Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΣΤ΄ (26η) του Αυγούστου, μνήμη του Οσίου ΙΩΑΣΑΦ, βασιλέως των Ινδιών, υιού του βασιλέως Αβεννήρ.

Δημοσίευση από silver »

Ιωάσαφ του Οσίου και θεοφόρου πατρός ημών η άθλησις και οι κατά των δαιμόνων αγώνες υπερβάλλουσι πάντας των Αγίων τους βίους και ο βίος αυτού τόσον είναι ηδύς και γλυκύτατος, ώστε υπέρκειται της αμβροσίας και του νέκταρος, και δύναται να απαλύνη και την σκληροτέραν καρδίαν και να παρακινήση τους οφθαλμούς να σταλάξωσι πολλά δάκρυα. Πλην, επειδή οι περισσότεροι αγαπούν την βραχυλογίαν, εσμικρύναμεν την διήγησιν, μη αφήσαντες ή τα αναγκαιότατα, καθώς έγραψε ταύτα ο θείος πατήρ ημών Δαμασκηνός Ιωάννης. Εκείθεν της Αιγύπτου είναι χώρα, ήτις ονομάζεται των Ινδών, και χωρίζεται από το μέρος της Αιγύπτου δια θαλάσσης, από δε το μέρος της στερεάς πλησιάζει εις τα όρια της Περσίας, και ήτις χώρα της Ινδίας ήτο παλαιόθεν εσκοτισμένη από τον ζόφον της ειδωλολατρίας. Μετά δε την του Σωτήρος Ανάληψιν και την του Παναγίου Πνεύματος κάθοδον, απήλθον οι Άγιοι Απόστολοι εις διαφόρους τόπους και έθνη διδάσκοντες το Ευαγγέλιον. Τότε και ο ιερώτατος Θωμάς απεστάλη εις την ως άνω χώραν, ίνα κηρύξη το Ευαγγέλιον, και με την θείαν βοήθειαν επίστευσαν πολλοί των ανθρώπων της χώρας αυτής· όσον δε παρήρχοντο οι χρόνοι, τοσούτον ηύξανεν εις αυτούς και η πίστις μας. Και πολλοί, απαρνησάμενοι τας κοσμικάς ηδονάς, ησκήτευον εις τα όρη και τα σπήλαια.

Η γέννησις του Ιωάσαφ.
Εις τον καιρόν του μεγάλου Κωνσταντίνου εβασίλευεν εις την χώραν της Ινδίας εις βασιλεύς ονόματι Αβεννήρ, ανδρείος εις τους πολέμους και εις το σώμα ρωμαλέος και ωραιότατος, εις δε την ψυχήν εζοφωμένος και άχρηστος, λατρεύων κωφά και άψυχα είδωλα, τους δε Χριστιανούς εμίσει πολύ, και όσους συνελάμβανεν εθανάτωνε. Πλην ελυπείτο σφόδρα, διότι δεν είχε κληρονόμον και έδιδεν εις τους ιερείς δωρεάς και χαρίσματα, ίνα δέωνται των ψευδωνύμων θεών να του δώσουν τέκνον, δια να μη αφανισθή η βασιλεία του. Μετά καιρόν, ουχί οι κωφοί και αναίσθητοι, αλλ’ ο αληθής Θεός, ο γινώσκων προ του γενέσθαι τα πάντα, του εχάρισε τέκνον άρρεν, τόσον εύμορφον, ώστε δεν εγεννήθη ποτέ χαριέστατον. Ο βασιλεύς τότε εχάρη πολύ και το ωνόμασεν Ιωάσαφ, προστάξας να συναχθώσιν όλοι οι φίλοι του και να θυσιάσωσιν εις τους θεούς όπου του έκαμαν (καθώς ενόμιζεν ως μωρός και ανόητος) τοιαύτην ευεργεσίαν. Συνηθροίσθη δε πολύς κόσμος εις τα γενέθλια του παιδός, και έκαστος κατά την δύναμιν αυτού εθυσίαζε δέκα, είκοσι και τριάκοντα ταύρους. Ήλθον δε και πεντήκοντα Χαλδαίοι αστρολόγοι και μάντεις σπουδαίοι και έμπειροι, τους οποίους ο βασιλεύς Αβεννήρ παρεκάλεσε να ίδωσιν εις τας προφητικάς και μαγικάς βίβλους των περί του τέκνου του τι άνθρωπος ήθελε κατασταθή· οι δε μάντεις, διασκεψάμενοι, απεκρίθησαν, ότι έμελλε να γίνη ο σοφώτερος και πλουσιώτερος βασιλεύς εξ όσων εξουσίασαν πρότερον.

Πρόρρησις δια την προκοπήν του παιδός.
Εις δε αστρολόγος, σοφώτερος των άλλων, Θευδάς ονόματι, γνωρίσας ακριβώς την αλήθειαν, είπεν εις τον βασιλέα Αβεννήρ· «Καθώς οι αστέρες μου δεικνύουσιν, η προκοπή του παιδός θέλει είναι εις βασιλείαν μεγαλοπρεπεστέραν από την ιδικήν σου, και νομίζω ότι θα ταχθή εις την λατρείαν των Χριστιανών». Ταύτα ακούσας ο Αβεννήρ ελυπήθη και είπεν· «Άραγε, σοφώτατε ρήτορ, δεν ημπορούμεν να κάμωμεν τρόπον να μη γίνη το τέκνον μου Χριστιανός;» Ο δε απεκρίθη· «Όσα οικονομεί ο Θεός και προλέγουσιν οι αστέρες δεν δύνανται να εμποδίσουν οι άνθρωποι. Πλην πρόσταξον να κτίσουν εις ερημικόν τόπον εν παλάτιον, και όταν απογαλακτισθή το τέκνον σου, να το εγκαταστήσης εκεί με διδασκάλους και υπηρέτας νέους από δέκα πέντε έως είκοσι χρόνων και ανάθεσον την προστασίαν και την φροντίδα του εις ένα άρχοντα, όστις να σε αγαπά και ειπέ να μη τολμήση τις να του αναφέρη περί Χριστού, ούτε ότι αποθνήσκει ο άνθρωπος, και ας του λέγουν διηγήσεις ευχαρίστους, ώστε να τον φυλάττουν πάντοτε εις ευθυμίαν. Όταν δε έλθη εις ηλικίαν, νύμφευσον αυτόν με την ωραιοτέραν γυναίκα. Και όταν γνωρίση την ηδονήν της σαρκός, δεν γίνεται πλέον Χριστιανός, διότι ο νόμος του Χριστού ορίζει σωφροσύνην και άσκησιν».

Ανατροφή και παιδεία του Ιωάσαφ.
Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς ηυχαρίστησε τον φιλόσοφον, και αφού έπραξεν όσα τον συνεβούλευσεν, εκίνησε μέγαν διωγμόν κατά των Χριστιανών, προστάξας να θανατώνουν αυτούς με σκληρά βασανιστήρια. Ο δε υιός αυτού ανετρέφετο εις το ερημικόν παλάτιον, όταν δε ήλθεν εις την παιδικήν ηλικίαν εμάνθανε γράμματα με σπουδήν θαυμασίαν εκ χάριτος Θεού, όστις, προγινώσκων την μέλλουσαν αυτού αρετήν, τον εφώτισε και έμαθε καλώς την σοφίαν των Περσών και των Ελλήνων εις ολίγον καιρόν. Κατά δε την τάξιν και τας αρετάς τόσον έλαμπεν, ώστε ο βασιλεύς και οι διδάσκαλοι εθαύμαζον την πολλήν του σοφίαν και φρόνησιν. Ημέραν τινά ο Ιωάσαφ είπεν εις ένα από τους νέους υπηρέτας του· «Σε παρακαλώ, φίλε μου, ειπέ μου διατί με έχει ο πατέρας μου τόσον περιωρισμένον;» Τότε ο νέος είπε πάσαν την αλήθειαν. Από τότε ήρχισεν η χάρις του Παναγίου Πνεύματος να φωτίζη τους οφθαλμούς του νοός του και να χειραγωγή αυτόν προς θεογνωσίαν. Ο δε βασιλεύς Αβεννήρ τον ηγάπα πολύ και τακτικά τον έβλεπε. Μίαν ημέραν ο νέος ηρώτησεν αυτόν μετά σεβασμού και ταπεινώσεως, δια ποίαν αιτίαν τον είχεν εις τοιαύτην προφύλαξιν. Και ο βασιλεύς του είπε· «Δεν θέλω, τέκνον μου, να ιδής κανέν λυπηρόν πράγμα, αλλά επιθυμώ να ζήσης όλην σου την ζωήν εις ευφροσύνην και αγαλλίασιν». Ο δε Ιωάσαφ απεκρίθη· «Μάλιστα, πάτερ· αλλά με τον τρόπον αυτόν δεν μου δίδεις χαράν, αλλά λύπην αμέτρητον, διότι ποθώ να απολαύσω την χαράν του έξω κόσμου και εάν ποθής την υγείαν μου, άφες με να ιδώ του κόσμου την ωραιότητα». Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς συνεπάθησε και υπεσχέθη να κάμη την επιθυμίαν του. Και επρόσταξε να κρυβούν όλοι οι γέροντες, οι ασθενείς και σεσημειωμένοι, και μόνον οι νέοι και αι κορασίδες να φαίνωνται, παρήγγειλε δε εις τους υπηρέτας να τον οδηγούν όπου ήθελε, προσέχοντες επιμελώς, ίνα μη ίδη τίποτε λυπηρόν, αλλά μόνον χορούς και διασκεδάσεις και άλλα χαροποιά και ευφρόσυνα. Ευθύς εκείνοι ητοίμασαν ζώα εκλεκτά, εστολισμένα με μεγαλοπρέπειαν και πάσαν βασιλικήν ετοιμασίαν και ο νέος, όταν ήθελεν, εξήρχετο εις περιοδείαν εις τα πέριξ. Μίαν ημέραν συνήντησαν δύο ανθρώπους, τον ένα λωβόν και τον άλλον τυφλόν, και την επομένην ένα υπέργηρων, περί των οποίων, ερωτήσας ο νέος επιμελώς, έμαθε πάσαν την αλήθειαν. Ευθύς δε ως ο πεφωτισμένος την ψυχήν ήκουσε δια τας διαφόρους ασθενείας και τα πάθη της ημετέρας φύσεως, ελυπήθη πολύ και δεν ήθελε πλέον να εξέρχεται, συλλογιζόμενος τον απαραίτητον θάνατον, από δε την πολλήν του θλίψιν αδυνάτισε και ήλλαξεν η όψις του. Έχων δε πόθον να εύρη ένα Χριστιανόν, να τον ερωτήση εάν είναι άλλη ζωή μετά θάνατον, ή εάν ηδύνατο να εύρη τρόπον να μη αποθάνη, συνεβουλεύθη τον άνωθεν νέον. Ο δε νέος απεκρίθη· «Σου είπον και πρότερον, ότι ο πατήρ σου εδίωξε τους φιλοσόφους εκείνους ασκητάς, και πολλούς εθανάτωσε και ένεκα τούτου δεν ευρίσκεται κανείς πλέον εις ταύτην την χώραν». Έμενε λοιπόν λυπημένος ο Ιωάσαφ, και εμίσησε όλας τας σαρκικάς ηδονάς, ως και πάσαν απόλαυσιν. Ο δε Θεός, ο θέλων πάντας σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν, προβλέπων την μέλλουσαν μεγάλην αρετήν του παιδός απεκάλυψεν εις αυτόν το ποθούμενον.

Ο Όσιος Βαρλαάμ.
Τον καιρόν εκείνον ηγωνίζετο εις την έρημον της Σενααρίτιδος γης πνευματικός τις, ενάρετος και σοφώτατος, εις την θείαν Γραφήν πολύ έμπειρος, γηραιός την ηλικίαν και πρακτικός την θεωρίαν, Βαρλαάμ ονομαζόμενος. Τούτον επρόσταξεν ο Θεός ουρανόθεν με φανεράν αποκάλυψιν, να μεταβή ταχέως εις τας Ινδίας, ίνα διδάξη τον Ιωάσαφ την ακρίβειαν της αληθούς ημών Πίστεως. Ο δε, παρευθύς υπακούσας εις το θείον πρόσταγμα, μετεσχηματίσθη εις κοσμικόν, δια τον φόβον του Αβεννήρ, και απήλθεν εις το του Ιωάσαφ παλάτιον. Εύρε τότε τον φύλακα, όστις εκαλείτο Ζαρδάν, και είπεν εις αυτόν· «Κύριέ μου, εγώ είμαι πραγματευτής από μακρινόν τόπον, και έχω ένα λίθον σπανιώτατον και πολυτιμότατον. Ούτος ο λίθος έχει πολλάς δυνάμεις και χάριτας, δίδει σοφίαν εις τους ασόφους, ακοήν εις τους κωφούς και φωνήν εις τους αλάλους, φωτίζει τους τυφλούς, χαροποιεί τους θλιβομένους, ανιστά νεκρούς, και διώκει τους δαίμονας, απλώς δε έχει τόσας δυνάμεις και χάριτας, ώστε είναι πράγμα θαυμάσιον. Εάν ποθής το καλόν του δεσπότου σου, ύπαγε, ανάγγειλε εις αυτόν περί τούτου, διότι, εάν τον αποκτήση, μέλλει να λάβη μεγάλην ωφέλειαν». Απελθών τότε ο Ζαρδάν είπε ταύτα εις τον Ιωάσαφ. Ο δε, χαράς απείρου πλησθείς, προσέταξε και ήλθε προς αυτόν ο γέρων και είπε προς αυτόν· «Δείξον μοι, ευγενέστατε, τον λίθον περί του οποίου κηρύττεις τοιαύτα θαυμάσια». Και ο γέρων απεκρίθη· «Όσα ήκουσες δι’ αυτόν, υπέρτιμε βασιλεύ, είναι αληθή και αψευδέστατα. Αλλά εάν δεν σε δοκιμάσω πρότερον, να γνωρίσω την φρόνησίν σου, δεν αρμόζει να σου φανερώσω τοιούτον μυστήριον, διότι ο Διδάσκαλός μου είπε ταύτην την παραβολήν».

Η διδαχή του Οσίου Βαρλαάμ.
Εξήλθε τις γεωργός να σπείρη το γέννημά του και μέρος μεν έπεσεν εις την οδόν, και ήλθαν τα πετεινά του ουρανού και το έφαγαν. Έτερον έπεσεν εις τόπον πετρώδη, και εξηράνθη, άλλο δε έπεσεν εις τας ακάνθας, και το έπνιξαν, έτερον δε έπεσεν εις την καλήν γην, και έδωκε καρπόν εκατονταπλάσιον. Εάν λοιπόν εύρω και εγώ γην καρποφόρον εις την καρδίαν σου, θα εμφυτεύσω τον ένθεον σπόρον, δια να σου φανερώσω το μέγα μυστήριον. Αλλά εάν τύχη η γη αυτή πετρώδης ή ακανθώδης, κάλλιον είναι να μη κοπιάζω κενά και μάταια, βάλλων εις απαιδεύτους ανθρώπους τους μαργαρίτας, επειδή έρχονται τα πετεινά του ουρανού, ήτοι οι δαίμονες, και τους αρπάζουν. Όμως πιστεύω ως προς σε μεγάλα και σωτήρια πράγματα και ότι θα ιδής αυτόν τον πολύτιμον λίθον, και με την λαμπρότητα του φωτός αυτού θα φωτισθής και θα δώσης καρπόν πολλαπλάσιον. Διότι εγώ χάριν σου ήλθον από μακράν και δια να σε διδάξω όσα δεν ήκουσας». Ο Ιωάσαφ τότε είπεν· «Εγώ μεν, τίμιε γέρον, είμαι πρόθυμος να σε ακούσω, δια να μάθω αναγκαία ζητήματα, και επόθουν από καιρού να εύρω σοφόν και έμπειρον περί ταύτα άνθρωπον. Εάν λοιπόν μοι είπης λόγον σωτήριον, ούτε εις τα πετεινά θα τον ρίψω, ούτε θα φανώ γη πετρώδης και άκαρπος, αλλά θα τον δεχθώ ακριβώς. Εχάρην δε ως ήκουσα περί σου και σε εδέχθην ουχί ως ξένον και άγνωστον, αλλά ως φίλον ηγαπημένον μου». Και ο Βαρλαάμ απήντησε· «Φρόνιμα έπραξες, κύριέ μου, να με αξιώσης της βασιλείας σου, και δεν υπελόγισες την ευτέλειάν μου, αλλά ανελογίσθης την κεκρυμμένην ελπίδα, καθώς ποτε έπραξεν εις βασιλεύς συνετός και περίδοξος. Ούτος εξήλθε της πόλεως μίαν ημέραν, ακολουθούμενος υπό των δορυφόρων και των αρχόντων. Συνήντησαν δε αυτόν κατά την οδόν δύο πένητες, ενδεδυμένοι ιμάτια πεπαλαιωμένα και άχρηστα· η δε όψις αυτών ήτο ενηλλαγμένη και άμορφος, και η σαρξ αδύνατος από την άσκησιν. Τούτους ιδών ο ταπεινόφρων και φρόνιμος βασιλεύς κατήλθεν από το άρμα του και προσκυνήσας αυτούς, με πολλήν αγάπην ησπάσατο. Οι δε άρχοντες ιδόντες τούτο εσκανδαλίσθησαν, νομίσαντες ότι κατεφρόνησε το διάδημα και μη τολμώντες να ελέγξουν αυτόν κατά πρόσωπον, είπον εις ένα αδελφόν του να τον συμβουλεύση να μη ατιμάζη το ύψος της βασιλείας του. Τότε εκείνος κατηγόρησεν αυτόν δια ταύτην την πράξιν, έχων θάρρος, ως αδελφός αυτού γνήσιος. Ο βασιλεύς δε είπεν· «Αύριον θα σου δώσω απόκρισιν». Ούτος ο βασιλεύς είχε συνήθειαν, όταν ήθελε να θανατώση πταίστην τινά, έστελλεν αφ’ εσπέρας έξωθι της οικίας του ένα σαλπιγκτήν και εσάλπιζε με θλιβερόν τρόπον. Με το σημείον αυτό προεγνώριζεν ο κατάδικος τον απαραίτητον θάνατόν του. Το εσπέρας λοιπόν έστειλεν εις τον οίκον του αδελφού του τον κήρυκα του θανάτου του, να σημάνη ούτω την σάλπιγγα, την οποίαν ακούσας ο τάλας όλην την νύκτα ωδύρετο, και το πρωϊ αφού ενεδύθησαν ιμάτια μελανά αυτός μετά της συζύγου του και των τέκνων του προσήλθον εις τον βασιλέα πικρώς ολολύζοντες. Τότε ο βασιλεύς είπεν εις αυτόν· «Ω άγνωστε άνθρωπε, εάν εφοβήθης από εμέ τον αδελφόν σου, χωρίς να μου πταίσης, διατί με κατέκρινας, ότι ηυλαβήθην εκείνους τους ασκητάς, οίτινες είναι κήρυκες του Κυρίου και λαλούσι το σημείον του θανάτου μου με φωνήν ισχυροτέραν της σάλπιγγος, μηνύοντές μου την δευτέραν παρουσίαν Αυτού, ενώπιον του οποίου γνωρίζω ότι έπταισα πολύ με τας αμαρτίας μου; Προς το παρόν λοιπόν σου έδωσα την πρέπουσαν απόκρισιν. Σου υπόσχομαι δε αύριον να καταισχύνω όσους σε συνεβούλευσαν δια τούτο». Ταύτα ειπών, επρόσταξε να κατασκευάσουν τέσσαρα κιβώτια ξύλινα. Εκ τούτων τα δύο εχρύσωσεν έξωθεν, έσωθεν δε τα εγέμισε με οστά αποθαμένων και τα εκλείδωσε, τα δε έτερα δύο εγέμισε με λίθους πολυτίμους, μαργαρίτας ακριβούς και αρώματα, έξωθεν δε τα έχρισε με πίσσαν. Τότε ηρώτησε τους άρχοντας, τι αξίαν είχον αυτά τα κιβώτια. Οι δε ετίμησαν τα κεχρυσωμένα, τα δε μελανά κατεφρόνησαν. Όθεν ο βασιλεύς ήλεγξεν αυτούς ειπών ταύτα· «Δεν πρέπει ως άφρονες να κρίνετε το φαινόμενον, αλλά να εκτιμάτε το απόκρυφον». Ούτω δε ειπών, ήνοιξε τα κεχρυσωμένα κιβώτια και εξήλθε δυσωδία ανείκαστος. Τότε λέγει εις αυτούς· «Τοιούτοι είναι όσοι ενδύονται λαμπρά και πολύτιμα ιμάτια. Έξωθεν μεν επαίρονται δια τον πλούτον, έσωθεν δε γέμουσιν έργων πονηρών δυσωδεστάτων». Όταν δε ήνοιξε τα έτερα δύο κιβώτια, εξήλθε λάμψις και ευωδία αμέτρητος και είπεν εις αυτούς· «Ταύτα ομοιάζουν με εκείνους τους ταπεινούς, οίτινες φέρουν ιμάτια άχρηστα, και τους οποίους καταφρονείτε, ασύνετοι. Διότι βλέπετε μόνον το έξω σχήμα, τα έσω όμως δεν συλλογίζεσθε. Δια τούτο ενομίσατε, ότι προσεβλήθην, διότι επροσκύνησα εκείνους τους ταπεινούς. Αλλά εγώ ηννόησα με τους νοητούς οφθαλμούς την αξίαν εκείνων και την της ψυχής των ωραιότητα». Φρόνιμα όθεν έπραξεν η βασιλεία σου, είπεν ο γέρων εις τον Ιωάσαφ, να με δεχθής και να με τιμήσης.

Η διδαχή περί Ιησού Χριστού.
Ο Ιωάσαφ τότε ηρώτησε· «Τις είναι ο διδάσκαλος και Δεσπότης σου, τον οποίον ανέφερες εις την αρχήν»; Και ο γέρων είπεν· «Ο Κύριός μου Ιησούς Χριστός, ο μονογενής Υιός του Θεού, ο μακάριος και υπερένδοξος Βασιλεύς των βασιλευόντων, ο συν Πατρί και Αγίω Πνεύματι δοξαζόμενος». Εγώ, ευγενέστατε, δεν είμαι εξ εκείνων οι οποίοι κηρύττουσι την πολυθεϊαν και σέβονται κωφά και άψυχα είδωλα, αλλά ένα Θεόν γνωρίζω και ομολογώ εις τρεις υποστάσεις αδιαιρέτως υπάρχοντα. Πατέρα, Υιόν και Πνεύμα Πανάγιον, μίαν φύσιν, μίαν ουσίαν, μίαν δόξαν και Βασιλείαν αμέριστον. Ο τρισυπόστατος Αυτός Θεός δεν έχει αρχήν ούτε τέλος, αλλά είναι παντοτεινός και αιώνιος. Αυτός έκτισεν όλον τον κόσμον, και πάντα τα ορατά και αόρατα, ήτοι τους Αγγέλους, οι οποίοι είναι ασώματα πνεύματα και υπηρετούσιν Αυτόν. Αυτός λοιπόν ο Θεός εδημιούργησε τον ουρανόν, την γην, τον αέρα, την θάλασσαν, τον ήλιον, την σελήνην, τα άστρα, τα ζώα, τα δένδρα, τους ιχθύς και πάντα τα όντα. Τέλος εδημιούργησε τον άνθρωπον κατ’ εικόνα αυτού και καθ’ ομοίωσιν με θαυμασίαν σοφίαν και σύνεσιν, τον οποίον ετίμησε με το αυτεξούσιον και κατέστησεν αυτόν βασιλέα πάσης της κτίσεως, δίδων εις αυτόν και γυναίκα εις βοήθειάν του και εγκατέστησεν αυτούς εις Παράδεισον ωραιότατον, όστις γέμει πάσης ευφροσύνης και αγαλλιάσεως. Επρόσταξε δε τούτους να μη φάγουν από το δένδρον του κακού. Εις δε από τους αγγέλους συνεσκοτίσθη εις έπαρσιν και αλαζονείαν, εξ αιτίας των παλαιών τιμών τας οποίας είχεν. Όθεν, ο άθλιος, εγένετο δαίμων σκοτεινός μεθ’ όλου του τάγματός του.

Η πτώσις του ανθρωπίνου γένους.
Ούτοι οι δαίμονες εφθόνησαν την μεγίστην και θαυμαστήν αξίαν του ανθρώπου και ο αρχηγός τούτων, μετασχηματισθείς εις όφιν, εδολιεύθη και ηπάτησε την γυναίκα ζώσαν εν τω Παραδείσω και αυτή τον άνδρα αυτής και έφαγον από τον καρπόν του απηγορευμένου δένδρου. Ένεκα της τοιαύτης παρακοής ο Δημιουργός των πάντων Θεός εξώρισε τούτους από τον Παράδεισον και εζημιώθησαν τα μέγιστα κατά την αθανασίαν και τα λοιπά αξιώματα, διότι παρέβησαν την εντολήν του Ποιήσαντος αυτούς. Και πάλιν οι τούτων απόγονοι έπεσαν εις άλλα διάφορα αμαρτήματα. Όθεν ο Θεός εμίσησεν αυτούς και έκαμεν εις όλον τον κόσμον κατακλυσμόν, και απώλεσε πάσαν ψυχήν ζώσαν. Μόνον ένα δίκαιον αφήκε με τους υιούς αυτού εις την κιβωτόν, Νώε καλούμενον. Και πάλιν, αφού επλήθυναν οι άνθρωποι, ελησμόνησαν εκείνην την τιμωρίαν, και έπιπτον εις περισσοτέραν ασέβειαν, νομίζοντες τινες εξ αυτών ότι ο κόσμος έγινε τυχαίως και αυτομάτως. Όθεν εγκαταλείψαντες τον Κτίστην προσεκύνουν τα κτίσματα, ήτοι τον ήλιον, τους αστέρας, τα στοιχεία και άλλα πολλά δημιουργήματα. Άλλοι εσέβοντο ομοίους αυτών ανθρώπους, πόρνους, φονείς, άρρενάς τε και γύναια, των οποίων έστηναν είδωλα και ως θεούς επίστευον και εσέβοντο. Και κανείς δεν ηννόησε τον αληθή Θεόν. Μόνον εις φρόνιμος άνθρωπος, Αβραάμ ονόματι, όστις διεχώρισε τον Κτίστην από τα κτίσματα, τούτο δε και εδίδαξεν εις όσους εξ αυτού εγεννήθησαν. Ούτοι δε, φυλάσσοντες τας εντολάς του Κυρίου, επλήθυναν με καιρόν, ο δε αριθμός των έγινεν αμέτρητος εις την Αίγυπτον. Ο δε βασιλεύς αυτής Φαραώ ήθελε να θανατώση αυτούς. Όθεν έφυγον άπαντες εκείθεν, και έφθασαν εις την Ερυθράν θάλασσαν. Τότε ο αρχηγός αυτών Μωϋσής προσηυχήθη και εσχίσθη η θάλασσα εις δύο και έστεκεν ως τοίχος από την μίαν και την άλλην πλευράν, και διήλθον σώοι. Ιδόντες δε αυτούς οι Φαραωνίται, εισήλθον και αυτοί εις εκείνην την δίοδον δια να φονεύσωσιν όλον αυτόν τον λαόν. Αλλά ο Θεός επρόσταξε τότε τα ύδατα, και εστράφησαν προς τα οπίσω. Και οι μεν Ισραηλίται αβρόχως διήλθον, άπαντες δε οι εχθροί των κατεποντίσθησαν, και έμειναν οι δούλοι του Θεού εις την έρημον και έβρεχεν ο Θεός ουρανόθεν το μάννα χρόνους τεσσαράκοντα δια να τρέφωνται. Και άλλα σημεία και τέρατα έδειξεν εις εκείνους ο Παντοδύναμος. Παρέδωσε δε εις αυτούς Νόμον πως να πορεύωνται, και εδίδαξε να απέχωσι της ειδωλολατρίας και πάσης αισχράς και αθέσμου πράξεως και να σέβωνται ένα μόνον Θεόν. Όμως πάλιν η ανθρωπίνη φύσις συνέχιζε να είναι δεδουλωμένη εις την προπατορικήν αμαρτίαν, και πάντες μετά θάνατον απήρχοντο εις την τυραννίδα του άδου.

Η ενανθρώπησις του Κυρίου.
Τούτου ένεκεν ο ελεήμων Θεός ηυσπλαγχνίσθη το πλάσμα των χειρών Αυτού, και κατελθών εκ των ουρανών ο Υιός, μη χωρισθείς του Πατρός, εσαρκώθη εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Αειπαρθένου χωρίς μίξιν ανδρός, με τρόπον άρρητον και ακατανόητον. Γενόμενος δε άνθρωπος, έμεινε και Θεός, ως απ’ αιώνων, διαφυλάξας την παρθενίαν της Μητρός αυτού θεοπρεπώς άφθορον μετά την άφραστον γέννησιν. Συνανεστράφη δε με τους ανθρώπους, έως ου έγινε τριάκοντα ετών, ως τέλειος άνθρωπος· καθ’ ον δε χρόνον εβαπτίζετο εις τον ποταμόν Ιορδάνην υπό του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, όστις ήτο αγιώτατος μεταξύ των ανθρώπων, ήλθε φωνή ουρανόθεν εκ του Πατρός Αυτού λέγουσα: «Ούτός εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός»· κατήλθε δε και το Άγιον Πνεύμα εν είδει περιστεράς επ’ αυτόν. Ούτος είναι ο Ιησούς ο επιλεγόμενος Χριστός. Από της στιγμής εκείνης ο Δεσπότης ήρχισε να κάμνη μεγάλα θαυμάσια. Νεκρούς ανέστησε, τυφλούς εφώτισε, κωφούς και αλάλους και αναπήρους και παραλύτους εθεράπευσε, λεπρούς εκαθάρισε, και δαίμονας θεόθεν εξεδίωκε. Συνήθροισε δε και δώδεκα Μαθητάς, τους οποίους επρόσταξε να κηρύττουν πολιτείαν ουράνιον. Ούτως ο Θεός ήλθεν εις την γην, δια να καταστήση με θεϊκήν οικονομίαν Αυτού ημάς τους επιγείους, ουρανίους εις βασιλείαν αθάνατον. Οι δε άρχοντες των Ιουδαίων, οι μετ’ αυτού συνδιατρίβοντες, εφθόνησαν δια την θαυμασίαν Αυτού πολιτείαν και κατεδίκασαν τούτον εις σταυρικόν θάνατον. Και ως μεν άνθρωπος απέθανε προς ώρας. Ως δε Θεός έμεινεν αβλαβής και ακέραιος και κατήλθεν εις τον άδην, λυτρώσας τους αιχμαλώτους του δαίμονος.

Η Ανάστασις του Κυρίου.
Κατά δε την τρίτην ημέραν ο Ιησούς ανέστη θεοπρεπώς, και εφάνη πολλάκις εις τους Μαθητάς Αυτού, ίνα αυτούς ενδυναμώση. Έπειτα ανελήφθη έμπροσθεν αυτών μετά δόξης πολλής και θείας δυνάμεως, και ανελθών εις τους ουρανούς εκάθισεν εκ δεξιών του Πατρός αυτού και πάλιν μέλλει να έλθη και να κρίνη όλον τον κόσμον. Και τώρα μεν αποθνήσκομεν, όταν όμως έλθη η βασιλεία Του και καταβή εις την γην το δεύτερον, θ’ αναστηθώμεν όλοι οι άνθρωποι, και θα κριθώμεν έκαστος κατά τα έργα του. Και οι μεν ενάρετοι, οι φυλάξαντες τα σωτήρια προστάγματα αυτού, θα μεταβούν εις χαράν ανεκλάλητον, συνευφραινόμενοι μετ’ Αυτού αιωνίως εις τον Παράδεισον. Οι δε αμαρτωλοί και παρήκοοι, οι τας εντολάς και τον Νόμον Του καταφρονήσαντες, θα καταδικασθούν μετά δαιμόνων εις πυρ ατελεύτητον και κόλασιν αιώνιον. Αφ’ ου δε ανελήφθη ο Κύριος, έστειλεν εις τους Μαθητάς Αυτού το Πνεύμα το Άγιον, και εφώτισε τούτους να λαλώσιν όλας τας γλώσσας, οίτινες και διεσπάρησαν εις όλον τον κόσμον, κηρύττοντες την Ορθόδοξον Πίστιν, κατά το πρόσταγμα. Και εβάπτισαν τα πεπλανημένα έθνη εις το όνομα της Αγίας Τριάδος, διδάσκοντες αυτούς να φυλάττωσι τας εντολάς του Κυρίου. Ούτως εκηρύχθη το σωτήριον όνομα του Χριστού εις όλην την οικουμένην. Αλλ’ ευρίσκονται πολλοί ανόητοι, οίτινες λατρεύουσιν ειδωλολα. Όμως με την δύναμιν Αυτού, του παντοδυνάμου Θεού, θα αφανισθή η ειδωλολατρία και θα βασιλεύση μόνος Αυτός ο αληθής και παντέλειος. Ιδού, ήκουσες με ολίγους λόγους την θείαν οικονομίαν και ενόησας κάπως τον Ιησούν Χριστόν τον αληθή Θεόν ημών και Δεσπότην. Όθεν, εάν δεχθής εις την ψυχήν σου την χάριν αυτού και γίνης δούλος Του, θα γνωρίσης Εκείνον σαφέστερον.

Ο Ιωάσαφ φωτίζεται.
Ευθύς ως ήκουσε ταύτα ο νέος, έλαμψεν εις την ψυχήν του φως θεϊκόν και εγερθείς από του θρόνου αυτού με πολλήν αγαλλίασιν αντίκρυσε τον γέροντα ειπών· «Νομίζω, τίμιε πάτερ, ότι αυτός ο Χριστός είναι ο τίμιος λίθος, τον οποίον κρατείς κεκρυμμένον και δεν τον δεικνύεις εις τον καθένα, αλλά μόνον εις εκείνους οίτινες έχουσιν υγιά τα της ψυχής αισθητήρια. Διότι, ως ήκουσα τους λόγους σου, φως γλυκύτατον εισήλθεν εις την καρδίαν μου, και ηφάνισε την λύπην, ήτις την εκάλυπτε πρότερον. Εάν λοιπόν γνωρίζης περί τούτου περισσότερα, μη αμελήσης να μοι διηγηθής ταύτα με πάσαν ακρίβειαν». Ο γέρων τότε απεκρίθη· «Ναι, βασιλεύ, τούτο είναι το μέγα μυστήριον, το οποίον ήτο κεκρυμμένον και τώρα προ ολίγων χρόνων απεκαλύφθη. Και εκείνος όστις θέλει πιστεύσει και βαπτισθή, θα σωθή». Λέγει ο Ιωάσαφ· «Όσα μεν είπες, αναμφιβόλως πιστεύω, και Αυτόν τον οποίον κηρύττεις πιστεύω ως Θεόν, και προσκυνώ και δοξάζω, μόνον εμπιστεύθητί μοι αφόβως και δίδαξον τι είναι το Βάπτισμα, και όσα άλλα είναι υποχρεωμένος να πράττη εκείνος όστις θέλει να πιστεύση». Και ο Βαρλαάμ απεκρίθη· «Η χάρις του θείου Βαπτίσματος είναι ως ρίζα και θεμέλιον της Πίστεως ημών και καθαρίζει τα μιάσματα των αμαρτημάτων. Διότι ούτω μας παρήγγειλεν ο Δεσπότης. Να αναγεννάται ο άνθρωπος δι’ ύδατος και πνεύματος, η δε χάρις του Θεού αγιάζει την ψυχήν του βαπτιζομένου και μεταβάλλει ταύτην κατ’ εικόνα Αυτού και καθ’ ομοίωσιν, χωρίς δε αυτού του βαπτίσματος ουδείς αξιούται της αιωνίου ζωής, εις βασιλείαν ουράνιον».

Το μυστήριον του θανάτου.
Ο Ιωάσαφ τότε ηρώτησεν· «Εφ’ όσον ημείς αποθνήσκομεν, και αι σάρκες ημών διαλύονται, υπάρχει τάχα και άλλη ζωή μετά θάνατον»; Και ο γέρων Βαρλαάμ απήντησε. «Δεν δύναται γλώσσα ανθρώπου να εξηγήση τα αγαθά, τα οποία ελπίζομεν και των οποίων θέλουσιν οι δίκαιοι και ευσεβείς απολαύσει εις την ουράνιον Βασιλείαν, επειδή ταύτα είναι ανεκδιήγητα. Αλλ’ όταν αξιωθώμεν της τοιαύτης μακαριότητος, θα έχωμεν πάσαν ευφροσύνην, αγαλλίασιν, τιμήν, δόξαν και ωραιότητα, και παν άλλο αγαθόν, το οποίον θα ημπορούσε να επιθυμήση ο άνθρωπος. Έχε την πίστιν εις την καρδίαν σου στερεάν, και μη σε σαλεύση πονηρός λογισμός, αλλά φρόντισον να απολαύσης εκείνην την ουράνιον ωραιότητα με έργα καλά, και τότε θα γνωρίσης την απέραντον τελειότητα. Επί δε της δευτέρας σου ερωτήσεως γίνωσκε, ότι το μεν σώμα φθείρεται εις την γην, και γίνεται πάλιν χώμα ως ήτο πρότερον. Η δε ψυχή ως αθάνατος δεν αποθνήσκει, αλλά μεταβαίνει όπου προστάξη ο Κύριος, ίνα διαμένη έως την δευτέραν Αυτού παρουσίαν, ότε θα αναστηθώσι πάλιν εκείνα τα ψώματα τα φθαρτά και σεσηπότα, θα παραλάβωσι τας ψυχάς αυτών, και θα κατασταθούν άφθαρτα και αθάνατα, δια να λάβη έκαστος την αμοιβήν των έργων του, καν αμαρτωλός είναι καν δίκαιος. Και επειδή ομού και τα δύο ποιούσι το αγαθόν ή το πονηρόν η ψυχή και το σώμα, δίκαιον είναι να λάβωσιν αμφότερα την ανταμοιβήν. Δια ταύτα πάντα μη αμφιβάλλης, ευγενέστατε. Διότι, καθώς ο Παντοδύναμος Θεός έπλασεν ημάς εξ αρχής εκ του μη όντος εις το είναι, ούτω δύναται να αναστήση ημάς, καθώς εδημιούργησε τον κόσμον όλον με ένα λόγον, και υποτάσσονται εις την προσταγήν Του όλα τα κτίσματα, ο ουρανός και η γη χωρίς θεμέλιον, ο ήλιος, η σελήνη, οι αστέρες, η θάλασσα, και πάντα τα κτίσματα Αυτού. Διότι, εάν δεν ήτο γεγραμμένη η ανάστασις των νεκρών, δεν θα εφαίνετο η δικαιοσύνη του Θεού. Και επειδή οι δίκαιοι έχουσιν εις την ζωήν ταύτην θλίψεις και διαφόρους δοκιμασίας, οι δε ασεβείς και παράνομοι ευημερίαν πολλήν και απόλαυσιν, δια τούτο ο δικαιοκρίτης Θεός μέλλει να προστάξη την κοινήν απάντων ανάστασιν, ίνα δικαιώση έκαστον κατά τας πράξεις του».

