Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Κ΄ (20η) Οκτωβρίου, μνήμη του Αγίου Μεγαλομάρτυρος ΑΡΤΕΜΙΟΥ.

Δημοσίευση από silver »


Αρτέμιος, ο μέγας και ένδοξος Μάρτυς του Χριστού, ήτο κατά τας ημέρας του Μεγάλου Κωνσταντίνου, παρά του οποίου κατεστάθη δουξ και αυγουστάλιος ήτοι μοκρός Αύγουστος (ηγεμών) της Αλεξανδρείας και πάσης της Αιγύπτου εν έτει τλ΄ (330), ετιμάτο δε μεγάλως και από τους υιούς και διαδόχους του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Αυτός όμως απηρνήθη πάσαν απόλαυσιν και υπέμεινε δια τον Χριστόν διάφορα κολαστήρια, και τώρα αγάλλεται μετ’ αυτού αιώνια. Ακούσατε όμως απ’ αρχής το Μαρτύριον αυτού, δια να λάβητε μεγάλην ωφέλειαν. Μετά την τελευτήν του Αγίου Κωνσταντίνου διεμοίρασαν την βασιλείαν οι τρεις αυτού υιοί. Ο Κωνσταντίνος, ο πρώτος υιός, έλαβε τας άνω Γαλλίας και τας νήσους της Βρεττανίας, έως του Εσπερίου Ωκεανού. Ο δε Κώνστας, ο τρίτος υιός, έλαβε την Ρώμην και όλην την Ιταλίαν, και ο Κωνστάντιος, ο δευτερότοκος, την Ανατολήν από του Ιλλυρικού έως της Προποντίδος, την Ασίαν, την Συρίαν, την Παλαιστίνην, την Μεσοποταμίαν, την Αίγυπτον και τας νήσους όλας. Ούτος λοιπόν ο Κωνστάντιος, επιστρέφων εκ πολέμου και στρατοπεδεύσας εις Ανδριανούπολιν, έμαθεν ότι τα λείψανα των Αγίων Αποστόλων Ανδρέου και Λουκά ήσαν τεθαμμένα, του μεν Πρωτοκλήτου εις τας Πάτρας, του δε Ευαγγελιστού Λουκά εις τας Θήβας της Βοιωτίας, και γινώσκων την μεγάλην ευλάβειαν, την οποίαν είχεν εις τα θεία ο μέγας Αρτέμιος, τον προσεκάλεσε μίαν ημέραν, και ασπασάμενος αυτόν, είπε· «Χαίροις, ανδρών απάντων θεοφιλέστατε». Αντεχαιρέτησε δε τον βασιλέα ο Άγιος Αρτέμιος ειπών· «Χαίροις και συ, βασιλεύ ευσεβέστατε». Λέγει ο βασιλεύς· «Την ώραν ταύτην, ω φίλε μου άριστε, μου ανήγγειλεν ο Επίσκοπος της Αχαϊας, ότι εις την Πελοπόννησον ευρίσκονται τα ιερά λείψανα των Αγίων Αποστόλων Λουκά και Ανδρέου, και σε παρακαλώ να υπάγης τάχιστα, να τα φέρης εις το Βυζάντιον». Ταύτα ακούσας ο μέγας Αρτέμιος εχάρη και ευθύς απελθών εις Πελοπόννησον έλαβε με πολλήν τιμήν και ευλάβειαν τα ιερά λείψανα, και φέρων αυτά εις την Κωνσταντινούπολιν, τα έβαλον εις τον Ναόν των Αγίων Αποστόλων, την οικοδομήν του οποίου είχεν αρχίσει ο Μέγας Κωνσταντίνος και ετελείωσεν ο υιός του Κωνστάντιος. Τοιούτος λοιπόν ήτο και προ των αγώνων του Μαρτυρίου ο θαυμαστός Αρτέμιος, εις όλους αιδέσιμος, όχι μόνον εις τον κοινόν λαόν, αλλά και εις αυτόν τον βασιλέα, διότι, ως ανωτέρω είπομεν, ήτο ηγεμών και αυγουστάλιος της Αλεξανδρείας και πάσης της Αιγύπτου κεχειροτονημένος από τον Μέγαν Κωνσταντίνον. Ο δε βασιλεύς Κωνστάντιος απήλθεν εις την Αντιόχειαν να πολεμήση κατά των Περσών, εκεί όμως ευρισκόμενος έφεραν εις αυτόν γράμματα, ότι ο Ιουλιανός, τον οποίον αυτός είχε χειροτονήσει Καίσαρα εις την Γαλλίαν, έβαλε βασιλικόν διάδημα και αυθαιρέτως και τυραννικώς ανηγορεύθη βασιλεύς. Ταύτα μαθών ο Κωνστάντιος εταράχθη, φοβούμενος μήπως ο Ιουλιανός, όταν εδραιωθή, επέλθη και κατά του Βυζαντίου· όθεν ευθύς εκίνησε να υπάγη αυτός εκεί το ταχύτερον. Όταν δε έφθασεν εις την Κιλικίαν ησθένησε, και προσκαλεσάμενος Ευζώϊον τον Αντιοχείας Επίσκοπον και βαπτισθείς υπ’ αυτού, ετελεύτησεν ων ετών τεσσαράκοντα. Ο δε στρατός βαλών το λείψανον αυτού εις λάρνακα δι’ αμάξης το μετέφερον εις το Βυζάντιον, ακολουθούντων των αρχόντων μετά δακρύων. Όταν έφεραν το λείψανον του Κωνσταντίου εις το Βυζάντιον, ευρέθη εκεί κατά την ώραν εκείνην και ο Ιουλιανός, όστις, ως έμαθε τον θάνατον του Κωνσταντίου, έδραμε χαίρων να λάβη την εξουσίαν. Ηκολούθει λοιπόν και αυτός εις το λείψανον, όταν επήγαν να το ενταφιάσωσι, και δεν εφόρει εις την κεφαλήν του διάδημα, μόνον αφού τον έθαψαν το έβαλε και έγινε βασιλεύς εν έτει τξα΄ (361). Τότε έστειλεν ευθύς επιστολάς εις όλην την επικράτειαν αυτού, προστάζων να ανοικοδομήσωσι τους ναούς των ειδώλων, τους οποίους είχε κατεδαφίσει ο Μέγας Κωνσταντίνος, τας δε Εκκλησίας των Χριστιανών να αφανίσωσιν εκ θεμελίων, όσα δε εισοδήματα και χαρίσματα έδωκεν εις τας Εκκλησίας ο Άγιος Κωνσταντίνος, τα αφήρεσεν αυτός ο αλιτήριος και τα αφιέρωσεν εις τους μιαρούς βωμούς των ειδώλων, καταστήσας ζακόρους και νεωκόρους, ράντας και θύτας, κατά την τάξιν των ασεβών ειδωλολατρών. Και ταύτα μεν έπραξεν εις την Κωνσταντινούπολιν· έπειτα πνέων μέγαν θυμόν κατά των Χριστιανών απήλθε τάχιστα εις την Αντιόχειαν, διψών να χύση αίματα Αγίων. Εις Αντιόχειαν ευρισκομένου του Ιουλιανού έφεραν ενώπιόν του πρότερον πάντων δύο Ιερείς, Ευγένιον και Μακάριον καλουμένους, τους οποίους ηρώτησε να είπωσι τι άνθρωποι ήσαν. Οι δε απεκρίθησαν· «Της ποίμνης του Βασιλέως Χριστού είμεθα αγελάρχαι». Λέγει προς αυτούς ο Ιουλιανός· «Που είναι αυτή η ποίμνη του Χριστού»; Λέγει ο Ευγένιος· «Όλη η οικουμένη, όσοι άνθρωποι ευρίσκονται υπό τον ήλιον». Λέγει ο βασιλεύς· «Τότε ποίους ορίζομεν ημείς; Ποίοι υποτάσσονται εις ημάς, εάν ο Χριστός έχη ποίμνην όλην την υφήλιον, δυστυχή και ταλαίπωρε»; Ο δε Μάρτυς είπεν· «Αυτής της ποίμνης είσαι επιστάτης, της οποίας και ημείς αγελάρχαι τυγχάνομεν, διότι δια μέσου αυτού του Χριστού οι βασιλείς κυριεύουσιν. Αυτός έδωκε και εις σε το βασίλειον σήμερον, και αύριον σου το αφαιρεί, διότι εφάνης προς τον ευεργέτην αχάριστος, επειδή η εξουσία σου είναι προσωρινή και εφήμερος, εν ω Εκείνου η Βασιλεία είναι προαιώνιος και ατελεύτητος». Και ο Παραβάτης απήντησεν· «Ανόσιε και της των θεών ευμενείας αλλότριε, εφ’ όσον ο Χριστός σου είναι χθεσινός και εφήμερος, γεννηθείς εις τους χρόνους του Αυγούστου Καίσαρος, πως συ τον αναγορεύεις σήμερον αιώνιον»; Λέγει ο Μάρτυς· «Ναι, κατά μεν το ανθρώπινον ούτως έχει, κατά δε την θείαν αυτού και προαιώνιον γέννησιν είναι άχρονος και αιώνιος». Ο δε Παραβάτης, νομίζων ότι ήτο ο Μάρτυς αγροίκος και απαίδευτος, είπε προς αυτόν δια χλευασμόν· «Λοιπόν δύο φοράς εγεννήθη ο Χριστός σου, ταλαίπωρε; Επειδή εις αυτό καυχάσαι, είναι και τινές σοφώτατοι άνδρες των Ελλήνων, οίτινες εγεννήθησαν όχι μόνον δύο, αλλά και τρεις φοράς· και πρώτον ο Ερμής, καθώς τα θαυμάσια αυτών βιβλία διαλαμβάνουσιν· όθεν και τρισμέγιστος ονομάζεται, ομοίως και ο Πυθαγόρας και άλλοι τινές». Ο δε Μάρτυς γελάσας ολίγον εις τα φλυαρήματα του μωρού βασιλέως, είπε προς αυτόν με πολλήν αυστηρότητα και γενναιότητα· «Εξ αρχής έπρεπε να μη σου αποκριθώ τελείως, Παραβάτα, διότι δεν είσαι άξιος απολογίας τινός, αλλά δια τον όχλον όστις παραστέκεται, ωμίλησα ολίγα τινά, και θέλω είπει και έτερα, δια να ωφελήσω αυτούς προς στερέωσιν της αληθούς ημών Πίστεως». Ταύτα λέγων ο Μάρτυς εκήρυξε λαμπρά τη φωνή όλην την σωτήριον οικονομίαν του Δεσπότου Χριστού, των δε μιαρών θεών την αδυναμίαν και αθλιότητα μυκτηρίζων επί ώραν πολλήν ως επιστήμων και σοφός διετραγώδησεν. Ο δε βασιλεύς εκέλευσε να του δώσωσι πεντακοσίους ραβδισμούς· ετέλεσαν δε οι υπηρέται το προστασσόμενον, δέροντες ανηλεώς και απανθρώπως τον Μάρτυρα, όστις ενεκαρτέρει εις τους ραβδισμούς σιωπών και μηδέν φθεγγόμενος. Ο δε Παραβάτης βλέπων τον Άγιον Μακάριον είπε προς αυτόν· «Και συ, δυστυχές ανθρωπάριον, τι λέγεις περί σεαυτού»; Ο δε απεκρίνατο· «Συ είσαι δυστυχής αληθέστατα, και πάντων ανθρώπων αθλιώτερος. Εγώ δε, καθώς έχω την επωνυμίαν, ούτως είμαι και όντως Μακάριος, ότι τον Χριστόν προσκυνώ και σέβομαι· συ δε, επειδή αυτόν τον αληθή Θεόν απηρνήθης, προσκολληθείς εις τους δαίμονας, αυτοί θέλουσι σε λάβει μεθ’ εαυτών εις το πυρ το αιώνιον». Ούτω λοιπόν ήλεγξε και αυτός ο Μακάριος τον τρισάθλιον βασιλέα, όστις προσέταξε να δείρωσι και αυτόν ως και τον Ευγένιον. Ενώ δε ταύτα εγίνοντο, τότε και ο ευσεβής Αρτέμιος έφθασεν εις τον βασιλέα μετά της προσηκούσης εις αυτόν τιμής και δορυφορίας, διότι ο Ιουλιανός του έστειλε πρότερον γράμματα, να έλθη εκεί εις την Αντιόχειαν από την Αίγυπτον, ένθα ευρίσκετο, να τον συναντήση με όλον το στράτευμα. Βλέπων λοιπόν τους Αγίους μαστιγουμένους τοσούτον ασπλάγχνως ο Αρτέμιος εσυμπόνεσεν εν τη ψυχή του, και κρίνων εν τη διανοία αυτού, ότι εάν σιωπήση, θέλει φανή της ειδωλολατρίας συγκοινωνός και συνήγορος, παρρησιάζεται εις τον βασιλέα και χωρίς να δώση καμμίαν γνωριμίαν δια την τάξιν αυτού ωμολόγησε την ευσέβειαν και ήλεγξε τον βασιλέα λέγων· «Διατί, βασιλεύ, αναγκάζεις Αγίους ανθρώπους να αρνηθώσι την πίστιν αυτών, και δέρεις αυτούς τοσούτον άσπλαγχνα; Άνθρωπος είσαι και συ ομοιοπαθής, της αυτής φύσεως κοινωνός· αν και βασιλεύς είσαι, από τον Θεόν έλαβες αυτήν την αξίαν. Αλλ’ όμως θαρρώ ότι δεν σε εποίησεν ο Θεός βασιλέα, αλλ’ ο πονηρός διάβολος, ο οποίος σε εζήτησεν από τον Θεόν, ως τον Ιώβ πρότερον, και σε ανέδειξε βασιλέα δια να σπείρη ζιζάνια και να καταπνίξη τον σίτον του Χριστού. Αλλ’ εις μάτην κοπιά ο άθλιος, διότι δεν έχει πλέον ουδεμίαν δύναμιν, επειδή αφότου υψώθη εις τον Σταυρόν ο Χριστός, έπεσε των δαιμόνων η έπαρσις. Μη απατάσαι λοιπόν, ω βασιλεύ, και μη επιχειρείς διώξεις κατά των Χριστιανών, διότι η δύναμις του Χριστού είναι αήττητος». Αυτά και έτερα πλείονα είπεν ο Άγιος προς τον βασιλέα, περιγελάσας τον Απόλλωνα και τους λοιπούς θεούς· διο εξεπλάγη ο Ιουλιανός, θαυμάζων την τοσαύτην παρρησίαν και μετά θυμού ηρώτησε, λέγων· «Τις και πόθεν είναι ούτος ο αλιτήριος»; Ούτως είπεν, επειδή δεν τον εγνώριζε προσωπικώς ούτε τον είχεν ίδει πρότερον, διότι, όταν ο Άγιος έγινεν αυγουστάλιος, έλειπεν ο Ιουλιανός εις τας Γαλλίας, αλλ’ ούτε και ο Αρτέμιος εφανέρωσε πρότερον την αξίαν του και το όνομά του. Οι δε στρατιώται απεκρίθησαν, ότι ήτο ο Αρτέμιος. Τότε είπεν ο βασιλεύς· «Ούτος είναι ο Αρτέμιος, όστις εθανάτωσε τον αδελφόν μου; Ευχαριστώ σας, θεοί αθάνατοι, διότι μου εφανερώσατε, ως αυτεπάγγελτοι βοηθοί μου, αυτόν τον αλάστορα». Ταύτα είπεν ο Ιουλιανός, διότι είχεν αδελφόν, Γάλλον ονόματι, τον οποίον μετωνόμασεν ο βασιλεύς Κωνστάντιος Κωνστάντιον και τον εψήφισε Καίσαρα εις την Ανατολήν. Μετά ταύτα όμως, επειδή εφάνη εναντίος του βασιλέως, εφονεύθη τη προστάξει αυτού. Τότε λοιπόν λέγει προς τους στρατιώτας· «Εκβάλετε την ζώνην, την οποίαν φορεί ο ανάξιος, και αύριον θέλω ποιήσει του αδελφού μου φοβεράν εκδίκησιν και θέλω δώσει εις αυτόν μυρίους θανάτους, επειδή δεν εφόνευσε κοινόν άνθρωπον, αλλά βασιλέα, όστις δεν τον ηδίκησεν εις τίποτε». Ευθύς λοιπόν ήρπασαν τον Άγιον οι δορυφόροι, και γυμνώσαντες αυτόν, τον παρέδωκαν εις τας χείρας των δημίων, οίτινες έδεσαν τας χείρας και τους πόδας αυτού και τανύσαντες εις τέσσαρα, τον έδερον με βούνευρα εις την κοιλίαν και εις την ράχιν τοσούτον, έως ου απηύδησαν και αντικατεστάθησαν τετράκις εκείνοι οίτινες έδερον. Αλλ’ είχε τοσαύτην υπομονήν ο τρισμακάριος, ώστε ούτε στεναγμόν, ούτε φωνήν ή απλούν λόγον ελάλησεν, αλλ’ εφαίνετο εις την όψιν άτρεπτός τε και αναλλοίωτος. Η δε γη εκοκκίνισεν από το πλήθος του αίματος, ώστε όχι μόνον όλοι οι περιεστώτες, αλλά και αυτός ο Παραβάτης εθαύμασε και προσέταξε να οδηγήσωσι και τους τρεις, ήτοι τον Αρτέμιον, τον Ευγένιον και τον Μακάριον εις την φυλακήν, ούτοι δε οδηγούμενοι έψαλλον· «Εδοκίμασας ημάς ο Θεός, επύρωσας ημάς ως πυρούται το αργύριον…» (Ψαλμ. ξε: 10) και τα λοιπά του ψαλμού. «Υπολείπεται, όθεν, έλεγον, το να διέλθωμεν δια πυρός και ύδατος, όπως εις αναψυχήν εξαγάγης ημάς». Πληρωθείσης δε της ευχής, είπεν ο Άγιος προς εαυτόν· «Αρτέμιε, ιδού τα στίγματα του Χριστού εχαράχθησαν εις το σώμα σου· εις σε πρέπει λοιπόν δι’ αυτόν να δώσης και την ψυχήν σου εις θάνατον». Έπειτα έλεγε· «Ευχαριστώ σοι, Κύριε, διότι με ηκίωσας να βασανισθώ δι’ αγάπην σου και με συνηρίθμησας με τον χορόν των Αγίων σου· αλλά, φιλάνθρωπε Δέσποτα, τελείωσόν μου τον δρόμον εις την ομολογίαν σου, και μη με κρίνης ανάξιον τούτου του εγχειρήματος, ότι εις τους οικτιρμούς σου κατέφυγον». Ενώ ταύτα προς εαυτόν προσευχόμενος διελογίζετο, έφθασαν εις την φυλακήν και παρέδωκαν αυτούς να τους φυλάττη ο δεσμοφύλαξ, και ούτως έμειναν, δοξάζοντες τον Θεόν. Πρωϊας δε γενομένης, εξώρισεν ο βασιλεύς τους δύο Αγίους εις τόπον τινά της Αραβίας, όστις ήτο νοσηρός και θανατηφόρος, όσοι δε επέμφθησαν εκεί δεν έζησαν ολόκληρον έτος, αλλά βασανιζόμενοι από χαλεπάς ασθενείας απέθανον το ταχύτερον. Εκεί λοιπόν εξορίσας ο τύραννος τους Αγίους Ευγένιον και Μακάριον, εκέλευσε να κόψωσι τας κεφαλάς των, και ούτω μετά τεσσαράκοντα ημέρας τη εικοστή Δεκεμβρίου ευελειώθησαν, και έγινε θαύμα άξιον μνείας εις τον τόπον εκείνον, εις τον οποίον τους εθανάτωσαν, διότι ούτος ήτο πρότερον άνυδρος, και την ώραν εκείνην ανέβλυσε βρύσις, της οποίας το ύδωρ θεραπεύει πάσαν ασθένειαν, ευρίσκεται δε αύτη έως την σήμερον, την των Αγίων επωνυμίαν φυλάττουσα. Ο δε βασιλεύς, καλέσας τον θείον Αρτέμιον, είπε προς αυτόν· «Η προπέτειά σου με ηνάγκασεν ακουσίως μου να ατιμάσω το γένος σου και να εξυβρίσω την ευγένειάν σου· αλλ’ εάν πεισθής εις εμέ και θυσιάσης εις τους αθανάτους θεούς, όχι μόνον θέλω σε απαλλάξει της ευθύνης της του αδελφού μου σφαγής, αλλά και αξίαν μείζονα θέλεις λάβει. Θα σε καταστήσω έπαρχον των Πραιτωριανών και αρχιερέα των μεγάλων θεών, θέλω δε σε ονομάσει αντιβασιλέα, ίνα απολαύσης μετ’ εμού πάσαν ευημερίαν όλον τον καιρόν της ζωής σου, και μη νομίσης, ότι παρεφρόνησαν οι αρχηγοί των Ρωμαίων και οι Έλληνες να προσκυνώσι τους θεούς· μάλιστα οι εγγράμματοι και φρονιμώτεροι εξ αυτών, εξ ευγνωμοσύνης και αναγνωρίσεως της αξίας των θεών, ως βλέποντες ότι ο μεν ήλιος εις τον ουρανόν περιπατεί και φωτίζει τον κόσμον ολόκληρον, ίνα εργάζωνται οι άνθρωποι, η δε σελήνη ίνα λαμπαδουχή την νύκτα και ίνα βαδίζωσιν οι οδοιπόροι, ούτοι πάντες σέβονται τους θεούς αυτούς ευλόγως και πρεπόντως και έχουσιν εις αυτούς τας ελπίδας των· και τον μεν ήλιον ωνόμασαν Απόλλωνα, την δε σελήνην Άρτεμιν, και από τους πλανήτας, οίτινες έστησαν εις τας επτά ζώνας του ουρανού, τον ένα ωνόμασαν Κρόνον, τον άλλον Δία, τον άλλον Ερμήν, τον έτερον Άρην και τον ύστερον Αφροδίτην, διότι αυτοί κυβερνώσι τον κόσμον με την δύναμίν των. Δια τούτο έστησαν εις αυτούς είδωλα οι άνθρωποι και τιμώσιν αυτούς, δεν τιμώσι τα είδωλά των ως θεούς, άπαγε! Διότι τούτο είναι αγνωσία μεγάλη αλλά η τιμή την οποίαν δίδουσι και απονέμουσιν εις τα είδωλα αυτών, διαβαίνει προς το πρωτότυπον. Λοιπόν παρακινώ και την γενναιότητά σου να συγκοινωνήσης εις την θρησκείαν μας, και να ελληνίζης ορθώς, φυλάττων τα έθη και τας συνηθείας των αρχαίων απαρασάλευτα, διότι ο Κωνσταντίνος, ως άνθρωπος αμαθής και ανόητος, εξηπατήθη, ήλλαξε την θρησκείαν του και εξέκλινεν εις τον Χριστιανισμόν, αισχυνόμενος δια τας ανοσίους αυτού πράξεις, αλλά και οι θεοί τον εδίωξαν μακράν από την θρησκείαν των, μισήσαντες αυτόν ως πονηρόν και εναγή, επειδή απέκτεινε τους αδελφούς του, την γυναίκα του Φαύσταν και τον υιόν αυτού Κρίσπον, χωρίς να πταίσωσι τίποτε. Δια τούτο, θαυμασιώτατε των ανδρών, θεωρών το ευσταθές και συνετόν της διανοίας σου, έχω πόθον να σε καταστήσω συγκοινωνόν και φίλον μου. Ελθέ λοιπόν εις την πάτριον και αρχαιοτάτην και πολυχρόνιον των Ρωμαίων θρησκείαν, και συναπόλαυσον τα αγαθά, άτινα οι θεοί μάς εχάρισαν». Ακούσας ταύτα ο Άγιος απεκρίνατο· «Όσον δια την πίστιν μου, ω βασιλεύ, δεν σου δίδω απολογίαν τινά, καίτοι έχω πολλάς αποδείξεις δι’ αυτήν· δια δε τον θάνατον του αδελφού σου αποκρίνομαι, ότι ουδέποτε ηδίκησα αυτόν ή έβλαψα την ζωήν του, ούτε δι’ έργου, ούτε δια λόγου, ούτε κατά διάνοιαν· εάν δε εξετάσης περί τούτου και μυρίας φοράς, θέλεις εύρει ότι ούτως έχει η αλήθεια· διότι τον εγίνωσκον ως Χριστιανόν θεοφιλή και δίκαιον και εις τον νόμον του Χριστού σπουδαίον και πρόθυμον. Μάρτυράς μου είναι ο ουρανός και η γη, ο χορός όλος των Αγγέλων και ο Δεσπότης Χριστός, ο Υιός του Θεού, τον οποίον εγώ λατρεύω, ότι δεν έπταισα τίποτε εις τον θάνατόν του, ούτε ουδαμώς συνεκοινώνησα με τους ανοσίους εκείνους, οίτινες τον εφόνευσαν, διότι εγώ δεν ήμην τότε με τον Κωνστάντιον, αλλά κατώκουν έως τον παρόντα χρόνον εις την Αίγυπτον. Ταύτην την απολογίαν σοι δίδω δια τον αδελφόν σου. Όσον δε δια να αρνηθώ τον Χριστόν και να γίνω ειδωλολάτρης, σοι δίδω απόκρισιν ομοίαν με εκείνην την οποίαν είπον οι τρεις Παίδες προς τον Ναβουδοχονόσορα· γίνωσκε, βασιλεύ, ότι δεν λατρεύω τους θεούς σου, ούτε την χρυσήν εικόνα του ηγαπημένου σου Απόλλωνος θέλω προσκυνήσει ποτέ. Δια δε τον μακάριον Κωνσταντίνον, τον υπέρτερον πάντων των βασιλέων, τον οποίον κατέκρινες, ονομάζων αυτόν μανιώδη και φονέα, ταύτα εις σε δι’ αυτόν αποκρίνομαι· ότι μάλιστα ο πατήρ σου Κωνστάντιος και οι αδελφοί του αδίκως εθανάτωσαν αυτόν δια δηλητηρίων, χωρίς να πταίση εις αυτούς τίποτε· εκείνος δε την γυναίκα του Φαύσταν δικαίως και πρεπόντως εθανάτωσεν, επειδή αυτή, μιμουμένη την αρχαίαν Φαίδραν, διέβαλε τον υιόν αυτού Κρίσπον, ότι βιαίως την εδυνάστευσε και έλαβε την τιμήν της. Πιστεύσας λοιπόν τα λόγια της, ως πατήρ επαίδευσε τον υιόν του, ύστερον δε, ότε εγνώρισεν αυτήν ψευσαμένην, ως δίκαιος κριτής την απέκτεινεν. Επίστευσε δε εις τον Χριστόν, διότι εκείνος ουρανόθεν τον προσεκάλεσεν, όταν είχε την μάχην με τον Μαξέντιον, και εφάνη εις αυτόν το σημείον του Τιμίου Σταυρού εν ώρα μεσημβρίας, εξαστράπτον υπέρ τον ήλιον, δια γραμμάτων εξ αστέρων, άτινα εσήμαινον την εν πολέμω νίκην, το οποίον σημείον είδομεν και ημείς, και τα γράμματα ανεγνώσαμεν, ουχί μόνον εγώ, αλλά και πολλοί εκ των στρατιωτών σου· αλλά τι θέλω να διηγώμαι τοιαύτα, τα οποία συ γινώσκεις κάλλιον από εμέ; Περί δε του Χριστού και ότι προ της ελεύσεως αυτού προκατήγγειλαν αυτόν οι Προφήται έχομεν πολλάς μαρτυρίας όχι μόνον από τας ιδικάς μας βίβλους, αλλά και από τας χρησμωδίας και προφητείας των θεών, τους οποίους σέβεσθε σεις και από τα γράμματα των Σιβυλλών, ως και από τα Βουκολικά του Ρωμαίου Βιργιλίου, τα οποία ικανώς και φανερά λέγουσι δια τον Χριστόν. Εάν δε θέλης να μη προσποιείσαι τον κωφόν, και αυτός ο μαντικός Απόλλων, τον οποίον σέβεσθε, θαυμαζόμενος είπε περί Χριστού τα λόγια ταύτα, ερωτηθείς από τινα θεράποντα του ναού· «Μη ώφελες πήμα τον τε και ύστατον εξερέσθαι, δήμορ εμών προπόλων, περί θεσπεσίοιο θεοίο, και πνοής της παν πέριξ βοτρυδόν εχούσης, τείρεα, φως, ποταμούς, και τάρταρον, ηέρα, και ύδωρ και πυρ. Η με ουκ εθέλοντα δόμων των ώδε διώκει. Η εμή τριπόδων έτι λείπετο ηριγένεια. Αι αίμε τρίποδες στοναχήσατε, οίχετ’ Απόλλων, οίχετ’ επεί βροτός με βιάζεται ουράνιος. Και ο παθών Θεός εστι, και ου θεότης πάθεν αυτή». Ήτοι, «ω των υπηρετών μου ταλαίπωρε, είθε να μη ήθελες με ερωτήσει το ολοϋστερον και τελευταίον, δια τον θαυμάσιον Θεόν, και δια την αναπνοήν, η οποία έχει συνηγμένα ολόγυρά της όλα τα άστρα, το φως, τους ποταμούς, τον άδην, τον αέρα, το ύδωρ, και το πυρ, η οποία και μετά βίας με διώκει απ’ εδώ από τον οίκον μου· ακόμη έλειψεν από τους τρίποδας και ο αυγερινός, αλλοίμονον! Ω τρίποδες θρηνήσατε και σεις, επήγεν ο Απόλλων εις την απώλειαν· επειδή άνθρωπος με αναγκάζει, άνθρωπος ουράνιος· και εκείνος όπου έπαθεν ήτο Θεός, η θεότης δε αυτή δεν έπαθεν». Ακούσας ταύτα ο Παραβάτης είπε· «Νομίζω, Αρτέμιε, ότι δεν ήσο στρατηγός εις την Αίγυπτον, αλλά χρησμολόγος, ή μάλλον ειπείν κωμολόγος ή μώμος να διηγήσαι μύθους παλαιούς και λογίδρια, τα οποία λέγουν αι γραίαι, όταν μεθύσωσι». Λέγει ο Άγιος· «Δεν εννόησας καλά, ω βασιλεύς, αξίως της αρετής και σοφίας σου, ότι από τους θεούς σας και τα ποθητά σας μαθήματα σοι δίδω τας αποδείξεις δια να μάθης εξ εκείνων, τα οποία γνωρίζεις, το της αληθείας μυστήριον, και μη θαρρής πως καλλωπίζομαι με των Ελλήνων τα ρήματα· μη γένοιτο, να λιπάνη έλαιον αμαρτωλού την κεφαλήν μου· αλλά φροντίζων δια την ψυχήν σου, κινώ πάντα λίθον, μήπως και πεισθής· αλλά νομίζω ότι καθώς ετύφλωσε τον Πρωτόπλαστον Αδάμ ο διάβολος με την βρώσιν του φυτού, ούτω απεγύμνωσε και σε της του Χριστού πίστεως, φθονών την σωτηρίαν σου. Διότι τον ήλιον, την σελήνην και τους αστέρας ονομάζεις θεούς αισχύνομαι την αμάθειάν σου, δια να μη είπω την κακοβουλίαν. Ποία όμως η ανάγκη να μακρηγορώ; Δεν αρνούμαι τον Χριστόν, μη γένοιτο! Δεν ασπάζομαι την μιαράν των Ελλήνων ασέβειαν· αλλά εις εκείνα, τα οποία εδιδάχθην, επιμένω έως τέλους, φυλάττων τας παραδόσεις των Πατέρων». Προς ταύτα ο Παραβάτης έμεινεν άφωνος απορών και θαυμάζων το πολυμαθές του Μάρτυρος, και προς απόκρισιν ετοιμότατον. Προς τον οποίον πάλιν είπεν ο Άγιος· «Άφες, ω βασιλεύ, την παράλογον και ψευδή των Ελλήνων θρησκείαν, και πρόσελθε εις τον Χριστόν, όστις είναι μακρόθυμος και δέχεταί σε μετανοούντα». Ο δε απεκρίνατο· «Επειδή ηπείθησας εις τους λόγους μου, κακή κεφαλή, και ετόλμησας να προτρέψης και εμέ όπως γίνω Χριστιανός θα σε ανταμείψω και εγώ πρεπόντως». Ταύτα ειπών ο Ιουλιανός προσέταξε να γυμνώσωσι τον Άγιον και να πυρώσωσι σούβλας σιδηράς, με τας οποίας να τρυπήσωσι τας πλευράς του, να κατακεντήσωσι την ράχιν του με τριβόλους οξείς, και να τον σύρωσιν υπτίως δια να καταξεσχίσωσι τας σάρκας του. Βασανιζόμενος λοιπόν ο Μάρτυς επί ώρας πολλάς, είχε την αυτήν καρτερίαν, ως και πρότερον, και ούτε φωνή, ούτε στεναγμός εξήλθεν από το στόμα του· όθεν ηγέρθη από τον θρόνον ο τύραννος περίλυπος, ως νενικημένος, προστάσσων να φυλακίσωσι τον Άγιον και να μη δώσωσιν εις αυτόν άρτον ή ύδωρ, ούτε άλλο τι βρώσιμον. Ευχόμενος δε εις την φυλακήν ο Άγιος, εν μέσω της νυκτός, βλέπει τον Δεσπότην Χριστόν λέγοντα εις αυτόν· «Καθώς συ με ωμολόγησας ενώπιον των ανθρώπων επί της γης, θέλω σε ομολογήσει και εγώ εις τους ουρανούς ενώπιον του Πατρός μου· όχι δε μόνον τούτο, αλλά και εδώ θα είμαι αντιλήπτωρ και βοηθός σου». Ταύτα ακούσας από τον Χριστόν ο Μάρτυς έλαβε θάρρος και δύναμιν, και ευθύς ευρέθη όλως υγιής και τεθεραπευμένος, μη έχων ποσώς εις την αγίαν αυτού σάρκα σημείον πληγής ούτε ίχνος μώλωπος· όθεν όλην την νύκτα ανέπεμπε δοξολογίας εις τον Θεόν και χάριτας. Διέμεινε δε ημέρας δεκαπέντε εις την φυλακήν άσιτος, μη τρώγων εξ ανθρώπων τίποτε, αλλά μόνον με άρτον Αγγέλων τρεφόμενος, ήτοι με την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος. Ο δε Ιουλιανός επήγεν εις την Δάφνην δια να προσφέρη θυσίαν προς τον ηγαπημένον αυτού Απόλλωνα· αυτή