Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Γ΄ (3η) Σεπτεμβρίου, ο Άγιος Νεομέρτυς ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ, ο εν τη Νέα Εφέσω μαρτυρήσας εν έτει 1794, αγχόν

Δημοσίευση από silver »


Πολύδωρος, ο μέγας και νεοφανής στρατιώτης του Χριστού, ήτο μεν γέννημα και θρέμμα της Λευκωσίας, της πρώτης των πόλεων της νήσου Κύπρου, πατρός Λουκά προσκυνητού και μητρός Λουρδανούς. Μικρός δε ων την ηλικίαν, εμαθητεύθη τα ιερά γράμματα εις την πατρίδα του, και αφού εμεγάλωσεν, εξελθών της ιδίας του πατρίδος, επραγματεύετο εις την Αίγυπτον, και από εκεί πηγαίνων εις διάφορα μέρη χάριν πραγματείας, έγινε γνώριμος εις πολλούς. Το έτος 1793 ευρισκόμενος εις Αίγυπτον, συνέβη να προσκληθή (είθε να μη τον είχε γνωρίσει τελείως) από ένα Κιεσίφην αρνησίχριστον Ζακύνθιον, και έγινε γραμματικός εις αυτόν· ευρισκόμενος δε ημέραν τινά εις χαράς και διασκεδάσεις, συνέβη να μεθύση, καθώς συμβαίνει εις τοιαύτας περιστάσεις· η μέθη όμως του εσκότισε τας φρένας, δι’ ο και ο θείος Παύλος παραγγέλλει λέγων· «Μη μεθύσκεσθε οίνω, εν ω εστιν ασωτία»· αλλ’ εις τούτον η μέθη προυξένησεν ακόμη και το χείριστον και ακρότατον των κακών. Ποίον τούτο; Τον κατέστησε να αρνηθή φευ! τον Χριστόν τον Θεόν και Σωτήρα του κόσμου και να δεχθή τον εναγή και ψυχώλεθρον Μωαμεθανισμόν. Κατά αλήθειαν εφάνη και εις τούτον ότι είναι αλάθητος η παλαιά εκείνη γνώμη, ήτις λέγει σοφώτατα· «Φθείρουσιν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί». Όθεν πρέπει να φεύγωμεν πάσει δυνάμει τας κακάς συναναστροφάς. Αλλά καθώς έδειξαν τα πράγματα, είχεν ο άνθρωπος διάθεσιν αγαθήν και ταύτην βλέπων ο του ελέους Θεός ένευσεν εις την καρδίαν του και παρευθύς, ως ανένηψεν από την μέθην, ήλθεν εις τον εαυτόν του, ελυπήθη σφοδρώς δια το κακόν το οποίον έπαθε και μετανοών και κλαίων πικρώς, ως άλλος Πέτρος, διήρχετο πάλιν χριστιανικώς, έως ότου μετ’ ολίγας ημέρας, ευρίσκων ευκαιρίαν, έφυγεν εκείθεν και επήγεν εις την Βηρυτόν κατ’ ευθείαν εις τον Αρχιερέα και εξωμολογήθη εις αυτόν με συντριβήν καρδίας την αμαρτίαν του. Ο Αρχιερεύς τον υπεδέχθη ευμενώς, τον ενουθέτησε πατρικώς και τον παρηγόρησεν ως όντως Αρχιερεύς και δίδων εις αυτόν κανόνα, τον έστειλεν εις εν Μοναστήριον επάνω εις το όρος του Λιβάνου δια να ησυχάση εκεί την μεγάλην Τεσσαρακοστήν και μετά το Πάσχα να υπάγη και ο Αρχιερεύς να τον μυρώση· αλλ’ επειδή και εξ αιτίας του εκινδύνευεν ο Αρχιερεύς, ανεχώρησεν εκείθεν και επήγεν εις το Άκρι (Πτολεμαϊδα), με απόφασιν να παρουσιασθή· αλλ’ ευρών εναντία τα πράγματα και μάλιστα ακούσας από τον Άγιον Πτολεμαϊδος, ότι πρέπει να κάμη την ομολογίαν της Πίστεως εκεί όπου έκαμε και την άρνησιν, εμβήκεν εις εν πλοίον, δια να υπάγη εις την Αίγυπτον· αλλά του Θεού οικονομούντος κατ’ άλλον τρόπον, το πλοίον ημποδίσθη από τρικυμίας μεγάλας και κατήντησεν εις την Γιάφαν. Βλέπων όθεν τα τόσα εμπόδια ήλλαξε γνώμην και πλεύσας με εν Σάμιον πλοίον, επήγεν εις την Χίον, δια να κάμη την ομολογίαν του εκεί, αλλά και πάλιν ημποδίσθη. Εις τας δέκα τρεις του Ιουνίου ανεχώρησεν από την Χίον, δια την Σμύρνην, διψών να υπομείνη καν εκεί τον υπέρ Χριστού θάνατον· όμως και εκεί εύρεν εμπόδια· διότι είπον εις αυτόν οι εκεί πνευματικοί, ότι οι Αγαρηνοί ήσαν θυμωμένοι και εξηγριωμένοι κατά των Χριστιανών δια την καταισχύνην την οποίαν τους προυξένησε τότε προ ολίγου το μαρτύριον του δερβίση και ότι ήτο πολύ ενδεχόμενον από την νέαν τούτου παρουσίαν να ακολουθήση μέγας κίνδυνος δια τους Χριστιανούς· εγώ δε νομίζω, ότι όλα τα εξ αρχής εμπόδια ταύτα ήσαν ενέργειαι του μισοκάλου δαίμονος, δια να τον ψυχράνη να παραιτηθή από την σωτήριον ομολογίαν του· όθεν επέστρεψε μετά λύπης μεγάλης πάλιν εις την Χίον κατά τας ένδεκα του Ιουλίου. Αλλ’ ο πάντα προς το συμφέρον οικονομών Κύριος πολλάκις μεταχειρίζεται και εκείνα τα οποία εις ημάς φαίνονται εναντία εις το καλλίτερον και συμφερώτερον· και ούτως έγινε και εις τούτον τον μακάριον. Επιστρέψας όθεν εις την Χίον, λαμβάνει συμβουλήν και παρακίνησιν από τινα Πνευματικόν πατέρα ξένον, να κάμη τώρα, εκείνο το οποίον έπρεπε να είχε κάμει πρωτύτερα και δεν το έκαμε, με το να έτρεχε βιαστικά εις το στάδιον· λαμβάνει δηλαδή συμβουλήν να προετοιμασθή καλώς και να καθοπλισθή ασφαλώς με τα πνευματικά όπλα της αληθινής και τελείας μετανοίας, διότι έμελλε να παραταχθή προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας του σκότους του αιώνος τούτου, προς τα πνευματικά της πονηρίας πνεύματα εν τοις επουρανίοις, κατά τον θείον Παύλον. Όθεν παρευθύς ήρχισε να αγωνίζηται με νηστείας, προσευχάς, γονυκλισίας, παρακλήσεις εις την Θεοτόκον και αναγνώσεις και εις άλλα ψυχωφελή βιβλία, αλλά μάλιστα εις τα μαρτύρια των Αγίων. Εις τόσην δε συντριβήν ήλθεν ο ευλογημένος, ώστε έκλαιε πικρώς και πολλάς νύκτας επέρασεν άϋπνος, αναστενάζων εκ βαθους καρδίας και επικαλούμενος την Θεοτόκον εις βοήθειαν· όθεν και εις τους ακούοντας και ορώντας πολύν οίκτον εκίνει και συμπάθειαν· ομού δε εις όλα ταύτα έγραψε και τας αμαρτίας του όλας, όσας ήμαρτεν ως άνθρωπος εις όλην του την ζωήν, δια να μη λησμονήση καμμίαν, και τας εξωμολογήθη με λεπτομερή και αληθινήν εξομολόγησιν. Τέλος, αφού επληρώθησαν τεσσαράκοντα ημέραι, μη δυνάμενος να αναβάλη πλέον τον καιρόν από την φλόγα ήτις ήναπτεν εις τα σπλάγχνα του δια το μαρτύριον, έλαβε τας ιλαστικάς ευχάς κατά την ιεράν τάξιν της Εκκλησίας, εχρίσθη δια του αγίου Μύρου, μετέλαβε τα Άχραντα Μυστήρια και ούτω στομωθείς την ψυχήν και ενδυναμωθείς με την επουράνιον τροφήν, εξήλθε της νήσου εις τας είκοσι πέντε του Αυγούστου, συνοδευθείς και από ένα θεοσεβή και ζηλωτήν αδελφόν, με τον οποίον ομού απέπλευσαν εις την Νέαν Έφεσον, δια να εκπληρώση εκεί τον πόθον του, ήτοι τον υπέρ Χριστού θάνατον. Τους δε πολέμους και τους λογισμούς τους οποίους έφερεν εις αυτόν ο εχθρός, δια να τον εμποδίση, είναι αδύνατον να τους περιγράψω, αλλ’ ο γενναίος εκείνος, με την δύναμιν του εσταυρωμένου Ιησού Χριστού, εφάνη κατά πάντα νικητής, καταπατήσας λέοντα και δράκοντα, ως αυτός πολλάκις ο ίδιος τούτον τον λόγον συνείθιζε να λέγη. Κατευοδωθείς όθεν, συν Θεώ Αγίω, εκείσε τη πρώτη Σεπτεμβρίου εις τας τέσσαρας ώρας της ημέρας, επήγεν ο μακάριος εις τον μουφτήν και του λέγει· «Εγώ, αυθέντα, ηγόρασα δύο πιστόλας· η μία από αυτάς είναι πολύ καλή και στερε΄, η δε άλλη είναι ελαττωματική και τα στολίδια που έχει έξωθεν, δια να φαίνεται ωραία, τα εδοκίμασα εις το οξύ και είναι όλα κίβδηλα. Όθεν εγώ δεν την θέλω, επειδή με εγέλασεν εκείνος που μου την έδωκεν· είναι λοιπόν νόμιμον να την δώσω οπίσω, όπως είναι»; Ο μουφτής αποκρίνεται· «Ναι, είναι νόμιμον». «Δος μοι φετφάν», του λέγει ο Μάρτυς, και αυτός του έδωκε. Λαβών δε τον φετφάν ο Άγιος, την αυτήν ώραν επήγεν εις τον κριτήν και του λέγει· «Έχω μίαν υπόθεσιν», εκείνος δε του αποκρίνεται· «Ποία είναι η υπόθεσίς σου»; Ο Μάρτυς διηγείται τότε την υπόθεσιν της προαναφερθείσης πιστόλας και του δίδει τον φετφάν. Ο κριτής τον ερωτά· «Ποίος είναι ο αντίδικός σου»; Αποκρίνεται ο Μάρτυς· «Συ είσαι ο αντίδικός μου». Ο δε κριτής, τούτο ακούσας, έμεινεν ως εκστατικός και του λέγει· «Τι σου έκαμα; Εγώ άλλην φοράν δεν σε είδον». Τότε καθαρώτερα του λέγει ο Μάρτυς· «Σήμερον είναι δέκα έτη που με εγέλασες και με έκαμες και ηρνήθην την πίστιν μου και μού έδωκες την ιδικήν σου, κάμνων με Τούρκον· εγώ έφυγα και επέρασα μέσα εις την Φραγκίαν (τούτο είπε δια να μη ενοχοποιήση τους Χριστιανούς) και εκεί μου είπον, ότι έχω να κολασθώ, διότι ηρνήθην την πίστιν μου· τώρα ήλθον και σου δίδω οπίσω την σφραγίδα που μου έδωκες· διότι θέλω να αποθάνω Χριστιανός». Του λέγει ο κριτής· «Εγώ δεν σε γνωρίζω ούτε σε είδον ποτέ, πως λέγεις, ότι εγώ σε ετούρκευσα»; Ο Μάρτυς απεκρίθη· «Ναι, δεν με είδες άλλην φοράν, αλλά εις αυτόν τον τόπον εις τον οποίον συ τώρα κάθησαι, πρότερον σού εκάθητο άλλος όμοιός σου· ό,τι όθεν ήτο εκείνος είσαι και συ και δια τούτο θεωρώ και εγώ ότι συ με έκαμες τοιούτον». Του λέγει ο κριτής· «Παιδί μου, επειδή θέλεις να είσαι άπιστος, πήγαινε όπου θέλεις και ως θέλεις ζήσε. Φράγκος, Αρμένιος, ό,τι θρησκείαν θέλεις, εκείνην κράτει». Ο Μάρτυς του λέγει· «Όχι, Χριστιανός θέλω να είμαι». Του λέγει πάλιν ο κριτής· «Πήγαινε όπου θέλεις». Και ο Μάρτυς: «Όχι, το σημείον τούτο το οποίον έβαλες επάνω μου δεν ημπορώ να το βλέπω και δια τούτο ήλθα να σου το επιστρέψω». Σημείον δε ηννόει ο Μάρτυς της σαρκός την περιτομήν, ότι από αυτό γνωρίζονται οι της θρησκείας αυτών οπαδοί. Ο κριτής τότε του λέγει: «Μήπως έχασες τον νουν σου»; Ο δε Μάρτυς απαντά: «Όχι, εγώ τον νουν μου τον έχω και ηξεύρω τι λέγω». Τότε ο κριτής ήρχισε να τον ερωτά δια την καταγωγήν του και δια τον τρόπον, τον χρόνον και τον τόπον εις τον οποίον ευρίσκετο όταν ηρνήθη την πίστιν του και ησπάσθη τον μωαμεθανισμόν. Συγχρόνως ήρχισεν άλλοτε να τον κολακεύη και άλλοτε να τον απειλή με βασανιστήρια και θάνατον, ελπίζων ο ανόητος με τον τρόπον αυτόν να πείση τον Μάρτυρα να μη επιμένη. Αλλ’ ο γενναίος του Χριστού Μάρτυρας εις όλας τας ερωτήσεις και τας νουθεσίας τού κριτού απεκρίνετο με παρρησίαν, ότι αρνείται την θρησκείαν των, ότι τα βασανιστήρια ουδόλως τον τρομάζουν και ότι δεν είναι δυνατόν να αρνηθή τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον μόνον αληθινόν Θεόν, δια τον οποίον ήτο πρόθυμος να υποστή κάθε τιμωρίαν και βάσανον και αυτόν τον θάνατον. Προστάζει λοιπόν ο κριτής να τον βάλουν εις την φυλακήν και τους πόδας του εις το ξύλον και σίδηρα εις τον λαιμόν του. Και οι του κριτού υπηρέται εν τω άμα έβαλον εις έργον την απόφασιν· εθαύμασεν όμως πολλά ο δικαστής δια την μεγαλοψυχίαν και ανδρείαν του Μάρτυρος και δια την τόλμην, με την οποίαν τού απεκρίνατο· πλην εσκανδαλίσθη προς τον μουφτήν και του εμήνυσεν· «Εις τοιαύτα πράγματα δίδεις φετφάν και γινόμεθα χαμερπείς»; Ο μουφτής είπεν, ότι «το μετενόησα και εγώ και εζήτουν να τον εύρω δια να λάβω οπίσω τον φετφάν, αλλά δεν τον επέτυχον». Εκεί εις την φυλακήν ήτο δέσμιος και εις νέος, όστις έμελλε να εξέλθη από την φυλακήν· εις τούτον παρέδωσεν ο Μάρτυς τον σταυρόν, τον οποίον είχεν εις τον τράχηλόν του, δια να μη τον καταπατήσουν περιπαίζοντες οι αλλόπιστοι και ολίγα χρήματα, τα οποία εκράτει επάνω του, λέγων εις αυτόν: «Δος ταύτα εις τους Ιερείς και ειπέ εις αυτούς να παρακαλούν τον Θεόν να με στηρίξη». Τη επαύριον, τη αυτή ώρα, τον έβγαλαν τον ευλογημένον από την φυλακήν και έστησαν αυτόν εμπρός εις όλους, μουφτήν, Εμίρ εφέντην, Βοϊβόδαν και άλλους, δια να γίνη λαμπροτέρα δηλαδή η ομολογία του Μάρτυρος. Τον ερωτούν όθεν απ’ αρχής, αν ήλθεν εις τον εαυτόν του και αν μετενόησε δι’ εκείνα τα οποία είπεν. Ο Μάρτυς απεκρίθη χαρούμενος: «Εγώ εις τον εαυτόν μου είμαι, τον νουν μου τον έχω και ζητώ και διψώ τον εσταυρωμένον Ιησούν Χριστόν μου και δεν τον αρνούμαι ποτέ· μη μοι γένοιτο, Χριστέ Βασιλεύ, νασε αρνηθώ τον πλάστην μου». Πάντες οι εξουσιασταί απεκρίθησαν εκείνο το οποίον και την πρώτην φοράν τού είπεν ο κριτής, ότι «αφού θέλεις να είσαι άπιστος, πήγαινε όπου θέλεις, δεν σε εμποδίζει κανείς». Αλλ’ ο Μάρτυς ηρνείτο λέγων, ότι ήθελε να επιστρέψη την σφραγίδα, την οποίαν του είχον δώσει, ήτοι την περιτομήν. Εκείνοι του λέγουν να έλθη εις τον νουν του και να σκεφθή καλώς, εκείνος δε απεκρίθη και πάλιν ότι έχει σώας τας φρένας, ότι τον θάνατον δεν τον φοβείται και ότι εκείνος που έχει γνώσιν πρέπει να υπερμαχή δια την ευσέβειαν και όχι δια την ασέβειαν (τούτο το είπεν εις αραβικήν γλώσσαν). Εκείνοι δε ακούοντες τούτο εθαύμασαν, και του επρότειναν να τον νυμφεύσουν και να του δώσουν χρήματα πολλά, αλλ’ εκείνος θεωρών πάντα ταύτα ως ματαιότητα ηρνήθη λέγων, ότι τον Ιησούν θέλει και δια τον Ιησούν είναι πρόθυμος να αποθάνη. Και π΄λιν προσεπάθησαν εκείνοι να τον κρατήσουν εις την πίστιν των, υποσχόμενοι πολλά δώρα ή απειλούντες αυτόν με θάνατον, αλλ’ ο Μάρτυς επέμενεν εις την απόφασίν του, διότι είχε κτοικήσει πλέον εις την ψυχήν του ο Ιησούς Χριστός, η αυτοσοφία του Θεού. Τότε διέταξαν να τον ρίψουν πάλιν εις την φυλακήν απειλούντες αυτόν ότι έχουν απόφασιν μα τον κρεμάσουν και να συλλογισθή. Ενέκλεισαν λοιπόν πάλιν τον κατά αλήθειαν μέγαν και καρτερόψυχον Αθλητήν εις την φυλακήν, έως εις άλλην εξέτασιν· το εσπέρας προσέταξεν ο κριτής να τον τιμωρήσουν· και εδώ ας στοχασθή έκαστος εν τοιούτον γένος, ως εκείνο, πως ώρμησαν εναντίον του, λβόντες παρά του εξουσιαστού άδειαν· σχεδόν όλην την νύκτα εκείνην με διαφόρους τρόπους εβασάνισαν τον ευλογημένον· άλλοι έφερναν κεράμους πεπυρακτωμένας και τας έβαλλον εις τους ώμους και εις τας μασχάλας τού Μάρτυρος, άλλοι έφεραν δίσκον πεπυρακτωμένον και τον εφόρεσαν εις την κεφαλήν ως σκούφιαν, άλλοι δε τινες πλέον ανηλεείς και άσπλαγχνοι, μη αρκεσθέντες εις αυτά, έφεραν και σύρμα σιδηρούν και το εισήγαγον εις το κρύφιον μέλος. Και εδώ κατά αλήθειαν στοχάζομαι, ότι εκείνοι μεν ως εχθροί και άσπλαγχνοι εθεράπευον με αυτάς τας βασάνους τον θυμόν των και την κακίαν των, απέβαινον όλα όμως αυτά κατά τον πόθον του, διότι είχεν ο μακάριος πολύ μίσος εις την βδελυκτήν εκείνην σφραγίδα της περιτομής και όσον εστοχάζετο ότι είχεν επάνω του τοιούτον μίασμα, τόσον ηγανάκτει και πικρότατα ανεστέναζε και με άκρον πόθον εζήτει να απορρίψη αυτό αφ’ εαυτού. Όθεν εκτός των άλλα μαρτύρια, με τα οποία ιάτρευε την άρνησίν του, έλαβε και εκείνο, ως θεραπείαν και αποβολήν της βδελυράς εκείνης περιτομής. Την άλλην ημέραν, ήτις ήτο Κυριακή, πάλιν εξάγουν τον Μάρτυρα από την φυλακήν, συναχθέντες πλήθος Αγαρηνών και πάλιν φέρουν εις το κριτήριον το πρόβατον του Χριστού· ήτο δε ώρα Τρίτη της ημέρας· και τον ερωτούν: «Ήλθες εις τον εαυτόν σου, μετενόησας»; Λέγει ο Μάρτυς: «Εγώ σας είπα, ότι εις τον εαυτόν μου είμαι, τον νουν μου τον έχω, τι με πειράζετε»; Πάλιν του λέγουν: «Άλλον καιρόν πλέον δεν έχεις δια να συλλογισθής, έφθασε το τέλος σου». Ο δε Μάρτυς με πραείαν φωνήν απεκρίθη: «Εγώ τον Ιησούν μου δεν αρνούμαι, Χριστιανός εγεννήθην, Χριστιανός θέλω να αποθάνω». Εκείνοι του λέγουν: «Αι, παιδί μου, καιρός δεν έμεινεν άλλος, θα σε κρεμάσωμεν». «Το ηξεύρω», απεκρίθη ο Μάρτυς. Λέγουν αυτοί· «Δεν λυπείσαι την νεότητά σου, την ωραιότητά σου, την ζωήν σου»; Αυτός απεκρίθη: «Αυτά όλα είναι ματαιότης, τον Ιησούν μου, τον Ιησούν μου θέλω, Χριστιανός είμαι, Χριστιανός θέλω να αποθάνω, δεν αρνούμαι την πίστιν μου, δεν αρνούμαι τον Ιησούν μου». Και αυτοί πάλιν του λέγουν: «Αι, παιδί μου, ιδού η αγχόνη, στοχάσου τι έχεις να χάσης», του έδειξαν δε και το σχοινίον. Ο Μάρτυς τους λέγει: «Αυτό ζητώ και εγώ». Εκείνοι δε έλεγον μεταξύ των, άλλος μεν ότι είναι Φράγκος και έχει τόσον πείσμα και άλλοι έλεγον: «Αυτοί οι Χριστιανοί, όταν ειπούν τον λόγον, δεν τον παίρνουν οπίσω», και έκαστος έλεγε τον λόγον του. Εις δε ζηλωτής Τούρκος έλεγεν εις τον Μάρτυρα· «Δέκα έτη που ήσο Τούρκος δεν προσεκύνησες το προσκύνημά μας»; Λέγει ο Μάρτυς: «Όχι, όχι». «Αλλά του Μπαϊραμίου το προσκύνημα δεν το έκαμες»; (προβάλλων τούτο ως μεγάλον τι πράγμα). Ο δε Μάρτυς βλέπων, ότι έκαστος με τα λόγια του ημπόδιζαν αυτόν από την προσευχήν, επειδή νοερώς προσηύχετο ο μακάριος και όλον εις τον Θεόν είχε προσηλωμένον τον νουν, βλέπων, λέγω, ότι τον ημπόδιζαν, απεκρίθη μετά σφοδρότητος εις τον ερωτήσαντα: «Τι με πειράζεις, άνθρωπε»; Εκείνος του λέγει: «Δεν βλέπεις την αγχόνην»; Και ο Μάρτυς: «Αυτό, αυτό ζητώ και εγώ, και ας υπάγωμεν», και ούτω περιεπάτησεν έως δέκα βήματα. Ω γενναιότης αθλητική! Ω ανδρεία μαρτυρική! Ω σπουδή και προθυμία ουρανίων επαίνων αξία! Τον ήρπασαν όθεν με ορμήν και αγριότητα, αφήρεσαν τα φορέματά του, έδεσαν οπίσω τας χείρας του, έβαλον τον βρόχον εις τον λαιμόν του, και τον παρέδωσαν δια να κρεμασθή· άλλοι έτρεχον εμπρός, άλλοι οπίσω και όλοι έκαμνον μεγάλην σύγχυσιν μεταξύ των επί τούτω, τάχα δια να δειλιάση ο Μάρτυς. Αυτός δε όλως το εναντίον· έμεινεν άφοβος παντελώς και ακατάπληκτος· όθεν και μυκτηρίζων αυτούς ως άφρονας, είπε προς αυτούς: «Ω ασύνετοι, εγώ ήλθον μόνος μου και αυτόκλητος, και τώρα φοβείσθε να μη φύγω»; Φορών δε ο Μάρτυς τον βρόχον εις τον λαιμόν ως κατάδικος και έχων δεδεμένας τας χείρας, ήλθεν εις τον τόπον των καταδίκων· και πάλιν άλλοι ητοίμαζαν τον τόπον, άλλοι τον ηρώτων αν μετενόησεν. Ο δε Μάρτυς τους απεκρίθη με την αυτήν αφοβίαν: «Ταλαίπωροι, η πίστις σας είναι πλάνη, είναι όλη ματαιότης, είσθε άνθρωποι όλοι σάρκες, έχετε να κολασθήτε εις την γέενναν του πυρός· εγώ δια ταύτα, τα οποία μου κάμνετε, υπάγω εις τον Παράδεισον». Εκείνοι δε ωνόμαζαν την ανδρείαν του Μάρτυρος πείσμα, αλλά κατά αλήθειαν πείσμα ήτο· πείσμα όμως όντως άγιον, πείσμα σωτήριον, πείσμα το οποίον πρέπει και είναι ανάγκη έκαστος Χριστιανός να το έχη εναντίον του Σατανά, δια να δύναται να τελειώνη το θείον θέλημα. Και λοιπόν ούτω κατησχυμμένοι του είπον τελευταίον· «Ω ανόητε, άλλος καιρός πλέον δεν σου έμεινε και θα μετανοήσης». Ο δε Μάρτυς απεκρίθη τριπλασιάζων εν ταυτώ την όντως μακαρίαν και αγίαν ταύτην φωνήν· «Χριστιανός, Χριστιανός, Χριστιανός είμαι». Τότε σηκώσαντες αυτόν από την γην, έσυραν το σχοινίον και ούτως έλαβεν ο αοίδιμος Πολύδωρος τον δι’ αγχόνης μαρτυρικόν στέφανον. Εκείνην δε την νύκτα τινές εξ αυτών αρχήθεν απάνθρωποι, χωρίς να εντραπούν καν αυτήν την ιδίαν φύσιν της ανθρωπότητος, επήραν τα ενδύματα του Μάρτυρος και άφησαν ολόγυμνον το άγιον λείψανον, και την ημέραν έδεσαν μόνον με εν παλαιόπανον τα κρύφια μέλη του· έπειτα μετά τρεις ημέρας προσέταξαν ένα Χριστιανόν να τον καταβιβάση από την αγχόνην, έβαλαν δε και δύο μαύρους και τον εσήκωσαν με την σκάλαν και ομού ολίγοι Τούρκοι και τινες Χριστιανοί τον έθαψαν επάνω από τα μνήματα των Αρμενίων και εις μεν τους Χριστιανούς έγινεν ο Μάρτυς μέγας στηριγμός εις την ευσέβειαν, εις δε τους Οθωμανούς έγινε τόσον μεγάλη καταισχύνη, οία άλλην φοράν δεν τους ηκολούθησε τοιαύτη. Όθεν τινές από αυτούς εντόπιοι θαυμάζοντες έλεγον: «Τούτο αληθώς ήτο μεγάλον πράγμα· αύτη η ανδρεία δεν εφάνη εις άλλον· ποίος ηξεύρει τας κρίσεις του Θεού». Αυτό είναι, αδελφοί, το ανδρειωμένον και γενναιότατον μαρτύριον του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Πολυδώρου. Ο δε των αυτού Αγίων και των Μαρτύρων Θεός, ο δοξάζων τους αυτόν δοξάζοντας, καθώς υπόσχεται ρητώς· «Τους δοξάζοντάς με δοξάσω» (Βασιλειών Α΄ Β:30) το μεν θέλων να δείξη πόσον ευηρέστησεν εις αυτόν δια του Μαρτυρίου ο Άγιος Πολύδωρος, και ακολούθως πόσον ευάρεστοι γίνονται εις την μεγαλειότητά του και όλοι οι άλλοι οι μαρτυρούντες δια το όνομά του, αν και τον ηρνήθησαν πρότερον, το δε δια να εμφράξη τα στόματα ανοήτων τινών, οίτινες φλυαρούν ότι δεν πρέπει να τιμώνται ως Μάρτυρες οι τον Χριστόν αρνηθέντες πρότερον, δια ταύτα, λέγω, τα αίτια ενήργησε και το εξής θαύμα μετά τον θάνατον του Αγίου, καθώς μάς το διηγήθη ο εις τούτο υπηρετήσας αξιόπιστος και ευλαβέστατος Ιερομόναχος. Κατά την προρρηθείσαν Νέαν Έφεσον, όπου εμαρτύρησεν ο Άγιος Πολύδωρος, ήτο Χριστιανός τις, το όνομά του Νικόλαος, όστις έπασχεν από δαιμόνιον φοβερόν, το οποίον ελάλει δια στόματός του και εφανέρωνε πολλάκις και αυτά τα απόκρυφα και μυστικά· όθεν βλέπων αυτόν ο ρηθείς Ιερομόναχος, όστις είχε μέρος από τα άγια λείψανα και μέρος από το σχοινίον, με το οποίον εκρέμασαν τον Μάρτυρα Πολύδωρον, συνεπόνεσε την συμφοράν τού δαιμονιζομένου, ως συμπαθής και φιλάδελφος· και βαλών το μεν σχοινίον εις την παλάμην του, τον δε δάκτυλον του Μάρτυρος εντός του κόλπου του, επήγεν εις τον πάσχοντα· και ω του θαύματος! ευθύς ως εμβήκεν εις την θύραν τού οίκου του και τον είδεν ο δαιμονιζόμενος, ηγριώθη το δαιμόνιον και με μεγάλας φωνάς έκραζε· «Τι ήλθες εδώ, να με καύσης; (καλών αυτόν εξ ονόματος) εκάηκα, εκάηκα». Ο δε Ιερομόναχος πλησιάσας εγγύτερον και εκβαλών το καλυμμαύχιόν του επετίμησε το δαιμόνιον εν ονόματι του Κυρίου, δια να ειπή διατί φωνάζει τοιουτοτρόπως· ο δε δαίμων βιαζόμενος από την αόρατον του Θεού δύναμιν ωμολόγησε και μη θέλων την αλήθειαν, λέγων ότι «Εκάηκα, επειδή μου έφερες εδώ τον δάκτυλον και το σχοινίον του Μάρτυρος Πολυδώρου»· και ούτω φωνάζων εξήλθε του πάσχοντος, και έμεινεν εις το εξής ο άνθρωπος υγιής, δια της χάριτος του Ιησού Χριστού, της ενοικούσης και μετά θάνατον εις τα τίμια λείψανα του Αγίου αυτού Μάρτυρος Πολυδώρου· ου ταις πρεσβείαις λυτρωθείημεν και ημείς από πάσης επηρείας δαιμονικής και αξιωθείημεν της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Δ΄ (4η) Σεπτεμβρίου, μνήμη του Αγίου Προφήτου και Θεόπτου ΜΩΫΣΕΩΣ.

