Λεπτομέρειες του πνευματικού πολέμου

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
toula
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 35855
Εγγραφή: Παρ Δεκ 11, 2009 7:29 am
Τοποθεσία: ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ (ΤΟΥΛΑ) - ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ - ΑΘΗΝΑ

Λεπτομέρειες του πνευματικού πολέμου

Δημοσίευση από toula »

Λεπτομέρειες του πνευματικού πολέμου

Αδελφοί και πατέρες, βλέπουμε τον προφήτη Δαυίδ, αν και ήταν πολυάσχολος και γεμάτος φροντίδες, να τον απασχολεί έντονα τι θα λαλήσει ο Θεός μέσα του, με το φωτισμό του. «Ακούσομαι τι λαλήσει εν εμοί Κύριος ο Θεός» (Ψαλμ. πε, 8). Αυτό το πράγμα δεν το βλέπω στο δικό μας περιβάλλον και στη δική μας ζωή. Ο λόγος του Θεού πάντοτε λαλεί στις ψυχές των θεοφοβούμενων. Όποιος δεν ακούει τι λαλεί μέσα του ο Θεός, ο ίδιος είναι υπαίτιος για τη χαύνωση και την αμέλειά του.

Στο κοινοβιακό σύστημα, όπου υπάρχει σύναξη πολλών αδελφών, είναι απαραίτητες η απλότητα και η αφέλεια, στις όποιες υπάρχει η αγάπη. «Γίνεσθε ως τα παιδία» (Ματ. ιη, 3), διδάσκει ο Κύριος. Στην παιδική απλότητα τι υπάρχει, παρά χαρά και ταπείνωση, που είναι η βάση της θείας Χάρης. Τότε δεν θα υπάρχουν υπεροψία, γογγυσμός, αντιλογία και όσα διαλύουν την ενότητα και το σύνδεσμο της συμφωνίας και ομοψυχίας. Σ' αυτό το περιβάλλον λειτουργεί η έννοια της ενότητας και της αγάπης και γίνεται μια θαυμάσια και επαινετή ισότητα. Όσοι περισσεύουν στην ευχή, αλλά υστερούν στη σωματική διακονία, εύχονται για όσους κοπιάζουν και τότε γίνεται ισότητα, όπως στις ιδανικές οικογένειες, που οι μικροί βαστάζουν τους μεγαλύτερους και οι υγιείς τους ασθενείς όπως επισημαίνει και η Γραφή: «Ουκ επλεόνασεν το πολύ, και το έλαττον ουκ ελαττόνησεν» (Εξοδ. ιστ, 18). Τότε γίνεται το θέλημα του Θεού «ως εν ουρανώ και επί της γης», όταν μεταξύ μας δεν υπερηφανευόμαστε, δεν ζηλεύουμε, αλλά περισσεύει η απλότητα και η αγάπη. Αισθανόμαστε την προκοπή του αδελφού μας, ως δική μας και τη βλάβη του, ως δική μας βλάβη. Πως όμως θα γίνουν αυτά, όταν υπάρχουν οι αμελείς και καταφρονητές, που αμελούν τελείως την προσευχή, ανατρέπουν ποικιλότροπα το πρόγραμμα και την τάξη, και γίνονται και κακό παράδειγμα;

Αντίθετα ο μοναχός, με αληθινή αυταπάρνηση, παραδίνεται ολοκληρωτικά στην κρίση και απόφαση της αδελφότητας, χωρίς καμμιά δική του κρίση, εκλογή η γνώμη. Σέβεται τους υπεύθυνους διακονητές με πίστη και ευλάβεια, γιατί μέσω αυτών επιβραβεύει η Χάρη τη δική του προσφορά και υπηρεσία. Δεν μπορεί να είναι παντού και πάντοτε ο Ηγούμενος. Τον εκπροσωπούν οι προϊστάμενοι των διακονημάτων.

Κάθε προσπάθεια για την επικράτηση των αρετών είναι απαραίτητη και επιβάλλεται. Προτεραιότητα όμως και μέριμνα χρειάζεται για την προσευχή. Αυτή είναι το μέσο μεταφοράς της θείας Χάρης και βοήθειας στη δική μας μηδαμινότητα. «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιω. ιε, 5), λέγει ο Κύριος. Ο Παύλος επιμένει «τη προσευχή προσκαρτερείτε» (Κολ. δ, 2). Να μην αποθαρρύνονται οι νεώτεροι αδελφοί, αν αισθάνονται δυσκολία όταν επιμένουν στην ευχή, ή δεν αίσθάνονται την ενέργειά της. Προηγείται η επιμονή για να έλθει η συνήθεια, «η έξη του εύχεσθαι», και μετά η Χάρη μόνη της, και παρηγορεί, και πληροφορεί και δεν εγκαταλείπει.