Ο αληθής Θεός.
Είπε τότε ο Ιωάσαφ· «Μεγάλα και θαυμαστά τω όντι πράγματα μου αναγγέλλεις, ω άνθρωπε, και άξια φόβου και τρόμου πολλού. Αλλά ποίαν απόδειξιν έχετε δι’ αυτά, και πως επιστεύσατε τόσον ευκόλως όσα ακόμη δεν έγιναν; Διότι δι’ εκείνα τα οποία επράχθησαν, ηκούσατε εξ εκείνων οίτινες είδον ταύτα και έγραψαν. Αλλά δι’ αυτά τα εξαίσια μέλλοντα να συμβούν, πως έχετε τοσαύτην βεβαιότητα»; Ο Βαρλαάμ απήντησε· «Εξ όσων έγιναν πρότερον ελάβομεν την των μελλόντων πληροφορίαν. Διότι εκείνοι, οίτινες επροφήτευσαν και εκήρυξαν όσα έγιναν, δεν έσφαλαν εις την αλήθειαν· αλλά εγένοντο με ακρίβειαν όλα όσα ελάλησαν, με πολλά σημεία και τέρατα. Όθεν, καθώς εις τα παρελθόντα εφάνησαν αληθείς, και κανέν κακόν ή πεπλασμένον δεν μας εδίδαξαν, αλλά πάντα έλαμψαν ως ο ήλιος, ούτως είναι αληθή και τα μέλλοντα, τα οποία και Αυτός ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός απεκάλυψε, πρώτον με λόγους, κατόπιν με έργα, αναστήσας πολλούς νεκρούς, και άλλα πολλά ποιήσας θαυμάσια. Δεν έχομεν λοιπόν καμμίαν αμφιβολίαν». Συνέχισε δε ο γέρων διηγούμενος και τινας παραβολάς του Ευαγγελίου, ως περί του πλουσίου και του Λαζάρου, περί του μη έχοντος ένδυμα γάμου, περί των δέκα Παρθένων και άλλα. Όταν λοιπόν ο Ιωάσαφ ήκουσε τους τοιούτους ψυχωφελείς και θαυμασίους λόγους, κατενύχθη και εθερμάνθη την ψυχήν, ειπών· «Επειδή, σεβάσμιε γέρον, μοι απεκάλυψες πάντα, ειπέ μοι τώρα τι να πράξω, δια να αποφύγω την μέλλουσαν κόλασιν, και να κληρονομήσω την αιώνιον ζωήν»; Είπεν ο γέρων· «Αναγκαιότατον είναι να λάβης το άγιον Βάπτισμα· όθεν μη αργήσης να προσέλθης εις τον Χριστόν, ο οποίος σε εκάλεσε, και άφες αυτούς τους πονηρούς και ψυχοφθόρους ψευδοθεούς, τους ολεθρίους δαίμονας, τα αναίσθητα είδωλα. Διότι όσοι λατρεύουσι ταύτα είναι μωροί, και άκουσε εν παράδειγμα, δια να εννοήσης τίνος είναι όμοιοι οι προσκυνούντες τα είδωλα. Κυνηγός τις συνέλαβεν αηδόνα, και θέλων να την σφάξη, δια να την φάγη, ήκουσε φωνήν θαυμασίαν της αηδόνος, λέγουσαν εις αυτόν· «Τι όφελος σου δίδει ο θάνατός μου, άνθρωπε, αφού δεν θα χορτάσης από το κρέας μου; Άφες με και εγώ θα σου δώσω τρεις μεγάλας παραγγελίας, τας οποίας, εάν φυλάξης, θα εύρης πολλήν ωφέλειαν». Ο κυνηγός τότε, θαυμάσας τους λόγους της αηδόνος, έταξεν ότι, εάν ακούση πολύτιμον λόγον, θα την αφήση να ζήση. Και η αηδών είπε· «Μη επιχειρήσης ποτέ να πράξης τι το αδύνατον· μη μεραμεληθής δια πράξιν την οποίαν ετέλεσες εις το παρελθόν, και άπιστον λόγον μη πιστεύσης». Τούτων των λόγων την γνώσιν θαυμάσας ο κυνηγός, απέλυσε την αηδόνα. Τότε εκείνη είπε πάλιν· «Ω της αβουλίας σου, άνθρωπε! Πόσον θησαυρόν εζημιώθης σήμερον. Εγώ έχωεις τα σπλάγχνα μου ένα πολύτιμον μαργαριτάρι, μεγαλύτερον από εν ωόν στρουθοκαμήλου». Ταύτα ακούσας ο κυνηγός ελυπήθη διότι την απέλυσε, και εδοκίμασε να την συλλάβη πάλιν. Και εκείνη είπε· «Τώρα ενόησα ότι είσαι ανόητος, και δεν απέκτησες από τους λόγους μου ουδεμίαν ωφέλειαν. Εγώ σοι είπον να μη μεταμελήσαι δια πράξιν που έκαμες εις το παρελθόν, και συ λυπείσαι, διότι με απέλυσες. Είπόν σοι, να μη επιχειρήσης πράγμα αδύνατον, και συ δοκιμάζεις να με συλλάβης. Τρίτον σου είπα, να μη πιστεύσης λόγον άπιστον, και συ πιστεύεις ότι έχω τοιούτον μαργαρίτην εις την κοιλίαν μου»! Toιαύτην αγνωσίαν έχουσιν όσοι πιστεύουν τα είδωλα. Διότι αυτοί οι ίδιοι κατεσκεύασαν ταύτα με τας ιδίας των χείρας και προσκυνούσι τα έργα των, νομίζοντες ως πλαστουργούς και ευεργέτας των εκείνους τους οποίους αυτοί κλείουν εις τους ναούς, δεν νοούσι δε οι άφρονες, ότι, εάν αυτοί δεν δύνανται να βοηθήσωσιν εαυτούς, πως θα γίνωσιν άλλων ανθρώπων βοηθοί και φύλακες; Ημείς δεν έχομεν απρέπειαν ή ανωμαλίαν εις την Γραφήν μας, αλλά κηρύττομεν και πιστεύομεν, ότι εις Θεός μόνον είναι εν Τριάδι Αγία υμνούμενος, όστις εδημιούργησεν όλα τα ορατά και αόρατα και φωτίζει τους αγαθούς και εναρέτους ανθρώπους, ίνα γνωρίσωσιν Αυτόν, καθώς εφώτισε και την βασιλείαν σου. Αυτός ο ελεήμων με έστειλε να σε διδάξω και να σε οδηγήσω προς την αλήθειαν. Όθεν, εάν με πιστεύσης και βαπτισθής, σώζεσαι, εάν δε απιστήσης, θα κατακριθής. Και αυτά τα οποία κατέχεις σήμερον και δια τα οποία σεμνύνεσαι, ήτοι η δόξα, ο πλούτος, και η φαντασία του βίου τούτου εις καιρόν ολίγον παρέρχονται και πάντων τούτων στερείσαι και φίλους και συγγενείς καταλείπεις και θα κλεισθής εις τάφον σμικρότατον, όπου αντί της ευωδίας των αρωμάτων θα αισθάνεται η ψυχή σου δυσωδίαν ανέκφραστον εις την καταδίκην του άδου. Και μετά την εκ νεκρών ανάστασιν θα διωχθής από προσώπου του Θεού, θα κατακρημνισθής εις το πυρ της κολάσεως. Αν δε ακούσης του Χριστού και ακολουθήσης Αυτόν, απαρνούμενος τα πρόσκαιρα, θα απολαύσης αντί τούτων των φθαρτών τα άφθαρτα και αεί διαμένοντα, θα αγάλλεσαι με τους Αγίους αυτού εις τον Παράδεισον.

Ο Ιωάσαφ πιστεύει εις τον Χριστόν.
Πιστεύσας τότε ο Ιωάσαφ απεκρίθη· «Πιστεύω όσα μου είπες, σοφώτατε, και πάσαν ειδωλολατρίαν εμίσησα, διότι και πρότερον εις αυτήν δεν είχον εμπιστοσύνην. Τώρα δε εμίσησα ταύτα τελείως, επειδή επληροφορήθην παρά σου την ματαιότητά των. Ποθώ δε να γίνω φίλος του αληθινού Θεού, εάν δεν με βδελυχθή τον ανάξιον, αλλά ως εύσπλαγχνος συγχωρήση τας αμαρτίας μου. Είμαι λοιπόν έτοιμος να βαπτισθώ και να φυλάξω όσα μου είπης, και δίδαξόν με τι άλλο πρέπει να πράξω μετά το Βάπτισμα».

Τα καθήκοντα του Χριστιανού.
Τότε ο γέρων Βαρλαάμ απήντησεν· «Η πίστις χωρίς τα έργα νεκρά λογίζεται· άπεχε λοιπόν από πάσαν ακαθαρσίαν του σώματος, πορνείαν, μοιχείαν, ασέλγειαν, μέθην, φόνον, λαιμαργίαν, και τα τούτοις όμοια αμαρτήματα. Διότι, όσοι πράττουν αυτά, δεν κληρονομούσι Βασιλείαν ουράνιον. Ο δε καρπός του πνεύματος είναι αγάπη, πραότης, εγκράτεια, ταπείνωσις, συντριβή καρδίας, ελεημοσύνη προς τους πτωχούς και συμπάθεια. Αυτά πρέπει να φυλάττωμεν ακριβώς, τα δε αντίθετα να αποφεύγωμεν. Διότι όστις υποπέση εις αυτά μετά το βάπτισμα γίνεται πάλιν δούλος του δαίμονος· και δεν δίδεται πλέον δεύτερον βάπτισμα. Επειδή, όταν ο Κύριος απέστειλε τους Αποστόλους να βαπτίζουν τα έθνη, έδωσεν εις αυτούς εντολήν να διδάσκωσι, να φυλάττουν όλα του τα προστάγματα, ήτοι να είμεθα πτωχοί και πραείς, να κλαίωμεν, να πεινώμεν και να διψώμεν την δικαιοσύνην, να είμεθα ελεήμονες, καθαροί τη καρδία, ειρηνοποιοί προς τον πλησίον, να υπομένωμεν ύβρεις και διωγμούς και να μη αποδίδωμεν κακόν αντί κακού, αλλά μάλιστα να προσευχώμεθα δι’ εκείνους οίτινες μας θλίβουσι, δια να γίνωμεν υιοί Θεού, όστις ανατέλλει τον ήλιον αυτού επί τους δικαίους και αδίκους. Προσέτι να συγχωρώμεν εκ καρδίας τους πταίοντας, δια να συγχωρήση ο Θεός και τα ιδικά μας εγκλήματα, και να μη θησαυρίζωμεν εδώ εις την γην, όπου ο σκώληξ αφανίζει και οι κλέπται κλέπτουσιν, αλλά εις την ουράνιον Βασιλείαν, όπου αεί και πάντοτε οι θησαυροί διαμένουσι. Να μη μεριμνώμεν τι να φάγωμεν, διότι αυτός ο ουράνιος Πατήρ, όστις τρέφει τα πτηνά και στολίζει τα κρίνα τοσούτον ωραία και εύμορφα, φροντίζει και δι’ ημάς. Και πάλιν είπεν ακόμη, ότι, όστις αγαπά τον πατέρα και την μητέρα του υπέρ εμέ, δεν είναι άξιος δι’ εμέ, και όστις δεν λαμβάνει τον Σταυρόν αυτού, ίνα με ακολουθήση, δεν είναι άξιος εμού. Αυτά και άλλα πολλά ψυχοσωτήρια παραγγέλματα έδωσεν εις ημάς ο Δεσπότης, και είμεθα υποχρεωμένοι να τα φυλάττωμεν, δια να λάβωμεν εις την Βασιλείαν αυτού τον άφθαρτον στέφανον. Ηρώτησε τότε ο Ιωάσαφ· «Και εάν τύχη και σφάλη τις εις μίαν ή δύο εκ τούτων των εντολών δεν έχει πλέον ελπίδα σωτηρίας, και δεν θα μεταβή εις τον παράδεισον»; Λέγει ο Όσιος· «Ο Υιός και Λόγος του Θεού έγινεν άνθρωπος δια την σωτηρίαν ημών και γιγνώσκων την ιδικήν μας ασθένειαν, δεν μας αφήκε χωρίς θεραπείαν, αλλ’ ως ιατρός πάνσοφος μας εχάρισε το ήδιστον βότανον της μετανοίας, ήτοι το σωτήριον δάκρυ το οποίον λέγεται δεύτερον Βάπτισμα. Επειδή το πρώτον Βάπτισμα δίδεται μόνον μίαν φοράν, μετά το οποίον, εάν αμαρτήσης ως άνθρωπος, χρειάζεσαι κόπον πολύν δια να λάβης παρά Κυρίου συγχώρησιν. Ούτως, οσάκις πταίεις, να εγείρεσαι ευθύς δια της μετανοίας, επειδή δεν υπάρχει αμάρτημα, το οποίον να νικά την ευσπλαγχνίαν και το έλεος του Θεού». Διηγήθη δε ο Όσιος γέρων Βαρλαάμ την αμαρτίαν του προφήτου Δαβίδ, την μετάνοιάν αυτού και τα δάκρυα δια να αποδείξη το θείον έλεος.

Διδαχή περί των Αγίων Μαρτύρων και Οσίων Πατέρων.
Ηρώτησε πάλιν ο Ιωάσαφ· «Επειδή η μετάνοια έχει κόπον και δάκρυα, τα οποία είναι δια τους πολλούς δυσκατόρθωτα, ήθελα να εύρω τον τρόπον, να φυλάττω τα θεία προστάγματα μετ’ ακριβείας, δια να μη πικράνω πλέον τον γλυκύτατόν μου Δεσπότην μετά την συγχώρησιν των προτέρων ανομημάτων μου». Λέγει ο γέρων· «Καλώς είπες, ευγενέστατε, τούτο είχον και εγώ κατά νουν να σου διδάξω· αλλά είναι δύσκολον, αν όχι αδύνατον, άνθρωπος δεδεμένος εις βιοτικάς μερίμνας και ταραχάς, ή εις πλούτου τρυφήν και υπερηφάνειαν, να μη παρεκτραπή από την οδόν του Κυρίου, και να φυλαχθή καθαρός και άμεμπτος. Διότι δεν δύναταί τις να δουλεύη δύο αυθέντας, τον Θεόν ομού και τον Μαμωνάν, όστις είναι ο πλούτος και η του κόσμου προσπέθεια. Ταύτα γινώσκοντες οι Όσιοι Πατέρες διήλθον με πολλήν θλίψιν και βάσανα την ζωήν των, φροντίζοντες όσον ηδύναντο να φυλάξουν αμόλυντον το της αφθαρσίας ένδυμα. Δια τούτο και οι μαρτυρήσαντες δια την αγάπην του Χριστού ηγάπησαν εξ όλης καρδίας τον Κύριον, και απήλθον προς Αυτόν δια του βαπτίσματος του Μαρτυρίου, τον οποίον είναι πολυτιμότερον του προτέρου, επειδή δεν μολύνεται πλέον με αμαρτήματα. Ούτοι λοιπόν λέγονται μιμηταί του Χριστού. Πρώτοι οι Μαθηταί Αυτού και Απόστολοι, δεύτερον οι Μάρτυρες, οι οποίοι έχυσαν το αίμα τους δια το όνομα του Χριστού, πάσαν βάσανον και παν μαρτύριον υπομείναντες. Ούτως, άλλους έφαγον τα θηρία, άλλους εις πυρ κατέκαυσαν, και άλλους εθανάτωσαν με απάνθρωπα μαρτύρια και οίτινες έλαβον τα βραβεία της νίκης και ευρίσκονται τώρα συγκληρονόμοι του Θεού μετά των Αγγέλων εις τον Παράδεισον. Εδώ δε εις την γην τα άγια αυτών λείψανα ευωδιάζουν υπέρ τους μόσχους και τα αρώματα, και τελούσιν άπειρα θαύματα. Διώκουσι δαίμονας και θεραπεύουσι πάσαν ασθένειαν. Αφ’ ου δε έπαυσεν ο διωγμός, και επίστευσαν οι βασιλείς εις τον Χριστόν, ιδόντες οι ενάρετοι άνθρωποι, ότι δεν υπήρχον πλέον τύραννοι, ίνα βασανίζουν τούτους με μαρτύρια, εύρον αυτοί άλλον τρόπον δια να βασανίζουν την σάρκα, ίνα την υποτάξουν τω πνεύματι. Ηρνήθηκαν τον κόσμον, κατά την εντολήν του Κυρίου, εγκατέλειψαν φίλους και συγγενείς, εμίσησαν πλούτον και πάσαν απόλαυσιν και απελθόντες εις ερήμους τόπους, ως εξόριστοι, έζησαν θλιβόμενοι, κακουχούμενοι και πάσης παρακλήσεως στερούμενοι, πλανώμενοι εις όρη και σπήλαια, εσθίοντες μόνον χόρτα και άρτον ξηρόν και ούτως ασκούμενοι εγένοντο Μάρτυρες με την προαίρεσίν των. Όντως μακάριοι οι τοιούτοι, οίτινες βασανισθέντες προσκαίρως καταφρονούντες ρευστά και μάταια, απήλαυσαν αληθινά και αιώνια. Αυτούς μιμούμεθα και ημείς οι ταπεινοί, εν μεγάλη στενότητι και σκληραγωγία διάγοντες». Ταύτα είπεν ο γέρων. Προσέθεσε δε και τινα παραδείγματα εκείνων, οίτινες κατεφρόνησαν τον μάταιον κόσμον, ίνα πείση τον βασιλόπαιδα Ιωάσαφ να μισήση τον πλούτον, την δόξαν και την πολυτέλειαν. Κατόπιν δε είπε και την παραβολήν ταύτην, παρακινών αυτόν προς έλεος και συμπάθειαν.


silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Συνέχεια

Δημοσίευση από silver »

Η παραβολή των τριών φίλων.
Άνθρωπος τις είχε τρεις φίλους, εξ ων τους δύο ηγάπα και εξετίμα, τον δε τρίτον κατεφρόνει, μη δεικνύων προς αυτόν φιλανθρωπίαν, ως έπρεπεν. Ελθόντες δε μίαν ημέραν φοβεροί τινες στρατιώται ωδήγησαν βιαίως εκείνον τον άνθρωπον προς τον βασιλέα, διότι εχρεώστει μυρία τάλαντα. Στενοχωρούμενος λοιπόν ο οφειλέτης, εζήτει τινά να ομιλήση εις τον βασιλέα και δώση εις αυτόν μικράν προθεσμίαν, ίνα εξοφλήση το χρέος του. Μεταβάς τότε εις τον πρώτον του φίλον, είπεν εις αυτόν· «Γινώσκεις, φίλτατε, ότι πολλάκις εκινδύνευσα προς χάριν σου. Τώρα και εγώ σε χρειάζομαι εις την ανάγκην μου. Λοιπόν βοήθησόν με όσον δύνασαι». Ο δε φίλος του απεκρίθη· «Εγώ δεν είμαι φίλος σου, ούτε σε γνωρίζω· όμως δύο παλαιά ιμάτια, σου δίδω και άλλην βοήθειαν μη ελπίζης». Τότε μετέβη εις τον άλλον· «Ενθυμείσαι, είπεν εις αυτόν, πόσην αγάπην σου έδειξα; Τώρα έχω και εγώ συμφοράν μεγίστην, και ζητώ την βοήθειάν σου». Και ο δεύτερος φίλος του απήντησε: «Δεν έχω σήμερον καιρόν, διότι μεγάλη κακοτυχία μου συνέβη και έχω θλίψιν πολλήν, αλλά θα σε συνοδεύσω ολίγον και κατόπιν θα επιστρέψω εις την οικίαν μου». Όταν λοιπόν εκείνος ο άθλιος είδε την απανθρωπίαν των δύο φίλων, έδραμε προς τον τρίτον, τον οποίον ποτέ δεν εσπλαγχνίσθη, ούτε εις χαράν του τινά τον εκάλεσε, και λέγει εις αυτόν με κατησχυμμένον πρόσωπον: «Δεν έχω στόμα να σου ομιλήσω, επειδή ουδέποτε καλωσύνην τινά σου έκαμα. Πλην σε παρακαλώ, μη ενθυμηθής την αφροσύνην μου, αλλά δος μοι εις ταύτην μου την ανάγκην ολίγην βοήθειαν». Ούτος τότε είπεν εις αυτόν με ιλαρόν και χαρούμενον πρόσωπον· «Ναι, φίλε μου γνήσιε, ενθυμούμαι την μικράν καλωσύνην, την οποίαν μου έκαμες, και όσα σου χρεωστώ, θα σου ανταποδώσω με πολύ κέρδος σήμερον. Και μη φοβού, διότι εγώ θα παρακαλέσω ευθύς τον βασιλέα να σου χαρίση όλον το χρέος και θέλει μου εισακούσει, ως φίλος μου». Ταύτα ακούσας ο χρεώστης κατενύχθη και έλεγεν· «Οίμοι! Τι να θρηνήσω πρώτον ο ανόητος; Να κατηγορήσω την φιλίαν, την οποίαν είχον προς τους ψευδείς και αχαρίστους εκείνους ή να κατακρίνω την φρενοβλαβή αγνωμοσύνην, την οποίαν έδειξα εις τούτον τον αληθή και γνήσιον φίλον μου»; Ο Ιωάσαφ τότε, αφού ήκουσε την παραβολήν ταύτην, εζήτει από τον Όσιον γέροντα να του εξηγήση την έννοιαν. Ο δε γέρων απεκρίθη· «Ο πρώτος φίλος είναι ο πλούτος και η επιθυμία των προσκαίρων πραγμάτων, δια τα οποία ο άνθρωπος πίπτει εις μυρίους κινδύνους και όταν έλθη ο θάνατος δεν λαμβάνει τίποτε εξ όλων όσα με κόπους και κινδύνους απέκτησεν, ειμή μόνον τα ιμάτια με τα οποία τον ενδύουσιν. Ο δεύτερος φίλος είναι η γυνή, τα τέκνα και οι λοιποί συγγενείς και φίλοι του, τους οποίους αγαπά πολύ, και πονεί η ψυχή του εις τον χωρισμόν των, όμως δεν λαμβάνει εξ αυτών, την ώραν του θανάτου, άλλην βοήθειαν ειμή την συνοδείαν των μέχρι του τάφου του, μετά την οποίαν επιστρέφοντες λησμονούν τον φίλον των. Τρίτος φίλος, ο καταφρονηθείς, είναι η ελεημοσύνη, η φιλανθρωπία και αι λοιπαί αρεταί, αίτινες μεταβαίνουν ενώπιον του Θεού μεθ’ ημών μετά τον θάνατόν μας, και παρακαλούσιν Αυτόν να μας λυτρώση από τους δαίμονας». Νυχθείς τότε την καρδίαν ο Ιωάσαφ είπεν· «Ο Θεός να πληρώση τον κόπον σου, διότι ηύφρανας την ψυχήν μου με τους σοφούς και αρίστους λόγους σου, πλην, σε παρακαλώ, ειπέ μοι και άλλην παραβολήν δια τον μάταιον κόσμον και πως να διέλθω τούτον αταράχως». Και ο γέρων ήρχισε ταύτην την διήγησιν.

Παραβολή περί της ματαιότητος του κόσμου.
Υπάρχει μία πόλις πολυάνθρωπος, της οποίας οι οικήτορες έχουσι την συνήθειαν να ψηφίζωσι βασιλέα ένα ξένον, άγνωστον άνθρωπον, ώστε να μη ηξεύρη τους νόμους της και ούτος έχει εξουσίαν να κάμνη ως βασιλεύς επί ένα χρόνον όλα του τα θελήματα. Έπειτα αίφνης, ενώ διάγει αμέριμνος, τρώγων και πίνων και αναπαυόμενος ότι θα είναι πάντοτε βασιλεύς, εκθρονίζεται υπό του λαού και πομπεύεται ολόγυμνος εις τας οδούς της πόλεως, κατόπιν δε εξορίζεται εις μίαν ερημόνησον, μακράν της χώρας, και εκεί, μη ευρίσκων τι να φάφη ή να ενδυθή, διέρχεται πολλήν ταλαιπωρίαν». Κατά την συνήθειαν ταύτην λοιπόν έκαμαν κάποτε βασιλέα εις ταύτην την χώραν άνθρωπόν τινα, όστις έχων σοφίαν και σύνεσιν, δεν έπεσεν εις πολυφαγίαν και μέθην, ως οι πρώην βασιλείς, διότι επληροφορήθη προηγουμένως την ρηθείσαν τάξιν. Ανοίξας όθεν τους βασιλικούς θησαυρούς, και λαβών πλήθος χρυσού, αργύρου και λίθων πολυτίμων, παρέδωκεν εις πιστούς δούλους του, προπέμπων αυτούς εις εκείνην την νήσον, όπου έμελλε να τον εξορίσουν. Όταν δε συνεπληρώθη ο χρόνος της βασιλείας του, οι πολίται εγύμνωσαν αυτόν και απέστειλαν εις την εξορίαν. Αλλ’ ούτος, προπέμψας τον πλούτον εκεί, είχε τροφήν και πάντα τα εφόδια». Πόλιν νόησον, ευγενέστατε, τον κόσμον τούτον τον απατηλόν και μάταιον· πολίτας τους δαίμονας, οι οποίοι μας δελεάζουσι με τας απολαύσεις των ηδονών, δια τας οποίας, πιστεύοντες ότι είναι παντοτειναί, δεν φροντίζομεν δια τα αιώνια, ήτοι να προπέμψωμεν τροφάς με τους πένητας δούλους, ούτε άλλας αρετάς ετελέσαμεν. Όθεν, όταν έλθη ο θάνατος, μας εκβάλλουσιν από τον κόσμον γυμνούς οι πονηροι δαίμονες, διότι επράξαμεν τα θελήματά των, και μας μεταφέρουν εις την ζοφεράν και αιώνιον φυλακήν του άδου, όπου δεν υπάρχει φως ουδέ άνεσις ουδέ ελπίς ανέσεως». Ηρώτησε τότε ο Ιωάσαφ· «Είναι και άλλοι οίτινες κηρύττουν αυτά τα οποία με εδίδαξες»; Ο δε Βαρλαάμ απεκρίθη· «Εις ταύτην την δυστυχή χώραν σας δεν γνωρίζω εάν είναι τις, διότι η τυραννίς του πατρός σου τους εθανάτωσεν· αλλ’ εις τους άλλους τόπους απανταχού κηρύττεται η αλήθεια αύτη της ευσεβείας, την οποίαν ο Ελεήμων Θεός με απέστειλε να σε διδάξω, ίνα μη αποθάνης εις την ασέβειαν». Λέγει ο Ιωάσαφ· «Είχα πόθον να εδίδασκες και τον πατέρα μου, μήπως έλθη και αυτός εις θεογνωσίαν». Ο δε Βαρλαάμ απεκρίθη· «Όσα δεν δύνανται να κάμουν οι άνθρωποι, οικονομεί ο Παντοδύναμος Κύριος. Έχε υπομονήν προς το παρόν, διότι είναι πολύ ωργισμένος κατά των Χριστιανών, και όταν εύρης καιρόν κατάλληλον συ θα τον διδάξης μήπως τον σώσης και, Θεού συνεργούντος, γίνης ούτω πατήρ του πατρός σου με τρόπον θαυμάσιον». Ηρώτησε πάλιν ο Ιωάσαφ· «Τι είναι η τροφή και η ενδυμασία σας εις την έρημον»; Λέγει ο γέρων· «Η τροφή μας είναι βότανα και ακρόδρυα, και εάν τύχη κάποτε να μας φέρη τις άρτον, τον λαμβάνομεν, ως εκ της θείας προνοίας στελλόμενον. Το δε ένδυμά μας είναι ράσα τρίχινα πεπαλαιωμένα, τα οποία κατατρώγουν την σάρκα μας, και πολλήν ταλαιπωρίαν υπομένομεν από τον καύσωνα του θέρους και το ψύχος του χειμώνος». Τότε ο Ιωάσαφ τον παρεκάλεσε να εκδυθή τα εξωτερικά του φορέματα, ίνα ίδη αυτόν καθώς ευρίσκετο εις την έρημον. Και ο γέρων, υπακούσας και αποκαλυφθείς, παρουσίασεν ελεεινόν θέαμα, διότι η σάρξ του ήτο εξηραμμένη και το δέρμα μεμελανωμένον. Εδάκρυσε τότε ο νέος θαυμάσας το της ασκήσεως σκληρόν και επίπονον, και στενάξας είπεν εις αυτόν· «Επειδή ήλθες να με λυτρώσης από την δεινήν αιχμαλωσίαν, οδήγησόν με εις τη έρημον, δια να δεχθώ την σφραγίδα του θείου Βαπτίσματος και να γίνω συγκοινωνός σου εις την θαυμαστήν φιλοσοφίαν της ασκήσεως ταύτης». Απεκρίθη ο γέρων· «Τώρα μεν λάβε το άγιον Βάπτισμα, και φύλαττε επιμελώς την ευσέβειαν, υπακούων εις τας εντολάς του Κυρίου. Όταν δε η χάρις Αυτού οικονομήση καιρόν κατάλληλον, τότε θα συνοικήσωμεν και πιστεύω εις τον Θεόν, κατά τον μέλλοντα αιώνα να είμεθα αχώριστοι». Εδάκρυσεν ο νέος και είπεν· «Εάν ούτως ορίζη ο Κύριος, γενηθήτω το θέλημα Αυτού· όθεν τελείωσόν με εις την πίστιν δια του αγίου Βαπτίσματος».

Ο Ιωσάφ βαπτίζεται.
Νουθετήσας λοιπόν ο Όσιος τον υιόν του βασιλέως με λόγους σωτηρίας και ψυχωφελή παραδείγματα, κατήχησεν αυτόν, και εξήγησε, καθό γεγραμματισμένος και πάνσοφος, πάντα τα άρθρα του συμβόλου της πίστεως, τα Μυστήρια, και πάσαν εκκλησιαστικήν παράδοσιν και εξόχως την Ιεράν Κοινωνίαν, ως και όλα όσα έκρινεν ως αναγκαία δια την τελειοποίησιν. Χειραγωγήσας δε προς την αληθή θεογνωσίαν ηυτρέπισεν αυτόν προς το άγιον Βάπτισμα, δους εντολήν να νηστεύη και να προσεύχηται. Όταν δε εγνώρισεν ο Όσιος, ότι ούτος ήτο ητοιμασμένος δια την ορθόδοξον Πίστιν, εβάπτισεν αυτόν εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Κατόπιν, εισελθών εις τον βασιλικόν αυτού κοιτώνα, ελειτούργησε και εκοινώνησε τούτον των θείων Μυστηρίων. Τότε ο Ιωάσαφ ηγαλλιάσατο πνευματικώς και εδόξασε τον Κύριον. Ο δε γέρων ηυχήθη ούτως· «Ευλογητός ο Θεός και Πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, όστις δια το πολύ έλεος Αυτού σε ανεγέννησεν εις ελπίδα ζώσαν, εις κληρονομίαν ουράνιον εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, δια Πνεύματος Αγίου. Σήμερον ελυτρώθης από την αμαρτίαν, και έλαβες τον αρραβώνα της αιωνίου ζωής. Αφήκες το σκότος, και ενεδύθης το φως, ελθών εις την ελευθερίαν της δόξης του Θεού μας, και ούτω δεν είσαι πλέον δούλος, αλλά, κατά την Γραφήν, είσαι πλέον υιός και κληρονόμος Θεού, δια Ιησού Χριστού εν Αγίω Πνεύματι. Διο, αγαπητέ, αγωνίζου, ίνα ευρεθής άσπιλος και αμώμητος, εργαζόμενος το αγαθόν εν τω θεμελίω της πίστεως». Ταύτα και έτερα πλείονα νουθετήσας εζήτησε συγχώρησιν, ίνα αναχωρήση εις το κελλίον του. Τότε ο νέος, δια να μη δίδη εις αυτόν πλέον κόπους, και μη θέλων να εμποδίση την ποθουμένην οδοιπορίαν του, είπεν· «Ως θέλεις, ω πάτερ πνευματικέ και διδασκάλων άριστε, άπελθε εν ειρήνη, ενθυμούμενος εις τας προσευχάς σου και εμέ τον άθλιον, και παρακαλών τον Κύριον, όπως δυνηθώ να έλθω πλησίον σου δια να βλέπω το τίμιόν σου πρόσωπον». Ταύτα λέγων ο Ιωάσαφ έδωσεν εις αυτόν πολλά αργυρά νομίσματα δι’ έξοδά του, και δια να μοιράση εις τους άλλους ερημίτας. Αλλ’ ο γέρων δεν τα εδέχθη και ο νέος ητήσατο από τον Όσιον γέροντα το τρίχινόν του ιμάτιον, δια να τον ενθυμήται, και να τον διαφυλάττη από πάσαν δαιμονικήν ενέργειαν. Όθεν ο γέρων έδωσε τούτο εις τον νέον, ειπών την τελευταίαν ταύτην νουθεσίαν· «Τέκνον μου γλυκύτατον, συ τον οποίον ανεγέννησα δια του Ευαγγελίου, γινώσκεις τίνος βασιλέως έγινες στρατιώτης, και ποίας ομολογίας υπεσχέθης; Οφείλεις λοιπόν να διαφυλάξης πάσαν υπόσχεσιν, διότι ο Δεσπότης παρίστατο αοράτως, και πάντες οι Άγιοι υπέγραψαν όσα και συ ωμολόγησας. Μη λοιπόν προτιμήσης κανέν πρόσκαιρον αγαθόν και μόνον το τελειότατον πόθησον, τον Ποιητήν και Σωτήρα σου, ου η δόξα και το κάλος είναι αιώνια, και τα αγαθά τα οποία ητοίμασε δια τους αγαπώντας αυτόν υπερβαίνουσι πάσαν διάνοιαν. Πάντων των αγαθών είθε να σε αξιώση η χάρις Αυτού, ίνα γίνης συγκληρονόμος μετά των Αγίων εις την Βασιλείαν Αυτού την ουράνιον». Ο δε νέος έκλαιε λυπούμενος τον χωρισμόν του και έλεγε· «Κύριος ο Θεός να πληρώση πλουσίως τον κόπον σου, διότι εγώ δεν είμαι άξιος». Τότε ο γέρων, συμβουλεύσας τον νέον να παύση κλαίων, ηυχήθη ταύτα προς Κύριον· «Δέσποτα Θεέ, πάτερ Παντοκράτορ, ο φωτίσας τα πριν εσκοτισμένα, και εκ του μη όντος εις το είναι ποιήσας την ορατήν ταύτην κτίσιν και την αόρατον, και αναπλάσας ημάς δια του Μονογενούς σου Υιού, Σε επικαλούμαι και Σου δέομαι, επίβλεψον επί το λογικόν σου πρόβατον και αγίασον την ψυχήν αυτού δια της χάριτός Σου· επίσκεψαι την άμπελον ταύτην, ήτις εφυτεύθη δια του Αγίου Σου Πνεύματος, και ευδόκησον να καρποφορήση καρπόν δικαιοσύνης. Δίδαξον αυτόν τι το θέλημά Σου, και αξίωσον αυτόν και εμέ τον ελάχιστον δούλον σου, να κληρονομήσωμεν τα αιώνια αγαθά. Ότι ευλογητός ει και δεδοξασμένος εις τους αιώνας. Αμήν». Μετά δε την ευχήν κατεφίλησε τον νέον και εξήλθε του παλατίου περιχαρής και ευχαριστών τον πανάγαθον Θεόν, όστις ευώδωσεν εις αγαθόν την οδοιπορίαν του. Ο δε υιός του βασιλέως εφυλάττετο μετά προσοχής και ακριβείας καθαρός ψυχή τε και σώματι, με εγκράτειαν, προσευχάς τε και ολονυκτίους δεήσεις, και όταν δεν είχε καιρόν την ημέραν να είπη τας διατεταγμένας ευχάς, ίστατο όλην την νύκτα μετά δακρύων ευχόμενος.

Ταραχή του βασιλέως και προσπάθεια αυτού δια την επαναστροφήν του Ιωάσαφ εις την πλάνην. Βλέπων ο Ζαρδάν, ο σωματοφύλαξ του Ιωάσαφ, την διαγωγήν αυτού επικραίνετο, γνωρίζων ότι έγινε Χριστιανός, φοβούμενος δε μήπως πληροφορηθή τούτο ο βασιλεύς και τον θανατώση, μετέβη μόνος, μετά πολλής ταπεινότητος, και ανήγγειλεν εις τον βασιλέα το γεγονός. Ο Αβεννήρ τότε εταράχθη, και προσκαλέσας τον πρώτον άρχοντα της βουλής, Αραχήν ονόματι, όστις ήτο μάντις και αστρολόγος, παρεκάλεσε τούτον να εύρη τρόπον, ίνα μεταστρέψωσι τον νέον εις την θρησκείαν των. Ο δε Αραχής απεκρίθη· «Φρόντισον, βασιλεύ, να εύρης τον πλάνον εκείνον Βαρλαάμ, όστις τον εδίδαξε, και να μεταπείσωμεν τούτον ή με δωρεάς, ή με σκληράς τιμωρίας να διδάξη πάλιν τον υιόν σου όλα τα αντίθετα εκείνων τα οποία είπε πρότερον. Εάν δεν εύρης τον Βαρλαάμ, γνωρίζω εγώ ένα ερημίτην, διδάσκαλόν μου εις την πίστιν, Ναχώρ ονομαζόμενον, ομοιάζοντα με τον Βαρλαάμ εις το πρόσωπον, και τον οποίον θα υπάγω να εύρω κρυφίως και να τον συμβουλεύσω να υποκριθή, ότι είναι ο Βαρλαάμ, και να συνομιλή μετά των διδασκάλων μας· κατ’ αρχήν δε να επαινή τους Χριστιανούς και την θρησκείαν των. Κατόπιν, προσποιούμενος ότι ενικήθη, να είπη εις τον υιόν σου ότι ήτο πεπλανημένος, και ότι τώρα εγνώρισε την αλήθειαν». Ταύτην την σκέψιν επήνεσεν ο βασιλεύς, και ανεχώρησεν ο ίδιος με συνοδείαν πολυάριθμον εις την έρημον. Αλλά μάτην εκοπίαζαν· διότι τον μεν Βαρλαάμ δεν ανεύρον, αλλά δέκα επτά ερημίτας, τους οποίους εθανάτωσεν απανθρώπως, διότι δεν ηθέλησαν να προδώσωσι τον τόπον όπου ησκήτευεν ο Βαρλαάμ, προστάξας πρώτον να κόψουν τας χείρας και τους πόδας των, να ανασπάσουν τας γλώσσας των, και τέλος να κόψωσι τας κεφαλάς των. Τούτου γενομένου, απήλθεν ο Αραχής νύκτα βαθείαν εις το σπήλαιον του Ναχώρ και ενουθέτησεν αυτόν πως να υποκριθή δολίως, καθώς συνεφώνησαν. Τότε επέστρεψεν εις τον βασιλέα, και το πρωϊ, ενώ εβάδιζον εις αναζήτησιν του Βαρλαάμ, βλέπουσιν ένα γέροντα, όστις ήτο ο προειδοποιηθείς Ναχώρ. Ο Αραχής τότε επρόσταξε τους υπηρέτας, οίτινες και τον έφεραν προς αυτόν, ότε τον ηρώτησε δια την θρησκείαν του και το όνομά του. Εκείνος δε απεκρίθη, ότι ήτο Χριστιανός, Βαρλαάμ καλούμενος. Ο Αραχής τότε τον ωδήγησεν εις τον βασιλέα, όστις είπεν εις αυτόν εις επήκοον πάντων· «Συ είσαι ο Βαρλαάμ, ο εργάτης του δαίμονος»; Ο Ναχώρ απεκρίθη· «Του Θεού εργάτης είμαι, και όχι του δαίμονος, και δεν πρέπει να με υβρίζης, αλλά να με τιμάς, διότι ελύτρωσα τον υιόν σου από την πλάνην σας και τον εδίδαξα την αλήθειαν». «Έπρεπε να σε θανατώσω», είπε με θυμόν ο βασιλεύς. «Αλλά υπομένω ολίγας ημέρας, και εάν με υπακούσης, θα σε συγχωρήσω, άλλως θα σε θανατώσω αγριώτατα». Ηπλώθη δε η φήμη εις την χώραν, ότι ανεύρον τον Βαρλαάμ, και ο Ιωάσαφ, μη δυνάμενος να κρατήση τα δάκρυα, εδέετο του Θεού να βοηθήση τον γέροντα. Ο δε Κύριος, ο το θέλημα των φοβουμένων αυτόν ποιών, απεκάλυψεν εις αυτόν την νύκτα όσα οι εχθροί δολίως εσκέπτοντο, και έδωκεν εις αυτόν θάρρος και δύναμιν, να προχωρή εις τον αγώνα της πίστεως. Τότε ο βασιλεύς μετέβη εις τον μακάριον Ιωάσαφ και είπε προς αυτόν εν οργή· «Δεν πιστεύω να έλαβεν άλλος πατήρ τοσαύτην χαράν δια την γέννησιν του παιδός του, ούτε να έδειξε προς αυτόν τόσην αγάπην, όσην εγώ προς σε. Και συ, αγνωμονών, ύβρισες το γήρας μου, ετύφλωσες το φως μου, και με κατέστησες γέλωτα και παίγνιον των εχθρών μου με το να πιστεύσης ένα πλάνον, και να εγκαταλείψης εμέ και τους θεούς μου, δια να προσκυνήσης Θεόν αλλότριον. Εγώ ήλπιζα να σε έχω παρηγορίαν εις το γήρας μου, να σε αφήσω διάδοχόν μου, συ όμως δεν με εσεβάσθης, αλλ’ εφάνης προς εμέ ως πολέμιος. Δεν έπρεπε να υπακούης περισσότερον εις τας συμβουλάς μου και όχι εις τας φλυαρίας εκείνου του σαπρού γέροντος, όστις σε συνεβούλευσε να ζης ζωήν πικράν και περίλυπον, να στερηθής του κόσμου τας ηδονάς, και να διάγης με τόσην σκληραγωγίαν και κακοπάθειαν; Εξεγελάσθης με νεκράς ελπίδας, τας οποίας μυθολογούσιν οι Γαλιλαίοι, ότι υπάρχει ανάστασις νεκρών και άλλα μύρια όσα φληναφήματα, με τα οποία πλανώσι τους άφρονας; Υπάκουσόν μου, τέκνον αγαπητόν, και πρόσπεσον πάλιν εις τους ευσπλάγχνους θεούς, δια να τους καταπραϋνωμεν την οργήν των με θυσίας εκατόν βοών εκλεκτών, μήπως και σου συγχωρήσωσι το φοβερόν αμάρτημα».