Δημοσίευση από silver »



Μωϋσής ο Προφήτης και θεόπτης, ο υπέρτατος των φιλοσόφων και ο σοφώτατος των νομοθετών και των ιστοριογράφων απάντων ο αρχαιότατος, κατήγετο εκ φυλής Λευϊ· ο πατήρ του ωνομάζετο Αμράμ και η μήτηρ του Ιωχαβέδ, εγεννήθη δε εις την Αίγυπτον το αφοα΄ (1571) π. Χ. Εις την Αίγυπτον οι Ισραηλίται είχον εγκατασταθή από της εποχής του Ιωσήφ, όστις είχεν αναγορευθή υπό του Φαραώ αντιβασιλεύς. Ο Ιωσήφ εκάλεσεν εις την Αίγυπτον τον πατέρα του Ιακώβ και τους αδελφούς του. Έκτοτε αυτοί και οι απόγονοί των παρέμενον εις την Αίγυπτον. Μετά τον θάνατον του Ιακώβ οι Ισραηλίται επληθύνθησαν τόσον, ώστε απετέλεσαν έθνος μέγα. Ο αγαθός εκείνος Φαραώ της Αιγύπτου, όστις είχεν ανυψώσει τον Ιωσήφ εις το αξίωμα της αντιβασιλείας, απέθανεν, ανέβησαν δε εις τον θρόνον άλλοι Φαραώ, οι οποίοι ουδέν εγνώριζον περί του Ιωσήφ. Φοβούμενος λοιπόν ένας νέος Φαραώ την αύξησιν των Ισραηλιτών εσκέφθη να καταστρέψη αυτούς δα παντός τρόπου. Όθεν κατέθλιβεν αυτούς και επέβαλλε διαφόρους σκληράς και απανθρώπους εργασίας. Αλλ’ όσω περισσότερον κατεθλίβοντο οι Ισραηλίται, τόσω περισσότερον επληθύνοντο. Τότε ο Φαραώ διέταξε τας μαίας των Εβραίων να αφήνωσι μόνον τα θηλυκά παιδία των Ισραηλιτών, όσα μαιεύουσι, τα δε αρσενικά να φονεύωσιν. Αλλ’ αι μαίαι, φοβούμεναι τον Θεόν, δεν εξετέλεσαν την σκληράν ταύτην διαταγήν. Δια τούτο ο Φαραώ οργισθείς διέταξε να ρίπτωνται εις τον ποταμόν της Αιγύπτου Νείλον όλα τα άρρενα βρέφη των Ισραηλιτών. Τότε λοιπόν η Ιωχαβέδ εγέννησε τον Μωϋσήν, όστις ήτο παιδίον ωραιότατον, η δε μήτηρ του μετά φόβου και αγωνίας έκρυπτεν αυτό τρεις όλους μήνας. Αλλ’ επειδή δεν ηδύνατο να το κρύπτη περισσότερον, το έβαλε μέσα εις εν κιβώτιον σπάρτινον το οποίον επίσσωσε, λαβούσα δε τούτο η αδελφή του παιδίου Μαριάμ, έθεσεν εις την όχθην του ποταμού και περιέμενεν εκεί πλησίον δια να ίδη τι θα απογίνη. Μετ’ ολίγον η θυγάτηρ του Φαραώ Θέρμουθιν κατέβη μετά των δούλων της εις τον ποταμόν δια να λουσθή. Είδε το κιβώτιον, και έστειλε μίαν δούλην της και το έφερεν. Ανοίξασα το κιβώτιον, είδεν εντός αυτού παιδίον, το οποίον έκλαιε. Το ελυπήθη και είπε· «Θα είναι από τα παιδιά των Εβραίων». Τότε η αδελφή του παιδίου Μαριάμ επλησίασε και είπεν εις την θυγατέρα του Φαραώ· «Θέλεις να φέρω Εβραίαν τροφόν να θηλάζη το παιδίον»; Εκείνη δε είπε· «Ναι». Αμέσως έσπευσεν η καλή αδελφή και έφερε την μητέρα της, η οποία μετά χαράς ενεκφράστου έλαβε πάλιν το παιδίον εις τας αγκάλας της και το ανέθρεψεν. Όταν δε εμεγάλωσεν, έφερεν η μήτηρ το παιδίον εις την θυγατέρα του Φαραώ, η οποία το υιοθέτησε και το ωνόμασε Μωϋσήν (υδατόσωστον), διότι εσώθη εκ του ύδατος. Ο Μωϋσής λοιπόν ανετράφη εις τα ανάκτορα του Φαραώ, όπου και εδιδάχθη όλην την σοφίαν των Αιγυπτίων επί τεσσαράκοντα έτη. Ο Μωϋσής ανδρωθείς έμεινε πιστός εις τους ομοεθνείς του, ησθάνετο δε λύπην βαθείαν βλέπων πόσον σκληρώς επιέζοντο και ετυραννούντο. Μίαν ημέραν είδεν Αιγύπτιον, ο οποίος έδερεν αδίκως Ισραηλίτην. Στρέψας δε τους οφθαλμούς του πέριξ και ιδών ότι κανείς δεν τον έβλεπεν, εφόνευσε τον Αιγύπτιον και έχωσεν αυτόν εις την άμμον. Αλλ’ η πράξις αύτη δεν έμεινε κεκρυμμένη· έγινε δε γνωστή και εις αυτόν τον βασιλέα, ο οποίος εζήτει να θανατώση τον Μωϋσήν. Δια τούτο ο Μωϋσής έφυγε και ήλθεν εις την γην Μαδιάμ. Εκεί δε πλησίον φρέατος, όπου εκάθισε δια να αναπαυθή, υπερήσπισεν ο Μωϋσής επτά παρθένους εναντίον άλλων ποιμένων, οι οποίοι ήθελον δια της βίας να εκδιώξωσιν αυτάς και να ποτίσωσιν αυτοί τα πρόβατά των. Τούτο έγινεν αφορμή να γνωρισθή ο Μωϋσής με τον πατέρα των παρθένων, τον ιερέα Ιοθόρ, ο οποίος αγαπήσας τον Μωϋσήν έδωκεν εις αυτόν την θυγατέρα του Σεπφώραν εις γυναίκα. Κατά το διάστημ τούτο οι Ισραηλίται, στενάζοντες εν τη δουλεία, επεκαλούντο εις βοήθειαν τον Θεόν, και ο Θεός δεν ελησμόνησε τον λαόν αυτού. Ενεθυμήθη την υπόσχεσιν, την οποίαν έδωκεν εις τον Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ, και απεφάσισε να τους ελευθερώση. Ο δε Μωϋσής εσχόλαζε και προσηύχετο πάντοτε εις τον Θεόν και δια της μελέτης και προσευχής εκαθάριζε τον νουν και την καρδίαν του· όθεν είδε τον Θεόν εις το όρος Σινά, καθώς ήτο δυνατόν να ίδη άνθρωπος τον Θεόν και γίνεται θεατής του εν τη βάτω θαύματος, ήτις φλεγομένη και μη κατακαιομένη προεικόνιζε την εν τη Παρθένω πραγματικήν και ουσιώδη κατοίκησιν της Θεότητος. Ο Μωϋσής έβοσκε τότε τα πρόβατα του πενθερού του εις την έρημον· αναβάς δε εις το όρος Χωρήβ, πλησίον του Σινά, είδε την βάτον, η οποία εξέπεμπε φλόγας χωρίς όμως να καίηται και να χωνεύηται. Επλησίασε λοιπόν και ήκουσε φωνήν εκ της βάτου λέγουσαν· «Μωϋσή, Μωϋσή· μη πλησιάσης, διότι ο τόπος, εις τον οποίον ίστασαι, είναι άγιος. Εγώ είμαι ο Θεός του πατρός σου Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ». Ο Μωϋσής εκάλυψε το πρόσωπον φοβηθείς, ο δε Κύριος είπε πάλιν προς αυτόν· «Είδον τα δεινά του λαού μου εις την Αίγυπτον και θέλω να ελευθερώσω αυτόν και να τον οδηγήσω εις γην αγαθήν, ρέουσαν γάλα και μέλι, εις την γην Χαναάν. Ύπαγε λοιπόν εις τον Φαραώ και ζήτησον την άδειαν να εξαγάγης εκ της Αιγύπτου τους Ισραηλίτας». Ο Μωϋσής εν τη ταπεινοφροσύνη του εφοβήθη ν΄ αναλάβη έργον τόσον μέγα. Αλλ’ ο Κύριος τον ενίσχυσε, βεβαιώσας αυτόν ότι θα είναι μετ’ αυτού. Ο Μωϋσής εδίσταζεν ακόμη, διότι ήτο βραδύγλωσσος και ισχνόφωνος· αλλ’ ο Κύριος τον ενεθάρρυνε και πάλιν, ειπών ότι θα δώση εις αυτόν βοηθόν τον αδελφόν του Ααρών. Ο Μωϋσής υπήκουσε· παραλαβών δε τον Ααρών ήλθεν εις την Αίγυπτον και ανήγγειλεν εις τους Ισραηλίτας τον σκοπόν της ελεύσεώς των. Παρουσιάσθησαν λοιπόν ο Μωϋσής και ο Ααρών προς τον Φαραώ και εν ονόματι του Θεού εζήτησαν να επιτρέψη εις τους Ισραηλίτας ν’ αναχωρήσωσιν εις την έρημον δια να τελέσωσιν εορτήν εις τον Θεόν. Αλλ’ ο Φαραώ απέπεμψεν αυτούς, ειπών ότι και τον Θεόν δεν γνωρίζει και τους Ισραηλίτας δεν εξαποστέλλει, διέταξε μάλιστα να τους καταπιέζωσι βαρύτερα και σκληρότερα. Ο Μωϋσής παρηγόρει τους ομοεθνείς του και τους υπέσχετο ότι ταχέως θα ελευθερωθώσι. Παρουσιάσθη δε και πάλιν εις τον Φαραώ και έκαμεν ενώπιον αυτού διάφορα έκτακτα σημεία δια να πείση αυτόν ότι από τον Θεόν εστάλη. Αλλ’ η καρδία τού Φαραώ εσκληρύνθη και δεν επείθετο. Τότε ο Θεός έστειλε δέκα μεγάλας τιμωρίας ή πληγάς κατά του Φαραώ και της χώρας του. Και εφ’ όσον μεν διήρκει η τιμωρία, ο Φαραώ ήτο έτοιμος ν’ αφήση τους Ισραηλίτας ν’ αναχωρήσωσιν· όταν δε παρήρχετο η τιμωρία, η καρδία του εσκληρύνετο έτι περισσότερον. Την τελευταίαν όμως φοβερωτέραν και σκληροτέραν τιμωρίαν εφοβήθη τόσον πολύ, ώστε επείσθη να δώση την άδειαν να αναχωρήσωσι. Και ούτως οι Ισραηλίται τετρακόσια τριάκοντα έτη μετά την υπόσχεσιν του Θεού προς τον Αβραάμ, ανεχώρησαν εξ Αιγύπτου συμποσούμενοι εις εξακοσίας χιλιάδας ανδρών χωρίς των γυναικών και των παιδίων. Ο Θεός ωδήγει τους Ισραηλίτας εις τον δρόμον των, την μεν ημέραν ως στύλος νεφέλης, την δε νύκτα ως στύλος πυρός. Αλλ’ ο Φαραώ μετανοήσας εδίωξεν αυτούς δι’ εξήκοντα εκλεκτών αρμάτων και ίππων και στρατού πολυαρίθμου. Οι Ισραηλίται είχον φθάσει εις την Ερυθράν θάλασσαν, ότε οι Αιγύπτιοι επλησίασαν. Φόβος μέγας και απελπισία κατέλαβε τους Ισραηλίτας, διότι ευρίσκοντο μεταξύ των εχθρών και της θαλάσσης. Αλλά δια της θείας βοηθείας, του Μωϋσέως πατάξαντος δια της ράβδου του την θάλασσαν, τα ύδατα της Ερυθράς θαλάσσης εσχίσθησαν εις δύο και οι Ισραηλίται διέβησαν αυτήν αβλαβώς ως δια ξηράς. Οι δε Αιγύπτιοι καταδιώκοντες αυτούς κατεποντίσθησαν, διότι, όταν διέβησαν οι Εβραίοι, εκλείσθη και πάλιν η θάλασσα. Τότε ο Μωϋσής και οι Ισραηλίται εδόξασαν από καρδίας τον Θεόν και έψαλλον την επινίκιον ωδήν του Μωϋσέως· «Άσωμεν τω Κυρίω…» (Άσωμεν τω Κυρίω, ενδόξως γαρ δεδόξασται· ίππον και αναβάτην έρριψεν εις θάλασσαν. Βοηθός και σκεπαστής εγένετό μοι εις σωτηρίαν· ούτος μου Θεός, και δοξάσω αυτόν. Θεός του πατρός μου, και υψώσω αυτόν… Άρματα Φαραώ και την δύναμιν αυτού έρριψεν εις θάλασσαν… Η δεξιά σου, Κύριε, δεδόξασται εν ισχύϊ, η δεξιά σου χειρ, Κύριε, έθραυσεν εχθρούς… Τις όμοιός σοι εν θεοίς, Κύριε, τις όμοιός σοι…» ‘Εξοδ. ιε: 1-11), την οποίαν και μέχρι σήμερον η Εκκλησία ημών ψάλλει. Από της Αιγύπτου εις την γην Χαναάν φέρει μακρά και κατάξηρος έρημος. Επί τρεις ημέρας οι Ισραηλίται ωδοιπόρουν χωρίς να εύρωσι πουθενά ύδωρ. Όταν δε έφθασαν εις Μερράν, εύρον μεν εκεί ύδωρ, αλλ’ ήτο πικρόν και δεν ηδύναντο να πίωσι. Τότε ο λαός αχαριστών εγόγγυζε κατά του Μωϋσέως· ο Θεός όμως έδειξεν εις τον Μωϋσήν ξύλον (προεικόνισμα του Σταυρού), το οποίον έβαλεν εις το πικρόν ύδωρ και μετεβλήθη τούτο εις γλυκύ. Έπειτα ήρχισαν και πάλιν οι Ισραηλίται να γογγύζωσι κατά του Μωϋσέως και του Ααρών, διότι δεν είχον άρτον και κρέας, και έλεγον· «Είθε να απεθνήσκομεν εις την Αίγυπτον, όπου είχομεν τα πάντα εν αφθονία, μάλιστα δε τα κρέατα και τα σκόροδα και τα κρόμμυα· μας εφέρατε εις την έρημον ταύτην δια να αποθάνωμεν της πείνης». Αλλά και πάλιν ήκουσεν ο Θεός τας δεήσεις του Μωϋσέως και έπεμπεν εις τους Ισραηλίτας όρτυγας και μάννα, το οποίον ήτο λευκόν τι φαγητόν μικρόν και στρογγύλον κι είχε γεύσιν πίττας σεμιγδαλίνου ζυμωμένης μετά μέλιτος. Επειδή δε όταν επροχώρησαν βαθύτερον έλειψε πάλιν το ύδωρ και οι Ισραηλίται εγόγγυζον πάλιν, ο Μωϋσής επεκαλέσθη την βοήθειαν του Θεού, ο δε Θεός τού είπε να κτυπήση με την ράβδον του μίαν πέτραν· αφού δε έκαμε τούτο ο Μωϋσής, εξήλθεν ύδωρ άφθονον. Οι Ισραηλίται είχον και να πολεμήσωσιν εναντίον των μαχίμων και αλλοφύλων Αμαληκιτών, οι οποίοι προσέβαλον αυτούς· αλλ’ ο Μωϋσής έπεμψε κατ’ αυτών τον Ιησούν, τον υιόν του Ναυή, με εκλεκτούς άνδρας, αυτός δε προσηύχετο με εκτεταμένας τας χείρας, εις σχήμα σταυρού, τας οποίας εστήριζον ο Ααρών και ο Ωρ και ούτω κατετρόπωσαν αυτούς. Τον τρίτον μήνα, μετά την αναχώρησιν αυτών από την Αίγυπτον, οι Ισραηλίται εστρατοπέδευσαν αντικρύ του όρους Σινά. Ο Μωϋσής ανέβη εις το όρος· καλέσας δε έπειτα τους Ισραηλίτας ανήγγειλεν εις αυτούς εν ονόματι του Θεού, ότι εάν υπακούωσιν εις την φωνήν του Θεού και φυλάττωσι την Διαθήκην του, θα είναι λαός αυτού περιούσιος και εκλεκτός, ιερόν βασίλειον και έθνος άγιον. Ο λαός εδέχθη· και ο Μωϋσής παρήγγειλεν εις αυτόν να καθαρισθή και να προετοιμασθή. Την τρίτην ημέραν ηκούσθησαν από πρωϊας βρονταί, αστραπαί και νεφέλη σκοτεινή εφαίνοντο επί του όρους Σινά, φωνή σάλπιγγος ήχησε και ο λαός όλος έγινε περιδεής και έντρομος. Τότε ο Μωϋσής ωδήγησε τον λαόν κάτωθι του όρους, αυτός δε ανελθών επ’ αυτού έλαβε παρά του Θεού τας δέκα εντολάς, αι οποίαι ήσαν γεγραμμέναι επί δύο πλακών και περιείχον συντόμως τα καθήκοντα του ανθρώπου προς τον Θεόν και προς τον πλησίον. Επειδή όμως ο Μωϋσής έμεινεν επί του όρους Σινά τεσσαράκοντα ημέρας, ο λαός, νομίσας ότι δεν επιστρέφει πλέον, εζήτησε παρά του Ααρών θεούς, οι οποίοι να τον οδηγώσιν. Ο δε Ααρών αναγκασθείς συνέλεξε τα χρυσά ενώτια του λαού και κατεσκεύασε χρυσούν μόσχον, εις τον οποίον ο λαός εθυσίαζε και πέριξ του οποίου έτρωγε και έπινε και εχόρευεν. Όταν δε ο Μωϋσής κατέβη από το όρος κρατών εις τας χείρας του τας δύο πλάκας του Νόμου, και είδε τον χρυσούν μόσχον, ωργίσθη και έρριψε κατά γης τας πλάκας του Νόμου και τας συνέτριψε, κατέκαυσε δε και τον χρυσούν μόσχον. Έπειτα ετιμώρησε βαρύτατα τους πρωταιτίους και επέπληξεν αυστηρώς τον λαόν, ο οποίος μετενόησε δια την ασέβειάν του και ελάτρευσε πάλιν τον αληθινόν Θεόν. Ο δε Πανάγαθος Θεός εδέχθη την μετάνοιαν του λαού και συνεχώρησεν αυτόν. Τότε ο Μωϋσής ανέβη και πάλιν εις το όρος και έγραψεν επί δύο άλλων πλακών τας δέκα εντολάς καθ’ υπαγόρευσιν του Θεού και τας έδωκεν εις τον λαόν δια να τας φυλάττη. Αφού ο Μωϋσής έδωκε τας δέκα εντολάς, διέταξε τον λαόν και έφερε προς αυτόν παν ό,τι είχε χρυσούν και πολύτιμον, εξ αυτών δε κατεσκεύασε την Κιβωτόν της Διαθήκης εκ ξύλου περιχρυσωμένου έσωθεν και έξωθεν και καλυπτομένου δια χρυσών Χερουβίμ. Κατεσκεύασε δε και πολύτιμον σκηνήν, την λεγομένην Σκηνήν του Μαρτυρίου, η οποία εχρησίμευεν ως κινητός ναός. Διηρείτο δε η σκηνή εις δύο μέρη, και το μεν ενδότατον εκαλείτο Άγια Αγίων ή άδυτον, το δε έμπροσθεν ιερόν. Εντός της σκηνής εφυλάττετο η Κιβωτός της Διαθήκης, η οποία περιείχε τας δύο λιθίνας πλάκας και επί της οποίας εκρέματο χρυσή λυχνία επτάφωτος. Ίστατο επίσης εντός της σκηνής και τράπεζα χρυσή, επί της οποίας ήσαν οι άρτοι της προθέσεως και χρυσούν θυμιατήριον. Ενώπιον δε της Κιβωτού της Διαθήκης εστήθη το θυσιαστήριον, επί του οποίου προσεφέροντο αι θυσίαι, ήσαν δε αύται ή εκ ζώων έναιμοι, δι’ εκχύσεως δηλαδή του αίματος τών επί του θυσιαστηρίου σφαζομένων ζώων, ή αναίμακτοι εκ διαφόρων προϊόντων της γης. Τα της λατρείας ανέθεσεν ο Μωϋσής εις την φυλήν του Λευί. Ο Ααρών και οι απόγονοι αυτού ήσαν ιερείς, εις δε εξ αυτών αρχιερεύς. Οι ιερείς προσέφερον τας θυσίας, οι δε Λευίται διηκόνουν αυτούς. Ο Μωϋσής ώρισε και διαφόρους εορτάς, δια των οποίων ο ισραηλιτικός λαός έμελλε να φυλάττη ζωηράν την λατρείαν του αληθινού Θεού. Πλην του Σαββάτου, ήτοι της εβδόμης ημέρας της εβδομάδος, η οποία εωρτάζετο εις ανάμνησιν της καταπαύσεως του Θεού από των έργων της δημιουργίας, ο Μωϋσής ώρισε και τας εξής εορτάς: Το Πάσχα, ή εορτήν των αζύμων, εις ανάμνησιν της εξόδου των Ισραηλιτών εκ της Αιγύπτου και την διάβασιν της Ερυθράς θαλάσσης. Την Πεντηκοστήν, εορταζομένην πεντήκοντα ημέρας μετά το Πάσχα, εις ανάμνησιν της παραδόσεως του Νόμου. Την Σκηνοπηγίαν εορταζομένην οκτώ ημέρας εις ανάμνησιν της εν τη ερήμω διαμονής των Ιουδαίων υπό σκηνάς. Την εορτήν του Εξιλασμού, κατά την οποίαν εισήρχετο ο Αρχιερεύς εις τα Άγια των Αγίων και προσέφερε θυσίαν υπέρ του λαού. Την εορτήν του Ιωβιλαίου εορταζομένην καθ’ έκαστον τεσσαρακοστόν δεύτερον έτος, το οποίον ωνομάζετο έτος αφέσεως. Ώρισεν επίσης ο Μωϋσής να αναγινώσκηται εις τον λαόν ο Νόμος ανά παν έβδομον έτος. Ώρισε τα καθήκοντα των γονέων και των τέκνων, τα καθήκοντα προς τας χήρας και τα ορφανά, προς τους πτωχούς και δυστυχείς· και πολλά άλλα καλά και ωφέλιμα διέταξε. Δι’ όλων τούτων ο Μωϋσής εζήτει προ πάντων να οδηγήση τους Ισραηλίτας εις την αγάπην προς τον Θεόν και τον πλησίον και να καταστήση αυτούς ικανούς να γίνωσιν άγιοι, καθώς Άγιος είναι ο Θεός. Οι Ισραηλίται διαμείναντες εν έτος εις την έρημον Σινά ανεχώρησαν εκείθεν και έφθασαν εις τα μεθόρια της γης Χαναάν εις την αρχήν του δευτέρου έτους. Τότε ο Μωϋσής εκλέξας δώδεκα άνδρας, ανά ένα εξ εκάστης φυλής, τους έστειλε να κατασκοπεύσωσι την γην Χαναάν. Οι άνδρες ούτοι επέστρεψαν μετά τεσσαράκοντα ημέρας και ως δείγμα της ευφορίας του τόπου έφερον μεταξύ άλλων κλήμα μετά σταφυλών, το οποίον εβάσταζον δύο άνδρες επάνω εις ξύλον. Είπον ότι είναι γη ρέουσα μέλι και γάλα, αλλ’ ότι έχει κατοίκους ρωμαλέους και πόλεις μεγάλας και ισχυράς· ότι δε κατοικούσιν εκεί και γίγαντες, προς τους οποίους αυτοί συγκρινόμενοι φαίνονται ως ακρίδες. Ταύτα ακούσαντες οι Ισραηλίται ήρχισαν να κλαίωσι και να γογγύζωσι πάλιν κατά του Μωϋσέως και να ζητώσι να εκλέξωσιν αρχηγόν δια να επιστρέψωσιν εις την Αίγυπτον. Ο Ιησούς και ο Χάλεβ, οι οποίοι εζήτουν να τους ησυχάσωσιν, εκινδύνευσαν να λιθοβοληθώσι. Ο Θεός εισακούσας τας δεήσεις του Μωϋσέως δεν ηθέλησε να καταστρέψη τον αχάριστον και ασεβή λαόν. Κατεδικάσθησαν όμως όλοι εκτός του Ιησού και του Χάλεβ ν’ αποθάνωσιν εις την έρημον πριν ίδωσι την γην Χαναάν. Ο Ααρών κατεδικάσθη να μη εισέλθη εις την γην Χαναάν, διότι εν τη αγανακτήσει του κατά του αχαρίστου λαού έδειξε ποτε ολιγοπιστίαν και ο Μωϋσής παρώξυνεν ως άνθρωπος τον Θεόν, διότι αποκρινόμενος προς τον λαόν, όστις τον εστενοχώρει, είπε με δισταγμόν· «Ακούσατέ μου, οι απειθείς· μη εκ της πέτρας ταύτης εξάξομεν υμίν ύδωρ»; (Αριθμ. κ: 10) δια τούτο δεν εισήλθε και αυτός εις την Γην της Επαγγελίας. Τεσσαράκοντα όλα έτη έμειναν οι Ισραηλίται εις την έρημον. Καθ’ όλον δε το μακρόν τούτο διάστημα εγόγγυζον διαρκώς εναντίον του Μωϋσέως και ηνώχλουν αυτόν και ελύπουν. Ο Κορέ, εκ της φυλής Λευϊ, ο Δαθάν και Αβειρών, εκ της φυλής Ρουβήν και 250 εκλεκτοί άνδρες εστασίασάν ποτε εναντίον του Μωϋσέως, αλλ’ ετιμωρήθησαν πάντες παρά του Θεού δια θανάτου. Και όλος δε ο λαός, υπομένων διαφόρους κακουχίας και στερήσεις, εξηγείρετο εναντίον του Μωϋσέως και Ααρών, αλλ’ ετιμωρείτο δια την απιστίαν αυτού και αχαριστίαν. Εν τούτοις έφθασαν οι Ισραηλίται εις τα σύνορα της Παλαιστίνης. Εκεί δε ο Ααρών, αναβάς μετά του Μωϋσέως εις το όρος Ωρ, απέθανε και ο λαός τον επένθησε τριάκοντα ημέρας. Ενώ οι Ισραηλίται εξηκολούθουν την πορείαν των, οι βασιλείς των Αμορραίων και της Βασάν εξεστράτευσαν εναντίον αυτών, αλλ’ οι Ισραηλίται τους ενίκησαν και εκυρίευσαν και τας χώρας των. Και οι Μαδιανίται αντεστάθησαν, αλλά και τούτους ενίκησαν οι Ισραηλίται. Είχον ήδη καταλάβει οι Ισραηλίται την αριστεράν όχθην του Ιορδάνου και τίποτε πλέον δεν ημπόδιζεν αυτούς να εισέλθωσιν εις την Γην της Επαγγελίας. Όταν δε ο Μωϋσής έφθασεν εις την Γην της Μωάβ συνεκάλεσε τον λαόν και απηρίθμησε τας ευεργεσίας του Θεού προς αυτόν και τον προέτρεψε να μένη πιστός εις τον αληθινόν Θεόν και να φυλάττη τας εντολάς αυτού. Αφού δε, κατά διαταγήν του Θεού, διώρισε διάδοχόν του τον Ιησούν τον υιόν του Ναυή και παρουσίασεν αυτόν εις τον λαόν, ηυλόγησε δια τελευταίαν φοράν μίαν εκάστην φυλήν ιδιαιτέρως, αναβάς δε έπειτα εις την κορυφήν Φασγά του όρους Ναβαύ της Μωάβ· είδε μακρόθεν την γην Χαναάν, την οποίαν του έδειξεν Άγγελος Κυρίου και εκεί απέθανε. Και έθαψαν αυτόν οι Ισραηλίται εις την πεδιάδα Μωάβ, και τον έκλαυσαν τριάκοντα ημέρας. Ο Μωϋσής απέθανεν εις ηλικίαν 120 ετών περί το 1451 π. Χ. Ούτε οι οφθαλμοί του είχον αμαυρωθή, ούτε η δύναμίς του είχεν ελαττωθή. Υπέμεινε πολλάς θλίψεις και δοκιμασίας, αλλ’ εις τα δεινά ευρισκόμενος ήλπιζεν εις τον Θεόν, του οποίου την βοήθειαν μετά πίστεως επεκαλείτο και ελάμβανεν. Ο Μωϋσής συνέγραψε και τα πέντε πρώτα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, τα οποία και Πεντάτευχος καλούνται. Τούτου είναι επίσης αι εκ της Παλαιάς Διαθήκης δύο πρώται της Στιχολογίας Ωδαί: «Άσωμεν τω Κυρίω κτλ» περί της οποίας εγράψαμεν ανωτέρω και το «Πρόσεχε, Ουρανέ, και λαλήσω κτλ.», εκ των οποίων την μεν πρώτην έψαλε παρά τον αιγιαλόν της Ερυθράς θαλάσσης ευθύς μετά την διάβασιν αυτής, ως ανωτέρω είπομεν, την δε δευτέραν επί την γην Μωάβ, προ της τελευτής αυτού ολίγας ημέρας.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ε΄ (5η) Σεπτεμβρίου, μνήμη του Αγίου Προφήτου ΖΑΧΑΡΙΟΥ πατρός του Προδρόμου.

Δημοσίευση από silver »

Ζαχαρίας ο θείος Προφήτης, επειδή εκήρυττε παρρησία την Θεοτόκον Μαρίαν, ότι αυτή είναι ομού Μήτηρ και Παρθένος και επειδή προσέταξε την Θεοτόκον, αφού εγέννησε τον Χριστόν, να μη εξέρχηται του τόπου εκείνου, όστις ήτο διωρισμένος εν τω ναώ να στέκωνται αι παρθένοι και προς τούτοις, επειδή ο υιός του Ιωάννης κατά τον καιρόν της βρεφοκτονίας εζητείτο και δεν ευρίσκετο, διότι εκρύπτετο πέραν του Ιορδάνου ποταμού εντός σπηλαίου ομού με την μητέρα του, δια ταύτας τας τρείς αιτίας φονεύεται εις το μέσον του θυσιαστηρίου από τους Ιουδαίους κατά προσταγήν του Ηρώδου.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη στ΄ (6η) Σεπτεμβρίου, μνήμη του εν Κολασσαίς της Φρυγίας γενομένου θαύματος παρά του Αρχιστρατήγου

Δημοσίευση από silver »

