ηξίωσας να καθαρισθώ από τον ρύπον της ειδωλολατρίας με ταύτα τα βασανιστήρια». Πολλάκις δε ήρπαζεν ένα τεμάχιον από τας σάρκας της, τας οποίας εξέσχιζαν οι δήμιοι, και το έρριπτεν εις το πρόσωπον του πατρός λέγουσα· «Επεθύμησες να φάγης τας σάρκας μου, κληρονόμε της αιωνίου κολάσεως· λοιπόν φάγε να χορτάσης, αναίσχυντε». Ο δε έλεγεν· «Εάν δεν προσκυνήσης τους θεούς, θέλω σου δώσει άλλα χειρότερα κολαστήρια, από τα οποία δεν δύναται να σε λυτρώνη εκείνος, όστις εσταυρώθη από τους Ιουδαίους, ταλαίπωρε». Του λέγει η Αγία· «Τι βλασφημείς, άνομε; Δεν ηξεύρεις, ότι αυτός ήλθεν από τους ουρανούς, και θεληματικώς εσταυρώθη, δια να μας λυτρώση από την κόλασιν»; Τότε προσέταξεν ο τύραννος να φέρουν ένα τροχόν, εις τον οποίον έδεσαν την Αγίαν· ανάψαντες δε πυρ υποκάτω, έχυναν έλαιον, δια να την βασανίζουν χειρότερα. Η δε Μάρτυς, αναβλέψασα προς τον ουρανόν, έλεγε· «Κύριε Ιησού Χριστέ, όστις βοηθείς τους φοβουμένους σε, μη με εγκαταλίπης την δούλην σου, αλλά δείξον και τώρα εις εμέ τα θαυμάσιά σου, δια να μη χαρή ο ασεβής τύραννος». Τότε διεσκορπίσθη το πυρ και κατέκαυσε θαυμασίως πολλούς Έλληνας. Όθεν εξήλθεν η Αγία από τον τροχόν, την ηρώτα δε πάλιν ο ασύνετος λέγων· «Τις σου έμαθε τοιαύτας μαντείας και δεν δύναται να σε κυριεύση το πυρ»; Τότε πάλιν η Μάρτυς τον ύβρισεν ως μάταιον και ασύνετον. Βλέπων δε ούτος ότι δεν ηδύνατο να την καταβάλη, την εφυλάκισε και δεν της έδωσε να φάγη, δια να αποθάνη από την πείναν σύντομα. Ο δε ουράνιος Πατήρ αυτής, ως φιλόστοργος, δεν την αφήκεν ανεπιμέλητον, αλλ’ απέστειλε τρεις Αγγέλους και της έφεραν τροφήν σωτήριον, το δε σώμα της εθεράπευσαν. Όθεν ηυχαρίστει τον Δεσπότην όλην εκείνην την ημέραν και ηύχετο. Όταν ενύκτωσεν, απέστειλεν ο πατήρ αυτής πέντε δούλους, οίτινες έδεσαν εις τον λαιμόν της μεγάλην πέτραν και την έρριψαν εις το πέλαγος. Οι δε Άγιοι Άγγελοι την εδέχθησαν, και επεριπάτει επάνω του ύδατος χαίρουσα· ότι ο μεν λίθος ελύθη και εβυθίσθη, αυτή δε εδόξαζε τον Κύριον λέγουσα· «Ευχαριστώ σοι, Θεέ Παντοδύναμε, και παρακαλώ σε κάμε μου και ταύτην την χάριν σήμερον, να λάβω τώρα το άγιον Βάπτισμα εις ταύτα τα ύδατα, εις άφεσιν των αμαρτημάτων μου». Ταύτα ειπούσα, ήλθε φωνή εκ των ουρανών λέγουσα· «Επήκουσά σου την δέησιν». Ομού δε μετά της φωνής ήλθε και νεφέλη φωτεινή, βλέπει δε έμπροσθεν αυτής τον Δεσπότην Χριστόν με βασιλικήν πορφύραν και στέφανον, κύκλω δε αυτού παρίσταντο Άγιοι Άγγελοι, υμνολογούντες με ευωδίαν θυμιαμάτων θαυμάσιον. Ως δε είδεν η Αγία τον Κύριον, εφοβήθη και έπεσε πρηνής. Ο δε Σωτήρ ήγειρεν αυτήν, και της λέγει· «Εγώ είμαι ο Χριστός, Χριστίνα, όστις φωτίζω τους επικαλουμένους με, και ήλθα να σε λυτρώσω από την πλάνην των ειδώλων, καθώς εζήτησας». Τότε την κατέδυσεν εις την θάλασσαν, λέγων· «Βαπτίζω σε, Χριστίνα, εις το όνομα του Πατρός μου και εις εμέ τον Υιόν του, και εις το Πνεύμα το Άγιον». Ταύτα ειπών ο Δεσπότης την παρέδωκεν εις τον αρχιστράτηγον Μιχαήλ, λέγων· «Δώσε εις αυτήν την σφραγίδα μου, κάμε την λαμπροφόρον και οδήγησον εις την ξηράν». Ούτως ο μεν Κύριος επανήλθεν εις τα ουράνια, η δε Αγία ευρέθη αβλαβής εις την πόλιν αυτής, πλησίον εις τον πατρικόν της οίκον. Όταν λοιπόν εξημέρωσεν, είδεν αυτήν προσευχομένην ο τύραννος, και νομίζων ότι δεν την έρριψαν οι δούλοι του εις την θάλασσαν, ήθελε να τους θανατώση ο μάταιος αδίκως. Ομολογήσαντες όμως εκείνοι το θαυμάσιον, ηρώτησεν αυτήν λέγων· «Ειπέ μοι, Χριστίνα, με ποίας μαντείας ενίκησες και την θάλασσαν»; Η δε απεκρίνατο· «Δεν βλέπεις, τετυφλωμένε και ανόητε, ότι έλαβον χάριν από τον Χριστόν μου και εξαναγεννήθην σήμερον»; Τότε προστάσσει να την φυλακίσουν εκ νέου δια να την αποκεφαλίση την επαύριον. Η δε Αγία έκαμεν ευχήν προς τον Χριστόν λέγουσα· «Υιέ του Θεού του ζώντος, όστις με εφώτισας με το λουτρόν της αναγεννήσεως, απόδος του πατρός μου ταύτην την νύκτα κατά τα έργα του· δώσε εις αυτόν τον πρέποντα θάνατον, διότι μελετά να με θανατώση αύριον». Ούτω μεν η Αγία προσηύξατο. Ο δε Κύριος την αίτησίν της επλήρωσε. Όθεν βασανισθείς πολλά την νύκτα εκείνην δικαίως ο άδικος και κακός κακώς απέθανεν. Η δε Μάρτυς έμεινεν ολίγον καιρόν απείραστος, ευχαριστούσα τον Κύριον, ότι ελύτρωσεν αυτήν από τον τύραννον. Μετά τινας ημέρας έγινεν άλλος άρχων εις την αξίαν του πατρός αυτής, Δίων ονομαζόμενος. Όστις αναγνώσας τα υπομνήματα της Μάρτυρος, επρόσταξε να την φέρουν εις το κριτήριον. Βλέπων δε την ωραιότητα του προσώπου της, ήρχισε να την κολακεύη λέγων· «Επάκουσόν μου, τέκνον, και θυσίασον εις τους θεούς, ίνα λυτρωθής από διάφορα κολαστήρια, θα γράψω δε του βασιλέως δια σε, ότι είσαι από γένος βασιλικόν, να σε υπανδρεύση με μεγάλον άρχοντα, να περάσης ζωήν ευφρόσυνον. Εάν όμως μου παρακούσης, θέλω σου δώσει τοιαύτα κολαστήρια, ώστε να μη δυνηθή ο Θεός σου να σε λυτρώση από τας χείρας μου». Η δε Αγία απεκρίνατο λέγουσα· «Ούτε τας απειλάς σου φοβούμαι, ούτε νικώμαι από τας μιαράς κολακείας σου, ότι ο Θεός μου δύναται να με λυτρώση από τας τιμωρίας σου». Τότε προστάσσει να την δείρουν άσπλαγχνα. Υπέμεινε δε η Αγία τας βασάνους καρτερικώς και ενέπαιζε τον τύραννον, ούτω λέγουσα· «Με τοιαύτα μέσα νομίζεις, ότι θα με νικήσης, αδύνατε; Εάν δύνασαι, κόλασόν με χειρότερα, ότι αυτά μοι φαίνονται ως παίγνια».Τότε θυμωθείς ο άρχων προσέταξε και έφεραν σκάφην σιδηράν, εις την οποίαν έβαλαν πίσσαν, ρητίνην και έλαιον· βαλόντες δε πυρ υποκάτω, έρριψαν εντός αυτής την Μάρτυρα, την έβραζαν δε ώραν πολλήν, περιστρέφοντες αυτήν με σιδηράς σούβλας, δια να λύσουν αι σάρκες της. Η δε Μάρτυς υπέμεινε μεγαλοψύχως και ταύτην την φοβεράν βάσανον, ευχαριστούσα τον Κύριον. Τότε ο τύραννος την συνεβούλευσε πάλιν λέγων· «Βλέπεις, Χριστίνα, ότι οι θεοί σε σπλαγχνίζονται και σου ελαφρύνουν την παίδευσιν; Γνώρισον την ευεργεσίαν και θυσίασον εις αυτούς». Του λέγει η πάνσεμνος· «Την δύναμιν του Χριστού μου αναφέρεις εις τους μιαρούς σου θεούς, αφρονέστατε και αναίσθητε; Πως δύνανται να βοηθήσουν τους ζώντας οι τυφλοί και άλαλοι»; Οργισθείς εις ταύτα ο άρχων προσέταξε να ξυρίσουν την κεφαλήν της, να την παιδεύσουν γυμνήν και να την πομπεύσουν εις όλην την πόλιν με καταφρόνησιν· αφού δε έπραξαν καθώς προσετάχθησαν την εφυλάκισαν. Την επομένην έφεραν πάλιν την Αγίαν εις το κριτήριον, και λέγει προς αυτήν ο τύραννος· «Ας υπάγωμεν εις τον ναόν, να προσκυνήσης τον ουράνιον θεόν Απόλλωνα». Η δε απεκρίνατο· «Καλώς είπες, να προσκυνήσω Θεόν τον ουράνιον». Τότε ο άρχων εχάρη, νομίζων ότι το είδωλον είπε να προσκυνήση· την ωδήγησαν λοιπόν εις τον ναόν με τιμήν ανείκαστον. Προσηύξατο τότε η Αγία εις τον αληθή Θεόν, ταύτα λέγουσα· «Κύριε ο Θεός ο ουράνιος, ο ποιητής πάσης της κτίσεως, επάκουσόν μου της δούλης σου και πρόσταξον να μετατοπισθή τούτο το είδωλον, να εξέλθη από τον ναόν τεσσαράκοντα βήματα». Παρευθύς τότε, προς έκπληξιν και θαυμασμόν των ορώντων, εξήλθεν έξω το άψυχον άγαλμα και εστάθη εις τον τόπον, όπου η Μάρτυς προσέταξε. Ταύτα βλέπων ο άρχων και φοβηθείς, έπεσεν ευθύς επί πρόσωπον· είτα πάλιν εσηκώθη έντρομος, και λέγει εις την Μάρτυρα· «Ηδυνήθησαν αι μαγείαι σου να μετατοπίσουν τον μέγαν θεόν Απόλλωνα»; Η δε Αγία ελυπήθη εις την αναισθησίαν του άρχοντος και του λέγει· «Δεν εντρέπεσαι, μωρέ και ανόητε τύραννε, να ονομάζης θεόν την απώλειαν των πολλών Απόλλωνα; Εγώ να τον προστάξω τώρα να απολεσθή ο Απόλλων σου». Τότε λέγει προς το μιαρόν είδωλον· «Σε προστάσσω, εν τω ονόματι του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, να πέσης εις την γην να γίνης συντρίμματα». Παρευθύς τότε επήκουσεν ο ψευδώνυμος θεός εις την Αγίαν και πίπτων συνετρίβη. Οι δε παρόντες, ιδόντες τοιούτον φρικτόν και εξαίσιον θέαμα, εδόξαζον τον Χριστόν ως Θεόν παντοδύναμον, επίστευσαν δε εις αυτόν τρεις χιλιάδες ανθρώπων. Ο δε άρχων από την λύπην του έμεινεν άφωνος και απέθανεν· ο δε συγκάθεδρός του εφυλάκισε την Αγίαν έως να ψηφίσουν έτερον άρχοντα. Μεθ’ ημέρας τινάς έγινεν άλλος άρχων, Ιουλιανός ονόματι, όστις ακούσας δια την Μάρτυρα, προσέταξε να την φέρουν εις το κριτήριον· τούτου δε γενομένου πρώτον εδοκίμασε να την διαστρέψη με κολακείας και απειλάς, αλλά μη δυνηθείς, εξέκαυσεν ημέρας τρεις κάμινον, ρίψαντες δε αυτήν έσω, την αφήκαν ημέρας πέντε, χρίοντες έξωθεν επιμελώς την κάμινον, δια να μη εξέρχεται η θερμότης τελείως. Η δε Μάρτυς έψαλλε με τους Αγίους Αγγέλους έσωθεν, δοξάζουσα και ευχαριστούσα μεγαλοφώνως τον Κύριον. Ακούοντες δε τας φωνάς αυτής οι στρατιώται, οι οποίοι εφύλαττον την κάμινον, εφοβήθησαν και ανήγγειλαν το γενόμενον εις τον άρχοντα. Όθεν εκείνος προσέταξε να ανοίξουν την έκτην ημέραν την κάμινον, εξήλθε δε τότε η Αγία σώα, ώσπερ να ήτο εις λουτρόν. Λέγει τότε προς αυτήν ο τύραννος· «Ειπέ μας, Χριστίνα, και ομολόγησον τας μαντείας σου, ει δε μη σήμερον σου δίδω κακόν θάνατον». Η δε απεκρίνατο· «Δεν σε φοβούμαι ποσώς, λύκε άρπαξ, όθεν κάμε εις εμέ ει τι δύνασαι, ότι έχω τον ουράνιον Θεόν βοηθούντα μοι». Τότε προσέταξε τον επιμελητήν των θηρίων ο θηριόγνωμος και των θηρίων αναισθητότερος να φέρη δύο ασπίδας, δύο εχίδνας και δύο όφεις, ήσαν δε και τα εξ ταύτα φοβερά και θανάσιμα, τα οποία αφήκαν κατά της Αγίας· αλλ’ όχι μόνον δεν την έβλαψαν, μάλιστα και ευσπλαγχνίαν της έδειξαν, διότι αι μεν ασπίδες έλειχον τους πόδας της, οι δε όφεις τον ιδρώτα εσπόγγιζον, ότι δια τον Χριστόν ηγωνίζετο. Ο δε των θηρίων θηριωδέστατος τύραννος εθυμώνετο ταύτα βλέπων, και έλεγε προς τον υπηρέτην των θηρίων να τα ερεθίση να σπαράξουν την Μάρτυρα. Θέλων δε εκείνος να κάμη το προστασσόμενον, ηγριώθησαν ταύτα κατ’ αυτού, του επιμελητού αυτών, και τον εθανάτωσαν. Τότε η Αγία τα μεν θηρία προσέταξε να αναχωρήσουν από την πόλιν, χωρίς να βλάψουν κανένα άνθρωπον, προς τον δοτήρα δε της ζωής εδέετο λέγουσα· «Δέσποτα ζωοδότα, Κύριε Ιησού Χριστέ, ο εγείρας εκ νεκρών τον Λάζαρον, επάκουσόν μου της δούλης σου και ανάστησον τούτον τον άνθρωπον, δια να δοξασθή το Πανάγιόν σου όνομα, και να πιστεύσουν οι περιεστώτες, ότι συ είσαι μόνος Θεός, ο ποιών θαυμάσια». Τότε ήλθεν από τους ουρανούς φωνή λέγουσα· «Χριστίνα, ευλογημένη δούλη μου, εγώ ο Θεός σου είμαι μετά σου, και ό,τι ζητήσεις να γίνεται». Τότε εσφράγισε τον νεκρόν η Αγία λέγουσα· «Εις το όνομα του Δεσπότου Χριστού έγειραι». Παρευθύς τότε ανεστήθη ο νεκρός και ηυχαρίστει τον Θεόν και την Μάρτυρα. Ο δε τετυφλωμένος τύραννος, νομίζων μαγείαν το θαυματούργημα, πρόσταξε να κόψουν τους μαστούς της Αγίας ο άσπλαγχνος. Αύτη δε η μακαρία ωνείδιζεν αυτόν λέγουσα: «Ω άπιστε και λιθόκαρδε, δεν βλέπεις ότι ρέει γάλα από τας πληγάς αντί αίματος; Απιστείς εις τόσας θαυματουργίας, άπιστε»; Έπειτα αναβλέψασα προς τον ουρανόν έλεγεν· «Ευχαριστώ σοι, Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ, ότι με ηξίωσας να πάθω ταύτα δια την αγάπην σου, με τα οποία εκαθαρίσθη ο ρύπος της εμής ψυχής και του σώματος. Ηξεύρω ότι αύριον τελειώνω τον αγώνα μου, ίνα λάβω τον έφθαρτον στέφανον». Τότε την εφυλάκισαν, επήγαν δε εκεί γυναίκες πολλαί και την επαρηγορούσαν, συμπάσχουσαι εις τους πόνους της. Η δε Αγία εδίδαξεν αυτάς, και πολλαί επίστευσαν εις τον Χριστόν δι’ αυτής. Την πρωϊαν της επομένης προσέταξεν ο τύραννος να φέρουν την Αγίαν εις το μέσον, και της λέγει: «Προσκύνησον τους θεούς, ει δ’ άλλως σήμερον θέλω σου δώσει τον πρέποντα θάνατον». Η δε απεκρίνατο: «Σήμερον και συ απόλλυσαι και υπάγεις εις την αιώνιον κόλασιν». Τότε προσέταξεν ο τύραννος να κόψουν την γλώσσαν της. Η δε Αγία προσηύξατο λέγουσα· «Ευχαριστώ σοι, Θεέ μου, ότι δεν με εγκατέλιπες εκ κοιλίας μητρός μου. Ο θησαυρός πάσης αγαθότητος, επίβλεψον επ’ εμέ, ότι ήλθεν ο καιρός της αναπαύσεώς μου· πρόσταξον όθεν να τελειώσω τον δρόμον εις τούτο το στάδιον». Τότε ήλθε φωνή από τους ουρανούς λέγουσα· «Χριστίνα άμωμε, έχε θάρρος, ότι πολλά υπέμεινας δι’ εμέ, όθεν και πολλή απόλαυσις σε αναμένει, η Βασιλεία των ουρανών ηνέωκται, και οι Άγγελοι σε αναμένουν. Λοιπόν ελθέ να λάβης τον ητοιμασμένον σοι στέφανον». Όταν δε έκοψαν την γλώσσαν της, την επήρεν η Αγία εις την δεξιάν χείρα της και την έρριψεν εις το πρόσωπον του άρχοντος και παρευθύς τον ετύφλωσε, φωνή δε εξήλθεν από το στόμα της Μάρτυρος προς τον τύραννον λέγουσα· «Ιουλιανέ άτιμε, επειδή απέκοψας την γλώσσαν, ήτις ευλογεί τον Κύριον, έχασες και συ το φως σου δικαίως, άδικε». Τότε ο τυφλός προσέταξε δύο στρατιώτας, ομογνώμους αυτού και ομόφρονας, να την θανατώσωσι. Και ο μεν εις την επλήγωσεν εις την καρδίαν, ο δε έτερος εις την πλευράν και ούτως ετελειώθη η Αγία· ο δε τύραννος, πηγαίνων εις τον οίκον του, ήλθεν εις αυτόν οργή από τον Θεόν και απέθανε με μεγάλην βάσανον και τιμωρίαν· βλέπων δε τα θαύματα της Αγίας Μάρτυρος εις συγγενής της επίστευσεν εις τον Χριστόν, και έκτισεν επ’ ονόματι αυτής Εκκλησίαν, εις την οποίαν απέθεσε το τίμιον αυτής και σεβάσμιον λείψανον· ετελειώθη δε η Αγία κατά την εικοστήν τετάρτην (24) του Ιουλίου ημέραν Πέμπτην, εις δόξαν Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος της Ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΕ΄ (25η) Ιουλίου, η Κοίμησις της Αγίας ΆΝΝΗΣ, μητρός της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου.

Δημοσίευση από silver »



Άννα, η κατά σάρκα γενομένη προμήτωρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, κατήγετο εκ της φυλής του Δαβίδ, θυγάτηρ Ματθάν του ιερέως και Μαρίας της γυναικός αυτού. Ο Ματθάν ιεράτευε κατά τους χρόνους Κλεοπάτρας και Σαπώρου βασιλέως Περσών, προ του Ηρώδου του υιού Αντιπάτρου, έχων τρεις θυγατέρας, Μαρίαν, Σοβήν και Άνναν, εκ των οποίων η μεν Μαρία υπανδρεύθη εις την Βηθλεέμ και εγέννησε Σαλώμην την μαίαν, η δε Σοβή υπανδρεύθη και αυτή εις την Βηθλεέμ και εγέννησε την Ελισάβετ, η δε Άννα υπανδρεύθη εις την Γαλιλαίαν και εγέννησε Μαρίαν την Θεοτόκον· ώστε η Σαλώμη, η Ελισάβετ και η Θεοτόκος Μαρία είναι θυγατέρες μεν τριών αδελφών, πρώται δε εξαδέλφαι μεταξύ των. Η Αγία Άννα λοιπόν, αφού εγέννησε την Θεοτόκον Μαρίαν, ήτις υπήρξεν η σωτηρία όλου του κόσμου, και αφού απεγαλάκτισεν αυτήν, την αφιέρωσεν εις τον Ναόν του Θεού, ως καθαρόν και άμωμον δώρον, διανύσασα δε την ζωήν της με νηστείας, προσευχάς και ελεημοσύνας προς τους πτωχούς, εν ειρήνη προς Κύριον εξεδήμησε. Τελείται δε η αυτής σύναξις και εορτή εις τόπον καλούμενον Δεύτερον.

ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ ΑΝΝΑΝ
«Και απηγγέλη αυτώ λεγόντων· η μήτηρ σου και οι αδελφοί σου εστήκασιν έξω ιδείν σε θέλοντες» (Λουκά η: 20).