Σθεναρά ομολογία της πίστεως υπό του Ιωάσαφ.
Απεκρίθη τότε ο νέος, κηρύττων μετά παρρησίας την αλήθειαν· «Εγώ, πάτερ, απετάχθην τους δαίμονας και συνετάχθην μετά του αληθούς Θεού, όστις εποίησε τον κόσμον όλον, και έπλασε τον άνθρωπον, ύστερον εσαρκώθη δια να τον λυτρώση από την εξουσίαν του δαίμονος». Συνεχίζων δε ανέπτυξεν άπασαν την ένσαρκον οικονομίαν του Σωτήρος ημών και τα είδωλα διεκωμώδησε. Κατόπιν είπε· «Γνώριζε, πάτερ, ότι τόσον στερεάν γνώμην έχω εις την πίστιν του γλυκυτάτου μου Χριστού και ότι δεν ψεύδομαι εις τας ομολογίας, τας οποίας έταξα εις Αυτόν, έστω και εάν με κατεδίκαζες εις μυρίους θανάτους. Μη επιχειρήσης, λοιπόν, να με διαστρέψης από την καλήν ομολογίαν μου. Μάλιστα πολύ λυπούμαι και θλίβομαι, διότι και συ δεν έρχεσαι να συγκοινωνήσης μετ’ εμού, ίνα συναπολαύσωμεν τα ουράνια αγαθά εις ζωήν την αιώνιον». Ταύτα ακούσας ο Αβεννήρ εθυμώθη σφόδρα και τρίζων τους οδόντας του, ως δαιμονιζόμενος, έλεγεν· «Εγώ είμαι η αιτία, διότι σου έδωσα τόσην εξουσίαν. Καλώς μου το είπον οι αστρολόγοι, ότι θα αποβής άνθρωπος κακός και παμπόνηρος, αλαζών, και εις τους γονείς σου απειθής και παρήκοος. Αλλά γνώριζε, ότι εάν επιμένης εις την απείθειάν σου, θα σου επιβάλω τόσας τιμωρίας, όσας ποτέ κανείς δεν εφήρμοσεν ούτε εις τους εχθρούς του». Ο δε νέος απήντησε· «Διατί οργίζεσαι, βασιλεύ; Δια την ευτυχίαν του υιού σου πικραίνεσαι; Τις άλλος πατήρ ελυπήθη δια την του υιού του σωτηρίαν; Εάν με βασανίσης, καθώς είπες, άλλο τίποτε δεν κάμνεις, ει μη μόνον από πατήρ να γίνεσαι τύραννος και φονεύς. Όμως δεν θα δυνηθής να μεταβάλης την γνώμην μου. Είθε να εγνώριζες και συ την αλήθειαν και να προσέλθης προς τον όντως Θεόν, μισών την ματαιότητα του κόσμου. Ενόησον, πάτερ μου, ότι πάσα σάρξ είναι καθώς ο χόρτος, και πάσα δόξα ανθρώπου ως άνθος χόρτου. Διότι ποθών τιμήν τοσούτον ευμάραντον και προτιμών τας φαντασίας του ματαίου τούτου κόσμου, θα ζημιωθής τα αιώνια, θα καταδικασθής εις πυρ άσβεστον, θα κατακαίεσαι αιωνίως και θα οδύρεσαι ματαίως και ανωφελώς, διότι ουκ έστιν εντω άδη μετάνοιαν». Ταύτα έλεγεν ο φιλοπάτωρ υιός, και εθαύμασεν ο βασιλεύς εις την σοφίαν των λόγων του. Πλην όμως, εξ αιτίας του παχέος σκότους εις το οποίον ευρίσκετο, δεν εσυλλογίζετο ταύτα. Όθεν ηγέρθη δια να αναχωρήση, ειπών εις τον υιόν του με οργήν· «Είθε να μη εγεννάσο, επειδή είσαι αποστάτης μου, και προς τους θεούς μας τοσούτον βλάσφημος. Αλλ’ εγώ θα σε θανατώσω τάχιστα». Ο δε νέος προσηύξατο προς τον Κύριον λέγων· «Κύριε ο Θεός μου, η γλυκεία ελπίς και αψευδής επαγγελία και φρούρησις των ελπιζόντων εις Σε, ίδε την συντριβήν της καρδίας μου με όμμα ευμενές και ίλεων και μη με εγκαταλείψης, αλλά δυνάμωσόν με, ίνα φυλάξω την καλήν ομολογίαν Σου έως της τελευταίας αναπνοής μου. Επίβλεψον επ’ εμέ και ελέησόν με, και από πάσης σατανικής ενεργείας αβλαβή διαφύλαξον. Ναι, Βασιλεύ ουράνιε. Διότι η ψυχή μου δροσίζεται εις τον πόθον σου, ως διψαλέος οδοιπόρος εν ώρα καύσωνος. Δυνάμωσόν με, Δέσποτα, να θυσιάσω όλον εμαυτόν εις την ομολογίαν Σου, ότι Συ ει βοηθός αήττητος και Θεός ελεήμων, ον ευλογεί και δοξάζει πάσα η κτίσις εις τους αιώνας. Αμήν». Ταύτα προσευχηθείς ο νέος ησθάνθη εις την καρδίαν του θείαν ενίσχυσιν και πλήρης θάρρους παρέμεινε καθ’ όλην την νύκτα ευχόμενος. Ο δε βασιλεύς ανήγγειλεν εις τον Αραχήν την άφοβον παρρησίαν του παιδός και το ακλόνητον της πίστεώς του, και ούτος τον συνεβούλευσε να μη απειλή πλέον τον παίδα, αλλά να κολακεύη τούτον με ταπεινότητα. Πράγματι ο βασιλεύς επανήλθε την επομένην, και εναγκαλισθείς κατεφίλει τούτον, λέγων· «Τίμησον, τέκνον, το γήρας μου και θυσίασον εις τους θεούς, ίνα λάβης παρ’ αυτών μακρότητα ημερών, πλούτον και δόξαν, εις εμέ να είσαι αγαπητός, σεβαστός δε υπό πάντων των ανθρώπων. Μη νομίσης, τέκνον, ότι πλανώμαι, καθώς συ ως απονήρευτος, διότι δεν επείσθην εις την γνώμην μόνον ενός ανθρώπου, αλλ’ εκάλεσα άνδρας σοφούς και επιστήμονας, συνωμίλησα με Χριστιανούς, και ούτως εξηκρίβωσα την αλήθειαν. Και επείσθην ότι δεν είναι άλλη πίστις εκτός αυτής της προς τους μεγίστους θεούς, οι οποίοι μας προσφέρουν ευφροσύνην και αγαλλίασιν εις την ζωήν ταύτην, την οποίαν οι Γαλιλαίοι ακρίτως εστερήθησαν θυσιάσαντες οι άφρονες τας τέρψεις και τας ηδονάς δια μίαν ματαίαν ελπίδα αβεβαίου ζωής. Πείσθητι όθεν εις εμέ, υιέ μου παμφίλτατε, και επίστρεψον εις τους θεούς μας, δια να απολαμβάνης εις όλον σου τον βίον πλούσια τα αγαθά και να κληρονομήσης την βασιλείαν μου». Τότε ο μεγαλόφρων και ευγενής νεανίας, ζητήσας πρώτον την εξ ύψους βοήθειαν, απεκρίθη· «Αληθώς προστάσσει ημάς ο Θεός να υποτασσώμεθα εις τους γεννήτορας, όταν η υποταγή ωφελή και αποβαίνη προς το αμοιβαίον συμφέρον· αν όμως προξενή κίνδυνον να στερηθώμεν αυτόν τον Θεόν, έχομεν εντολήν να μη υποτασσώμεθα εις εκείνους, οι οποίοι μας χωρίζουσιν εξ Εκείνου, αλλ’ αντιθέτως να φεύγωμεν μακράν αυτών, έστω αν είναι πατήρ ή μήτηρ, ή βασιλείς, ή εξουσιασταί της ζωής μας. Δια τούτο δεν είναι πρέπον δια την προς τον πατέρα αγάπην να στερηθώ τον Θεόν και Σωτήρα μου. Μη λοιπόν κοπιάζη η βασιλεία σου, αλλά πίστευσον εις τον ζώντα Θεόν, διότι τα αναίσθητα είδωλα προξενούν απώλειαν. Εγώ είμαι δούλος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και ούτε με κολακείας, ούτε με απειλάς βασάνων θα απαρνηθώ τον Σωτήρα μου». Και ταύτα ειπών ο βασιλόπαις έκαμε προς τον βασιλέα διδαχήν περί της ματαιότητος των ειδώλων, περί των αψευδεστάτων του Ιησού Χριστού υποσχέσεων, αποδείξας ότι υπάρχει ανάστασις νεκρών και ανταμοιβή των εναρέτων ανθρώπων δια της κληρονομίας του Παραδείσου, και τιμωρία των αμαρτωλών και απίστων εις το πυρ της κολάσεως. Ο δε βασιλεύς εθαύμασε τους λόγους του υιού του και υπό της συνειδήσεως ελεγχόμενος διελογίζετο, ότι αληθή και ορθότατα έλεγεν εις αυτόν ο υιός του. Πλην συνεκρατείτο και δεν ηδύνατο να προσβλέψη εις το της αληθείας φως, αλλά εσυλλογίζετο να πράξη το κατά την συμβουλήν του Αραχή προτεινόμενον και είπεν εις τον Ιωάσαφ· «Επειδή είσαι σκληρός και φιλόνεικος, ας συνδιαλεχθώμεν και ας είπωμεν έκαστος την γνώμην του. Και ή εγώ θα πεισθώ, ή συ. Διότι ο Βαρλαάμ, ο οποίος σε εξηπάτησεν, ευρίσκεται δέσμιος. Εγώ θα συναθροίσω τους διδασκάλους μου και τους Γαλιλαίους, ίνα συζητήσωσιν και εάν σεις μας νικήσητε, να πιστεύσωμεν εις τον Χριστόν· αν όμως νικηθήτε, να προσκυνήσης τα είδωλα». Ο Ιωάσαφ τότε απεκρίθη· «Ας γίνη το θέλημα του Κυρίου». Ευθύς τότε ο βασιλεύς έστειλε προσταγήν εις όλας τας πόλεις, να συναχθώσιν αφόβως οι Χριστιανοί, και να συνδιαλεχθώσιν ειρηνικώς.

Ο θρίαμβος της αληθείας.
Συνηθροίσθησαν λοιπόν μάντεις και γόητες πλήθος πολύ· από δε τους Χριστιανούς δεν ετόλμα τις να έλθη εις βοήθειαν του Βαρλαάμ. Μόνον άρχων τις Βαραχίας καλούμενος, ενεφανίσθη, διότι οι άλλοι, εκτός όσων εφονεύθησαν, ήσαν κεκρυμμένοι εις όρη και σπήλαια· και άλλοι εφοβούντο και δεν απεκάλυπτον την ευσέβειάν των. Μόνον ο Βαραχίας ήτο ανδρείος εις την ψυχήν και ήλθε να διαγωνισθή δια την αλήθειαν. Καθίσας δε ο βασιλεύς εις υψηλόν τόπον, επρόσταξε τον υιόν του να καθίση παρ’ αυτώ. Αλλ’ ούτος, ως ταπεινόφρων και φρόνιμος, δεν ηθέλησεν, αλλ’ εκάθισεν εις την γην. Έφεραν τότε τον Ναχώρ, όστις, προσποιούμενος τον Βαρλαάμ, εμελέτα να κάμη την ομιλίαν απατηλώς, ως συνεβουλεύθη. Αλλ’ ο Θεός άλλα ωκονόμησεν. Όταν λοιπόν ήρχισαν την συνδιάλεξιν και είχον όλοι οι ψευδορρήτορες και ψευδολόγοι φιλόσοφοι ηκονισμένας τας γλώσσας δια ν’ αφανίσωσι την αλήθειαν, είπεν ο πρώτος προς τον Ναχώρ· «Συ είσαι ο Βαρλαάμ, ο οποίος υβρίζεις τους θεούς, αναίσχυντε, και εδίδαξας τον υιόν του βασιλέως την τόσην πλάνην, του να λατρεύη Θεόν εσταυρωμένον»; «Εγώ είμαι», απήντησεν ο Ναχώρ, «όστις τον ελύτρωσα εκ της πλάνης, καθωδήγησα δε προς τον αληθή Θεόν». Είπε πάλιν ο ψευδορρήτωρ· «Πως συ τολμάς μετά θράσους να λέγης, ότι οι αθάνατοι θεοί, τους οποίους ενδόξως τιμώσιν οι θαυμάσιοι και φιλόσοφοι άνδρες, δεν είναι θεοί και καθυβρίζεις τούτους; Ποίαν απόδειξιν έχεις, ότι δεν είναι θεοί, και ότι Θεός είναι ο Εσταυρωμένος»; Τότε ο Ναχώρ, φωτισθείς παραδόξως υπό της χάριτος του Θεού, ωμολόγησε λαμπρά τη φωνή την αλήθειαν κηρύξας ταύτα· «Εγώ, βασιλεύ, γεννηθείς εις τον κόσμον με θείαν πρόγνωσιν και ιδών τον ουρανόν, την γην, την σελήνην, τους αστέρας και τα άλλα σοφά κτίσματα, εθαύμασα τον λαμπρόν αυτών στολισμόν, και ηννόησα, ότι εκείνος ο οποίος κυβερνά και διακρατεί ταύτα πάντα με τοσαύτην σοφίαν και σύνεσιν, αυτός είναι Θεός άναρχος, αιώνιος και αθάνατος, παρ’ ου τα πάντα εκτίσθησαν, νοητά τε και φαινόμενα, και όστις δεν έχει ανάγκην θυσιών ή σπονδών και ότι οι άνθρωποι έχουσι την ανάγκην Αυτού, διότι ούτος είναι η αρχή απάντων και η κίνησις. Αρκούσι ταύτα προς απόδειξιν ότι αυτός ο των απάντων δημιουργός είναι ο Θεός. Ας έλθωμεν τώρα και εις τους ανθρώπους». «Τρία γένη ανθρώπων είναι εις όλον τον κόσμον. Χριστιανοί, Ιουδαίοι και Ειδωλολάτραι, οίτινες είναι πάλιν διηρημένοι εις τρεις κατηγορίας. Τους Χαλδαίους, τους Έλληνας και τους Αιγυπτίους. Και οι μεν Χαλδαίοι, αγνοήσαντες τον Θεόν, επλανήθησαν σεβόμενοι την κτίσιν παρά τον κτίσαντα, ποιήσαντες δε μορφάς και είδωλα ωνόμασαν αυτά εκτυπώμετα ουρανού, γης, θαλάσης, ηλίου, σελήνης, και των άλλων κτισμάτων και προσκυνούσι ταύτα αφρόνως ως θεούς. Αλλ’ επλανήθησαν, διότι δεν είναι εύλογον να είναι ο ουρανός, ο ήλιος και τα άλλα κτίσματα θεοί, επειδή κατ’ οικονομίαν κινούνται και φέρονται από τόπου εις τόπον, καθώς ο Θεός τα επρόσταξε. Την δε γην πάλιν βλέπομεν ότι υβρίζεται από τους ανθρώπους και τα ζώα, και καταπατείται, σκάπτεται, ψύχεται και καίεται. Το ύδωρ μολύνεται, ρέει, φθείρεται. Το πυρ φέρεται από τόπου εις τόπον, σβέννυται και εξαφανίζεται. Ο ήλιος και η σελήνη κινούνται, σκοτίζονται πολλάκις και πάσχουν έκλειψιν. Εκ τούτων λοιπόν ουδέν είναι Θεός, ούτε ο άνθρωπος, όστις βεβαίως έχει τόσα πάθη. Γηράσκει, ασθενεί, φθείρεται και εξαφανίζεται. Επλανήθησαν λοιπόν πάντες όσοι προσκυνούσι και λατρεύουσιν αυτά». «Οι ‘Ελληνες πάλιν, νομίζοντες, ότι είναι σοφοί, χείρον εμωράνθησαν των Χαλδαίων, πιστεύοντες, ότι είναι πολλοί θεοί, άρρενές τε και θήλεις, πόρνοι, μοιχοί, φονείς και πολλών άλλων αμαρτημάτων δημιουργοί, τούθ’ όπερ είναι μεγάλη αφροσύνη. Και έπλασαν ταύτα ψευδώς, ως ασελγείς και παράνομοι, δια να κάμνουν τας πονηράς επιθυμίας αυτών, προφασιζόμενοι ότι και οι θεοί των εκτελούν ομοίας πράξεις. Είναι εύλογον και πρέπον να λέγετε, ότι ο πρώτος των θεών σας, ο Ζεύς, ήτο μοιχός, αρσενοκοίτης και πατροκτόνος, φονεύσας τον πατέρα του και διαφθείρας τόσας γυναίκας; Ο Ήφαιστος λέγετε ότι ήτο χωλός, και εχάλκευε δια να κερδίζη τα προς το ζην με το εργόχειρόν του. Ο Ερμής ήτο κλέπτης, μάντις και πλεονέκτης. Ο Ασκληπιός ήσκει την ιατρικήν επιστήμην, διότι ήτο πτωχός και έκαμνεν έμπλαστρα, δια να εξοικονομή την τροφήν αυτού, και κατόπιν ο Ζεύς έκαυσεν αυτόν με αστραπήν και απέθανεν. Ο Άρης εμοίχευε την Αφροδίτην, και τον έδεσαν ο Έρως και ο Ήφαιστος. Ο Διόνυσος ήτο μέθυσος και δαιμονιζόμενος, και οι Τιτάνες εφόνευσαν αυτόν. Ο Ηρακλής έγινεν έξω φρενών και έσφαξε τα τέκνα του, κατόπιν δε κατεκαύθη δια πυρός και απέθανεν. Αυτά και άλλα αισχρότερα και πονηρότερα λέγουσιν, ω βασιλεύ, δια τους θεούς σας οι Έλληνες, τα οποία παρατρέχω δια να μη μολύνω τα ώτα σας. Είναι λοιπόν πρέπον να ονομάζετε τούτους θεούς; Τίνα βοήθειαν θα ελπίζετε από τοιούτους θεούς; Εάν αυτοί οι τάλανες υπό πυρός εχωνεύθησαν και κακήν κακώς απωλέσθησαν, πως θα ευεργετήσουν σας τους άφρονας; Περί των Αιγυπτίων δεν πρέπει να χάνωμεν καιρόν, επειδή ήσαν ανοητότεροι από τους άλλους, προσκυνούντες άλογα ζώα και άψυχα πράγματα. Λοιπόν άπαντες επλανήθησαν. Και οι Αιγύπτιοι και οι Χαλδαίοι και οι Έλληνες. Τώρα δε σεις, οίτινες βλέπετε τους θεούς σας και φθείρονται και καταστρέφονται, δεν συλλογίζεσθε ότι ο δημιουργός και τεχνίτης είναι αξιώτερος από το τεχνούργημα αυτού και εκείνος όστις φυλάττει είναι ισχυρότερος από το υπ’ αυτού φυλασσόμενον; Αλλ’ ας είπωμεν και περί των Ιουδαίων. Ούτοι είναι απόγονοι του Αβραάμ, και έφυγον από τον τόπον των, παροικήσαντες εις την Αίγυπτον, οπόθεν ελύτρωσεν αυτούς ο Κύριος με κραταιάν χείρα και υψηλόν βραχίονα, και έδειξεν εις αυτούς την δύναμιν αυτού με πολλά σημεία και τέρατα. Όμως και αυτοί, ως ανόητοι, εφάνησαν πολλάκις αχάριστοι, λατρεύοντες εκείνα που ελάτρευον οι ειδωλολάτραι, φονεύοντες τους Προφήτας του Θεού. Έπειτα εσταύρωσαν και Αυτόν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, οι αγνωμονέστατοι, και δεν ηυλαβήθησαν τας απείρους ευεργεσίας, τας οποίας προσέφερεν εις αυτούς. Όθεν με τοιαύτην μιαιφονίαν, κακήν κακώς απωλέσθησαν. Οι δε Χριστιανοί γενεαλογούνται από του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, όστις είναι Υιός και Λόγος του Υψίστου Θεού, κατήλθε δε ουρανόθεν εν Πνεύματι Αγίω, και σαρκωθείς εκ Παρθένου Μαρίας, εγεννήθη αφθόρως, έγινεν άνθρωπος, και σταυρωθείς εκουσίως, κατά την εξ ύψους οικονομίαν, ανέστη τη Τρίτη ημέρα, και ανήλθεν εις τους ουρανούς. Μετά δε τούτο απήλθον οι δώδεκα Μαθηταί αυτού και οι Μαθηταί των Μαθητών Του εις όλην την οικουμένην, κηρύττοντες την Αυτού Θεότητα. Εις δε εξ αυτών ήλθεν εδώ και πολλοί επίστευσαν δι’ αυτού και εσώθησαν. Μόνοι οι Χριστιανοί γνωρίζουσι τον όντως όντα Θεόν, και φυλάττουσι τα σωτήρια Εκείνου προστάγματα, εκδεχόμενοι ανάστασιν νεκρών και ζωήν αιώνιον. Δεν πορνεύουσι, δεν ψεύδονται, δεν επιθυμούσιν αλλότρια πράγματα. Αγαπώσι τον πλησίον, κρίνουσι δίκαια, εγκρατεύονται από πάσαν ακαθαρσίαν, ελεούσι τους ξένους και πένητας και πάσαν αρετήν αόκνως μετέρχονται και είναι έτοιμοι να λάβωσι θάνατον δια τον Χριστόν. Αύτη λοιπόν είναι η οδός της αληθείας, η οποία χειραγωγεί και φέρει τους εις αυτήν περιπατούντας εις την αιώνιον Βασιλείαν. Καλώς όθεν εσυλλογίσθη ο υιός σου να λατρεύη τον ζώντα Θεόν, δια να σωθή εις αιώνα τον μέλλοντα, επειδή μεγάλα και θαυμάσια είναι των Χριστιανών τα μυστήρια. Διότι δεν λέγουσι λόγους ανθρώπων, αλλά ρήματα Θεού. Τα δε άλλα έθνη πλανώνται και πλανώσι το εν το άλλο, περιπατούντα εις την ασέβειαν. Μέχρις εδώ είναι, ω βασιλεύ, ο παρ’ εμού λόγος, και ας παύσουν οι ανόητοί σου σοφοί να λέγωσι κατά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και Θεού λόγους ματαίους». Και ταύτα ειπών ο Ναχώρ, θεία οικονομία εσιώπησε. Ο βασιλεύς ταύτα ακούων εθυμώθη, πλην δεν ηδύνατο να τον κακοποιήση, διότι ούτος είχε προστάξει την ελευθέραν συζήτησιν. Μόνον έκαμεν εις αυτόν νεύμα να νικηθή από τους λόγους των ρητόρων. Αλλ’ αυτός ενισχύετο περισσότερον, και διέλυε τους συλλογισμούς των, ελέγχων την πλάνην των. Οίτινες τέλος νικηθέντες έμειναν άφωνοι, μη δυνάμενοι να αντιλαλήσωσιν. Ο δε Ιωάσαφ εχάρη λίαν, δοξάζων τον Κύριον, όστις ενεδυνάμωσε δια των πολεμίων εχθρών την αλήθειαν και απέδειξε βοηθόν της ευσεβείας τον έξαρχον της πλάνης. Τη προσταγή λοιπόν του βασιλέως διεκόπη η συνδιάλεξις έως την επομένην, αφήσας τον Ναχώρ μετά του Ιωάσαφ, έχων ακόμη ελπίδα ότι ο Ναχώρ θα τηρήση όσα υπεσχέθη.

Ο Ιωάσαφ κατηχεί τον Ναχώρ.
Απελθών δε ο νέος εις το παλάτιον αυτού, ως νικητής ευφραινόμενος, είπεν εις τον Ναχώρ· «Γνώριζε ότι ο Δεσπότης μου απεκάλυψε τις είσαι, και σε ευχαριστώ επειδή έγινες βοηθός εις την αλήθειαν. Δια δύο αιτίας προσεπάθησα να μείνης πλησίον μου την νύκτα ταύτην. Πρώτον, δια να μη σε τιμωρήση ο βασιλεύς, επειδή δεν είπες όσα ήρεσαν εις αυτόν, και δεύτερον δια να σου ανταμείψω την χάριν την οποίαν μου έκαμες. Η δε ανταμοιβή σου είναι να σε οδηγήσω εις την οδόν της σωτηρίας, την οποίαν εγνώριζες, αλλά εκουσίως εξέκλινες, και εκρημνίσθης εις το βάραθρον. Άκουσον λοιπόν ως φρόνιμος και σπούδασον, τώρα εις το γήρας σου, να κερδήσης τον γλυκύτατον Δεσπότην Χριστόν και ζωήν την αιώνιον. Απόρριψον τα του κόσμου φθαρτά και μάταια». Εις ταύτα ο Ναχώρ απεκρίθη· «Γινώσκω και εγώ τον αληθή Θεόν και την μέλλουσαν κρίσιν. Αλλ’ ο δαίμων και η κακή συνήθεια με ετύφλωσαν. Τώρα όμως, δια των λόγων σου, θα προσδράμω εις το φως του Κυρίου μου και ίσως θα ελεήση και εμέ τον πονηρόν και αποστάτην δούλον αυτού. Αλλά αι αμαρτίαι μου υπερβαίνουν την άμμον της θαλάσσης, και φοβούμαι μήπως δεν εύρω την συγχώρησιν». Ακούσας δε ο νέος τούτον τον λόγον της απογνώσεως, έκαμεν εις αυτόν διδαχήν από την θείαν Γραφήν, ιδίως όσων αποδεικνύουν το του Θεού αμέτρητον έλεος. Εξόχως δε την παραβολήν του Ευαγγελίου, δια τους εργάτας της ενδεκάτης ώρας, και ότι ο Πανάγαθος Θεός θα τον δεχθή με αγκάλας ανοικτάς ως τον άσωτον υιόν ο πατήρ του. Πεισθείς δε ο Ναχώρ από τούτους τους λόγους εστερεώθη ειπών· «Εγώ μεν υπάγω εις τόπους αποκρύφους, ίνα σώσω την αθλίαν ψυχήν μου, συ δε επίμεινον εις ταύτην την ομολογίαν σου έως τέλους».

Ο Ναχώρ βαπτίζεται και κατοικεί εις την έρημον.
Τότε τον απέλυσεν εν ειρήνη και αφ’ ου ησπάσθησαν αλλήλους εξήλθε του παλατίου περιτρέχων ως έλαφος διψώσα εις την βαθυτάτην έρημον, ευρών δε σπήλαιον, όπου ήτο κεκρυμμένος εις Ιερομόναχος, εισήλθε μετά πολλής κατανύξεως και έπλυνε τους πόδας αυτού με δάκρυα, την πρώην πόρνην μιμούμενος, και εζήτει θείον Βάπτισμα. Ο δε ιερεύς εχάρη και κατηχήσας αυτόν εις ολίγας ημέρας τον εβάπτισε, και έμεινεν εκεί έως τέλους, ευχαριστών τον Θεόν, ο οποίος εδέχθη αυτόν προς μετάνοιαν. Την επομένην, πληροφορηθείς ο βασιλεύς την του Ναχώρ αναχώρησιν απεγοητεύθη, επειδή επείσθη ότι οι σοφοί του, οι φιλόσοφοι και οι ρήτορες απεδείχθησαν άσοφοι, ηττηθέντες κατά κράτος κατά την συνομιλίαν. Όθεν άλλους μεν έδειρε με βούνερα, άλλους εξύβρισε βαρύτατα. Ήρχισε δε να κατηγορή την αδυναμίαν των ψευδωνύμων θεών και δεν ετέλει πλέον θυσίας προς αυτούς. Έπαυσε δε και να τιμά τους ιερείς των ειδώλων.

Ο μάντις Θευδάς.
Κατ’ εκείνας τας ημέρας έτυχε πανήγυρις των ψευδωνύμων θεών, οι δε ιερείς των ειδώλων εφοβούντο μήπως δεν προσέλθουν ο Αβεννήρ και οι άρχοντες και στερηθώσι των βασιλικών φιλοδωρημάτων. Μετέβησαν όθεν εις εν ερημικόν σπήλαιον, όπου κατώκει εις μάντις ονόματι Θευδάς, ζηλωτής των ειδώλων, τον οποίον πολύ εξετίμα ο βασιλεύς. Εξιστόρησαν λοιπόν εις αυτόν την οίαν περιφρόνησιν έδειξεν ο βασιλεύς προς τα είδωλα, όσα ο υιός του επετέλεσε καθώς και όσα συνέβησαν με τον Ναχώρ. Τότε ο Θευδάς, οπλισθείς κατά της αληθείας και λαβών εις συνοδείαν του πολλά δαιμόνια μετέβη εις την πόλιν. Εκεί συνήντησε τον βασιλέα, όστις του ανεκοίνωσε ότι ενικήθη από τους Γαλιλαίους. Εκείνος ακούσας, συνεβούλευσε τον βασιλέα να μη φοβήται, διότι αυτός δεν πρόκειται να νικηθή υπ’ αυτών και παρώτρυνε να παρασταθή και ο Αβεννήρ εις την πανήγυριν των ψευδών θεών. Τούτο και εγένετο, θυσιασθέντων υπό του βασιλέως και των αρχόντων εκατόν είκοσι ταύρων. Μετά ταύτα ο βασιλεύς διηγήθη εις τον Θευδάν τα όσα συνέβησαν με τον υιόν του, παρακαλέσας τούτον να σώση τον Ιωάσαφ από την πλάνην, υποσχεθείς πλούσια δώρα. Ο μάντις Θευδάς συνεβούλευσε τον Βασιλέα να εύρη τας ωραιοτέρας γυναίκας και να τας κλείση εντός του κοιτώνος του υιού του, ίνα παρασύρουν αυτόν εις την της σαρκός απόλαυσιν, υποσχεθείς να στείλη εις ενίσχυσιν των γυναικών αυτών τα της πορνείας ψυχοφθόρα δαιμόνια. Τούτο απεδέχθη ο βασιλεύς και επρόσταξε και έφεραν τας ωραιοτέρας νέας, τας οποίας εστόλισε με λαμπρά κοσμήματα και ωραίας εσθήτας. Παρήγγειλε δε εις αυτάς, εάν τις εξ αυτών δυνηθή να παρασύρη τον υιόν του προς την σαρκικήν αμαρτίαν, θα την υπάνδρευε μετ’ αυτού και θα την ενέκρινεν ως βασίλισσαν.

Δοκιμασία του Ιωάσαφ.
Λαβούσαι αι γυναίκες εκείναι την εντολήν, με μυρίους τρόπους και σατανικά τεχνάσματα προσεπάθησαν να ανάψουν την κάμινον της σαρκός εις τον Ιωάσαφ, μάλιστα μία ωραιοτάτη θυγάτηρ βασιλέως, τον οποίον ο Αβεννήρ είχε νικήσει εις πόλεμον, παρεκίνει ποικιλοτρόπως τον νέον, λέγουσα μεταξύ άλλων, ότι ο γάμος είναι Χριστιανική εντολή και εις τα βιβλία των Χριστιανών γράφεται, ότι ο γάμος είναι τίμιος και αμίαντος, υποσχομένη, εάν συνεμίγνυτο μετ’ αυτής, να πεισθή εις τους λόγους του και να αρνηθή τους ψευδωνύμους θεούς, δεχομένη την πίστιν του Ιωάσαφ. Αλλ’ η καθαρά του νέου ψυχή, αν και ησθάνετο διπλήν την πάλην, είχε πόθον να διατηρήση αμόλυντον την λαμπράν στολήν του θείου Βαπτίσματος. Όθεν αντί να παρασυρθή από τους πειρασμούς της σαρκός έθεσεν αντίκρυ εις τον της φύσεως έρωτα άλλον υπερφυά και θαυμάσιον, τον της θεϊκής αγνείας. Κλαίων δε και τύπτων το στήθος και μετά κατανύξεως προσευχόμενος απεδίωκε τους πονηρούς λογισμούς. Αλλ’ η ωραιοτάτη εκείνη κόρη, υπό του σατανά κινουμένη, επέμενεν έτι περισσότερον, τα δε της πονηρίας πνεύματα ευρόντα τον καιρόν επιτήδειον εφώρμησαν κατά του στρατιώτου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και ταράσσοντα όλας αυτού τας δυνάμεις, εξέκαιον αυτόν εις επιθυμίαν της κόρης. Βλέπων δε ο νέος, ότι ισχυρώς κατεθέλγετο η καρδία του προς την αμαρτίαν, ηπόρει τι να πράξη. Αλλ’ ως σώφρων προσέφυγε πάλιν εις την θείαν βοήθειαν και επικαλούμενος ταύτην παρεκάλει να μη καταισχυνθή. Ούτω δε παλαίων και προσευχόμενος επί ώραν πολλήν, αποκαμών, απεκοιμήθη. Τότε βλέπει κατ’ όναρ ότι ήρπασαν αυτόν άνδρες εξαίσιοι και τον ωδήγησαν εις πεδιάδα θαυμασίαν, εστολισμένην με πολλά, ποικίλα και εύοσμα άνθη και δένδρα πλήρη ωραίων οπωρικών, ελαφρός δε άνεμος εκίνει τα φύλλα των δένδρων εκείνων. Ήσαν δε εκεί και θρόνοι χρυσοί, κεκοσμημένοι με πολυτίμους λίθους λάμποντας, ύδατα δε καθαρά έτρεχον, τέρποντα εξαισίως τον ορώντα. Διελθόντες δε την πεδιάδα εκείνην ήλθον εις πόλιν θαυμασιωτάτην, ήτις περιεκλείετο από τείχη χρυσά με απαστράπτοντας πολυτίμους λίθους. Άνωθεν δε ήρχετο φως εξαίσιον, φωτίζον τας οδούς της, εις τας οποίας περιεπάτουν αι στρατιαί των Αγίων Αγγέλων ψαλλόντων υπερκοσμίως παναρμόνιον μελωδίαν. Ενώ δε ο Ιωάσαφ παρεκάλει τους άνδρας εκείνους να αφήσουν αυτόν εκεί, ίνα απολαμβάνη το θεσπέσιον εκείνο θέαμα, εκείνοι απήντησαν εις αυτόν, ότι είναι αδύνατον να παραμείνη τώρα εκεί, αλλά θα επανέλθη, με πολύν κόπον και ιδρώτα, και αν διαφυλάξη σωφροσύνην και εκείνα όσα ο Βαρλαάμ εδίδαξεν αυτόν. Ωδήγησαν δε τούτον ευθύς αμέσως εις τόπον σκοτεινόν και φοβερόν, όπου εσύροντο σκώληκες δυσωδέστατοι και επεκράτει θλίψις βαρυτάτη, κάμινος δε ήναπτε σπινθηροβολούσα και πυρ σφοδρόν αναδίδουσα. Ιστάμενοι δε παρά την κάμινον άσπλαγχνοι δαίμονες εβασάνιζον τους αμαρτήσαντας, οίτινες φρικτώς κατεκαίοντο και ηκούετο φωνή λέγουσα, ότι ούτος είναι ο τόπος της κολάσεως, εν τη οποία τιμωρούνται εκείνοι οίτινες εμόλυναν την ψυχήν των με αμαρτήματα. Έντρομος τότε ο Ιωάσαφ εξύπνησε και ενθυμούμενος τα οραθέντα ανελογίζετο την καλλονήν της κόρης εκείνης ως σαπρίαν και βόρβορον. Πληροφορηθείς δε ο βασιλεύς ότι ο υιός του έκειτο κλινήρης ασθενών, μετέβη ίνα τον ίδη. Ο δε νέος, διηγούμενος όσα είδεν εις εκείνο το όραμα, διεμαρτυρήθη διότι ο πατήρ του ητοίμασεν εις αυτόν παγίδα, εις την οποίαν πίπτων θα εκολάζετο, εάν ο Κύριος δεν εβοήθει. Συνέχισε δε ο νέος λέγων· «Επειδή συ, πάτερ, έκλεισες τα ώτα εις την φωνήν της σωτηρίας, μη εμποδίσης και εμέ να βαδίσω την οδόν του Κυρίου. Διότι ποθώ να μεταβώ προς τον Βαρλαάμ εις την έρημον. Άλλως, εάν δια της βίας με κρατήσης εδώ, θέλω εντός ολίγου αποθάνει από την θλίψιν». Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς ανεχώρησε περίλυπος. Τα δε της πονηρίας πνεύματα επέστρεψαν εις τον Θευδάν και είπον εις αυτόν ότι ενικήθησαν, διότι δεν ηδύναντο να αντικρύσουν το σημείον του πάθους του Χριστού, και ότι, αν και δεινώς κατετάραξαν τον Ιωάσαφ, με το όργανον δια του οποίου ο αρχηγός των ενίκησε τον πρωτόπλαστον και μετ’ ολίγον θα έρριπτον τον παίδα εις την πορνείαν, ο νέος προσηύχετο επικαλούμενος τον Χριστόν και ποιών το σημείον του Σταυρού. «Τότε, είπον οι δαίμονες εις τον Θευδάν, εδιώχθημεν και δεν επετύχομεν του σκοπού μας». Ο Θευδάς τότε, κατηγορήσας τους δαίμονας δια την αδυναμίαν των, μετέβη μετά του βασιλέως προς τον νέον, ίνα δοκιμάση να τον μετατρέψη. Και είπεν εις τον Ιωάσαφ· «Διατί, κύριέ μου, απηρνήθης τους αθανάτους θεούς και σε μισούσιν οι άνθρωποι, ταράττεις δε και τον βασιλέα και οργίζεται εναντίον σου; Δεν σου έδωσαν αυτοί την ζωήν και μας κάμνουν τόσας ευεργεσίας; Λοιπόν διατί τους καταφρονείς και πιστεύεις ένα άνθρωπον σταυρωθέντα»; Εξακολουθούντος δε του Θευδά να λέγη πολλούς ανωφελείς λόγους κατά του Ευαγγελίου και άλλα φληναφήματα, ο νέος υπέμεινεν εκ σεβασμού προς τον πατέρα του Αβεννήρ. Ευθύς δε ως ο Θευδάς εσιώπησεν, ο βασιλόπαις απήντησε εις αυτόν· «Άκουσον, ω πλάνης βυθέ, γέρον ματαιόφρων. Τι είναι καλλίτερον, να λατρεύω Θεόν παντοδύναμον, άναρχον και αθάνατον, όστις έκτισε πάντα τα ορατά και αόρατα, ή να τιμώ ολεθρίους δαίμονας και άψυχα είδωλα»; Αφού λοιπόν ο Ιωάσαφ κατεκεραύνωσε δια των λόγων του την των ψευδών θεών λατρείαν, αποδείξας αυτήν ασυλλόγιστον και ανόητον, είπε ταύτα· «Εγώ λατρεύω τον κτίστην και προνοητήν των απάντων, όστις κατεδέχθη να σαρκωθή, δια να μας λυτρώση από τον θάνατον. Ήλθεν εις την γην χωρίς να λείπη από τον ουρανόν, έγινεν άνθρωπος, μη αφήνων το είναι της θεότητος. Και ως άνθρωπος μεν έπαθεν εκουσίως, ως Θεός δε απαθής διέμεινε. Κατήλθεν εις τον άδην ως παντοδύναμος και ελύτρωσε τους προπάτορας από την τυραννίδα του δαίμονος, και τη Τρίτη ημέρα ανέστη θεοπρεπώς και ανήλθε πάλιν εις τους ουρανούς ως προϋπήρχεν. Αυτόν λοιπόν, όστις είναι αγαθός και φιλάνθρωπος και παραγγέλλει δικαιοσύνην, προστάσσει εγκράτειαν, νομοθετεί καθαρότητα, διδάσκει να έχωμεν ειρήνην, να κάμνωμεν ελεημοσύνην και πάσαν αγαθοεργίαν, πρέπει να λατρεύωμεν και όχι τους ασελγείς και μιαρούς θεούς σας. Εγώ δε, και πάντες οι τρισμακάριοι Χριστιανοί, έχοντες Θεόν αγαθόν και φιλάνθρωπον, εάν εις τούτον τον κόσμον ολίγον κακοπαθήσωμεν, εις την αγήρω μακαριότητα θα απολαύσωμεν αμοιβήν ατελεύτητον». Του δε Θευδά επιμένοντος, ότι την των ειδώλων πίστιν ενομοθέτησαν μεγάλοι φιλόσοφοι και απεδέχθησαν πάντες οι βασιλείς, και ότι την πίστιν των Γαλιλαίων εκήρυξαν αγροίκοι τινές και ευτελείς άνθρωποι, μόνον δώδεκα τον αριθμόν, ο νέος απήντησεν· «Μωρέ και τυφλέ! Πως δεν αισθάνεσαι την αλήθειαν; Η ιδική σας λατρεία ενισχύεται από την σοφίαν των ρητόρων σας και από τους βασιλείς, το δε Ευαγγέλιον, το οποίον εκηρύχθη από ολίγους και ευτελείς άνδρας, δεικνύει την δύναμιν της θεοσεβείας μας και το ασθενές και ολέθριον των δογμάτων σας. Διότι αν και έχη τόσους σοφούς βοηθούς και ισχυρούς αντιλήπτορας, πάλιν ασθενεί και σβέννυται, ενώ η ιδική μας πίστις, ήτις δεν έχει καμμίαν ανθρωπίνην βοήθειαν, εκλάμπει ως ο ήλιος έως των περάτων του κόσμου. Αλλ’ εάν η πίστις μας διεκηρύττετο από φιλοσόφους και ρήτορας, και εάν είχε συνεργούς βασιλείς και δυνάστας, θα έλεγες συ ο πονηρός, και πας άλλος, ότι έγινεν από ανθρωπίνην δύναμιν. Αλλ’ επειδή εκηρύχθη από πτωχούς αλιείς και απλοϊκούς ανθρώπους και κατεδιώχθη από όλους τους άρχοντας και βασιλείς, και όμως εκυρίευσεν όλην την οικουμένην, εκ τούτων σαφέστατα αποδεικνύεται ότι είναι δύναμις θεία και ακαταμάχητος αύτη, ήτις δια την σωτηρίαν των ανθρώπων θεμελιοί το κήρυγμα. Εκείνοι δε οι σοφοί αλιείς ετέλεσαν σημεία και θαύματα. Τυφλούς εφώτιζον, νεκρούς και παραλύτους ιάτρευον, και πάσαν άλλην δεινήν ασθένειαν με το σημείον του Τιμίου Σταυρού εθεράπευον. Πρόσελθε όθεν εις τον όντως Θεόν, τον αληθώς οικτίρμονα, τον δημιουργόν απάσης της κτίσεως, διότι δεν είναι άλλος Θεός εκτός τούτου του ελεήμονος».