Μιχαήλ ο μέγας Αρχιστράτηγος του Θεού και πάλαι μεν, προ της ενσάρκου οικονομίας, είχεν ευσπλαγχνίαν και κηδεμονίαν προς το ανθρώπινον γένος και πολλάς ευεργεσίας έδειξεν εις αυτό, αλλά και μετά την επί γης ένσαρκον παρουσίαν του Θεού Λόγου πολύ μεγαλυτέραν ευσπλγχνίαν και αγάπην έδειξεν εις ημάς τους Χριστιανούς, τους καυχωμένους εις το όνομα του Χριστού. Όθεν από τότε και περισσοτέρας ευεργεσίας έκαμεν εις ημάς, μία των οποίων είναι και η εν Κολασσαίς της Φρυγίας γενομένη, της οποίας την ανάμνησιν εορτάζομεν σήμερον. Ακούσατε όμως απ’ αρχής την υπόθεσιν προς όφελος μεν ιδικόν σας, προς τιμήν δε και έπαινον του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ. Και δια τους άλλους Αγίους της Εκκλησίας μας να διηγήται τις, ευλογημένοι Χριστιανοί, και τα έργα των τα θεάριστα να αναφέρη εις ενθύμησιν, όχι μόνον είναι καλόν προς τον Θεόν, αλλά και προς ημάς τους Χριστιανούς είναι πολύ ωφέλιμον, επειδή η ενθύμησις των Αγίων είναι σημείον της αγάπης, την οποίαν έχομεν εις αυτούς, η δε αγάπη αυτή, την οποίαν έχομεν εις τους Αγίους, προς αυτόν τον Χριστόν τον αληθή Θεόν διαβαίνει, τον οποίον αυτοί οι Άγιοι εσπούδασαν να ευχαριστήσουν με τα έργα των, από τον Οποίον και αυτοί πάλιν αντεδοξάσθησαν. Καλόν όθεν είναι, και ωφέλιμον, να διηγήται τις και δια τους άλλους Αγίους· αλλά το να διηγήται περί των Αγίων Αγγέλων, να αναφέρη και τα θαύματά των, είναι πλέον ωφελιμώτερον δι’ έκαστον Χριστιανόν, διότι όσον αυτοί έχουν περισσοτέραν παρρησίαν προς τον Θεόν και εγγύτατα, ως άϋλοι και ασώματοι όπου είναι, τόσον και ημείς περισσοτέραν ωφέλειαν ψυχικήν απολαμβάνομεν από τας διηγήσεις τών θαυμάτων των. Αλλά των μεν άλλων Αρχαγγέλων, του Γαβριήλ δηλαδή και του Ραφαήλ, εις άλλας ημέρας είναι αι διηγήσεις των θαυμάτων των, σήμερον δε βούλομαι να διηγηθώ προς ημάς το θαύμα του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ, το οποίον έκαμεν εις τας Χώνας, και περί του οποίου είναι η πανήγυρίς μας. Αλλά πριν να αρχίσω την υπόθεσιν, σας παρακαλώ, ευλογημένοι Χριστιανοί, ίνα μετά πάσης προθυμίας ακούσητε τους λόγους μου· διότι εγώ μεν βούλομαι να διηγηθώ απ’ αρχής καταλεπτώς πως έγινε το τοιούτον παράδοξον θαύμα παρά του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, δια να μη γίνη ελλιπής ο λόγος μου· υμείς δε ακούσατε προθύμως, ίνα λάβητε και τέλειον τον μισθόν παρά του ρχιστρατήγου Μιχαήλ. Όταν το Πνεύμα το Άγιον κατήλθεν εκ των ουρανών και εφώτισε τους Αποστόλους, τους Μαθητάς του Χριστού και κήρυκας του Ευαγγελίου, τους υπηρέτας της ιδικής μας σωτηρίας, τότε έκαστος εξ αυτών διεμοιράσθη εις τας πόλεις και εις τας χώρας του κόσμου, δια να μεταδώση το κήρυγμα του Ευαγγελίου. Τότε και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος, τον οποίον μαρτυρεί το Άγιον Ευαγγέλιον, ότι τον ηγάπα ο Χριστός περισσότερον των άλλων Μαθητών, επήγε και αυτός εις μίαν πόλιν της Ασίας λεγομένην Έφεσον, η οποία είναι εις τα σύνορα της Ιωνίας και της Λυδίας. Εκεί εύρεν ανθρώπους πολύ πεπλανημένους, μη γινώσκοντας Θεόν αληθινόν, οι οποίοι ως βεβυθισμένοι εις την μαύρην νύκτα της αθεϊας και απιστίας έκαμνον θυσίας και ετίμων ως θεόν την μιαράν Άρτεμιν, η οποία εις τον παλαιόν καιρόν ήτο γυνή ανδρεία και κυνηγετική, οι δε Έλληνες του καιρού εκείνου οι πεπλανημένοι την ωνόμασαν θεάν και την προσεκύνουν και την ελάτρευον με μεγάλας θυσίας. Τοιούτους ανθρώπους πεπλανημένους ευρών εκεί ο Θεολόγος Ιωάννης τους ωδήγησε προς την ευσέβειαν με το φως της θεογνωσίας και τους επέτρεψε να γνωρίζουν μόνον αληθινόν Θεόν τον Χριστόν, καθώς το διηγείται το Ευαγγέλιόν του. Μετά την Έφεσον μετέβη εις άλλην πόλιν της Ασίας, λεγομένην Ιεράπολιν, η οποία είναι εις τα σύνορα της Φρυγίας και της Λυδίας και έχει πολλά θερμά ύδατα, δια να εύρη τον Απόστολον Φίλιππον, διότι αυτός εκεί εδίδασκε τότε. Οι δε άνθρωποι της Ιεραπόλεως πάλαι τόσον ήσαν τυφλοί και πεπλανημένοι, ότι την έχιδναν (τον όφιν τον θανατηφόρον) είχον δια θεόν και την προσεκύνουν. Βλέποντες οι Απόστολοι του Χριστού, Ιωάννης και Φίλιππος, την τοσαύτην πλάνην των ανθρώπων και θέλοντες να δείξουν ότι μάταιον πράγμα ήλπιζαν οι ταλαίπωροι Ιεραπολίται, εδεήθησαν προς τον αληθή Θεόν, τον Χριστόν, και παρευθύς ενεκρώθη το μέγα θηρίον εκείνο. Τούτο ως είδον οι μιαροί εκείνοι και πεπλανημένοι άνθρωποι, αντί να επιστρέψουν και να γνωρίσουν την αλήθειαν, εδαιμονίσθησαν σφόδρα κατά των Αποστόλων, διότι εθανάτωσαν τον θεόν των και ήθελαν να καταργήσουν τας πατροπαραδότους θρησκείας των και ορμήσαντες μετά μανίας μεγάλης και λύσσης, ήπλωσαν, σύραντες τον Άγιον Φίλιππον, και τον εκάρφωσαν εις τον σταυρόν και ούτω πικρώς και ανηλεώς βασανίζοντες αυτόν εθανάτωσαν. Και εκ της παρούσης μεν ζωής τούτον εξήγαγον, εις δε την αιώνιον Βασιλείαν των ουρανών παρέπεμψαν. Αλλά ο διδάσκαλος Χριστός δεν άφησεν άτιμον και άδοξον τον Μαθητήν του, αλλά επειδή τον είδεν ότι έγινε κοινωνός του πάθους του τον έκαμε και κοινωνόν της δόξης των θαυμάτων του· δια τούτο, αφού ο Απόστολος Φίλιππος παρέδωσε το πνεύμα του εις τον Σταυρόν, παρευθύς εσείσθη άρδην όλη η Ιεράπολις από τα θεμέλια, καθώς και η κτίσις πάσα εσαλεύθη, ότε αυτός ο Σωτήρ ημών Χριστός τον εκούσιον περί ημών κατεδέξατο θάνατον εν τω Σταυρώ. Τούτο ως είδον οι άθεοι Ιεραπολίται εφοβήθησαν φόβον μέγαν και μετενόησαν δια την ασέβειάν των και πεσόντες εις τους πόδας του Αποστόλου Ιωάννου εζήτουν συμπάθειαν. Βαπτίσας ουν ο Θεολόγος Ιωάννης αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος και διδάξας αυτούς την αλήθειαν, επορεύθη εις έτερον τόπον, Χαιρέτοπον λεγόμενον, κείμενον πλησίον της Ιεραπόλεως, ομοίως δε και εκεί διδάξας και θαυματουργήσας έφερε τους Έλληνας εις θεογνωσίαν. Εκεί λέγουσιν ότι προεφήτευσεν ο Άγιος, ότι εις τους υστέρους καιρούς θα αναβλύση εις εκείνον τον τόπον μέγα αγίασμα, τιμώμενον εις το όνομα του ρχιστρατήγου Μιχαήλ, όπερ θα κάμνη παράδοξα θαύματα. Και ο μεν Θεολόγος Ιωάννης ταύτα προφητεύσας επορεύθη εις άλλας χώρας να διδάξη τον λόγον του Ευαγγελίου, μετά δε ολίγας ημέρας ύδωρ ανέβλυσεν εκ της γης εκείνης, το οποίον όστις έπινε μετά πίστεως παρευθύς ηλευθερούτο από πάσαν ασθένειαν. Τοσαύτα λοιπόν θαύματα και ιατρεία εγίνοντο καθ’ εκάστην εκεί, ώστε όχι μόνον οι Χριστιανοί, αλλά και αυτοί οι άπιστοι Έλληνες επήγαιναν και έπιναν απ’ εκείνο το ύδωρ και εύρισκον ιατρείαν. Από τα άλλα πολλά θαύματα, όσα εγίνοντο τον καιρόν εκείνον εις τους αθέους Έλληνας, ακούσατε εν παράδοξον πως έγινεν. Άνθρωπός τις πλούσιος (Έλλην) εις την πόλιν της Λαοδικείας, η οποία και αυτή είναι εις τα σύνορα της Λυδίας, είχε θυγατέρα μονογενή, άλαλον δε και βωβήν από την κοιλίαν της μητρός της· όθεν είχε μεγάλην λύπην περί ταύτης, βλέπων αυτήν άλαλον και έδιδε σχεδόν ειπείν και αυτήν την ψυχήν του, μόνον να την ίδη να ομιλήση. Μίαν ημέραν λοιπόν είδεν οπτασίαν καλήν, ότι άνθρωπός τις του έλεγε καθ΄ ύπνον, να υπάγη εις το Αγίασμα του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ και δεν θα γυρίση απ’ εκεί πικραμένος, αλλά και της θυγατρός του την ιατρείαν θα απολαύση και την σωτηρίαν της ψυχής του θα κερδήση. Τούτο δε το όραμα είδεν όχι διότι ήτο άξιος να βλέπη τοιαύτας οπτασίας, αφού ήτο εσκοτισμένος όλως διόλου εις την ασέβειαν της ειδωλολατρίας, αλλά ο Θεός, ο θέλων πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν, θέλων με την θαυματουργίαν, η οποία έγινε μετά ταύτα εις την θυγατέρα του, να επιστρέψη και εκείνον και να στερεωθούν και άλλοι εις την ευσέβειαν, ωκονόμησε και είδε την τοιαύτην οπτασίαν. Ότε εξύπνησεν ο άνθρωπος εκείνος, μετά φόβου και τρόμου παραλαβών την θυγατέρα του, επήγεν εις το Αγίασμα του Αρχαγγέλου και εύρεν εκεί ανθρώπους πολλούς συνηθροισμένους, οι οποίοι έχοντες διαφόρους ασθενείας, μόνον ότι έπινον απ’ εκείνο το ύδωρ ή το έχυναν επάνω εις το σώμα των, παρευθύς ηλευθερώνοντο από ό,τι πάθος αρρωστίας είχον. Βλέπων ταύτα ο πατήρ της παιδός ηρώτησε τους ανθρώπους εκείνους τίνος όνομα αναφέρουσιν, όταν χύνωσιν επ’ αυτών ή πίνωσι το ύδωρ και ευρίσκουσι την ιατρείαν· οι δε είπον εις αυτόν· «Το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, της μιας Θεότητος, και του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ του δούλου αυτής αναφέρομεν». Ταύτα ως ήκουσε, μηδέν οκνήσας, αλλά πιστεύσας εξ όλης καρδίας και δεηθείς του Θεού, του εν Τριάδι υμνουμένου, και του Αρχαγγέλου αυτού Μιχαήλ, έλαβεν απ’ εκείνο το Αγίασμα μετά πίστεως και έδωκεν εις την θυγατέρα του και έπιε, παρευθύς δε, ω του θαύματος! όχι μόνον η παις ηλευθερώθη από τον δεσμόν της αφωνίας, αλλά και αυτός και αυτή εσώθησαν από τα δεσμά της απιστίας και ήρχισαν με φωνάς ευχαριστηρίους να δοξάζουν τον Θεόν και να μεγαλύνουν τον αυτού θεράποντα Μιχαήλ. Τι το μετά ταύτα; Εβαπτίσθη ο άρχων εκείνος και η θυγάτηρ αυτού και πάντες οι μετ’ αυτού και εγένοντο Χριστιανοί. Και όχι μόνον τούτο, αλλά και Ναόν πολυτελή και πολυέξοδον έκτισεν εις το Αγίασμα εκείνο και το εσκέπασε με κτίσμα θολωτόν ωραιότατον, τόσον ώστε έλεγε μετά του Προφήτου Δαβίδ· «Κύριε ηγάπησα ευπρέπειαν οίκου Σου». Και αυτός μεν ούτω πιστεύσας και τοιαύτας ανταμοιβάς αποδώσας εις τον Αρχάγγελον δια την ευεργεσίαν του, επέστρεψεν εις τον οίκον αυτού, δοξάζων τον Θεόν όχι μόνον δια την θαυματουργίαν, την οποίαν είδεν εις την θυγατέρα του, αλλά πολύ περισσότερον δια την ιδικήν του επιστροφήν. Μετά δε πάροδον ενενήκοντα ετών, παιδίον τι, Άρχιππος ονόματι, εκ της πόλεως των Ιεραπολιτών ορμώμενον, από γονείς Ορθοδόξους και από ρίζαν αγαθήν αγαθόν βλάστημα, κατά το δέκατον έτος της ηλικίας αυτού, επήγεν εις τον Ναόν του Αρχαγγέλου, ως να ωδηγείτο υπό της άνωθεν προνοίας και έγινε νεωκόρος της Εκκλησίας του Αγίου. Τόσην δε εγκράτειαν είχε και άλλας αρετάς, ώστε και χαρισμάτων θεϊκών ηξιώθη· διότι όχι μόνον του σώματος τας επιθυμίας εκράτει, τας βλαπτούσας την ψυχήν, αλλά ουδέ άρτον έτρωγεν ούτε εις λουτρόν ελούσθη ποτέ ούτε εις ανάπαυσιν της σαρκός εκοιμήθη, και ταύτα έπραττε το παιδίον ότε ακόμη ήτο ανήλικον. Και φαγητόν μεν έβραζε τας αγρίας βοτάνας δίχως άλας και έτρωγε μίαν φοράν την εβδομάδα, ποτόν δε είχε το εκ του αγιάσματος ύδωρ, δια ενδύματα δε είχε δύο σακκία τρίχινα, το μεν εν δια να το φορή, το δε άλλο να σκεπάζεται την νύκτα. Και κατ’ έτος ήλλασσε τα σακκία και εφόρει μεν εκείνο με το οποίον εσκεπάζετο, εσκεπάζετο δε με εκείνο όπερ εφόρει και ούτως ήσαν τα σακκία εκείνα πάντοτε και σκέπασμα και φόρεμα του Αρχίππου. Κάτωθι δε της στρωμνής του είχε πέτρας λαξευτάς εστρωμένας και εις το προσκεφάλαιόν του ήτο άλλο σακκί, γεμάτον ακάνθας και ούτως ελάμβανεν ολίγον ύπνον προς σύστασιν της ανθρωπίνης φύσεως. Αλλ’ η μεν δίαιτα του παιδίου εκείνου, έως ου ανεπτύχθη εις άνδρα και έως ότου εκοιμήθη εν Κυρίω, τοιαύτη ήτο, ας μη απιστή δε κανείς ακούων, ότι είχε τοιαύτην σκληροτάτην και υπερφυά δύναμιν, αλλά ας ενθυμηθή ότι εις οποίαν ψυχήν έμβη ο φόβος του Θεού και η αγάπη των μελλόντων αγαθών, όχι μόνον τόσα παρακινεί τον άνθρωπον να κάμνη, αλλά και περισσοτέρους πειρασμούς του σώματος καταπείθει αυτόν να υπομένη και να τους νομίζη δια τρυφήν και ανάπαυσιν. Και έχομεν παράδειγμα εις τούτο τους Μάρτυρας και Οσίους, οι οποίοι πάντα πειρασμόν και πάσαν ιδέαν βασάνων και θλίψεις και στενοχωρίας του σώματος υπέμειναν, μόνον δια να κερδήσουν την Βασιλείαν των ουρανών. Αλλά ας έλθωμεν εις τα επίλοιπα της ιστορίας. Ο εκκλησιάρχης εκείνος Άρχιππος, όστις είχε την τοιαύτην διαγωγήν, την οποίαν ηκούσατε, δεν έπαυε από του να έχη καθ’ εκάστην εις τους οφθαλμούς του το σωτήριον, όπερ είναι δεύτερον βάπτισμα, μετά συντετριμμένης δε καρδίας εμελέτα αείποτε εν τη καθαρά αυτού καρδία τον Θεόν τοιαύτα· «Να μη ίδωσιν οι οφθαλμοί μου τα αγαθά του κόσμου τούτου, μηδέ να συγχυσθή ο νους μου από πρόσκαιρον ματαιότητα, μόνον συ, Κύριε πολυέλαιε, πλήρωσον τους οφθαλμούς μου δακρύων πνευματικών, ταπείνωσον την καρδίαν μου και κατεύθυνον τα διαβήματά μου εις τον νόμον σου· διότι τι κέρδος έχω από το πήλινον σώμα τούτο, όπερ σήμερον μεν είναι, αύριον δε φθείρεται, το οποίον ώσπερ χλόη εξανθεί, κατά δε την εσπέραν απομαραίνεται; Εν μόνον είναι αιώνιον αγαθόν, η σωτηρία της ψυχής, όπερ χάρισαί μοι, Κύριε Παντοδύναμε». Ταύτα και τα τοιαύτα καθ’ εκάστην ημέραν μελετών και λέγων ο Άρχιππος είχε και τον Θεόν ευήκοον εις τας δεήσεις του· τα δε πλήθη των απίστων, τα οποία ήσαν πέριξ εις το Αγίασμα, βλέποντες τας καθ’ εκάστην ημέραν γινομένας θαυματουργίας, συγχρόνως δε φθονούντες και την ενάρετον πολιτείαν του Οσίου Αρχίππου και μη θέλοντες να βλέπωσιν αυτόν αθλητικώς αγωνιζόμενον, ελάλησαν πονηρά. Και μίαν ημέραν συναχθέντες ομοθυμαδόν έδραμον μετά μανίας πολλής κατά του Οσίου Αρχίππου, βουλόμενοι και αυτόν να θανατώσουν και το Αγίασμα παντελώς να εξαφανίσωσι. Σύραντες δε αυτόν από των τριχών της κεφαλής και του πώγωνος, οι μεν έτυπτον μετά ράβδων και ξύλων, οι δε προσεπάθουν να κατασκάψουν και να καταχώσουν το Αγίασμα. Αλλά, ω των ανεκδιηγήτων σου, Χριστέ, κριμάτων! Φλοξ εκείθεν εξελθούσα εφόβησε πάντας και προς φυγήν έτρεψεν· όθεν ως είδον το τοιούτον ανεχώρησαν άπρακτοι. Μετά ταύτα ηθέλησαν να κάμουν άλλην μηχανήν χειροτέραν, βουλόμενοι και τον Ναόν να αφανίσωσιν από θεμελίων και τον Όσιον κακώς να θανατώσωσι. Ποία δε ήτο η μηχανή; Πλησίον εις τον Ναόν του Αρχιστρατήγου, εις τον οποίον ήτο και το Αγίασμα, έτρεχε ποταμός από το αριστερόν μέρος, Χρύσος ονομαζόμενος· εκείνον τον ποταμόν ηβουλήθησαν οι άπιστοι Έλληνες να φέρωσι κατεπάνω του Αγιάσματος και της Εκκλησίας, δια να μιχθή το Αγίασμα με το ύδωρ του ποταμού και να μη γνωρίζηται πλέον παντελώς μηδέ οι Χριστιανοί πίνοντες να ιατρεύωνται. Ταύτα μεν εκείνοι εμελέτησαν και έκοψαν τον ποταμόν από την πρώτην αυτού ροήν, δια να έλθη κατά του Αγιάσματος. Αλλά τις λαλήσει τας δυναστείας του Κυρίου, και ακουστάς ποιήσει πάσας τας αινέσεις αυτού; Ο ποταμός, ώσπερ να ήτο έμψυχος, εφοβήθη την χάριν του Αρχαγγέλου και παρευθύς εγύρισε προς τα δεξιά μέρη της Εκκλησίας, άλλο τόσον μακράν, όσον ήτο και πρωτύτερα από το αριστερόν μέρος· και είναι και έως την σήμερον ημέραν ούτω ρέων ο ποταμός εκείνος, εις πίστωσιν του θαύματος. Ως είδον οι ασεβέστατοι, ότι εις το εναντίον έγινε το επιχείρημά των και η αδικία, ως λέγει και ο Προφήτης Δαβίδ, εψεύσατο εαυτή, μετεχειρίσθησαν δευτέραν μηχανήν πλέον μεγαλυτέραν και φοβερωτέραν της προτέρας, την οποίαν και αυτήν άνωθεν και απ’ αρχής θα σας διηγηθώμεν. Δύο ποταμοί μεγάλοι αναβλύζοντες από ανατολών, ο μεν Λυκόκαστρος, ο δε Κούφος ονομαζόμενοι, έτρεχον κατά τον τόπον εκείνον· τρέχοντες δε προ της Εκκλησίας κεχωρισμένοι και περικυκλούντες τον Ναόν από μακρόθεν ως νήσον, μετά ταύτα ενούνται εις πολύ διάστημα και ως εις ποταμός διασχίζοντες την Λυκίαν εκχύνονται εις την θάλασσαν κατέναντι της νήσου Ρόδου. Αυτούς τους δύο ποταμούς ο φθονών εις τα αγαθά διάβολος, ο σπορεύς των ζιζανίων, τους συνεβούλευσε να στρέψουν κατεπάνω της Εκκλησίας και του Αγιάσματος του Αγίου, ώστε μηδέ ίχνος να φαίνηται πλέον ή σημείον, όπου ήτο το Αγίασμα· διότι ήτο και ο τόπος εύκολος, είχε δε και μεγάλην κατωφέρειαν, τόσον ώστε κατερχόμενον το ύδωρ με ορμήν να μη αφήση λίθον επί λίθου εις το μέρος εκείνο. Ήτο δε και πέτρα από μακρόθεν της Εκκλησίας, υψηλή κατά πολλά και μεγάλη, την οποίαν οι ασεβέστατοι επελέκησαν και έσκαψαν εις εν μέρος, δια να έρχεται το ρεύμα του ποταμού με θυμόν· έπειτα έκαμαν τάφρους μεγάλας και χανδάκια και περιέφραξαν τον τόπον εκείνον, ώστε να συναχθή το ύδωρ εις το μέρος της πέτρας και τότε να χαλάσουν την δέσιν, δια να έλθη το ρεύμα μετά μεγάλου θυμού να εξαλείψη και τον Ναόν και το Αγίασμα και τον Άρχιππον. Αλλά οι μεν μιαροί εκείνοι ούτως ηγωνίζοντο νύκτα και ημέραν, άνδρες, γυναίκες και παιδία, θέλοντες να εκπληρώσουν τον θυμόν των· ο δε του Θεού δούλος Άρχιππος, βλέπων την τοσαύτην μανίαν των ασεβών και ενθυμούμενος εις πόσον κίνδυνον έμελλε να καταντήση το πράγμα, κείμενος επί γυμνού του εδάφους εδέετο του Θεού και του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, ίνα μείνη η βουλή των ασεβών ματαία και ανενέργητος και ισχύση η δύναμις του Θεού περισσότερον, παρά τας βουλάς των πεπλανημένων ανδρών εκείνων. Και εκείνος μεν εδέετο του Θεού νύκτα και ημέραν. Αφού δε επέρασαν δέκα ημέραι και συνεκεντρώθη ύδωρ περισσόν, διέλυσαν οι άθεοι τον φραγμόν περί το μεσονύκτιον, δια να χυθή ο ποταμός έξαφνα και παρ’ ελπίδα του Αρχίππου, να γίνη δε και του τόπου και του Οσίου εν τω άμα ο όλεθρος· αυτοί δε εστάθησαν εις το αριστερόν του Ναού, περιμένοντες το αποβησόμενον. Ο Άρχιππος, ως ήκουσε την σύγχυσιν των ανθρώπων και την ταραχήν των υδάτων, πλέον προθυμότερον προσηύχετο, λέγων τα του Προφήτου Δαβίδ λόγια· «Επήραν οι ποταμοί, Κύριε, επήραν οι ποταμοί φωνάς αυτών» και τα λοιπά του ψαλμού. Ταύτα προσευχομένου του Οσίου, θεία όρασις εφάνη, ώσπερ καταβάσα εκ των ουρανών, και εκάλει εξ ονόματος τον Άρχιππον. Αυτός δε μη δυνάμενος να ατενίζη προς το ορώμενον, έπεσεν επί πρόσωπον εις την γην. Τότε του είπεν ο λαλών· «Ανάστα εις τους πόδας σου και έλα εδώ έξω να ίδης την ακαταμάχητον δύναμιν του Θεού». Ανεθάρρησε τότε ο Άρχιππος εκ της φωνής και εξήλθε και είδε στύλον πυρός, φθάνοντα από της γης έως τον ουρανόν και φωνήν ήκουσεν απ΄ εκείθεν, ήτις του έλεγε να σταθή εις το αριστερόν μέρος και να μη φοβήται. Τότε ο φαινόμενος εσήκωσε την δεξιάν του και έκαμε τον τύπον του Σταυρού εις την πέτραν, την επάνωθεν της Εκκλησίας, λέγων· «Έως αυτού να είναι η κίνησίς σου». Και με το ακόντιον, το οποίον εφαίνετο βαστάζων εις την χείραν του, εκτύπησεν ισχυρώς τον τόπον και εσχίσθη η πέτρα από άνωθεν έως κάτω. Αλλ’ ω της δυνάμεώς σου, Χριστέ Βασιλεύ! «Είδοσαν αυτόν ύδατα», ως λέγει ο θείος Δαβίδ, «και εφοβήθησαν» και ως τείχος εστάθησαν. Πάλιν δε ποιήσαντος του Αρχαγγέλου το σημείον του Σταυρού και ειπόντος· «Χωνευθήτωσαν ενταύθα τα ύδατα», σεισμός μέγας και φοβερός εγένετο και το ύδωρ των ποταμών ευθέως κατεχώσθη εις την φάραγγα εκείνην την βαθυτάτην και είναι και έως την σήμερον ούτω φαινόμενοι οι ποταμοί εκείνοι και χωνευόμενοι εις την πέτραν, προς το άνωθεν μέρος της Εκκλησίας, ως προς το Βήμα· δια τούτο και ο τόπος εκείνος, πρώην ονομαζόμενος Κολασσαί, έκτοτε μετωνομάσθη Χώναι, δια την χώνευσιν των ποταμών εκείνων. Δια τοιαύτης βοηθείας του Αρχαγγέλου Μιχαήλ ελευθερωθείς ο Άρχιππος εκ του πικρού θανάτου, λαμπρά τη φωνή ύμνει και εδόξαζε τον Θεόν και τον αυτού λειτουργόν Αρχιστράτηγον Μιχαήλ μεγαλοφώνως εμεγάλυνε. Ζήσας δε εκεί ενιαυτούς εβδομήκοντα και καλώς και θεαρέστως πολιτευσάμενος και επαυξήσας τον κόπον της αρετής του, προς ον ηγάπα Χριστόν χαίρων ανέδραμεν, ώσπερ καλός γεωργός σπείρας εν δάκρυσι, ν’ απολαύση τους καρπούς των ιδρώτων αυτού ευφραινόμενος. Και άλλα δε θαύματα άπειρα εγίνοντο καθ’ εκάστην ημέραν εις το Αγίασμα εκείνο, τα οποία εάν θελήση να διηγηθή τις λεπτομερώς, θα ομοιάση εκείνον όστις βούλεται να μετρήση τα άστρα του ουρανού ή την άμμον της θαλάσσης. Αλλά η μεν διήγησις του θαύματος του γενομένου παρά του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ εις τας Χώνας, περί του οποίου είναι και η πανήγυρίς μας σήμερον, ούτως έγινεν, ευλογημένοι Χριστιανοί. Πρέπον δε είναι εις ημάς, οι οποίοι ακούομεν των Αγίων τας ιστορίας και τα θαύματα, να μη επιθυμώμεν όλως δι’ όλου τα γήϊνα, αλλά να αναβιβάζωμεν τον νουν μας προς μόνα τα ουράνια· γνωρίζω και εγώ βέβαια πως από γης επλάσθη το σώμα μας και αγαπώμεν τα γήϊνα. Αλλά όστις θέλει να φανή δόκιμος κατά την ημέραν εκείνην την φοβεράν της κρίσεως, δεν είναι πρέπον να συλλογίζηται τας αναπαύσεις του σώματος, επειδή είναι φθαρταί και πρόσκαιροι, αλλά της αθανάτου και αφθάρτου ψυχής την ανάπαυσιν πρέπει να αναζητή και να επιδιώκη πάντοτε. Πως δε γίνεται αύτη η ανάπαυσις της ψυχής, ας ακούσωμεν του Αποστόλου Παύλου λέγοντος εν τη προς Κορινθίους Δευτέρα επιστολή· «Εάν η επίγειος ημών οικία του σκήνους καταλυθή, οικοδομήν εκ Θεού έχομεν, οικίαν αχειροποίητον αιώνιον εν τοις ουρανοίς». Ποία δε είναι η επίγειος κατοικία του σκήνους μας; Το σώμα το φθαρτόν και πρόσκαιρον, όπερ είναι μεν ως οίκος της ψυχής, όταν δε θελήση ο τεχνίτης Θεός να το χαλάση, ουδείς δύναται να εναντιωθή εις Αυτόν. Ποίος δε είναι ο οίκος ο αχειροποίητος, ο αιώνιος εις τους ουρανούς; Η αιώνιος Βασιλεία, η παλαιά μας Πατρίς, το πολίτευμα των αγαθών Χριστιανών, περί του οποίου και αλλού λέγει: «Το πολίτευμα ημών εν ουρανοίς υπάρχει». Δι’ αυτόν τον οίκον πρέπει όλως δι’ όλου να φροντίζωμεν, ευλογημένοι Χριστιανοί, και να αγωνιζώμεθα, διότι εάν είχε κανείς δύο οίκους, ένα παλαιόν και σεσαθρωμένον, εκτισμένον από πλίνθους και ακάθαρτον κατά πολλά, και έτερον νέον και εύμορφον από λίθους πολυτίμους κατεσκευασμένον, ειπέτε μοι εις ποίον ηγάπα καλλίτερα να κατοική ο άνθρωπος εκείνος; Φανερόν είναι, ότι εις τον δεύτερον· ούτω και ημείς, επειδή συγκείμεθα από δύο πράγματα, και λεγόμεθα σύνθετοι από σώμα και ψυχήν, και το μεν σώμα είναι πρόσκαιρον οίκημα της ψυχής, η δε ψυχή λέγεται αιώνιος κατοικία του Θεού, δια τούτο πρέπει την αιώνιον κατοικίαν του Θεού να αγωνιζώμεθα πώς να καλλωπίσωμεν και όχι πώς να την χαλάσωμεν. Διότι όστις φθείρει τον ναόν του Θεού, ήτοι την ψυχήν του, φθερεί τούτον ο Θεός, ως ορίζει πάλιν ο αυτός Απόστολος Παύλος, εν τη προς Κορινθίους πρώτη επιστολή λέγων· «Ή ουκ οίδατε, ότι το σώμα υμών ναός του εν υμίν Αγίου Πνεύματος εστιν, ου έχετε από Θεού, και ουκ εστί εξ εαυτών»; Πότε δε μολύνεται το σώμα, ευλογημένοι Χριστιανοί, και γίνεται ανάξιον οίκημα του Αγίου Πνεύματος; Όταν ποιώμεν τα έργα της σαρκός. Ας ακούσωμεν του αυτού Αποστόλου λέγοντος εν τη προς Γαλάτας επιστολή: «Φανερά δε εστι τα έργα της σαρκός, άτινα εστι μοιχεία, ακαθαρσία, ασέλγεια, ειδωλολατρία, φαρμακεία, έχθρα, έρις, ζήλοι, θυμοί, ερίθειαι, διχοστασίαι, αιρέσεις, φθόνος, φόνος, μέθαι, κώμοι και τα όμοια τούτοις»· αυτά είναι τα έργα της σαρκός, αυτά μολύνουσι το σώμα, αυτά μιαίνουσι την ψυχήν. Τι το όφελος, αδελφοί μου, εάν δια την πρόσκαιρον θεραπείαν του σώματος χάσωμεν την αιώνιον ανάπαυσιν της ψυχής; Τι το κέρδος μας, εάν δια ολιγοχρόνιον ανάπαυσιν του σώματος κολάσωμεν την ψυχήν μας αιωνίως; Τι ωφέλησαν τον πλούσιον εκείνον της ευαγγελικής παραβολής αι πολλαί χαραί και τα συμπόσια τα περισσά; Εις ουδέν. Ολίγας ημέρας εχάρη, αλλά απέθανε και επήγεν εις την φλόγα την ακατάπαυστον της κολάσεως· εδώ εχαίρετο και ηυφραίνετο, αλλά εκεί εθλίβετο· εδώ έτρωγε και έπινεν, αλλά εκεί παρεκάλει τον Αβραάμ να στείλη τον Λάζαρον, τον ποτέ καταπεφρονημένον πτωχόν, δια να βάψη τον δάκτυλόν του εις το ύδωρ του Παραδείσου, να στάξη καν μίαν σταγόνα εις την γλώσσαν του την καιομένην. Βλέπετε, ευλογημένοι Χριστιανοί, τι απολαμβάνουσιν εκείνοι, οίτινες ζητούν την ανάπαυσιν του σώματος; Ενώ οι φροντίζοντες να ταλαιπωρούν το σώμα και να κόπτουν τα κακά των θελήματα, ουχί ούτως απολαμβάνουσιν, αλλά μάλλον ζωήν αιώνιον και χαράν παντοτινήν και Βασιλείαν ουρανών κληρονομούσι· μάρτυρα έχομεν τον θείον Απόστολον Παύλον, λέγοντα εν τη προς Κορινθίους πρώτη επιστολή: «Υπωπιάζω μου το σώμα και δουλαγωγώ». Διατί, Παύλε; «Ίνα μη άλλοις κηρύξας αυτός αδόκιμος γένωμαι», τουτέστι, δια τούτο ταλαιπωρώ το σώμα μου και ως δούλον το σύρω εις το θέλημα του Θεού, ίνα μη κηρύττων εις άλλους την οδόν της Βασιλείας των ουρανών, αυτός εγώ μένω αδόκιμος δηλαδή αποδοκιμασθώ ως ευρεθείς ανάξιος δι’ αυτήν, αυτό σημαίνει αδόκιμος. Ώστε θέλει να είπη ο θείος Απόστολος, ότι δια τούτο στενοχωρώ το σώμα μου, ίνα μη άλλοι σωθώσι και εγώ μη κριθείς άξιος, ως μη τηρήσας το θέλημα του Θεού, ευρεθώ έξω της Βασιλείας των ουρανών. Μέγα εμπόδιον είναι προς αρετήν, αδελφοί μου ηγαπημένοι, η θεραπεία του σώματος· διο λέγει πάλιν ο αυτός Απόστολος Παύλος εν τη προς Γαλάτας επιστολή· «Η σαρξ επιθυμεί κατά του πνεύματος, το δε πνεύμα κατά της σαρκός»· ήτοι το σώμα και η ψυχή είναι εναντία πράγματα· διότι το μεν σώμα είναι γήϊνον, η δε ψυχή ουρανία· το μεν είναι φθαρτόν, η δε άφθαρτος· επιθυμεί πάντοτε το σώμα τα εναντία της ψυχής. Ποία; Την πολυφαγίαν, την πολυποσίαν, την αμαρτίαν, τα οποία είναι θάνατος νοητός της ψυχής· η δε ψυχή πάλιν αγαπά εγκράτειαν, νηστείαν, αρετάς, άτινα υπερβαρύνουσι την σάρκα. Επειδή επιθυμεί το εν τα εναντία του άλλου, ας αφήσωμεν λοιπόν το φρόνημα της σαρκός, η οποία είναι εχθρά εις τον Θεόν, ως διορίζει ο αυτός Απόστολος εν τη προς Ρωμαίους επιστολή, και ας αποκτήσωμεν τα συμφέροντα της ψυχής. Ταύτα τα πράγματα ας φροντίσωμεν να κατορθώσωμεν, τα οποία ουδέ μετά τον θάνατόν μας χάνονται. Ας ίδωμεν τους εμπόρους τι κάμνουσι· κινδυνεύουσι νύκτα και ημέραν, θάλασσαν πλέουσι πολλάκις και τρικυμίας φοβεράς υπομένουσι, δεν φοβούνται πως θα πνιγώσι, δεν συλλογίζονται πως θα αιχμαλωτισθώσιν. Άλλοι δε πάλιν εις την στερεάν πεινώσι, κακοπαθούσι, ψύχη και παγετούς υπομένουσι, την καύσιν του ηλίου δέχονται, τους κλέπτας και τους ληστάς αψηφούν και ταύτα πάντα υπομένουσι, μόνον δια να αποκτήσουν κέρδος πρόσκαιρον και φθαρτόν. Ημείς δε, οίτινες ελπίζομεν να κερδήσωμεν Βασιλείαν ουρανών αιώνιον, οίτινες θαρρούμεν να απολαύσωμεν τα αγαθά, «α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν»· δια ταύτα, είπατέ μοι, δεν πρέπει να υπομένωμεν πάσαν θλίψιν και στενοχωρίαν; Ναι, λέγομεν· και τον θάνατον, το βαρύτατον πράγμα, πρέπει να τον νομίζωμεν ως χαράν και αγαλλίασιν, μόνον να μη στερηθώμεν των αιωνίων αγαθών. Διότι και οι Άγιοι οι παλαιοί ούτως επολιτεύθησαν· οι Μάρτυρες, αυτόν τον σκοπόν έχοντες, υπέμειναν τας βασάνους· οι Όσιοι, αυτά συλλογιζόμενοι, ενήστευσαν και εταλαιπώρησαν την σάρκα. Αυτά και ημείς, ευλογημένοι Χριστιανοί, συλλογιζόμενοι νύκτα και ημέραν, ας σπουδάσωμεν να εκκόψωμεν τα θελήματα του σώματος και να αυξήσωμεν της ψυχής τα συμφέροντα, ίνα και της Βασιλείας των ουρανών επιτύχωμεν, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών. Ω η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ζ΄ (7η) Σεπτεμβρίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΣΩΖΟΝΤΟΣ.

Δημοσίευση από silver »

Σώζων ο Άγιος Μάρτυς κατήγετο από την Λυκαονίαν (ήτις είναι μέρος της Καππαδοκίας, ήτοι της Καραμανίας και νεύει προς Νότον κατά την Κιλικίαν), ακμάσας εν έτει σπη΄ (288), ωνομάζετο δε πρότερον Ταράσιος, αλλ’ αφού πιστεύσας εις τον Χριστόν έλαβε το θείον Βάπτισμα, ομού με τον προτερινόν του ασεβή βίον απέρριψε και το πρώτον του όνομα και μετωνομάσθη Σώζων. Έζη δε εις την περιφέρειαν εκείνην μετερχόμενος το έργον ποιμένος προβάτων. Αλλ’ όμως εγένετο συνάμα έκτοτε και ποιμήν ανθρώπων· διότι εις όσους τόπους μετέβαινε με το ποίμνιόν του ίνα βασκήση αυτό, εις όλους τους ανθρώπους, τους οποίους συναντούσεν, ωμίλει τον λόγον της ευσεβείας κηρύττων τα σωτήρια του Ευαγγελίου διδάγματα, και πολλούς από εκείνους κατώρθωνε δια της διδασκαλίας του να οδηγή εις την μάνδραν του Χριστού. Ήτο δε ο λαμπρός αυτός αριστεύς της θείας πίστεως ιλαρός μεν και γλυκύτατος κατά τον χαρακτήρα και πράος, έχων το θέλημά του εστηριγμένον εις τον νόμον του Κυρίου, και επάνω εις αυτόν εμελετούσεν ημέραν και νύκτα και με αυτήν την πολιτείαν και ζωήν του αληθώς ηξιώθη να απολαύση ο τρισμακάριος τον μακαρισμόν του Προφητάνακτος Δαβίδ. Με τοιαύτην όθεν ζωήν διήγε πάντοτε ο μακάριος Σώζων, και ούτως επολιτεύετο εν τω κόσμω· έτυχε δε μίαν φοράν με το ποίμνιόν του εις ένα μέρος όπου υπήρχε πηγή δροσερά, πέριξ δε αυτής βαθεία και άφθονος χλόη, εις την οποίαν άφησε το ποίμνιόν του να βοσκήση. Εκεί δε όπου εκάθητο προσέχων το ποίμνιόν του, ήλθεν εις αυτόν γλυκύτατος ύπνος, και συνάμα μία οπτασία, η οποία τον εθάρρυνε και τον ενίσχυεν έτι μάλλον προς την ευσέβειαν και τον έκαμε θερμότερον και του έδωσε πολύ θάρρος. Είτα δε η οπτασία εκείνη του απεκάλυψε και μίαν χάριν, ήτις έμελλε να έλθη άνωθεν εκ των ουρανών εις εκείνον τον τόπον. Ήκουσε δηλαδή φωνήν, η οποία του έλεγεν, ότι αυτός εδώ ο τόπος και η χώρα θα αποβή εις ωφέλειαν πολλών ανθρώπων, διότι εδώ θα εύρουν την σωτηρίαν των και θα δοξάζουν την Αγίαν Τριάδα. Εγερθείς δε εκ του ύπνου ο καλός εκείνος ποιμήν, ο μακάριος Σώζων, έρχεται εις την Πομπηϊούπολιν, και αφού παρετήρησε καλά και είδεν ότι η ασέβεια και η ειδωλολατρία ευρίσκετο εκεί εις μεγάλην ακμήν και αύξησιν, η δε Χριστιανική πίστις και ευσέβεια προς τον αληθινόν Θεόν ήτο όλως διόλου παρημελημένη και περιφρονημένη, δεν υπέμεινεν αυτό, και δεν εβάσταξεν η ψυχή του, αλλ’ αμέσως μία μεγάλη και οξυτάτη ορμή και προθυμία εισέδυσεν εις την καρδίαν του, και εις πόνος τόσον δριμύς τον εκυρίευσεν όλον, ώστε ελθών πλησίον εις τον ναόν εκείνων των ασεβών, εις τον οποίον ίστατο το χρυσούν άγαλμα, κατέθραυσεν αμέσως την χρυσήν δεξιάν χείρα του, και αφού την επώλησεν εις τους χρυσοχόους αντί μεγάλης αξίας, εμοίρασεν όλα τα χρήματα, τα οποία έλαβεν, εις τους πτωχούς και ενδεείς της πόλεως εκείνης. Εις την πράξιν ταύτην προέβη ο μακάριος Σώζων κρυφίως, χωρίς να τον αντιληφθούν διόλου οι νεωκόροι, οι οποίοι ιδόντες τον ακρωτηριασμόν του αγάλματος, ήρχισαν πάραυτα να συλλαμβάνουν πολλούς ανθρώπους αθώους, οίτινες δεν είχον διαπράξει το έργον αυτό, και τους έσυρον εις το δικαστήριον ως ενόχους της ιεροσυλίας δια να δικασθούν και τιμωρηθούν, τους οποίους εθεώρησαν ως πλέον μιαρωτάτους από τους κακούργους όλους, όσους είχον κεκλεισμένους εις το δεσμωτήριον, επειδή δήθεν είχον διαπράξει μίαν μεγάλην ιεροσυλίαν και είχον βλάψει του θεού των το άγαλμα. Δεν ήθελε δε ουδείς να έλθη εις βοήθειαν των δυστυχών εκείνων αθώων, αλλά και όσοι ήσαν φίλοι των τους απεστρέφοντο, και οι δεσμοφύλακες ακόμη· διότι με αυτόν τον τρόπον φερόμενοι οι ασεβείς εκείνοι άνθρωποι ενόμιζον ότι θα φανούν ευχάριστοι εις τον θεόν των, εάν με σκληρότητα ήθελον φερθή προς τους συλληφθέντας. Αλλ’ όμως ο γενναίος αθλητής Σώζων, επιθυμών να παρουσιασθή και να ομολογήση την ευσέβειαν, απολύση δε ούτω και σώση τους αθώους εκείνους ανθρώπους, οίτινες δεν ήξευρον οι ταλαίπωροι κανέν από τα συμβάντα, εμφανίζεται εις τους νεωκόρους και αναγγέλλει ότι αυτός είναι ο αυτουργός της πράξεως, δια της οποίας αφήρεσε την χρυσήν χείρα τού αγάλματος. Ακούσαντες αυτά οι νεωκόροι τον συνέλαβον αμέσως και τον έφεραν εμπρός εις τον ηγεμόνα της Κιλικίας Μαξιμιανόν, όστις εδείκνυε μεγάλην σπουδήν δια την αύξησιν και επικράτησιν της ασεβείας, εκτελών αυστηρώς το βασιλικόν διάταγμα, το οποίον είχεν εκδοθή εκείνας τας ημέρας. Ούτος είχε διατάξει να προσφέρουν μεγαλοπρεπή και πολυδάπανον θυσίαν εις το χρυσούν αυτό άγαλμα, το οποίον ετιμάτο εις την πόλιν εκείνην, θέλων με τούτο να φανερώση επιδεικτικώς εις το πλήθος την δεισιδαιμονίαν του, την οποίαν είχεν εις τα είδωλα, και να φανή με αυτόν τον τρόπον αρεστός εις τον βασιλέα. Καθίσας όθεν ο ηγεμών επί βήματος υψηλού, διέταξε να του παρουσιάσουν τον Μάρτυρα, προς τον οποίον με πάσαν σοβαρότητα και υπερηφάνειαν και με ένα πολύ υπερφίαλον βλέμμα λέγει· «Πως ονομάζεσαι, ποία είναι η θρησκεία σου και από ποίαν χώραν είσαι»; Ο δε Μάρτυς απήντησεν· «Οι μεν γονείς μου, όταν εγεννήθην, Ταράσιον με ωνόμασαν, αλλά εις το θείον Βάπτισμα με μετωνόμασαν Σώζοντα· πατρίς μου δε είναι η Λυκαονία, διότι εκεί εγεννήθην· εις δε την πίστιν είμαι Χριστιανός και τον Χριστόν μόνον τον αληθινόν Θεόν προσκυνώ και λατρεύω, ο οποίος έκτισε τον ουρανόν και την γην». Ηρώτησε τότε ο Μαξιμιανός· «Ποία αφορμή σε έφερεν εδώ εις αυτήν την πόλιν»; Απήντησεν ο Σώζων· «Ποιμαίνω μίαν ποίμνην προβάτων και περιέρχομαι τον τόπον προς βοσκήν αυτών· οποιονδήποτε δε μέρος με χλόην άφθονον και με ύδατα διαυγή, το οποίον να είναι κατάλληλον προς βοσκήν εύρω, εις κάθε καιρόν του χρόνου, εις αυτό οδηγώ και τα πρόβατά μου να βοσκήσουν». Λέγει ο Μαξιμιανός· «Πως ετόλμησες να διαπράξης μίαν τόσον μεγάλην ασέβειαν και να αφαιρέσης την δεξιάν χείρα του θεού»; Εις ταύτα αποκριθείς ο Σώζων είπεν· «Ότι μεν αυτό το οποίον έπραξα δεν είναι κανέν τολμηρόν έργον ούτε τις θα ήθελε το θεωρήσει ως έγκλημα, μού φαίνεται ότι και ο ιδικός σου θεός το μαρτυρεί· διότι αυτός ούτε καμμίαν οργήν έδειξεν εναντίον μου, όταν του αφήρεσα την χείρα, ούτε ομιλεί καν όλως ούτε αγανακτεί, διότι έπαθέ τινα δεινήν ύβριν και καταισχύνην· αλλ’ ούτε υβρισθείς εποίησε κακόν τι εις εμέ τον υβρίσαντα αυτόν· εάν δε ίσως επί τέλους ήθελε λάβει φωνήν, μου φαίνεται ότι αυτός περισσότερον θα εγκαλέση σάς και φανερά θα σας κατηγορήση, ότι αφήσατε τον Δημιουργόν των όλων και προς την άψυχον ύλην, λίθους και ξύλα και μέταλλα στραφέντες, αυτά νομίζετε θεόν και αυτά λατρεύετε, και εφάνητε τω όντι αχάριστοι και αγνώμονες προς τον ευεργέτην». Λέγει ο ηγεμών· «Εάν αληθινά θέλης, όχι μόνον να λάβης συγχώρησιν δι’ όπερ έπραξας, αλλά προσέτι και αμοιβάς μεγάλας, άφησε αυτάς τας φλυαρίας και σώσον, Σώζον, τον εαυτόν σου, ελθέ να προσκυνήσης τους θεούς». Ο δε Μάρτυς είπε· «Και πως δεν θα είμαι εγώ πολύ περισσότερον αναισθητότερος και από αυτόν τον θεόν σας, αφού θα προτιμήσω να τιμώ αυτόν, ο οποίος ούτε τον εαυτόν του δεν ηδυνήθη να υπερασπίση, όταν κατησχύνθη από εμέ; Ούτε καμμίαν φωνήν άφησε, ούτε επροσκάλεσε κανένα εις βοήθειάν του, ούτε εάν ήθελε πάθει και το πλέον από όλα αθλιώτερον ήτο ικανός να διαμαρτυρηθή. Πρόσεχε λοιπόν, ω ηγεμών, μήπως με το να τιμάς και να πλάττης και κατασκευάζης εκάστην ημέραν θεούς, και να μεταπλάττης άλλους, πρόσεξε, λέγω, μήπως ούτω πράττων, κάμνεις χειροτεχνίαν την δημιουργίαν των θεών». Τότε ο Μαξιμιανός, αναβράσας από τον θυμόν του, παρέδωκε τον Μάρτυρα εις πικράς τιμωρίας και φοβερά βασανιστήρια. Και κατά πρώτον μεν έξεσαν το σώμα του με σιδηρούς όνυχας· η δεινοτάτη δε αύτη βάσανος έφθανε μέχρι των οστών του Μάρτυρος, όστις επεκαλείτο την βοήθειαν και συμμαχίαν του Θεού, με μεγάλην ιλαρότητα και απάθειαν υπομένων την σκληράν αυτήν τιμωρίαν ωσάν να είχε το σώμα του από σίδηρον και διέμενεν απαθέστερος και από αυτούς ακόμη τους ξέοντας. Τότε ο Μαξιμιανός ήρχισε να μεταχειρίζηται άλλα διαφόρου είδους βασανιστήρια, και διέταξε να φορέσουν εις τον Αθλητήν υποδήματα, τα οποία είχον εντός καρφία σιδηρά και τον αναγκάζουν να βαδίζη. Εκείνος δε ο μακάριος, μη αισθανόμενος διόλου τον πόνον, έτρεχεν ως να επατούσεν επάνω εις ρόδα· και καθώς έβλεπε να τρέχουν από τους κατατρυπηθέντας πόδας του άφθονα αίματα, ενόμιζεν ο αοίδιμος ότι περιβρέχεται από κανέν ευχάριστον και γλυκύτατον ύδωρ, τους δε χλευασμούς του τυράννου και τους εμπαιγμούς των παρεστώτων εθεώρει ως ευφημίας του και εγκώμια, και εφαίνετο ότι είναι στολισμένος ο Αθλητής με το αίμα καλύτερον και ευμορφότερον από ό,τι ήτο εστολισμένος ο ηγεμών με την χλαμύδα του αξιώματός του. Είτα ήρχισε και ο ηγεμών να τον εμπαίζη και του έλεγεν· «Αύριον όταν θα εξέλθη η θεά, να παίξης τον αυλόν, ω Σώζον, και σου ορκίζομαι ότι αυτή η ιδία θα σε απαλλάξη ευθύς από πάσαν τιμωρίαν και ποινήν, και θα σε αθωώση από το έγκλημά σου, το οποίον εναντίον της διέπραξας». Προς ταύτα ο Μάρτυς απήντησε· «Συ μεν λέγεις αυτά εις εμπαιγμόν και χλεύην ιδικήν μου, με το να σε παρακινή εις αυτό ο κακός δαίμων, τον οποίον φέρεις εις τα σπλάγχνα σου· εγώ δε, γνώριζε, ότι μετά από το μεγάλον καλόν, το οποίον ηξιώθην να απολαύσω, το άγιον Βάπτισμα, έπαιξα με χαράν τον αυλόν μου εις ένα αγρόν όπου εσύναζα τα πρόβατά μου εις βοσκήν, καλέσας αυτά με του αυλού τον ήχον, και τώρα άδω τω Κυρίω άσμα καινόν, κατά τον Προφητάνακτα, με το οποίον ευαγγελίζομαι την σωτηρίαν όλων των ανθρώπων, την οποίαν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ωκονόμησε γενόμενος άνθρωπος, σταυρωθείς και αναστάς· η δε ιδική σου θεά θα ίσταται ως ο όνος έναντι του αυλού, κατά την παροιμίαν, με το να είναι όλως διόλου άψυχος και αναίσθητος». Ακούσας ταύτα ο Μαξιμιανός έγινεν όλως διόλου θηρίον από τον θυμόν του εναντίον του Μάρτυρος, και διέταξε να τον μαστιγώσουν σκληρότερα από πρωτύτερα τόσον, ώστε, ως είπε, να σαλευθούν αι αρθρώσεις και αι συνδέσεις των οστών του με την βάσανον ταύτην και να διαλυθούν άπασαι αι αρμονίαι του σώματός του, και να εκχυθούν τα εντόσθιά του όλα ως το ύδωρ. Έπειτα διέταξε με μίαν φοβεράν απειλήν να ανάψουν πυράν, εντός της οποίας να ρίψουν ό,τι λείψανον ήθελεν απομείνει από τα μέλη του μετά την σκληροτάτην μαστίγωσιν, δια να κατακαή και να μη απολαύση ούτε την ταφήν την οποίαν απολαμβάνουν κοινώς όλοι οι άνθρωποι. Ταύτα διέταξεν ο Μαξιμιανός και όλα εγένοντο· και με τας φοβεράς πληγάς, τας οποίας έδιδον οι δήμιοι εις τον Μάρτυρα με τας μάστιγας, έπιπτον αι σάρκες του εις τεμάχια και απεγυμνώνετο η εσωτερική του σώματός του διάπλασις, ώστε να φαίνωνται τα εντόσθιά του. Ο δε γενναίος του Χριστού Αθλητής εφαίνετο ωσάν να ευρίσκετο εντός ωραιοτάτου τινός κήπου ή χλοερού τινος λειμώνος κόπτων άνθη εαρινά· επάνω δε εις την χαράν αυτήν και αγαλλίασιν παρέδωκεν ο μακάριος την ψυχήν του εις χείρας του Θεού. Αμέσως δε ήναψαν οι δήμιοι την πυράν· και καθώς η φλοξ αυτής ανέβαινεν υψηλά, αίφνης μια φοβερά βροντή ηκούσθη, η οποία επροξένησε φρίκην εις τους παρεστώτας και τρόμον, και συγχρόνως μια δυνατή βροχή με χάλαζαν κατέπεσεν, η οποία τους δημίους διεσκόρπισε και εγένοντο άφαντοι. Οι δε φιλομάρτυρες και μάλιστα οι πλέον θερμότεροι και επισημότεροι από τους Χριστιανούς, ευρόντες ευκαιρίαν κατάλληλον, επειδή δεν τους ημπόδιζε κανείς πλέον ούτε τους έβλεπε, μετά πολλής χαράς περισυνέλεξαν τα μαρτυρικά λείψανα. Εις το διάστημα αυτό επήλθε πλέον και η νυξ· αλλά και τούτο ακόμη δεν έφερε κανέν εμπόδιον εις το ευσεβές έργον των· διότι ακριβώς δεν ήτο νυξ και σκότος η νυξ εκείνη, διότι φως λαμπρότατον λάμπον θαυμασίως διηυκόλυνε τους ευσεβείς εκείνους και ευλαβείς Χριστιανούς, ώστε να διακρίνουν τα εναπομείναντα μέλη του Μάρτυρος και ούτω πολύ εύκολα με αυτήν την φωταυγίαν εσύναξαν άπαντα, τα οποία μετά πολλής ευλαβείας και κατανύξεως έθαψαν λαμπρώς τη εβδόμη του Σεπτεμβρίου μηνός. Το δε φως εκείνο, το οποίον τους ωδήγησεν εις την συλλογήν των ιερών μελών, ήλθε και άνω του τάφου και παρέμεινεν έως ου γίνη η ταφή όλων των λειψάνων· μετά δε την ταφήν, η νυξ πάλιν έλαβε την φυσικήν της σκοτίαν. Και ούτω δι’ όλων αυτών των σημείων ανεκηρύχθη ο λαμπρός στεφανίτης και Αθλητής Σώζων, εις δόξαν του Θεού και Πατρός και του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και του Αγίου Πνεύματος της Παναγίας Τριάδος. Η πρέπει τιμή και κράτος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Η΄ (8η) η Γέννησις της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών ΘΕΟΤΟΚΟΥ και αειπαρθένου ΜΑΡΙΑΣ.

Δημοσίευση από silver »

Μαριάμ της Θεόπαιδος και Θεοτόκου τα άγια Γενέθλια εορτάζομεν σήμερον. Ταύτης ο πατήρ Ιωακείμ και η μήτηρ Άννα είλκον αμφότεροι το γένος από την βασιλικήν φυλήν του Δαβίδ· όθεν ήσαν και κατά το σώμα και κατά την ψυχήν ευγενέστατοι από όλους. Επειδή δε παρέμενον άτεκνοι και ωνειδίζοντο δια την ατεκνίαν των ταύτην, τούτου ένεκεν δεν έπαυον από του να προσφέρουν εις τον Θεόν διπλά τα δώρα των ως πλούσιοι και φιλόθεοι. Επειδή όθεν και οι δύο ελυπούντο δια το όνειδος της ατεκνίας, ο μεν Ιωακείμ επήγεν εις το όρος, η δε Άννα εισήλθεν εις τον κήπον και οι δύο ομού παρεκάλουν με δάκρυα τον Θεόν δια να χαρίση εις αυτούς καρπόν κοιλίας· δια τούτο και έτυχον του ποθουμένου, και εγέννησαν την Θεοτόκον Μαρίαν, την πάντων Αγίων Αγιωτάτην· και ούτω απέκτησαν μίαν καλλιτεκνίαν ασύγκριτον και εξοχωτάτην, ήτις υπερείχεν όλας τας καλλιτεκνίας των ανθρώπων· και μακάριοι όντες καθ’ εαυτούς δια την ενάρετον και θεοφιλή αυτών γνώμην, πολλώ μάλλον μακαριώτεροι έγιναν δια την ασύγκριτον χάριν και θείαν τεκνογονίαν ης ηξιώθησαν· επειδή από την ιδικήν των θυγατέρα, ήτοι την αειπάρθενον Μαριάμ, κατεδέχθη να γεννηθή ο Υιός του Θεού. Πως δε και η θεοπρομήτωρ Άννα κατήγετο από την βασιλικήν φυλήν του Δαβίδ λέγομεν με συντομίαν τα εξής: Εικοστός τρίτος από το γένος του Δαβίδ ευρίσκεται ο Ματθάν (ή ακριβέστερον ειπείν εικοστός έβδομος, κατά την γενεαλογίαν του Ευαγγελιστού Ματθαίου). Ούτος λοιπόν λαβών γυναίκα Μαριάμ την εκ της φυλής του Ιούδα καταγομένην, εγέννησεν υιόν τον Ιάκωβον, τον πατέρα Ιωσήφ του Μνήστορος, και τρεις θυγατέρας, Μαρίαν, Σοβήν και Άνναν. Και η μεν Μαρία γεννά Σαλώμην την μαίαν, η δε Σοβή γεννά την Ελισάβετ, η δε Άννα γεννά την Θεοτόκον· ώστε η Σαλώμη, η Ελισάβετ και η Θεοτόκος είναι εγγοναί μεν του Ματθάν και Μαρίας της γυναικός αυτού, πρώται δε εξαδέλφαι μεταξύ των.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Λόγος εις το Γενέσιον της Θεομήτορος.

Δημοσίευση από silver »

Τις αύτη η εκκύπτουσα ωσεί όρθρος; (Άσμα Ασμάτων 6, 10).