δε η Δάφνη ήτο προάστιον από τα υψηλότερα της Αντιοχείας, τόπος ωραιότατος, με βρύσεις και δένδρα πολλά και διάφορα, μάλιστα δε κυπαρίσσια μεγάλα και θαυμάσια. Είχεν επίσης οικοδομάς και λουτρά λαμπρά και πλούσια, και άλλα ωραία οικοδομήματα. Εις τούτον τον περικαλλή τόπον είναι ναοί και είδωλα των δαιμόνων, και εξόχως του Απόλλωνος, τον οποίον εξ αρχής ετίμων και εσέβοντο περισσότερον και δια τούτο είχον και το άγαλμά του κατεσκευασμένον με τέχνην λεπτήν και εξαίρετον και περιπεπλεγμένον με δάφνην χρυσήν, είχε δε τοσούτον κάλλος ώστε πάντες εθαύμαζον. Ωνόμαζον δε το άγαλμα αυτό Δαφναίον Απόλλωνα, επειδή, ως είπομεν, ο τόπος εκείνος ωνομάζετο Δάφνη. Ούτω δε εκαλείτο ο τόπος επειδή, καθώς εμυθολόγουν οι Έλληνες, συνέβη εκεί το πάθος της παρθένου Δάφνης. Εκράτει δε ο Απόλλων την μουσικήν κιθάραν εις χείρας του, εις δε την κεφαλήν έφερε στέφανον εκ δάφνης ηνθισμένης, ήτις ομού με τους πλοκάμους της κεφαλής του ήσαν κατεσκευασμένα εκ χρυσίου και εξήστραπτον εις τους οφθαλμούς των ορώντων. Εις τον τόπον πάλιν των οφθαλμών του είχον δύο μεγάλους και πολυτίμους λίθους υακίνθου. Τούτων λοιπόν των πλουσίων στολισμών η φαινομένη ωραιότης εδελέαζε τους βλέποντας και τους παρεκίνει να προσκυνώσιν αυτόν περισσότερον από τα λοιπά αγάλματα, καθώς έπαθε και αυτός ο Ιουλιανός, όστις τον είχεν εις μεγάλην ευλάβειαν και εθυσίαζεν εις αυτόν χίλια ζώα από παντός είδους δια να του δίδη χρησμούς και απόκρισιν. Εποίησε λοιπόν και τότε ο ανόητος βασιλεύς την συνήθη, ως και άλλοτε, θυσίαν και ανέμενε τον χρησμόν, αλλά ουδένα λόγον είπεν εις αυτόν ο δαίμων· διο θαυμάζων δια την σιωπήν του προσέταξε τους ιερείς να ποιήσωσι δεήσεις και αγρυπνίας εις τους θεούς, δια να μάθωσι την αιτίαν του πράγματος. Εκοπίασαν λοιπόν πολύ αγρυπνούντες και προσευχόμενοι και παρακαλούντες τον Απόλλωνα να δώση του βασιλέως απόκρισιν· αλλά εις μάτην εκοπίαζον, διότι η άνωθεν δύναμις εκώλυε τους δαίμονας δια την αγάπην του Μάρτυρος Αρτεμίου και δεν τους επέτρεπε να αποκριθώσιν· ουχί δε μόνον τούτο, αλλά και πυρ κατήλθεν εξ ουρανού εν βαθεία νυκτί και κατέκαιε τον ναόν και τα είδωλα. Ταύτα βλέποντες οι ευρεθέντες εκείσε εθαύμαζον, διότι το πυρ ήτο φοβερόν και δεν ηδύναντο να σβέσωσιν αυτό και δεν έκαιεν άλλο τίποτε, ούτε ξύλα, ούτε άλλην ύλην, εν ω ήσαν πολλά και διάφορα πράγματα ευκολόκαυστα, παρά μόνον τους βωμούς και τα είδωλα, τα οποία ήσαν εκεί εις την Δάφνην, και δεν έμειναν ειμή μόνον τα θεμέλια των οικοδομών δια μαρτυρίαν. Ο δε Ιουλιανός ωργίσθη πολύ, γινώσκων ότι μέλλει να περιγελάσωσιν αυτόν οι Χριστιανοί δια την επισυμβάσαν συμφοράν και προστάσσει ευθύς να εκβάλωσιν αυτούς από την μεγάλην Εκκλησίαν, και να την κλείσωσιν, ίνα μη εισέλθη πλέον τις εις αυτήν, τα δε κειμήλια, ήτοι ποτήρια και άλλα ιερά και πολύτιμα σκεύη, να είναι αυθεντικά· έδωσε δε και εις τους Έλληνας άδειαν και ελευθερίαν να ποιώσιν όσας ατιμίας θέλουσι. Ταύτα του ασεβούς και αλιτηρίου προστάξαντος, ας συλλογισθή τις πόσας παρανομίας ετέλεσαν. Εξέβαλον από την Σαμάρειαν, την οποίαν λέγομεν τώρα Σεβάστειαν, τα άγια λείψανα του Προφήτου Ελισσαίου και του Βαπτιστού Ιωάννου, και μιγνύοντες αυτά με άλλα οστά ζώων τα κατέκαυσαν και εσκόρπισαν την στάκτην εις τον αέρα. Τον ανδριάντα του Σωτήρος, τον οποίον κατεσκεύασε μεγαλοπρεπώς εις την πόλιν της Πανεάδος η αιμορροούσα γυνή, την οποίαν ο Χριστός εθεράπευσε και τον οποίον είχε τότε στήσει εις επίσημον τόπον της πόλεως, μετά δε καιρόν γνωρίσαντες αυτόν οι Χριστιανοί από την βοτάνην του θαύματος, ήτις ανεφύη παρ’ αυτόν, τον έλαβον και τον έστησαν εις το διακονικόν, τούτον λέγω τον ανδριάντα οι Έλληνες κατασπάσαντες και δένοντες σχοινία εις τους πόδας του, τον έσυραν εις την αγοράν, έως ου κατά μικρόν συντριβόμενος ηφανίσθη, και έμεινε μόνον η κεφαλή, την οποίαν ήρπασέ τις, όταν οι ειδωλολάτραι εποίουν ταραχήν και θόρυβον, λαλούντες εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν λόγια βλάσφημα, όσα ουδέποτε ήκουσεν άνθρωπος, τα οποία ακούων ο τύραννος τα είχε δια τρυφήν και ηδονήν αυτού. Ως δε να μη ήρκουν ταύτα όσα κατά των Χριστιανών και υπέρ των ειδωλολατρών έπραξεν, εκέλευσε να ανακαινίσωσι και τον ναόν των Ιουδαίων εις τα Ιεροσόλυμα, και τους μεν Χριστιανούς εξέβαλεν έξω της πόλεως, εις δε τους Ιουδαίους συνεχώρησε να κατοικήσωσιν εντός αυτής. Έστειλε δε και δεισιδαιμονέστατόν τινά άνδρα, τον οποίον ανηγόρευσε κόμητα, προστάξας αυτόν να ανακτίση μετά σπουδής τον ναόν, τον οποίον ο Ουεσπασιανός και ο Τίτος κατηδάφισαν και κατέκαυσαν με όλην την πόλιν, κατά την αληθεστάτην πρόρρησιν του Σωτήρος, ειπόντος «Ου μη αφεθή ώδε λίθος επί λίθον, ος ου μη καταλυθή» (Μαρκ. ιγ: 2). Τούτον τον λόγον επεδίωκεν ο ανόητος να αποδείξη ψευδή· διο εσπούδασε να ανακαινίση τον ναόν, αλλά εις μάτην εκοπία· διότι ευθύς ως έδραμον οι θεοκτόνοι Ιουδαίοι με πολλήν προθυμίαν και έσκαψαν να βάλωσι τα θεμέλια, ηγέρθη μεγάλη καταιγίς και ταραχή ανέμων, ήτις ήρπαζε τα χώματα και επλήρου τον εσκαφέντα τόπον. Έγιναν αστραπαί και βρονταί και μέγας σεισμός τοσούτον, ώστε πολλοί απέθανον. Ουχί δε μόνον ταύτα, αλλά και πυρ εξήλθεν από τα εσκαμμένα θεμέλια και κατέφλεξεν όλους όσοι ευρέθησαν εκεί. Ενώ δε ταύτα εγίνοντο εις την Ιερουσαλήμ, καθεσθείς ο Ιουλιανός εις τον θρόνον μετά θυμού προστάσσει να φέρωσι τον Μάρτυρα, και λέγει προς αυτόν· «Ήκουσες, ασεβέστατε, τι ετόλμησαν να πράξωσιν οι κακοδαίμονες και ομόφρονές σου Χριστιανοί; Έκαυσαν τον ναόν του σωτήρος Απόλλωνος, αλλά δεν θέλουσι χαρή εις αυτό, διότι εγώ θα εκδικηθώ εβδομηκοντάκις επτά, κατά την Γραφήν σας, δια να μη μας χλευάζητε». Και ο Μάρτυς λέγει· «Ήκουσα ότι οργή θεήλατος και πυρ ήλθεν από τον ουρανόν και κατέφαγε τον θεόν σου και τον ναόν του όλον κατηνάλωσε. Λοιπόν εάν ήτο θεός, πως δεν εφυλάχθη»; Αποκριθείς δε προς αυτόν ο Παραβάτης λέγει· «Μήπως και συ, ανοσιώτατε, ως φαίνεται, μας εμπαίζεις εις ταύτα και καταγελάς, διότι σε εξεδίκησεν ο Θεός σου»; Λέγει προς αυτόν ο Άγιος· «Εγώ πάντοτε γελώ και καυχώμαι εις την εξολόθρευσιν των θεών σου, αφρονέστατε, και σεμνύνομαι και χαίρω εις τα παράδοξα, τα οποία καθ’ εκάστην θαυματουργεί ο Δεσπότης μου· την δε εκδίκησιν των βασάνων, την οποίαν μου δίδεις, εκεί θέλεις την δεχθή, εις την άλλην ζωήν, οπόταν σε καταλάβη το πυρ εκείνο και η αιώνιος κόλασις, αλλά και εδώ πάλιν εις ολίγον διάστημα με ήχον θέλει απολεσθή το μνημόσυνόν σου». Τότε εθυμώθη σφόδρα ο τύραννος και λέγει προς αυτόν· «Επειδή αγάλλεσαι εις αυτά, θα σου δώσω εγώ και άλλην ηδονήν δι’ αγάπην σου, αλλά από την καλωσύνην μου σε λυπούμαι και θέλω να σε αποσπάσω από την αγνωσίαν σου και να έλθης με σώφρονα λογισμόν να θυσιάσης εις τους αθανάτους θεούς, οίτινες σε εστόλισαν δια πολλών αρετών και μεγάλης τιμής ηξιώθης, και πλούτον πολύν απέκτησας, αλλά συ εφάνης προς τους ευεργέτας αχάριστος». Λέγει ο Μάρτυς· «Τι μαίνεσαι, παρανομώτατε, και επιχειρείς αγνώστως ανωφελή πράγματα; τας επαναστάσεις των βαρβάρων αφήκας, και τον πόλεμον της Περσίας, δια τον οποίον εσάλευσας όλην την οικουμένην, και έβαλες την σπουδήν σου όλην κατ’ εμού του δούλου του Θεού; Αποφάσισε να με θανατώσης με όποιον θάνατον θέλεις, διότι εγώ ούτε τους θεούς σου λατρεύω, ούτε εις τα προστάγματά σου πείθομαι». Ταύτα ο Παραβάτης ακούσας και θυμωθείς, εκάλεσε λατόμους οίτινες σχίζουσι τους λίθους, και λέγει προς αυτούς (δεικνύων συγχρόνως λίθον τινά μέγαν και σκληρότατον, όστις ήτο έναντι του θεάτρου): «Διαμοιράσατε εις δύο αυτήν την πέτραν, βάλετε την μίαν πλάκα εις την γην, και απλώσατε αυτόν επάνω· έπειτα ρίψατε το άλλο μέρος άνωθεν με ορμήν και βίαν μεγάλην, να συσφιγχθή δε καλώς εις το μέσον των δύο λίθων, ούτως ώστε να συντριβώσιν όλα τα οστά του, δια να μάθη με τα έργα τίνος εναντιώνεται, και ας απολαύση από τον Θεόν του βοήθειαν». Παρευθύς λοιπόν ετέλεσαν το πρόσταγμα του τυράννου, και τόσον έσφιγξαν οι λίθοι τον Άγιον, ώστε ήκουον οι περιεστώτες τον ήχον των συντριβομένων οστέων του, διερράγησαν δε όλα τα εντόσθιά του, οι οφθαλμοί του εχύθησαν, και συνετρίβη όλον το σώμα του. αλλά και εις τοσαύτην ανάγκην και οδύνας βασανιζόμενος, δεν ημέλησε την ωδήν του Θεού, και έλεγεν· «Εν πέτρα ύψωσάς με, ωδήγησάς με, ότι εγεννήθης ελπίς μου, πύργος ισχύος από προσώπου εχθρού (Ψαλμ. ξ: 3-4). Έστησας επί πέτραν τους πόδας μου, κατηύθυνας τα διαβήματά μου. Δέξαι λοιπόν, Υιέ Θεού Μονογενές, το πνεύμα μου και μη συγκλείσης με εις χείρας εχθρών». Έμεινε λοιπόν εις το μέσον των πετρών ο Άγιος ένα ημερονύκτιον· την δε επομένην ημέραν προσέταξεν ο τύραννος να άρωσι τον λίθον, νομίζων ότι συνετρίβη τελείως, και δεν είχε πλέον τινά πνοήν. Ως εξέβαλον όμως την επάνωθεν αυτού κειμένην πέτραν ηγέρθη όρθιος και πάντες εξεπλάγησαν, βλέποντες άνθρωπον γυμνόν, χωρίς οφθαλμούς, τας σάρκας του και τα οστά του λειοτριβημένα από τους λίθους, τα εντόσθιά του όλα εκβεβλημένα, και αυτόν να περιπατή (ω ξένου θεάματος!) και να συνδιαλέγηται προς τον τύραννον, ο οποίος και αυτός εθαύμασε βλέπων αυτόν ως τέρας τι εξαίσιον. Τότε ο βασιλεύς λέγει προς τους περιεστώτας· «Βλέπετε πράγμα καινόν και παράδοξον; Όντως φαρμακεύς και μάγος είναι ούτος ο άνθρωπος· ναι, μα τους ανικήτους και αθανάτους θεούς! Δεν επίστευον ποτέ να είναι ακόμη ζωντανός αυτός ο φονεύς, να περιπατή και να συνδιαλέγηται χωρίς τα μέλη του και τα εντόσθια· αλλά οι θεοί τον εφύλαξαν δια σωφρονισμόν πολλών αφρόνων, δια να φαίνηται θέαμα φοβερόν και φάντασμα εις εκείνους, οίτινες δεν προσκυνούσι το κράτος αυτών το υπερκόσμιον». Ταύτα ειπών, λέγει προς τον Μάρτυρα· «Ιδού, ταλαίπωρε, εστερήθης των οφθαλμών και πάντων των μελών, και έμεινες συντετριμμένος και άχρηστος. Λοιπόν ποίαν ελπίδα έχεις πλέον εις εκείνον εις τον οποίον ήλπιζες; Αλλά επικαλέσθητι την ευμένειαν των θεών, και πρόσελθε εις αυτούς, ίνα ίσως σε ελεήσωσι, και δεν σε παραδώσωσιν εις τας τιμωρίας του άδου». Ταύτα ακούσας ο Άγιος εμειδίασε, και λέγει εις τον τύραννον· «Οι θεοί σου να με κολάσωσι; Και πως θα φύγωσιν εκείνοι από την κόλασιν δια να κολάσωσιν άλλους; Δι’ εκείνους είναι ητοιμασμένον το πυρ το αιώνιον, του άδου ο τάρταρος και ο βρυγμός των οδόντων, μετ’ αυτών δε μέλλεις να παραδοθής και συ εις πυρ άσβεστον, και θα κολάζησαι ατελευτήτως, διότι τον Υιόν του Θεού κατεπάτησας, νομίζων κοινόν και ακάθαρτον το τίμιον αυτού και σωτήριον αίμα, το οποίον έχυσε δι’ ημάς, και ύβρισας το Πνεύμα της Χάριτος, δι’ ου ηγιάσθης· αλλ’ εις εμέ, δια τον μικρόν τούτον κόπον και την ολίγην τιμωρίαν, θέλουσι δοθή πολλαί δωρεαί, και στέφανοι νικητήριοι. Διατί όμως να συνομιλώ μετά σου, όστις παρεδόθης εις τους δαίμονας; Αναχώρησον από ημάς. Απόστηθι, εργάτα της ανομίας, διότι δεν έχει το φως κοινωνίαν τινά προς το σκότος. Ποίησον ει τινα απόφασιν θέλεις εναντίον μου, επειδή επληροφορήθης με λόγους και έργα, ότι εις το θέλημά σου δεν υποτάσσομαι». Ταύτα ακούσας ο Παραβάτης, και μη γινώσκων πλέον τι να πράξη εις αυτόν, έδωκε κατ’ αυτού την απόφασιν, λέγων· «Αφού ο Αρτέμιος εξηρνήθη την θρησκείαν των θεών, καταφρονήσας τους ημετέρους λόγους και των Ρωμαίων, και προετίμησεν αντί Ρωμαίου και Έλληνος να ονομάζηται Χριστιανός, και αντί δουκός και αυγουσταλίου να καλήται Γαλιλαίος, προστάσσω να κόψωσι δια ξίφους την μιαράν κεφαλήν του». Ταύτην λοιπόν την απόφασιν δεξάμενος ο Άγιος, εξήλθε χαίρων του βήματος και ηκολούθει προθύμως τους φονευτάς. Αφού δε έφθασαν εις τον τόπον της καταδίκης, τους παρεκάλεσε να του δώσωσιν ολίγην διορίαν, δια να κάμη προς Κύριον δέησιν. Ούτως ατενίζων προς τον ουρανόν είπε την ευχήν ταύτην: «Ευχαριστώ σοι, Θεέ μου, όστις με ενεδυνάμωσας τον ανάξιον δούλον σου να καταπατήσω τα κέντρα του διαβόλου, και να συντρίψω τας παγίδας, ας ητοίμασεν εις τους πόδας μου, και να καταισχύνω το πρόσωπον εκείνου, όστις αφήκε Σε, το φως του κόσμου, και ηκολούθησε το σκότος. Ευχαριστώ σοι, Μονογενές Υιέ του Πατρός, διότι ηξίωσάς με του βραβείου της άνω κλήσεως και του χορού των Αγίων σου, και ετελείωσάς με εις την ομολογίαν σου. Τώρα δε επικαλούμαι Σε, Δέσποτα, επίβλεψον επ’ εμέ, ίδε την ταπείνωσίν μου, και δος αναψυχήν εις τον πιστόν σου λαόν, διότι ησθένησεν. Ιδού οι εχθροί σου ηγέρθησαν και εβουλεύθησαν κατά των Αγίων σου λέγοντες· έλθετε να τους εξολοθρεύσωμεν δια να μη μείνη πλέον του Χριστού η ανάμνησις. Ταύτα καυχάται ο Ιουλιανός και βοά με βλάσφημον γλώσσαν, απειλών, Δέσποτα, τον λαόν σου, δια τον οποίον εξέχεας το τίμιον Αίμα σου. Ιδού τα θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν, το αγίασμά σου κατέκαυσαν, αφήρεσαν την ευπρέπειαν του οίκου σου, δια τας αμαρτίας ημών και το Αίμα της διαθήκης σου εξουθένωσαν. Αλλά Συ, μακρόθυμε Κύριε, στήσον την αγανάκτησίν σου, σβέσον τον θυμόν σου, τον οποίον ημείς εξεκαύσαμεν, παροργίζοντές σε τον φιλάνθρωπον, σύντριψον την υπερήφανον κεφαλήν της ειδωλολατρίας, ήτις ηγέρθη πάλιν τώρα, και εκινήθη κατά των δούλων σου· ρίψον και αφάνισον κατά γης τα πονηρά ταύτης νήπια υπό την αρραγή πέτραν της Σης ομολογίας και πίστεως, δια να Σοι προσφέρηται καθαρά και αμώμητος θυσία εις πάντα τόπον της Δεσποτείας σου, και να δοξάζηται το πανάγιον Όνομά σου, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, νυν και εις τους αιώνας». Ούτω προσηύξατο ο Άγιος και κλίνας τα γόνατα εποίησε τρεις μεγάλας μετανοίας κατά Ανατολάς, λέγων πάλιν· «Θεέ εκ Θεού, μόνε εκ μόνου, Βασιλεύ εκ Βασιλέως, όστις εν Ουρανώ καθεζόμενος εκ δεξιών του γεννήσαντός Σε Θεού και Πατρός ήλθες εις την γην δια την σωτηρίαν πάντων ημών, ο στέφανος εκείνων, οίτινες αθλούσι και πολεμούσιν ευσεβώς δια Σε, επάκουσόν μου του ταπεινού και αναξίου δούλου σου σήμερον, και δέξαι την ψυχήν μου εν ειρήνη, και ανάπαυσον αυτήν μετά των Αγίων σου». Τότε ήλθε φωνή ουρανόθεν λέγουσα· «Ήκουσεν ο Κύριος των ευχών σου, Αρτέμιε, και εχάρισέ σοι την χάριν των ιαμάτων. Σπεύσον λοιπόν να τελειώσης τον δρόμον σου, και να απολαύσης το βραβείον και την πληρωμήν των αγώνων σου». Ταύτα ακούσας ο μακάριος ενεπλήσθη την ψυχήν ηδονής, φανταζόμενος την τρυφήν και την δόξαν, την οποίαν έμελλε να απολαύση. Όθεν προσκλίνας την κεφαλήν χαίρων, δέχεται την πληγήν εις τας είκοσι του Οκτωβρίου· και αυτός μεν απήλθεν εις ουρανούς, ενώπιον του Χριστού, δια τον οποίον προθύμως έλαβε θάνατον, το δε σώμα και την κεφαλήν αφήκεν εις την γην, μεγάλην εις τους Χριστιανούς παρηγορίαν, ίαμα ψυχής τε και σώματος και πάσης επιβουλής και βλάβης λυτήριον. Γυνή δε τις φιλόχριστος, ονόματι Αρίστη, ήτις ήτο Διάκονος της εν Αντιοχεία Εκκλησίας, έλαβε το έγιον λείψανον και θέσασα αυτό εις θήκην εντίμως, το απέστειλεν εις το Βυζάντιον δια να κτίσωσιν Εκκλησίαν. Δεν ηδυνήθη όμως να επιτύχη του ποθουμένου, μόνον το εφύλαξαν εις τον Ναόν του Τιμίου Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου ως θησαυρόν πολύτιμον και αδαπάνητον, εις δόξαν του αληθινού Θεού ημών, ω πρέπει τιμή, κράτος, μεγαλωσύνη τε και μεγαλοπρέπεια, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Άξιον όμως και ωφέλιμον εις τους Χριστιανούς είναι να προσθέσωμεν εδώ και μερικών θαυμάτων του Αγίου την διήγησιν. Άνθρωπός τις έχων τα δίδυμά του πολλά εξωγκωμένα από κήλην (σπάσιμον), επήγεν εις τον Ναόν του Αγίου Αρτεμίου κλαίων και ζητών την ιατρείαν. Εκείτετο λοιπόν ο ασθενής εις το μέσον του Ναού επάνω εις στρώμα, και ολίγον υπνώσας βλέπει τον Άγιον Αρτέμιον εις τον ύπνον του λέγοντα προς αυτόν· «δείξον μου το πάθος σου». Ο δε έδειξε τον τόπον, όπου είχε το πάθος. Τότε ο Άγιος κύψας και πιάσας επιτήδεια με τας δύο του χείρας το σπάσιμον των διδύμων του, έσφιγξεν αυτό όσον ηδύνατο, ο δε ασθενής πονέσας μεγάλως και φωνάξας, «ουαί μοι», εξύπνησε και εύρε τον εαυτόν του υγιά δοξάζων τον Θεόν και τον Άγιον. Άλλος πάλιν έχων δύο κήλας (σπασίματα) εις τα δίδυμά του, επήγεν εις τον Άγιον Αρτέμιον και έκαμεν αγρυπνίαν, αποκαμών δε υπό της αγρυπνίας εκοιμήθη· και ιδού φαίνεται ο Άγιος εις αυτόν, και γυμνώσας το πάθος και ψηλαφήσας με τας χείρας του, εσφράγισεν αυτό με το σημείον του Σταυρού· έπειτα κεντήσας αυτόν εις την πλευράν έγινεν άφαντος. Ο δε ασθενής εξυπνήσας εύρεν εαυτόν υγιά, και εδόξασε τον Θεόν και τον Άγιον. Άλλος δε πάλιν, έχων υδροκήλην μεγάλην εις τα δίδυμά του, επήγεν εις τον Ναόν του Αγίου, παρακαλών αυτόν δια να τον ιατρεύση. Ο δε Άγιος, φανείς εις τον ύπνον του, έσχισε με μαχαίρια το πάθος του, και εχύθη ύλη πολλή και δυσώδης. Ο δε ασθενής εξυπνήσας, τον μεν εαυτόν του εύρεν υγιά, τα δε ενδύματά του και το έδαφος της γης εύρε πλήρες από υγρασίαν και δυσοσμίαν μεγάλην. Άλλος πάλιν νεωστί ελθών από την Αφρικήν, και ακούσας από Χριστιανόν τινα τα θαύματα του Αγίου Αρτεμίου, επίστευσεν αδιστάκτως. Όθεν επειδή αυτός είχε συγγενή εις την Αφρικήν πάσχοντα και κινδυνεύοντα από κήλην των διδύμων, έλαβεν όσα ήσαν επιτήδεια δια να κάμη αγρυπνίαν και επήγεν εις την Εκκλησίαν του Αγίου Αρτεμίου, ίνα παρακαλέση τον Άγιον δια τον συγγενή του· αφ’ ου δε ετελείωσε την αγρυπνίαν, έλαβεν έλαιον από την κανδήλαν του Αγίου και εγύρισεν εις την οικίαν εις την οποίαν έμενεν. Ο δε Άγιος Αρτέμιος κατά την νύκτα εκείνην, κατά την οποίαν ηγρύπνει ο Χριστιανός εις την Κωνσταντινούπολιν, ω του θαύματος! επήγεν εις την Αφρικήν, και σταθείς επάνω εις την κλίνην του πάσχοντος, λέγει προς αυτόν· «Επειδή ο συγγενής σου με παρεκάλεσεν υπέρ σου εις την Κωνσταντινούπολιν, δια τούτο από του νυν και εις το εξής ας είσαι υγιής». Ο δε ασθενής εξυπνήσας εύρε τον εαυτόν του υγιά εν αληθεία· όθεν και δόξαν απέδωκεν εις τον Θεόν. Επειδή όμως δεν εγνώριζε ποίος ήτο ο χαρίσας εις αυτόν την υγείαν, ηγάπα να μάθη το όνομά του· όθεν γράφει εις τον συγγενή του εκείνον, όστις παρεκάλεσε περί αυτού τον Άγιον Αρτέμιον και του φανερώνει, ποίαν ημέραν εφάνη εις αυτόν ο Άγιος και πως ιάτρευσεν αυτόν με τελειότητα. Ο δε συγγενής του ταύτα μαθών, ηννόησεν ότι κατ’ εκείνην την νύκτα, κατά την οποίαν έγινεν η αγρυπνία εις την Κωνσταντινούπολιν, κατ’ εκείνην την ιδίαν ιάτρευσεν ο Άγιος τον συγγενή του εις την Αφρικήν, και μεγάλως εθαύμασεν. Όθεν επήγε πάλιν εις τον Ναόν του Αγίου και έδωκεν εις αυτόν την πρέπουσαν ευχαριστίαν, διηγούμενος και το θαύμα εις τους εκεί παρόντας· ακολούθως δε έγραψεν εις τον συγγενή του πως ηκολούθησεν η υπόθεσις και ότι ο τούτον ιατρεύσας είναι ο Άγιος Αρτέμιος. Άλλος Χριστιανός, έχων βάρος ανυπόφορον εις τα δίδυμα, εζήτει την ιατρείαν· ο δε Άγιος Αρτέμιος εφάνη εις τον ύπνον του και λέγει προς αυτόν· «Αδελφέ, ύπαγε εις τον γείτονά σου Ιωάννην τον χαλκέα και βάλε την κήλην των διδύμων σου επάνω εις τον άκμονά του και εάν εκείνος κτυπήση αυτήν δυνατά με το πυρωμένον σφυρίον του, ευθύς θα ιατρευθής». Ο δε ασθενής εφοβείτο να κάμη τούτο, ως οδυνηρόν. Όθεν πάλιν εφάνη ο Άγιος εις αυτόν και πάλιν του λέγει τα αυτά, ο δε ασθενής πάλιν εφοβείτο να κάμη τούτο. Τότε ο Άγιος και τρίτον φανείς εις αυτόν του λέγει· «Πίστευσόν μοι, αδελφέ, ότι αν δεν κάμης τούτο, όπερ σου είπον, ποτέ δεν θα ιατρευθής». Ο δε ασθενής, θέλων και μη θέλων, εξ ανάγκης επήγεν εις τον χαλκέα, και έβαλε το σπάσιμόν του επάνω εις τον άκμονα εκείνου. Βλέπων δε το πεπυρωμένον σφυρίον ότι κατέβαινεν επάνω εις το σπάσιμόν του, ετραβήχθη οπίσω από τον φόβον του και, ω του θαύματος! ευθύς το σπάσιμον ηφανίσθη και το σφυρίον εκτύπησεν επάνω εις τον ξηρόν άκμονα. Εθαύμασαν δε και οι δύο, ο τε χαλκεύς και ο ασθενής δια το παράδοξον αυτό θαύμα. Όθεν και οι δύο εδόξασαν και ηυχαρίστησαν εξ όλης καρδίας τον Θεόν, όστις εδόξασε τόσον τον Μάρτυρά του, τον μέγαν Αρτέμιον. Αλλά και άλλος Χριστιανός, λαβών με πίστιν θερμήν έλαιον και κηρία, επήγαινεν εις τον Ναόν του Αγίου Αρτεμίου, καθ’ οδόν δε ηρωτήθη από ένα ράπτην, που υπάγει· ο δε Χριστιανός μετ’ ευλαβείας απεκρίθη· «Υπάγω εις τον Ναόν του Αγίου Αρτεμίου να προσευχηθώ». Καθώς δε επροχώρησεν ολίγον, φωνάζει πάλιν ο ράπτης και λέγει· «Αδελφέ, όταν επιστρέψης από τον Άγιον Αρτέμιον, φέρε μου μίαν κήλην των διδύμων». Έλεγε δε τούτο περιγελών τον Άγιον, διότι ιατρεύει τα σπασίματα των διδύμων· ο δε Χριστιανός, χωρίς να φροντίση δια τον φλύαρον λόγον του ράπτου, επήγεν εις τον Ναόν του Αγίου· αφού δε ετελείωσεν η θεία Λειτουργία, ανεχώρησε δια τον οίκον του. περιπατούντος δε αυτού εις τον δρόμον, ήρχισαν να καταβαίνωσι τα δίδυμά του, και επειδή εκατέβησαν πολύ και το σπάσιμόν του ηυξήθη, ηννόησεν ότι δια τον περιγελαστικόν λόγον εκείνον του ράπτου έπαθε το πάθος αυτό. Όθεν μόλις και μετά βίας ηδυνήθη να φθάση έως το εργαστήριον του ράπτου, άπνους σχεδόν από τους πόνους και άφωνος. Κατηγόρει λοιπόν ο Χριστιανός εκείνος τον ράπτην και εδείκνυε το σπάσιμον, εβεβαίωνε δε, ότι κατ’ άλλον τρόπον δεν ήθελε πάθει τούτο, αν αυτός δεν έλεγε τας φλυαρίας εκείνας και τα άξια γέλωτος λόγια· όθεν εκ τούτου ήλθον και οι δύο εις λογομαχίας και έριδας. Οι δε παρευρεθέντες εκεί ηρώτων να μάθωσι την αιτίαν του πάθους· θέλων δε να δείξη καθαρώς την αλήθειαν, ότι με υπερβολήν ηδικήθη από τον ράπτην, εσήκωσε με θυμόν τα φορέματά του, δια να δείξη εις τους ορώντας το σπάσιμον όπερ έπαθε και, ω του θαύματος! αυτός μεν εύρεν εαυτόν υγιά, ο δε ράπτης εφώναζεν «ουαί μοι!» και έδειξεν εις όλους το σπάσιμον των διδύμων, όπερ τότε παρευθύς συνέβη εις αυτόν. Όλοι λοιπόν οι παρευρεθέντες, ιδόντες το αιφνίδιον του σπασίματος και ότι από τον Χριστιανόν εκείνον μετέβη το πάθος εις τον ράπτην, έγιναν έκθαμβοι· και εις μεν τον Θεόν και τον τούτου Μάρτυρα Αρτέμιον ανέπεμπον δόξαν και ευχαριστίαν, εις δε τον ράπτην έλεγον· «Μη λυπείσαι, αδελφέ· δικαία είναι η κρίσις του Θεού, διότι εκείνο όπερ εζήτησες, εκείνο και έλαβες· σπάσιμον εζήτησες, σπάσιμον και έλαβες». Τοιουτοτρόπως δοξάζει και εις την παρούσαν ζωήν ο Θεός τους θεράποντάς του, καθώς εδόξασε και τον Άγιον τούτον Μεγαλομάρτυρα Αρτέμιον, ου ταις αγίαις πρεσβείαις ρυσθείημεν και ημείς από παντός κινδύνου και αξιωθείημεν της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΑ΄ (21ην) του Οκτωβρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΙΛΑΡΙΩΝΟΣ του Μεγάλου.