Ο μάντις Θευδάς ασπάζεται τον Χριστιανισμόν και λαμβάνει το άγιον Βάπτισμα.
Ακούσας ταύτα ο Θευδάς κατεπλάγη ως από ήχον βροντής και έμεινε πολλήν ώραν άφωνος. Εννοήσας δε την πλάνην του, διότι ο σωτήριος λόγος εισήλθεν εις την καρδίαν του, μετενόησε δια την προτέραν άγνοιαν και φωτισθείς την ψυχήν εβόησε· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών, και όντως μεγάλη η πίστις αυτών και θαυμάσια τα του Θεού μυστήρια». Είτα στραφείς προς τον βασιλέα είπε· «Πνεύμα Άγιον, ω βασιλεύ, κατώκησεν εις τον υιόν σου και ενικήθημεν, μη έχοντες πλέον απολογίαν τινά, ουδέ να αντισταθώμεν δυνάμεθα». Ακολούθως ηρώτησε τον Ιωάσαφ, λέγων· «Ειπέ μοι, πεφωτισμένε την ψυχήν, δέχεται και εμέ ο Χριστός, εάν επιστρέψω προς αυτόν και μισήσω τας ανομίας μου»; Απαντών δε ο Ιωάσαφ λέγει προς αυτόν· «Ναι, και σε, και όσους μετανοήσωσιν, ουχ απλώς και ως έτυχεν, αλλ’ ως υιόν φιλοστοργότατον, όστις έλειπεν εις χώραν μακράν, εξέρχεται και προϋπαντεί και εις τας αγκάλας αυτού υποδέχεται τον εξ όλης ψυχής επιστρέφοντα. Και εναγκαλίζεται και καταφιλεί τούτον και αποδιώκει την εντροπήν της αμαρτίας, ενδύει δε με στολήν λαμπράν, σωτήριον ιμάτιον, κάμνων δια την επιστροφήν αυτού μυστικήν ευφροσύνην μετά των άνω Δυνάμεων. Διότι Αυτός ο Κύριος είπεν, ότι γίνεται χαρά εις τον ουρανόν, όταν μετανοήση ο άνομος. Και πάλιν είπεν ο Κύριος. Δεν ήλθα να καλέσω δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν. Λοιπόν επειδή είναι τοσούτον εύσπλαγχνος, μη αμελήσης, αλλά πρόσελθε προς αυτόν τον φιλάνθρωπον, διότι την ώραν καθ’ ην θα εισέλθης εις την ιεράν κολυμβήθραν, δια το άγιον Βάπτισμα, θάπτονται εις το ύδωρ πάντα τα αμαρτήματά σου, και εξέρχεσαι καθαρός από παντός ρύπου, ώστε, εάν κατόπιν παραμείνης αναμάρτητος, απολαμβάνεις τιμήν και δόξαν εις τον Παράδεισον ομοίαν εκείνης των Αγίων Αγγέλων, και όπως εκείνοι οίτινες εδούλευσαν τον Χριστόν εκ νεότητος, δια την πολλήν αυτού αγαθότητα». Κατηχηθείς ο Θευδάς υπό του Ιωάσαφ δια τοιούτων λόγων, εμίσησε την προτέραν πλάνην· όθεν απελθών εις εκείνο το πονηρόν σπήλαιον κατέκαυσε τα βιβλία του, ως πλάνης αιτίαν, και σπεύσας μετέβη εις τον πνευματικόν εκείνον, όστις εβάπτισε τον Ναχώρ, και εξωμολογήθη τας αμαρτίας του. Εκείνος δε, ως έμπειρος εις την πνευματικήν τάξιν και τεχνίτης εις το να σώζη ψυχάς, αρπάζων ταύτας από τον φάρυγγα του δολίου δράκοντος, ενουθέτησεν αυτόν ως έπρεπεν. Αφού δε ο Θευδάς ενήστευσεν αρκετάς ημέρας, ο πνευματικός εκείνος έκαμε τούτον τέλειον Χριστιανόν δια του αγίου Βαπτίσματος. Έκτοτε ο Θευδάς έδειξε θαυμαστήν μετάνοιαν, στενάζων και δακρύων. Όθεν και συγχωρήσεως έτυχεν.

Ο Αβεννήρ παραχωρεί το ήμισυ του βασιλείου του εις τον Ιωάσαφ.
Ο δε Αβεννήρ, έχων θλίψιν εις την ψυχήν, συνήθροισε πάλιν την Σύγκλητον, ερωτών τι να πράξη δια τον υιόν του. Ο δε Αραχής απεκρίθη· «Όσα έπρεπε να πράξωμεν, ω βασιλεύ, δια να τον επιστρέψωμεν, τα επράξαμεν. Αλλ’ επιχειρούμεν ανωφελή πράγματα, διότι έχει εκ φύσεως την φιλονεικίαν. Εάν δε τον τιμωρήσης, γίνεσαι εχθρός του σου αίματος, και θα σε μισήσουν οι άνθρωποι ως άσπλαγχνον και παιδοκτόνον, διότι ο υιός σου προτιμά να αποθάνη, αντί να αρνηθή τον Χριστόν. Διαμοίρασον λοιπόν εις δύο την βασιλείαν σου, και δος εις αυτόν το εν μέρος, μήπως η δόξα του κόσμου και των βιοτικών φροντίδων η μέριμνα φέρουν αυτόν εις τον σκοπόν μας. Διότι αι συνήθειαι ευκολώτερον μεταβάλλονται με την καλωσύνην παρά με την βίαν. Εάν δε και τότε δεν επιστρέψη εις την θρησκείαν μας, θα έχης την παρηγορίαν ότι δεν κατέστρεψες το τέκνον σου». Αυτήν την βουλήν επήνεσεν όλη η Σύγκλητος, ο δε βασιλεύς απεδέχθη ταύτην προθύμως. Προσκαλέσας τότε ο Αβεννήρ τον υιόν του είπεν εις αυτόν· «Ούτος είναι ο ύστερος λόγος μου, εις τον οποίον, εάν δεν υπακούσης, γνώριζε, ότι πλέον δεν θέλω σε λυπηθή, ούτε θέλω σε υπολογίζει ως τέκνον μου, επειδή εις όλα μου τα θελήματα σε εύρον παρήκοον. Λάβε το ήμισυ του βασιλείου μου, και ας είσαι εις την μερίδα σου βασιλεύς, διάγων ως βούλεσαι». Ο δε Ιωάσαφ εγνώρισε μεν, ότι και τούτο εμηχανεύθη ο βασιλεύς, δια να τον αποσπάση από την ευσέβειαν, όμως έκρινε δίκαιον και συμφέρον να υπακούση κατά το παρόν εις τούτο και μόνον δια να απαλλαγή από τας χείρας του και να ωφελήση και την διωκομένην Εκκλησίαν. Όθεν είπεν εις αυτόν· «Εγώ μεν, ω πάτερ, επόθουν να απαρνηθώ τον κόσμον, και όλα τα της σαρκός θελήματα· να υπάγω να εύρω εκείνον τον θείον άνθρωπον, όστις με εδίδαξε την οδόν της σωτηρίας και να τελειώσω μετ’ αυτού τον υπόλοιπον βίον μου. Επειδή όμως δεν με αφήνεις, πείθομαι εις τούτο και σε υπακούω, διότι εις όσα δεν ακολουθεί φανερά απώλεια και από Θεού αποξένωσις πρέπον είναι να υπακούη τις εις τον πατέρα του». Εχάρη τότε ο Αβεννήρ και τον ωνόμασε βασιλέα, ενδύσας αυτόν με λαμπροτάτην στολήν. Ακολούθως με μεγαλοπρεπή συνοδείαν αυλικών απέστειλεν αυτόν εις τους τόπους, τους οποίους παρεχώρησεν εις αυτόν, επιτρέψας την αναχώρησιν παντός άρχοντος, όστις θα ήθελε να ακολουθήση τον νέον βασιλέα Ιωάσαφ.

Ο Ιωάσαφ οδηγεί εις τον Χριστιανισμόν τους πληθυσμούς των τόπων της εξουσίας του. Αναλαβών όθεν την εξουσίαν ο Ιωάσαφ απήλθεν εις πόλιν μεγάλην και πολυάνθρωπον, έχουσαν ηυτρεπισμένα παλάτια. Ευθύς δε ως έφθασεν εκεί, έστησεν εις όλους τους πύργους της πόλεως τον σεβάσμιον Σταυρόν του Σωτήρος και τους ναούς των ειδώλων εκρήμνισεν, οικοδομήσας εις το κέντρον της πόλεως μεγαλοπρεπή Ναόν εις τον Δεσπότην Χριστόν, προστάσσων να εισέρχωνται εις αυτόν όλοι οι άνθρωποι, ίνα δοξάζωσι τον ευεργέτην Θεόν και προσκυνούσι τούτον ως αρμόζει. Πρώτος τότε ο νέος βασιλεύς ετέλεσεν ικετήριον δέησιν δια την σωτηρίαν παντός του λαού, καθ’ εκάστην δε εδίδασκε και έκαμνε πάντα τρόπον να αποσπάση τούτους από την δεισιδαίμονα πλάνην και να φέρη εις την αλήθειαν. Εκήρυττε δε τα δεσποτικά θαύματα και μυστήρια και των ειδώλων την τελείαν ασθένειαν, εξόχως δε ανήγγειλε τα της κοινής των νεκρών αναστάσεως και τα των αγαθών, τα οποία θα απολαύσωσιν όσοι φυλάττουν τας εντολάς του Σωτήρος ως και περί των τιμωριών της αιωνίου κολάσεως, εις τας οποίας οι αμαρτήσαντες καταδικάζονται. Παρακινών δε προς αρετήν εδήλου, ότι δεν ήθελε να κυβερνήση με βίαν και αυστηρότητα, αλλά με ταπεινοφροσύνην και πραότητα. Ούτω εις τα έργα θαυμάσιος και μετριόφρων είλκεν όλους προς εαυτόν. Ούτω εις ολίγον καιρόν, δια της διδαχής και της θαυμαστής πολιτείας του, προσήλθεν όλος ο λαός εις την αληθή του Χριστού πίστιν, συνεργούσης της θείας χάριτος, και όσοι ήσαν κεκρυμμένοι δια τον φόβον του Αβεννήρ, Ιερείς, Μοναχοί και Επίσκοποι ήρχοντο εις αυτόν, όστις λίαν εγκαρδίως και μετά βαθέος σεβασμού υπεδέχετο τούτους, μόνος δε, χριστομιμήτως, έπλυνε τους πόδας των. Κατέστησε δε και ένα των Επισκόπων Αρχιερέα της πόλεως, ετέλεσε μεγαλοπρεπως τα εγκαίνια της Εκκλησίας, κατεσκεύασε πολύτιμον κολυμβήθραν, και πρώτους εβάπτισε τους άρχοντας, κατόπιν τους στρατιώτας και άπαντας τους κατοίκους. Όσοι δε εβαπτίζοντο, όχι μόνον την της ψυχής υγείαν ελάμβανον, αλλά και πάσης βλάβης σωματικής, αν δε τις ήσθένει, καθ’ ον χρόνον εβαπτίζετο, ελάμβανε την ποθητήν ίασιν. Δια τούτο πολλοί προσέτρεχον προς τον βασιλέα και εζήτουν το άγιον Βάπτισμα. Ο δε βασιλεύς Ιωάσαφ, όσον επληθύνοντο οι πιστοί, επί τοσούτον έκτιζεν Εκκλησίας και τους βωμούς κατηδάφιζε, τους δε θησαυρούς και τα πολύτιμα υφάσματά των αφιέρωνεν εις τας Εκκλησίας, κάμνων την ευτελή ύλην θεραπευτικήν και ωφέλιμον. Πρώτος δε αυτός ενίκα τα πάθη και τας ηδονάς της σαρκός, διδάσκων πάντας να μιμούνται τας αρετάς του και την προς τα θεία ευλάβειαν. Προ πασών δε των αρετών είχε την ταπείνωσιν, και δεν επήρετο δια την των προγόνων ευγένειαν, ούτε δια την βασιλικήν δόξαν εκενοδόξει, αλλ’ ως φρόνιμος, ενθυμούμενος τας μελλούσας τιμάς, κατεφρόνει τας ματαίας και προσκαίρους δια να απολαύση τας αληθείς και αιωνίας. Ήτο εξ άλλου πολύ εκεήμων, ως επιγινώσκων ότι ο επίγειος πλούτος είναι άστατος. Διένειμεν αφθόνως χρήματα εις τους πένητας, και όσους ήσαν εις τας φυλακάς ή επιέζοντο από δανειστάς απηλευθέρωνε, πληρώνων πάντων τα χρέη. Τους γυμνούς ενέδυε, πεινώντας έτρεφε και εις τας χήρας και τα ορφανά εξησφάλιζεν αυτάρκειαν, καθιστάμενος ούτω πατήρ πάντων, αγαθός και φιλόστοργος. Όθεν απλωθείσης μακράν της φήμης αυτού, προσέτρεχον καθ’ εκάστην λαός πολύς και παρηγορούμενοι, απεμάκρυνον ομού την πτωχείαν ψυχής τε και σώματος, και πάντες ηυλαβούντο κατ’ αγάπην τούτον δια την ένθεον πολιτείαν του. Ήρχοντο δε προς αυτόν και πλείστοι υπήκοοι του πατρός του και αποβάλλοντες την πλάνην εύρισκον την αλήθειαν. Όθεν η βασιλεία του Ιωάσαφ εκραταιούτο και ηύξανε, του δε πατρός του Αβεννήρ συν τω χρόνω εξησθένει. Βλέπων δε ταύτα ο Αβεννήρ ήλθεν εις επίγνωσιν και κατηγόρει τους ψευδωνύμους θεούς, ως διαγνώσας την ασθένειαν αυτών. Όθεν συνήθροισε και πάλιν τους πρώτους της βουλής και είπε τους λογισμούς του. Οι δε άρχοντες, ακούσαντες και αυτοί τα αυτά ωμολόγουν, διότι ο Θεός εφώτισεν αυτούς δια των προσευχών του δούλου του Ιωάσαφ, όστις παρεκάλει μετά δακρύων να αποστείλη εις τούτους εξ ύψους βοήθειαν. Τότε ο Αβεννήρ έπεμψε προς τον υιόν του επιστολήν, γράφουσαν ταύτα.

Επιστολή του Αβεννήρ προς τον Ιωάσαφ.
Ο βασιλεύς Αβεννήρ τω ποθεινοτάτω υιώ χαίρειν. Γίνωσκε, τέκνον μου φίλτατον, ότι τώρα ηννόησα, ότι όσα μου έλεγες είναι αληθή και βέβαια, αλλά το σκότος των αμαρτιών και της ασεβείας εκάλυπτεν ημάς και δεν ηδυνάμεθα να αναγνωρίσωμεν την αλήθειαν και να γνωρίσωμεν τον Δημιουργόν της κτίσεως. Και συ μεν ως φρόνιμος εδείκνυες εις ημάς φως, τοσούτον λαμπρόν, ημείς δε οι ανόητοι εκλείαμεν τους οφθαλμούς και δεν ηθέλομεν να βλέπωμεν τούτο. Όχι δε μόνον τούτο, αλλά και πολλάς στενοχωρίας σου εδώσαμεν και πολλούς αναιτίως, φευ! Ελεεινώς εφονεύσαμεν. Τώρα όμως, ότε εσχίσθη το κάλυμμα των οφθαλμών μου, βλέπω μικράν τινά λάμψιν της αληθείας και μετανοώ δια τα πρότερα ανομήμητα, τα οποία, ως πολλά και αμέτρητα, με ρίπτουσιν εις βυθόν απογνώσεως και λογίζομαι ότι ο Χριστός με εμίσησεν ως αποστάτην και δεν με δέχεται προς μετάνοιαν. Δίδαξόν με λοιπόν το δέον να πράξω και χειραγώγησόν με προς το συμφέρον.

Ο Αβεννήρ και οι άρχοντες δια του Ιωάσαφ προσέρχονται εις τον Χριστιανισμόν.
Ευθύς ως ο Ιωάσαφ έλαβε και ανέγνωσε την πατρικήν επιστολήν ηγαλλιάσατο και προσπίπτων προ της εικόνος του Χριστού έβρεχε την γην με δάκρυα, και κινών τα χείλη προς υμνωδίαν ανέπεμψε κατανυκτικήν προσευχήν, ίνα ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και Θεός ελευθερώση τελείως τον πατέρα του από την αιχμαλωσίαν του δαίμονος και γνωρίση ούτος τον αληθινόν Θεόν. Μετά δε την τοιαύτην προσευχήν, εξεκίνησεν ευθύς μεθ’ όλης της ακολουθίας του προς τον πατέρα του Αβεννήρ, όστις ευθύς ως συνηντήθη μετά του υιού του ενηγκαλίσθη και κατεφίλει αυτόν. Επρόσταξε δε και η πόλις ετέλεσεν εορτήν μεγάλην, δια την έλευσιν του υιού του. Κατόπιν ο Ιωάσαφ, ενώπιον του πατρός του, των αρχόντων και των μεγιστάνων, έκαμε μίαν διδαχήν τοσούτον σοφήν και θαυμασίαν, ώστε εφάνη ως ουράνιος Άγγελος. Και με βραχυλογίαν ανέπτυξε την αλήθειαν της Χριστιανικής Πίστεως, ότι εν τω ουρανώ και τη γη υπάρχει εις μόνον Θεός, ο εν Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι γνωριζόμενος, όστις εδημιούργησε τα πάντα εκ του μη όντος εις το είναι, κατόπιν δε έπλασε τον άνθρωπον, όστις παρακούσας το πρόσταγμα αυτού εξέπεσε της τοσαύτης αξίας εις την αιχμαλωσίαν του δαίμονος και πως ελθών ο Υιός του Θεού ελύτρωσεν αυτόν δια της ενσάρκου οικονομίας του. Πάντες τότε οι ακούοντες την θερμήν διδασκαλίαν του Ιωάσαφ κατενύχθησαν, ο δε βασιλεύς ωμολόγει τον Σωτήρα Χριστόν, κηρύττων αυτόν ως Θεόν αληθή. Προσκυνήσας δε τον Τίμιον Σταυρόν, απηρνήθη την προτέραν του ασέβειαν. Όχι δε μόνον ούτος επίστευσεν, αλλά και πάντες οι άρχοντες. Και εβόησαν εις δοξολογίαν Θεού πάντες. «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών. Δεν είναι άλλος Θεός, δοξαζόμενος». Ο δε Αβεννήρ, παρακινηθείς εκ θείου ζήλου, ετεμάχισεν όσα χρυσά είδωλα είχεν εις το παλάτιον και διένειμεν αυτά εις τους πένητας. Κατόπιν ομού μετά του Ιωάσαφ εις τον τόπον των βωμών των ειδώλων έκτιζον Εκκλησίας εις δόξαν Θεού.

Ο Αβεννήρ, οι άρχοντες και ο λαός βαπτίζονται εις το θείον Βάπτισμα και αι Ινδίαι εκχριστιανίζονται. Τότε και ο Επίσκοπος, τον οποίον ανεφέραμεν, ήλθε και κατηχήσας εβάπτισε τον βασιλέα εις το όνομα της Αγίας Τριάδος, ανεδέχθη δε τούτον ο Ιωάσαφ κατά την πρόρρησιν του Βαρλαάμ, καταστάς ούτω γεννήτωρ πνευματικός εκείνου, όστις τον εγέννησε σαρκικώς. Μετά δε τον βασιλέα εβαπτίσθησαν οι άλλοι αξιωματούχοι και πάσα η πόλις και τα περίχωρα, αναδειχθέντες ούτω υιοί φωτός οι πριν εσκοτισμένοι. Πάσα δε ασθένεια και δαιμονική ενόχλησις εδιώκοντο από τους πιστεύοντας και θαύματα εγίνοντο, εις βεβαίωσιν της πίστεως. Οι κεκρυμμένοι παρουσιάζοντο ελευθέρως και Ιερείς και Μοναχοί εχειροτονούντο Αρχιερείς. Ο δε Αβεννήρ, επειδή ήτο εξ όλης ψυχής μετανοημένος δι’ όσα έκαμε πρότερον, παρέδωκεν όλον το βασίλειον εις τον Ιωάσαφ και ησύχαζε. Με την θείαν δε βοήθειαν ήλθε εις τοσαύτην ταπεινοφροσύνην και κατάνυξιν, ώστε εφοβείτο να αναφέρη το θείον όνομα, και τόσην μετάνοιαν έδειξε μετά την θείαν εκείνην φώτισιν, ώστε η ευσέβειά του υπερέβη όλα τα προηγούμενα ανομήματα.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τελευταίο

Δημοσίευση από silver »

Ο Αβεννήρ απέρχεται εις την ουράνιον Βασιλείαν.
Επιζήσας ο Αβεννήρ έτη τέσσαρα εις την ένθεον πολιτείαν ήλθεν εις θάνατον, και την τελευταίαν στιγμήν, ενθυμούμενος τας ανομίας αυτού, εδίσταζε να πιστεύση εις την σωτηρίαν του. Αλλ’ ο Ιωάσαφ παρηγορών αυτόν έλεγε· «Μη λυπού, πάτερ, αλλά έλπισον επί τον Θεόν και μη έχεις φόβον, διότι το έλεος του Θεού είναι άπειρον και γνωρίζω ότι εσυγχωρήθης από τον πολυεύσπλαγχνον Θεόν». Ο δε Αβεννήρ, λαβών θάρρος και ευχόμενος τον υιόν, έλεγεν· «Ο ευεργέτης Θεός, ο παντοδύναμος και πλουσιόδωρος βραβευτής, να σου το ανταποδώση την ώραν της κρίσεως». Ταύτα λέγων ο Αβεννήρ κατεφίλει τον ηγαπημένον υιόν του. Έπειτα ευξάμενος και ειπών· «Εις χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου, φιλάνθρωπε Κύριε», παρέδωκε τω Θεώ την ψυχήν αυτού με καλήν μετάνοιαν. Ο δε υιός ενέδυσε τον πατέρα αυτού με πενιχρόν φόρεμα και ενεταφίασεν αυτόν ευσεβέστατα, παρέμεινε δε προσευχόμενος άνωθεν του μνήματός του υπέρ συγχωρήσεως των αμαρτημάτων του και αναπαύσεως της ψυχής αυτού. Την τοιαύτην ταπεινήν πλην θερμήν και ολόψυχον παράκλησιν ετέλει επί ημέρας επτά, χωρίς να κινηθή από τον τάφον, ούτε να φάγη ούτε να πίη ή να υπνώση. Την δε ογδόην απήλθεν εις το παλάτιον και διεμοίρασεν εις τους πτωχούς τον πλούτον του πατρός του, ώστε δεν έμεινεν ουδείς πτωχός εις όλας τας Ινδίας.

Ο Ιωάσαφ απαρνείται πάντα πρόσκαιρον πλούτον και πάσαν επίγειον δόξαν.
Αφού ο Ιωάσαφ ετέλεσε την θεάρεστον ταύτην διακονίαν, εις τας τεσσαράκοντα ημέρας, τελέσας το μνημόσυνον του πατρός του, εκάλεσεν όλους τους άρχοντας και είπεν εις αυτούς· «Είδετε ότι ο βασιλεύς Αβεννήρ απέθανε ως πένης και άπορος και ότι ούτε ο πλούτος ούτε η βασιλεία, ούτε εγώ ο φιλοπάτωρ υιός, ούτε άλλος τις εκ των συγγενών και φίλων του ηδυνήθησαν να τον βοηθήσουν, αλλά μετέβη εις το εκείθε κριτήριον, ίνα δώση λόγον δια τας πράξεις του. Αυτό θα γίνη δι’ όλους τους ανθρώπους. Όλοι γνωρίζετε τον τρόπον του βίου μου και ότι αφού εγνώρισα τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, και ηξιώθην να γίνω δούλος Εκείνου, εμίσησα τα του κόσμου. Και δεν εκοπίασα ματαίως, διότι με την βοήθειαν του Θεού και εκείνον και σας εχειραγώγησα εις την αληθή Πίστιν, και τούτο δεν κατώρθωσα εγώ, αλλ’ η χάρις αυτού η εν εμοί κατοικήσασα. Τώρα είναι καιρός να μεταβώ εκεί όπου θέλει με οδηγήσει ο Κύριος, καθώς υπεσχέθην και συλλογισθήτε ποίον θα κρίνετε ως βασιλέα σας, διότι καλώς ήδη γιγνώσκετε το θείον θέλημα και τα δεσποτικά προστάγματα, τα οποία φυλάττετε ακριβώς, εάν ποθήτε την σωτηρίαν σας». Ταύτα ακούσαντες οι άρχοντες ήρχισαν οδυρόμενοι δια την του Ιωάσαφ στέρησιν και την ορφανίαν των. Ο δε βασιλεύς, ιδών ότι όλοι οι αξιωματούχοι εταράχθησαν, επρόσταξε να σιωπήσωσι, υποσχεθείς να μείνη ακόμη ολίγον καιρόν μετ’ αυτών. Ευθύς δε προσεκάλεσεν ένα άρχοντα, Βαραχίαν καλούμενον, τον οποίον εθαύμαζε δια την ευσέβειαν, αυτόν όστις εις την συνδιάλεξιν του Ναχώρ εβοήθησε τους Χριστιανούς, θείω ζήλω κινούμενος. Και παρεκάλεσε να αναλάβη το αξίωμα να ποιμάνη τον λαόν εν φόβω Θεού, ίνα αυτός αναχωρήση εις την έρημον. Αλλ’ ο Βαραχίας δεν έστερξε φοβούμενος τας ευθύνας του μεγάλου τούτου αξιώματος. Ιδών τότε ο ταπεινός βασιλεύς Ιωάσαφ ότι ο Βαραχίας δεν ήθελε να δεχθή την βασιλείαν, έγραψεν επιστολήν προς τον λαόν, ήτις ήτο πλήρης σοφίας και πνεύματος Αγίου, παρήγγειλε δε μετά θέρμης και παρακλήσεως, όπως φυλάττωσι πάντες απαρασάλευτον την προς τον Θεόν πίστιν, τίνι τρόπω να πορεύωνται εις τον βίον και τίνας ευχαριστίας και προσευχάς να αναμέλπωσι, συμβουλεύων να μη εκλέξωσιν άλλον βασιλέα, αλλά τον Βαραχίαν. Αφού δε έγραψε την επιστολήν ταύτην ανεχώρησεν. Αφού όμως εξημέρωσε και επληροφορήθη ο λαός τα γενόμενα, ελυπήθησαν άπαντες βαθυτάτην λύπην· εξήλθον δε το πλήθος εις αναζήτησιν του Ιωάσαφ και καταλαβόν τας προς την έρημον διαβάσεις τον ανεύρον προσευχόμενον παρά τινα ποταμόν. Ιδόντες δε αυτόν τον επλησίασαν και παρεπονούντο μετά δακρύων διότι τους εγκατέλειψεν. Ο δε έλεγε· «Τι κοπιάζετε μάταια; Μη ελπίζετε πλέον να με έχετε βασιλέα σας». Πλην δια τα πολλά δάκρυά των υπακούσας επέστρεψεν εις το παλάτιον, όπου προ του πλήθους απεκάλυψε και πάλιν την βουλήν του, παρακαλών να μη τον εμποδίσωσι πλέον να απέλθη εις την έρημον, ανεκήρυξε δε και μη θέλοντα τον Βαραχίαν ως βασιλέα των. Στραφείς δε προς Ανατολάς προσηυχήθη με βαθείαν κατάνυξιν να φυλάξη ούτος την πίστιν απαράτρεπτον, ηυχήθη δε και δια την βοήθειαν και σωτηρίαν του λαού, τον δε Βαραχίαν, παρουσία πάντων, συνεβούλευσε να ποιμάνη επιμελώς τον λαόν του οποίου έγινε βασιλεύς, επινεύσει του Αγίου Πνεύματος, να φυλάττη το αγαθόν με πολλήν ακρίβειαν, να ασκή δικαιοσύνην, να μη επαίρεται δια την ματαίαν δόξαν, να είναι οικτίρμων και εύσπλαγχνος προς τους ενδεείς και να ανοίξη τα ώτα εις τους επικαλουμένους αυτόν, δια να εύρη τον ουράνιον Κριτήν ίλεων εις τας δεήσεις του, προ παντός δε να διαφυλάττη τον ευσεβή λόγον της πίστεως και άλλα πολλά. Αφού επεράτωσε την της βαθυτάτης Χριστιανικής σοφίας διδαχήν του προς τον Βαραχίαν, κατεφίλησεν αυτόν και τους άρχοντας, οίτινες έκλαιον επί τω αποχωρισμώ αποκαλούντες τον Ιωάσαφ πατέρα, ευεργέτην και αντιλήπτορα. Αλλ’ ο ενάρετος Ιωάσαφ παρηγόρει αυτούς ενθέως. Μεθ’ ο εξήλθε του παλατίου συνοδευόμενος από τους άρχοντας και πλήθος λαού, οίτινες επέμενον να επιστρέψη, έως ότου ήλθεν η νυξ και τους εχώρισεν.

Ο Ιωάσαφ εισέρχεται εις την έρημον.
Εξήλθε λοιπόν από το βασίλειον ο ανδρείος εκείνος εις την ψυχήν, χαίρων ως να ήρχετο από εξορίαν εις την πατρίδα. Ήτο δε ενδεδυμένος έξωθεν τα βασιλικά φορέματα και έσωθεν το τρίχινον ράσον του Βαρλαάμ. Την νύκτα εκείνην διέμεινεν εις την οικίαν ενός πτωχού, όπου εκδυθείς τα ιμάτια αυτού έκαμε ταύτα βασιλικήν ευεργεσίαν ελεημοσύνης εις εκείνον τον πένητα. Έπειτα ενεδύθη τας ευχάς εκείνου και άλλων πτωχών και του Θεού την χάριν και βοήθειαν ως ευφροσύνης χιτώνα και σωτηρίας ιμάτιον και εισήλθεν εις την έρημον χωρίς να έχη μεθ’ εαυτού ούτε άρτον ούτε ύδωρ, ούτε άλλο τι βρώσιμον, επειδή τραφείς την ψυχήν με σφοδρότατον προς τον Χριστόν έρωτα ήτο όλως εξεστηκώς και ενηλλαγμένος εις τον ένθεον πόθον και εμίσει πάντα τα της σαρκός θελήματα. Αλλά μόνον τον Χριστόν έχων κατά νουν και εις την ψυχήν, τα πάντα κατεφρόνει, καθώς έπραξαν οι Απόστολοι και πάντες οι Μάρτυρες. Ούτω παρείδε σωματικάς ηδονάς, πλούτον και τιμήν πρόσκαιρον και απέρριψε το βασιλικόν διάδημα, λογιζόμενος ταύτα ευτελέστερα ιστού αράχνης και ονείρων απατηλότερα· μισήσας δε πάσαν σαρκός ηδυπάθειαν παρέδωσεν εαυτόν μετά προθυμίας εις τα λυπηρά και κοπιώδη της ασκητικής ζωής κράζων· «Εκολλήθη, ω Χριστέ, η ψυχή μου οπίσω σου, και η δεξιά σου αντελάβετό μου». Λυτρωθείς ο Ιωάσαφ από την σύγχυσιν των προσκαίρων, ηυφράνθη πνευματικώς όταν έφθασεν εις την έρημον και προσηύχετο μεγαλοφώνως, παρακαλών τον Κύριον να ενισχύση αυτόν να μη ποθήση πλέον ουδέν πρόσκαιρον αγαθόν· Ελάμβανε δε ως τροφήν ολίγα βότανα, αλλ’ ύδωρ δεν εύρισκεν. Όθεν εφλέγετο από την δίψαν και πολλήν ταλαιπωρίαν ησθάνετο. Ο πόθος όμως του Κυρίου ενίκα την φύσιν και η προς Θεόν δίψα εδρόσιζε την τοιαύτην του ύδατος. Αλλ’ ο μισόκαλος, μη υπομένων τοιαύτην καρτερίαν, ενεθύμιζεν εις τον Ιωάσαφ την βασιλικήν δόξαν, τους φίλους, τους συγγενείς και δούλους του και τας λοιπάς απολαύσεις του βίου τούτου, τους πολλούς ιδρώτας και κόπους της ασκήσεως, την ασθένειαν του σώματος και όσα θα ηδύναντο να τον δελεάσουν ως αρχάριον. Όμως ματαίως ο βάσκανος εκοπίαζε. Και τότε ο σατανάς εδοκίμαζε τον Όσιον Ιωάσαφ με άλλους τρόπους. Εφαίνετο προ αυτού πλήθος θηρίων και έτριζαν κατ’ αυτού τους οδόντας, μετά δε τούτο μετεμορφούντο εις ασπίδας, βασιλίσκους και δράκοντας. Ο δε ανδρείος αθλητής ησύχαζεν ατάραχος και ηγρύπνει κατά την διάνοιαν, πιστεύων ότι ο Θεός είναι σκέπη και βοήθεια, καταγελών τον πονηρόν. Ευθύς δε ως εποίει το σημείον του Τιμίου Σταυρού, όλα εκείνα τα θηρία και τα ερπετά ως άνεμος διεσκορπίζοντο. Και ο Ιωάσαφ περιεπάτει χαίρων και ευχαριστών τον Θεόν όστις τον ηλευθέρωσε. Είχε δε πράγματι πολλά θηρία εκείνη η έρημος, η δε οδοιπορία του εγίνετο με φόβον και κόπον. Αλλά τον φόβον εδίωκεν η αγάπη, κατά τον Απόστολον, τον δε κόπον ο ένθεος πόθος ηλάφρυνε. Κατόπιν δε πολλών ημερών κακοπαθείας, έφθασεν ο Όσιος εις την έρημον της Σενααρίτιδος γης, όπου ο Όσιος γέρων Βαρλαάμ ηυλίζετο, εκεί δε εύρεν ύδωρ και έσβεσε την άμετρον δίψαν του. Παρήλθον δε δύο έτη, έως να εύρη τον Βαρλαάμ, διότι ο Θεός εδοκίμαζεν αυτόν δια να φανή το στερρόν και ανδρείον της καρτερίας του. Αλλ’ η αδαμαντίνη εκείνη ψυχή υπέμενε τα λυπηρά ταύτα ως τροφήν. Όθεν δεν εστερήθη της άνω βοηθείας και χάριτος.