Και ποίος νους πλέον δύναται να εννοήση το μεγαλείον τής χαράς τής σημερινής εορτής; Ποία γλώσσα ημπορεί να διηγηθή το ύψος της Παρθένου, οπόταν το Πνεύμα το Άγιον δια να φανερώση το μέγεθος, την τιμήν, την καθαρότητα της σήμερον τικτομένης Μαριάμ, προβάλλει ωσάν με απορίαν ερωτηματικώς: «Τις αύτη η εκκύπτουσα ωσεί όρθρος;» Ποίος νους, λέγω, δύναται να εννοήση τους προσήκοντας ύμνους της Παρθένου, οπόταν ιλιγγιά εις το να υμνή την Θεοτόκον και ο υπερκόσμιος και Αγγελικός νους; Ποία γλώσσα ημπορεί να είπη τους πρέποντας της Παρθένου επαίνους, οπόταν ορώμεν ως ιχθύας αφώνους εις το ύψος της Θεοτόκου και τους πολυφθόγγους ρήτορας; Φθάνει η γραφική αυτή απορία, οπού φανερά ερμηνεύει, ότι τούτο είναι υπέρ δύναμιν, διότι τούτο είναι το έθος της Γραφής εις τα δυσνόητα και υψηλά. Όθεν και δια τον Χριστόν έλεγεν ο Δαβίδ: «Τις ούτος ο Βασιλεύς της δόξης;» Και ο Ησαϊας: «Τις ούτος ο παραγενόμενος εξ Εδώμ, και ίνα τι ερυθρά αυτού τα ιμάτια;» Και δια την Μετάστασιν της Θεοτόκου λέγεται εις το Άσμα: «Τις αύτη η αναβαίνουσα εκ της ερήμου;» Και εις το Ευαγγέλιον: «Πως έσταί μοι τούτο επεί άνδρα ου γινώσκω;» και όσα τοιαύτα υπάρχουν εις την Γραφήν. Αρκεί, λέγω, η ερώτησις αύτη να σε χειραγωγήση, ότι το Πνεύμα το Άγιον εις το Άσμα με την Σολομώντειον γλώσσαν διδάσκει δια του ερωτηματικού αυτού, ότι ουδείς ισχύει κατ΄ αξίαν να επαινέση την Θεοτόκον ως Μητέρα Θεού γενομένην. Αρκετός ο έπαινος και υπέρ άπαντα νουν Αγγελικόν και ουράνιον είναι, να λέγης την Μαριάμ πως είναι Μητέρα Θεού, όνομα είναι αληθώς το υπέρ παν όνομα, δια να είπω ούτω, να ειπής την Μαριάμ, ότι εχρημάτισε Θεοτόκος. Διότι με τούτο μόνον έπλεξες τον μεγαλύτερον έπαινον, τίτλον τε και στέφανον των επαίνων, με τούτο έδειξες την Παρθένον υπερτέραν, με το να εστάθη Θεοτόκος και Μήτηρ Θεού, όχι μόνον των ανθρώπων, αλλά και όλων των Αγγελικών ταγμάτων. Ας καταισχυνθώσι λοιπόν οι Λούθηροι, οίτινες με απύλωτον στόμα δεν μεγαλύνουσι την Θεοτόκον. Ας αισχυνθώσιν οι Καλβίνοι, ότι με αυθάδειαν κινούσι βλάσφημον γλώσσαν κατά της Μητρός του Θεού. Ας κατακριθώσιν μετά του βλασφήμου και αιρετικού Νεστορίου, και των ομοίων εκείνου τε και αυτών. Ημείς δε μετά χαράς πνευματικής επιτελούντες τας εορτάς της Μητρός του Θεού, και Μητρός μας πάντοτε, είπωμεν και σήμερον με την Αγίαν μας Εκκλησίαν, ευφραινόμενοι εις το ιερόν της Παρθένου Γενέσιον: «Η Γέννησίς Σου Θεοτόκε χαράν εμήνυσε πάση τη οικουμένη», διότι χαράς πρόξενος είναι η υπόθεσις, ότι Μήτηρ Θεού χρηματίσασα, υπερέχει ουράνια και επίγεια, διότι η Μήτηρ του Θεού, Αγγέλων τε και ανθρώπων υπέρκειται. Όθεν και με ευλαβητικήν καρδίαν ας την ασπασθώμεν, όχι με λόγια ιδικά μας, αλλά με την Αρχαγγελικήν εκείνην λέγοντες φωνήν: «Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία, ο Κύριος μετά Σου» και τα επόμενα. «Τις αύτη η εκκύπτουσα ωσεί όρθρος;» Δόγμα πίστεως είναι ότι μόνος ο Υιός και Λόγος του Θεού, θελήσας να γίνη άνθρωπος δια να σώση τον άνθρωπον, εγεννήθη εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου· το οποίον μας διδάσκει φανερά εις το γ΄ άρθρο το άγιον Σύμβολον, το οποίον υπό των επτά Αγίων και Οικουμενικών Συνόδων εδέχθη, και υπό πάσης της Ορθοδόξου Εκκλησίας αναγινώσκεται καθ΄ εκάστην παρρησία ακαινοτόμητον. Οι δε λοιποί πάντες άνθρωποι (χωρίς του θεοπλάστου Αδάμ και της Εύας), είτε εξ επαγγελίας γεγεννημένοι, είτε εκ νηδύος στειρωτικής, εξ ανδρός και γυναικός είναι, κατά τους όρους της φύσεως· όθεν ως εκ συναφείας σαρκικής και ροής ενηδόνου γεννηθέντες, ένοχοι είμεθα πάντες, τω και ακουσίως επισυρομένω τω γένει προπατορικώ αμαρτήματι· επειδή, κατά την Γραφήν, μόνος αναμάρτητος ο Θεός, πάντες δε ημείς εν τω Αδάμ ημάρτομεν. Διο και ο Απόστολος έλεγε προς Ρωμαίους· «Πάντες εν τω Αδάμ ήμαρτον». Όθεν ουδέ η Θεοτόκος, κατά φύσιν γεννηθείσα εξ Ιωακείμ και Άννης, ας μη κριθή ποτέ αμέτοχος του γενικού τούτου προπατορικού πλημμελήματος, καν οι εναντίοι εν προσχήματι ευλαβείας διαρραγώσι, και βίβλους νοθεύσωσι, ρητά παρερμηνεύοντες της Γραφής· αμέτοχος δε του προαιρετικού αμαρτήματος, διο και άμωμος λέγεται. Μόνος όθεν ο Θεάνθρωπος Ιησούς είναι αναμάρτητος· πάντες δε οι άλλοι άνθρωποι, οποίοι αν είναι, μολονότι και ως μη πρακτικώς αμαρτήσαντες, είναι μεν ακατηγόρητοι όπωσδήποτε δια το ακουσίως εις ημάς επιγινόμενον έγκλημα του Προπάτορος, ένοχοι όμως ως γεγεννημένοι εκ φυσικής συναφείας ανδρός και γυναικός· και τούτο είναι το του Δαβίδ, «Ιδού γαρ εν ανομίαις συνελήφθην», δια να μη λέγω τα προσωπικά αμαρτήματα, εκ των οποίων η Παρθένος τυγχάνει αμέτοχος. Αλλά δεν αναπαύονται εις τα θειωδώς παραδιδόμενα οι νεώτεροι, δεν είναι της Ορθοδόξου γνώμης οι Λατίνοι, δεν στέργουσι την αρχαίαν της Εκκλησίας παράδοσιν οι δυτικοί· αλλ΄ ως καινοτόμοι πλάττουσι και εδώ με το σκότος σκοτεινά εφευρήματα, παρερμηνεύουσι με τους σχολαστικούς των τα της Γραφής, και σοφιστικώς μάλλον αγωνιζόμενοι, ή Ευαγγελικώς, λέγουσι, μολονότι είμεθα ακατηγόρητοι ημείς δια το ακουσίως εις την φύσιν ημών επισυρόμενον γενικώς και καθολικώς προκατορικόν έγκλημα, ως των «Ουκ εφ’ ημίν», (διότι τα της προαιρέσεως μόνον «Εφ’ ημίν»· όθεν και κατηγορίας είμεθα άξιοι δια τα προαιρετικά αμαρτήματα, ως ιδικά μας, το δε προπατορικόν και μη θελόντων ημών φυσικώς επιγίνεται διο ουδέ «Εφ’ ημίν»), πλην αμέτοχος, λέγουσιν, είναι και τούτου η Παρθένος δια της θείας Χάριτος, καίτοι γεγεννημένη εξ Ιωακείμ και της Άννης. Ταύτα τινές των Λατίνων με υποκριτικήν ευλάβειαν δογματίζουσι, φαίνονται όμως και άλλοι από τους ιδίους να αναιρώσιν εκείνους· ιδού ότι το κακόν τούτο είναι και προς εαυτό πολέμιον. Η Ανατολική όμως Εκκλησία, η Αποστολική και Ορθόδοξος, αποστρέφεται την εν προσχήματι ευλαβείας καινοτομίαν των Λατίνων· δεν δέχεται τους αλογίστους των σχολαστικών συλλογισμούς· (διότι ουδέ ευλάβεια τούτο ή έπαινος είναι της Παρθένου, ίνα και Θεόν αυτήν ονομάση τις τολμηρώς και μη άνθρωπον), φυλάττουσα δε την αρχαίαν παράδοσιν, ασφαλίζεται τα ίδια τέκνα με τον λόγον του Αποστόλου· «Ει τις ευαγγελίζεται ημίν παρ’ ο παρελάβετε, ανάθεμα έστω». Λέγει δε και προς τον Λατίνον· «Εκ του στόματος σου κρινώ σε, πονηρέ δούλε». Ανίσως και το έγκλημα του Προπάτορος, ως ακουσίως επισυρόμενον εις την φύσιν είναι εις ημάς ακατηγόρητον, καθώς μόνος είπας, ως των «ουκ εφ’ ημίν»· δι’ ο ουδέ την προς Αβραάμ και Μωϋσήν και τους άλλους του Θεού φιλίαν εκώλυεν, ως φυσικόν και ουχί των «Εφ’ ημίν». Ποίον όθεν τούτο ήθελε προσάψει μώμον εις την εξ Ιωακείμ και Άννης γεγεννημένην Παρθενομήτορα Κόρην γενικόν υπάρχον και ουχί ειδικόν, ή προσωπικόν, οπότε άψογον τούτο ως είπας και ακούσιον; Δια τούτου μάλιστα του καινοτομήματός σου, νεωτεριστά, προσάγεις κατηγορίαν αντί επαίνου εις την Παρθένον και μώμον εις την άμωμον Κόρην, επειδή το παν αποδίδεις εις την Θείαν Χάριν και ουχί και εις την ιδίαν αρετήν και αυτοπροαίρετον γνώμην της Αειπαρθένου· ήτις ουχί κατά Χάριν μόνην Θείαν (δεν είναι προσωπολήπτης ή άδικος ο Θεός, μη γένοιτο), αλλά και δια την υπερβάλλουσαν αυτής αρετήν, την οποίαν είχε καθ’ υπεροχήν των άλλων, ηξιώθη η Παρθένος να γίνη τοιαύτη, Μήτηρ Θεού δηλαδή, προκαθαρθείσα εκ Πνεύματος Αγίου ψυχή τε και σώματι. Περί τούτου ο Θεολόγος Γρηγόριος λέγει· «Άνθρωπος Θεός κυηθείς εκ Παρθένου, και ψυχήν και σάρκα προκαθαρθείσης τω Πνεύματι». Όθεν και ο Άγγελος είπε· «Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί Σε»· δια του τεχθέντος Χριστού εφάνη, κατά τον Χρυσόστομον, πάσης κτίσεως υπερτέρα και τιμιωτέρα. Όθεν ο Μάξιμος εν τω περί προσλήψεως λόγω αυτού είπε· «Τούνομα κεχαριτωμένη το ρηθέν παρά του Αγγέλου, την οργήν απώσασθαι, και την ευλογίαν προξενήσαι». Ο δε Αυγουστίνος εις το βιβλίον β’ περί των μισθών των αμαρτημάτων, Κεφ. κδ’, είπε περί του Χριστού· «Μη λαβείν σάρκα αμαρτίας, αλλ’ εκ της μητρώας σαρκός της αμαρτίας, της αναμαρτήτου δια του ασπασμού». Τα αυτά είπον και ο Ιεροσολυμίτης Χρύσιππος, και ο θείος Χρυσόστομος· «Επί του ασπασμού λυθήναι το της λύπης αντίθετον». Ο δε Κυπριανός και ο Ιεροσολύμων Κύριλλος εις την ιζ΄ κατήχησιν «Επί της συλλήψεως του Χριστού, λυθήναι από της αρχεγόνου πλημμελήσεως την Παρθένον». Και Γεώργιος ο Κορέσιος είπε· «Σελήνη πάμφωτος, επιδεκτική της ηλιακής αγλαϊας και μαρμαρυγής, η Παρθένος, λειψοφωτούσα προ του ασπασμού, και πάμφωτος επί της συλλήψεως». Άμωμον δε καλεί ο Δαμασκηνός, και ο θείος Σωφρόνιος δια τα προσωπικά αμαρτήματα, δια τα οποία η Παρθένος ήτο όλως ανεπήβολος και προ της συλλήψεως. Και ήλιος δε προς ημάς λέγεται η Παρθένος, επί θείου φωτισμού και μεγάλων δωρεών δι’ ης ηξιώθη το ανθρώπινον γένος, και ως εγείρουσα τα έθνη εκ του ύπνου της αγνωσίας. Όρθρος δε αύτη λέγεται, ως ότε ετέχθη εκ της Άννης· διο και λέγει· «Τις αύτη, η εκκύπτουσα ωσεί όρθρος»; Τα οποία πάντα ευρήσεις πλατύτερον εις τον Κορέσιον. Η Παρθένος όθεν, ως Θεομήτωρ, εξόχως των άλλων απασών τιμητέα και θαυμαστέα, και υπερδούλω προσκυνήσει προσκυνητέα υπάρχει. Εάν δε είναι δούλη Κυρίου, είναι όμως και Μήτηρ Θεού. Μολονότι και ο Λατίνος, δια να συστήση ποτέ την υπεροχήν του Πάπα του, δεν εντρέπεται ουδέ το ύψος της Παρθένου, δεν ευλαβείται ο αναιδής την Μητέρα του Θεού, αλλά με τολμηράν γλώσσαν λέγει πως ο Πέτρος, ως κεφαλή της Εκκλησίας, υπερείχε της Παρθένου ζώσης, και ο Κλήμης, ως διάδοχος Πέτρου, υπερείχε του Θεολόγου Ιωάννου ζώντος, επειδή ήσαν εις την Εκκλησίαν που φαντάζεται υποκείμενοι. Άπαγε της βλασφημίας και λατινικής ατοπίας! Διότι η Θεοτόκος πάσης υπέρκειται κτίσεως ως Θεού Μήτηρ. Ω της ματαιοφροσύνης σου αληθώς σχολαστικέ, ω της παραπληξίας σου καινοτόμε! Οπότε και αυτός εαυτόν αναιρείς, εναντία δογματίζων, πότε εν προσχήματι ευλαβείας λατινίζων όλως, πότε πάλιν λατινοκαλβινίζων με εωσφορικήν αλαζονείαν, η, ως συμπεραίνω, ένας νεωτερίζων και συ φαινόμενος, δογματίζεις όπερ και θέλεις. Και λοιπόν αυτή η νέα άπιστος πίστις έχει θεμέλιον το αυτεξούσιον, το θέλημά του φρονεί δόγμα εκείνος ο νέος ασεβής· δια τούτο και Εβραίους, και Οθωμανούς, και Καλβίνους, και Αρμενίους, και Λατίνους δέχεται, και αυτούς ακόμη τους αθέους. Και μολονότι από φόβον δεν λέγουσιν οι φραμασόνοι ουδέν εναντίον βασιλέως, ουδέν εναντίον θρησκείας, πλην ούτε εξουσίαν στέργουσιν, ούτε Εκκλησίαν δέχονται, ούτε Γραφήν πιστεύουσι· διότι εμποδίζεται το αυτεξούσιόν των, κόπτεται με τους νόμους το θέλημά των. Η κορωνίς της κακίας τούτων είναι κρύφιος, επειδή η δυσσεβής αυτών επικούρειος πίστις, ως μυστήριον μέγα φυλάττεται άγνωστον εις άλλους και εις πολλούς εξ αυτών· ολίγοι δε γνωρίζουσι τα βάθη της μιαρότητος αυτών, πλήθη τούτων όμως άπειρα, πανταχού της Δύσεως, οι πλείονες δια περιέργειαν απατώνται· κι ίσως ο τοιαύτα λέγων Λατίνος να είναι γόνος της νέας απίστου των φαρμασόνων πίστεως. Ούτως ούτε τι λέγουσιν οι Λατίνοι γνωρίζουσιν· άπαξ εκτραπέντες της αληθείας και ως εν σκότει περιπατούντες, δεν γνωρίζουσι που υπάγουσι· και ουδέν θαυμαστόν αφού και εις αυτήν την Θεότητα βλασφημούσι, το Πανάγιον Πνεύμα δια της καινοτομηθείσης παρ’ αυτών διαρχίας σμικρύνοντες, και τον Χριστόν αυτόν εις ουρανόν περικλείοντες, δια την εξουσίαν του Πάπα, μολονότι διακηρύττει εις το Ευαγγέλιόν του· «Εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης»· και αρπάσαντες εκ των παντοκρατορικών χειρών του Θεού τας κλεις του άδου και του θανάτου, κατά το εις την Αποκάλυψιν γεγραμμένον, τας ενεχείρισαν εις τον Πάπαν των, ίνα εισάγη εις άδην και εξάγη εκείνους τους οποίους θέλει, ως πάντα δυνάμενος, καθώς φλυαρούσι. Συγχωρήσατέ μοι δια ζήλον εις τοιαύτα ελθόντα, ουχί κατά ρήτορας· αφήσαντες δε τους Λατίνους, ως δια την υπερηφάνειάν των πάντη αδιαρθώτους, κατά τον θείον Κυπριανόν και τον Ιεροσολυμίτην Κύριλλον, συν τω Θεολόγω και ιερώ Χρυσοστόμω, είπωμεν μετά του Μαξίμου, ότι η Παρθένος επί του Αρχαγγελικού ασπασμού ελύθη από της αρχεγόνου πλημμελήσεως, δι του επελθόντος, συν τω λόγω του Αγγέλου, Παναγίου Πνεύματος. Και τούτο ψάλλει ως εκ μέρους της η του Θεού Εκκλησία εις εν τροπάριον του Ευαγγελισμού με την γλώσσαν του μελωδού Ιωάννου, «Ψυχήν ήγνισε και σώμα καθηγίασεν η επέλευσις του Παναγίου Πνεύματος, ναόν ειργάσατο χωρητικόν με Θεού», και τα ακόλουθα. Άμωμος δε είναι κατά τα προσωπικά αμαρτήματα, και προ της συλλήψεως και του ασπασμού. Και λοιπόν, ας ίδωμεν τα της εορτής εις το εξής, ίνα μη πολυλογώμεν πλέον εις αυτά, και ας κατανοήσωμεν εκ των Γραφών, κατά το δυνατόν, «Τις αύτη η εκκύπτουσα ωσεί όρθρος»; Τούτο ζητείς, ω ακροατά, και όμως τούτο να γνωρίσης κατά πλάτος αδύνατον. Αύτη λοιπόν είναι η εκλελεγμένη εκ πασών των γενεών, δια να είπω ολίγα προς παραμυθίαν σου, εις κατοικητήριον του Παντάνακτος Θεού. Αυτό το θεοχαρίτωτον βρέφος, η σήμερον, λέγω, γεννηθείσα Μαριάμ, είναι εκείνη ήτις έχει να μας δώση την χαράν, αντί δια την λύπην, την οποίαν μας επροξένησεν η Εύα. Αυτής πρέπει το όνομα εκείνο το οποίον είπεν εις την Εύαν ο Αδάμ, ονομάσας αυτήν ζωήν· «Ότι αύτη Μήτηρ πάντων των ζώντων»· και όμως εκείνη τον θάνατον έφερεν εις το γένος δια της παρακοής, η δε Παρθένος επροξένησε την αθανασίαν δια της υπακοής εις το ανθρώπινον γένος· όντως ζωή, ως Μήτηρ πάντων των κατά Χριστόν ζώντων. Αύτη επλήρωσεν εις τον νέον Αδάμ τον Χριστόν, εκείνο όπερ εχρεώστει η Εύα εις τον παλαιόν Αδάμ· όπως δε εκ της πλευράς του Αδάμ έγινεν η Εύα δίχα μέσου της γυναικός, ούτως εκ των καθαρωτάτων της Παρθένου αιμάτων έλαβε δίχα μεσιτείας ανδρός την σάρκα ο Υιός του Θεού, χρηματίσας αυτός τη σαρκί υπόστασις, εις και ο αυτός τέλειος εν Θεότητι, και τέλειος εν ανθρωπότητι γνωριζόμενος, πλην της αμαρτίας. Και ώσπερ εκ της πλευράς του Αδάμ παραχθείσης της Εύας σώος εφυλάχθη ο Αδάμ, ούτω και του Δεσπότου Χριστού γεννηθέντος εκ της Παρθένου Μαρίας, πάλιν η Μαριάμ Παρθένος διέμεινεν. Όντως ευλογημένη Συ εν γυναιξί, επειδή έγινες δια των πέντε αισθήσεων, με την ορθήν κρίσιν εξ γενομένων, μεθ’ ων εφύλαξας τας δέκα εντολάς ακριβώς και με τελειότητα, αίτινες εξαπλασιαζόμεναι, τον εξήκοντα αριθμόν αποτελούσι, κατά τον ιερόν Θεοδώρητον· έγινες, λέγω, εκείνη η περικυκλουμένη κλίνη του Σολομώντος, από τους εξήκοντα νοουμένους δυνατούς, κλίνη αληθώς μυστική, εις την οποίαν ανεπαύθη ο ειρηνικός Σολομών, ήτοι ο Χριστός. Όντως κεχαριτωμένη, επειδή ως άλλη μυστική Κιβωτός εφάνης, το γένος των ανθρώπων από τον κατακλυσμόν της αμαρτίας δια του νοητού Νώε, του Θεανθρώπου Σωτήρος μας και Υιού Σου σώζουσα, και πλέον δεν καταντώμεν εις άδην, αλλ’ εις τον ουρανόν, εις τον οποίον πρόδρομος υπέρ ημών εισήλθε Χριστός, κατά τον θείον Απόστολον. Τις αύτη, ερωτάς να μάθης, η εκκύπτουσα ωσεί όρθρος; Μάθε από αυτήν την συνέχειαν της Γραφής, ότι είναι αυτή, λέγει, καλή ως η σελήνη, εκλεκτή ως ο ήλιος. Αυτό το θεοχαρίτωτον βρέφος, η Μαριάμ, είναι εκείνη όπερ περιγράφει από κεφαλής έως ποδών εις το Άσμα το Πνεύμα το Άγιον. «Η κεφαλή σου, λέγει δι’ Αυτήν, επί σε ως Κάρμηλος· οι οφθαλμοί σου περιστεραί· ως σπαρτίον κόκκινον χείλη σου, και η λαλιά σου ωραία· τράχηλός σου ως ορμίσκος, και κηρίον αποστάζουσι τα χείλη σου νύμφη, μέλι και γάλα υπό την γλώσσαν σου· οι μαστοί σου αγαθοί υπέρ οίνον, και η κοιλία σου ως θημωνία σίτου πεφραγμένη εν κρίνοις». Και τι τα πολλά; Οπόταν και δια τα φορέματα αυτής λέγεται· «Οσμή των ιματίων σου υπέρ πάντα αρώματα». Και δια να μη πολυλογώ εις τα κατά μέρος· «Ιδού καλή η πλησίον μου», λέγει ο νυμφίος προς αυτήν· «Ιδού ει καλή, όλη καλή, και μώμος ουκ έστιν εν σοι». Εγνώρισας τώρα τούτο το τρυφερόν βρέφος, πως η Θεία Πρόνοια απέδειξε σκήνωμα όλων των χαρίτων, και πολυσύνθετον των αρετών συνάθροισμα; Ήκουσες περιγραφήν θαυμαστήν της αρτιτόκου αυτής κόρης; Όμως αν εξετάσης ακόμη τα περί αυτής προφητευόμενα, και όσα άλλα ελαλήθησαν δι’ αυτήν την χρηματίσασαν Μητέρα του Θεού ημών, ποίος άραγε θέλεις γίνει, όταν φαίνεσαι να απορής εις τα παραμικρά; Και λοιπόν αν με ερωτάς· «Τις αύτη η εκκύπτουσα ωσεί όρθρος»; Σοι λέγω, πως είναι εκείνη όπου λέγει ο νυμφίος εις το Άσμα· «Ως κρίνον εν μέσω ακανθών, ούτως η πλησίον μου αναμέσον των θυγατέρων». Αν ερωτάς· «Τις αύτη η εκκύπτουσα ωσεί όρθρος; Καλή ως η σελήνη, εκλεκτή ως ο ήλιος, θάμβος ως τεταγμένη», αποκρίνομαι, ότι αύτη είναι όπου καλεί ο νυμφίος λέγων· «Ελθέ η πλησίον μου, καλή μου περιστερά μου», αυτή είναι εκείνη οπού λέγει ο νυμφίος· «Κήπος κεκλεισμένος, αδελφή μου, νύμφη, κήπος κεκλεισμένος, πηγή εσφραγισμένη», αυτή είναι η καλή εν γυναιξίν, αυτή και το χωρίον, ο εποίησεν εαυτώ ο βασιλεύς Σολομών. Τις αύτη, ακόμη αν ζητής να μάθης, η εκκύπτουσα ωσεί όρθρος; Μάνθενε από τους λόγους τους οποίους έγραψεν εις το Άσμα το Πνεύμα το Άγιον, ότι αυτή είναι εκείνη περί της οποίας λέγει ο νυμφίος· «Μία εστί περιστερά μου, τελεία μου, μία εστί τη μητρί αυτής, εκλεκτή τη τεκούση αυτήν, είδοσαν αυτήν θυγατέρες και εμακάρισαν αυτήν· βασίλισσαι και γε παλακαί αινέσουσιν αυτήν». Έμαθες τώρα τις αύτη η κεχαριτωμένη κόρη και εν γυναιξίν ευλογημένη; Αυτή είναι η μετά της λέξεως κατ’ εξοχήν Παρθένος δια το υπερβάλλον της καθαρότητος. Και ας μαρτυρήση τούτο ο ουρανός όλος, και όλη η γη, το λαμπρόν όμμα της ημέρας ο ήλιος, και ο καθαρός οφθαλμός της νυκτός η σελήνη, και ο σύμπας κόσμος, αισθητός, λέγω, και νοερός· ας είπωσιν, αν εγνώρισαν άλλην μίαν τοιούτου είδους Παρθένον, τοιαύτην καθαράν και άμωμον· ποτέ, ποτέ, ούτε είδον, ούτε θέλουσιν ιδεί. Όθεν και έγραψεν εις το Άσμα το Πνεύμα το Άγιον· «Μία μόνη εστίν η αληθινή μου, περιστερά μου, τελεία μου». Χαίρε λοιπόν Αειπάρθενε Κόρη, ότι Συ εφάνης των Προφητών το κήρυγμα, και των προφητευομένων πλήρωμα και σφράγισμα, Συ των Αποστόλων κλέος, των Μαρτύρων εγκαλλώπισμα, των Ιεραρχών καύχημα, των Οσίων και Δικαίων η δόξα και το σεμνολόγημα, και πάντων των ευσεβών παρηγορία και βοήθεια· Σε υμνούσιν Άγγελοι, Σε δοξάζουσιν άνθρωποι, Σε η άνω και κάτω Εκκλησία ευφημεί, Σε οι Προφήται και θεόσοφοι Διδάσκαλοι ακαταπαύστως εγκωμιάζουσι, την όντως μακαρίαν, την όντως ευλογημένην και κεχαριτωμένην. Χαίρε Μαρία, ο έμψυχος ναός του Θεού, το αστραπηφόρον άρμα και πυρίμορφον του Λόγου του Θεού όχημα. Χαίρε Μαρία, το φωτοφόρον Θεού παλάτιον, η χρυσοπόρφυρος κλίνη και παστάς αγλαόμορφος. Χαίρε Μαρία, ο θρόνος του Θεού ο σαπφειροφαίδιμος και ηλιοστάλακτος, το δοχείον του αστέκτου και χωρίον του απείρου. Χαίρε Μαρία, το θεότευκτον άγαλμα του Αγίου Πνεύματος, ο ανθευωδέστατος των αρετών παράδεισος, και της παρθενίας το μέγα κειμήλιον. Χαίρε Μαρία, ο θησαυρός των χαρίτων του Πνεύματος, ο χρυσοπλοκώτατος πύργος, και η δωδεκάτειχος πόλις της άνω Ιερουσαλήμ. Χαίρε Παρθένε, η καθέδρα του βασιλέως, η Μήτηρ του Θεού και Παρθένος, το ακατανόητον θαύμα, και θαύμα όντως καινότατον. Χαίρε Παρθένε, ότι δεδοξασμένα αληθώς ελαλήθη περί Σου· διότι Σε είδεν ως Κλίμακα ο Ιακώβ, εις την οποίαν επεστηρίζετο ο Κύριος. Χαίρε Παρθένε, ότι Σε προείδεν ως Βάτον καιομένην και μη καταφλεγομένην ο Μωϋσής, διότι εβάστασας εις την κοιλίαν Σου το πυρ της Θεότητος, ή να ειπώ καλλίτερα, αυτόν τον Υιόν του Θεού αβλαβώς. Χαίρε Μαρία, διότι Συ είσαι η Αγία Γη εκείνη, δια την οποίαν είπεν ο Θεός εις τον Μωϋσήν, το· «Λύσον το υπόδημα εκ των ποδών σου, ο γαρ τόπος, εφ’ ον συ έστηκας, Γη Αγία εστί»· και η Γη εκείνη την οποίαν είπεν ο Δαβίδ· «Και η Γη ημών δώσει τον καρπόν αυτής»· και η Γη ακόμη εκείνη, εις την οποίαν εφάνη ο Θεός κατά τον Ιερεμίαν εις τον Βαρούχ· «Ούτος ο Θεός ημών, ου λογισθήσεται έτερος προς αυτόν»· μετά δε ταύτα· «Επί της Γης ώφθη»· και ο Ησαϊας· «Πλήρης πάσα η Γη της δόξης Αυτού». Χαίρε Μαρία, ότι Σε προεδήλου η Ράβδος του Ααρών η βλαστήσασα· και Συ είσαι εκείνη η Ράβδος περί της οποίας λέγει ο Ησαϊας· «Εξελεύσεται Ράβδος εκ της ρίζης Ιεσσαί, και άνθος εκ της ρίζης αναβήσεται». Χαίρε Μαρία, ότι Σε προεδήλου ο ένδροσος Πόκος του Γεδεών. Χαίρε Μαρία, η εν γυναιξίν ευλογημένη, διότι Σε είπεν ο Αββακούμ· «Όρος δασύ και κατάσκιον» δια τας αρετάς Σου, και τα πνευματικά χαρίσματα. Και ο Δανιήλ Σε προείπεν· «Όρος αλατόμητον, εξ ου ετμήθη Λίθος άνευ χειρός», ο Χριστός δηλαδή δίχα σποράς ανδρός. Και ο Ησαϊας μεγαλοφώνως, Όρος Σε προεκήρυξε λέγων· «Έσται εν ταις εσχάταις ημέραις εμφανές το Όρος Κυρίου». Χαίρε Μαρία, η εν γυναιξίν ευλογημένη, ότι Σε Πύλην κεκλεισμένην δια το αειπάρθενον προέφη ο Ιεζεκιήλ· «Η Πύλη αύτη κεκλεισμένη έσται, ουκ ανοιχθήσεται, και ουδείς ου μη διέλθη δι’ αυτής»· ως γαρ προ τόκου, ούτω και εν τόκω, και μετά τόκον Παρθένος διέμεινες. Χαίρε Μαρία, η εν γυναιξίν ευλογημένη, ότι Σε προείδεν ο Ησαϊας Τόμον καινόν· «Και είπε Κύριος προς με· λάβε σεαυτώ Τόμον καινόν μέγαν, και γράψον εις αυτόν γραφίδι ανθρώπου, του οξέως προνομήν ποιήσαι σκύλων». Χαίρε Μαρία, η εν γυναιξίν ευλογημένη, ότι Σε προείπεν ο αυτός Προφήτης Παρθένον· «Ιδού η Παρθένος εν γαστρί λήψεται». Χαίρε, ότι Σε προείπεν ο αυτός Ησαϊας Βίβλον εσφραγισμένην δια την μεγάλην σου καθαρότητα· «Και δοθήσεται το Βιβλίον το εσφραγισμένον τούτο ανθρώπω επισταμένω γράμματα και ερούσιν αυτώ, ανάγνωθι ταύτα, και ερεί· ου δύναμαι αναγνώναι· εσφράγιστα γαρ». Χαίρε Μαρία, ότι Σε ο αυτός Ησαϊας προείπε κούφην Νεφέλην, λέγων· «Ιδού Κύριος κάθηται επί Νεφέλης κούφης». Και πάλιν ο αυτός Προφήτης Σε είπε Προφήτιν· «Και προσήλθον, λέγει, προς την Προφήτιν· και εν γαστρί έλαβε». Χαίρε Μαρία, η εν γυναιξίν ευλογημένη· ότι Σε ο Ιεζεκιήλ είπεν Οίκον πεπληρωμένον της δόξης του Θεού· «Και είδον και ιδού πλήρης δόξης ο Οίκος Κυρίου». Και ο Ησαϊας λέγει· «Είδον τον Κύριον καθήμενον επί θρόνου υψηλού και επηρμένου, και πλήρης ο Οίκος της δόξης αυτού». Χαίρε ευλογημένη Μαριάμ, ότι Συ είσαι η επτάφωτος Λυχνία όπου είδεν ο Προφήτης Ζαχαρίας, και η Λαβίς η τον θείον Άνθρακα φέρουσα, οπού είδεν ο Ησαϊας. Χαίρε ευλογημένη Μαριάμ, ότι Συ είσαι η Στάμνος η χρυσή η έχουσα το μάννα, και το χρυσούν Θυμιατήριον· Σε προεδήλουν αι Πλάκες του Νόμου, η Κιβωτός η αγία, και τα Χερουβίμ εκείνα οπού λέγει ο Δαβίδ, ένθα επέβη ο Θεός. Χαίρε ευλογημένη Μαριάμ, ότι Συ είσαι η Τράπεζα η Αγία, η τον ουράνιον Άρτον έχουσα, Συ το θείον Ιλαστήριον, Συ η Σκηνή η Αγία, και σχεδόν όλων των Προφητών το κήρυγμα. Χαίρε Μαρία, ότι Συ είσαι η Βασίλισσα εκείνη οπού λέγει ο Δαβίδ, η δεδοξασμένη· «Παρέστη η Βασίλισσα εκ δεξιών σου, εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη πεποικιλμένη». Και δια να μη πολυλογώ, Συ είσαι εκείνη η Θυγάτηρ οπού υπερέβης απάσας τας λοιπάς κατά τον Σολομώντα· «Πολλαί θυγατέρες εποίησαν δύναμιν, πολλαί εκτήσαντο δόξαν, Συ δε υπέρκεισαι και υπερήρας πάσας». Απέκαμον πλέκων εις την Παρθένον εκ των Προφητών τον παρθενικόν ανθομυριοχαριτόπλεκτον στέφανον· πλην η προς Αυτήν αγάπη με αναγκάζει να συνεχίσω· διο λέγω, ότι η Παρθένος είναι Ναύς, διότι εν τω όρμω της γαλήνης και αταραξίας καθοδηγεί τους επιβάτας· Όμμα της Εκκλησίας οξυδερκέστατον, την Εκκλησίαν επερχόμενον· Έλαιον, του ύδατος των πειρασμών ανώτερον· Δένδρον, τον γλυκύτατον καρπόν Χριστόν αποτεκόν· Επτάφωτος Λυχνία, κατά τα επτά χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος πλουτίζουσα, κατά τον Μάξιμον· και Πόλις όντως Θεού, περί ης δεδοξασμένα κατά τον Δαβίδ ελαλήθη. Αυτήν και ο υψιπέτης αετός της Θεολογίας Ιωάννης είδεν εις την Αποκάλυψίν του Γυναίκα περιβεβλημένην τον Ήλιον Χριστόν, και η σελήνη, η κοσμική, λέγω, ματαιότης, επί τους πόδας αυτής, και επί την κεφαλήν αυτής στέφανος αστέρων δώδεκα, οι του Αγίου Πνεύματος δώδεκα καρποί. Αυτήν ο Διονύσιος και Ιερόθεος οι θεόληπτοι εκείνοι υμνολόγοι και Ισαπόστολοι άνδρες, συνευρεθέντες με τον διδάσκαλόν των Παύλον εις την κηδείαν Της τότε, είπον τοσαύτα προς αυτήν εγκώμια, οπού και οι ουράνιοι νόες εξεπλάγησαν. Όθεν αν ερωτάς ακόμη· «Τις αύτη η εκκύπτουσα ωσεί όρθρος»; Μανθάνεις πως είναι η κατ’ εξοχήν ευλογημένη εν γυναιξίν· η μόνη όντως Κεχαριτωμένη Μαρία, καθώς ο Θεοφόρος Ιγνάτιος καλεί «Μητέρα Θεού, χαριτώνυμον των θεαρχικών δωρεών, και απασών των αρετών έμπλεων»· ο δε Ιουστίνος ο φιλόσοφος και Μάρτυς λέγει, ότι «Όσον ο Χριστός υπερέσχε πάντων των ανθρώπων, τοσούτον η Θεομήτωρ πάσας τας γυναίκας παρήλασε». Χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία, ότι Σε ο Ειρηναίος είπε «Θρόνον και Οίκον Θεού, και Κέρας ακαταμάχητον και αήττητον»· ο Κυπριανός «Σκεύος εκλεκτόν», και ο Νείλος «Κρίνον». Χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία, ότι Σε είπεν ο Νεοκαισαρείας θείος Γρηγόριος «Θησαυρόν των πνευματικών δωρημάτων», και ο Μέγας Βασίλειος «Σημείον μέγα και Θαύμα Αγγέλοις και ανθρώποις». Χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία, ότι Σε ο Μέγας Αθανάσιος «Άμωμον» καλεί καθ’ υπεροχήν των άλλων· ο Θεολόγος Γρηγόριος «Μητέρα, καλεί, και Παρθένον δεκτικωτέραν απάντων των κτισμάτων των θείων δωρεών»· και ο Νύσσης θείος Γρηγόριος «Πράγμα, λέγει, πανθαύμαστον, η Παρθένος γίνεται Μήτηρ και μένει Παρθένος». Χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία, ότι Σε ο Σύρος Εφραίμ «Άνασσαν, είπεν, Αγγέλων τε και ανθρώπων, Ελπίδα των απεγνωσμένων, Κυρίαν ενδοξοτάτην, υπερτέραν των Χερουβίμ και Σεραφείμ»· ο Κύπρου Επιφάνιος «Θεού μόνου, είπεν, εξηρημένου, υπερτέρα πάντων η μακαρία Παρθένος». Και μετά του Ευσεβίου, Θεοφύλακτος και Ευθύμιος λέγουσιν· «Ευκλεεστάτην, και πανεύφημον Παρθένον». Χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία, ότι Σε ο θείος Χρυσόστομος «Μέγα Θαύμα, καλεί, του κόσμου, και ότι μόνη το πλάτος του κόσμου και του ουρανού παρήλασας»· ο Αυγουστίνος «Μονωτάτην Ελπίδα των αμαρτωλών» προσηγόρευσε· και συν τω Χρυσολόγω ο Ιλάριος είπεν «Ομβροφόρον Νεφέλην των πνευματικών δωρεών». Χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία, ότι Σε είπεν ο Θεοδώρητος «Εκλεκτήν Περιστεράν»· ο θείος δε Αμβρόσιος «Παρθένος ην, λέγει, η Μαρία, όχι μόνον σώματος, αλλά και του νοός, καθαρά τη καρδία, καθαρά τοις λόγοις, καθαρά τοις νοήμασι»· και ο Κρης Ηλίας, συν τω Ιεροσολύμων Ιωάννη, και Θεοφάνει και Μιχαήλ Συγκέλλω «Η Θεογεννήτρια, λέγουσιν, ου μόνον συγκαταθέσεως εις αμαρτίαν, αλλά και φαντασίας απελείφθη». Χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία, ότι Σε ο Κύριλλος με όλην την Αγίαν Γ΄ Οικουμενικήν Σύνοδον εκήρυξε «Θεοτόκον», ο δε Πρεσβύτερος Χρύσιππος «Όντως Κεχαριτωμένην και Μακαρίαν» εκάλεσε· και ο Εμεσηνός Ευσέβιος συν τω Νικηφόρω «Σκεύος εκλεκτόν, είπε, την Παρθένον, και αιρετώτερον των άλλων καταθυμίων τω Θεώ». Χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία, ότι Σε είπεν ο Ανδρέας Κρήτης «Επίλογον των θείων δωρεών»· ο Δαμασκηνός Ιωάννης «Των ουρανών ευρυχωροτέραν», και ο Ανατόλιος συν Ευοδίω και Λέοντι είπεν· «Αγγελοπαρόχου τροφής μέτοχον, και εικόνα Θεού πασών των άλλων θεοεικέλων καθαρωτέραν». Χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία, ότι Σε είπεν ο Κωνσταντινουπόλεως Πρόκλος «Σύνδεσμον και ένωσιν των κάτω μετά των άνω, θησαυρόν παρθενίας και πνευματικόν του δευτέρου Αδάμ Παράδεισον»· ο Ιεροσολύμων Σωφρόνιος «Όλη, λέγει περί της Παρθένου, όλη εστί καθαρότης, όλη απλότης, όλη χάρις, όλη αλήθεια και της θείας έσοπτρον λαμπηδόνος»· και ο Πατριάρχης Γερμανός είπε· «Απόντος του αμυντηρίου της Θεομήτορος, μηδένα σωτηρίας αξιούσθαι». Χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία, ότι Σε είπεν ο Πατάρων Μεθόδιος «Ανωτέραν πάσης της οικουμένης»· ο θείος Ιερώνυμος είπεν· «Εκάστοις των εκλεκτών η Χάρις κατά μέρος εδόθη, τη δε Παρθένω άπαν το της Χάριτος πλήρωμα»· και ο θείος Κοσμάς καλεί την Παρθένον Μητέρα του Θεού με όλην την Εκκλησίαν· «Αδιάφθορον, όντως Θεοτόκον, τιμιωτέραν των Χερουβίμ, και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ»· εγώ δε λέγω, ότι την Θεοτόκον Παρθένον ουδείς κατ’ αξίαν δύναται να εγκωμιάση, ως Μητέρα Θεού γενομένην, το οποίον είναι ο ακρότατος έπαινος. Εκινήθη ποτέ η Ελλάς δια των ζωγράφων να ιστορήση τα κάλλη της περιφήμου Ελένης· και άλλος μεν την ιστορούσε με όλην την συμμετρίαν των μελών, άλλος με την ανθηρότητα των χρωμάτων, και πάντες σχεδόν με όσα ηδύναντο κάλλη· εις όμως εξ αυτών, αφού την εζωγράφισεν, εμηχανεύθη ένα λεπτόν ύφασμα, ζωγραφίσας τούτο επάνωθεν, το οποίον εσκέπζεν όλην, και με τούτο απέδειχνεν, ότι τα κάλλη της Ελένης περισσότερον ούτω κατανοούνται υποκάτω εις το λεπτόν ύφασμα κεκρυμμένα, παρά με όλα τα εξαίρετα χρώματα φανερά. Τούτον μιμούμενος και εγώ, επάνω εις όλους τους επαίνους των Προφητών και Αγίων, επιφέρω δια την αδυναμίαν μου την σιωπήν και λέγων την Παρθένον Μητέρα Θεού, φανερώνω με τούτο, ωσάν με λεπτόν ύφασμα, ότι είναι κεκρυμμένα εις τούτο όλα τα παρθενικά κάλλη της κεχαριτωμένης Μαρίας· διότι ως Μήτηρ του Θεού είναι πάσης ανωτέρα κτίσεως, και εν τούτω άπας ο των εγκωμίων επίλογος, και των επαίνων το συμπέρασμα. Σε λοιπόν την Μητέρα του Θεού, την ελπίδα των απηλπισμένων, την βοήθειαν των αδυνάτων, των αμαρτωλών την παρηγορίαν· Σε επικαλούμαι σήμερον, παροραθεισών των εμών αμαρτιών, να ελεήσης το κλεινόν των Ελλήνων γένος, των πιστών δούλων του Υιού Σου, ως Ορθοδόξων Χριστιανών. Ναι, επίβλεψον εφ’ ημάς ιλέω τω όμματι, καταπραϋνουσα την σκληρότητα του τυραννικού γένους των ασεβών, και την Εκκλησίαν, ην ο Υιός σου τω τιμίω αυτού περιεποιήσατο αίματι, ελευθέρωσον εκ της Δυτικής οφρύος και καταδρομής, και των λατινικών καινοτομημάτων, έως της συντελείας του αιώνος. Γνωρίζομεν ότι με τας αμαρτίας μας παρωργίσαμεν τον φιλάνθρωπον ημών Δεσπότην και Υιόν Σου· όμως δια της Σης μεσιτείας θαρρούμεν να τύχωμεν αφέσεως. Ανίσως ο Αλέξανδρος ακούων δια την Ολυμπιάδα τόσας κατηγορίας και διαβολάς εκ του Αντιπάτρου, απεκρίνατο· «Μητρός εν δάκρυ, πολλάς διαβολάς εξαλείφει», πως είναι τρόπος να μη εισακουσθή δεομένη τοιαύτη Μήτηρ εις ένα φιλεύσπλαγχνον Θεόν υπέρ ημών πρεσβεύουσα των Χριστιανών, οπότε ακούομεν: «Πολλά ισχύει δέησις Μητρός προς ευμένειαν Δεσπότου»; Και ανίσως εκείνος ο θυμωμένος πολλά κατά των Ρωμαίων Κοριολανός, όστις δεν εκάμπτετο ούτε εις δώρα, ούτε εις δάκρυα, ευθύς όταν είδε την μητέρα του Ουετουρίναν με δάκρυα να παρακαλή δια την συγχώρησιν των Ρωμαίων, και με τα λόγια εκείνα να του δείχνη την κοιλίαν, ήτις τον εγέννησε, και τους μαστούς οίτινες τον ανέθρεψαν, πάραυτα εσυγκατέβη, παρευθύς έκλαυσε περιπλεχθείς την μητέρα, και εχάρισε το σφάλμα των Ρωμαίων, πως είναι δυνατόν ο φιλάγαθος Δεσπότης, βλέπων την ιδίαν Μητέρα να παρακαλή δια τους ιδικούς του δούλους, μολονότι και αχαρίστους, πως είναι, λέγω, τρόπος να μη υπακούση της μητρικής δεήσεως, και να χαρίση τα σφάλματα χάριν της πρεσβευούσης Μητρός Του; λέγων, ώσπερ ο Κοριολανός εκείνος, τα θαυμαστά εκείνα λόγια, οπού έγραψε με αλήθειαν ο ιστορικός Ζωναράς· «Ίδε, μήτερ, πείθομαί σοι, συ γαρ με νικάς, και σοι την χάριν ταύτην πάντες εχέτωσαν». Και λοιπόν ας μη απολείπη από το στόμα του προσευχομένου το όνομα της Κεχαριτωμένης Μαρίας μαζί με την ονομασίαν του γλυκυτάτου Ιησού Χριστού και Δεσπότου μας· διότι Ιησούς και Μαρία, των αμαρτωλών εισί σωτηρία και των απηλπισμένων παρηγορία. Σου όθεν πάλιν δέομαι, ω Θεοτόκε Παρθένε, ελέησον και διδάσκοντας και διδασκομένους· βοήθησον το γένος των Ορθοδόξων τη αμάχω Σου πρεσβεία, στήριξον τον θείον φόβον εις τας καρδίας ημών, και πληρωτάς ανάδειξον των εντολών του Υιού Σου· όπως χριστιανικώς βιούντες, και εν φόβω Κυρίου πολιτευόμενοι, αξιωθώμεν τέλους ειρηνικού και να αναδειχθώμεν κληρονόμοι της Βασιλείας των ουρανών· Χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Θ΄ (9η) Σεπτεμβρίου, μνήμη των Δικαίων Θεοπατόρων ΙΩΑΚΕΙΜ και ΑΝΝΗΣ.