Έχεις αληθώς, ω μακαρία δυάς Ιωακείμ και Άννα, και κατ’ εξαίρετον τρόπον και με προνόμιον δικαιότατον, της αθανασίας το πολυέραστον και τιμαλφέστατον θησαύρισμα· έχεις, λέγω, τοιαύτης αθανασίας προνόμιον, και ως κλήρον αναφαίρετον και δικαιότατον απέλαβες εκείνο όπου επεθύμησαν πολλοί, και βασιλείς και σοφοί· αλλά καθώς και ο τρόπος με τον οποίον εζήτησαν τοιαύτης αθανασίας όνομα ήτο καταγέλαστος, τοιουτοτρόπως και αυτοί έμειναν εις όλον το ύστερον παίγνιον εις τους μεταγενεστέρους και γέλως. Και τι άλλο άξιον γέλωτος ωσάν να επιθυμήση τις τοιούτον υπερφυσικόν πράγμα και θείον, το της αθανασίας, με την γλώσσαν ενός πτηνού πολλά αδυνάτου; Καθώς ακούομεν πως έκαμε κάποιος βασιλεύς της Αιγύπτου, όστις δια να κηρυχθή αθάνατος θεός, δεν εύρεν άλλο μέσον, παρά να συνειθίση το όρνεον πρότερον εις το παλάτι τοιαύτην φωνήν, και ύστερον να το πέμψη κήρυκα της ιδικής του αθανασίας· ασθενέστατον το θεμέλιον, και ανεμώλιος η οικοδομή. Έπεσεν εις αυτόν τον έρωτα και ο Καίσαρ, και δια τούτο εσυνείθισε τον ψιττακόν να λέγη· «χαίρε, κλεινέ Καίσαρ», και μαζί με αυτόν και άλλοι πολλοί βασιλείς των Ρωμαίων, αλλά όλους έδειξε το τέλος μικρούς και ανοήτους. Εχώρησεν εις την καρδίαν αυτό το αχώρητον τη κτιστή φύσει της θεότητος όνομα ακόμη και εις τους δοκούντας σοφούς του αιώνος τούτου. Τοιούτος εφάνη ο Εμπεδοκλής, όστις πίπτει μέσα εις τας φλόγας του πυρός, ενταφιάζει εκεί μέσα την ζωήν του, δια να αποκτήση αυτό το πολυέραστον όνομα της θεότητος και αθανασίας. Ταύτης εραστής έγινε και ο μέγας αυτοκράτωρ της γης, εκείνος ο Αλέξανδρος, αλλ’ εφάνη καταγέλαστος· επειδή εις τον ίδιον καιρόν καθ’ ον εδημοσίευεν ότι είναι υιός του Άμμωνος, εκήρυξε τον εαυτόν του νόθον και την μητέρα του μοιχαλίδα. Τοιαύτα τα αποτελέσματα της γηϊνης επιθυμίας, τοιούτος ο κλήρος της σαρκικής ορέξεως· γέλως και εμπαιγμός, όνειδος και αισχύνη. Αλλά σεις, ω μακαρία δυάς Ιωακείμ και Άννα, το ζεύγος το άγιον, δικαιοσύνη λάμποντες και αρετή διαπρέποντες, ελπίδι τη θεία στοιχούντες κατά τα έργα, και την καλήν κληρονομίαν απελαύσατε· θεμέλιον αρραγέστατον τον θείον έρωτα εβάλετε, και την φύλαξιν των νομικών παραγγελμάτων ως ουδείς άλλος είχετε· δια τούτο, κατά τας αρχάς, και το τέλος ελάβετε· άγιον το θεμέλιον, αγία και η οικοδομή· αληθιναί αι αρχαί, και το συμπέρασμα αναμφίβολον· ο σκοπός θείος, και το αποβησόμενον θειότερον· η πραγματεία αγία, και το κέρδος πανάγιον. Όθεν έχεις δίκαιον κλήρον, ω συζυγία τρισόλβιε, το να λέγεσαι Θεοπάτωρ, κλήρον αθανασίας και της κατά χάριν υιοθεσίας, όπερ εφαντάσθησαν βασιλείς και σοφοί, αλλ’ ουδέ της σκιάς αυτού ηξιώθησαν. Αλλά συ, ω μακαρία δυάς, μολονότι και κατά τον νόμον της φύσεως ως άνθρωπος και απέθανες, και δίδει το αίτιον η σοφία του Σειράχ (Κεφ. λ΄)· «ετελεύτησεν αυτού ο πατήρ, και ως ουκ απέθανεν· όμοιον γαρ αυτώ κατέλιπε μετ’ αυτόν». Ετάφης και συ μακαρία δυάς, αλλά μας άφησες στήλην έμψυχον της σης αρετής και ασυγκρίτου αγιότητος την μακαρίαν Παρθένον, τον έμψυχον των χαρισμάτων ωκεανόν, τον λογικόν πολύφωτον ουρανόν και πάσης αθανασίας πηγήν, της ευσπλαγχνίας το άπειρον πέλαγος, την πάγχρυσον στάμνον του ουρανίου μάννα, την ακοίμητον και πολύφωτον λυχνίαν των μετανοούντων, την ακαταίσχυντον ελπίδα των απηλπισμένων, το πανάγιον όρος, εν ω ηυδόκησε κατοικείν ο Θεός· τοιούτον υπόδειγμα της σης αρετής και τελειότητος μας άφησες, ω μακαρία, και της σης αγιότητος. Και τις να μη ομολογήση, ότι συ μόνη έχεις της αθανασίας το προνόμιον; Συ μόνη λάμπεις ως άλλος ήλιος εν μέσω του νοητού στερεώματος, εν μέσω, λέγω, του χορού των άλλων Αγίων, όσοι ηξιώθησαν να ακούσωσιν, «εγώ είπα θεοί εστέ, και υιοί υψίστου πάντες»; Και ας προσέχη καλώς, όστις θέλει να το καταλάβη. Είναι πράγμα ομολογούμενον και γνωστόν τοις πάσιν, ότι πολλοί ακούσαντες τα τρόπαια και τας νίκας του μεγάλου βασιλέως Αλεξάνδρου, επεθύμησαν να ίδωσι τους θησαυρούς του, εκείνα τα ιδικά του θησαυροφυλάκια, και αυτός ο καλός βασιλεύς χωρίς αργοπορίαν δεικνύει τους φίλους του. Και ταύτην την υπόθεσιν, ανθρωποπρεπως ομιλούντες, ανίσως και ήθελε μας αξιώσει το θείον έλεος, να έχωμεν τόσην παρρησίαν και θάρρος προς τον Θεόν, ώστε να είπωμεν, ω Θεέ παντοδύναμε, το ακούομεν και το ομολογούμεν, ότι συ είσαι ο βασιλεύς των βασιλευόντων, συ η αυτοδέσποτος παντοκρατορία, συ ο μονάρχης ουρανού και της γης, σε, του οποίου της βασιλείας ουκ έσται τέλος, παρακαλούμεν, ας έχωμεν τόσην χάριν από σε οι παραμικροί σου και ευτελείς δούλοι, ας μάθωμεν καν με τον λόγον τους θησαυρούς σου, δια να ευφραινώμεθα και να καυχώμεθα προς τους εχθρούς δια τα μεγάλα και ασύγκριτά σου θησαυροφυλάκια. Ηξεύρω πως θέλει αποστραφή το ζήτημά μας, ότι είναι ασυγκρίτως πλέον γαληνότατος και ευπρόσιτος βασιλεύς, υπέρ πάντα βασιλέα χειροτονητόν και φθαρτόν· ακόμη ηξεύρω πως χρυσός και άργυρος, λίθοι διαυγείς και πολύτιμοι έμπροσθεν εις εκείνον είναι ουδέν. Λοιπόν ως μεγαλοπρεπέστατος υπέρ πάντα βασιλέα, θησαυρός θέλει μας δείξει τους φίλους του· και τούτο επειδή και είναι αληθινόν και αναντίρρητον, ανά μέσον εις όλους, Αγγέλους, λέγω, και Αρχαγγέλους, Προφήτας και Πατριάρχας, Αποστόλους και Μάρτυρας, Οσίους και παρθένους, από όλους, λέγω, αυτούς τους πιστούς φίλους και εκλεκτούς του Θεού, ποίους νομίζετε πως θέλει μας δείξει, και έχει δια θησαυρόν; Βέβαια άλλους δεν θέλει μας δείξει, παρά τούτους τους εορταζομένους Ιωακείμ και την Άνναν· και εις τούτο μάρτυρες αξιόπιστοι είναι ο εκ Δαμασκού φωστήρ, και άλλοι πολλοί των Αγίων. Αλλά και από αξίωμα φιλοσοφικόν είναι βέβαιον, όπερ λέγει· «δι’ ο έκαστον τοιούτον, εκείνο μάλλον τοιούτον». Φέρε μου εδώ όλον τον ουρανόν, όλην την Εκκλησίαν των πρωτοτόκων και τους προ νόμου δικαίους, και μετά τον νόμον, όσοι της σκιάς και όσοι της χάριτος, όσοι της Παλαιάς Πατριάρχαι και όσοι της Νέας, όσοι έλαμψαν με προφητικόν χάρισμα και όσοι με αποστολικόν αξίωμα, όσους στολίζει στέφανος μαρτυρίου, και όσους παρθενίας διάδημα, όσους περικλείει η άνω Ιερουσαλήμ, ας έλθουσιν όλοι εδώ να τους ερωτήσω· ειπέτε μοι, ω μακάριοι, πόθεν υμείς εις τον ουρανόν; Τις ήνοιξεν υμίν την θύραν του ουρανού, ην έκλεισεν ο προπάτωρ Αδάμ; Ποίος συνέτριψε τας πύλας του Άδου; Τις έλυσε την παλαιάν καταδίκην την καθ’ ημών; Ποίος γίγας, ποίος μεγαλόψυχος κατέβη εις τα καταχθόνια της γης, και έκαμε τόσην ανδραγαθίαν μεγάλην, ώστε συνέτριψεν εκείνα τα πολυχρόνια δεσμά, και εν ριπή οφθαλμού ηρήμωσεν εκείνα τα βασίλεια, ήρπασε τόσας μυριάδας και ανεβίβασεν εις τον ουρανόν; Ηξεύρω ότι με ένα στόμα θέλουσι μας αποκριθή, ότι από κτίσεως κόσμου παρήλθον τόσαι χιλιάδες χρόνοι, και φως ελεημοσύνης ποτέ δεν ανέτειλε μέσα εις εκείνο το σκότος της θεοπατρικής κληρονομίας, και μετά ταύτα εις τους υστερινούς χρόνους γεννάται ένα χαριτωμένον ανδρόγυνον από το βασιλικόν και άγιον αίμα του Δαυϊδ, και από αυτούς γεννάται καρπός άγιος, από γην αγίαν, μία χαριτωμένη Παρθένος· εκείνης ο Υιός εστάθη εις ημάς της ελευθερίας το αίτιον, απ’ εκεί γνωρίζομεν το παν και της δόξης και της τιμής ταύτης, την οποίαν απολαμβάνομεν. Βλέπεις πως είναι αληθινόν, ότι «δι’ ο έκαστον τοιούτον, εκείνο μάλλον τοιούτον»; Βλέπεις, ότι από το γένος Ιωακείμ και της Άννης προήλθε τούτο το χάρισμα, το να είναι εις τον ουρανόν τόσοι Άγιοι, τόσοι φίλοι Θεού, τόσοι θεοί κατά χάριν; Ακολουθεί λοιπόν ο Ιωακείμ και η Άννα να έχωσι τα πρωτεία ανά μέσον εις τους τόσους αυτούς, να έχωσι το προνόμιον της αθανασίας κατ’ εξαίρετον τρόπον εν μέσω των άλλων. Αλλά τι θέλω εγώ από των φιλοσόφων τα αξιώματα; «Έλαιον αμαρτωλού μη λιπανάτω την κεφαλήν μου». Ας έλθη το φως της αληθείας, ας έλθη η θεόπνευστος φιλοσοφία, ας έλθη το Ευαγγέλιον, και ας το ειπή, ανίσως ο Ιωακείμ και η Άννα δεν πρέπει να λέγωνται θησαυροφυλάκιον του Θεού, των πρωτοτόκων οι ακρέμονες, από τον καρπόν αυτού επιγνώσεσθε αυτούς. Επιθυμείς να ηξεύρης πόσον μεγάλοι Άγιοι είναι ο Ιωακείμ και η Άννα; Μάθε το από τον καρπόν των· αν το κάλλος των τέκνων, τα σπουδαία ήθη των παιδίων, η θεάρεστος και ανεπίληπτος ζωή των θυγατέρων είναι μάρτυρες αξιόπιστοι των γονέων, από την αγιότητα, από την τελειότητα της θυγατρός του Ιωακείμ και της Άννης, γνώρισε ποίος ήτο ο Ιωακείμ και η Άννα. Διηγείται Βαλέριος ο Μάξιμος δια μίαν Ρωμαίαν πλουσίαν, η οποία, όταν επήγε να χαιρετήση μίαν άλλην ευγενή, Κορνηλίαν λεγομένην, ήρχισε να μεγαλορρημονή εις τους πολλούς και διαφόρους θησαυρούς όπου είχε και εκείνη μετά σιωπής ήκουεν, έως ότου ήλθεν η θυγάτηρ της από το σχολείον, η οποία με σεμνοπρέπειαν ευγενικήν και με εν παρθενικόν χαιρέτισμα, ευθύς ως εισήλθε μέσα, επαράστησε τίνος θυγατέρα είναι, και με ποία ευγενικά μαθήματα είναι ποτισμένη· τότε λέγει και η Κορνηλία· ιδού και τα ιδικά μου πλούτη, ούτοι είναι οι ιδικοί μου θησαυροί. Απ’ εδώ γίνεται φανερόν, ότι ανίσως οι ταπεινοί άνθρωποι έχωσι την καλήν παίδευσιν και σωφροσύνην των θυγατέρων των εις τόπον θησαυρού και πλούτου, ποίον καύχημα, ποία δόξα θέλει είσθαι εις τον Ιωακείμ και την Άνναν η ασύγκριτος αγιότης της θυγατρός αυτών; Αντί ποίων θησαυρών του Κροίσου, αντί ποίων ποταμών χρυσορρόων της Λυδίας θέλει είσθαι εις αυτούς το έμψυχον θησαυροφυλάκιον των αρετών, η θυγάτηρ; Ή τίνος άλλου γέννημα είναι εκείνη, την οποίαν είπε κεχαριτωμένην ο Άγγελος; Τίνος άλλου βλαστός εκείνη, ην ωνόμασε μαργαρίτην πολύτιμον του ουρανίοτ βασιλέως ο Μεθόδιος; Τίνος άλλου σπέρμα εκείνη, την οποίαν ωνόμασε καλλονήν πάσης ωραιότητος ο Νεοκαισαρείας Γρηγόριος; Αυτών δεν είναι θυγάτηρ, εκείνη την οποίαν είπεν ο Γερμανός διαυγέστατον στέφανον του ουρανού; Αυτών δεν είναι θυγάτηρ, το θησαυροφυλάκιον των αρετών, ως ωνόμασεν αυτήν ο Δαμασκηνός; Αυτών δεν είναι θυγάτηρ το μέγα θαύμα και ανήκουστον τέρας της παρθενίας, όπερ ωνόμασεν ο Χρυσόστομος; Με αυτών το γάλα δεν ετράφη το παναγιώτατον θέαμα, που είπεν ο Ιγνάτιος ο Μάρτυς; Των σπλάγχνων αυτών μέρος δεν είναι εκείνη η Παρθένος, την οποίαν Μυστήριον του ουρανού και της γης είπεν ο Επιφάνιος; Από τα αίματα αυτών δεν είναι ζυμωμένον εκείνο το θυγάτριον, το οποίον διδασκαλείον των ηθών και εξαίσιον άκουσμα ουρανού και της γης είπεν ο Εφραίμ; Λοιπόν επειδή ο Ιωακείμ και Άννα τοιαύτης θυγατρός εχρημάτισαν γεννήτορες, πως είναι τρόπος να μη τους κηρύττωμεν ενδοξοτέρους και αγιωτέρους πάντων των εν ουρανώ; Λέγουσι πολλοί των Θεολόγων, ότι ο Ιωσήφ ο μνήστωρ της Παρθένου, μολον΄τι ήτο και πρότερον δίκαιος και Άγιος, πλην το ύψος της αγιότητος όπου έφθασε μετά ταύτα, δεν το εγνώρισεν από άλλο αίτιον, παρά από την συναναστροφήν της Αειπαρθένου Μαρίας· γνώμη αύτη αληθινή των Θεολόγων, αλλά και η καθημερινή πείρα το βεβαιώνει. Διότι αν ημείς, σοφοίς ομιλούντες, απολαμβάνωμεν μέρος της σοφίας εκείνων, αν και δεν είναι και το όλον, σπουδαίοις και εναρέτοις ανδράσι συνδιατρίβοντες, αποκτώμεν μέρος της αρετής εκείνων, πόσω μάλλον εκείνος ο Δίκαιος, έχων έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς του τόσους πολλούς χρόνους το έμψυχον δοχείον πάσης αγιωσύνης και τελειότητος, δεν θα έλαβε και βοήθειαν και διδασκαλίαν ζωντανήν, δια να φθάση εις βαθμόν της αγιωσύνης και τελειότητος; Και τούτο επειδή και είναι αναμφίβολον, τις δύναται να παραστήση με λόγον, καθώς πρέπει, πόσην τελειότητα, πόσον αγιασμόν, πόσην χάριν, πόσην δόξαν, πόσην μεγαλειότητα, πόσην παρρησίαν, πόσην οικειότητα προς Θεόν επροξένησεν εις τον Ιωακείμ και εις την Άνναν το Θεοδόχον σκήνος ευρισκόμενον τόσους μήνας μέσα εις την κοιλίαν της Αγίας Άννης. Συνάγεται από το Ευαγγέλιον, ότι η Παναγία θυγάτηρ το Ιωακείμ και της Άννης, όταν ήλθεν εις τον οίκον Ζαχαρίου και ησπάσατο την Ελισάβετ, παρευθύς επλήσθη Πνεύματος Αγίου η Ελισάβετ, και όχι μόνον αυτή, αλλά και το βρέφος ο Ιωάννης, το εν τη κοιλία της Ελισάβετ. Όθεν και εσκίρτησε, δείξαν σημείον, ότι και αυτό από τον ασπασμόν της Μαρίας ηγιάσθη, καθώς είναι αληθές· όθεν πόσου αγιασμού, πόσης χάριτος αιτίαν πρέπει να υπολαμβάνωμεν την Θεόνυμφον Νύμφην, ότι θα επροξένησεν εις την Μητέρα αυτής και τον Πατέρα. Τα πλούτη του υιού κοινά θέλουσιν οι νόμοι να είναι και τη μητρί· επειδή λοιπόν του παντοδυνάμου μήτηρ εχρημάτισεν η Παρθένος, παντοδύναμος είναι και αυτή· και τούτο το χάρισμα ανίσως και το έδειξεν εις άλλους πολλούς, καθώς την κηρύττουσι τα πολλά και αναρίθμητα θαύματα της παντοδυναμίας της, πόσω μάλλον είναι βέβαιον να το μετεχειρίσθη εις τον Ιωακείμ και εις την Άνναν, τους γεννήτορας αυτής; Και λοιπόν απ’ εδώ επιχειρώ, αν καθ’ υπόθεσιν η Αγία Άννα και ο σύζυγος αυτής θείος Ιωακείμ δεν είχον αφ’ εαυτού των τόσην δύναμιν, δια να φθάσωσιν εις το αξίωμα όπου υπεθέσαμεν, από την παντοδυναμίαν της θυγατρός εξάπαντος ήθελον έχει αυτό το προνόμιον· ή πως είναι δυνατόν η θυγάτηρ αυτών να είναι υπερτέρα πάσης κτίσεως, και οι γονείς κατώτεροι από άλλους Αγίους; Ποίος ήθελεν αποτολμήσει να ειπή ότι η Παρθένος, αν και υπερτελειοτάτη εις τα άλλα της προτερήματα, πλην εις την αγάπην όπου χρεωστούσι τα τέκνα προς τους γονείς δεν ήτο τόσον τελεία; Και πως είναι δυνατόν να φαντασθή τις τούτο; Ότι ο Ιωσήφ βασιλεύς εις την Αίγυπτον, πλην ηξεύρων, ότι ο πατήρ αυτού Ιακώβ και οι αδελφοί αυτού, δυστυχείς και υστερημένοι των αναγκαίων, κάθηνται εις την γην Χαναάν, δεν υπέφερεν εκείνος να είναι ένδοξος και ο πατήρ καταφρονημένος, αλλ’ έστειλε με πολλήν επιμέλειαν και έφερε τον πατέρα και τους οικογενείς εις την Αίγυπτον, δια να απολαύση ο Ιακώβ της δόξης και του πλούτου του υιού του Ιωσήφ· είναι, λέγω, τούτο δυνατόν να φανή η αγάπη της Παρθένου προς τους προγόνους κατωτέρα από εκείνην όπου έδειξεν ο Ιωσήφ προς τον Ιακώβ; Αδύνατον τούτο, όχι να το πιστεύση τις, αλλ’ ουδέ να το φαντασθή. Ο Δαυϊδ επαινετός και εις τα άλλα του προτερήματα, και μάλιστα δια την αγάπην και επίσκεψιν όπου έδειξεν εις τους γονείς του· όθεν φεύγων την κακίαν του Σαούλ, δεν εφρόντισε τόσον δια την ιδικήν του σωτηρίαν και πώς να αποφύγη τόσα όπλα, όσα εσήκωσεν εναντίον του ο αχάριστος Σαούλ, όσον επεμελήθη την σωτηρίαν του πατρός· και δια τούτο πρώτον αυτόν ως μίαν μεγάλην παρακαταθήκην άφησεν εις τον βασιλέα των Μωαβιτών, και μετά ταύτα επεριπάτει αυτός εις ερήμους και ξένους τόπους, έως ου να ίδη που θέλει σταθή η λύσσα του Σαούλ· τούτο το επαινετόν έργον έκαμεν ο Δαυϊδ, και η απόγονος του Δαυϊδ, η Θεόπαις Μαρία, είναι δυνατόν να μη έδειξε τόσην επίσκεψιν και αγάπην εις τους γονείς, όσην ο προπάτωρ αυτής προφητάναξ Δαυϊδ; Καταβαίνει εις τους οφθαλμούς του γέροντος Τωβίτ ένα σύννεφον μέσα από την κεφαλήν, και του σκεπάζει τους οφθαλμούς και παντάπασι κλέπτει το γλυκύτατον φως αυτών· περιέρχεται ο υιός του, ο νέος Τωβίας, ζητών ιατρικόν των οφθαλμών του πατρός, και δεικνύει τόσην επιμέλειαν, τόσην φροντίδα δια την θεραπείαν του πατρός, ώστε και εις τον καιρόν όπου επεριπάτει δια να εύρη νύμφην από το γένος του, τους πόνους του πατρός δεν ελησμόνησε. Πράγμα δυσκολοπίστευτον εις τους τωρινούς νέους, και ας μοι το είπη όποιος θέλει, ποίος γαμβρός πηγαίνει εις τον οίκον της νύμφης δια να υπανδρευθή, και λησμονεί και την χαράν του γάμου, και την αγάπην της νύμφης, και ενθυμείται μόνον πώς να εύρη ιατρικόν δια την ασθένειαν του πατρός; Τοιαύτην αγάπην εις τον πατέρα άλλος δεν την έδειξε, καθώς υπολαμβάνω, παρά μόνος ο νέος Τωβίας. Αυτός είναι όπου επροτίμησε την αγάπην του πατρός από της νύμφης· δια τούτο και ο μισθαποδότης Θεός πέμπει Άγγελον, τον Ραφαήλ, σύντροφον εις την οδόν και βοηθόν του καλού υιού, και άλλα πολλά τέρατα και σημεία ηυδόκησε να γίνωσι δια μέσου εκείνου του καλού υιού. Τοιαύτην αγάπην έδειξεν ο υιός Τωβίας προς τον πατέρα, και δια τούτο μακαρίζεται από την θείαν Γραφήν. Και λοιπόν η Παρθένος, το δοχείον πάσης μακαριότητος, ήτο τρόπος να βλέπη τους γονείς αυτής εις έλλειψιν τελειότητος, και να μη προφθάση εις την ιδικήν της παντοδυναμίαν; Ήτο τρόπος να φανή η αγάπη της ολιγωτέρα από εκείνην όπου έδειξεν ο υιός Τωβίας προς τον πατέρα; Μη γένοιτο να το είπη τις. Εις όλον το ύστερον κατακυριεύεται η πολύδακρυς Τρωάς από τους Έλληνας, και εις ολίγην ώραν ανάπτει τόσον πυρ, διεγείρεται τόσος θρήνος και κλαυθμός, όπου επαρακίνησεν εις οίκτον και ευσπλαγχνίαν και αυτούς τους ιδίους νικητάς Έλληνας. Όθεν δια κήρυκος προστάζουσι να αρπάξη καθ’ ένας από τους αιχμαλωτισμένους εις τας χείρας ό,τι φανή πλέον τιμιώτερον και αρεστόν εις αυτόν· και ιδού, εξέρχεται από την πόλιν ο Αινείας, μολονότι είχε πολλά άξια τιμής εις τον οίκον του, πλην αφήνων εκείνα όλα, παίρνει των πατρώων θεών τα είδωλα και εξέρχεται. Βλέπουσιν οι Έλληνες τον Αινείαν, και επαινέσαντες την θεοσέβειαν αυτού, τω δίδουσιν άδειαν και δεύτερον να εισέλθη μέσα εις την πόλιν, και να πάρη εκείνο όπερ νομίζει τίμιον. Επιστρέφει εις τον οίκον, και δεν εκτιμά ούτε χρυσόν, ούτε άργυρον, κανένα άλλο αφ’ όσα είναι αγαπητά εις τους πολλούς, αλλά παίρνει εις τους ώμους τον πατέρα Αγχίσην, γηραλέον όντα και αδύνατον δια να ελευθερωθή από την πυρκαϊάν με την ιδικήν του δύναμιν· αυτόν βαστάζων ο Αινείας και εξερχόμενος έξω, έδωσε τόσον θαύμα και έκπληξιν εις τους Έλληνας, ώστε παρεκινήθησαν να τον αφήσωσιν ελεύθερον και εξουσιαστήν και δεσπότην εις όλα του τα υπάρχοντα. Τόσον θεοφιλές πράγμα και επαινετόν, ακόμη και έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς των ειδωλολατρών, η επίσκεψις και βοήθεια των γονέων. Και πως ήτο λοιπόν τρόπος να λείψη τοιούτον θεάρεστον έργον από την Πανάχραντον Δέσποιναν, η οποία όχι μόνον από την άλλην της τελειότητα εγνώριζε πόσην αγάπην και επίσκεψιν πρέπει να έχη εις τους μακαριωτάτους αυτής γονείς Ιωακείμ και Άνναν, αλλά και από το παράδειγμα το ιδικόν της, και από αυτήν την επίσκεψιν και φροντίδα όπου έδειξεν εις αυτήν ο μονογενής της Υιός, ο οποίος και κρεμάμενος επάνω εις τον Σταυρόν, ευρισκόμενος κατά το ανθρώπινον εις τον έσχατον και τελευταίον βαθμόν των πόνων του, δεν ελησμόνησε την Παναγίαν του Μητέρα, αλλ’ αφήνων όλα κατά μέρος, και τους πόνους της κεφαλής που του επροξένει ο ακάνθινος στέφανος, και την δριμυτάτην δίψαν, η οποία τον είχε κυριεύσει, και την πίκραν της χολής και του όξους, με τα οποία ήτο ποτισμένος, και τους εμπτυσμούς, και την εσχάτην αισχύνην, και το όνειδος να στέκεται καρφωμένος εις το ξύλον εν μέσω δύο ληστών ως ληστής, και γυμνόν το παρθενικόν και πανάγιόν του σώμα έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς τόσου πλήθους, όλα αυτά κατεφρόνησε, και μόνην την επίσκεψιν και φροντίδα της Μητρός είχεν, εις ποίον να την εμπιστευθή, ποίον φύλακα και επιστάτην εις την θέσιν αυτού να της δώση. Όθεν εν μέσω του τόσου πελάγους των πόνων και θλίψεων ευρισκόμενος, και εις την τελευταίαν ώραν της ζωής, όταν δεν ήλπιζέ τις να ακούση πλέον φωνήν από το πανάγιον εκείνο στόμα, ανοίγει τα φαρμακευμένα και κατάξηρα από την δίψαν χείλη, και λέγει· «Γύναι, ιδού ο υιός σου»· μη έχεις τόσην λύπην πως απομένεις μόνη και εστερημένη της ιδικής μου προστασίας· ιδού εις τον τόπον εμού άλλος επιστάτης ιδικός σου. Λοιπόν έμαθεν η Παρθένος, καθώς προείπα, και από ταύτην την επίσκεψιν την τελευταίαν του Υιού, πόσην αγάπην εχρεώστει αυτή εις τους γονείς. Και ταύτα λέγω, όχι ότι δεν είμαι βέβαιος, ότι ο θείος Ιωακείμ και Άννα δεν είχον αφ’ εαυτού των την τελειότητα του αγιασμού και της χάριτος, αλλά να δείξω καθ’ υπόθεσιν ότι, και αν ήσαν ελλειπείς, ανεπλήρωσεν η υπερτελειοτάτη Κόρη των προγόνων την έλλειψιν· μολονότι και τούτο παντάπασιν δεν είχα δίκαιον να το είπω, επειδή από τον καρπόν γνωρίζομεν το φυτόν, εκ της λαμπρότητος των τέκνων τους γονείς, από την καθαρότητα της βρύσεως το ύδωρ. Είδε ποτέ από κτίσεως κόσμου ο ήλιος άλλην αγιωτέραν και υπερτελειοτέραν νύμφην έξω από την θυγατέρα του Ιωακείμ και της Άννης; Λοιπόν τοιούτοι τέλειοι και αγιώτατοι ήσαν και οι γονείς, και άξιοι δια να είναι όχι μόνον κληρονόμοι της πολυεράστου μακαριότητος, αλλά και συγγενείς το κατά σάρκα και Προπάτορες του Υιού και Λόγου του Θεού, του ομοουσίου και συνανάρχου Πτρί και Αγίω Πνεύματι. Δεν ηξεύρω ποίος με κατηράσθη σήμερον, να χύνω τόσους ματαίους ιδρώτας, δια να παραστήσω με τόσα λόγια, ότι ο Ιωακείμ και η Άννα έχουσι τα πρωτεία ανάμεσα εις τους εκλεκτούς φίλους του Θεού, και ότι είναι μυστικόν θησαυροφυλάκιον της μακαρίας Τριάδος, η αιτία της ελευθερίας των Προπατόρων, η αφορμή δια να ερημωθή ο Άδης, δια να στολισθή ο ουρανός με τόσα τάγματα Αγίων και Δικαίων· προς τι τόσα λόγια; Τι συμφέρει τόσα επιχειρήματα; Το δι’ ολίγου γινόμενον, μάτην δια πολλού γίνεται· έφθανε να είπω ότι ο Ιωακείμ και η Άννα είναι οι Πρόγονοι του βασιλέως των βασιλευόντων Θεού, του δημιουργού και πλάστου ουρανού και γης· τόσον έφθανε να είπω, και όποιος έχει γνώσιν ας γνωρίση και την αγιότητα και το αξίωμα και την παρρησίαν όπου έχει εις τους ουρανούς αύτη η μακαρία δυάς. Και λοιπόν καιρός είναι τώρα να ερωτήσω εσέ τον ιδικόν μου καλόν ακροατήν, όταν ακούης την ασύγκριτον τιμήν και δόξαν ταύτην των εορταζομένων Αγίων, τάχα τι φαντάζεσαι, πως αυτό το προνόμιον το έχουν από την συγγένειαν του Θεού και όχι εξ έργων δικαιοσύνης; Μη γένοιτο να πέσης εις τοιαύτην βλάσφημον γνώμην· δεν είναι άδικος ο Θεός· «ουκ έστι προσωποληψία παρά τω Θεώ». Αλλ’ ευθύς και δίκαιος, και αποδίδει εκάστω κατά τα έργα αυτού. Δεν εδόξασε τους Προπάτορας ο Θεός δια την συγγένειαν, όχι, αλλά δια τα θεάρεστα αυτών έργα επροτιμήθησαν, από όλην την Οικουμένην, να είναι συγγενείς του Θεού· η αγιότης των έργων τους έδωσε την εκλογήν και την προτίμησιν, και όχι η εκλογή την αγιότητα: «ουδείς στεφανούται, εάν μη νομίμως αθλήση»· το ουδείς, καθ’ όλου προσδιορισμός, και περιέχει πάντας, και ξένους και οικείους. Και θέλεις να γνωρίσης καθαρώτερον ταύτην την αλήθειαν; Άφησε την άλλην αγιότητα ταύτης της μακαρίας συζυγίας· έλα εις το όνειδος της στειρώσεως, στάσου εκεί έμπροσθεν εις την θύραν του Ναού όταν απεστράφησαν τα δώρα του Ιωακείμ και της Άννης, βλέπε εκεί την πραότητά των και την υπομονήν και την φύλαξιν του νόμου και την ευλάβειαν και τον φόβον προς τον Θεόν· από βασιλικόν αίμα ούτοι, και όχι από κανένα παραμικρόν, αλλ’ από του Δαυϊδ το προφητικόν και άγιον, και πλούσιοι και γνωστοί εις όλους. Και με όλον τούτο, ούτε ηγανάκτησαν, ούτε εθυμώθησαν εις τόσον όνειδος και καταφρόνησιν όπου τους έκαμαν εις την αποστροφήν των δώρων των, αλλά με ακροτάτην ταπείνωσιν, με ευλάβειαν, χωρίς απειλάς, όπως συνειθίζουσιν οι τωρινοί, ευθύς ως τους εγγίση ο νόμος της Εκκλησίας, χωρίς πάθη εκδικήσεως, εξερχόμενοι από τον Ναόν με δάκρυα πολλά, προστρέχουσιν εις το έλεος του Θεού, να τους δώση την λύσιν της στειρώσεως και του ονειδισμού, ζητούσι την βοήθειαν του Θεού, όχι καθήμενοι και οι δύο εις τον οίκον με τρυφάς και αναπαύσεις, αλλ’ ο Ιωακείμ τρέχει εις το όρος, και η μακαρία Άννα εις τον κήπον της, λαμβάνουσα σύντροφον και πρέσβυν δια να δυσωπήσωσι τον Θεόν, την ερημίαν, την μητέρα της κατανύξεως, τα δάκρυα, το βάλσαμον της ψυχής, την προσευχήν, την νηστείαν· με τοιούτους μεσίτας εζήτησαν την λύσιν της στειρώσεως, με τοιαύτα έγιναν προπάτορες του Υιού του Θεού. Που είσθε όσοι κατεξοδεύετε τα πλούτη εις ιατρούς δια να σας δώσωσι τέκνα; Που είσθε όσοι με φαγοπότια και τροφάς ζητείτε το έλεος του Θεού; Μάθετε από την σήμερον με ποία ιατρικά λύεται η στείρωσις· λάβετε παράδειγμα από τα δάκρυα και τας προσευχάς της Άννης, εις ποίους μεσίτας εισακούει ο Θεός. Και τάχα μόνον ταύτα τα καλά μαθήματα μας δίδει η σημερινή εορτή; όχι· αλλά και άλλα πολλά, τα οποία με στενοχωρεί ο καιρός να τα αφήσω. Και λοιπόν ζητήσατε να μάθετε από άλλους με ποία σπλάγχνα, με ποίαν αγίαν Πίστιν η μακαρία Άννα εχωρίσθη από την θυγατέρα της, ακόμη ούσαν τριών ετών, εχωρίσθη από εκείνην την οποίαν εζήτησε με πολλά δάκρυα και προσευχάς από τον Θεόν, επροτίμησε να φανή αληθινή προς τον Θεόν, να δώση εκείνο όπου του έταξε, παρά την διαδοχήν του γένους της· ας είμαι χωρίς κληρονόμον εγώ, ας απομείνωσι τα πλούτη και τα υπάρχοντά μου εις χείρας άλλων, μόνον ας γίνη εκείνο όπου έταξα εις τον Θεόν. Μάθετε από άλλους, με πόσα καλά ήθη επότισαν την θυγατέρα των, με πόσα άγια παραδείγματα της ιδικής των ζωής, η οποία ηξιώθη να γίνη Μήτηρ Θεού· μάθετε από την σήμερον πόσα ετάξαμεν ημείς εις τον Θεόν, και ουδέν δίδομεν, επειδή αποβλέπομεν περισσότερον εις το κέρδος το ιδικόν μας, παρά εις την τιμήν του Θεού· μάθετε τα αίτια της στειρώσεως των πολλών, πως είναι από την ιδικήν μας αχαριστίαν προς τον Θεόν· και ειπέτε μοι, όσαι στείραι και άτεκνοι, ανίσως και σας δώση ο Θεός τέκνα, με ποίον γάλα ευαγγελικής ζωής έχετε να τα θηλάσσετε; Με ποία μαθήματα χριστιανικά έχετε να τα αναθρέψετε; Έχετε πολλά και καλά· έχετε το γάλα της ανελεημοσύνης και ασπλαγχνίας. Έχετε το γάλα της υπερηφανείας και αλαζονείας· έχετε μαθήματα επαινετά και άξια δια να τα μάθετε· αν είναι θηλυκά, έχετε να τα συνειθίσετε εκ νεότητος με ποία ψιμμύθια να ασχημίζωσι το πρόσωπον, με ποία στολίδια να καταφρονώσι τον νόμον του Θεού· αν είναι αρσενικά, δια να μάθωσι το παράδειγμα της ιδικής σας ζωής, πώς να καταφρονώσι τον νόμον του Θεού· πώς να αρπάζωσι και να αδικώσι, δεν λέγω να πορνεύωσι, να μοιχεύωσιν, αποσιωπώ το να καταλαλώσι και να προδίδωσιν ο ένας τον άλλον, δεν λέγω ότι έχουσι να μάθωσιν από τους γονείς να καταπατώσι τας νηστείας, και μάλιστα Τετράδα και Παρασκευήν όπου είναι νόμος να φυλάττωνται αυταί αι δύο ημέραι, καθώς και της μεγάλης Τεσσαρακοστής· δια τοιαύτα πονηρά μαθήματα να δώση ο Θεός τέκνα δεν ήθελεν είναι άδικος; Ίσως θα έλεγέ τις· λοιπόν αυτοί όπου έχουσι τα τέκνα είναι άγιοι και δίκαιοι, και όσαι είναι στείραι και άκληροι, κακαί και ανευλαβείς; Όχι δεν το λέγω αυτό, ούτε αυτό αληθεύει· ούτε όσοι δεν έχουσιν είναι αμαρτωλοί, αλλά και οι μη έχοντες και οι έχοντες πρέπει πάντοτε να δοξάζωσι περισσότερον λέγοντες· δεδοξασμένον να είναι το όμομά σου, Κύριε, επειδή, ποίαν ευχαριστίαν, ποίαν αγάπην είδες από εμέ το αχάριστον πλάσμα σου δια να μου δώσης τέκνον; Ευχαριστώ σοι, διότι με ηλευθέρωσες και από ταύτην την κόλασιν, διότι αν είχα τέκνον να μάθη την ανευλάβειαν την ιδικήν μου, και την αφοβίαν όπου έχω εις τους νόμους σου, θέλει μοι γίνη βαρυτέρα η κόλασις· και οι έχοντες τα τέκνα, πρέπει περισσότερον να φοβώνται την δικαίαν κρίσιν του Θεού, επειδή «ω πολύ δοθήσεται, πολύ απαιτηθήσεται». Τους εχάρισεν ο Θεός πολλά, και εις ουδέν τον ηυχαρίστησαν, και τι θέλουσι γίνει, όταν έλθη εις κρίσιν να ζητήση λογαριασμόν και δια την ανατροφήν των τέκνων, με ποία καλά παραδείγματα της ζωής τα εσυνείθισαν εις την φύλαξιν των θείων νόμων, και εις όλας τας άλλας αρετάς, όσας έχουν χρέος ο πατήρ και η μήτηρ να διδάξουν τα τέκνα αυτών. Λοιπόν όλοι, και όσοι έχουσι τέκνα και όσοι δεν έχουσι, μετά φόβου και τρόμου ας δοξάζωμεν τον εύσπλαγχνον Πατέρα, και ας ζητήσωμεν μετά συντετριμμένης καρδίας, με δακρύων πολλών ποταμούς, την λύσιν της ψυχικής στειρώσεως και όχι του σώματος· αυτό ας ζητήσωμεν, να μας δώση ψυχικούς καρπούς και όχι σωματικούς, μήπως και έλθη το τέλος και μας εύρη ως την άκαρπον συκήν, μήπως και έλθη ο καλός γεωργός, όστις πολλά εκοπίασε και ίδρωσεν εις ταύτην την αχάριστον και άκαρπον ιδικήν μας ψυχήν, και ζητήση καρπούς μετανοίας, καρπούς ελεημοσύνης, καρπούς της κατά Θεόν αγάπης, και δεν εύρη αυτήν την καρποφορίαν, δια να μη ακούσωμεν και ημείς εκείνην την κατάραν της ακάρπου συκής, «μηκέτι εκ σου καρπός γένηται εις τον αιώνα». Όχι, Χριστέ Βασιλεύ, μη εγκαταλίπης ημάς εις τοιαύτην καταδίκην, αλλά δος ευλογίαν καρποφορίας, λύσον την στείρωσιν της ψυχής, ελευθέρωσον ημάς από το όνειδος της ακαρπίας, αξίωσον ημάς καρπών μετανοίας τη πρεσβεία των δικαίων σου Προπατόρων Ιωακείμ και Άννης, και της Παναχράντου σου Μητρός και Δεσποίνης ημών, ίνα δοξάζηται το Πανάγιόν σου όνομα εις τους απεράντους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΣΤ΄ (26η) Ιουλίου, μνήμη της Αγίας ενδόξου και πανευφήμου Οσιομάρτυρος του Χριστού ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ.