Βαρλαάμ και Ιωάσαφ.
Όταν συνεπληρώθησαν οι δύο ενιαυτοί, επολλαπλασίαζεν ο μακάριος Ιωάσαφ τας ευχάς και εδέετο μετά δακρύων να ανεύρη τον γέροντα Βαρλαάμ, όστις ήτο αιτία της σωτηρίας του και να συμμετάσχη μετ’ αυτού εις τον αγώνα της ασκήσεως. Συνήντησε λοιπόν ερημίτην τινά και αφ’ ου ησπάσαντο αλλήλους ηρώτησεν αυτόν που ευρίσκεται ο Βαρλαάμ, ο δε ερημίτης απεκρίθη ότι εκεί πλησίον ήτο η κατοικία του και ωδήγησεν αυτόν επιμελώς. Εύρεν όθεν το σπήλαιον και κρούσας την θύραν είπε το· «Πάτερ, ευλόγησον». Και εξελθών ο γέρων εγνώρισε ψιχικώς εκείνον, τον οποίον δεν θα εγνώριζε σωματικώς δια την θαυμαστήν εκείνην αλλοίωσιν της όψεως, ήτις αντήλλαξε την προτέραν ωραιότητα με την μελανήν από τον καύσωνα. Από δε την πολλήν νηστείαν και κακοπάθειαν ήτο τελείως ηλλαγμένος. Ανεγνώρισε δε και ο Ιωάσαφ τον πνευματικόν του πατέρα. Σταθείς δε ο γέρων κατ’ Ανατολάς ανέπεμψεν ευχήν προς τον Θεόν ευχαριστήσας Αυτόν, και αφ’ ου ησπάσαντο αλλήλους ήρχισεν ο γέρων την ομιλίαν λέγων· «Καλώς ήλθες, τέκνον μου φίλτατον, τέκνον Θεού και κληρονόμε της βασιλείας Αυτού, δια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, τον οποίον δικαίως και πανσόφως επόθησας περισσότερον από όλα τα φθαρτά και πρόσκαιρα πράγματα. Χαίρε και αγάλλου, σοφώτατε, διότι αντί εκείνων των φθειρομένων θα απολαύσης εις την ουράνιον Βασιλείαν τα αεί διαμένοντα. Ειπέ μου τώρα, πως ήλθες ώδε και πόσα έπαθες αφ’ ότου ανεχώρησα από σου». Τότε ο Ιωάσαφ διηγήθη όσα συνέβησαν εις αυτόν και όσα με την θείαν δύναμιν κατώρθωσεν. Ο δε γέρων ακούσας εδόξασε τον πανάγαθον Θεόν, όστις ηυδόκησεν ο σπόρος εκείνος, ον έρριψεν εις την ψυχήν του Ιωάσαφ, να φέρη καρπόν εκατονταπλάσιον. Ηυχαρίστουν δε αμφότεροι τον Θεόν, και συνωμίλουν χαίροντες, έως ου έφθασεν η εσπέρα. Τότε, αφ’ ου ανέγνωσαν την Ακολουθίαν, παρέθεσεν ο γέρων πολυτελή τράπεζαν, πλήρη πνευματικής ευωδίας όχι εκ τροφών αισθητών, διότι είχον μόνον ωμά λάχανα, τα οποία εκαλλιέργει ο γέρων, ύδωρ ψυχρόν και βότανα άγρια, αλλά από νοητά υψηλά διδάγματα και ψυχοσωτήρια νάματα. Ωμίλουν δε και προσηύχοντο καθ’ όλην την νύκτα, έως ου ήλθεν ο Όρθρος, και ανέγνωσαν την Ακολουθίαν. Ούτω συνησκούντο οι δύο θεοσεβείς άνδρες επί έτη μακρά. Εκπαιδευόμενος δε άριστα ο Ιωάσαφ εις πάσαν ιδέαν αρετής, εμάνθανε την πάλην των πονηρών πνευμάτων, και ούτως εθανάτωσε πάντα τα πάθη. Το δε φρόνημα και τα θελήματα της σαρκός υπέταξεν εις την ψυχήν, καθώς υποτάσσεται ο δούλος εις τον δεσπότην. Ύπνον ελάμβανεν όσον να μη ασθενήση από την αγρυπνίαν, και έκαμνε τοσούτον αγώνα εις την άσκησιν, ώστε ο γέρων, όστις έζη επί εξήκοντα χρόνους εις την έρημον, εξεπλήσσετο πως ο νέος Ιωάσαφ υπέμεινε πολύ πλείον τούτου εις την νηστείαν και την κακοπάθειαν. Ετέλει αγρυπνίας ως άσαρκος, αδιαλείπτως προσηύχετο και αφιέρωνεν όλον τον καιρόν του εις πνευματικάς θεωρίας. Ούτως ο ανδρείος και ευσταλής σταδιοδρόμος εφύλαξε την θερμότητα αυτού έως τέλους, αυξάνων την αγάπην προς την αρετήν, και ανερχόμενος εις δύναμιν και εις κόπους και από σπουδής εις σπουδήν τελειούμενος έφθασεν εις το άκρον της τελειότητος.

Η προς Κύριον εκδημία του Οσίου γέροντος Βαρλαάμ.
Αφού έζησαν ομού επί χρόνους δεκαεπτά, αγωνιζόμενοι τον καλόν αγώνα, μίαν ημέραν ο Όσιος γέρων εκάλεσε τον πνευματικόν αυτού υιόν, ον εγέννησε δια του Ευαγγελίου, και είπεν: «Πριν έλθης εδώ, τέκνον μου, προσηυχόμην εις τον Θεόν δια σε και μοι υπεσχέθη ότι θα σε ίδω προ της τελευτής μου και θα συνευφρανθώμεν επί χρόνους πολλούς. Τώρα όμως ήλθεν ο καιρός να χωρίσωμεν. Εγώ μεν θα αναχωρήσω προς τον ποθούμενον, συ δε να ενταφιάσης το σώμα μου και να μείνης εις τούτον τον τόπον με την διαταγήν να μη αμελήσης την άσκησιν. Μη δειλιάσης το μάκρος του χρόνου και τας επιβουλάς των δαιμόνων, αλλά καταγέλα μεν τολμηρώς την εκείνων ασθένειαν, εν Κυρίω ενδυναμούμενος· προς δε την του κόπου σκληρότητα και το του καιρού διάστημα να ευρίσκεσαι καθ’ εκάστην με τόσην προθυμίαν, ως να ήτο η υστερνή σου ημέρα, και μη βαρυνθής της αρετής την δυσχέρειαν, συλλογιζόμενος την πλουσιωτάτην αμοιβήν και άμετρον ανταπόδοσιν. Ανδρίζου ως καλός στρατιώτης και σπούδαζε να αρέσκης εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν τον σε στρατολογήσαντα. Όταν δε ο δόλιος δαίμων σου προβάλλη λογισμούς υψηλόφρονας και σου ενθυμίζη την βασιλείαν και τα λοιπά του κόσμου τερπνά, αντίστηθι με τον δεσποτικόν λόγον· «Όταν κάμητε όλα εκείνα όπου εδιδάχθητε, λέγετε ότι δούλοι αχρείοι είμεθα και ανάξιοι». Και τούτο είναι αληθέστατον. Επειδή κανείς από ημάς δεν δύναται να πληρώση το χρέος προς τον Δεσπότην, όστις υπέμεινε δια την σωτηρίαν ημών επονείδιστον θάνατον. Ημείς δε πότε θα φθάσωμεν εις τόσην αγάπην προς τον Θεόν και Σωτήρα μας; Όθεν φρόντιζε να καθαίρης πάσαν υπερηφάνειαν και να δουλώνης εις την υπακοήν του Κυρίου παν νόημα. Ούτω η ειρήνη αυτού η υπερβαίνουσα πάσαν διάνοιαν θα διαφυλάξη ατάραχον την καρδίαν σου». Ταύτα ακούων ο Ιωάσαφ ελυπείτο σφόδρα τον χωρισμόν από του γέροντος, και παρεκάλει τούτον να δεηθή τω Κυρίω, ίνα συναναχωρήσωσιν εις την αιωνίαν ζωήν. Ο γέρων συνεκινήθη εις το άκουσμα των λόγων τούτων του Ιωάσαφ και λέγει προς αυτόν· «Δεν είναι πρέπον, τέκνον μου, να εναντιούμεθα εις τας ακαταλήπτους κρίσεις του Θεού. Διότι τούτο παρεκάλουν και εγώ, αλλ’ ο Κύριος μού απεκάλυψεν ότι θα ζήσης ακόμη δια να απολαύσης λαμπρότερον τον της ασκήσεως στέφανον. Δέχου λοιπόν, υιέ μου παμφίλτατε, μετά χαράς εκείνο το οποίον ο Δεσπότης επρόσταξε, και υπόμεινον φυλαττόμενος με την χάριν αυτού και βοήθειαν. Αγρύπνει προς τους εναντίους λογισμούς, και φύλαττε την καθαρότητα του νοός, ως πλούτον πολύτιμον, αναβιβάζων αυτόν προς υψηλοτέραν εργασίαν και θεωρίαν, δια να πληρώσης τον λόγον του Χριστού, ίνα και Εκείνος σε αγαπήση και γίνης συγκληρονόμος της Βασιλείας αυτού». Ταύτα έλεγεν η θεολόγος εκείνη γλώσσα, παρηγορούσα την λυπουμένην ψυχήν του νέου. Είτα απέστειλεν αυτόν εις τους αδελφούς, οίτινες κατώκουν μακράν, δια να φέρη τα της λειτουργίας αρμόδια. Και ο Ιωάσαφ εξετέλεσε προθύμως ό,τι ο γέρων παρήγγειλε. Τότε ο ιερώτατος Βαρλαάμ ετέλεσε λειτουργίαν και αφού εκοινώνησαν των Αχράντων Μυστηρίων έφαγον από την συνήθη τροφήν. Και πάλιν παρηγόρει ο γέρων τον Όσιον δια λόγων θερμουργού θείας πίστεως, μεθ’ ο προσηυχήθη ούτω: «Κύριε ο Θεός μου, ευχαριστώ σοι ότι επείδες επί την ταπείνωσίν μου και ηξίωσάς με να αφιερώσω τον καιρόν της παροικίας μου εις τας εντολάς σου. Τώρα με ηξίωσας να τελέσω τον καιρόν μου κατά τας εντολάς σου. Ελεήμον και φιλάγαθε Δέσποτα, δέξου με εις τας αιωνίους σου Μονάς, και μη ενθυμηθής όσα ήμαρτον εν γνώσει τε και αγνοία. Φύλαξον δε και τούτον τον πιστόν δούλον σου από τας πολυπλόκους παγίδας του δαίμονος. Λύτρωσον αυτόν από πάσαν ματαιότητα, κατάπεμψον εξ ύψους την χάριν του Αγίου σου Πνεύματος και δυνάμωσον αυτόν προς τους αοράτους πολέμους, ίνα λάβη παρά σου της νίκης τον στέφανον και ας δοξασθή και δι’ αυτού το όνομά σου το άγιον, ότι σοι πρέπει δόξα εις τους αιώνας, Αμήν». Ταύτα δε ειπών, κατεφίλησε τον Ιωάσαφ και εσφράγισε με τον τύπον του Τιμίου Σταυρού. Έπειτα εφάνη γαλήνιος και χαίρων, διότι είδε τους Αγίους Αγγέλους, οίτινες ήρχοντο δια να παραλάβουν την μακαρίαν αυτού ψυχήν, και απήλθεν εις την αιώνιον ευφροσύνην, την Βασιλείαν την αϊδιον και ατελεύτητον. Τότε ο Ιωάσαφ εναγκαλισθείς το ιερόν αυτού λείψανον κατεφίλει αυτό λίαν ευλαβώς και δακρύων έπλυνε και ενέδυσεν αυτό με το τρίχινον ιμάτιον. Κατόπιν έψαλεν εν νυχθήμερον, και την επιούσαν ανέσκαψε τάφον και έθεσεν αυτό, λέγων ταύτα· «Κύριε ο Θεός μου, εισάκουσον και ελέησόν με, ότι σε επόθησεν η ψυχή μου. Μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου απ’ εμού, αλλά γενού βοηθός μου. Μη με εγκαταλείπης ο Θεός και Σωτήρ μου, ότι πατήρ μου και μήτηρ μου εγκατέλειπόν με, συ δε προσέλαβές με. Δίδαξόν με, Κύριε, την οδόν σου ως αγαθός και φιλάνθρωπος, δια πρεσβειών του θεράποντός σου Βαρλαάμ, ότι συ ει ο Θεός μου, και σε δοξάζω τον Πατέρα και Υιόν και το Άγιον Πνεύμα εις τους αιώνας. Αμήν». Μετά δε την ευχήν καθίσας επί του μνήματος έκλαιε.

Όραμα του Ιωάσαφ.
Υπνώσας τότε ο Ιωάσαφ είδεν εν οράματι τους φοβερούς εκείνους άνδρας, οίτινες τον ωδήγησαν εις εκείνην την υπέρλαμπρον πόλιν, όπου προϋπήντησαν αυτόν ωραιότατοι νέοι εστολισμένοι μεγαλοπρεπώς και φορούντες εις τας κεφαλάς λαμπροτάτους στεφάνους, εν μέσω δε τούτων είδε δύο στεφάνους περικαλλείς, οίτινες ήσαν εις τον αέρα. Τότε ο Όσιος Ιωάσαφ ηρώτησε, τίνος ήσαν οι άνδοξοι στέφανοι. Και οι οδηγούντες αυτόν απεκρίθησαν ότι ο εις είναι ιδικός του δια τας ψυχάς τας οποίας διέσωσε και τώρα ελαμπρύνθη περισσότερον, και δια την θαυμασίαν αυτού άσκησιν, αν μάλιστα υπομείνη ανδρείως έως τέλους. Ο δε έτερος στέφανος είναι του πατρός του Αβεννήρ, όστις εις το τέλος της ζωής του έκαμε τοσαύτην ειλικρινή μετάνοιαν. Ο δε Ιωάσαφ απεκρίθη· «Πως είναι δυνατόν να λάβη ο πατήρ μου τα ίσα χαρίσματα με εμέ, όστις τοσούτον εκακοπάθησα»; Τούτο δε ειπών, εφαντάσθη ότι είδε τον Βαρλαάμ, όστις, ονειδίζων αυτόν, είπε· «Διατί ελυπήθης, διότι ετιμήθη ο πατήρ σου ομοίως με σε; Επρεπε να χαρής, ότι επήκουσε Κύριος της πολλής σου δεήσεως». Και ο Όσιος Ιωάσαφ είπε· «Συγχώρησόν μοι, πάτερ, φανέρωσόν μοι που κατοικείς». Ο Βαρλαάμ τότε απεκρίθη· «Ειςταύτην την περικαλλή και εύμορφον πόλιν με ανέπαυσεν ο Θεός δια την άμετρον Αυτού αγαθότητα». Ο Ιωάσαφ παρεκάλει τότε να τον φιλοξενήση εις την κατοικίαν του. Ο δε Βαρλαάμ απεκρίθη· «Δεν έφθασεν ακόμη ο καιρός να έλθης εδώ, επειδή βαστάζεις το φορτίον του σώματος· αλλ’ εάν υπομείνης ανδρείως, καθώς σου παρήγγειλα, εις ολίγον καιρόν θα αξιωθής να απολαύσης την τοιαύτην δόξαν και αγαλλίασιν και θα συνευφραινώμεθα πάντοτε». Τότε εξύπνησεν ο Όσιος Ιωάσαφ και ήτο πλήρης φωτός αρρήτου της θείας δόξης, παρεδόθη δε εις σκληροτέραν άσκησιν, υπομείνας έως τέλους εις εκείνο το σπήλαιον, μετερχόμενος υπερθαύμαστον και ισάγγελον πολιτείαν.

Ο Όσιος Ιωάσαφ εκδημεί προς Κύριον.
Όταν ο Ιωάσαφ εγκατέλειψε την βασιλείαν ήτο χρονών εικοσιπέντε, και τριάκοντα πέντε έτη αφωσιώθη εις την άσκησιν, αφ’ ότου δε εφωτίσθη, πολλάς ψυχάς ανέσπασεν από τον φάρυγγα του βροτοκτόνου, ώστε να αξιωθή αποστολικής αξίας και χάριτος. Εγένετο δε Μάρτυς εκουσίως, ομολογήσας τον Θεόν μετά παρρησίας ενώπιον του βασιλέως και εφάνη κήρυξ της Βασιλείας Αυτού μεγαλόφωνος, ειπών, ότι ήτο έτοιμος δια την αγάπην του Κυρίου να βασανισθή και να θανατωθή ακόμη. Κατεπάλαισε τα της πονηρίας πνεύματα εις την έρημον και ενίκησε πάντας τους πειρασμούς με την θείαν χάριν και δύναμιν. Είχε τους οφθαλμούς της ψυχής καθαρούς από παν γήϊνον σκότος και προέβλεπε τα μέλλοντα και πάσαν στιγμήν προ οφθαλμών είχε τον ποθούμενον Ιησούν Χριστόν, βλέπων το άρρητον κάλλος Αυτού κατά τον Προφήτην Δαβίδ τον λέγοντα· «Προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου δια παντός». Όθεν δεν ημέλησεν ο μακάριος τον αγώνα της ασκήσεως, αλλ’ εφύλαττε την προθυμίαν του έως εσχάτης ημέρας, μάλιστα δε καθ’ εκάστην επρόκοπτεν εις το αγαθόν, αναβαίνων εις υψηλοτέραν θεωρίαν και αρετήν, έως ου έφθασεν εις το ακρότατον όριον της μοναδικής πολιτείας, νεκρώσας τελείως τον έξω άνθρωπον και ζων μόνον τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Ο δε Χριστός έζη εν αυτώ, κατά τον ουράνιον Παύλον. Ούτως οσίως πολιτευόμενος απήλθε προς τον Δεσπότην εκείνον, τον οποίον θερμώς επόθει και υπηρέτει, και εις τον οποίον παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν, απελθών εκ της προσκαίρου ζωής εις την ατελεύτητον. Εκεί ένθα υπάρχει μελωδία απέραντος και ανέκφραστος γλυκύτης, των ευφραινομένων η αγαλλίασις. Το δε τίμιον αυτού και αγιώτατον λείψανον ενεταφίασεν άλλος ασκητής, ο οποίος έζη εκεί πλησίον, όστις είδεν εκ Θεού αποκάλυψιν και μετέβη ίνα υπηρετήση τον Όσιον Ιωάσαφ. Ελθών δε έκλαυσε πολύ. Ευφήμισε δε τούτο με ιεράν υμνωδίαν και τελέσας πάντα, κατά την τάξιν, έθαψεν εις τον τάφον του Βαρλαάμ. Τότε είδεν εν οπτασία θείον Άγγελον, όστις του είπε· «Μετάβηθι εις τας Ινδίας, και ειπέ εις τον βασιλέα να έλθη να παραλάβη τα ιερά λείψανα των Αγίων δια να έχωσι ταύτα εις βοήθειαν». Ο δε ασκητής υπακούσας, έδραμε προς τον βασιλέα Βαραχίαν και ανήγγειλε τα διατρέξαντα.

Η ανακομιδή των σεπτών λειψάνων των Οσίων Βαρλαάμ και Ιωάσαφ.
Τότε ο βασιλεύς έσπευσε προθύμως μετά πλήθους λαού εις το σπήλαιον, και αφού έκλαυσαν ώραν πολλήν, ήνοιξαν τον τάφον και εξέθαψαν εκείνα τα πάνσεπτα λείψανα. Τα οποία ουδόλως είχον φθαρή ή αλλοιωθή, αλλ’ ήσαν σώα και ακέραια με όλα τα ενδύματά των και ανέδιδον θαυμασίαν ευωδίαν. Ο βασιλεύς τότε ετοποθέτησε ταύτα εις πολυτίμους θήκας και μετέφερεν εις την πατρίδα του. Όταν δε ηκούσθη το γεγονός εις τα περίχωρα, συνήχθησαν πλήθος πολύ από ξηράς και θαλάσσης, ίνα προσκυνήσωσι τα σεβασμιώτατα λείψανα, τα οποία εδόξασεν ο Θεός με πολλά και εξαίρετα θαύματα. Ούτως όσοι ασθενείς ησπάζοντο ταύτα ελάμβανον ευθύς την ποθουμένην υγείαν. Τυφλοί ανέβλεπον, χωλοί περιεπάτουν, κωφοί και άλαλοι ελάλουν, δαίμονες εφυγαδεύοντο. Έκτισε δε ο βασιλεύς και Ναόν μεγαλοπρεπή και απέθεσε τα άγια λείψανα εις χρυσήν λάρνακα, κεκοσμημένην δια λίθων τιμίων και μαργαριτών και ώρισε να εορτάζωνται την κστ΄ (26ην) του μηνός Αυγούστου, καθ’ ην εκοιμήθη ο Ιωάσαφ. Ουχί δε μόνον κατά την μετακομιδήν των λειψάνων εθαυματούργησε δι’ αυτών ο παντοδύναμος Κύριος, αλλά και μετέπειτα εγίνοντο θαύματα και τελούνται διηνεκώς κατά την πίστιν των προσερχομένων, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, του μόνου Θεού, ω πρέπει τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΖ΄ (27ην) του μηνός Αυγούστου, μνήμη του Αγίου ενδόξου Μεγαλομάρτυρος ΦΑΝΟΥΡΙΟΥ του Νεοφανούς.

Δημοσίευση από silver »


Φανούριος ο λαμπρός αθλητής του Κυρίου και Μάρτυς αήττητος, πόθεν ήτο, και ποίους γονείς είχε, και εις ποίον καιρόν, και με τίνας βασιλείς έκαμε την πάλην και τον αγώνα του, δεν ηδυνήθημεν ποτέ να το μάθωμεν· επειδή και ο βίος αυτού εχάθη από του καιρού τας ανωμαλίας, από τας οποίας και άλλα πολλά πράγματα εχάθησαν, και άδηλα και αφανή εγένοντο. Τούτο μόνον έχομεν γνωστόν, ότι τον καιρόν όπου εξουσίασαν οι Αγαρηνοί την περίφημον νήσον Ρόδον δια τας αμαρτίας μας, εκείνος όπου έγινεν εξουσιαστής αυτής της νήσου ηβουλήθη να ανακτίση τα τείχη της χώρας, τα οποία είχον πρωτύτερα οι πολέμιοι κατηδαφισμένα. Ήσαν δε εις το έξω μέρος του φρουρίου μερικαί ηρειπωμέναι οικίαι, αι οποίαι, άδεται λόγος, ότι ήσαν αυτό το πρώτον φρούριον, το οποίον είναι προς το νότιον μέρος της νήσου, μακράν ως εν στάδιον. Από εκείνα δε τα ερείπια εσύναξεν ο Αγαρηνός τας πέτρας δια την οικοδομήν. Εκεί λοιπόν σκάπτοντες και αναχώνοντες τον τόπον εκείνον, εύρον μίαν ωραιοτάτην Εκκλησίαν· πλην ήτο και αυτή εν μέρει ηρειπωμένη. Ανασκάψαντες δε έως το δάπεδον του Ναού, εύρον και πολλάς αγίας Εικόνας, αλλ’ εφθαρμένας και ηφανισμένας, μόνη δε η του Αγίου Φανουρίου εικών ήτο σώα και ακεραία, ως να την είχε τις ζωγραφήσει κατά την αυτήν ημέραν. Ευρεθέντος λοιπόν τούτου του πανσέπτου Ναού με τας ιεράς εκείνας εικόνας, έρχεται ο Πανιερώτατος Αρχιερεύς του τόπου, Νείλος ονόματι, άνθρωπος αγιώτατος και λόγιος και ανέγνωσε τα της εικόνος εκείνης γράμματα τα οποία έλεγον· «Ο Άγιος Φανούριος». Ήτο δε η εικών εζωγραφισμένη τοιουτοτρόπως. Ο Άγιος στρατιωτικά ενδεδυμένος, νέος πολύ εις την ηλικίαν, κρατών εις την δεξιάν χείρα Σταυρόν, εις το άνωθεν μέρος του Σταυρού έχει μίαν ανημμένην λαμπάδα· γύρωθεν η εικών έχει σεσημειωμένα δώδεκα μαρτύρια· έχει τον Άγιον εξεταζόμενον έμπροσθεν του εξουσιαστού και ευρισκόμενον εν μέσω πολλών στρατιωτών, οι οποίοι τον δέρουν με πέτρας εις το στόμα και εις την κεφαλήν· τον έχει κατά γης ηπλωμένον και τον μαστιγώνουν οι στρατιώται· τον έχει καθήμενον γυμνόν, και με σιδηρά εργαλεία καταξέουν τας σάρκας του· τον έχει ευρισκόμενον εις την φυλακήν· είναι πάλιν ιστάμενος και εξεταζόμενος έμπροσθεν του τυράννου· εις άλλο μέρος καίεται με λαμπάδας· είναι εις μάγγανον δεδεμένος· ευρίσκεται εν μέσω θηρίων· είναι με ένα λίθον μεγάλον πλακωμένος· στέκεται έμπροσθεν των ειδώλων κρατών εις τας χείρας του άνθρακας ανημμένους και ένας διάβολος εις τον αέρα, ως να θρηνή και να κλαίη· φαίνεται ανάμεσα εις μίαν μεγάλην κάμινον ορθός, ως να κάμνη προσευχήν, έχων υψωμένας τας χείρας του εις τον ουρανόν. Από ταύτα λοιπόν τα δώδεκα μαρτυρικά σημεία, τα οποία ήσαν εζωγραφισμένα εις την εικόνα, ηννόησεν ο Αρχιερεύς, ότι είναι Μάρτυς ο Άγιος. Παρευθύς δε ο καλός εκείνος και ευλαβής Αρχιερεύς έστειλε πρέσβεις εις τους ηγεμόνας του τόπου, να του δώσουν τον Ναόν αυτόν να τον ανακαινίση, αλλά δεν ηθέλησαν· όθεν επήγε μόνος ο Αρχιερεύς εις την Κωνσταντινούπολιν, και επήρεν ορισμόν να τον κτίσουν, ούτω δε ενεκαινίσθη, καθώς φαίνεται έως την σήμερον, έξω της χώρας, πολλών θαυμάτων αυτουργός· από τα οποία διηγούμαι εν εις πίστωσιν των πολλών, δια να ευφρανθήτε όσοι αγαπάτε και ευλαβείσθε τον Άγιον. Κατ’ εκείνον τον καιρόν η νήσος Κρήτη δεν είχεν Ορθόδοξον Αρχιερέα, αλλά Λατίνον, διότι εξουσιάζετο από τους Βενετούς, οι οποίοι με πονηρίαν δεν άφηνον να γίνη νέος Αρχιερεύς, ούτε Μητροπολίτης, ούτε Επίσκοπος, όταν εις απέθνησκεν· η δε πονηρία ήτο, να ημπορέσουν με τον καιρόν να γυρίσουν τους Ορθοδόξους εις τα παπικά δόγματα· λοιπόν επήγαινον όσοι Ορθόδοξοι ήθελον να ιερωθούν εις τα Κύθηρα και εχειροτονούντο. Καιρόν δε τινά ανεχώρησαν από την Κρήτην τρεις Διάκονοι και επήγαν εις τον Αρχιερέα των Κυθήρων και τους εχειροτόνησαν Ιερείς· επιστρέφοντες δε προς την πατρίδα των την Κρήτην, τους ηχμαλώτισαν οι Αγαρηνοί εις το πέλαγος και τους έφεραν εις την Ρόδον, όπου τους επώλησαν εις Αγαρηνούς. Λοιπόν οι δυστυχείς εκείνοι νεοχειροτόνητοι Ιερείς εθρήνουν την συμφοράν των ημέρας και νυκτός. Εκεί ήκουσαν τα μεγάλα θαύματα του Μεγαλομάρτυρος Φανουρίου και ευθύς έπεσαν εις δέησιν με θερμά δάκρυα προς τον Άγιον, δεόμενοι να τους ελευθερώση από την πικράν εκείνην αιχμαλωσίαν χωρίς να γνωρίζουν τίποτε ο εις δια την βουλήν του άλλου, επειδή ήσαν χωρισμένοι ο καείς εις τον αφέντην, όστις τον ώριζεν, κατ’ οικονομίαν δε του Παναγάθου Θεού έλαβον άδειαν και οι τρεις να υπάγουν να προσκυνήσουν εις τον Ναόν του Αγίου· πηγαίνοντες δε εκεί, νεύσει θεία, συνηνώθησαν και οι τρεις και έπεσαν έμπροσθεν της ιεράς εικόνος του Αγίου, βρέχοντες την γην με την ροήν των δακρύων των, παρακαλούντες να τους ελευθερώση από τας χείρας των Αγαρηνών. Έπετα ανεχώρησαν ολίγον παρηγορημένοι, πηγαίνοντες καθείς εις τον αυθέντην του, με ελπίδα ότι θα εύρουν έλεος, το οποίον και έγινεν· επειδή σπλαγχνισθείς ο Άγιος τα δάκρυά των επήκουσε την δέησίν των. Και την νύκτα εκείνην φαίνεται εις τους Αγαρηνούς, οι οποίοι τους ώριζον, προστάζων αυτούς να αφήσουν τους δούλους του Θεού να υπάγουν να προσκυνήσουν εις τον Ναλον του, ει δε μη κακώς θα τους απολέση. Οι δε Αγαρηνοί, νομίσαντες μαγείαν το πράγμα, τους έβαλον εις αλυσίδας και βαρύτερα βάσανα. Ο δε Μεγαλομάρτυς Φανούριος ήλθε την νύκτα εκείνην και τους έβγαλεν από τα δεσμά και τους εθάρρυνε, λέγων, ότι την επομένην, κατά πάσαν ανάγκην, θα τους ελευθερώση. Έπειτα φαίνεται εις τους Αγαρηνούς, και ελέγχων αυτούς αυστηρώς είπεν· «Αν ίσως και αύριον δεν τους ελευθερώσητε, θα ίδητε την δύναμιν του Θεού». Ούτω ειπών ο Άγιος έφυγεν. Αλλ’ ω του θαύματος! Όσοι ήσαν εις εκείνας τας τρεις οικίας, όλοι εξημερώθησαν τυφλοί και παράλυτοι με δριμυτάτους πόνους βασανιζόμενοι, μικροί ομού και μεγάλοι· όθεν από τας στρωμνάς όπου έκειντο, δια μέσου των συγγενών των συνεβουλεύθησαν τι να κάμουν· και ούτω απεφάσισαν να στείλουν να φέρουν τους αιχμαλώτους. Όταν δε ήλθον οι ταλαίπωροι τρεις Ιερείς, τους ηρώτησαν, αν ίσως και δύνανται να τους ιατρεύσουν· απεκρίθησαν δε εκείνοι· «Ημείς μεν θα παρακαλέσωμεν τον Θεόν, εκείνος δε ας κάμη το θέλημά του». Αλλ’ ο Άγιος πάλιν την τρίτην νύκτα εφάνη εις τους Αγαρηνούς και τους είπεν· «Αν ίσως δεν στείλετε εις τον οίκον μου δια γράμματος την ελευθερίαν των, ούτε υγείαν έχετε, ούτε το ποθούμενον φως». Τότε συμβουλευθέντες πάλιν με τους συγγενείς και φίλους των, έστειλε καθείς το ελευθερωτικόν γράμμα του ιδικού του αιχμαλώτου, και άφησαν και τα τρία εμπρός εις την εικόνα του Αγίου. Και ω του θαύματος! Έως ότου να γυρίσουν οι απεσταλμένοι από τον Ναόν, ευρέθησαν υγιείς οι πρώην παράλυτοι και τυφλοί, οι οποίοι θαυμάσαντες ηλευθέρωσαν τους Ιερείς εκείνους και δίδοντες εις αυτούς τα έξοδα του ταξειδίου των φιλοφρόνως τους κατευώδωσαν και τους έστειλαν εις την πατρίδα των· οι δε Ιερείς εκείνοι εζωγράφησαν την εικόνα του Αγίου Φανουρίου και την επήραν εις την χώραν των, όπου κάθε χρόνον εώρταζον ευλαβώς τον Άγιον· ου ταις αγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΗ΄ (28η) Αυγούστου, μνήμη του Οσίου πατρός ημών ΜΩΥΣΕΩΣ του Αιθίοπος.

Δημοσίευση από silver »



