Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΑ΄ (21η) Μαρτίου, ο Όσιος ΣΕΡΑΠΙΩΝ ο Σιδώνιος εν ειρήνη τελειούται.

Δημοσίευση από silver »


Σεραπίων ο Όσιος Πατήρ ημών ήτο Ασκητής εις την εσωτάτην έρημον της Αιγύπτου, καταγόμενος, ως τινές λέγουσιν, από την Σιδώνα, εξ ου και Σιδώνιος απεκαλείτο. Είχε δε ο μακάριος συγκεντρώσει εν εαυτώ όλας τας αρετάς, τέλειος εις όλα υπάρχων, εις την εγκράτειαν θαυμάσιος και εις την Θείαν Γραφήν σοφώτατος. Μεγίστην δε επιμέλειαν κατέβαλεν ο θρείος ούτος Πατήρ, ως διάπυρος ζηλωτής της ευσεβείας, ίνα οι ειδωλολάτραι επιστρέψωσιν εις την του Χριστού Πίστιν. Ήτο δε ο μακάριος τόσον ελεήμων, ώστε ουδέν εκράτει δια τον εαυτόν του, αλλά τα πάντα προσέφερεν εις ελεημοσύνην. Πολλάκις δε μη έχων τι άλλο να προσφέρη, προσέφερε τον εαυτόν του και πολλάκις επωλήθη εκουσίως ως αιχμάλωτος, αφ’ ενός μεν δια να λυτρώση ψυχάς από την αιχμαλωσίαν του δαίμονος, αφ’ ετέρου δε δια να δώση ελεημοσύνην τα εκ της εκουσίας πωλήσεώς του χρήματα. Διότι τοσούτον ελεήμων και εύσπλαγχνος ήτο, ώστε έδιδεν εις τους πτωχούς όσα και αν είχεν· όχι δε μόνον τροφάς και βιβλία, αλλά και αυτά τα ιμάτιά του και έμενε τελείως γυμνός, τόσον ώστε δεν ήτο άλλος Αββάς εις την έρημον, ο οποίος να φυλάττη τόσην ακτημοσύνην, ως ούτος ο τρισμακάριος· αλλά ακούσατε ολίγα από τα πολλά του κατορθώματα δια να θαυμάσετε. Ενώ ποτε εβάδιζεν εις την οδόν, πτωχός τις του εζήτησεν ελεημοσύνην· μη έχων δε τίποτε άλλο να δώση, του έδωκε το επανωφόριόν του, αν και το ψύχος ήτο δριμύτατον και αυτός έμεινε μόνον με το εσωτερικόν ένδυμα. Προχωρήσας περαιτέρω συνήντησεν άλλον γυμνόν, όστις από την δριμύτητα του ψύχους έτρεμεν. Όθεν ευσπλαγχνισθείς έδωκεν εις αυτόν το έσω ένδυμα και έμεινεν αυτός τελείως γυμνός. Μόνον εν Ευαγγέλιον εκράτησε δια να αναγινώσκη. Συναντήσας δε τούτον άλλος αδελφός, τον ηρώτησε τις τον έγδυσεν. Ο δε απεκρίθη· «Τούτο το Ευαγγέλιον», εννοών με τούτο, ότι θέλων να τηρήση όσα εις αυτό προστάσσει ο Κύριος, έδωσεν ό,τι και αν είχε, δια να μη γίνη παρήκοος τούτου. Μετ’ ολίγον διάστημα επώλησε και το Ευαγγέλιον και διεμοίρασεν εις τους πτωχούς τα χρήματα. Ερωτηθείς δε από τον μαθητήν του, που το έδωκεν, απεκρίθη· «Πίστευσόν μοι, τέκνον, ότι δια να κάμω του Δεσπότου το θέλημα, όστις λέγει, πώλησον τα υπάρχοντάς σου και δος πτωχοίς, έδωκα όχι μόνον το υπόλοιπον πράγμα μου, αλλά και αυτόν τον Δεσπότην επώλησα και εμοίρασα το αντίτιμον εις πένητας». Άλλοτε ευρισκόμενος ο Όσιος με τον υποτακτικόν του εις πόλιν τινά, τον επρόσταξε να τον πωλήση εις τινας ειδωλολάτρας, οίτινες συνέθετον κωμωδίας και εκείνος ούτως εποίησε· τα δε αργύρια τα οποία εισέπραξεν ο μαθητής, τού τα έδωσε κρυφίως και τα εφύλαξε μέχρι τέλους. Έμεινε λοιπόν ο Όσιος εις τον οίκον τών αγορασάντων αυτόν υποτασσόμενος εις όλα αυτών τα προστάγματα. Ειργάζετο δε καθ’ όλην την ημέραν νήστις, την δε νύκτα έτρωγεν ολίγον άρτον και έπινεν ολίγον ύδωρ, το δε περισσότερον μέρος της νυκτός προσηύχετο και όλην σχεδόν την θείαν Γραφήν απεστήθιζε. Βλέποντες λοιπόν οι κύριοί του τας αρετάς αυτού εθαύμαζον και όσον ο καιρός παρήρχετο, τοσούτον τον ηυλαβούντο περισσότερον. Ένεκα τούτου, ολίγον κατ’ ολίγον, με τα έργα και τους λόγους του τούς έφερε εις θεογνωσίαν, συνεργούσης της θείας Χάριτος. Αφ’ ου δε εβαπτίσθησαν, ηυχαρίστησαν αυτόν λέγοντες· «Επειδή μέσω σου εγνωρίσαμεν την δύναμιν του αληθινού Θεού, δια τούτο σου χαρίζομεν την ελευθερίαν, καθώς και συ μας ελύτρωσες από την αμαρτίαν και την αιχμαλωσίαν του δαίμονος». Ο δε Όσιος απεκρίθη· «Επειδή ο ελεήμων Θεός σας εφώτισε και εγνωρίσατε την αλήθειαν, δεν είναι ανάγκη να ευρίσκωμαι πλέον εις την οικίαν σας· μάθετε δε, ότι εγώ δεν ήμην δούλος τινός, αλλά Ασκητής της Αιγύπτου ελεύθερος και μόνον δια να σας λυτρώσω από την πλάνην έγινα δούλος ιδικός σας. Λάβετε λοιπόν ταύτα τα νομίσματα, τα οποία εδώσατε, διότι τα εφύλαττον δια να σας τα επιστρέψω σήμερον και δώσατέ μου συγχώρησιν, δια να οδηγήσω και άλλους προς την ευσέβειαν». Εκείνοι όμως παρεκάλουν αυτόν κλαίοντες να παραμείνη μετ’ αυτών ολίγον ακόμη καιρόν, όχι ως δούλος των, αλλ’ ως δεσπότης και κύριος. Όμως ο Άγιος δεν υπήκουσεν. Εκ δευτέρου δε τον παρεκάλεσαν να πάρη τα χρήματα, με τα οποία τον ηγόρασαν και να τα διανείμη εις πένητας, ο δε Όσιος απεκρίθη· «Μοιράσατέ τα σεις, διότι είναι ιδικά σας». Αναχωρήσας λοιπόν εκείθεν ο Όσιος επορεύετο ευαγγελικώς χωρίς να κρατή χρυσόν ή άργυρον ή σάκκον ή ράβδον ή φαγώσιμον τι, αλλά πτωχός και ακτήμων με ένα μόνον χιτώνα, ως άλλος Απόστολος. Ούτω δε πορευόμενος ανά την οικουμένην έφθασε και εις τας Αθήνας. Είχε δε τότε τρεις ημέρας όπου εβάδιζε χωρίς να φάγη τίποτε και εκινδύνευεν από την πείναν. Όθεν ελθών εκεί όπου ήσαν συνηγμένοι οι πρόκριτοι της πόλεως, εβόησε προς αυτούς, λέγων· «Βοηθήσατέ μοι, Αθηναίοι σοφώτατοι». Ερωτηθείς δε πόθεν ήτο και τι εχρειάζετο, ο Άγιος Σεραπίων απεκρίθη· «Μοναχός είμαι εξ Αιγύπτου, από δε της νεότητός μου με ηνώχλουν τρεις δανεισταί, εκ των οποίων τους μεν δύο ηδυνήθην και επλήρωσα και πλέον δεν με πειράζουσι, αλλά ο τρίτος με φοβερίζει, ότι εάν δεν του δώσω το χρέος σήμερον, θα με δικάση ο αυθάδης εις θάνατον». Τότε οι σοφοί τον ηρώτησαν, τίνες ήσαν οι τρεις δανεισταί. Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Ο πρώτος είναι η φιλαργυρία, ο δεύτερος η πορνεία και ο τρίτος η γαστριμαργία. Αυτοί οι τρεις εχθροί είναι οι πολεμούντες με από νεότητός μου ισχυρότατα· και τους μεν δύο ενίκησα κατά κράτος με την βοήθειαν του Θεού, επειδή εκ φύσεως είναι εξωτερικοί. Αλλά η κοιλία θέλει το οφειλόμενον και μου φωνάζει. Διότι έχω τέσσαρας ημέρας όπου δεν έφαγον». Του έδωσαν τότε μερικά νομίσματα, από τα οποία, αφού ηγόρασα μόνον ένα άρτον, εχάρισε τα υπόλοιπα. Από τούτο το συμβάν ανεγνώρισαν οι Αθηναίοι ότι ήτο ενάρετος. Κατόπιν μετέβη εις την Λακεδαίμονα και επωλήθη εις μέγαν τινά άρχοντα, όστις ήτο Μανιχαίος την αίρεσιν. Εκεί εις διάστημα δύο χρόνων επέστρεψεν όλους της οικίας εκείνης εις την ευσέβειαν και τότε τους επανέδωσε τα χρήματα της αγοράς του. Έπειτα, πεφωτισμένος παρά Θεού, εισήλθεν εις εν πλοίον, το οποίον εταξίδευεν εις την Ρώμην, έχων γνώμην να χειραγωγήση και εκεί όσους δυνηθή, προς ευσέβειαν. Αφ’ ου λοιπόν έκαμε τρεις ημέρας εις το πλοίον και δεν τον είδαν οι ναύται να φάγη τίποτε, τον ηρώτησαν την αιτίαν, ο δε Άγιος απεκρίθη, ότι δεν είχε τίποτε βρώσιμον. Όθεν ωνείδιζον αυτόν τινες λέγοντες· «Πως ετόλμησες λοιπόν να εισέλθης εις το πλοίον χωρίς χρήματα και πόθεν θα πληρώσης τον ναύλον σου»; Τότε ο Όσιος απεκρίθη με πραότητα· «Εάν ορίζετε, πάρετέ με μαζί σας δια την ψυχήν σας, ειδ’ άλλως επιστρέψατέ με εκεί όπου με επήρατε». Τότε οι ναύται και μη θέλοντες τον έτρεφον, δια να μη αποθάνη. Ότε δε έφθασαν εις την Ρώμην εξήλθεν από το πλοίον και ηρώτησεν εάν ήτο κανείς Μοναχός ενάρετος. Έμαθε λοιπόν, ότι υπήρχεν εκεί Οσία τις παρθένος, έγκλειστος, η οποία ουδέποτε συνωμίλησε μετά τινος ανδρός. Τότε ο Σεραπίων, πεφωτισμένος εκ θείου Πνεύματος, απήλθεν εις το κελλίον αυτής και λέγει εις την δούλην της· «Ειπέ εις την κυρίαν σου, ότι ήλθεν εις Αββάς από την Αίγυπτον ίνα συνομιλήσετε». Απελθούσα λοιπόν η δούλη, είπεν εις την παρθένον τον λόγον, εκείνη όμως δεν εδέχθη τον Όσιον, απαντήσασα ότι δεν ήτο ανάγκη να συνομιλήση με άνδρα. Βλέπων λοιπόν ο μέγας ούτος Όσιος Σεραπίων, ότι ίστατο εκεί τρεις ημέρας παρακαλών να της ομιλήση και δεν ηθέλησεν, είπε ταύτα εις την δούλην· «Ύπαγε και ειπέ εις την κυρίαν σου, ότι ο Θεός με απέστειλε να της ομιλήσω δια ψυχικήν της ωφέλειαν». Εδέχθη τότε η παρθένος, εισελθών δε ο Όσιος ηρώτησε· «Που πορεύεσαι»; Η δε παρθένος απεκρίθη· «Μεταβαίνω προς τον Δεσπότην μου». Λέγει τότε προς αυτήν ο Αββάς· «Ζης ή απέθανες»; Η δε είπε· «Θαρρώ εις τον Θεόν, ότι κατά σάρκα απέθανα, διότι όστις ζη εις τον κόσμον σαρκικώς δεν απέρχεται προς τον Θεόν». Λέγει πάλιν ο Όσιος· «Εάν θέλης να σε πιστεύσω, έξελθε και κάμε καθώς θα σου είπω». Η δε απεκρίνατο· «Έχω είκοσι πέντε χρόνους εδώ μέσα έγκλειστος και τώρα, εάν εξέλθω, τι θα είπουν οι άνθρωποι»; Λέγει ο Όσιος· «Εάν απέθανες, τι σε μέλλει δια τους λόγους των ανθρώπων; Ο νεκρός, και αν επαινήται και αν υβρίζεται, δεν το θεωρεί εις τίποτε. Λοιπόν έξελθε, ίνα εννοήσης την πλάνην σου». Τότε η παρθένος ηννόησεν από τους λόγους του Οσίου, ότι ήτο σοφός και ενάρετος άνθρωπος. Όθεν εξήλθε δια ταπείνωσιν και ελθόντες εις την Εκκλησίαν της είπεν ο Όσιος· «Εάν θέλης να πεισθής, εάν πράγματι ενεκρώθης κατά κόσμον και δεν φροντίζεις να αρέσκης εις τους ανθρώπους, αλλά μόνον ποθείς τα ουράνια, εκδύσου τα ιμάτια, να μείνης γυμνή χωρίς υποκάμισον, ούτω δε να κάμω και εγώ και να διέλθωμεν αμφότεροι από το κέντρον της πόλεως ολόγυμνοι χωρίς ουδόλως να εντραπής». Η παρθένος τότε είπε προς αυτόν· «Εάν κάμω καθώς μου λέγεις, σκανδαλίζω τους ανθρώπους και θα λέγουν ή ότι έχω δαιμόνιον, ή ότι εξήλθον από τας φρένας μου». Λέγει προς αυτήν ο Όσιος· «Ο νεκρός δεν αισθάνεται· όθεν, ή επαινούσιν ή ονειδίζουσιν αυτόν, δεν ακούει τίποτε. Ούτω και συ, εάν λέγης αλήθειαν ότι ενεκρώθης κατά κόσμον και ζης εν Χριστώ, κατά τον Απόστολον, μη σε μέλλει εάν σε υβρίσουν και σε κατακρίνουν οι άνθρωποι· μόνον κάμε ό,τι σου λέγω και ακολούθει μοι». Τότε η παρθένος, γνωρίσασα την προτέραν της αγνωσίαν και έπαρσιν, έπεσε μετά δακρύων εις τους πόδας του Γέροντος λέγουσα· «Παρακαλώ σε, Αββά, συγχώρησόν μοι δια τον Κύριον, διότι δεν δύναμαι εις τούτο να υπακούσω· μόνον ό,τι άλλο με προστάξης το πράττω μετά χαράς». Τότε λέγει ο πάνσοφος· «Ύπαγε λοιπόν, αδελφή μου, εις το κελλίον σου. Ταπεινώσου από την έπαρσιν και μη καυχάσαι ότι ενεκρώθης, ούτε να υψηλοφρονής ότι είσαι από τας άλλας πλέον ενάρετος. Αλλ’ έχε ταπείνωσιν όσην δύνασαι, επειδή ζης ακόμη εις τον κόσμον και θέλεις να αρέσκης εις τους ανθρώπους. Εγώ απέθανα κατά την σάρκα και ημπορώ να περιπατώ ολόγυμνος και άλλους παραλογισμούς να κάμνω, δια να με ονειδίζουν οι άνθρωποι· όμως δεν υψηλοφρονώ, ως συ, και δεν λέγω ότι ενεκρώθην». Με τοιούτους ψυχωφελείς και άλλους παρομοίους λόγους νουθετήσας, εσωφρόνισεν αυτήν. Ευχαριστήσασα τότε εκείνη τα μέγιστα τον Όσιον εισήλθε και πάλιν εις το κελλίον της και διήγε τον βίον με μεγαλυτέραν αρετήν και περισσοτέραν ταπείνωσιν. Επιστρέψας μετά τούτο ο Όσιος εις την έρημον πολλά ωφέλησε τους Μοναχούς δια διαφόρων παραδειγμάτων. Εξόχως δε έλργε και τούτο δια τους λαθροφάγους· «Όταν ήμην νεώτερος, εις την υπακοήν του Αββά Θεοδώρου, με ηνώχλει ο δαίμων της γαστριμαργίας και έκλεπτον ένα άρτον από την τράπεζαν, τον οποίον έτρωγον κατά την νύκτα κρυφίως. Αλλά τόσον με έτυπτεν η συνείδησις, ώστε υπέρ την ηδονήν της τροφής ήτο περισσοτέρα η λύπη και η βάσανος, ήτις με έθλιβεν. Ήλθον δε ποτέ αδελφοί τινές εις τον Γέροντά μου και συνωμίλουν περί γαστριμαργίας και άλλων τινών παραπτωμάτων και ότι πρέπει ο καθείς να ομολογή τους κρυφούς διαλογισμούς εις τους Πνευματικούς Πατέρας. Εγώ δε, ταύτα ακούσας, έκρινα ότι το έλεγον δι’ εμέ. Όθεν έπεσα εις τους πόδας αυτών με δάκρυα και ωμολόγησα παρρησία την αμαρτίαν μου, εξήγαγον δε τον άρτον τον οποίον είχον κρυμμένον εις το στήθος μου, δια να καταισχυνθώ περισσότερον. Τότε μου λέγει ο Γέρων· «Έχε θάρρος εις τον Θεόν, τέκνον μου, διότι αυτή η ταπείνωσίς σου σε ανέδειξε νικητήν κατά του δαίμονος, επειδή τον εντροπίασες και δεν έχει πλέον εξουσίαν επί σου». Ενώ δε ο Αββάς έλεγε προς εμέ ταύτα, εξήλθεν από τον κόλπον μου ως φλόγα πυρός εις δαίμων, έμεινε δε τόση δυσωδία εις τον τόπον εκείνον, ώστε δεν ημπορούσαμεν να μείνωμεν. Από τότε πλέον δεν έπεσα εις τοιούτον ανόμημα με την θείαν βοήθειαν». Αυτά και έτερα πλείστα λέγων ο Όσιος προς νουθεσίαν των αδελφών και πλήρης ημερών γενόμενος και πολλάς αγαθοεργίας προς τους πλησίον τελέσας, έτι δε και ουχί ολίγα θαυμάσια εργασάμενος, απήλθε προς τον ποθούμενον Χριστόν. Ω πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΒ΄ (22α) Μαρτίου, μνήμη του Αγίου Οσιομάρτυρος ΕΥΘΥΜΙΟΥ, του εν Κωνσταντινουπόλει αθλήσαντος εν έτ

Δημοσίευση από silver »