Δημοσίευση από silver »


Παρασκευή η πανεύφημος Οσιομάρτυς του Χριστού εγεννήθη εν ταις ημέραις του βασιλέως Αδριανού· πατήρ αυτής ήτο ευσεβής τις Ορθόδοξος Χριστιανός, πλούσιος κατά πολλά, Αγάθων λεγόμενος, έχων γυναίκα και αυτήν Χριστιανήν, Πολιτείαν καλουμένην· διέμενον δε εις τι προάστιον της μεγαλοπόλεως Ρώμης. Πλην παρ’ όλας τας καλωσύνας και ελεημοσύνας, τας οποίας είχον, δεν είχον τέκνον, ούτε άρσεν, ούτε θήλυ, και δια τούτο ήσαν πάντοτε λυπημένοι, όπως κάλλιστα γνωρίζουν όσοι έχουν τοιαύτην λύπην. Παρεκάλουν όθεν και οι δύο τον Θεόν να τους δώση τέκνον, ουχί μόνον δια την κληρονομίαν του πολλού πλούτου, τον οποίον είχον, αλλά μάλλον δια την διαδοχήν του γένους αυτών. Ο δε Πανάγαθος Θεός, όστις ποιεί το θέλημα των φοβουμένων αυτών και της δεήσεως αυτών εισακούει, ως λέγει και ο Προφήτης Δαβίδ, επήκουσε της δεήσεως αυτών. Όθεν μετ’ ολίγας ημέρας συλλαβούσα η Πολιτεία εγέννησε την Αγίαν ταύτην εν τη έκτη ημέρα της εβδομάδος· δια τούτο και όταν εβάπτισαν αυτήν, εκάλεσαν το όναμά της Παρασκευήν. Αύτη εκ πρώτης ηλικίας εδείκνυεν οποία τις θέλει γίνει εις το ύστερον· διότι δεν έπαιζεν ατάκτως, όπως την σήμερον ημέραν τα μωρά κοράσια, ουδέ εις απρεπή παίγνια ησχολείτο, ουδέ ηκούετο αργολογία ή μωρολογία εκ του στόματος αυτής, αλλ’ επαιδεύετο υπό της μητρός αυτής Πολιτείας εις παν έργον θεάρεστον, καθώς πρέπει να παιδεύωσιν αι μητέρες τας θυγατέρας. Εις την ανατροφήν δε και παίδευσιν, την οποίαν είχεν η Αγία, έμαθε και τα ιερά γράμματα· δια τούτο δεν έλειπεν από την Εκκλησίαν, ουδέ την είδε ποτέ άνθρωπος να μη κρατή βιβλίον εις τας χείρας της, παρεκτός μόνον όταν έτρωγεν ή έκαμνεν υπηρεσίαν αναγκαίαν του σώματος. Ηγάπα δε κατά πολλά την παρθενίαν, κατά μίμησιν της Υπεραγίας Θεοτόκου, δια τούτο δε όχι μόνον τους οφθαλμούς, οι οποίοι είναι οδός του έρωτος, εφύλαττεν από θεωρίαν ανδρών, αλλά και το στόμα από αισχρολογίαν και την ακοήν από απρεπείς ακροάσεις. Ακούετε, όσαι είσθε παρθένοι, και μάθετε πως πρέπει να παρθενεύετε· διότι, όχι μόνον εκείνη η οποία παρθενεύει κατά το σώμα, εκείνη λέγεται καθολικά παρθένος, αλλ’ εκείνη ήτις είναι και κατά την ψυχήν καθαρά, και δεν έχει εις τον λογισμόν της αισχράς ενθυμήσεις, αυτή είναι η πραγματική παρθένος. Ακούσατε και όσαι έχετε άνδρας, πως λέγει ο Απόστολος Παύλος εις το δεύτερον Κεφάλαιον της προς Τιμόθεον πρώτης επιστολής αυτού. «Μετά αιδούς και σωφροσύνης κοσμείν εαυτάς μη εν πλέγμασιν ή χρυσώ ή μαργαρίταις ή ιματισμώ πολυτελεί, αλλ’ ο πρέπει γυναιξίν επαγγελλομέναις θεοσέβειαν, δι’ έργων αγαθών»· ήτοι να μη χρησιμοποιήτε καλυντικά, ουδέ να στολίζεσθε με χρυσαφικά και με μαργαριτάρια ούτε πολυτελή ενδύματα, αλλά να είσθε τιμημέναι και σώφρονες, καθώς πρέπει εις τας γυναίκας των Χριστιανών, αίτινες θέλουν να αρέσουν εις τον Χριστόν, με έργα αγαθά και όχι με στολίδια. Ακούετε όσαι έχετε θυγατέρας ανυπάνδρους, πως πρέπει να τας παιδεύετε, όχι να γίνεσθε σεις κακόν παράδειγμα εις αυτάς, αλλά να είσθε τύπος και παράδειγμα των θυγατέρων σας προς παν έργον θεάρεστον· διότι, όταν σεις ομιλήτε λόγους, οι οποίοι μολύνουσι τας ψυχάς των απλών παρθένων, όταν δεν αγαπάτε την εργασίαν του οίκου, όταν αντιλέγετε εις τους συζύγους σας, όταν παρακύπτετε συχνάκις εκ των παραθύρων, όταν αγαπάτε τον οίνον, όταν σεις δεν έχετε καμμίαν ευλάβειαν ουδέ κρατήτε την γλώσσαν, πόθεν άλλοθεν θα μάθωσιν αι μικραί κόραι την καλήν συμπεριφοράν αφού δεν εξέρχονται έξω του οίκου; Αλλ’ η Αγία αύτη Παρασκευή δεν ήτο τοιαύτη, ουδέ επαιδεύθη τοιουτοτρόπως υπό της μητρός αυτής, ουδέ είχε την ωραιότητά της και το κάλλος της εις έρωτας νέων ατάκτων, οίτινες περιέρχονται με κυνικήν αναίδειαν, που να ίδωσι καμμίαν κόρην, ουδέ έκυπτεν από τα παράθυρα να αγρεύση τας ψυχάς των ανδρών, αλλά πάντοτε εν έργον είχεν απαραίτητον· το να στολίζη την ψυχήν της με νηστείαν, με εγκράτειαν, με σιωπήν, με προσοχήν, με παρθενίαν, με ελεημοσύνην και με παν έργον θεάρεστον. Πολλοί άρχοντες του καιρού εκείνου επεθύμησαν να την λάβωσι νύμφην εις τους υιούς αυτών, και δια τον πατρικόν της πλούτον και δια την καλλονήν της, το δε περισσότερον δια την σωφροσύνην της, αλλά αυτή αγαπώσα την παρθενίαν και θέλουσα να μείνη καθαρά και αμόλυντος νύμφη του Χριστού δεν ήθελε να ακούση περί υπανδρείας. Ταύτα δε βλέποντες οι γονείς αυτής έχαιρον δοξάζοντες και ευχαριστούντες τον Θεόν, όστις τους εχάρισε τοιούτον τέκνον ευλογημένον. Όταν δε εγένετο η Αγία είκοσι ετών, απέθανον οι γονείς αυτής και έμεινεν ο πολύς πλούτος εκείνος εις τας χείρας της· παρευθύς δε τότε έδειξε την αγαθήν της προαίρεσιν, διότι δεν τον εχρησιμοποίησεν εις αναπαύσεις του σώματος ουδέ εις φαγοπότια και στολίδια· αλλά ακούσασα τον Χριστόν, όστις λέγει εις το δωδέκατον Κεφάλαιον του κατά Λουκάν αγίου Ευαγγελίου: «Πωλήσατε τα υπάρχοντα υμών και δότε ελεημοσύνην· ποιήσατε εαυτοίς βαλάντια μη παλαιούμενα, θησαυρόν ανέκλειπτον εν τοις ουρανοίς», εμοίρασεν αυτόν όλον εις τους έχοντας ανάγκην και εις τους πτωχούς υπέρ του ονόματος αυτού. Έπειτα επήγεν εις Μοναστήριον γυναικών, και εφόρεσε το μοναχικόν σχήμα, εκεί δε έκαμε καιρόν ικανόν, εν πάση υποταγή και ταπεινώσει, δουλεύουσα εις τον Θεόν και εις την προεστώσαν του Μοναστηρίου. Αλλ’ επειδή ηγάπα να μαρτυρήση υπέρ του ονόματος του Χριστού, δια τούτο, λαβούσα την ευχήν της Ηγουμένης και των άλλων μοναζουσών ως αγαθόν συνοδοιπόρον, εξήλθε του Μοναστηρίου δια να κηρύξη κατά πάσαν πόλιν και χώραν το όνομα του αληθινού Θεού και Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Την εποχήν εκείνην ήτο βασιλεύς της παλαιάς Ρώμης ο Αντωνίνος ο επιλεγόμενος ευσεβής, όστις ήτο ακόμη τότε ειδωλολάτρης. Ούτος εγένετο βασιλεύς μετά τον Αδριανόν εις τους 140 περίπου χρόνους από της ενσάρκου οικονομίας του Χριστού. Κηρύττουσα λοιπόν η Αγία, πολλοί των Ελλήνων και Ιουδαίων ακούοντες τους λόγους αυτής επέστρεψαν εις θεογνωσίαν· οι δε Ιουδαίοι οι ευρεθέντες εις μίαν πόλιν, όπου εκήρυττεν η Αγία, φθονερόν γένος ως είναι πάντοτε και εχθρότατον των Χριστιανών, βλέποντες τους Χριστιανούς πληθυνομένους και την θρησκείαν αυτών ατιμαζομένην και υβριζομένην, προσελθόντες εις τον βασιλέα Αντωνίνον διέβαλον την Αγίαν λέγοντες· «Βασιλεύ πολυχρονεμένε, οι μεν άλλοι πάντες πείθονται εις το πρόσταγμα της βασιλείας σου, γυνή δε τις, ονόματι Παρασκευή, κηρύττει τον Ιησούν, τον υιόν της Μαρίας, τον οποίον εσταύρωσαν οι πατέρες ημών ως πλάνον και αντίθεον, και λέγει, ότι αυτός είναι μόνος Θεός αληθινός, οι δε υπό της βασιλείας σου προσκυνούμενοι θεοί είναι ξύλα κωφά και αναίσθητα». Ακούσας ταύτα ο βασιλεύς Αντωνίνος όλος επλήσθη θυμού, και παρευθύς αποστείλας στρατιώτας έφερε την Αγίαν έμπροσθεν αυτού· ως δε είδε την ωραιότητα αυτής, όλως εξεπλάγη και ήρχισε με κολακείας λέγων προς αυτήν· «Ω Παρασκευή, εγώ, μα την δύναμιν των μεγάλων θεών, επαινώ την νεότητά σου, και δια τούτο σε συμβουλεύω να θυσιάσης εις τους θεούς, οι οποίοι σου έδωκαν την ωραιότητα ταύτην· διότι εάν μεν ποιήσης, καθώς σου λέγω, θέλω σου δώσει πολλάς δωρεάς· εάν δε θέλης να σταθής εις το θέλημά σου και να φανής εναντία των ημετέρων προσταγμάτων, ήξευρε, ότι θέλω σε τιμωρήσει με βάσανα, τα οποία και μόνον εξ ακοής και θεωρίας καταπλήττουσι τον άνθρωπον, όχι μάλιστα και να τα πάθη». Τοιαύτα και άλλα περισσότερα έλεγεν ο βασιλεύς κολακεύων την Αγίαν· αλλά αυτή σημειώσασα εις εαυτήν το σημείον του Τιμίου Σταυρού απεκρίθη προς αυτόν· «Μη νομίσης, ω βασιλεύ, ότι με τας τοιαύτας κολακείας ή με τας τοιαύτας απειλάς θέλω αρνηθή εγώ τον γλυκύτατόν μου Ιησούν Χριστόν, διότι δεν υπάρχει καμμία βάσανος ούτε τιμωρία ούτε παίδευσις, ήτις να με χωρίση από την αγάπην του». Ως ήκουσε ταύτα ο βασιλεύς διέταξε τους στρατιώτας μετά μεγάλου θυμού να καύσωσι περισσώς μίαν περικεφαλαίαν σιδηράν, έως ου να κοκκινίση και τότε να την βάλωσιν εις την κεφαλήν της Αγίας· αλλά ο Θεός, όστις εφύλαξε ποτε τους τρεις Παίδας εν τη καμίνω και δεν εχωνεύθησαν υπό του πυρός, αυτός και τότε εθαυματούργησεν εις την Αγίαν· διότι ήθελε τις ειπεί, ότι, ως να είχε ψυχράν δρόσον εις την κεφαλήν της, τοιουτοτρόπως ελογίσθη τούτο η Αγία. Πολλοί δε των παρισταμένων Ελλήνων, ιδόντες τούτο το παράδοξον θαύμα, επίστευσαν ευθύς εις τον Χριστόν· τους οποίους ο βασιλεύς διέταξε να θανατώσωσι δια διαφόρων θανάτων· άλλους μεν να αποκεφαλίσουν, άλλους δε να κατακαύσουν, άλλους να πνίξουν εις τον ποταμόν της Ρώμης Τίβεριν, άλλων δε να αφαιρέσουν το δέρμα. Και τούτους μεν τοιουτοτρόπως τους ετιμώρησε, την δε Αγίαν διέταξε να την βάλωσιν εις φυλακήν, έως να συλλογισθή με ποίον τρόπον να βασανίση και να θανατώση αυτήν. Αφού δε η Αγία εκλείσθη εις το δεσμωτήριον, εδέετο μετά δακρύων του Κυρίου λέγουσα· «Φύλαξόν με, Κύριε, εις την αληθινήν πίστιν σου, και λύτρωσαί με εκ των σκανδάλων του εχθρού, ότι προς σε ήρα την ψυχήν μου». Κατά δε το μεσονύκτιον εφάνη εις αυτήν Άγγελος Κυρίου έχων εις τας χείρας Σταυρόν φωτεινόν, και κάλαμον και σπόγγον και στέφανον, και λέγει εις αυτήν· «Χαίροις, Παρασκευή, αθληφόρε του Κυρίου. Μη φοβού τας βασάνους των τυράννων· διότι ο Κύριος ημών, ο οποίος κατεδέξατο να σταυρωθή δια την σωτηρίαν των ανθρώπων και να στεφανωθή με ακάνθινον στέφανον, αυτός μέλλει να είναι βοηθός σου, δια να σε λυτρώση από πάντα πειρασμόν επερχόμενον εις σε». Και ο μεν Άγγελος ταύτα ειπών προς την Αγίαν, και λύσας αυτήν εκ των δεσμών, απήλθεν εις τους ουρανούς· η δε Αγία, ακούσασα τους λόγους του Αγγέλου, διετέλεσε προσευχομένη έως ου εγένετο ημέρα. Το δε πρωϊ διέταξεν ο βασιλεύς να φέρουν την Αγίαν έμπροσθεν αυτού· απελθόντες δε οι στρατιώται να φέρωσι την Αγίαν, ως είδον αυτήν λελυμένην των δεσμών, εξεπλάγησαν· ότε δε παρέστησαν αυτήν, είπεν ο βασιλεύς: «Άραγε, ω Παρασκευή, εσωφρονίσθης από την χθεσινήν τιμωρίαν ή ακόμη επιμένεις εις την αυτήν μωρίαν»; Η δε Αγία απεκρίνατο· «Τι νομίζεις, ασεβέστατε βασιλεύ, με τοιαύτας τιμωρίας να σαλεύσης τον στερρόν πύργον της ψυχής μου; Ευκολώτερον είναι να μαλάξης τον σίδηρον, παρά να μετατρέψης τον αγαθόν μου λογισμόν· ει δε και θέλης, δοκίμασόν με, ίνα ίδης την δύναμιν του Χριστού μου». Ως δε ήκουσε ταύτα ο βασιλεύς, όλος ηλλοιώθη εκ του θυμού αυτού, και παρευθύς προστάττει τους στρατιώτας να κρεμάσωσι την Αγίαν εκ των τριχών της κεφαλής εις ένα όρθιον ξύλον, έπειτα να λάβωσι λαμπάδας ανημμένας και με εκείνας να κατακαίωσι τας μασχάλας της και τα άλλα μέλη του σώματος. Και όμως η Αγία, ταύτα πάσχουσα, υπέμενεν ανδρείως και τον μεν βασιλέα ύβριζε, τους δε ψευδωνύμους θεούς εμυκτήριζεν. Ως δε είδεν ο βασιλεύς ότι εις ουδέν λογίζεται η Αγία ταύτην την βάσανον, διέταξε πάλιν να βάλωσιν εις ένα μέγαν λέβητα έλαιον και πίσσαν, και να βράσωσι δυνατά, έπειτα να την ρίψωσι μέσα. Τούτου δε γενομένου, ίστατο η Αγία εν μέσω του λέβητος δροσιζομένη και χαίρουσα ωσάν να ήτο εις δροσερόν κήπον. Βλέπων δε τούτο ο βασιλεύς και θαυμάζων εις την μεγάλην θαυματουργίαν εκείνης, προσεγγίσας εις τον λέβητα, είπεν προς την Αγίαν· «Ράντισό με από το έλαιον αυτό, ω Παρασκευή, το οποίον είναι εις τον λέβητα, ίνα ίδω άραγε αληθώς καίει η πίσσα και το έλαιον, ή φαντασία είναι τούτο το οποίον βλέπω εις σε, να μη κατακαίεσαι»; Τότε η γία γεμίσασα τας δύο χείρας της εκ του ελαίου εκείνου και της πίσσης έρριψεν εις το πρόσωπον του βασιλέως, παρευθύς δε ετυφλώθησαν αι κόραι των οφθαλμών αυτού και έκραζε με μεγάλην φωνήν ο βασιλεύς λέγων· «Λυπήσου με, δούλη του αληθινού Θεού, δος μοι το φως των οφθαλμών μου, και πιστεύω εις τον Θεόν, τον οποίον κηρύττεις». Εξελθούσα τότε η Αγία εκ του λέβητος ιάτρευσε τον βασιλέα και σωματικώς και ψυχικώς, βαπτίσασα αυτόν εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, της μιάς θεότητος. Και ο μεν βασιλεύς Αντωνίνος, με τοιούτον τρόπον πιστεύσας εις τον Χριστόν, απέβαλε την μιαράν θρησκείαν των Ελλήνων· η δε Αγία, εξελθούσα της μεγαλοπόλεως Ρώμης, απήλθεν εις ετέρας πόλεις και χώρας κηρύττουσα το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Εισελθούσα δε εις ετέραν πόλιν, εις την οποίαν εβασίλευεν άλλος βασιλεύς, Ασκληπιός λεγόμενος, εκήρυττε και εκεί παρρησία τον λόγον της αληθείας. Τούτο μαθών ο βασιλεύς εκείνος παρέστησεν αυτήν εις το κριτήριον αυτού και λέγει προς αυτήν· «Πόθεν είσαι, ω γύναι, και τις είναι αυτός ο Θεός ο νέος, τον οποίον κηρύττεις»; Η δε Αγία, επικαλεσθείσα το όνομα του Σωτήρος Χριστού και σφραγίσασα εαυτήν δια του τύπου του Τιμίου Σταυρού, απεκρίθη· «Το μεν πόθεν είμαι, ω βασιλεύ, δεν είναι ανάγκη να το μάθης μηδέ ωφέλιμον· ο δε Θεός, τον οποίον κηρύττω, δεν είναι νέος, ως λέγεις, αλλά είναι άναρχος και προαιώνιος, ο οποίος εποίησε τον ουρανόν και την γην και πάντα τα εν αυτοίς, ο οποίος δια την σωτηρίαν των ανθρώπων ήλθεν επί της γης και εσαρκώθη και εσταυρώθη κατά το ανθρώπινον και ανελήφθη και πάλιν μέλλει να έλθη, ίνα κρίνη τον κόσμον άπαντα και αποδώση εις ένα έκαστον κατά τα έργα αυτού. Αυτόν κηρύττω, αυτόν ομολογώ Θεόν αληθινόν· οι δε ιδικοί σου θεοί οι ψευδώνυμοι, οίτινες τον ουρανόν και την γην ουκ εποίησαν, απολεσθήτωσαν, καθώς λέγει και ο Προφήτης Ιερεμίας». Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς Ασκληπιός, και ταραχθείς εκ των λόγων της Αγίας, έπεμψεν αυτήν προς τινα δράκοντα εμφωλεύοντα έξω της πόλεως εκείνης, εις τον οποίον έρριπτον τους καταδίκους· δράκων δε, τον οποίον ακούομεν πολλάκις εις τας Γραφάς, είναι μεν κατ’ αρχήν όφις, τρεφόμενος όμως και παλαιούμενος γίνεται μέγας και φοβερός, τότε δε ονομάζεται δράκων. Όταν δε η Αγία επλησίασεν εις τον τόπον εκείνον, όπου κατώκει το θηρίον, ως είδεν αυτήν ο δράκων μεγάλως εβρυχήθη, ανοίξας δε το στόμα αυτού εξέβαλε καπνόν φοβερόν πολύν ως θέλων να την καταπίη. Η δε Αγία σταθείσα πλησίον του δράκοντος είπε· «Θηρίον πονηρότατον, έφθασεν επί σε η οργή του Θεού και ιδού ήγγισεν ο αφανισμός σου, διότι πολλούς αναιτίως κατέφαγες». Ταύτα ειπούσα και το σημείον του Σταυρού ποιήσασα εις εαυτήν ενεφύσησε τον δράκοντα και παρευθύς (ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ, ως μεγάλη η χάρις των Αγίων σου!), ο φοβερός δράκων εκείνος μεγάλως συρίξας και εαυτόν περιστρέψας, διερράγη εις δύο. Τούτο το παράδοξον θαύμα ιδών ο βασιλεύς Ασκληπιός και οι συν αυτώ πάντες επίστευσαν εις τον Κύριον Ιησούν Χριστόν και εβαπτίσθησαν υπό της Αγίας εις το όνομα της Αγίας και Ζωοποιού Τριάδος. Και ούτοι μεν τοιουτοτρόπως πιστεύσαντες και βαπτισθέντες, έχαιρον δοξάζοντες τον Χριστόν· η δε Αγία εξελθούσα εκείνης της πόλεως απήλθε πάλιν εις ετέρας πόλεις και χώρας, κηρύττουσα τον Χριστόν. Εισελθούσα δε εις άλλην πόλιν, εις την οποίαν εβασίλευεν άλλος βασιλεύς, Ταράσιος λεγόμενος, εκήρυττε και εκεί τον λόγον της αληθείας. Μαθών δε ο βασιλεύς τα περί αυτής, παρέστησεν αυτήν εις το κριτήριον αυτού και λέγει· «Ποίος πονηρός δαίμων σε έφερεν εδώ, γύναι, να υβρίζης μεν τους μεγάλους και αιωνίους θεούς, να κηρύττης δε άγνωστον τινα Θεόν, χθεσινόν και προχθεσινόν, γεννηθέντα προ χρόνων εκατόν πεντήκοντα, εις τας ημέρας του βασιλέως Αυγούστου, τον οποίον εσταύρωσαν οι Ιουδαίοι ως κακούργον και πλάνον και αντίθεον»; Η Αγία απεκρίθη· «Δεν με έστειλε πονηρός δαίμων εδώ, ω βασιλεύ, να κηρύττω την αλήθειαν, αλλ’ ο Χριστός, ο αληθινός Θεός, εκείνος με άστειλε να τον κηρύττω, άναρχον μεν κατά την θεότητα, χρονικόν δε κατά την σάρκα, τον αυτόν απαθή και παθητόν, αόρατον και ορατόν, άκτιστον και κτιστόν. Το μεν δια την φύσιν της θεότητος, το δε δια την ανθρωπότητα. Τούτον εγώ κηρύττω ως Θεόν προαιώνιον, τούτον μόνον ομολογώ ότι είναι Θεός αληθής και άνθρωπος τέλειος, τα δε είδωλα, τα κωφά και αναίσθητα, τα οποία προσκυνείτε σεις οι άφρονες Έλληνες, εγώ μυκτηρίζω και καταπατώ, διότι τίποτε άλλο δεν είναι ειμή μόνον ξύλα άψυχα και λίθοι αναίσθητοι». Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς μεγάλως εθυμώθη, και παρευθύς διέταξε τους στρατιώτας να βάλωσιν εις ένα λέβητα μέγαν, έλαιον, πίσσαν και μόλυβδον και να τα βράσουν περισσώς, έπειτα δε να ρίψουν μέσα την Αγίαν. Τι όμως εθαυματούργησεν ο Θεός, δια τον οποίον έπασχε ταύτα η Αγία; Καθώς έστειλε τότε τον Άγγελον αυτού και εδρόσιζε την βαβυλωνίαν κάμινον, ούτως απέστειλε και την ώραν εκείνην Άγγελον φωτοειδή, ο οποίος κατελθών την μεν φλόγα κατέσβεσε, τα δε εκκαιόμενα εκείνα τρία είδη εποίησε ψυχρότερα ύδατος. Τούτο το θαύμα πολλούς των Ελλήνων επέστρεψεν εις θεογνωσίαν. Αλλ’ ο ασυνείδητος βασιλεύς Ταράσιος, έχων πεπωρωμένην την καρδίαν, είπε πάλιν εις τους στρατιώτας· «συλλάβετε την μιαράν ταύτην και υβρίστριαν των θεών, και τανύσατέ την κατά γης εις τέσσαρα, έπειτα λάβετε νεύρα ωμά βοών και μαστιγώσατέ την ανοικτιρμόνως, έως ου να θυσιάση εις τους μεγάλους θεούς ή να αποθάνη από τας βασάνους». Δεν επρόφθασεν ο βασιλεύς να τελειώση τον λόγον, και παρευθύς εγένετο το πρόσταγμα. Τι δε έκαμεν η Αγία; Εκεί έδειξε την καρτερίαν της, διότι ήθελεν είπει τις ότι άλλος επαιδεύετο, τοιουτοτρόπως εφαίνετο η Αγία όλη χαίρουσα, όλη ευφραινομένη· δύο και τρεις φοράς ηλλάχθησαν οι στρατιώται, και όμως η Αγία ήτο η αυτή, ήθελεν ειπεί τις ότι ευρίσκετο εις ωραίον κήπον, τοσούτον έλαμπε το πρόσωπον αυτής. Ως δε είδε την τοσαύτην επιμονήν της Αγίας ο μιαρός βασιλεύς, εντραπείς από τους περιεστώτας, ότι δεν ηδυνήθη να νικήση μίαν γυναίκα ωσάν εκείνην, διέταξε να την βάλωσιν εις την φυλακήν, εκεί δε να την καρφώσουν τανυστά εις την γην εκ τεσσάρων σημείων. Έπειτα να βάλωσι και μίαν πλάκα μεγάλην εις τα στήθη της και ούτω να κείται τιμωρουμένη έως ου να συλλογισθή με ποίον θάνατον να την τελειώση. Κατά δε την νύκτα εκείνην φαίνεται προς την Αγίαν ο Χριστός μετά πλήθους Αγγέλων και Αρχαγγέλων δορυφορούμενος και λέγει προς αυτήν· «Χαίροις, Παρασκευή καλλιπάρθενε· μη δειλιάσης τας βασάνους, διότι η χάρις μου θέλει είναι μετά σου, να σε λυτρώνη από πάντα πειρασμόν· ακόμη ολίγον υπόμεινον και θέλεις έλθει να συμβασιλεύσης μετ’ εμού αιωνίως». Ταύτα ειπών ο Χριστός και ιασάμενος τας πληγάς αυτής, άμα δε λύσας αυτήν εκ των δεσμών, ανελήφθη εις τους ουρανούς. Κατά δε την επομένην αποστείλας ο βασιλεύς στρατιώτας έφερε την Αγίαν έμπροσθέν αυτού. Ως δε είδεν αυτήν όλην υγιά, μηδέν σημείον έχουσαν των χθεσινών πληγών, εθαύμασε και λέγει εις αυτήν· «Βλέπεις, ω γύναι, πως σε αγαπώσιν οι φιλάνθρωποι και μεγάλοι θεοί; Διότι, δια να λυπηθώσι την ωραιότητά σου, ιάτρευσαν τας πληγάς σου, δια να μη έχης τινά ασχημίαν επάνω σου· μη φανής και συ αχάριστος προς αυτούς, αλλ’ ελθέ μετ’ εμού εις τον ναόν αυτών, ίνα προσκυνήσης αυτούς και λάβης μεγάλας δωρεάς παρά της βασιλείας μου». Απεκρίθη η Αγία· «Δεν μου έδωσαν οι θεοί σου, βασιλεύ, την υγείαν, αλλ’ ο Χριστός μου, ο αληθής Θεός, εις τον οποίον και πιστεύω και λατρεύω· πλην επειδή λέγεις να μεταβώμεν εις τον ναόν των θεών σου, ας υπάγωμεν να ίδωμεν ποίους λέγεις να προσκυνήσω». Ακούσας ταύτα ο βασιλεύς εχάρη, νομίζων ότι μετενόησεν η Αγία, παρευθύς δε διέταξε τους άρχοντάς του και όλον τον λαόν να εισέλθουν εις τον ναόν· οι δε πεπλανημένοι Έλληνες από την χαράν των επολυχρονούσαν τον βασιλέα. Όταν δε εισήλθον όλοι εις τον ναόν και επερίμενον να ίδουν τι θέλει κάμει η Αγία, αύτη εσήκωσε την δεξιάν χείρα της προς το είδωλον του Απόλλωνος και λέγει· «Θέλεις συ, είδωλον άψυχον, να πάρης ως θεός από εμέ θυσίαν»; Και με τον λόγον έκαμε και τον σταυρόν της· το δε δαιμόνιον, το οποίον κατώκει εις το είδωλον, μετά μεγάλης φωνής είπε· «Δεν είμαι εγώ θεός, μηδέ άλλος τις από ημάς, αλλά μόνον αυτός τον οποίον κηρύττεις συ είναι Θεός αληθινός, ημείς δε είμεθα πρότερον Άγγελοι, δια δε την υπερηφάνειάν μας εγίναμεν διάβολοι, και από τότε απατώμεν τους ανθρώπους από τον φθόνον μας και μας προσκυνούν ως θεούς». Η δε Αγία απεκρίθη· «Διατί τότε στέκεσθε αυτού τώρα, όπου είμαι και εγώ η δούλη του αληθινού Θεού»; Πάραυτα δε με την φωνήν της Αγίας βοή και σύγχυσις και θρήνοι ηκούσθησαν από τα είδωλα του βωμού και καταπεσόντα συνετρίβησαν. Τότε οι ιερείς του ναού και άλλοι από το πλήθος του λαού ήρπασαν την Αγίαν από τον βωμόν, και δέροντες και σύροντες έφεραν αυτήν έξω του ναού, και έκραζον προς τον βασιλέα: «Φόνευσον την μιαράν ταύτην και υβρίστριαν των θεών· φόνευσον αυτήν πριν να κρημνίση και τον ναόν και σε, βασιλεύ». Ταύτα ως ήκουσεν ο βασιλεύς, και βλέπων ότι δεν δύναται παντελώς ούτε με κολακείας ούτε με απειλάς ούτε με άλλον τινά τρόπον να την επιστρέψη εις την γνώμην του, απεφάσισε κατ’ αυτής τοιαύτην απόφασιν· «Παρασκευήν την υβρίστριαν των θεών, ήτις κατεφρόνησε μεν την ημετέραν ευτυχίαν, κηρύττει δε τον πλάνον Χριστόν ως Θεόν αληθινόν, προστάσσω να οδηγήσετε έξω της πόλεως και να κόψετε την μιαράν της κεφαλήν». Και ο μεν βασιλεύς ταύτα διέταξεν· οι δε στρατιώται, παραλαβόντες την Αγίαν, εξήγαγον έξω της πόλεως ίνα την αποκεφαλίσουν. Ότε δε έφθασαν εις τον τόπον της καταδίκης, εζήτησεν η Αγία να την αφήσουν ολίγην ώραν να κάμη την προσευχήν της και την άφησαν. Τότε κλίνασα το γόνατα και τας μεν χείρας υψώσασα εις τον ουρανόν, τον δε νουν προς τον Θεόν, προσευχομένη έλεγε· «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του αθανάτου Πατρός, ο οποίος δια την ιδικήν μας σωτηρίαν κατέβης από τους ουρανούς και ήλθες επί της γης, ευχαριστώ σοι, ότι με ηξίωσας να υπομείνω βάσανα και τιμωρίας δια το Άγιόν σου όνομα· δοξολογώ σε ότι κατηξιώθην να μιμηθώ το πάθος σου· υμνολογώ σε ότι με εδυνάμωσες να μαρτυρήσω δια την αγάπην σου· αξίωσόν με και της Βασιλείας σου· και ως εγώ υπέμεινα τας τιμωρίας δια την αγάπην σου, ούτω και συ, Θεέ μου, δόξασόν με εις την Βασιλείαν σου και παράλαβε την ψυχήν μου την ταπεινήν και ανάπαυσον αυτήν μετά των φρονίμων παρθένων σου, ότι δια να θαρρώ εις την μεγάλην σου δόξαν υπέμεινα τας τιμωρίας και τα βάσανα, και δια να ελπίζω εις την πλουσίαν σου ανταμοιβήν, θέλω να λάβω τον θάνατον· δια τούτο κατάταξόν με εν τω χορώ των Αγίων σου Μαρτύρων· και μνήσθητι, φιλάνθρωπε Κύριε, και των επικαλουμένων το όνομά σου το Άγιον δι’ εμού της δούλης σου εν καιρώ θλίψεως· μνήσθητι των επιτελούντων την μνήμην της εμής τελειώσεως· αντάμειψον αυτούς δια των πλουσίων σου χαρισμάτων· επάκουσον της προσευχής αυτών εν ημέρα δεήσεως, τελείωσον τα προς σωτηρίαν αυτών αιτήματα, ίνα δια τούτων δοξασθή το όνομά σου το Άγιον, ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας». Ταύτα της Αγίας προσευχομένης φωνή ηκούσθη αοράτως, ώσπερ βροντή, λέγουσα· «Επήκουσα της δεήσεώς σου, Παρασκευή, και θέλει γίνει καθώς εζήτησας». Τότε η Αγία μετά χαράς μεγάλης κλίνασα τον αυχένα απετμήθη την κεφαλήν παρά τινος στρατιώτου κατά την προσταγήν του βασιλέως. Και η μεν τιμία και ολόφωτος αυτής ψυχή απήλθε προς τας αιωνίους μονάς, εις την ατελεύτητον χαράν, εις τους χορούς των Αθλοφόρων γυναικών και εις την Βασιλείαν των Ουρανών· το δε σεβάσμιον αυτής λείψανον λαβόντες τινές χριστιανοί, κεκρυμμένοι δια τον φόβον των Ελλήνων, αλείψαντες δια μύρων και αρωμάτων, κατέθεσαν εις επίσημον τόπον δοξάζοντες και ευλογούντες τον Θεόν. Ο δε Θεός θέλων να θαυμαστώση την Αγίαν εποίει άπειρα θαύματα εις τον τάφον αυτής· διότι πολλοί ασθενείς προσερχόμενοι, και χώμα μόνον λαμβάνοντες εκ του τάφου αυτής, ιατρεύοντο· χωλοί ηνωρθώθησαν, πολλοί τυφλοί ανέβλεψαν· πολλοί δαιμονισμένοι ιατρεύθησαν· πολλαί στείραι γυναίκες ετεκνογόνησαν· και άλλα θαυμαστά και παράδοξα σημεία εγίνοντο εις τους μετά πίστεως επικαλουμένους την πρεσβείαν αυτής, τα οποία εάν θελήση τις να διηγηθή καταλεπτώς, θέλει ομοιάσει εκείνον, όστις βούλεται να μετρήση τα άστρα του ουρανού ή την άμμον της θαλάσσης. Όχι δε μόνον εις τους παλαιούς καιρούς εθαυματούργει η Αγία, αλλά και την σήμερον, ει τις την επικαλεσθή μετά πίστεως, την ευρίσκει έτοιμον βοηθόν εις κάθε του ψυχωφελές ζήτημα. Αυτό είναι το μαρτύριον της Αγίας Παρασκευής, ευλογημένοι χριστιανοί. Ούτως ηγωνίσθη μέχρι θανάτου υπέρ της αγάπης του Χριστού. Και ο Χριστός τοιουτοτρόπως ετίμησεν αυτήν και εις την Βασιλείαν του την ουράνιον, και εις τούτον τον αισθητόν κόσμον, ώστε δεν είναι τόπος, εις τον οποίον να πιστεύουν εις τον Χριστόν και να μη την επαινούν ή να μη έχουν ακουστόν το όνομα αυτής· ης ταις αγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς· Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΖ΄ (27η) Ιουλίου, μνήμη του Αγίου ενδόξου Μεγαλομάρτυρος και ιαματικού ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ.