Δημοσίευση από silver »


Ιλαρίων ο μέγας Πατήρ ημών εγεννήθη εις χώραν τινά της Παλαιστίνης απέχουσαν από την Γάζαν στάδια τεσσαράκοντα πέντε εν έτει 293. Το μέγα τούτο θαύμα της ερήμου ανέθαλεν ως ρόδον εξ ακανθών από γονείς απίστους και Έλληνας, οίτινες έχοντες πόθον να γίνη ο υιός των σοφός, τον έστειλαν να σπουδάση εις Αλεξάνδρειαν. Τούτο δε εγένετο εκ θείας Προνοίας, δια να γνωρίση ο νέος την αληθή πίστιν του Δεσπότου Χριστού και να απαρνηθή τα είδωλα, καθώς και εγένετο, επειδή ήτο φρόνιμος και εύτακτος από νεαράς ηλικίας, και ουδαμώς επήγαινε να ίδη ιπποδρόμια ή κυνήγια ή θέατρα, κατά την των νέων συνήθειαν, αλλά το εναντίον επόθει πολύ τον τραχύν βίον και ωρέγετο την σκληραγωγίαν. Δεν έλειπε δε και από τας συνάξεις και ακολουθίας των Χριστιανών, εις τας οποίας, αν και νέος, ίστατο με τόσην ευλάβειαν, ευταξίαν και σεμνοπρέπειαν, ως να ήτο πρεσβύτερος. Ως φρόνιμος λοιπόν και συνετός εγνώρισε την αλήθειαν και αρνησάμενος την ασέβειαν εβαπτίσθη και επολιτεύετο βίον ενάρετον και θαυμάσιον. Ακούων δε την καλήν φήμην του Μεγάλου Αντωνίου, είχε πολύν πόθον να τον ίδη και εθέλγετο η καρδία του από την προς εκείνον αγάπην του. Απήλθε λοιπόν εις την έρημον, και ιδών αυτόν εγνώρισεν, ότι μεγαλύτερος ήτο ο Αντώνιος εις τα έργα και εναρετώτερος, παρ’ όσον τον εκήρυττον οι άνθρωποι. Ο δε Άγιος Αντώνιος στοχαζόμενος το ελεύθερον της γνώμης και την γενναιότητα της ψυχής του παιδός και προβλέπων, δια των προορατικών οφθαλμών του, οποίος θέλει αποβή εις την αρετήν ο Ιλαρίων, τον έκειρε Μοναχόν μετά δύο ημέρας και έμεινεν εις την συνοδείαν του· όθεν στοχαζόμενος ακριβώς την θαυμαστήν πολιτείαν του Αντωνίου, τας αγρυπνίας, τας προσευχάς, την εγκράτειαν, την ταπείνωσιν, την φιλοξενίαν και τας λοιπάς αρετάς, εσπούδαζεν όσον ηδύνατο να τον μιμηθή, καθ’ ημέραν δε εγίνετο εις τους πνευματικούς αγώνας θερμότερος. Βλέπων δε ο Μέγας Αντώνιος τόσον πλήθος ανθρώπων, οίτινες ήρχοντο εις επίσκεψιν αυτού και του έδιδον πολλήν ενόχλησιν, ηθέλησε να αναχωρήση εις την εσωτέραν έρημον και λέγει προς τον Ιλαρίωνα: «Επίμεινον, τέκνον, εις την ευσέβειαν και εις τους πόνους των αρετών έως τέλους, και δια τον κόπον της καρτερίας σου θέλεις τρυγήσει την ουράνιον Βασιλείαν, ως ώριμον καρπόν και γλυκύτατον». Ταύτα λέγων έδωσεν εις αυτόν χιτώνα τρίχινον και επανωφόριον δερμάτινον και τον έστειλε με τινας αδελφούς να απέλθη εις την πατρίδα του. Έπειτα αυτός μεν εισήλθεν εις τα ενδότερα της ερήμου, ο δε Ιλαρίων επέστρεψεν εις την Παλαιστίνην, και ευρών τους γονείς του τεθνηκότας διεμοίρασεν όλον τον πλούτον, τον οποίον εκληρονόμησεν, εις πένητας και ούτε ελάχιστον αργύριον εκράτησεν, αλλά μόνον τον ουράνιον πλούτον επόθησεν. Όθεν εξήλθεν ελεύθερος πάσης φροντίδος γηϊνης, γεγυμνωμένος των σωματικών ορέξεων και της προσπαθείας του κόσμου και ενδεδυμένος τον Δεσπότην Χριστόν, τον οποίον εξ όλης καρδίας επόθησεν. Ευρών λοιπόν μικρόν σπήλαιον απέχον 52 στάδια του Εμπορίου, εις τόπον καλούμενον Μαϊουμάν, κατώκησεν εκεί. Ούτος όμως ο τόπος ήτο διατριβή και καταγώγιον ληστών. Όθεν οι φίλοι τον εσυμβούλευον να αναχωρήση εκείθεν, δια να μη τον κακοποιήσωσιν. Εκείνος όμως απεκρίνατο ιλαρώς: «Όσοι φοβούνται τον θάνατον της ψυχής, δεν δειλιώσιν ουδόλως τον σωματικόν, όποιος δήποτε και αν είναι και οποθενδήποτε αν επέλθη». Ήτο δε το ένδυμα αυτού τρίχινον, η στρωμνή του το έδαφος της γης και το δερμάτινον εκείνο επανωφόριον, όπερ του έδωκεν ο Μέγας Αντώνιος, η δε τροφή του σύκα δεκαπέντε, τα οποία έτρωγεν όταν έκλινεν η ημέρα. Ταύτα βλέπων ο μισόκαλος δαίμων έτριζε τους οδόντας από τον φθόνον του, διότι νεανίας δεκαπέντε ετών, όπως ήτο τότε ο Ιλαρίων, είχε τόσην αρετήν και φρόνησιν. Έδωκε λοιπόν εις αυτόν πολλούς και διαφόρους πολέμους κατά νουν και διάνοιαν περί ποικίλων αμαρτημάτων, δοκιμάζων ο παμπόνηρος να τον ρίψη εις κανέν πάθος και μάλιστα εις το της πορνείας, δια την οποίαν του έδωκε χαλεπώτατον πόλεμον, ενθυμίζων εις αυτόν ρυπαρούς λογισμούς και διανοήματα άτοπα, καθώς έχει πάντοτε συνήθειαν να πολεμή δυνατά τους νέους ο αλιτήριος. Αλλά ο αθλητής και όντως στρατιώτης Χριστού αντηγωνίζετο και όσον έβλεπε τας προσβολάς και ήρχοντο, τοσούτον και αυτός ενήστευε περισσότερον και εβασάνιζε το σώμα με πείναν και δίψαν και κόπους πολλούς, σκάπτων τον κήπον και ποιών άλλας υπηρεσίας βαρείας, δια να εξασθενίζη την δύναμιν και πάλιν το περισσότερον διάστημα της νυκτός προσηύχετο μετά δακρύων και τύπτων το στήθος επεκαλείτο την εξ ύψους βοήθειαν. Έτρωγε δε ο μακάριος μόνον χόρτα άγρια άπαξ εντός τριών ημερών, τόσον ώστε να μη αποθάνη από την άμετρον εγκράτειαν και ούτως ενίκησε τον αντίπαλον, ο οποίος ιδών, ότι δεν ηδύνατο να τον αιχμαλωτίση εν τη πάλη της προσβολής, έρχεται ο δεινός με ποικιλωτέραν απάτην δεικνύων κατά φαντασίαν εντεύθεν μεν γυναίκας και παιδία μικρά, εκείθεν δε λέοντας και άλλα θηρία. Και αι μεν γυναίκες και τα παιδία έκλαιον, τα δε θηρία εφώναζον δια να τον εκφοβίσωσι να φύγη από την έρημον. Ήτο δε τότε νυξ πανσεληνοφώτιστος και βλέπων αυτά ο Όσιος και ακούων τους κτύπους και την σύγχυσιν, εγνώρισεν ότι ήσαν δαίμονες· όθεν καθωπλίσθη καθ’ όλον το σώμα ως στρατιώτης με το όπλον του Σταυρού και προσηύχετο. Τότε βλέπει, ότι σχισθείσα η γη κατέπιε τα άρματα, τους ίππους και τους αναβάτας, οίτινες έτρεχον κατεπάνω του και όλα τα οραθέντα έγιναν άφαντα· όθεν ο Όσιος έψαλλε την ωδήν του Μωϋσέως αγαλλιώμενος. Αλλά καίπερ ούτως ηττηθείς ο εχθρός, πάλιν δεν έπαυσεν, αλλά και γυναίκας γυμνάς του εδείκνυεν εις το όραμά του, αλλά και εν εγρηγόρσει, αι οποίαι παρεκίνουν αυτόν εις ηδονήν. Όταν δε πάλιν ενήστευεν, εδείκνυον εις αυτόν διάφορα φαγητά, δια να ορεχθή να φάγη. Εις την προσευχήν πάλιν εφαίνετο εις αυτόν άλλοτε μεν ως λύκος, άλλοτε δε ως αλώπηξ, αλλά και μυρία είδη και σχήματα θηρίων διαφόρων υποκρινόμενος· και άλλα έπαιζαν και έτερα τον ηπείλουν, δια να τον ενοχλώσιν εις την ακολουθίαν και να γίνηται αμελέστερος. Ο δε Όσιος έκτισεν έξω του σπηλαίου μικράν καλύβην, εις το πλάτος πόδας τέσσαρας και εις το ύψος τρεις πήχεις, εις την οποίαν εισήλθεν όταν ήτο δεκαέξ ετών και διέμεινεν εις αυτήν έως ου έγινεν είκοσιν ετών, καταφλεγόμενος υπό του ηλίου τον καιρόν του θέρους και πάλιν τον χειμώνα από τον πάγον και το ψύχος βασανιζόμενος. Στρωμνήν είχε ψίαθον και τον τρίχινον εκείνον χιτώνα δεν ήλλαξεν, ούτε έπλυνεν, έως ου εσάπη. Άπαξ δε του έτους έκοπτε τας τρίχας της κεφαλής του, ήτοι την λαμπροφόρον ημέραν της Αναστάσεως. Εις την αρχήν της αναχωρήσεως αυτού, καθώς είπομεν, έτρωγε δέκα πέντε σύκα την ημέραν και όταν είχε πόλεμον εις την σάρκα, έτρωγεν ολιγώτερα και τινα χορτάρια έως το εικοστόν έτος της ηλικίας του. Από του εικοστού έως του εικοστού τετάρτου έτρωγεν ολίγην φακήν βεβρεγμένην. Από του εικοστού τετάρτου έως του εικοστού εβδόμου έτους έτρωγεν άρτον ξηρόν και άλας, από τούτου δε έως του τριακοστού ρίζας καλάμων και χορτάρια άγρια· έκτοτε δε έως του τριακοστού ογδόου έτρωγεν άρτον κρίθινον εξ ουγγίας καθ’ ημέραν. Έλαιον δε ουδόλως εγεύθη έως του καιρού αυτού, αλλά μόνον με άλας έτρωγε τα λάχανα. Από δε την άμετρον εγκράτειαν εβλάβη το φως του και δεν έβλεπεν ευκρινώς, όχι δε μόνον τούτο, αλλά έπαθε και λειχήνας εις την σάρκα· όθεν έκτοτε έβαλεν έλαιον εις τα λάχανα έως ου έγινεν εξήκοντα ετών. Από τα εξήκοντα έως τα ογδοήκοντα δεν έφαγεν άρτον ουδόλως, από δε τα ογδοήκοντα έως τέλους έτρωγε πέντε ουγγίας άρτου και λάχανα εψημένα με άλευρον· όσπρια δε ή οπωρικά ή άλλην τροφήν ουδόλως όλον τον καιρόν της ζωής αυτού δεν εγεύθη, ούτε εχάλασε ποτέ την ενάτην δι’ ασθένειαν ή παρουσίαν ανθρώπων, αλλά πάντοτε έτρωγεν μετά την δύσιν του ηλίου, ώστε πάντες εθαύμαζον, πως δεν ήλλαξεν ουδόλως τον κανόνα του, ούτε όταν ήτο εξησθενημένος, ούτε καν εις το γήρας του. Αλλά ας έλθωμεν και εις τας θαυματουργίας και τα κατορθώματά του, διότι δια να είπωμεν περί της εγκρατείας αυτού προελάβομεν την διήγησιν και εγράψαμεν τα ύστερα πρότερον. Όταν ήτο ετών δέκα οκτώ και ευρίσκετο εις την καλύβην, επήγαν λησταί να τον ληστεύσωσι και βασανιζόμενοι όλην την νύκτα δεν ηδυνήθησαν να τον εύρωσι, διότι ο Κύριος τους ετύφλωσε και δεν τον έβλεπον. Αφ’ ου δε εξημέρωσε, τον είδον έμπροσθεν αυτών και εθαύμασαν εκπληττόμενοι, διότι τον είχον σχεδόν εις τας χείρας και δεν τον έβλεπον· όθεν ηννόησαν ότι ήτο η δύναμις του Θεού, ήτις τους ημπόδιζε να τον εύρωσιν. Είπον λοιπόν προς αυτόν, ως να εμετεωρίζοντο· «Εάν ήρχοντο κλέπται να σε εύρωσι, τι θα έκαμνες»; Ο δε πράως και ιλαρώς απεκρίθη: «Ο γυμνός ληστάς δεν φοβείται». Οι δε πάλιν είπον προς αυτόν: «Εάν δεν έχης τίποτε να σου κλέψωσι και σε φονεύσωσιν»; Ο δε Όσιος απεκρίνατο: «Όστις είναι έτοιμος να αποθάνη, δεν φοβείται τον θάνατον». Ταύτα ακούσαντες οι λησταί κατενύγησαν θεία Χάριτι και ομολογήσαντες την ανομίαν αυτών έλαβον υπ’ αυτού συγχώρησιν, υποσχεθέντες να διορθώσωσι την διαγωγήν των. Γυνή δε τις ήτο ύπανδρος χρόνους δέκα πέντε και την ωνείδιζεν ο ανήρ της, διότι ήτο στείρα· όθεν εξελθούσα της πατρίδος της Ελευθερουπόλεως, απήλθεν εις την έρημον και πίπτουσα εις τους πόδας του Ιλαρίωνος τον παρεκάλει μετά δακρύων να την ελεήση, να αποκτήση παιδίον. Ο δε Όσιος ιδών αυτήν εξαίφνης δυσηρεστήθη, διότι ουδόλως ήθελε να ίδη γυναίκα. Επειδή δε την εδίωκε να φύγη, ωδύρετο η γυνή περισσότερον λέγουσα: «Ποίησον έλεος εις εμέ την ταλαίπωρον και μη βδελυχθής, αλλά ενθυμούμενος ότι εκ γυναικός εσαρκώθη ο Κύριος, βοήθησόν μοι, να αποκτήσω κληρονομίαν, δια να μη με ατιμάζη ο ανήρ μου». Ο δε ταύτα ακούσας την ελυπήθη, και λέγει προς αυτήν: «Ύπαγε εις τον οίκον σου και ο Κύριος να δώση το ζήτημα της καρδίας σου». Αύτη λοιπόν απήλθεν εις τον άνδρα της χαίρουσα. Ο δε Όσιος εποίησε προς Κύριον δέησιν υπέρ αυτής και εντός ολίγων ημερών συνέλαβεν εν γαστρί και αφού εγέννησε και εγένετο το παιδίον ενός έτους, το έφερεν εις τον Άγιον και πολλάς ευχαριστίας του εποίησεν. Ο δε, ευλογήσας αυτό, εποίησεν ευχήν να το περισκέπη ο Θεός και να το φωτίση να γίνη ενάρετος άνθρωπος. Ήτο δε ο Όσιος ετών τριάκοντα τριών, όταν εποίησε το πρώτον αυτό θαυματούργημα. Ετέρα δε τις γυνή επάρχου τινός Ελπιδίου ονόματι, συγκλητική την αξίαν, Αρισταινέτη καλουμένη, ευλαβής και φοβουμένη τον Θεόν, απήλθε με το άνδρα της και τρεις παίδας που είχε, να ίδωσι τον Μέγαν Αντώνιον. Αφού επέστρεψαν εις την Γάζαν, ησθένησαν βαρέως τα τέκνα της, τόσον ώστε ο ιατρός δεν ηδύνατο να τα θεραπεύση. Έχουσα λοιπόν η ευσεβής γυνή δι’ αυτό μεγάλην θλίψιν και ακούσασα την φήμην του Ιλαρίωνος, απήλθεν ουχί ως ευγενής και πλουσία μετά φαντασίας πολλής κατά την αξίαν της, αλλά ταπεινά μετά δύο γυναικών και πίπτουσα εις τους πόδας αυτού τον ώρκιζεν εις τον Θεόν, χέουσα τα δάκρυα ως ποταμόν και δεομένη τούτου, να κοπιάση να έλθη έως της Γάζης, το μεν ίνα επισκεφθή τα τέκνα της, το δε δια να λυτρώση τους κατοικούντας εκεί Έλληνας από την ειδωλολατρίαν. Τούτο μάλιστα τον εβίασε και έστερξε να υπάγη, ενώ ποτέ δεν εξήλθεν από το κελλίον του. Αφού λοιπόν ο ήλιος εβασίλευσεν, απήλθεν εις την πόλιν και έβαλε τας χείρας του εις τους ασθενείς, επικαλούμενος το παντοδύναμον του Δεσπότου Όνομα, το φοβερόν εις τας νόσους και τους δαίμονας, και παρευθύς, ω του θαύματος! ίδρωσαν τόσον οι ασθενείς, ως να τους είχον βρέξει εις την θάλασσαν, έπειτα ηγέρθησαν υγιείς και έφαγον. Ευχαριστήσαντες λοιπόν οι γονείς τον Όσιον, καθώς έπρεπεν, εδόξαζον τον Θεόν. Η φήμη της θαυματουργίας ταύτης διεδόθη εις όλην την πόλιν και τα περίχωρα και προσελθόντες από διαφόρους τόπους οι ασθενείς ελάμβανον την ποθουμένην υγείαν αφθόνως και χωρίς πληρωμήν. Τούτο έγινεν αιτία, ώστε πολλοί Έλληνες εβαπτίσθησαν και πολλοί Χριστιανοί εγκατέλειπον τον κόσμον, γινόμενοι μιμηταί αυτού εις την άσκησιν, ήρχισε δε έκτοτε να συνηθίζεται και η Μοναχική πολιτεία, εν ω κατά τον καιρόν εκείνον ουδόλως υπήρχε Μοναστήριον, ούτε εις άλλον τινά τόπον υπήρχε τις Αναχωρητής, ειμή μόνον ο Μέγας Αντώνιος γέρων και οι μετ’ αυτού εις την Αίγυπτον, και ο νέος την ηλικίαν Ιλαρίων εις την Παλαιστίνην, οίτινες ήσαν ως δύο στρατηλάται του επουρανίου Βασιλέως, πολεμούντες ανδρείως κατά του δαίμονος και αρπάζοντες πολλάς ψυχάς εκ των χειρών αυτού τας καθωδήγουν προς τον σωτήριον έρωτα. Ετέρα τις γυνή ήτο επί δύο έτη τυφλή και εξοδεύσασα όλον τον πλούτον της εις ιατρούς δεν είδεν ωφέλειάν τινα. Ελθούσα λοιπόν εις τον Όσιον εζήτει βοήθειαν. Ο δε είπε προς αυτήν: «Εάν τα χρήματα, τα οποία εδαπάνησας εις ιατρούς, τα έδιδες ελεημοσύνην εις τους πτωχούς, ήθελες λάβει την θεραπείαν». Ταύτα ειπών ευσπλαγχνίσθη αυτήν και μιμούμενος τον Διδάσκαλον έπτυσεν εις τους οφθαλμούς της και παρευθύς εφωτίσθη η πρώην τυφλώττουσα. Μετά ταύτα του έφεραν στρατιωτικόν τινα ηνίοχον (ήτοι αμαξηλάτην) από την Γάζαν, σηκωτόν εις τον κράββατον, τον οποίον επλήγωσεν ο δαίμων και εκείτετο παραλυτικός και όλως ακίνητος. Ο δε Άγιος είπε προς αυτόν· «Εάν δεν πιστεύσης εις τον Χριστόν και δεν αφήσης το επιτήδευμα του ηνιόχου, δεν θεραπεύεσαι». Ο δε έταξε να ποιήση αμφότερα αυτά, να βαπτισθή και να μη πορεύηται πλέον εφ’ αμάξης εις πόλεμον και ούτως εγένετο υγιής ψυχή τε και σώματι. Εις την περιοχήν των Ιεροσολύμων ήτο ισχυρός τις νεανίσκος και ανδρείος τόσον, ώστε ηδύνατο να φέρη δεκαπέντε μόδια σίτου και εκενοδόξει, διότι είχε τοσαύτην δύναμιν. Ούτος εδαιμονίσθη από θείαν παραχώρησιν και τόσον ήτο δυνατός εκ συνεργείας δαιμονικής και εκ φύσεως, ώστε δεν ηδύναντο οι συγγενείς του να τον κρατώσι δεδεμένον, αλλ’ έκοπτε τας αλύσεις, συνέτριβεν ως ξύλα τα σίδηρα, έρριπτε τας θύρας και εξερχόμενος έξω επετίθετο καθ’ όσων απήντα εις τας οδούς και άλλου μεν έκοπτε την ρίνα, άλλου τα χείλη ή τα ώτα, άλλων δε έτρωγε τας χείρας ή τους πόδας· όθεν συναχθέντες όλοι οι γείτονες επενόησαν τρόπον και δέσαντες αυτόν με αλύσεις και σχοινία, τον έφεραν εις το Μοναστήριον του Ιλαρίωνος, όστις λαβών αυτόν εκ της χειρός ήγειρε λέγων: «Εις το όνομα του Δεσπότου Χριστού, να είσαι υγιής από της σήμερον». Και ευθύς ο μεν δαίμων εξήλθεν έντρομος, ο δε νέος έμεινεν ελεύθερος παντός κακού και απήλθεν εις την οικίαν αυτού ευχαριστών τον Άγιον και ευλογών και δοξάζων τον φιλάνθρωπον Κύριον. Άρχων τις μέγας εκ πόλεως Αχιλλείας, ήτις είναι πλησίον της Ερυθράς Θαλάσσης, συγκλητικός την αξίαν, Ωρίων ονομαζόμενος, είχεν έσωθέν του ουχί ένα δαίμονα, αλλά πολλούς, οίτινες έθλιβον αυτόν και χαλεπώς εβασάνιζον. Οι συγγενείς του λοιπόν βλέποντες, ότι δεν υπήρχεν ουδεμία θεραπεία δι’ αυτόν, τον έφεραν δεδεμένον εις τον Άγιον όπως τον θεραπεύση. Οι δε δαίμονες, ιδόντες αυτόν, εξηγρίωσαν περισσότερον τον Ωρίωνα τόσον, ώστε έσπασε τα δεσμά και διαφυγών από τας χείρας εκείνων, οίτινες εκράτουν αυτόν, ερρίφθη κατά του Αγίου και τον ύψωσεν επί του ώμου αυτού. Οι δε περιεστώτες εταράχθησαν, φοβούμενοι μήπως ρίψη τον Όσιον κατά γης και τον συντρίψη, διότι ήτο εξηντλημένος από την πολλήν εγκράτειαν και τους λοιπούς πόνους της ασκήσεως. Ο Άγιος όμως εμειδίασε και είπεν εις αυτούς: «Μη φοβείσθε, άφετε τον αντίπαλον να πολεμή κατ’ εμού». Ούτως είπε και αρπάσας τον Ωρίωνα από τας τρίχας της κεφαλής τον έσεισεν ολίγον και τον έρριψεν εις την γην ως νήπιον, έπειτα σφραγίσας αυτόν και ευξάμενος εδίωξε τους πονηρούς δαίμονας και ήγειρε τον ασθενή σωφρονισθέντα και αποδίδοντα προς τον Θεόν τα ευχαριστήρια. Απελθών λοιπόν ο θεραπευθείς εις τον οίκον αυτού, επέστρεψεν εντός ενός έτους προς τον Άγιον μετά της γυναικός και των τέκνων αυτού φέροντες εις αυτόν αρκετά αργύρια προς ευχαριστίαν της θεραπείας του. Ο δε Όσιος ηυχαρίστησε μεν την αγαθήν γνώμην και προαίρεσιν αυτού, πλην δεν εδέχθη ουδαμώς τα αργύρια, αλλά του είπε να τα διαμοιράση εις πένητας. Τούτο δε είπεν ο Όσιος δια να ωφελήση διττώς τους περιεστώτας, ήτοι αφ’ ενός μεν δια να παρακινήση αυτούς εις ευποιϊαν και έλεος προς τους πτωχούς, αφ’ ετέρου δε δια να στηρίξη αυτούς με το λαμπρόν τούτο παράδειγμα και να γνωρίσωσιν, ότι όστις πλουτίση εις τον Θεόν και τον αποκτήση εις την καρδίαν του, ούτε χρήματα χρειάζεται ούτε άλλο τι γήϊνον. Ευλαβηθείς λοιπόν ο Ωρίων την αρετήν του Οσίου ανεχώρησε, λαβών την ευλογίαν παρ’ αυτού και επορεύθη εις την οικίαν του. Λατόμος τις, Ζανανός ονομαζόμενος, έκοπτε λίθους εκεί πλησίον εις το Μοναστήριον του Αγίου, ότε αίφνης έμεινε παράλυτος. Τούτον ήγειραν οι σύντροφοί του και τον έφεραν εις το Μοναστήριον. Ο δε Όσιος, ευθύς ως έθεσε τας χείρας επ’ αυτόν και εποίησε προσευχήν, ευθύς ιάτρευσεν αυτόν και απήλθε πάλιν εις το εργόχειρον. Στρατηγός τις, Χριστιανός την θρησκείαν, Ιταλικός καλούμενος, ετέλει ιπποδρόμιον εκείνας τας ημέρας, κατά τους νόμους των αρχόντων. Έμελλε δε να πολεμήση κατ’ αυτού ασεβής τις, όστις προσεκύνει το είδωλον Μανάν και δια των μαντειών εποίησεν αδρανή και ακίνητα τα άλογα του Ιταλικού και τους ηνιόχους. Αυτός δε ενίκα και ηλαζονεύετο περιπαίζων και χλευάζων τον Ιταλικόν, καθώς και οι λοιποί Έλληνες, λέγοντες προς λοιδορίαν προς αυτόν: «Που είναι η βοήθεια του Θεού σου»; Και έτερα. Απελθών λοιπόν προς τον Όσιον περίλυπος είπεν εις αυτόν τα γενόμενα, ζητών βοήθειαν. Ο δε Άγιος δεν είχε προθυμίαν να δεηθή δι’ αυτόν προς τον Θεόν, αναλογιζόμενος ότι δεν ήτο πρέπον να εύχηται προς τον Θεόν δια τόσον μηδαμινά πράγματα. οι δε περιεστώτες παρεκάλουν αυτόν να βοηθήση αυτόν, επειδή εβλασφήμουν οι Έλληνες τον Χριστόν, ότι δεν ηδύνατο να δώση εις αυτόν την νίκην. Πείθεται λοιπόν ο μέγας Ιλαρίων και γεμίζει ύδωρ το οστράκινον αγγείον, με το οποίον έπινε και το έδωσεν εις τας χείρας του. Ο δε λαβών αυτό, εκύτταξε μέσα εις το νερόν και βλέπειτα άλογα, τους ηνιόχους και εαυτόν δεδεμένον από μαγείαν των εναντίων. Λέγει δε εις αυτόν ο Άγιος: «Ύπαγε και ράντισον με το ύδωρ αυτό όσους ανθρώπους και άλογα βλέπεις εκεί εντός, ποιών το σημείον του ζωοποιού Σταυρού πρότερον». Ο δε ευχαριστήσας τον Άγιον απήλθε και ποιήσας ως διετάχθη, ενίκησε τους εχθρούς του, οίτινες έμειναν κατησχυμμένοι και πολλοί των περιεστώτων επίστευσαν εις τον Χριστόν δια το θαυμάσιον. Νεανίας τις ακόλαστος ηγάπησε παρθένον τινά κανονικήν και ιδών ότι με κολακείας και δωρεάς δεν ηδύνατο να επιτύχη του ποθουμένου, απήλθεν εις την πόλιν Μέμφιν, εις την οποίαν ήσαν μάντεις και έμαθε την τέχνην αυτών επί εν έτος και έπειτα του έδωσαν πέταλα χάλκινα, εις τα οποία είχαν τυπώσει μορφάς δαιμόνων και τινας χαρακτήρας, κατά την των μάγων συνήθειαν. Λαβών λοιπόν αυτά, έσκαψεν εις το κατώφλιον της θύρας της παρθένου και τα έκρυψεν. Όθεν ευθύς η αθλία κόρη ετρώθη την καρδίαν εκ συνεργείας δαιμόνων εις έρωτα σαρκικόν προς τον νέον και ως δαιμονιζομένη διέστρεφε τας όψεις, έτριζε τους οδόντας, έρριπτε την σκέπην από την κεφαλήν και εφώναζε τον εραστήν εξ ονόματος. Οι δε συγγενείς αυτής συνεπέρανον μεν ότι της έκαμε μαγικά, μη δυνάμενοι δε να τα εύρωσιν, απήλθον εις τον Όσιον μετά της κόρης, δεόμενοι να ποιήση έλεος εις αυτήν την ταλαίπωρον. Το δε φαύλον εκείνο δαιμόνιον, ευθύς ως είδε τον Άγιον, εφοβήθη και εβόησε ταύτα ως προφασιζόμενον: «Εγώ ήμην εις την Μέμφιν και μόνον δια φαντασμάτων και ενυπνίων επείραζα τους ανθρώπους· αλλ’ εδώ δεν ηξεύρω πως με έφεραν δια κακόν μου. Ω κριτήρια όπου πάσχω! Πόσον αδικούμαι! Με κελεύεις, δούλε του Θεού, να εξέλθω, αλλά δεν δύναμαι, διότι με έχουσι δεδεμένον εις πέταλον με τον σπάγγον και εις το κατώφλιον κάυωθεν κεχωσμένον και ο νέος, όστις με έβαλεν εκεί, αυτός δύναται να με λύση». Ο δε μακάριος Ιλαρίων μειδιάσας λέγει προ αυτό: «Όντως μεγάλος είσαι και δυνατός, επειδή σε έχουσιν εις πέταλον δια λεπτοτάτου σχοινίου δεδεμένον και δεν δύνασαι να λυτρωθής. Αλλά διατί δεν εισήλθες εις εκείνον τον άθλιον, όστις σε έδεσεν, αλλά εξύβρισες τοιαύτην κοσμίαν και τετιμημένην παρθένον»; Ο δε ψεύστης ωμολόγησε και μη θέλων την αλήθειαν λέγων: «Δεν έχω λόγον να εισέλθω εις εκείνον, όστις έχει εντός του τον δαίμονα της ηδυπαθείας, ο οποίος είναι από εμέ χαλεπώτερος». Ταύτα ειπόντος του δαίμονος, επετίμησεν αυτόν ο Όσιος να εξέλθη και προσευξάμενος έβαλεν εις την κεφαλήν της παρθένου τας χείρας του και ευθύς έφυγεν ο δαίμων ως μεμαστιγωμένος. Η δε γυνή ελυτρώθη της τυραννίδος και έμεινεν εύτακτος, ενουθέτησε δε ταύτην ο Όσιος να προφυλάσσηται εις το μέλλον από πάσαν αμαρτίαν, διότι εάν δεν εύρισκε πρόφασίν τινα, δεν εισήρχετο εις αυτήν το δαιμόνιον. Απέστειλεν έπειτα αυτήν σωφρονούσαν εις την οικίαν της, προς δε τους παρόντας έλεγε: «Δεν έχουσι καθ’ ημών εξουσίαν τινά οι δαίμονες, εάν ημείς δεν δώσωμεν εις αυτούς αφορμάς πρότερον. Και τι λέγω καθ’ ημών; Ουδέ κατά των αλόγων ζώων, εάν δεν τους συγχωρήση ο Κύριος, ως φαίνεται εις τον Ιώβ και εις το Ιερόν Ευαγγέλιον». Είχε λοιπόν διαδοθή η φήμη του Αγίου εις όλην την οικουμένην, έμαθε δε περί αυτού και ο βασιλεύς Κωνσταντίνος, όστις είχε μέγαν τινά άρχοντα και φίλον έμπιστον, κανδιδάτον το αξίωμα. Ούτος είχεν εκ νεαράς ηλικίας δαιμόνιον, το οποίον τον εβασάνιζε και τρίζων τους οδόντας εφώναζεν. Όθεν λαβών από τον βασιλέα συγχώρησιν και ικανήν συνοδείαν, απήλθεν εις τον Όσιον. Ευθύς δε ως ησθάνθη ο δαίμων, ότι επλησίαζεν εις αυτόν, μη υποφέρων την παρουσίαν του Αγίου, ετάραξε τον άρχοντα και τον ύψωσεν εις τον αέρα ώραν πολλήν. Οι δε περιεστώτες εθαύμαζον όχι μόνον δι’ αυτό, αλλά και διότι ο άρχων δεν εγνώριζεν άλλην γλώσσαν, ειμή μόνον την Γαλλικήν, αυτός δε απεκρίνατο εις τας ερωτήσεις του Αγίου με λαλιάν της Παλαιστίνης και Συρίας, και ωμολόγει ο δαίμων με την γλώσσαν του πάσχοντος πως και πότε εισήλθεν ο μιαρός. Επειδή δε οι στρατιώται και οι δούλοι του άρχοντος δεν εγνώριζον την λαλιάν της Συρίας, ωμίλουν Ελληνικά και ο δαίμων ομοίως Ελληνικά ανταπεκρίνετο, ότι δια τας μαγείας γοήτων και μάγων τινών εισήλθεν εις τον άρχοντα. Τότε ο Άγιος, επικαλεσάμενος το όνομα του Δεσπότου Χριστού, τον επρόσταξε να εξέλθη και ευθύς εξήλθεν ο δαίμων. Ο δε άρχων ευχαριστήσας τα μέγιστα, έδιδεν εις τον Άγιον χρυσίον πολύ εξ ευγνωμοσύνης δια την ευεργεσίαν· αλλά ούτος ουδόλως εδέχθη αυτό και έδειξεν εις αυτόν άρτον κρίθινον, λέγων προς αυτόν: «Όσοι τρώγουσι τοιούτον άρτον, έχουσιν εξ ίσου τον χρυσόν και τον πηλόν». Ούτω λοιπόν ο Άγιος ελύτρωσε τον άρχοντα όχι μόνον εκ του δαίμονος, αλλά και εκ της φιλοχρηματίας, νουθετήσας αυτόν να καταφρονή το χρυσίον, το οποίον είναι δια τους φιλαργύρους χειρότερον και αυτού του δαίμονος. Όχι δε μόνον εις τους ανθρώπους ήτο συμπαθής και ίλεως ο μακάριος Ιλαρίων, αλλά και αυτά τα άλογα ζώα, εάν είχον ασθένειάν τινα, τα ελυπείτο και τα εθεράπευεν. Έφεραν δε ποτε εις τον Όσιον κάμηλόν τινα πολύ μεγάλην εις τον όγκον του σώματος, τόσον ώστε οι βλέποντες εθαύμαζον, επειδή δεν είχον ίδει ποτέ μεγαλυτέραν αυτής. Ενωχλείτο δε και αύτη υπό δαιμόνων, διέστρεφε τους οφθαλμούς, έβγαζεν αφρούς από το στόμα και εποίει όσα άλλα οι δαιμονιζόμενοι πράττουσιν. Ο δε Όσιος ιάτρευσε και αυτήν με τόσην ευκολίαν όπως και τους ανθρώπους. Ταύτα μαθών και ο Μέγας Αντώνιος έχαιρε και ενετρύφα εις τον θαυμασμόν του Αγίου και πολλάκις του έστειλε γράμματα φιλικά και χαιρετισμούς και με πολλήν αγάπην αυτόν ησπάζετο, όσοι δε ήρχοντο προς αυτόν από την Συρίαν δια να τους θεραπεύση από τινα ασθένειαν, τους εμέμφετο, ότι είχον τον ιατρόν εκεί πλησίον και αυτοί εβασανίζοντο εις τοσαύτην οδοιπορίαν και κάκωσιν. Τόσον ήτο εις την πολιτείαν θαυμάσιος και ενάρετος ο μακάριος και τοσούτον ζήλον διήγειρε προς ψυχοσωτήριον μίμησιν αυτού, ώστε επλούτισε και εκόσμησε την Παλαιστίνην δια Μοναστηρίων, των οποίων οι αδελφοί ήρχοντο προς αυτόν χάριν νουθεσίας και διορθώσεως. Επορεύετο δε και ο Όσιος άπαξ του έτους, πριν του τρυγητού, εις έκαστον Μοναστήριον και τους εδίδασκε πως να διάγωσι την ζωήν των και πως να τελώσι τον κανόνα αυτών και τους παρεκίνει σπουδαίως εις τας λοιπάς αρετάς. Διήρχετο δε ποτε ο Όσιος δια της πόλεως Λώδης μετά τινων μαθητών του δια να επισκεφθή μαθητήν τινα νεώτερον, καθ’ ην εποχήν οι ΄Ελληνες είχον πάνδημον εορτήν της μιαράς Αφροδίτης και ήσαν συνηγμένοι όχι μόνον από την πόλιν, αλλά και από όλα τα περίχωρα· οίτινες, ως ήκουσαν ότι ο Άγιος διήρχετο απ’ εκεί πλησίον, έδραμον όλοι ποταμηδόν προς απάντησιν αυτού και κλίναντες τας κεφαλάς εις την γην, εβόων πάντες εις Συριακήν