Ευθύμιος ο νέος του Χριστού Οσιομάρτυς καλεί ημάς προς πανήγυριν, ευλαβείς πανηγυρισταί· όθεν και ημείς, ως θερμοί αυτού ερασταί, ας εισέλθωμεν εις το στάδιον της διηγήσεως των ενδόξων κατορθωμάτων και της λαμπράς αυτού αθλήσεως ίνα και τας επιταγάς τας οποίας ελάβομεν περί τούτου εκπληρώσωμεν, και τους συνελθόντας αδελφούς εν Χριστώ και Πατέρας πνευματικώς δεξιωθώμεν και την ιδιαιτέραν ημών οφειλήν, εν μέρει, αποδώσωμεν διηγούμενοι και φέροντες εις το μέσον τα κατ’ αυτόν, εις δοξολογίαν του πάντας ανθρώπους θέλοντος σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν Χριστού του Θεού ημών. Πατρίδα μεν είχεν ούτος ο νέος αριστεύς του Χριστού την Πελοπόννησον, καταγόμενος εκ της πόλεως Δημητσάνης, γονείς δε ευσεβείς ονομαζομένους Παναγιώτην και Μαρίαν. Είχε δε και τρεις μεγαλυτέρους αδελφούς, Γεώργιον, Χρήστον και Ιωάννην και μίαν αδελφήν Αικατερίναν, εκ των οποίων ο Άγιος ήτο ο μικρότερος. Καθ’ ον δε καιρόν η μήτηρ αυτού έμελλε να γεννήση τούτον, τόσους δριμυτάτους πόνους υπέφερεν, ώστε δεν ηλπίζετο η εις τούτον τον κόσμον πρόοδός του, ει μη μόνον αν απέθνησκεν η μήτηρ του, ως ποτε του Βενιαμίν. Πάσχουσα δε τοιουτοτρόπως και σχεδόν απελπισθείσα από ανθρωπίνην βοήθειαν, ενεθυμήθη την Θείαν αντίληψιν και ειπούσα· «Δέσποτα Χριστέ, δια των πρεσβειών του Αγίου Ιερομάρτυρος Ελευθερίου, ελευθέρωσόν με την δούλην σου και το γεννηθέν παιδίον να το ονομάσω Ελευθέριον», ευθύς με την ευχήν γεννά τον θαυμάσιον τούτον, όστις δέχεται την ονομασίαν παρά της μητρός του, κατά την ευχήν, Ελευθέριος. Aνατρέφεται λοιπόν και αυξάνει χαριέστατα και ότε έφθασεν εις ηλικίαν δεκτικήν μαθήσεως, έστελλε τούτον η μήτηρ του εις το σχολείον, ίνα μανθάνη τα ιερά γράμματα. Ο δε πατήρ του μετά των δύο μεγαλυτέρων αδελφών μετέβη εις το Ιάσιον της Μολδαυϊας και εκεί εμπορεύετο μετ’ αυτών. Τυχών λοιπόν φύσεως αγαθής ο Ελευθέριος, έμαθεν εις ολίγον διάστημα τα κοινά λεγόμενα γράμματα και είτα ανέβη εις το μεγάλον σχολείον της ελληνικής γλώσσης μετά του αυταδέλφου του Ιωάννου, όπου εδιδάσκετο την γραμματικήν. Αφού λοιπόν ήκουσεν ολίγα από τα ιερά εκείνα μαθήματα, έφυγε μετά του αδελφού του εις Κωνσταντινούπολιν και μικρόν μαθητεύσαντες αμφότεροι εις την της Ξηράς Κρήνης λεγομένην σχολήν, ανεχώρησαν εις το Ιάσιον προς τον πατέρα των. Μετά δύο όμως χρόνους έκαμε σκέψιν αγαθήν, να έλθη εις το Άγιον Όρος δια να γίνη Μοναχός. Αναχωρήσας λοιπόν από τον πατέρα και τους αδελφούς του, όταν έμελλε να διέλθη από την Κωνσταντινούπολιν, ημποδίσθη από καιρικάς ανωμαλίας και τους μεταξύ των Ρώσων και Τούρκων πολέμους και απήλθεν εις Οδησσόν δια να εύρη από εκεί ευκολωτέραν διάβασιν. Μη δυνηθείς δε να εξέλθη ούτε από εκεί, αναβαίνει πάλιν και ερχόμενος εις Βουκουρέστιον της Ρουμανίας, έμεινεν επί ένα και ήμισυ χρόνον πλησίον του προξένου της Γαλλίας και τινος ανωτέρου υπαλλήλου Ρώσου. Εκεί ευρισκόμενος, δεν ενεθυμήθη πλέον το Άγιον Όρος, αλλά βλέπων, ότι ο κόσμος, η σαρξ και ο διάβολος τού ανοίγουν θύραν ατάκτων και ασέμνων ηδονών, γίνεται έκδοτος εις αυτάς και χωρίς να διαστείλη τούτο ή εκείνο, κατακαίεται όλος από την φλόγα της νεανικής ηδυπαθείας, γενόμενος θέατρον αθλιότητος και αμαρτίας. Αλλ’ επειδή πολλάκις δια να τελεσθή η αμαρτία θέλει και έξοδα, εδανείζετο ο Ελευθέριος δια να καθυποβάλλη εαυτόν περισσότερον εις την δουλείαν των ακαθάρτων ηδονών. Έτυχε δε τότε να είναι εκεί εις το Βουκουρέστιον και οι εκ μέρους της Τουρκίας πρέσβεις της ειρήνης. Εις ένα τούτων προσεκολλήθη αφ’ ενός μεν ίνα απολαμβάνη αφόβως και αφθονωτέρας τας ηδονάς και τρυφάς του Βουκουρεστίου, εν όσω ευρίσκετο εκεί, αφ’ ετέρου δε, όπως δυνηθή μετ’ αυτού να απέλθη εις Κωνσταντινούπολιν, διότι, καθώς διηγήθη εις ημάς μετά ταύτα, ο χορτασμός της αμαρτίας επροξένει εις αυτόν αηδίαν. Τούτο δε είναι αληθές, καθώς το επιβεβαιοί και ο θείος Ιωάννης της Κλίμακος. Μετ’ ολίγον λοιπόν καιρόν, καταβάντες οι πρέσβεις εις Σούμλαν, εχρονοτρίβουν εκεί ένεκα των περιστάσεων. Εκεί ευρισκόμενος ο Ελευθέριος, ελυπείτο δια την σκληρότητα και την βάναυσον συμπεριφοράν του αυθέντου του Καπουτζή. Αδημονών δε αφ’ ενός δια την βραδύτητα της οδοιπορίας του, παρακινηθείς δε αφ’ ετέρου και παρά τινος συνοδοιπόρου του Αδριανουπολίτου, αρνησιχρίστου, λεγομένου πρότερον Κωνσταντίνου, παρουσιάσθη μετ’ αυτού οικειοθελώς εις τον εκεί στρατιωτικόν διοικητήν, Ραϊς Εφένδην Γαλήπην καλούμενον, και ενώπιον αυτού ηρνήθη, φεύ! τον Χριστόν δεχθείς την πλάνην του αντιχρίστου Μωάμεθ, μετά δε τρεις ημέρας περιετμήθη κατά τον νόμον του επαράτου εκείνου και πλάνου. Και εξώμοσε μεν ούτως ο Ελευθέριος, αλλ’ η Χάρις δεν ανεχώρησεν εντελώς απ’ αυτού. Όθεν και εις αυτούς ακόμη τους αφορήτους πόνους της περιτομής ευρισκόμενος, ενεθυμείτο πάλιν την πάτριον ευσέβειαν, αναπολών κατά νουν το όνομα του γλυκυτάτου Ιησού Χριστού και αναμιμνησκόμενος του ουρανίου Πατρός, ως ο άσωτος υιός. Και ήθελε μεν να επικαλεσθή την θείαν Αυτού βοήθειαν, αλλ’ ημποδίζετο, διότι έλαβε το χάραγμα της σφραγίδος του αντιχρίστου εις την δεξιάν χείρα και εις το μέτωπον και δεν ηδύνατο ούτε χείρας οσίας να άρη εις τον ουρανόν, ούτε τον ηγεμόνα νουν να διευθύνη προς το τρισήλιον σέλας της Θεότητος. Όθεν κατέφυγεν εις μόνα τα δάκρυα, ευθύς δε ότε ήκουσε τον αλέκτορα της συνειδήσεως φωνούντα και ελέγχοντα αυτόν δια το τόλμημα της εξωμοσίας, τότε εξήλθε νοερώς έξω από την αυλήν της παρανόμου και αθέου εκείνης θρησκείας, εις την οποίαν κακώς είχεν εισέλθει και έκλαυσε πικρώς ως άλλος Πέτρος. Τοσαύτα δε ήσαν εκείνα τα δάκρυα, ώστε τολμώ να είπω, ότι τα εδέχθη ο φιλόψυχος Ιησούς και συνεχώρησε την προηγηθείσαν άρνησιν του Ελευθερίου ως εδέχθη και του Πρωτοκορυφαίου Αποστόλου Πέτρου. Έμεινε λοιπόν μετά των ασεβών εκείνων ο φαινόμενος Ελευθέριος, ουχί δε και ο νοούμενος. Διότι έχων όλον τον νουν του προς την πράξιν της αρνήσεως, αλλέως πως συμπεριεφέρετο και όχι όπως θα έπρεπε. Διο, υποπτευόμενοι την φυγήν του οι ασεβείς Αγαρηνοί όχι μόνον δεν του έδιδαν άδειαν να εξέρχεται από τον σατανικόν εκείνον οίκον αλλά και τον παρηκολούθουν, προσέχοντες τους λόγους και τας κινήσεις του. Όθεν, ημέραν τινά, ιδόντες επάνω του μικρόν σταυρόν, τον οποίον είχε προ της εξωμοσίας και τον εφύλαττεν, ως σημείον της προτέρας του ευσεβείας, ή, μάλλον ειπείν, ως μάχαιραν κεκρυμμένην, ίνα συντρίψη ύστερον δι’ αυτού τας παγίδας του διαβόλου και ελευθερωθή από τας χείρας των αθέων, ως το στρουθίον εκ της παγίδος των θηρευόντων, έσπευσαν ευθύς οι ασεβείς εκείνοι σύνδουλοί του και τον παρουσίασαν εις τον Ραϊς Εφένδην, εγκαλούντες τον Ελευθέριον, ότι εφρόνει ακόμη τα των Χριστιανών. Ο δε αξιογέλαστος εκείνος Εφένδης τους έπεισε με λόγους σοφούς, ότι δεν ήτο δια τούτο αξιοκατάκριτος ο Ρεσίτης (ούτω τον ωνόμασαν), αν ακόμη κρατή τα χριστιανικά σημεία· διότι πως θα ηδύνατο αυτός εις διάστημα ολίγων ημερών να αισθανθή την γλυκύτητα της πίστεώς των; Είπε δε εις τους συνοδούς να αφήσωσιν αυτόν, έως ότου με τον καιρόν έλθη εις θεογνωσίαν, ω της μωρίας των! Αντί να είπη εις μισοθεϊαν. Με αυτούς τους λόγους καθησύχασεν ο μάταιος ηγεμών τους ασεβείς εκείνους. Μετά μήνας τέσσαρας της εις Σούμλαν παραμονής των, ήλθον εις την Αδριανούπολιν· επειδή δε έβλεπε τα θηρία εκείνα μάλλον ή ανθρώπους, του Ραϊς Εφένδη, ότι εζηλοτύπουν δια τον καλόν τρόπον, τον οποίον εκείνος εδείκνυε προς τον Ελευθέριον και εμνησικάκουν, ως δήθεν ζηλωταί της θρησκείας των, δια τον σταυρόν, περί του οποίου προείπομεν, είχεν ο Ελευθέριος φόβον και αγωνίαν, υποπτευόμενος, μήπως τον φονεύσωσι καθ’ οδόν και αποθάνη, φεύ! εις την άθεον εκείνην θρησκείαν. Ότε δε έφθασεν η άπιστος εκείνη και μιαρά αποστολή εις Αδριανούπολιν, έτυχε να είναι η ημέρα Σάββατον και η ώρα καθ’ ην οι Χριστιανοί, αφήνοντες τας υπηρεσίας και εργασίας των, συντρέχουσιν εις τας Εκκλησίας, ίνα ακούσωσι τον Εσπερινόν, εις ύμνον του εκ νεκρών αναστάντος Χριστού. Τότε λοιπόν και ο Ελευθέριος, διαφυγών από το άπιστον εκείνο πλήθος, έδραμεν εις την Μητρόπολιν της πόλεως εκείνης. Ήτο δε τότε Αρχιερεύς ο μετέπειτα προβιβασθείς εις Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, ο και μαρτυρικού τέλους αξιωθείς εν τω καιρώ της Ελληνικής Επαναστάσεως εις την αυτήν πόλιν, μετά την από της πατριαρχείας παραίτησιν, Ιερομάρτυς Κύριλλος. Μαθών λοιπόν ο Ελευθέριος, ότι ο Επίσκοπος ευρίσκετο εις την Εκκλησίαν ψάλλων τον Εσπερινόν, ήλθε και εστάθη έξωθεν του Ναού. Ιδών δε τον Ιεροδιάκονον θυμιώντα τους πιστούς επληγώθη την καρδίαν, στοχαζόμενος, ότι αυτός μόνον εστερείτο της χάριτος του θυμιάματος. Τότε μόλις ηδυνήθη να κρατήση εαυτόν· προσεποιήθη δε, ότι ήρχετο από την Κωνσταντινούπολιν και είχε γράμματα αναγκαία δια τον Δεσπότην, ζητών άνευ αναβολής να του ομιλ΄ση. Πληροφορηθείς ταύτα ο Αρχιερεύς παρά του Διακόνου, δεν εξήλθε του Ναού είτε εξ αιτίας του Εσπερινού, είτε εξ άλλης τινός υποψίας, αλλ’ απέστειλε τον επίτροπον της Εκκλησίας, ίνα μάθη τα περί του ζητούντος και λάβη τα γράμματα. Ευθύς ως είδε τούτον ο Ελευθέριος, παρεμέρισεν ολίγον και διηγήθη εις τον επίτροπον συντόμως τα της μετανοίας του και ότι εζήτει βοήθειαν τινά, ήτις συνίστατο εις το να του δοθώσιν ενδύματα χριστιανικά. Ο δε επίτροπος, ακούσας ταύτα, ή από φόβον ως ακούων και βλέπων τα στρατεύματα των ασεβών εισερχόμενα εις Αδριανούπολιν, ή από φυσικήν βαρβαρότητα και σκληρότητα εναντιούμενος εις την αίτησιν του Ελευθερίου, έβαλε φωνάς ατάκτους, αντί να παρηγορήση και περιθάλψη το πλανώμενον του Χριστού πρόβατον και απεδίωξεν αυτόν εκείθεν. Τούτου αι κραυγαί φόβον και τρόμον επροξένησαν εις τον Ελευθέριον σκεφθέντα μήπως πάθη και άλλο τι κακόν εκτός των άλλων τα οποία έπαθεν. Έφυγε λοιπόν με δάκρυα εις τους οφθαλμούς και κατάπικρος τη καρδία, αλλά αν και απέτυχεν εις τον σκοπόν του δεν εδειλίασε, καταφυγών εις άλλον στοχασμόν. Μίαν ημέραν, συναντήσας Χριστιανόν τινα, οπλοποιόν το επιτήδευμα, διηγήθη εις τούτον την κατάστασίν του και τον παρεκάλεσε να του φέρη ενδύματα χριστιανικά εις ωρισμένην ώραν. Εκείνος δε ο καλός Χριστιανός ητοίμασε τα ενδύματα και τα έφερε καθώς είπον. Αλλ’ εκ συνεργείας του πονηρού απέτυχε και αυτού του σκοπού ο Ελευθέριος, μη δυνηθείς να διαφύγη την προσοχήν του ασεβούς εκείνου και ατάκτου πλήθους. Όθεν ετιτρώσκετο η καρδία του από βαρείαν λύπην και εφαίνετο πάντοτε στυγνός και αγέλαστος. Όθεν και οι σύνδουλοί του, θεωρούντες αυτόν ούτω περίλυπον, οι μεν ωνείδιζον αυτόν, οι δε εφρόντιζον παντοιοτρόπως να τον φέρωσιν εις ευθυμοτέραν κατάστασιν και αποδιώξωσι την λύπην, ήτις εφαίνετο ζωγραφισμένη εις το πρόσωπόν του. Διότι, κατά τον Σολομώντα, «καρδίας ευφραινομένης, πρόσωπον θάλλει, εν δε λύπαις ούσης σκυθρωπάζει» (Παρ. ιε: 13). Ο δε ασεβής εκείνος αυθέντης του Ραϊς Εφένδης, βλέπων αυτόν ούτω σκυθρωπόν, σύννουν και πολλάκις δακρύοντα, τι δεν έλεγε, τι δεν έπραττε και τι δεν τω υπέσχετο, δια να διαλύση την λύπην του! Αλλ’ ο Ελευθέριος υπεκρίνετο, ότι ελυπείτο δια την μητέρα του, έλεγε δε το του Δαυϊδ· «Οι νεφροί μου εξεκαύθησαν και ηλλοιώθησαν τη αρνήσει σου Χριστέ»! (Ψαλμ. οβ:21). Παρέμειναν λοιπόν εις Αδριανούπολιν υπέρ τους τρεις μήνας και μετά ταύτα ήλθον εις Κωνσταντινούπολιν. Παρ’ ολίγον δε ο λόγος να παραλείψη ότι, ότε ο Ελευθέριος ευρίσκετο εις Βουκουρέστιον, συνεδέθη δια φιλίας μετά του Οσιομάρτυρος Ιγνατίου, όστις ελθών εις Σούμλαν δια τινα ανάγκην και κρατηθείς από τους Αγαρηνούς, επειδή εφοβήθη, έδωκε λόγον εξωμοσίας. Πλην, τα κατ’ αυτόν μένουσιν εις άλλην διήγησιν. Τώρα δε ας επανέλθωμεν εις την συνέχισιν της παρούσης διηγήσεως. Ο Ελευθέριος λοιπόν εκρατείτο εις τον οίκον του Ραϊς Εφένδη, όστις εκάλει αυτόν υιόν θετόν και δια παντοίων τρόπων και μηχανών προσεπάθει να φέρεται παρηγορητικώς προς αυτόν, ως ελέχθη, αλλά δεν συνεχώρει εις αυτόν να εξέρχεται της οικίας του. Βλέπων λοιπόν εαυτόν ο Ελευθέριος ούτω περιστοιχιζόμενον και φυλαττόμενον, κατέφυγεν εις την αντίληψιν της Θεοτόκου της κοινής του γένους των Χριστιανών προστάτιδος και εγγυητρίας των αμαρτωλών, ως άλλη Οσία Μαρία η Αιγυπτία και έλεγε δεόμενος· «Γενού μοι εγγυήτρια προς τον υιόν σου, ω Δέσποινα, τον οποίον ο τάλας ηρνήθην και ανάγαγέ με εκ του βυθού της απωλείας ταύτης, «ότι εισήλθοσαν ύδατα έως ψυχής μου· ενεπάγην εις ιλύν βυθού και ουκ έστι μοι υπόστασις» (Ψαλμ. ξη: 2). Δος μοι χείρα βοηθείας, ω Δέσποτα, κειμένω χαμαί και ανάγαγέ με εκ του βυθού της απωλείας· λύτρωσαί με εκ της τυραννίδος του διαβόλου, η λυτρώσασα το ανθρώπινον γένος και περιχαρώς δεχομένη τα δάκρυα και την μετάνοιαν των αμαρτωλών». Τοιαύτα εν ω συνεχώς έλεγε νοερώς προς την Θεοτόκον, ήλθε προς αυτόν εξ ύψους βοήθεια και έλαβε τοσαύτην τόλμην και ανδρείαν παρά της Θεομήτορος, ώστε απεφάσισεν ή, αν δυνηθή, να αναχωρήση από τον σατανικόν εκείνον οίκον, ή, τέλος πάντων, να παρουσιάση εαυτόν Χριστιανόν και να λάβη τον υπέρ Χριστού θάνατον. Μετά δέκα ημέρας από της εις Κωνσταντινούπολιν αφίξεώς του, το εσπέρας, ούτως εμελέτησε καθ’ εαυτόν και απεφάσισεν, επικαλούμενος την βοήθειαν της Θεοτόκου. Αλλ’ ο σατανάς έστησε νέαν παγίδα εις τον Άγιον, μικράν μεν φαινομένην, μεγάλην όμως τοις πράγμασιν. Ήτο δε αύτη η φιλοδοξία, δια της οποίας ετεχνεύθη ο πονηρός να αλλοιώση και εξασθενίση τον τόνον και την απόφασιν του Αγίου. Ήλπιζε δε ο μιαρός, ότι δι αυτής θέλει υποδουλωθεί το ελεύθερον αυτού φρόνημα εις μάταια και σητόβρωτα ενδύματα, δια τα οποία ο Ραϊς Εφένδης κατέβαλεν έξοδα υπέρ τα τρεις χιλιάδας φλωρία και τα οποία, κινούμενος από τον διάβολον, έστειλεν εις τον Ελευθέριον ως δώρον δια των γυναίων του γυναικωνίτου του, αίτινες προσκληθείσαι παρέλαβον ταύτα και συνέχαιρον ως υιόν των τάχα θετόν, υποσχόμεναι και άλλα πολλά αγαθά, ηδονάς, δόξας, αναπαύσεις και όσα δύναταί τις να νοήση ότι ευρίσκοντο εις τον οίκον εκείνον της απωλείας. Αλλ’ ο καλός και γενναίος δούλος του Χριστού Ελευθέριος υπεκρίθη μεν ότι εδέχθη αυτά ευχαρίστως και πολλάς ευχαριστίας ανταπέστειλε δια των προσφερόντων δούλων. Έπειτα δε ανοίξας αυτά και ιδών την λαμπρότητα και πολυτέλειαν των ενδυμάτων εκείνων, εμειδίασε και είπε· «Τέχνη και παγίς σου είναι τούτο, διάβολε, ίνα με υποσκελίσης, δόλιε». Παριδών δε αυτά, εδόθη εις προσευχήν καθ’ όλην εκείνην την νύκτα, ζητών μετά δακρύων να ευκολυνθή η φυγή του από του οίκου του στόματος του Άδου. Το δε πρωϊ, ότε ήρχισαν αι κροκοειδείς αυγαί του ηλίου να εξαπλούνται επί των κορυφών των ορέων, ο Ελευθέριος κατήλθε την κλίμακα και υψώσας τους οφθαλμούς και τον νουν του εις τον νοητόν ήλιον της δικαιοσύνης Χριστόν, είπε· «Γενού μοι, ω Δέσποτα, φως και οδηγία προς οδόν σωτηρίας, εις τους εχθρούς σου δε τούτους δος σκότος ψηλαφητόν, ίνα μη με ίδωσι και εμποδίσωσι· διότι, ιδού εξέρχομαι εις αναζήτησίν Σου, ως η άδουσα νύμφη· επάκουσόν μου, Δέσποτα, δια το πλήθος των οικτιρμών σου και χάρισαί μοι ευκολίαν της εξόδου δια πρεσβειών της παναχράντου Σου Μητρός και πάντων των Αγίων. Αμήν». Ταύτα λέγων από ψυχής συντετριμμένης, ήλθεν εις την θύραν του οίκου και εύρε θυρωρόν τινά γέροντα, όστις μετ’ ολίγον απήλθε προς ιδίαν του υπηρεσίαν. Τότε έμεινεν ελευθέρα η έξοδος εις τον Ελευθέριον. Μόλις λοιπόν ησθάνθη εαυτόν ελεύθερον, δια της θείας επικουρίας, εξήλθε με μεγάλην ταχύτητα και δρομαίως έφθασεν εις το Πατριαρχείον ζητών Πνευματικόν τινά γνώριμόν του Πελοποννήσιον, καθήμενον αντίκρυ της μικράς θύρας του Πατριαρχείου. Ο δε Πνευματικός, ιδών αυτόν, εξήστη· προς τον Πνευματικόν τούτον εξωμολογήθη ο Ελευθέριος πάντα, όσα διηγήθημεν και ομολογών εαυτόν Χριστιανόν, του εζήτησεν ενδύματα χριστιανικά. Ο δε Πνευματικός, ή επειδή δεν ηδύνατο να τα οικονομήση ή επειδή εφοβήθη, δεν εδέχθη την αίτησιν· συμβουλεύσας όμως αυτόν με λόγους ψυχωφελείς, τον απέλυσε. Συνέβη δε τότε να βλέπη τις τον Ελευθέριον τρέχοντα άνω και κάτω, σπεύδοντα να κρύψη εαυτόν από τους υιούς της ανομίας και αν υπήρχε τυχόν πέτρα τις να υποκρυβή, ως το πάλαι ο Μωϋσής, ίνα ίδη το σωτήριον του Θεού. Ούτω τρέχων εισήλθεν εις πλοιάριον και διεπέρασεν εις τον Γαλατάν, σπεύσας δε ανέβη εις το Σταυροδρόμιον και εισήλθεν εις το παλάτιον του πρέσβεως της Ρωσίας. Εκεί μετά μεγάλης φωνής εβόησε, λέγων· «Δόξα σοι τω αναγαγόντι με εξ Άδου και σκιάς θανάτου, Χριστώ τω Θεώ». Οι δούλοι του παλατίου, ιδόντες τον Ελευθέριον με στολήν των Αγαρηνών, εξέστησαν, επειδή εγνώριζον ότι ούτος πρότερον ήτο Χριστιανός, διότι παρέδραμεν ο λόγος να δηλώσω ότι, ότε ευρίσκετο δια πρώτην φοράν εις Κωνσταντινούπολιν, έμεινεν ολίγον καιρόν εντός αυτού του παλατίου και ήτο γνωστός εις όλους. Μαθόντες δε εκείνοι τα κατ’ αυτόν και συμπονέσαντες, εξέδυσαν αυτόν ευθύς τα δηλωτικά της ασεβείας ιμάτια και τον ενέδυσαν χριστιανικά και εις κοινήν πανήγυριν συναθροισθέντες, εδόξασαν μεν τον Θεόν, ως έπρεπεν, επί τη τοιαύτη δια της οικονομίας Του ελευθερία του δούλου Του, κατεγέλασαν δε την κατάπτυστον πλάνην των Αγαρηνών, περιφρονήσαντες τα πολυτελή εκείνα φορέματα. Μετά δε ημέρας τέσσαρας, ευρόντες πλοίον, το οποίον έμελλε να πλεύση δια τον Στρυμονικόν κόλπον και το οποίον θα διήρχετο από το Άγιον Όρος Άθω, επεβίβασαν εις αυτό τον Ελευθέριον. Είχε δε συνοδίτην και θεοφιλή τινά Χριστιανόν Πελοποννήσιον από τας παλαιάς Πάτρας, Ιωάννην καλούμενον, όστις ήτο έτοιμος να εκπλεύση με άλλο πλοίον δια την Ρωσίαν, αλλ’ όστις μαθών τα του Ελευθερίου, συνώδευσεν αυτόν, ελθών μετ’ αυτού εις το Άγιον Όρος του Άθω. Όταν δε έφθασαν εις το Άγιον Όρος, τη του Θεού βοηθεία και προμηθεία της Θεοτόκου, εξελθόντες του πλοίου, ήλθον κατά πρώτον εις την ιεράν Λαύραν. Εκεί συνήντησαν τον παναγιώτατον Πατριάρχη πρώην Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριον, εκεί τότε διατρίβοντα. Εξωμολογήθη λοιπόν εις αυτόν ο Ελευθέριος άπαντα τα κατ’ αυτόν, τα οποία, ακούσας ο Γρηγόριος συνεπόνεσε και συνήλγησε, μεγάλας δε ευχαριστίας ανέπεμψε τω Θεώ δια την παράδοξον απαλλαγήν του Ελευθερίου. Και τον μεν φιλόχριστον συνοδίτην Ιωάννην καταστέψας και εφοδιάσας με επαίνους, ευλογίας και επαγγελίας μισθών αδροτάτων παρά Θεού, απέλυσεν εν ειρήνη, τον δε πνευματικώς ασθενούντα και τετραυματισμένον υπό του κοινού εχθρού και πολεμίου Ελευθέριον εκράτησε παρ’ εαυτώ, ορίσας εις αυτόν να μεταβαίνη καθ’ ημέραν εις ενάρετόν τινα και ευλαβή Πνευματικόν καλούμενον Μελέτιον, Κρήτα, εκεί πλησίον καθήμενον, και ακούη τας ιλαστηρίους ευχάς κατά την διάταξιν της Εκκλησίας, ίνα ούτω μετά τεσσαράκοντα ημέρας, χρισθή με το Άγιον μύρον και γίνη πάλιν δούλος Χριστού, αναδεχόμενος την πρώτην ονομασίαν του Χριστιανού, εγγραφόμενος πάλιν εις τον ουράνιον κατάλογον των Ορθοδόξων και λαμβάνων το δικαίωμα να είναι κληρονόμος Θεού και συγκληρονόμος Χριστού. Ούτως έπραξεν ο Ελευθέριος. Και λαβών το χρίσμα ανέβη εις την Σκήτην της Αγίας Άννης, προς τον ιερόν εκείνον άνδρα, Ιερέα Βασίλειον, όστις και άλλους αρνησιχρίστους εναπέδειξε Μάρτυρας του Χριστού, γενόμενος εις αυτούς συνεργός και συνοδοιπόρος με κίνδυνον της ιδίας του ζωής και ικανά έξοδα, άτινα εκ των ιδικών του οικονομιών κατέβαλεν. Εις τούτον λοιπόν ο Ελευθέριος, μετά συντετριμμένης καρδίας και ταπεινού πνεύματος εξομολογηθείς το τε παράπτωμα αυτού και την παράδοξον ελευθερίαν και τα άλλα πάντα, ως είπομεν, εκίνησεν εις συμπάθειαν την μακαρίαν εκείνην ψυχήν του Ιερομονάχου Βασιλείου, όστις εκράτησεν αυτόν εις την συνοδείαν του. Μείνας λοιπόν εκεί είκοσιν ημέρας και αγωνιζόμενος κατά δύναμιν, πείθει, αν και μη θέλοντα, τον Πνευματικόν Πατέρα Βασίλειον και δίδει εις αυτόν την άδειαν να υπάγη εις Κωνσταντινούπολιν, με την εντολήν ότι, αν γνωρισθή από τους επαράτους εκείνους Αγαρηνούς, να παρουσιασθή· ει δε μη, να επιστρέψη άπρακτος, χωρίς να τολμήση μόνος του να ρίψη εαυτόν εις τοιούτον κίνδυνον. Τότε ο Ελευθέριος εδέχθη μετά χαράς την εντολήν του Γέροντος και προθύμως ανήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν. Μολονότι δε εις διάστημα οκτώ ημερών συνανεστράφη με εξ δούλους του Ραϊς Εφένδη γνωρίμους του, κρίμασιν οις είδεν ο Θεός, δεν εγνωρίσθη από αυτούς. Όθεν ελυπήθη πολύ δια τούτο και κρίνας το γεγονός ως αποτυχίαν του, επανήλθε πάλιν εις τον Γέροντά του, τον Πνευματικόν εκείνον του Πατριαρχείου και του εφανέρωσε τα κατ’ αυτόν, προσθέσας και την εντολήν του Γέροντος, ακόμη δε, ότι απεφάσισε να παραβή την εντολήν και να παρουσιασθή, μη δυνάμενος να υπομείνη την ένδοθεν θέρμην της του Χριστού αγάπης. Ο δε Πνευματικός, αν και προσεπάθησε να τον εμποδίση με διαφόρους τρόπους, όμως δεν ηδυνήθη να μεταβάλη τον σκοπόν του. Έδωκε τότε εις αυτόν άδειαν, επευξάμενος τα σωτήρια. Κατά την επομένην λοιπόν ημέραν, ήτις ήτο η λαμπροφόρος εορτή της θείας Μεταμορφώσεως, κοινωνήσας των Αχράντων Μυστηρίων του Χριστού και ως μέγα εφόδιον ταύτα λαβών και λογισάμενος, έδραμε να παρουσιασθή με θάρρος και τόλμην ανυπέρβλητον. Αλλά κατά λόγους αρρήτους της τα πάντα καλώς διεξαγούσης κρυγιομύστου προνοίας του Θεού, συνήντησε καθ’ οδόν Παγκράτιόν τινα Μοναχόν, Λαυριώτην, εκ Καλαβρύτων της Πελοποννήσου καταγόμενον, προς τον οποίον, ως γνώριμόν του, εκοινολόγησε τον μελετώμενον σκοπόν του και την οδόν προς την οποίαν έσπευδεν. Ούτος δε ο Παγκράτιος με λόγους επιτηδείους εξησθένισε και, τρόπον τινά, παρέλυσε τον τόνον της ψυχής του Ελευθερίου, συμβουλεύσας αυτόν να επιστρέψη εις το Άγιον Όρος, όπου να υποτάξη εαυτόν εις ασκητικούς αγώνας και να ταπεινώση το φρόνημά του, ίνα δοκιμασθή τελειότερον και υψηλότερον, ώστε να εισέλθη εις τοιούτον αγώνα και κίνδυνον του Μαρτυρίου καλώς ενδυναμωμένος. Απετράπη λοιπόν από τον ωραίον τούτον δρόμον προς το παρόν και ηθέλησε να έλθη εις το Άγιον Όρος κατά την συμβουλήν του ανωτέρω Παγκρατίου. Αλλ’ ο μισόκαλος και εχθρός του ανθρωπίνου γένους διάβολος εμβάλλει εις αυτόν άλλους λογισμούς και πότε μεν έπειθεν αυτόν να υπάγη εις Ιεροσόλυμα, πότε εις Σίναιον, άλλοτε δε πάλιν εις άλλο μέρος, επειδή προέβλεπεν, ως φαίνεται, ο αλιτήριος εις ποίον ύψος αρετής έμελλε να φθάση ερχόμενος εις το Άγιον Όρος, τον κοινόν λιμένα της σωτηρίας των αμαρτωλών, καθώς ο λόγος προχωρών θέλει φανερώσει. Εννοήσας δε την δολιότητα τούτων των επιβούλων λογισμών, υπερενίκησεν αυτούς με την Θείαν βοήθειαν και ήλθεν εις την Ιεράν Μονήν του Δοχειαρίου μετά τινος προηγουμένου Ευγενίου Μυτιληναίου, όπου μείνας μετ’ αυτού επί δύο μήνας, μετέβη εκείθεν εις το Ιερόν Κοινόβιον του Εσφιγμένου, όπου και βαρέως ασθενήσας ιάθη δια της συντόνου επιμελείας των αδελφών της Μονής. Ανεχώρησε δε εκείθεν μετά μικρόν και επέστρεψε πάλιν εις την Μονήν του Δοχειαρίου, όπου και έμαθε παρά του πανοσιωτάτου Ιερομονάχου Δοσιθέου, υποτακτικού του μακαρίτου Χριστοφόρου, του διδασκάλου, ότι ευρίσκεται εις την Ιεράν Μονήν των Ιβήρων και ο εξάδελφός του Ονούφριος. Εδάκρυσε τότε από την χαράν του, στοχαζόμενος μεγάλην ευτυχίαν τούτο δι’ αυτόν και εύνοιαν προς ευόδωσιν του σκοπού του. Εμποδιζόμενος όμως από την εντροπήν της αρνήσεώς του, δεν ήλθεν ευθύς εις τον Ονούφριον, μολονότι κατά πολύ παρεκινείτο παρά του ειρημένου Ιερομονάχου Δοσιθέου. Μετά δε από ολίγας ημέρας, κατερχόμενος από τας Καρυάς έφθασεν εις εν σπήλαιον, ευρισκόμενον εις τα όρια της Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα, όπου είναι αγίασμα του Τιμίου Προδρόμου και άνωθεν αυτού η σεβασμία εικών. Εκάθισε λοιπόν εκεί ολίγον να αναπαυθή και, μνησθείς ημερών αρχαίων, εδάκτυσεν αναλογισάμενος το μέγα παράπτωμα της του Χριστού αρνήσεως και τας άλλας του αμαρτίας. Ιδών δε και την εικόνα του Τιμίου Προδρόμου, είπε· «Δίδαξόν με, Βαπτιστά του Χριστού και πρώτε κήρυξ της μετανοίας, οδόν σωτηρίας εν η πορεύσομαι». Ακολουθήσας δε μίαν από τας εκεί οδούς, έφθασεν εις τον λεγόμενον Πύργον της αυτής Μονής, προς τον Πανοσιώτατον Πνευματικόν Κύριλλον, τον Μυτιληναίον, προς τον οποίον εξωμολογήθη άπαντα τα κατ’ αυτόν. Ούτος δε απέστειλε τον Ελευθέριον εις την Ιεράν Σκήτην του Τιμίου Προδρόμου, προς τον Οσιώτατον Χαραλάμπην, εις το παλαιόν λεγόμενον Κυριακόν. Τότε λοιπόν κατήλθε προς την Ιεράν Μονήν των Ιβήρων, δια να εύρη τον εξάδελφόν του Ονούφριον, ο οποίος, ακούσας μετά των άλλων εξομολογήσεων και την φοβεράν εκείνην άρνησιν, επληγώθη εις τα σπλάγχνα και ωδύρετο δια την μεγάλην συμφοράν του Ελευθερίου· κλαίων δε έλεγεν, ως άλλος Ιακώβ· «Θηρίον πονηρόν κατέφαγέ σε, αδελφέ, θηρίον πονηρόν, απ’ αρχής αιμοβόρον και άγριον διέρρηξέ σε, Ελευθέριε»! Υπομιμνήσκων είτα τας απείρους προς τον άνθρωπον ευεργεσίας του Χριστού και απαριθμών εν προς εν τα θαύματα και τας άλλας Αυτού θεοσημείας, καθώς και τα σωτήρια Αυτού πάθη, ήτοι τον Σταυρόν, τους ήλους, την λόγχην, τον κάλαμον, τον εξ ακανθών στέφανον, την πορφύραν, το όξος, την χολήν, τους εμπαιγμούς και τα άλλα πάντα, όσα δια την του ανθρώπου σωτηρίαν υπέμεινε και έπαθεν ο Θεάνθρωπος Σωτήρ ημών, τέλος είπεν εις τον Ελευθέριον· «Προς ευχαριστίαν, άρα γε, όλων αυτών των παθημάτων του Χριστού ηρνήθης, Ελευθέριε, Αυτόν και την Αυτού Θεότητα»; Πόσα τότε δάκρυα δεν έρρευσαν από τους οφθαλμούς του Ελευθερίου! Πόσοι αναστεναγμοί, φωναί, ολολυγμοί και οιμωγαί δεν ανεδόθησαν από το στήθος εκείνου! Ούτω λοιπόν αμφότεροι συλλυπούμενοι και συμπάσχοντες ώραν ικανήν και πολλά ειπόντες απεχωρίσθησαν, ο δε Ελευθέριος ήλθε πάλιν εις τον ειρημένον Χαραλάμπην. Μετά δε από είκοσιν εννέα ημέρας μεγάλως παρακληθείς από τον Ονούφριον ο εις την αυτήν Σκήτην του Προδρόμου ευρισκόμενος Πνευματικός Πανοσιώτατος Νικηφόρος, υπεδέχθη εις την συνοδείαν του τον Ελευθέριον, ήτις και συνεκροτήθη τότε εκ πέντε αδελφών εκ της αυτής πατρίδος, της κώμης Δημητσάνης πάντων καταγομένων, πρώτος των οποίων υπήρχεν ο Γέρων Ακάκιος, εις τον οποίον και ανέθηκεν ο Πνευματικός Νικηφόρος την επιμέλειαν του Ελευθερίου. Αφού λοιπόν εξωμολογήθη ο Ελευθέριος άπαντα τα κατ’ αυτόν, εδέχθη ευπειθώς τον κανόνα, τον οποίον ώρισεν εις αυτόν ο Πνευματικός. Άξιον δε ήτο να βλέπη τις τον νέον εκείνον και ασυνήθιστον υποτακτικόν, πρόθυμον και έτοιμον εις όλα τα προστασσόμενα και εκτελούντα μετά πάσης ακριβείας παν το διατεταγμένον. Κατά το διάστημα δε των πρώτων τούτων ημερών της ησυχίας και της υποταγής του επόθει ο μακάριος Ελευθέριος να μάθη τι περί της μητρός του, μαθών δε ότι άνθρωπός τις ήλθεν από την πατρίδα του Πελοπόννησον, λαβών άδειαν παρά του Πνευματικού του Πατρός, ήλθε προς συνάντησιν ημών. Όταν λοιπόν ο Ελευθέριος ήλθε προς ημάς, ημείς, ως υπό Θεού οδηγηθέντες, απεστείλαμεν αυτόν προς τον παναγιώτατον Πατριάρχην πρώην Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριον παραχειμάζοντα τότε εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων, δια να μάθη δήθεν παρ’ αυτού περί του ανδρός τον οποίον εζήτει και περί της μητρός του. Ο δε μακάριος Γρηγόριος, υπό υψηλοτέρου λογισμού καθοδηγούμενος, επέπληξεν αυτόν σφοδρώς και τον απεδίωξεν ειπών· «Τι ενδιαφέρεσαι συ περί εκείνων; Ησύχασον και φρόντισον τα περί του εαυτού σου μόνον». Ω! πόσον ισχύει έλεγχος εις καλήν καρδίαν, εν καιρώ τω προσήκοντι λεγόμενος! Έφυγεν εκείθεν ο Άγιος αποδιωχθείς, αλλ’ ίδετε, αδελφοί, πως, λαβών αφορμήν, ως φρόνιμος, εκ τούτου εδόθη όλος εις την ησυχίαν και έμεινε του λοιπού απερίσπαστος μόνον εις εαυτόν και τον Θεόν προσέχων. Τις δύναται να διηγηθή την αξίαν των εκείνου κατορθωμάτων; Το πολύ δηλαδή της νηστείας, το καρτερικόν της αγρυπνίας, την άμετρον κατάνυξιν, τας ολονυκτίους στάσεις, την αδιάλειπτον προσευχήν και το απερίσπαστον εις μερίμνας, το ταπεινόν του φρονήματος, το πράον, το σύννουν και προσεκτικόν πάντοτε, το προς πάντας ιλαρόν και ήσυχον και το συμπαθές και φιλεύσπλαγχνον; Ούτως ο αοίδιμος Ελευθέριος πολιτευόμενος επέτυχεν, ίνα εν ολίγω χρόνω αποκτήση πάσας τας αρετάς, καταμαράνας και αφανίσας τελείως το φρόνημα της σαρκός και τα πάθη αυτής. Όθεν πράγματι ως έξω του κόσμου εφαίνετο και ενομίζετο παρ’ ημών. Ακούσατε δε ένα από τα πολλά σημεία της ενθέου πολιτείας του, δια να γνωρίσετε την εσωτερικήν κατάστασιν της ψυχής του. Ημέραν τινά ευρών αυτόν ο Πνευματικός του Πατήρ έξω εις το προαύλιον του κελλίου του λίαν σκυθρωπόν, σύννουν και υποδακρύοντα, ηρώτησεν αυτόν