Δημοσίευση από silver »

Ιωακείμ και Άννης των Αγίων Θεοπατόρων την μνήμην εορτάζομεν σήμερον, διότι εγένοντο πρόξενοι της παγκοσμίου χαράς, με την γέννησιν της θυγατρός αυτών και Κυρίας ημών Θεοτόκου· η κυρίως όμως μνήμη της τελευτής αυτών εορτάζεται κατά την εικοστήν πέμπτην του Ιουλίου.

ΕΓΚΩΜΙΟΝ εις τους Αγίους Θεοπάτορας ΙΩΑΚΕΙΜ και ΑΝΝΑΝ
Κοσμά του Βεστίτορος.

Η χθες της Θεοτόκου γενεθλιακή πανήγυρις, την της παγκοσμίου χαράς ημίν εορτήν ευφήμοις δεδοξολόγημεν υμνωδίαις· η δε σήμερον ημέρα, την ευχαριστίαν τοις γεννήτορσι προσφέρει της Θεομήτορος, ων η αφορμή, απαρχή της απάντων γέγονε σωτηρίας. Τοίνυν της θυγατρός εστιν η των γονέων πανήγυρις· ώσπερ γαρ επί δόξη μητρός συνδοξάζεται τέκνον, ούτω και επί υμνωδία τέκνου, συμμεγαλύνεται μήτηρ· και η σήμερον ευφροσύνη, μνήμη εστι Δικαίων μετ’ εγκωμίων. Εγένετο εν τοις παλαιοίς καιροίς ανήρ δίκαιος εκ φυλής Ιούδα, ω όνομα Ιωακείμ· ανήρ ένδοξος εν οσιότητι και ευλαβεία· ανήρ επίσημος εν ευγενεία και πλούτω· ανήρ φιλότιμος εν προσαγωγαίς θυσιών· ανήρ εν πάσιν ευάρεστος τω Θεώ· ανήρ επιθυμιών των του Πνεύματος, ότι περ άτεκνος ων και επιθυμία επί τέκνω συνεχόμενος, την του παναγίου Πνεύματος γεγένηκε Νύμφην· ανήρ ως αληθώς επιτυγχάνων, ότι εισήκουσεν ο Θεός των ευχών αυτού δωρησάμενος τούτω την υπέρ πάντα τα ποιήματα των ουρανίων και επιγείων υψηλοτέραν αξίως θυγατέρα. Τώδε ην γυνή θεοσεβής, όνομα αυτή Άννα, εκ της βασιλικής φυλής του Ιούδα, ήτοι του Δαβίδ, καταγομένη· γυνή, παντός απεχομένη κακού· γυνή, πιστώς τα προς τον Θεόν συνοικούσα τω ανδρί· γυνή, προσφοραίς και προσευχαίς μεγαλοδώροις συν τω ιδίω ανδρί τω Ναώ του Θεού προσκαρτερούσα· γυνή, εν ομονοία ψυχής και σωφροσύνη σώματος το μονότροπον αεί της γνώμης μετά του ανδρός κτησαμένη· κατά γαρ την πλάσιν του συζευχθέντος αυτή παρά Θεού, το οστούν διέσωσεν ασυντρίπτως του ανδρός, δια το φιλόθεον, το φίλανδρον αυτώ φυλάξασα της ξυνωρίδος. Ου γαρ βλαπτικώς ως η Εύα μετεποιήθη, αλλά βοηθός τω ανδρί συνηρμόσθη επί τε τοις των αρετών πολιτεύμασιν, επί τε ταις προς Θεόν ικεσίαις· ίσως γαρ άμφω περί την δέησιν της του τέκνου επιθυμίαις συνέκαμνον. Καθάπερ γεωργός άμα τη αυτού γυναικί χώραν καλλιεργήσαντες χέρσον, τον σπόρον καταβαλλόμενοι, της ευφορίας των καρπών επιτυχείν δι’ ευχής εκδέχονται. Ουχ ως η Εύα ζήσασα τω Αδάμ, αλλ’ ως συνεργός ευχρηστίας· και συμπονούσα μετ’ αυτού επί ταις ψυχικαίς εργασίαις, και ως αληθώς μερίς αγαθή τελεσφορήσασα την κοίτην τω ανδρί. Η μεν γαρ Εύα δια καρπόν φυτού, τω κόσμω λύπης εγένετο πρόξενος· η δε του Ιωακείμ Άννα δια καρπόν κοιλίας, τω κόσμω την χαράν εμνηστεύσατο. Πάσι μέντοι γνωστόν ως εν τη Γαλιλαία των Εθνών η Θεοτόκος ευηγγελίσθη Μαρία, εν τω οίκω του τέκτονος Ιωσήφ του και χρηματίσαντος μνήστορος αυτής· εύδηλον δε πάλιν ως εν Βηθλεέμ γεγέννηκε τον Χριστόν, ότι και πατρίς αύτη η πόλις ετύγχανεν ως από μητρός, καθά παρακατιών ο λόγος παραστήσει. Ο γαρ πατρικός αυτής οίκος, ο την προβατικήν περικλείων εν Ιερουσαλήμ υπήρχεν, ως ο λόγος, κολυμβήθραν, εν η τον εν οκτώ και τριάκοντα χρόνοις κατακείμενον παράλυτον ο Χριστός και Θεός ημών εθεράπευσεν εξεγείρας, ως εξ εκείνου μέλλων συμβολικώς του οίκου εκπορεύεσθαι ποιμήν των λογικών προβάτων· είτα και δια της εκείσε του ύδατος κολυμβήθρας, του θείου προτυπουμένου Βαπτίσματος και χρίσματος. Και γαρ της χρονίας πλάνης η νόσος, τας των ανθρώπων ως εν τάξει μελών παραλύσασα ψυχάς, τη καθάρσει του πνεύματος δι’ ύδατος εφυγαδεύθη. Ώσπερ και εν προσώπω της Βηθλεέμ ο άρτος εφυράθη ο νοητός της ζωής, ένθα και ο Χριστός αγγελοφανώς υπεδείχθη τω Αβραάμ, ο και τω Ιακώβ συμπαλαίσας Αγγέλου μορφή. Αυτός γαρ εστιν ο ελθών ευαγγελίσασθαι τοις μακράν και τοις εγγύς· αυτός εστι το Ευαγγέλιον της δικαιοσύνης· αυτός εστιν ο διαγγέλων το πρόσταγμα του Θεού και Πατρός· αυτός ο της μεγάλης βουλής Άγγελος ώτινι ο Πατήρ σύμβουλος γεγονώς, ειρήκει «ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν». Ούτός εστι και της αληθινής ζωής ο άρτος ο τω Βηθλεέμ ονόματι προκυρωθείς· Βηθλεέμ γαρ οίκος άρτου ερμηνεύεται. Ο εν τη σκηνή του βραάμ εγκρυφίως πεμφθείς, ήγουν εν μυστηρίω Παρθένου και Θεοτόκου Μαρίας. Πρόσφορον ουν ειπείν δια ταύτα: Ηυλόγησε Κύριος τον οίκον Δαβίδ του Βασιλέως, δια την εκ σπέρματος αυτού φανείσαν Παρθένον. Ηυλόγησε τον οίκον Ιωακείμ και Άννης των δικαίων, δια την τούτων ηγιασμένην θυγατέρα. Ηυλόγησε τον οίκον Ιωσήφ, δια την μυστικώς αυτώ παραδοθείσαν Νύμφην, την όντως αγνήν και αεί Παρθένον του Χριστού Μητέρα, την Θεοτόκον Μαρίαν. Όθεν επί τούτοις μακάριοι αληθώς της Θεομήτορος οι γεννήτορες, οις ο κόσμος αξίαν έχει την οφειλήν· οι μεν γαρ Προφήται, ότι περ δι’ αυτών αψευδώς εχρηματίσθησαν περί της ενανθρωπήσεως του Χριστού· οι Απόστολοι, ότι δια της αυτών θυγατρός υιοί φωτός εγεννήθησαν· οι Άγιοι, ότι μαρτυρικώς εστεφανώθησαν· οι Όσιοι και Δίκαιοι, ως των μελλόντων αγαθών κληρονόμοι· οι αμαρτωλοί, ως ταις πρεσβείαις ελεούμενοι της αειπαρθένου και Θεοτόκου· οις και βοώμεν ευχαρίστως. Χαίρε πάνσεπτε Πάτερ, της μετά Θεόν ελπίδος ημών Ιωακείμ· χάρις τη οσφύϊ σου. Χαίρε Μήτερ πάντιμε, της μητρός της ζωής ημών Άννα· δόξα τη νηδύϊ σου. Χαίροις Πάτερ, του πολυσπόρου γεννήματος γεωργέ. Χαίροις Μήτερ της σωτηρίας ημών. Χαίρε Πάτερ, του ουρανίου βότρυος υπηρέτα· Χαίρε Μήτερ, της αγαθής γης εκατονταπλασίων άρουρα. Χαίρε Πάτερ, του εμψύχου παραδείσου γεωργέ· Χαίρε Μήτερ, του ακλινούς κλάδου δένδρον. Χαίρε Πάτερ, του ασπίλου μαργαρίτου φύλαξ· Χαίρε Μήτερ, του καθαρού σμαράγδου πέτρα. Χαίρε Πάτερ, της ζωηρρύτου πηγής φλέξ· Χαίρε Μήτερ, της τεκνογόνου δίψης υδρία. Πληρούται το στόμα ημών του υμνήσαι της αγιωσύνης υμών τα εξαίρετα. Αλλ’ ουκ εσμέν ικανοί την θεόζευκτον υμών υμνήσαι δυάδα, ει μη γε κατά την φωνήν του εγγόνου υμών κατά σάρκα Χριστού αμφοτέρους μακαρίσαι και ειπείν· «Χαίρετε και αγαλλιάσθε, ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς»· υμείς γάρ εστε οι δια την ατεκνίαν ονειδισθέντες άγιοι και ρημάτων ακούσαντες πονηρών, αλλ’ ευφρανθέντες μετ’ ολίγον επί τεκνογονία· και αρκεί υμίν προς έπαινον Μητέρα Θεού γεγενηκέναι. Αληθώς γαρ ως άξιοι προωρίσθησαν οι Δίκαιοι της Θεοτόκου γεννήτορες και συγγενείς γενέσθαι κατά σάρκα Χριστώ και ως εκ γένους επισήμου βασιλικού, λέγω, και ιερατικού τιμηθήναι· εξ αμφοίν γαρ η Θεοτόκος σεμνολογείται, επιμίκτων των δύο φυλών απ’ αρχής κατά διαφόρους τρόπους γεγενημένων. Ένθεν λοιπόν και επί των της Θεοτόκου γονέων ούτω: Ζαχαρίας ο πατήρ Ιωάννου αδελφόν έσχε συνιερέα καλούμενον Αγγαίον προ αυτού τετελευτηκότα· τούτου του Αγγαίου θυγατέρα προς γάμον ηγάγετο Ιωσήφ ο τέκτων, εξ ης τέσσαρας έσχεν υιούς και θυγατέρας δύο, ων εις ην Ιάκωβος ο επικληθείς αδελφός του Κυρίου, ο και πρώτος Επίσκοπος Ιεροσολύμων· και το όνομα της γυναικός τούτου Σαλώμη, ουχ η μαία αλλ’ ετέρα· μετά δε τον θάνατον ταύτης, μνηστεύεται ο Ιωσήφ την Θεοτόκον Μαρίαν, κατά το μητρικόν γένος καταγομένην από Ματθάν του Ιερέως, και αυτού από Σολομώντος του υιού Δαβίδ καταγομένου, ως φησί το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον γενεαλογούν. Ούτος γαρ ο Ματθάν τρεις έσχε θυγατέρας εκ Μαρίας της γυναικός αυτού, ων τα ονόματα Μαρία, Σωβή, Άννα. Η ουν Μαρία γεννά Σαλώμην την μαίαν· η δε Σωβή γεννά την Ελισάβετ την μητέρα του Ιωάννου του Βαπτιστού. Η δε Άννα, γεννά την Θεοτόκον Μαρίαν εν Βηθλεέμ, την κατά το όνομα της μάμμης και θείας επικληθείσαν Μαρίαν. Ως είναι την Ελισάβετ ανεψιάν μεν της Άννης, εξαδέλφην δε της Θεοτόκου, κυρούντος αμφότερα του Ευαγγελίου, δια μεν το πατρώον γένος και σαρκικόν του Χριστού «ην, φησίν, ο Ιησούς ωσεί ετών τριάκοντα αρχόμενος, ων, ως ενομίζετο, υιός του Ιωσήφ, του Ηλί, του Ματθάν»· δια δε το μητρώον «Ιδού, φησίν, Ελισάβετ η συγγενής σου». Ων ένεκα, δόξα τη συγκαταβάσει του Θεού ημών, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ι΄ (10η) Σεπτεμβρίου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων γυναικών ΜΗΝΟΔΩΡΑΣ, ΜΗΤΡΟΔΩΡΑΣ και ΝΥΜΦΟΔΩΡΑΣ.

Δημοσίευση από silver »



Μηνοδώρα, Μητροδώρα και Νυμφοδώρα αι Άγιαι τρεις Παρθένοι και Μάρτυρες αδελφαί κατήγοντο εκ Βιθυνίας, ήθλησαν δε εν τω μαρτυρικώ σταδίω κατά τας ημέρας του ασεβεστάτου τυράννου της Ρώμης Μαξιμιανού, εν έτει τδ΄ (304). Αληθώς το μαρτυρικόν στάδιον όχι μόνον εις τους άνδρας, αλλά και εις αυτάς τας γυναίκας και τας κόρας ηνέωκται και αυτάς ακόμη τας νεάνιδας· διότι ήδη και αύται καταφρονούσι τον θάνατον, και την τελευτήν υποδέχονται, και όλα τα ηδέα και τερπνά του κόσμου τούτου, όπως δια της τοιαύτης εμπορίας κερδήσωσι την Βασιλείαν των ουρανών. Δια τούτο και η θαυμαστή των Παρθένων τούτων τριάς, τα αληθινά της παρθενίας δώρα και αφιερώματα, ήλθον προθύμως εις το μαρτυρικόν στάδιον αγωνισάμεναι γενναίως, και με γλυκύτητα εδέχθησαν το κέρδος του θανάτου, ο οποίος δεν κατεβίβασεν αυτάς εις τον άδην (το οποίον είναι φυσική συνέπεια του θανάτου), αλλά τας ανεβίβασεν εις τους αθανάτους νυμφώνας, προς τας ιεράς παστάδας, και προς αυτόν τον Νυμφίον Χριστόν. Αύται αι Παρθένοι και Μάρτυρες εγεννήθησαν και ανετράφησαν εις την επαρχίαν της Βιθυνίας εξ ευγενών και Χριστιανών γονέων, αδελφαί ούσαι κατά σάρκα· περιεκόσμουν δε και εστόλιζον αυτάς πλείσται χάριτες και κάλλη ψυχής τε και σώματος, και μετά της παρθενίας η ωραιότης του προσώπου διέλαμπε και εκ της σωματικής καλλονής, η ωραιότης της ψυχής και ευγένεια διεκρίνετο· ολίγον δε κατ’ ολίγον, προχωρούσης της ηλικίας αυτών, και επειδή ηγάπων την παρθενίαν, δια τούτο απέφευγον τας μετά των ανδρών ομιλίας και συναναστροφάς, επόθουν δε την ερημίαν και ησυχίαν. Όθεν δια την αγάπην του Χριστού, εγκαταλείψασαι την εαυτών πτρίδα, κατώκησαν εις ένα υψηλόν τόπον όχι πολύ μακράν των Πυθίων θερμών υδάτων, και εκεί έζων με σωφροσύνην και την άσκησιν πασών των άλλων αρετών. Μετά δε παρέλευσιν καιρού λαβούσαι πάσαν την χάριν του Αγίου Πνεύματος, διέλαμπον δια των καλών έργων, των θαυμάτων και δια της αφθονίας των άλλων του Θεού χαρισμάτων· όθεν επειδή ήσαν ως «πόλις επάνω όρους κειμένη», κατά το Ευαγγέλιον, δια τούτο συντόμως εφανερώθησαν εις τους ανθρώπους, και ως εκ τούτου πολλοί έτρεχον εις αυτάς, οι οποίοι όχι μόνον εκ των ασθενειών και των πονηρών πνευμάτων (δαιμόνων) απηλλάττοντο, αλλά και φωτιζόμενοι κατά τας ψυχάς, την σωτηρίαν αυτών εκέρδιζον. Ταύτα πάντα όμως εγένοντο γνωστά και εις τον ασεβέστατον Φρόντωνα, όστις είχε τότε την ηγεμονίαν των μερών εκείνων, λαβών αυτήν παρά του βασιλέως των Ρωμαίων Μαξιμιανού· ούτος δε αποστέλλει αμέσως τον συγκάθεδρον αυτού και δευτερεύοντα μετά πολλών υπηρετών και δορυφόρων, δους εις αυτόν και πάσαν κατά των Παρθένων εξουσίαν· ο οποίος, δια των υπηρετούντων εις αυτόν δημίων, παραστήσας αυτάς έμπροσθέν του, είπε· «Πόθεν εγένετο εις σας η τόση τόλμη και αυθάδεια, ώστε (ίνα αφήσω τα άλλα) να σέβητε ένα Θεόν, τον οποίον ούτε αυτός ο μέγας βασιλεύς Μαξιμιανός, ούτε ημείς μέχρι σήμερον εφάνημεν τιμώντες»; Απεκρίθησαν δε αι Παρθένοι με το αυτό της ψυχής παράστημα και θάρρος. «Ημείς, ω άρχων, δεν εδιδάχθημεν από ανθρώπινον δόγμα δια να γνωρίζωμεν Θεόν πρόσκαιρον, αλλά πιστεύομεν και ομολογούμεν (διδαχθείσαι εκ των θείων μας Γραφών) Θεόν αιώνιον, τον τα πάντα βλέποντα και συγκρατούντα με σοφίαν και τάξιν πάσαν κτίσιν, και ο οποίος όχι κατά την ουσίαν, αλλά μόνον κατά την δύναμιν κατανοείται, και ο οποίος ευφραίνεται και επαναπαύεται εις τους έχοντας αρετήν και καρδίαν καθαράν και εις τους τοιουτοτρόπως καθαρώς και εναρέτως ζώντας αγαπά να εμφανίζηται δια την ιδικήν του χάριν και αγαθότητα· δι’ αυτού δε «Βασιλείς βασιλεύουσι και τύραννοι κρατούσι γης». Ταύτα αφόβως και με χάριν και τάξιν αι Παρθένοι αποκριθείσαι, ο άρχων βλέψας κατά πρόσωπον αυτών, εθαύμασε δια την σεμνήν παράστασίν των και το νουνεχές τών αποκρίσεων· δια τούτο και επί πολλήν ώραν ίστατο σιωπών και θαυμάζων. Μετά παρέλευσιν πολλής ώρας όμως επιφέρει προς αυτάς και δευτέραν ερώτησιν λέγων· «Ποία είναι τα ονόματα και ποία η πατρίς υμών»; Αι δε Παρθένοι απεκρίθησαν ειπούσαι· «Πρώτον μεν από του ονόματος του Χριστού, Χριστιαναί ονομαζόμεθα· εάν δε και τα από του Αγίου Βαπτίσματος ονόματα πρέπει να προσθέσωμεν, άκουσον και αυτά· η μεν πρώτη Μηνοδώρα, η ετέρα Μητροδώρα, και η Τρίτη Νυμφοδώρα λεγόμεθα, πατρίδος δε καταγόμεθα εκ της επαρχίας της Βιθυνίας· εγεννήθημεν δε εκ του αυτού πατρός και υπό της αυτής μητρός ανετράφημεν, και υπό των ιδίων γονέων ηγαπήθημεν, και τους ιδίους γονείς ωνομάσαμεν (ήτοι είμεθα κατά σάρκα αδελφαί)· την ιδίαν δε κοινώς πολιτείαν ακολουθούμεν, και το αυτό φρόνημα έχομεν μέχρι τούδε, ευχόμεναι όπως και μέχρι τέλους έχωμεν αυτό». Την ελευθεροστομίαν, τον τρόπον και τους λόγους των Αγίων καθ’ εαυτόν θαυμάσας ο άρχων, με πολλήν πονηρίαν ο δεινός εδοκίμαζε να υποσκελίση τας Παρθένους· δι’ ο και έλεγε προς αυτάς· «Μη θελήσετε, ω φίλαι κόραι, δι’ εκείνα τα οποία οι θεοί παρέσχον εις απόλαυσίν σας αγαθά να φανήτε αχάριστοι ποιούσαι αυτά άχρηστα, προτιμώσαι τα αβέβαια· μάλιστα δε τιμήσατε αυτούς (τους θεούς), οικοδομούσαι επάνω εις αυτά και άλλα αγαθά έργα· και ούτω συμφωνείτε μετ’ εμού υποτασσόμεναι και θυσιάζουσαι κοινώς εις τους θεούς ως αδελφαί· μη χωρισθήτε απ’ αλλήλων δια την προς αυτούς εύνοιαν και το σέβας, και γίνητε αφορμή δια να ίδητε την (μη συμφωνούσαν) αδελφήν σας πικροτάτας τιμωρίας υπομένουσαν επάνω εις αυτό το άνθος της ηλικίας της. Αλλά καθώς εγώ λοιπόν σας συμβουλεύω τα πρέποντα και ωφέλιμα, τοιουτοτρόπως και σεις πρέπει να δεχθήτε τους λόγους μου, ωσάν να επέχω σήμερον την θέσιν του πατρός σας. Διότι εάν ούτω πράξητε, θα απολαύσητε της συμπαθείας του βασιλέως και της δόξης αυτού, αλλά και ευτυχίαν βίου και πλησμονήν παντός αγαθού, ένεκα των οποίων θα μακαρίζεσθε δικαίως εις τον αιώνα μένον το μνημόσυνόν σας. Εάν όμως δεν θελήσητε να μου ακούσητε, αλλοίμονον! αι σκληραί τιμωρίαι και αι βάσανοι θα αφανίσωσι το τρυφερόν και ανθηρόν της ηλικίας σας». Προς τους λόγους τούτους αποκριθείσα η Μηναδώρα είπεν· «Αλλ’ εις ημάς, ω άρχων, ούτε τα παρά σού υποσχόμενα αγαθά φαίνονται μεγάλα και άξια προσοχής, ούτε πάλιν αι απειλούμεναι τιμωρίαι και κολάσεις δύνανται να μας φοβίσωσι· διότι η απόλαυσις του πλούτου, της τρυφής, της δόξης και των άλλων γλυκέων του κόσμου τούτου, όσον έχουσι πρόσκαιρον την ηδονήν ενταύθα, τοσούτον έχουσι μόνιμον και αιώνιον την τιμωρίαν εις την μέλλουσαν ζωήν· αι δε τιμωρίαι και η του φθαρτού τούτου σώματος κακοπάθεια, ίσως μεν να μας λυπήσωσιν ενταύθα ολίγον και να μας προξενήσωσιν ολίγους πόνους, όμως θα γίνωσιν εις ημάς αύται πρόξενοι χαράς και ευφροσύνης μηδέποτε εχούσης τέλος· διότι το μεν ιδικόν σου κακόν είναι πρόσκαιρον, και το αγαθόν επίσης παρερχόμενον· του δε ιδικού μας Δεσπότου Χριστού καθώς τα λυπηρά δια την τούτου αθέτησιν και άρνησιν είναι αιώνια, τοιουτοτρόπως και τα ευφρόσυνα δια την υπέρ αυτού ομολογίαν και τον θάνατον είναι αιώνια και ατελεύτητα. Και τούτο όθεν, την μίαν γνώμην και την υπέρ Χριστού του Θεού ομολογίαν δηλαδή, θα φανώμεν ότι είμεθα περισσότερον αδελφαί κατά την ψυχήν ή κατά τα σώματα». «Καθώς λοιπόν μία μητρική κοιλία ώδινε και εγέννησεν ημάς, ούτω και εις θάνατος, ο υπέρ της ευσεβείας, θα τελειώσει ημάς, και εις και ο αυτός ουράνιος θάλαμος θέλει μάς υποδεχθή. Και κατ’ αυτόν τον τρόπον δεν θα λυθή ο θεσμός και η φιλία της αδελφότητος ημών, ουδέ θα διαχωρισθώμεν απ’ αλλήλων, αλλά παντοτινήν και αιώνιον την αδελφότητα και την ένωσιν εις τον εαυτόν μας θα φυλάξωμεν, εάν παραστήσωμεν αδελφικόν το φρόνημα και το θέλημα εις τον πλάστην μας Θεόν, όστις μας έπλασεν αδελφάς κατά σάρκα. Αλλά, μη γένοιτο! Νυμφίε Χριστέ, να σε αρνηθώμεν έμπροσθεν των ανθρώπων, μηδέ λοιπόν και Συ αυτός αρνηθής ημάς έμπροσθεν του Πατρός σου τού εν τοις ουρανοίς. Ιδού ήκουσας την γνώμην ημών, ω δικαστά· βασάνιζε λοιπόν το σώμα τούτο, το οποίον φαίνεται εις σε ωραίον, και αφάνισον αυτό με τας μάστιγας· διότι ουδείς άλλος στολισμός δι’ αυτό είναι καλλίτερος, ούτε ο χρυσός, ούτε τα πολυτελή και ποικίλα ενδύματα δύνανται να κοσμήσωσι και στολίσωσιν αυτό, καθώς θα στολίσωσι τούτο αι ιδικαί σου πληγαί και αι παρά σού μάστιγες, τας οποίας ημείς από πολλού καιρού διψώμεν να υπομείνωμεν δια τον Χριστόν, και τας οποίας και τώρα ακόμη επιθυμούμεν». Ταύτα παρ’ ελπίδα ακούσας ο δικαστής, δεν ηδυνήθη να υποφέρη μετά πραότητος, αλλ’ αφήκε όλον τον θυμόν του κατά της παρθένου Μηνοδώρας· και αμέσως διατάσσει ίνα, γυμνώσαντες και δέσαντες αυτήν, ξέωσι το σώμα της τέσσαρες δήμιοι, και ο κήρυξ φωνάζη προς αυτήν λέγων· «Τίμα τους θεούς, λέγε καλούς λόγους και εγκωμίασον τον βασιλέα, και μη υβρίζης τους υπάρχοντας νόμους αυτού». Η δε Μάρτυς Μηνοδώρα, αν και δύο ολοκλήρους ώρας εξέετο εις το σώμα, το οποίον είχε γίνει όλον ως μία πληγή, εφαίνετο όμως ως να μη ησθάνετο κανένα πόνον εκ της πολλής της γενναιότητος, ούτε ανεστέναξεν, ούτε η ωραιότης του προσώπου της ήλλαξεν ή ωχρίασεν έστω και επ’ ελάχιστον· διότι όλον τον νουν, την καρδίαν και τα όμματα αυτής είχεν εστραμμένα προς τα μέλλοντα αγαθά, εκείνα μόνα βλέπουσα, και προς τας ελπίδας εκείνων είχε την ψυχήν προσηλωμένην. Ο δε ανόητος άρχων, μη δυνάμενος ούτε καν να ίδη τα τοιαύτα, επειδή ήτο τετυφλωμένος κατά τους ψυχικούς οφθαλμούς, και νομίζων ότι ένεκα των βασάνων θα έγινε μαλακωτέρα η Μάρτυς, παρεκάλει αυτήν ως και πρότερον ίνα θυσιάση εις τους θεούς. Η Αγία όμως μετά του αυτού θάρρους και της αυτής γενναιότητος απεκρίθη προς αυτόν· «Τι νομίζεις, ω μάταιε δικαστά, ότι το έργον τούτο της μεγάλης υπομονής εις τας βασάνους είναι ιδικόν μου; Ή δεν βλέπεις ότι όλον τον εαυτόν μου αφιέρωσα δια θυσίαν εις τον ιδικόν μου αληθινόν Θεόν; διότι ποία ωφέλεια εις το αίμα και το σώμα μου εφ’ όσον μετά θάνατον φθείρονται; («Τι ωφέλεια εν τω αίματί μου εν τω καταβαίνειν με εις διαφθοράν»; Ψαλμ. κθ΄). Δεν είναι προτιμότερον ίνα προλάβω και παραδώσω τούτο, δια του μαρτυρικού θανάτου, εις τον ιδικόν μου Νυμφίον Ιησούν Χριστόν»; Οι λόγοι ούτοι της Αγίας Μάρτυρος Μηνοδώρας, ώσπερ τις σπινθήρ πυρός έπεσον επάνω εις τον θυμόν του τυράννου και συγκαθέδρου του ηγεμόνος, ηρέθισαν δε αυτόν περισσότερον καιόμενον από τον θυμόν· δια τούτο και μετά περισσοτέρας μανίας ωπλίζετο κατά της ιεράς εκείνης ψυχής της Παρθένου και Μάρτυρος. Όθεν και προσέταξεν ούτος ίνα με ράβδους συντρίψωσι τα οστά της Μάρτυρος, η οποία και συντριβομένη ίστατο ακίνητος και μη καταπίπτουσα· διότι με τον ισχυρόν πόθον προς τον Νυμφίον της Χριστόν ήτο πανταχόθεν δεδεμένη και εστηριγμένη. Και μετ’ ολίγον αποτεινομένη προς αυτόν τον Νυμφίον της Ιησούν Χριστόν, τον οποίον έβλεπε νοερώς, εφώνησε με μεγάλην φωνήν· «Κύριε Ιησού Χριστέ, το εμόν αγαλλίασμα και ο ιδικός μου έρως, επί σε την ελπίδα μου καταφεύγω· δέξαι μου την ψυχήν». Και ευθύς μετ’ ειρήνης αφήκε το πνεύμα, και προς ον ηγάπα Νυμφίον μετά δόξης ανέρχεται, εστολισμένη δια των στιγμάτων των τραυμάτων και των πληγών, και ευμορφοτέρα παντός άνθους καλοχρωματισμένου και πολυχρώμου. Μετά παρέλευσιν τεσσάρων ημερών, σκεφθείς ωριμώτερον ο τύραννος τι να πράξη δια τας άλλας δύο αδελφάς, μήπως και υπ’ εκείνων νικηθείς καταισχυνθή, και προετοιμασθείς καλώς, φέρει επί του βήματός του την Μητροδώραν και Νυμφοδώραν· παρουσιάζει δε ο άθλιος έμπροσθεν και ρίπτει προ των ποδών αυτών το μαρτυρικόν σώμα της Αγίας Μηνοδώρας ολόγυμνον, άνευ του ελαχίστου περικαλύμματος, εξωγκωμένον υπό του δαρμού, έχον φανερά τα ίχνη εκ των μαστίγων και των πληγών εις όλα τα μέλη από κεφαλής έως ποδών, παράξενον θέαμα και τοιούτον, ώστε αδύνατον να μη φρίξη ο βλέπων αυτό. Τούτο δε εποίησεν ο ανόητος τύραννος, νομίζων ότι δια του θεάματος αυτού θα εκφοβίση τας Παρθένους, μήπως και αύται πάθωσι τα όμοια, ίνα πεισθώσιν εις το θέλημά του. Αλλά το μεν σώμα της Αγίας Μηνοδώρας τοιουτοτρόπως έκειτο ερριμμένον, και πάντες οι παριστάμενοι εκινούντο εις λύπην και δάκρυα και εις συμπάθειαν, εκτός της ψυχής του δικαστού της ασπλάγχνου και απανθρώπου σκληρυνομένης περισσότερον· τούτον δε όχι έλεος και συμπάθεια, αλλ’ η οργή και αγανάκτησις εκίνει. Αι Άγιαι όμως Μάρτυρες παρεκινούντο μεν υπό των αδελφικών σπλάγχνων ίνα δακρύσωσι, δεν επέτρεπεν όμως εις αυτάς η συνείδησις ίνα πράξωσι τούτο· διότι εγνώριζον καλώς ότι η αδελφή των είναι πλέον Μάρτυς και εις τον χορόν των Μαρτύρων, και ότι το τοιούτον θα συμβή και εις αυτάς τας ιδίας μετ’ ολίγον, και ότι θα παρευρεθώσι συντόμως προς συνάντησιν αυτής δια της μαρτυρικής τελειώσεως. Και ως να ευρίσκοντο εις τον νυμφικόν θάλαμον της αδελφής των, ούτως ήσαν λαμπραί εις την όψιν και πλήρεις γλυκύτητος, επειδή προέπεμπον αυτήν εις τους αφθάρτους εκείνους ουρανίους νυμφώνας, εκ των οποίων έσπευδον και αύται ίνα μη μείνωσιν έξω. Ο δε παράνομος δικαστής, αν και έβλεπε το γενναίον φρόνημα των Παρθένων και ότι αύται ουδόλως εφοβήθησαν εκ της θεωρίας του νεκρού σώματος της αδελφής των, εν τούτοις όμως δεν απηλπίσθη, αλλ’ εδοκίμαζεν ίνα μεταπείση αυτάς, και, κατά την παροιμίαν, εκίνει προς τούτο πάντα λίθον, άλλοτε μεν με απειλάς βασάνων δοκιμάζων να μετακινήση το στερεόν φρόνημά των, άλλοτε δε με υποσχέσεις αγαθών προσπαθών ίνα παραπλανήση αυτάς, λέγων· «Εάν, ω φίλαι κόραι, θυσιάσητε εις τους θεούς, θα γράψω αμέσως προς τον βασιλέα, ο οποίος θέλει σάς χαρίσει και χρήματα και άλλον πλούτον πολύν, αλλά και με άνδρας επιφανείς κατά την ευγένειαν και τα αξιώματα θέλει σάς συνάψει εις γάμον· και ούτω συμφώνως με το κάλλος και την ευμορφίαν σας θέλετε επιτύχει και τους νυμφίους και συζύγους σας». Και ταύτα μεν έλεγεν υποσχόμενος ο παράνομος δικαστής· αι δε Παρθένοι και όντως νύμφαι του Χριστού απεκρίθησαν εις αυτόν λέγουσαι· «Έως πότε δεν παύεις, άθλιε, με τον δήθεν ήμερον τρόπον σου ομιλών και τα εις τον εαυτόν σου εναντία; Και άλλοτε μεν ονομάζων ημάς αδελφάς της μακαρίας Μηνοδώρας, άλλοτε δε ως να είμεθα ξέναι και μηδεμίαν σχέσιν έχουσαι προς εκείνην, δοκιμάζεις ευκόλως να μας καθυποτάξης εις το θέλημά σου; Εάν λοιπόν πιστεύης πράγματι, ότι είμεθα αδελφαί κατά σάρκα, γνώριζε ότι είμεθα πολύ περισσότερον αδελφαί και εις την καλήν ταύτην υπέρ της πίστεως ομολογίαν και την υπέρ της ευσεβείας αντίστασιν, και μη νομίζης ότι θα εύρης εις ημάς τίποτε το δειλόν, το οποίον να φανερώνη ότι δεν είμεθα γνήσιαι αδελφαί Εκείνης, μηδέ γνώσιοι κλάδοι και τέκνα της ευγενούς ρίζης εκείνης και μητρός εκ της οποίας και αι τρεις εγεννήθημεν. Εάν λοιπόν θέλης να μάθης περί ημών οποίαι θα είμεθα κατά την υπέρ της πίστεως αντίστασιν και ομολογίαν, μάνθανε ακριβώς από την προλαβόντως μαρτυρήσασαν μακαρίαν αδελφήν μας· διότι εάν εκείνη, και χωρίς τινος προηγουμένου παραδείγματος, τοιαύτη εφάνη κατά την ανδρείαν και αρετήν, τι πρέπει να πράξωμεν ημείς προς τοιούτον παράδειγμα, την αδελφήν μας βλέπουσαι; Ή δεν βλέπεις ότι πως, αν και νεκρά κειμένη, μάς παρακινεί εις την ευσέβειαν, και την αδελφικήν σχέσιν και συγγένειαν μάς υπενθυμίζει, και προς τον όμοιον ζήλον μάς ενθαρρύνει με το ιδικόν της παράδειγμα της αθλήσεως, κατά το οποίον, γνώριζε, ότι δεν θα φανώμεν ημείς κατώτεραι, ουδέ θέλομεν ατιμάσει την εκείνης ευγένειαν· διότι εάν εν τοιούτον (ο μη γένοιτο ποτέ!) πράξωμεν, και προδώσωμεν την ευσέβειαν, θα αποδείξωμεν ότι ψευδόμεθα λέγουσαι ότι έχομεν τους ιδίους γονείς και ότι είμεθα κατά σάρκα αδελφαί της προκειμένης νεκράς καλλινίκου Παρθένου και Μάρτυρος. Ας χαθή λοιπόν τοιούτος πλούτος, ας αφανισθή τοιαύτη δόξα, τα οποία είναι μόνον πρόσκαιρα εδώ εις την γην, και πάλιν εις την γην χάνονται· ερρέτωσαν (ας πάνε να χαθούν) οι φθαρτοί μνηστήρες, διότι ημείς έχομεν τον ιδικόν μας άφθαρτον Νυμφίον Χριστόν τον Θεόν ημών, τον οποίον σφόδρα αγαπώμεν, και προς τον οποίον ως μόνην προίκα δίδομεν τον υπέρ αυτού θάνατον, ίνα λάβωμεν παρ’ αυτού τας ιεράς παστάδας και τους αιωνίους νυμφικούς θαλάμους και παρ’ αυτώ λαμπρώς και αιωνίως συμβασιλεύσωμεν». Ταύτα ακούσας ο δικαστής και γνωρίσας ότι ματαίως κοπιάζει δοκιμάζων να πλανήση τας Παρθένους, και βράζων από τον θυμόν του, παραδίδει την δευτέραν εκ των αδελφών Μητροδώραν εις τας βασάνους. Κρεμάται λοιπόν επάνω εις ξύλον η γενναία Μάρτυς του Χριστού και με ανημμένας λαμπάδας πυρός κατακαίουσιν αυτήν πανταχόθεν· δύο ολοκλήρους ώρας εις την σκληράν ταύτην βάσανον προσκαρτερήσασα και μηδόλως δείξασα σημείον δειλίας, μόνον προς τον ουράνιον εραστήν της Ιησούν Χριστόν προσηύχετο, και την παρ’ αυτού βοήθειαν εζήτει να λάβη. Αλλά και ούτω πάσχουσα, δεν έπαυεν όμως χλευάζουσα και κατηγορούσα την ειδωλικήν πλάνην, και αποδεικνύουσα αυτήν, όπως και αληθώς είναι, αξία αισχύνης και γέλωτος. Όθεν καταβιβάσας ο τύραννος από του ξύλου την γενναίαν Μάρτυρα, έθηκε βαρέα σίδηρα επάνω εις το σώμα της, το οποίον συνθλίβεται και κατασπώνται τα οστά από το βάρος. Εκείνη δε βλέπουσα ότι την εγκατέλειψαν αι σωματικαί δυνάμεις και ότι προσεγγίζει προς τον θάνατον, προσηύχετο νοερώς προς τον ηγαπημένον της Νυμφίον Ιησούν Χριστόν, επειδή και δια του θανάτου επλησίαζε προς Αυτόν, όστις και τον Νυμφώνα είχε δι’ αυτήν προπαρασκευάσει· είτα δε και την ψυχήν παραδίδει εις χείρας των Αγγέλων, και όλη μεταβαίνει προς τον ποθούμενόν της Χριστόν. Μετά την τελείωσιν και της Αγίας Μητροδώρας, ο παράνομος άρχων εκείνος, μη δυνάμενος να υποφέρη την μεγίστην εντροπήν, την οποίαν έλαβεν εκ της γενναιότητος και της υπομονής των Μαρτύρων, εθλίβετο καθ’ υπερβολήν· είχεν όμως μίαν μικράν παρηγορίαν, υπολαμβάνων ότι ίσως ήθελε παρασύρει εις την πλάνην του την τρίτην και νεωτέραν αδελφήν Νυμφοδώραν, την οποίαν και παρέστησεν επί του βήματός του, αναισχύντως τον πράον και ιλαρόν υποκρινόμενος ο θηριώδης κατά την γνώμην και λυκοκάρδιος. Όθεν και λέγει προς αυτήν· «Υπάκουσόν μου τουλάχιστον συ, ω καλή νεάνις, την οποίαν εγώ περισσότερον από τας άλλας αγαπώ, και το οποίον οι θεοί γνωρίζουσι, ότι και το κάλλος σου θαυμάζω και επαινώ, και την ηλικίαν σου λυπούμαι· υπάκουσον εις εμέ, ο οποίος ως τέκνον μου γνήσιον σε αγαπώ, και προσελθούσα (μήπως είναι τούτο βαρύ ή δύσκολον πράγμα;) προσκύνησον μόνον εις τους θεούς, και αμέσως μεγίστην χάριν θα σοι γνωρίση ο βασιλεύς, και θα σοι δώση πολλά χρήματα και τιμάς, αλλά το σπουδαιότερον και μεγαλύτερον θα σε αξιώση παρρησίας και σχέσεως προς εαυτόν. Εάν όμως δεν μου υπακούσης εις ταύτα όπου πατρικώς σε συμβουλεύω, οίμοι! Και συ κακώς θα απολεσθής, και δεν θα ωφεληθής τίποτε εκ της πικράς αυτής τελευτής, καθώς δεν ωφελήθησαν τίποτε και αι προαποθανούσαι αδελφαί σου». Ταύτα του άρχοντος ειπόντος προς την Αγίαν Νυμφοδώραν, ακόμη και φρονιμωτέραν και γνωστικωτέραν από τας άλλας ονομάσαντος αυτήν, εκείνη δια μεν τους άλλους ανοήτους λόγους και τας φλυαρίας του ουδόλως εφρόντισε· λαβούσα δε ως στόχον μόνον την λέξιν «φρόνιμον» απεκρίθη λέγουσα· «Δεν αισχύνεσαι, ταλαίπωρε, και δεν ερυθριάς από την εντροπήν να με ονομάζης φρόνιμον, και ύστερον να με συμβουλεύης να εγκαταλείψω τον αληθινόν Θεόν και να προσέλθω εις τους ιδικούς σου δαίμονας; Και δεν είναι τούτο η μεγαλυτέρα ανοησία και διαφθορά φρενών (φρενοληψία), να απομακρυνθώ από τον κοινόν Δεσπότην και Δημιουργόν των όλων Θεόν, και να ακολουθήσω προσκυνούσα είδωλα έργα χειρών ανθρώπων στερούμενα αισθήσεως και φρενών, θεωρούσα αυτά ίσα με τον αληθινόν Θεόν; Και τι να ελπίσω από αυτά; Και τι κέρδος θα έχω; Ειπέ εις εμέ και δέχομαι. Ειπέ και δείξον εις εμέ τι καλόν απήλαυσας συ από την προς αυτά (τα είδωλα) πίστιν σου, και τότε πείθομαι εις τους λόγους σου. Αλλά δεν έχεις να είπης ή να παρουσιάσης τοιούτον τι· διότι κατά αλήθειαν «τα είδωλα των εθνών αργύριον και χρυσίον, έργα χειρών ανθρώπων· όμοιοι αυτοίς γένοιντο οι ποιούντες και τιμώντες αυτά», ως είπεν ο ιδικός μας Προφήτης Δαβίδ. Επομένως, ω δικαστά, μη ελπίζης να απολαύσης παρ’ εμού εκείνο το οποίον επιθυμείς. Ιδού λοιπόν εις την διάθεσίν σου είναι αι σάρκες μου έτοιμοι να πάθωσι δια τον Χριστόν με περισσοτέραν προθυμίαν, παρά όσην έχεις συ δια να κολάζης ημάς». Μη έχων λοιπόν ο μιαρός άρχων τι να πράξη πλέον, μηδέ άλλην ελπίδα, επειδή πανταχόθεν απεκρούσθη υπό της Μάρτυρος, προστάσσει ίνα και ταύτην κρεμάσωσιν επί του ξύλου και να ζέωσι με σιδηρούς όνυχας· πλην όμως αύτη η μακαρία, καίτοι δεινώς τιμωρουμένη, ουδεμίαν φωνήν, ουδένα στεναγμόν άφησε· φανερά δε ήτο συνομιλούσα με τον Θεόν δια της προσευχής· και τούτο εφανέρωνον τα χείλη αυτής κινούμενα και οι οφθαλμοί αυτής όντες προς τον ουρανόν υψωμένοι. Ο δε ανόητος εκείνος δικαστής πάλιν έλεγε λόγους προς αυτήν δια του κήρυκος, ίνα θυσιάση εις τους θεούς δια να απαλλαγή από τα βάσανα· αλλ’ η Μάρτυς απεκρίνατο· «Εθυσίασα εγώ τον εαυτόν μου εις τον Κύριον, δια τον οποίον και το να πάθω μού είναι ηδονή και γλυκύτης, και το να αποθάνω δι’ Αυτόν κέρδος μέγιστον». Ταύτα δε περισσότερον ήναψαν τον θυμόν του τυράννου· δια τούτο με σιδηρούς μοχλούς συνέσφιξε και συνέτριψε τα οστά της. Αλλ’ ο Θεός, όστις ενίσχυε και τας άλλας αδελφάς εις τας βασάνους, αυτός ομοίως, φροντίζων και δια την Αγίαν Νυμφοδώραν, ενεδυνάμωνεν αυτήν εις την σκληράν βάσανον· είτα και προς τον εαυτόν του προσκαλεί την Παρθένον, η οποία τοιουτοτρόπως με γλυκύτητα παραδίδει εις τους κόλπους τού εαυτής εραστού και Νυμφίου Ιησού Χριστού την μακαρίαν της ψυχήν συναριθμηθείσα εις τον χορόν των προαθλησασών αυταδέλφων αυτής Μηνοδώρας και Μητροδώρας. Ο άδικος λοιπόν και παράνομος εκείνος δικαστής, βράζοντα έχων ακόμη τον θυμόν, και τούτον σύμμαχον παραλαβών, εκστρατεύει και εναντίον αυτών των μαρτυρικών λειψάνων· ανάψας όθεν μεγάλην κάμινον και ταύτην κάψας αρκετά με επιτηδείαν ύλην, έρριψεν εις το μέσον αυτής τα μαρτυρικά σώματα. Όμως ο των ψυχών εραστής Θεός ουδέ τα σώματα παρέβλεψεν· αλλά βρονταί και αστραπαί εξαίφνης γενόμεναι, προσλαμβάνουσι το πυρ της καμίνου, και αυτόν τον δικαστήν και τους πολυπληθείς υπηρέτας αυτού κατέκαυσαν, κάρβουνα και στάκτην ποιήσασαι τούτους· και τούτο ήτο προοίμνιον της ατελευτήτου γεέννης και κολάσεως δια την οποίαν και μόνην εκείνοι, ένεκα της κακής των προαιρέσεως, ήσαν άξιοι· βροχή δε ραγδαία πεσούσα άνωθεν αμέσως έσβησε την κάμινον και τοιουτοτρόπως οι ευσεβείς Χριστιανοί ευρόντες ευκαιρίαν μετά πολλού πόθου έλαβον εκείθεν τα παρθενικά λείψανα, και μεγαλοπρεπώς στολίσαντες, έθαψαν αυτά ενδόξως εκεί εις τον τόπον της τελειώσεως αυτών, του Θεού και ενταύθα θαυματουργήσαντος· όπως δηλαδή εκείνας τας οποίας μία μητρική γαστήρ εκοιλοπόνησε και εγέννησε, ταύτας και εις τάφος εδέχθη προς κατοικίαν μέχρι της κοινής αναστάσεως· και εκείνων των οποίων αι ψυχαί ένα νυμφικόν θάλαμον εκληρονόμησαν εις κατοικίαν, τούτων μηδέ η αναίσθητος κόνις των σωμάτων εχωρίσθη. Αλλά καθώς ήσαν αδελφαί εις την ζωήν ταύτην, ούτω να είναι αδελφαί και εις τον ουρανόν, αδελφαί και εις την γην μετά θάνατον να φαίνωνται προς πάντας. Έκτισαν δε οι ευσεβείς Χριστιανοί επάνω εις τον τάφον τών Αγίων Μαρτύρων μεγαλοπρεπή Εκκλησίαν σωζομένην μέχρι σήμερον, ως ποταμός ανεξάντλητος προχέουσαν τα θαύματα. Ας ακούσωσι ταύτα πάντα αι αδελφαί και αι παρθένοι και όσαι είσθε εις τον του γάλου ζυγόν· και αι μεν αδελφαί και παρθένοι τοιουτοτρόπως ας αγαπώσιν αλλήλας· αι δε υπό τον ζυγόν του γάλου ας μη κατηγορώσιν εαυτάς μηδέ να απελπίζωνται, διότι ηνοίχθη και εις τας γυναίκας η θύρα του Μαρτυρίου· Όλαι λοιπόν ας καταφρονήσωσι τα πάντα και τον θάνατον ακόμη δια τον Χριστόν, ίνα απολαύσωσι παρά της αυτού φιλανθρωπίας και χρηστότητος πάντων των αγαθών· ων γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν χάριτι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μεθ’ ου τω Πατρί άμα τω Αγίω Πνεύματι, δόξα, κράτος, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΑ΄ (11η) Σεπτεμβρίου, μνήμη της Οσίας μητρός ημών ΘΕΟΔΩΡΑΣ της εν Αλεξανδρεία.