Πολλές φορές τονίζουμε την επίδραση της δικής μας αγωνιστικότητας εναντίον κάποιου πάθους, το οποίο μας πολεμά. Η μέθοδος, που οι Πατέρες μας παρέδωσαν από την πείρα τους, είναι ότι κάθε πάθος πολεμείται με την αντίστοιχη αρετή. Κάθε πόλεμος και μάχη του εχθρού έχει ένα σκοπό. Να μας αναγκάσει να υποκύψουμε στην πράξη και παραδοχή τον παράλογου και όσων απαγορεύει ο Θεός.

Όπως τα πάθη αλληλοσυνέχονται και εξαρτώνται, έτσι και οι αρετές. Αν κατ ανάγκη αγωνίζεται κάποιος προς ένα πάθος με την αντίστοιχη καλωσύνη και αρετή, να γνωρίζει ότι την αρετή αυτήν ακολουθούν και άλλες. Όπου ενεργεί και υπάρχει η προσευχή ακολουθεί η αγάπη. Την αγάπη ακολουθεί η χαρά. Όπου χαρά εκεί και πραότητα. Όπου πραότητα εκεί και η ταπεινοφροσύνη. Την ταπεινοφροσύνη ακολουθεί η διακονία. Ο ταπεινός, βλέποντας τον εαυτό του κάτω από όλους χαίρεται, να υπηρετεί και να διακονεί. Της διακονίας σύνοδος είναι η ελπίδα. Της ελπίδας η πίστη, που είναι γέννημα της υπακοής, την οποία γεννά η μακάρια απλότητα. Ολη αυτή η ιερώτατη σειρά, ως δεσμός, μας ενώνει μεταξύ μας και με το Θεό, το δοτήρα κάθε καλωσύνης.

Από την άλλη μεριά βρίσκονται τα ακάθαρτα και αποκρουστικά πάθη, με κύριο σκοπό τους να μας απομακρύνουν από το Θεό και το θέλημά του. Κατά τη Γραφή «οι εχθροί ημών ανόητοι» (Δευτ, λβ, 31). Στά πάθη θα ήταν πλάνη να ψάχνει κανείς τάξη, ειρμό και αρμονία. Το θυμό ακολουθεί το μίσος, την υπερηφάνεια η κενοδοξία και συνεχίζεται ο σύνδεσμος της απώλειας. Την απιστία ακολουθεί η σκληροκαρδία. Αφορμή της απιστίας, η αμέλεια και της σκληροκαρδίας, η χαύνωση. Αιχμαλωτίζεται από τη φιληδονία και χάνεται ο άνθρωπος «δι ον Χριστός απέθανε» (πρβλ. Ρωμ. ε, 8).

Αλλά και αν ηττηθεί ο διάβολος από την επίμονη αντίσταση του αγωνιστή, πάλι δεν υποχωρεί. Με πλάγια μέσα μάχεται να νοθέψει το αγαθό της φιλοπονίας, με το να εισάγει κάποιο πλανεμένο σκοπό, ώστε να το κάνει ακάθαρτο στο Θεό. «Παν δε ο ουκ εκ πίστεως αμαρτία εστίν» (Ρωμ. ιδ, 23). Πολλή προσοχή χρειάζεται σ αυτήν τη λεπτομέρεια, γιατί πολλά κερδίζει ο Πονηρός από τους αφελείς και απρόσεκτους, ειδικά όμως από τους ιδιόρρυθμους και αναρχικούς.

Δεν χρειάζεται ο Θεός πράγματα ή κόπους ή προσφορές για τον εαυτό του, αλλά πίστη και υπακοή, που μαρτυρούν την αγάπη μας προς αυτόν. Κάθε τι που προσφέρουμε για την εντολή του, οφείλουμε να το προσφέρουμε ανόθευτο από τη δική μας μικρότητα και κρίση, που σημαίνει ότι το κάνουμε για την αγάπη του, όπως αυτός ορίζει.