Μωϋσής ο μακάριος και εν Οσίοις πατήρ ημών ήτο Αιθίοψ, ως δε ήτο φυσικόν μέλας κατά την χροιάν του σώματος. Αλλά και κατά την ψυχήν ήτο ομοίως το πρότερον, διότι τον Χριστόν δεν εγνώριζεν, αλλ’ ήτο αλλόφυλος και κακότροπος άνθρωπος. Ήτο δε πρότερον δούλος ενός πολιτικού ανδρός, ο οποίος και τον απέβαλε δια την πολλήν κακίαν και ληστρικήν και μοχθηράν γνώμην του. Επειδή δε ήτο ληστής και εφόνευε χωρίς αιτίαν τον τυχόντα, έχων με ένα βοσκόν έχθραν μεγάλην, διότι τον ημπόδισε να κάμη κακόν τι, εβουλεύθη να θανατώση τον βοσκόν εκείνον. Όθεν μαθών ότι ευρίσκετο αντίπερα του ποταμού Νείλου, όστις τότε είχε πλημμυρήσει, κρατήσας με τους οδόντας την μάχαιράν του και το επανωφόριόν του τυλίξας εις την κεφαλήν του, επέρασε τον ποταμόν κολυμβών. Εννοήσας δε ο βοσκός τον ερχομόν του, άφησε τα πρόβατά του και έφυγεν, ο δε Μωϋσής, επειδή δεν εύρε τον βοσκόν να τον φονεύση, καθώς εμελέτησεν, εκλέξας τέσσαρας κριούς παχείς και εκλεκτούς από την μάνδραν του πτωχού εκείνου τους έσφαξε, και έπειτα δέσας αυτούς με σχοινίον, το οποίον είχε δεδεμένον εις την μέσην του, επέρασε πάλιν τον Νείλον ποταμόν κολυμβών. Αποφαγώνδε τα κρέατα των κριών και πωλήσας τα δέρματα επήγεν εις τους φίλους του, οίτινες ήσαν μακράν απ’ εκεί και τον είχον αρχηγόν της ληστείας. Ταύτα διηγήθην περί του Οσίου τούτου, δια να δείξω ότι είναι δυνατόν να σωθώσι δια της ειλικρινούς μετανοίας όσοι θέλουσι, καν μυρίας πρότερον διαπράξωσιν αμαρτίας. Ούτος ο Όσιος κατανυχθείς τελευταίον από περιστατικόν, το οποίον ηκολούθησεν εις αυτόν από θείαν πρόνοιαν, όχι μόνον επίστευσεν και εβαπτίσθη, αλλά και Μοναχός έγινε, δια να δώση μεγαλυτέραν πληγήν κατά του δαίμονος, όστις τον εκυρίευε πρότερον. Αναχωρήσας λοιπόν από την ταραχήν του κόσμου και σύγχυσιν, επειδή εμίσησε την αμαρτίαν εξ όλης καρδίας και τον Χριστόν ολοψύχως επόθησεν, απηρνήθη τους φίλους και συγγενείς του, τα χρήματα και πάσαν άλλην σωματικήν απόλαυσιν, και επήγεν εις την Σκήτην των Μοναχών, ζητών τόπον ήσυχον και από τους ανθρώπους αγνώριστον, δια να θρηνήση δια τας αμαρτίας του. Ευρών δε μακράν από τα άλλα κελλία εν σπήλαιον, ωρέχθη τον τόπον ως ερημικώτερον και ήθελε να μείνη εκεί, καθώς επόθει, και να αγωνίζεται τον καλόν αγώνα της πίστεως. Αλλ’ αφ’ ετέρου εδίσταζε, διότι δεν είχεν ο τόπος αυτός παραμυθίαν σωματικήν, και το χειρότερον δεν είχε νερόν. Ούτω δε διαλογιζόμενος ήκουσε φωνήν από τον ουρανόν λέγουσαν· «Μωϋσή, είσελθε χαίρων και μη φροντίζης περί του ύδατος». Τότε παρευθύς υπήκουσε τον προστάσσοντα και εισελθών έβαλεν εκεί κεράμιά τινα, τα οποία είχε γεμάτα ύδατος. Αφού δε έμεινεν ικανάς ημέρας, έλειψε το νερόν, και δεν είχεν ειμή μόνον ολίγον τι. Τότε κατά τύχην ήλθον και τινες ασκηταί να τον επισκεφθώσι, τους οποίους ιδών εχάρη· βαλών δε το ολίγον εκείνο νερόν, όπου του έμεινεν, εμαγείρευσεν έψημα φακής, ίνα τους φιλεύση· και στρώσας τράπεζαν τους είπε να καθίσωσιν, αυτός δε εισήλθεν εις τον τόπον, όπου είχε τα κεράμια, και έκαμε προς Κύριον δέησιν μετά πίστεως ούτω λέγων· «Κύριε, που είναι το ύδωρ, όπερ μοι υπεσχέθης; Ιδού ήλθον οι αδελφοί μου, και δεν έχουν να πίωσιν». Ήτο δε καιρός του θέρους και έλαμπεν απανταχού ο υπέραμπρος ήλιος. Εξαίφνης όμως εφάνη άνω του σπηλαίου εν σύννεφον, το οποίον έβρεξε τόσον νερόν, ώστε εγέμισαν τα κεράμια άπαντα. Ο δε Όσιος έκθαμβος γενόμενος εχάρη πολλά, ευχαριστών τον Κύριον. Προς δε τους ερωτήσαντας αυτόν αδελφούς ωμολόγησεν εις δόξαν Θεού το θαυμάσιον· είτα εφιλεύθησαν με πολλήν αγάπην δοξάζοντες τον ευεργέτην Θεόν, όστις δοξάζει τους δούλους του· αφού δε εφιλεύθησαν, αυτοί μεν απήλθον εις τα κελλία των, ο δε Όσιος έμεινε πάλιν ησυχάζων και έκρυπτε την αρετήν του όσον ηδύνατο. Ότι άλλο δεν αφανίζει τους κόπους του Μοναχού, ως η επίδειξις της αρετής και των ανθρώπων ο έπαινος· εκ του κατωτέρω γεγραμμένου υποδείγματος θα γνωρίσητε την πολλήν του ταπεινοφροσύνην και μετριότητα. Επειδή ηκούσθη απανταχού η φήμη του Οσίου, ότι όσον ήτο πρότερον αμαρτωλός, τόσον έγινεν ενάρετος ύστερον και ετέλει θαυμάσια, κατά την Γραφήν· «Όπου επλεόνασεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις», επόθησε πολύ μέγας τις άρχων να συνομιλήση μετ’ αυτού δια να λάβη την ευλογίαν του. Λαβών όθεν πολλούς δορυφόρους και άλλο υπηρετικόν ομού, κατά την αξίαν του, ίππευσε τον χρυσοφάλαρον ίππον του και έφθασεν εις την Σκήτην, εισελθών δε εις το Κυριακόν προσεκύνησε, διανείμας εις τους εκεί Οσίους μεγαλοπρεπή δώρα. Έπειτα τους ηρώτησε μετά ζέσεως που κατοικεί ο Μωϋσής, οι δε του έδειξαν την οδόν. Μετέβαινε λοιπόν χαίρων να εύρη το ποθητόν του κυνήγιον. Ο δε Όσιος, βλέπων μακρόθεν ερχόμενον τον άρχοντα, εγνώρισεν από Πνεύμα Άγιον, ότι δι’ αυτόν ήρχετο· όθεν εξήλθε της Σκήτης και εβάδιζεν εις τον δρόμον προσποιούμενος ότι ήτο οδοιπόρος. Ότε δε υπήντησε τον άρχοντα, ηρώτησεν ούτος τον Όσιον που κατοικεί ο Αββάς Μωϋσής ο περιβόητος. Ο δε απεκρίθη· «Τι χρειάζεσαι τοιούτον μωρόν, άγνωστον και δαιμονιώντα; Βλάπτεσαι πολλά εάν ομιλήσης μετά τοιούτου ανοήτου ανθρώπου! Υπόστρεψον εις τα οπίσω, και μη κοπιάζης ματαίως και ανωφελώς». Ταύτα ακούσας ο άρχων επέστρεψε, και τα ανήγγειλεν εις την Σκήτην θαυμάζων. Οι δε Μοναχοί ελυπήθησαν και διελογίζοντο τις να ήτο εκείνος ο ασυνείδητος, ο κατηγορήσας τον Όσιον· και ερωτώντες αυτόν, τι άνθρωπος ήτο εκείνος τον οποίον συνήντησεν, είπε· «Ήτο ένας υψηλός το ανάστημα, μαύρος εις την όψιν, λευκόθριξ και ρακενδύτης». Οι δε εφώναξαν εκπληττόμενοι· «Έφυγε τον κυνηγόν η πέρδικα, και επέταξεν από τας χείρας σου. Αυτός ήτο όστις σου ωμίλησε, και θέλων να αποφύγη την συνομιλίαν σου κατηγόρησεν εαυτόν, ίνα αποφύγη ως ψυχοβλαβή την ανθρωπίνην τιμήν και τον έπαινον ο αξιέπαινος». Τότε εγνώρισεν ο άρχων, ότι εκείνος ήτο βέβαια, τον οποίον συνήντησε και εθαύμασε την αρετήν του τρισμάκαρος· πολλά δε εκ τούτου ωφεληθείς ανεχώρησε, χωρίς να του δώση ενόχλησιν, δια να μη τον σκανδαλίση, επειδή ηγάπα τόσον την ησυχίαν και έφευγε την επίδειξιν. Ο δε Όσιος έμεινεν εις κελλίον του, ευχαριστών τον Θεόν και αγωνιζόμενος ως και πρότερον τον καλόν αγώνα της πίστεως. Εν μια δε των ημερών ήλθον τέσσαρες κλέπται εις το κελλίον του Οσίου να κλέψωσιν εάν εύρωσί τι, μη ηξεύροντες ότι αυτός είναι ο περίφημος εκείνος κλέπτης Μωϋσής. Ο Μωϋσής, καθό δυνατός και ρωμαλέος, τους έδεσε με σχοινία και με τόσην ευκολίαν, με όσην δένει τις ένα σάκκον άχυρα, και φορτωθείς αυτούς εις τον ώμον του, τους έφερεν εις το Κυριακόν, ήτοι εις την κοινήν εκκλησίαν της Σκήτης και λέγει προς τους πατέρας. «Επειδή δεν είναι συγκεχωρημένον εις εμέ τον μετανοούντα να τους παιδεύσω μόνος μου, συλλαβών αυτούς επ’ αυτοφόρω τους μετεκόμισα ενώπιόν σας. Τι προστάζετε λοιπόν να τους κάμωμεν;» Οι δε κλέπται γνωρίσαντες, ότι αυτός είναι ο Μωϋσής, ο περιβόητος αρχιληστής και ανίκητος, εξωμολογήθησαν και μετενόησαν εις τον Θεόν και αποταξάμενοι τα του κόσμου πράγματα έγιναν άπαντες Μοναχοί δοκιμώτατοι μιμούμενοι αυτόν. Μεταξύ των άλλων αρετών όπου είχεν ούτος ο Όσιος, ήτο και πολλά διακριτικός εις την κατάκρισιν και δεν κατέκρινέ τινα αμαρτάνοντα, αλλ’ εσυγχώρει τον πταίστην ως συμπαθέστατος και πολλούς άλλους ενουθέτει εις ομοίαν συμπάθειαν με γνωστά παραδείγματα. Από τα οποία ακούσατε εν και θα λάβητε πολλήν ωφέλειαν. Ήμαρτέ ποτε εις Μοναχός και εφανερώθη η αμαρτία του· όθεν όλοι οι πατέρες της Σκήτης εσυνάχθησαν να τον κρίνωσιν· επροσκάλεσαν και τούτον τον τρισόλβιον, όστις δεν ήθελε να υπάγη· αλλ’ επειδή τον εβίασαν, απήλθε και μη θέλων, ίνα μη φανή παρήκοος. Αλλ’ εύρε μίαν σοφωτάτην μέθοδον, ως φρόνιμος, δια της οποίας έκαμεν όλους και εφοβήθησαν την κρίσιν του Θεού και αφήκαν τον πταίσαντα ατιμώρητον, ίνα τον κρίνη ο δίκαιος κριτής, ο ελεήμων και εύσπλαγχνος, ήτοι έβαλεν άμμον πολλήν εις μίαν σπυρίδα τρυπητήν και βαστάζων αυτήν απήλθεν υπό ιδρώτος πολλού περιρρεόμενος και ασθαίμων εις την σύναξιν. Οι δε Ασκηταί προϋπαντήσαντες αυτόν ευλαβώς και βλέποντες την άμμον ότι εχύνετο όπισθεν, τον ηρώτησαν, τι εσήμαινεν η πράξις αύτη του φορτίου του. Ο δε απεκρίθη βαρέως αναστενάζων· «Αυτά όπου βαστάζω όπισθεν είναι τα αμαρτήματά μου τα βαρέα και αναρίθμητα, τα οποία απέρριψα όπισθεν, ίνα μη τα βλέπω και ήλθον να κρίνω τον αδελφόν μου δι’ εν μικρόν ελάττωμα και ουχί πάθος σύνηθες εις αυτόν». Ταύτα ακούσαντες κατενύχθησαν άπαντες, γινώσκοντες ότι δι’ εκείνους τα έλεγε και ούτω αφήκαν του αδελφού το αμάρτημα, όστις επήρεν από όλους συγχώρησιν και ανεχώρησεν εις τα ίδια. Ο δε Μωϋσής υπέστρεψεν εις το κελλίον του και παντί σθένει ηγωνίζετο και τόσον προέκοψεν εις τα της ψυχής, ώστε τον ηξίωσεν ο Θεός να λάβη και την ιερωσύνην, ως ανακαθαρθείς και αναγεννηθείς δια του λουτρού της πολιγγενεσίας, ήτοι του βαπτίσματος. Διότι ακούων ο Επίσκοπος την θαυμασίαν πολιτείαν του, ηθέλησε να τον στολίση δια του της ιερωσύνης αξιώματος, εφ ω και καταβάς μίαν εορτήν εις το Κυριακόν τον εχειροτόνησεν Ιερέα και μη θέλοντα. Έπειτα είπε προς αυτόν χαρεντιζόμενος· «Ιδού Αββά Μωϋσή, ότι άσπρισες τώρα και έγινες ολόλευκος». Ο δε ευλαβώς απεκρίθη με πραότητα· «Πάτερ πατέρων, τα έξωθεν ελευκάνθησαν ή τα έσωθεν;». Θαυμάσας ο Αρχιερεύς την συνετήν ταύτην απόκρισιν, τότε μεν αποχαιρετήσας αυτόν απέλυσεν, ύστερον δε μετά καιρόν ηθέλησε να τον δοκιμάση, ίνα λάβωσι και άλλοι κοινώς πλούτον ταπεινώσεως παρ’ αυτού και παράδειγμα μετριότητος· και παρήγγειλεν εις τους κληρικούς εις τινα μεγάλην πανήγυριν και μονεκκλησίαν, καθ’ ην ήθελον να συλλειτουργήσωσιν άπαντες, όταν έλθη ο Μωϋσής, να τον υβρίσωσι και να τον διώξωσιν επιπλήττοντες και ατιμάζοντες, έπειτα να ακολουθήση ένας οπίσω του ήσυχα, να ακροασθή τι θα είπη, να γνωρίσωσιν εάν εθυμώθη. Όταν δε ήλθεν ο άξιος της ιερωσύνης εις το ιερατείον να φορέση τα ιερά άμφια κατάτην συνήθειαν, τον ύβρισεν ένας λέγων· «Φύγε απ’ εδώ, ασχημάνθρωπε, του κόσμου το περιγέλασμα, διότι δεν είσαι άξιος να σταθής εις το μέσον μας». Ευθύς ανεχώρησεν ο πραότατος, χωρίς να σκανδαλισθή ουδαμώς εις εκείνον, όστις τον ύβρισεν, αλλά μάλιστα εμέμφετο εαυτόν, λέγων· «Δεν σου το έλεγα, μελανέ και ασχημοδέρματε, ότι δεν είσαι άξιος να συνομιλής προς τους ανθρώπους, απάνθρωπε; Καλώς σοι έκαμαν και πρεπόντως σε ύβρισαν». Ταύτα ακούσας εκείνος, όστις τον ηκολούθει όπισθέν του, ανήγγειλε ταύτα και πολύ ωφελήθησαν, θαυμάζοντες την άμετρόν του ταπείνωσιν και παρεκάλεσαν αυτόν να επιστρέψη και να συλλειτουργήσωσιν. Όστις πάλιν επήγε χωρίς μηδαμώς να ταραχθή η καρδία του. Έκτοτε πλέον δεν τον επείραξαν, γνωρίσαντες την ακακίαν και απλότητά του, αλλά μάλλον τον παρεκάλουν να τους αναφέρη συχνάκις ευαρεστούμενος ψυχωφελή σωτήρια παραδείγματα. Ο δε Μωϋσής ωμίλησε ταύτα προς αυτούς, ίνα φανή ευήκοος προς την αίτησιν· «Αδελφοί και πατέρες, η ταπείνωσις ταπεινώνει τους δαίμονας, και η κενοδοξία τους υψώνει. Όστις είναι ταπεινόφρων και ταπεινολόγος εκνευρίζει των δαιμόνων την δύναμιν, και όστις δεν έχει ταπείνωσιν εμπαίζεται υπό των δαιμόνων. Και όποιος προσεύχεται, εάν δεν φρονή ότι είναι αμαρτωλός, δεν εισακούεται υπό του Κυρίου, ουδέ λαμβάνει παρ’ αυτού την αίτησίν του. Πρέπει έκαστος να έχη έμπροσθέν του όλα του τα αμαρτήματα αείποτε, και βλέπων οφθαλμοφανώς τας αισχρουργίας του να μη κατακρίνη τους άλλους τελείως· όθεν εκπληρών τις ταύτην την εντολήν του Σωτήρος την ψυχοσωτήριον: «Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε» έστω βέβαιος ότι δια παντός εσώθη». Γινώσκετε δε και τούτο, αδελφοί και πατέρες, ότι αδύνατον είναι να λέγεταί τις Χριστού στρατιώτης, εάν καθ’ ολοκληρίαν δεν αναζωπυρωθή πρότερον με το πυρ της αυτού αγαπήσεως, καταφρονών όλως δι’ όλου πάσαν ανθρωπίνην τιμήν και έπαινον και οιανδήποτε σωματικήν χλιδήν και ανάπαυσιν, και αποφεύγων προσέτι την αθυροστομίαν, ήτις ως καύσων και φλοξ πυρός φλογίζει τους καρπούς των πόνων του Μοναχού. Όστις πρέπει να έχη ταύτας τας αρετάς, ως αρεστάς εις τον Θεόν, ψυχωφελείς και σωτηριώδεις· ευλάβειαν, σωφροσύνην, απλότητα, πραότητα, προς Θεόν ευσέβειαν και αγάπην ειλικρινή προς πάσαν αδελφότητα· δια την οποίαν και εγώ ο ιδιώτης και αταπείνωτος, ο μαύρος και μελανός εις την ψυχήν και εις το σώμα Αιθίοψ, των ανθρώπων το όνειδος, ετόλμησα να εκφράσω τους λόγους τούτους προς σας τους κυρίους μου. Αλλά συγχωρήσατέ μοι, σας παρακαλώ, δια τον Κύριον, δεόμενοι του Θεού υπέρ της αφέσεως των αμαρτιών μου». Ταύτα και άλλα περισσότερα λέγων προς αυτούς ο μελανός εις την σάρκα, εις δε την ψυχήν λευκότατος, ωφέλησε πολύ τους ακούοντας και υποστρέψας εις την κέλλαν πάλιν ησύχαζεν, έως ου έφθασεν εις το άκρον της τελειότητος, τελέσας μεγάλους αγώνας εις την άσκησιν, τόσον ώστε και αυτούς τους συντρόφους του κλέπτας και ληστάς ωκειοποίησε προς τον Χριστόν δια μετανοίας, και έγινεν εις την αρετήν θειότατος και εις όλους τους πατέρας ονομαστότατος, ζήσας 75 έτη εν τω προσκαίρω τούτω κόσμω και αγγελικώς μετά την επιστροφήν του συμπεριφερόμενος. Έπειτα εις το τέλος της παροικίας του τον ηξίωσεν ο Κύριος και έπιε το ποτήριον, όπερ και αυτός άλλους επότισε· τοιουτοτρόπως δε έλαβε και αυτός την μάχαιραν την οποίαν έδωκεν, ίνα εκπληρωθή του Κυρίου η πρόρρησις. Καθώς εκάθητο λοιπόν ημέραν τινά εις την Σκήτην μετά άλλων επτά αδελφών, προγνωρίσας θεία χάριτι το μέλλον, επροοιμίασεν ούτω· «Σήμερον έρχονται βάρβαροι και φύγετε δια να μη σας φονεύσωσιν». Οι δε είπον εις αυτόν· «Αλλά συ δεν φεύγεις»; Ο δε απεκρίθη· «Ιδού τόσα έτη αναμένω την ημέραν ταύτην, ίνα πληρωθή το ρήμα του Κυρίου το λέγον, ότι πάντες οι δόντες μάχαιραν εν μαχαίρα αποθανούνται και τώρα να φύγω να χάσω τον στέφανον»; Υπολαβόντων δε αυτών, «ουδέ ημείς φεύγομεν, αλλά μένομεν να αποθάνωμεν μετά σου», απεκρίθη ο Μωϋσής· «Έκαστος γινώσκει τας πράξεις του και κάμετε καθώς σας φωτίση ο Κύριος». Παραυτίκα δε τους είπε πάλιν. «Ιδού έφθασαν οι βάρβαροι». Τότε εις εξ αυτών εκρύβη όπισθεν της θύρας, ίνα μείνη ζων και μαρτυρήση το συμβησόμενον. Εισελθόντες δε οι βάρβαροι εφόνευσαν ευθύς ξιφηδόν τον Μωϋσήν και τους άλλους εξ και αρπάσαντες παν το προστυχόν ανεχώρησαν. Εκείνος δε, όστις ήτο κεκρυμμένος, είδεν επτά στεφάνους, οίτινες ουρανόθεν πεσόντες εστεφάνωσαν τους Οσίους. Τοιούτον τέλος έλαβεν ο τρισμακάριος, ο οποίος αφήκε μαθητάς εβδομήκοντα. Τούτον ας μιμηθώμεν και ημείς οι αμαρτήσαντες, ας κάμωμεν αληθινήν μετάνοιαν, ίνα τύχωμεν συγχωρήσεως, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών. Ω πρέπει κράτος, δόξα, τιμή και προσκύνησις πάντοτε, συν Πατρί και Αγίω Πνεύματι. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΘ΄ (29η) του αυτού μηνός Αυγούστου, η αποτομή της τιμίας Κεφαλής του Αγίου ενδόξου Προφήτου Προδρό

Δημοσίευση από silver »

Ιωάννης ο μέγας Πρόδρομος και Βαπτιστής του Κυρίου ήτο υιός Ζαχαρίου του Αρχιερέως και της Ελισάβετ, εξ επαγγελίας του Αρχαγγέλου Γαβριήλ γεννηθείς, απεκεφαλίσθη δε σήμερον υπό του Ηρώδου Αντύπα, διότι ήλεγχεν αυτόν δια την παράνομον μίξιν μετά της Ηρωδιάδος. Ούτος εμαρτυρήθη υπό του Δεσπότου Χριστού, ότι είναι ο μέγιστος πάντων των εκ κοιλίας μητρός εξελθόντων και ο εκλεκτότατος των Προφητών. Ούτος εσκίρτησεν εκ κοιλίας μητρός του, εκήρυξε δε τον Χριστόν και εις τους ζώντας εν τη γη άνω και εις τας ψυχάς των τεθνεώτων εν τω Άδη κάτω. Ούτος είναι ο μέγας Ιωάννης εκείνος, ο οποίος ήτο ενδεδυμένος την αγιότητα εκ κοιλίας μητρός του, ο οποίος είχεν εγκάτοικον εν τη ψυχή του την παρθενίαν και καθαρότητα, και ηγάπησεν εγκαρδίως την σωφροσύνην, ο οποίος ήσκεισε την νηστείαν και ατροφίαν και κακουχίαν και έγινεν αλλότριος πάσης συναναστροφής μετά των ανθρώπων, ο οποίος κατώκησεν εις την έρημον, και συνανεστρέφετο μετά των αγρίων θηρίων, και εκαλύπτετο με τρίχας καμήλου και έζωνε την οσφύν του με ζώνην δερματίνην, ο οποίος είχε τροφήν ετοίμην και αυτοσχέδιον ως τα πετεινά, και ο οποίος ηξιώθη να υπερβή τους όρους της φύσεως, και να βαπτίση τον καθαρόν και αμόλυντον Χριστόν τον πάσης επέκεινα φύσεως. Αυτός, ο τοσούτος και τηλικούτος Άγιος, επειδή εμελέτα πάντοτε τον θείον Νόμον, όλα τα του κόσμου ενόμιζε δεύτερα και κατώτερα της τηρήσεως του θείου Νόμου. Ο δε Ηρώδης, τετράρχης ων της Ιουδαίας, καθό ασελγέστατος και ακόλαστος άνθρωπος, ήλθεν εις αθεμίτους σχέσεις μετά της Ηρωδιάδος, συζύγου του αδελφού του Φιλίπου, εν ω ούτος αφ’ ενός μεν έζη εισέτι, αφ’ ετέρου δε είχε και θυγατέρα μετ’ αυτής, αι παραβάσεις δε αύται αμφότεραι ήσαν εναντίαι του θείου Νόμου. Όθεν ο μέγας Πρόδρομος, υπό ενθέου ζήλου κινηθείς και οπλισθείς τα όπλα της αληθείας, έλεγε προς τον ασελγή βασιλέα: «Δεν σοι είναι επιτετραμμένον να έχης την γυναίκα του αδελφού σου». Μη υποφέρων δε τον έλεγχον τούτον ο Ηρώδης έδεσε τον χαριτώνυμον Ιωάννην και έρριψεν αυτόν εν τη φυλακή, παρακινούμενος εις ταύτα υπό της ακολάστου και μοιχαλίδος Ηρωδιάδος. Εορταζομένης λοιπόν υπό του Ηρώδου και των αρχόντων της επετείου ημέρας της γεννήσεώς του παρετέθη τράπεζα και έγινε φιλήδονον συμπόσιον, καθ’ ό ο Ηρώδης εξώκειλεν εις μέθην και αφροσύνην, επειδή δε εχόρευσεν η θυγάτηρ της Ηρωδιάδος έμπροσθεν του βασιλέως, αντημείφθη δια τον άσεμνον χορόν της με τον φόνον, φεύ! του μεγάλου Προφήτου. Πάραυτα λοιπόν εφέρθη εν τω μέσω της τραπέζης επί πινακίου η προδρομική κεφαλή του δικαίου, εισέτι αιμοσταγής, και ωσεί ελέγχουσα σιωπηλώς τον Ηρώδην· εδόθη δε εις την ακόλαστον και μοιχαλίδα γυναίκα. Ταύτα δε εγίνοντο εν Σεβαστουπόλει, ήτις απέχει της Ιερουσαλήμ μιάς ημέρας διάστημα, ένθα και ο μετά τον Ηρώδην τετράρχης έκτισε τα βασιλικά του παλάτια, και το ρηθέν προφητοκτόνον συμπόσιον ετελέσθη. Το πάντιμον δε και άγιον σώμα του μεγάλου Προδρόμου εκηδεύθη εκεί υπό των ιδίων του μαθητών, οίτινες ήλθον και ήραν αυτό και έθηκαν εν Μνημείω (Μάρκου στ: 21-29), ευλαβώς και εντίμως. Τελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εν τω προφητικώ του Ναώ τω κειμένω εις τόπον καλούμενον Φαρακίου.