γλώσσαν το «Κύριε, ευλόγησον». Ο δε Όσιος, βλέπων αυτών την αγαθήν γνώμην, τους εδίδαξε την αληθή πίστιν του Χριστού, απευθύνας προς Αυτόν θερμοτάτην δέησιν υπέρ αυτών. Αυτοί δε ως αγαθή γη εδέχθησαν εις τας καρδίας των τον λόγον της αληθείας, του Θεού συνεργήσαντος, και πιστεύσαντες έλαβον το Άγιον Βάπτισμα και ωκοδόμησαν Εκκλησίαν κατά τον τύπον, όπου τους έδωκεν. Απερχόμενος ο Άγιος το επόμενον έτος δια να επισκεφθή τους αδελφούς, κατά την συνήθειαν, ίνα τους νουθετή και τους καταρτίζη εις την αρετήν, εύρε φιλάργυρόν τινα, όστις τόσον ηγάπα τα χρήματα, ώστε δεν έδιδε ποτέ εις ουδένα ελεημοσύνην. Ταύτα ακούσας ο Άγιος δεν υπήγε καν να τον επισκεφθή, ως ανάξιον της του Θεού αδελφότητος. Ούτος όμως ο άσπλαγχνος Μοναχός, γνωρίζων, ότι ο Ιλαρίων έμελλε να διέλθη εκ του κελλίου του μετά πολλών αδελφών, έβαλε φύλακας ωμούς και απανθρώπους κατά την γνώμην αυτού, να φυλάττωσι τον αμπελώνα, δια να μη φάγη ξένος τις σταφυλήν ουδαμώς εξ αυτού. Ταύτα μαθών ο Όσιος ουδέ καν διήλθεν από το κελλίον αυτού, αλλ’ αφού προεχώρησεν εις την οδόν, τον υπεδέχθη παρεμπρός έτερος αδελφός ονόματι Σάββας και τους παρεκάλεσε να εισέλθωσιν όλοι δι’ αγάπην Χριστού εις τον μικρόν αμπελώνα, τον οποίον είχε και να φάγωσι σταφυλάς έως ου χορτασθώσιν. Ιδών λοιπόν ο Όσιος την φιλόθεον γνώμην αυτού, εποίησε πρότερον δέησιν προς Κύριον, να ευλογήση τον κόπον του, έπειτα εισήλθον άπαντες τον αριθμόν τρισχίλιοι και φαγόντες εχορτάσθησαν όλοι. Αλλ’ ω των θαυμασίων σου παντελεήμον και πολυεύσπλαγχνε Κύριε! πρότερον παρήγεν εκείνος ο αμπελών εκατόν στάμνας οίνου ετησίως, και τότε όπου έφαγον τοσαύτας χιλιάδας σταφυλών οι ξένοι παρήγαγε τριακοσίας και καλλίτερον οίνον, από τον πρότερον. Του δε φιλαργύρου εκείνου ο αμπελών, εξ ου δεν αφήκε ξένον να φάγη ουδαμώς, δεν εποίησεν ούτε το τρίτον από όσον εποίει τα άλλα έτη και αυτό το ολίγον όξινον και άχρηστον. Τούτο δε όλον εγένετο δια προσευχής του Οσίου, όπως ιδών ο άσπλαγχνος εκείνος την δικαιοκρισίαν του Θεού μεταμεληθή ύστερον και γένηται προς τους πτωχούς φιλόξενος. Πάντοτε λοιπόν εδίδασκεν ο Άγιος τους μαθητάς του προς συμπάθειαν και όσους ήθελε γνωρίσει ότι είχον πολλήν προσπάθειαν και μέριμναν δια την ζωοτροφίαν αυτών, δεν τους ηγάπα· διότι δεν ήλπιζον εις τον Θεόν, αλλά εφρόντιζον αυτοί περί των μελλόντων ετών και δεν έδιδον εις τους πτωχούς όσα τους επερίσσευον. Ακούσας δε ότι Μοναχός τις, όστις κατώκει πέντε μίλια μακράν από το κελλίον τού Οσίου, είχε κήπον καλόν με λάχανα ωραία και δεν έδιδε δωρεάν εις ουδένα, τον εμίσησε τόσον, ώστε δεν ήθελε να τον ίδη ουδαμώς και παρήγγειλεν εις τους μαθητάς του, εάν έλθη καμμίαν φοράν, να μη τον δεχθώσιν. Ούτος δε ο υπό του Αγίου δικαίως μισούμενος είχε πόθον πολύν να γίνη μεταξύ των διαλλαγή, να λάβη συγχώρησιν και έβαλε μεσίτας τούς μαθητάς αυτού και μάλιστα τον Ησύχιον, όστις τον υπηρέτει και τον ηγάπα από τους άλλους καλλίτερα, ως πάντων εναρετώτερον. Τούτον παρεκάλεσε πολλά ο φιλάργυρος Μοναχός να ποιήση τρόπον, να τον συγχωρήση ο Άγιος και του έφερε ολίγα ερεβίνθια χλωρά χάριν φιλίας. Ο δε Ησύχιος, ως συνετός όπου ήτο, δεν είπε του Αγίου τις τα έφερε, μόνον τα έβαλεν εις την τράπεζαν. Αλλ’ εκείνος, επειδή είχεν εις την καρδίαν του τον Δεσπότην Χριστόν και του εφανέρωσε τα απόκρυφα, εγνώρισε την υπόθεσιν και κυττάζων αυστηρά τον Ησύχιον, είπε: «Δεν αισθάνεσαι ότι όζουσι φιλαργυρίας, αλλά τα έφερες εις την τράπεζαν»; Ο δε Ησύχιος ταπεινά απεκρίνατο: «Δεν ησθάνθην εγώ δυσωδίαν ουδαμώς εις αυτά, Πάτερ τίμιε». Λέγει εις αυτόν ο Όσιος· «Δος τα εις τους βόας, να γνωρίσης ότι δεν ψεύδομαι». Ευθύς λοιπόν τα έβαλε τα ερεβίνθια έμπροσθεν εις τους βόας, έστρεψαν εκείθεν το πρόσωπον και εφώναζαν ως να έβλεπον πράγμα φοβερόν και τέρας εξαίσιον. Τοιαύτην χάριν είχεν ο Όσιος, ώστε εγνώριζεν από την οσμήν του πράγματος οποίας ψυχής ήτο εκείνος, όστις το έφερεν. Ήτο δε τότε ο Όσιος ετών εξήκοντα τριών και βλέπων το πλήθος των Μοναχών, οίτινες κατώκουν εκεί πλησίον του και τους αναριθμήτους κοσμικούς, οίτινες έτρεχον εις αυτόν καθ’ εκάστην, χάριν ωφελείας και διορθώσεως, επικραίνετο, αφ’ ενός μεν διότι τον ετίμων και δια της προσκαίρου τιμής εκινδύνευε να ζημιωθή την ουράνιον, αφ’ ετέρου δε διότι δεν τον άφηναν να ησυχάση κατά τον πόθον του. Δια τούτο εμελέτα να αναχωρήση κρυφίως εις τόπον άβατον. Οι δε μαθηταί αυτού, συμπεραίνοντες την γνώμην του, τον εφύλαττον επιμελώς και αγρύπνως, εξόχως μάλιστα ο Ησύχιος. Τον καιρόν εκείνον ήλθεν η ευλαβής εκείνη γυνή Αρισταινέτη, της οποίας, ως είπομεν ανωτέρω, εθεράπευσε τα τέκνα, προσκυνήσασα δε τον Άγιον, εζήτησεν ευχήν και συγχώρησιν απ’ αυτού, δια να υπάγη να επισκεφθή και τον Μέγαν Αντώνιον. Ο δε Ιλαρίων, αφού της είπε λόγους ψυχωφελείς, την απέτρεψεν εκ της οδοιπορίας προς τον Αντώνιον, λέγων εις αυτήν ότι εκοιμήθη ο Άγιος και να μη κοπιάζη εις μάτην. Ευθύς δε ως είπε ταύτα έρχεται άνθρωπος από την Σκήτην του Οσίου Αντωνίου και έφερε την αγγελίαν, ότι εκείνος ο Μέγας απήλθε προς Κύριον. Οι δε περιεστώτες εθαύμασαν το προορατικόν του Οσίου. Βλέπων ο Άγιος ότι όσον παρήρχοντο αι ημέραι, τοσούτον ήρχοντο προς αυτόν και περισσότεροι άνθρωποι και δεν είχεν ουδαμώς ησυχίαν, εφανέρωσε την γνώμην του εις τινας αδελφούς, τους οποίους εγνώριζεν ότι εφύλαττον μυστικόν, και τους είπε να του ετοιμάσωσιν υποζύγιον να επιβή απ’ αυτού, διότι ήτο από την πολλήν εγκράτειαν εξηντλημένος και δεν ηδύνατο να περιπατήση. Ούτοι δε έφερον ευθύς τον όνον και την νύκτα έφυγον· αλλ’ όταν εξημέρωσεν, εξήλθεν ο λόγος εις τα περίχωρα και έδραμον πλείονες των είκοσι χιλιάδων ανθρώπων, κατακλύζοντες τας οδούς και τας διόδους και ευρόντες αυτόν ικέτευον, εδέοντο και εξελιπάρουν, κλαίοντες την εκείνου στέρησιν και ωνόμαζον αυτόν ιατρόν απάντων και βοηθόν εις τας νόσους και εις τας θλίψεις. Ο δε είπε προς αυτούς να μη κοπιάζωσι ματαίως να τον πειράζωσι, διότι δεν δοκιμάζει τροφήν τινα, ούτε καν ύδωρ γεύεται εις τον τόπον των. Όταν λοιπόν είδον, ότι δεν έκλινεν εις την γνώμην των, ούτε ουδόλως εγεύθη τροφήν ημέρας επτά, κατά τας οποίας τον παρεκάλουν, αφήκαν αυτόν να απέλθη και χωρίς να θέλωσι κλαίοντες και ολοφυρόμενοι. Έλαβε λοιπόν εις την συνοδείαν του αδελφούς τινάς και περιπατήσαντες εις την έρημον ημέρας πέντε, έφθασαν εις Πηλούσιον, και επισκεψάμενος τους Οσίους Ασκητάς, διήρχετο από τόπου εις τόπον, έως ου έφθασεν εις τι Μοναστήριον του Μεγάλου Αντωνίου, ευρισκόμενον επάνω εις εν όρος, εις τόπον ωραίον, υψηλόν και τραχύτατον, με βρύσεις υδάτων πολλών, γλυκυτάτων εις την γεύσιν, τα οποία εχύνοντο κάτω εις την πεδιάδα και επότιζον τους αγρούς. Εις εκατέραν δε όχθην του ποταμού αυτού ήσαν φοίνικες μεγάλοι, οίτινες έκαμνον καρπόν πολύν και γλυκύτατον και εσκέπαζον πολύν τόπον, ώστε είχεν έκαστος άνθρωπος χαράν να βλέπη τοιαύτα ωραία πράγματα εις την έρημον. Δύο δε μαθηταί του Μεγάλου Αντωνίου, Ισαάκ και Πλουσιανός καλούμενοι, παραλαβόντες τον σοφόν Ιλαρίωνα περιήγον αυτόν εις όλον τον κήπον με πολλήν ευλάβειαν, λέγοντες: «Εις τούτον τον τόπον είχε συνήθειαν ο διδάσκαλός μας και έψαλλεν· εδώ έπλεκε τας σπυρίδας· εδώ εκοιμάτο. Αυτήν την άμπελον και αυτά τα δένδρα εκείνος τα εφύτευσε μόνος του· αυτήν την πρασιάν με τας χείρας του εγεώργησεν. Αυτός έκτισε την στέρναν δια να ποτίζη τον κήπον, και απλώς ταύτα πάντα τα καλλιεργήματα αι μακάριαι χείρες αυτού με κόπον πολύν και πόνον ετέλεσαν». Ταύτα βλέπων ο Ιλαρίων είχε χαράν άπειρον και εφίλει με πολλήν ευλάβειαν την γην, εις την οποίαν προσηύχετο ο θείος Αντώνιος, έγειρε δε ολίγον και εις την κλίνην αυτού χάριν ευλογίας. Εισελθόντες είτα εις τον κήπον, εδείκνυον οι μαθηταί εκείνοι του Μεγάλου Αντωνίου εις τον θείον Ιλαρίωνα διάφορα καρποφόρα δένδρα ηλικίας τριών ετών, και έλεγον· «΄Όταν κατ’ αρχάς ο μακάριος Πατήρ ημών Αντώνιος εφύτευσε τα δένδρα ταύτα, έκαμνον μεγάλην ζημίαν εις αυτά τα άγρια ζώα, τα οποία ερχόμενα εις τον ποταμόν δια να ποτισθώσιν εισήρχοντο και εις τον κήπον. Ιδών δε ποτε ταύτα ο Άγιος ερχόμενα έλαβε μίαν ράβδον και πλησιάσας εις ένα ζώον, όπερ εφαίνετο ότι ήτο προστάτης των άλλων, το προσέταξε να μη φύγη και, ω του θαύματος! έστη το θηρίον και το εκτύπα ταπεινά ο Άγιος εις τας πλευράς, λέγων: «Διατί αδικείτε εμέ, όστις ουδόλως σας ηδίκησα; Διατί τρώγετε τους καρπούς, δια τους οποίους δεν εκοπιάσατε; Αναχωρήσατε και πλέον μη τολμήσητε να εισέλθητε εις τον κήπον». Ούτως είπε και από την ώραν εκείνην ούτε καν εις τον κήπον εισήλθον, αλλά μόνον έπιναν ύδωρ εις τον ποταμόν και έφευγον. Ταύτα ακούων, έκλαιεν από την χαράν του ο Όσιος Ιλαρίων και τους παρεκάλεσε να του δείξωσι τον τάφον του Αντωνίου. Οι δε είπον προς αυτόν: «Άρχων τις πιστός, ευλαβής και πλούσιος, Περγάμιος το όνομα, είχε μεγάλον πόθον να παραλάβη το λείψανόν του μετά την κοίμησιν εις την χώραν του, και του έκτισε και Ναόν, δια να τον προσκυνώσιν ως Άγιον· όθεν αφήκεν εις ημάς επιτίμιον βαρύτατον, να μη ομολογήσωμεν εις ουδένα που ετάφη, δια να μη τον λάβη ο άρχων και ζημιωθή ο Άγιος αντί της προσκαίρου τιμής την αιώνιον». Αποτυχών λοιπόν της επιθυμίας ο Ιλαρίων, υπέστρεψεν εις την πόλιν Αφρόδιτον, πλησίον της οποίας ήτο τόπος έρημος, και έμεινεν εκεί με δύο μαθητάς του, τους δε λοιπούς απέστειλεν εις την Παλαιστίνην. Εφύλαττε λοιπόν εγκράτειαν και τότε ότε ήτο γέρων, καθώς και όταν εγένετο Μοναχός και με τοσαύτην αυστηρότητα και σιωπήν ηγωνίζετο, ώστε εθαύμαζον όσοι τον έβλεπον. Ήσαν δε τότε τρία έτη μετά την κοίμησιν του Οσίου Αντωνίου και ουδόλως έβρεξεν ο Θεός εις εκείνα τα μέρη. Όθεν εγένετο πείνα μεγάλη και είχον οι κατοικούντες θλίψιν απαραμύθητον. Στενοχωρούμενοι δε έλεγον, ότι όχι μόνον οι άνθρωποι, αλλά και τα στοιχεία και πάντα τα κτίσματα έκλαιον του Αντωνίου τον θάνατον. Μαθόντες δε ότι εκεί πλησίον κατώκει ο μαθητής αυτού Ιλαρίων, της εκείνου αρετής και των θαυμάτων όντως διάδοχος υπάρχων, απήλθον εις το κελλίον αυτού και μετά δακρύων εδέοντο να τους ελεήση δια τον Κύριον, διότι όχι μόνον οι άνθρωποι, αλλά και τα κτήνη απέθνησκον. Ο δε εύσπλαγχνος και ιλαρός Ιλαρίων τους συνεπόνεσε και κλίνας τα γόνατα ύψωσε προς ουρανόν τας χείρας και τα όμματα, και ευθύς, ω της ταχείας επακούσεως του Δεσπότου της κτίσεως! Ως εποίησεν ο Όσιος προσευχήν, ήλθεν η ποθουμένη βροχή προς αυτάρκειαν. Μετ’ ολίγας ημέρας εσπατάλησεν η γη την πλησμονήν του ύδατος και εγέννα ερπετά θανατηφόρα, ήτοι όφεις και άλλα όμοια, τα οποία όσους ήθελον δαγκάσει εδηλητηριάζοντο και απέθνησκον. Ταύτα μαθών ο Όσιος επικράνθη, και ευξάμενος πάλιν προς Κύριον, τους έδωκεν άγιον έλαιον να χρίωνται με εκείνο εις παν δάγκαμα των ιοβόλων ερπετών και δι’ εκείνου εθεραπεύοντο. Από ταύτας τας θαυματουργίας τον ηυλαβήθησαν οι εντόπιοι και έτρεχον συχνάκις εις όλας τας ανάγκας των, ζητούντες βοήθειαν. Δια την αιτίαν ταύτην έφυγε πάλιν εκείθεν ο Όσιος δια να μη τον δοξάζωσι και απήλθεν εις χωρίον τι της Αλεξανδρείας, καλούμενον Βρούχιον. Ούτε όμως εκεί εύρεν εκείνο όπερ ωρέγετο, διότι πάντες οι αδελφοί τον είχον εις μεγάλην ευλάβειαν και δεν τον άφηνον να ησυχάση, αλλά του έδιδον μεγάλην τιμήν, την οποίαν αυτός εμίσει περισσότερον, αφ’ όσον οι φιλόδοξοι μισούν την ατιμίαν και το όνειδος. Έφυγε λοιπόν και απ’ εκεί και περιπατήσας την έρημον, επήγεν εις την Άβασσαν. Κατ’ εκείνον τον καιρόν ετελεύτησεν ο Κωνστάντιος και καθήσας εις τον θρόνον ο ανόσιος Ιουλιανός εδίωκε τους Χριστιανούς και τους εφόνευεν. Όθεν απήλθον Αρειανοί τινες εις Γάζαν και διέβαλον τον Ιλαρίωνα ως μάντιν και γόητα. Ο δε παράνομος βασιλεύς τους έδωκε διαταγήν να κατεδαφίσωσιν εκ θεμελίων το Μοναστήριον αυτού και μαστιγώσωσιν όλους τους μαθητάς αυτού ανηλεώς και να τους εξορίσωσι, τον δε Ιλαρίωνα και τον Ησύχιον να θανατώσωσι σκληρώς όπου τους εύρωσιν. Απήλθον λοιπόν οι μιαροί εις το Βρούχιον· αλλά εις μάτην εκοπίαζον, διότι ο Όσιος το εγνώριζεν εκ θείας αποκαλύψεως πρότερον και έφυγε, καθώς είπομεν, πάλιν δε εκεί εις την Άβασσαν δεν διέμεινε πολύ, αλλά ανεχώρησεν από τους αδελφούς, οι οποίοι τον παρεκάλουν να παραμείνη ολίγας ημέρας δια να ωφεληθώσιν απ’ αυτού. Εκείνος δε είπε προς αυτούς: «Εάν παραμείνω έως αύριον, είναι μεγάλη ζημία σας, καθώς θέλετε το γνωρίσει». Αφού λοιπόν έφυγεν, ήλθον οι Αρειανοί ζητούντες αυτόν και εξετάσαντες ακριβώς έμαθον την αλήθειαν περί της αυτού προγνώσεως και έλεγον: «Καλά είπομεν ημείς, ότι μάντις είναι ο Ιλαρίων και προβλέπει τα μέλλοντα». Ούτω λοιπόν απηλλάγη από τους διώκοντας. Επειδή δε ήθελε να πλεύση εις τινα νήσον να ησυχάση, εις εκ των μαθητών αυτού φιλάργυρος και φιλόδοξος, Αδριανός το όνομα, προσεπάθει να τον παραλάβη πάλιν εις Παλαιστίνην και του έλεγεν, ότι απέθανεν ο Παραβάτης και εκάθισεν άλλος βασιλεύς Ορθόδοξος. Ο Άγιος όμως γνωρίσας τον δόλον, δεν τον ήκουσεν. Όθεν εσκανδαλίσθη ο τάλας Αδριανός και έκλεψε την ελεημοσύνην, την οποίαν έδωσαν δια τον Άγιον οι μαθηταί αυτού προκειμένου να πορευθή εις την εξορίαν, επιστρέψας δε εις Παλαιστίνην τον εύρεν η θεία δίκη και του ήλθε δεινή ασθένεια, εκ της οποίας εφαγώθησαν αι σάρκες του, όθεν, ως άλλος Ιούδας, αθλίως εξέψυχεν. Εκείθεν έπλευσεν ο Άγιος προς την Σικελίαν μεθ’ ενός εκ των μαθητών του, Ναζαρίου καλουμένου· επειδή δε δεν είχον να πληρώσουν τον ναύλον, εμελέτα ο Όσιος να πωλήση Ευαγγέλιόν τι, όπερ είχε μείνει, δια να δώση εις τον ναύκληρον τα χρήματα. Όμως ο Πανάγαθος Θεός έστειλεν εις αυτούς βοήθειαν, διότι ο πλοίαρχος είχεν υιόν δαιμονιζόμενον και παρεκάλεσε τον Όσιον Ιλαρίωνα να τον βοηθήση, εάν ηδύνατο. Ποιήσας λοιπόν ευχήν ο Άγιος εδίωξε το δαιμόνιον· όθεν εχάρισεν εις αυτούς τον ναύλον ο πλοίαρχος και απελθόντες κατώκησαν εις ένα όρος μακράν από την θάλασσαν μίλια είκοσιν. Επειδή όμως δεν είχον τα προς την χρείαν, συνήγεν ο Άγιος ξύλα και ο Ναζάριος επήγαινε και τα επώλει και ηγόραζεν άρτους. Όθεν έχαιρον πολύ, διότι τους ηξίωσεν ο Θεός να πορεύωνται με τον ιδρώτα του προσώπου των και να έχωσι την ησυχίαν την οποίαν επεθύμουν. Αλλά και εκεί εις τον έρημον τόπον εφανέρωσε τον θησαυρόν ο Κύριος, καθώς λέγει: «Ου δύναται πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη» (Ματθ. ε: 14). Διότι άνθρωπος τις, Σκουτάριος το όνομα, είχε δαιμόνιον, όπερ και δια της βίας του εφανέρωσε τον Άγιον, λέγον ταύτα: «Τώρα προ ολίγων ημερών ήλθεν από την Ανατολήν ο Ιλαρίων και πάλιν ταχέως αναχωρεί με πλοίον δια να υπάγη εις την έρημον». Ούτως έλεγε το δαιμόνιον· ο δε Σκουτάριος εζήτησεν επιμελώς και ευρών αυτόν, έπεσεν εις τους αγίους πόδας αυτού ζητών έλεος και ευθύς ως είδεν αυτόν ο δαίμον πριν ή ποιήση εκείνος προσευχήν, δεν ηδυνήθη ο υψηλόφρων να βλέπη τον ταπεινόφρονα, αλλά έφυγεν ως υπό πυρός διωκόμενος. Από την θαυματουργίαν αυτήν τον ηυλαβήθησαν και εκεί, όθεν έτρεχον όλοι οι ασθενείς προς αυτόν και θεραπευόμενοι επέστρεφον εις τας οικίας των. Ο δε Ησύχιος εζήτει εις πάντα τόπον τον διδάσκαλόν του και δεν ηδυνήθη να μάθη ουδαμώς δι’ αυτόν. Μετά τρία έτη ήλθεν Ιουδαίος τις έμπορος και έλεγεν, ότι εις την Σικελίαν ευρίσκετο μέγας φωστήρ των Χριστιανών. Ο δε Ησύχιος ταύτα μαθών εγνώρισεν, ότι δεν ήτο άλλος και ευθύς επήγε και εύρεν αυτόν, ούτος δε πάλιν βλέπων ότι εκεί εις την ξενιτείαν τον ετίμων, έλαβε τους δύο μαθητάς και απήλθεν εις φρούριόν τι της Δαλματίας, όπερ ωνομάζετο Επίδαμνος(=Δυρράχιον). Αλλ’ η οσμή των χαρίτων ευωδίαζεν αυτόν εις πάντα τόπον και τον εφανέρωσε και εκεί πόσον ήτο μέγας εις την αρετήν και θαυμάσιος. Όθεν άπαντες οι Επιδάμνιοι έδραμον εις αυτόν μετά δακρύων ζητούντες βοήθειαν, διότι ήτο εις εκείνα τα μέρη δράκων τις τόσον φοβερός και ευμεγέθης, ώστε κατέπινε και βόας και ανθρώπους. Ελυπήθη λοιπόν αυτούς ο Όσιος εις τοιαύτην δεινήν συμφοράν και ολεθρίαν μάστιγα και προστάσσει να συνάξωσι ξύλα πολλά και να ανάψωσι πυράν μεγάλην. Τούτου γενομένου εποίησε προσευχήν ο Άγιος, προστάσσων το θηρίον να αναβή επάνω εις τα ξύλα, και να ίσταται εκεί έως να καταφλεχθή τελείως. Ούτως είπε και παρευθύς, ω του θαύματος! ευθύς ως ήναψε το πυρ, έπεσεν εντός αυτού εκείνος ο φοβερώτατος δράκων και ίστατο, ωσάν να ήτο δεδεμένος με ισχυράν άλυσιν, έως ου υπό του πυρός εχωνεύθη. Διότι ούτω πως ο παντοδύναμος Βασιλεύς αντιδοξάζει τους Αυτόν δοξάζοντας. Αλλ’ ετέλεσεν ο Όσιος εις εκείνο το μέρος και άλλο θαυμασιώτερον. Κατ’ εκείνην την εποχήν εγένετο σεισμός τοσούτον μέγας, ώστε εξήρχετο από τον τόπον της η θάλασσα και εκυμάτιζε τόσον σφοδρά, ώστε έμελλε να καταποντίση την πόλιν και πάντες έφυγον κλαίοντες εις τον Άγιον, με τας γυναίκας και τα τέκνα των. Ευσπλαγχνισθείς λοιπόν επ’ αυτούς κατεσκεύασε τρεις σταυρούς και τους ενέπηξεν εις τρεις τόπους εις τον αιγιαλόν κατά πρόσωπον της θαλάσσης και παρευθύς, ω του θαύματος! έστη το ύδωρ τόσον υψηλά, ώστε εφαίνετο ως τείχος επί ώραν πολλήν· έπειτα έστρεψεν όπισθεν διωκόμενον υπό της θείας δυνάμεως και πάντες εξέστησαν, πως εγένετο τόση γαλήνη εις μίαν στιγμήν, εν ω πρότερον εφαίνετο ως άλλος κατακλυσμός. Ετίμων λοιπόν και εκεί ομοίως τον Όσιον Ιλαρίωνα και τον είχον ως Άγιον. Όθεν πάλιν έφυγε κρυφίως και ευρών πλοίον, όπερ επήγαινεν εις την Κύπρον, εισήλθε μετά των μαθητών αυτού και εν τω πλέειν είδον οι ναύται πειρατάς να τρέχουν με βίαν μεγάλην εναντίον αυτών. Όθεν έπεσον μετά φόβου εις τους πόδας του Αγίου ζητούντες βοήθειαν. Ο δε πράως και ιλαρώς εμειδίασε, λέγων προς αυτούς· «Μη φοβείσθε ολιγόπιστοι. Μήπως είναι αυτοί περισσότεροι της στρατιάς του Φαραώ, οίτινες με το θείον πρόσταγμα κατεποντίσθησαν»; Ούτως είπε, και ιδών τους ληστάς, ότι ήρχοντο με ορμήν φονικώς προς αυτούς και ήσαν πλησίον των, έρριψε λίθον από το πλοίον εις την θάλασσαν, λέγων: «Αρκεί έως αυτού και μη έλθητε εγγύτερον ενταύθα». Και ω του θαύματος! ωσάν να ήτο τείχος μέγα αυτός ο λίθος τους ημπόδισε και δεν άφηνεν ουδαμώς να πλησιάσωσιν. Όθεν αυτοί μεν επέστρεψαν άπρακτοι, ο δε Άγιος απήλθεν εις την Πάφον της Κύπρου, ήτις ήτο τότε έρημος από ανθρώπους, διότι έκαμεν ο Θεός σεισμόν μέγαν δια την ασέβειαν αυτών και την κατέστρεψεν. Εξελθών λοιπόν από το πλοίον ο Όσιος, έκρινε τον τόπον επιτήδειον δια την ποθουμένην ησυχίαν και έμεινεν εκεί ευφραινόμενος. Αλλά πάλιν εις ολίγον καιρόν τον έμαθον και οι Κύπριοι και όσοι είχον ασθένειάν τινα, προστρέχοντες εύρισκον αμισθί θεραπείαν. Εντός δε δύο ετών από της ελεύσεώς του συνήχθησαν και εκεί πολλοί μαθηταί, ίνα ζηλωταί αυτού και συνόμιλοι γίνωσιν. Ο δε πάλιν την ενόχλησιν φεύγων, ανήλθεν εις όρος υψηλόν και δύσβατον, ένθα δεν ηδύνατο να αναβή τις, παρά με κόπον πολύν. Είχε δε το όρος εκείνο πηγάς και δένδρα εύμορφα και αγρούς καταλλήλους δια καλλιέργειαν λαχάνων. Ήτο δε και ναός ειδωλικός εκεί πλησίον, εις τον οποίον κατώκουν πολλά δαιμόνια. Αλλ’ ο Άγιος, βλέπων του τόπου το τραχύ και δύσβατον, έβαλεν εις τον νουν του, ότι εκεί τουλάχιστον θέλουσιν αφήσει αυτόν ήσυχον οι άνθρωποι. Οικήσας λοιπόν εκεί εφύτευσε λάχανα και εκαλλιέργησε κήπον, εκ του οποίου συνετηρείτο με τον κόπον του, ευχαριστών και δοξάζων τον Κύριον. Εν μια των ημερών εξελθών του σπηλαίου βλέπει εις τον κήπον και εκείτετο παράλυτός τις, όστις δεν ηδύνατο να σαλεύση ουδόλως ουδέν μέλος του σώματός του και ερωτήσας τον Ησύχιον, πως ευρέθη εκεί ο ασθενής, απεκρίνατο εκείνος, ότι του άρχοντος, όστις ώριζεν εκείνο το όρος, ήτο συγγενής ο παράλυτος και τον έστειλεν εκεί, εάν γνωρίζη κανείς απ’ εκείνους τους τρεις να τον θεραπεύση. Εστενοχωρήθη βεβαίως ο Όσιος να φανερώση την δύναμιν της θαυματουργίας, ίνα μη γνωρισθή και εκεί· απλώσας όμως την δεξιάν, ήγειρε τον παράλυτον λέγων: «Εις το όνομα του Ιησού Χριστού εγείρου και περιπάτει». Και έστρεψεν ο πρώην βασταζόμενος, περιπατών υγιής και ευχαριστών τον των απάντων Θεόν, όστις ετέλει δια του δούλου αυτού τοιαύτα θαυμάσια. Φροντίζων δε ο Άγιος και έχων μέριμναν και δια τους μαθητάς αυτού, τους οποίους αφήκεν εις την Παλαιστίνην, επόνει η μακαρία ψυχή του δι’ αυτούς· όθεν έστειλε τον θείον Ησύχιον να τους επισκεφθή, να τους παρηγορήση δια την στέρησιν αυτού και να τους στερεώση με συμβουλήν σωτήριον. Αυτός δε έμεινεν εις το όρος εκείνο και ιδών, ότι τον έμαθον και εκεί και τον ετίμων και του έδιδον ενόχλησιν, εβαρύνθη και εσκέπτετο να αναχωρήση· πλην επερίμενε τον Ησύχιον. Έχων δε πόθον να μη βαρύνη τινά έσπερνεν ο ίδιος κριθήν, με την οποίαν ομού με λάχανα συνετηρείτο· μάλιστα εν ω ήτο τότε γέρων ετών ογδοήκοντα και πάλιν δεν ήθελε να φάγη ξένον κόπον ο τρισμακάριστος. Τον καιρόν εκείνον, ότε έλειπεν ο Ησύχιος, εγνώρισεν ο Άγιος, ότι ήλθεν η ώρα να υπάγη προς τον ποθούμενον. Λοιπόν έγραψε διαθήκην και αφήκεν εις τον Ησύχιον τον πλούτον αυτού και την κληρονομίαν άπασαν, διότι ο Ναζάριος είχε τελευτήσει πρότερον. Πλούτον δε λέγω όχι χρυσόν ή άργυρον, αλλά το ιερόν Ευαγγέλιον, όπερ έγραψε μόνος του, όταν ήτο νέος, ένα παλλίον, ένα στιχάριον και ένα κουκούλιον τρίχινον· αυτά ήσαν όλος ο κλήρος του. Μαθόντες δε οι οικήτορες της Πάφου, ότι ησθένησεν ο Άγιος, έδραμον πολλοί να λάβωσι την ευχήν του και εξόχως γυνή τις ευγενεστάτη και πλουσία όχι μόνον εις χρήματα, αλλά μάλιστα εις πίστιν και ευλάβειαν προς τον Όσιον, ήτις ωνομάζετο Κωνσταντία και της εθεράπευσε πρότερον ο Άγιος την θυγατέρα και τον γαμβρόν της από δεινήν και μεγάλην ασθένειαν και από τούτο τον επόθησε και τον ηγάπησε κατά Θεόν, τόσον ώστε τον είχεν ως και την ψυχήν της. Αφ’ ου λοιπόν ηυχήθη πάντας τους παρεστώτας ο Όσιος, τους παρήγγειλε να τον ενταφιάσωσιν εις τον κήπον εκείνον τον οποίον εκαλλιέργησεν, ίνα ο τόπος εκείνος, όστις τον έτρεφε ζώντα, αυτός να σκεπάση και το νεκρόν αυτού σώμα, καθώς έπρεπε, και να μη τολμήση τις να τον αλλάξη, αλλά με εκείνα τα παλαιά ράσα τα οποία εφόρει να τον ενταφιάσωσι, με τα οποία και τους ασκητικούς εκείνους αγώνας και ιδρώτας ειργάζετο. Όταν δε έφθασεν η τελευταία του ώρα, έλεγε προς εαυτόν ταύτα: «Έξελθε ψυχή μου, τι φοβείσαι; Διατί διστάζεις; Εβδομήκοντα έτη δουλεύεις εις τον Χριστόν και δειλιάς θάνατον; Εκείνος σε καλεί· όθεν πορεύου προς Αυτόν χαίρουσα». Ούτως είπε και ποιήσας το σημείον του Τιμίου Σταυρού παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας του Δεσπότου Χριστού την κα΄ (21ην) Οκτωβρίου εν έτει τογ΄ (373). Το δε ιερόν αυτού λείψανον έθαψαν εις τον κήπον αυτόν, καθώς παρήγγειλεν. Εφύλαττον δε οι Κύπριοι επιμελώς τον τάφον, φοβούμενοι μήπως έλθωσιν από την Παλαιστίνην και τους κλέψωσι τοιούτον θησαυρόν πολυτίμητον. Ο δε Ησύχιος, ο μαθητής του Οσίου, ακούσας του Πατρός αυτού τον θάνατον, έδραμεν ως αετός υπόπτερος και ιδών τα μεγάλα μέτρα ασφαλείας, τα οποία είχον λάβει οι Κύπριοι προς φύλαξιν του αγίου λειψάνου, το οποίον είχε πόθον να υπάγη εις την πατρίδα του, προσεποιήθη ότι ήλθεν επίτηδες να κατοικήση εις τον τάφον του διδασκάλου του έως τέλους. Αφ’ ου λοιπόν εποίησεν εκεί δέκα μήνας και είδεν ότι δεν είχον πλέον υποψίαν εις αυτόν οι Κύπριοι, τότε νύκτα τινά έλαβε το ιερόν λείψανον και το επήγεν εις τον Μαϊουμάν της Παλαιστίνης. Οι δε άνθρωποι του τόπου εκείνου, μαθόντες ότι ήλθε το άγιον λείψανον, έδραμον άπαντες χαίροντες και ιδόντες το σώμα αυτού ολόκληρον, αναπέμπον ευωδίαν γλυκυτάτην, τα ενδύματα σώα και ακέραια, το δε πρόσωπον να λάμπη ως φως, ύμνουν τον Θεόν, ανάψαντες δε λαμπάδας και θυμιάματα, έφερον αυτό ευλαβώς εις Μονήν τινα του Μαϊουμά και εκεί λαμπρώς και μεγαλοπρεπώς το απεταμίευσαν. Οι δε Κύπριοι κατά πολλά εθλίβησαν εις αυτήν την μεγάλην ζημίαν, εξαιρέτως δε η μακαρία Κωνσταντία από την πολλήν αγάπην, την οποίαν είχε προς τον Άγιον, ως ήκουσεν ότι επήραν το ιερόν αυτού λείψανον, ετελεύτησεν η αοίδιμος. Ούτω λοιπόν ο θείος Ιλαρίων εις όσους τόπους επήγε και από όσους ανεχώρησεν, εις τους μεν άφηνεν ηδονήν άρρητον, εις τους δε επιθυμίαν φλογεράν δια την επανεμφάνισιν αυτού, αλλά και τώρα πάλιν η Παλαιστίνη και η Κύπρος κατατρυφώσιν εις τας χάριτας αυτού, επειδή γίνονται και έως της σήμερον εις αυτάς τας δύο χώρας θαυμάσια, εις την Πάφον, δηλαδή, εις τον κήπον, εις τον οποίον εκαλλιέργει και υπ’ αυτού ετρέφετο και εις την Μονήν του Μαϊουμά, ένθα ετέθη το ιερόν αυτού λείψανον, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΒ΄ (22α) Οκτωβρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών και Ισαποστόλου ΑΒΕΡΚΙΟΥ