δια το αίτιον της λύπης του· εκείνος δε απεκρίθη αυτολεξεί ούτως· «Απεστράφη η ψυχή μου, Πάτερ, τον κόσμον και την άνω ζωήν επεθύμησα». Ω λόγων εμφαντικωτάτων αποδεικνυόντων την προς τον Χριστόν εγκάρδιον αγάπην! Ψυχή η του θείου έρωτος κάτοχος γινομένη, προς ουδέν επιστρέφεται των παρόντων. Με τοιούτον λοιπόν σκοπόν εισήλθεν εις το στάδιον της ασκήσεως ο Ελευθέριος και τοσούτον εις αυτό ανεπιστρόφως ηυδοκίμησεν, ώστε εις πάντας ημάς, καθώς γνωρίζετε, επροξένησαν μέγαν θαυμασμόν και απορίαν οι μεγάλοι εκείνου ασκητικοί αγώνες και ιδρώτες, ως και ο ειρημένος Πνευματικός αυτού Πατήρ ωμολόγησε, λέγων· «Ημείς οίτινες τοσούτον χρόνον κατοικούμεν και διατρίβομεν εις τούτο το αγιώνυμον όρος και παρά πολλών λογιζόμεθα κάτοχοι του καλού και της αρετής, ουδέ το εκατοστημόριον των αρετών και των αγώνων του Ελευθερίου επετύχομεν. Αλλά και άλλος τις αδελφός, παρατηρήσας με προσοχήν, εθαύμασε και ενεκωμίασε το βάθος της ταπεινώσεώς του, από το οποίον ανήλθεν ασφαλώς εις το ανεκδιήγητον ύψος της αγάπης του Χριστού και έσυρεν εκείθεν εις εαυτόν την μαρτυρικήν Χάριν, υπό της οποίας, αενάως καταφλεγόμενος, ουδέν άλλο πλέον εφαντάζετο ή τους μαρτυρικούς στεφάνους και τα ανεκλάλητα κάλλη της ουρανίου μακαριότητος. Ταύτα κατά νουν σκεπτόμενος ο Άγιος εκοινολόγησε τον σκοπόν του προς τον Πνευματικόν του Πατέρα, όμως δεν ηδυνήθη ευθύς να λάβη την συγκατάθεσίν του, αλλά προσετάχθη να επιτείνη μόνον τους αγώνας και να ζητή το έλεος του Θεού. Υπήκουσε τότε μετά χαράς ο μακάριος και ηύξησε τας νηστείας, τας αγρυπνίας, τας προσευχάς και τα δάκρυα και, αν και εις τοιαύτην πολλήν κακοπάθειαν ευρίσκετο, ήτο θαύμα να τον βλέπη τις πάντοτε φαιδρόν και ιλαρόν, επανθούσαν έχοντα την θείαν Χάριν εις το πρόσωπόν του. Είχε δε και συνήθειαν ο αείμνηστος, μετά τας προς Θεόν ευχάς και τους λοιπούς διατεταγμένους κανόνας, να αναγινώσκη και το Θείον και Ιερόν Ευαγγέλιον, του οποίου περεκάλει ποτέ τον Γέροντα Ακάκιον να εξηγή τα απορούμενα. Αλλά μεταξύ τούτων ηρώτησε και περί τινος υψηλοτέρου δόγματος, προς το οποίον εκείνος απεκρίθη· «Τέκνον, ότε η Μαγδαληνή Μαρία ηθέλησε να εξετάση περιεργότερον την Ανάστασιν του Χριστού με την ψαύσιν των αγίων του ποδών, ήκουσεν από Αυτόν· «Μη μου άπτου»· και συ λοιπόν, μη εξετάσης να μάθης όσα και οι Πατέρες της Εκκλησίας ως δύσληπτα απεσιώπησαν, δια να μη ακούσης ομοίως το, «Μη μου άπτου», αλλά πίστευε μόνον και μη ερεύνα, όσα και η θεία Χάρις ακόμη δεν κρίνει εύλογον να μας φανερώση». Εκ της αποκρίσεως ταύτης ηυχαριστήθη τοσούτον ο μακάριος, ώστε έλεγε πολλάκις· «Εις τους Αγγέλους, Πάτερ, θέλω ομολογήσει αυτήν την χάριν. Διότι συμβουλεύσας με να μη εξετάζω τα υπέρ την δύναμίν μου, κατέπαυσας την απορίαν και τον λογισμόν, όστις προ χρόνων με ηνώχλει». Αναγινώσκοντος δε του Αγίου και το «Νέον Μαρτυρολόγιον», και βλέποντος τα κατορθώματα και τους άθλους των Αγίων Νεομαρτύρων, εθερμαίνετο επί πλέον η καρδία αυτού και συνεχώς ανεκίνει περί των Μαρτυρίων λόγους. Ούτως, όταν ποτέ ανεφέραμεν τας τυραννίας και τα βάσανα των απίστων τυράννων και το υψηλόν και δυσεπίτευκτον του Μαρτυρίου, εκείνος απεκρίνατο· «Εγώ δεν συλλογίζομαι ποτέ ούτε μετρώ τους τοιούτους κινδύνους και τας δυσχερείας, αλλ’ αισθάνομαι μόνον λύπην μεγάλην και οδύνην ανέκφραστον εις την καρδίαν μου, διότι δεν έχω χίλια σώματα, ίνα τα παραδώσω εις τους πόνους του Μαρτυρίου και χιλίας κεφαλάς ίνα παραδώσω αυτάς εις σφαγήν, δια την αγάπην του Χριστού». Παρεκάλει δε ποτε ο μακάριος τον Γέροντα Ακάκιον να κάμη δέησιν προς τον Θεόν, ίνα φανερώση εις αυτόν αν ήτο θέλημά Του να μαρτυρήση και με ποίον τρόπον· αυτόκλητος δηλαδή, ή εάν γνωρισθή; Επειδή δε ο Ακάκιος ελογίζετο το τοιούτον ανώτερον της αξίας του, παρητείτο από την αίτησιν του Ελευθερίου. Ο δε Ελευθέριος επέμεινε παρακαλών αυτόν, επί ημέρας πολλάς, ίνα ποιήση ευχήν περί τούτου. Ημέραν δε τινά ο Ακάκιος τοιουτοτρόπως απεκρίθη προς αυτόν· «Τέκνον, εδώ εις την Σκήτην μας αδελφοί τινές ετέλεσαν άλλοτε μνημόσυνον και τράπεζαν του Γέροντός των και απέστειλαν διακονίαν φαγητού εις τον αοίδιμον Επίσκοπον Ιωάννην Μυραίων, διατρίβοντα τότε εις την σεβασμίαν Μονήν των Ιβήρων. Ούτος, αποδεξάμενος την διακονίαν, ενεδύθη το ωμοφόριόν του και έψαλε το τρισάγιον και την νεκρώσιμον ευχήν, κατά την συνήθειαν. Επειδή δε τότε κατενύγη ο άγιος εκείνος Επίσκοπος και έκλαυσεν, είπε προς τους αποστείλαντας το φαγητόν αδελφούς, ότι ο μακαρίτης αυτών Γέρων ανεπαύθη εν Κυρίω και ας μη μεριμνώσι περί τούτου. Ταύτα δε είπεν ή ένεκα των δακρύων και της κατανύξεως, ή και εξ άλλου τινός οράματος, το οποίον έκρυψεν από αυτούς ο θεοφιλέστατος εκείνος Επίσκοπος και ούτω τους επληροφόρησεν. Εγώ όμως, τέκνον, καίτοι ανάξιος, όμως, δια τον λόγον της εντολής, έκαμα ευχήν προς τον Θεόν και επληροφορήθην, ότι θέλημα Θεού είναι να μαρτυρήσης και αυτόκλητος να παρουσιασθής εις την ομολογίαν, όπως και αυτόκλητος έκαμες την άρνησιν». Ταύτα ακούσας ο μακάριος Ελευθέριος περιεβλήθη όλος από άρρητον χαράν και αγαλλίασιν ψυχής και έκτοτε, ανεπιστρόφω λογισμώ, επέτεινε τους αγώνας και τους πόνους της ασκήσεως, εξαιτούμενος παρά Θεού την ταχείαν πραγματοποίησιν του Μαρτυρίου. Τοσαύτη δε κατάνυξις και πένθος εδωρήθη εις αυτόν παρά Θεού, ώστε δεν ηδύνατο τις να τον ίδη χωρίς δάκρυα ή στεναγμούς. Δια τούτο και κατά την Κυριακήν της Ορθοδοξίας, μετά την αγρυπνίαν, αφού εκάθισαν οι Πατέρες εις την τράπεζαν, ο Ελευθέριος, όστις μόνος έτρωγε την συνήθη του τροφήν, άρτον ξηρόν μεθ’ ύδατος, εν ω οι λοιποί έτρωγον τα τυχόντα φαγητά, ήρχισε να κλαίη και να στενάζη, ερωτηθείς δε διατί έκλαιε, δεν είπε τότε εις αυτούς την αιτίαν, αλλ’ εξηκολούθει να κλαίη απαρηγόρητα μέχρι σημείου ώστε μετέβαλε την τράπεζαν εις σκηνήν θρηνωδίας και λύπης, φέρων ούτω πολλήν απορίαν και σύγχυσιν εις τους ορώντας αδελφούς. Η δε θλίψις και τα δάκρυα και η συνοχή της καρδίας του δεν ήσαν δι’ άλλο τι, ει μη μόνον διότι ενεθυμήθη το ίδιόν του παράπτωμα, το της εξωμοσίας. Και επληρούτο το του Δαβίδ· «Επελαθόμην του φαγείν τον άρτον μου από φωνής του στεναγμού μου» (Ψαλμ. ρα:5-6). Τοιαύτα δάκρυα και κοπετός εγένοντο ποτέ και παρά του ιερού Αυγουστίνου, αναλογιζομένου την προτέραν του ζωήν, καθώς διηγείται η κατ’ αυτόν ιστορία. Άλλοτε πάλιν ο Πνευματικός Πατήρ του Αγίου παρετήρησεν αυτόν εκτείνοντα πολλάκις τον λαιμόν του εις τα έμπροσθεν, γονατίζοντα και τας χείρας του εις τα όπισθεν βάλλοντα και άλλα τοιαύτα σχήματα ποιούντα. Ηρώτησε τότε αυτόν τι εσήμαινον τα τοιαύτα κινήματα και εκείνος απεκρίθη· «Γυμνάζομαι, Πάτερ, εις την σφαγήν». Ταύτα ακούσας ο Πνευματικός του Πατήρ εθαύμασε μεν, ώρισεν όμως εις αυτόν να μη το επαναλάβη. Ούτω λοιπόν διάγων ο Ελευθέριος και διατρέχων την οδόν της ασκήσεως και το Μαρτύριον αείποτε αναπολών, νύκτα τινά είδε καθ’ ύπνον, ότι ευρέθη έξω της καλύβης και εκεί περιεχύθη αίφνης όλος από φως απερίγραπτον, εκπεμπόμενον από Σταυρόν, ο οποίος εφαίνετο εις το ανατολικόν μέρος του ουρανού, εσχηματισμένος από αστέρας λαμπροτάτους. Ο Ελευθέριος έμεινε τότε εκστατικός και έχαιρε θαυμάζων την τοσαύτην λαμπρότητα του Σταυρού και του φωτός εκείνου, το οποίον εκείθεν εφαίνετο εκπεμπόμενον. Συγχρόνως δε ήκουσε φωνήν μεγάλην, δια της οποίας ωραίος τις νέος ευρεθείς εκεί πλησίον ωμίλει προς αυτόν, λέγων· «Ούτος είναι, Ελευθέριε, ο Σταυρός με του οποίου την δύναμιν ενίκησε τους εχθρούς του ο πρώτος των Χριστιανών βασιλεύς Κωνσταντίνος. Τούτον και συ λαβών, τρέχε την οδόν σου». Ταύτα ακούσας ο μακάριος Ελευθέριος εξύπνησε πάραυτα και πεσών πρηνής εδόξασε τον Θεόν μετά πολλών δακρύων, ευχαριστών. Τούτο ήτο το πρώτον βεβαιότατον σημείον το δηλούν την μετά ταύτα άθλησίν του, μολονότι εκ ταπεινοφροσύνης το διετήρησε μυστικόν μέχρι της αναχωρήσεώς του, ότε διηγήθη τούτο προς ημάς ομού με άλλο εν χαριέστατον και θαυμασιώτερον, ως προχωρών ο λόγος θέλει αποδείξει. Όθεν πυρωθείς την καρδίαν ο Ελευθέριος, εζήτει πάλιν την ευλογίαν και την ευχήν της εντεύθεν αναχωρήσεώς του και βλέπων όλους ημάς ακαταπείστους και ανενδότους ως προς τούτο, έμεινεν εν στενοχωρία και λυπούμενος. Τέλος δε, αποβαλών ολίγον την συστολήν, μετά μεγάλης επιμονής εζήτει την ευλογίαν την οποίαν εκόντες άκοντες εδώκαμεν εις αυτόν. Τότε εγένετο Μοναχός Μεγαλόσχημος και μετωνομάσθη Ευθύμιος. Ημέραν δε τινά, ενώ ο Ακάκιος διηγείτο την εις ουρανούς δόξαν και παρρησίαν, παρεκάλει τον Ευθύμιον, ίνα δέηται του Θεού μέχρι της μαρτυρικής αυτού τελειώσεως, όπως παραλάβη και αυτόν ο Κύριος εις τους ουρανούς μετά της ιδικής του συνοδείας, όσον το δυνατόν συντομώτερον. Ο δε Ευθύμιος, πρώτον μεν, ταπεινοφρονών, αντέτεινεν εις το λεγόμενον, λέγων εαυτόν ανάξιον τοιαύτης παρρησίας· κατόπιν όμως, βιαζόμενος παρά του Ακακίου, είπε προς τούτον· «Δεν είναι θέλημα Θεού να αναχωρήσης ακόμη από την παρούσαν ζωήν, διότι μέλλει να έλθη μετ’ εμέ και άλλος αδελφός, τον οποίον παρακαλώ, ίνα αγαπάς και επιμελήσαι ως και εμέ, διότι θα ακολουθήση και αυτός την ιδίαν οδόν του Μαρτυρίου». Τούτο ήτο σαφεστάτη πρόρρησις και προφητεία του Ευθυμίου περί του Οσιομάρτυρος Ιγνατίου, όστις κατόπιν και εμαρτύρησε, καθώς εις το εκείνου Μαρτύριον θέλομεν διηγηθή. Άλλοτε πάλιν, ιδών ο Ακάκιος εις το κελλίον του κατάστιχόν τι, εις το οποίον ήσαν γεγραμμένοι αριθμοί, πέντε χιλιάδες, δύο χιλιάδες, τρεις χιλιάδες, και έτεροι άλλοι, τον ηρώτησε τι ήσαν εκείνοι οι αριθμοί, ο δε Ευθύμιος απεκρίθη· «Πάτερ ευλόγησον· επειδή ημείς μέλλομεν να αναχωρήσωμεν και εις την θάλασσαν δεν δύναμαι να τελέσω τον διατεταγμένον κανόνα μου, δια τούτο διπλασιάζω αυτόν τώρα, ίνα μη κατακριθώ ως οκνηρός δούλος». Εύγε της ακριβείας σου εις τον μαναδικόν κανόνα σου, Ευθύμιε, τον οποίον δεν ήθελες να ελαττώσης, μολονότι ητοιμάζεσο δια σφαγήν υπέρ της αγάπης του Χριστού! Αυτά λοιπόν τα κατορθώματα, καθώς και ο μελετώμενος ωραίος δρόμος του Μαρτυρίου, τόσον ελύπησαν τον σατανάν, ώστε εμόχθει, ο μισόκαλος, ίνα δειλιάση τον Αθλητήν και εμποδίση αυτόν από το Μαρτύριον. Όθεν νύκτα τινά παρουσίασεν εις αυτόν την εξής φαντασίαν. Είδε καθ’ ύπνον ότι συνήχθη πλήθος δυσειδεστάτων Αιθιόπων, οι οποίοι αρχίσαντες πρώτον θρήνον αλλόκοτον αναμεταξύ των, ήναψαν κατόπιν μεγάλην πυράν και έλεγον δεικνύοντες τον Άγιον· «Ίδε ο άνθρωπος, όστις θέλει να μαρτυρήση και δεν στοχάζεται, ότι ημείς μέλλομεν να τον νικήσωμεν· ας τον ρίψωμεν λοιπόν εις την πυράν αυτήν να τον καύσωμεν, δια να ίδωμεν αν υπομείνη το Μαρτύριον». Επεχείρουν δε οι κατάρατοι να τον ρίψωσι μέσα εις το πυρ. Έντρομος δε γενόμενος ο Ευθύμιος επεκαλείτο την Θείαν βοήθειαν με μεγάλας φωνάς, από τας οποίας εξύπνησε και ούτως ελυτρώθη από την σατανικήν ενόχλησιν διαλύσας ως ιστόν αράχνης τας φαντασίας των δαιμόνων. Ούτω του Αγίου πολιτευομένου, ήλθεν επί τέλους και ο ωρισμένος καιρός της αναχωρήσεώς του και της προς άθλησιν του Μαρτυρίου εκκινήσεως. Κατήλθε τότε εις την Ιεράν Μονήν των Ιβήρων προς τον εξάδελφόν του Ονούφριον και εισήλθε μετ’ αυτού εις τον Ιερόν Ναόν της Θεοτόκου της Πορταϊτίσσης. Εκεί οδηγήσας ο Ονούφριος τον Ευθύμιον πλησίον της θαυματουργού Εικόνος της Θεομήτορος, είπε προς Αυτήν μετά δακρύων· «Εις χείρας Σου παρατίθημι, Δέσποινα, τον Ευθύμιον τούτον· ενίσχυσον αυτόν εις τον κατά των αοράτων εχθρών πόλεμον και παρουσίασον αυτόν εις τον Υιόν Σου και Θεόν ημών θύμα τέλειον και ευάρεστον». Τότε λοιπόν διηγήθη εις ημάς ο Ευθύμιος το όραμα εκείνο το οποίον υπεσχέθημεν ανωτέρω να διηγηθώμεν, λέγων· «Είδον και ιδού εφάνη θρόνος υψηλός και επηρμένος, κύκλω του οποίου παρίστατο αναρίθμητος πληθύς στρατιωτών και δούλων. Εκάθητο δε επ’ αυτού μετά μεγάλης παρατάξεως και δόξης θαυμασία και ωραία γυνή, την οποίαν δύναταί τις να ονομάση Βασίλισσαν. Ηπλώθη δε λόγος εις το πλήθος, ότι η γυνή αύτη είναι η Παναγία. Όθεν έκαστος των παρισταμένων εποίει σχήμα προσκυνήσεως και ανεχώρει. Τότε και εγώ, μέλλων να προχωρήσω, αφ’ ενός μεν ίνα πλησιάσω την Παναγίαν, αφ’ ετέρου δε, ίνα την προσκυνήσω ως χρεώστης, καθώς και όλοι οι άλλοι, ήλθον μετά φόβου μεγάλου και συστολής και προσεγγίσας περισσότερον των άλλων, δια να λάβω περισσοτέραν χάριν, επροσκύνησα. Η δε Θεοτόκος έθηκε την ιδίαν Αυτής χείρα εις την κεφαλήν μου και τρόπον τινά εκράτησεν αυτήν· εγώ δε από την αίσθησιν της θείας ταύτης χειρός εξύπνησα, μείνας άφωνος και εκστατικός. Κατόπιν ησθάνθην άφατον χαράν και περιελούσθην από άφθονα δάκρυα». Παράδοξα μεν, αδελφοί, είναι τα λεγόμενα, αλλά χαριέστατα γνωρίσματα της περί τον Ευθύμιον προστασίας της Θεοτόκου. Κατ’ αυτήν λοιπόν την περιπόθητον και μακαρίαν ώραν της αφ’ ημών αναχωρήσεώς του, εξελθόντες πολλοί Πατέρες ηκολούθησαν αυτόν εις αρκετήν απόστασιν κατευοδούντες και αποχαιρετώντες αυτόν. Εις δε από τους Πατέρας αυτούς επιστρέψας είπεν· «Αδελφοί, σας πληροφορώ, ότι ο αδελφός Ευθύμιος μέλλει να τελειώση καλώς το Μαρτύριον». Οι δε άλλοι τον ηρώτησαν· «Πόθεν το γνωρίζεις»; Εκείνος δε απεκρίθη· «Όταν επλησίασα να τον ασπασθώ, ωσφράνθην ευωδίαν άρρητον απ’ αυτού εξερχομένην, την οποίαν δεν δύναμαι να παρομοιάσω με κανέν μύρον. Εκ τούτου συμπεραίνω, ότι ο δρόμος του αδελφού είναι κατά Θεόν». Ημείς δε, ακούσαντες το τοιούτον, επάθομεν ανθρώπινον τι και αμφεβάλλομεν. Ότε δε ιδιαιτέρως εξητάσαμεν τον αδελφόν εκείνον, μας επληροφόρησεν εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού, ότι λέγει αλήθειαν. Εμνήσθημεν τότε σοφού Πατρός λέγοντος, ότι τα σώματα των Αγίων και μάλιστα των Μαρτύρων, ως έχοντα προ της τελειώσεως αυτών ένοικον την Χάριν και τον αγιασμόν του Αγίου Πνεύματος ευωδιάζουσιν όπως και μετά θάνατον τα οστά και τα Λείψανα αυτών. Όθεν πεισθέντες απεμακρύναμεν την απορίαν και την απιστίαν ημών συλλογισθέντες ότι, εάν και μετά θάνατον, αφού εξέλθη η ψυχή, ευωδιάζη το άψυχον σώμα, πολλώ μάλλον ευωδιάζει όταν μάλιστα μετ’ αυτού είναι και η ψυχή, ήτις είναι το αληθές κατοικητήριον και η ανάπαυσις του Παναγίου Πνεύματος. Ανεχώρησε λοιπόν εντεύθεν ο Ευθύμιος κατά την ιθ΄ (19) Φεβρουαρίου έχων συνοδίτην αυτού ένα εκ των υποτακτικών του προαναφερθέντος Πνευματικού Πατρός Νικηφόρου, Γρηγόριον ονομαζόμενον, τον οποίον δια παρακλήσεως του Ονουφρίου απέστειλε μετ’ αυτού. Μετά δε από πολλάς και μεγάλας τρικυμίας και αρκετούς κινδύνους, τους οποίους, εκ συνεργείας του πονηρού, εδοκίμασαν εις την θάλασσαν, έφθασαν εις την Καλλίπολιν την β΄ (2αν) του Μαρτίου. Εις την πόλιν αυτήν εύρεν ο Ευθύμιος τρεις Τούρκους αξιωματικούς, οίτινες ευρίσκοντο εκεί ομού με πλήθος Τούρκων στρατιωτών. Γνωρίσας δε τινάς από τους ανθρώπους του Ραϊς Εφένδη, κινούμενος υπό της πολλής προθυμίας την οποίαν είχεν ίνα τελειώση τάχιον τον αγώνα του Μαρτυρίου, έλεγεν εις τον Γρηγόριον· «Ιδού, Πάτερ, είναι και εδώ Τούρκοι· τι με εμποδίζει να παρουσιασθώ τώρα; Ας τελειώσω εδώ τον αγώνα μου». Ω γνώμης θεοφιλούς! Ω αγάπης διαπύρου προς τον Χριστόν! «Ιδού, έλεγε, και εδώ Τούρκοι· τι το κωλύον ίνα λάβω τον ποθούμενον υπέρ Χριστού θάνατον»; Και τούτο μεν εζήτει ο Ευθύμιος· δεν εφάνη όμως εύλογον εις τον Γρηγόριον, επειδή ήτο τότε εκεί πλήθος αγρίων πολεμιστών, ως είπομεν, και ήτο ενδεχόμενον να συμβή κακόν και εις τους συντρόφους των. Ποιήσαντες δε μόνον ευχέλαιον, εκοινώνησαν των Αχράντων Μυστηρίων. Κατά την θ΄ (9ην) του ιδίου μηνός εκκινήσαντες ήλθον εις Αρτάκην, όπου ακούσαντες και τον Ακάθιστον ύμνον της Θεοτόκου, εκοινώνησαν πάλιν των Αχράντων Μυστηρίων. Επειδή δε εχρονοτρίβουν εκεί, έλεγεν ο Ευθύμιος· «Ιδού αι ημέραι παρέρχονται και η προφητεία σου, Πάτερ, δεν λαμβάνει τέλος». Διότι, ότε ήσαν εις Καλλίπολιν, ηρώτα συνεχώς πότε έμελλε να αξιωθή του μακαρίου τέλους· ο δε Γρηγόριος στενοχωρηθείς από τας πυκνάς ερωτήσεις είπε προς αυτόν· «Κατά την Κυριακήν των Βαϊων», όπερ και πράγματι εγένετο κατόπιν, Θεία ευδοκία. Εκ της Αρτάκης πλεύσαντες ήλθον εις τον Γαλατάν της Κωνσταντινουπόλεως κατά την Πέμπτην της έκτης εβδομάδος των Αγίων Νηστειών, ήτις ήτο την ιθ΄ (19ην) του Μαρτίου και έμειναν εις την οικίαν ευλογημένου τινός Χριστιανού, Γρηγορίου καλουμένου, όστις τους υπεδέχθη ως ανθρώπους Θεού και τους έκαμε μεγάλην περιποίησιν. Ήτο δε θαύμα παράδοξον, έλεγεν εις ημάς ο συνοδίτης του Γρηγόριος, να βλέπη τις τότε τον Ευθύμιον πότε μεν να φροντίζη, να μεριμνά, να στοχάζηται και να μελετά πως και με ποίον τρόπον να παρουσιασθή εις τους αθέους τυράννους, άλλοτε δε να αφαρπάζεται ως να ήτο εις έκστασιν εκ της σκέψεως των ανεκλαλήτων αγαθών της ουρανίου μακαριότητος και να φαντάζεται τους άθλους, τα μαρτυρικά βραβεία και τους μαρτυρικούς στεφάνους· έπειτα να σκιρτά και να αγάλλεται, διότι έφθασεν η ώρα να παρουσιασθή εις τους ανόμους προστάτας της ασεβείας, προ των οποίων θα ωμολόγει με παρρησίαν τον μεν Χριστόν Θεόν αληθινόν, εαυτόν δε Χριστιανόν και δούλον Χριστού δια την αγάπην του οποίου θα απέθνησκεν, άλλοτε δε πάλιν να λέγη με αγωνίαν εις τον ίδιον Γρηγόριον· «Ιδού αι ημέραι παρέρχονται και η προφητεία σου, Πάτερ, δεν λαμβάνει πέρας». Το δε επίσης παράδοξον, μετά ταύτα να δεικνύη βαθυτάτην συντριβήν της καρδίας και άκραν ταπείνωσιν φρονήματος, αναλογιζόμενος το μέγα παράπτωμα της αρνήσεώς του και το απέραντον της αιωνίου κολάσεως. Άλλοτε πάλιν, φιλοσοφών ο αείμνηστος, έλεγε προς τον Γρηγόριον· «Πως άραγε διαχωρίζεται η ψυχή εκ του σώματος και απέρχεται προς τα ουράνια, Πάτερ, και πως βλέπει τον Κριτήν των απάντων Θεόν και την Παναγίαν Θεοτόκον με όλην την δόξαν της; Άραγε, Πάτερ μου, μέλλει να ίδη και εμέ ο Δεσπότης Χριστός και η πανάχραντος Μήτηρ αυτού με ιλαρόν βλέμμα»; Ας παραδράμωμεν όμως τα πολλά δια το σύντομον του λόγου και ας είπωμεν με ένα λόγον ότι ο Ευθύμιος δεν ήτο πλέον δια τον παρόντα ψευδή και πλάνον κόσμον, ούτε ο κόσμος ήτο άξιος να έχη τοιούτον θερμότατον εραστήν του Χριστού, όστις έσπευδεν ήδη να φθάση το συντομώτερον εις αυτό το τέλειον αγαθόν, τον Χριστόν, την αληθή ευδαιμονίαν και μακαριότητα. Απελθόντες μετά ταύτα εις τον εκείσε Ναόν της Υπεραγίας Θεοτόκου της καλουμένης Καφατιανής, εποίησαν ευχέλαιον και εκοινώνησαν των Αχράντων Μυστηρίων το Σάββατον του Αγίου Λαζάρου. Την δε ερχομένην ημέραν, ήτις ήτο η υπέρλαμπρος Βαϊοφόρος Κυριακή, απελθόντες εις τον Ναόν του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου και ακούσαντες την θείαν Λειτουργίαν, εκοινώνησαν πάλιν των Αχράντων Μυστηρίων. Την ημέραν εκείνην έγραψεν ο Ευθύμιος προς ημάς ιδιοχείρως εξ επιστολάς πλήρεις νοημάτων Ευαγγελικών και μαρτυρικής γενναιότητος. Κατελθόντες έπειτα εις τον αιγιαλόν εύρον πλοίαρχον τινά εκ Κεφαλληνίας, Ιωάννην Τζάνε καλούμενον, όστις υποδεχθείς αυτούς με ιλαρότητα και ευμένειαν, τους προσέφερε καφέν, λαβών δε τούτον ο Ευθύμιος δεν έπιεν, αλλ’ είπε· «Τούτο, αδελφοί, δι’ εμέ είναι τύπος του ποτηρίου του θανάτου και είθε ο Πανάγαθος Θεός υμάς μεν να αξιώση της ουρανίου Βασιλείας, εμέ δε να ενδυναμώση ίνα υποφέρω επερχόμενα βασανιστήρια». Τούτο δε ειπών αφήκε τον καφέν, οι δε παρεστώτες εδάκρυσαν. Εγερθείς έπειτα ταχέως ο αείμνηστος, εξεδύθη τα μοναχικά ενδύματα, τα οποία εφόρει, και ενεδύθη τα τουρκικά, άτινα του είχον προετοιμάσει. Τότε και τις φιλόχριστος Χριστιανός εκ των παρευρεθέντων, Ιωάννης ονομαζόμενος, έδωκεν εις τον Ευθύμιον εν μεταξωτόν υποκάμισον και είπε προς αυτόν· «Λάβε τούτο, Άγιε του Θεού, να το φορέσης και δεν θέλω να μου το επιστρέψης πλέον, παρά μόνον κατά την ώραν του θανάτου σου». Ω πίσρεως και ευλαβείας του φιλοχρίστου εκείνου ανδρός! Ούτω λοιπόν ενδυθείς ο ευλογημένος Ευθύμιος τα των ασεβών ενδύματα, εφαίνετο ως άλλος τις στρατιώτης εύζωνος, όλως φαιδρός και χαίρων και βαλών μετάνοιαν εις τον συνοδίτην του Γρηγόριον, είπεν· «Ευλόγησον, Πάτερ, τον δούλον και αδελφόν σου και ο Θεός, Πάτερ, να σου ανταποδώση τους μισθούς των ευεργεσιών, τας οποίας εκάμετε εις εμέ τον ανάξιον και να σας ανταμείψη δι’ ουρανίων δωρημάτων δια τους κόπους υμών». Τότε ο Γρηγόριος, συντριβείς την καρδίαν, έχυσε ποταμόν δακρύων δια τον αποχωρισμόν του. Ο δε μακάριος Ευθύμιος του είπε· «Μη λυπείσαι, Πάτερ, κάμνων ούτω να λυπήται και η εμή καρδία, αλλά παρακάλει τον Θεόν να νικήσω τον εχθρόν διάβολον και να τελειώσω ανδρείως τον αγώνα του Μαρτυρίου, τον οποίον, όταν ακούσης, χαίρε πλέον και ευφραίνου η οσιότης σου και πας πιστός, ότι χαρά γίνεται εν τω ουρανώ δι’ ένα αμαρτωλόν μετανοούντα». Ούτως έπραξεν ο αείμνηστος Ευθύμιος και κατόπιν αντήλλαξε τον τελευταίον ασπασμόν μετά του συνοδίτου του Γρηγορίου και όλων των παρευρεθέντων εκεί Χριστιανών, οίτινες ίσταντο ασκεπείς και έντρομοι θαυμάζοντες την τοσαύτην ανδρείαν και γενναιότητα του Ευθυμίου. Έπειτα χρισθείς με άγιον έλαιον εκ της κανδήλας της Υπεραγίας Θεοτόκου Πορταϊτίσσης εις όλους τους αρμούς και τα μέλη του και λαβών τον Σταυρόν εις τας χείρας του και τα βαϊα, τα οποία είχε λάβει εις την Εκκλησίαν του Αγίου Ιωάννου, όπου, ως είπομεν, ήκουσαν την θείαν Λειτουργίαν και εξοπλισθείς με τοιαύτα αήττητα όπλα εξήλθεν εκ του πλοίου και διεπέρασε με ακάτιον εις το Βυζάντιον και με φρόνημα γενναίον έδραμεν, ως άδουσα νύμφη, ίνα εύρη τον μυστικόν γλυκύτατον Νυμφίον, τον οποίον, καθώς επίστευεν, αλλαχού δεν ηδύνατο να εύρη ειμή μόνον εις τας αυλάς των τυράννων και ηγεμόνων. Σπεύδων δε να φθάση εις αυτάς, έλεγε καθ’ οδόν· «Δέσποτα Ιησού Χριστέ, όστις κατά την σωματικήν προς ημάς παρουσίαν σου δεν απεστράφης τα μύρα της φιλοθέου πόρνης, αυτός, Δέσποτα, μη βδελύξη και εμέ τον αμαρτωλόν· και δέξαι εξ εμού ουχί μύρα, αλλ’ αυτό το αίμα μου, το οποίον τρέχω τώρα να χύσω δια την αγάπην Σου· και καθώς εις την πόρνην εκείνην διηυκόλυνας την είσοδον εις την οικίαν Σίμωνος του λεπρού, ούτω, Δέσποτα, ευκόλυνον και εις εμέ την είσοδον εις τας αυλάς και τους οίκους των αθέων τυράννων Αγαρηνών, ίνα κηρύξω το όνομά Σου το Άγιον και καταισχύνω τον απατήσαντά με διάβολον και την λεπρώδη αυτών των αθέων θρησκείαν». Ταύτα έλεγε μετά δακρύων και πόνου καρδίας, ικετεύων την πανάχραντον Δέσποιναν, ίνα παρασταθή εις αυτόν ως βοηθός απροσμάχητος. Έφθασε τέλος πάντων εις την υψηλήν θύραν του κριτού της ανομίας και ποιήσας το σημείον του Τιμίου Σταυρού, εισήλθεν αφόβως και υπό μηδενός εμποδισθείς, επροχώρησε και ήλθεν εις αυτόν τον επίτροπον των Αγαρηνών, τον παρ’ αυτών λεγόμενον Βεζύρην, Ρουσούτ πασάν καλούμενον, παρακαθήμενον τότε δια τινας κατεπειγούσας του βασιλείου υποθέσεις μετά πολλών άλλων επισήμων και χωρίς την παραμικράν συστολήν ή φόβον είπε προς αυτόν· «Εγώ, ω ηγεμών, ήμην Χριστιανός εκ προγόνων· ταύτα δε τα ενδύματα, τα οποία φορώ, τα έδωκες συ εις εμέ. Δια να βεβαιωθής δε ότι είμαι Χριστιανός, ιδού ο Σταυρός, όστις είναι σημείον, ότι μία είναι η αληθινή Πίστις, η Πίστις των Χριστιανών· ιδού και τα βαϊα, τα οποία είναι και αυτά σύμβολα Χριστιανικά· ίνα δε βεβαιωθής ακόμη περισσότερον, ιδού καταπατώ και το σημείον της ανόμου και αθέου θρησκείας σου». Ομού δε με τον λόγον εκβαλών από την κεφαλήν του το πράσινον σαρίκιον και ρίψας αυτό κατά γης το κατεπάτησε, λέγων· «Αναθεματίζω τον αντίχριστον Μωάμεθ, τον ψευδοπροφήτην σας». Ταύτα βλέπων και ακούων ο βεζύρης έμεινεν έκπληκτος, διότι έβλεπεν ένα εικοσαετή νέον να παρουσιάζεται ενώπιόν του με τόσον θάρρος και να υβρίζη την θρησκείαν του με τόσην τόλμην, να ονομάζη δε τον προφήτην του αντίχριστον. Επέπληξε τότε μετ’ οργής τους παρισταμένους υπηρέτας, διότι άφησαν να φθάση μέχρις αυτού τοιούτος άνθρωπος· επρόσταξε δε τον πρώτον των υπηρετών του να εξετάση μήπως ο νέος ήτο μεθυσμένος ή τρελλός. Αλλ’ ο Μάρτυς είπεν· «Όχι, πολύ καλά έχω εις τας φρένας μου και δια τούτο ομολογώ τον Ιησούν Χριστόν μου Θεόν αληθινόν και ποιητήν του παντός· ομολογώ δε και εμαυτόν Χριστιανόν και θέλω να αποθάνω δια την αγάπην του Χριστού και Θεού μου». Λέγει τότε προς τον Μάρτυρα ο Βεζύρης· «Είσαι μεθυσμένος». Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Όχι». Τότε ο βεζύρης επρόσταξε να ρίψωσι τον Μάρτυρα εις την φυλακήν. Παραλαβόντες λοιπόν τον Άγιον οι υπηρέται του ασεβούς έρριψαν αυτόν εις σκοτεινήν τινά φυλακήν και έκλεισαν τους πόδας του εις το ξύλον της ποδοκάκης, δέσαντες δύο αλύσεις, μίαν εις τας χείρας και άλλην εις τους πόδας. Μετά μίαν ώραν εκάλεσε και πάλιν αυτόν ο κριτής εις δευτέραν εξέτασιν. Όταν δε παρουσιάσθη ο Μάρτυς, ηρώτησεν αυτόν ο βεζύρης λέγων· «Ήλθες εις τον εαυτόν σου, ή μένεις ακόμη εις την προτέραν σου πλάνην»; Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Εγώ σου είπον, ω ηγεμών, ότι Χριστιανός είμαι και Χριστιανός γονέων υιός, πιστεύων τον Ιησούν Χριστόν Θεόν αληθινόν, όστις έγινε άνθρωπος δια την σωτηρίαν ημών των ανθρώπων και όστις μέλλει πάλιν να έλθη, ίνα κρίνη τους ανθρώπους και αποδώση εις έκαστον κατά τα έργα αυτού». Τότε ο βεζύρης είπεν· «Άφες αυτάς τας ματαιολογίας και ελθέ εις την πίστιν ημών, εις την οποίαν ήσο και πρότερον, δια να λάβης απ’ εμού μεγάλας τιμάς και πλούτη». Ο Μάρτυς όμως απήντησε· «Μη γένοιτο, ηγεμών, να αρνηθώ εγώ τον αληθινόν Θεόν, τον γλυκύτατόν μοι Ιησούν και να έλθω εις την ιδικήν σας πίστιν, ήτις δεν είναι άλλο τι, ει μη μυθολογίαι και ατοπήματα, τα οποία σας τα εδίδαξεν εκείνος ο αντίχριστος Μωάμεθ». Τότε ο βεζύρης είπε με αυστηρότητα· «Εάν δεν αρνηθής τον Χριστόν, θέλω δώσει εις σε μεγάλας τιμωρίας». Αλλ’ ο Μάρτυς επανέλαβε με εντονωτέραν φωνήν· «Μη γένοιτο, Χριστέ Βασιλεύ, να σε αρνηθώ, ούτε με λόγον ούτε με έργον, έστω και αν είναι ανάγκη να υποστώ τας σκληροτέρας βασάνους». Επρόσταξε τότε ο βεζύρης να θέσωσιν εις την κεφαλήν του Μάρτυρος το σαρίκιον, το οποίον πρότερον είχε ρίψει εις την γην και το είχε καταπατήσει. Ο δε Μάρτυς χωρίς να είπη τίποτε εστάθη και του το εφόρεσαν. Έπειτα λαβών αυτό ευθύς το έσχισεν εις δύο και το έρριψε προ του βεζύρη λέγων· «Λάβε, άνθρωπε, το ιδικόν σου και άφες εμέ να έχω το ιδικόν μου». Τότε εθυμώθη ο βεζύρης και επρόσταξε να κλείσωσι πάλιν τον Μάρτυρα εις την φυλακήν και να τον δείρωσι σκληρότατα. Ήρπασαν λοιπόν οι θηριώδεις εκείνοι άνθρωποι με ορμήν αυτόν και δείραντες ανηλεώς τον έρριψαν εις την φυλακήν, συναχθέντες δε εκεί ως κόρακες εις πτώμα, άλλοι μεν τον ηπείλουν, άλλοι δε τον εκολάκευον, υποσχόμενοι εις αυτόν όλα τα αγαθά της παρούσης ματαίας ζωής. Και αυτός ο βεζύρης του υπέσχετο να του δώση ό,τι επεθύμει, αν ήθελεν αρνηθή τον Χριστόν. Ο δε γενναίος του Χριστού Αθλητής έδιδεν αναλόγους αποκρίσεις αρμοδίας εις έκαστον. Μετά τρεις ώρας ωδηγήθη και πάλιν ο Μάρτυς εις εξέτασιν. Λέγει τότε προς αυτόν ο κριτής· «Ήλθες εις μεταμέλειαν, ή μένεις ακόμη εις το πείσμα σου»; Αλλ’ ο Μάρτυς απεκρίθη με φωνήν λαμπράν· «Μία είναι, ω ηγεμών, η αληθινή Πίστις, η Πίστις των Χριστιανών και εις ο αληθής Θεός, ο τρισυπόστατος Θεός, ο υπό πάσης της κτίσεως λατρευόμενος και υμνούμενος, Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα, η μία και αδιαίρετος φύσις της Θεότητος, εις της οποίας το όνομα εβαπτίσθην και έγινα υιός Θεού κατά χάριν· πως λοιπόν να πιστεύσω εις αυτόν τον ψευδοπροφήτην σας Μωάμεθ, τον αντίχριστον»; Εύγε της ελευθεροστομίας σου γενναίε του Χριστού αγωνιστά! Εύγε της σης μεγαλοψυχίας της επαξίου ουρανίων επαίνων! Πράγματι αδελφοί, κατά τον Σολομώντα, «ώσπερ λέων πέποιθε» (Παρ. κη:1 ). Τούτους λοιπόν τους λόγους ως ήκουσεν ο της ασεβείας προστάτης, ηλλοιώθη όλος από τον θυμόν, μη δυνάμενος δε να υποφέρη την τόσην παρρησίαν και τόλμην του Μάρτυρος και απελπισθείς τελείως από το ακατάπειστον και αμετάβλητον της γνώμης του, ώρισεν ίνα λάβη τον δια ξίφους θάνατον. Παρέλαβε λοιπόν αυτόν ο δήμιος και όταν ηθέλησε να δέση τας χείρας του όπισθεν, ημποδίσθη από τον Μάρτυρα, όστις είπε προς αυτόν· «Διατί θέλεις να μου δέσης τας χείρας, αφού ήλθον εδώ αυτόκλητος; Δια τούτο εδέθη ο Χριστός μου από τους παρανόμους Εβραίους κατ’ αυτάς τας αγίας ημέρας, δια να με λύση από τας αμαρτίας και να σπεύδω εγώ, χωρίς δεσμά, εις τον θάνατον δια την αγάπην Του». Ηπόρησε τότε ο δήμιος εκ των λόγων τούτων και αφήκεν αυτόν λυτόν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΓ΄ (23η) Μαρτίου, μνήμη του Αγίου Νέου Οσιομάρτυρος ΛΟΥΚΑ, του εν Μυτιλήνη μαρτυρήσαντος κατά το