Δημοσίευση από silver »


Θεοδώρα η όντως μακαρία και τρισόλβιος και της θείας δωρεάς τε και χάριτος επώνυμος το της μοναχικής πολιτείας και οσιότητος διήνυε στάδιον κατά τους χρόνους του βασιλέως Ζήνωνος εν έτει υοδ΄ (474). Αύτη εγεννήθη και ανετράφη εις την μεγαλόπολιν Αλεξάνδρειαν· η οποία πόλις, ούσα τότε στολισμένη με διαφόρους καλλωπισμούς, περισσότερον εκαλλωπίζετο με τας αρετάς ταύτης της Οσίας και επηνείτο. Εις ταύτην την πόλιν λοιπόν οι γονείς αυτής την υπάνδρευσαν με ένα νέον ευγενή και σώφρονα εις τα ήθη, προς τον οποίον εφύλαττεν η κόρη πάσαν υποταγήν, και όσα άλλα είναι επιβεβλημένα εις τας σώφρονας γυναίκας να φυλάττουν εις τους οικείους άνδρας νομίμως και καθαρώς. Όθεν ο ανήρ αυτής, ως φρόνιμος εκ φύσεως, βλέπων την πολιτείαν και ενάρετον διαγωγήν της συζύγου, εμιμείτο όσον ηδύνατο την χρηστοήθειαν εκείνης, ούτως ώστε και οι δύο επολιτεύοντο θεαρέστως, με πάσαν κοσμιότητα χριστιανικήν. Αλλ’ επειδή δεν είναι δυνατόν εκείνοι, οίτινες ζώσι κατά Θεόν εναρέτως, να μη έχουν πειρασμούς και ενοχλήσεις από τον μισόκαλον σατανάν, δια ταύτα βλέπων ο εχθρός το ευλογημένον τούτο ανδρόγυνον να πολιτεύηται τοιουτοτρόπως και να φυλάττη επιμελώς τας παραγγελίας του Κυρίου, και με τόσην προθυμίαν και ευλάβειαν να εργάζηται τας αρετάς των ερημιτών, εφθόνησεν ο μιαρός και έβαλε πάσαν σπουδήν να διαχωρίση το ευλογημένον αυτό ανδρόγυνον με τοιούτον τρόπον. Ήναψεν εις την καρδίαν ενός νέου πλουσίου κατά πολλά και ευγενούς έρωτα σατανικόν κατά της σωφρονεστάτης Θεοδώρας, και τόσον τον εκυρίευσε το πάθος, ώστε ημέραν και νύκτα, κοιμώμενος και έξυπνος, την Θεοδώραν εφαντάζετο, με την φαντασίαν της ωμίλει, και δι’ αυτήν εστέναζεν αδιαλείπτως ο άθλιος. Όθεν με μεγάλας αμοιβάς έβαλε γυναίκας επιδιδομένας εις την μαντείαν και τον εκμαυλισμόν να επιμεληθούν δια παντός τρόπου, άλλη με λόγους έρωτος και άλλη με παγίδας σατανικάς να καταπείσουν την Θεοδώραν και να την φέρουν εις το θέλημά του. Μία δε από τας πολλάς εκείνας γυναίκας, δεδιδαγμένη υπό του διαβόλου, αφού έκαμε τας μαντείας της, ήρχισε με διαφόρους λόγους να παρακινή την Θεοδώραν, ήτις είπε προς αυτήν· «Διατί με αναγκάζετε να πράξω τοιούτον έργον παρανομώτατον; Εγώ τρέμω εκείνην την φοβεράν ημέραν της κρίσεως, φοβούμαι η τάλαινα την γέενναν του πυρός, αλλά και αυτόν τον ήλιον εντρέπομαι, ο οποίος μέλλει να γίνη μάρτυς της κακής ταύτης πράξεως». Λέγει της η κακότροπος εκείνη γυνή· «δια τούτο μη φοβείσαι, κόρη μου, άκουσον την συμβουλήν μου, και ας γίνη το πράγμα αφού βασιλεύση ο ήλιος, και ούτως ουδείς άλλος δύναται να γνωρίση τίποτε, μήτε θέλει ευρεθή τις να μαρτυρήση, ούτε έμπροσθεν του Θεού, ούτε ενώπιον των ανθρώπων». Τότε (αλλοίμονον!) αφ’ ενός μεν διότι το γένος των γυναικών είναι εκ φύσεως ευκολοκατάπειστον, αφ’ ετέρου δε από συνέργειαν του σατανά, κατεπείσθη η Θεοδώρα και εγένετο το έργον. Αφού όμως εξετελέσθη η πονηρά βουλή, ήρχισεν ευθύς το ξίφος της συνειδήσεως με τον έλεγχον να κεντά πικρότατα την καρδίαν της. Βεβαίως, όταν μία ψυχή συνειθίση εις τας αρετάς, έπειτα δε εκπέση δια μικράν ηδονήν, παρηγορίαν δεν ευρίσκει. Ενθυμουμένη όθεν και αύτη η αείμνηστος την προτέραν της τιμήν και σωφροσύνην, και πως έχασε ταύτην δια μιας στιγμής αισχράν ηδονήν, εφλογίζετο η καρδία της από άμετρον λύπην, έκλαιε πικρώς ολολύζουσα, και με βαρυτάτους αναστεναγμούς εβόα προς Κύριον εκάστην στιγμήν εκείνους τους προφητικούς θλιβερούς λόγους· «Προσώζεσαν και εσάπησαν οι μώλωπές μου από προσώπου της αφροσύνης μου», και καν να ζητήση συγχώρησιν από τον Θεόν δια το αμάρτημα δεν ετόλμα, φοβουμένη μήπως την οργισθή ο Θεός περισσότερον. Ο άνδρας της όμως, μη γνωρίζων την αιτίαν, βλέπων την τοσαύτην λύπην, την παρηγόρει δια παντός τρόπου. Εκείνη όμως έλαβεν αθεράπευτον την πληγήν της λύπης εις την ψυχήν της, και δεν της έδιδε παραμικράν άνεσιν. Αναχωρήσασα όθεν κρυφίως κατέφυγεν εις ένα γυναικείον Μοναστήριον, το οποίον είχεν ενάρετον Ηγουμένην, αφού δε επροσκύνησε ταύτην μετά πάσης ευλαβείας και ταπεινώσεως, πίπτουσα εις τους πόδας της με θερμότατα δάκρυα παρεκάλει να φέρουν εκεί το ιερόν Ευαγγέλιον, δια να ίδη, κατά τον λόγον της μάντισσας, εάν εγνώρισεν ο Θεός την αμαρτίαν την οποίαν έκαμε την νύκτα. Λέγει της η Ηγουμένη· «και τι πράγμα γίνεται εις τον κόσμον μεγάλον ή μικρόν, και δεν το ηξεύρει ο Θεός; καθώς λέγει και ο Προφήτης, εκείνος όστις έδωκε την ακοήν και την όρασιν εις τον άνθρωπον, δεν ακούει και δεν βλέπει τα πάντα; Και μόνον να κινηθή και να σκεφθή ο άνθρωπος το παραμικρότερον κίνημα και νόημα, έχει την είδησιν ο Θεός. Όμως εάν θέλης να ελευθερωθής το συντομώτερον από την πληγήν όπου θλίβει την καρδίαν σου, φανέρωσον εις εμέ την υπόθεσιν, και ίσως δια της χάριτος του Κυρίου θέλω εύρει την θεραπείαν». Η δε Θεοδώρα πάλιν μετά δακρύων εζήτει να φέρωσι το ιερόν Ευαγγέλιον· και φέροντες αυτό, ευθύς ως ήνοιξαν τούτο εύρε το «Ο γέγραψα γέγραψα», το οποίον την έκαμεν από την λύπην της να γίνη παρ’ ολίγον έξω φρενών. Τότε έκλαιε και ωδύρετο, και με τας δύο χείρας της διεσπάραττε το πρόσωπόν της και με θλιβεράς φωνάς εβόα λέγουσα· «Αλλοίμονον εις εμέ την παναθλίαν, πως ετόλμησα η πάντολμος και ητίμασα την κοίτην του ανδρός μου». Με τοιαύτας λοιπόν φωνάς και πλήθος δακρύων έκρινε τον εαυτόν της, ότι δεν είναι πλέον αξία μήτε τον ουρανόν να βλέπη, μήτε το φως, μήτε τον αέρα, δια το ανόμημα το οποίον έκαμεν· όθεν δεν ηδυνήθη να εύρη άλλον τρόπον, από του να αφήση τον κόσμον και τα εν τω κόσμω τελείως, να λάβη το σχήμα των Μοναχών, και ούτως αμερίμνως να δοθή εις τους αγώνας της μετανοίας. Όμως γνωρίζουσα ότι θέλει την ζητήσει κατόπιν ο άνδρας της επιμελώς, εφόρεσεν ανδρικήν στολήν, και μετέβη εις ένα Κοινόβιον ανδρών δέκα οκτώ σημεία μακράν από την πόλιν της Αλεξανδρείας δια να μονάση εκεί. Φθάσασα εις το Κοινόβιον παρεκάλει τους αδελφούς να την δεχθώσιν εις το Μοναστήριον, επειδή έχει απόφασιν να γίνη Μοναχός. Εκείνοι δε οι αδελφοί απεκρίθησαν, ότι δεν είναι δυνατόν να τον δεχθώσιν ευθύς, αλλά πρότερον να μείνη καθ’ όλην την νύκτα έξω του Μοναστηρίου ασκεπής, δια να δοκιμασθή με την υπομονήν, και τότε να τον δεχθώσιν εις το Μοναστήριον. Ταύτα ακούσασα η Θεοδώρα παρ’ όλον ότι δια την ερημίαν του τόπου εγνώριζεν ότι δεν απολείπουν απ’ εκεί θηρία, όμως εδέχθη το πράγμα μετά χαράς, και έμεινε καθ’ όλην εκείνην την νύκτα έξω της θύρας του Μοναστηρίου. Ο δε Θεός, όστις εφύλαξε τον Δανιήλ από τους λέοντας, εφύλαξε και τότε την δούλην του από τα θηρία αβλαβή. Την επομένην ιδόντες οι αδελφοί της Μονής την μετά προθυμίας υποταγήν και υπομονήν της Οσίας, την εδέχθησαν ως άνδρα φιλοφρόνως εις την συνοδίαν των. Ο δε της Μονής προεστώς την επήρεν εις έναμέρος κατά μόνας και την εξήτασεν ακριβώς λέγων· «Πως ονομάζεσαι και δια ποίον λόγον θέλεις να αφήσης τον κόσμον και να γίνης Μοναχός; Μήπως και είναι από μεγάλην τινά ανάγκην»; Λέγει η μακαρία· «Άλλη ανάγκη δεν με ηνάγκασε, πάτερ, να γίνω Μοναχός, εκτός από τον πόθον μου να εγκαταλείψω τας φροντίδας του κόσμου, και να παρακαλέσω τον Θεόν να συγχωρήση τας αμαρτίας μου· το δε όνομά μου είναι Θεόδωρος δούλος της αγιωσύνης σου». Λέγει ο Ηγούμενος· «Άκουσον, αδελφέ Θεόδωρε· γνώριζε, ότι εδώ όπου επιθυμείς να κοινοβιάσης έχεις να υποφέρης κόπους και μόχθους πολλούς και βαρυτάτους· χρειάζεσαι υπακοήν και άκραν υποταγήν εις τας υπηρεσίας του Μοναστηρίου, όχι μόνον έσω, αλλά και έξω του Μοναστηρίου, και οπότε ο καιρός το καλέση θα πηγαίνης και εις την χώραν δια τινα αναγκαίαν υπόθεσιν. Αυτά όλα πρέπει να τα εκτελής χωρίς κανένα γογγυσμόν. Εκτός δε τούτων έχεις χρέος απαραίτητον να κάμης απαραιτήτως τον κανόνα σου χωρίς καμμίαν πρόφασιν· να νηστεύης, να αγρυπνής εις τας ακολουθίας του Μοναστηρίου, και ακόμη να κάμνης γονυκλισίας καθ’ εκάστην, και να παιδεύης το σώμα δια να το υποτάξης εις την εξουσίαν της ψυχής, να έχης δε και ακατάπαυστον μάχην με τους πονηρούς λογισμούς, οι οποίοι είναι ο ψυχικός θάνατος του Μοναχού». Ταύτα ακούσασα η μακαρία Θεοδώρα τα εδέχθη εις την καρδίαν μετά πολλής χαράς, και της εφάνησαν γλυκύτερα μέλιτος· και ούτως υπεσχέθη εις τον προεστώτα να τα φυλάξη μετά προθυμίας συνεργούσης της θείας Χάριτος. Τότε ο προεστώς την εκούρευσε και την έκαμε Μοναχόν, ευθύς δε ως ενεδύθη το Σχήμα ηρνήθη πάσαν κοσμικήν προσπάθειαν, και εμίσησε τας αναπαύσεις του σώματος, εδόθη δε εις τους κόπους και εις τους αγώνας της ασκήσεως· και εις όσας υπηρεσίας του Μοναστηρίου την επρόσταζον, χωρίς καμμίαν πρόφασιν έτρεχε μετά προθυμίας. Έκαμε δε χρόνους οκτώ σκάπτουσα και επιμελουμένη τους κήπους, εκ των οποίων επρομηθεύοντο οι πατέρες της Μονής τα λάχανα, ήθελε τον σίτον και εζύμωνεν άρτους δια τους αδελφούς, και πάλιν με τόσας υπηρεσίας ποτέ δεν έλειψεν από τας ακολουθίας της Εκκλησίας, και μάλιστα όταν εισήρχετο εις την Εκκλησίαν, τότε εφαίνετο η ζέσις και η αγάπη της προς την θείαν μεγαλειότητα, και με τους κόπους τους οποίους έκαμνεν αδιακόπως, και με τοιούτον διάπυρον έρωτα όπου είχε προς τον Κύριον, οπότε ήθελεν ενθυμηθή το σφάλμα το οποίον έκαμε, δεν είχε παρηγορίαν· μόνον όταν ησύχαζεν από τας υπηρεσίας, και ήτο καιρός την νύκτα να αναπαυθή με ολίγον ύπνον, τότε εκτύπα με λύπην το στήθος της λέγουσα μετά θερμών δακρύων· «Συγχώρησόν μοι, Κύριε, ότι έφθειρα η ταλαίπωρος το κάλλος της σωφροσύνης». Ένα καιρόν δεν είχε το Μοναστήριον έλαιον, και ο προεστώς έστειλεν αυτήν με δύο καμήλους εις την Αλεξάνδρειαν να φέρη το συνειθισμένον έλαιον· και καθώς εμάκρυνεν ολίγον από το Μοναστήριον, συναντά τον άνδρα της εις τον δρόμον (και τούτο πάντως κατά θείαν οικονομίαν), επειδή ο ανήρ αυτής από τον καιρόν όπου υστερήθη τοιαύτης γυναικός, δεν εστέγνωσαν ποτέ οι οφθαλμοί του από τα δάκρυα, και ο πόνος του ήτο μήπως η Θεοδώρα ηκολούθησεν άλλον άνδρα και αφήκεν αυτόν, δια τούτο παρεκάλει ημέραν και νύκτα τον Θεόν να του φανερώση εάν ευρίσκετο εις άλλον άνδρα ή όχι. Ο δε Πανάγαθος Θεός, σπλαγχνισθείς τα δάκρυά του, έστειλε θείον Άγγελον, όστις είπε προς αυτόν· «Εάν θέλεις να ιδής και με τους οφθαλμούς σου την Θεοδώραν, ανάστα λίαν πρωϊ και πήγαινε εις τον δρόμον, όστις ονομάζεται Μαρτύριον Πέτρου του Αποστόλου, και εκεί θέλει σε απαντήσει άνθρωπος, τον οποίον να στοχασθής επιμελώς εις το πρόσωπον, και θέλεις επιτύχει εκείνο το οποίον ζητείς». Κατά τον λόγον όθεν του Αγγέλου, εις τον καιρόν του όρθρου εκίνησεν ο άνθρωπος, και το πρω»ι φθάσας εις το διορισθέν μέρος, συνηντήθησαν ο εις μετά του άλλου κατά πρόσωπον. Και η μεν Θεοδώρα εγνώρισεν ευθύς τον άνδρα της, και ενεθυμήθη την αγάπην την οποίαν είχεν ούτος προς αυτήν, και την αμαρτίαν την οποίαν έκαμεν αύτη, και με μεγάλους αναστεναγμούς εγέμισαν δάκρυα οι οφθαλμοί της· πλησιάσασα δε εχαιρέτησεν αυτόν, και ευθύς επροχώρησε την οδόν της. Εκείνος όμως, επειδή εφόρει ανδρικά μοναχικά ενδύματα, και από την κακοπάθειαν και την άμετρον λύπην, την οποίαν επερνούσεν, είχεν αλλάξει παντάπασιν το σχήμα και την μορφήν, δια τούτο δεν την εγνώρισε τότε, μόνον την αντεχαιρέτησε και αυτός και ούτως εχωρίσθησαν. Τότε πάλιν ήρχισε να παραπονήται περισσότερον προς τον Θεόν, ότι δήθεν ηπατήθη, εφ’ όσον ο Άγγελος δεν επλήρωσεν την υπόσχεσιν. Όμως εφάνη προς αυτόν πάλιν ο Άγγελος και του λέγει· «Κατά την υπόσχεσίν μου σου έδειξα την γυναίκα σου, ήτις ήτο εκείνος ο Μοναχός με τον οποίον συνηντήθητε χθες καθ’ οδόν, και εχαιρετίσθητε, αυτός ήτο η γυνή σου Θεοδώρα». Από τότε επληροφορήθη ο άνθρωπος, ότι η Θεοδώρα δεν επήγε με άλλον άνδρα και ούτως έπαυσε του λοιπού από τοιαύτην υποψίαν, ελυπείτο μόνον ότι εστερήθη την καλήν ομόζυγον. Η δε μακαρία Θεοδώρα εδόθη εις μεγαλυτέρους αγώνας της ασκήσεως, και ημέραν παρ’ ημέραν ήναπτεν η καρδία της εις τον θείον έρωτα. Και πρώτον έτρωγε μίαν φοράν την ημέραν άρτον και ύδωρ· κατόπιν εις δύο ημέρας, αυξάνουσα και τους κόπους εις τας υπηρεσίας της Μονής. Έπειτα έβαλε μεσίτας εις τον Προεστώτα να την συγχωρήση να τρώγη μίαν φοράν την εβδομάδα· και αφού έλαβεν εις τούτον την άδειαν, εζήτησε και δεύτερον θέλημα, να φορή κατάσαρκα τρίχηνα ράσα, δια να παιδεύη αυτό το σώμα, το οποίον την έκαμε να εκπέση από την πρώτην της σωφροσύνην. Ω μακαρία τής όντως μακαρίας Θεοδώρας διάθεσις! Με τοσαύτην εγκράτειαν, με τοσούτους αγώνας, με τοσαύτην καρτερίαν εις τους κόπους τής μετανοίας, δεν έπαυε πάλιν ο πόνος της καρδίας της, δι’ εκείνο το σφάλμα το οποίον έκαμεν, αλλά πάντοτε το ενεθυμείτο και πάντοτε έκλαιε· και είχε δίκαιον θυμόν η αείμνηστος, να κάμη εκδίκησιν κατά του διαβόλου, να πληγώση με πολλάς και ισχυράς πληγάς εκείνον, όστις την επλήγωσε μίαν φοράν. Ο δε μισθαποδότης Θεός, όχι μόνον συνεχώρησε το αμάρτημα, δια την μετάνοιάν της, αλλά και δια τας αρετάς της την εχαρίτωσε και την ενίσχυσε να κάμη και θαύματα, και ακούσατε. Πλησίον του Μοναστηρίου εκείνου είναι λίμνη μεγάλη, εις την οποίαν κατώκησε κροκόδειλος μέγας και φοβερός και έτρωγε και ανθρώπους και ζώα, όσα ήθελον πλησιάσει εκεί. Όσοι λοιπόν εκατοικούσαν εις τα χωρία όπου ήσαν πέριξ της λίμνης, δεν απετολμούσαν να διέλθουν από κανέν μέρος της λίμνης δια τον φόβον του θηρίου. Αλλά και ο έπαρχος της Αλεξανδρείας Γρηγόριος έβαλε στρατιώτας και εφύλασσον πέριξ, και δεν επέτρεπον εις ουδένα να περάση από εκείνους, οίτινες δεν εγνώριζον δια το θηρίον. Ο δε Προεστώς της Μονής, γνωρίζων τας αρετάς της Οσίας Θεοδώρας, και ότι είναι αδύνατον δια την υπερβολήν των αγώνων της να μη απέκτησε θείον χάρισμα, την εκάλεσε προς εαυτόν και λέγει προς αυτήν· «Τέκνον μου Θεόδωρε, λάβε το σταμνίον και ύπαγε να φέρης ύδωρ από την λίμνην». Εκείνη δε ευθύς ως ήκουσε την προσταγήν του Ηγουμένου, δια την προθυμίαν της υποταγής, δεν εσυλλογίσθη μήτε φόβον, μήτε κίνδυνον θανάτου πικρού, αλλ’ ευθύς ήρπασε το σταμνίον και έσπευσε να εκτελέση την εντολήν. Φθάσασα η Θεοδώρα εις το χείλος της λίμνης, την ημπόδιζον πολλοί με φωνάς να μη πλησιάση και φαγωθή από το θηρίον. Αλλ’ εκείνη μετά πίστεως και ελπίδος της ευλογημένης υπακοής επλησίασεν εις τα ύδατα. Και εκεί είδον οι παριστάμενοι θαύμα φρικτόν, ότι καθώς εισήλθεν η Αγία εις την λίμνην να γεμίση το σταμνίον, ευθύς ήλθεν ο κροκόδειλος και την επήρεν εις την ράχιν του, αφού δε εγέμισε το σταμνίον από τα βάθη, την έφερε πάλιν σηκωτήν έξω εις την γην. Και εξελθούσα η Οσία επετίμησεν εκείνο το παμφάγον θηρίον, το οποίον ευθύς εθανατώθη, και ελυτρώθη ο κόσμος από τον φόβον και τον κίνδυνον, πάντες δε εδόξαζον τον Θεόν και ηυχαρίστουν την Αγίαν. Ο φθόνος όμως, όστις εισήλθε κατ’ αρχάς ακόμη και εις τον Παράδεισον, κατέλαβε τότε και τινας κακομονάχους, οι οποίοι ακούοντες επαινούμενον υπό πάντων τον Όσιον Θεόδωρον, και βλέποντες την αγγελικήν και αμίμητον πολιτείαν του, εφθόνησαν την Οσίαν φθόνον θανάσιμον. Όθεν εκάλεσαν τον νομιζόμενον Θεόδωρον κρυφίως από τον Προεστώτα, και του έδωκαν μίαν επιστολήν να την υπάγη μακράν εις ένα ερημίτην, επειδή ήτο δήθεν αναγκαία υπόθεσις· η γνώμη των όμως ήτο να την φάγουν την νύκτα καθ’ οδόν τα θηρία, επειδή η έρημος εκείνη είναι γεμάτη από ανθρωποφάγα τετράποδα και ερπετά φαρμακερά. Όμως ματαίως έπασχον· και μάλιστα εκείνο το οποίον ήθελον και μετεχειρίσθησαν δια κακόν της Οσίας, ο Θεός το ωκονόμησεν εις βοήθειάν της. Διότι καθώς εκείνη πρόθυμος εις την υπακοήν εξήλθε και απεμακρύνθη από το Μοναστήριον βαδίζουσα εις την έρημον, έχασε την οδόν και δεν εγνώριζε ποίον μέρος να ακολουθήση. Εκεί δε εφάνη θηρίον τι άγριον, το οποίον εγένετο οδηγός τής Αγίας, και την επήγεν μέχρι του κελλίου εκείνου, όπου έμελλε να δώση την επιστολήν. Και όχι μόνον κατά την μετάβασιν εφάνη το θηρίον οδηγός της Οσίας, αλλά και κατά την επιστροφήν ηκολούθησεν αυτήν μέχρι του Μοναστηρίου και εισήλθον ομού εντός αυτού. Μεταβάσα δε η Οσία εις τον Προεστώτα δια να δώση την απόκρισιν, ώρμησε το θηρίον επάνω εις τον θυρωρόν, και βάλλον τους όνυχας εις το σώμα του δια να τον κατασπαράξη, εφώναζεν αυτός μεγαλοφώνως, και έτρεξαν οι αδελφοί, αλλά δεν ετόλμησε να πλησιάση κανείς, παρά μόνη η Αγία, ήτις ήρπασε το θηρίον και το έσυρεν από τον άνθρωπον, τον οποίον είχεν ήδη πληγώσει με τους όνυχας, τον ελύτρωσεν όμως από τον θάνατον των οδόντων· και το μεν θηρίον επετίμησε, και παρευθύς έπεσε τούτο έμπροσθέν της και απέθανε, του δε θυρωρού αλείψασα τας πληγάς με άγιον έλαιον και επικαλεσαμένη τον Δεσπότην Χριστόν, ιάτρευσεν αυτόν πάραυτα. Το θαύμα τούτο δεν ήθελεν η μακαρία να γνωρίζη τις, αλλά δεν ήτο δυνατόν να κρυβή το γενόμενον. Όθεν όλοι οι αδελφοί ιδόντες τούτο εβόων με ευχαριστίας δια την απελευθέρωσιν του αδελφού από τον θάνατον και τας θανασίμους πληγάς. Ακούσας ταύτα