Δημοσίευση από silver »


Τη ΚΒ΄ (22α) Οκτωβρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών και Ισαποστόλου ΑΒΕΡΚΙΟΥ Επισκόπου Ιεραπόλεως του θαυματουργού.

Αβέρκιος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών ήτο Αρχιερεύς εις πόλιν τινά της Φρυγίας Σαλουταρίας καλουμένην Ιεράπολιν, κατά τους χρόνους Μάρκου Αντωνίνου ρξα΄- ρπ΄ (161-180) και Λευκίου των ασεβών βασιλέων, από τους οποίους εγράφησαν διατάγματα και επέμφθησαν εις όλα τα φρούρια και τας πόλεις των Ρωμαίων, προστάσσοντα να προσκυνώσιν όλοι τους θεούς των Ελλήνων και να θυσιάζωσιν επιμελώς εις αυτούς. Κατ’ εκείνον τον καιρόν ήτο ηγεμών εις την Φρυγίαν άρχων τις, ονόματι Πούπλιος, όστις, ιδών τα των βασιλέων δόγματα, προσέταξε να τελέσωσιν όλοι της επαρχίας αυτού κοινήν εορτήν, προσφέροντες κατά την συνήθειαν αυτών σπονδάς και θυσίας εις τους δαίμονας. Το πρόσταγμα τούτο έφθασε και εις την Ιεράπολιν, εις την οποίαν ήτο Αρχιερεύς ο Αβέρκιος, όστις, ως ενάρετος και αγιώτατος άνθρωπος, βλέπων τους πολίτας λευχειμονούντας, πανηγυρίζοντας και προσκυνούντας κωφά και αναίσθητα είδωλα και καταφρονούντας τον αληθή Θεόν και Δημιουργόν απάσης της κτίσεως, ελυπείτο εν τη ψυχή του δια την απώλειαν αυτών και μετά δακρύων κατά μόνας ταύτα τω Κυρίω προσηύχετο: «Θεέ των αιώνων και Κύριε του ελέους, ο δι’ ημάς γεννηθήναι ευδοκήσας τον Μονογενή σου Υιόν, ευσπλαγχνίσθητι τον κόσμον, όνπερ εδημιούργησας. Λυπήθητι ταύτην την πόλιν σου, εις την οποίαν εχειροτόνησας ποιμένα εμέ τον ανάξιον και μη αφήσης τον λαόν σου να προσκυνώσι βδελύγματα, αλλά φώτισον αυτούς να λυτρωθώσιν από το σκότος της αγνωσίας και να γνωρίσωσι το φως της σης Χάριτος». Ταύτα πολλάκις ευξάμενος απεκοιμήθη και βλέπει εις το όραμά του νεανίαν τινά ωραίον εις το είδος και εύμορφον, όστις του έδωκε ράβδον εις τας χείρας λέγων προς αυτόν: «Ύπαγε, Αβέρκιε, εις το όνομά μου και σύντριψον με την ράβδον σου τους αιτίους της πλάνης». Εγερθείς λοιπόν ο Αβέρκιος την ενάτην ώραν της νυκτός έλαβε θάρρος από την θείαν ταύτην οπτασίαν, γνωρίσας ότι ο Δεσπότης Χριστός ήτο εκείνος όστις εφάνη εις αυτόν και του είπε να συντρίψη τα είδωλα, λαβών δε ράβδον μεγάλην απήλθεν εις τον ναόν του Απόλλωνος, ότε εποίουν οι ασεβείς τας περισσοτέρας αυτών θυσίας, και ευθύς ως ήπλωσε τας χείρας του εις την θύραν, συνετρίβησαν οι μοχλοί και αι θύραι ηνεώχθησαν μόναι των· όθεν εισελθών συνέτριψε πρώτον το είδωλον του Απόλλωνος, έπειτα των επιλοίπων θεών, οίτινες, ως κωφά και μάταια ξόανα, δεν ηδυνήθησαν να ποιήσωσι δίκην τινά ή άμυναν κατ’ αυτού, αλλ’ έπεσον κατά γης, ομολογούντες με το έργον, ότι δικαίως πάσχουσι και ότι όσοι τους ωνομάζουν θεούς είναι παράφρονες. Οι δε υπηρέται και θεράποντες των ειδώλων, ιδόντες τοιαύτην τόλμην, εθαύμασαν εκπληττόμενοι. Ο δε δίκαιος ατενίζων αυτούς με οργήν είπεν: «Υπάγετε εις το ανάκτορον και είπατε εις τους άρχοντάς σας και εις πάντα τον λαόν, ότι οι θεοί σας εμέθυσαν από την πολλήν ευωχίαν και την σπατάλην, με την οποίαν τους εδεξιώθητε χθες, και συνέτριψαν αλλήλους. Σεις δε, εάν έχετε ολίγην γνώσιν, συνάξετε τα συντρίμματα αυτών των ειδώλων και καύσατε αυτά δια να μη χαθώσι τελείως, αλλά να ποιήσετε τουλάχιστον ολίγην άσβεστον». Ταύτα πράξας και ειπών ο μέγας Αβέρκιος απήλθεν εις την οικίαν του, ώσπερ τις αριστεύς, όστις εθανάτωσε τους πολεμίους και αιτίους της απωλείας, διδάσκων τους όχλους να φυλάττωσι θεοσέβειαν και σωφροσύνην. Οι δε νεωκόροι και ιερείς των ειδώλων απήλθον πριν ανατείλη ο ήλιος και ανήγγειλαν εις όλην την βουλήν και την σύγκλητον τα γενόμενα. Το πρωϊ το έμαθον εις όλην την πόλιν και συνηθροίσθη όλος ο λαός εις τον ναόν, βλέποντες δε εις την γην ερριμμένας τας χείρας και τους πόδας και τας κεφαλάς των αναισθήτων θεών, εθυμώθησαν οι ανόητοι και αρπάσαντες ξύλα και πυρ έλεγον προς αλλήλους: «Ας υπάγωμεν να βάλωμεν πυρ εις την οικίαν του, να κατακαύσωμεν όχι μόνον αυτόν, αλλά και πάντας τους συγγενείς και φίλους του». Ο δε ηγεμών δεν τους αφήκε να υπάγωσι, δια να μη μεταδοθή το πυρ και εις άλλον τόπον και θανατωθώσιν αναίτιοι· προσέταξεν όμως να τον φέρωσι δεδεμένον εις το κριτήριον. Τινές δε Χριστιανοί έδραμον πρότερον και ειδοποίησαν τον Άγιον, να παραμερίση ολίγον, έως ου παρέλθη ο θυμός του λαού να μη τον αποκτείνωσιν. Ο δε απεκρίνατο· «Μη γένοιτο να φύγω τον υπέρ του Χριστού θάνατον, διότι εκείνος προσέταξε τους Αποστόλους να κηρύττωσι χωρίς φόβον εις τα έθνη τον λόγον της αληθείας και να μη φοβώνται κακοπάθειάν τινα. Λοιπόν έτοιμος είμαι και εγώ να αποθάνω δια τον Κύριον, ίνα δια της στερήσεως του ματαίου τούτου κόσμου κερδήσω ζωήν αιώνιον». Ταύτα ειπών ο Άγιος απήλθεν εις την αγοράν και καθίσας εις τόπον υψηλόν παρρησία εδίδασκε τον λαόν, να γνωρίσωσι τον αληθή Θεόν, να καταφρονώσι τα παρόντα ηδέα ως επίκηρα και ανάξια και μόνα τα μέλλοντα αγαθά, «α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν» (Α΄ Κορ. β:9), να ποθώσιν εκ καρδίας και να ορέγωνται. Μαθόντες δε εις το συνέδριον ταύτα, όσα εκήρυττεν ο Άγιος, εθυμώθησαν περισσότερον δια την παρρησίαν του και ώρμησαν κατ’ αυτού, έχοντες εις τον νουν των να τον ξεσχίσωσι με τους οδόντας και τους όνυχας. Όταν όμως έμελλον να αρπάσωσι τον Άγιον, ιδού αιφνιδίως ευρέθησαν έμπροσθεν αυτών τρεις νέοι δαιμονιζόμενοι, οίτινες είχον εσχισμένα τα ιμάτιά των, ούτω δε γυμνοί έτρωγον τας σάρκας των, εστρέβλωνον τας χείρας, διέστρεφον τους οφθαλμούς, εξήρχοντο αφροί από του στόματος αυτών και εφώναζον. Ούτοι λοιπόν έδραμον προς τον Άγιον λέγοντες: «Ορκίζομέν σε κατά του αληθινού και μόνου Θεού, ον κηρύττεις, να μη μας βασανίσης προ καιρού». Ταύτα ακούσαντες οι πριν θυμωμένοι, έσβεσαν την ορμήν, έως να ίδωσι το αποβησόμενον. Ο δε Άγιος ευθύς προσηύξατο, λέγων προς Κύριον: «Δέσποτα Θεέ Παντοκράτορ, ο Πατήρ του Παιδός σου Ιησού, ο οικονομών τα προς σωτηρίαν ημών, αν και μυριάκις ημείς αμαρτάνομεν, δέομαι και ικετεύω σε, λύτρωσαι τους νεανίσκους τούτους από τους δαίμονας, δια να γνωρίσωσι και αυτοί και πάντες οι παρεστώτες, ότι συ είσαι μόνος Θεός και να πιστεύσωσι δια την θαυματουργίαν αυτήν εις το θείον σου Όνομα». Ταύτα ευξάμενος, τους εκτύπησεν εις τας κεφαλάς με την ράβδον, λέγων: «Εις το όνομα του Χριστού εξέλθετε από τους νεανίσκους, πονηρά δαιμόνια, και ποσώς μη τους βλάψετε». Τότε οι δαίμονες, κράξαντες φωνήν μεγάλην, έφυγον. Οι δε νέοι έπεσον εις την γην και εκείτοντο επί πολύ άφωνοι, ώστε πάντες ενόμιζον, ότι απέθανον. Ο Άγιος όμως τους ήγειρεν υγιείς, σωφρονισθέντες δε ενεδύθησαν ιμάτια και πλέον από τον Άγιον δεν έφυγον. Ο δε όχλος, ταύτα ιδόντες, όλοι με μίαν γνώμην και γλώσσαν εβόησαν: «Εις είναι ο μόνος αληθινός Θεός, αυτός τον οποίον κηρύττει ο Αβέρκιος». Επίστευσαν λοιπόν οι άνθρωποι εκείνοι ολοψύχως εις τον Χριστόν, πλην εδειλίων, φοβούμενοι μήπως και δια το πλήθος των προτέρων αμαρτημάτων δεν τους δεχθή ο Θεός και μείνωσιν ασυγχώρητοι. Όθεν έλεγον προς τον Άγιον: «Δίδαξόν μας, άνθρωπε του Θεού, εάν μας συγχωρή ο ανεξίκακος Θεός ή μέλλη να αποδώση εις ημάς κατά τας αμαρτίας, τας οποίας εν αγνοία κατ’ αυτού διεπράξαμεν, διότι τούτο αναλογιζόμενοι φοβούμεθα». Ο δε Άγιος, λαμπρά τη φωνή διακηρύξας το του Θεού αμέτρητον έλεος, έλεγεν: «Εάν αφήσητε τα πρότερα έργα σας και μισήσητε πάσαν κακίαν, φθόνον, μίσος, ακαθαρσίαν και τα λοιπά, όσα πρότερον δι’ αγνωσίαν επράττετε, θέλει σας ελεήσει ως εύσπλαγχνος, επειδή καθ’ εκάστην προσκαλεί τους αμαρτήσαντας λέγων: «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς» (Ματθ. ια: 28). Περί της αγαθότητος αυτού έχομεν μυρία παραδείγματα. Επειδή λοιπόν επιστεύσατε ολοψύχως, δράμετε εις τον ιατρόν με νηστείαν, πόνους, προσευχάς και δάκρυα, δια να εξαλείψητε τας προτέρας ασελγείας και ηδονάς του σώματος». Ούτω νουθετήσας αυτούς ικανώς έως την ενάτην ώραν και προσευξάμενος δι’ αυτούς προς Κύριον, όπως τους ενδυναμώση και φυλάξωσι τα ειρημένα, τους ηυλόγησε και τους ησπάσθη αποχαιρετήσας, διότι η ώρα της προσευχής επλησίαζε και έπρεπε να αναγνώση την ακολουθίαν του. Ο δε όχλος ηκολούθουν δεόμενοι να τους βαπτίση το συντομώτερον, ο δε Άγιος επήνεσε την πρόθυμον αυτών γνώμην· αλλ’ επειδή δεν ήτο η ώρα κατάλληλος, τους είπε να περιμένωσιν έως την αύριον. Οι περισσότεροι όμως απ’ εκείνους δεν επήγαν να κοιμηθώσιν εις την οικίαν των, από τον πολύν των πόθον, αλλ’ έμειναν εις το δωμάτιον αυτού και το μεσονύκτιον εξελθών μετά την ευχήν ο Άγιος και ιδών αυτούς, προσηύξατο ταύτα προς Κύριον: «Ευχαριστώ σοι, Δέσποτα Θεέ, διότι μοι επήκουσας και ηθέλησας τα πρόβατά σου και προσεκάλεσας αυτά εις την αληθή μοίραν του ποιμνίου σου και απέδειξας τον νοητόν λύκον άπρακτον». Ταύτα ειπών έλαβε τον όχλον εις την Εκκλησίαν και εβάπτισε την ημέραν εκείνην άνδρας πεντακοσίους. Ακούοντες δε την φήμην αυτού, έτρεχον καθ’ εκάστην όχι μόνον από την Φρυγίαν και τα περίχωρα μέρη της πόλεως εκείνης, αλλά και από την Ασίαν και Λυδίαν και άλλους τόπους και ήρχοντο εις αυτόν άλλοι δια να τους κατηχήση τον λόγον της αληθείας και έτεροι δια να θεραπευθώσιν από ασθένειάν τινα, επειδή όχι μόνον εις την διδαχήν ήτο δεξιώτατος, αλλά και οξύτατος και ταχύτατος εις το να θεραπεύη τους πάσχοντας. Εν μια των ημερών εκάθητο εις τον συνήθη τόπον διδάσκων, οι δε Πρεσβύτεροι, οι Διάκονοι και πας ο λαός ιστάμενοι ηκροάζοντο τα γλυκύτατα αυτού λόγια. Τότε έφεραν μίαν ευγενεστάτην γυναίκα τυφλήν, Φρύγγελλαν ονόματι, ήτις ήτο μήτηρ ενός μεγάλου άρχοντος και πρώτου της πόλεως, ονομαζομένου Ποπλίωνος, η οποία ακούουσα την διδαχήν του Αγίου, χειραγωγουμένη έπεσεν εις τους πόδας αυτού μετά δακρύων τοιαύτα λέγουσα: «Λυπήσου με, τιμιώτατε πάντων ανθρώπων και φίλε του μόνου αληθινού Θεού, και μη με παρίδης την τάλαιναν· παραμύθησόν μου την συμφοράν και δος μοι το παμπόθητον φως των οφθαλμών μου, να βλέπω τον γλυκύτατον ήλιον· δυσωπήθητι δια το μεγαλείον της περιφανούς συγγενείας μου, διότι ο Ποπλίων είναι υιός μου, όστις έχει μεγάλην παρρησίαν προς τον βασιλέα. Έχω πράγματα πολλά και δούλους και χρήματα· ποίον όμως το όφελος, να εξουσιάζω τοσούτον πλούτον και να μη βλέπω, να τον διακρίνω ως βούλομαι, αλλά να έχω χειραγωγόν ως οι πένητες· κάλλιον να είχα το φως μου μόνον και ουχί άλλην τινά περιουσίαν ουδαμώς. Δέομαι λοιπόν της φιλανθρώπου ψυχής σου και πολλά σε παρακαλώ η τάλαινα, φώτισόν μου τους οφθαλμούς με την παρρησίαν, την οποίαν έχεις προς τον αληθινόν Θεόν». Ο δε είπε προς αυτήν: «Και εγώ, γύναι, αμαρτωλός είμαι, δεόμενος της φιλανθρωπίας του αγαθού Θεού αλλά εάν πιστεύης και συ εις αυτόν τον Παντοδύναμον Κύριον, δύναται να σου χαρίση το φως, καθώς τον γεννηθέντα τυφλόν εφώτισεν». Η δε απεκρίνατο: «Πιστεύω εις τον αληθινόν Δεσπότην μου Ιησούν Χριστόν και έγγισον εις τους οφθαλμούς μου την ιεράν δεξιάν σου να φωτισθώσι». Ταύτα έλεγεν η γυνή όχι με λόγια απλά, αλλά με ήθος ελεεινόν και με δάκρυα· όθεν ευσπλαγχνισθείς ο Άγιος, ητένισεν εις τον ουρανόν λέγων: «Ελθέ, Κύριε Ιησού Χριστέ, το αληθινόν φως, και ταύτης τους οφθαλμούς διάνοιξον». Έπειτα εγγίζων εις τους οφθαλμούς της τυφλής, είπεν: «Εάν αληθώς επίστευσεν εις Χριστόν, ας αναβλέψη η Φρύγγελλα». Ταύτα λέγοντος του Αγίου, ευθύς η αβλεψία ελύθη και η προς Χριστόν πίστις εδείχθη αληθής, διότι η ανάβλεψις των οφθαλμών του σώματος εφανέρωσεν, ότι εφωτίσθησαν και οι οφθαλμοί της ψυχής αυτής. Όθεν και ευγνώμων περί την δωρεάν εγνωρίζετο, λέγουσα: «Ευχαριστώ σοι, Κύριε Ιησού Χριστέ, διότι το φως μου διπλασίως εχάρισας και ήνοιξας τους σωματικούς οφθαλμούς και τους της καρδίας μου· όθεν αρμόζει να ψάλω ταύτα χαρμονικώς μετά του Προφήτου σου: «Ερρύσω την ψυχήν μου εκ θανάτου, και τους πόδας μου εξ ολισθήματος» (Ψαλμ. νε: 14), ελύτρωσες και τους οφθαλμούς μου από δακρύων, διότι αληθώς ελυτρώθην από τα σωματικά σκοντάμματα και ψυχικά διαβήματα». Έπειτα λέγει προς τον Άγιον με θερμότατον έρωτα: «Ιδού, Πάτερ, υπόσχομαι έμπροσθεν των πολλών τούτων μαρτύρων να διαμοιράσω εις τους πτωχούς τα ήμιση των υπαρχόντων μου». Τούτο το θαυμάσιον βλέποντες οι περιεστώτες, καταπλαγέντες εβόησαν: «Μέγας είσαι ο Θεός των Χριστιανών και μεγάλων Χαρίτων θέλουσιν απολαύσει οι το όνομά σου επικαλούμενοι». Ο δε Άγιος είπε προς την Φρύγγελλαν: «Ιδού λοιπόν ότι εγνώρισας πως ο Δεσπότης μου ανταμείβει και ευεργετεί φιλοτίμως όσους ελπίζουσιν εις Αυτόν· ύπαγε λοιπόν εις ειρήνην και πρόσεχε να μη γίνης προς τον ευεργέτην αχάριστος». Η δε γυνή, ευχαριστήσασα κατά το πρέπον, απήλθεν. Αλλά πάλιν επέστρεψεν ως ευγνώμων και δεν ηδύνατο να τον αποχωρισθή τελείως. Ηκούσθη λοιπόν εις πολλούς τόπους η θαυματουργία αύτη· όθεν προσήλθον πάλιν προς αυτόν τρεις πρεσβύτιδες τυφλαί, λέγουσαι: «Και ημείς πιστεύομεν εις τον Ιησούν, τον οποίον κηρύττεις, θαυμάσιε, και ποίησον δέησιν να ευσπλαγχνισθή και ημάς ως την Φρύγγελλαν». Ο δε Άγιος απεκρίνατο: «Εάν είναι αληθής η πίστις σας προς τον αληθή Θεόν, καθώς λέγετε, θέλετε τον ίδει με τους νοητούς οφθαλμούς της καρδίας σας». Ταύτα ειπών, προσηύξατο λέγων: «Κύριέ μου Ιησού Χριστέ, δέομαί σου, ας φωτισθώσι και αύται και ας ίδωσι το φως της σης επιγνώσεως». Τότε ήστραψε φως μέγα άνωθεν του τόπου, εις τον οποίον ίσταντο. Οι δε παρεστώτες, καταπλαγέντες από το παράδοξον θέαμα, έπεσον εις την γην, διότι το φως εκείνο δεν ήτο ως του ηλίου ή αστραπής, αλλά όλως φρικτόν και ασύνηθες. Αι δε γυναίκες ίσταντο ακλινείς. Ότε δε κατέβη το φως εκείνο εις τους οφθαλμούς αυτών, παρευθύς ανέβλεψαν. Ο δε Άγιος τας ηρώτησε, τι είδον πρώτον, αφού εφωτίσθησαν. Η μία είπεν ότι είδε γηραιόν τινα φαιδρόν και ωραίον εις το είδος άρρητον. Η άλλη είπεν, ότι ήτο νεανίσκος και η άλλη παιδίον μικρόν, το οποίον ήγγισεν εις τους οφθαλμούς αυτών και ούτως εθεραπεύθησαν. Ακούσας ταύτα ο Άγιος ηυχαρίστησε τον Θεόν, και παραλαβών την συνοδείαν αυτού απήλθεν εις την οικίαν του την ενάτην ώραν δια να αναγνώση τον εσπερινόν, καθώς είχε συνήθειαν πάντοτε, και εις το τέλος της ημέρας ως πάρεργον έτρωγεν ολίγον άρτον δια μικράν παραμυθίαν του σώματος. Έτρεχον λοιπόν πολλοί, ακούοντες τα θαυμάσια αυτού, και εβαπτίζοντο εις το όνομα της Αγίας Τριάδος. Εξήρχετο δε ο Άγιος και εις τα έξω της πόλεως χωρία δια να βλέπη τους ασθενείς, τους οποίους με την προσευχήν εθεράπευεν. Απελθών δε εις τόπον τινά, εις τον οποίον είχον ανάγκην μεγάλην από λουτρόν δια να εισέρχωνται οι ασθενείς, εγονάτισεν εις την γην και εποίησε περί τούτου δέησιν προς Κύριον. Ήτο δε ευδία και ξαστεριά εις τους ουρανούς, πλην εγένετο θαυμασίως βροντή και ανέβλυσαν εκ της γης θερμά ύδατα· όθεν άπαντες θαυμάζοντες εδόξασαν τον Θεόν, όστις τελειοί τα θελήματα των δούλων αυτού. Εκέλευσε λοιπόν ο Άγιος τους παρεστώτας να σκάψωσι λάκκους δια να συνάγωνται εις αυτούς τα ύδατα και να θεραπεύωνται οι ασθενείς, ταύτα δε ποιήσας επέστρεψεν εις τον οίκον του. Καθ’ οδόν τον απήντησεν ο διάβολος, μετασχηματισθείς εις μορφήν γυναικός και του λέγει να της δώση ευλογίαν. Ο δε Άγιος τον εγνώρισεν από θείαν Χάριν και έστρεψεν εις άλλο μέρος το πρόσωπον, απελθών δε παρεμπρός εσκόνταψε δυνατά και επληγώθη εις τον αστράγαλον. Ο δε πονηρός, αφείς την γυναικείαν μορφήν και φαινόμενος καθώς ήτο, περιεγέλα τον Άγιον λέγων: «Μη νομίζεις ότι είμαι κανέν ταπεινόν δαιμόνιον, απ’ εκείνα τα οποία διώκεις με ένα λόγον· εγώ είμαι εκατόνταρχος και ιδού εδοκίμασες την δύναμίν μου· συ θεραπεύεις τους άλλους ασθενείς και εγώ σου έδωσα χαλεπήν οδύνην». Ταύτα ειπών ο μιαρός επήδησεν εις τινα νεανίαν εκεί έμπροσθεν, και σπαράξας αυτόν χαλεπώς και αφρίζων και διαταράξας, έρριψεν αυτόν εις την γην και τον εβασάνιζεν. Ο δε Άγιος ελυπήθη τον νέον και δεηθείς του Θεού αυτόν μεν εθεράπευσε, τον δε πονηρόν απεδίωξεν, όστις με φωνήν αγρίαν και αναίσχυντον είπε ταύτα: «Συ με διώκεις απ’ εδώ, Αβέρκιε, και εγώ θα σε κάμω να υπάγης άκων εις την Ρώμην». Απελθών δε ο Άγιος εις την οικίαν του, προσηύχετο νήστις μετά των αδελφών ημέρας επτά, δεόμενος του Θεού να μη δώση εξουσίαν εις τον δαίμονα κατ’ αυτού, να τον πειράξη καθώς εκαυχήθη· την δε εβδόμην νύκτα είδεν εις το όραμά του ο Άγιος τον Δεσπότην, όστις του λέγει: «Ύπαγε εις την Ρώμην, Αβέρκιε, δια να κηρύξης το όνομά μου, και έχε θάρρος, διότι η Χάρις μου θέλει είναι μετά σου». Εγερθείς λοιπόν εκ του ύπνου είπεν· «Ας γίνη, Χριστέ μου, το θέλημά σου», και εφανέρωσε την οπτασίαν εις τους αδελφούς. Ο δε πονηρός δαίμων εκείνος, άμα εξήλθεν από τον νέον, έφθασεν εις την Ρώμην και εισήλθεν εις την θυγατέρα του βασιλέως Μάρκου Αντωνίνου, ήτις ήτο δεκαεξαέτις νεάνις, ονόματι Λουκίλλα, θαυμασία εις το κάλλος και μέγεθος, μεμνηστευμένη άνδρα καλούμενον Λεύκιον. Δαιμονισθείσα λοιπόν η νεάνις διεσπαράττετο, έδακνε τας χείρας και έτρωγε τας σάρκας. Ο δε βασιλεύς και η Αυγούστα Φαυστίνα είχον θλίψιν μεγάλην δι’ αυτήν, μάλιστα διότι είχον υποσχεθή εις τον ρηθέντα Λεύκιον, όστις ήτο μέγας και ισχυρός άρχων και τον είχεν αποστείλει ο βασιλεύς εις τον πόλεμον αντ’ αυτού, ότι όταν επιστρέψη από τον πόλεμον της Ανατολής, θα υπάγωσι με την κόρην εις την Έφεσον δια να τελέσωσι τους γάμους των εις τον ναόν της Αρτέμιδος. Επειδή λοιπόν επρόκειτο να μεταβή ο Λεύκιος, κατά την συμφωνίαν, τας ημέρας εκείνας εις Έφεσον, εστενοχωρούντο οι βασιλείς δια την ασθένειαν της κόρης και προσκαλεσάμενοι τους ιερείς των Ιταλών και Ρωμαίων, ως και τους μάντεις αυτών, τους επρόσταξαν να εξορκίσωσι τον δαίμονα. Αλλά ματαίως εκείνοι εκοπίαζον· διότι αντί να εξέλθη ή πραϋνθή ο δαίμων εγένετο ακόμη αγριώτερος και έλεγε ταύτα: «Εάν δεν έλθη ο Αβέρκιος, όστις είναι Επίσκοπος εις την Ιεράπολιν της Φρυγίας, δεν εξέρχομαι από τούτο το οικητήριον». Ταύτα είπε πολλάκις ο δαίμων εις επήκοον πάντων. Όθεν ο Αντωνίνος, απορών περί των λεγομένων, ηρώτησε τον ύπαρχον Κορνηλιανόν, εάν ήτο εις την Φρυγίαν πόλις τις ονομαζομένη Ιεράπολις. Ούτος δε απεκρίνατο: «Ναι, Δέσποτα, εις αυτήν την Ιεράπολιν είναι ο Ευξεινιανός Ποπλίων, προς τον οποίον πολλάκις έγραψας περί δημοσίων πραγμάτων». Ο δε Αντωνίνος εχάρη, διότι ο φίλος του και πιστός οικονόμος Ευξεινιανός ευρίσκετο εις την Ιεράπολιν και απέστειλε γράμματα προς αυτόν, να στείλη εις την Ρώμην τον Αβέρκιον με μεγάλην τιμήν και ευλάβειαν, διότι εχρειάζετο αυτόν τα μέγιστα. Λαβόντες λοιπόν τα γράμματα οι απεσταλμένοι απήλθον ταχέως εις το ηυτρεπισμένον πλοίον, όπερ ήτο εις το Βρινδήσιον και την εβδόμην ημέραν έφθασαν εις Πελοπόννησον· απ’ εκεί έλαβον ίππους βασιλικούς και απήλθον εντός δεκαπέντε ημερών εις το Βυζάντιον και την επομένην εις την Νικομήδειαν, έπειτα επορεύθησαν εις τα Σύνναδα, την της Φρυγίας Μητρόπολιν και ακολούθως έφθασαν εις την Ιεράπολιν. Εισελθόντες οι απεσταλμένοι του βασιλέως εις την πόλιν, συνήντησαν κατά τύχην ή μάλλον κατά θείαν Πρόνοιαν τον Αβέρκιον και τον ηρώτησαν που ευρίσκετο ο Ευξεινιανός, διότι είχον ανάγκην να τον εύρωσιν. Ηρώτησε τότε αυτούς ο Άγιος τι τον ήθελον, ο δε προϊστάμενος των απεσταλμένων ονόματι Βαλέριος εθυμώθη, διότι δεν απεκρίθη εις αυτόν ευθύς ο Αβέρκιος εις την ερώτησιν και κινηθείς από τον διάβολον ήγειρε την δεξιάν να τον ραπίση ο αναιδέστατος. Η παντοδύναμος όμως χειρ του ουρανίου Βασιλέως Χριστού δεν ημέλησε να σκεπάση τον Άγιον, αλλ’ επάταξε την τολμηράν χείρα του άρχοντος και έμεινεν αοράτως δεδεμένη και ως νεκρά αδρανής. Φοβηθέντες λοιπόν οι Μαγιστριανοί εξ αυτού του παραδόξου θεάματος, κατέβησαν από τους ίππους και προσκυνήσαντες τον Άγιον εδέοντο με πολλήν ταπείνωσιν να θεραπεύση την μαρανθείσαν και νεκρωθείσαν χείρα του Βαλερίου και να την ζωογονήση ως πρότερον. Ο δε Άγιος, ως συμπαθής και εύσπλαγχνος, εθεράπευσεν αυτήν· έπειτα πάλιν τους ηρώτησε τι ήθελαν τον Ευξεινιανόν. Οι δε είπον, ότι ο βασιλεύς στέλλει εις αυτόν γράμματα. Έλαβε τότε αυτούς ο Άγιος και τους έφερεν εις τον ζητούμενον. Ο δε, αναγνώσας τα γράμματα, τα έδωκεν εις τον Άγιον, όστις ιδών αυτά απεκρίνατο: «Να υπάγω μετά πάσης προθυμίας, επειδή είναι θέλημα Θεού το γενόμενον, καθώς μοι εφανέρωσεν ο Δεσπότης μου». Έμειναν δε οι Μαγιστριανοί ημέρας δύο και τους εφίλευσεν ο Ποπλίων· έπειτα ανεχώρησαν, επειδή ο Άγιος υπεσχέθη εις αυτούς να υπάγη εντός τεσσαράκοντα ημερών προς συνάντησίν των πλησίον της Ρώμης εις τόπον καλούμενον Πόρτον και από εκεί να υπάγωσιν ομού εις τα βασίλεια. Επίστευσαν δε εις αυτόν αδιστάκτως ως άγιον άνθρωπον δια την θαυματουργίαν, την οποίαν είδον. Ο δε θείος Αβέρκιος έβαλεν εις ασκόν οίνον, όξος και έλαιον ομού και τα τρία είδη, λαβών δε και ολίγους άρτους και παρηγορήσας τους αδελφούς, οίτινες έκλαιον δια την αναχώρησίν του, τους απεχαιρέτησε και εξήλθε της πόλεως επιβάς οναρίου. Αφού δε επροχώρησεν ολίγον έξω της πόλεως, είδεν αμπελουργόν τινα σκάπτοντα και του λέγει: «Τροφιμίων, ελθέ μετ’ εμού να υπάγωμεν εις την Ρώμην ομού». Ο δε αφήκεν ευθύς το δικέλλιον και αρπάσας το επανωφόριόν του ηκολούθησεν αυτόν. Αλλά σας παρακαλώ, προσέχετε, αγαπητοί μου Χριστιανοί, δια να ακούσητε θαύμα μέγα ανάμικτον τέρψεως. Οσάκις ήθελε προστάξει ο Άγιος να εξαγάγη ο Τροφιμίων οίνον ή έλαιον ή όξος από τον ασκόν, όσον ποσόν ήθελεν είπει, τοσούτον μόνον εξήρχετο, χωρίς ουδόλως να είναι αναμεμιγμένον μεθ’ ετέρου είδους. Και όταν ο υπηρέτης ήθελέ ποτε να εξαγάγη οίνον, ίνα πίη εκείνος ή άλλος χωρίς το θέλημα του Αγίου, εξήρχετο όξος ή έλαιον, όταν δε πάλιν εχρειάζετο έλαιον, εξήγεν όξος, ώστε εθαύμαζεν ο Τροφιμίων και εγίνετο ακουσίως πιστός και δεν εξήγε πλέον χωρίς του προεστώτος το θέλημα· τοιούτων χαρίτων απήλαυσε παρά Θεού ο σοφός Αβέρκιος. Φθάσαντες λοιπόν εις Αττάλειαν της Παμφυλίας και επιβάντες πλοίου, έφθασαν την τεσσαρακοστήν ημέραν εις το Πόρτον της Ρώμης κατά την συμφωνίαν, την οποίαν εποίησεν ο Άγιος μετά των Μαγιστριανών, εκείνοι δε ήλθον τρεις ημέρας υστερώτερα, επειδή τους έτυχε καθ’ οδόν μεγάλη τρικυμία. Λυπούμενοι δε δια την βραδύτητα έλεγον μεταξύ των, ότι εάν δεν εύρωσι τον Αβέρκιον εις τον ωρισμένον τόπον, κάλλιον θα ήτο δι’ αυτούς να αυτοκτονήσωσι παρά να εμφανισθώσι χωρίς αυτόν εις τον βασιλέα, διότι θα τους έδιδε πικρότατον θάνατον. Ταύτα μελετώντες εξήλθον του πλοίου. Ο δε Άγιος, ιδών αυτούς, τους εχαιρέτησε και τους υπέμνησε την συμφωνίαν, την οποίαν αυτός ουδόλως παρέβη. Οι δε ιδόντες ανελπίστως τον Άγιον προσεκύνησαν αυτόν ασμένως και χαίροντες τον παρέλαβον και εισήλθον εις την Ρώμην. Μεταβάντες λοιπόν εις τα ανάκτορα ωδήγησαν τον Άγιον εις την Αυγούσταν, διότι ο βασιλεύς έλειπε τότε εις τον πόλεμον. Η δε Φαυστίνα, βλέπουσα την του ανδρός ευκοσμίαν και σεμνοπρέπειαν και μαθούσα από τους Μαγιστριανούς την ένθεον αυτού πολιτείαν, τον υπεδέχθη με μεγάλην τιμήν και ευλάβειαν, λέγουσα: «Φανερόν είναι από το άγιον Σχήμα σου και από την καλήν σου φήμην και το όνομα, ότι του αγαθού και Παντοδυνάμου Θεού δούλος είσαι. Δέομαί σου λοιπόν και παρακαλώ την αγιωσύνην σου, καθώς ηλέησας και εθεράπευσας πολλούς πένητας, να γίνης και ευεργέτης βασιλέων, ιατρεύων το ταπεινόν μας θυγάτριον και πάλιν ημείς θέλομεν σε ανταμείψει με μεγάλας δωρεάς και χαρίσματα». Ο δε απεκρίνατο: «Ευχαριστούμεν την προαίρεσίν σου, αλλά από τας δωρεάς σας ημείς δεν έχομεν ανάγκην, διότι απηρνήθημεν την κενήν ταύτην φαντασίαν του κόσμου, μάλιστα δε διότι ο Θεός μάς προσέταξε να δίδωμεν δωρεάν τας ευεργεσίας και χάριτας, καθώς και ημείς δωρεάν παρ’ αυτού την εξουσίαν ελάβομεν. Ας υπάγωμεν λοιπόν να ίδωμεν την θυγατέρα σου». Ότε δε εισήλθον εις το δωμάτιον, ένθα ήτο η κόρη, ευθύς ως είδεν ο δαίμων τον Άγιον, έρριψεν αυτήν κάτω, την εσπάραττε και την έκαμε να τρέμη, έπειτα εξέβαλε και φωνήν λέγουσαν: «Ιδού, Αβέρκιε, σε έφερα και εις την Ρώμην, καθώς σου προείπον». Ο δε Άγιος απήντησε: «Ναι, αλλά δια κακόν σου με έφερες». Προσέταξε δε να εκβάλωσιν έξω την κόρην εις τόπον ύπαιθρον, ήτοι να μη είναι εις οίκον, αλλά υπό τον ουρανόν. Εξελθόντες λοιπόν πρότερον οι βασιλικοί υπηρέται εφρούρουν τον τόπον, έπειτα έφεραν την κόρην, την οποίαν πάλιν εσπάραττεν ο μιαρός δαίμων και εφώναζε κατά του Αβερκίου υπερηφανευόμενος, ότι ηνάγκασεν αυτόν να διέλθη τοσαύτην γην ανωφελώς. Ο δε Άγιος, υψώσας προς ουρανόν τους οφθαλμούς, προσηύξατο· έπειτα στραφείς προςτην κόρην, επετίμησε δριμύτερον το δαιμόνιον λέγων: «Ο Χριστός μου σου επιτάσσει, έξελθε ευθύς από την κόρην, πονηρέ δαίμον, και μη την βλάψης ποσώς». Τότε ο διάβολος μετέβαλε την λεόντειον αγριότητα εις δειλίαν αλώπεκος, λέγων ταύτα: «Ορκίζω σε και εγώ κατά του Χριστού αυτού να μη με πέμψης εις ερημίαν, ούτε εις άλλον τόπον, μόνον εκεί όπου κατώκουν πρότερον». Ο δε Άγιος απεκρίνατο λέγων: «Ύπαγε όχι εις ερημίαν, αλλ’ εις τον τόπον τον πατρικόν· πλην επειδή με ηνάγκασας να έλθω εδώ, σε προστάσσω πάλιν και εγώ εις το όνομα του Ιησού, να άρης αυτόν τον λίθινον βωμόν, να τον κομίσης εις την Ιεράπολιν, να τον βάλης ένδοθεν της πύλης της ευρισκομένης εις το νότιον μέρος της πόλεως». Ούτος ο βωμός ήτο ναός ειδωλικός κατεσκευασμένος επί μεγάλου τινός βράχου και λελατομημένος με τέχνην και κόπον πολύν. Ευθύς ο δαίμων υπήκουσεν ως δούλος εις τον δεσπότην αυτού και εξελθών από την κόρην, χωρίς να προξενήση βλάβην τινά, ήγειρε τον βαρύτατον εκείνον βράχον αναστενάξας βαρέως και κρατών αυτόν, ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ! Διήλθεν έμπροσθεν του ιπποδρόμου, εις τον οποίον ήτο η βασίλισσα και αρκεταί χιλιάδες λαού, οίτινες ιδόντες όλοι τοιούτον φρικτόν τερατούργημα εξεπλάγησαν. Ούτω λοιπόν ο μεν δαίμων εκόμισε τον βωμόν εις την Ιεράπολιν και τον απέθεσεν εκεί όπου ο Άγιος τον προσέταξεν, η δε κόρη, ευθύς ως εξήλθεν ο δαίμων, έπεσεν εις τους πόδας του Αγίου και έκειτο ως νεκρά επί πολλήν ώραν, εφοβήθησαν δε άπαντες και μάλιστα η μήτηρ αυτής, νομίζοντες ότι πράγματι απέθανεν. Ο δε Άγιος, εκτείνας την δεξιάν, ήγειρεν αυτήν σωφρονούσαν και λέγει προς την βασίλισσαν: «Ιδού η θυγάτηρ σου ζώσα και λυτρωθείσα της επηρείας του δαίμονος». Η δε Φαυστίνα, από την μεγάλην χαράν έκλαιε χύνουσα ποταμηδόν τα δάκρυα, εναγκαλισθείσα δε την θυγατέρα αυτής την ησπάζετο. Μετά ταύτα παρεκάλει η βασίλισσα θερμότατα τον Άγιον να μη καταφρονήση, αλλά να δεχθή την αμοιβήν της τοιαύτης μεγάλης ευεργεσίας. Ούτος όμως ουδαμώς εδέχθη τι, λέγων: «Όστις τρώγει άρτον και πίνει ύδωρ, δεν χρειάζεται χρήματα». Εζήτησε δε μόνον παρά της βασιλίσσης να κτίση λουτρόν εις το χωρίον εκείνο, εις το οποίον εξήγαγε δια προσευχής τα θερμά ύδατα, περί του οποίου προείπομεν, και να χαρίση σιτηρέσιον τρεις χιλιάδας μοδίων καθ’ έκαστον έτος δια να το διανέμωσιν εις τους πτωχούς, οίτινες ήσαν εις Ιεράπολιν. Η δε Αυγούστα, ως ήκουσεν, εχάρη και προσκαλέσασα τον έπαρχον Κορνήλιον, παρήγγειλε και έγραψαν ευθύς την δωρεάν με χρυσόβουλλον, δια του οποίου παρηγγέλλετο να δίδωσιν εις τους πένητας της Ιεραπόλεως εκ του βασιλικού σίτου τρεις χιλιάδας μοδίων. Έστειλαν δε και τον αρχιτέκτονα κατ’ αυτήν την ημέραν να λάβη χρήματα από τον άρχοντα της Φρυγίας, όσα απητούντο, δια να γίνη η οικοδομή του λουτρού και ούτως εγένετο εντός ολίγου χρόνου το βαλανείον (λουτρόν) εις το χωρίον εκείνο. Το δε σιτηρέσιον εδίδετο εις τους πτωχούς έκαστον έτος, έως της εποχής του δυσσεβούς Ιουλιανού, όστις εφθόνησε τους Χριστιανούς και έπαυσεν αυτό, καθώς ηφάνισε και άλλα καλά ο ανόσιος. Ο δε θείος Αβέρκιος έμεινεν ικανόν χρόνον εις την Ρώμην, επιστηρίζων τας Εκκλησίας και κηρύττων παρρησία και πανταχού τον λόγον της πίστεως. Κοιμώμενος δε μίαν νύκτα, είδε τον Δεσπότην Χριστόν, όστις του λέγει: «Πρέπει να υπάγης και εις την Συρίαν, Αβέρκιε, να κηρύξης και εκείτην αλήθειαν». Εγερθείς λοιπόν εζήτησεν από την Αυγούσταν συγχώρησιν· εκείνη όμως δεν ήθελε να τον αφήση να αναχωρήση από την Ρώμην, ίνα μη τύχη και πειράξη πάλιν την κόρην ο δαίμων. Ο δε Άγιος της είπε να μη φοβήται περί τούτου ουδαμώς. Ηυτρέπισε λοιπόν δι’ αυτόν βασιλικόν πλοίον και όλα τα χρειαζόμενα και έφθασεν εις την Συρίαν εις εξ ημέρας· και πρώτον μεν επήγεν εις Αντιόχειαν, έπειτα εις την Απάμειαν και εις τας λοιπάς πόλεις διδάσκων εις αυτάς την Ορθοδοξίαν της πίστεως και διαλλάτων τας εριζούσας εκ της αιρέσεως του Μαρκίωνος Εκκλησίας, ανασπών τα ζιζάνια της αιρέσεως δια του κηρύγματος της αληθείας ως σοφός διδάσκαλος ο τρισμακάριος. Εκείθεν πάλιν διέβη τον Ευφράτην και μετέβη ειςτην Νίσιβιν και άλλα μέρη της Μεσοποταμίας, διότι ήκουσεν ότι και εκεί ανεφύη η αυτή αίρεσις και ειρήνευσε πανταχού τας Εκκλησίας δια της ισχύος των λόγων του και της θεαρέστου διαγωγής αυτού. Όθεν οι πιστοί συναχθέντες εκόμισαν εις αυτόν χρήατα πολλά θέλοντες να τον ανταμείψωσι δια τον πολύν κόπον, τον οποίον έλαβεν εις τοσαύτην οδοιπορίαν, αλλά ουδόλως εδέχετο να λάβη οβολόν αργυρίου, λέγων ταύτα· «Δεν εδέχθην να λάβω τα χρήματα που μου προσέφερεν η βασίλισσα, τα οποία ήσαν περισσότερα και η αφορμή ευλογωτέρα, και τώρα να λάβω αυτά που μου δίδετε σεις δια πληρωμήν του ολίγου κόπου τον οποίον έκαμα δια τον Δεσπότην μου»; Τότε ηγέρθη εις το μέσον ευγενέστατος τις και πλούσιος άρχων, Βαρχασάνης ονομαζόμενος, και είπε: «Δεν είναι πρέπον, ω άνθρωποι, να βιάζητε τοιούτον άνδρα να λάβη χρυσίον, το οποίον δεν παρέχει εις αυτόν ωφέλειαν τινά, αλλά μόνον εις κόπον θα τον εμβάλη να το διαμοιράση εις τους πτωχούς. Όθεν ας του δώσωμεν την αξίαν εκείνην, την οποίαν δεν ημπορεί ποτέ να αποθέση και ήτις του πρέπει κατά τας πράξεις του. Ας ψηφίσωμεν, λέγω, να ονομάζηται Ισαπόστολος, διότι άλλος τις Αρχιερεύς του καιρού τούτου δεν περιεπάτησε τόσην γην και δεν διήλθε τόσην θάλασσαν δι’ αγάπην και πρόνοιαν των αδελφών, ως ούτος ο αξιέπαινος, ο όντως και αληθώς των κορυφαίων διάδοχος, τους οποίους και αυτός εμιμήθη πόλιν εκ πόλεως διερχόμενος». Ούτος ο λόγος ήρεσεν εις όλην την αδελφότητα· όθεν έδωσαν εις αυτόν την επωνυμίαν ταύτην, της οποίας και δια των έργων απέδειξεν ότι ήτο άξιος. Αναχωρήσας είτα και από την Μεσοποταμίαν ο Άγιος διήλθε την Κιλικίαν, την Λυκαονίαν και την Πισιδίαν, ελθών δε εις Σύνναδα, Μητρόπολιν της Φρυγίας και μικρόν αναπαυθείς εκίνησε δια να υπάγη εις την χώραν του. Διερχόμενος εκ τινος χωρίου, όπερ εκαλείτο Αυλών, εκάθισεν εις πέτραν τινά δια να αναπαυθή, επειδή ήτο καιρός του θέρους. Εκεί πλησίον ελίχνιζον σίτον γεωργοί τινες· όθεν παρασυρόμενα τα λεπτά άχυρα υπό του αέρος επέπιπτον εις το πρόσωπον του Αγίου. Εκείνος δε σκοπών να διδάξη αυτούς, τους παρεκάλεσε να αναμείνωσιν ολίγον, αυτοί όμως δεν ηθέλησαν να διακόψωσι το έργον των. Εποίησεν όθεν προσευχήν ο Άγιος και έπεσεν ο άνεμος, ούτω δε και ακουσίως διέκοψαν και εκάθησαν να φάγωσιν. Ο δε Άγιος, επειδή εδίψα, τους εζήτησεν ύδωρ, αυτοί όμως ως άσπλαγχνοι και αγροίκοι τον εχλεύασαν, λέγοντες, ότι δεν εγείρονται από την τράπεζαν ένεκα γέροντος. Τότε ο φιλανθρωπότατος, μεμφθείς την απανθρωπίαν αυτών, λέγει προς αυτούς: «Ουδέποτε να χορτασθήτε εν τη ζωή σας» και ο λόγος του ως απόφασις δικαστική εξετελέσθη και εγένετο έργον, διότι δεν εχορτάζοντο καθ’ όλην των την ζωήν, αλλ’ όσον και αν έτρωγον, επείνων πάντοτε. Αναστάς εκείθεν ο Άγιος απήλθεν εις την ιδίαν αυτού πόλιν, συνήχθησαν δε όλοι και τον υπεδέχθησαν με πολλήν αγαλλίασιν. Είτα περιερχόμενος όλην την χώραν εκήρυττε παρρησία τον λόγον της αληθείας, βαπτίζων τους κατηχουμένους, θεραπεύων τους δαιμονιζομένους και ιατρεύων πάσαν ασθένειαν. Έγραψε δε και βίβλον τινά ωφέλιμον, την οποίαν αφήκεν εις τους Ιερείς να την έχωσιν ως διδάσκαλον αντ’ αυτού. Ανελθών δε ποτε εις όρος υψηλόν μετ’ άλλων πολλών, εδίψησαν και κλίνας τα γόνατα προσηύξατο, εξήλθε δε ύδωρ γλυκύτατον, εκ του οποίου πιόντες ηυφράνθησαν άπαντες και ωνόμασαν τον τόπον εκείνον τόπον γινυκλισίας έως της σήμερον. Μετά παρέλευσιν ολίγων ημερών είδε πάλιν εν οπτασία τον Κύριον, όστις του λέγει: «Ήλθεν ο καιρός να αναπαυθής από τους μακρούς σου πόνους, Αβέρκιε». Εγερθείς δε του ύπνου εφανέρωσε την οπτασίαν εις τους αδελφούς, ειπών ότι μέλλει να υπάγη προς Κύριον. Προσέταξεν όθεν και ητοίμασαν τον τάφον αυτού εκεί παρά τον βωμόν εκείνον, τον οποίον έφερεν ο δαίμων από την Ρώμην. Κατεσκεύασε δε και μαρμαρίνην πλάκα τετράγωνον, κατά το μήκος και πλάτος ίσην του τάφου και την ετοποθέτησαν επ’ αυτού, ενεχάραξε δε εις αυτήν και γράμματα τα οποία έλεγον ταύτα: «Αβέρκιος πολίτης εκλεκτής πόλεως, μαθητής του αγνού και καλού Ποιμένος, εποίησα ζων τον τάφον τούτον, ίνα αναπαύσω το σώμα μου. Με απέστειλενο Χριστός εις την Ρώμην να συναθροίσω βασιλείαν, και είδον βασίλισσαν χρυσόστολον, χρυσοπέδιλον και λαόν έχοντα σφραγίδα λαμπράν. Μετέβην εις την Συρίαν, την Νίσιβιν, τον Ευφράτην, και είχον όλως συνέκδημον τον Παύλον έσωθεν. Η δε πίστις παντί προήγε. Και παρέθηκε τροφήν ιχθύν από πηγής παμμεγέθη καθαρόν, ούτινος εδράξατο Αγνή Παρθένος, και επέδωκεν αυτόν τοις φίλοις, ίνα εσθίωσιν αυτόν πάντοτε. Διδούσα οίνον χρηστόν με άρτον εις κέρασμα. Ταύτα παρεστώς εγώ, ο Αβέρκιος, είπα και ανέγραψαν εις τούτον τον λίθον, όταν ήμην ετών οβ΄ (72) την ηλικίαν, και όστις εννοήση αυτά, ας ποιήση υπέρ εμού δέησιν, και μη βάλη ουδείς άλλον τάφον επάνω μου. Ειδεμή, να αποδίδη τη βασιλεία των Ρωμαίων δύο χιλιάδας φλωρίων χρυσών και έτερα χίλια τη Ιεραπόλει». Αφ’ ου έγραψε ταύτα ο Άγιος εκάλεσε τους Πρεσβυτέρους και Διακόνους και άλλους κοσμικούς και λέγει προς αυτούς: «Τέκνα μου ηγαπημένα και φίλτατον ποίμνιον, εγώ υπάγω προς εκείνον τον οποίον επόθησα εκ νεότητος, απέρχομαι δια να απολαύσω τον Δεσπότην μου Χριστόν, υμείς δε ψηφίσατε όν τινα θέλετε να σας ποιμαίνη μετά την εμήν αναχώρησιν». Οι δε ακούσαντες εθρήνησαν του διδασκάλου την στέρησιν και εψήφισαν τον Αρχιπρεσβύτερον της Εκκλησίας, ονόματι ομοίως Αβέρκιον, τον οποίον ηυλόγησεν ο Άγιος και τον εχειροτόνησε κατά την τάξιν της Εκκλησίας Επίσκοπον. Έπειτα επάρας εις τους ουρανούς τας χείρας και τους οφθαλμούς και νοερώς προσευξάμενος παρέδωκε την μακαρίαν αυτού ψυχήν εις τον Κύριον, την οποίαν συνώδευσαν οι χοροί των Αγίων Αγγέλων, επειδή επολιτεύθη ως Άγγελος. Το δε πλήθος όλον της πόλεως συναθροισθέντες έψαλλον άσματα πνευματικά, καθώς έπρεπε, και τον ενεταφίασαν λαμπρώς εις τον προρρηθέντα λίθον τη κβ΄ (22) του Οκτωβρίου μηνός. Έπειτα παρέλαβον τον νέον Επίσκοπον και αναβιβάσαντες αυτόν εις τον Αρχιερατικόν θρόνον, εμεγάλυνον άπαντες κοινώς τον Βασιλέα της δόξης και Κύριον. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΓ΄ (23η) του Οκτωβρίου, μνήμη του Αγίου Αποστόλου και πρώτου Επισκόπου των Ιεροσολύμων ΙΑΚΩΒΟΥ του