Δημοσίευση από silver »


Λουκάς ο Νέος Οσιομάρτυς του Χριστού κατήγετο από την Αδριανούπολιν, από την ενορίαν του Αγίου Νικολάου, και ο μεν πατήρ αυτού ωνομάζετο Αθανάσιος, η δε μήτηρ αυτού Δομνίτσα. Επειδή όμως εις ηλικίαν εξ ετών έμεινεν ο Άγιος ορφανός από πατέρα και ανετρέφετο με πτωχείαν από την μητέρα του, ευρούσα εκείνη έμπορον τινά Ζαγοραίον παρέδωκεν εις αυτόν το παιδίον, ίνα το ανατρέφη βοηθούμενος και αυτός, κατά το δυνατόν, εις την υπηρεσίαν του. Ο δε έμπορος, ευθύς ως έλαβεν υπό την προστασίαν του το παιδίον, εταξίδευσε δι’ εμπορικάς του ανάγκας εις την Ρωσίαν· έπειτα επιστρέψας εις την Κωνσταντινούπολιν, εις την οποίαν είχε κατάστημα, έμεινεν εκεί. Ημέραν δε τινά, ευρεθέν το παιδίον έξω της οικίας, εφιλονίκησε μετά τινος παιδίου Τούρκου και το έδειρε. Τούτο ιδόντες οι εκεί ευρεθέντες Τούρκοι ώρμησαν ως θηρία ανήμερα και ήρπασαν τον Λουκάν να τον ξεσχίσουν και να τον θανατώσουν από τον θυμόν των. Ο δε Λουκάς, παιδίον τότε δεκατριών ετών, βλέπων τον εξαφνικόν κίνδυνον, εταράχθη τας φρένας από τον υπερβολικόν φόβον και εφώναζεν· «Αφήσατέ με και γίνομαι Τούρκος». Ούτως έπαυσε την ορμήν των και έσβεσε τον θυμόν των. Τον επήρε λοιπόν από την ώραν εκείνην Τούρκος τις έχων μεγάλην φήμην και με χαράν μεγάλην, αφού τον έφερεν εις την κατηραμένην οικίαν του, παρευθύς τον επρόσταξε και ηρνήθη τον Χριστόν, φευ του κακού! Και την Αγίαν αυτού Πίστιν, ομολογήσας την εκείνου αντίχριστον θρησκείαν. Αλλά αφ’ ου ησύχασαν οι λογισμοί και η καρδία του από τον φόβον, ήλθεν εις τον εαυτόν του, εγνώρισε το μέγα κακόν, το οποίον έκαμε και παρευθύς μετενόησεν. Όθεν, παρ’ όλον ότι ο ασεβής του εδείκνυε μεγάλην εύνοιαν και αγάπην υποσχόμενος εις αυτόν τρυφάς και αναπαύσεις, πολυτελή ενδύματα και χρήματα, δόξαν και κάθε είδους απόλαυσιν, αυτός ο ευλογημένος, αν και ήτο ακόμη δέκα τριών ετών παιδίον, δεν ηπατήθη από του κόσμου την ματαιότητα, αλλά εμίσει και κατεφρόνει όλα ταύτα, ωσάν να είχε φθάσει πλέον εις ωριμότητα του τελείου ανδρός. Επειδή όμως δεν υπήρχε τρόπος να φύγη εκείθεν ο αοίδιμος Λουκάς και να λυτρωθή των παγίδων του διαβόλου, έκαμεν όπως ημπόρεσε και διεμήνυσεν εις τον έμπορον τον αυθέντην του, να κάμη εκείνος τον δυνατόν τρόπον να τον λυτρώση, πριν να λάβη την περιτομήν. Ο δε έμπορος, ευθύς ως έλαβε την χαριεστάτην είδησιν, έτρεξε παρευθύς με προθυμίαν και ζήλον εις τον Ρώσον διοικητήν της φρουράς και του διηγήθη την υπόθεσιν, παρακαλών θερμώς να λυτρώση την κινδυνεύουσαν ψυχήν με όποιον τρόπον ημπορέση. Υπήκουσε τότε ο Ρώσος αξιωματικός και έστειλεν ευθύς άνθρωπον ιδικόν του, ίνα ζητήση από τον αγάν το παιδίον. Ο αγάς τότε απεκρίθη με πολλάς δικαιολογίας, ότι ούτε εζήτησε το παιδίον, ούτε το εβίασε να έλθη εις την οικίαν του, αλλά με την θέλησίν του ήλθε και έγινε Τούρκος και ότι είναι αδύνατον πλέον να το δώση. Ταύτα ακούσας ο απεσταλμένος έφυγεν· εκείνος δε ο κατάρατος, φοβηθείς μήπως ζητηθή εκ δευτέρου το παιδίον, έδεσεν ευθύς τας χείρας του και δια βίας χωρίς εκείνος καθόλου να συγκατανεύση, το περιέταμε. Μαθών ο Ρώσος εκείνος το γενόμενον, είπε προς τον έμπορον· «Αφ’ ου ούτω συνέβη το γεγονός, τίποτε άλλο δεν είναι δυνατόν να γίνη, παρά σύγχυσις και ταραχή χωρίς όφελος· λοιπόν κάμε τρόπον και ειδοποίησε το παιδίον να προσέχη να εύρη ευκαιρίαν να φύγη από εκεί και όταν φύγη ας έλθη εδώ». Ταύτα πληροφορηθείς ο Λουκάς παρά του εμπόρου, μετ’ ολίγας ημέρας ευκαιρίας τυχούσης έφυγεν εκείθεν. Όταν δε διέβαινε τον Γαλατάν, του εξέβαλον τα τούρκικα φορέματα και του εφόρεσαν χριστιανικά. Επιβιβάσαντες δε τούτον εις πλοίον, τον έστειλαν εις την Σμύρνην, οπόθεν μετέβη προς τα νοτιοανατολικά της Σμύρνης, εις πόλιν καλουμένην Θείρα, όπου έμεινεν ολίγον καιρόν αγνώριστος. Εκεί ησθένησεν, επόνεσαν δε και οι οφθαλμοί του. Όθεν επήγεν εις Πνευματικόν εξωμολογήθη όλα τα κατ’ αυτόν. Ο Πνευματικός τότε, θεόθεν πεφωτισμένος, πρώτον μεν τον παρηγόρησε καλώς δια την άρνησιν, έπειτα δε τον συνεβούλευσε πατρικώς, ότι δεν συμφέρει λόγω του συμβάντος τούτου να περιφέρεται εις τουρκικούς τόπους, αλλά να υπάγη το ταχύτερον εις το Άγιον Όρος, φεύγων τους ενδεχομένους κινδύνους και εκεί να επιμεληθή της σωτηρίας του. Ο νέος ταύτα ακούσας εδέχθη μετά χαράς την πνευματικήν συμβουλήν και μετ’ ολίγας ημέρας, αφ’ ου επανήλθεν η υγεία του και έπαυσεν ο πόνος των οφθαλμών του, κατέφυγεν, ως εις λιμένα σωτήριον, εις το Άγιον Όρος. Εκεί ο Λουκάς μετέβη πρώτον εις την Μεγίστην Λαύραν και έκαμεν υπηρέτης εις το αρχονταρίκι δι’ ολίγον καιρόν· εκείθεν αναχωρήσας ήλθεν εις την Μονήν των Ιβήρων, όπου εξωμολογήθη εις Προεστώτα τινά της Μονής το ότι είχε τουρκεύσει και ότι έμενεν αδιόρθωτος. Τότε ο Προεστώς εκείνος τον έστειλεν εις την Σκήτην του Τιμίου Προδρόμου εις τον Πνευματικόν, εκεί δε διωρθώθη παρ’ αυτού καθώς έπρεπε, κατά την τάξιν της Εκκλησίας. Παραμείνας δε και εν τη των Ιβήρων Μονή ολίγον καιρόν, έφυγε πάλιν εις την Μονήν του Σταυρονικήτα, όπου έμεινεν εις Προεστώτα τινά, από τον οποίον εκουρεύθη γενόμενος ρασοφόρος. Αλλά μετ’ ολίγον καιρόν έφυγεν από εκεί και μετέβη εις το Μοναστήριον του Ζωγράφου. Ουδέ όμως εις το Μοναστήριον αυτό έκαμε πολύν καιρόν, επειδή ο κοινός εχθρός της των ανθρώπων σωτηρίας, όπου και αν επήγαινε, τον ηνώχλει με διαφόρους πειρασμούς και δεν τον άφηνε να ησυχάση κατά τον πόθον του. Ο προγνώστης Θεός όμως, προβλέπων το τέλος των πειρασμών, συνεχώρει να πειράζηται ο μακάριος Λουκάς υπό του σατανά. Τόσον δε επλήθυναν οι πειρασμοί του, ώστε ηναγκάσθη να φύγη εντελώς από το Άγιον Όρος και να έλθη εις τον κόσμον, με σκοπόν να γίνη κανδηλανάπτης εις τινα Εκκλησίαν. Αλλ’ ο Θεός δεν ηυδόκησε να επιτύχη ο σκοπός του, διότι προώριζεν αυτόν δι’ άλλην οδόν. Όθεν, ούτε εις τας Κυδωνίας, ούτε εις τα Μοσχονήσια, ούτε εις την Μυτιλήνην, όπου μετέβη, δεν εύρε τόπον και προστασίαν δια να μείνη. Όθεν μετέβη ακολούθως και εις την Σμύρνην, αλλά ούτε και εκεί τον εδέχθη τις ένεκεν του φόβου της πανώλους, ήτις εμάστιζε τότε τους τόπους εκείνους. Απελπισθείς λοιπόν δια την αποτυχίαν του, μάλλον δε κυριευθείς από φόβον υπερβολικόν εξ αιτίας της θανατηφόρου νόσου, ήτις είχε προσβάλει την Σμύρνην, επέστρεψε πάλιν εις το Άγιον Όρος και ήλθεν αμέσως εις την Μονήν του Ξηροποτάμου, όπου, αφού διέμεινεν ολίγον καιρόν μετά τινος συμπατριώτου του Μοναχού, έφυγε και μετέβη εις το Μοναστήριον του Κουτλουμουσίου, κατόπιν δε επήγε πάλιν εις την Σκήτην του Τιμίου Προδρόμου, προς τον Πνευματικόν όστις κατ’ αρχάς τον διώρθωσεν, εξομολογηθείς δε τους λογισμούς του, του ενεπιστεύθη όλους τους πειρασμούς του. Ο Πνευματικός τότε εσκέφθη να τον αποστείλη εις τινα Σκήτην να ησυχάση και εφρόντισεν επιμελώς περί τούτου, επειδή όμως ήτο αγένειος δεν τον εδέχοντο. Τον έστειλε λοιπόν εις την Μονήν του Οσίου Γρηγορίου, μήπως τον αναπαύση εκεί κανείς εκ των αδελφών, όπου επί τέλους και επέτυχε του ποθουμένου. Διότι τον εδέχθη εκεί ως υπηρέτην εις Προηγούμενος και ηυχαριστήθη πολύ ο Λουκάς. Έπειτα τον διώρισεν εις την υπηρεσίαν της Εκκλησίας, πολύ δε ένεκα τούτου ανεπαύθη ο μακάριος. Ο μισόκαλος όμως δεν ησύχαζεν, αλλά και εκεί του έφερε νέους πειρασμούς. Όθεν έφυγε, μάλλον δε τον εξεδίωξαν και από του Γρηγορίου, αν και τους παρεκάλει ο ευλογημένος, μετά δακρύων, να μη τον αποδιώξουν χωρίς αφορμήν. Είπομεν ανωτέρω, ότι ο εχθρός της σωτηρίας του διάβολος εκίνησε κατ’ αυτού πολλούς και διαφόρους πειρασμούς, τους οποίους, συντομίας χάριν, δεν γράφομεν και ότι ο Θεός, προγνωρίζων το μέλλον, επέτρεψε να ενοχλήται ο δούλος Του. Ιδού τώρα το τέλος και η εκ των πειρασμών ωφέλεια. Διωχθείς εκ της Μονής του Οσίου Γρηγορίου ο καλός ούτος Λουκάς, πολύ ελυπήθη. Εν ω δε ήτο εις απορίαν που να υπάγη και εσυλλογίζετο τούτο, ήλθεν εις τον νουν του τοιούτος θεϊκός λογισμός. «Το Άγιον Όρος, είπε καθ’ εαυτόν, είναι λιμήν της σωτηρίας των ανθρώπων, εις τον οποίον ησυχάζουν τόσα πλήθη Μοναχών, μόνον δε εγώ δεν ημπορώ να σταθώ ούτε εδώ ούτε εις κανέν άλλο μέρος. Δεν είναι λοιπόν άλλο το αίτιον, παρά διότι έχω επάνω μου την μιαράν σφραγίδα του διαβόλου, την περιτομήν, και δια τούτο δεν δύναμαι να ησυχάσω και να κάμω καμμίαν προκοπήν. Τούτο λοιπόν θα κάνω. Θα υπάγω να ομολογήσω τον Χριστόν παρρησία, δια να αποβάλω από τον εαυτόν μου την διαβολικήν σφραγίδα, και να αποπλύνω την αμαρτίαν της αρνήσεώς μου με την ροήν του αίματός μου· τούτο θέλει με αναπαύσει και τούτο θέλει είναι η σωτηρία μου». Ταύτα συλλογισθείς και καλώς μελετήσας μέσα εις την Εκκλησίαν, επήγεν εις τον Γέροντά του και του εφανέρωσε τους λογισμούς τούτους. Τότε εκείνος προσεπάθησε πολύ να τον εμποδίση, φοβούμενος το άδηλον της εκβάσεως. Όθεν λέγει προς αυτόν· «Απόφυγε, τέκνον, αυτόν τον κίνδυνον και εάν οι άλλοι δεν σε θέλουν εις το Μοναστήριον, εγώ είμαι πρόθυμος να αναχωρήσω μαζί σου και να είμεθα εις όλην μας την ζωήν αχώριστοι· ή, εάν θέλης, ας υπάγωμεν εις κανέν ταξίδιον». Αυτά και άλλα πολλά είπεν εις τον Άγιον ο Γέρων αυτού, δεν ηδυνήθη όμως να τον πείση να παραιτηθή του λογισμού του. Ανεχώρησε τότε ο Λουκάς και μετέβη εις την Σκήτην της Αγίας Άννης. Εκεί εύρεν Ιερομόναχον τινά Βησσαρίωνα, τον οποίον εγνώριζεν. Ούτος τον εδέχθη ως πατήρ φιλόστοργος με πάσαν ευμένειαν και αγάπην, ο δε Λουκάς διηγήθη λεπτομερώς την αιτίαν, δια την οποίαν τον εδίωξαν από του Γρηγορίου, ως και την ταπεινήν παράκλησιν όπου έκαμεν εις εκείνους να μη τον διώξουν και ότι εκείνοι δεν εδυσωπήθηκαν, ούτε έδειξαν προς αυτόν ίχνος φιλανθρωπίας, μάλιστα ο πρωτεύων, αν και ο Λουκάς διηγήθη εις αυτόν όλα τα συμβάντα. Αφού δε του εξιστόρησεν όλους τους πειρασμούς του, τέλος λέγει προς τον Ιερέα Βησσαρίωνα· «Αλλά συ, Πάτερ, γνωρίζεις την καταστασίν μου»; Αποκριθέντος δε του Ιερέως ότι δεν γνωρίζει περί τίνος εννοεί, λέγει πάλιν ο Άγιος· «Μάθε λοιπόν, Άγιε, Πάτερ, ότι εγώ ο άθλιος είμαι τουρκευμένος». Συνεχίσας δε του απεκάλυψε απ’ αρχής εν λεπτομερεία την αιτίαν της αρνήσεώς του, ως και τον σκοπόν του να μαρτυρήση. Ακούσας ταύτα ο Ιερομόναχος λέγει προς τον Άγιον· «Ο σκοπός σου, τέκνον μου, είναι καλός· όμως τα εις σε συμβαίνοντα δεν συντρέχουν, δια να βάλης αυτόν εις ενέργειαν, επειδή είσαι νέος πολύ και ωραίος, οι δε Τούρκοι είναι μοχθηρότατοι, όπως τους γνωρίζομεν. Όθεν φοβούμαι μήπως δεν θελήσουν να σε θανατώσουν εις τοιαύτην ηλικίαν και είναι ενδεχόμενον να περιπέσης εις άλλον πειρασμόν. Ησύχασε λοιπόν εδώ, διότι η μετάνοια είναι δυνατόν να σε σώση. Αφού δε φυτρώση το γένειόν σου, τότε σε στέλλω εγώ εις αδελφόν τινά εδώ εις την Σκήτην όπου, διάγων θεαρέστως την ζωήν σου, θέλεις σωθή». Ταύτα αφού είπεν ο Ιερομόναχος, ο ευλογημένος Λουκάς διηγήθη εις αυτόν απ’ αρχής τους πειρασμούς, τους οποίους εδοκίμασεν εις το Όρος, πολύ δε συνετρίβη και επόνεσεν η καρδία του Βησσαρίωνος ακούσαντος τα παθήματα του Λουκά. Όθεν παρηγόρησεν αυτόν με αγάπην αποδεικνύων την ωφέλειαν, ήτις προέρχεται από τους πειρασμούς, δια της Χάριτος του Χριστού. Δια το Μαρτύριον όμως δεν του έδιδε γνώμην. Ο δε Μάρτυς είπε· «Δεν υπάρχει τρόπος, Πάτερ, να σταθώ πλέον και ο Θεός βοηθός· μόνον σε παρακαλώ, στείλε με εις Πνευματικόν να εξομολογηθώ, να με συμβουλεύση δια την σωτηρίαν μου». Έστειλε λοιπόν τότε ο Βησσαρίων τον Άγιον εις τον Πνευματικόν Ανανίαν, εις τον οποίον και εξωμολογήθη τους λογισμούς του με πολλήν ακρίβειαν και κατάνυξιν χύνων άφθονα δάκρυα· ο δε Πνευματικός επήνεσε μεν την γνώμην του και τον σκοπόν του, του παρουσίασεν όμως και όλα τα ενδεχόμενα εμπόδια και τας πολυειδείς βασάνους των τυράννων. Αλλ’ ο Μάρτυς με πόθον διάπυρον έλεγεν· «Όλα ταύτα θέλω υποφέρει, Πάτερ τίμιε, με την Χάριν του Ιησού Χριστού». Τότε του λέγει ο Πνευματικός· «Πρέπει λοιπόν πρώτον να δοκιμασθής και να ετοιμασθής καλώς με νηστείας, με γονυκλισίας, με προσευχάς και με αναγνώσεις». Απεκρίθη ο Λουκάς με προθυμίαν· «Ας δοκιμασθώ». Ηρώτησε τότε ο Ανανίας· «Γνωρίζεις τινά εδώ εις την Σκήτην»; Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Γνωρίζω τον Ιερέα Βησσαρίωνα». Ηρώτησε πάλιν ο Ανανίας· «Σε δέχεται άραγε, να μείνης μαζί του πεντήκοντα ημέρας δια να δοκιμασθής»; Απεκρίθη ο Λουκάς· «Ελπίζω να με δεχθή». Λέγει ο Ανανίας· «Πήγαινε λοιπόν και εάν σε δέχεται, ειπέ του να έλθη εδώ, να του ομιλήσω και εγώ». Τότε ο Λουκάς μετέβη προς τον Ιερομόναχον Βησσαρίωνα, του είπε την γνώμην του Πνευματικού και τον παρεκάλεσε με πολλά δάκρυα να τον δεχθή, προβάλλων εις αυτόν τους παρά Θεού μισθούς. Τότε ο Βησσαρίων, αφού εσκέφθη ολίγον, του είπε· «Σε δέχομαι, αλλά να λάβω πρότερον και την γνώμην της Συνοδείας μου, δια να μη σκανδαλισθούν, επειδή είσαι αγένειος· θέλω όμως να μου φέρης έγγραφον άδειαν από τον Γέροντά σου, δια να μη σκανδαλισθή και εκείνος». Ταύτα αφού έγιναν, ήλθεν ο Ιερεύς Βησσαρίων προς τον Πνευματικόν Ανανίαν και συνομιλήσαντες δια την διόρθωσιν του νέου, έκριναν εύλογον να τον δοκιμάσουν με πολλούς κόπους και μεγάλας νηστείας. Διώρισαν λοιπόν εις τον Λουκάν οκτακοσίας γονυκλισίας καθ’ εκάστην ημέραν, πολλάς προσευχάς, η δε τροφή του να είναι άρτος και ύδωρ μόνον, άπαξ του ημερονυκτίου. Ο Λουκάς με άρρητον χαράν εδέχθη τον ορισθέντα κανόνα και ούτως αγωνιζόμενος ητοιμάζετο καλώς δια το υπέρ Χριστού πάθος, μελετών αδιακόπως τον υπέρ Εκείνου θάνατον. Και ταύτα μεν ούτως εγένοντο· ο δε μισόκαλος τόσον εκινήθη πάλιν και εφρύαξε κατ’ αυτού, ώστε, εξ αιτίας του φθόνου του, ετάραξε την ειρήνην της αγίας εκείνης Συνοδείας και εάν ο Θεός δεν ήθελεν ευδοκήσει να συντομεύση τον δρόμον του προς το Μαρτύριον, δεν θα ευρίσκετο τρόπος να μείνη εκεί, έως ότου συμπληρωθούν αι πεντήκοντα ημέραι. Αλλ’ ωκονόμησεν ο θέλων πάντας σωθήναι και ήτο έτοιμος τότε δια να φύγη άνθρωπος τις, Νικόλαος ονόματι, όστις είχε ναυλωμένον μικρόν σκάφος, δια να φορτώση Αγιορειτικόν εμπόρευμα δια την Σμύρνην και επειδή ήτο φίλος πιστός του Ιερέως Βησσαρίωνος, άλλην δε φοράν δεν θα εύρισκον τοιούτον άνθρωπον ουδέ άλλο πλοιάριον δι’ εκείνα τα μέρη, δεν ανέμεναν να συμπληρωθούν αι πεντήκοντα ημέραι, αλλά μετά τριάκοντα δύο ημέρας της δοκιμασίας εκείνης απεφάσισαν να τον στείλουν με τον Νικόλαον. Προσκαλέσας λοιπόν αυτόν ο Βησσαρίων, εξεμυστηρεύθη την υπόθεσιν και αυτός ο καλός Χριστιανός ευρέθη πολύ πρόθυμος. Όθεν συνεφώνησαν να τον πάρη μαζί του και να τον αποβιβάση εις την Μυτιλήνην, αυτός δε να συνεχίση το ταξίδιόν του δια την Σμύρνην. Τούτο ήρεσε και εις τον Λουκάν, όστις επεθύμει πολύ να ταξιδεύση εις την Μυτιλήνην, επειδή εγνώριζε την φιλομάρτυρα γνώμην των Μυτιληναίων από το Μαρτύριον του Αγίου Νεομάρτυρος Θεοδώρου. Διότι και άνθρωπον προς παρηγορίαν του έφεραν εις την φυλακήν και κοινωνίαν των Αχράντων Μυστηρίων του έστειλαν και τον εβοήθησαν παντοιοτρόπως κατά το δυνατόν. Μετά ταύτα έκαμαν ευχέλαιον και εκοινώνησεν ο νέος των Αχράντων Μυστηρίων, ίνα βαδίση την ποθουμένην οδόν του Μαρτυρίου. Ταύτα, ως είπομεν, έχων υπ’ όψει ο μακάριος Λουκάς, εδέχθη μετά χαράς να ακολουθήση τον Νικόλαον. Παρεκάλεσεν όμως μετά δακρύων τον Γέροντα Βησσαρίωνα να τον ενδύση πρώτον το Μέγα και Αγγελικόν Σχήμα και δεύτερον, εάν είναι δυνατόν, να τον συνοδεύση προς παρηγορίαν του, μιμούμενος κατά τούτο τον θείον Θεόδωρον, όστις έλαβεν εκ Χίου συνοδίτην και βοηθόν. Μαθών ταύτα ο Πνευματικός Ανανίας, είπε προς τον Βησσαρίωνα· «Εάν είχον εγώ υγιείς τους πόδας μου, θα τον συνώδευον· αλλ’ επειδή έχω τούτο το εμπόδιον, πήγαινε η πανοσιότης σου, βοήθησον τον αδελφόν και θέλεις γίνει Μάρτυς κατά προαίρεσιν». Ούτως ο μεν Πνευματικός έκειρε τον Λουκάν Μεγαλόσχημον, ο δε Βησσαρίων ανέλαβεν αυτόν μετά την κουράν υποσχεθείς να γίνη συνοδίτης του. Έπειτα ελθών εις τον Πνευματικόν του Πατέρα και στηριχθείς καλώς υπ’ αυτού, έλαβε την ευχήν του. Τότε μετέβησαν μετά του Λουκά ίνα αποχαιρετήσουν τον Πνευματικόν Πατέρα Ανανίαν, εκείνος δε λαβών τον νέον από τας τρίχας της κεφαλής, είπε προς τον Βησσαρίωνα τον φοβερόν τούτον λόγον· «Ιδού, τον παραδίδω εις τας χείρας σου δια να τον περιποιήσαι μέχρι του θανάτου του». Ευχηθείς δε αυτούς, απέλυσεν εν ειρήνη. Εκείνοι δε, παρόντος και του Αγίου Δεσπότου πρώην Λακεδαιμονίας, έλαβον την ευλογίαν του. Ούτως αφού ητοιμάσθησαν, ανεχώρησαν από την Αγίαν Άνναν και ήλθον εις την Μονήν του Ξηροποτάμου, κατά την εορτήν των Αγίων Τεσσαράκοντα. Εκεί ευρόντες τον προαναφερθέντα Νικόλαον επεβιβάσθηκαν εις το ιστιοφόρον τη δεκάτη του Μαρτίου και τη δεκάτη Τρίτη του αυτού μηνός έφθασαν εις την Τένεδον. Ο δε ευλογημένος Λουκάς, εκ της πολλής προθυμίας, την οποίαν είχε να τελειώση ταχέως τον αγώνα του Μαρτυρίου, ιδών τους Τούρκους, είπε εις τον Βησσαρίωνα· «Ιδού, Πάτερ, είναι και εδώ Τούρκοι· τι με εμποδίζει να μαρτυρήσω; Ας τελειώσω εδώ τον αγώνα μου». Ω γνώμης θεοφιλούς! Ω αγάπης διαπύρου προς τον Χριστόν! «Ιδού, λέγει, Τούρκοι, τι με εμποδίζει να λάβω τον ποθούμενον θάνατον»; Άλλος ευνούχος Κανδάκης ο Λουκάς. «Ιδού ύδωρ, είπεν εκείνος· τι κωλύει με βαπτισθήναι»; (Πραξ. η: 36 ). Όσην προθυμίαν είχεν εκείνος να βαπτισθή εις το ύδωρ, πράγμα το οποίον και ελαφρόν είναι και εύκολον, τόσην είχε και ο Λουκάς να βαπτισθή με το αίμα του, πράξις η οποία και βαρυτέρα εξ όλων είναι και δυσκολωτάτη. Και τούτο μεν εζήτει ο Λουκάς, δεν εφάνη όμως εύλογον εις τον Βησσαρίωνα να μαρτυρήση εκεί, αφ’ ενός μεν διότι ήτο τότε εκεί πλήθος αγρίων πολεμιστών, εξ άλλου, δε, δια να μη απομακρυνθή από την απόφασιν των Πατέρων. Αναχωρήσαντες λοιπόν εκείθεν μετά δύο ημέρας, ήλθον εις τα Μοσχονήσια εις κάποιον ευλογημένον Χριστιανόν Χατζή Ανδρέαν ονόματι, όστις τους εδέχθη ως ανθρώπους Θεού και τους έκαμε μεγάλην περιποίησιν. Αναχωρήσαντες είτα εκείθεν ήλθον εις την Μυτιλήνην μετά του Νικολάου και απεβιβάσθησαν εις χωρίον Πάμφυλα καλούμενον, μίαν ώραν μακράν ευρισκόμενον από την πόλιν. Ευθύς δε ως εξήλθον του πλοιαρίου, ο Λουκάς έβαλε μετάνοιαν εις τους ναύτας και είπεν εις τούτους τρεις φοράς· «Συγχωρήσατέ μοι, αδελφοί, και ο Θεός να σας συγχωρήση». Έπειτα έπεσεν εις την γην μετά πολλής ταπεινώσεως και ησπάζετο δακρύων τους πόδας του Γέροντός του Ιερομονάχου Βησσαρίωνος, κρατών δε αυτούς ώραν ικανήν τους κατεφίλει βρέχων αυτούς με τα δάκρυά του και λέγων· «Πόδες άγιοι, οίτινες δι’ εμέ τον αμαρτωλόν εκοπιάσατε, ο Θεός να σας πληρώση τους κόπους σας». Και αποτεινόμενος προς τον ευλογημένον εκείνον συνοδίτην του, λέγει προς αυτόν· «Πάτερ τίμιε, συ ο οποίος δια την εμήν αγάπην άφησας την ησυχίαν και την συνοδείαν σου, ο Χριστός να σου αποδώση επαξίως τους μισθούς εις την Βασιλείαν Του». Έπειτα δε από ολίγον λέγει πάλιν· «Άγιε Γέροντα, ενόμιζον ότι μόλις θα έφθανον εδώ, θα εδειλίαζον, αλλ’ ευλογητός ο Θεός, συμβαίνει όλως το αντίθετον. Διότι, αφ’ ότου επάτησα εις την γην της Μυτιλήνης, εγέμισεν η ψυχή μου από τόσην χαράν και αγαλλίασιν, ώστε με βιάζει και διψώ επιθυμών πότε να φθάσω εις το ποθούμενον στάδιον του Μαρτυρίου». Ο δε Ιερεύς Βησσαρίων τον ενουθέτησε καλώς να μη φοβήται, αλλά να έχη όλην την ελπίδα του εις τον Θεόν και να μη ελπίζη μόνον εις την ιδικήν του δύναμιν, όταν δε συν Θεώ τελειώση τον καλόν αγώνα του Μαρτυρίου, να πρεσβεύη και υπέρ της εκείνου σωτηρίας. Μετά ταύτα ήρχισαν να περιπατούν δια να μεταβούν εις τι χωρίον, το οποίον ήτο μακράν από τον αιγιαλόν, έως εν τέταρτον της ώρας. Βαδίζοντες δε εις την οδόν των συνήντησαν γεωργόν τινά και τον ηρώτησαν εάν είναι Τούρκοι εις το χωρίον εκείνο. Μαθόντες δε παρ’ αυτού, ότι δεν ευρίσκονται εκεί Τούρκοι, ήλθον χαίροντες και αμέσως μετέβησαν εις την Εκκλησίαν. Εκεί ήλθε και ο παρεφημέριος Γρηγόριος, προς τον οποίον, ερωτήσαντα πόθεν ήλθον και τι ζητούν, απήντησαν, ότι έρχονται από το Όρος. Εν τω μεταξύ έφθασε και ο εφημέριος Παρθένιος από την χώραν, όστις τους εχαιρέτησε μετά πολλής χαράς, μαθών δε ότι είναι από το Άγιον Όρος, τους ηρώτα περί αυτού, επειδή είχε μείνει εκεί άλλοτε και ενεθυμείτο όλα με μεγάλην αγάπην. Τότε ο Λουκάς, στρέψας και ιδών την εικόνα της Αγίας Βαρβάρας, είπεν εις τον συνοδίτην του· «Βλέπεις την Αγίαν Βαρβάραν πως την εδυνάμωσεν ο Κύριος και εμαρτύρησε δια την αγάπην Του, υπομείνασα τόσα πικρά βάσανα, αν και ήτο γυναίκα»; Τούτο ακούσας ο εφημέριος, θεόθεν κινηθείς, απήντησεν· «Όχι μόνον τότε εδυνάμωνεν ο Θεός παραδόξως τους Μάρτυρας, αλλά και τώρα εις τας ημέρας μας. Ολίγοι χρόνοι έχουν παρέλθει αφ’ ότου εμαρτύρησεν εδώ ο Άγιος Θεόδωρος». Αρξάμενος δε, τους διηγήθη με πόθον πολύν και κατάνυξιν όλα τα μαρτύρια του Θεοδώρου, τόσον ώστε και οι τρεις κατενύγησαν, δοξάσαντες τον Θεόν με χαρμόσυνα δάκρυα. Μετά ταύτα ανεχώρησεν ο εφημέριος, εκείνοι δε έμειναν εκεί δια να αναγνώσουν τον Εσπερινόν. Τότε λέγει ο Λουκάς· «Βλέπεις, άγιέ μου Γέροντα, πως είναι θέλημα του Κυρίου να μαρτυρήσω; Εύρομεν Εκκλησίαν της Αγίας Βαρβάρας, ήτις είναι Μάρτυς· μας διηγήθη ο εφημέριος, χωρίς να μας γνωρίζη, το Μαρτύριον του Αγίου Θεοδώρου, από το οποίον τόσον ήναψεν η καρδία μου, ώστε δεν δύναμαι να υπομένω πλέον. Αυτά τα δύο λοιπόν είναι καλά σημεία δια τον σκοπόν μας· μόνον να κοινωνήσωμεν και να φύγωμεν χωρίς αργοπορίαν». Την επομένην ημέραν, δηλαδή την Πέμπτην, εζήτησαν και έψαλαν οι εφημέριοι ευχέλαιον και παράκλησιν, την δε νύκτα εκείνην διήλθον άϋπνοι με τα κομβοσχοίνια των εις το κελλίον του Ιερέως Παρθενίου, ίνα ετοιμασθούν δια την Αγίαν Κοινωνίαν. Έπειτα εξομολογηθείς ο Λουκάς μετά κατανύξεως και πολλών δακρύων λεπτομερώς, όσα ημάρτυσεν ως άνθρωπος, εζήτησε και τον εσταύρωσεν ο Πνευματικός με την Αγίαν λόγχην, οι δε οφθαλμοί του εφαίνοντο ως αέναος πηγή δακρύων και ούτω δακρυρροών είπε· «Γέροντά μου, δεν με λυπείσαι»; Ηρώτησε τότε εκείνος· «Τι θέλεις; Τι ζητείς παρ’ εμού»; Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Πολλούς λογισμούς μου έφερεν ο εχθρός, οι οποίοι ως φοβερά κύματα ταράττουσι την διάνοιάν μου· ο εις λογισμός μου λέγει· Δεν λυπείσαι την νεότητά σου, να χασης την ζωήν σου δια ματαίας ελπίδας»; Ο άλλος επιμένει, ότι όλα αυτά τα οποία σου λέγουν είναι ψεύματα και ούτε Μάρτυρες υπάρχουν, ούτε ανάστασις, ούτε κρίσις και ανταπόδοσις». Αφού δε είπε ταύτα, έπεσεν εις τους πόδας του παρακαλών να του αναγνώση ό,τι τον φωτίση ο Θεός, προς απομάκρυνσιν των βλασφήμων εκείνων λογισμών. Του ανεγνωσε τότε ο Ιερεύς τους εξορκισμούς του Μεγάλου Βασιλείου, του θείου Χρυσοστόμου και άλλας ευχάς. Έφθασε δε ο καιρός της Προηγιασμένης και η ώρα καθ’ ην έμελλον να κοινωνήσουν των Αχράντων Μυστηρίων. Ενώ δε ο Λουκάς έβαλε μετάνοιαν εις τους Χριστιανούς, δια να λάβη συγχώρησιν, κατά την συνήθειαν, είδον όλοι παράδοξον πράγμα, το οποίον δεν είδον ποτέ εις άνθρωπον· το έδαφος της γης εβράχη από τα δάκρυά του. Μετά την μετάληψιν των Θείων Μυστηρίων και την Απόλυσιν ερωτά ο Βησσαρίων· «Πως έχεις, τέκνον, από τους λογισμούς»; Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Καλώς έχω, δοξασμένος ο Θεός. Ευθύς μετά την θείαν Κοινωνίαν διεσκορπίσθησαν και ηφανίσθησαν όλοι οι κακοί λογισμοί και τώρα είναι ήσυχος ο νους μου· μόνον ας πηγαίνωμεν εις την υπηρεσίαν μας το ταχύτερον». Μετά ταύτα ήλθον και οι δύο εις το κελλίον του εφημερίου, εκεί δε εζήτησεν ο Λουκάς να γευθούν ολίγον άρτον και να αναχωρήσουν εις τον δρόμον των· εζήτησε δε να πίουν και ολίγον οίνον, διότι ήτο πολύ εξηντλημένος από την νηστείαν και από τους κόπους, αλλά και κατάξηρος, από την αέναον ροήν των δακρύων. Πλην, ο κυρίως σκοπός του δεν ήτο να πίη οίνον δια να ενδυναμωθή με αυτόν, αλλά διότι εμελέτα κατά νουν το Σωτήριον Πάθος του Χριστού, το οποίον μετέβαινεν εθελουσίωςνα λάβη. Δια τούτο ηθέλησε να κάμη ο μακάριος το ίδιον εκείνο, το οποίον έκαμεν εις τους μαθητάς Του ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, κρατών εις τας χείρας του το ποτήριον. Διότι, όταν ο Παρθένιος έφερε τον οίνον εις την τράπεζαν, έλαβεν ο Λουκάς το ποτήριον εις την δεξιάν του και ηρώτησε τους άλλους δύο· «Πως είπεν ο Χριστός εις τους Μαθητάς Του κατά τον Δείπνον τον Μυστικόν»; Εκείνοι τότε του το ενεθύμισαν, λέγοντες· «Ου μη πίω απ’ άρτι εκ τούτου του γεννήματος της αμπέλου, έως της ημέρας εκείνης, όταν αυτό πίνω μεθ’ υμών καινόν εν τη Βασιλεία του Πατρός μου». (Ματθ. κστ: 29 ). Ας γνωρίση ο καθείς από τούτο, με ποίαν όρεξιν ή, μάλλον ειπείν, με ποίους θεϊκούς λογισμούς έφαγε τον άρτον και έπιε τον οίνον ο μακάριος Λουκάς. Ευθύς δε μετάτο γεύμα, ιδού έρχεται ο περεφημέριος Γρηγόριος και λέγει· «Εμάθετε τι έγινεν εις την πόλιν»; Απεκρίθησαν εκείνοι· «Όχι, ειπέ μας τι έγινεν»; Λέγει εκείνος· «Έφυγε το Κουτσουμπέλι με την μητέρα του και τας τρεις αδελφάς του, όλοι ομού οκτώ ψυχαί και δεν γνωρίζει κανείς που υπάγουν». Ο δε Λουκάς ερωτήσας και μαθών, ότι αυτοί οι φυγάδες ήσαν Τούρκοι και έφυγον δια να γίνουν Χριστιανοί, εχάρη υπερβολικά και εδόξασε τον Θεόν, η δε υπερβολή της χαράς τον εβίαζε να μεταβή το συντομώτερον εις τον υπέρ Χριστού θάνατον. Όθεν ηγέρθη παρευθύς και εξεδύθη τα Μοναχικά ενδύματα, δια να ενδυθή τα κοσμικά, με τα οποία έμελλε να παρουσιασθή. Πρώτον λοιπόν έβαλε κατάσαρκα το εσώρασον το Μοναχικόν, έπειτα του εφόρεσεν ο Παρθένιος αγιοταφίτικον σάβανον και με το έλαιον του Αγίου Τάφου εσχημάτισε Σταυρόν εις την κεφαλήν του, πρώτον εις το μέτωπον και μετά εις τας τρίχας της κεφαλής του. Κατόπιν έδεσε τεμάχιον υφάσματος αιματωμένου από το υποκάμισον του Αγίου Νεομάρτυρος Θεοδώρου και έπειτα του εφόρεσε τα άλλα ενδύματα. Ελθόντες δε μετά ταύτα οι τρεις ομού εις τον Ναόν της Αθληφόρου Αγίας Βαρβάρας, έψαλαν μετά κατανύξεως και δακρύων πολλών παράκλησιν προς αυτήν, αιτούντες υπέρ του Νέου Μάρτυρος Λουκά την θείαν αυτής αντίληψιν και βοήθειαν. Ακολούθως ησπάσαντο αλλήλους, ο δε ευλογημένος Λουκάς δεν ηυχαριστήθη μόνον εις τον ασπασμόν του προσώπου, αλλά πεσών εις την γην ησπάζετο μετά δακρύων τους πόδας των Ιερέων και μάλιστα του Γέροντός του Βησσαρίωνος, λέγων προς αυτόν· «Ευχαριστώ σοι, τίμιε Γέρον, δια την αγάπην την οποίαν έδειξες εις ημάς και δι’ όλα εκείνα τα οποία με επαρηγόρησες και με εστήριξες εις τον προκείμενον αγώνα». Και ο μεν Αθλητής του Χριστού Λουκάς ταπεινούμενος έλεγε ταύτα προς τους Ιερείς· εκείνοι δε τίνας λόγους έλεγον προς αυτόν; Ω τις να ήκουε τους λόγους των ή να έβλεπεν εκείνας τας πηγάς των δακρύων των και να μη συμπονέση, ή να δείξη και αυτός τους οφθαλμούς του ως δύο δακρυρρόους πηγάς! «Παύσαι, τέκνον, του έλεγον, παύσαι, αδελφέ, τι λέγεις; Ημείς οι αμαρτωλοί έχομεν χρέος να σε αγαπώμεν, διότι υπερηγάπησας τον Χριστόν και θυσιάζεις υπέρ Αυτού όλον τον εαυτόν σου. Μη ζητείς λοιπόν παρ’ ημών συγχώρησιν, συ μάλλον συγχώρησον ημάς τους αμαρτωλούς». Ο δε μακάριος Λουκάς με μεγάλην συντριβήν και ταπείνωσιν έλεγεν· «Όχι, αδελφοί, εγώ είμαι αμαρτωλός και ζητώ συγχώρησιν». Συγχρόνως έφθασε και ο άλλος εφημέριος και εξεκίνησαν και οι τέσσαρες προς την οδόν της πόλεως, οι δε εφημέριοι τους συνώδευσαν μέχρι της Εκκλησίας της Παναγίας, εις θέσιν καλουμένην Λευκολαίμη και εκεί απεχωρίσθησαν. Όταν έμειναν μόνοι, ο Ιερομόναχος Βησσαρίων μετά του Μάρτυρος Λουκά εισήλθον εις την Εκκλησίαν και αφού έψαλαν παράκλησιν, πάλιν εξεκίνησαν προς την πόλιν. Και ο μεν Μάρτυς προεπορεύετο περί το έν μίλιον έμπροσθεν, ο δε Βησσαρίων ηκολούθει όπισθεν. Αφ’ ου δε επροχώρησαν ολίγον διάστημα δρόμου, επόνεσεν η καρδία του Μάρτυρος δια τον ακολουθούντα Γέροντα, διότι και προ ολίγου μετά πόνου πολλού, συντριβής και δακρύων απεχωρίσθησαν οι ευλογημένοι· όθεν εκάθησε και τον επερίμενεν. Όταν όμως επλησίασεν ο Βησσαρίων συνέπεσε να πλησιάση μετ’ αυτού και Τούρκος τις να βαδίζουν μαζί. Δια τούτο, μολονότι ο Βησσαρίων εστοχάσθη ότι κάποιαν ανάγκην έχει ο Μάρτυς και δια τούτο εκάθησεν, εν τούτοις δεν ωμίλησε προς αυτόν ουδόλως, δια να αποφύγη την περιέργειαν του Αγαρηνού. Όθεν συνέχισε τον δρόμοντου και τον επροσπέρασεν. Ο Λουκάς όμως, βλέπων αυτόν απομακρυνόμενον, του εφώναξε· «Γέροντα, στάσου». Εκ τούτου ηννόησεν ο Αγαρηνός, ότι ήσαν συνοδοιπόροι. Όταν δε ο Μάρτυς τον έφθασε, λέγει προς αυτόν· «Ας εισέλθωμεν εις τούτον τον φραγμένον τόπον, ίνα ανταλλάξωμεν τον τελευταίον εν Χριστώ ασπασμόν και ούτω να χωρισθώμεν». Τούτου γενομένου, εστήριξε πάλιν ο Γέρων τον υποτακτικόν με όσα ήτο ανάγκη και ούτως απεχωρίσθησαν. Όταν ο Μάρτυς επροχώρησεν ολίγον διάστημα, έστρεψε πάλιν και του είπε· «Να γράψης, Γέροντα, εις την μητέρα μου να την παρηγορήσης, δια να μη λυπήται πλέον δι’ εμέ και να προσκυνήσης εκ μέρους μου τον Πνευματικόν μου πατέρα, τον Δεσπότην και όλους τους αδελφούς». Ταύτα ειπών ο Μάρτυς εξεκίνησε και εβάδιζε τον δρόμον του, ο δε Βησσαρίων έμεινεν οπίσω εις μιάς ώρας απόστασιν, έως ότου παρουσιασθή ο Μάρτυς εις το κριτήριον· ελθών δε έπειτα εις την χώραν, ηρώτα να μάθη που είναι το Διονυσιάτικον Μετόχι. Την ώραν εκείνην ιδού και έρχεται δρομαίος ο Μάρτυς, και δια να μη δώση υποψίαν εις τους παρευρεθέντας, είπε προς τον Γέροντα με σοβαρότητα· «Αββά, πόθεν έρχεσαι»; Ο δε Αββάς απεκρίθη· «Από το Άγιον Όρος». Λέγει πάλιν ο Μάρτυς· «Έχεις πολλάς ημέρας όπου ήλθες»; Απεκρίθη πάλιν εκείνος· «Τρεις». Τότε με τρόπον του είπεν ο Μάρτυς· «Θέλω, Γέροντα, να σου ομιλήσω». Ελθόντες τότε εις παράμερον τόπον λέγει ο Μάρτυς προς τον Βησσαρίωνα με συντριβήν καρδίας· «Γέροντα, το πυρ του Χριστού δεν ήναψε· τι είναι τούτο; Ποία άραγε να είναι η αιτία»; Αμέσως ο Γέρων τον ερωτά· «Πως έκαμες; Με ποίον τρόπον μετεχειρίσθης την αρχήν»; Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Επήγα εις τον Ναζήρ αγάν και είπον προς αυτόν· «Εγώ ηγόρασα μίαν σφραγίδα, την οποίαν μου επώλησαν ως από χρυσόν κατεσκευασμένην· όταν όμως την εδοκίμασα, εγνώρισα ότι ήτο εκ χαλκού. Παρακαλώ λοιπόν, δος μοι έγγραφον διαταγήν, να υπάγω να κριθώ με τον άνθρωπονο οποίοςμε εγέλασε». Τότε εκείνος μου είπε· «Φέρε τον άνθρωπον εδώ να κριθήτε». Του λέγω εγώ· «Δεν έρχεται». Εκείνος τότε μου λέγει· «Πάρε ένα κλητήρα να τον φέρη». Εγώ του είπον· «Δεν θέλω να κριθώ εδώ, αλλά εις τον δικαστήν». Αυτός τότε οργισθείς επήρε το τσιμπούκι του να με κτυπήση, εγώ δε ανεχώρησα εκείθεν χωρίς να είπω άλλον λόγον εις αυτόν». Ταύτα αφού ήκουσεν ο Βησσαρίων, είπεν εις τον Μάρτυρα· «Α! Δεν μετεχειρίσθης το πράγμα καλώς· ο Ναζήρ αγάς δεν δίδει διαταγήν, αλλ’ ο ιεροδικαστής του». Ταύτα ακούσας ο Λουκάς πολύ ελυπήθη και λέγει· «Και τώρα τι με συμβουλεύεις, Πάτερ, να κάμω»; Απεκρίθη εκείνος· «Ό,τι σε φωτίση ο Κύριος κάμε». Λέγει πάλιν ο Μάρτυς· «Ειπέ μοι ένα λόγον και η αγιωσύνη σου. Μήπως θα είναι καλόν να δοκιμασθώ ολίγον καιρόν ακόμη, μήπως δεν δυνηθώ να ανθέξω έως τέλους»; Ο λόγος ούτος εισήλθεν ως μάχαιρα δίστομος εις την καρδίαν του Γέροντος, διότι εθεώρησε τούτο ως σημείον δειλίας. Στενοχωρηθείς δε πολύ, δεν εγνώριζε τι να αποφασίση· θεόθεν όμως φωτισθείς, του λέγει· «Ο Χριστός όστις ίσταται επί της κεφαλής σου την ώραν ταύτην, ό,τι σε φωτίση και ό,τι σου είπη νοερώς, εκείνο κάμε». Ο λόγος ούτος εφάνη παράδοξος εις τον Μάρτυρα, αλλά και πολύ αποφασιστικός. Όθεν ηρώτησε τον Γέροντα· «Βλέπεις τον Χριστόν να ίσταται επάνω από την κεφαλήν μου»; Απεκρίθη ο Βησσαρίων· «Ναι, τον βλέπω να ίσταται άνωθέν σου και συν Αυτώ όλα τα τάγματα των Αγίων Αγγέλων, ο χορός των Αποστόλων και τα πολυάριθμα πλήθη των Αγίων Μαρτύρων· όλοι δε αυτοί αναμένουν να κάμης συ την αρχήν και εκείνοι να δώσουν το τέλος». Ενθουσιασθείς τότε ο Μάρτυς λέγει προς τον Βησσαρίωνα· «Και λοιπόν, όταν ο Χριστός είναι μαζί μου και έρχεται εις βοήθειάν μου, τότε είμαι έτοιμος. Τι λοιπόν χάνω τον καιρόν; Ευλόγησόν με και σταύρωσόν με». Ταύτα δε ειπών και ασπασθείς την δεξιάν του Γέροντος εχάθη ως αστραπή από τους οφθαλμούς του, ευθύς δε ευρέθη επάνω εις το δικαστήριον. Κατά την ώραν εκείνην ευρέθησαν εκεί και οι κλητήρες του Ναζήρ αγά. Αποταθείς δε ο Μάρτυς προς ένα εξ αυτών, είπεν· «Αδελφέ, στοχάζομαι ότι είσαι Χριστιανός». Απεκρίθη εκείνος· «Ναι, Χριστιανός είμαι». Οι άλλοι όμως κλητήρες είπον· «Ψεύματα, δεν είναι Χριστιανός». Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Εγώ τον γνωρίζω από τον χαρακτήρα του προσώπου του». Είπε δεταύτα, διότι ο εφημέριος του χωρίου Παρθένιος, του είχε περιγράψει τα γνωρίσματά του και το όνομά του. Λέγει δε προς αυτόν· «Δος μοι, αδελφέ μου, ολίγον ύδωρ». Λαβών δε αυτό εκάθισε και έπιεν. Ευχαριστήσας είτα τον Θεόν είπεν εις τον κλητήρα· «Ο Θεός να σου το πληρώση εν τη Βασιλεία των ουρανών». Ευθύς τότε παρουσιασθείς εις τον κριτήν, λέγει προς αυτόν μεγάλη τη φωνή· «Είναι δίκαιον να με γελάσουν ως να ήμην μικρόν παιδίον»; Ο κριτής τότε ηρώτησε· «Τις σε εγέλασεν»; Ο δε Μάρτυς απεκρίθη· «Με εγέλασε κάποιος δίδων μοι μίαν σφραγίδα». Είπε δε τούτο εννοών της σαρκός την περιτομήν. Ο δε κριτής, μη γνωρίζων το συμβάν, εζήτει να ίδη την σφραγίδα. Τότε ο Μάρτυς χωρίς να χάση καιρόν, νομίζων δε δόξαν του την υπέρ Χριστού αισχύνην, έκαμεν ευθύς κίνησιν να ανοίξη το ένδυμά του, δια να δείξη δήθεν εις αυτούς την σφραγίδα. Αλλ’ όταν εκείνοι αντελήφθησαν την κίνησίν του ταύτην, κατησχύνθησαν και εφώναξαν· «Τι ζητείς να κάμης; Στάσου, στάσου»! Ο δε Μάρτυς λέγει· «Εγώ, ότε ήμην μικρόν παιδίον έως δεκατριών ετών εξηπατήθην από σας και ήλθον εις την θρησκείαν σας, μη διακρίνων ακόμη την αλήθειαν από το ψεύδος και έμεινα εις την πλάνην και την απάτην της θρησκείας σας ολίγον καιρόν, επειδή, όπως σας είπον, ήμην παιδίον ανήλικον. Αφ’ ου δε ήλθον εις ηλικίαν, εγνώρισα, ότι η θρησκεία σας δεν είναι αληθινή, αλλά απατηλή· αυτός δε, τον οποίον λέγετε προφήτην, δεν είναι προφήτης, αλλά απατεών και μυθολόγος, όστις σας ηπάτησεν όλους και τον επιστεύσατε. Πληροφορηθείς λοιπόν καλώς, ότι η θρησκεία σας είναι σκότος, την αρνούμαι έμπροσθέν σας και ομολογώ την προτέραν μου Πίστιν, την Χριστιανικήν, η οποία είναι φως αληθινόν. Και πιστεύω και προσκυνώ ως αληθινόν Θεόν τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν, όστις μέλλει να κρίνη όλον τον κόσμον, ζώντας και νεκρούς, και να αποδώση εκάστω κατά τα έργα αυτού. Τούτον, αν δεν πιστεύσετε και σεις, όπως εγώ τον πιστεύω, μέλλετε να κολασθήτε». Ταύτα εκείνοι ανελπίστως ακούσαντες εσίγησαν και κανείς δεν απεκρίθη. Ο δε κριτής τον ηρώτησε· «Πόθεν είσαι»; Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Απ’ εδώ, εντόπιος». Ηρώτησε πάλιν ο κριτής· «Και που ήσουν έως τώρα»; Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Εις την Ρωσίαν». Λέγει ο δικαστής· «Πως δεν έμεινες εκεί»; Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Ούτω μας προστάζουν τα βιβλία μας· εκεί όπου αρνηθή κανείς την Πίστιν του, εκεί πάλιν να την ομολογήση». Ερωτά πάλιν ο δικαστής· «Ποίος σε έφερεν εδώ»; Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Ένα Ρωσικόν πλοίον». Ηρώτησεν ο δικαστής· «Και που εστάθμευσες»; Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Πουθενά δεν εστάθην, αλλά κατ’ ευθείαν ήλθον εδώ». Στρέφει τότε ο δικαστής προς τους άλλους, και λέγει· «Είναι τρελλός, ίδετε αν γνωρίζη τα υποδήματά του». Τρέχει τότε έξω ο Μάρτυς και αρπάσας τα υποδήματά του τα φέρει έμπροσθέν του λέγων· «Δεν είμαι τρελλός, όπως με λέγεις· ιδού τα υποδήματά μου, τα οποία ηγόρασα από την Κωνσταντινούπολιν». Ο δε κριτής, ιδών την πράξιν του Αγίου, είπε· «Σε λυπούμαι, παιδί μου, και αν δεν με υπακούσης, έχεις να δοκιμάσης πολλά μαρτύρια, τα οποία δεν ήκουσες έως τώρα. Συλλογίσου λοιπόν καλά». Λέγει ο Μάρτυς· «Εγώ πρώτον εσυλλογίσθην όλας αυτάς τας τιμωρίας, τας οποίας ημπορείτε να μου κάμετε, και έπειτα ήλθα· λοιπόν ό,τι έχετε να μου κάμετε, κάμετέ το μίαν ώραν πρωτύτερα και χωρίς αργοπορίαν, επειδή εγώ δεν αρνούμαι την καθαράν και αμώμητον Πίστιν μου, διότι είμαι Χριστιανός και Χριστιανός θέλω να αποθάνω· τον Χριστόν μου προσκυνώ, τον Χριστόν μου ποθώ· εδώ όπου ασυλλόγιστα τον ηρνήθην, εδώ πάλιν τον ομολογώ τώρα και τον κηρύττω με ελευθέραν και καθαράν την σκέψιν μου». Οι Αγαρηνοί τότε του υπεσχέθησαν πολλά και πλούσια δώρα, δια να τον απατήσουν, έπειτα δε τον ηπείλησαν με φοβεράς τιμωρίας, δια να τον τρομάξουν· αλλ’ ο Μάρτυς έμεινεν εις όλα ως αδάμας στερρότατος και η γνώμη του καθόλου δεν μετεβάλλετο. Η δε διαλογική συζήτησις μεταξύ των τυράννων και του Μάρτυρος δεν είναι πλάσμα των ιδικών μας στοχασμών, αλλά είναι αληθής και πραγματική, επειδή ο Χριστιανός εκείνος κλητήρ του Ναζήρ αγά, τον οποίον ανωτέρω ανεφέραμεν ότι ανέπαυσε τον Άγιον και του έδωσε και έπιεν ύδωρ, Ιωάννης ονόματι, ήτο εκεί παρών και μετά μεγάλης προσοχής ήκουσε τα λεχθέντα. Ο δε κριτής και οι μετ’ αυτού, ιδόντες το αμετάθετον της γνώμης του Μάρτυρος, επρόσταξαν να τον δέσουν και να τον οδηγήσουν εις την οικίαν του Ναζήρη. Αλλ’ ο Μάρτυς δεν εδέχθη τούτο, ειπών· «Διατί να με δέσετε; Εγώ ήλθον αυτόκλητος, χωρίς να με ζητήσετε, και τώρα φοβείσθε μήπως φύγω; Εγώ, με την θέλησίν μου μεταβαίνω όπου θέλετα». Μετά τους λόγους τούτους δεν τον έδεσαν, αλλά τον εκράτει εις μόνον εκ των συνοδών του, οι δε άλλοι ηκολούθουν. Ενώ δε ο Άγιος εβάδιζεν εις την οδόν, εζήτει και έδιδε συγχώρησιν εις τους Χριστιανούς, τους οποίους συνήντα. Ο δε Γέρων και συνοδίτης του, Ιερομόναχος Βησσαρίων, έχων πόθον να τον ίδη, παρέμεινε πλησίον της οικίας του Ναζήρη. Όταν δε είδεν αυτόν ο Μάρτυς εστέναξε μέγαν και βαρύν στεναγμόν, αλλά δεν ήτο δυνατόν να του ομιλήση. Εκείνος δε, ιδών το πρόσωπον του Μάρτυρος, υπερεθαύμασε, διότι έλαμπε θαυμασίως και υπερφυώς. Έδειξε δε τούτο ο Θεός εις τον Βησσαρίωνα, ίσως δια να ειρηνεύση τους τεταραγμένους λογισμούς του ως προς το άδηλον τέλος του Μάρτυρος. Όταν δε έφθασαν εις την οικίαν του Ναζήρη και ήρχισαν ανερχόμενοι την κλίμακα αυτής, κατήρχετο εξ αυτής ο Μητροπολίτης της Μυτιλήνης, συνοδευόμενος υπό τινων Ιερέων και δημογερόντων, τους οποίους είχε καλέσει ο Ναζήρης προς εξέτασιν δια την φυγήν της τουρκικής οικογενείας. Ο Μάρτυς τότε, κύψας ταπεινώς την κεφαλήν, είπε προς τον Αρχιερέα· «Ποίησον, Δέσποτα Άγιε, υπέρ εμού του αμαρτωλού δέησιν προς Κύριον». Τούτο ιδόντες και ακούσαντες οι επάρατοι συνοδοί του Αγίου ώρμησαν όλοι κατ’ επάνω του, ως άγρια θηρία και εκτύπων αυτόν εις την κεφαλήν, εις το πρόσωπον ή όπου ο καθείς ηδύνατο. Ωθούντες δε και σύροντες αυτόν, τον έφεραν εις τον προθάλαμον όπου τον επρόσταξαν να μένη γονατιστός. Έμενε λοιπόν εκεί ο Μάρτυς χαίρων και αγαλλόμενος, έως να τον ζητήση ο αγάς. Ο δε Μητροπολίτης και οι δημογέροντες ησθάνοντο πολλήν λύπην και φόβον και έλεγον συνομιλούντες μεταξύ των· «Η μία φωτιά ήναψεν επάνωεις την άλλην και ο Θεός να κάμη το έλεός του εις ημάς». Αλλά παρ’ όλους αυτούς τους φόβους, ο ευλογημένος Αρχιερεύς δεν έλειψεν από το χρέος του, αλλ’ έστειλε παρευθύς ευχετικά και προτρεπτικά γράμματα εις τας Εκκλησίας, να ψάλλουν παρακλήσεις εις την Θεοτόκον, λέγοντες τον στίχον· «Υπεραγία Θεοτόκε, βοήθησον τον δούλον σου». Τα ίδια έκαμαν και εις τα χωρία και όλη σχεδόν η νήσος κατά τον ίδιον τρόπον εμερίμνα, διότι πανταχού έφθασεν η περί του Μάρτυρος είδησις. Όθεν όλοι οι άλλοι ούτω καθ’ υπερβολήν εφοβούντο, ο δε του Κυρίου στρατιώτης παρουσιάσθη τελείως απτόητος και με όλον το θάρρος εις τον Ναζήρην, όστις είχε μάθει όσα είπεν ο Μάρτυς εις τον κριτήν, ως και όσα εκείνος είπε προς τον Μάρτυρα. Δεν τον ηρώτησε λοιπόν τίποτε δι’ αυτά, αρχίσας ως εξής την ομιλίαν· «Συ, είπεν, ήλθες πρωτύτερα να ζητήσης γραπτήν βεβαίωσιν από εμέ· τώρα δε τι είναι αυτά τα οποία ήκουσα περί σού; Έλα εις τον νουν σου, παιδί μου, έλα εις την πίστιν μας, αν θέλης να σε τιμήσω και να σου προσφέρω ό,τι αγαπάς και ό,τι επιθυμείς και, εάν υπακούσης εις εμέ, θα σε έχω ωσάν υιόν μου. Γνώριζε όμως ότι, αν παρακούσης, έχω να σου κάμω πολλάς και σκληράς τιμωρίας». Προς τους λόγους τούτους του Ναζήρη ο Μάρτυς απεκρίθη χωρίς ουδεμίαν συστολήν ή φόβον, ειπών· «Γνώριζε και συ ότι, όσα κακά και αν μου κάμης, έστω και μυρίας βασάνους, δεν είναι δυνατόν να με χωρίσης από τον γλυκύτατόν μου Ιησούν Χριστόν, τον αληθινόν Θεόν». Ταύτα λέγοντος του Μάρτυρος ήλθε πρόσκλησις εις τον Ναζήρην να υπάγη εις το δικαστήριον, όπου επρόκειτο να αναγνωσθή βασιλική διαταγή, ήτις μόλις είχε ληφθή. Του έλεγον δε να φέρη μαζί του και τον Μάρτυρα, να εξετασθή εκεί εις το δικαστήριον, όπου ήτο πλήθος Αγαρηνών συνηθροισμένον από τρεις κωμοπόλεις της νήσου, ήτοι την Καλλονήν, την Μόλυβδον και την πόλιν της Μυτιλήνης. Τούτου γενομένου παρεστάθη πάλιν ο Μάρτυς εις τρίτην εξέτασιν εμπρός εις όλον εκείνο το πλήθος. Περισσότερον από δύο ώρας τον ανέκριναν εκεί, μεταχειριζόμενοι υποσχέσεις, κολακείας και απειλάς, χωρίς όμως βάσανα, αυτός δε, ο αξιοθαύμαστος, αφόβως και με υπερφυσικήν γενναιότητα και ανδρείαν απεκρίνετο εις όλους. Και τόσον σοφώς και θαυμασίως διελέγετο περί της ημετέρας Πίστεως και τόσον φανερώς και ασυστόλως ήλεγχε το ψεύδος της αντιθέου θρησκείας των Αγαρηνών, ώστε εκείνοι οι ίδιοι οι εχθροί εθαύμαζον διερωτώμενοι που και πότε έμαθεν εν παιδίον τόσην σοφίαν, επειδή ηγνόουν, οι άφρονες, την Κυριακήν υπόσχεσιν την λέγουσαν· «Το γαρ Άγιον Πνεύμα διδάξει υμάς εν αυτή τη ώρα, α δει ειπείν» (Λουκ. ιβ: 12), ως και το, «Εγώ γαρ δώσω υμίν στόμα και σοφίαν, η ου δυνήσονται αντειπείν ουδέ αντιστήναι πάντες οι αντικείμενοι υμίν» (Λουκ κα: 15 ).