ΛΟΓΟΣ Α΄ Εις την αποτομήν της τιμίας Κεφαλής του Αγίου ενδίξου Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού ΙΩΑΝΝΟΥ. (εκ του «Νέου Θησαυρού» Γ. Σουγδουρή)
Προ της ενσάρκου οικονομίας του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, ήτο ηγεμών της Ιουδαίας αλλόφυλός τις, Αντίπατρος ονόματι, αλλόφυλοι δε ελέγοντο όσοι δεν ήσαν εκ της θρησκείας των Εβραίων. Ούτος λαβών γυναίκα την θυγατέρα του βασιλέως της Αραβίας, Κύπρον λεγομένην, εγέννησεν εξ αυτής τέσσαρας υιούς, Φάσαιλον, Ηρώδην, Ιώσηπον και Φερώραν· και ο μεν Φάσαιλος εγένετο ηγεμών των Ιεροσολύμων, και ολίγον καιρόν ηγεμονεύσας εφονεύθη υπό των Πάρθων. Ο δε Ιώσηπος ετελεύτησεν ιδιώτης. Ομοίως δε και ο Φερώρας, φθονηθείς υπό του αδελφού αυτού Ηρώδου, απέθανε φαρμάκω. Ο δε Ηρώδης ούτος, τέταρτος υιός του Αντιπάτρου, πρώτον μεν εγένετο ηγεμών της Γαλιλαίας· μετά δε τον θάνατον του αδελφού του Φασαίλου, επήγε και προσεκύνησε τον Καίσαρα της Ρώμης Αύγουστον, και παρέλαβε την ηγεμονίαν της Ιουδαίας. Επί του Ηρώδου τούτου εγεννήθη ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εκ της Παρθένου Μαρίας, διότι έπρεπε να πληρωθή η προφητεία του πατριάρχου Ιακώβ η λέγουσα· «Ουκ εκλείψει άρχων εξ Ιούδα, ουδέ ηγούμενος εκ των μηρών αυτού, έως αν έλθη ω απόκειται». Ελθόντος δε του Χριστού αυτοδικαίως έλειψαν τότε εις τον καιρόν της γεννήσεώς του οι βασιλείς των Ιουδαίων και εβασίλευσεν εις αυτούς ο αλλόφυλος Ηρώδης. Ούτος, καθό εθνικός, δεν ήτο ευπρόσδεκτος εις τους Εβραίους· δια τούτο πολλούς εξ αυτών εφόνευσε, κατέκαυσε δε και τας αναγραφάς των φυλών και των γενεών, όπου ήσαν συνηθροισμέναι από τον καιρόν του Έσδρα, ίνα μη γνωρίζη κανείς των Ιουδαίων από ποίαν φυλήν ή γενεάν κατήγετο. Όχι δε μόνον τούτο εποίησεν, αλλά και την ιερατικήν στολήν έβαλεν εις το θησαυροφυλάκιόν του, ίνα όστις θελήση να γίνη Αρχιερεύς να του δίδη πρώτον αργύρια, και ούτω να λαμβάνη ταύτην εξ αυτού. Ούτος εφόνευσε και τας δέκα τέσσαρας χιλιάδας βρέφη δια να φονεύση μεταξύ αυτών και τον Χριστόν. Ηγεμονεύσας ο Ηρώδης επί 37 συναπτά έτη απέθανεν υπό μεγάλης και χαλεπούς ασθενείας. Αφήκε δε διαθήκην, ίνα οι τέσσαρες υιοί του μοιρασθώσιν εξ ίσου την βασιλείαν του, δια τούτο ωνομάζοντο τετράρχαι, ότι εκάτερος εκ των τεσσάρων είχε το τέταρτον μέρος της αρχής και εξουσίας του πατρός του. Και πρώτος ήτο ο Αρχέλαος, ο οποίος εξουσιάσας την Ιουδαίαν επί εννέα έτη απέθανεν άτεκνος. Δεύτερος ήτο ο Φίλιππος, όστις ήρχε της Ιτουραίας και της Τραχωνίτιδος χώρας. Τρίτος ήτο ο Λυσανίας, ο οποίος εξουσίαζε την Αβιληνήν. Τέταρτος δε ήτο ο Αντύπας, ο οποίος εις μεν την ηλικίαν ήτο δεύτερος των άλλων αδελφών, ομοιάζων δε τον μιαρόν και φονέα πατέρα του εις την γνώμην, ωνομάζετο και αυτός Ηρώδης και ετετράρχει της Γαλιλαίας. Ο μιαρώτατος ούτος τετράρχης, κεκυριευμένος ων όλος υπό της αισχράς επιθυμίας, εξεδίωξε την γυναίκα του την νόμιμον, η οποία ήτο θυγάτηρ του Αρέτα, βασιλέως της Αραβίας, περί ου γράφει και ο Απόστολος Παύλος, ότι έλαβεν εις γυναίκα την Ηρωδιάδα, την γυναίκα του αδελφού αυτού Φιλίππου, τούτου έτι ζώντος, η οποία είχε με τον Φίλιππον μίαν θυγατέρα, λεγομένην Σαλώμην. Τούτον τον Ηρώδην ήλεγχε καθ’ εκάστην ημέραν ο τίμιος Πρόδρομος ως παράνομον και ασεβή, κατά δύο τρόπους. Πρώτον μεν, διότι εξεδίωξε την γυναίκα αυτού την νόμιμον και επήρε την Ηρωδιάδα, ζώντος του ανδρός αυτής Φιλίππου· δεύτερον δε ότι ο μωσαϊκός νόμος προστάσσει να λαμβάνη ο αδελφός την γυναίκα του αδελφού του, εάν ούτος αποθάνη και δεν αφήση παιδίον· εκείνη όμως είχε θυγατέρα εκ του Φιλίππου την Σαλώμην· αλλ’ εκείνος, μη υπομένων τους ελέγχους και την κατηγορίαν του Προδρόμου, πρώτον μεν έβαλεν αυτόν εις φυλακήν, μετά δε ταύτα αποστείλας στρατιώτας απεκεφάλισεν αυτόν. Αλλ’ επειδή έως ώδε εφέραμεν την διήγησίν μας, ευλογημένοι Χριστιανοί, πρέπει να φέρωμεν εις το μέσον τον θείον Ευαγγελιστήν Μάρκον, ίνα ακούσωμεν παρ’ αυτού πλέον βεβαιότερον, ποία ήτο η αιτία της αποτομής της τιμίας κεφαλής του τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου. «Τω καιρώ εκείνω ήκουσεν ο βασιλεύς Ηρώδης την ακοήν του Ιησού (φανερόν γαρ εγένετο το όνομα αυτού), και έλεγεν, ότι Ιωάννης ο βαπτίζων εκ νεκρών ηγέρθη, και δια τούτο ενεργούσιν αι δυνάμεις εν αυτώ. Άλλοι έλεγον· ότι Ηλίας εστίν· άλλοι δε έλεγον ότι Προφήτης εστίν, ή ως εις των Προφητών. Ακούσας δε ο Ηρώδης είπεν, ότι, ον εγώ απεκεφάλισα Ιωάννην, ούτός εστιν· αυτός ηγέρθη εκ νεκρών». Ήτοι άλλοι έλεγον ότι ο Προφήτης Ηλίας είναι, άλλοι έλεγον ότι Προφήτης είναι, ή ως ένας από τους παλαιούς Προφήτας. Ο δε Ηρώδης έλεγεν, ότι εκείνος ο Ιωάννης, τον οποίον απεκεφάλισα εγώ, είναι ο Χριστός και ανέστη εκ νεκρών. Επί της περικοπής ταύτης του Ιερού Ευαγγελίου έχομεν τας εξής πέντε απορίας. Πρώτην, εις ποίον καιρόν λέγει ο Ευαγγελιστής Μάρκος, ότι ήκουσεν ο Ηρώδης το όνομα του Χριστού. Δευτέραν, διατί ονομάζει ο Ευαγγελιστής τον Ηρώδην βασιλέα, ενώ ήτο τετράρχης, καθώς ανωτέρω απεδείξαμεν. Τρίτην, πόσοι βασιλείς είναι Ηρώδαι λεγόμενοι, τους οποίους αναφέρει η θεία Γραφή της Νέας Διαθήκης. Καλόν είναι να το μάθωμεν και αυτό, διότι εις μεν το δεύτερον κεφάλαιον του κατά Ματθαίον αγίου Ευαγγελίου ακούομεν ότι ο Ηρώδης ο βασιλεύς της Ιουδαίας εφόνευσε τα βρέφη της Βηθλεέμ, από δύο ετών και κατωτέρω, κατά τον καιρόν καθ’ ον εγεννήθη ο Χριστός εκ της Παρθένου· πάλιν δε σήμερον ακούομεν, ότι ο Ηρώδης εφόνευσε τον Πρόδρομον, ενώ παρήλθον από Χριστού Γεννήσεως έτη τριάκοντα. Ομοίως δε και εις το κγ΄ (23) Κεφάλαιον των Αποστολικών Πράξεων ακούομεν, ότι ο βασιλεύς Ηρώδης εφόνευσε τον Απόστολον Ιάκωβον, τον αδελφόν του Θεολόγου Ιωάννου, και ηβουλήθη να φονεύση και τον Απόστολον Πέτρον, αλλ’ Άγγελος Κυρίου ηλευθέρωσεν αυτόν εκ της φυλακής. Ίνα μη σφάλωμεν λοιπόν νομίζοντες ότι εις και ο αυτός είναι ο Ηρώδης, δια τούτο πρέπει να μάθωμεν πόσοι Ηρώδαι είναι. Τετάρτην απορίαν έχομεν, διατί ο Ηρώδης ενόμιζεν, ότι ο Πρόδρομος Ιωάννης ανέστη εκ των νεκρών. Πέμπτην δε, διατί ενόμιζον οι άνθρωποι, ότι ο Χριστός είναι ο Προφήτης Ηλίας ή ως εις των Προφητών. Αυτάς τας πέντε απορίας έχομεν. Και δια την πρώτην απορίαν λέγομεν, ότι, ως φαίνεται, μετά καιρόν πολύν, αφ’ ότου ήρχισεν ο Ιησούς να διδάσκη και να θαυματουργή, ήκουσεν ο Ηρώδης το όνομά του. Και όχι μόνον παρήλθε καιρός έως τότε, αλλά και αφ’ ότου επεκεφαλίσθη ο Τίμιος Πρόδρομος ημέραι πολλαί παρήλθον έως ότου έμαθεν ο Ηρώδης τα περί Χριστού. Διότι και ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, πριν να έλθη εις την διήγησιν ταύτην, προλαβών έγραψεν ότι ο Ιωάννης, ακούσας εν τω δεσμωτηρίω τα έργα του Χριστού, έπεμψε δύο μαθητάς αυτού προς αυτόν, ο δε Χριστός μετά ταύτα είπε μαρτυρίας αγαθάς περί του Ιωάννου, ιάτρευσε τον έχοντα την χείρα εξηραμμένην, εθεράπευσε τον δαιμονιζόμενον τυφλόν και κωφόν, ωνείδισε τους Φαρισαίους, και καθίσας περί τον αιγιαλόν εδίδασκε τους όχλους εν παραβολαίς· μετά δε ταύτα ανεχώρησεν εις την πατρίδα του την Ναζαρέτ. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς γράφει, ότι η αμαρτωλός γυνή ήλειψε τον Χριστόν με το μύρον εις τον οίκον του Φαρισαίου Σίμωνος, ότι ο Χριστός ιάτρευσε τον δαιμονιζόμενον εις την χώραν των Γαδαρηνών, ανέστησε την θυγατέρα του Αρχισυναγώγου Ιαείρου και ότι απέστειλε τους δώδεκα Μαθητάς να διδάσκωσι και να θεραπεύωσι τους ασθενείς. Δια ταύτα και άλλα περισσότερα, άπερ λέγουσιν οι θείοι Ευαγγελισταί, απαιτούνται ημέραι πολλαί εις τελείωσιν· όθεν συμπεραίνομεν, ότι περίπου εξ μήνες παρήλθον, αφ’ ότου εφόνευσε τον Ιωάννην ο Ηρώδης, έως ου ήκουσε τα περί του Χριστού. Ίδετε δε και την υπερηφανίαν του Ηρώδου άπασαι αι πόλεις της Γαλιλαίας και της Ιουδαίας, και οι άνθρωποι οι εγγύς και οι μακρόθεν, πάντες εγίνωσκον τα περί Χριστού, βλέποντες τα θαύματά του και ακούοντες την διδασκαλίαν του και ο Ηρώδης, όστις ήτο αρχηγός εις αυτούς τους τόπους, μόλις και μετά βίας μετά τοσούτον καιρόν ήκουσε το όνομά του. Τοιαύτην συνήθειαν έχουσιν οι άρχοντες οι υπερήφανοι και αδικηταί βραδύνουν να μάθουν τα καλά, τα οποία γίνονται εις την επαρχίαν των, πολύ δε περισσότερον, όταν έχουν και υπηρέτας κακούς. Εάν όμως γίνη καμμία παραμικρά σύγχυσις, παρευθύς ούτοι την φέρουν εις τας ακοάς του κυρίου των· εάν δε τύχη να ζη άνθρωπος ενάρετος ή αγαθός και άξιος τιμής, ή τον διαβάλλουσιν ως κακόν προς τον εξουσιαστήν των, ή ουδέ ενθύμησιν του δίδουν περί εκείνου· τοιούτοι ήσαν και οι αυλοκόλακες του Ηρώδου· δεν του ανέφερον επί τοσούτον καιρόν τα περί του Χριστού, και δια τούτο ουδέ αυτός ηδυνήθη τότε συντόμως να ακούση το όνομα του Χριστού. Αύτη είναι η λύσις της πρώτης απορίας. Δια την δευτέραν απορίαν λέγομεν, ότι αδιαφόρως γράφει τούτο ο Ευαγγελιστής, και δεν λεπτολογεί περί τας λέξεις, διότι ήξευρεν ο Ευαγγελιστής, ότι βασιλεύς λέγεται εκείνος, ο οποίος δεν έχει συνάρχοντα εις την βασιλείαν του· ο δε Ηρώδης ελέγετο τετράρχης, διότι είχε το τέταρτον μέρος της βασιλείας του πατρός του. Ότι δε αληθώς τετράρχης ήτο ο Ηρώδης και ουχί βασιλεύς, ο Ευαγγελιστής Ματθαίος εις το ιδ΄ κεφάλαιον και ο Λουκάς εις το θ΄ βεβαιώνουσι τούτο. Αρκούσι τοσαύτα και δια την δευτέραν απορίαν. Ερχόμεθα ήδη εις την λύσιν της τρίτης απορίας, ήτις είναι: πόσοι βασιλείς είναι Ηρώδαι ονομαζόμενοι, οι οποίοι αναφέρονται εις την θείαν Γραφήν; Και λέγομεν, ότι τρεις είναι· πρώτος ο υιός του αλλοφύλου Αντιπάτρου, όστις ήτο εις τον καιρόν της Γεννήσεως του Χριστού, και εφόνευσε τας δεκατέσσαρας χιλιάδας βρέφη, εξ ου ωνομάζετο βρεφοκτόνος. Δεύτερος, ο υιός τούτου, ο οποίος ελέγετο Αντύπας, περί ου αναφέρει και σήμερον ο Ευαγγελιστής Μάρκος, ότι εφόνευσε τον Πρόδρομον. Τρίτος ο υιός του Αριστοβούλου, όστις ωνομάζετο Αγρίππας, ο οποίος παρέλαβε την ηγεμονίαν της Γαλιλαίας τότε νεωστί, εις τον καιρόν του πάθους του Χριστού, και μετά ταύτα εφόνευσε και τον Ιάκωβον, τον υιόν του Ζεβεδαίου. Ότι δε τρεις είναι Ηρώδαι και ότι άλλος Ηρώδης ήτο εκείνος, όστις εφόνευσε τα βρέφη, και άλλος εκείνος όστις ήτο εις τον καιρόν του πάθους του Χριστού, το γράφει ο Ευσέβιος Παμφίλου εν τω β΄ λόγω της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, και ο Φλάβιος Ιώσηπος εν τω ιη΄ λόγω της Ιουδαϊκής Αρχαιολογίας. Ταύτα περί της τρίτης απορίας. Προς δε την τετάρτην απορίαν, ότι διατί ο Ηρώδης ενόμιζεν ότι ανέστη εκ των νεκρών ο Πρόδρομος, λέγομεν, ότι ο Ηρώδης, ακούων τα θαύματα άτινα εποίει ο Χριστός, εσκέπτετο, ότι τα τοιαύτα θαύματα άλλος δεν θα ηδύνατο να κάμη, ειμή μόνον ο Πρόδρομος Ιωάννης, ως άγιος και δίκαιος και ασκητής, όστις επειδή αδίκως εφονεύθη ανέστη εκ νεκρών και απέκτησε την ενέργειαν των θαυμάτων. Ίδετε την αγνωσίαν του Ηρώδου· όταν τον είχε ζώντα, δεν τον ήθελε και τώρα νεκρόν τον φοβείται και ζητεί να τον ίδη, ως γράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς εις το θ΄ κεφάλαιον· «Και εζήτει ιδείν αυτόν». Δια τούτο λέγει και τις σοφός των Ελλήνων, ότι οι άνθρωποι οι κακοί εις την γνώμην, όταν έχωσι τα αγαθά εις τας χείρας των δεν τα γνωρίζουσιν, όταν όμως τους τα αφαιρέση τις, τότε τα ενθυμούνται. Έχομεν εν συντόμω και την λύσιν της τετάρτης απορίας. Δια δε την πέμπτην, διατί τάχα ενόμιζον οι άνθρωποι, ότι ο Χριστός είναι ο Προφήτης Ηλίας ή ως εις των Προφητών, λέγομεν, ότι ως Ηλίαν μεν ενόμιζον τον Χριστόν, διότι έβλεπον, ότι όσα εποίησεν ο Ηλίας εις τους τότε καιρούς, τα κάμνει και ο Χριστός. Ενήστευσεν εκείνος τεσσαράκοντα ημέρας, ενήστευσε και ο Χριστός τοσαύτας ημέρας· ανέστησεν εκείνος νεκρόν, τον υιόν της χήρας, ανέστησε και ο Χριστός εις την Ναϊν την πόλιν τον υιόν της χήρας, και μετά ταύτα την θυγατέρα του αρχισυναγώγου· επέρασεν εκείνος αβρόχοις ποσί τον Ιορδάνην ποταμόν, περιεπάτησε και ο Χριστός επάνω της θαλάσσης· προσηύξατο εκείνος και κατέβη βροχή εκ του ουρανού, επετίμησε και ο Χριστός τους ανέμους και την θάλασσαν, και επαύσαντο της ταραχής· ηυλόγησεν εκείνος της Σαραφθίας το καδδίον και δεν έλειψε το άλευρον, ηυλόγησε και ο Χριστός τους πέντε άρτους και εχορτάσθησαν πέντε χιλιάδες λαός· ‘ηλεγχεν εκείνος τους ιερείς των ειδώλων και τον βασιλέα Αχαάβ, ήλεγχε και ο Χριστός τους Φαρισαίους και Γραμματείς λέγων· «ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη». Ακούσατε δε και άλλην αιτίαν δια την οποίαν έλεγον οι άνθρωποι, ότι ο Χριστός είναι αυτός ο Ηλίας· είναι δε αύτη ότι ο Προφήτης Μαλαχίας λέγει εις το δ΄ κεφάλαιον ως εκ προσώπου του Θεού· «ιδού εγώ αποστελώ υμίν Ηλίαν τον Θεσβίτην». Επειδή δε ο Προφήτης Μαλαχίας, υστερώτερος ων του Προφήτου Ηλία, είπε, ότι μέλλει να έλθη πάλιν ο Προφήτης Ηλίας, δια τούτο οι άνθρωποι ανέμενον τον Ηλίαν. Δια ταύτας τας δύο αιτίας ενόμιζον οι άνθρωποι δια τον Χριστόν, ότι είναι ο Προφήτης Ηλίας. Προφήτην δε τον ενόμιζον, ή ως ένα των Προφητών, διότι ως οι Προφήται οι περισσότεροι δεν ήξευραν γράμματα, μόνον εκ Πνεύματος Αγίου ελάλουν, ομοίως και ο Χριστός, μη γνωρίζων γράμματα, εδίδασκε τους Εβραίους εν παραβολαίς· δια τούτο και άλλοτε θαυμάζοντες έλεγον· «Πως ούτος οίδε γράμματα μη μεμαθηκώς;» Αλλ’ επειδή ελύσαμεν τας πέντε απορίας, ας έλθωμεν και εις την άλλην ρήσιν του Ευαγγελιστού Μάρκου. «αὐτὸς γὰρ ὁ Ἡρῴδης ἀποστείλας ἐκράτησε τὸν Ἰωάννην καὶ ἔδησεν αὐτὸν ἐν φυλακῇ διὰ Ἡρῳδιάδα τὴν γυναῖκα Φιλίππου τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, ὅτι αὐτὴν ἐγάμησεν. ἔλεγεν γὰρ ὁ Ἰωάννης τῷ Ἡρῴδῃ ὅτι οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου. ἡ δὲ Ἡρῳδιὰς ἐνεῖχεν αὐτῷ καὶ ἤθελεν αὐτὸν ἀποκτεῖναι, καὶ οὐκ ἠδύνατο· ὁ γὰρ Ἡρῴδης ἐφοβεῖτο τὸν Ἰωάννην, εἰδὼς αὐτὸν ἄνδρα δίκαιον καὶ ἅγιον, καὶ συνετήρει αὐτόν, καὶ ἀκούσας αὐτοῦ πολλὰ ἐποίει καὶ ἡδέως αὐτοῦ ἤκουε». Έχομεν και ώδε εξ ζητήματα· πρώτον μεν, πως έλαβεν ο Ηρώδης την γυναίκα του αδελφού του· δεύτερον, ποίον νόμον μωσαϊκόν παρέβη ο Ηρώδης, συζευχθείς την γυναίκα του αδελφού του· τρίτον, άραγε ο Ηρώδης ούτος Εβραίος ήτο κατά την θρησκείαν ή αλλόφυλος; Διότι τινές τον λέγουσιν αλλόφυλον. Τέταρτον, τίνος ένεκεν τον ήλεγχεν ο Πρόδρομος και δεν εσιώπα· πέμπτον, πόθεν εγίγνωσκεν ο Ηρώδης τον Ιωάννην, ως λέγει ο Ευαγγελιστής, ότι ήτο άνθρωπος άγιος και δίκαιος· έκτον, αφ’ ου τον ήξευρεν άγιον και δίκαιον και μετά πάσης προθυμίας ήκουε τους λόγους του, διατί τον εφόνευσε. Και δια μεν το πρώτον ζήτημα λέγομεν ιστορίαν τινά, δανεισθέντες παρά του Φλαβίου Ιωσήπου, όστις ήτο άνθρωπος σοφός, Εβραίος την θρησκείαν, τεσσαράκοντα έτη μετά από την σταύρωσιν του Χριστού, επί της βασιλείας του Καίσαρος Ουεσπασιανού· έγραψε δε εις πολλά βιβλία Ελληνιστί τας από κτίσεως κόσμου Ιστορίας, μέχρι και της τελευταίας αλώσεως των Ιεροσολύμων· ο θείος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μάλιστα ονομάζει τον Φλάβιον φιλαλήθη και αψευδή ιστοριογράφον. Κατά το ζ΄ (7) όθεν κεφάλαιον του ιη΄ (18) λόγου της Ιουδαϊκής Αρχαιολογίας του Φλαβίου, ο Ηρώδης ούτος, ο και Αντύπας λεγόμενος, ακόμη όταν έζη ο πατήρ του, ο βρεφοκτόνος Ηρώδης, είχε λάβει εις γυναίκα την θυγατέρα του Αρέτα του βασιλέως της Πετραίας Αραβίας, διότι είναι και άλλη, Ευδαίμων Αραβία ονόματι. Εφ’ όσον λοιπόν έζη ο βρεφοκτόνος Ηρώδης, είχε και ούτος ο Αντύπας Ηρώδης την γυναίκα του και συνεβίουν εν συμπνοία· μετά τον θάνατον όμως του πατρός του, ακούσατε εις ποίον κρημνόν τον ωδήγησεν η μυσαρά αγάπη. Ο πατήρ του, όταν απέθνησκεν, είχεν αφήσει διαθήκην ότι ο μεγαλύτερος υιός του Αρχέλαος να λάβη μετά του θρόνου την Ιουδαίαν και την Σαμάρειαν, οι δε άλλοι τρεις, ήτοι ούτος ο Αντύπας, ο Φίλιππος και ο Λυσανίας να λάβωσι τας έξω επαρχίας, την Γαλιλαίαν, την Ιτουραίαν και την Αβιληνήν. Ώρισε δε τον Καίσαρα της Ρώμης Τιβέριον εκτελεστήν και κηδεμόνα της διαθήκης του. Ο Ηρώδης όμως ούτος, εναντιούμενος προς τον αδελφόν του τον Αρχέλαον περί του θρόνου, και θέλων να γίνη αυτός εξουσιαστής της Ιουδαίας, επειδή είχε τα Ιεροσόλυμα και τον ναόν των Εβραίων, ηβουλήθη να υπάγη εις την Ρώμην προς τον Τιβέριον επί τω σκοπώ τούτω. Αναχωρών λοιπόν εις Ρώμην επεσκέφθη τον αδελφόν του Φίλιππον, αλλ’ εκεί είδε και την γυναίκα αυτού την Ηρωδιάδα, η οποία ήτο θυγάτηρ μεν του Αριστοβούλου, αδελφή δε του Αγρίππα του μετονομασθέντος Ηρώδου, περί του οποίου προείπομεν, ότι ήτο εις τον καιρόν της σταυρώσεως του Χριστού. Και ως την είδε, παρευθύς εισήλθεν εις έρωτα σατανικόν, και κάμνει ορκωμοσίαν μετ’ αυτής, ότι όταν επιστρέψη εκ Ρώμης, να διώξη μεν την θυγατέρα του Αρέτα, να λάβη δε αυτήν την Ηρωδιάδα εις γυναίκα του. Αφού λοιπόν επέστρεψεν εκ Ρώμης ήρχισε να μισή την πρώτην του γυναίκα, άνευ ουδεμιάς αιτίας· αύτη δε μαθούσα παρά τινος εμπίστου ευνούχου της την υπόθεσιν ότι ώμοσε να συζευχθή την Ηρωδιάδα και να εκδιώξη αυτήν, εσκέφθη τίνι τρόπω να ελευθερωθή από τας χείρας του χωρίς να εκτεθή προφασισθείσα όθεν ασθένειαν μετέβη εις τας θέρμας. Ήσαν δε τότε θερμά ύδατα πλησίον της Ιεριχούς εις εν φρούριον, όπερ ωνομάζετο Μαχαιρούς και έκειτο σύνορον εις το μέσον της Γαλιλαίας, την οποίαν ώριζεν ο Ηρώδης, και της Αραβίας, την οποίαν ώριζεν ο Αρέτας. Απ’ εκεί έστειλεν επιστολάς κρυφίως εις τον πατέρα της, να στείλη ανθρώπους να την παραλάβωσι, διότι μέλλει να την φονεύση ο σύζυγός της δια τον έρωτα της Ηρωδιάδος· παρευθύς δε ο Αρέτας αποστείλας στρατιώτας την παρέλαβε και την διέσωσε. Τότε ο μιαρός Ηρώδης, ευρών εύλογον αιτίαν, εφανέρωσε την μιαράν του βουλήν, και συνεζεύχθη την Ηρωδιάδα, κατά την συμφωνίαν των. Είχε δε η Ηρωδιάς εκ του Φιλίππου τότε μίαν θυγατέρα, ονομαζομένην Σαλώμην, ως το προείπομεν, την οποίαν, όταν ήλθεν εις τον Ηρώδην, την συμπαρέλαβε, κορασίδα ούσαν μικράν. Τοιουτοτρόπως, ευλογημένοι Χριστιανοί, έλαβεν ο Ηρώδης την γυναίκα του αδελφού του. Έχομεν όθεν την λύσιν του πρώτου ζητήματος. Προς δε το δεύτερον, ποίον νόμον μωσαϊκόν παρέβη ο Ηρώδης, λαβών την γυναίκα του αδελφού του, λέγομεν, ότι πρώτον μεν νόμον μωσαϊκόν παρέβη ο Ηρώδης τον εξής, όστις λέγει εις το ιη΄ κεφάλαιον του Λευϊτικού «Ασχημοσύνην γυναικός αδελφού σου ουκ αποκαλύψεις· ασχημοσύνη αδελφού σου εστιν». Δεύτερον δε νόμον παρέβη τον λέγοντα, εις το κ΄ (20) κεφάλαιον του αυτού Λευϊτικού «Ός εάν λάβη γυναίκα του αδελφού αυτού, ακαθαρσία εστιν· ασχημοσύνην του αδελφού αυτού απεκάλυψεν, άτεκνοι αποθανούνται». Τρίτον δε νόμον παρέβη, τον κελεύοντα εν τω κε΄ (25) κεφαλαίω του Δευτερονομίου: «Εάν δε κατοικώσιν αδελφοί επί τω αυτό και αποθάνη εις εξ αυτών, σπέρμα δε μη η αυτώ, ουκ έσται η γυνή του τεθνηκότος έξω ανδρί μη εγγίζοντι· ο αδελφός του ανδρός αυτής εισελεύσεται προς αυτήν, και λήψεται αυτήν εαυτώ γυναίκα και συνοικήσει αυτή και έσται το παιδίον, ο εάν τέκη, κατασταθήσεται εκ του ονόματος του τετελευτηκότος, και ουκ εξαλειφθήσεται το όνομα αυτού εξ Ισραήλ». Ακούετε πότε λέγει ο μωσαϊκός νόμος, ότι είχεν εξουσίαν ο αδελφός να λαμβάνη του αδελφού του την γυναίκα όταν αποθάνη άτεκνος; Ώστε όταν έζη ή απέθνησκε και άφηνε παιδίον, τότε δεν είχεν εξουσίαν να την συζευγνύηται. Ο δε Ηρώδης και εις αμφότερα παρενόμησε, διότι συνεζεύχθη την Ηρωδιάδα, ζώντος του ανδρός αυτής Φιλίππου, και διότι, και εάν απέθνησκεν ο Φίλιππος, ουδέ τότε δεν ήτο νόμιμον να την λάβη σύζυγον, επειδή είχεν παιδίον την Σαλώμην. Αρκούσι τοσαύτα και δια το δεύτερον ζήτημα. Ερχόμεθα ήδη εις την λύσιν του τρίτου ζητήματος, εάν ο Ηρώδης ούτος ήτο Εβραίος κατά την θρησκείαν ή αλλόφυλος, ως διϊσχυρίζονταί τινες ιστοριογράφοι. Νομίζω δε ότι και τούτου του ζητήματος πάντες θα ομολογήσητε την λύσιν, ότι Εβραίος ήτο διότι αν δεν ήτο Εβραίος, ποίαν παρανομίαν εποίησε δια την οποίαν τον ήλεγχεν ο Πρόδρομος, αφού δεν θα είχε τοιούτον νόμον να μη λαμβάνη την γυναίκα του αδελφού του; Ώστε δεν ήτο ανάγκη να τον ελέγχη ο Πρόδρομος, εάν δεν ήτο Εβραίος παραβάτης του μωσαϊκού νόμου· ότι δε Εβραίος ήτο ο Ηρώδης, και ο προρρηθείς χρονογράφος Ιώσηπος το αποδεικνύει δια πολλών ιστορικών τεκμηρίων εν τω ια΄ (11) λόγω της Ιουδαϊκής Αρχαιολογίας, και εν τω β΄ λόγω της Ιουδαϊκής αλώσεως. Έχομεν λοιπόν και την λύσιν του τρίτου ζητήματος. Ερχόμεθα ήδη εις το τέταρτον ζήτημα, το οποίον ήτο δια τι τον ήλεγχεν ο Πρόδρομος και δεν εσιώπα; Ιδού δε η απόκρισις. Ο Τίμιος Πρόδρομος απεστάλη εκ Θεού, και ήλθεν εκ της ερήμου εις την περίχωρον του Ιορδάνου, ίνα κηρύξη μετάνοιαν, καθώς το λέγει και ο θείος Λουκάς εν τω γ΄ (3) κεφαλαίω, ότι ήλθεν εις πάσαν την περίχωρον του Ιορδάνου, κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εις άφεσιν αμαρτιών. Όθεν επειδή ήλθε δια να κηρύξη μετάνοιαν, δια τούτο δικαίως ήλεγχε τον Ηρώδην, όπως μετανοήση και αποδιώξη την παράνομον Ηρωδιάδα. Ήτο δε δίκαιος ο έλεγχος και επιβεβλημένος υπό του Νόμου, διότι ο Μωϋσής εν τω ιθ΄ (19) κεφαλαίω του Λευϊτικού προστάσσει· «Ελεγμώ ελέγξεις τον πλησίον σου, και ου λήψη δι’ αυτόν αμαρτίαν»· και ο Προφήτης Αββακούμ εν τω β΄ (2) κεφαλαίω: «Εάν υποστείληται ο δίκαιος, ουκ ευδοκεί η ψυχή μου εν αυτώ», ήτοι λέγει ο Θεός εάν φοβηθή ο δίκαιος και δεν ελέγξη τον παράνομον, δεν θα είναι η αγάπη μου μετ’ αυτού. Ομοίως και ο Προφήτης Ιερεμίας εν τω ιε΄ (15) κεφαλαίω: «Εάν εξαγάγης τίμιον από αναξίου, ως το στόμα μου έση». Ωσαύτως και ο Προφήτης Δαβίδ εν τω ριη΄ (118) ψαλμώ· «Παρανόμους εμίμησα, τον δε νόμον σου ηγάπησα». Όθεν και ο Πρόδρομος, θέλων να γίνη ως στόμα Θεού, καλώς ποιών προσεπάθει μετά καλού τρόπου να τον επιστρέψη εκ της παρανομίας. Ότι δε ο έλεγχος του Προδρόμου δεν ήτο προς έχθραν, αλλά προς ειρήνην, είναι ευνόητον, διότι δεν του έλεγεν, ασεβέστατε, μιαρέ και παράνομε, διατί έλαβες την γυναίκα του αδελφού σου; Αλλά, δεν είναι νόμιμον να έχης την γυναίκα του αδελφού σου. Τούτον τον έλεγχον προβλέπων ο Προφήτης Μαλαχίας είπεν εν τω γ΄ (3) κεφαλαίω· «Και έσομαι Μάρτυς ταχύς επί τας φαρμακούς και επί τας μοιχαλίδας». Παραπλησίως δε και ο Προφήτης Δαβίδ λέγει· «Και ελάλουν εν τοις μαρτυρίοις σου εναντίον βασιλέων, και ουκ ησχυνόμην». Ταύτα και δια το τέταρτον ζήτημα. Ως προς το πέμπτον ζήτημα περί του πόθεν εγνώριζεν ο Ηρώδης τον Ιωάννην, ότι ήτο άνθρωπος δίκαιος και άγιος, αποκρινόμεθα ότι πρώτον πρέπει να μάθωμεν, ποίος λέγεται δίκαιος και ποίος λέγεται άγιος, και τότε θα εννοήσωμεν εκ τίνων και ποίων σημείων εγνώριζεν ο Ηρώδης τον Πρόδρομον άγιον και δίκαιον. Δίκαιος μεν λέγεται εκείνος ο άνθρωπος, όστις ούτε την πλεονεξίαν αγαπά ούτε την μειονεξίαν. Και πλεονεξία μεν είναι, όταν επί παραδείγματι εις διανομήν κοινού πράγματος προσπαθής να λάβης εσύ περισσότερον από τους συντρόφους σου ή από άλλην συναλλαγήν, μειονεξία δε είναι όταν εις τους άλλους δίδης το περισσότερον, και εσύ λαμβάνης το ολιγώτερον. Ταύτα είναι έξω της δικαιοσύνης. Ομοίως εάν είσαι δικαστής, και βοηθής τους φίλους σου, έστω και αν δεν έχουν δίκαιον, και τότε έξω της δικαιοσύνης πράττεις· επειδή εκείνους τους αδικούντας φίλους σου, εις τους οποίους έπρεπε να δώσης το ολιγώτερον, τους δίδεις το περισσότερον, εις δε τους άλλους, οίτινες έχουν το δίκαιον, αλλά δεν είναι φίλοι σου, τους δίδεις το ολιγώτερον. Ο δε δίκαιος δεν παρασύρεται από τας φιλίας ή τας έχθρας, αλλ’ εις πάντας απονέμει το δίκαιον. Άγιος δε λέγεται εκείνος, όπου έχει την ψυχήν και το σώμα καθαρόν από φόνους, από πορνείας και από πάσαν άλλην αμαρτίαν. Τας δύο ταύτας αρετάς, ήτοι την αγιωσύνην και την δικαιοσύνην μόνος ο Χριστός τας είχε κυρίως και καθολικώς· δια τούτο και ο Απόστολος Πέτρος εν τω γ΄ (3) κεφαλαίω των Πράξεων, δημηγορών προς τους Εβραίους λέγει· «Υμείς δε τον Άγιον και Δίκαιον ηρνήσασθε», ήτοι τον Χριστόν· οι δε άνθρωποι κατά χάριν έχουσι τας δύο ταύτας αρετάς. Όθεν και όσοι λέγονται δίκαιοι και άγιοι διαφέρουσι μεταξύ των, και άλλος μεν είναι ολίγον δίκαιος ή άγιος, άλλος δε περισσότερον, κατά την χρήσιν, την οποίαν κάμνει έκαστος της δικαιοσύνης ή της ψυχής και του σώματος. Όστις όθεν ευσεβής Χριστιανός φυλάττει τας εντολάς του Θεού λέγεται εις την Γραφήν δίκαιος και άγιος. Και έχομεν τας περί τούτου μαρτυρίας του Προφήτου Αββακούμ και του Αποστόλου Παύλου, διότι ο μεν Αββακούμ λέγει εν τω β΄ (2) κεφαλαίω: «Ο δε δίκαιος εκ πίστεώς μου ζήσεται»· ο δε Παύλος εν μεν τω πρώτω κεφαλαίω της προς Τιμόθεον πρώτης επιστολής λέγει: «Δικαίω νόμος ου κείται». Εν δε τω έκτω της προς Κορινθίους πρώτης επιστολής: «Τολμά τις υμών, πράγμα έχων προς τον έτερον, κρίνεσθαι επί των αδίκων και ουχί επί των αγίων»; Ομοίως δε και εν τω πρώτω της προς Εφεσίους: «Παύλος Απόστολος Ιησού Χριστού, δια θελήματος Θεού, τοις αγίοις τοις ούσιν εν Εφέσω και πιστοίς εν Χριστώ Ιησού». Και πάλιν εν τω πρώτω της προς Φιλιππησίους: «Παύλος και Τιμόθεος δούλοι Ιησού Χριστού, πάσι τοις Αγίοις τοις ούσιν εν Φιλίπποις»· και εν τω τετάρτω της αυτής: «Ασπάσασθε πάντα άγιον εν Χριστώ Ιησού, ασπάζονται ημάς πάντες οι Άγιοι». Ωσαύτως και εις το ε΄ (5) κεφάλαιον της προς Θεσσαλονικείς πρώτης επιστολής γράφει: «Ορκίζω υμάς τον Κύριον, αναγνωσθήναι την επιστολήν πάσι τοις αγίοις αδελφοίς» και σχεδόν ειπείν άπειροι είναι αι περί τούτων μαρτυρίαι της θείας Γραφής. Εφ’ όσον όθεν απεδείξαμεν δια των μαρτυριών εκ της θείας Γραφής, ποίος λέγεται δίκαιος και ποίος λέγεται άγιος, ας έλθωμεν να ίδωμεν από ποία δεδομένα ο Ηρώδης εγίγνωσκεν, ότι ο θείος Πρόδρομος ήτο δίκαιος και άγιος. Δίκαιον μεν τον εγνώριζεν, διότι εδίδασκε τους τελώνας, ως λέγει ο θείος Λουκάς, εις το γ΄ (3) κεφάλαιον, «Μηδέν πλέον παρά το διατεταγμένον υμίν πράσσετε» και διότι ενουθέτει τους στρατιώτας, «Μηδένα διασείσητε, μηδέ συκοφαντήσητε, και αρκείσθε τοις οψωνίοις υμών». Ταύτα και τα τοιαύτα της δικαιοσύνης είναι τεκμήρια. Άγιον δε τον ήξευρεν, ότι ήτο σχεδόν ειπείν όλως δι’ όλου ως άσαρκος, επειδή δεν έτρωγε παντελώς όσα έτρωγον οι άλλοι άνθρωποι, καθώς το μαρτυρεί και ο Χριστός εις το ια΄ (11) κεφάλαιον του κατά Ματθαίον αγίου Ευαγγελίου: «Ήλθεν ο Ιωάννης, μήτε εσθίων, μήτε πίνων», αλλ’ έτρωγεν ακρίδας και μέλι άγριον, ο δε τοιούτος εγκρατής το σώμα φανερόν είναι ότι ήτο και τη ψυχή και το πνεύματι καθαρός και άγιος. Έχομεν και την λύσιν του πέμπτου ζητήματος. Δια δε το έκτον ζήτημα, διατί, αφ’ ου τον εγνώριζε δίκαιον και άγιον, και μετά καλής καρδίας ήκουσε τους λόγους του, διατί, λέγω, τον εφόνευσε; Τούτο μόνος ο Ευαγγελιστής Μάρκος θα το λύση, λέγων την αιτίαν δι’ ην παρεκινήθη ο Ηρώδης και τον απεκεφάλισεν. Όθεν ας ακούσωμεν τους λόγους του: «Καὶ γενομένης ἡμέρας εὐκαίρου, ὅτε Ἡρώδης τοῖς γενεσίοις αὐτοῦ δεῖπνον ἐποίει τοῖς μεγιστᾶσιν αὐτοῦ καὶ τοῖς χιλιάρχοις καὶ τοῖς πρώτοις τῆς Γαλιλαίας, καὶ εἰσελθούσης τῆς θυγατρὸς αὐτῆς τῆς Ἡρῳδιάδος καὶ ὀρχησαμένης καὶ ἀρεσάσης τῷ Ἡρῴδη καὶ τοῖς συνανακειμένοις, εἶπεν ὁ βασιλεὺς τῷ κορασίῳ· αἴτησόν με ὃ ἐὰν θέλῃς, καὶ δώσω σοι. καὶ ὤμοσεν αὐτῇ ὅτι ὅ ἐάν με αἰτήσῃς δώσω σοι, ἕως ἡμίσους τῆς βασιλείας μου». Ως γνωστόν, συνήθειαν είχον οι παλαιοί βασιλείς οι μεν να εορτάζωσι την ημέραν, καθ’ ην εγεννήθησαν, οι δε την ημέραν, καθ’ ην εκάθησαν εις τον βασιλικόν θρόνον ως ευτυχισμένας ημέρας. Τούτο δε ήτο πλάνη και αφορμή προς ματαίαν δαπάνην. Κατ’ αυτήν λοιπόν την ημέραν και ο Ηρώδης πανηγυρίζων τα γενέθλιά του εφίλευε τους άρχοντας και τους χιλιάρχους και τους πρώτους της Γαλιλαίας, ότι αυτής μόνης ετετράρχει τότε. Ω συμποσίου μισητού, παρανομίας και φόνου πεπληρωμένου! Ω θέατρον σατανικόν! Ω χόρευμα παράνομον, και δωρεά τούτου παρανομωτέρα! Ω τράπεζα πλήρης αιμάτων! Είθε να μη εγεννάσο, Ηρώδη, δια τον φόνον όπου έκαμες, διότι τον λύχνον του φωτός έσβεσας, τον δίκαιον ηδίκησας, τον Άγιον εθανάτωσας! Τα θηρία τον ηυλαβούντο εις την έρημον, και συ δεν τον ηυλαβήθης να μην τον φονεύσης, αλλά τον εφόνευσας δια μιας ασέμνου κόρης την όρχησιν! Ο κόσμος όλος δεν ήτο αντάξιος της τιμίας κεφαλής του, και συ την εχάρισες δι’ εν χόρευμα! Δεν ακούεις τον Σολομώντα, λέγοντα εις το ε΄ (5) κεφάλαιον των Παροιμιών: «Μη πρόσεχε φαύλη γυναικί· μέλι γαρ αποστάζει από χειλέων γυναικός πόρνης, η προς καιρόν λιπαίνει σον φάρυγγα, ύστερον μέντοι πικρότερον χολής ευρήσεις και ηκονημένον μάλλον μαχαίρας διστόμου»· και πάλιν εις το ιη΄ (18) «Ο κατέχων μοιχαλίδα, άφρων και ασεβής». Δια μιας γυναικός μοιχαλίδος θέλημα, ειπέ μοι, εφόνευσας τον Ιωάννην, τον οποίον εγνώριζες δίκαιον και Άγιον; Ω πόσα κακά ποιεί η μέθη, ευλογημένοι Χριστιανοί! Τον βίον δαπανά, τον νουν σκοτίζει, το σώμα παραλύει, την τιμήν ελαττώνει, τέλος και εις την αιώνιον κόλασιν οδηγεί τον άνθρωπον ως και ο θείος Απόστολος Παύλος εν τω στ΄ (6) κεφαλαίω της προς Κορινθίους πρώτης επιστολής λέγει. Δια τούτο λέγει επίσης και ο σοφός Σολομών εις το κ΄ (20) κεφάλαιον των Παροιμιών: «Ακόλαστον οίνος και υβριστικόν μέθη»· και πάλιν εις το κγ΄ (23): «Πας μέθυσος και πορνοκόπος πτωχεύσει· εάν γαρ εις τας φιάλας και τα ποτήρια δως τους οφθαλμούς σου, ύστερον περιπατήσεις γυμνότερος υπέρου»· και ο Απόστολος Παύλος εν τω πέμπτω κεφαλαίω της προς Εφεσίους Επιστολής: «Μη μεθύσκεσθε οίνω, εν ω εστιν ασωτία». Δια τούτο ας φύγωμεν, αδελφοί, την πολυποσίαν και μέθην, ως αιτίαν της κολάσεως. Ίδετε τον Ηρώδην· εν όσω ήτο νήστις, εφοβείτο και εντρέπετο τον Τίμιον Πρόδρομον, ότε δε εμέθυσεν, ετελείωσε και τον φόνον. Ω! πόσην κουφότητα φρενών είχεν ο ταλαίπωρος! Δια μίαν όρχησιν υπεσχέθη το ήμισυ της βασιλείας του· και όχι μόνον απλώς υπεσχέθη, αλλά και μεθ’ όρκου επεβεβαίωσεν ότι, ει τι ζητήση, θα της το δώση. Αλλ’ εάν εζήτει την κεφαλήν του, θα έμενεν εις τον όρκον του; Βλέπετε εις τι τον κατήντησεν η μέθη και ο έρως της μιαράς γυναικός; Δια τούτο λέγει και ο σοφός Σολομών εις το ιβ΄ (12) κεφάλαιον των Παροιμιών· «Ώσπερ εν ξύλω σκώληξ, ούτω άνδρα απόλλυσι γυνή κακοποιός» ήτοι, ως ο σκώληξ τρώγει το ξύλον, ομοίως και η κακότροπος γυνή ημέραν και νύκτα τρώγει τον άνδρα της. Τοιαύτη ήτο η Ηρωδιάς εκείνη, διότι καθ’ εκάστην ώραν τοιαύτα προς τον Ηρώδην έλεγεν, άπερ και η Σοφία του Σολομώντος προλέγει εις το β΄ (2) κεφάλαιον. «Ενεδρεύσωμεν τον δίκαιον, ότι δύσχρηστος ημίν εστι και εναντιούται τοις έργοις ημών και ονειδίζει ημίν αμαρτήματα νόμου και επιφημίζει ημίν αμαρτήματα παιδείας ημών. Επαγγέλλεται γνώσιν έχειν Θεού και παίδα Κυρίου εαυτόν ονομάζει. Εγένετο ημίν εις έλεγχον εννοιών ημών. Βαρύς εστιν ημίν και βλεπόμενος, ότι ανόμοιος τοις άλλοις ο βίος αυτού, και εξηλλαγμέναι αι τρίβοι αυτού. Εις κίβδηλον ελογίσθημεν αυτώ, και απέχεται των οδών ημών ως από ακαθαρσιών… θανάτω ασχήμονι καταδικάσωμεν αυτόν». Ταύτα και τοιαύτα λέγουσα καθ’ εκάστην ημέραν και ώραν η Ηρωδιάς κατέπεισε τον φρενόληπτον Ηρώδην, και εγένετο προφητοκτόνος. Αλλ’ ας επανέλθωμεν όμως εις τον θείον Ευαγγελιστήν Μάρκον, όστις συνεχίζει. «ἡ δὲ ἐξελθοῦσα εἶπε τῇ μητρὶ αὐτῆς· τί αἰτήσομαι; ἡ δὲ εἶπε· τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ. καὶ εἰσελθοῦσα εὐθέως μετὰ σπουδῆς πρὸς τὸν βασιλέα ᾐτήσατο λέγουσα· θέλω ἵνα μοι δῷς ἐξαυτῆς ἐπὶ πίνακι τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ». Ω μιαράς μητρός μιαρώτατον γέννημα! Ω συμβουλής παρανόμου παρανομώτερον ζήτημα! Προτιμότερον είχε τον φόνον του Προφήτου, παρά το ήμισυ της βασιλείας. Εδίψα η μιαρά λέαινα να πίη το αίμα του δικαίου· δια τούτο και τότε όπου εύρε καιρόν επιτήδειον, ως κακή έχιδνα, έρριψε το πικρόν δηλητήριον με την απαλήν γλώσσαν της θυγατρός της εις τα ώτα του μεθύσου Ηρώδου. Και διατί λέγει ο Ευαγγελιστής, ότι εισήλθεν ευθέως μετά σπουδής προς τον βασιλέα; Δια να δείξη, ότι η μήτηρ αυτής, μάλλον δε ο διάβολος την ηνάγκαζε να τελειώση τον φόνον· επειδή εκείνο το οποίον εμελέτα η μιαρά τοσούτον καιρόν, εύρε κατάλληλον ώραν να το κάμη, δια τούτο ηνάγκασε και την θυγατέρα. Τι είπε το ασελγές κοράσιον προς τον Ηρώδην; Θέλω ίνα μοι δως εξ αυτής, τουτέστι παρευθύς, ταύτην την ώραν. Εφοβείτο η μιαρά να μη παρέλθη ώρα, και ξεμεθύση ο Ηρώδης, και μετανοήσας δεν τον φονεύση, δια τούτο λέγει· θέλω πάραυτα, ταύτην την ώραν, ταύτην την στιγμήν να μου δώσης επί πίνακι την κεφαλήν του Βαπτιστού Ιωάννου. Και διατί δεν είπεν, ότι θέλω να φέρης ώδε τον Ιωάννην, να τον αποκεφαλίσης; Διότι και κατά φαντασίαν έφριττε την παρουσίαν του, εφοβείτο τον έλεγχόν του, να μη ακούση πάλιν το «ουκ έξεστί σοι έχειν την γυναίκα του αδελφού σου». Και ώσπερ τα μικρά ζωϋφια, όπου πέτονται, όταν προσεγγίσωσιν εις μεγάλην πυράν, παρευθύς αφανίζονται, ούτω και εκείνη, παράνομος ούσα και μοιχαλίς, απέφευγε την φοβεράν όψιν του Προφήτου. και πάλιν, δεν είπεν απλώς, θέλω να στείλης να τον φονεύσης εις την φυλακήν, αλλά να μου δώσης την κεφαλήν του εντός πινακίου, διότι υπωπτεύετο ότι δεν θα τον φονεύση, καθό δίκαιον και άγιον και υπό πάντων υποληπτόμενον· δια τούτο ζητεί και την κεφαλήν του να την ίδη οφθαλμοφανώς κεκομμένην, να εκδικηθή τον έλεγχον της μητρός της. Ω της ανοχής σου, βασιλεύ! Και πως δεν εσχίσθη η γη να την καταπίη, πως δεν εκόλλησεν η γλώσσά της εις τον λάρυγγά της, όταν ήνοιξε το μιαρόν της στόμα να ζητήση το τοιούτον παράνομον ζήτημα; Αλλ’ όμως η άρρητος βουλή του Θεού έπρεπε να πληρωθή δια δύο αιτίας· πρώτην μεν, ίνα πορευθείς ο Ιωάννης εν τω Άδη κηρύξη τοις απ’ αιώνος νεκροίς την έλευσιν του Χριστού, καθώς εκήρυξε και επί της γης λέγων: «Έρχεται ο ισχυρότερός μου», δεύτερον δε, ίνα, όταν αδίκως πειράζωνται οι Άγιοι, έχωσι παρηγορίαν και παραμυθίαν ακούοντες όσα έπαθεν ο Τίμιος Πρόδρομος.
«καὶ περίλυπος γενόμενος ὁ βασιλεύς, διὰ τοὺς ὅρκους καὶ τοὺς συνανακειμένους οὐκ ἠθέλησεν αὐτὴν ἀθετῆσαι. καὶ εὐθέως ἀποστείλας ὁ βασιλεὺς σπεκουλάτωρα ἐπέταξεν ἐνεχθῆναι τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ. ὁ δὲ ἀπελθὼν ἀπεκεφάλισεν αὐτὸν ἐν τῇ φυλακῇ, καὶ ἤνεγκε τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἐπὶ πίνακι καὶ ἔδωκεν αὐτὴν τῷ κορασίῳ, καὶ τὸ κοράσιον ἔδωκεν αὐτὴν τῇ μητρὶ αὐτῆς. καὶ ἀκούσαντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἦλθον καὶ ἦραν τὸ πτῶμα αὐτοῦ, καὶ ἔθηκαν αὐτὸ ἐν μνημείῳ».
Ιδέτε, ευλαβείς Χριστιανοί, την αγνωσίαν του Ηρώδου· τους φίλους εντρέπετο να μη φανή ψεύστης, και τον Θεόν τον Ποιητήν του ουρανού και της γης δεν εφοβείτο, αλλ’ υπεκρίνετο ότι λυπείται επί τούτω και αγανακτεί· εάν όμως ούτως είχε το πράγμα, δεν θα τον εφυλάκιζεν εις την αρχήν. Καλύτερον μεν ήτο να μη ώμνυεν, αφ’ ου δε πλέον ώμοσεν, έπρεπε να παραβή τον τοιούτον άλογον όρκον του, διότι και ο Προφήτης Δαβίδ ούτω λέγει· «Ώμοσα, και έστησα του φυλάξασθαι τα κρίματα της δικαιοσύνης σου, ουχί του ποιήσαι παρανομίαν». Ότι δε φαινομενικώς ελυπήθη ο Ηρώδης και ουχί τη αληθεία, δύναται πας τις να το αντιληφθή· διότι εάν αληθώς ελυπείτο να φονεύση τον Πρόδρομον, έπρεπε να είπη προς τους συγκαθημένους. Ω φίλοι, εγώ έως το ήμισυ της βασιλείας μου υπεσχέθην να δώσω και το δίδω· εγώ βίον υπεσχέθην, ώμοσα, ει τι μου ζητήση να της το δώσω, και δεν παραβαίνω τον λόγον μου. Ας ζητήση ό,τι είναι εις την εξουσίαν μου, ανθρώπου δε φόνον, και ουχ απλώς ανθρώπου, αλλά δικαίου και αγίου και Προφήτου και Βαπτιστού, του οποίου ο κόσμος όλος δεν είναι αντάξιος, δεν εξουσιάζω εγώ να τον χαρίσω. Δεν είπε τοιαύτα ο Ηρώδης, διότι είχε και αυτός διάθεσιν να τον φονεύση, τον εμίσει και αυτός, ως και η Ηρωδιάς, αν και εφαίνετο κατά πρόσωπον, ότι τον αγαπά· αυτό το μίσος προβλέπων ο Προφήτης Αμώς έλεγεν εις το ε΄ (5) κεφάλαιον της προφητείας του. «Εμίσησαν εν πύλαις ελέγχοντα, και λόγον όσιον εβδελύξαντο». Ας εξετάσωμεν ήδη να μάθωμεν, τι εννοεί ο ιερός ούτος Ευαγγελιστής λέγων. «Και ακούσαντες οι Μαθηταί αυτού ήλθον και ήραν το πτώμα αυτού, και έθηκαν αυτό εν μνημείω». Πρώτον μεν, τίνες ήσαν οι Μαθηταί αυτού· δεύτερον τι θα είπη πτώμα· τρίτον τι εγένετο η Τιμία Κεφαλή του Προδρόμου και πως ευρίσκεται το λείψανον αυτού. Και ως προς το πρώτον λέγομεν, ότι οι μαθηταί του Προδρόμου ήσαν μεν και άλλοι πολλοί ανώνυμοι, ονομαστί δε ήσαν ο Απόστολος Ανδρέας και ο Θεολόγος Ιωάννης, καθώς αναφέρει ρητώς ο ίδιος ούτος Θεολόγος και Ευαγγελιστής Ιωάννης εν α΄ (1) κεφαλαίω του κατ’ αυτόν Αγίου Ευαγγελίου, οίτινες ηκολούθησαν κατόπιν τον Χριστόν. Προς δε το δεύτερον λέγομεν, ότι πρέπει να γνωρίζητε ότι οι αρχαίοι σοφοί των Ελλήνων με τέσσαρα ονόματα προσονομάζουν το σώμα του ανθρώπου, ήτοι δέμας, σκήνος, σώμα και πτώμα. Δέμας μεν το λέγουσιν, ότι είναι οιονεί δέμα και δεσμός της ψυχής· διότι η ψυχή ούτως εις το σώμα, ως εις μεγάλα δεσμά, είναι πεφυλακισμένη· δια τούτο παρακαλεί ο Προφήτης Δαβίδ, να ελευθερωθή από την φυλακήν του σώματος λέγων: «Εξάγαγε εκ φυλακής την ψυχήν μου, του εξομολογήσασθαι τω ονόματί σου». Επειδή, εάν δεν ελευθερωθή η ψυχή από το σκότος της φυλακής του σώματος, δεν δύναται να ίδη το φως του Θεού, ουδέ να ομιλήση καθαρώς και αμέσως μετά του Θεού. Σκήνος δε ονομάζουν το σώμα, διότι είναι ως σκηνή της ψυχής· και καθώς ο άνθρωπος, διαμείνας επ’ αρκετόν κάτωθι σκηνής, εξέρχεται και υπάγει εις άλλον τόπον, και τίποτε απ’ εκεί δεν λαμβάνει, ομοίως και η ψυχή κατοικεί μεν εις το σώμα όσον είναι το θέλημα του Θεού, μετά δε ταύτα, όταν εξέρχεται να υπάγη προς τον Θεόν, δεν λαμβάνει μηδέν από το σώμα. Σώμα δε το λέγουν, διότι είναι ως σήμα, ήτοι τάφος της ψυχής, επειδή είναι τεθαμμένη και κλειδωμένη εις αυτό, καθώς προείπον. Πτώμα δε το ονομάζουν, διότι, ως εξέλθη η ψυχή απ’ αυτό, παρευθύς πλέον δεν δύναται να σταθή όρθιον, αλλά πίπτει κάτω. Προς αυτήν την έννοιαν φέρει και ο λόγος του Χριστού, λέγοντος εις το κδ΄ (24) κεφάλαιον του κατά Ματθαίον Αγίου Ευαγγελίου· «Όπου εάν η το πρώμα, εκεί συναχθήσονται οι αετοί», ήτοι, ως καθώς εις το νεκρόν σώμα συντόμως συνάζονται οι αετοί, ομοίως και όπου θα φανή ο Χριστός εν τη Δευτέρα παρουσία μέλλουσι να συναχθώσι πάντες οι Άγιοι πετόμενοι, ως αετοί εν νεφέλαις, εις απάντησιν αυτού. Αετοί μεν οι Άγιοι λέγονται δια το καθαρόν του οφθαλμού της ψυχής των, τουτέστι του νου. Πτώμα δε ονομάζεται ο Χριστός, διότι χωρισθείσης της αγίας αυτού ψυχής έπεσε το σώμα εις τον τάφον. Προς δε το τρίτον λέγομεν, ότι η παράνομος Ηρωδιάς τότε μεν κατέχωσε την Τιμίαν ταύτην Κεφαλήν εντός του κήπου του Ηρώδου, εις κεκρυμμένον τόπον· μεταγενεστέρως όμως, κατ’ αποκάλυψιν του Τιμίου Προδρόμου, την εύρον δύο Μοναχοί, οι οποίοι μετέβησαν δια να προσκυνήσωσιν εις τα Ιεροσόλυμα· και κατά διαδοχήν ευρίσκοντο μέρη εκ ταύτης και έως του νυν εις διαφόρους τόπους. Το δε τίμιον αυτού σώμα ετάφη μεν υπό των μαθητών αυτού εν τη Σεβαστή Καισαρεία κειμένη εν τη Παλαιστίνη, την οποίαν περιετείχισεν ο βρεφοκτόνος Ηρώδης και επωνόμασεν ούτω εις το όνομα του Σεβαστού Καίσαρος της Ρώμης Τιβερίου, καθώς διηγείται ο φιλαλήθης και φιλίστωρ Φλάβιος Ιώσηπος εν τω ιε΄ Λόγω της Ιουδαϊκής Αρχαιολογίας του, εν ω πρώην ωνομάζετο Στράτωνος Πύργος, ύστερον όμως ο ασεβέστατος βασιλεύς Ιουλιανός ο Παραβάτης το έκαυσεν εν τη πόλει Αντιοχεία, καθώς το αναγράφει ο Μεταφραστής Συμεών εις το Μαρτύριον του Αγίου μεγαλομάρτυρος Αρτεμίου. Τοιουτοτρόπως εγένετο η αποτομή της Τιμίας Κεφαλής του Προδρόμου, ευλογημένοι Χριστιανοί· και ο μεν Ηρώδης και η ασεβεστάτη γυνή αυτού Ηρωδιάς συν τη θυγατρί αυτής Σαλώμη εκληρονόμησαν την αιώνιον κόλασιν, ο δε δίκαιος Πρόδρομος, καθώς το λέγει και η Σοφία του Σολομώντος εις το ε΄ (5) κεφάλαιον «Στήσεται ο δίκαιος εν παρρησία πολλή κατά πρόσωπον των θλιψάντων αυτόν», του Ηρώδου δηλονότι και της Ηρωδιάδος επί της δευτέρας παρουσίας του Χριστού. Τότε θα τον ίδωσι και θα ταραχθώσιν από τον φόβον των, και θα θαυμάσωσι δια την τιμήν την οποίαν έλαβεν εκ Θεού. Ημείς δε, αδελφοί, ας φύγωμεν την μίμησιν του Ηρώδου, της Ηρωδιάδος και της θυγατρός αυτής. Μη γενώμεθα οι άνδρες ως ο Ηρώδης· μη γίνωνται αι γυναίκες ως η Ηρωδιάς και η θυγάτηρ αυτής. Μη μεθύωμεν εις τας εορτάς και πανηγύρεις των Αγίων· μη χορεύωσιν αύται, κατά την συνήθειαν των Εβραίων, διότι και εάν τον Πρόδρομον δεν φονεύωμεν πάλιν, αλλά φονεύομεν εαυτούς ποιούντες εαυτούς υποδίκους της αιωνίου κολάσεως. Ακούσατε όσοι έχετε γυναίκας· ακούσατε όσοι έχετε θυγατέρας· ακούσατε όσοι είσθε εκδεδομένοι εις την επιθυμίαν των γυναικών· ακούσατε όσοι ομνύετε δια παραμικράν αιτίαν ή και άνευ αιτίας· διότι και ο ταλαίπωρος Ηρώδης δεν εφαντάζετο ότι θα του ζητήση η θυγατέρα της Ηρωδιάδος τοιούτον ζήτημα· δια τούτο ώμνυεν, αλλ’ όμως έγινε φονεύς, και ουχί απλώς φονεύς, αλλά και προφητοκτόνος. Τοιούτοι είναι και την σήμερον πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι κακώς ομνύουσι και εκπληρούσι τον όρκον των· τοιαύται είναι και γυναίκες πολλαί, αι οποίαι εκεί όπου πρέπει να ίστανται μετά ευλαβείας πολλής εις την Εκκλησίαν, ομιλούσι και κατακρίνουσιν η μία την άλλην· ενώ πρέπει να κάθηνται ευτάκτως και σωφρόνως εις τους γάμους, εγείρονται και ορχούνται· εκεί όπου πρέπει να ακροάζωνται μεθ’ ησυχίας την ψαλμωδίαν και την ανάγνωσιν του Βίου του εορταζομένου Αγίου, συνάζονται και χορεύουσι, και το θαυμαστόν είναι ότι το έχουσι και δια έπαινον, ποία θα στολισθή και ποία θα χορεύση καλλίτερα. Βαβαί της απωλείας! Ημείς φονεύομεν καθ’ εκάστην ημέραν την ψυχήν μας, και δεν το εννοούμεν, και τον Ηρώδην θαυμάζομεν, ότι εφόνευσε τον Πρόδρομον! Πόσοι είναι και σήμερον, όπου δια μιάς γυναικός απόλαυσιν προαιρούνται τον θάνατον; Πόσαι γυναίκες είναι όπου καθυποδουλώνονται εις έρωτα σατανικόν, και φονεύουσι τους άνδρας αυτών; Και όμως ουδέν θηρίον ποιεί αυτό, να φονεύση τον σύζυγόν του· μόνον η έχιδνα! Ταύτα δε πάντα συμβαίνουσι, διότι δεν έχουν σωφροσύνην και παίδευσιν τα παιδία από μικρά, αλλά συνηθίζουσιν από τους πατέρας την μέθην και από τας μητέρας τους χορούς, γινόμενα της απωλείας όταν μεγαλώσωσι. Δια τούτο πρέπει να παιδεύωνται εκ νεαράς ηλικίας εις διδασκάλους σώφρονας και φρονίμους· μάλλον δε οι πατέρες να γίνωνται διδάσκαλοι των παίδων, να μη μεθύωσι, να μη προδίδωσι, να μη συκοφαντώσι, να μη πορνεύωσι, να μη κάμνωσιν όσα είναι της κολάσεως αίτια. Ομοίως και αι μητέρες να γίνωνται παιδαγωγοί των θυγατέρων των, να μη βλέπωσιν εκ των παραθύρων έξω εις τας οδούς, να μη ομιλώσιν αργολογίας, όσαι μολύνουσι την ψυχήν των παρθένων, να μη χορεύωσι, να μη καταλαλώσι, και σχεδόν ειπείν να μη κάμνωσιν όσα είναι σατανικά έργα. Διότι, όταν ανατραφώσι τα παιδία με τοιαύτας καλάς παιδαγωγίας, δυσκόλως μετατρέπονται εις το κακόν, όταν φθάσωσιν εις την νόμιμον ηλικίαν. Η ψυχή των παίδων είναι ως το καθαρόν και λευκόν πανίον, το οποίον εις ό,τι χρώμα βαφή εξ αρχής, εκείνο μένει έως τέλους· καν θελήση τις να το μεταβάψη εις έτερον χρώμα, πάντοτε φαίνεται η πρώτη βαφή. Ομοίως και τα μικρά παιδία, όταν συνηθίσωσιν εις την αρετήν, δυσκόλως μετατρέπονται εις την κακίαν· δια τούτο λέγει ο Απόστολος Παύλος εις το ιε΄ (15) κεφάλαιον της προς Κορινθίους πρώτης Επιστολής, λαβών την παροιμίαν εκ του ποιητού Μενάνδρου· «Φθείρουσιν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί». Και μη θαυμάζωμεν, πως γίνονται τινες κλέπται ή πόρνοι ή αρνηταί της πίστεως των Χριστιανών, διότι δεν διδάσκονται μικρόθεν τα παιδία υπό των πατέρων των εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου, αλλά συνηθίζουν από μικρά εις την αμαρτίαν, και όταν εύρωσιν ολίγην αιτίαν, παρευθύς εκτρέπονται της ευθείας οδού και περιπίπτουσιν εις την απώλειαν. Δια τούτο παραγγέλλει ο Απόστολος Παύλος εις το έκτον κεφάλαιον της προς Εφεσίους Επιστολής· «Τα τέκνα υπακούετε τοις γονεύσιν υμών εν Κυρίω· τούτο γαρ εστι δίκαιον· τίμα τον πατέρα και την μητέρα σου, ήτις εστίν εντολή πρώτη εν επαγγελία, ίνα ευ σοι γένηται, και έση μακροχρόνιος επί της γης· και οι πατέρες μη παροργίζετε τα τέκνα υμών, αλλ’ εκτρέφετε αυτά εν παοδεία και νουθεσία Κυρίου». Και πάλιν εις το δωδέκατον κεφάλαιον της προς Εβραίους Επιστολής. «Τις γαρ εστιν υιός, ον ου παιδεύει πατήρ;» Και ο σοφός Σολομών εις το ι΄ (10) κεφάλαιον των Παροιμιών ούτω λέγει· «Υιός πεπαιδευμένος, σοφός έσται». Και πάλιν εις το ιζ΄ (17) «Ουκ ευφραίνεται πατήρ επί υιώ απαιδεύτω, υιός δε φρόνιμος ευφραίνει μητέρα αυτού». Και πάλιν εις το ιγ΄ (13) «Ος φείδεται της βακτηρίας μισεί τον υιόν αυτού, ο δε αγαπών επιμελώς παιδεύει». Ταύτα λέγων περί των αρρένων παιδίων, πολλώ μάλλον σας παραγγέλλω περισσότερον να παιδεύητε τα θήλεα, επειδή είναι ασθενέστερον γένος και εύκολον εις την αμαρτίαν. Ο σοφός Σεράχ εις το έβδομον κεφάλαιον παραγγέλλει· «Τέκνα σοι εστι; Παίδευσον αυτά, και κάμψον εκ νεότητος τον τράχηλον αυτών. Θυγατέρες σοι εισι; Πρόσεχε τω σώματι αυτών, και μη ιλαρώσης προς αυτάς το πρόσωπόν σου». Ακούετε όσαι είσθε μητέρες θυγατέρων, και μη γίνεσθε κακά παραδείγματα των κορασίων, διότι, όταν σεις ομιλήτε λόγους, οίτινες μολύνουσι τας ψυχάς απαλών ανθρώπων, όταν δεν αγαπάτε την εργασίαν του οίκου, όταν αντιλέγητε εις τους άνδρας, όταν προκύπτητε συχνάκις εκ των παραθυρίδων, όταν ατακτήτε και χορεύητε, πόθεν θα μάθωσιν αι μικραί κόραι την παίδευσιν, αίτινες δεν εξέρχονται έξω του οίκου; Δια τούτο, όπως ονομάζεται θυγάτηρ του δεινός και της δείνος, ομοίως πρέπει πάλιν και εκ του πατρός και εκ της μητρός να έχη την παίδευσιν. Διότι, εάν μεν η θυγάτηρ αυτών γίνη φρόνιμος, είναι τιμή και αγαλλίασις αμφοτέρων, εάν δε αποβή το εναντίον, αμφοτέρων πάλιν είναι δια παντός κατηγορία και ατιμία και όνειδος και εξουθένημα. Ταύτα δε, άπερ λέγω, ευλογημένοι Χριστιανοί, είναι αναγκαία και χρήσιμα εις πάντα Χριστιανόν όχι μόνον εις τους πατέρας, είτε αρσενικού είτε θηλικού παιδίου, αλλά και προς τους ατέκνους, διότι είναι τινές όπου εκτρέφουσι παιδία ορφανά, υπέρ της ψυχικής αυτών σωτηρίας, εις τα οποία θέλουν να έχουν και περισσοτέραν επιμέλειαν. Δια τούτο μη καταφρονήσητε τους λόγους μου, μάλλον δε σπουδάσατε να γίνητε εκπληρωταί τούτων, ίνα ούτω θεαρέστως πολιτευόμενοι τύχητε της Βασιλείας των ουρανών. Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω ανάρχω αυτού Πατρί, και τω παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων, Αμήν.


silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Λ΄ (30η) του μηνός Αυγούστου, μνήμη των Αγίων Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, ΙΩΑΝΝΟΥ κα

Δημοσίευση από silver »

Αλέξανδρος ο μακάριος πατήρ ημών, επειδή εξήσκει πάσαν αρετήν, εχρημάτισε πρωτοπρεσβύτερος του Αγίου Μητροφάνους Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, κατά τους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου εν έτει τκε΄ (325), αντικατέστησε δε εις την εν Νικαία συγκροτηθείσαν αγίαν και Οικουμενικήν πρώτην Σύνοδον τον Άγιον Μητροφάνην, μη δυνηθέντα ένεκεν ασθενείας και γήρατος να παρευρεθή εις αυτήν. Εν ταύτη λοιπόν τη Συνόδω ο θείος Αλέξανδρος πολύ ηγωνίσθη υπέρ της Ορθοδόξου πίστεως, ελέγχων ο τρισμακάριος την του Αρείου κακοδοξίαν. Αφού δε η Σύνοδος ετελείωσε, παρεκάλεσεν ο βασιλεύς Κωνσταντίνος όλους τους θεοφόρους εκείνους Πατέρας να έλθωσιν εις Κωνσταντινούπολιν, όπως ευλογήσωσιν αυτήν, τότε ούσαν νεόκτιστον. Τότε Άγγελος Κυρίου φανείς εις τον Άγιον Μητροφάνην είπεν εις αυτόν· «Επειδή συ πρεπόντως ευηρέστησας τω Θεώ, δια τούτο μετά δέκα ημέρας παραιτείς την πρόσκαιρον ταύτην ζωήν και πορεύεσαι εις τα ύψη να λάβης παρά Θεού τον στέφανον· τον δε θρόνον της Εκκλησίας θα λάβη αντί σου και θα τον στολίση Αλέξανδρος ο συλλειτουργός σου». Όθεν οι Άγιοι Πατέρες, τούτο μαθόντες, ηυφράνθησαν μετά του μακαρίου Μητροφάνους, τον οποίον αποθανόντα ενεταφίασαν, εχειροτόνησαν δε Πατριάρχην τον αοίδιμον τούτον Αλέξανδρον. Αφού δε απέθανεν ο βασιλεύς Κωνσταντίνος, έμεινε διάδοχος της βασιλείας Κωνστάντιος ο υιός του, ο οποίος υπερησπίζετο την αίρεσιν του δυσσεβούς Αρείου, και εβίαζε τον Άγιον Αλέξανδρον τούτον να δεχθή τον Άρειον και να συγκοινωνήση μετ’ αυτού· ο δε Άγιος, μη καταπεισθείς, αλλά παρακαλέσας τον Θεόν, έμεινεν εύθυμος και αμέριμνος. Τότε ο Άρειος ηθέλησε να έμβη εις την του Χριστού Εκκλησίαν τυραννικώς και βιαίως με βασιλικήν εξουσίαν, αλλ’ εύρεν αυτόν η θεία δίκη, διότι εν ώρα φυσικής ανάγκης εχύθησαν τα εντόσθιά του και ούτως εξέψυχεν. Ο δε Άγιος Αλέξανδρος, ποιμάνας την του Χριστού Εκκλησίαν θεαρέστως επί εικοσιτρία έτη, απήλθε προς Κύριον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΛΑ΄ (31η) Αυγούστου, η ανάμνησις της εν τη αγία Σορώ καταθέσεως της ΤΙΜΙΑΣ ΖΩΝΗΣ

Δημοσίευση από silver »

της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών ΘΕΟΤΟΚΟΥ, εν τω σεβασμίω αυτής Οίκω τω όντι εν τοις Χαλκοπρατείοις, ανακομισθείσης από της Επισκοπής Ζήλας επί Ιουστινιανού του βασιλέως, εν έτει φλ΄ (530), και η ανάμνησις θαύματος γεγονότος δια της επιθέσεως της Τιμίας Ζώνης επάνω εις την βασίλισσαν Ζωήν, την σύζυγον του εν βασιλεύσιν αοιδίμου Λέοντος του σοφωτάτου βασιλέως, εν έτει ωπστ΄ (886).

Καθ’ όλον το έτος είμεθα υπόχρεοι να ευχαριστώμεν και να δοξάζωμεν πρώτον μεν την υπερτάτην και Παναγίαν Τριάδα, Πατέρα, Υιόν και Πνεύμα Πανάγιον, τον ένα και μόνον Θεόν, όστις μας έπλασε και ανέπλασε δια την πολλήν αυτού ευσπλαγχνίαν και αγαθότητα· δεύτερον δε την Υπερένδοξον και Αειπάρθενον Θεοτόκον, δι’ ης απηλαύσαμεν και απολαμβάνομεν τόσα αγαθά, τα οποία υπερβαίνουσι κατά τον αριθμόν τα άστρα του ουρανού και την ψάμμον της θαλάσσης. Εάν όλους τους άλλους Αγίους εορτάζωμεν χαρμονικώς και εγκωμιάζωμεν, διότι εφάνησαν προς τον Δεσπότην ευγνώμονες, φυλάττοντες τα άγια και σωτήρια προστάγματά του, πόσω μάλλον πρέπει να εορτάζωμεν την Υπέραγνον του Θεού Μητέρα, ήτις δια την πολλήν αγιότητα, ταπεινοφροσύνην και καθαρότητά της, τον έκαμε και έκλινεν ουρανούς, και εσαρκώθη απ’ αυτής, ίνα σώση τον άνθρωπον ο φιλάνθρωπος; Δια τούτο και οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας πρεπόντως εθέσπισαν να την εορτάζωμεν όχι μόνον εις τας μεγάλας της εορτάς, την Γέννησιν, τα Εισόδια, την Υπαπαντήν, τον Ευαγγελισμόν και την Κοίμησιν, αλλά και εις άλλας ημέρας καθ’ ας ετέλεσε διάφορα θαυμάσια και μάλιστα δια των αγίων της ιματίων, τα οποία έκαμαν πολλάκις σημεία και τέρατα. Και τι θαυμαστόν; Εάν οι δούλοι της, ενδυναμούμενοι υπ’ αυτής, ετέλεσαν τοιαύτα τερατουργήματα, αφού του Πέτρου η άλυσις και άλλων Αγίων δεσμά και σουδάρια εθαυματούργησαν, διατί και η Τιμία Ζώνη της υπερτίμου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, δι’ ης και τον Δεσπότην ίσως θα έζωσε, να μη κάμη θαύματα; Μη αμφιβάλλετε λοιπόν εις όσα εγράφησαν και θα γράφωνται ως προς τούτο, αλλά πιστεύετε ότι όσα θέλει και βούλεται δύναται να πραγματοποιή, ως Θεόν κυήσασα παντοδύναμον. Ας έχωμεν λοιπόν την Τιμίαν Ζώνην της Θεοτόκου εις ανείκαστον πίστιν και ευλάβειαν, προσευχόμενοι προς Αυτήν πολλάκις. Μάλιστα πρέπει να αγαλλιώμεθα και να χαίρωμεν, όταν ευχώμεθα προς τον Δεσπότην Χριστόν, και εις αυτήν την Υπέραγνον Μητέρα Του, καθώς τινες ευφραίνονται και καυχώνται έχοντες φίλον τον πρόσκαιρον βασιλέα και την βασίλισσαν, και κολακεύονται και δοξάζονται συνομιλούντες προς τοιαύτα πρόσωπα ένδοξα, ελπίζοντες να απολάβωσι παρ’ αυτών πλούσια δώρα και πρωτοκαθεδρίας. Εάν εις τους επιγείους άρχοντας έχετε τοσαύτην πίστιν, ω άνθρωποι, αν και σας ελέγχει ο Προφητάναξ Δαβίδ λέγων· «Μη πεποίθατε επ’ άρχοντας, επί υιούς ανθρώπων, οις ουκ έστι σωτηρία», πόσην πρέπει να έχωμεν ασυγκρίτω λόγω προς τον αδιάδοχον Βασιλέα και επουράνιον και προς την Αειπάρθενον Μητέρα του; Ας έχωμεν λοιπόν εις ευλάβειαν, εορτάζοντες και τας μικράς πανηγύρεις, και μάλιστα την σημερινήν, όπου είναι η τελευταία ημέρα του έτους, κατά την παλαιάν χρονολογίαν, καθώς και αύριον όπου είναι η πρώτη, ας την εορτάζωμεν μετ’ άλλων πολλών Αγίων, καθώς εν τω Συναξαρίω του μηνός Σεπτεμβρίου φαίνεται. Όθεν ας γράψωμεν εν συντομία τα θαυμάσια, άπερ ηκολούθησαν εις ταύτην την Τιμίαν Ζώνην της Θεοτόκου εις πίστωσιν των πολλών, άτινα ετέλεσεν η παντοδύναμος Κυρία και Παντάνασσα. Ο βασιλεύς Αρκάδιος, ο του Μεγάλου Θεοδοσίου υιός, ο βασιλεύσας εν έτει τριακοσιοστώ ενενηκοστώ πέμπτω (395), έκαμε παντοίους τρόπους δια του χρυσίου και της δυνάμεώς του της βασιλικής και έστειλε και έφερεν από τα Ιεροσόλυμα εις την Κωνσταντινούπολιν την Τιμίαν Ζώνην της Υπεραγίας Θεοτόκου, η οποία εφυλάττετο εκεί ομού μετά της Τιμίας Εσθήτος της Θεοτόκου υπό μιάς παρθένου Ιουδαίας και την εναπέθεσεν εις λαμπράν θήκην, την οποίαν ωνόμασεν αγίαν Σορόν. Μετά δε παρέλευσιν ετών τετρακοσίων δέκα, Λέων ο Σοφός βασιλεύς ήνοιξε την αγίαν ταύτην Σορόν, χάριν της συζύγου του βασιλίσσης Ζωής, η οποία ηνωχλείτο από πνεύμα ακάθαρτον. Διότι είδεν αυτή κατ’ όναρ, ότι αν τεθή επάνω εις αυτήν η Τιμία Ζώνη της Θεοτόκου θα ελευθερωθή από του δαιμονίου. Ανοιχθείσης λοιπόν της αγίας θήκης και Σορού, ευρέθη η Τιμία Ζώνη της Θεοτόκου ακτινοβολούσα λαμπρότατα ως θεοϋφαντος, έχουσα δε και χρυσήν σφραγίδα και υπόμνημα σύντομον, το οποίον ανέφερε λεπτομερώς το έτος, την ινδικτιώνα και την ημέραν καθ’ ην ανεκομίσθη εις την βασιλεύουσαν η Αγία Ζώνη, και προσέτι ότι εναπετέθη εν τη θήκη και εσφραγίσθη δια χειρών του βασιλέως Αρκαδίου. Αφού λοιπόν προσκυνήσας ησπάσθη την αγίαν Ζώνην ο βασιλεύς, την ήπλωσεν ο τότε Πατριάρχης επί της πασχούσης βασιλίσσης, και ω του θαύματος! Πάραυτα ηλευθερώθη αύτη από του δαιμονίου. Όθεν άπαντες δοξάσαντες τον Θεόν και Σωτήρα Χριστόν και ευχαριστήσαντες την πανάχραντον Μητέρα Του, απέθεντο πάλιν την Τιμίαν Ζώνην εντός της αγίας Σορού, όπου υπήρχε και πρότερον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Α΄ (1η) του μηνός Σεπτεμβρίου αρχή της Ινδίκτου, ήτοι του νέου έτους.

Δημοσίευση από silver »



Η Αγία του Θεού Εκκλησία εορτάζει σήμερον την Ινδικτιώνα, δια τρεις αιτίας· πρώτον, επειδή αυτή είναι αρχή του χρόνου· δια τούτο δε και παρά των παλαιών Ρωμαίων πολλά ετιμάτο εξ αρχαίων χρόνων. Ινδικτιών δε κατά την ρωμαϊκήν, ήτοι την λατινικήν γλώσσαν, θέλει να είπη ορισμός. Και δεύτερον εορτάζει ταύτην η Εκκλησία, επειδή κατά την σημερινήν ημέραν μετέβη ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός μέσα εις την Συναγωγήν των Ιουδαίων, και εδόθη εις αυτόν το βιβλίον του Προφήτου Ησαϊου, καθώς γράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς (Λουκά δ: 16), το οποίον ανοίξας ο Κύριος ημών, ω του θαύματος! ευθύς εύρε τον τόπον εκείνον, ήτοι την αρχήν του εξηκοστού πρώτου κεφαλαίου του Ησαϊου, εις το οποίον είναι γεγραμμένα δια τον Ίδιον τα λόγια ταύτα· «Πνεύμα Κυρίου επ’ εμέ, ου είνεκεν έχρισέ με, ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέ με, ιάσασθαι τους συντετριμμένους την καρδίαν, κηρύξαι αιχμαλώτοις άφεσιν και τυφλοίς ανάβλεψιν, αποστείλαι τεθραυσμένους εν αφέσει, κηρύξαι ενιαυτόν Κυρίου δεκτόν» (Λουκ. δ: 18-19). Αφ’ ου δε ανέγνωσεν ο Κύριος τα περί αυτού λόγια ταύτα, έκλεισε το βιβλίον και το έδωκεν εις τον υπηρέτην· έπειτα καθίσας, είπεν εις τον λαόν· «Σήμερον πεπλήρωται η Γραφή αύτη εν τοις ωσίν υμών» (αυτ. 21). Όθεν ο λαός, ταύτα ακούων, εθαύμαζε δια τους κεχαριτωμένους λόγους, οίτινες εξήρχοντο από του στόματός του, ως γράφει ο αυτός Ευαγγελιστής Λουκάς (αυτ. 22). Είναι δε και Τρίτη αιτία, δια την οποίαν η Εκκλησία του Χριστού κάμνει σήμερον ενθύμησιν της Ινδίκτου, και εορτάζει την αρχήν του νέου έτους· ήτοι, ίνα δια μέσου της υμνωδίας και ικεσίας, τας οποίας προσφέρομεν εις τον Θεόν εν τη εορτή ταύτη, γίνη ο Θεός ίλεως εις ημάς, και ευλογήση το νέον έτος, και χαρίση τούτο εις ημάς ευτυχές και πλήρες από όλα τα σωματικά αγαθά, και ίνα φωτίση τας διανοίας μας, εις το να περάσωμεν όλον τον χρόνον καθαρώς και με αγαθήν συνείδησιν, και εις το να ευαρεστήσωμεν τον Θεόν με την φύλαξιν των εντολών του και ούτω να τύχωμεν των εν ουρανοίς αιωνίων αγαθών.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη B΄ (2α) του αυτού μηνός Σεπτεμβρίου, μνήμη του εν Αγίοις πατρός ημών ΙΩΑΝΝΟΥ Αρχιεπισκόπου Κωνσταν

Δημοσίευση από silver »

Ιωάννης ο εν Αγίοις πατήρ ημών, ο Νηστευτής, επατριάρχευσε κατά τους χρόνους Τιβερίου και Μαυρικίου των βασιλέων (582 – 595), εγεννήθη δε εν Κωνσταντινουπόλει· όταν ήλθεν εις ηλικίαν, έγινε χαράκτης κατά την τέχνην· ήτο δε ευσεβής ομού και φιλόπτωχος, φιλόξενος και φοβούμενος τον Θεόν. Ούτος μίαν φοράν εδέχθη ένα Μοναχόν, καταγόμενον από την Παλαιστίνην, ονόματι Ευσέβιον, ο οποίος περιπατών κθ’ οδόν ομού με τον Άγιον Ιωάννην, και ευρισκόμενος εις τα δεξιά του Αγίου, ήκουσεν αοράτως μίαν φωνήν, ήτις του έλεγε· «Δεν είναι συγκεχωρημένον εις σε, Αββά, να περιπατής εις τα δεξιά του μεγάλου Ιωάννου»· προεμήνυε δε ο Θεός με την φωνήν ταύτην το μέγα αξίωμα της Αρχιερωσύνης, το οποίον έμελλε να λάβη ο Ιωάννης. Μετά ταύτα γίνεται γνώριμος και φίλος ούτος ο Νηστευτής Ιωάννης με τον συνώνυμόν του Άγιον Ιωάννην τον Γ΄, τον από Σχολαστικών καλούμενον, όστις και Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως εχρημάτισεν· ούτος συνηρίθμησεν αυτόν εις την τάξιν των Αναγνωστών, είτα εχειροτόνησεν αυτόν Διάκονον και μετά ταύτα Πρεσβύτερον. Εν ω δε ήτο ακόμη Διάκονος ο Άγιος ούτος, μετέβη μίαν μεσημβρίαν εις τον Ναόν του Αγίου Λαυρεντίου και ευρίσκει ένα ερημίυην, τον οποίον ουδείς από τους εκεί εγνώριζε ποίος είναι· ούτος δε εδείκνυεν εις τον θείον Ιωάννην τους αναβαθμούς και τας βαθμίδας που ευρίσκονται όπισθεν της Αγίας Τραπέζης και αναβαίνουν επάνω εις το ιερόν σύνθρονον, εις το οποίον κάθηται ο Αρχιερεύς· και ταύτα δεικνύοντος αυτού, ιδού εφάνησαν μυριάδες Αγίων και ηκούετο εξ αυτών μία φωνή μεμιγμένη και μία μελωδία γλυκυτάτη και παναρμόνιος· όλοι δε οι φαινόμενοι Άγιοι ήσαν ενδεδυμένοι στολάς λευκάς και πάνυ λαμπράς. Αύτη δε η οπτασία ήτο σημείον αληθινόν της λαμπρότητος, την οποίαν έμελλε να λάβη ο Άγιος ούτος Ιωάννης. Επειδή δε ο Άγιος ήτο τότε διαμοιραστής των χρημάτων της εν Κωνσταντινουπόλει Εκκλησίας, επιστρέφων ποτέ από τον έξωθεν πεδινόν τόπον της Κωνσταντινουπόλεως, του έμεινε μόνον εν πουγγίον χρήματα, από το οποίον εμοίραζε πλουσίως ελεημοσύνην· και επειδή συνέτρεχον ακόμη πτωχοί περισσότεροι, δια τούτο και αυτός έδιδεν ακόμη περισσοτέραν την ελεημοσύνην· το δε πουγγίον δεν εκενούτο, αλλά και περισσότερον ακόμη εγέμιζεν· όταν δε ο Άγιος έφθασεν εις την αγοράν την επονομαζομένην Βουν, σκορπίζων εις όλους την ελεημοσύνην, τότε ευρέθη εκεί εις φθονερός άνθρωπος, ο οποίος εφώναζε και είπε· «Κύριε ελέησον! Έως πότε δεν εκκενώνεται εις ημάς το πουγγίον τούτο»; Και παρευθύς (ω και τι δεν κάμνει ο φθόνος!) το μεν πουγγίον ευρέθη κενόν, ο δε Άγιος βλέπων με λεοντικόν και άγριον βλέμμα τον άνθρωπον εκείνον, ο Θεός, είπε, να σοι συγχωρήση, αδελφέ, διότι, αν συ δεν έλεγες τον φθονερόν αυτόν λόγον, εις πολλήν ώραν το πουγγίον διαμοιραζόμενον θα έμενεν ακένωτον. Επειδή δε ο Άγιος ούτος επιέσθη να χειροτονηθή Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ύστερα αφ’ ου εκοιμήθη ο Ευτύχιος και δεν επείθετο εις τούτο, τούτου ένεκα είδε μίαν οπτασίαν φοβεράν, ήτις ήτο τοιαύτη· εφάνη εις αυτόν μία θάλασσα τόσον μεγάλη, ώστε έφθανεν από την γην έως εις τον ουρανόν· ομοίως εφάνη και μία φοβερά κάμινος ανημμένη· εφάνη δε προς τούτοις και πλήθος Αγγέλων, οι οποίοι έλεγον εις τον θείον Ιωάννην· «Δεν είναι δυνατόν να γίνη το πράγμα κατ΄ άλλον τρόπον, μόνον σιώπα, ει δε και αντιλέγεις, ήξευρε ότι θα δοκιμάσης και τας δύο τιμωρίας ταύτας, και της θαλάσσης και της καμίνου». Εφαίνοντο δε ότι έλεγον ταύτα με μίαν μεγάλην απειλήν· όθεν, αφ’ ου ταύτα είδεν ο Άγιος, άκων παρέδωκε τον εαυτόν του εις το θέλημα του Θεού και εχειροτονήθη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως εν έτει φπβ΄ (582), και τούτο πότε; Αφ’ ου δια μέσου της άκρας ασκήσεως διεπέρασεν εις την ταλειότητα πάσης αρετής. Μίαν φοράν διερχόμενος ο Άγιος από τον τόπον τον ονομαζόμενον Έβδομον, είδεν ότι ηγέρθη μεγάλη τρικυμία εις την θάλασσαν· όθεν δια προσευχής του μετέβαλεν αυτήν εις γαλήνην, ποιήσας τον τύπον του Σταυρού· ο δε Γαζεύς Ιωάννης ο Σχολαστικός, διότι είχεν εις τους οφθαλμούς του επίχυσιν αίματος και δεν έβλεπε, δια τούτο προσέτρεξεν εις τον Άγιον τούτον Ιωάννην και εκοινώνησεν από αυτόν τα θεία Μυστήρια· όταν δε εκοινώνει αυτόν ο Άγιος, είπε· «Τούτο το Σώμα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του ιατρεύσαντος τον εκ γενετής τυφλόν, μέλλει να ιατρεύση και την ιδικήν σου τύφλωσιν». Και ω του θαύματος! ομού με τον λόγον ιατρεύθη παρευθύς ο πριν τυφλός Ιωάννης. Έναν καιρόν ενέσκηψε μεγάλον θανατικόν εις την Κωνσταντινούπολιν· όθεν έδωκεν ο Άγιος εις ένα υπηρέτην του δύο καλάθια, το μεν εν κενόν, το δε άλλο πλήρες από πέτρας μικράς, και είπεν εις αυτόν· «Πήγαινε στάσου εις τον δρόμον τον ονομαζόμενον Βουν, και μέτρα τους νεκρούς, τους οποίους περνούν από εκεί· και όσοι είναι οι νεκροί, τόσας πέτρας ρίπτε μέσα εις το κενόν καλάθιον». Τούτο λοιπόν ποιήσας ο υπηρέτης όλην την ημέραν, εμέτρησε την εσπέραν τας πέτρας και εύρεν, ότι κατ’ εκείνην την ημέραν εξήχθησαν νεκροί τριακόσιοι εικοσιτρείς· ομοίως τούτο ποιήσας και την επομένην ημέραν εύρεν, ότι εξήχθησαν νεκροί ολιγώτεροι· και ακολούθως τούτο ποιήσας έως εις επτά ημέρας, εύρεν ότι έπαυσε παντελώς το θανατικόν με την εκτενή προσευχήν του Αγίου Ιωάννου. Τόσην δε επιμέλειαν εδείκνυεν εις την εγκράτειαν ο Άγιος ούτος, ώστε εις εξ μήνας δεν έπιεν ύδωρ, το δε φαγητόν και ποτόν του ήτο εν μαρούλι και ολίγον πεπόνι ή σταφύλια ή σύκα ολίγα, από τα οποία πότε έτρωγε το εν και πότε το άλλο· έτρωγε δε ταύτα καθ’ όλους τους δεκατρείς και ήμισυν χρόνους της πατριαρχείας του. Ο δε ύπνος του Αγίου τούτου με τοιούτον τρόπον εγένετο· καθήμενος εις ένα τόπον, έκλινε τα στήθη του εις τα γόνατά του και απεκοιμάτο· πλην δια να μη κοιμάται περισσότερον αφ’ όσον ήθελεν, ήναπτε κηρίον, εις δε το κηρίον ενεπήγνυε μίαν μεγάλην βελόνην· υποκάτω δε εις το κηρίον και εις την βελόνην έθετε μίαν λεκάνην· όταν λοιπόν καιόμενον το κηρίον και διαλυόμενον έφθανεν εις το μέρος εις το οποίον ήτο η βελόνη, τότε αύτη ερρίπτετο μέσα εις την λεκάνην, από δε τον κτύπον της βελόνης εξύπνα ο Άγιος και ηγείρετο ευθύς· εάν δε ποτε συνέβαινε να μη ακούση τον κτύπον της βελόνης, ηγρύπνει όλην την άλλην νύκτα· με τοιούτον τρόπον επολέμει τα πάθη ο τρισμακάριστος, δια προσευχής και νηστείας και αγρυπνίας. Ούτος ο Άγιος δια προσευχής του απεδίωκεν απράκτους και τους εκ των βαρβάρων πολεμίους και διέλυε τας βλάβας, τας επερχομένας κατά της Κωνσταντινουπόλεως, και όλην την ποίμνην αυτού εφύλαττεν από τους ορατούς και αοράτους εχθρούς. Μίαν φοράν, εν ημέρα Σαββάτου, είπον τινές εις τον Άγιον· «Αύριον, Δέσποτα, θα γίνη θέατρον και ιπποδρόμιον», ήτο δε η ερχομένη ημέρα Κυριακή της Πεντηκοστής. Ο δε Άγιος αποκριθείς είπεν· «Ιπποδρόμιον! Εις την Αγίαν Πεντηκοστήν»; Παρεκάλει όθεν τον Θεόν να δείξη σημείον δια να φοβηθούν οι άνθρωποι και να εμποδισθούν από το τοιούτον παιγνίδιον. Και ω του θαύματος! όταν ήλθε το δειλινόν του Σαββάτου, εν ω ο ουρανός ήτο ανέφελος, εγένοντο ανεμοστρόβιλοι φοβεροί και πλήθος ανέμων, τόση δε ραγδαία βροχή έπεσεν, ώστε έφυγεν ευθύς ο λαός όλος από τον τόπον του ιπποδρομίου και ενόμισεν, ότι έφθασεν η του κόσμου συντέλεια· διότι τοιαύτην μεγάλην ταραχήν των στοιχείων δεν ενεθυμούντο να ηκολούθησεν ουδέποτε εις την ζωήν των, φοβίζουσα άπαντας. Γυνή δε τις, έχουσα άνδρα δαιμονιζόμενον, προσέτρεξεν εις ένα ερημίτην δια να τον ιατρεύση· ο δε ερημίτης είπε προς αυτήν· «Ύπαγε εις τον Αγιώτατον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννην και εκείνος θα ιατρεύση τον άνδρα σου». Όθεν τούτο ποιήσασα η γυνή δεν απέτυχε του ποθουμένου· επειδή δια προσευχής του θείου Ιωάννου έλαβε την ιατρείαν ο ανήρ της, και παραλαμβάνουσα αυτόν υγιά επέστρεψεν οπίσω εις τον οίκον της χαίρουσα. Δι’ ευχών του Αγίου τούτου και πολλαί στείραι γυναίκες ετεκνοποίησαν και πολλοί ασθενείς εθεραπεύθησαν. Πατριαρχεύσας δε ούτος έτη δεκατρία και μήνας πέντε, εκοιμήθη εν έτει 595 τη Δευτέρα του Σεπτεμβρίου, εγένετο δε μετά τούτον Πατριάρχης Κυριακός ο Β΄. Όταν δε ο Άγιος εκοιμήθη εν ειρήνη και απήλθεν προς Κύριον, ετέθη εις το μέσον το λείψανόν του δια να το ασπασθούν οι Χριστιανοί· τότε ήλθε Νείλος ο ενδοξότατος έπαρχος δια να το ασπασθή και, ω του θαύματος! καθώς αυτός ησπάσθη το λείψανον, ευθύς ηγέρθη και το λείψανον και αντησπάσθη αυτόν, ως να ήτο ζων και λόγια δε τινα μυστικά είπεν εις το ους αυτού, τα οποία ο θείος Νείλος εις κανένα δεν εφανέρωσε καθ’ όλην του την ζωήν. Βλέποντες δε όλος ο λαός το τοιούτον θαυμάσιον εξεπλάγησαν και εδόξαζον τον Θεόν, τον ούτω δοξάζοντα τους Αγίους του. Είτα εκηδεύθη ευλαβώς και εντίμως και ενεταφιάσθη εις το Άγιον Βήμα της Εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”