Δημοσίευση από silver »

Τη ΚΓ΄ (23η) του Οκτωβρίου, μνήμη του Αγίου Αποστόλου και πρώτου Επισκόπου των Ιεροσολύμων ΙΑΚΩΒΟΥ του Αδελφοθέου.

Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, ο θείος του Κυρίου Απόστολος και πρώτος Επίσκοπος Ιεροσολύμων, ήτο από την Ιουδαίαν, υιός ων του μνήστορος Ιωσήφ. Επειδή δε άλλο δεν είναι εις τους ζηλωτάς της ευσεβείας και εναρέτους γλυκύτερον, ως η του δικαίου ενθύμησις, η οποία τους ευφραίνει περισσότερον από ό,τι ο χρυσός τους φιλαργύρους ή τους φιληδόνους το κάλλος του σώματος και επειδή δεν είναι μόνον γλυκεία η του δικαίου ενθύμησις, αλλά και υπερλίαν ωφέλιμος, διότι εμφυτεύει εις τας ψυχάς κέντρον θεϊκού ζήλου και διεγείρει εις την μίμησιν αυτού τους εντυγχάνοντας, δια τούτο θα είπωμεν και ημείς ολίγα τινά δια τον αληθώς και δικαίως δίκαιον όντα και ονομαζόμενον θείον τούτον Ιάκωβον, όστις επλούτησε και της θείας ταύτης επωνυμίας, να λέγηται από όλους τους Αγίους διαφερόντως και εξαιρετώτερα Αδελφόθεος, διότι ουδείς άλλος ηξιώθη να ονομάζηται αδελφός του Χριστού ειμή μόνον αυτός ο αοίδιμος. Περί τούτου δε θα είπωμεν όσα εμάθομεν από τον Ηγήσιππον και τον Κλήμεντα. Ούτος ήτο, ως είπομεν, υιός του Ιωσήφ, όστις δια τας αρετάς του εμνηστεύθη και ηρραβωνίσθη δια νύμφην την προ του τόκου και εν τω τόκω και μετά τόκον αειπάρθενον Θεοτόκον· τούτον ωνόμαζον Ιοβλίαν το πρότερον, το οποίον σημαίνει εν τη Εβραϊκή γλώσση δίκαιον, διότι τόσον ενάρετα εβίου από βρέφους και τοσαύτην εγκράτειαν είχεν εις όλας του τας αισθήσεις και τα μέλη του, ώστε ήτο αληθώς ξένον θέαμα. Ο οφθαλμός έβλεπε πάντοτε δίκαια, όθεν και του θείου ελέους ήτο πάντοτε άξιος· η ακοή ήτο ηνεωγμένη εις τα σωτήρια αναγνώσματα, το στόμα είχε τον νόμον εντρύφημα, η δεξιά ετοίμη εις ελεημοσύνην και συμπάθειαν πάντοτε, η δε γαστήρ εγκρατεύετο από όλα τα περιττά και άχρηστα. Ούτε έφαγεν έμψυχον πράγμα εις όλην την ζωήν του, ήτοι κρέας, οψάριον, καρκίνον (κάβουραν) ή άλλο έχον πνοήν και ζωήν, ούτε οίνον έπιε ποτέ, μόνον με ύδωρ άδολον εθεράπευε την δίψαν του. Η τροφή του ήτο άρτος μόνον και δάκρυα. Τας δε μετανοίας, τας οποίας εποίει, εφανέρωναν τα μεμαραμμένα και εξηντλημένα γόνατα, των οποίων μόνον το δέρμα εφαίνετο μετά των οστών, εν ω η σάρξ του ήτο ηφανισμένη από την πολλήν εγκράτειαν. Το ένδυμά του ήτο ράσον τρίχινον, λινόν δε όταν εισήρχετο εις το ιερόν. Δεν ήτο εις αυτόν ουδεμία διαφορά ημέρας τε και νυκτός, αλλά και την νύκτα εποίει έργα φωτός άξια και την ημέραν πολλάκις διήρχετο την ζωήν με ησυχίαν εις προσευχήν ατάραχος, ηγαπημένος από τους συγγενείς και φίλους του και από τους ξένους και αλλοτρίους ευλαβούμενος, διότι ήτο τοσαύτη η αρετή του, ώστε όχι μόνον οι ευσεβείς και φίλοι του, αλλά και οι Έλληνες ετίμων αυτόν και τον είχον εις τοσαύτην ευλάβειαν, ώστε τινές απ’ εκείνους έχουσιν εις τα συγγράμματά των τας αρετάς του και τον επαινούσιν ως δίκαιον· αλλά και μεγάλην είχεν η πόλις την θλίψιν και την συμφοράν, οπόταν συνέβη το μίσος εκείνο το άδικον· και μαρτυρεί τον λόγον μου ο Ιώσηπος εις το εικοστόν της αρχαιολογίας σύγγραμμα, αλλά ας είπωμεν και τας λοιπάς αρετάς του Αποστόλου με βραχύτητα. Μετά την ενανθρώπησιν του Δεσπότου εγένετο των Ιεροσολύμων Επίσκοπος ο μέγας ούτος Ιάκωβος, όστις είχεν αληθώς τας δύο αρετάς, αίτινες άγουσι τον άνθρωπον εις τελείωσιν, θεωρίαν, δηλαδή, και πράξιν, από τας οποίας και αι άλλαι αρεταί ενδυναμούνται· ας εξετάσωμεν λοιπόν πρώτον την θεωρίαν, ήτις αναβιβάζει προς τον Θεόν τον ταπεινόν άνθρωπον. Ο Επίσκοπος πρέπει να έχη το θεωρητικόν πρότερον, καίτοι τινές λέγουσιν ότι το πρακτικόν είναι του θεωρητικού επίβασις. Από την αρχήν λοιπόν της Καθολικής Επιστολής του Αποστόλου τούτου φαίνεται, ότι ούτος ήτο θεωρητικός, ταπεινός και μέτριος· διότι υπογράφεται εν αυτή «Ιάκωβος, Θεού και Κυρίου Ιησού Χριστού δούλος» και τα λοιπά, από τα οποία γνωρίζεται η μεγάλη του ταπείνωσις, επειδή δεν λέγει καν ένα από τα τρία του μεγαλεία και αξιώματα, τα οποία είχεν, Επίσκοπος ή Απόστολος ή Αδελφόθεος, καθώς ο Παύλος προς Γαλάτας τον εμαρτύρησεν, αλλά γράφει το ταπεινότερον, δούλον Θεού εαυτόν ονομάζων, μιμούμενος εις την μετριότητα τον Διδάσκαλον. Γνωρίζων δε ως θεωρητικός και πάνσοφος, ότι η θλίψις φέρει προς αρετήν τον άνθρωπον και τον αναβιβάζει προς τον Θεόν με την κακοπάθειαν, παρακινεί τους πιστούς προς υπομονήν, λέγων ταύτα: «Όταν περιπέσητε εις διαφόρους πειρασμούς, αδελφοί μου, χαίρετε, ότι μακάριος όποιος υπομείνη πειρασμούς, διότι αυτός δόκιμος γενόμενος, θέλει λάβει τον στέφανον της ζωής». Ακολούθως διορθώνει την δεινήν ασθένειαν μερικών, οίτινες λέγουσιν ότι εκ φύσεως είναι το αμάρτημα και θεωρούν τον Θεόν αίτιον των κακών οι ασύνετοι, όθεν ως ιατρός άριστος εθεράπευσε και ταύτην την ασθένειαν λέγων: «Μηδείς πειραζόμενος λεγέτω ότι από Θεού πειράζομαι· ο γαρ Θεός απείραστός εστι κακών, πειράζει δε αυτός ουδένα, έκαστος δε πειράζεται υπό της ιδίας επιθυμίας εξελκόμενος και δελεαζόμενος» (Ιακ. α: 13-14) και τα λοιπά όσα εκεί γράφει· ούτω λοιπόν αναμεταξύ Θεού και ανθρώπων ο δίκαιος δικαίως εδίκασε, μαρτυρήσας τον Θεόν αναίτιον των κακών και καταπείσας τους ανθρώπους να γνωρίζωσι την ραθυμίαν και ασθένειάν των, και να ταπεινώνωνται καθώς τους πρέπει, ζητούντες συγχώρησιν. Έπειτα πάλιν νουθετεί να μη καυχηθή κανείς, όταν κατορθώση το αγαθόν, επειδή χωρίς της θείας Χάριτος δεν ημπορούμεν να ποιήσωμεν καλόν τι έργον, διότι «πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον άνωθέν εστι καταβαίνον από του Πατρός των φώτων» (Ιακ. α: 17), αυτός ημάς παρακινεί εις ελεημοσύνην και συμπάθειαν λέγων, ότι όσοι δεν ποιούσιν εδώ ελεημοσύνην εις πένητας, ευρήσουσι τον Κριτήν ανελεήμονα την ώραν της κρίσεως και όσοι δεν φυλάττουσι τας εντολάς του Κυρίου δεν ωφελούνται μόνον με την πίστιν, ήτις χωρίς των έργων νεκρά λογίζεται· «η πίστις χωρίς των έργων νεκρά εστι» (Ιακ. β: 20), καθώς και το σώμα χωρίς της ψυχής μένει νεκρόν και ακίνητον· αυτός ημάς εδίδαξε να χαλιναγωγώμεν την γλώσσαν, να μη λέγωμεν ψεύματα ή καταλαλιάν και κατάκρισιν, και εξαιρέτως να φεύγωμεν την επιορκίαν, ως ψυχοβλαβεστέραν και χείρονα των άλλων αμαρτημάτων, όχι δε μόνον τούτο αλλά και αυτόν τον αληθινόν όρκον να μη τολμήση τις να ομόση ούτε εις τον ουρανόν, ούτε εις την γην, ούτε εις άλλο τι κτίσμα παρόμοιον και αολώς ειπείν τοσούτον ημάς εδίδαξεν εκείνη η γλυκυτάτη γλώσσα του Ιακώβου, ώστε όστις αναγνώση την Επιστολήν του ωφελείται θαυμασιώτατα. Τον θείον τούτον Ιάκωβον είχον όλοι οι Απόστολοι εις μεγάλην ευλάβειαν και τον λόγον του ως νόμον εφύλαττον, καθώς εις πολλούς τόπους των Πράξεων φαίνεται και εξόχως, όταν είχον οι Αντιοχείς την συζήτησιν δια τους Έλληνας, τους ερχομένους εις την πίστιν, εάν πρέπει να περιτέμνωνται και ότε έγραψαν δι’ αυτήν την υπόθεσιν εις τους Αποστόλους, οίτινες ήσαν εις τα Ιεροσόλυμα δια να την κρίνωσιν, δεν ετόλμησεν άλλος τις να ποιήση απόφασιν ειμή μόνον ο μέγας Ιάκωβος, ταύτα λέγων: «Εγώ κρίνω, να μη πειράζωμεν τους επιστρέφοντας, αλλά μόνον να απέχωσιν από πορνείας, από πνικτόν και ειδωλόθυτον»· ούτως είπε και ο λόγος του έργον εγένετο και εκείνο το οποίον εψήφισεν ο Ιάκωβος, έγινεν εις όλους τύπος απαρασάλευτος, διότι όλοι οι Απόστολοι τον ηυλαβούντο και τον ετίμων ως πάντων εξαιρετώτερον, καθώς δύναται να πιστωθή πας τις από τον θείον Λουκάν, όστις λέγει ταύτα περί αυτού: «Τη επαύριον μετέβησαν όλοι οι Απόστολοι με τον Παύλον προς τον Ιάκωβον και αυτός τους ησπάσθη και έκαστος διηγήθη όσα θαυμάσια εποίησεν ο Θεός εις τα έθνη με την διακονίαν των, οι δε ακούσαντες εδόξασαν τον Θεόν» και τα επίλοιπα. Ούτος λοιπόν ο μέγας και θείος Ιάκωβος ήτο Άγιος, από την κοιλίαν της μητρός του ηγιασμένος, καθώς λέγουσι τα ιερά βιβλία. Δια τούτο και μετά Χριστόν ευθύς πρώτος Αρχιετεύς εχειροτονήθη Ιεροσολύμων Επίσκοπος και μόνος εις τα άγια των αγίων εισήρχετο, ουχί άπαξ του ενιαυτού ως οι Ιουδαίοι, αλλά καθ’ εκάστην ως καθαρώτατος και ευρίσκετο γονυκλινής πάντοτε, ικετεύων τον Κύριον δια την σωτηρίαν του λαού, από τον Μωϋσήν περισσότερον, ώστε απεσκληρύνθησαν τα γόνατά του ως των καμήλων από το πολύ γονάτισμα, διότι ούτω παρέδωσεν ημίν ο Θεός γενόμενος άνθρωπος, να προσευχώμεθα πάντοτε. Δια την υπερβολήν λοιπόν της δικαιοσύνης του τον επωνόμαζον Δίκαιον και Ιοβλίαν, το οποίον δηλοί περιοχή του λαού και της δικαιοσύνης. Και ο μεν θείος Ιάκωβος ούτω θεαρέστως επολιτεύετο, τινές δε εκ των αιρετικών Ιουδαίων παρακινηθέντες εκ των λόγων του Ανάνου συνήχθησαν οι πάντολμοι κατά του Ιακώβου, και θέντες αυτόν εις το μέσον, του έλεγον να αρνηθή την πίστιν του Χριστού οι μισόχριστοι και τον ηρώτων λέγοντες: «Ειπέ ημίν, δίκαιε, ποία είναι η θύρα του Ιησού»; Ο δε ως δίκαιος δικαίαν εις τους αδίκους έδωκε την απόκρισιν λέγων· «Ούτος είναι ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού, ο τω Πατρί ομοούσιος». Τινές δε απ’ εκείνους επίστευον εις τα του Δικαίου δίκαια και αληθέστατα λόγια, άλλοι δε ηναντιούντο και πλάνην ταύτα ενόμιζον, διότι οι αιρετικοί εκείνοι ούτε εις ανάστασιν επίστευον, καθώς λέγει το ιερόν Ευαγγέλιον, ούτε των πράξεων ανταπόδοσιν. Υπήρχε δε μέγας γογγυσμός εις τους άρχοντας των Ιουδαίων και έλεγον οι Φαρισαίοι και Γραμματείς, ότι εκινδύνευε να πιστεύσωσιν εις τον Χριστόν άπαντες· απήλθον λοιπόν προς τον Ιάκωβον λέγοντες: «Παρακαλούμεν σε, Δίκαιε, δίδαξον τον λαόν, διότι επλανήθησαν και πιστεύουσιν εις τον Ιησούν, θαρρούντες ότι αυτός είναι ο Χριστός. Όθεν την ημέραν του Πάσχα, κατά την οποίαν θα συγκεντρωθώσι, κατάπεισον αυτούς, να μη πλανώνται πιστεύοντες εις ένα άνθρωπον· σε παρακαλούμεν, ποίησον την χάριν ταύτην, διότι ημείς μαρτυρούμεν ότι είσαι δίκαιος και δεν κρίνεις μεροληπτικώς. Δια τούτο σε παρακαλούμεν να ανέλθης εις το πτερύγιον του Ναού, δια να σε βλέπη όλος ο λαός και να ακούωσι τους δικαίους λόγους σου και εκεί δίδαξον αυτούς. Ούτω λοιπόν, όταν ήσαν όλοι οι άνθρωποι συνηγμένοι εξ όλων των φυλών και εθνών, Εβραίοι τε και Χριστιανοί, κατά την συνήθειαν, ανεβίβασαν οι ψευδείς και άδικοι τον δίκαιον και αψευδή, νομίζοντες ότι θέλει επαινέσει την γνώμην των και τον έστησαν εις το υψηλότερον μέρος του ιερού λέγοντες μεγαλοφώνως, δια να ακούσωσιν οι περιεστώτες άπαντες: «Ειπέ ημίν, Δίκαιε, επειδή εις σε όλοι πιστεύομεν, τι λέγεις δια τον Ιησούν, τον οποίον εσταύρωσεν ο Πιλάτος, ο δε λαός νομίζων ότι αυτός είναι ο Χριστός πλανάται και πιστεύει αυτόν ως Θεόν; Φανέρωσον ημίν και απάγγειλον την αλήθειαν». Τότε λοιπόν, επειδή ο καιρός εκάλει τον αριστέα να αντισταθή κατά του ψεύδους, δεν εδειλίασε πρόσκαιρον θάνατον, ώστε να προδώση την αλήθειαν, αλλά αφήκε την φωνήν, την ψυχήν και την γλώσσαν ελευθέραν λέγων: «Τι με ερωτάτε δια τον Ιησούν; Αυτός κάθηται εις τον ουρανόν εκ δεξιών της δυνάμεως του Πατρός αυτού, Αυτός πάλιν θα έλθη επί των νεφελών του ουρανού καθεζόμενος, να κρίνη με δικαιοσύνην την οικουμένην άπασαν». Με την μαρτυρίαν ταύτην του Ιακώβου επληροφορήθησαν πολλοί και έκραζον λέγοντες: «Ωσαννά τω υιώ Δαβίδ». Οι δε τυφλοί Φαρισσαίοι και Γραμματείς μετενόησαν πολλά, επειδή δεν είπεν ο δίκαιος τα άδικα λόγια, τα οποία τον συνεβούλευσαν. Όθεν ώρμησαν κατ’ επάνω του φωνάζοντες προς τον λαόν ταύτα: «Ως και ο Δίκαιος επλανήθη»· και αναβάντες εις το πτερύγιον, τον ήρπασαν ως θηρία άγρια και τον εκρήμνισαν εις την γην. Επειδή όμως δεν απέθανεν αμέσως ο μακάριος, αρχίζουσι να τον λιθοβολώσιν οι κάκιστοι, εκείνος δε εδέχετο τους λίθους ατάραχος, ως θησαυρόν πολυτίμητον και γονατίσας έλεγε: «Κύριε Θεέ Πάτερ, συγχώρησέ τους, διότι δεν γινώσκουσι τι ποιούσιν». Ω μακαρίας ψυχής! Ω θαυμασίας πραότητος! Καθώς είπεν ο Δεσπότης εις τον Σταυρόν και ο Πρωτομάρτυς αυτού και ανεξίκακος Στέφανος, ούτω και ο αδελφός του Ιάκωβος, δεικνύων γνησίαν την αδελφότητα, προσηύχετο δια τους φονείς και αγνώμονας, οίτινες, καίτοι ήκουον αυτόν ευχόμενον δι’ αυτούς, δεν ηυλαβήθησαν την μακροθυμίαν του οι αχάριστοι, αλλά ακόμη τον ελίθαζον. Ιερεύς δε τις, από τους υιούς του Ρηχάβ, εφώναζε λέγων· «Παύσασθε, τι ποιείτε, ταλαίπωροι; Υπέρ ημών εύχεται ο Δίκαιος, ημείς δε, ω άδικοι, τον λιθάζετε»; Τότε εις των φονέων εκείνων ήρπασε ξύλον δια του οποίου εστράγγιζε βαφεύς τις και απεσφόγγιζε τα ιμάτια και δι’ αυτού τον εκτύπησε δυνατά εις την κεφαλήν και εξέπνευσεν ο Δίκαιος, λαβόντες δε αυτόν οι φονείς τον ενεταφίασαν πλησίον του Ναού. Όσοι δε ήσαν εύσπλαγχνοι και καλόγνωμοι βαρέως έφερον αυτήν την μιαιφονίαν και έστειλαν κρυφίως προς τον Αγρίππαν γράμματα, όστις ήτο της τετραρχίας του Ηρώδου διάδοχος, παρακαλούντες αυτόν να προστάξη τον Άνανον, να μη τολμήση πλέον χωρίς την βουλήν εκείνου να συγκαλέση συνέδριον· ο δε βασιλεύς Αγρίππας εστέρησε της ιερωσύνης τον Άνανον, όστις δεν είχε παρά τρεις μόνον μήνας εις την αξίαν και έκαμεν άλλον εις τον τόπον εκείνου. Ουχί δε μόνον ταύτα, αλλά τόσα κακά έπαθον οι Ιουδαίοι μετά τον φόνον του Ιακώβου, ώστε δεν μας φθάνει η βίβλος αύτη καταλεπτώς να τα γράψωμεν, αλλά όστις θέλει να τα μάθη, ας αναγνώση τον ιστοριογράφον Ιώσηπον, όστις ήτο Ιουδαίος αψευδής και δεν έκρυψεν από την αλήθειαν τίποτε, ημείς δε εις το προκείμενον επανέλθωμεν. Ούτω λοιπόν δια Μαρτυρίου προσετέθη ο Μάρτυς εις τους Μάρτυρας και εις τους Δικαίους ο Δίκαιος, ο πρώτος όστις έλαβε μεταξύ των Επισκόπων τον στέφανον, διότι εις τους Διακόνους προέλαβεν ο Στέφανος, εις τους Αποστόλους ο Ζεβεδαίου Ιάκωβος και τώρα πάλιν εις τον πρώτον Αρχιερέα Χριστόν ο Αρχιερεύς ηκολούθησε, του οποίου κατ’ αλήθειαν πρέπουσιν όχι εις, αλλά πολλοί και διάφοροι στέφανοι, του Μαθητού, του Αρχιερέως, του Δικαίου, του Θεαδέλφου του Μάρτυρος και απλώς ειπείν, καθώς είχε με πάσαν αρετήν την ψυχήν του εστολισμένην, ούτω θέλει λάβει και την αμοιβήν πλουσίαν εις τον Παράδεισον, παρά του Δεσπότου Χριστού και Θεού ημών. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω ανάρχω Πατρί και ομοουσίω Πνεύματι, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΔ΄ (24η) Οκτωβρίου, μνήμη του Αγίου Μεγαλομάρτυρος ΑΡΕΘΑ και των συν αυτώ.

Δημοσίευση από silver »