ο Προεστώς, μαθών δε και την αποστολήν, λέγει προς την Αγίαν· «Αδελφέ Θεόδωρε, ειπέ μοι ποίος σε έστειλε να υπάγης να πέσης εις τοιούτον φανερόν κίνδυνον, εις έρημον τόπον και εις καιρόν νυκτός»; Στοχασθήτε τώρα, αδελφοί, ψυχήν όντως δια τον Παράδεισον! Εις το ερώτημα του Ηγουμένου απεκρίθη η Οσία· «Συγχώρησόν μοι, Πάτερ, τω δούλω σου, διότι την ώραν εκείνην ευρισκόμην βεβυθισμένος εις ύπνον ψυχικόν και σωματικόν, και δεν δύναμαι τώρα ούτε να ενθυμηθώ, αλλ’ ούτε να αποκριθώ». Όθεν με τοιαύτην πρόφασιν απέφυγε και την κενοδοξίαν, και δεν εφανέρωσεν εκείνους οίτινες την επεβουλεύθησαν. Ταύτα βλέπων ο εχθρός της αληθείας έτριζε τους οδόντας εναντίον της Αγίας· και όχι πλέον με κρυφίας επιβουλάς, αλλά και φανερά ήρχισεν ο μιαρός να την φοβερίζη, ότι δεν θα την αφήση να ησυχάση, εάν δεν την καταστήση παίγνιον εις εκείνους οίτινες τώρα την ευλαβούνται. Μετ’ ολίγας ημέρας ετελείωσε το σιτάρι του Μοναστηρίου, και ο Ηγούμενος επρόσταξε την Αγίαν να πάρη τας καμήλους και να υπάγη εις την Αλεξάνδρειαν δια να αγοράση σιτάρι· παρήγγειλε δε εις αυτήν, ότι ανίσως και δεν προφθάση να έλθη την ημέραν, να μείνη το εσπέρας εις τι Μονύδριον ονομαζόμενον του Ενάτου να αναπαύση εκεί τας καμήλους και τον εαυτόν του. Αφού εξετέλεσε την υπηρεσίαν ταύτην η Οσία, κατά την επιστροφήν, επειδή έφθασεν εις το Μονύδριον βασίλευμα ηλίου, έμεινε κατά την παραγγελίαν τού Προεστώτος εκεί την νύκτα εκείνην πλησίον εις τους πόδας των καμήλων κοιμηθείσα. Και τότε έκαμεν αρχήν να την πολεμήση ο Σατανάς με τοιούτον τρόπον. Εις το Μονύδριον, εις το οποίον έμεινεν η Αγία, ευρίσκετο μία κόρη, ήτις είχε συγγένειαν με τινας εκεί εφησυχάζοντας· αυτήν δε την κόρην παρεκίνησεν ο διάβολος να πέση εις έρωτα της Οσίας, νομίζουσα ότι είναι ανήρ. Όθεν επήγε χωρίς καμμίαν εντροπήν και επλάγιασεν εκεί όπου ανεπαύετο η Αγία, και την εβίαζεν εις την αισχράν πράξιν της αμαρτίας. Αλλ’ επειδή είδεν η άσεμνος εκείνη νεάνις, ότι μάτην εκοπίαζεν, απελπισθείσα και μη υποφέρουσα την πύρωσιν της σαρκός, παρεδόθη εις ένα ξένον, όστις είχεν έλθει να μείνη εκείνην την νύκτα εις το Μονύδριον. Το δε πρωϊ, ο μεν πράξας την ανομίαν ανεχώρησεν εις τα ίδια, η δε Οσία επήγε με τας καμήλους εις το Μοναστήριόν της. Αφού παρήλθεν ολίγος καιρός, εφάνη η κόρη εγκαστρωμένη· και επειδή την εξήταζον οι συγγενείς της και εζήτουν να είπη εκείνον, όστις την έφθειρεν, εκείνη, βαλμένη από τον σατανάν, είπε προς τους εξετάζοντας, ότι ο Μοναχός Θεόδωρος από το Μοναστήριον του Οκτώ και δεκάτου έμεινεν εδώ και με εβίασε την νύκτα. Πιστεύσαντες όθεν οι ακούσαντες εις τους λόγους της, ευθύς έδραμον εις το Μοναστήριον, εις το οποίον ηγωνίζετο η Οσία, και με φωνάς και θορύβους εβόων· «Ο Μοναχός Θεόδωρος δεν εφοβήθη Θεόν, δεν εντράπη ανθρώπους ο πάντολμος, αλλά έκαμεν εις το Μοναστήριον όπου τον εδέχθημεν τοιούτον έργον αισχρότατον και παράνομον». Ταύτα ακούσας παρ’ ελπίδα ο Ηγούμενος, παρέστησε την Αγίαν και την ηρώτησεν ανίσως και έχει είδησιν περί τούτου του αμαρτήματος. Η δε μακαρία αποκριθείσα, ότι δεν έχει είδησιν του πράγματος αυτού, εκείνοι οι κατήγοροι ανεχώρησαν εις το Μοναστήριον αυτών. Όταν εγεννήθη το παιδίον, το επήραν οι συγγενείς της γυναικός εκείνης, και φέροντες αυτό εις το Μοναστήριον της Αγίας, το έρριψαν εις το μέσον και ανεχώρησαν. Και τούτο ήτο τέχνη του σατανά δια να λυπήση εκείνην, ήτις τον επλήγωνε, και να εμποδίση την ευθείαν οδόν των κατορθωμάτων της· αλλ’ εις μάτην εμηχανάτο ο τρισκατάρατος, μάλιστα τα βέλη τα οποία ηκόνιζε κατά της Αγίας εκαρφώνοντο εις την καρδίαν του· και όσα αυτός μετεχειρίζετο εις ατιμίαν της Οσίας, εστρέφοντο εις τιμήν και δόξαν αυτής. Τι γίνεται λοιπόν; Επίστευσαν οι αδελφοί ότι αυτός ο Θεόδωρος είναι ο πατήρ του παιδίου· όθεν ομού με το βρέφος εξωρίσθη από το Μοναστήριον. Αναλαβούσα όθεν η μακαρία Θεοδώρα την φροντίδα του παιδίου ως ιδία μήτηρ έτρεφεν αυτό με γάλα προβάτων, το οποίον εζήτει παρά των ποιμένων, από δε το μαλλί αυτών του έκαμνε και ενδύματα. Ω της υπέρ άνθρωπον υπομονής της μακαρίας ψυχής! Και ποίος ήθελεν υποφέρει τοιαύτην παράλογον συκοφαντίαν, δυνάμενος μάλιστα εις μίαν στιγμήν να φανή αθώος; Αλλ’ αυτή η αδαμάντινος υπέμεινεν επτά χρόνους καταφρονουμένη εις τοιαύτην δεινήν κατηγορίαν και εις τόσην πολυκαιρίαν ούτε ηδημόνησε ποτέ, ούτε καν λόγον ψυχρόν ελάλησεν· αλλά ενθυμουμένη εκείνο το αμάρτημα, όπερ έπραξεν, έπασχε με τοιαύτην καταφρόνησιν να το εξαλείψη. Η δε τροφή της μακαρίας ήτο άγρια βότανα, και το ποτόν ύδωρ της λίμνης, και εκείνο ανακατωμένον με δάκρυα, τα οποία δεν έλειπον ποτέ από τους οφθαλμούς της. Όθεν το μεν σώμα εφθείρετο από την άμετρον κακοπάθειαν, οι όνυχες εμακρύνοντο, αι τρίχες της κεφαλής από την αλουσίαν εγένοντο ως των αλόγων ζώων και η όψις αυτής από την θερμότητα των ηλιακών ακτίνων εφαίνετο ως του αιθίοπος καταμέλαινα. Τις να διηγηθή τας ολονυκτίους στάσεις και αγρυπνίας δια των οποίων ήλλαξεν η μορφή της και εφαίνετο ως τέρας παράδοξον; Με όλον δε ότι ηγωνίζετο τοιουτοτρόπως ως άσαρκος, και υπέμενε τοσαύτην καταφρόνησιν, και διαφόρους πειρασμούς υπό δαιμόνων, πάλιν δεν ηθέλησε να απομακρυνθή από το Μοναστήριον, αλλά κάμνουσα μίαν μικράν καλύβην, ευρίσκετο εκεί με το βρέφος, έξω της θύρας του Μοναστηρίου. Δεν έπαυεν όμως ο εχθρός και εδώ από του να πολεμή την Αγίαν με διαφόρους πειρασμούς, επειδή εις εκάστην ευκαιρίαν έδιδεν η καρτερόψυχος εις αυτόν αφορήτους πληγάς με τους υπέρ άνθρωπον αγώνας της. Μετεσχηματίσθη όθεν ο διάβολος εις το είδος του ανδρός της Οσίας και επήγεν έμπροσθέν της και λέγει προς αυτήν μετά πολλών δακρύων· «Ω ηγαπημένη μου και περιπόθητος Θεοδώρα, ω φως και ακτίνες των ομμάτων μου και παρηγορία, χαρά και ηδονή της καρδίας μου, φθάνει τόσους χρόνους όπου με ετυράννησεν η ιδική σου υστέρησις· παύσον, παρακαλώ, τώρα τους πόνους της λύπης μου· ας υπάγωμεν ομού εις την οικίαν μας, να ζήσωμεν ομού και οι δύο θεάρεστα». Η δε Αγία, νομίζουσα ότι είναι αληθινά ο άνδρας της, απεκρίθη προς αυτόν λέγουσα· «Δεν είναι δυνατόν, εφ’ όσον εγώ μίαν φοράν ηρνήθην τον κόσμον και τα εγκόσμια, να στραφώ πάλιν εις του κόσμου τα μάταια και ψευδή· έπειτα πως ήθελον βλέπει το πρόσωπόν σου χωρίς εντροπήν, αφού ερρύπωσα η ταλαίπωρος την τιμήν της συζυγίας»; Και λέγουσα ταύτα η Οσία, ήλθεν εις την μνήμην της το αμάρτημα και εσήκωσε τας χείρας της εις προσευχήν· και καθώς ήνοιξε το στόμα να αναφέρη το φοβερόν όνομα του Ιησού Χριστού, ευθύς ο δαίμων εγένετο άφαντος. Άλλην φοράν πάλιν κατά φαντασίαν εσύναξεν ο μιαρός πλήθος θηρίων της γης και θαλάσσης, και ανάμεσα εις ταύτα εφάνη εις μεγαλόσωμος άνθρωπος, και έδραμε κατά της Αγίας, προστάσσων και τα θηρία να την καταφάγουν. Εκείνη δε πάλιν αφόβως ίστατο μελετώσα το προφητικόν λόγιον· «Κυκλώσαντες εκύκλωσάν με οι εχθροί μου, και με το όνομά σου τους απεδίωξα, Κύριε» και ευθύς όλα τα φαινόμενα διελύθησαν εις τον αέρα ωσεί κονιορτός. Άλλοτε το ακάθαρτον πνεύμα εφάνη με πλήθος στρατιάς ως άρχων και στρατηγός, και έλεγον προς την Αγίαν οι υπηρέται του σατανά· «Προσκύνησον τον άρχοντα». Η δε Αγία καθώς είπεν, ότι μόνον τον Θεόν πρέπει να προσκυνώμεν, επρόσταξεν εκείνος ο φαινόμενος άρχων και έδειραν τοσούτον την Αγίαν και την επλήγωσαν τόσον, ώστε έμεινεν ακίνητος ωσεί νεκρά. Και βλέποντες αυτήν τινές βοσκοί την άλλην ημέραν, επήγαν και είπον προς τον Ηγούμενον του Μοναστηρίου, ότι απέθανεν ο Μοναχός Θεόδωρος. Η δε μακαρία Θεοδώρα περί το μεσονύκτιον συνήλθεν ολίγον, και ήρχισε να λέγη· «Δίκαια έπαθον, εγώ είμαι όλη η αιτία της παιδεύσεως, διότι έκαμα εκείνην την ανομίαν εις την αρχήν». Προσηύχετο όθεν προς τον Θεόν να την συγχωρήση, και να παύσουν πλέον οι πειρασμοί, να λάβη και αυτή ολίγην άνεσιν. Εκείνοι δε όπου ήλθον να την ενταφιάσουν ως νεκράν, ακούσαντες ότι προσεύχεται, εδόξασαν τον Θεόν, και έδραμον εις το Μοναστήριον, λέγοντες, ότι ανέστη ο Θεόδωρος. Έκρινε δε ο Ηγούμενος, ότι φθάνει πλέον ο κανών τον οποίον έκαμε, δια την κακοπάθειαν, και να έχη εις το εξής και το παιδίον κοντά της, επειδή, αφού απεγαλακτίσθη, το είχον εξόριστον μακράν από το Μοναστήριον. Αλλά πάλιν ο Σατανάς έστησεν άλλην παγίδα, και όλα τα άφηνεν η Θεία Πρόνοια να γίνωνται υπό του εχθρού, δια να της πλέξη λαμπρότερον και ενδοξότερον τον στέφανον. Μίαν φοράν έξωθι του Μοναστηρίου εφάνη εις αυτήν χρυσίον πολυάριθμον χυμένον εις την γην, και πλήθος ανθρώπων οίτινες το συνέλεγον. Άλλοτε πάλιν καθημένη εις την κέλλαν της ήλθε πλήθος υπηρετών, και έφερον εις αυτήν διάφορα εκλεκτά φαγητά με αρτύματα και αρώματα κατεσκευασμένα και έλεγον· «Ο άρχων εκείνος, όστις έβαλε τότε και σε έδειραν, το μετενόησε, και σου στέλλει ταύτα φιλοφρονούμενος να τον συμπαθήσης». Όμως η Αγία έμαθε πλέον τας τέχνας του σατανά, και με το σημείον του σωτηρίου όπλου του Σταυρού ηφάνιζεν ευθύς τας φαντασίας του. Αφού επέρασαν οι επτά χρόνοι, εκείνοι οι Μοναχοί από το Μοναστήριον του Ενάτου, οίτινες εσυκοφάντησαν την Αγίαν, ήλθον εις το Μοναστήριον, εις το οποίον ευρίσκετο, και παρεκάλεσαν τον Ηγούμενον να δεχθή τον Μοναχόν Θεόδωρον εις την των αδελφών συνοδείαν, επειδή και έκαμεν αρκετόν τον κανόνα δια το πταίσιμον εκείνο, προσθέτοντες ότι και εκ θείας αποκαλύψεως επληροφορήθησαν ότι συνεχωρήθη το αμάρτημα του Θεοδώρου. Όθεν ο Ηγούμενος υπακούσας εις αυτούς επρόσταξε να καθίση ο Θεόδωρος εις το εσωτερικόν κελλίον ελεύθερος και συγκεχωρημένος από την καταδίκην της συκοφαντίας, να μένη δε και ελεύθερος από πάσαν υπηρεσίαν του Μοναστηρίου. Η δε μακαρία και ούτω δεν ανεπαύθη, αλλά και εις περισσοτέρους αγώνας τής ασκήσεως και νηστείας και προσευχάς εσχόλαζε. Παρετήρει δε ο Ηγούμενος την πολιτείαν της Αγίας, και την ηυλαβείτο κρυφίως, συλλογιζόμενος την πρώτην αυτής υπακοήν, και την μετά ταύτα άκραν υπομονήν της, έτι δε διότι ησθάνετο ότι είχεν αξιωθή και θείας Χάριτος, και όλον ήλπιζε να ίδη εις αυτήν κανέν σημείον επάξιον της πολιτείας της. Εκείνας τας ημέρας εγένετο τοσαύτη ξηρασία, ώστε εστέγνωσαν παντελώς αι λίμναι και οι λάκκοι εις τους οποίους συνεκεντρούτο και εναποθηκεύετο το ύδωρ δια τας ανάγκας του Μοναστηρίου. Τότε ο Ηγούμενος επρόσταξε την Αγίαν να πάρη το αγγείον, με το οποίον έσυρον το ύδωρ, να το γεμίση από τον λάκκον του Μοναστηρίου, και να το φέρη γεμάτον. Η δε Οσία χωρίς καμμίαν περιέργειαν υπήκουσε προθύμως και αρπάσασα το αγγείον το κατεβίβασεν εις τον εξηραμμένον λάκκον, και το ανέσυρε πλήρες ύδατος. Και όχι μόνον τούτο, αλλά και όλοι οι λάκκοι του Μοναστηρίου ευρέθησαν πλήρεις ύδατος, με την ευχήν της Αγίας. Μετά δε παρέλευσιν ολίγων ημερών ήρχισεν η μακαρία να νουθετή το παιδίον ως πατήρ γνήσιος οδόν σωτηρίας· και ακούοντες οι αδελφοί έξωθεν την ομιλίαν, το ανέφερον προς τον Ηγούμενον· ο δε Ηγούμενος παρήγγειλεν εις τινας αδελφούς να ίστανται έξωθεν της κέλλης κρυφίως, να ακούουν τι ομιλεί ο Θεόδωρος εις το παιδίον. Εκτελούντες δε οι Μοναχοί εκείνοι την παραγγελίαν του Προεστώτος, ήκουον την Αγίαν όπου συνεβούλευε το παιδίον λέγουσα ταύτα· «Άκουσον, τέκνον μου αγαπητόν, ο καιρός της ιδικής μου ζωής βλέπω ότι έφθασε πλησίον εις το τέλος, εγώ δε επιθυμώ να υπάγω όσον ταχύτερον εις εκείνην την αληθή και μακαρίαν ζωήν. Εσέ δε, τέκνον μου, αφήνω εις τον πατέρα των ορφανών Θεόν και εις τον Προεστώτα της Μονής. Ζήτει, τέκνον μου, την ευγένειαν της ψυχής, ήτις είναι αληθινή, και όχι του σώματος, ήτις είναι ψευδής. Μη ζητής τιμήν από τους ανθρώπους, διότι αύτη κολάζει τον άνθρωπον, αλλά ζήτει την ουράνιον δόξαν· μίσησον την πολυϋπνίαν, αγάπησον την εγκράτειαν, φεύγε τον καλλωπισμόν των ενδυμάτων. Να είσαι πρόθυμος πάντοτε εις την προσευχήν· πρόσεχε να μη αφήσης ουδέποτε την ακολουθίαν σου, να είσαι συμπαθής εις όλους τους αδελφούς, να βοηθής όσον δύνασαι, και να υπηρετής τους αδυνάτους. Μη θελήσης να ζης με ξένον κόπον· φυλάττου μήτε με τον νουν σου να μη κατακρίνης τινά ή καλόν ή κακόν. Όταν σε ερωτούν, σκύπτε το πρόσωπον εις την γην, και ούτω να αποκρίνεσαι. Μη περιγελάσης τινά, και μάλιστα όταν δυστυχή. Όταν ακούης ότι πολιτεύεται κανείς αδελφός ατάκτως, παρακάλεσον τον Θεόν να διορθώση την πολιτείαν του. Επισκέπτου και βοήθει τους ασθενείς, υπηρέτει τους αδελφούς ως δούλος αυτών, ίνα γίνης φίλος Χριστού, όστις δι΄ εσέ εγένετο δούλος και υπηρέτης. Προσεύχου πάντοτε, τέκνον μου, δια να μη πίπτης εις πειρασμούς· ει δε και τύχη να πέσης, ευθύς να εγείρεσαι με την διόρθωσιν της μετανοίας, και πάλιν τρέχε εις την προσευχήν. Τοιουτοτρόπως πολιτευόμενος, τέκνον μου, θέλεις έχει τον Θεόν πάντοτε να σε επακούη και να σε βοηθή ψυχή τε και σώματι». Αφού εδίδαξεν η μακαρία το παιδίον, ευθύς παρέδωκε και την ολόφωτον ψυχήν της εις χείρας Θεού· το δε παιδίον ήρχισε να κλαίη μεγάλως, ώστε εκ των φωνών εγέμιζεν όλον το κελλίον. Ακούσαντες ταύτα οι απεσταλμένοι αδελφοί έσπευσαν εις τον Ηγούμενον και είπον εις αυτόν όσα ήκουσαν εις την παραίνεσιν. Λέγει δε εις αυτούς ο Ηγούμενος· «Είδον και εγώ, αδελφοί, όραμα θαυμαστόν, και ακούσατε αυτό. Είδον ως να ήλθον δύο άνθρωποι, οίτινες με εσήκωσαν εις τον αέρα κατά πολλά υψηλά, και εκεί έβλεπον πλήθος Αγγέλων, ήκουσα δε φωνήν ήτις μου έλεγε· «Βλέπε πόσα αγαθά ητοιμάσθησαν εις την νύμφην μου Θεοδώρα». Μου εφαίνετο ακόμη, ότι εβάσταζεν εις Άγγελος μίαν κλίνην, εις την ωραιότητα θαυμαστήν κι ανεκδιήγητον· εγώ δε βλέπων τοιούτον στολισμόν ως νυμφικόν, ηρώτων να μάθω δια ποίον ετοιμάζεται αυτή η παράταξις. Καθώς λοιπόν εξήταζον δια να μάθω από εκείνους τους δύο, οίτινες με επήγαιναν, βλέπω έξαφνα παράταξιν Προφητών, Αποστόλων, Μαρτύρων, και πάντων των Δικαίων, και ανάμεσα εις τα τάγματα εκείνα εφάνη μία γυνή εστολισμένη με δίξαν και λαμπρότητα, η οποία εκάθησεν εις εκείνην την υπερένδοξον κλίνην· εκείνοι δε όπου με έφερον έλεγον, ότι αυτός είναι ο Αββάς Θεόδωρος, όστις αδίκως εσυκοφαντήθη, και ο οποίος προέκρινε να υπομείνη τοσαύτην καταφρόνησιν εις επτά χρόνους, εξόριστος από την αδελφότητα, και να νομίζηται πατήρ ξένου παιδός, και να τρέφη αγογγύστως σπέρμα αλλότριον με τοσαύτην κακοπάθειαν, παρά να φανερώση ποίος είναι και να ελευθερωθή από τοιαύτην εντροπήν και κακοπάθειαν· δια τούτο λοιπόν, καθώς βλέπεις, ηξιώθη και εις τόσην δόξαν και λαμπρότητα. Έως εδώ, αδελφοί, ετελείωσε το όραμα, μόνον τώρα ας υπάγωμεν εις την κέλλαν του Θεοδώρου δια να ίδωμεν το γεγονός». Μετέβη όθεν ο Ηγούμενος με τους αδελφούς εις το κελλίον της Αγίας, και εύρον το παιδίον όπερ έκλαιε πικρώς, την δε μακαρίαν Θεοδώραν τελειωθείσαν. Τότε, καθώς εγνωρίσθη ότι η Αγία ήτο γυνή, έρρεον από τους οφθαλμούς του Ηγουμένου και των αδελφών ως βρύσις τα δάκρυα επάνω εις το άγιον λείψανον. Επρόσταξε δε ο Ηγούμενος να προσκαλέσουν εκείνους τους Μοναχούς, οίτινες εσυκοφάντησαν την Αγίαν, να έλθουν να ιδούν το παράδοξον πράγμα, και να κλαύσουν δια την απάτην της ψευδούς συκοφαντίας· οι οποίοι καθώς ήλθον και είδον, έμειναν ως εκστατικοί, και έτρεμον από τον φόβον των, νομίζοντες ότι θέλει τους εύρει οργή θεήλατος δια την προς την Αγίαν άδικον κατηγορίαν. Συνήχθη δε εκεί πλήθος Μοναχών πανταχόθεν, και κανείς δεν έμεινεν όστις να μη δακρύση με εγκάρδιον και διάπυρον κατάνυξιν. Τότε παρεστάθη Άγγελος Κυρίου προς τον Ηγούμενον, και του παρήγγειλε να στείλη τάχιστα άνθρωπον έφιππον εις την χώραν, και εκείνον τον οποίον ήθελεν απαντήσει πρώτον, να τον βάλη επάνω εις το άλογο και να τον φέρη εις το Μοναστήριον. Ούτος ήτο ο άνδρας της μακαρίας Θεοδώρας· ο οποίος, και πριν να τον προσκαλέσουν, είχεν ίδει θείαν αποκάλυψιν, και είχε κινήσει να έλθη εις το Μοναστήριον. Φθάσας λοιπόν εις το Μοναστήριον, και ιδών της μακαρίας το ιερώτατον λείψανον, έπεσεν επάνω πικρώς κλαίων και οδυρώμενος, και ανακαλών εξ ονόματος την Αγίαν και αναθυμίζων την σώφρονα ζωήν, την οποίαν επέρασαν ομού προτού να αναχωρήση, τόσον ώστε και τα ακουόμενα ήσαν αξιέπαινα, και τα βλεπόμενα αξιοθαύμαστα εις τους παρεστώτας. Τότε λοιπόν μετά πάσης ευλαβείας και κατανύξεως έψαλαν ύμνους και δοξολογίας προς τον Θεόν, και ούτως ενεταφίασαν εκείνο το πολύαθλον και σεβάσμιον λείψανον. Ο δε ανήρ αυτής με τας ευχάς της Αγίας πλέον δεν ανεχώρησεν εκείθεν, αλλά γενόμενος Μοναχός κατώκησεν εις το κελλίον της συζύγου, και ζήσας ζωήν ασκητικήν απήλθε προς Κύριον, και ετάφη ομού με την Αγίαν· αλλά και το παιδίον, το οποίον ανέθρεψεν η Οσία, επρόκοψε τοσούτον εις την μοναδικήν πολιτείαν, ώστε κατεστάθη βραδύτερον και Προεστώς της Μονής εκείνης παρακληθείς υπό των αδελφών. Ταις της μακαρίας και Αγιωτάτης μητρός ημών Θεοδώρας πρεσβείαις ελεήσαι και σώσαι ημάς Χριστός ο Θεός ημών, ω η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”