Δημοσίευση από silver »

Παντελεήμων ο ένδοξος Μεγαλομάρτυς ήκμασε κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού εν έτει τδ΄ (304), καταγόμενος από την πόλιν της Νικομηδείας, υιός πατρός μεν ειδωλολάτρου, Ευστοργίου ονομαζομένου, μητρός δε εκ προγόνων ούσης χριστιανής, καλουμένης Ευβούλης. Όσην δε θέλησιν είχεν αυτός να θεραπεύη τα είδωλα, τόσην αγάπην και προθυμίαν είχεν εκείνη προς την ορθόδοξον πίστιν, και έτρεφε το τέκνον των (το οποίον ονομάζετο Παντολέων) όχι μόνον με τροφήν σωματικήν, αλλά περισσότερον με πνευματικήν, διδάσκουσα αυτό την πίστιν του Χριστού. Πλην εις ολίγα έτη ετελεύτησεν η μακαρία Ευβούλη. Ο δε Παντολέων εμάνθανε γράμματα πρώτον τα κοινά, έπειτα και την Ελληνικήν παίδευσιν. Ύστερον δε πάλιν, αφού έμαθεν όσα ήσαν αρκετά, τον έδωσεν ο πατήρ του εις ιατρόν θαυμαστόν του καιρού εκείνου, καλούμενον Ευφρόσυνον, να τον εκπαιδεύση εις την ιατρικήν επιστήμην· ο δε νέος, από την πολλήν του ευφυϊαν, εις ολίγον καιρόν υπερέβη όλους τους συμμαθητάς του. Ήτο δε ο Άγιος ωραίος κατά πολλά την όψιν, την ομιλίαν γλυκύς, το σχήμα ταπεινός και μέτριος, και απλώς ειπείν ήτο όλος γεμάτος αρετήν και ευταξίαν τοσαύτην, ώστε όστις ήθελε συναναστραφή και συνομιλήσει μετ’ αυτού πολλήν χαράν και ευφροσύνην ελάμβανεν. Από τας αρετάς του δε αυτάς έγινεν ακουστός εις όλην την Νικομήδειαν. Αλλά και αυτός ο βασιλεύς Μαξιμιανός, όταν τον είδεν ημέραν τινά, κατά την οποίαν μετέβη με τον Ευφρόσυνον εις το παλάτιον, ηρώτησε δι’ αυτόν· και ακούσας την αρετήν αυτού και ιδών την φρόνησιν και κατάστασίν του εχάρη πολλά, και παρήγγειλεν εις τον Ευφρόσυνον να τον σπουδάση όσον δύναται, να τον κάμη τέλειον ιατρόν, δια να τον έχη εις τα βασίλεια. Τον καιρόν εκείνον ευρίσκετο και ο Άγιος Ερμόλαος, ο Ιερεύς της εν Νικομηδεία Εκκλησίας, περί του οποίου προείπομεν εις την εικοστήν έκτην του παρόντος. Πλην ήτο κεκρυμμένος εις ένα οίκον με άλλους χριστιανούς δια τον φόβον του βασιλέως, βλέπων δε τον νέον καθώς διέβαινεν από την οικίαν εκείνην καθ’ εκάστην να πηγαίνη εις τον διδάσκαλον, εννόησεν από την σεμνότητα του ήθους, ότι και η κατάστασις της ψυχής του θα ήτο γεμάτη αγαθότητα, ως εκείνη η αγαθή και καρποφόρος γη, την οποίαν λέγει το Ευαγγέλιον, θέλει δε χρηματίσει και αυτός σκεύος εκλογής θεία χάριτι, ως ο μέγας Απόστολος. Ταύτα διανοούμενος ο Ερμόλαος ήθελε να δοκιμάση εάν δύναται να σαγηνεύση τον Παντολέοντα· ανοίξας λοιπόν την θύραν του οίκου, τον εκάλεσε να εισέλθη ίνα του ομιλήση. Αφού εισήλθε, τον ηρώτησε δια το γένος και το σέβας αυτού. Ο δε νέος είπεν εις αυτόν πάσαν την αλήθειαν, ότι η μήτηρ του ήτο χριστιανή, ο δε πατήρ του ειδωλολάτρης. Λέγει ο Ερμόλαος· «Αλλά συ, τέκνον, ποίαν θρησκείαν αγαπάς καλλίτερα»; Ο δε είπεν· «Όταν έζη η μήτηρ μου, με ενουθέτει καθ’ εκάστην να γίνω χριστιανός, το οποίον επόθουν και εγώ. Αφ’ ότου όμως ετελεύτησεν η μήτηρ μου και έμεινα μόνος με τον πατέρα μου, αυτός με αναγκάζει να μένω εις την θρησκείαν του, και μελετά να με τιμήση εις τα βασίλεια». Και ο Ερμόλαος· «Τίνα επιστήμην μανθάνεις, τέκνον μου»; Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Την ιατρικήν, τίμιε γέρον, την οποίαν διδάσκει ο Ασκληπιός, ο Ιπποκράτης, ο Γαληνός, και άλλοι σοφοί. Αύτη η τέχνη ήρεσεν εις τον πατέρα μου από όλας· αλλά και ο διδάσκαλός μου με πληροφορεί, ότι εάν γίνω τέλειος ιατρός, δεν θέλει ευρεθή κανέν πάθος ή ασθένεια, την οποίαν να μη δυνηθώ να θεραπεύσω». Τότε ο Ερμόλαος, ευρίσκων καιρόν κατάλληλον, είπεν εις αυτόν· «Πίστευσόν μοι, ω νεανία, ότι η τέχνη του Ασκληπιού, του Γαληνού, και των λοιπών σοφών ιατρών, τους οποίους λέγεις, μικράν βοήθειαν δύναται να δώση εις εκείνους που την σπουδάζουν. Αλλά και αυτοί οι θεοί, τους οποίους ο Μαξιμιανός προσκυνεί, δεν είναι άλλο τι ή μύθοι ψευδείς, και τους πιστεύουν οι άφρονες. Ο δε αληθής Θεός είναι Εις, ο Ιησούς Χριστός, εις τον οποίον, εάν πιστεύσης εξ όλης καρδίας σου, θέλεις ιατρεύει πάσαν νόσον χωρίς κανέν ιατρικόν βότανον, μόνον με την χάριν εκείνου, όστις εκαθάρισε λεπρούς, δαιμονιώντας εθεράπευσεν, αιμορροίας και έτερα δυσίατα πάθη ιάτρευσε, και απλώς ευκολώτερον ήθελε μετρήσει τις την άπειρον άμμον της θαλάσσης και τους αστέρας του ουρανού, παρά του Χριστού τα θαυμάσια. Αλλά και τώρα καθ’ εκάστην ευρίσκεται πλησίον των δούλων του και τους βοηθεί, και κάμνουν σημεία και τέρατα μεγαλύτερα, από όσα Εκείνος ετέλεσε. Μετά δε ταύτα τους κάμνει και κληρονόμους της Βασλείας του». Ταύτα ακούσας ο Παντολέων πολλά ηυφράνθη η καρδία του, και έκρινεν ότι ήσαν όλα αληθινά και δίκαια· και απεκρίθη ούτως· «Όσα μου είπες, Άγιε Γέρων, τα ήκουσα και από την μητέρα μου πολλάκις και την έβλεπον ότι προσηύχετο προς αυτόν τον Θεόν, τον οποίον κηρύττεις, και τον επεκαλείτο εις βοήθειαν». Ευχαριστήσας όθεν ο Παντολέων δια την συμβουλήν, την οποίαν του έδωκεν ο Ερμόλαος, απήλθεν εις την οδόν του· και πάλιν ήρχετο πολλάκις να ακούση την διδαχήν αυτού, ίνα καρπωθή καλύτερον, και ολίγον κατ’ ολίγον εστηρίζετο εις την πίστιν του Χριστού. Εν μια δε των ημερών, ερχόμενος από τον διδάσκαλόν του, εύρεν εν τη οδώ παιδίον, το οποίον εδάγκασεν έχιδνα και έκειτο νεκρόν, το δε θηρίον ίστατο πλησίον του. Ταύτα ιδών ο Παντολέων, ενεθυμήθη του Ερμολάου τους λόγους και έλεγε κατά διάνοιαν ότι· «Εάν πληρώση ο Χριστός τούτο μου το ζήτημα, να αναστηθή το παιδίον και να θανατωθή το θηρίον, άλλην απόδειξιν και πίστωσιν δεν ζητώ εις όσα ο τίμιος γέρων με εδίδαξεν, αλλά γίνομαι χριστιανός πάραυτα». Ποιήσας τότε προσευχήν, αυτήν την ώραν το μεν παιδίον ανέστη ως από ύπνου, ο δε όφις διερράγη και απώλετο. Τότε πληροφορηθείς ο Παντολέων, εξ όλης ψυχής και καρδίας του επίστευσεν εις τον Χριστόν και άρας προς τον ουρανόν τα της ψυχής και του σώματος όμματα μετ’ ευφροσύνης πολλής ηυχαρίστει δοξάζων τον Κύριον, όστις τον ελύτρωσεν από την πλάνην και το σκότος των ειδώλων, και τον ωδήγησεν εις την επίγνωσιν της αληθείας. Έπειτα τρέχει παρευθύς με πολλήν χαράν εις τον Ερμόλαον, και διηγούμενος την υπόθεσιν εζήτησε να τον τελειώση δια του βαπτίσματος. Ο δε γινώσκων εις ποίον αγγείον εκλεκτόν μέλλει να βάλη το μύρον του Αγίου Πνεύματος, μετά χαράς επήκουσε και βαπτίσας αυτόν τον εκοινώνησε του Δεσποτικού σώματος και τον εδίδαξε πάντα τα μυστήρια της αληθούς ημών πίστεως. Έμεινεν ούτως ημέρας επτά εις τον Άγιον Γέροντα, ευφραινόμενος και σιτιζόμενος εκείνα τα μελίρρυτα λόγια, κατά δε την ογδόην ημέραν απήλθεν εις τον πατέρα του. Τότε εκείνος ηρώτησε τον Άγιον που ήτο τόσας ημέρας. Ο δε Άγιος απεκρίνατο· «Εις άρχων του παλατίου φίλος του βασιλέως ήτο ασθενής, και δι’ αυτό δεν μας άφηνε με τον διδάσκαλόν μου να αναχωρήσωμεν, έως ότου τελείως ιατρεύθη». Κατά δε την επομένην επορεύθη εις τον Ευφρόσυνον, προς τον οποίον πάλιν επροφασίσθη λέγων· «Ο πατήρ μου ηγόρασε χωράφιον μέγα και αξιόλογον και το παρέδωκεν εις τας χείρας εμού να έχω την φροντίδα του, και δι’ αυτό ήτο ανάγκη να το παραδώσω εις τους ανθρώπους, να το δουλεύωσι». Τούτο είπεν ο Άγιος δια την χάριν, όπου έλαβεν εις την ψυχήν δια του αγίου Βαπτίσματος, ούτω δε έκρυψε κατά το παρόν την υπόθεσιν. Πλην όμως είχε μεγάλην φροντίδα με ποίον τρόπον να επιστρέψη και τον πατέρα του, λέγει όθεν εις αυτόν· «Διατί, πάτερ, όσα είδωλα έγιναν εξ αρχής όρθια, ποτέ δεν εκάθισαν, και πάλιν όσα έγιναν καθήμενα, ποτέ δεν εσηκώθησαν»; Ο δε Ευστόργιος, μη έχων τι να αποκριθή, ήρχισεν ολίγον κατ’ ολίγον και εψυχραίνετο η πολλή του ευλάβεια, την οποίαν είχεν εις αυτά, και δεν εθυσίαζεν ως το πρότερον. Ο δε Άγιος βλέπων ταύτα ηυχαρίστει τον Θεόν, δεόμενος αυτού ακαταπαύστως να φωτίση τον πατέρα του να λυτρωθή τελείως από την πλάνην της αγνωσίας το συντομώτερον. Εσκέπτετο δε να συντρίψη τα είδωλα, τα οποία είχον εις τον οίκον των. Αλλά δια να μη λυπήση τον πατέρα του δεν το έκαμεν. Μόνον έλεγε· «Κάλλιον να τον πείσω με λόγους να πιστεύση εις τον Χριστόν, και τότε θέλει τα συντρίψει και μόνος του». Τούτο δε και έγινε τελικώς με την βοήθειαν του Θεού, ο οποίος επακούσας της δεήσεως αυτού ωκονόμησε με τρόπον επιτήδειον και έφερεν αυτόν εις την ευσέβειαν δια τινος θαυματουργίας, την οποίαν ακούσατε. Έφερον ποτε τυφλόν τινα εις τον οίκον του Ευστοργίου και κρούσαντες την θύραν οι συγγενείς του τυφλού, ηρώτησαν εάν ήτο εκεί ο Παντολέων ο ιατρός. Ο δε Άγιος, ως το ήκουσεν, εκάλεσε τον πατέρα του και εξελθόντες αμφότεροι ηρώτησαν τον τυφλόν τι ζητεί. Ο δε απεκρίνατο· «Το φως μου ποθώ, άριστε ιατρέ, από το οποίον δεν είναι άλλο πράγμα δια τους ανθρώπους γλυκύτερον, και σε παρακαλώ να λυπηθής την συμφοράν και ταλαιπωρίαν μου, να με ελεήσης τον άθλιον, ότι πολλοί ιατροί υπεσχέθησαν να με θεραπεύσουν, αλλά δεν ηδυνήθησαν, μόνον εδαπάνησα την περιουσίαν μου εις τα φάρμακα και δεν είδον κανέν όφελος. Μάλιστα και το ολίγον φως, όπου είχον, το έχασα, και έμεινα όχι μόνον τυφλός, αλλά και πένης ο άθλιος». Ο δε Άγιος του λέγει· «Επειδή εις τους ιατρούς εδαπάνησας όλον τον βίον σου και όφελος δεν σου έκαμαν, εάν σε θεραπεύσω εγώ, τι θα μοι δώσης»; Ο δε απεκρίνατο· «Ό,τι έμεινεν από την περιουσίαν μου, μετά χαράς και πάσης προθυμίας σου το χαρίζω». Ο δε Άγιος του λέγει· «Τους μεν οφθαλμούς σου θέλει θεραπεύσει ο αληθής Θεός δι’ εμού, τον δε μισθόν της ιατρείας, τον οποίον μοι υπεσχέθης, ύπαγε διαμοίρασέ τον εις τους πένητας». Ταύτα μεν έλεγεν ο Παντολέων, ελπίζων βεβαίως εις την χάριν και δύναμιν του Χριστού· ο δε πατήρ αυτού, νομίζων ότι με τέχνην ανθρωπίνην και βοτάνων ενέργειαν βούλεται να τον θεραπεύση, τον ημπόδιζε λέγων· «Μη επιχειρήσης, ηγαπημένε μου υιέ, τοιούτον έργον υπέρ την δύναμίν σου, μήπως και εντραπής εις το ύστερον· διότι τι άλλο περισσότερον δύνασαι να τελέσης συ από τους άλλους ιατρούς, οίτινες δεν ηδυνήθησαν να τον ιατρεύσουν»; Ο δε Άγιος είπεν εις αυτόν· «Ουδείς άλλος δύναται να τον θεραπεύση, πάτερ μου, ως εγώ. Ότι από τον διδάσκαλόν μου έως αυτούς είναι εν μέσω πολλή διαφορά». Ο δε Ευστόργιος, νομίζων ότι λέγει δια τον Ευφρόσυνον, είπε πάλιν· «Εγώ, τέκνον μου, ήκουσα, ότι και αυτός ο διδάσκαλός σου εδοκίμασεν, αλλά δεν κατώρθωσε τίποτε». Λέγει ο Άγιος· «Πρόσεχε, πάτερ, να πιστωθής οφθαλμοφανώς την αλήθειαν». Ούτως είπε, και απλώσας την δεξιάν αυτού, εποίησε το σημείον του Σταυρού εις τους οφθαλμούς του τυφλού, επικαλούμενος το γλυκύτατον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και σωτήριον όνομα· και ω του θαύματος! Πάραυτα ηνεώχθησαν οι οφθαλμοί του τυφλού, όχι μόνον του σώματος, αλλά και της ψυχής, διότι ήτο ειδωλολάτρης πρότερον. Αλλ’ ως είδε το μέγα σημείον, όπου έγινεν εις αυτόν δια του ονόματος του Χριστού, την ώραν ταύτην επίστευσεν όχι μόνον αυτός, αλλά και ο πατήρ του Αγίου, και μεγαλοφώνως εκήρυξαν τον Χριστόν Θεόν αληθέστατον και παντοδύναμον. Εχάρη λοιπόν ο Άγιος, δοξάζων τον Κύριον, και οδηγήσας αυτούς προς τον Άγιον Ερμόλαον τους εβάπτισεν. Ο δε Ευστόργιος, επιστρέψας εις την οικίαν του, συνέτριψεν όλα τα είδωλα και εις ολίγον καιρόν μετά την αγίαν αυτού επιστροφήν απήλθε προς Κύριον με καλήν μετάνοιαν. Ο δε Παντολέων εμοίρασεν όλον του τον βίον εις πένητας και φυλακισμένους, τους δούλους του ηλευθέρωσεν, ασθενείς και αδυνάτους επεμελείτο, και όχι μόνον τους ιάτρευεν από πάσαν ασθένειαν, αλλά και χρήματα ικανά τους εχάρισεν ίνα ζήσουν. Από τοιαύτας ευεργεσίας, τας οποίας εποίει καθ’ εκάστην ώραν, ηκούσθη το όνομά του εις όλους, και όσοι είχον ασθενείς άλλον ιατρόν δεν εζήτουν ειμή τον Παντολέοντα. Όσους δε ήθελε θεραπεύσει, δεν εζήτει άλλην τινά πληρωμήν εξ αυτών, μόνον να ομολογούν τον Χριστόν αληθή θεραπευτήν των ψυχικών και σωματικών αλγηδόνων, ούτω δε πιστεύοντες εις Αυτόν εθεραπεύοντο διττώς άπαντες, λαμβάνοντες την σωτηρίαν της ψυχής και την υγείαν του σώματος. Οι δε ιατροί πάντες της πόλεως εφθόνησαν βλέποντες τοιαύτα θαυμάσια. Ημέραν τινά καθήμενοι εις την αγοράν, επέρασεν απ’ εκεί ο πρώην τυφλός, τον οποίον ο Άγιος εθεράπευσε, ως δε τον είδον εταράχθησαν λέγοντες· «Δεν είναι αυτός τον οποίον εδοκιμάσαμεν ημείς με πολλούς τρόπους και δεν ηδυνήθημεν να τον ιατρεύσωμεν»; Και ερωτήσαντες αυτόν, είπεν, ότι ο Παντολέων τον εθεράπευσεν. Οι δε απεκρίθησαν· «Όντως καθώς είναι ο διδάσκαλος μέγας, ούτως ανέδειξε και μαθητήν θαυμάσιον». Είπον δε τούτο, ως προφητεύοντες άκοντες τον Χριστόν. Πλην από τότε τον εφθόνησαν περισσότερον, και εζήτουν αιτίαν να τον διαβάλουν εις τον βασιλέα. Εύρον λοιπόν Χριστιανόν τινα από τους ομολογητάς, τους οποίους ετιμώρει ο ασεβής Μαξιμιανός δια την πίστιν, ο δε Παντολέων τον επεμελείτο και τον εθεράπευσεν. Έδραμον όθεν ευθύς και είπον εις αυτόν· «Μεγαλειότατε, γίνωσκε ότι ο Παντολέων, τον οποίον αγαπάς τόσον, και εσπούδασε δια να γίνη τέλειος ιατρός, δια να τον έχης βοήθειαν εις καιρόν ανάγκης, τώρα ούτε την μεγάλην δύναμιν και εξουσίαν της βασιλείας σου φοβείται, ούτε δια την φιλίαν και την αγάπην αυτής τον μέλει ποσώς, αλλά περιέρχεται και ζητεί τους εχθρούς των θεών, τους οποίους τιμωρεί και διώκει πρεπόντως η βασιλεία σου, αυτός δε όπου εύρει τινά, τον επιμελείται και τον θεραπεύει. Αλλά δεν αρκεί ότι ηρνήθη την πάτριον θρησκείαν αυτού και πιστεύει εις τον εσταυρωμένον, αλλά και άλλους Έλληνας όσους δυνηθή σπουδάζει να τους κάμη Χριστιανούς. Ημείς λοιπόν οι δούλοι σου, ως πιστοί που είμεθα της βασιλείας σου, σε συμβουλεύομεν να τον εξαγάγης από το μέσον το γρηγορώτερον. Διότι ύστερον θέλεις λυπηθή πολύ δι’ αυτόν, όταν ίδης πολλούς Έλληνας να αρνούνται τους θεούς και να γίνωνται Χριστιανοί με τας ευεργεσίας του, τας δε ιάσεις και θεραπείας του Ασκληπιού να λέγουν, ότι ο Χριστός τας εργάζεται· και αν θέλης να μάθης την αλήθειαν, πρόσταξε να έλθη εδώ ο τυφλός, τον οποίον ιάτρευσεν ο Παντολέων, να ακούσης από τον ίδιον όσα εις σε είπομεν». Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς ελυπήθη, και προστάσσει να φέρουν ευθύς τον πρώην τυφλόν. Όταν δε τον έφεραν, τον επρόσταξε να είπη με τι τρόπον ο Παντολέων τον εθεράπευσεν. Αυτός δε, χωρίς φόβον ή δειλίαν τινά, ωμολόγησε την αλήθειαν λέγων· «Με το όνομα του Ιησού Χριστού με ιάτρευσε και το θαυμασιώτερον, ότι πριν τελειώση τον λόγον, ηνεώχθησαν οι οφθαλμοί μου δια να μη έχη τις να είπη ότι με τέχνην της ιατρικής με εθεράπευσεν». Ο δε βασιλεύς είπεν εις αυτόν· «Λοιπόν συ τι ομολογείς περί τούτου; Ο Χριστός σε ιάτρευσεν ή οι θεοί»; Ο δε απεκρίνατο· «Ας εξετάσωμεν το πράγμα καλώς, και αυτό κηρύττει αφ’ εαυτού την αλήθειαν. Βλέπεις τους καλούς ιατρούς τούτους; Αυτοί προσεπάθησαν πολύ να με ιατρεύσουν. Και αυτοί μεν ευηργετήθησαν, διότι επήραν τον βίον μου όλον εις φάρμακα, αλλ’ εμέ ποσώς δεν ωφέλησαν· μάλιστα βλάβην μου έκαμαν, διότι είχον ολίγον φως, και με έκαμαν και το έχασα και αυτό. Ποίον λοιπόν πρέπει να ονομάζω ιατρόν και βοηθόν μου; Τον Ασκληπιόν, τον οποίον επικαλούνται αυτοί εις βοήθειαν και δεν με ωφέλησε τίποτε, ή τον Χριστόν, του οποίου μόνον το όνομα προέφερεν ο Παντολέων και πάραυτα μου εχάρισε το παμπόθητον φως; Τούτο, ω βασιλεύ, το γνωρίζει και ένας τυφλός και αγράμματος». Μη έχων λοιπόν τι να αποκριθή προς ταύτα ο Μαξιμιανός, είπεν εις αυτόν· «Μη είσαι, άνθρωπε, μωρός, ουδέ να αναφέρης, ότι ο Χριστός σε ιάτρευσεν, διότι φανερόν είναι ότι οι θεοί σε εφώτισαν». Ο δε ποτέ τυφλός και τότε πεφωτισμένος κατά την ψυχήν μάλλον ή κατά το σώμα, ούτε την εξουσίαν του βασιλέως εφοβήθη ούτε τον θυμόν αυτού, ούτε τιμωρίας εσυλλογίσθη, αλλά και με περισσοτέραν παρρησίαν από τον τυφλόν, τον οποίον αναφέρει το Ευαγγέλιον, λέγει προς τον βασιλέα ταύτα· «Συ είσαι μωρός και ανόητος, όστις λέγεις, ότι οι αναίσθητοι και τυφλοί θεοί σου με εφώτισαν, είσαι δε και τετυφλωμένος ως και αυτοί, δια τούτο δεν ημπορείς να ίδης την αλήθειαν, την υπέρ τον ήλιον λάμπουσαν» Ακούσας ταύτα ο τύραννος εβεβαιώθη ότι όσα του είπον οι ιατροί ήσαν αληθή· όθεν ευθύς προστάσσει και απεκεφάλισαν τον όντως μακάριον και φίλον Χριστού ποτέ τυφλόν, νυν δ της αληθείας συνήγορον και αψευδέστατον Μάρτυρα, όστις ηξιώθη να δώση τοιαύτην θυσίαν προς τον θεραπεύσαντα αυτόν Χριστόν, μαρτυρήσας δια την αγάπην του. Ο δε Άγιος ηγόρασε κρυφίως το τίμιον αυτού λείψανον και το έθεσεν εκεί όπου είχε και τον πατέρα του τεθαμμένον. Αφού εθανάτωσε τον ποτέ τυφλόν ο βασιλεύς εκάλεσε τον Άγιον να υπάγη προς αυτόν, απερχόμενος δε εκείνος προσηύχετο καθ’ οδόν λέγων· «Ο Θεός την αίνεσίν μου μη παρασιωπήσης» και τα λοιπά του ψαλμού. Αφού δε έφθασεν εις το παλάτιον, του είπεν ο βασιλεύς· «Ήκουσα λόγους τινάς απρεπείς δια σε, Παντολέων· ήτοι ότι υβρίζεις και καταφρονείς τον Ασκληπιόν και τους άλλους θεούς, τον δε Χριστόν πιστεύεις και λέγεις ότι αυτός είναι μόνος Θεός, και έχεις εις αυτόν τας ελπίδας σου, όστις απέθανε θάνατον άτιμον. Συ γινώσκεις πόσον σε αγαπώ, και παρήγγειλα εις τον διδάσκαλόν σου να σε διδάξη καλώς την επιστήμην, δια να σε έχω εις το παλάτιον. Όμως γινώσκομεν και τούτο, ότι πολλάκις τινές από τον φθόνον των λέγουν ψεύματα. Δια τούτο σε προσεκάλεσα να ποιήσης θυσίαν εις τους θεούς, να μάθωμεν την αλήθειαν». Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Τα έργα, ω βασιλεύ, είναι αξιοπιστότερα από τα λόγια, καθώς όλοι το ηξεύρομεν καλώς. Διότι εάν δια τα μικρά πράγματα ερευνώμεν και εξετάζωμεν, κατά πόσον είναι αληθή και πιστά, πόσον περισσότερον πρέπει να εξετάσωμεν ακριβώς περί Θεού με πολλήν επιμέλειαν, ίνα μη ζημιωθώμεν τα μέγιστα. Ότι η εις τον Θεόν ευσέβεια είναι το υψηλότερον από όλα τα πράγματα. Ο Θεός λοιπόν τον οποίον εγώ προσκυνώ και σέβομαι, εποίησε τον ουρανόν και την γην, την θάλασσαν και όλον τον κόσμον. Αυτός ανέστησε νεκρούς, τυφλούς εφώτισε, λεπρούς εκαθάρισε, παραλύτους ανώρθωσε και πάντα ταύτα τα σημεία ετέλεσε μόνον με λόγον και πρόσταγμα. Οι δε θεοί, τους οποίους σέβονται οι Έλληνες, δεν γνωρίζω εάν έκαμαν ποτέ τοιούτον έργον ή εάν δύνανται να το κάμουν. Ει δε και θέλεις, ω βασιλεύ, ας το δοκιμάσωμεν και τώρα, δια να μάθης την αλήθειαν. Πρόσταξε να φέρουν ασθενή τινα, όστις να έχη πάθος ανίατον, και ας έλθουν οι ιερείς σας να παρακαλέσουν τους θεούς των όσον θέλουν. Έπειτα να δεηθώ και εγώ του Θεού μου, και τον Θεόν εις του οποίου το όνομα ιατρευθή ο ασθενής, αυτόν να ονομάζωμεν μόνον Θεόν αληθέστατον, τους δε λοιπούς να καταφρονήσωμεν». Ο λόγος ούτος ήρεσεν εις τον βασιλέα· όθεν επρόσταξε και έφεραν ένα παράλυτον, σηκωτόν με την κλίνην, όστις δεν ηδύνατο να κινηθή ποσώς ή να στρέψη εδώ ή εκεί, αλλ’ ήτο ακίνητος. Έκαμαν λοιπόν οι ιερείς των ειδώλων ανίερον δέησιν, επικαλούμενοι ώραν πολλήν τους αναισθήτους θεούς των, αυτοί όμως ως κωφοί και άλαλοι δεν εισήκουσαν. Ο δε Άγιος κατεγέλασε την αγνωσίαν των. Έπειτα, όταν είδον ότι δεν έκαμναν τίποτε, είπον προς τον Άγιον να επικαλεσθή και αυτός τον Θεόν του. Τότε εσήκωσεν ο Άγιος τους οφθαλμούς αυτού και όλην του την διάνοιαν προςτους ουρανούς λέγων τους λόγους του ψαλμού· «Κύριε, εισάκουσον της προσευχής μου και η κραυγή μου προς σε ελθέτω. Μη αποτρέψης το πρόσωπόν σου απ’ εμού εν η αν ημέρα επικαλέσωμαί σε, ταχύ εισάκουσόν μου. Δείξον, Δέσποτα, εις τούτους, οίτινες δεν σε γνωρίζουν, ότι συ μόνος είσαι Θεός αληθής και παντοδύναμος». Ούτως είπε και λαβών εις χείρας του τον παράλυτον λέγει προς αυτόν· «Εν ονόματι του Χριστού, του ανορθούντος τους παραλελυμένους, έγειραι και περιπάτει». Τότε παρευθύς έργον ο λόγος εγένετο και εγερθείς ο ασθενής περιεπάτει με πολλήν προθυμίαν και αγαλλίασιν. Τούτο το μέγιστον θαύμα ιδόντες οι Έλληνες εξέστησαν και πολλοί ηρνήθησαν τα είδωλα και επίστευσαν εις τον αληθή Θεόν. Οι δε μιαροί ιερείς και αθεράπευτοι ιατροί έμειναν εις την απιστίαν αυτών. Προσελθόντες δε είπον εις τον βασιλέα· «Σε ορκίζομεν εις τους αθανάτους θεούς, βασιλεύ, μη αφήσης πλέον τον Παντολέοντα να ζήση μίαν ώραν, ότι θέλει αφανίσει παντελώς την θρησκείαν μας, οι δε χριστιανοί θέλουν γίνει ισχυροί εναντίον μας». Ήκουσε πάλιν αυτούς ο βασιλεύς και προσκαλέσας τον Άγιον εδοκίμασε να τον δελεάση με λόγους ειρηνικούς, ίσως τον φέρη εις το θέλημά του. Αφού όμως δεν ηδυνήθη ούτε με κολακείας ούτε με απειλάς να τον πείση, ήρχισε να τον τιμωρή με κολαστήρια όργανα. Και πρώτον μεν τον εκρέμασαν εις ένα ξύλον και τον εξέσχισαν με σιδηρούς όνυχας, έπειτα με λαμπάδας κατέκαυσαν αυτού τας πλευράς και τα λοιπά πληγωμένα μέλη του. Αλλά το μεν σώμα του Μάρτυρος ούτως ετιμωρείτο, ο δε νους αυτού ήτο εστραμμένος όλως προς εκείνον, όστις ηδύνατο να του δώση βοήθειαν· έχων δε προς τον ουρανόν τα όμματα εστραμμένα εδέετο νοερώς προς τον Κύριον, όστις επακούσας αυτού έφθασε κατ’ αυτήν την ώραν εκεί έμπροσθεν, και φαίνεται με το σχήμα του Ερμολάου και λέγει προς αυτόν, ως πατήρ γνήσιος και φιλόστοργος· «Μη φοβείσαι, τέκνον μου, ότι εγώ είμαι μετά σου, και βοηθός σου εις όσα πάθης δι’ εμέ». Ομού δε με τον λόγον έγινε φανερά και η των έργων απόδειξις. Διότι ευθύς αι μεν χείρες των στρατιωτών παρέλυσαν, αι δε λαμπάδες εσβέσθησαν, και αι πληγαί του Αγίου εθεραπεύθησαν. Ο δε παράνομος βασιλεύς κατησχύνθη βλέπων ταύτα, και προστάξας να τον κατεβάσουν από το ξύλον, είπεν εις αυτόν· «Με ποίαν τέχνην και μαντείαν έκαμες τας χείρας των στρατιωτών ανισχύρους και τα λαμπάδας απέσβεσας»; Ο δε Άγιος απεκρίνατο· «Η τέχνη και η μαντεία μου είναι ο Χριστός, τον οποίον σέβομαι, όστις ίστατο πλησίον μου και ενεργεί τα θαυμάσια». Λέγει ο Μαξιμιανός· «Αλλά εάν σε βάλω εις δριμυτέραν και σκληροτέραν βάσανον, τι θα γίνης»; Απήντησεν ο Άγιος· «Τότε θέλω λάβει και εγώ από τον Χριστόν μου περισσοτέραν βοήθειαν». Εκέλευσε λοιπόν ο βασιλεύς και εγέμισαν με μόλυβδον ένα μέγαν λέβητα, ανάψαντες δε πυρ πολύ κάτωθεν, έβαλον εντός τον Μάρτυρα. Ο δε μακάριος Μάρτυς έχων πάλιν την προσευχήν ως παρηγορίαν και μεγάλην βοήθειαν έλεγεν· «Εισάκουσον ο Θεός της φωνής μου. Εν τω δέεσθαί με προς σε από φόβου εχθρών εξελού την ψυχήν μου», και τα λοιπά του ψαλμού. Ταύτα ευχόμενος, εμφανίζεται πάλιν εις τον Άγιον ο Χριστός εις το σχήμα του Ερμολάου, εφάνη δε ότι εισήλθε μέσα εις τον λέβητα, και πάραυτα εσβέσθη το πυρ και εψυχράνθη ο μόλυβδος. Ο δε ψαλμός δεν έλειπεν από το στόμα του Αγίου, αλλ’ έλεγεν· «Εγώ προς τον Θεόν μου εκέκραξα και εισήκουσέ μου». Όσοι δε ευρέθησαν εκεί εξεπλάγησαν και εθαύμασαν δια το παράδοξον όπου έγινεν. Ο βασιλεύς όμως, ως πεπωρωμένος και αναίσθητος, δεν ηννόησε τον ισχυρόν και αληθινόν Θεόν, όστις ετέλει τοιαύτα τέρατα, αλλά ενόμιζε τα γενόμενα αποτελέσματα μαντείας. Εσυλλογίζετο όθεν ο βασιλεύς με ποίαν άλλην βάσανον να νικήση τον αήττητον Μάρτυρα, και συμβουλευθείς υπό των παρεστώτων, κελεύει να δέσουν εις τον τράχηλόν του λίθον μέγαν και να τον ρίψωσιν εις την θάλασσαν. Αλλ’ οι μεν στρατιώται έσπευδον να τελειώσουν το πρόσταγμα, ο δε Θεός πάλιν εφρόντιζε να βοηθήση τον δούλον του, όστις δι’ αυτόν εκινδύνευε. Καθώς λοιπόν έρριψαν τον Άγιον εις την θάλασσαν, φαίνεται πάλιν ο Χριστός, και τον μεν βαρύτατον εκείνον λίθον έκαμεν ελαφρότερον από φύλλον δένδρου και έπλεεν επί της θαλάσσης, τον δε Άγιον ωδήγησε και περιπάτει ώσπερ ποτέ ο πρωτόθρονος Πέτρος επάνω του ύδατος, αξήλθε δε εις τον αιγιαλόν, υγιής τε και αβλαβής. Ο δε βασιλεύς, ιδών αυτόν ανελπίστως εις την ξηράν, εθαύμασε λέγων· «Τι τούτο, ω Παντολέων; Εκυρίευσας με τας μαγείας σου και την θάλασσαν»; Ο δε απεκρίνατο· «Το πρόσταγμα εκείνου, όστις την ορίζει, ετέλεσε. Διότι περισσότερον υπακούουν και υποτάσσονται εις τον Θεόν η θάλασσα, η γη και όλα τα ποιήματα, από ό,τι υποτάσσονται εις σε οι υπηρέται σου». Παρ’ όλα όμως τα θαυμαστά ταύτα γεγονότα, τα οποία είδεν ο ασυνείδητος και ασύνετος βασιλεύς, δεν εμαλάχθη η σκληρά και πεπωρωμένη καρδία του εις τοιαύτα θαυμάσια. Αλλά προστάσσει πάλιν να τον ρίψουν εις τα θηρία ο των θηρίων ανοητότερος. Θέλων έπειτα ο βασιλεύς να δείξη, ότι λυπείται τον Άγιον, και δια να τον κάμη να δειλιάση, είπεν εις αυτόν· «Βλέπεις αυτά τα θηρία; Όλα δια την απώλειάν σου τα έφεραν, και ιδέ, λυπήσου τον εαυτόν σου. Διότι εγώ, μάρτυρες οι θεοί, σε λυπούμαι πολύ δια την νεότητα και ωραιότητά σου, και σε συμβουλεύω, ως πατήρ, να προτιμήσης ως φρόνιμος το συμφέρον σου, να μη αποθάνης προώρως πικρότατον θάνατον, και υστερηθής την γλυκυτάτην και παμπόθητον ζωήν». Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Εάν πρότερον δεν σε ήκουσα, πως ελπίζεις να κάμω τώρα το θέλημά σου, όταν είδον από τον Θεόν μου τοσαύτην βοήθειαν; Μη το βάλης ποτέ εις το νουν σου, εγώ να κάμω θυσίαν ποσώς εις τους δαίμονας. Τι με απειλείς με τα θηρία σου; Εκείνος όστις εξήρανε τας χείρας των στρατιωτών σου και εψύχρανε τον πεπυρακτωμένον μόλυβδον, και την θάλασσαν εξήρανεν, αυτός και τώρα δύναται να κάμη τα φοβερά ταύτα θηρία να γίνουν ημερώτερα προβάτων». Επειδή λοιπόν δεν επείθετο ο του Χριστού Μάρτυς να κάμη το πρόσταγμα του τυράννου, αλλά προέκρινε να παραδοθή μάλλον εις εκείνα τα αισθητά θηρία παρά να προσκυνήση τα νοητά θηρία, τους δαίμονας, έδωκε κατ’ αυτού την απόφασιν ο βασιλεύς, εάν εντός τριών ημερών δεν κάμη τον λόγον του, να τον ρίψουν εις αυτά ίνα τον φάγωσιν. Ηκούσθη λοιπόν εις όλην την πόλιν, και έδραμον άπαντες, να ίδωσι τοιούτον ωραιότατον και ευγενή νεανίαν, όστις έμελλε να γίνη βορά των θηρίων χωρίς να πράξη κανέν έγκλημα. Όταν λοιπόν εσυνάχθησαν εις το θέατρον και εκάθισεν ο βασιλεύς εις τόπον υψηλόν δια να βλέπη, έσυραν οι υπηρέται τον Άγιον δια να τον ρίψουν εις τα θηρία. Αυτός δε σχήμα δειλίας κανέν δεν έδειξεν, αλλ’ επήγε μετά θάρρους, επειδή έβλεπε πάλιν τον Χριστόν εις το σχήμα του Ερμολάου καθώς και πρότερον, και τον ενεθάρρυνε λέγων ότι είναι μαζί του και να μη φοβήται. Όταν λοιπόν έρριψαν τον Άγιον εις το θέατρον, και απέλυσαν όλα τα θηρία, επερίμενον οι ευρεθέντες να ίδωσιν αυτόν διαμελιζόμενον υπ’ αυτών και σπαρασσόμενον. Αλλ’ επειδή εις τοιαύτην κακίαν έκλινεν ο κόσμος, ώστε υπερέβησαν οι άνθρωποι αφ’ ενός μεν τα άλογα ζώα εις αγνωσίαν, διότι δεν επροσκυνούσαν τον Θεόν, όστις τους εδημιούργησεν, αλλά τους ακαθάρτους δαίμονας, αφ’ ετέρου δε τα άγρια θηρία εις την αγριότητα και ωμότητα, διότι ετιμώρουν και κατέσφαττον εκείνους, οίτινες τον εσέβοντο, δια τούτο ο Θεός, όστις μετασκευάζει τα πάντα ως βούλεται, ωκονόμησε να φανή εις τα άλογα και άγρια θηρία όλον το εναντίον, να γίνουν δηλαδή ώσπερ λογικά, να μιμηθούν την ημερότητα των ανθρώπων, και να γίνουν μάρτυρες αψευδείς της κακίας των ανθρώπων και της του Θεού αγαθότητος. Ίσταντο λοιπόν πλησίον εις τον Άγιον όχι ως άλογα και άγρια ζώα, αλλ’ ως λογικά και φρόνιμα, μετά πολλής ευλαβείας και ημερότητος, και σείοντα τας ουράς αυτών έλειχον με τας γλώσσας τους πόδας του, και διηγωνίζοντο ποίον να υπάγη έμπροσθεν αυτού να κολακεύση και να προσκυνήση τον Μάρτυρα. Έπειτα δε επαραμέριζεν αυτό, δια να έλθη το άλλο, και εάν δεν ήθελε βάλει ο Άγιος επάνω του την δεξιάν να το ευλογήση, δεν έφευγεν. Όταν είδε λοιπόν το πλήθος αυτό το θαυμάσιον, εβόησαν όλοι με μίαν φωνήν, «Μέγας και αψευδής Θεός είναι ο Θεός των Χριστιανών, και ας αφεθή ελεύθερος ο δίκαιος». Αλλ’ ο ασύνετος βασιλεύς και των θηρίων ωμότερος εθυμώθη, ότι δεν ετέλεσαν τα θηρία το θέλημά του, και μη υποφέρων τον έλεγχον όπου του έκαμαν τα άλογα ζώα, δείξαντα ότι εγνώρισαν τον αληθή Θεόν, τον οποίον αυτός δεν ηννόησε, προστάσσει και τα εφόνευσαν. Έκειντο δε ταύτα ούτω πολλάς ημέρας και δεν ετόλμησε κανένάλλο θηρίον ή πετεινόν από τα σαρκοφάγα να τα εγγίση. Τούτο δε έκαμεν ο Θεός δια την τιμήν του Αγίου και δια να παρακινήση και άλλους προς την ευσέβειαν. Ο δε αφρονέστατος βασιλεύς, εντραπείς και εις αυτό, έστειλεν ανθρώπους και τα κατέχωσαν εις την γην. Έπειτα προστάσσει να γίνη ένας τροχός, να τον θέσουν εις υψηλόν τόπον, να δέσωσιν εις αυτόν τον Άγιον, και να κυλίσουν τον τροχόν προς τον κατήφορον, ίνα συνθλίψη και συντρίψη εις λεπτά μέρη τον Μάρτυρα. Τούτο εσυμβούλευσαν τον βασιλέα τινές τεχνίται ευρεταί της κακίας και προς το βλάπτειν έτοιμοι. Αλλ’ ο φιλάνθρωπος Κύριος, όστις δεν αφήνει να κακοπαθήσουν οι δούλοι του, επέστη πάλιν επάνω εις την μεγάλην ταύτην ανάγκην, όπου είχον δεδεμένον τον Άγιον εις τον φοβερόν εκείνον τροχόν, ίστατο δε όλη η πόλις επί ποδός να ίδωσι τον άδικον και σκληρότατον του δικαίου θάνατον. Και τον μεν Άγιον έλυσεν από τα δεσμά και ίστατο αβλαβής, δοξάζων και ευλογών τον Θεόν, ο δε τροχός εκύλισεν επάνω των απίστων, και πολλούς εξ αυτών εθανάτωσεν. Οι δε λοιποί εφοβήθησαν. Ταύτα βλέπων ο βασιλεύς εθαύμασε, πλην από την πολλήν κακίαν του δεν ηδύνατο να δεχθή το φως της ευσεβείας, αλλ’ έμεινεν ο αυτός ως και πρότερον, και εκάλεσε πλησίον του τον Άγιον και του λέγει· «Έως πότε θα κάμνης τοιαύτα τερατουργήματα, και άλλους μεν θανατώνεις από τον λαόν μου, άλλους δε κάμνεις να γίνωνται εχροί των θεών και της βασιλείας μου; Ειπέ μας από τίνα έμαθες τον Χριστιανισμόν»; Ο δε Άγιος ωμολόγησε την αλήθειαν και εφανέρωσε τον Άγιον Ερμόλαον, κρίνων, ότι δεν ήτο πρέπον να ευρίσκεται τοιούτος θησαυρός κεκρυμμένος, αλλά να παρουσιασθή, δια να ωφελήση και άλλους. Διέταξε τότε ο βασιλεύς να υπάγη ο Παντολέων να δείξη τον τόπον, όπου εκρύπτετο ο Ερμόλαος. Ο δε μετά χαράς υπήκουσεν, ηξεύρων (καθώς εγνώρισεν εις τον εαυτόν του) τι λόγον και σύνεσιν είχεν ο Ερμόλαος, δια να ελκύση και άλλους προς την ευσέβειαν, και όχι αυτός να πλανηθή από έτερον. Όταν λοιπόν επήγεν ο Άγιος με άλλους τρεις στρατιώτας, όπου τον εφύλαττον, και έκρουσε την θύραν, εξήλθε και του λέγει ο Ερμόλαος· «Πως ήλθες έως εδώ, τέκνον μου»; Ο δε είπεν· «Ο βασιλεύς σε καλεί, να υπάγης προς αυτόν , κύριέ μου». Ο δε πάλιν είπε· «Και εγώ το γινώσκω, ότι ο καιρός έφθασε να αποθάνω δια το όνομα του Χριστού μου, καθώς Αυτός μου το έδειξε την νύκτα ταύτην με φανεράν αποκάλυψιν». Όταν λοιπόν απήλθον εις τον βασιλέα, τον ηρώτησε πως ονομάζεται, και εάν είχε και άλλους Χριστιανούς μετ’ αυτού. Ο δε, ως φίλος της αληθείας, δεν έκρυψε τίποτε, αλλ’ είπε· «Το όνομά μου είναι Ερμόλαος. Έχω δε και άλλους δύο συνεργάτας, Ερμοκράτην και Έρμιππον καλουμένους». Τότε προσέταξεν ο βασιλεύς και έφεραν και αυτούς εις το κριτήριον, και τους είπεν· «Σεις είσθε που παρεσύρατε εις την πλάνην τον Παντολέοντα, και ηρνήθη τους θεούς»; Οι δε απεκρίθησαν· «Ο Χριστός προσκαλεί προς εαυτόν εκείνους οίτινες είναι άξιοι». Ο δε βασιλεύς τους λέγει· «Αφήτε αυτούς τους μωρούς και ανωφελείς λόγους, και ακούσατέ μου· νουθετήσατε αυτόν να θυσιάση προς τους αθανάτους θεούς, εάν θέλετε να σας έχω φίλους μεγάλους, και να σας δώσω απείρους δωρεάς και χαρίσματα». Οι δε απεκρίθησαν· «Μη γένοιτο να συμβουλεύσωμέν τινα εις την της ψυχής του απώλειαν. Ότι πάντες ημείς οι Χριστιανοί έχομεν μίαν γνώμην στερεωτάτην, να αποθάνωμεν μυρίους θανάτους, με διάφορα κολαστήρια κάλλιον, παρά να προσκυνήσωμεν είδωλα κωφά και αναίσθητα». Ούτως ειπόντες οι Άγιοι ανύψωσαν προς τον ουρανόν τα νοητά και αισθητά όμματα προσευχόμενοι εις τον Κύριον να τους λυτρώση από τας παγίδας του δαίμονος. Ο δε Κύριος εφάνη προς αυτούς και τους εστερέωσε, ευθύς δε έγινε σεισμός μέγας εις τον τόπον εκείνον. Ο δε σεσαλευμένος τον νουν και φρενόληπτος Μαξιμιανός είπεν· «Οι θεοί ωργίσθησαν δι’ υμάς και έσεισαν την γην». Ο δε Ερμόλαος του λέγει· «Αλλ’ αν συμβή και πέσουν κάτω αυτοί οι θεοί σου, τι θα είπης»; Πριν τελειώση ο λόγος, έφθασεν άνθρωπος από το παλάτιον λέγων· «Γίνωσκε, Μεγαλειότατε, ότι οι θεοί έπεσαν κάτω και συνετρίβησαν». Οι δε Άγιοι κατεγέλων αυτούς, ότι εκείνοι οι νομιζόμενοι φοβεροί θεοί συνετρίβησαν και έλεγον· «Τις βλέπων τοιαύτα σημεία δεν ήθελε γνωρίσει την αλήθειαν»; Αλλ’ ο ασεβής τύραννος περισσότερον εσκοτίζετο, καθώς όσοι πάσχουν οι οφθαλμοί των, και δεν ημπορούν να ίδωσι τον ήλιον. Επαίδευσε λοιπόν και αυτούς τους τρεις με διάφορα κολαστήρια· τελευταίον δε, όταν είδεν ότι δεν δύναται να τους φέρη εις την γνώμην αυτού, τους απεκεφάλισε· τα δε λείψανά των επήραν κρυφίως οι Χριστιανοί και τα έθαψαν με πολλήν τιμήν και ευλάβειαν. Τότε έφεραν πάλιν τον Παντολέοντα εις τον βασιλέα, όστις του λέγει· «Γίνωσκε ότι ο διδάσκαλός σου Ερμόλαος με την συνοδείαν του εγνώρισαν το συμφέρον των και εθυσίασαν εις τους θεούς. Όθεν και εγώ τους έκαμα την ανταμοιβήν καθώς έπρεπε τιμήσας αυτούς, και καταστήσας πρώτους του παλατίου μου. Εάν δε και συ τους μιμηθής, αφήσης το πείσμα και θυσιάσης εις τα είδωλα, θέλεις γνωρίσει ότι καθώς τιμωρώ σκληρώς τους αλαζόνας και απειθούντας εις εμέ, ούτω πάλιν τιμώ μεγάλως και βραβεύω πλουσίως και θεραπεύω τους υπακούοντας. Ει δε και παρακούσης, δε γλυτώνεις πλέον από τας χείρας μου, αλλά σήμερον θα λάβης πικρόν και επονείδιστον θάνατον». Ο δε Μάρτυς του Χριστού, πεφωτισμένος εκ θείου Πνεύματος, ηννόησε τον δόλον και την πανουργίαν του μιαρού και του λέγει· «Που είναι; Δείξον εις εμέ αυτούς». Ο δε απεκρίνατο· «Δεν είναι εδώ, διότι τους έστειλα δια τινα υπηρεσίαν εις άλλην πόλιν». Ο δε Άγιος είπεν εις αυτόν· «Αν και είσαι φιλοψευδής, αλλά εις τούτο και μη θέλων είπες την αλήθειαν, επειδή αυτοί είναι τώρα εις τους ουρανούς, εις την πόλιν της άνω Ιερουσαλήμ και αγάλλονται». Ιδών ο μιαρός, ότι ούτε με κολακείας και δωρεάς, ούτε με απειλάς και τιμωρίας, ούτε με άλλον τινά τρόπον ηδύνατο να καταπείση εις την βουλήν του τον αδαμάντινον και αήττητον Μάρτυρα, επρόσταξε και τον έδειραν δυνατά, όχι ελπίζων πλέον τινά μεταβολήν της γνώμης αυτού, αλλά μόνον από την κακίαν και τον θυμόν τον οποίον είχε προς αυτόν. Έπειτα εξέδωκε και απόφασιν να τον αποκεφαλίσουν και να ρίψουν το λείψανόν του εις το πυρ να το καύσουν. Οι δε στρατιώται ωδήγησαν τον Άγιον εις τον τόπον της τελειώσεως, ο οποίος γνωρίζων από ποίαν θλίψιν και ταλαιπωρίαν εξέρχεται και εις ποίαν αγαλλίασιν επορεύετο, έψαλλεν ευφραινόμενος λέγων ταύτα· «Πλεονάκις επολέμησάν με εκ νεότητός μου. Και γαρ ουκ ηδυνήθησάν μοι», και τα λοιπά. Τότε γίνεται πάλιν σημείον θαυμαστόν και παράδοξον. Έδεσαν τον Άγιον εις εν φυτόν εκαίας, έπειτα κατεβίβασεν ο δήμιος την σπάθην, ίνα τον αποκεφαλίση· και ω του θαύματος! εγύρισεν η κόψις του ξίφους και ελύγισεν ώσπερ να ήτο από κηρόν. Οι δε στρατιώται ετρόμαξαν, και πίπτοντες εις την γην έλεγον· «Πιστεύομεν ότι ο Χριστός είναι Θεός αληθινός, και σε παρακαλούμεν μη μας οργισθής, αλλά συγχώρησον ημάς, και δεήθητι αυτού να μας δεχθή την μετάνοιαν». Τότε έκαμε προσευχήν ο Άγιος δι’ αυτούς, και δι’ άλλα τινά ζητήματα, όσα ήσαν αναγκαία προς ευσέβειαν, παρευθύς δε ήλθε φωνή εκ των ουρανών λέγουσα· «Όσα εζήτησας θα γίνουν και άλλα περισσότερα. Εις το εξής δε να μη λέγεσαι Παντολάων, αλλά Παντελεήμων· τα δε πράγματα θέλουν βεβαιώσει το όνομά σου, ότι πολλοί δια σου θέλουν εύρει ευσπλαγχνίαν και έλεος». Ταύτην την φωνήν ακούσας ο Άγιος εβεβαιώθη ποίων χαρισμάτων ο Κύριος τον ηξίωσε. Τότε εθάρρυνε τους στρατιώτας να μη δειλιάσουν, αλλά να τελέσουν το προστασσόμενον. Αλλ’ εκείνοι δεν έστεργον πλέον να απλώσουν χείρα εναντίον του, ιδόντες την δύναμιν του Χριστού. Ο δε Άγιος τους ηνάγκασε περισσότερον να γίνη το πρόσταγμα του τυράννου, δια να λάβη τελείως τον της αθλήσεως στέφανον. Τότε και μη θέλοντες, δια να μη παρακούσουν εις τον Άγιον, πρώτον μεν έδειξαν την αγάπην προς αυτόν και ευλάβειαν, καταφιλήσαντες όλα τα μέλη του· έπειτα έκοψαν την τιμίαν αυτού κεφαλήν την εικοστήν εβδόμην (27) του Ιουλίου μηνός, εν έτει τδ΄ (304) μετά Χριστόν. Ο δε Θεός, θέλων να δοξάση και εις το τέλος τον αυτού δούλον Παντελεήμονα, έδειξε και έτερα θαύματα· και όταν έκοψαν την μακαρίαν αυτού κεφαλήν, εξήλθε γάλα αντί αίματος. Αλλά και το δένδρον της εκαίας, εις το οποίον ήτο δεδεμένος ο Άγιος, το οποίον ήτο πρότερον ξηρόν, ευθύς εβλάστησε και εκαρποφόρησε. Τούτο μαθών ο αναίσθητος βασιλεύς επρόσταξε να κόψουν την ελαίαν, το δε σώμα του Αγίου να κατακαύσουν, καθώς προείπομεν. Αλλ’ οι στρατιώται εκείνοι εμιμήθησαν τους Μάγους, οίτινες δεν έστρεψαν προς Ηρώδην πλέον. Ούτω και αυτοί απελθόντες εκήρυττον πανταχού του Θεού τα θαυμάσια. Τότε τινές των Χριστιανών έλαβον το άγιον λείψανον και το έθεσαν ευλαβώς με μύρα και θυμιάματα εις ένα τόπον έξω της πόλεως, όστις ωνομάζετο του Σχολαστικού Αδαμαντίνου. Αυτό είναι το μαρτύριον και τα θαύματα του πανενδόξου και ιαματικού Παντελεήμονος, αδελφοί εν Χριστώ, καθώς με βραχυλογίαν τα έγραψα. Πρέπον δε είναι όσοι ακούουν τους βίους των Αγίων να μιμώνται την πολιτείαν αυτών, το κατά δύναμιν, ότι δια την αιτίαν ταύτην εγράφησαν. Αλλ’ επειδή τώρα δεν υπάρχουν εδώ ειδωλολάτραι ίνα διδάξωμεν αυτούς, ας φυλάττωμεν τας λοιπάς εντολάς του Κυρίου. Μη δαπανώμεν τον καιρόν εις πολυποσίας και μέθας, εις χορούς και παιχνίδια, εις φόνους και μοιχείας και άλλας πράξεις του δαίμονος. Αλλ’ ας διάγωμεν με σωφροσύνην και εγκράτειαν, με αγάπην και ομόνοιαν, και με όσα άλλα χαίρεται ο Χριστός και αγαπώσιν οι Άγιοι. Διότι, εάν μεν πολιτευώμεθα, καθώς λέγει ο Κύριος, έχομεν μισθόν εις τους ουρανούς, και ευχαριστίαν και πρεσβείαν από τους Αγίους δια τας εορτάς και πανηγύρεις, όπου τους κάμνομεν. Ει δ’ άλλως μόνον τον κόπον και μόχθον έχομεν. Δια τούτο, Χριστιανοί μου, ας κάμωμεν όσα οι Πατέρες ενουθέτησαν, δια να ευφραίνεται ο Θεός εις τα έργα μας, και ημείς να αξιωθώμεν της βασιλείας των ουρανών, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΗ΄ (28η) Ιουλίου, μνήμη της Οσίας Μητρός ημών ΕΙΡΗΝΗΣ της εκ Καππαδοκίας μεν ορμωμένης, ασκησάση

Δημοσίευση από silver »