Εθαύμαζον μεν διότι δεν ηδύνατο να τον αποστομώσουν, εξεπλήσσοντο δε και ηγανάκτουν τόσον δια την παρρησίαν και την αφοβίαν του, όσον και δια τους πολλούς και πικρούς ελέγχους της ανοσίου θρησκείας των, καθώς και δια τας εξουθενώσεις εκείνου του απατεώνος ψευδοπροφήτου των. Τέλος πάντων κατησχυμμένοι οι Αγαρηνοί και μη έχοντες τι άλλο να κάμουν, είπον προς τον Άγιον· «Τρεις ημέρας σου δίδομεν προθεσμίαν και στοχάσου καλώς ή να έλθης εις την πίστιν μας, την οποίαν μόνος σου εζήτησες και εδέχθης ως καλήν, ή έχεις να πάθης πολλά και δεινά βασανιστήρια, εάν επιμείνης εις το πείσμα σου». Είτα παραλαβόντες αυτόν οι υπηρέται, τον έρριψαν εις την φυλακήν και ησφάλισαν τους πόδας του εις το ξύλον. Αφού ταύτα εγένοντο, λέγει ο κριτής προς τους παρισταμένους· «Αυτά τα πράγματα άλλος δεν τα κάμνει παρά ο Δεσπότης και οι δημογέροντες· αυτοί κάμνουν τους Τούρκους Ρωμαίους και μας προξενούν τόσην ατιμίαν». Τούτον τον λόγον ακούσας ο Τούρκος, δια τον οποίον προείπομεν ότι τους έφθασαν εις την οδόν, είπεν· «Εγώ γνωρίζω τον Μοναχόν, ο οποίος τον έφερεν εδώ και προ ολίγου τον είδον εις την θύραν του Ναζήρ αγά και αν αγαπάτε να σας τον φέρω εδώ». Τούτο βεβαίως ήτο οικονομία Θεού, δια να μη πέση η κατηγορία εις τους Μυτιληναίους και διωχθούν όλοι αγρίως, αλλά να φανερωθή ότι ξένος άνθρωπος τον έφερεν εκεί. Ο δε ευλογημένος εκείνος Βησσαρίων περιεφέρετο εκεί πλησίον, δια να μάθη τι έγινεν. Επίσης και ο Νικόλαος, ο οποίος τους έφερεν από το Άγιον Όρος. Δια να μανθάνη και εκείνος τα γεγονότα, έφερεν εμπόρευμα και το επώλει εκεί πλησίον εις την οικίαν του Ναζήρη. Ο Βησσαρίων τότε είχε πλησιάσει εκεί, προφασιζόμενος δε ότι βλέπει το εμπόρευμα του Νικολάου, ετόλμησε και ολίγον κατ’ ολίγον εισήλθεν εντός της θύρας του δικαστηρίου. Τον είδεν όμως ο επί κεφαλής των φυλάκων και αφού του έδωκε με πολύν θυμόν δύο ραπίσματα εις το πρόσωπον, απωθών αυτόν με αγριότητα, τον έβγαλεν έξω. Δεν τον έμελεν όμως και θα ήτο ευχαριστημένος να πάθη πολλά, αρκεί μόνον να μη απομακρυνθή από τον τόπον εκείνον, έως ότου μάθη και ίδη το τέλος. Διότι πολύ έτρεμεν η καρδία του, επειδή δεν εγνώριζε τι έμελλε να ακολουθήση. Αν δε ο Νικόλαος δεν ήθελεν ακούσει τα λεχθεντα περί αυτού εις το δικαστήριον και δεν είχεν εγκαίρως ειδοποιήσει αυτόν περί τούτου και αν δεν είχεν απομακρυνθή από εκεί και δια της βίας βεβαίως ήθελε πέσει εις τας χείρας των ζητούντων Αγαρηνών ο Βησσαρίων. Ο δε Αρχιερεύς έστειλε τον Ιωάννην, τον οποίον πολλάκις ανεφέραμεν, τον κλητήρα του Ναζήρη, εις την φυλακήν, όστις ηρώτησε τον Μάρτυρα μήπως ήθελε να μεταλάβη. Του έστειλε δε και χαρτίον και μελάνην, δια να γράψη το όνομά του και την πατρίδα του. Ο δε Μάρτυς απεκρίθη· «Προσκυνώ τον άγιον Δεσπότην και τον παρακαλώ να λάβη την φροντίδα να μου αποστέλλη την Αγίαν Κοινωνίαν από αύριον καθ’ εκάστην ημέραν, διότι σήμερον εκοινώνησα εις τα Πάμφυλα, αυτά δε τα οποία ζητεί να γράψω, θα τα πληροφορηθή από τον Γέροντά μου, όστις ευρίσκεται εις το Διονυσιάτικον Μετόχι». Έπειτα λέγει προς τον Ιωάννην· «Αδελφέ, εάν ήτο τρόπος να έλθη τις Χριστιανός εδώ εις την φυλακήν προς παρηγορίαν μου, πολύ θα το ήθελον». Τούτο ακούσαντες οι δημογέροντες εφρόντισαν και εύρον πρόθυμον τινά Χριστιανόν, Χίον, Ευστράτιον ονόματι, τον οποίον δήθεν εφυλάκισαν δια να πληρώση τον οφειλόμενον φόρον του. Τούτου γενομένου εχάρη καθ’ υπερβολήν ο Μάρτυς, αλλά μετ’ ολίγον ελυπήθη και πάλιν, διότι φύλαξ τις είπεν εις τον Ναζήρην· «Γνώριζε, αυθέντα, ότι αυτόν τον άνθρωπον δεν τον εφυλάκισαν οι δημογέροντες δια τον φόρον, αλλά τον έβαλον μέσα, δια να στηρίζη το παιδίον εις την πίστιν των»! Όθεν ο Ναζήρης επρόσταξεν ευθύς και τον απεφυλάκισαν. Ως δε έμαθεν ο Μάρτυς την προδοσίαν του Αγαρηνού, εστέναξε και είπεν· «Η θεία Δίκη να τον εύρη». Και, ω του θαύματος! ευθύς διωγκώθη το πρόσωπόν του, ωσάν από ανεμοπύρωμα, τον κατέλαβε μέγας παροξυσμός και τόσον εχειροτέρευσεν, ώστε και εκείνος ο ίδιοςτο εννόησε και απορών εσυλλογίζετο πόθεν του ήλθε. Μετά τούτο λέγει ο Μάρτυς προς τον Ιωάννην· «Αδελφέ, δεν θέλω πλέον παρηγορίαν εξ ανθρώπων, διότι έχω την Θεοτόκον παρηγορούσαν με». Ούτως άμεινεν εις την σκοτεινήν φυλακήν, χαίρων και δοξάζων τον Θεόν. Ο δε αγάς πολύ συχνά τον εκάλει και με κολακείας και υποσχέσεις προσεπάθει να αλλάξη την γνώμην του, έπειτα δε τον εστενοχώρει και με απειλάς. Αλλ’ αυτός ο γενναίος εφαίνετο ως αδάμας στερρότατος. Είχεν όμως φροντίδα και δια τον Γέροντά του. παρεκάλεσε λοιπόν τον Ιωάννην να μεταβή εις την κατοικίαν του, δια να τον παρηγορήση και να είπη εις αυτόν ότι είναι ακλόνητος και να μη φοβήται, μόνον να παρακαλή τον Θεόν να τον βοηθήση μέχρι τέλους. Αλλ’ όταν ο Ιωάννης επέστρεψε και του είπεν ότι δεν τον ευρήκεν, ελυπήθη ο Μάρτυς, νομίσας ότι έφυγε πριν ή μάθη το ποθούμενον τέλος του. Τον έστειλε δε εκ δευτέρου, ίνα τον αναζητήση μήπως και τον εύρη. Αφού λοιπόν ο Ιωάννης τον ανεζήτησεν επ’ αρκετόν, εύρε τούτον τον ευλογημένον προσευχόμενον ασκεπή, μετά θερμών δακρύων. Μαθών δε ο Μάρτυς τα του Γέροντός του, εχάρη και ηυχαρίστησε τον Ιωάννην, δια την χάριν την οποίαν του έκαμε. Τέλος, αφ’ ου συνεπληρώθη η προθεσμία των τριών ημερών και έμενε στερεός και ακλόνητος ο Μάρτυς, το Σάββατον εκείνο ο Ναζήρης εκάλεσε τον Μητροπολίτην και είπε προς αυτόν· «Το παιδίον τούτο απεφασίσαμεν να κρεμάσωμεν, αν δε σας φανή καλόν, κάμετε εκείνο το οποίον εκάμετε και δια τον άλλον». Είπε δε ταύτα ο Ναζήρης εννοών τον Άγιον Νεομάρτυρα Θεόδωρον. Διότι όλα τα τότε συμβάντα εις αυτόν διηγήθησαν εις τον Ναζήρην οι εντόπιοι και τα εγνώριζεν. Ο δε Αρχιερεύς απήντησε· «Βάλε φύλακας και δι’ εκείνον, όστις θα τολμήση να πλησιάση εκεί, ας είναι θάνατος η τιμωρία». Με τον λόγον τούτον ησύχασε και ημέρωσεν αυτόν. Έπειτα στέλλει γράμματα, δια να αναγνωσθούν εις όλας τας Εκκλησίας και κηρύττει να μη τολμήση τις να πλησιάση εις το άγιον Λείψανον, διότι κατά την απόφασιν του Ναζήρ αγά, η ποινή του παραβάτου δεν θα είναι χρηματική, αλλά χωρίς αμφιβολίαν θάνατος. Την Κυριακήν το πρωϊ λέγει πάλιν ο Ναζήρης εις τον Μάρτυρα· «Η απόφασίς σου εξεδόθη και σε καταδικάζει να κρεμασθής. Αλλάεγώ πολύ σε λυπούμαι και θα ήθελες κάμει καλά, να με ακούσης· συλλογίσου, διότι δεν έχεις πλέον καιρόν». Ο Μάρτυς όμως με γενναίον φρόνημα απεκρίθη· «Εάν λοιπόν με λυπήσαι, καθώς λέγεις, στείλε με μίαν ώραν ενωρίτερον εις τον Χριστόν μου, δια να πιστεύσω και εγώ ότι πράγματι με λυπείσαι και θέλεις το καλόν μου». Όταν ήκουσεν εκείνος τούτο, απηλπίσθη τελείως και επρόσταξε να τον πάρουν να τον κρεμάσουν. Παραλαβόντες τότε αυτόν οι υπηρέται, ως και πλήθος πολύ εκ των Αγαρηνών, τον συνώδευον εις τον τόπον της καταδίκης. Εκεί ο Μάρτυς εζήτησε να τον αφήσουν να απομακρυνθή ολίγον δια δήθεν σωματικήν του ανάγκην. Ούτοι δε παρέδωκαν αυτόν εις τον Ιωάννην, ίνα τον φυλάττη. Ευθύς δε, ως εχωρίσθη από τους πολλούς, έκαμε τρεις μεγάλας μετανοίας και δώδεκα μικράς, δεηθείς εις τον Θεόν δι’ όλους τους Χριστιανούς και εξαιρέτως δια τους κοπιάσαντας υπέρ αυτού, ευχαριστήσας δε τον Χριστόν, διότι τον ηξίωσε να ομολογήση το όνομά Του το Άγιον ενώπιον των ασεβών, λέγει προς τον Ιωάννην· «Πολύ λυπούμαι, αδελφέ, διότι δεν με εβασάνισαν· εγώ επεθύμουν να πάθω πολλά και κατόπιν να με καύσουν, τίποτε όμως δεν μου έκαμαν». Ταύτα ακούσας ο Ιωάννης, εθαύμασε και λέγει εις τον Άγιον· «Αδελφέ, μη λυπείσαι δια τούτο, διότι όσα ήθελεν ο Θεός να πάθης, τόσα έπαθες· είναι άλλωστε τίποτε σκληρότερον από τον θάνατον»; Τότε ο Μάρτυς επέστρεψε προς τους συνοδούς του και εβάδιζεν ο μακάριος με προθυμίαν πολλήν προς το Μαρτύριον. Ενώ δε έσπευδεν, επάτησε την πτέρναν ενός εξ αυτών, εκείνος δε στρέψας λέγει προς τον Μάρτυρα· «Εις γάμον υπάγεις και τρέχεις ούτω; Ή εις κανέν περιβόλιον να ξεφαντώσης»; Ο δε Μάρτυς απήντησεν· «Αν εγνώριζες που υπάγω εγώ και που έχεις να υπάγης συ, θα έτρεχες να φθάσης πρωτύτερα από εμέ, αλλά μετά θάνατον θα ίδης που έχω να υπάγω εγώ και που έχεις να υπάγης συ· διότι, εάν μείνης Τούρκος μέχρι τέλους, θέλεις άθλιε, καταδικασθή εις το σκότος του Άδου το εξώτερον». Προς ταύτα ο Τούρκος δεν απεκρίθη, αλλ’ εσιώπησεν. Επειδή δε εκείνοι ήθελον να τον κρεμάσουν εις την τουρκικήν συνοικίαν, τους κατέπεισεν ο ευλογημένος Ιωάννης, όστις ήτο πάντοτε αχώριστος από τον Μάρτυρα, και τον έφεραν εκεί όπου κατώκουν Χριστιανοί δια να τον κρεμάσουν. Ευθύς δε ως έφθασεν εκεί, εκρέμασαν πρώτον το σχοινίον, δια να ίδη και τρομοκρατηθή ο Άγιος, έπειτα δε επέρασαν την θηλειάν εις τον λαιμόν του, μετ’ ολίγην δε ώραν του λέγει ο επί κεφαλής της συνοδείας· «Κάμε μετάνοιαν, διότι θα σε κρεμάσω». Όμως ο Μάρτυς απήντησε· «Τον Χριστόν μου προσκυνώ και πιστεύω». Άλλος τότε του είπε· «Ας έλθη ο Χριστός να σε σώση». Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Δεν θέλω να με λυτρώση εδώ, θέλω να αποθάνω δια την αγάπην Του». Τέλος πάντων έσυραν το σχοινίον και τον εκρέμασαν. Προσευχόμενος δε, χωρίς να ταραχθή ή να κινηθή κανέν μέλος του σώματός του, παρέδωκεν εν ειρήνη την αγίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού και έλαβε παρ’ αυτού του Μαρτυρίου τον στέφανον εις τους χιλίους οκτακοσίους δύο χρόνους από Χριστού, Μαρτίου κγ΄ (23η), ημέρα Κυριακή, ώρα Δευτέρα. Εκρέματο δε εκεί το ιερώτατον του Αγίου σώμα τρεις ημέρας και τρεις νύκτας πεπληρωμένον Χάριτος θείας. Οι οφθαλμοί του και το στόμα του ήσαν κεκλεισμένα, φαινόμενον ως να εκοιμάτο και όχι ότι ήτο σώμα νεκρόν. Διετηρείτο δε λευκότατον ως κρίνον, χωρίς να πάθη τίποτε από ό,τι πάσχουν τα νεκρά σώματα. Ούτε μυίαι, ούτε κανέν άλλο ζωϋφιο επλησίασε να το εγγίση. Το δε θαυμασιώτερον όλων ήτο η άρρητος ευωδία, ήτις εξήρχετο εκ του αγίου τούτου σώματος. Ταύτα μαθών ο ευλογημένος Γέρων αυτού, εξεδύθη τα αγιορείτικα ράσα και ενεδύθη τα του εφημερίου, δια να μη γνωρίζεται και έσπευσεν ίνα ίδη το άγιον Λείψανον. Ουχί δε μόνον άπαξ έπραξε τούτο, αλλά πολλάκις, παρακινούμενος από την άρρητον εκείνην πνευματικήν ευωδίαν, την οποίαν ησθάνετο. Έχαιρε δε και ηγάλλετο και εδόξαζεν εξ όλης ψυχής τον εν τοις Αγίοις αυτού δοξαζόμενον Θεόν. Κατά την ημέραν μάλιστα του Ευαγγελισμού, απορρίψας πάντα φόβον, εκάθησε πλησίον του αγίου Λειψάνου από της έκτης ώρας της ημέρας μέχρι της ενάτης δια να αισθάνεται την ευωδίαν εκείνην. Οι δε λοιποί Χριστιανοί, διστάζοντες να πλησιάσουν και να δείξουν την προς τον Μάρτυρα ευλάβειάν των, διότι εφοβούντο τους Αγαρηνούς φύλακας, διέβαινον εκείθεν, ίνα βλέπουν μόνον το άγιον Λείψανον και να αισθάνωνται την εξ αυτού ευωδίαν, δοξάζοντες τον Θεόν, διότι ενίσχυσεν εν τοιούτον παιδίον να αγωνισθή, να νικήση και να καταισχύνη τους ορατούς και αοράτους εχθρούς. Μετά τρεις ημέρας καταβιβάσαντες οι Αγαρηνοί το άγιον Λείψανον έθεσαν αυτό επί πλοίου και ανήχθησαν εις το πέλαγος. Έφερον δε μεθ’ εαυτών και πέτραν μεγάλην βάρους ογδοήκοντα περίπου οκάδων, την οποίαν αφού έδεσαν εις τον λαιμόν του Αγίου, ανεσήκωσαν με κόπον πολύν την πέτραν μετά του Αγίου Λειψάνου και τα έρριψαν εις την θάλασσαν, εις βάθος υπέρ τας τριάκοντα οργυιάς, δια να μη το εκβάλη η θάλασσα έξω εις την ξηράν και το εύρουν οι Χριστιανοί. Αλλά και εδώ ηξίωσε θαύματος ο Θεός τον νέον αυτού Μάρτυρα. Διότι το μέγα εκείνο βάρος της πέτρας εσύρετο υπό του αγίου Λειψάνου ως να ήτο ελαφρότατον πτερόν και εις θαυμασμόν και έκπληξιν των ορώντων Χριστιανών και Αγαρηνών έπλεεν επάνω εις τα κύματα της θαλάσσης. Έξαφνα δε την ώραν εκείνην πνεύσας άνεμος φοβερώτατος, τόσον ετάραξε την θάλασσαν, ώστε εάν δεν ήσαν Χριστιανοί εις το πλοίον, ήθελε τούτο ευθύς καταποντισθή. Και οι μεν Χριστιανοί είχον την ελπίδα της σωτηρίας των εις τον Άγιον, οι δε Τούρκοι εταράχθησαν πολύ νομίζοντες ότι έχασαν τας φρένας των, με το να βλέπουν τόσον παράδοξα γεγονότα. Διότι η φοβερά εκείνη τρικυμία εγένετο πέριξ μόνον του πλοίου, το δε άλλο πέλαγος ήτο όλον ήσυχον και ατάραχον· ο άνεμος ήτο σφοδρότατος και το πλοίον με όλα τα ιστία του ανοικτά έμενεν ακίνητον και ατάραχον, αν και από όλα τα μέρη το εσκέπαζον τα φοβερά εκείνα κύματα. Ταύτα βλέπων ο υπαξιωματικός της φρουράς, υπό φόβου και τρόμου ανεκδιηγήτου καταληφθείς, εστράφη προς τον ειρημένον Χριστιανόν φύλακα και είπεν προς αυτόν· «Τι είναι τούτο, Γιαννάκη»; Ο δε καλός εκείνος Ιωάννης απεκρίθη προς αυτόν· «Δεν εννοείς τι είναι; Βλέπεις εις όλον το πέλαγος ησυχίαν, εδώ μόνον φυσά άνεμος και είναι τρικυμία και ερωτάς ακόμη τι είναι; Οργή Θεού είναι και θα μας καταποντίση· επειδή αυτός, τον οποίον ερρίψατε εις την θάλασσαν, είναι άνθρωπος του Θεού και έπρεπε να τον αφήσετε να τον θάψουν οι Χριστιανοί». Λέγει ο υπαξιωματικός· «Και εγώ το ήθελον, όπως και ο αγάς, να τον δώσωμεν εις τους Χριστιανούς, δια να πάρωμεν χρήματα, αλλά τι να κάμωμεν αφού δεν ήθελον οι εντόπιοι»; Εν τέλει όμως η θάλασσα έρριψεν έξω το πλοίον, το οποίον συνετρίβη και με πολύν κίνδυνον εσώθησαν οι άνθρωποι· το δε Άγιον Λείψανον δια της θείας Προνοίας ερρίφθη έξω κατά την νύκτα εκείνην και το εκήδευσαν κρυφίως οι Χριστιανοί. Ο δε ευλογημένος Ιερομόναχος Βησσαρίων, αγνοών τούτο, έχαιρε μεν δια την λαμπράν νίκην του Μάρτυρος, έτι δε και διότι εξεπλήρωσε την εντολήν του Πνευματικού Πατρός Ανανίου, όστις του είχε παραδώσει τον Μάρτυρα, ίνα τον επιμεληθή έως θανάτου και με χαρμόσυνα δάκρυα εδόξαζε τον Θεόν δια πάντα τα γενόμενα, αλλά ελυπείτο, καθ’ υπερβολήν, δια την στέρησιν του αγίου Λειψάνου. Κατά την νύκτα όμως, εμφανισθείς εις αυτόν καθ’ ύπνον ο Άγιος, του λέγει· «Μη λυπείσαι, Πάτερ· είμαι έξω από την θάλασσαν». Ερευνήσας δε την επαύριον, έμαθεν ότι εξήλθε το άγιον Σώμα και το ενεταφίασαν κρυφίως· πλην όμως, παρ’ όλον ότι το άγιον Λείψανον ήτο κεκρυμμένον, όμως η εν αυτώ θεία Χάριςεφαίνετο και ενήργει θαυματουργίας εις τους πιστούς και ακούσατε. Ο Ιωάννης, τον οποίον πολλάκις ανεφέραμεν, είχεν ανασπάσει τρίχας τινάς από την κεφαλήν του Μάρτυρος μέσα εις το πλοίον και δύο ονύχια του ποδός του. Είχεν επίσης λάβει και πρότερον, ζώντος του Αγίου, το μανδήλιον δια του οποίου εσπόγγιζε τα αέναα δάκρυά του, τον σκούφον του και μίαν ζώνην του Αγίου, την οποίαν είχε δώσει εις αυτόν ο συνοδίτης του Ιερεύς Βησσαρίων, ήτις ήτο κατεσκευασμένη από τας τρίχας της κεφαλής του, αι οποίαι έφευγον ενώ εκτενίζετο κατάτην ημέραν όπου ήθελε λειτουργήσει. Αυτά όλα κατέχων ο Ιωάννης έδωκεν εις πολλούς, ως και εις τους δύο εφημερίους του χωρίου Πάμφυλα, Παρθένιον και Γρηγόριον, οίτινες είχον λάβει από τον ίδιον τον Μάρτυρα το κομβοσχοίνιόν του. Συνέβη λοιπόν, μετά τον θάνατον του Αγίου, να πάθη συγγενής τις του Ιερέως Παρθενίου δεινήν ασθένειαν· έγινε φρενοβλαβής και ήτο πλέον αποφασισμένος από τους ιατρούς δια θάνατον. Ο δε Παρθένιος, ψάλλων αγιασμόν και βρέξας τα ειρημένα άγια Λείψανα εντός του ηγιασμένου ύδατος, επότισε τον ασθενή· και, ω της προς Θεόν παρρησίας του Μάρτυρος! Ο αποφασισμένος εις θάνατον και ήδη νεκρωμένος ανεκάθισε παρευθύς και εζήτησε φαγητόν και έφαγεν, εις το εξής δε έχαιρε πλήρους υγείας δοξάζων τον Θεόν και τον θαυματουργόν αυτού ιατρόν Λουκάν. Αλλά και άλλην παράδοξον ιατρείαν ετέλεσε κατά τας ημέρας εκείνας ο Μάρτυς δια της χάριτος των αγίων Λειψάνων του. Γυνή τις είχεν κρατημένον και ξηρόν από ημιπληγίαν ολόκληρον το εν μέρος του σώματος, τον ένα πόδα και την μίαν χείρα. Το δε χειρότερον, είχε πόνους φρικτούς και νυχθημερόν εφώναζε με μεγάλας φωνάς από τους πόνους. Προς θεραπείαν της ανέγνωσαν τα τέσσαρα Ευαγγέλια και έκαμαν όσα ιατρικά ηδυνήθησαν, αλλά καμμίαν θεραπείαν δεν έλαβεν, αντιθέτως μάλιστα οι πόνοι ηύξανον από ημέρας εις ημέραν. Αλλ’ η τόσον κακώς έχουσα γυνή, ευθύς ως την εσταύρωσεν ο εφημέριος Γρηγόριος με τα ειρημένα άγια του Μάρτυρος Λείψανα, ευθύς ιατρεύθη και έγινε καλά, ευχαριστούσα τον Θεόν και τον θείον αυτού Νεομάρτυρα Λουκάν· ου ταις αγίαις πρεσβείαις ρυσθείημεν και ημείς πάντες των σωματικών και ψυχικών παθών και των αιωνίων βασάνων του Άδου και αξιωθείημεν της Βασιλείας των ουρανών, Χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, Ω η δόξα και το κράτος, συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΔ΄ (24η) Μαρτίου, Προεόρτια του Ευαγγελισμού, και μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΑΡΤΕΜΟΝΟΣ

Δημοσίευση από silver »


Τη ΚΔ΄ (24η) Μαρτίου, Προεόρτια του Ευαγγελισμού της Υπεραγίας Θεοτόκου και μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΑΡΤΕΜΟΝΟΣ Επισκόπου Σελευκείας της εν Πισιδία.

Αρτέμων ο μακάριος Πατήρ ημών κατήγετο εκ της Σελευκείας της Πισιδίας, ένθα εγεννήθη και ανετράφη κατά τους χρόνους των ιερών Αποστόλων. Όθεν, όταν ο μακάριος Απόστολος Παύλος περιεπάτει εις εκείνα τα μέρη κηρύττων τον λόγον του Ευαγγελίου, εύρε τον Άγιον Αρτέμονα και κατέστησεν αυτόν Επίσκοπον, ποιμένα και διδάσκαλον της πόλεως εκείνης, επειδή δεν έπρεπεν ο λύχνος να κρύπτεται υπό τον μόδιον. Καλώς λοιπόν ποιμάνας το ποίμνιόν του ο Άγιος και γενόμενος εις πάντας τους έχοντας ανάγκην λιμήν σωτηρίας, των χηρών και των ορφανών προνοητής και των πτωχών βοηθός και ιατρός των ψυχών και των σωμάτων, και με τοιαύτα θεάρεστα έργα διελθών την ζωήν του ο τρισόλβιος, εις γήρας βαθύ απήλθε προς Κύριον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΕ΄ (25η) Μαρτίου, ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου ΜΑΡΙΑΣ.

Δημοσίευση από silver »

Ο Ευαγγελισμός του μεγάλου μυστηρίου της ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον και αειπάρθενον Μαρίαν ούτως εγένετο. Ο φιλάνθρωπος και ελεήμων Θεός, ο πάντοτε φροντίζων δια το γένος των ανθρώπων ως πατήρ φιλόστοργος, θεωρών το πλάσμα των χειρών Αυτού κατατυραννούμενον υπό του διαβόλου και κατασυρόμενον εις τα πάθη της ατιμίας και εις την ειδωλολατρίαν υποκείμενον, ηθέλησε να αποστείλη τον Υιόν Του τον μονογενή, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, όπως λυτρώση αυτό από τας χείρας του διαβόλου. Επειδή δε ηθέλησε να είναι άγνωστον το μυστήριον τούτο, όχι μόνον εις τον σατανάν, αλλά και εις αυτάς τας ουρανίους Δυνάμεις, ενεπιστεύθη αυτό εις ένα των Αρχαγγέλων του, ήτοι εις τον ενδοξότατον Γαβριήλ. Προωκονόμησε δε να γεννηθή πρωτύτερα και η Αγία Παρθένος Μαρία και να φυλαχθή καθαρά, ως αξία του τοιούτου μεγάλου μυστηρίου και παγκοσμίου καλού. Όταν λοιπόν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, ελθών ο Αρχάγγελος εις την πόλιν Ναζαρέτ, όπου έμενεν η Παρθένος Μαριάμ, είπεν αυτή· «Χαίρε, Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου» (Λουκ. α:28). Η δε Παρθένος, προτάξασα άλλους τινάς λόγους, είπε τελευταίον προς τον Άγγελον· «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» (Λουκ. α:38). Ευθύς δε μετά τον λόγον τούτον συνέλαβεν υπερφυώς εν τη αχράντω κοιλία Αυτής τον Υιόν και Λόγον του Θεού, την ενυπόστατον σοφίαν και δύναμιν Αυτού, με την επισκίασιν Αυτού του ιδίου Λόγου του Θεού και με την επέλευσιν του Παναγίου Πνεύματος. Έκτοτε λοιπόν ετελέσθησαν μετ’ οικονομίας άπαντα τα μυστήρια του Θεού Λόγου δια την ημετέραν σωτηρίαν και απολύτρωσιν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΣΤ΄ (26η) Μαρτίου, την σύναξιν επιτελούμεν του Αρχαγγέλου ΓΑΒΡΙΗΛ,

Δημοσίευση από silver »

άνωθεν και εξ αρχής παραδεδομένην, ως τω θείω και υπερφυεί και απορρήτω μυστηρίω της του Χριστού οικονομίας καθυπουργήσαντος.

Γαβριήλ του πανιέρου και θείου Αρχαγγέλου την Σύναξιν επιτελούμεν τη επαύριον του Ευαγγελισμού της Υπεραγίας Θεοτόκου δια την κατά το θείον και άρρητον και υπερφυές τούτο μυστήριον προς την Παρθένον Μαρίαν ο ιλαρώτατος και επιεικέστατος και θαυμάσιος Γαβριήλ, δι’ αυτόν ακριβώς τον λόγον, ίνα μη δηλαδή εκφοβήση την Παναγίαν Παρθένον, ούτε να εκπλήξη Αυτήν, αλλ’ ίνα το απόρρητον παρ’ Αγγέλοις και ανθρώποις μυστήριον αποκαλύψη, μετά της προσηκούσης ευλαβείας και δι’ ειρηνικής και γλυκυτάτης ομιλίας προσκομίση εις Αυτήν το «Χαίρε». Ο πανένδοξος ούτος Γαβριήλ εμφανισθείς πάλαι ποτέ και εις τον Προφήτην Δανιήλ υπέδειξεν εις αυτόν την λύσιν των φοβερών εκείνων ονείρων του Ναβουχοδονόσορος και φιλανθρωπία Θεού εβοήθησε και καθωδήγησεν αυτόν εις όλας τας δυσκόλους περιστάσεις τας οποίας διήλθεν. Αλλά και εις τον Προφήτην και Αρχιερέα Ζαχαρίαν, θυμιώντα ποτέ τον Ναόν, εκόμισε τα χαρμόσυνα ευαγγέλια, λέγων· «Μη φοβού, Ζαχαρία· διότι εισηκούσθη η δέησίς σου, και η γυνή σου Ελισάβετ γεννήσει υιόν σοι» (Λουκ. α:13). Επειδή δε ο Ζαχαρίας επέμεινεν απιστών και κωφεύων και σιωπών εις τους λόγους του θείου Αρχαγγέλου, εδέχθη παρ’ αυτού το επιτίμιον της απιστίας του και έμεινεν άλαλος μέχρις ου η Ελισάβετ έτεκεν τον Πρόδρομον της Χάριτος. διότι και τα άπειρα των θείων Αγγέλων τάγματα, όταν πρόκειται να αποσταλούν εις εκτέλεσιν διακονίας τινός δέχονται την προσταγήν παρά του Υψίστου Θεού δια θείων εμφάσεων και επιλάμψεων, αίτινες ηχούσιν εις τα ώτα αυτών και τας οποίας εμφάσεις οι ζωγράφοι ζωγραφίζουσιν ως ελικοειδείς τινας ταινίας επί των ωτίων των θείων Αρχαγγέλων. Διότι ούτε οι θείοι Άγγελοι και Αρχάγγελοι δύνανται να ίδουν κατ’ ουδένα τρόπον τον Θεόν, αν και ούτοι είναι άϋλοι κατά την φύσιν, είναι όμως περιγραπτοί, μόνος δε ο Θεός είναι απερίγραπτος, αόρατος και αψηλάφητος. Δια τούτο λοιπόν κατά την σήμερον ημέραν εορτάζομεν τον ιερόν και μέγαν άρχοντα των Αγγέλων Γαβριήλ ως Ταξιάρχην και Αρχιστράτηγον και υπουργόν και λειτουργόν της προς ημάς συγκαταβάσεως του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού του ζώντος εις τους αιώνας. της του Θεού Λόγου ενανθρωπήσεως υπούργησιν αυτού. Απεστάλη δε υπό του φιλαγάθου Θεού
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΖ΄ (27η) Μαρτίου, μνήμη της Αγίας Μάρτυρος ΜΑΤΡΩΝΗΣ της εν Θεσσαλονίκη.

Δημοσίευση από silver »

Ματρώνα η Αγία του Χριστού Μάρτυς ήτο υπηρέτρια Εβραίας τινός, Παντίλλης ονομαζομένης, η οποία ήτο σύζυγος του τότε αρχιστρατήγου της πόλεως Θεσσαλονίκης. Όταν δε η κυρία της μετέβαινεν εις την Συναγωγήν των Εβραίων, ηκολούθει μεν αυτήν και η Ματρώνα, δεν εισήρχετο όμως εν τη Συναγωγή, αλλ’ επιστρέφουσα μετέβαινεν εις την Εκκλησίαν των Χριστιανών. Επειδή δε αντελήφθη τούτο η κυρία της, έδειρε ταύτην την μακαρίαν ανηλεώς και την έκλεισεν εις την φυλακήν. Εξαγαγούσα μετά ταύτα αυτήν και μη δυναμένη και πάλιν να μεταπείση αυτήν, την έδειρεν εκ νέου και είτα την έκλεισε και πάλιν εις την φυλακήν. Εκεί δε διανύσασα ημέρας πολλάς, παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού. Λέγεται δε, ότι το άγιον αυτής Λείψανον ενεταφιάσθη εντίμως· η δε κυρία της Παντίλλα ωλίσθησεν εις εν τείχος και έπεσε κάτω εις εν υπολήνιον, ήτοι εις το κοινώς λεγόμενον πατητήρι, εις το οποίον χύνεται το γλεύκος και εκεί κατέστρεψε την ζωήν λαβούσα κατά το παρόν την αξίαν καταδίκην παρά Θεού.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΗ΄ (28η) Μαρτίου, μνήμη του Αγίου ΗΡΩΔΙΩΝΟΣ, ενός των Εβδομήκοντα Αγίων Αποστόλων.

Δημοσίευση από silver »

Ηρωδίων ο Άγιος του Χριστού Απόστολος ήτο εις εκ των Εβδομήκοντα Μαθητών του Κυρίου, ακολουθών τους Αγίους Αποστόλους και μάλιστα τον κορυφαίον Πέτρον, γενόμενος συνεργός του κηρύγματος του Ευαγγελίου. Έπειτα χειροτονηθείς Επίσκοπος των Νέων Πατρών εδίδασκε και ωδήγει πολλούς εις την Πίστιν του Χριστού. Όθεν συλληφθείς υπό των ειδωλολατρών εν ταυτώ και των Ιουδαίων, εδάρη δυνατά, άλλων μεν δερόντων αυτόν, άλλων δε συντριβόντων το σώμα του δια λίθων και άλλων κτυπώντων αυτόν εις την κεφαλήν· τελευταίον δε κατέσφαξαν αυτόν οι θηριόγνωμοι και ούτως, ετελειώθη, παραδούς την ψυχήν του, ο τρισόλβιος, εις χείρας Θεού.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΘ΄ (29η) Μαρτίου, ο Όσιος Πατήρ ημών και Ομολογητής ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ Επίσκοπος Κίου της Βιθυνίας εν ειρή

Δημοσίευση από silver »


Ευστάθιος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών και Ομολογητής, αποτινάξας αφ’ εαυτού τον κόσμον και τα εν τω κόσμω, ως φορτίον βαρύ, έγινε Μοναχός και τον ζυγόν του Χριστού φέρων επι των ώμων του, αόκνως εποίει τας εντολάς Αυτού και επεμελείτο της σωτηρίας της ψυχής του. κατόπιν δε εχειροτονήθη και Ιερεύς, πεισθείς εις τας πολλάς προς αυτόν παρακλήσεις του λαού. Ηυχαρίστει δε πάντοτε τον Θεόν, προς τον οποίον είχε πίστιν αδίστακτον· είχεν αγάπην εις όλους ανυπόκριτον· ήτο διδακτικός, ταπεινός, συμπαθής, ελεήμων, ζηλωτής καλών έργων. Όθεν δια τας αρετάς του ταύτας έγινε και Αρχιερεύς της εν Βιθυνία Κίου, η οποία το πάλαι ωνομάζετο Κίερος, ύστερον δε ωνομάσθη Προυσιάς και ήτις πρότερον είχε θρόνον Επισκόπου υπό τον Νικαίας Μητροπολίτην. Ταύτην λοιπόν την Επισκοπήν παραλαβών ο Άγιος εκυβέρνησεν επί ικανά έτη, κατά τους Κανόνας και τας παραδόσεις των Αγίων Αποστόλων. Επειδή δε ανεφύη εις την του Χριστού Εκκλησίαν η αίρεσις των εικονομάχων, ο μακάριος ούτος Ευστάθιος ωπλίσθη με την μελέτην των Θείων Γραφών και δι’ αυτής, ως δια σφενδόνης, εκτύπα τους εικονομάχους, οι οποίοι εκαυχώντο εναντίον των του Θεού Εκκλησιών. Τινές δε εξ αυτών διέβαλον τον Άγιον εις τον τότε εικονομάχον βασιλέα. Κατά πρώτον λοιπόν ηπειλήθη ο Άγιος, έπειτα δε έλαβεν εμπτύσματα εις το πρόσωπον, δαρμούς, φυλακάς, κακοπαθείας, ανακρίσεις και ραβδισμούς· τελευταίον δε δείραντες αυτόν οι εικονομάχοι με χονδράς ράβδους, τον εξώρισαν εκ της Επισκοπής του, διότι προσεκύνει και ετίμα τας αγίας Εικόνας. Εκεί λοιπόν εις την εξορίαν διήλθεν επί τινα έτη θλιβόμενος, κακουχούμενος, υστερούμενος, πεινών, διψών και γυμνητεύων, δια των τοιούτων δε κακοπαθειών ταλαιπωρηθείς ο αοίδιμος και ευχαριστών τον Θεόν, απήλθεν εις τας αιωνίους μονάς. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Λ΄ (30η) Μαρτίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΙΩΑΝΝΟΥ του Συγγραφέως της Κλίμακος.