Αδελφοί και πατέρες, δεν ακολουθούμε η πράττουμε συστήματα και γνώμες ανθρώπων η δικών μας ιδιοτελών επιδιώξεων. Πιστέψαμε ότι μας κάλεσε, η μάλλον « είλκυσε», ο Κύριός μας στο μοναχικό σύστημα, που ερμηνεύεται ως η απόλυτη υπακοή και εξάρτηση από το πανάγιο θέλημά του. Αρα πρέπει να γίνουμε όπως ο Κύριός μας, μας θέλει. Αυτή είναι και η αιτία, που η γενική και πρώτη μας ασχολία είναι η υπακοή, την οποία όχι μόνο ακούσαμε ως εντολή, αλλά και είδαμε έμπρακτα να εφαρμόζεται στη ζωή του αναμορφωτή σωτήρα μας. Ποιό είναι το τελικό τέρμα του σκοπού μας, παρά το να γίνουμε ολοκληρωτικά όπως ο Θεός θέλει;

Ο Κύριός μας καταδέχτηκε, όταν θα τον επικαλούμαστε, να τον αποκαλούμε Πατέρα μας, αντί να χρησιμοποιούμε κάποιο άλλο όνομα της θεοπρεπούς του μεγαλωσύνης. Έτσι δεν αρχίζει η Κυριακή προσευχή, που ο Κύριος μας παρέδωσε; Το ίδιο όμως, λέει η Γραφή μέσω των προφητών: « Υιός δοξάσει Πατέρα και δούλος τον Κύριον αυτού, και ει Πατήρ ειμι εγώ που εστιν η δόξα μου; και ει Κύριος ειμι εγώ, που εστιν ο φόβος μου; λέγει Κύριος παντοκράτωρ» (Μαλαχ. α, 6). Αυτό αισθανόμενος ο Παύλος, μας παρακινεί να φερθούμε αντάξια αυτής της θέσης, λέγοντας «καθαρίσωμεν εαυτούς από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος» (Β Κορ. ζ, 1).Ο Κύριος μας διατάζει να καθαρίσουμε το «εντός του ποτηρίου, και της παροψίδος ίνα γένηται και το εκτός αυτού καθαρόν» (Ματ. κγ, 26).

Ας προσέχουν οι ευλαβέστεροι, που δεν πρόκοψαν μόνοι τους, αλλά με τη Χάρη, να μην υπερηφανεύονται κατά των ασθενέστερων. Μήπως υπάρχει αξίωμα καθαρώτερο και φωτεινότερο του αγγελικού; Και όμως, για την έπαρση, ως αστραπή εξοστρακίστηκε από τους ουρανους και δεν του δόθηκε ευκαιρία μετάνοιας! Αχώριστη συντροφιά κάθε ανθρώπου, που μετανοεί και αγωνίζεται, ας είναι η ταπείνωση, που από πολλά μέσα και στοιχεία προκαλείται, αν είμαστε προσεκτικοί. Η μνήμη των παλιών μας σφαλμάτων γίνεται αφορμή να κατεβαίνουμε στο ταπεινό φρόνημα. Δεν είναι άστοχο όμως να μνημονεύουμε και την άλλη ενοχή μας. Ότι προδώσαμε όλα όσα υποσχεθήκαμε στο άγιο Βάπτισμα, ώστε με ταπείνωση να παρακαλούμε το Θεό. Σε αυτό μας παρακινεί ο μέγας Παύλος παρ όλη την ύψιστή του αγιότητα. «Ουκ ειμί ικανός», λέγει, «καλείσθαι απόστολος» (Α Κορ. ιε, 9) και πάλι: «Τον πρότερον όντα βλάσφημον και διώκτην και υβριστήν» και «ο Κύριος ήλθεν αμαρτωλούς σώσαι ων πρώτός ειμι εγώ» (Α Τιμ. α, 15).

Μετά από αυτήν τη σύγκριση τι απομένει σε μας τους πράγματι ευτελείς, παρά να είμαστε ταπεινοί «ψυχή και σώματι» και στο φρόνημα και στο θέλημα, και στα λόγια και στις σκέψεις και ολοκληρωτικά «έσωθεν και έξωθεν», άφου ο Κυριος «υπερηφάνοις αντιτάσσεται και ταπεινοίς (μόνο) δίδωσι χάριν» (Ιακ. δ, 6).