Ειρήνη η Οσία Μήτηρ ημών, η Ηγουμένη της Μονής του Χρυσοβαλάντου, ήκμασε μετά τον θάνατον του μισοχρίστου και φιλοχρύσου βασιλέως Θεοφίλου αποθανόντος εν έτει ωμβ΄ (842), ότε η ευσεβεστάτη και θεοφιλεστάτη Θεοδώρα η σύζυγος του Θεοφίλου έμεινε διάδοχος της βασιλείας, αλλ’ όχι και της ασεβείας αυτού. Τότε αύτη εστερέωσε την Ορθοδοξίαν, αναστηλώσασα τας αγίας Εικόνας, και ούτως απέλαβε πάλιν η Εκκλησία μας την ευπρέπειαν των αγίων Εικόνων ως πρότερον. Έως ου δε ήτο ο υιός της Μιχαήλ ανήλικος, εκυβέρνα αυτή η αοίδιμος το βασίλειον· όταν δε έφθασεν ο βασιλεύς εις χρόνους ιβ΄ (12) ηθέλησε να τον υπανδρεύση, όθεν έστειλεν ανθρώπους εις διαφόρους τόπους, να εύρωσι κόρην τινά ωραίαν, ευγενικήν και ενάρετον, ήτις να είναι αξία δια σύζυγον βασιλέως. Τον καιρόν εκείνον ευρίσκετο εις την χώραν των Καππαδοκών και η Ειρήνη, ήτις ήτο κόρη ωραία πολύ και ενάρετος, από γονείς ευγενείς γεννηθείσα. Ταύτην επήραν οι βασιλικοί άνθρωποι χαίροντες και ελπίζοντες, ότι αυτή έμελλε να γίνη βασίλισσα, διότι ήτο κατά πολλά κοσμία και εύτακτος. Είχε δε και μίαν αδελφήν, την οποίαν παρέλαβε μετ’ αυτής και την οποίαν έλαβε γυναίκα ο αδελφός της βασιλίσσης Θεοδώρας, Βάρδας ονόματι. Καθώς δε επορεύοντο προς το Βυζάντιον, όταν επερνούσαν τον Όλυμπον, ακούσασα η Ειρήνη δια τον μέγαν Ιωαννίκιον, όστις ησκήτευεν εις εκείνο το όρος, ότι ήτο άγιος άνθρωπος και όσοι ήσαν άξιοι το έβλεπον, εις δε τους άλλους ήτο αόρατος, παρεκάλεσε θερμώς τους βασιλικούς ανθρώπους να την οδηγήσουν εις τον Όσιον, ίνα λάβη την ευλογίαν του, αυτοί δε μετά βίας εδέχθησαν. Απελθόντες τότε εις το όρος, τους είδεν από μακράν ο Όσιος, και ως προορατικός όπου ήτο, εγνώρισε την μέλλουσαν προκοπήν της κόρης, και της λέγει· «Καλώς ήλθες, δούλη του Θεού Ειρήνη. Ύπαγε εις την βασιλεύουσαν χαίρουσα, ότι η Μονή του Χρυσοβαλάντου σε χρειάζεται, να ποιμάνης τας παρθένους όπου εις ταύτην ευρίσκονται». Ταύτα ακούσασα η κόρη εθαύμασε το προορατικόν του ανδρός, ότι εγνώρισε το όνομά της και την μέλλουσαν αυτής κατάστασιν. Όθεν πίπτουσα κατά γης εις τους πόδας αυτού, εζήτει την ευλογίαν του· εγείρας δε αυτήν ο Όσιος, την εστερέωσε με λόγους πνευματικούς και με ευχάς και ευλογίας την κατευώδωσε χαίρουσαν. Όταν έφθασεν εις την βασιλεύουσαν, εξήλθον και την προϋπήντησαν οι συγγενείς της, όσοι εκατοικούσαν εκεί εις την Πόλιν, και οίτινες είχον διάφορα αξιώματα εις τα βασίλεια, άλλος ήτο Πατρίκιος, άλλος κατείχε θέσιν εις την Σύγκλητον και άλλος άλλο. Με τούτους δε εξήλθον και άλλοι άρχοντες φίλοι των, την υπεδέχθησαν δε με τινήν πολλήν, ως έπρεπεν. Ο δε βασιλεύς των βασιλευόντων, όστις καλεί τα μη όντα ως όντα και τα μη γενόμενα ως γενόμενα, ωκονόμησε και επήρεν άλλην κόρην εις γυναίκα ο επίγειος βασιλεύς, ολίγας ημέρας πρότερον, πριν ή φθάση η Ειρήνη εις τα βασίλεια, δια να την πάρη αυτός ο αιώνιος και αθάνατος εις τον ουράνιον θάλαμον. Όθεν και η θαυμασία κόρη δεν ελυπήθη εις τούτο ποσώς, αλλά μάλλον ηυχαρίστει τον ευεργέτην Θεόν, ότι εφώτισε τον βασιλέα και επήρεν άλλην ομόζυγον. Πολλοί τότε άλλοι μεγιστάνες και άρχοντες, οι πρώτοι της Συγκλήτου και της Πόλεως οι πλουσιώτεροι, την εζήτησαν εις γυναίκα, δια την πολλήν αυτής ωραιότητα και δια την του γένους της περιφάνειαν, αλλ’ αυτή ποσώς δεν ηθέλησε· μόνον τον ουράνιον Νυμφίον πανσόφως επόθησεν η αοίδιμος, καταφρονούσα όλα τα πρόσκαιρα και επίγεια. Όθεν καθ’ εκάστην εσκόπευε και ανεζήτει τόπον αρμόδιον να περάση την ζωήν της ατάραχα και θεάρεστα. Αφού λοιπόν ενεθυμήθη την πρόρρησιν του μεγάλου Ιωαννικίου, στέλλει ανθρώπους να ίδωσι την Μονήν του Χρυσοβαλάντου, εις ποίαν κατάστασιν ευρίσκετο. Ούτοι ιδόντες την θέσιν του τόπου και την ευκρασίαν του αέρος, την θαυμασίαν πολιτείαν των Παρθένων και άλλα παρόμοια, επέστρεψαν εις την κυρίαν των διηγούμενοι της Μονής τα εξαίρετα και εξόχως ότι ήτο κατά τον πόθον αυτής, εις τόπον ήσυχον και ευάρμοστον. Η δε, ως ήκουσε ταύτα, εχάρη και διεμοίρασεν εις τους πτωχούς όσα είχεν όχι μόνον από τους γονείς της πλούσια ιμάτια και χρυσά στολίδια, αλλά και όσα της εχάρισεν η βασίλισσα φιλοτίμως ατίμητα πράγματα· ελευθερώσασα δε και τους δούλους και αιχμαλώτους της, προσήλθε προθύμως εις το ρηθέν Μοναστήριον και έκοψε την κόμην της, ήτις ήτο ξανθή ως το χρώμα χρυσού. Μετά της κόμης απέρριψε πάσαν κοσμικήν ματαιότητα και παν επίγειον φρόνημα· ενδύεται ράσα τρίχινα η τρυφερά και ευγενεστάτη και πάγκαλος Ειρήνη, σηκώσασα προθύμως τον ελαφρόν ζυγόν του Χριστού, τον χρηστόν και γλυκύτατον. Υπετάσσετο δε εις όλας τας αδελφάς με θαυμασίαν ταπείνωσιν, υπηρετούσα εις όλας τας ανάγκας της Μονής επιμελώς και αόκνως χωρίς τινος αντιλογίας η πάνσοφος, ψωρίς να συλλογίζεται ουδόλως την ευγένειαν του γένους της, αλλά έκαμνε τας ευτελεστέρας υπηρεσίας αγογγύστως. Είχε δε εις την όψιν πολλήν φαιδρότητα και εις την ψυχήν κατάνυξιν και ευφροσύνην χαρμόσυνον. Η δε Καθηγουμένη, ως ενάρετος όπου ήτο και αυτή και δόκιμος εις τα πνευματικά αγωνίσματα, την συνεβούλευε και παρεκίνει εις το καλόν πάντοτε. Προ πάντων δε είχε την χάριν του Θεού, ήτις την έσκεπε μυστικώς και την εδίδασκε τα συμφέροντα, χωρίς της οποίας δεν δύναται να τελέση κανέν καλόν ο άνθρωπος, καθώς είπεν αυτός ο Κύριος. «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν· και ο μένων εν εμοί καγώ εν αυτώ, ούτος φέρει καρπόν πολύν», και τα λοιπά. Αυτή λοιπόν η αείμνηστος, ως γη καλή και εύχρηστος, εις Χριστόν εκαρποφόρησε και τοσούτον ευηρέστησεν εις τον Θεόν και πάσαν την αδελφότητα, ώστε όλαι την εθαύμαζον. Ότι ως να την είχον αιχμάλωτον αγοραστήν με αργύρια, ούτως υπετάσσετο εις όλας με ανήκουστον ταπείνωσιν και καμμίαν δεν εσκανδάλισεν ούτε ελύπησε πώποτε· όλαι την ηγάπων και την είχον κατά το πρέπον εις πολλήν ευλάβειαν. Αύτη δε η μακαρία όχι μόνον εις τας σωματικάς υπηρεσίας ήτο άοκνος, αλλά και εις τας του πνεύματος περισσότερον, και δεν έλειπεν από την κοινήν ακολουθίαν ουδέποτε· πάλιν δε εις το κελλίον ανεγίνωσκε βίους εναρέτων Οσίων, δια να μιμήται την πολιτείαν των, και να διδάσκη τας αδελφάς, παρακινούσα αυτάς εις όμοια κατορθώματα. Καθώς λοιπόν ανεγίνωσκε μίαν ημέραν τον βίον του μεγάλουΑρσενίου και είδεν ότι έμενε πολλάκις αφ’ εσπέρας έως το πρωϊ προσευχόμενος, εζήλωσε ταύτην την πράξιν και θαυμασίαν αρετήν ως αγγελομίμητον, και αζήτησεν από την ηγουμένην συγχώρησιν να επιχειρήση τοιούτον αγώνα επίπονον. Η δε Ηγουμένη κατά πρώτον εδυσκολεύετο να της δώση συγχώρησιν, διότι εφοβείτο μήπως και της έλθη ασθένεια δια τον πολύν κόπον του αγωνίσματος, αλλά πάλιν ύστερον, όταν την είδεν ότι είχεν εις αυτό προθυμίαν μεγάλην, της έδωκε θέλημα, γνωρίσασα την πολλήν αυτής ταπεινοφροσύνην και μετριότητα. Ήρχισε λοιπόν αυτόν τον αγώνα τον υπεράνθρωπον και επίπονον, όταν δεν είχεν ακόμη ένα χρόνον σωστόν εις το Μοναστήριον. Αλλά η θεία χάρις την εδυνάμωνε και τόσον επρόκοψεν εις αυτό το αγώνισμα, ώστε εστέκετο πολλάς φοράς από το εσπέρας έως το πρωϊ έχουσα τας χείρας ως ο Μωϋσής προς τα άνω υψωμένας, όλην δε την νύκτα προσηύχετο. Πολλάκις δε πάλιν από το πρωϊ, έως να βασιλεύση ο ήλιος. Άλλοτε πάλιν εστέκετο όλον το νυχθήμερον, και ποσώς δεν εσάλευεν. Η δε Ηγουμένη περισσώς εθαύμαζεν. Όταν παρήλθον χρόνοι τρεις από την ημέραν όπου ήρχισε τοιούτον αγώνισμα, βλέπων αυτήν ο μισόκαλος διάβολος εδυσφόρει και κατά πολλά επικραίνετο, έπασχε δε να την παγιδεύση εις κανένα πταίσμα ψυχής. Αλλά δεν ηδύνατο ως αδύνατος, ότι όλα τα πάθη ενίκησεν η αοίδιμος και τόσον υπέταξε την σάρκα τω πνεύματι, ώστε εκαταφρόνησεν όλα τα σωματικά και τα εμίσησε τελείως, ήτοι την τρυφήν, την δόξαν, τα χρήματα και τα ενδύματα, και δεν είχεν ιμάτιον δεύτερον ειμή μόνον ένα, το οποίον εφόρει την Αγίαν Λαμπράν καινουργές, και το εφόρει ένα χρόνον χωρίς να το αποβάλη τελείως, ούτε το έπλυνε, μόνον πάλιν το Άγιον Πάσχα περιεβάλλετο άλλο καινουργές και το παλαιόν εχάριζε τινός πένητος. Η δε τροφή της ήτο μόνον άρτος και ύδωρ, μίαν φοράν την ημέραν και ολίγα λάχανα. Την δε δόξαν τοσούτον εκαταφρόνησεν, ώστε κατεδέχετο και εκαθάριζε τα ρυπάσματα και ποσώς δεν εσυλλογίζετο την ευγένειαν του γένους της. Μη δυνάμενος λοιπόν να την νικήση ο δαίμων με το έργον, να τελέση κανένα αμάρτημα, έσπερνεν εις την διάνοιάν της ζιζάνια, ενθυμίζων την προτέραν απόλαυσιν· την παρεκίνει εις τας σαρκικάς ηδονάς ο μισάνθρωπος· αλλά εις μάτην εβασανίζετο ο αδύνατος, ότι αύτη εγνώριζεν ως γνωστική την επιβουλήν και εξωμολογείτο την προσβολήν εις την Καθηγουμένην και ούτως ελυτρώνετο από τον πειρασμόν του δαίμονος και ηγωνίζετο ως το πρότερον. Μίαν δε νύκτα, καθώς ηύχετο προς τον Θεόν κατά την συνήθειαν, μετεσχηματίσθη ο δαίμων και έγινεν ως αράπης μαύρος και άσχημος και την ύβριζεν από μακράν, φοβερίζων να την κακοποιήση ο ασθενής και αδύνατος, λέγων εις αυτήν ταύτα καυχώμενος· «Κατ’ εμού πολεμείς ατυχογυναίκα και μάντισσα; Καρτέρησον ολίγον να γνωρίσης τις είμαι και την μεγάλην μου δύναμιν». Αυτάς και άλλας ύβρεις ο πολυμήχανος έλεγεν, η Αγία όμως έκαμε τον σταυρόν της και παρευθύς ο φανείς αφανής εγένετο. Την άλλην ημέραν της ήλθον πάλιν οι λογισμοί δυνατώτεροι και δεινώς την ετάραξαν· τόσον δε την επολέμησεν ο πολέμιος, ώστε την έφερεν εις αμηχανίαν ανείκαστον. Όθεν πίπτουσα κατά γης προσηύχετο μετά δακρύων προς τον Κύριον, επικαλουμένη την παντοδύναμον Θεοτόκον εις βοήθειαν, ως και τους Αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ, εις το όνομα των οποίων ετιμάτο ο Ναός της Μονής. Όχι δε μόνον τούτους, αλλά και πάντας τους Αγίους επεκαλείτο, ίνα την λυτρώσουν από τας δαιμονικάς επιβουλάς και τας ακαθάρτους προσβολάς, ηύχετο δε προς Θεόν ταύτα λέγουσα· «Παναγία Τριάς Παντοδύναμε, τη μεσιτεία της Θεοτόκου και τη πρεσβεία των Αρχιστρατήγων Μιχαήλ και Γαβριήλ, και πασών των ουρανίων δυνάμεων και πάντων των Αγίων, βοήθησον την δούλην σου, λύτρωσαί με από την επιβουλήν του δαίμονος». Ούτως η μακαρία Ειρήνη ηύχετο πολλά νυχθήμερα με θερμότατα δάκρυα, έως ου ήλθεν άνωθεν θεία έλλαμψις, ήτις επισκιάσασα την ψυχήν αυτής εδίωξε τους πονηρούς λογισμούς, μείνασα δε του λοιπού ανενόχλητος ηγωνίζετο περισσότερον και εδούλευεν εις τον Θεόν προθυμότατα. Βλέπων δε ο Κύριος τον πολύν πόθον της, την αντήμειψε με χαρίσματα πλούσια και έγινε καθολικά σκεύος εκλογής, ως ο μέγας Παύλος, και αγγείον του Αγίου Πνεύματος, έχουσα εις την ψυχήν αυτής τον Χριστόν ζώντα και μένοντα· δεν έζη δε πλέον κατά σάρκα, αλλά εις τον Χριστόν εν πνεύματι, και ο Χριστός εις αυτήν κατά τον Απόστολον· έγινε δε όλη πεφωτισμένη, ή μάλλον ειπείν φωτιστική, και ωδήγησε πολλάς ψυχάς προς το φως της αληθείας, προσάγουσα ως στάμνος Θεού τους αναξίους προς Κύριον. Εις όλους δε τους άρχοντας της συγκλήτου και εξόχως εις τας γυναίκας και παρθένους έγινε περιβόητος· έτρεχαν δε εις αυτήν καθ’ εκάστην αμέτρητοι, τας οποίας εδίδασκε με τόσην σύνεσιν και γλυκύτητα, ώστε ηρνήθησαν πολλαί τον κόσμον και εκουρεύθησαν εις εκείνο το άγιον Μοναστήριον. Αλλά και οι δαίμονες δεν ετόλμησαν πλέον να πλησιάσωσιν, αλλ’ έφευγον από ταύτης ως υπό πυρός διωκόμενοι. Τον καιρόν εκείνον η Καθηγουμένη ησθένησε, συνήχθησαν δε όλαι εις το κελλίον της κλαίουσαι, διότι εγνώρισαν ότι ήλθε το τέλος της· επειδή δε ήτο ενάρετος, ελυπούντο την ταύτης υστέρησιν. Αλλά πλέον από τας άλλας έκλαιεν η ταπεινόφρων Ειρήνη και επωδύρετο· απλώς δε ειπείν όλαι εθρήνουν απαρηγόρητα. Η δε άρρωστος είπε προς αυτάς με πραότητα· «Μη λυπήσθε δια την αναχώρησίν μου, διότι έχετε καλήν ηγουμένην, ικανωτέραν εμού και συνετωτέραν, εις ταύτην δε ολοψύχως υποτάσσεσθε, την αδελφήν μας, λέγω, Ειρήνην, την θυγατέρα του φωτός, του Ιησού την αμνάδα, το σκεύος του Παναγίου Πνεύματος· μη τολμήσετε δε και κάμετε άλλην προεστώσαν εξ αποφάσεως». Ταύτα προστάξασα την τελευταίαν της ώραν, είπε προς το Δεσπότην· «Δόξα τω ελέει σου, Κύριε», και ούτω παρέδωκε την ψυχήν εις τας των Αγίων Αγγέλων χείρας, οίτινες της παρεστέκοντο. Η δε Οσία Ειρήνη δεν ήτο εκεί, όταν είπεν η Ηγουμένη τα άνωθεν λόγια δια τον εαυτόν της. Ομοίως και αι μοναχαί ουδέν της ανέφερον δια να μη φύγη ως ταπεινόφρων και ακενόδοξος, διότι όλαι εγνώριζον την καλήν της γνώμην και την πολλήν μετριότητα. Μόνον αφού ενεταφίασαν την νεκράν ως έπρεπεν, συνήχθησαν όλαι εις τον Ναόν και προσηύχοντο, ίνα τας φωτίση ο Κύριος. Ήτο δε τότε Αρχιεπίσκοπος ο Ομολογητής Μεθόδιος, όστις είχε λάβει από τους Εικονομάχους πολλά κολαστήρια δια την Ορθοδοξίαν και εβάστασεν εις το ιερόν αυτού σώμα τα στίγματα του Κυρίου και θαύματα έκαμε, καθολικά δε είχε Πνεύμα Άγιον και εγνώριζε τα μέλλοντα. Όταν δε εκίνησαν αι άλλαι αδελφαί να υπάγουν, δεν ήθελεν η Ειρήνη να ακολουθήση, προφασιζομένη διαφόρους αιτίας και εμπόδια, μετά βίας δε την επήραν. Όταν δε έφθασαν εις τον Πατριάρχην και τον επροσκύνησαν, τας ηρώτησε ποίαν από όλας επρόκριναν δια προεστώσαν. Αι δε απεκρίθησαν· «Ουδεμίαν, Δέσποτα Άγιε, μόνον εις τον Θεόν πρώτον ελπίζομεν, και δεύτερον εις την αγιωσύνην σου, όστις έχεις Πνεύμα Άγιον, να ψηφίσης εκείνην την οποίαν σε φωτίση η χάρις του». Ο δε θεοφόρος απεκρίνατο λέγων· «Εγώ ηξεύρω ότι όλαι θέλετε την τιμίαν και σεμνοτάτην Ειρήνην· καλήν δε γνώμην και θεάρεστον έχετε, και δόξαν να έχη ο Κύριος, όστις μου εφανέρωσε τας εναρέτους πράξεις ταύτης της δούλης του». Ταύτα εκείναι ως ήκουσαν, εθαύμασαν και επροσκύνησαν λέγουσαι· «Όντως ο Θεός κατοικεί εις την μακαρίαν ψυχήν σου και σε φωτίζει, και φανερώνει σου τα απόκρυφα». Ευθύς τότε εγερθείς από τον θρόνον ο Άγιος έλαβε θυμιατήριον, ευλογήσας δε τον Θεόν με την πρέπουσαν υμνωδίαν εχειροτόνησε την Ειρήνην διάκονον της Μεγάλης Εκκλησίας, ηξεύρων από Πνεύμα Άγιον, ότι ήτο καθαρά και άμωμος· έπειτα δε την εχειροτόνησε και Ηγουμένην. Διδάσκων δε πώς να πορεύεται, να καθοδηγή και να οδηγή τας αδελφάς εις νομήν σωτήριον, απέλυσεν εν ειρήνη την Ειρήνην και την λοιπήν αδελφότητα. Και αυταί μεν επορεύοντο χαίρουσαι, η δε Ειρήνη έκλαιε, νομίζουσα δια την πολλήν αυτής μετριότητα ότι έλαβε την αξίαν ανάξια. Αι δε λοιπαί εθαύμαζον και την επαρηγόρουν λέγουσαι· «Μη λυπήσαι δια την προστασίαν, Δέσποινα, ότι ημείς δεν εξερχόμεθα από την υπακοήν σου πώποτε, και θέλομεν σε βοηθεί κατά Θεόν ως δυνάμεθα». Αφού έφθασαν εις το Μοναστήριον, ηυχαρίστησαν τον Κύριον και εφιλεύθησαν. Έπειτα δε την συνώδευσαν εις το ηγουμενείον χαίρουσαι· η δε κλαίουσα έκλεισε την θύραν και πίπτουσα κατά γης προσηύχετο δακρύουσα και έλεγε· «Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ, ο ποιμήν ο καλός, η θύρα των προβάτων, ο οδηγός μας και διδάσκαλος, βοήθησόν με την δούλην σου, και τούτο το μικρόν ποίμνιόν σου, και λύτρωσαι ημάς από την αρπαγήν του νοητού λύκου. Ότι ηξεύρεις την ασθένειάν μας, ότι δεν έχομεν δύναμιν αφ΄ εαυτού μας να τελέσωμεν το αγαθόν, χωρίς της σης βοηθείας και χάριτος». Ούτως ηύχετο πολλήν ώραν προς Κύριον. Έπειτα στρέφει τον λόγον και προς τον εαυτόν της λέγουσα· «Άραγε, ταπεινή Ειρήνη, γνωρίζεις το φορτίον, όπου έθεσεν ο Χριστός επί των ώμων σου; Ψυχάς επιστώθης, δια τας οποίας ο Θεός εσαρκώθη και έγινεν άνθρωπος, και έχυσε το πανάχραντον και πολυτίμητον αυτού αίμα. Εάν μέλλη να δώση έκαστος, δια ψυχοβλαβή και αργόν λόγον προς τον Θεόν λόγον εν ημέρα κρίσεως, οποίαν κόλασιν μέλλεις να λάβης συ, όπου έλαβες τοσούτων ψυχών φροντίδα και μέριμναν, εάν αμελήσης εις αυτό, και κολασθή μία ψυχή εξ απροσεξίας σου; Της οποίας ψυχής δεν είναι όλος ο κόσμος αντάξιος, καθώς είπεν αυτός ο Κύριος· αγρύπνει λοιπόν και νήστευε, προσεύχου αι πρόσεχε από την σήμερον περισσότερον, να μη γίνη το ελάττωμά σου αφορμή απωλείας εις τινα αδελφήν, και πληρωθή ο λόγος του Θεού εις τον εαυτόν σου, όστις λέγει, ότι όταν οδηγή τυφλός τυφλόν, πίπτουσιν εις τον λάκκον αμφότεροι». Ούτως ηγωνίζετο η Αγία περισσότερον ημέρας πολλάς ευχομένη και νηστεύουσα, τόσας δε γονυκλισίας και μετανοίας έκαμνεν, ώστε διήρχετο όλην την νύκτα πολλάκις και δεν έδιδε της σαρκός ολίγην ανάπαυσιν, δια να σπλαγχνισθή τους πολλούς της κόπους ο Κύριος, να της δώση σύνεσιν, να κυβερνά την ποίμνην θεάρεστα. Ούτω δε πράγματι κατά τον πόθον της την εσόφιζεν ο Κύριος και εκυβέρνα τας αδελφάς θαυμασιώτατα, τας εδίδασκε δε με τόσην σοφίαν, ώστε επερίσσευεν εις το λέγειν τους διδασκάλους και ρήτορας· και προς πίστωσιν τούτου, ακούσατε ολίγα τινά από τα πολλά παραγγέλματα και τας νουθεσίας, τας οποίας έλεγεν η αξιομακάριστος. «Ηξεύρω καλά, εν Χριστώ αδελφαί και τίμια αναθήματα εις τον Θεόν, ότι δεν ήτο πρέπον και εύλογον να σας διδάσκω εγώ η αναξία και αγράμματος· αλλ’ επειδή τα κρίματα του Θεού είναι ανεξερεύνητα και ακατανόητα, και ωκονόμησεν η χάρις του να γίνω προεστώσα εγώ η ευτελής δούλη σας, παρακαλώ σας να με υπακούετε και να ακούετε τους λόγους της εμής ταπεινώσεως. Ότι εάν δεν φυλάξωμεν τους νόμους και τας τάξεις τούτου του σχήματος, όπερ φορούμεν, και δεν κάμωμεν όσα ενώπιον Θεού και Αγγέλων υπεσχέθημεν, ουδέν ωφελούμεθα. Καθώς και η πίστις χωρίς έργων είναι νεκρά, ως ηκούσαμεν. Ο Κύριος έταξε να μας δώση δια τον ολίγον κόπον, τον οποίον υπεμείναμεν εδώ προσκαίρως, ουρανών Βασιλείαν και ζωήν ατελεύτητον, τρυφήν ακήρατον και απόλαυσιν αιώνιον. Τας υποσχέσεις ταύτας του Κυρίου επιστεύσαμεν, ως έπρεπεν· όθεν αφήσαμεν τα του κόσμου τερπνά ως ψευδή και πρόσκαιρα δια να κληρονομήσωμεν τα αληθή και αιώνια. Λοιπόν εάν δεν φυλάξωμεν τας εντολάς του Κυρίου, άθλιαι ημείς και ταλαίπωροι· ότι και τα πρόσκαιρα εχάσαμεν, και των αιωνίων υστερούμεθα μετά των μωρών παρθένων, ως μωραί και ανάξιαι. Επειδή λοιπόν η ψυχή δεν δύναται να μερισθή εις δύο τμήματα, δηλαδή να έχωμεν τρυφήν και εγκράτειαν, υψηλοφροσύνην και ταπείνωσιν, ούτε τας άλλας αρετάς να αποκτήσωμεν, εάν δεν αφήσωμεν και μισήσωμεν όλως τα εναντία ελαττώματα, ας κοπιάσωμεν να διώξωμεν από την ψυχήν μας πάσαν κοσμικήν επιθυμίαν, δια να είναι και τα έσωθεν ημών ως τα έξωθεν· ότι αι αρεταί της ψυχής είναι από τας σωματικάς προτιμότεραι· και δεν μας ωφελεί ποσώς η νηστεία, η αγρυπνία, και αι άλλαι σκληραγωγίαι του σώματος, όταν λείψουν αι αρεταί του πνεύματος, ήτοι ταπεινοφροσύνη, σωφροσύνη, αγάπη, συμπάθεια, ελεημοσύνη προς τους πένητας και άλλα όμοια έργα χρηστά και θεάρεστα. Μετά δε ταύτα ας επιμελώμεθα και τας σαρκικάς αρετάς, να νηστεύωμεν το κατά δύναμιν». Αυτά και άλλα παρόμοια έλεγεν η πάνσοφος, διδάσκουσα πολλάκις με σπλάγχνα μητρικά τα πνευματικά τέκνα της, τα οποία προθύμως τον λόγον εδέχοντα και εκαρποφορούσαν θαυμασιώτατα. Η δε Οσία βλέπουσα, ότι έκαμνε καρπόν πολύν εις τας ψυχάς αυτών με τας νουθεσίας της, έχαιρε και ηυχαρίστει τον Κύριον, τον οποίον ηγάπα εξ όλης ψυχής και δυνάμεως. Όθεν έχουσα εις Αυτόν πίστιν άδολον, και προς τας αδελφάς αγάπην υπέρμετρον, ετόλμησε και του εζήτησεν ένα μεγάλον και υπερφυέστατον χάρισμα· ήτοι να την αξιώση προορατικού χαρίσματος, να γνωρίζη τα απόκρυφα πταίσματα πασών των αδελφών ασφαλέστατα· και τούτο όχι δια ανθρώπινον έπαινον, αλλά δια να τας διορθώνη, ίνα μη κολάζωνται. Όθεν και ο Κύριος, βλέπων τον σκοπόν της ότι ήτο καλός, επήκουσεν αυτής τάχιστα και της έστειλεν από τους ουρανούς φωτοφόρον Άγγελον, όστις ήλθεν εις αυτήν με στολήν λευκήν εξαστράπτων. Η δε Αγία, όταν τον είδε, δεν εταράχθη, ούτε ποσώς εφοβήθη το παράδοξον του σχήματος, αλλά μάλλον εχάρη. Ο δε Άγγελος την εχαιρέτησε λέγων· «Χαίρε δούλη του Θεού πιστοτάτη και εύχρηστος· ο Κύριος με απέστειλεν εις διακονίαν σου, κατά την αίτησιν, την οποίαν του εζήτησας, δια εκείνους όπου μέλλει να σωθούν δια σου και με επρόσταξε να στέκωμαι πλησίον σου πάντοτε, να σου φανερώνω καθ’ ημέραν σαφώς τα απόκρυφα». Ταύτα ειπών ο Άγγελος, αυτός μεν έγινε δια την ώραν άφαντος. Η δε Οσία έπεσεν εις την γην μετ’ ευφροσύνης, ευχαριστούσα τον Κύριον· έκτοτε δεν έλειψεν απ’ αυτής ο Άγγελος, αλλά της εφαίνετο καθ’ εκάστην (ω παρρησίας θαυμασίας της Οσίας προς Κύριον! ) ως φίλος προς φίλον διαλεγόμενος, και της εφανέρωνε τα απόκρυφα έργα του καθ’ ενός, όχι μόνον των μοναζουσών εκείνων, αλλά και των λοιπών ανθρώπων, όσοι ήρχοντο να την βλέπουν, δια ν’ ακούουν τα χρυσά λόγια της. Όταν δε έβλεπε τινά, έχοντα πεπραγμένον κανέν ανόμημα, τον εδίδασκε πρεπόντως η Αγία δια την αιώνιον κόλασιν εις την οποίαν κατακρίνονται όσοι αποθάνουν αμετανόητοι· ανέφερε δε τότε ως παράδειγμα το αμάρτημα λέγουσα παραβολικώς, εξόχως δε όσοι πέσουν εις το δείνα ανόμημα. Φανερά όμως δεν ήλεγχε τον άνθρωπον, δια να μη τον καταισχύνη εις τους άλλους, αλλά με τρόπον κατάλληλον τον έφερεν εις μετάνοιαν. Προσηύχετο δε αφ’ εσπέρας έως την ώραν του Όρθρου, μετά δε την Ακολουθίαν εκοιμάτο μικρόν έως να εξημερώση· έπειτα μετέβαινεν εις την Εκκλησίαν, και προσεκάλει μίαν προς μίαν τας αδελφάς εις εξομολόγησιν, όταν δε ετύχαινε καμμία, ήτις δεν έλεγε την αμαρτίαν της, της το έλεγεν η Οσία, καθώς την ενουθέτει ο Άγγελος πρότερον. Όθεν όλαι την ευλαβούντο ως Αγίαν και υπεράνθρωπον. Λοιπόν από ένα στόμα εις άλλο, έφθασεν εις την Πόλιν η φήμη της, και έκαστος έσπευδε να ίδη το τίμιον αυτής και σεβάσμιον πρόσωπον· και συνήγοντο εκεί καθ’ εκάστην Συγκλητικοί, άρχοντες, γυναίκες, παρθένοι, νέοι και γέροντες, τους οποίους εδίδασκεν η πάνσοφος με τοσαύτην σύνεσιν και κατάνυξιν, ώστε εμετανοούσαν δια τας αμαρτίας αυτών και εσώζοντο. Πανταχού δε το όνομα της θαυμασίας Ειρήνης ηκούετο. Αυτή δε η μακαρία ουδέποτε έλειπεν από την προσευχήν και ευχαριστίαν προς Κύριον. Οι δε δαίμονες την εβαρύνθησαν και συνήχθησαν μίαν νύκτα εις το κελλίον της, όπου προσηύχετο ισταμένη ορθία με τας χείρας προς τον ουρανόν υψωμένας, καθώς και πρότερον είπομεν, οίτινες εφώναζαν με τεταραγμένην φωνήν και άσχημον, δοκιμάζοντες οι παμπόνηροι να την εμποδίσουν από την προσευχήν, αλλά δεν ηδυνήθησαν. Ένας δε από τους άλλους, ο αυθαδέστερος, επήγε πλησίον και την επεριγέλα ως μίμος, λέγων· «Ειρήνη ξυλίνη, όπου σε βαστάζουν ποδάρια ξύλινα, έως πότε θα θλίβης το γένος μας, να μας