Αρέθας ο Άγιος Μάρτυς ήτο πρώτος της πόλεως Νεγράς εν Αιθιοπία, επί της βασιλείας του ευσεβεστάτου Ιουστίνου. Κατά δε τον πέμπτον χρόνον της βασιλείας τούτου, ήτοι εν έτει φκγ΄ (523), ότε εβασίλευεν εις την Αιθιοπίαν Ελεσβαάν ο περιβόητος και ονομαστός δια την δικαιοσύνην και ευσέβειαν, όστις είχε τα βασίλειά του κατεσκευασμένα εις πόλιν τινά καλουμένην Αύξουσαν, Εβραίος τις, ονόματι Δουνουάν, δυσσεβής λίαν και πολέμιος εχθρός των Χριστιανών, εξουσίαζε την Ευδαίμονα Αραβίαν (ήτις πάλαι ελέγετο Σαβά και κατόπιν Ομηρίτις). Ο δε χριστιανικώτατος Ελεσβαάν εχθρεύετο πολλά τον δυσσεβή Δουνουάν, επειδή εις όλον σχεδόν τον κόσμον εκηρύττετο ο Χριστός Θεός αληθέστατος και αυτός ο παμμίαρος ηρνείτο την Σάρκωσιν αυτού και ωμοφρόνει και συνεκοινώνει με τους προγόνους του, οίτινες εσταύρωσαν τον Χριστόν, έχων και αυτός ομοίαν προς αυτούς γνώμην μισόχριστον. Πολλάκις λοιπόν ο ευσεβής βασιλεύς Ελεσβαάν επολέμησε τον Εβραίον και τον ενίκησε τοσούτον, ώστε, ίνα μη τον πολεμή, έστερξε και τον επλήρωνε κεφαλικόν φόρον, αλλά πάλιν ύστερον εψεύσθη εις τας ομολογίας του ο άνομος· όθεν ο βασιλεύς συνήθροισε πολύ στράτευμα και τελείως τον εξησθένισε και την φυγήν αυτού προυκάλεσεν. Έπειτα αφήκεν εις την πόλιν πολλήν φρουράν, να την φυλάττωσι από τας πανουργίας του Εβραίου, και έστρεψεν εις την βασιλείαν του, αλλά πάλιν ο τρισκατάρατος εκείνος δεν έπαυσεν, αλλά συνήγαγε λαόν από διαφόρους τόπους, και πολεμήσας την Ομηρίτιδα, εφόνευσε τους φύλακας και έλαβε τυραννικώς την αρχήν, και όσους δεν ήθελον να αρνηθώσι τον Χριστόν τους εθανάτωνε με τόσην απανθρωπίαν και σκληρότητα, ώστε όλοι του υπετάσσοντο, τρέμοντες την άμετρον αυτού αγριότητα. Η δε Νεγρά, ήτις ήτο πόλις πολυάνθρωπος και εις την οποίαν ήτο πρώτος ο Αρέθας, ως είπομεν, υπέκειτο εις την Ομηρίτιδα, την οποίαν εξουσίαζεν ο Εβραίος, οι πολίται όμως αυτής ήσαν Χριστιανοί από τον καιρόν του βασιλέως Κωνσταντίου υιού του μεγάλου Κωνσταντίνου, όστις έστειλε τότε προς τους Ομηρίτας μεσίτας, με χαρίσματα προς τον βασιλέα των, και τους επέτρεψε να κτίσωσιν Εκκλησίαν εις την Νεγράν, εις την οποίαν έστειλεν από την Κωνσταντινούπολιν ιερόν και ενάρετον Αρχιερέα, την κλήσιν Θεόφιλον, δια να κυβερνά τους ευσεβείς και να τους ποιμαίνη θεαρέστως με την αρετήν και σοφίαν του. Οι δε Εβραίοι, φθονούντες τους Χριστιανούς, είπον προς τον βάρβαρον, όστις εξουσίαζε την χώραν, να μη επιτρέψη εις τους Χριστιανούς να κατοικήσωσιν εκεί, εάν δεν ποιήσωσι θαύμα τι. Ο θείος Θεόφιλος λοιπόν, έχων εις τον Θεόν την πίστιν ανόθευτον, ετέλεσεν όσα θαυμάσια του εζήτησαν. Όθεν από τον καιρόν εκείνον ελατρεύετο εις την πόλιν ταύτην ο αληθής Θεός, με Ορθοδοξίαν γνησίαν και πολλήν ευλάβειαν, φθονήσας δε ταύτα ο πονηρός διάβολος εισήλθεν εντός του Εβραίου και παρεκίνει αυτόν ίνα πολεμήση την πόλιν. Όθεν ως μισόχριστος εκ φύσεως, έτι δε και δια να λυπήση και τον ευσεβή βασιλέα Ελεσβαάν, έλαβε στρατόν πολύν και επολέμει την πόλιν Νεγράν, απειλών ότι θα θανατώση όλους τους κατοίκους αυτής, εάν δεν πατήσωσι τον Σταυρόν, τον οποίον είχον επάνω εις τα τείχη και να αρνηθώσι τον Χριστόν. Περιήρχοντο λοιπόν οι στρατιώται τούτου του μιαρού βασιλέως τα τείχη της πόλεως και εφώναζον προς τους έσω αυτής, ότι εάν υπακούσωσι και αρνηθώσι τον Χριστόν θα τους τιμήσωσι κατά πολλά και θα τους δώσωσι χαρίσματα πλούσια, ει δε και απειθήσωσι, θα τους κόψωσι με ξίφος και θα τους καύσωσιν εις το πυρ. Αυτός δε ο Δουνουάν έλεγε ταύτα με την μιαράν και πάντολμον γλώσσαν του: «Μη ελπίζετε εις τον Ιησούν, όστις δεν δύναται να σας λυτρώση από τας χείρας μου, διότι όλους θα σας διαπεράσω με το ξίφος, επειδή αφήκατε την μοναρχίαν και προσκυνείτε πολλούς θεούς, ανόητοι, δι αυτό μάλιστα θέλω να αρχίσω από τους Ιερείς, να σας κατακαύσω εξ αποφάσεως, καθότι δώδεκα μυριάδας στρατού έφερα εναντίον σας, και δεν σας παραιτώ πριν ή σας συμμορφώσω προς την θέλησίν μου, ειδεμή θα σας απολέσω άπαντας». Οι δε Χριστιανοί απεκρίθησαν: «Πολλά καυχάσαι, ω βασιλεύ, και καταλαλείς τον αληθή Θεόν ως αδύνατον, αλλά γνώριζε ότι θέλεις πάθει ως ο Ραψάκης του Σεναχειρείμ, όστις εφλυάρει κατά του Θεού ο ανόητος και έπειτα απώλεσε τόσας μυριάδας λαού και επέστρεψε κατησχυμμένος και άπρακτος· δια δε την πολυθεϊαν, δια την οποίαν κατηγόρησας, ημείς πιστεύομεν ευσεβέστατα καθώς από τους Αγίους Πατέρας ημών παρελάβομεν, ούτε περιορίζομεν με μοναρχίαν την θεότητα, ούτε πολυαρχίαν πιστεύομεν, αλλά την μίαν φύσιν διαιρούντες εις τρία πρόσωπα, Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα. Ομολογούμεν ότι ο Υιός έγινεν άνθρωπος, καθώς προεκήρυξαν οι Προφήται, τον οποίον οι πατέρες σας εσταύρωσαν, διότι δεν ηννόησαν οι ανόητοι το της οικονομίας Μυστήριον, αλλ’ αυτός πάλιν ανέστη τριήμερος και αναληφθείς εις τους ουρανούς δοξάζεται συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι». Ταύτα τα ιερά λόγια μη υποφέρων ο μιαρός Εβραίος εκίνησεν όσον ηδύνατο πόλεμον και όσους Χριστιανούς εύρεν έξω της πόλεως, άλλους μεν αγρίως εφόνευσεν, άλλους δε ηχμαλώτισεν. Η Νεγρά όμως ήτο πόλις οχυρά και οι άνθρωποι αυτής επολέμουν ανδρείως. Όθεν μη δυνάμενος ο Εβραίος να νικήση με πόλεμον, έβαλεν εις τον νουν του να την κατακτήση με πανουργίαν ο δόλιος, και ομνύει εις τον αληθή Θεόν των Πατέρων του, όστις έδωκε τον Νόμον, ότι δεν θα ποιήση εις αυτούς ουδέν κακόν, μόνον να τον αφήσωσι να εισέλθη εντός αυτής δια να την ίδη ως εξουσιαστής και έπειτα θα στρέψη εις τα οπίσω· οι δε Χριστιανοί, πιστεύσαντες εις τον όρκον του Δουνουάν, είπον τοιαύτα προς Κύριον: «Δέσποτα Χριστέ Υιέ του Θεού, όστις είσαι κατά των επιόρκων ταχύς εκδικητής, εάν ψευσθώσιν οι πολέμιοι εις ταύτα, άπερ ώμοσαν, η Χάρις σου ας ποιήση εις αυτούς εκδίκησιν, διότι ημείς είμεθα έτοιμοι να ζημιωθώμεν όλην την περιουσίαν μας και αυτήν την ζωήν μάλλον ή να αρνηθώμεν το Πανάγιόν σου όνομα». Ταύτα ειπόντες ηνέωξαν τας θύρας της πόλεως και εισήλθεν ο πονηρός βασιλεύς ως λύκος εις το ποίμνιον, όστις βλέπων την θέσιν, το σχήμα και το πολυάνθρωπον της πόλεως, επήνεσεν αυτήν και τους άρχοντας· έπειτα εξήλθε με ιλαρόν πρόσωπον ευχαριστών ότι υπήκουσαν εις αυτόν, έσωθεν δε εις την καρδίαν εμελέτα κακά ο ψεύστης και δόλιος. Τη επαύριον προσεκάλεσεν ο μιαρός τους άρχοντας όλους και τους πλουσίους της πόλεως να εξέλθωσι και αυτοί και να θεωρήσωσι το στράτευμα, όπερ ήτο έξω της πόλεως. Όθεν εξήλθον οι τα πρώτα φέροντες, μεταξύ των οποίων και ο ηγεμών της χώρας Αρέθας, όστις ήτο τότε ανήρ λευκογένειος, ενάρετος και πολύ συνετός. Ο δε Εβραίος, καταφρονήσας τους όρκους, διέταξε και τους εφυλάκισαν όλους, γυμνώσας αυτούς από όλα των τα υπάρχοντα. Έπειτα ηρώτησε που είναι ο Παύλος, ο τούτων Επίσκοπος· και ακούσας ότι προ δύο ετών απέθανεν, υπάγει εις τον τάφον του και εξάγει το άγιον του λείψανον, καύσας δε αυτό εσκόρπισεν εις τον αέρα την στάκτην ο αλιτήριος. Όχι δε μόνον ταύτα έπραξεν, αλλά και όσοι Ιερείς, Μοναχοί και Μοναχαί ευρίσκοντο εις εκείνα τα όρια, τους έκαυσεν όλους ο άθλιος. Κατόπιν απέστειλε διαλαλητάς εις την χώραν, οίτινες εφώναζον, ότι όσοι αγαπώσι την ζωήν των, να αρνηθώσι τον Χριστόν και να ποιήσωσιν όσα οι Ιουδαίοι ποιούσι, διότι όσοι δεν έπραττον τούτο, θα τους εφόνευον. Τον δε μακάριον Αρέθαν συνεβούλευεν ο ανόητος τύραννος να αρνηθή τον Χριστόν, πολλάς λέγων κατά του Κυρίου φλυαρίας. Παρεκίνει δε τον Άγιον και τους άλλους να ποιήσωσι τον λόγον του, ειδεμή θα τους θανατώση με διάφορα κολαστήρια. Οι δε απεκρίθησαν: «Ημείς όλοι μίαν γνώμην έχομεν, να πάθωμεν δια την αγάπην του Χριστού σκληρά και πάνδεινα κολαστήρια και μη ενοχλήσαι να μας δοκιμάζης, αλλά γίνωσκε ότι δια τας βλασφημίας, τας οποίας τολμάς και λέγεις κατά του Χριστού, έτι δε και δια τους όρκους, τους οποίους εποίησας και δεν τους εφύλαξας, ανοσιώτατε, έχεις να λάβης ταχέως την ανταπόδοσιν». Ταύτα μεν είπεν ο Αρέθας προς τον μισόχριστον, όστις ευλαβηθείς την πολιτείαν του και την αξίαν του υπέμεινε την ύβριν, ελπίζων να τον διαστρέψη δια κολακειών και χαρισμάτων· αλλ’ αφού τον εδοκίμασε και δεν ηδυνήθη να τον καταπείση, αφήκεν αυτούς εις την φυλακήν δεδεμένους και τρέχει προς τας γυναίκας, τας Μοναχάς και τους παίδας, όσους εσύναξεν από τα περίχωρα και πρώτον μεν εδοκιμασε δια κολακειών, έπειτα εφοβέρισε να τους δώση πικρά κολαστήρια και να τας στερήση τέκνων τε και πραγμάτων και πάσης άλλης απολαύσεως και αυτής της ζωής, ήτις είναι εις όλους παμπόθητος. Αι δε Μοναχαί πανσόφως απεκρίθησαν εις αυτόν: «Ημείς, βασιλεύ, ούτε από τας δωρεάς σου έχομεν ανάγκην, ούτε τας τιμωρίας σου φοβούμεθα, αλλά τον Σταυρόν, τον οποίον συ καταφρονείς, ημείς ευλαβώς προσκυνούμεν, εκείνον δε όστις εκρεμάσθη εις αυτόν δια την σωτηρίαν ημών ως Θεόν λατρεύομεν· διότι απρεπές και ανοίκειον είναι να παραδίδωνται οι άνδρες του λαού δια την Πίστιν εις θάνατον, ημείς δε, αίτινες είμεθα Μοναχαί και παρθένοι Χριστού, να προκρίνωμεν της σαρκός τα θελήματα». Ο δε βασιλεύς είπε: «Πολύ σας κατακρίνω και μέμφομαι, διότι αγαπάτε να ζημιωθήτε την απόλαυσιν της παρούσης ζωής δια την αγάπην ενός ανθρώπου πλάνου και γόητος, με την ελπίδα των ελπιζομένων αγαθών, άτινα δεν γινώσκετε εάν είναι αληθή ή ψευδή». Τινές δε γυναίκες δεν υπέφεραν την βλασφημίαν ταύτην, αλλά ύβρισαν τον βασιλέα, επικαλούμεναι τον Χριστόν εις εκδίκησιν· όθεν οργισθείς ο Εβραίος έδωκεν απόφασιν να αποκεφαλίσωσιν αυτάς, ομού με εκείνας τας οποίας έφερον από τα περίχωρα· ήτο λοιπόν θαύμα εξαίσιον, να τας βλέπωσιν οι παριστάμενοι να συναμιλλώνται ποία να προφθάση εις τον τόπον της καταδίκης και δεν εδειλίων ουδόλως τον θάνατον, τόσον ώστε και αυτός ο τύραννος εθαύμαζε. Διέβαλον δε τινες προς τον τύραννον και γυναίκα τινά χήραν ευγενή, πλουσίαν και πάγκαλον, νέαν εις τους χρόνους και εις την γνώσιν αμίμητον· ο δε δυσσεβής προστάσσει να του την φέρωσιν ουχί ως κατάδικον, αλλά εντίμως ως έπρεπεν, προς την οποίαν είπε ταύτα με νεύμα ήρεμον: «Η καλή σου φήμη σε μαρτυρεί γνωστικήν, ωραίαν και σώφρονα, καθώς το μαρτυρεί και η όψις σου, πως είσαι ευγενής, πλουσία και φρόνιμος. Λοιπόν μη γίνης ομοία των αγνώστων εκείνων γυναικών, τας οποίας δικαίως απέκτεινα, να προσκυνής δια Θεόν άνθρωπον φάγον και οινοπότην, τον οποίον δια τας πράξεις του εσταύρωσαν, αλλά συγκοινώνησον μεθ’ ημών, να διάγης με την βασίλισσάν μου μακαρίαν ζωήν και ευφρόσυνον». Αυτάς και ετέρας κολακείας έλεγεν ο παράφρων και δόλιος. Η δε φρόνιμος και άδολος απεκρίνατο, λέγουσα: «Αυτόν, όστις σου έδωκα την ζωήν και την βασιλείαν καταφρονείς, ταλαίπωρε; Ενώ δε θα έπρεπε να τον προσκυνής ως Θεόν αληθέστατον, συ τολμάς και τον υβρίζεις, αχάριστε; Δεν φοβείσαι μήπως έλθη πυρ από τον ουρανόν και σε κατακαύση, αναίσχυντε; Ποίαν τιμήν χρειάζομαι εγώ από σε; Μη γένοιτο να γίνω τοσούτον ανόητος να συναναστρέφωμαι με τους εχθρούς του Κυρίου μου». Θυμωθείς εις ταύτα ο τύραννος προσέταξε να εκδύσωσι την κεφαλήν αυτής και των θυγατέρων της, να τας πομπεύσωσιν ενώπιον όλου του λαού προς εντροπήν και καταφρόνησίν των· η δε γενναία γυνή εκείνη, ως είδε τας άλλας γυναίκας ότι έκλαιον δι’ αυτηήν, είπε προς αυτάς: «Βλέπω ότι μας λυπείσθε, διότι λαμβάνομεν καταφρόνησιν, αλλά μη πικραίνεσθε, διότι ημείς έχομεν δια τιμήν την ατιμίαν ταύτην και δεν αρνούμεθα τον ποιητήν και σωτήρα μας δια να προτιμήσωμεν τα πρόσκαιρα αγαθά υπέρ τα αληθινά και αιώνια. Εγώ δια τον Δεσπότην Χριστόν εφύλαξα σωφροσύνην και δεν υπανδρεύθην δεύτερον, διαμοίρασα εις πτωχούς τον άμετρον πλούτον μου και μου ήλθον πολλαί θλίψεις και συμφοραί, αλλά τας υπέμεινα ευχαρίστως και είμαι έτοιμος να πάθω επώδυνον θάνατον δια τον Δεσπότην μου, μεθ’ ου ενύμφευσα και ταύτας τας θυγατέρας μου· λοιπόν μη λυπήσθε δι’ εμέ, αλλά χαίρετε εις την χαράν μου και μιμηθήτε με, εάν ποθήτε την σωτηρίαν σας, φυλάττεσθε δε όσαι εις Χριστόν εβαπτίσθητε δια να μη σας πλανήση ο δείλαιος και σας κλέψη τον θησαυρόν της πίστεως. Όσαι δε είσθε Ιουδαίων ή Ελλήνων γυναίκες, αφήσατε την σκιάν του νόμου και τους μύθους των ειδώλων, γνωρίσατε την αλήθειαν και αναγεννήθητε με το Άγιον Βάπτισμα, ίνα εύρητε ζωήν την αιώνιον και μη απολέσητε τας ψυχάς σας εις την ασέβειαν». Αυτά και άλλα πολλά έλεγεν η Μάρτυς διδάσκουσα τας γυναίκας, τα οποία ανήγγειλαν οι περιεστώτες Ιουδαίοι προς τον βασιλέα, ούτος δε προσέταξε να την φέρωσιν εκεί και της λέγει: «Εγώ έδειξα εις σε φιλανθρωπίαν, δια να λυπηθής τας θυγατέρας σου και τας άλλας γυναίκας, αίτινες σε έκλαιον και να ποιήσης τον λόγον μου». Η δε απεκρίνατο· «Εάν σου ακούσω, ω βασιλεύ, τις θα με λυτρώση από το πυρ το αιώνιον»; Ούτως είπε και στραφείσα προς τον ουρανόν λέγει ταύτα: «Μη γένοιτο, Βασιλεύ αθάνατε, να απαρνηθώ Σε τον μονογενή Υιόν του Θεού και να υπακούσω εις αυτόν, όστις σε κατεφρόνησε». Ταύτην την παρρησίαν της Μάρτυρος δεν υπέμεινεν ο μιαρός τύραννος, αλλ’ απεκάλυψε το κάλυμμα της πραότητος και λέγει προς αυτήν με νεύμα άγριον: «Εγώ θα καταξεσχίσω τώρα τας σάρκας σου και θα χύσω τα μιαρά σπλάγχνα σου και ό,τι μείνη από το σώμα σου θα το δώσω εις τους κύνας να το φάγωσιν, αναίσχυντον γύναιον, να ίδω αν έλθη ο Ναζωραίος να σε λυτρώση από τας χείρας μου». Ταύτην την ύβριν του μιαρού δεν υπέμεινεν η πρώτη των θυγατέρων της Μάρτυρος, ήτις ήτο ετών δώδεκα· όθεν πληροί το στόμα της σιέλου και πτύει εις του τυράννου το πρόσωπον· οι δε παρεστώτες Ιουδαίοι, δια να χαρισθώσιν εις τον ασεβή, εθανάτωσαν αυτήν και την αδελφήν της δια της σπάθης και εμπλήσαντες τας χείρας από το αίμα των, το έφεραν εις την μητέρα αυτών, καθώς προσέταξεν ο τύραννος. Και αυτή (ω γενναίας και ανδρείας ψυχής!) εδοκίμασεν αυτό με ηδονήν και αγαλλίασιν πνεύματος και ύψωσε τους οφθαλμούς προς ουρανόν λέγουσα: «Ταύτην την θυσίαν μου, Δέσποτα Χριστέ, προσφέρω εις Σε και παριστώ ενώπιόν σου Μάρτυρας τας αμώμους αυτάς παρθένους και θυγατέρας μου, με τας οποίας συναρίθμησον και εμέ εις τον Νυμφώνα σου, να με δείξης μητέρα επί τέκνοις ευφραινομένην και χαίρουσαν». Τότε ο βασιλεύς, αφού εγνώρισε το στερρόν της καρδίας της, έδωκε και κατ’ αυτής την απόφασιν να την θανατώσωσιν. Την επομένην, καθίσας ο τύραννος εις τόπον υψηλόν, προσέταξε να φέρωσι τον Αρέθαν με τους συντρόφους του, οίτινες ήσαν τριακόσιοι τεσσαράκοντα, και λέγει προς αυτόν ο παμμίαρος: «Μιαρά κεφαλή, δια ποίαν αιτίαν ήλθες εις τόσην θρασύτητα, να γίνης αποστάτης μου και κατέπεισας την πόλιν ταύτην να σου υποτάσσωνται και να καταφρονήτε τους νόμους μου, προσκυνούντες ως Θεόν επικατάρατον τινα άνθρωπον; Ούτε τουλάχιστον τον πατέρα σου δεν εμιμήθης, όστις εξουσίαζε την Νεγράν πρότερόν σου και ήτο προς τους προ ημών βασιλείς υπήκοος; Γνώριζε ότι, εάν δεν βάλης γνώσιν, να αφήσης το πείσμα σου, ούτε το βαθύ γήρας, ούτε το διαπεπλασμένον σχήμα σου θέλουσι σε ωφελήσει τελείως, αλλά θα πάθης συ και όλη η συνοδεία σου όσα έπαθον εκείνοι, τους οποίους εφόνευσα πρότερον και δεν τους ωφέλησεν ουδόλως ο υιός της Μαρίας και του τέκτονος». Ο δε Γέρων επόνεσε εις τα υπερήφανα λόγια και βαθύ στενάξας απεκρίθη προς αυτόν και λέγει: «Δεν είσαι συ αιτία εις αυτά όσα λέγεις και έπραξας, αλλά οι συμπολίται μου, οίτινες εποίησαν παρακοήν εις το πρόσταγμά μου και σου ήνοιξαν τας θύρας της πόλεως, ύστερον δε κατεφρόνησας τας συνθήκας, ασεβή και παράνομε». Τότε εις των συγκαθέδρων του τυράννου, δια να δείξη τάχα προς εκείνον φιλίαν, λέγει προς τον Άγιον: «Διατί υβρίζεις τον βασιλέα; Δεν προστάσσει ο νόμος σας να τον τιμάτε, είτε καλός είναι, είτε φαύλος»; Λέγει προς αυτόν ο Άγιος: «Και συ δεν ήκουσας τι απεκρίθη προς τον Αχαάβ ο Ηλίας, ότε αυτός του είπε πως διέστρεφε τον Ισραήλ; Δεν τον διαστρέφω, είπεν, εγώ, αλλά συ και ο οίκος του πατρός σου. Γνώριζε ότι όστις είναι ευσεβής εις τον Θεόν και ελέγχει βασιλέα παράνομον, δεν αμαρτάνει. Σεις ανοίγετε το στόμα σας, πάντολμοι, και λαλείτε κατά του Θεού βλάσφημα, δεν αρκεί δε ότι σεις καταφρονείτε την μακροθυμίαν του, αλλά αναγκάζετε και ημάς εις τα όμοια. Συ δε, βασιλεύ, επειδή είσαι έτοιμος εις το κακόν και φύσει άδικος και μήτε εις τον Θεόν είσαι όσιος, μήτε εις τους ανθρώπους πράος και αληθής, αλλά ψεύδεσαι και επιορκείς, γνώριζε ότι ο Θεός σε εμίσησεν, ως ασεβή και άπιστον, και εις ολίγας ημέρας σου αφαιρεί την εξουσίαν αυτήν, την οποίαν έχεις αναξίως, ίνα την δώση εις καλόν και πιστόν άνθρωπον, να κρατύνη το γένος των Χριστιανών, να μεγαλύνη την βασιλείαν του και να υψώση την Εκκλησίαν αυτού, την οποίαν συ κατέκαυσας· ευτυχής δε εγώ, διότι όχι μόνον εις την παρούσαν ζωήν είχα ευδαιμονίαν και πάσαν αυτάρκειαν έως του νυν, ων ετών ενενηκονταπέντε, και είδον υιούς, θυγατέρας, εγγόνους και δισεγγόνους, αλλά και τώρα εις το βαθύ γήρας λαμβάνω δια τον Χριστόν μου μαρτυρικόν θάνατον και στέλλω προς τον Θεόν την πολυάνθρωπον ταύτην πόλιν και Έθνος ολόκληρον». Ταύτα ειπών ο Άγιος εστράφη προς τους Μάρτυρας και με το χαριέστατον εκείνο και γλυκύτατον πρόσωπον τους επροθυμοποίει προς το Μαρτύριον, με τοιαύτα σοφώτατα λόγια: «Άνδρες συμπολίται, συγγενείς τε και φίλοι μου, γνωρίζετε πόσα επάθομεν, δια να πιστεύσωμεν εις τούτον τον ψεύστην και επίορκον· τον ηκούσατε αυτήκοοι, πόσας βλασφημίας είπεν εις τον Θεόν ο υπερήφανος και πόσους εφόνευσεν αδίκως· πρέπον ήτο να μη τον είχομεν πιστεύσει εξ αρχής και θα τον ενικώμεν με την δύναμιν του Χριστού εις τον πόλεμον· αλλ’ επειδή εις τόσην ανάγκην ήλθομεν βιαζόμενοι ή να ποιήσωμεν του τυράννου το πρόσταγμα, πίπτοντες εις την ασέβειαν, ή να λάβωμεν θάνατον, ας προτιμήσωμεν το καλλίτερον· ας αγοράσωμεν με τον πρόσκαιρον θάνατον ζωήν την αιώνιον· και μη νομίση τις, ότι επειδή είμαι γέρων επιθυμώ τον θάνατον και δι’ αυτό παρακινώ και τους άλλους, διότι όλοι, νέοι και γέροντες, αποθνήσκομεν· λοιπόν άλλος θάνατος δεν είναι ενδοξότερος και ωφελιμώτερος από εκείνον του Μαρτυρίου, διότι δι’ αυτού μετέχομεν