Ο πόλεμος του εχθρού δεν είναι μονομερής και μονόπλευρος. Δεν έχει στο νου του μόνο τα σωματικά πάθη και την ατονία του δύστηνου σώματος και τα υπόλοιπα, που καθημερινά ερμηνεύουμε. Όταν το κοινόβιο έχει σταθερή οργάνωση και προλαμβάνονται οι ραδιουργίες του εχθρού, τότε ετοιμάζει νέου είδους πόλεμο, που μόνο η δική του κακουργία επινοεί. Φέρνει στις μνήμες των αδαών και αφελέστερων ή και βαθιά εγωιστών τη ζωή των ερημιτών και ησυχαστών, ως δήθεν αληθινών μοναχών, που με τη μεγάλη τους φιλοπονία και άσκηση περισσότερο προοδεύουν. Η προβάλλει ακόμα τον Ηγούμενο και το Γέροντα, ως σκληρό και χωρίς διάκριση, η ότι έχει προτιμήσεις σε επουσιώδη συστήματα και προγράμματα και το ένα, που λείπει, το αγνοεί.

Και γενικά παρουσιάζει όσα η διαβολική πονηριά του γεννά, με σκοπό να ξεκόψει το πρόβατο από τη μάντρα. Τα υπόλοιπα είναι εύκολο να τα πετύχουν οι δαίμονες.

Στην ευτελή και μακροχρόνια ζωή μου, ως μοναχού, δεν είδα ούτε άκουσα αποχώρηση προσεκτικού και ευλαβούς μοναχού από τη μονή του, που ασφαλώς η θεία πρόνοια τον οδήγησε. Είδα όμως απρόσεκτους, απρογραμμάτιστους και ακατάστατους, να μην πω και αμελείς, οι οποίοι εγκατέλειψαν τη μονή τους, με πρόφαση τη φυγή τους για προκοπή, που δεν απέδειξαν ότι τους ενδιέφερε.

Κάποτε, και σε μένα τον ταλαίπωρο, συνέβηκε κάτι παρόμοιο, όταν ζούσε ο αγιώτατός μου Γέροντας. Με απασχολούσε δήθεν, αυτός ο λογισμός. Ήθελα να φύγω, γιατί φανταζόμουν ότι το κλίμα της Παλαιστίνης ήταν καλύτερο για την άσκηση, γιατί ήταν θερμό, ενώ το αθωνικό ήταν παγερό. Στο βάθος όμως δεν ήταν αυτό, όπως αργότερα διαπίστωσα, αλλά αρχικά ήταν δυσδιάκριτο. Σε κάτι με μάλωσε ο Γέροντας, ή κάτι έκανε, μπροστά στους συνάδελφούς μου, που μου φάνηκε υποτιμητικό. Ήταν όμως δυσδιάκριτο στην ώρα του πολέμου. Πρίν έρθω στον Αθωνα επισκέφτηκα την Παλαιστίνη και έμεινα τέσσερεις μηνες. Μου προσφέρθηκαν διάφορες θέσεις και είχα και διάφορες προτάσεις, όχι γιατί υπήρχε εκεί πνεύμα ενδιαφέροντος για τη σωτηρία, αλλά για να καλυφτούν μεγάλες ανάγκες, έταζαν λαγούς με πετραχήλια. Πίεσα τον εαυτό μου να το πω στο Γέροντα, γιατί στην αρχή το έκρυβα. Ο Γέροντας μάλλον με προκάλεσε, γιατί αισθανόταν ότι κάτι με απασχολεί. Μόλις του το είπα, γέλασε χαϊδευτικά και μου είπε. «Πόσο ευτυχής θα ήμουν, αν είχα ένα τέτοιο μαθητή άξιο προαγωγής, που εγώ δεν μπορώ να την προσφέρω. Θα σε πήγαινα εγώ εκεί που θα ήταν η προκοπή σου, αφού αυτό εύχομαι και νοσταλγώ! Είσαι βέβαιος ότι τελείωσες την εδώ μαθητεία σου και εγώ αδυνατώ να σε βοηθήσω; Εάν είναι έτσι τότε η απαίτησή σου είναι δίκαιη».
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει με στοργή την απάντηση και ο λογισμός της φυγής εξαφανίστηκε τελείως, ώστε ούτε θυμόμουνα ποτέ ότι τον είχα.

ΓΕΡΩΝ ΙΩΣΗΦ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΣ - Βατοπαιδινές Κατηχήσεις (Ψ.Β. 10)

www.orthmad.gr
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”