φλογίζης με τας προσευχάς σου και να μας δίδης τόσην λύπην και κάκωσιν»; Ομοίως και οι λοιποί εδείκνυον ότι ωδύροντο την συμφοράν αυτών και ετύπτοντο. Η δε Οσία ίστατο αφόβως εις τον τόπον της και δεν εσάλευε τελείως. Τότε ο αναίσχυντος δαίμων εκείνος ήναψε κερί από την κανδήλαν και έκαυσε την σκέπην της Αγίας και το κουκούλιον. Έπειτα έφθασεν η φλοξ έως κάτω, και κατέκαυσεν όχι μόνον το ένδυμα, αλλά και εις πολλά σημεία τας σάρκας της, ήτοι τους ώμους, το στήθος, τα νεφρά και την ράχιν της· και παρ’ ολίγον θα έκαιεν όλον το σώμα της, εάν δεν επρόφθανε μία αδελφή, ήτις έτυχε και προσηύχετο και αυτή ομοίως εις το κελλίον της. Αύτη ως ηννόησε την οσμήν της σαρκός και των ιματίων, τα οποία εκαίοντο, έδραμεν εις το κελλίον της Αγίας, και την βλέπει (θέαμα ξένον και φρικτόν θαυμάσιον! ) όλην κατακεκαυμένην, και όμως από τον τόπον της δεν εσάλευεν, αλλά ίστατο ως στήλη ακίνητος. Τότε εκείνη έσβυσε μεν ευθύς την φλόγα, εσάλευσε δε την Αγίαν ολίγον, ήτις κατεβίβασε τας χείρας λέγουσα· «Διατί μου επροξένησες τόσον κακόν, τέκνον μου, και τοιούτων αγαθών με εστέρησας; Δεν πρέπει να φρονώμεν τα των ανθρώπων, αλλά τα του Θεού. Έως την ώραν ταύτην επαραστέκετο έμπροσθέν μου Άγιος Άγγελος, όστις μου έπλεκεν ένα στέφανον από διάφορα άνθη, τοσούτον ευωδέστατα και θαυμάσια, όπου τοιαύτα ποτέ δεν εφάνησαν· όταν δε ήπλωσε το χέρι του να βάλη εις την κεφαλήν μου τον πολύτιμον εκείνον και ωραιότατον στέφανον, ήλθες συ και μου επεμελήθης εξ ευγνωμοσύνης της αγνωμοσύνης χείρονος· όθεν βλέπων σε ο Άγγελος έφυγε, και μου έδωκες λύπην και ζημίαν ανείκαστον». Η δε ταύτα ακούσασα έκλαυσεν. Έπειτα, καθώς ανέσπα τα τεμάχια των ράσων, άτινα ήσαν μισοκαυμένα και κολλημένα εις την σάρκα της, εξήρχετο τόση ευωδία, ώστε υπερέβαλλεν όλα τα μύρα και πολύτιμα αρώματα, η οποία ευωδία επλήρωσεν όλον το Μοναστήριον και την ησθάνοντο όλαι ημέρας πολλάς εις την όσφρησιν αυτών θαυμάζουσαι. Επειδή δε δεν είχεν η Οσία ιμάτιον δεύτερον, της έφερεν άλλο η μαθήτρια και την ενέδυσε, μετ’ ολίγας δε ημέρας ο των ψυχών και των σωμάτων ιατρός ιάτρευσε τα κεκαυμένα μέλη της, αυξάνων και το χάρισμα της προφητείας. Ερχόμενος δε ποτέ προς αυτήν εις ευνούχος της αδελφής της, ήτις ήτο γυνή του Καίσαρος Βάρδα, τον προσκάλεσε κρυφίως η Αγία και του λέγει· «Ειπέ της αδελφής μου, Κύριλλε (ούτως εκαλείτο ο ευνούχος), να ετοιμάση τα πράγματά της, ότι εις ολίγας ημέρας αποθνήσκει ο άνδρας της από επιβουλήν του βασιλέως Μιχαήλ. Μετ’ ολίγον δε και αυτός ο βασιλεύς δικαίως θέλει επιβουλευθή από άλλους δια τας ανοσίας πράξεις του και θα χάση την ζωήν του και το βασίλειον. Φυλάττεσθε δε να μη ομολογήσετε τινός ταύτα· μήτε τις από τους συγγενείς μας να τολμήση να εναντιωθή του βασιλέως, όστις μέλλει να ανέλθη εις τον θρόνον ούτε ποσώς να τον εμποδίση, έστω και εάν είναι και φόνων αίτιος, αλλ’ ο Θεός ως θεοσεβή τον επροτίμησε και ηυδόκησεν εις αυτόν. Όθεν δεν θέλει ωφελήσει εχθρός εις τον εαυτόν του». Ταύτα η αδελφή της Οσίας ακούσασα, ενικήθη από την αγάπην του ανδρός και του τα εφανέρωσεν. Ο δε ως υπερήφανος και ασύνετος ου συνήκεν, ούτε έδραμε προς τον Θεόν με δάκρυα να του ζητήση έλεος, αλλά έμεινεν αμέριμνος, μόνον εζήτει να μάθη εκείνου, όπου έμελλε να βασιλεύση, το όνομα· έστειλε δε πολλάς φοράς εις την Οσίαν μήνυμα να του το φανερώση, αλλ’ εκείνη δεν ηθέλησεν, έως ου εις ολίγας ημέρας εφόνευσεν αυτόν ο στρατός. Ομοίως και ο Μιχαήλ κατακοπείς, απέρριψε την ζωήν και εβασίλευσεν ο Μακεδών Βασίλειος. Φθάνουσι ταύτα ίνα φανερώσουν το προφητικόν της Οσίας χάρισμα, ας έλθωμεν δε εις τα λοιπά αυτής θαυματουργήματα. Μία γυνή ευγενής και πάγκαλος από την πόλιν της Οσίας, ήτοι την Καππαδοκίαν, ήτο αρραβωνιασμένη μετά τινος. Έπειτα μετενόησεν η γυνή και δεν τον ήθελε· δια να μη την ενοχλή δε, έφυγεν απ’ εκεί και εκαλογερεύθη εις το Μοναστήριον της Αγίας. Ο δε διάβολος φθονήσας ανέφλεγε τον μνηστήρα εις πολλήν αγάπην προς αυτήν και ανείκαστον έρωτα. Όθεν μη δυνάμενος εκείνος να την εξαγάγη από το Μοναστήριον, εμέθυσε τόσον από τον έρωτα, ώστε εύρεν ένα μάγον, υπηρέτην του δαίμονος δοκιμώτατον, και του έταξε πολλά χρήματα, εάν φέρη την γυναίκα με τας μαντείας του εις το θέλημά του, να τον πάρη άνδρα της. Έκαμε λοιπόν ο μάντις εκεί εις την Καππαδοκίαν την τέχνην του. Η δε γυνή εξήλθεν από τον νουν της, και εγύριζεν όλον το Μοναστήριον φωνάζουσα και κράζουσα τον άνδρα της εξ ονόματος, ώμνυεν όρκους φοβερούς, ότι εάν δεν της ανοίξουν την θύραν, ίνα υπάγη να τον εύρη, θα επνίγετο. Ταύτα η Οσία ακούσασα έκλαιε και τύπτουσα το πρόσωπον έλεγεν· «Οίμοι τη αθλία, ότι δια την αμέλειαν των βοσκών αρπάζουσιν οι λύκοι τα πρόβατα. Αλλά ματαίως κοπιάς, πονηρέ διάβολε, ότι ο Χριστός δεν σε αφήνει να καταπίης την αμνάδα μου». Τότε συνάγει πάσαν την αδελφότητα, αφού δε τας εδίδαξε και ενουθέτησε να φυλάσσωνται από τας πανουργίας του δαίμονος, επρόσταξε να νηστεύσουν όλαι όλην την εβδομάδα, προς Θεόν ευχόμεναι, και να κάμνουν δια την αδελφήν καθ’ ημέραν μετανοίας χιλίας με δάκρυα. Ούτως εκάστη εις το κελλίον της ηύχετο. Κατά δε την τρίτην νύκτα βλέπει η Αγία, εκεί όπου ηύχετο το μεσονύκτιον, έμπροσθεν αυτής τον μέγαν Βασίλειον, και της λέγει· «Διατί μας ονειδίζεις, Ειρήνη, ότι αφήνομεν και γίνονται εις την πατρίδα μας τα μιαρά και ανόσια; Όταν εξημερώση παράλαβε την ασθενή σου μαθήτριαν να την οδηγήσης εις τας Βλαχέρνας, εκεί δε θέλει έλθει να την ιατρεύση η μήτηρ του Δεσπότου Χριστού, ήτις έχει την δύναμιν». Ταύτα ειπών ο Άγιος έγινεν άφαντος. Η δε Αγία επήρε την πάσχουσαν και δύο αδελφάς προκρίτους, απελθούσα δε εις τον ρηθέντα Ναόν των Βλαχερνών προσηύχοντο όλην την ημέραν με δάκρυα· περί δε το μέσον της νυκτός εκ του κόπου απεκοιμήθησαν. Βλέπει τότε εις τον ύπνον της η Αγία λαόν πολύν, οίτινες ητοίμαζον τους δρόμους χρυσοφορεμένοι και πάμφωτοι, ραντίζοντες με ευωδέστατα άνθη και θυμιάζοντες. Τότε η Αγία ηρώτησεν αυτούς, διατί έκαμναν τόσην ετοιμασίαν και πρόοδον. Οι δε απεκρίθησαν ότι η Μήτηρ του Θεού έρχεται, ετοιμάσου δε και συ να αξιωθής να την προσκυνήσης, τότε ήλθε και η Παντάνασσα ακολουθούντων αυτήν αστραπηφόρων πλήθους αμετρήτου. Το δε θείον αυτής και σεβάσμιον πρόσωπον εξέχεε τόσην λάμψιν, ώστε δεν ηδύνατο να το βλέπη άνθρωπος. Αφού δε είδεν όλους τους αρρώστους η Δέσποινα, ήλθε και εις την μαθήτριαν της Ειρήνης. Τότε πίπτει εις τους αχράντους πόδας της Παναγίας η Αγία έμφοβος όλη και έντρομος· ήκουσε δε ότι εφώνησεν η Θεοτόκος τον μέγαν Βασίλειον, και τον ηρώτησε δια την Ειρήνην, τι εχρειάζετο. Όστις είπεν όλην την υπόθεσιν ως άνωθεν. Τότε λέγει πάλιν η Δέσποινα· «Καλέσατε την Αναστασίαν», και όταν ήλθεν, είπε προς αυτήν· «Υπάγετε με τον Βασίλειον εις την Καισάρειαν, εξετάσατε με επιμέλειαν, και να θεραπεύσητε ταύτην την κόρην, ότι εις σας ο Υιός και Θεός μου ταύτην την χάριν εχάρισε». Τότε προσκυνήσαντες την Θεοτόκον η Αναστασία και ο Βασίλειος ανεχώρησαν μετά σπουδής, να τελέσουν το προστασσόμενον· φωνή δε εγένετο προς την Οσίαν λέγουσα· «Ύπαγε εις το Μοναστήριόν σου, και εκεί θέλει θεραπευθή». Όταν λοιπόν εξύπνησεν εφανέρωσε προς τας άλλας την όρασιν· όθεν ανεχώρησαν χαίρουσαι. Ήτο δε ημέρα Παρασκευή και την ώραν του Εσπερινού συνήχθησαν όλαι εις τον Ναόν· λέγουσα δε την οπτασίαν η Οσία, επρόσταξε να σηκώσουν όλαι προς τον ουρανόν τας χείρας και τα όμματα, να φωνάζουν το, Κύριε ελέησον! Εξ όλης καρδίας με δάκρυα. Μετά πολλήν ώραν, όταν εβράχη όλον το δάπεδον του Ναού από τα δάκρυα, εφάνησαν εις τον αέρα πετόμενοι (ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ παντοδύναμε! ) η καλλιμάρτυς Αναστασία και ο μέγας Βασίλειος· φωνή δε από τούτους εξήλθε λέγουσα· «Άπλωσον, Ειρήνη, τας χείρας σου, δέξου ταύτα και μη μας ονειδίζης πλέον άδικα». Ταύτα της είπεν ο μέγας Βασίλειος, διότι ενώπιον της εικόνος του ηύχετο η Αγία, και του έλεγε να διώξη τους μάγους από την Καισάρειαν. Απλώσασα τότε η Αγία τας αγίας χείρας της υπεδέχθη από του αέρος ερχόμενον εν δέμα, όπερ εζύγιζε τρεις λίτρας· όταν δε το έλυσαν, εύρον εντός αυτού διαφόρους μαντείας και κακουργήματα, σπάγγους, τρίχας, μολύβια, καταδέσματα, και γραμμένα ονόματα δαιμόνων. Εξόχως δε είχον δύο μικρά είδωλα από μόλυβδον, εις το ένα του ανδρός το ομοίωμα, και το άλλο της Μοναχής, ήσαν δε το εν μετά του άλλου κολλημένα ως αμαρτάνοντες. Αι δε Μοναχαί εθαύμασαν, και έμειναν όλην την νύκτα ευχαριστούσαι την Παντοδύναμον Άνασσαν. Το πρωϊ έστειλεν η Αγία εις τας Βλαχέρνας δύο Μοναχάς και την πάσχουσαν· έδωσε δε εις αυτάς και τα προαναφερθέντα μαγικά κακουργήματα, ως και έλαιον με προσφοράν, ίνα λειτουργήση ο Προσμονάριος. Ούτος μετά την ιερουργίαν έχρισε την ασθενή από το έλαιον της κανδήλας· έπειτα έβαλε τα μαγικά εις τους άνθρακας· καθώς δε εκείνα εκαίοντο, ελύοντο και τα αόρατα δεσμά της Μοναχής, και ήλθεν εις τον νουν της δοξάζουσα τον Θεόν, όστις την ελύτρωσεν. Όταν δε διελύθησαν τελείως τα είδωλα, εξήρχοντο φωναί μεγάλαι από τους άνθρακας, καθώς φωνάζουν οι χοίροι όταν τους σφάζουσιν. Οι δε παρόντες, ορώντες και ακούοντες ταύτα, έφυγον έντρομοι δοξάζοντες τον Θεόν, όστις κάμνει τοιαύτα παράδοξα. Είτα έστρεψαν αι Μοναχαί εις το Μοναστήριον, διηγούμεναι προς τας άλλας και ταύτα τα ύστερα θαυμασιουργήματα. Η δε ταπεινόφρων Ειρήνη, όσον έβλεπε ότι την ηυλαβούντο δια τας αγίας πράξεις της, τόσον αυτή κατέκρινε τον εαυτόν της, και δεν έλειψαν ποτέ από τους οφθαλμούς της τα δάκρυα. Μάλιστα δε εις την λειτουργίαν, όταν εθυσίαζεν ο ιερεύς τον Θεόν εις την θείαν τράπεζαν. Ότι συλλογιζομένη πως ο αόρατος και αθάνατος Θεός κατεδέχθη να γίνη άνθρωπος, και να σταυρωθή δια την αγάπην μας, ετοιμάσας αυτά τα θεία Μυστήρια, δια να τον μεταλαμβάνωμεν, κατενύγετο τόσον, ώστε δεν ηδύνατο να κρατή το πένθος και εσκέπαζε το πρόσωπόν της δια να μη την βλέπωσιν, έκλαιε δε ώσπερ να ήτο ληστής και κακούργος, όστις έπραξεν έργα παράνομα. Αλλά ας είπωμεν και άλλο θαυματούργημα. Νέος τις, Νικόλαος ονόματι, εκαλλιέργει τον αμπελώνα του Μοναστηρίου εκείνου της Αγίας. Ούτος ηγάπησε μίαν από εκείνας τας Μοναχάς, δεν είχε δε ημέραν και νύκτα ποσώς ανάπαυσιν, αλλά εζήτει τρόπον να τελέση την επιθυμίαν του. Εις τούτο δε τον παρεκίνει ο δαίμων, δια να λυπήση την Αγίαν ο εναγέστατος· τόσον δε τον εσκότισε μίαν νύκτα, ώστε έδραμε προς το Μοναστήριον, νομίζων δε ότι εύρε την θύραν ανοικτήν, επήγεν εις το κελλίον της Μοναχής, την οποίαν ηγάπα· του εφάνη δε κατά φαντασίαν δαίμονος πως έπεσε μετ’ αυτής εις το στρώμα και έκαμνε την επιθυμίαν του, αυτός όμως ο ταλαίπωρος έπεσεν εις την γην και συνετρίβη. Όχι δε μόνον το σώμα του επληγώθη, αλλά και ο δαίμων, ευρίσκων αυτόν εις την κακήν γνώμην, εισήλθεν εις τα εντόσθιά του και τον ετάρασσε. Το πρωϊ λοιπόν, όταν ήνοιξεν η θυρωρός και τον είδε ότι έκειτο απ’ έξω δαιμονιζόμενος, αφρίζων το στόμα και συντριβόμενος, το ανήγγειλε προς την Αγίαν, ήτις εγνώρισε την αιτίαν, πίπτουσα δε εις προσευχήν έλεγε· «Ευλογητός ο Θεός, όστις δεν μας αφήκε να γίνωμεν θήρα και θύματα του δαίμονος». Τον έστειλε τότε εις τον Ναόν της Αγίας Αναστασίας να ιατρευθή τάχα εκεί δια να φύγη τον ανθρώπινον έπαινον· εις ολίγας δε ημέρας φαίνεται εις το όραμα της Ειρήνης η Αναστασία και της λέγει· «Δια να με πειράξης μου έστειλες αυτόν τον δαιμονιζόμενον; Ήξευρε, αδελφή μου ηγαπημένη, ότι μόνον συ δύνασαι να του δώσης την ίασιν». Έστειλε τότε η Αγία και τον έφεραν ούτω δεδεμένον καθώς ευρίσκετο. Αλλά δεν τον εθεράπευσε σύντομα, δια να μη γνωρισθή το θαυμάσιον, αλλά τον έδεσαν εις μίαν κολώναν της Εκκλησίας, έκαμνε δε ομού με τας άλλας καθ’ ημέραν προσευχήν δι’ εκείνον. Όταν δε ελειτούργησεν ο ιερεύς και απέθεσε τα Άγια μετά την μεγάλην είσοδον ηγριώθη πολλά ο δαιμονιζόμενος· κόψας δε την άλυσον, έδραμεν εις το Άγιον Βήμα και αρπάσας τον ιερέα τον εδάγκασεν εις τον ώμον ως να φάγη τας σάρκας του. Προφθάσασα τότε η Αγία τον επρόσταξε να μείνη ακίνητος, αυτός δε, όταν την είδεν, ετρόμαξε, θέλων δε να φύγη, δεν ηδύνατο ποσώς να σαλεύση από τον τόπον του, επειδή εκρατείτο αοράτως με το πρόσταγμα της Αγίας από δυνατωτέραν άλυσον. Όταν δε η λειτουργία ετελείωσεν, έμεινεν η Αγία μοναχή εις την Εκκλησίαν με τον δαιμονιζόμενον και πίπτουσα εις την γην έκαμε προς Κύριον δέησιν. Έπειτα ηγέρθη και εξήταζε τον δαίμονα, και επρόσταξε να είπη την αιτίαν και τον τρόπον, πως εισήλθεν εις εκείνον τον άνθρωπον. Τότε αυτός και μη θέλων έδωκε αληθινήν απόκρισιν εις πάσαν ερώτησιν, υπό της θείας δυνάμεως βιαζόμενος. Κατόπιν επρόσταξεν αυτόν η Αγία να εξέλθη από τον άνθρωπον ο μισάνθρωπος. Όθεν σπαράξας αυτόν τον έρριψεν εις την γην και έφυγεν. Η δε Αγία ήγειρεν αυτόν, και τον εδίδαξε να φυλάσσεται από την πολυφαγίαν και πολυποσίαν πάντοτε, να μη λείπη από την Εκκλησίαν τας εορτάς, και να προσεύχεται ακατάπαυστα, δια να μη εύρη πάλιν ο δαίμων ευκαιρίαν να του δώση ενόχλησιν. Εάν δε τον ερωτήσουν τις τον ιάτρευσε, να λέγη: «ο παντοδύναμος Κύριος δια πρεσβειών των Αγγέλων του». Ούτως αυτός μεν απήκθεν ευχαριστών και δοξάζων τον Κύριον, η δε θαυματουργός έμεινεν αγωνιζομένη ως και το πρότερον. Προσηύχετο δε τακτικά η Αγία έχουσα υψωμένας προς τον ουρανόν τας χείρας, άλλοτε ένα ημερονύκτιον, άλλοτε δύο ή τρία ή και μίαν εβδομάδα ολόκληρον. Όταν δε ήθελε να καταβιβάση τας χείρας της δεν ηδύνατο, ότι από την πολυκαιρίαν της εκστάσεως εκρατούντο εις τους ώμους και εις τους αγκώνας και τας αρθρώσεις· όθεν προσεκάλει καμμίαν αδελφήν και την εβοήθει, όταν δε τας κατεβίβαζεν εκτυπούσαν οι αρμοί δυνατά, ώστε ηκούετο από μακράν ο κρότος. Την δε Αγίαν Τεσσαρακοστήν δεν έτρωγεν έως το Πάσχα, ούτε άλλο βρώσιμον ειμή μόνον ολίγα οπωρικά και λάχανα μίαν φοράν την εβδομάδα και νερόν ολιγώτατον. Όθεν από την πολλήν εγκράτειαν δεν έμεινεν ειμή μόνον το δέρμα και τα οστά. Τας δε δεσποτικάς εορτάς ηγρύπνει όλην την νύκτα, και δεν εκοιμάτο τελείως, αλλά προσηύχετο κατά μόνας και έψαλλε· πολλάκις δε εξήρχετο εις την αυλήν το μεσονύκτιον, και έκαμε προσευχήν με πολλήν κατάνυξιν. Ότι βλέπουσα τα άστρα, το κάλλος του ουρανού και το μέγεθος, εχαίρετο δοξάζουσα τον Κτίστην, όστις με τόσην σοφίαν τα έκαμε. Κατά θείαν δε οικονομίαν, δια να μη μείνη αμάρτυρος μία μεγάλη θαυματουργία, όπου έγινε πολλάκις εις το προαύλιον, έτυχε και εξήλθε μίαν νύκτα αδελφή τις από το κελλίον της ήσυχα και βλέπει την Αγίαν όπου προσηύχετο, χωρίς να εγγίζουν εις την γην οι πόδες της, αλλά εστέκετο εις τον αέρα δύο πήχεις επάνω· και πλησίον της ήσαν δύο κυπαρίσσια υψηλότατα, τα οποία έκλιναν τας κορυφάς των έως την γην, και περιέμενον ούτω (ω εξαισίου τερατουργήματος!) όσην ώραν η Αγία ηύχετο· όταν δε αυτή ηγέρθη, επήγε και εις τα δύο και εγγίζουσα τας κορυφάς αυτών τα ηυλόγησε σταυροειδώς, τότε δε υψώθησαν και αυτά και έστρεψαν εις την στάσιν των. Βλέπουσα η Μοναχή τοιούτον φρικτόν και θαυμάσιον θέαμα εφοβήθη και έτρεμε, νομίζουσα φάντασμα τα βλεπόμενα, επειδή τρεις ώραι παρήλθον όπου το έβλεπεν. Όθεν, δια να πιστωθή την αλήθειαν, έδραμεν εις το κελλίον της Αγίας· και όταν είδε πως δεν ήτο ψεύμα, εβεβαιώθη ότι δεν έβλεπε φάντασμα, αλλά αληθινόν θαυματούργημα. Πλην τότε μεν εφοβήθη και δεν το εφανέρωσε τινός. Μετά δε ημέρας τινάς είδον αι Μοναχαί εις τας κορυφάς εκείνων των κυπαρίσσων κρεμασμένα δύο μανδήλια, τα οποία εκείνη η μακαρία εις δόξαν Θεού εκρέμασεν. Επειδή πολλάς φοράς έκλινον τας κορυφάς, ως άνωθεν, προσκυνούντα αυτήν. Λοιπόν ηρώτα η μία την άλλην, τις και πότε και πως ηδυνήθη να ανέβη εις τόσον ύψος να δέση εκεί τα μανδήλια. Τότε η Μοναχή, ήτις είδεν ως άνωθεν το θαυμάσιον, το διηγήθη εις όλας, αι οποίαι έφριξαν, από δε την χαράν των εδάκρυσαν, και την ωνείδισαν, διότι δεν τας εξύπνησε και αυτάς να ίδωσι τοιούτον εξαίσιον θέαμα. Όταν δε το έμαθεν η Αγία, ότι η άνωθεν Μοναχή το εδημοσίευσεν, εσκανδαλίσθη και την εκανόνισε λέγουσα· «Εάν με έβλεπες να αμαρτήσω ως άνθρωπος, ήθελες φανερώσει και την αμαρτίαν μου»; Η δε έπεσεν εις την γην έμφοβος, ζητούσα συγχώρησιν. Τότε η Αγία είπε προς αυτήν και εις τας άλλας μετά βαρείας επιτιμήσεως να μη τολμήση καμμία πλέον να φανερώση τινός κανένα θαυμάσιον, όσον καιρόν ζήση η Αγία εις τούτον τον κόσμον· ότι πολλά όμοια σημεία ετέλεσεν, αλλά δεν τα εφανέρωσαν, φοβούμεναι το επιτίμιον της Αγίας. Την πρώτην του Ιανουαρίουείχε συνήθειαν η Αγία να εορτάζη τον μέγαν Βασίλειον, διότι τον είχεν, ως συμπολίτην, εις πολλήν ευλάβειαν. Αφού ο ιερεύς ελειτούργησε και εξήλθεν, είπεν, ότι εις το Άγιον Βήμα ήτο ένας μυς (ποντικός) και εμόλυνε τα ιερά σκεύη, και να κάμουν τρόπον να τον φονεύσωσιν. Η δε Αγία απήλθεν εις το κελλίον της και έκαμε προσευχήν και δι’ αυτό το μικρόν επιζήμιον. Όταν λοιπόν εφιλεύθη ο ιερεύς και ήθελε να φύγη, έστειλεν η Ηγουμένη την Εκκλησιάρχισσαν και της λέγει· «Ύπαγε εις την θύραν του αγίου Βήματος, λάβε τον μυν, όστις κείται νεκρός και ρίψε τον έξω». Τότε επήγε και ο ιερεύς να προσκυνήση· βλέπων δε νεκρόν τον μυν, έλεγε· «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις Αυτού». Αυτήν την ημέραν, την τετάρτην φυλακήν της νυκτός, ήλθε φωνή προς την Οσίαν αοράτως, λέγουσα· «Υπόδεξαι τον ναύκληρον, όστις σου φέρει τα οπωρικά σήμερον, φάγε δε αυτά χαίρουσα και η ψυχή σου αγαλλιάσεται». Όταν δε έψαλλον τον όρθρον, έστειλε δύο καλογραίας λέγουσα· «Υπάγετε εις την θύραν, εμβάσατε μέσα τον ναύτην, τον οποίον θα εύρητε άξω». Όταν ήλθεν εις την Οσίαν ο άνθρωπος, επροσκύνησε ο εις τον άλλον και προσευξάμενοι εκάθισαν. Έπειτα τον ηρώτησεν η Αγία πως ήλθεν έως εκεί· ούτος δε είπεν εις αυτήν· «Ναύτης είμαι, Κυρία μου, από την νήσον της Πάτμου, εισήλθον δε εις πλοίον, δια να έλθω εδώ εις την Πόλιν δια τινα υπηρεσίαν μου· όταν δε είμεθα εις την άκραν της νήσου μου ταξειδεύοντες, βλέπομεν εις την γην ένα ωραίον και θεοειδή γέροντα, όστις μας εφώναξε να τον περιμένωμεν. Ημείς δε μη δυνάμενοι να στέκωμεν, διότι είμεθα πλησίον της γης εις τους βράχους και ο άνεμος αρκετός, ετρέχομεν. Όθεν εκείνος εφώναξε δυνατώτερα, προστάσσων το πλοίον να σταθή· παρευθύς δε εστάθημεν (ω του θαύματος!) έως ου ήλθεν ο γηραιός εκείνος περιπατών εις τα κύματα· όταν δε έφθασεν εις το πλοίον, εξήγαγε τρία μήλα από το στήθος του και μου τα έδωκε, λέγων· «Όταν φθάσης εις την βασιλεύουσαν Πόλιν, δος αυτά του Πατριάρχου, και ειπέ του, πως του τα έστειλεν ο πανάγαθος Θεός και ο δούλος του Ιωάννης από τον Παράδεισον». Έπειτα πάλιν εξήγαγεν άλλα τρία όμοια και μου λέγει· «Ταύτα δώρησαι της Ηγουμένης του Χρυσοβαλάντου, Ειρήνης ονόματι, και ειπέ της· «Φάγε απ’ εκείνα, όπου η καλή σου ψυχή επεθύμησεν· ότι τώρα έρχομαι από τον Παράδεισον και τα έφερα». Ούτως ειπών, ηυλόγησε τον Θεόν και μας ηυχήθη· ευθύς τότε το μεν πλοίον εκίνησεν, αυτός δε έγινεν άφαντος. Έδωσα τα τρία του Πατριάρχου· όθεν έφερα και της αγιωσύνης σου τα υπόλοιπα». Ταύτα η Οσία ακούσασα από την χαράν της εδάκρυσε και πολλάς ευχαριστίας απέδωκε προς τον ηγαπημένον μαθητήν του Χριστού και Απόστολον. Τότε εξήγαγε και τα μήλα ο ναύκληρος από ένα μεταξωτόν και χρυσοϋφαντον μανδήλιον, όπου τα είχε φυλαγμένα εντίμως, ως θεία πράγματα, και τα έδωκε της Οσίας με πολλήν ευλάβειαν. Τόσον δε επερίσσευαν τα μήλα ταύτα του Παραδείσου από τα πρόσκαιρα και γήϊνα μήλα εις ταύτα τα τρία χαρίσματα, ήτοι εις την ωραιότητα, εις την ευωδίαν και εις το μέγεθος, ώστε ήσαν εξαίσιον θέαμα. Και τούτο δεν είναι πράγμα απίστευτον, επειδή ήσαν από τον Παράδεισον. Μετά τούτο ο μεν ναύτης λαβών από την Αγίαν ευλογίαν και συγχώρησιν ανεχώρησεν, εκείνη δε ενήστευσε μίαν εβδομάδα ευχαριστούσα τον Κύριον δια την δωρεάν ταύτην, όπου της έστειλεν. Έπειτα εις δόξαν αυτού ήρχισε και έτρωγεν από ένα μήλον καθ’ ημέραν ολίγον, χωρίς να γευθή άρτον ή λάχανα ή άλλο τι