Δημοσίευση από silver »


Ιωάννης ο Όσιος Πατήρ ημών ο Σιναϊτης, ο αποκαλούμενος της Κλίμακος, υπήρξε μέγας Ασκητής και ασκητικός συγγραφεύς ακμάσας κατά τον ΣΤ΄ (6ον) μετά Χριστόν αιώνα. Ποία είναι η πρώτη πόλις η τον θείον τούτον άνδρα γεννήσασα και θρέψασα προ της αθλητικής και ασκητικής πολιτείας του δεν γνωρίζω να είπω μετά πεποιθήσεως και ακριβείας· όμως ο μέγας Απόστολος Παύλος εγνώρισε προ ημών την δευτέραν και αληθινήν αυτού πατρίδα, την ουράνιον Βασιλείαν, η οποία διατηρεί και τρέφει ήδη αυτόν εις την αθάνατον ζωήν (Φιλιπ. γ:20)· διότι κατοικεί πάντως και ούτος ο Όσιος εν ουρανοίς μετ’ εκείνων οίτινες ευφραίνονται νοερώς εν τη δόξη του Θεού και κορέννυται η ψυχή αυτού εκ των θείων και επουρανίων αγαθών, των οποίων εγένετο κληρονόμος δια τους κόπους του και απολαμβάνει ήδη ταύτα ομού μετά των Αγγέλων και των Αγίων, οίτινες χορεύουσιν εν τω Παραδείσω και αγάλλονται με παντοτεινήν ευφροσύνην και αγαλλίασιν. Πως δε επέτυχε της τοιαύτης μακαριότητος ο αοίδιμος, τούτο ήδη θέλω διηγηθή προς υμάς χωρίς καμμίαν υπερβολήν, παρακαλώ όμως να ακροασθήτε με όλην υμών την προσοχήν και ευλάβειαν τα αξιάκουστα αυτού κατορθώματα δια να θαυμάσητε και δοξάσητε τον Θεόν και να τιμάτε αείποτε και τούτον τον πρόθυμον και πιστόν Αυτού θεράποντα ίνα λάβητε μισθόν ουράνιον. Ούτος ο κεχαριτωμένος Όσιος, ότε ήτο δεκαέξ ετών κατά την ηλικίαν του σώματος, αλλά χιλίων χρόνων γέρων κατά την ουράνιον φρόνησιν και την προς τον Θεόν ολόψυχον υπηρεσίαν, προσέφερεν εκουσίως εαυτόν εις τον Μέγαν Αρχιερέα, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, ώσπερ καθαρόν και άκακον πρόβατον, ίνα τον θυσιάση κατά την ιδικήν Του θέλησιν και ευαρέσκειαν. Δραμών λοιπόν εις το Σίναιον Όρος, έκυψε τον αυχένα του εις τον ζυγόν του Χριστού, χαίρων και αγαλλόμενος και αναβιβάζων εκείθεν την ψυχήν του εις το επουράνιον Όρος και τον νουν αυτού προς τον αόρατον Θεόν, εξήφθη όλος και εδόθη εις την αγάπην Του και ανέβαινεν ως φλοξ προς Αυτόν η επιθυμία του και επελάθετο όλων των γηϊνων, μισήσας ταύτα ως θανασίμους εχθρούς του με τελείαν αποστροφήν. Και πρώτον μεν ηγάπησε την ξένην γην, ήτις προξενεί εις την ψυχήν ησυχίαν και ανάπαυσιν, απαλλάττουσα των κοσμικών φροντίδων και του θάρρους των συγγενών και φίλων, ενδυναμώνουσα και φυλάττουσα, ως ευγενεστάτην, ωραιοτάτην και κεκοσμημένην νεάνιδα και την κάμνει να ίσταται με εντροπήν και προσοχήν εις τα ίδια και να ταπεινοφρονή εις όλας αυτής τας ενεργείας. Έπειτα καταταγείς εις την μοναχικήν τάξιν, εξώρισε παρά πόδας από της ψυχής του το ίδιον θέλημα, με σκοπόν θεάρεστον δια να μη τον πλανήση, καθώς πλανώνται όσοι είναι αυτάρεσκοι και φίλαυτοι και θέλουσι να κάμνωσι τα θελήματα και τας ορέξεις των, οδηγούντες ούτω εαυτούς εις την απώλειαν. Κλίνας δε τον αυχένα του, ενεπιστεύθη εαυτόν θεαρέστως εις Πνευματικόν Πατέρα και διδάσκαλον, όστις τον υπεδέχθη, δια να τον οδηγή, ως τις κυβερνήτης άριστος, ίνα διαπλεύση ακινδύνως το βαθύ και χαλεπόν του βίου τούτου πέλαγος. Τόσον δε πολύ ενέκρωσε τους λογισμούς και τα πάθη του, ώστε εφαίνετο ως να είχεν αποθάνει ο τρισόλβιος· και με τόσην βαθυτάτην ταπείνωσιν υπετάσσετο εις εκείνα τα οποία επροστάσσετο, ως να είχε πράγματι μίαν ψυχήν άνευ ανθρωπίνης ορέξεως, λόγου και θελήσεως και όλως διόλου απεστερημένην της φυσικής αυτής ιδιότητος, ωσάν να ελέγομεν ανενέργητον εις τα εαυτής θελήματα, αν και υπήρχε διδάσκαλος άριστος και δόκιμος εις όλην την εγκύκλιον σοφίαν και την Ελληνικήν μάθησιν· πράγμα παράδοξον, το να ευρεθή τοιαύτη ταπείνωσις εις τους ευδοκιμούντας εις τα μαθήματα. Διότι η έπαρσις της φιλοσοφίας είναι μακράν, ως επί το πλείστον, της εν Χριστώ ταπεινώσεως· και όμως αυτός υπετάσσετο εις ένα ιδιώτην Γέροντα και εδιδάσκετο υπ’ αυτού την ουράνιον επιστήμην και αγγελικά μαθήματα. Λοιπόν, αφ’ ου επολιτεύθη ούτω δεκαεννέα χρόνους και εστολίσθη με τους πολυτίμους στεφάνους της μακαρίας υποταγής, απήλθε προς Κύριον ο Πνευματικός αυτού Πατήρ και προστάτης, ο οδηγήσας αυτόν εις τοιαύτην αγίαν και θεάρεστον κατάστασιν, ανελθών προς τον ποθούμενον υπ’ αυτού Θεόν, δια να στεφανωθή κατά τους κόπους του και να είναι μετά θάνατον, καθώς ήτο και ζων, μεσίτης προς Αυτόν και πρέσβυς θερμότατος υπέρ του μαθητού του. Θάψας λοιπόν αυτόν ούτος ο τρισευδαίμων υποτακτικός, με λύπην μεγάλην και διάπυρα δάκρυα, εξήλθε και αυτός έπειτα εις το της ησυχίας στάδιον κρατών εις τας χείρας του, ως όπλα δυνατά, τας ευχάς και τας παραγγελίας του ιδίου Γέροντος, δια να καταστρέψη με αυτάς την των δαιμόνων δύναμιν και να νικά την των παθών και των κακών επανάστασιν και ενόχλησιν, κατώκησε δε εις μεμονωμένον τι κελλίον μακράν του Καθολικού, ήτοι του Μοναστηρίου, έως πέντε μίλια, εις τόπον ονομαζόμενον σήμερον Θολάν. Εκεί διέτριψεν ο Όσιος χρόνους τεσσαράκοντα χωρίς να παραμελήση ουδ’ επί στιγμήν τον σκοπόν του, επειδή ήναπτε πάντοτε η καρδία του εκ της αγάπης του Θεού. Αλλά τις υπάρχει ικανός να πληροφορήση με την διήγησιν τους κόπους του, τους υπέρ φύσιν αγώνας του και τα μεγάλα έργα όπου ετέλεσεν εκεί με άκραν υπομονήν και γενναιότητα και όλως δε κρυφίως άνευ μάρτυρος τινός; Όμως από τινων φανερών πραγμάτων, ας αρχ΄σωμεν να αποκαλύψωμεν ελάχιστα την πανοσίαν και ασκητικήν ζωήν τούτου του τρισμάκαρος. Ούτος ο τρισόσιος έτρωγε μεν εκ πασών των τροφών, όσας συγχωρεί ο τύπος και η μοναχική διάταξις· όμως έτρωγε πολύ ολίγον, όσον μόνον χρειάζεται δια να ζη και όχι να κορέννυται. Τούτο δε νομίζω, ότι εποίει σιφώτατα, δια να μη επαίρεται ότι νηστεύει ο αξιοϋμνητος και κατ’ αυτόν τον τρόπον να καταβάλλη και να νικά το κέρας και την δύναμιν της υπερηφανείας δια να μη του προξενή ενόχλησιν. Και πάλιν με την ολιγίστην βρώσιν, την οποίαν έτρωγεν, εξέθλιβε και εχαλίνου την αχόρταστον δέσποιναν, την κοιλίαν, ήτις κινείται υπό της ορέξεως και ζητεί να κορέννυται πάντοτε από πολλά και ποικίλα βρώματα και ούτως εβόα προς αυτήν· «Πεφίμωσο, σιώπα και μη ζήτει πλείονα». Αλλά και με το ότι εκάθητο εις την έρημον και δεν είχε συναναστροφήν με ευειδή πρόσωπα, απέσβεσε την φλόγα της σαρκικής επιθυμίας και κατέστησεν αυτήν να αποτεφρωθή και να κατευνασθή τελείως. Εξωλόθρευσε δε ανδρικώτατα, ο ανδρείος, και την φιλαργυρίαν, ήτις εστί, κατά τον μακάριον Παύλον, ειδώλων προσκύνησις, με την ελεημοσύνην την οποίαν έδιδε και με το ολίγον και αναγκαίον πράγμα το οποίον εκράτει δι’ εαυτόν. Με την αδιάλειπτον δε του θανάτου ενθύμησιν εκέντα αείποτε την ψυχήν αυτού και την εβίαζε να αποδιώκη τον ακατάπαυστον θάνατον, τον εκ της οκνηρίας προξενούμενον εις τον άνθρωπον, εξαναγκάζων αυτήν να ασχολήται εις μόνα τα θεία έργα με πολλήν σπουδήν και ταχύτητα. Ομοίως έλυσε και ηφάνισεν από της καρδίας του τα δεσμά της ψυχοβλαβούς αγάπης των υλικών και προσκαίρων πραγμάτων, με τον δεσμόν της παρηγορητικής λύπης, των αϋλων και αιωνίων χαρισμάτων. Και με την μάχαιραν της πολυχρονίου εαυτού υπακοής, εις την οποίαν διέτριψε τοσούτους χρόνους, είχεν εσφαγμένην την τυραννίδα του θυμού και πεφονευμένην τελείως την εκ της οργής έξαψιν. Ομοίως σιωπών και μη εξερχόμενος της κέλλης του, εθανάτωσε την κενοδοξίαν και τον βλαβερόν έπαινον ως και την φαρμακεράν φήμην και την δόξαν των ανθρώπων, τα οποία αγρεύουσι και περιπλέκουσι την ψυχήν, καθώς αγρεύει και περιπλέκει η αράχνη με τον ιστόν της τας μυίας και άλλα ιπτάμενα ζωϋφια, εκμυζώσα το αίμα των και απορροφούσα, ώσπερ η βδέλλα, τον νουν, την προθυμίαν και όλην αυτής την σύστασιν, την οποίαν απονεκρώνουν και δεν αφήνουν να έχη πλέον την ζωήν, ήτοι τον Θεόν και τας αρετάς αυτής, αλλά τον πονηρόν διάβολον και τα έργα του. Εξηφάνισε δε παντελώς και το όγδοον κακόν, το θανάσιμον πάθος, τον φοβερόν λέοντα, την αντίθεον δηλαδή υπερηφάνειαν, ήτις είναι, κατά τους θείους Πατέρας, πάθος όγδοον. Διότι καθώς η Κυριακή είναι πρώτη και ογδόη εις τας ημέρας της εβδομάδος, ούτω και η υπερηφάνεια είναι αρχή και τέλος όλων των κακών και των θανασίμων αμαρτημάτων, πάντοτε δε ανθίσταται εις τον Θεόν και μάχεται με αυτόν τον ουράνιον και παντοδύναμον Βασιλέα. Αλλά ποία χαρίσματα έλαβεν εκ Θεού ο Άγιος, δια την καταστολήν και κατανίκησιν αυτής; Πάντως την μακαρίαν ταπείνωσιν, ήτις είναι ο ακρότατος και τελειότατος καθαρισμός του ανθρώπου· την οποίαν ήρχισε μεν δια της υπακοής του ο πεφωτισμένος εκ Θεού νέος Βεσελεήλ, την ετελείωσε δε ο Κύριος της επουρανίου Ιερουσαλήμ δια της παρουσίας Του. Διότι άνευ της υπακοής και της του Θεού βοηθείας, δεν είναι δυνατόν να καθαιρεθή και να νικηθή ο πονηρός διάβολος και η συμμορία του, ως και πάσαι αι διαβολικαί αυτού ενοχλήσεις και ενέργειαι. Αλλ’ εις ποίον μέρος του παρόντος λογοπεπλεγμένου στεφάνου να τάξω την αέναον πηγήν των δακρύων του; Πράγμα τω όντι πολύτιμον και ουχί εις πολλούς ευρισκόμενον, των οποίων δακρύων το εργαστήριον ευρίσκεται μέχρι της σήμερον. Τούτο δε ήτο σπήλαιον τι κείμενον εις μίαν βαθυτάτην χαράδραν υποκάτω εις τους πρόποδας του όρους· εις ένα κρημνώδη και πετρώδη τόπον και απέχον όχι μόνον της ιδικής του, αλλά και πάσης ετέρας κέλλας τοσούτον όσον να μη ακούεται το πένθος του, δια να αποφεύγη την κενοδοξίαν και τον βλαπτικώτατον έπαινον τον εκ των ακουόντων προερχόμενον. Όμως, αν και ηγωνίζετο να μη ακούεται εις τους ανθρώπους τούτο το θαυμάσιον έργον του πένθους του, εν τούτοις έφθανε μέχρι των πυλών του ουρανού με τους στεναγμούς και τους θρήνους του και με άλλα όμοια, δι’ ων ετιμώρει και επαίδευεν εαυτόν συχνάκις. Ούτως επένθει και εστέναζεν ο Όσιος καθώς θρηνούσι και στενάζουσιν οι δερόμενοι με ράβδους και κατακεντούμενοι και μελιζόμενοι με πεπυρωμένα σίδηρα και τους ιδίους οφθαλμούς αποστερούμενοι. Εχρησιμοποίει δε και τον ύπνον με μεγάλην εγκράτειαν ούτος ο γήϊνος Άγγελος και ουράνιος άνθρωπος, κοιμώμενος τοσούτον μόνον, όσον να μη βλαβή η ουσία του νοός του υπό της υπερβαλλούσης αγρυπνίας του· ώστε φαίνεται, ότι μίαν ώραν εκοιμάτο κατά την νύκτα, την δε λοιπήν μεθ’ όλης της ημέρας ειργάζετο και προσηύχετο. Πριν κοιμηθή προσηύχετο ώραν πολλήν και κατεγίνετο εις την ανάγνωσιν και εις την σύνθεσιν των βιβλίων του, χαλινών ούτω και εμποδίζων την οκνηρίαν και μη αφήνων ταύτην να εύρη θέσιν και ανάπαυσιν εις αυτόν. Όλος δε ο δρόμος του νοός του και η ζωή του ήτο προσευχή αέναος και έρως και αγάπη προς τον Θεόν ανείκαστος. Διότι μόνον τον Θεόν εφαντάζετο νύκτα και ημέραν και αυτόν έβλεπεν ακαταπαύστως εις τον διαυγέστατον καθρέπτην του λαμπρού νοός του και εις την τράπεζαν της καρδίας του, μη θέλων ή, καλύτερον ειπείν, μη δυνάμενος να λάβη κόρον και πλήρωσιν της αγάπης του, επειδή όσον πλησιάζει τις προς τον Θεόν, τόσον τον επιθυμεί και τον διψά περισσότερον. Δια τούτο πάντες επεθύμουν να ακούωσι πάντοτε των ψυχωφελών νουθεσιών του Αγίου, εκ των οποίων υπήρχε Μοναχός τις, ο καλούμενος Μωϋσής, όστις κεντρωθείς υπό του κέντρου ζήλου μεγάλου και άκρας αγάπης, την οποίαν έλαβε προς τούτον τον Θεοφόρον Πατέρα, παρεκάλεσεν αυτόν πολύ να τον δεχθή ως μαθητήν και υποτακτικόν αυτού και να τον στοιχειώση εις την αληθινήν και ουράνιον της Μοναχικής πολιτείας φιλοσοφίαν. Μετεχειρίσθη δε και μεσίτας δια τον σκοπόν τούτον πολλούς εκ των Πατέρων, ίνα μη αποτύχη η αίτησίς του. Εκβιασθείς λοιπόν υπό των πολλών αυτού δεήσεων, εδέξατο αυτόν ο μακάριος και εν μια των ημερών τον επρόσταξε να φέρη γην εξ άλλου λιπαρωτέρου και παχυτέρου τόπου δια να φυτεύσωσι και καλλιεργήσωσι λάχανα· διότι ο τόπος, εις τον οποίον κατώκουν, δεν ηδύνατο να τα θρέψη αφ’ εαυτού, ως ξηρός και ακαρποφόρητος. Απελθών λοιπόν ο Μωϋσής εποίει αόκνως την υπηρεσίαν του. Όμως επειδή ημέραν τινά έφθασεν η μεσημβρία και έκαιεν η μεγάλη του ηλίου θερμότης, θερμαίνουσα τον τόπον ως κάμινος, διότι ήτο ο έσχατος των μηνών του θέρους, ο Αύγουστος, κατεβλήθη ο Μωϋσής εκ του κόπου και αποκαμών εκ της μεταφοράς, έπεσε να αναπαυθή ολίγον υποκάτω μεγάλου τινός λίθου, όστις έμελλε να αποσπασθή μετ’ ου πολύ και να τον συντρίψη αιφνιδίως και ανελπίστως. Ο δε φιλάνθρωπος Θεός, όστις δεν βούλεται να λυπή τους γνησίους δούλους Του εις ουδέν, προέλαβε κατά την Αυτού συνήθειαν και ηλευθέρωσε τον Μωϋσήν από τον επικείμενον εκείνον του θανάτου κίνδυνον με τρόπον θαυμάσιον· και ακούσατε. Την ώραν όπου εκοιμάτο ο Μωϋσής υποκάτω του λίθου, προσηύχετο και ο Άγιος εις το κελλίον του, έχων τον νουν του αναπεπταμένον και προσηλωμένον εις τον Θεόν κατά την συνήθειάν του και εκεί ήλθεν εις αυτόν ολίγος λεπτότατος ύπνος· βλέπει δε, ότι τον εξύπνα ιεροπρεπής τις και σεβάσμιος άνθρωπος και τον ωνείδιζε, λέγων· «Ιωάννη, πως κοιμάσαι αμέριμνος, εν ω ο Μωϋσής κινδυνεύει να θανατωθή»; Τότε εγερθείς παρευθύς ο Άγιος, ήρξατο να προσεύχεται υπέρ του μαθητού του με πολλήν θερμότητα· ο δε Θεός υπήκουσεν εις αυτόν και ηλευθέρωσε τον Μωϋσήν από τον ανέλπιστον θάνατον. Διότι, ενώ εκοιμάτο και επλησίαζε να πέση ο λίθος επάνω του και να τον συντρίψη, ενόμισεν, ότι εφώναζεν εις αυτόν ο Όσιος να φύγη εκείθεν το συντομώτερον. Ευθύς τότε εγερθείς εκείνος έντρομος, επήδησεν εκ της σκιάς όπου εκάθευδε και αμέσως απεσπάσθη ο λίθος και εσκέπασε τον τόπον όπου έκειτο. Κατά δε την ώραν του Εσπερινού ήλθεν εις το κελλίον ο Μωϋσής και ερωτηθείς υπό του Οσίου, αν συνέβη εις αυτόν κανείς πειρασμός εν εκείνη τη ημέρα ή βλάβη ανέλπιστος, απεκρίθη εις αυτόν· «Κοιμώμενος, Πάτερ μου, βαθέως, εν τω μέσω της ημέρας, υποκάτω λίθου τινός πολύ μεγάλου, ενόμισα εις τον ύπνον μου, ότι μοι εφώναξες να εγερθώ εκείθεν και να φύγω το συντομώτερον. Όθεν, εις την στιγμήν ηγέρθην και έφυγον και ευθύς μετά την φυγήν μου απεσπάσθη ο λίθος και έπεσεν εις τον τόπον όπου ύπνωττον και παρ’ ολίγον, αν δεν εξύπνων εκ της φωνής σου, ήθελον ασφαλώς με συντρίψει ο λίθος». Ταύτα ο μέγας και ταπεινόφρων Ιωάννης ακούσας δεν εφανέρωσεν εις τον μαθητήν του το όραμα, το οποίον είδεν εις τον ύπνον του, ούτε ότι εδεήθη του Θεού υπέρ αυτού, αλλ’ ανύμνει και εδόξαζε τον πολυεύσπλαγχνον Κύριον με αποκρύφους φωνάς και ηυχαρίστει αυτόν, ως λυτρώσαντα τον μαθητήν του από τον αιφνίδιον θάνατον. Ήτο δε συγχρόνως και ιατρός άριστος εις τα αφανή της καρδίας τραύματα ούτος ο άνθρωπος του Θεού. Όθεν Μοναχός τις, Ισαάκ ονομαζόμενος, όστις εβασανίζετο δεινώς υπό του βάρους του φιλοσάρκου της πορνείας δαίμονος και εξηντλείτο υπό της λύπης του, έσπευσε ποτε δρομαίως προς τον μέγαν τούτον ιατρόν και ανέφερε τον έμφυτον και σαρκικόν αυτού πόλεμον, παρακαλών με στεναγμούς και θερμά δάκρυα να τον ελευθερώση εκ του πάθους του. Ο δε θείος Πατήρ, θαυμάσας την πίστιν και την μεγάλην αυτού ταπείνωσιν, είπε προς αυτόν· «Ας σταθώμεν, αδελφέ, εις προσευχήν αμφότεροι και ο αγαθός και πολυεύσπλαγχνος Κύριος δεν θέλει παραβλέψει την ταπεινήν ημών δέησιν, αλλά θέλει δώσει ημίν το ζητούμενον». Τούτου λοιπόν γενομένου, πριν επιτελεσθή η ικετήριος αυτών δέησις, εις καιρόν όπου ο ενοχλούμενος αδελφός έκειτο πρηνής και επί πρόσωπον εις την γην, ο Θεός εποίησε το θέλημα του ηγαπημένου δούλου του Ιωάννου, δια να αποδείξη και δια τούτου τον Προφήτην Δαβίδ αληθεύοντα, όστις λέγει· «Θέλημα των φοβουμένων αυτόν ποιήσει και της δεήσεως αυτών εισακούσεται» (Ψαλμ. ρμδ: 19) και έφυγε από τον αδελφόν ο σκολιώτατος όφις εκείνος, ο διαβολικώτατος, λέγω, της πορνείας πόλεμος, μη υποφέρων να μαστίζηται με την ράβδον της καθαράς και ενεργητικής προσευχής του Αγίου. Ο δε αδελφός εκείνος, βλέπων εαυτόν ελεύθερον του λοιπού και όλως ανενόχλητον υπό του αφορήτου και χαλεπωτάτου εκείνου δαιμονίου της πορνείας, εξίστατο και έχαιρε δοξάζων τον Θεόν και ευχαριστών μεγάλως τον δούλον αυτού Ιωάννην ένεκα της χάριτος, την οποίαν έλαβε δια μεσιτείας του. Επειδή δε ήτο ανήρ ελλόγιμος και εις το διδάσκειν έμπειρος, μετεχειρίζετο τον λόγον της Χάριτος πλουσίως ο αοίδιμος και έχεεν αφθόνως και αόκνως τους ποταμούς της διδασκαλίας του εις εκείνους, οίτινες προσήρχοντο προς αυτόν, δια να λάβωσιν ωφέλειαν· όμως, φθονεροί τινες πονηροί άνθρωποι, κεντούμενοι υπό του φθόνου των και μηχανευόμενοι να εμποδίσωσι παντί τρόπω την πολλήν και μεγάλην ωφέλειαν, την οποίαν επροξένει εις άπαντας, ωνόμαζον αυτόν λάλον και φλύαρον. Ο δε Άγιος, γνωρίζων, ότι δύναται να υποφέρη πάντα πειρασμόν και να επιτύχη παν καλόν, με την δύναμιν του Χριστού, καθώς λέγει ο μακάριος Παύλος (Β΄ Κορ. ιβ:9-10) και αγαπών να διδάσκη και να ωφελή εκείνους, οίτινες προσήρχοντο προς αυτόν, όχι μόνον με τον λόγον, αλλά πολύ περισσότερον και με το έργον, δηλαδή δια της σιωπής του, εσιώπησε τελείως επί χρόνον πολύν και κατέπαυσεν εις το εξής το μελισταγές ρείθρον του διδασκαλικού λόγου του, ίνα διακόψη την αφορμήν των ζητούντων, κατά το γεγραμμένον, αφορμήν (Β΄ Κορ. ια:12), κρίνας κάλλιον να ζημιώση ολίγον τι τους εραστάς των καλών προς τους οποίους έμελλε πάντως να προξενήση και δια της σιωπής του ωφέλειαν παρά να κινήση καθ’ εαυτού εις πλείονα κατάκρισιν εκείνους τους αγνώμονας κριτάς και να τους κάμη να επιμείνωσιν εις την κακίαν των. Όθεν και εκείνοι οι κακότροποι, εντραπέντες δια την σιωπήν και την μεγάλην υπομονήν και ταπείνωσιν, την οποίαν έδειξεν ο Άγιος, και γνωρίζοντες πόσης βλάβης και ζημίας εγένοντο παραίτιοι εις τους άλλους, παρεκάλεσαν αυτόν να ανοίξη πάλιν την πηγήν της διδασκαλίας του και να ποτίζη τας διψώσας ψυχάς, ως συνήθιζε, να συγχωρήση δε και αυτών το αμάρτημα· αυτός δε, επειδή δεν έμαθε ποτέ να αντιλέγη και να εναντιούται, υπήκουσεν αμέσως και πάλιν ήρχισε να διδάσκη τα σωτηριώδη και ωφέλιμα, ως και πρότερον. Ούτω, θαυμάζοντες όλοι τας ενθέους πράξεις του και βλέποντες ότι υπερείχεν άπαντας εις όλα τα θεία χαρίσματα, έκρινον αυτόν άλλον νέον Μωϋσήν, φανέντα εκ Θεού κατά τας ημέρας των. Τον ανεβίβασαν λοιπόν βιαίως εις το ηγουμενικόν αξίωμα υψώσαντες τον λύχνον επί της λυχνίας δια να βλέπωσι το φως αυτού άπαντες και αναβαίνωσιν εις τα ουράνια (Ματθ. ε:15, Μάρκ. δ:21, Λουκ. η:16, ια:33). Και πράγματι δεν διεψεύσθησαν εκ της πραγματείας των, αλλ’ εξελέξαντο καλώς τον άξιον Ποιμένα και επέτυχον αυτόν κατά τον πόθον και την ελπίδα των. Διότι ανέβη και ούτος εις το Όρος και εισήλθεν εις τον άδυτον γνόφον (Έξοδ. κδ:18)· και διαβάς με τον νουν του τας ουρανίους βαθμίδας, φθάνει εις τον Θεόν με τον λογισμόν του και δέχεται παρ’ αυτού τον φωτισμόν και την θεοτύπωτον νομοθεσίαν και ανοίγει το στόμα του και ομιλεί τον λόγον του Θεού και λαμβάνει εις την ψυχήν του την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος και εξηρεύξατο (εξέχεεν) άπειρα αγαθά (Ψαλμ. μδ:2) και σωτηρίους λόγους εκ του αγαθού θησαυρού της καρδίας του. Ούτω λοιπόν ετελείωσε την ζωήν αυτού ο μακάριος, καταγινόμενος εις την φροντίδα και οδηγίαν των νέων Ισραηλιτών, των πεφωτισμένων δηλαδή εκ Θεού Μοναχών, διαφέρων του Προφήτου Μωϋσέως εις εν μόνον πράγμα· ότι εκείνος μεν, δεν ηξεύρω πως, ημποδίσθη και δεν εισήλθεν εις την επίγειον Ιερουσαλήμ, ούτος όμως ηξιώθη να αναβή ασφαλώς εις την θείαν και επουράνιον. Μαρτυρούσι τούτο οι πολλοί εκείνοι, οίτινες εσώθησαν και σώζονται μέχρι της σήμερον, αναγινώσκοντες τας πνευματικάς νουθεσίας και τας πράξεις του, μεταξύ των οποίων είναι και ο νέος Δαβίδ, ο μαθητής του, Μάρτυς αληθής της σοφίας και σωτηρίας την οποίαν επροξένει ο σοφός ούτος προς άπαντας. Μάρτυς έτι υπάρχει και ο καλός ημών Ποιμήν Ιωάννης, υπό του οποίου παρακληθείς ούτος ο μέγας κατένευσε προς ημάς με τον λογισμόν του και να κατέβη από το υψηλόν όρος της διδασκαλίας του, ως άλλος νέος θεόπτης Μωϋσής από το Σίναιον, όπου και ούτος είδε με τον νουν του τον Θεόν και έλαβεν, όπως εκείνος, παρ’ Αυτού τας θεογράφους πλάκας, τας ψυχωφελείς τουτέστι διδασκαλίας και τας παρέδωκεν εις ημάς, αίτινες περιέχουσι εξωτερικώς μεν διδάγματα και μαθήματα πρακτικά των καλών έργων και πράξεων, έσωθεν δε είναι πεπληρωμέναι θεωρητικών και ουρανίων νοημάτων, τα οποία βιάζουσιν ημάς να παριστάμεθα προς Θεόν ακαταπαύστως με τον νουν και την καρδίαν και με όλην ημών την ψυχήν και να λέγωμεν προς Αυτόν: Δια πρεσβειών του Οσίου και γνησίου δούλου Σου Ιωάννου, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”