βρώσιμον, ούτε καν ύδωρ έπιεν, έως ημέρας τεσσαράκοντα (40) και τόση ευωδία εξήρχετο από το στόμα της ανά πάσαν ώραν όπου έτρωγε εξ αυτού, ώστε επλήρωσεν όλας τας οσφρήσεις των αδελφών και όλον το Μοναστήριον, ώσπερ να κατεσκεύαζον καθ’ ημέραν μύρα και αρώματα πολύτιμα, όλος δε ο αέρας επληρούτο από την θαυμασίαν ταύτην τερπνότητα του Παραδείσου. Μετά ταύτα, όταν ήλθεν η αγία και μεγάλη Πέμπτη, επρόσταξεν η Αγία τας αδελφάς να κοινωνήσουν όλαι τα θεία Μυστήρια· μετά δε την αγίαν Μετάληψιν ετεμάχισε το δεύτερον μήλον και έδωκεν εις εκάστην ένα τεμάχιον και το έφαγαν, αλλά δεν ήξευραν τι ήτο· μόνον την ευωδίαν και γλυκύτητα ησθάνοντο εις το στόμα των και εθαύμαζον, μάλιστα δε διότι ησθάνοντο εις την ψυχήν, όταν το έτρωγαν, πολλήν ευφροσύνην και αγαλλίασιν. Το δε έτερον μήλον εφύλαξεν ως φυλακτήριον πολύτιμον, καθ’ εκάστην δε το ωσφραίνετο εις απόλαυσιν της ψυχής της και αγαλλίασιν. Την δε μεγάλην Παρασκευήν, όπου έπαθεν ο Δεσπότης μας, είδεν η Οσία έκστασιν· ήτοι καθώς έψαλλον αι αδελφαί τα άγια Πάθη με πολλήν κατάνυξιν, βλέπει και ήλθαν εις την Εκκλησίαν ασπροφόροι αναρίθμητοι, όλοι νέοι ωραιότατοι και φωτοειδέστατοι· κρατούντες δε εις τας χείρας κιθάρας, έψαλλον ύμνους εις δόξαν Χριστού με μελωδίαν εναρμόνιον, γλυκυτάτην και θαυμάσιον. Εβάσταζον δε και φιάλας, αι οποίαι ήσαν πλήρεις μύρου, τας οποίας εκένωσαν εις την αγίαν Τράπεζαν· τόση δε ευωδία εξήρχετο, ώστε επλήρωσεν όλον το Μοναστήριον. Έπειτα βλέπει μέγαν τινά άνθρωπον, ωραίον και αστραπόμορφον, του οποίου έλαμπε το πρόσωπον ως ο ήλιος και τον οποίον οι επίλοιποι προϋπήντησαν με πολλήν τιμήν και ευλάβειαν. Ούτος τους έδωκε μίαν σινδόνα ωραίαν και πολύτιμον, να σκεπάσουν τα μύρα επιμελέστατα επάνω εις την αγίαν Τράπεζαν. Τότε ο Άγγελος, όστις επερίμενεν εις το θυσιαστήριον, εφώναξε προς τον μέγαν εκείνον με λύπην πολλήν και κατήφειαν, λέγων· «Έως πότε, Κύριε»; Και φωνή ηκούσθη λέγουσα· «Έως να έλθη ο δεύτερος Σολομών, να ενωθώσι τα άνω με τα κάτω, να γίνουν αμφότερα εν· τότε και ο Κύριος εις τούτον τον τόπον θα υψωθή και θα μεγαλυνθή της δούλης του το μνημόσυνον». Ταύτα η φωνή λέγουσα, εφώνησαν οι λευκοφόροι το «Δόξα εν υψίστοις Θεώ», ούτω δε ψάλλοντες ανήλθον εις τα ουράνια. Η δε Αγία συλλογιζομένη τι εδηλούσαν, εννόησεν, ότι η όρασις εφανέρωσε πως ούτε αυτή θέλει δοξασθή ούτε το Μοναστήριον, έως να ζουν αι ταύτης μαθήτριαι. Καθώς αυτή προ ολίγων ημερών παρεκάλεσε τον Κύριον, να μη την δοξάση εις τους ανθρώπους εδώ πρόσκαιρα, αλλά μόνον εις την Βασιλείαν του αιώνια· τούτο δε το όμοιον εδίδασκε και τας αδελφάς, ούτω λέγουσα· «Φεύγετε την τιμήν των ανθρώπων, όσον δύνασθε· ότι η ψυχή, η οποία ορέγεται τιμήν ανθρώπινον, δεν αξιώνεται να την δοξάση ο Κύριος». Άλλοτε την παρεκάλει μία αδελφή ασθενής με απλότητα να της δώση την υγείαν του σώματος. Η δε Οσία εσύναξεν όλην την αδελφότητα, και λέγει· «Πιστεύσατέ μοι, ότι εάν είχον παρρησίαν τινά προς τον Θεόν, θα παρεκάλουν να είμεθα όλας τας ημέρας της ζωής μας άρρωστοι, διότι ηξεύρω πόσην ωφέλειαν έχει η ψυχή από την ασθένειαν του σώματος και μάλιστα όταν ευχαριστή τον Θεόν ο άρρωστος, και δοξάζη Αυτόν και ομολογή ότι δικαίως παιδεύεται». Αλλά ας είπωμεν άλλο ένα ή δύο θαυμάσια, τα οποία ετέλεσεν έτι ζώσα η Αγία, και τότε να τελειώσωμεν με την τελείωσιν της Οσίας και την διήγησιν. Τινές κακότροποι άνθρωποι διέβαλον προς τον βασιλέα δια τον φθόνον των ένα συγγενή της Αγίας, μεγάλον άρχοντα. Ούτος ήτο εις την αξίαν ένδοξος, εις δε το γένος λαμπρός και περιφανέστατος· τούτον ο βασιλεύς εφυλάκισεν εις τόπον σκοτεινόν του παλατίου, εμελέτα δε να τον βυθίση εις την θάλασσαν, να μη ακουσθή τελείως ούτε να αξιωθή ενταφιάσεως. Διότι του είπον ψεύματα, ότι επιβουλεύετο τον αυτοκράτορα, δια τούτο εμελέτα να τον φονεύση. Μη δυνάμενοι να του βοηθήσουν με άλλον τρόπον οι συγγενείς και φίλοι του, έδραμον εις την Αγίαν κατακοπτόμενοι· προσπίπτοντες δε εις τους πόδας αυτής, εδέοντο με θερμότατα δάκρυα να λυπηθή τον συγγενή και ηγαπημένον της, να τον λυτρώση από τον άδικον θάνατον. Η δε στενάξασα ωε συμπαθής εδάκρυσε και τους παρηγόρησε λέγουσα· «Μη λυπείσθε, αλλά υπάγετε εις τον οίκον σας, ελπίζοντες εις τον Κύριον, και αυτός του δίδει βοήθειαν». Εκλείσθη τότε εις το κελλίον της και εδέετο του Θεού να βοηθήση τον αδικημένον τάχιστα. Ο δε Κύριος, όστις κάμνει το θέλημα των δούλων αυτού, παρευθύς της επήκουσε και ελύτρωσε τον άρχοντα με τούτον τον τρόπον θαυμασιώτατα. Όταν εκοιμάτο ο βασιλεύς, το μεσονύκτιον, είδε την Αγίαν Ειρήνην πρώτον εις το όραμά του, έπειτα δε και οφθαλμοφανώς, και του λέγει ταύτα με μεγάλην φωνήν φοβερίζουσα· «Βασιλεύ, έγειραι παρευθύς να λυτρώσης εκείνον, όπου εφυλάκισες άδικα, ότι τον εσυκοφάντησαν αδίκως δια τον φθόνον των. Ει δε και δεν μου ακούσης, εγώ θα παρακαλέσω τον Βασιλέα των ουρανών κατά σου, να σε θανατώση και να δώση των θηρίων και των πετεινών τας σάρκας σου». Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς εθυμώθη και της λέγει· «Τις είσαι συ, ήτις με φοβερίζεις; Και πως ετόλμησες να έλθης τοιαύτην ώραν εις την στρωμνήν μου με τόσην προπέτειαν»; Η δε απεκρίνατο· «Εγώ είμαι η Ηγουμένη του Χρυσοβαλάντου, Ειρήνη ονόματι». Ταύτα δε ειπούσα, δύο φοράς τον εκέντησεν εις την πλευράν· όθεν από τον πόνον εξύπνησεν οργιζόμενος και την βλέπει (ω των θαυμασίων σου, Χριστέ παντοδύναμε!) έμπροσθεν αυτού, και του λέγει πάλιν τα ίδια. Είτα εξήλθεν από την θύραν και ανεχώρησεν. Ο δε βασιλεύς φοβηθείς εφώναξε και συναχθέντες οι δούλοι του ηρώτα τον παρακοιμώμενον, εάν είδε την Μοναχήν, όπου εξήλθεν την ώραν ταύτην από το δωμάτιον· εκείνος δε θαυμάζων ώμοσεν, ότι ήσαν όλαι αι θύραι κεκλεισμέναι και αι κλείδες εις το στρώμα του. Τότε ο βασιλεύς ηννόησεν ότι ήτο από τον Θεόν η όρασις· όθεν το πρωϊ επρόσταξε και έφεραν τον κατάδικον και τον εξήταζε δια την επιβουλήν, ως και διατί έκαμε την νύκτα μαντείας δια να αποφύγη τον θάνατον; Ο δε απεκρίνατο· «Ούτε μαντείαν έπραξα πώποτε, ούτε την βασιλείαν σου επεβουλεύθην, μάρτυς μου ο Κύριος». Τότε επράϋνε τον θυμόν ο βασιλεύς και του λέγει πραεία τη φωνή. «Γνωρίζεις την Ηγουμένην του Χρυσοβαλάντου»; Του λέγει· «Ναι, συγγενής μου είναι, και δούλη του Χριστού ενάρετος». Λέγει ο βασιλεύς· «Αν στείλω άνθρωπον θα την εύρη εκεί»; Του λέγει ο κατάδικος· «Δεν εξέρχεται από το Μοναστήριον ουδέποτε». Τότε έστειλε μεγιστάνας τινάς και άρχοντας με ζωγράφον επιστήμονα να ιστορήσουν την όψιν της, δια να βεβαιωθή την αλήθειαν, τον δε κατάδικον εφυλάκισε. Ταύτα πάντα εγνώριζε και η Αγία από την χάριν του Πνεύματος· όθεν, όταν ετελείωσαν τον Όρθρον, είπεν εις τας αδελφάς· «Ταύτην την νύκτα είδον όνειρον, ότι έστειλεν εδώ ο βασιλεύς τόσους άρχοντας, ώστε εγέμισεν η αυλή πλήθος άπειρον· αλλά μη φοβηθήτε όταν έλθωσιν, ότι ο Κύριος οικονομεί το συμφέρον μας». Εις ολίγην ώραν και οι απεσταλμένοι έφθασαν. Η δε Οσία εισήλθεν εις τον Ναόν και ειδοποίησε τους άρχοντας να υπάγουν εκεί να ομιλήσωσι· εισελθόντες δε εκείνοι την επροσκύνησαν. Καθώς δε ηγέρθησαν, εξήλθεν από το πρόσωπόν της αστραπή μεγάλη, ώστε έπεσον εις τα οπίσω οι άρχοντες, μη υποφέροντες την λαμπρότητα. Η δε Αγία τους ήγειρε λέγουσα· «Μη φοβήσθε, τέκνα μου, ότι και εγώ άνθρωπος είμαι ασθενής ως σεις. Αλλά διατί να σας βάλη εις κόπον ο άπιστος εκείνος, όστις σας έστειλεν; Ειπέτε πάλιν εκείνα όπου του είπα εις το όνειρον, να ελευθερώση από την φυλακήν τον άνθρωπον, ότι δεν του έπταισεν. Ει δε και παρακούση μου, θέλουν συμβή όσα του επροφήτευσα· ότι δεν αργεί ο Κύριος, αλλά είναι πλησίον εις όσους τον επικαλούνται με αλήθειαν». Ταύτα ακούοντες οι άρχοντες εφοβήθησαν περισσότερον, λέγοντες· «Ούτω να είπωμεν εις τον βασιλέα κατά την αγίαν σου πρόσταξιν. Πλην παρακαλούμεν σε να καθίσης ολίγον, να μας διδάξης λόγον ψυχωφελή και σωτήριον». Τούτο δε είπον και δια να την ιστορήση ο ζωγράφος ακριβέστερον. Γενομένου δε τούτου και λαβόντες αυτής το ομοίωμα, επέστρεψαν εις τον βασιλέα και ανήγγειλαν εις αυτόν όσα είδον και ήκουσαν. Καθώς δε του έδειξαν την εικόνα της, εξήλθεν αστραπή από ταύτην, ήτις τον εκτύπησεν εις τους οφθαλμούς και εθαμβώθη προς ώραν το φως του. Όθεν από τον φόβον έμεινεν έντρομος, ταύτα φωνάζων· «Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα έλεός σου», έστεκε δε ώραν πολλήν ως εξεστηκώς και θαυμάζων. Περιεργαζόμενος δε την εικόνα, έλεγεν ότι ωμοίαζεν εκείνης, ήτις του ωμίλησε. Τότε ευθύς εκβάλλει τον άρχοντα και ζητών συγχώρησιν ηυχαρίστει τον Κύριον, όστις τον ελύτρωσεν από τα δεινά, όπου έμελλε να του έλθωσι δια τον άδικον εκείνου θάνατον. Έγραψε δε και επιστολήν ο βασιλεύς προς την Οσίαν ταύτα λέγουσαν· «Ελυτρώσαμεν, κατά την αγίαν σου πρόσταξιν, δούλη του Θεού, τον ανεύθυνον, και ευχαριστούμεν σοι, ότι μας ελύτρωσες από τον κίνδυνον· ας έχωμεν όθεν συγχώρησιν εις ό,τι εσφάλαμεν προς την αγιωσύνην σου, και δεν επιστεύσαμεν από το πρώτον την όρασιν, αλλά σου εδώσαμεν ενόχλησιν· παρακάλει δε τον Θεόν δι’ ημάς. Παρακαλούμεν δε εγώ και η βασίλισσα, να έλθης έως εδώ, να μας ευλογήσης με τας αγίας χείρας σου. Ει δε και δεν θέλεις να έλθης, ερχόμεθα να σε προσκυνήσωμεν». Ταύτην την επιστολήν της έστειλεν ομού με βασιλικά δωρήματα. Η δε Αγία ούτως αντέγραψεν· «Ο Θεός συγκαταβαίνει, ω βασιλεύ, εις τας ασθενείας μας ως φιλάνθρωπος, και δεν θέλει τον θάνατον του αμαρτωλού, αλλά την μετάνοιαν. Λοιπόν όχι εμέ, αλλ’ εκείνον ευχαρίστει και δόξαζε. Πλην ούτε η βασιλεία σου είναι πρέπον να έλθη εδώ, ούτε εγώ εις τα βασίλεια. Δεν χρειάζεσαι ευλογίαν από αμαρτωλήν και ταπεινήν δούλη Του, ότι έχεις τον αγιώτατον Πατριάρχην και τους άλλους αρχιερείς της Εκκλησίας, και τους πνευματικούς Πατέρας των Μοναστηρίω και εάν ακούης τας νουθεσίας αυτών, θέλεις θεραπεύσει τον Θεόν, να κυβερνήσης την βασιλείαν ευσεβώς, σωφρόνως και δικαίως. Ει δε και δεν κάμης τον λόγον μου, αλλά βουληθής να έλθης, δεν θα σου προξενήση καλόν, και μόνον τον Θεόν παροργίζεις. Ει δε και μου ακούσης, η δεξιά του Υψίστου να σε σκεπάση και να σε λυτρώνη από κάθε πειρασμόν πάντοτε». Ταύτα γράψασα εσφράγισε την επιστολήν και την έστειλε με τινα πράγματα χάριν ευλογίας, τα οποία ευλαβώς εδέχθη, αλλά περισσώς ελυπήθη, πως δεν τον ηξίωσε να ίδη το άγιον αυτής πρόσωπον. Πλην δια να μη την σκανδαλίση, δεν την επείραξε· μόνον πολλάκις της έστειλε μετάνοιαν και δωρεάν με άνθρωπον· ομοίως δε και αυτή εκείνου και απήλαυσε πολλήν παράκλησιν και βοήθειαν ο βασιλεύς από την Αγίαν. Ο δε συγγενής της, όστις ελυτρώθη από τον κίνδυνον, έπεσεν εις τους πόδας αυτής και τόσον έκλαυσεν, ώστε τους έπλυνε με δάκρυα. Αυτή δε τον ενουθέτησε να φυλάττη τας εντολάς του Θεού, δια να μη του έλθη άλλην φοράν πειρασμός όμοιος, οίτινες μας ευρίσκουν δια παίδευσιν των αμαρτιών μας. Αφού δε τον εδίδαξεν ικανώς, τον εκράτησε να φιλευθώσιν ομού με όλην την Αδελφότητα εις δόξαν Θεού δια την σωτηρίαν της ψυχής αυτού και του σώματος· μετά δε την ευχαριστίαν, τον κατευώδωσαν εις τους συγγενείς χαίρουσαι. Αλλά ακούσατε και έτερον προ της τελευτής της Οσίας τελεσιούργημα. Άνθρωπος τις φίλος και γνώριμος της Αγίας, αγαθός, ευλαβής και φιλόχριστος, Χριστοφόρος ονόματι, ήρχετο πολλάκις εις την Μονήν και τον υπεδέχετο και ωμιλούσαν, ηξεύρουσα ότι ήτο ενάρετος. Μίαν ημέραν λοιπόν όπου ήλθε και συνωμίλησαν ώραν πολλήν, ότανήθελε να αναχωρήση, έβαλε μετάνοιαν κατά την συνήθειαν, ζητήσας συγχώρησιν. Η δε Αγία είπεν εις αυτόν· «Άπελθε, τέκνον, ο Κύριος να αναπαύση μετά δικαίων το πνεύμα σου». Ταύτα ακούσας εκείνος έμεινε σύντρομος και περίλυπος, διότι εννόησεν ως φρόνιμος ότι δεν έλεγεν η Οσία ταύτα χωρίς τινα έννοιαν. Η δε Αγία, όταν τον είδε τεταραγμένον, επροφασίσθη ότι ήτο ο νους της εις άλλο, και δια τούτο ταύτα ελάλησεν· όταν δε τον επαρηγόρησεν ικανώς, απέστειλεν εις τον οίκον του, απήλθε δε χωρίς να έχη κανένα σημείον ασθενείας, αλλ’ ήτο όλος υγιής και άνοσος· φθάσας δε εις την οικίαν του έφαγε καλά, κατά δε την ώραν του εσπερινού αιφνιδίως παρέδωκε το πνεύμα. Τούτο ουδείς είχεν ακόμη μάθει ειμή μόνον η Αγία εγνώρισεν από Πνεύμα Άγιον· δια τούτο και του είπε τα προρρηθέντα λόγια. Μία δε από τας αδελφάς, όπου έτυχεν εκεί όταν ταύτα ελάλησε, την εμέμφθη λέγουσα· «Διατί, κυρία μου, είπες τον λόγον εκείνον του Χριστοφόρου και απήλθε περίλυπος»; Λέγει η Αγία· «Μη νομίσης πως είπα τούτο ούτως απλώς και ως έτυχεν, αλλά διότι έβλεπα ένα νέον λαμπρόν, όπου έστεκεν οπίσω του, και εκράτει ακονισμένον δρέπανον, ήσαν και άλλοι τινές πλησίον του, οίτινες εμετρούσαν τους χρόνους της ζωής αυτού με τα δάκτυλα· απεφάνθησαν δε ότι η τελευταία του ημέρα είναι σήμερον· και αν δεν πιστεύσης, κάλεσον την δούλην σου Ευήθειαν, να υπάγη εις την οικίαν του, να ίδη ότι απέθανεν». Έστειλαν τότε αυτήν και τον εύρε νεκρόν. Όθεν όλαι εθαύμασαν και εδόξασαν τον Θεόν, ότι τας ηξίωσε να έχωσι τοιαύτην διδάσκαλον, από τότε δε επρόσεχαν τους λόγους της· και όταν έλεγε τινός, ο Θεός να τον αναπαύση, αυτήν την ημέραν ετελειώνετο. Αλλ’ επειδή και αυτή η μακαρία άνθρωπος ήτο, έπρεπε να πληρώση το χρέος της απερχομένη του κόσμου τούτου· τούτο της εφανέρωσε ο Άγγελος λέγων· «Ήξευρε, ότι τον ερχόμενον χρόνον, εις τας είκοσι οκτώ (28) του παρόντος μηνός, όταν εορτάσης τον Μεγαλομάρτυρα Παντελεήμονα, θέλεις έλθει να παρασταθής εις τον θρόνον της θεότητος». Είχε δε τότε ο Ιούλιος είκοσιν εξ (26) και εώρταζον εις το Μοναστήριον της Αγίας τα εγκαίνια του Ναού του Αρχαγγέλου, διότι κατ’ αυτήν την ημέραν τον ενεκαινίασαν. Κατά δε τον επόμενον χρόνον πάλιν, όταν εώρτασε ταύτην την πανήγυριν ως και την του Αγίου Παντελεήμονος, εκοινώνησε τα θεία Μυστήρια, νηστεύουσα κατά την τάξιν μίαν εβδομάδα πρότερον και προσευχομένη, χωρίς να γευθή καν τίποτε ούτε ύδωρ τελείως. Τότε έλαβε το θαυμάσιον εκείνο μήλον, όπου της είχε στείλει ο ηγαπημένος Μαθητής του Δεσπότου Χριστού από τον Παράδεισον, ομού με τα άλλα δύο, καθώς ανωτέρω είπομεν, και έφαγεν αυτό εις δόξαν Θεού, αφού πλέον εγνώρισεν ότι ήλθεν ο καιρός να υπάγη προς τον ποθούμενον Νυμφίον της, διότι πρωτύτερα δεν ηθέλησε να το φάγη, δια να το έχη εις ταύτην την εξρίαν παρηγορίαν εις πάσαν αθυμίαν, την οποίαν ήθελεν έχει καμμίαν φοράν ως άνθρωπος ή από τας Μοναχάς λύπην τινά ή παράπονον. Διότι τότε ελάμβανεν αυτό εις τας χείρας της, και με την άμετρον αυτού ευωδίαν ηφανίζετο πάσα πικρία· ετρέπετο δε η πολλή της λύπη αι αθυμία εις ευθυμίαν και αγαλλίασιν, και εχαίρετο η πανολβία ενθυμουμένη οποίαν απόλαυσιν έμελλε να κληρονομήση εις την ουράνιον Βασιλείαν πάντοτε. Τότε λοιπόν, ενώ έτρωγε το μήλον, επληρώθη πάλιν ευωδίας θαυμασίας όλον το Μοναστήριον. Η δε Οσία, μετά την του μήλου μετάληψιν, ήλθεν εις αγωνίαν, φοβουμένη τον θάνατον, βλέπουσα δε προς τον ουρανόν έκλαιεν. Αι δε Μοναχαί, μη ηξεύρουσαι την αιτίαν του πένθους, ομοίως έκλαιον και την ηρώτησαν τι είχε και επικραίνετο. Η δε απεκρίνατο· «Σήμερον, τέκνα μου, αναχωρώ από τούτον τον κόσμον και πλέον δεν με βλέπετε, ότι ήλθεν η ώρα να υπάγω εις την ζωήν την αιώνιον· ψηφίσατε δε προεστώσαν την κυρίαν Μαρίαν, ότι ο Θεός την προέκρινεν, ήτις θέλει σας κυβερνήσει θεάρεστα. Σπουδάσατε δε να περιπατήσετε την στενήν και τεθλιμμένην οδόν, δια να εύρητε ευρυχωρίαν εις τον Παράδεισον. Μισήσατε τον κόσμον και τα εγκόσμια, ότι όλα ταύτα τα πρόσκαιρα είναι μάταια. Μισήσατε τας ψυχάς σας, δια να τας κερδήσητε, κατά την θείαν πρόσταξιν· μη κάμνετε ποτέ το θέλημα της σαρκός, αλλά το του Θεού· διότι μόνον Εκείνος δύναται να σας βοηθήση την ώραν της κρίσεως». Αυτά και έτερα ψυχωφελή λέγουσα η μακαρία Ειρήνη την τελευταίαν ώραν, εσήκωσε προς ουρανόν τας χείρας και τα όμματα, και προσηύξατο προς Κύριον λέγουσα· «Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού του ζώντος, ο ποιμήν ο καλός, ο λυτρώσας ημάς δια του παναγίου και πολυτίμου αίματός σου, εις τας αγίας χείρας σου παραδίδω τούτο το μικρόν σου ποίμνιον· σκέπασον αυτό με την σκέπην των πτερύγων σου και διαφύλαξον αυτό από τας επηρείας του δαίμονος· ότι Συ είσαι ο αγιασμός και η λύτρωσις ημών, και σοι την ευχαριστίαν αναπέμπομεν και δοξολογούμεν σε πάντοτε». Ταύτα προσευξαμένη εκάθισεν, ήρχισε δε να μειδιά βλέπουσα τους Αγίους Αγγέλους, οίτινες την εχαιρέτησαν, και παρευθύς έλαμψε το πρόσωπόν της ως ο ήλιος· έκλεισε τότε τους οφθαλμούς ωσάν να εκοιμάτο, ούτω δε παρέδωκε την ιεράν της ψυχήν προς Κύριον, ζήσασα χρόνους εκατόν τρεις. Παρ’ όλον δε το γήρας δεν εμαράνθη ποσώς το κάλλος της, αλλ’ εφαίνετο η μακαρία ως νέα ωραιοτάτη είτε ένεκεν του χαρίσματος της παρθενίας, όπου δεν εγνώρισε κόσμον η κοσμία και πάνσεμνος, είτε ήτο τούτο χάρις από τον Θεόν εξαίρετος, να μείνη έως τέλους εις αυτήν αυτή η ωραιότης και το κάλλος του σώματος, δια να μαρτυρή την ωραιότητα της ψυχής, καθώς ηξιώθη και άλλης χάριτος από τον ουράνιον Νυμφίον της. Έγινε τότε από τας αδελφάς κλαυθμός και οδυρμός άμετρος, αίτινες πρεπόντως εθρηνούσαν τοιαύτης μητρός την υστέρησιν. Όχι δε μόνον αύται, αλλά και όλη σχεδόν η Πόλις εσυνάχθη, εξόχως δε αι Συγκλητικαί και αι αρχόντισσαι και παν γένος και ηλικία έδραμον άπαντες, όσοι ήκουσαν την αγίαν αυτής μετάστασιν, ίνα ασπασθούν προς αγιασμόν το άγιον αυτής και σεβάσμιον λείψανον. Τόσον δε πλήθος εσυνάχθη ανδρών τε και γυναικών, ώστε δεν εχώρει το Μοναστήριον, ούτε και να την ενταφιάσουν ηδύναντο, έως ότου ενύκτωσε· και τότε μετά βίας ετέλεσαν τα ειθισμένα κατά την τάξιν της Εκκλησίας μας· και είχον μεν μύρα ευωδέστατα και αρώματα πολύτιμα και μοσχοθυμιάματα, όπου τα έφεραν οι Αρχιερείς κατά την συνήθειαν· αλλά τόση ευωδία εξήρχετο από το τίμιον και πανσέβαστον λείψανον, ώστε επερίσσευε ασυγκρίτως όλα τα επίγεια αρώματα και τα θυμιάματα. Αφού την έψαλαν, είχον ητοιμασμένον εν γλωσσόκομον εις το οποίον την έβαλαν προς ώραν, έως ότου της έκτισαν τάφον καινουργή εις τον Ναόν του Αγίου Θεοδώρου, όστις είναι πλησίον του Αρχαγγέλου, εκεί εις το Μοναστήριον· εις αυτόν δε ενεταφίασαν την ομοίαν ή και θαυμασιωτέραν του Μάρτυρος· από τον τάφον δε αυτόν εξέρχεται καθ’ εκάστην ευωδία θαυμάσιος, μαρτυρούσα την παρρησίαν της Οσίας προς Κύριον. Εκείνος δε ο συγγενής της και άρχων, τον οποίον ελύτρωσεν η Αγία από τον θάνατον, ως άνωθεν είπομεν, ενθυμούμενος την μεγάλην ταύτην ευεργεσίαν, απέδιδε την ευχαριστίαν, εορτάζων κατ’ έτος την μνήμην της Αγίας πλουσιοπάροχα και λαμπρότατα· όχι δε μόνον αυτός έτυχε της ευεργεσίας της Οσίας, αλλά και όστις άλλος ήθελε την επικαλεσθή μετά πίστεως, του έδιδε τα συμφέροντα αιτήματα· και έως την σήμερον θαυματουργεί εις τους μετά πίστεως επικαλουμένους αυτήν και μάλιστα εις τους έχοντας ανάγκην, και τους αδικημένους, όπως συνέβη και κατά τας ημέρας μας ταύτας όπως θέλετε ακούσει κατωτέρω. Δια τας ευεργεσίας της ταύτας η Αγία Ειρήνη τιμάται ιδιαιτέρως από τους ευσεβείς Χριστιανούς, εν δε τη περιοχή Αττικής υπάρχουσι σήμερον δύο ευαγέστατοι γυναικείαι Ιεραί Μοναί τιμώμεναι εις το όνομα της Αγίας και προστατευόμεναι υπ’ αυτής, πλήθος δε κόσμου συρρέει τακτικώς εις τους περικαλλεστάτους Ναούς των Μονών αυτών, ιδιαιτέρως δε κατά την μνήμην της Αγίας, τιμώντες και ευχαριστούντες αυτήν δια τας ευεργεσίας, τας οποίας κατά καιρούς απήλαυσαν και πλείστα όσα θαύματα τελούνται εν αυταίς, άτινα αδύνατον είναι να γράψωμεν ημείς, διότι δεν θα μας επήρκει το ανά χείρας βιβλίον, είναι όμως ταύτα αναγεγραμμένα εις ιδιαίτερα βιβλία εκδοθέντα υπό των Μονών αυτών· ημείς δε θα αναφέρωμεν εν μόνον εξαίσιον θαύμα, όπερ ετέλεσεν η Αγία ρυσαμένη εκ βεβαίου θανάτου αδίκως τυφεκισθέντα Χριστιανόν, τον οποίον και ημείς καλώς γνωρίζομεν και ιδίαν έχομεν αντίληψιν του συντελεσθέντος θαύματος. την 14ην Ιουλίου του έτους 1944.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”