του πάθους του Χριστού και της δόξης αυτού κοινωνοί γινόμεθα· λοιπόν μη φανή τις εξ υμών ολιγόψυχος, μη δειλιάση ως δείλαιος, μη προτιμήση την παρούσαν ζωήν, την βραχυτάτην και πολυώδυνον, υπέρ την αιώνιον και ευφρόσυνον· ει δε και είναι τις τοιούτος, ας αναχωρήση από τον μαρτυρικόν αυτόν χορόν, ας μη ονομάζηται Χριστού δούλος, ας υπάγη εις την απώλειαν. Ναι, Χριστέ μου, Υιέ και Λόγε του Θεού αληθέστατε, όστις σε αρνηθή δια ζωήν πρόσκαιρον, ας στερηθή της αιωνίου και ας χάση και ταύτην ο δείλαιος και ας ανοίξη η γη να τον καταπίη ζώντα· όστις δε από τους συγγενείς και φίλους μου απαρνηθή τον ουράνιον Βασιλέα και ακολουθήση αυτόν τον φθαρτόν και δυσσεβή ως ανόητος, ας στερηθή και των προσκαίρων πραγμάτων και ας κατακριθή εις την αιώνιον κόλασιν». Το δε πλήθος του λαού ακούοντες ταύτα εφώναξαν όλοι με θερμότατα δάκρυα λέγοντες: «Έχε θάρρος, τίμιε Πάτερ, ουδείς είναι μεταξύ ημών, όστις θα χωρισθή της χορείας ημών, αλλά πάντες είμεθα πρόθυμοι να δεχθώμεν το μακάριον τέλος μετά σου». Τότε πάλιν λέγει εις αυτούς ο Άγιος: «Εγώ να σας προλάβω άπαντας, να γίνω οδηγός σας απλανής και σωτήριος, διότι καθώς εις όλα τα πρόσκαιρα μου δίδετε τα πρωτεία, ούτω και τώρα· μάλιστα δέομαι υμών να με συγχωρήσητε δια να υπάγω πρώτος προς τον Δεσπότην μου. Έτι δε και ταύτην την υστερινήν μου σας λέγω διάταξιν· όποιος από τους υιούς μου ή από τους άλλους μου συγγενείς απομείνη ζων, να κληρονομώσι τα πράγματά μου, μόνον εάν φυλάξωσι την Ορθόδοξον πίστιν του Χριστού· αφιερώ δε τρία πατρικά μου κτήματα αποτελούμενα από κήπους ωραιοτάτους εις την Καθολικήν Εκκλησίας (Μητρόπολιν), την οποίαν μέλλουσιν εντός ολίγου να οικοδομήσωσιν εις την πόλιν μας». Ταύτα ειπών ηυλόγησε τον λαόν και εδόξασε τον Κύριον· είτα λέγει προς τον τύραννον: «Επαινώ την μακροθυμίαν σου, ω βασιλεύ, διότι με υπέμεινας, καθώς οι νόμοι ορίζουσι, και δεν διέκοψες τον λόγον μου· επειδή δε εγνώρισας τον σκοπόν ημών, ότι είναι αδύνατον να αφήσωμεν την πίστιν μας, μη απολέσης τον καιρόν ματαίως, αλλά ποίησον εκείνο, όπερ μέλλει να γίνη ύστερον από όλα». Γνωρίσας λοιπόν ο βασιλεύς, ότι δεν ηδύνατο να τους απομακρύνη από την ευσέβειαν, διότι είχον γνώμην αμετάθετον, προσέταξε να τους υπάγωσιν εις ποταμόν τινα Ωδίαν καλούμενον και εκεί να τους αποκεφαλίσωσιν άπαντας, και φθάσαντες εις τον τόπον, εποίησαν χαίροντες και αγαλλιώμενοι την προσευχήν ταύτην: «Κύριε, Κύριε, η ελπίς της σωτηρίας ημών, ο σκεπάσας ημάς την ημέραν του πολέμου, οδήγησόν μας εις οδόν αιώνιον διότι δια την αγάπην σου αφήκαμεν όλα τα πρόσκαιρα: πλούτον, δόξαν, πατρίδα, συγγένειαν και τα επίλοιπα άπαντα, έτι δε και την ζωήν αυτήν δια Σε παραιτούμεθα, και ως πρόβατα σφαγής ελογίσθημεν· όθεν παρακαλούμεν Σε, ποίησον την εκδίκησιν του αίματος ημών και περιποιήθητι τα τέκνα ημών, ενδυνάμωσον την πόλιν σου ταύτην, ήτις καυχάται εις το τίμιον αίμα σου και εις τον Σταυρόν και το Πάθος σου· βλέπεις ότι οι εχθροί περιεκύκλωσαν αυτήν, αφήρεσαν τον στολισμόν της, το αγιαστήριόν σου εμόλυναν και τον άγιον Ναόν σου κατέκαυσαν. Σε παρακαλούμεν, Κύριε, ευδόκησον να υψωθή και πάλιν ούτος και δος τα σκήπτρα εις τους Χριστιανούς βασιλείς, τους οποίους εις το όνομά σου μεγάλυνον, εις όσους δε τιμήσωσι το Μαρτύριον ημών και εορτάσωσι πανηγυρικώς την μνήμην αυτού χάρισον εις αυτούς ζωήν απρόσκοπτον, αυτάρκειαν των αναγκαίων πραγμάτων και αμαρτημάτων συγχώρησιν· πρόσδεξαι δε ημάς τους Σε αγαπήσαντας εις την αιώνιον Βασιλείαν σου και μετά των δούλων σου συναρίθμησον». Ταύτα προσευχηθέντες οι Άγιοι εποίησαν τον τελευταίον ασπασμόν και εφίλησεν ο εις τον άλλον αγαλλιώμενοι έπειτα πρώτος από τους άλλους ο μακάριος Αρέθας, βασταζόμενος από άλλους, αποκεφαλίζεται, διότι δεν ηδύνατο από το γήρας να περιπατήση. Οι δε επίλοιποι έλαβον ευθύς ως μύρον πολύτιμον το άγιον αίμα του και χρισθέντες δι’ αυτού απεκεφαλίσθησαν και αυτοί άπαντες. Γυνή δε τις είχε παιδίον αρσενικόν, όπερ ήτο πέντε ετών, και ως ευλαβής και ενάρετος άνθρωπος ίστατο εκεί πλησίον και τρέχει εις το λείψανον του Αγίου Αρέθα και αλείφεται αυτή και το τέκνον της από το αίμα του Μάρτυρος· είτα κατενύγη την ψυχήν από θείον έρωτα και κατηράτο μεγαλοφώνως τον τύραννον· οι δε στρατιώται, την ύβριν ακούσαντες, ήρπασαν αυτήν και την επήγαν εις τον βασιλέα, λέγοντες όσα κατ’ αυτού εκάλησεν, όστις χωρίς να εξετάση τελείως έδωκεν απόφασιν να την καύσωσιν· ανάψαντες λοιπόν την πυράν οι δήμιοι έδεσαν την Αγίαν χαίρουσαν. Το δε παιδίον εθλίβετο, ως το μικρόν πωλάριον, όπερ δεν υποφέρει να αποχωρισθή την μητέρα αυτού και στρέφον ένθεν κακείθεν τους οφθαλμούς, εφώναζε την μητέρα πολλάκις επικαλούμενον·έπειτα ιδόν τον τύραννον πίπτει εις τους πόδας αυτού, κλαίον και δεόμενον δια την μητέρα του ως ηδύνατο. Ο δε βασιλεύς το ωρέχθη, επειδή ήτο εύμορφον εις την όψιν και χαριέστατον, διότι, καίτοι ακόμη δεν ηδύνατο να ομιλήση καθαρώς, εν τούτοις η λαλιά του ήτο γλυκυτάτη· όθεν λαβών αυτό το εκάθισεν εις τα γόνατά του και του λέγει: «Ποίον αγαπάς από όλα τα πράγματα καλλίτερα»; Το δε παιδίον είπε: «Την μητέρα μου, και δι’ αυτήν ήλθον να σε παρακαλέσω να την λύσωσιν, δια να με λάβη και εμέ εις το Μαρτύριον, διότι πολλάκις εις αυτό με παρεκίνησε». Λέγει προς αυτό ο Εβραίος: «Και τι είναι αυτό το Μαρτύριον»; Τότε το βρέφος (ω των θαυμασίων σου Δέσποτα, όστις φωτιείς και συνετιείς τα νήπια) αποκρίνεται λέγον: «Να αποθάνω δια τον Χριστόν και πάλιν να ζήσω». Λέγει ο τύραννος: «Ποίος είναι αυτός ο Χριστός»; Το δε βρέφος απήντησεν· «Ας υπάγωμεν εις την Εκκλησίαν, να σου τον δείξω». Ιδόν δε τότε το ευλογημένον εκείνο βρέφος, ότι οι δήμιοι ωδήγουν την μητέρα του εις το Μαρτύριον, έκλαυσε λέγον: «Άφες με να φθάσω την μητέρα μου». Ο δε απεκρίνατο· «Διατί την αφήκες και ήλθες προς εμέ; Μείνε μαζί μας και εγώ θα σου δώσω οπωρικά εύμορφα». Το δε κεχαριτωμένον και θεοφώτιστον βρέφος απεκρίθη και του λέγει: «Εγώ εθάρρουν ότι είσαι Χριστιανός και ήλθον να σε παρακαλέσω δια την μητέρα μου, αλλά μετά Ιουδαίου δεν θέλω να συνοικήσω τελείως, ούτε καταδέχομαι να λάβω από σε τίποτε, αλλ’ άφες με να υπάγω προς την μητέρα μου». Επειδή δε εθαύμαζεν ο βασιλεύς του παιδός την σύνεσιν, τον συνεβούλευσαν να το στείλη εις την βασίλισσαν, μήπως και το κολακεύση εκείνη και μείνη εις το παλάτιον· αλλά του παιδός η γνώσις ενίκησεν αυτών τας πανουργίας και τα μηχανήματα, διότι ούτε καν απόκρισιν έδωκεν, αλλά μόνον προς την μητέρα απέβλεπε· και όταν είδεν ότι την έρριψαν εις την φλόγα, επόνεσεν η ψυχή του, και καθώς ήτο εις τα γόνατα του βασιλέως έκυψε και τον εδάγκασεν όσον ηδύνατο δυνατώτερα εις τον μηρόν, ο δε τύραννος επόνεσε και το απέρριψε, προστάσσων άρχοντα τινά να το λάβη και να το βιάση να αρνηθή τον Χριστόν. Το δε παιδίον έφυγεν από εκείνον, όστις το έσυρε και τρέχον επήγεν εις την κάμινον και προθύμως, ω της θαυμαστής του παιδός γενναιότητος! Επήδησεν εις το μέσον και ενηγκαλίσθη την μητέρα χαίρον, κληρονομήσαν μετ’ αυτής τον στέφανον της αθλήσεως. Ιδόντες οι συγκλητικοί του βασιλέως τοιούτον θαυμάσιον, ευσπλαγχνίσθησαν τους Χριστιανούς και παρεκάλεσαν αυτόν να μη θανατώση άλλους, δια να μη αφανισθή τοιαύτη μεγάλη και πολυάνθρωπος πόλις ζημιωθή δε και αυτός τόσον κεφαλικόν φόρον, τον οποίον επλήρωνον· ενίκησε λοιπόν η φιλαργυρία την μισανθρωπίαν αυτού και ωμότητα, και λαβών αιχμαλώτους όλους τους νέους και τα κοράσια (οίτινες ήσαν πολλαί μυριάδες) απήλθεν εις τα βασίλεια αυτού, αφού εκυρίευσε τοιαύτην πόλιν περίφημον, την οποίαν ο Δεσπότης Χριστός με το τίμιον αίμα αυτού εξηγόρασε και ήτις απέστειλε προς αυτόν τοσούτον πλήθος Μαρτύρων, τας νίκας αυτών και τους αγώνας εις την οικουμένην ανακηρύξασα. Καθ’ ον δε χρόνον επέστρεφεν ούτος εις τον τόπον του, εφαίνετο πυρ εις τον αέρα ημέρας πολλάς, τόσον ώστε όχι μόνον αυτός, αλλά και όλον το στράτευμα έτρεμον· έπειτα έβρεξε και έως εις την γην πυρ ως φλόγα, δια να φοβηθώσι και να επιστρέψωσιν εις την ευσέβειαν, αλλά πάλιν δεν εσωφρονίσθη ο αλιτήριος, αλλά μάλλον εμίσει τους πιστούς. Όθεν στέλλει ανθρώπους προς τον βασιλέα των Περσών, συμβουλεύων αυτόν να πράξη και εκείνος τα όμοια. Να φονεύση δηλαδή όλους τους Χριστιανούς, εάν επόθει να έχη βοηθόν τον ήλιον και τον μέγαν Θεόν των Ιουδαίων, τα αυτά έγραψε και προς τον αρχηγόν των Σαρακηνών Αλαμούνδαρον, υποσχόμενος να δώση εις αυτόν και αργύρια, εάν κινήση και αυτός διωγμόν κατά των Χριστιανών, οίτινες ευρίσκονται εις τους τόπους του. Τοσούτον εμίσει τους ευσεβείς ο ασεβής και μισόχριστος· ο δε Χριστός, ο υπ’ αυτού αδίκως και παραλόγως μισούμενος, εποίησε κατά του αδίκου δικαίαν εκδίκησιν και ακούσατε. Ο ευσεβής βασιλεύς των Χριστιανών Ιουστίνος έμαθε τα δεινά τα οποία διέπραξεν εις Νεγράν ο Ιουδαίος και γράφει προς τον Πατριάρχην Αλεξανδρείας Αστέριον, να παρακινήση τον βασιλέα των Αιθιόπων να κινήση κατά των Ομηριτών, ήτοι των Εβραίων, πόλεμον, έγραψε δε και ο ίδιος ο Ιουστίνος προς τον αυτόν βασιλέα των Αιθιόπων Ελεσβαάν, να καταβάλη όλην του την δύναμιν δια να εξολοθρεύση τον Εβραίον πριν εκείνος υπάγη κατ’ αυτού και πράξη και εκεί όσα κακά εις την Νεγράν ετέλεσεν· τα όμοια έγραψε και προς τον Αλαμούνδαρον και τον ηπείλησεν ο Ιουστίνος, εάν δεν πολεμήση τον Εβραίον, θα κινήση αυτός κατ’ εκείνου πόλεμον· ο Πατριάρχης λοιπόν της Αλεξανδρείας, όταν είδε τα βασιλικά γράμματα, εσύναξεν όλους τους Μοναχούς της Νιτρίας και τους άλλους Ερημίτας, και ποιήσαντες αγρυπνίαν ολονύκτιον, εδέοντο εις τον φιλάνθρωπον Κύριον να εξολοθρεύση τον τύραννον. Την πρωϊαν αποστέλλουσιν εις τον Ελεσβαάν τα γράμματα του Ιουστίνου, εκείνος δε ήτο και πρότερον ητοιμασμένος, διότι έμαθε τα γενόμενα και είχε συνηγμένους στρατιώτας μυριάδας δώδεκα, είχε δε κατασκευάσει πλοία εβδομήκοντα και άλλα εξήκοντα των εμπόρων, οίτινες έτυχον εκεί από τους Πέρσας, τους Αιθίοπας και από τας νήσους, έχων δε έτοιμα όσα εχρειάζετο, όταν ήθελε να κινήση με το στράτευμα, εισήλθεν εις την Εκκλησίαν χωρίς αλουργίδα και στέφανον, αλλά ασκεπής με πολλήν ταπείνωσιν, και σταθείς έμπροσθεν του θυσιαστηρίου τοιαύτα προσηύχετο: «Ενθυμείσαι, Δέσποτα παντοδύναμε, πόσας θαυματουργίας ετέλεσας εις τους Ισραηλίτας και πόσας ευεργεσίας τους εποίησας, αυτοί όμως έγιναν εις όλα αχάριστοι· τούτων απόγονοι είναι και ούτοι οι ασεβείς, οίτινες εποίησαν εις τον λαόν σου τόσα κακά, και πάλιν απειλούσι να μας βλάψωσι χειρότερα. Όθεν παρακαλούμεν την Βασιλείαν σου, μη μνησθής των αμαρτιών μας και μας παραδώσης εις χείρας αυτών, αλλά βοήθησόν μας δια να μη καυχώνται αυτοί λέγοντες που είναι ο Εσταυρωμένος Θεός των Χριστιανών και δεν τους ελύτρωσε»; Ταύτα μετά δακρύων ευξάμενος ο Ελεσβαάν εξήλθεν από την χώραν και επήγεν ούτω ενδεδυμένος πενιχρά ιμάτια εις Ασκητήν τινα ενάρετον, όστις κατώκει εις κελλίον τι στενόχωρον έτη τεσσαράκοντα πέντε, και εγίνωσκε τα μέλλοντα, επήγε δε πεζοπορών δια να ερωτήση τον Όσιον, εάν θα νικήση εις τον πόλεμον· εισελθών λοιπόν εις το κελλίον του Αγίου έδωκεν εις αυτόν θυμιάματα αναμεμιγμένα με χρυσόν κεκρυμμένον, τα οποία έφερε μεθ’ εαυτού και προσκυνήσας αυτόν ηρώτησε την έκβασιν του πολέμου· ο δε Άγιος τον εγνώρισεν από θείαν Χάριν και ευλογήσας αυτόν, ηυχήθη λέγων: «Ύπαγε και ας είναι με την βασιλείαν σου ο Θεός, όστις επήκουσε τας ευχάς του Αρχιερέως Αλεξανδρείας, του Ιουστίνου τα δάκρυα και την δέησίν μου, και θα λάβης την νίκην υπ’ αυτού ενδυναμούμενος». Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς απήλθεν αγαλλιώμενος και προστάσσων το στράτευμα να μη λάβωσιν ει μη μόνον είκοσιν ημερών τροφάς, εισήλθεν εις τα πλοία και επήγεν αυτός μεν δια θαλάσσης, δια δε ξηράς έστειλε χιλιάδας δεκαπέντε. Ο δε Εβραίος, ταύτα ακούσας, ητοιμάζετο και αυτός προς πόλεμον, διεμοίρασε δε και αυτός εις δύο μέρη το στράτευμα αυτού, δια να αποκρούση τους επερχομένους Χριστιανούς. Αφού λοιπόν ήλθεν ο Ελεσβαάν, επολέμησαν ανδρείως αμφότερα τα στρατεύματα· αλλά του Θεού βοηθούντος ενίκησαν οι Χριστιανοί και πρώτον μεν κατέλαβον την πόλιν των Ομηριτών, διότι ο Εβραίος ήτο εις τα στρατεύματα. Όθεν ο Ελεσβαάν έλαβε με το ήμισυ στράτευμα την χώραν και με το άλλο ήμισυ επολέμει με τον Εβραίον, τον οποίον ενίκησαν φονεύοντες όλους τους στρατιώτας του, τον δε Δουναάν δεν εφόνευσαν, αλλά τον απέκλεισαν εις την σκηνήν αυτού, έως ου έστειλαν μήνυμα εις τον Ελεσβαάν, όστις είχε φονεύσει όλους τους συγγενείς του Εβραίου άνδρας τε και γυναίκας και ακούσας δι’ εκείνον τον τρισκατάρατον, αφήκεν εις την πόλιν φύλακας και δραμών εις την σκηνήν εφόνευσεν αυτόν και όλους τους συγγενείς του, δοξάζων αγαλλιώμενος τον Θεόν, όστις τον ενεδυνάμωσε και εξεδικήθη τους αδίκως φονευθέντας Χριστιανούς. Είτα επιστρέψας εις την πόλιν Φαρή, εις την οποίαν είχεν ο Ιουδαίος τα βασίλεια, εφόνευσεν όλους όσοι έμειναν ακόμη ζώντες. Έκτισε δε εις την χώραν εκείνην Εκκλησίαν και υπηρέτει και αυτός κομίζων λίθους και άλλα βάρη. Έπειτα έστειλε γράμματα προς τον Πατριάρχην Αλεξανδρείας, όστις χειροτονήσας Επίσκοπον, τον έπεμψεν εις τους Ομηρίτας· ούτος καθηγίασε την Εκκλησίαν την οποίαν έκτισαν και εβάπτισεν άπαντας, χειροτονήσας από τούτους Διακόνους και Πρεσβυτέρους. Τελέσας λοιπόν ο Επίσκοπος ό,τι ήτο χρήσιμον εις την πόλιν αυτήν επήγεν έπειτα εις την Νεγράν ομού με τον βασιλέα Ελεσβαάν και έκτισαν και εκεί κατά την προφητείαν του μακαρίου Αρέθα Εκκλησίαν, εις την οποίαν αφιέρωσαν πέντε υποστατικά βασιλικά και τα τρία, άτινα αφήκεν ο Άγιος, ως προείρηται· τότε συνήθροισεν ο βασιλεύς όλους τους διεσκορπισμένους και αιχμαλώτους Χριστιανούς και εψήφισε τον υιόν του Μάρτυρος Αρέθα αρχηγόν και ηγεμόνα της πόλεως, επεμελήθη δε των Αγίων Μαρτύρων τα λείψανα και τα έβαλεν εις τόπον τινά ασφαλή, να μη τα κλέψωσι. Κατόπιν επέστρεψεν εις τα βασίλεια και εχειροτόνησεν εις τους Ομηρίτας βασιλέα, θεοφιλή και ενάρετον άνθρωπον, την κλήσιν Αβράμιον, αφήσας δε εις τον Αρχιερέα μυρίους Χριστιανούς Αιθίοπας, απέρχεται εις τα ιδικά του βασίλεια με πλούτον αναρίθμητον χαίρων, από τον οποίον διεμοίρασεν εις τους στρατιώτας όσον τους έπρεπεν. Αφού εποίησεν ταύτα ο Ελεσβαάν, ως ευγνώμων δούλος προς τον Δεσπότην Χριστόν απέδωκεν εις Αυτόν την πρέπουσαν ευχαριστίαν και αποθέσας το βασιλικόν διάδημα, ήτοι το στέμμα, έστειλε τούτο με όλους τους λίθους και τους πολυτίμους μαργαρίτας εις τον Άγιον Τάφον του Χριστού ως δώρον, αυτός δε ενδυθείς τρίχινα έφυγε νύκτα τινά εις το όρος, εις το οποίον ήτο Μοναστήριον και εκλείσθη εις κελλίον τι μικρότατον, χωρίς να εξέλθη απ’ εκεί ουδέποτε, διελθών ασκητικήν ζωήν ο τρισόλβιος με τόσην ακτημοσύνην, ώστε δεν είχε παρά ψάθαν τινά και εν κοφίνιον, με άρτον μόνον και ύδωρ τρεφόμενος και με χλωρά χόρτα, τα οποία ήθελε φέρει τις. Δεν ηθέλησε δε να ίδη πλέον κοσμικόν τινά, όσον καιρόν έζησεν, ούτε αφήκε τον νουν του να πλανάται εις πρόσκαιρα πράγματα, αλλά μόνον τον Θεόν εστοχάζετο. Ούτω λοιπόν ασκητεύσας και τοσούτον θεαρέστως πολιτευσάμενος, απήλθε προς τον ποθούμενον Χριστόν. Ω πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΕ΄ (25η) Οκτωβρίου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων και νοταρίων ΜΑΡΚΙΑΝΟΥ και ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Μαρκιανός και Μαρτύριος οι Άγιοι Μάρτυρες ήσαν νοτάριοι του Πατριαρχείου, όταν ο Άγιος Παύλος ο Ομολογητής και Ιερομάρτυς επατριάρχευεν εις την Κωνσταντινούπολιν, μετά τον θάνατον του Κωνσταντινουπόλεως Αλεξάνδρου, κατά τους χρόνους του βασιλέως Κωνσταντίου, εν έτει τλζ΄ (337), ο οποίος εξηπατήθη, φευ! Από τους Αρειανούς και έπεσεν εις την αίρεσιν αυτών. Τότε λοιπόν οι ευσεβέστατοι ούτοι του ρηθέντος Πατριάρχου νοτάριοι και γραμματικοί, αναγινώσκοντες εις τον λαόν τας Ιεράς βίβλους, διέλαμπον πανταχού με ευλάβειαν, με σεμνότητα τρόπων και με πάσαν αγιότητα και αρετήν, μάλιστα δε και εξαιρέτως με Ορθοδοξίαν. Αφ’ ου δε ο θείος Παύλος εξωρίσθη εις την Αρμενίαν και εκεί εδέχθη το μακάριον τέλος, πνιγείς από τους Αρειανούς, οι Άγιοι ούτοι νοτάριοι ήλεγχον παρρησία τους δυσσεβείς και εκήρυττον εις όλους, ότι ο Υιός είναι ομοούσιος με τον Πατέρα. Όθεν, επειδή δεν επείσθησαν να προδώσωσι την ευσέβειαν ούτε με κολακείας και υποσχέσεις δωρεών, ούτε με απειλάς πληγών και βασάνων, δια τούτο θανατώνονται δια μαχαίρας και θάπτονται εις την θύραν της Κωνσταντινουπόλεως την καλουμένην Μελανδησίαν, εις την τοποθεσίαν του Δευτέρου. Ύστερον δε έκτισε Ναόν εκ θεμελίων εις το όνομά των ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΣΤ΄ (26η) Οκτωβρίου, μνήμη του Αγίου και πανενδόξου Μεγαλομάρτυρος και θαυματουργού ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ του

Δημοσίευση από silver »

Τη ΚΣΤ΄ (26η) Οκτωβρίου, μνήμη του Αγίου και πανενδόξου Μεγαλομάρτυρος και θαυματουργού ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ του Μυροβλύτου.

Δημήτριος ο Μεγαλομάρτυς και Αθλητής του Χριστού ήτο κατά τους χρόνους Διοκλητιανού και Μαξιμιανού των βασιλέων σπδ΄ - τε΄ (284-305), κατήγετο δε από την Θεσσαλονίκη, ευσεβής ων ανέκαθεν εκ γονέων και διδάσκαλος της εις Χριστόν πίστεως. Όταν δε μετέβη εις την Θεσσαλονίκην ο καίσαρ τότε Μαξιμιανός Γαλέριος, ο μέγας Δημήτριος συνελήφθη και ερρίφθη εις την φυλακήν, διότι ήτο περιβόητος κατά τε την ευσέβειαν και την εις Χριστόν πίστιν. Επειδή δε ο βασιλεύς εκαυχάτο δι’ άνθρωπόν τινα, Λυαίον ονομαζόμενον, ο οποίος υπερέβαλλε τους άλλους κατά το μέγεθος του σώματος και κατά την ανδρείαν, και επειδή παρεκίνει τους Θεσσαλονικείς να εισέλθωσιν εις το στάδιον και να πολεμήσωσι με αυτόν, δια τούτο νέος τις, Χριστιανός κατά την πίστιν, ονομαζόμενος Νέστωρ, επήγε προς τον Άγιον Δημήτριον ευρισκόμενον εις την φυλακήν και είπε προς αυτόν· «Δούλε του Θεού, θέλω να πολεμήσω με τον Λυαίον. Όθεν παρακάλεσον τον Κύριον υπέρ εμού». Ο δε Άγιος εσφράγισε το μέτωπον αυτού και είπε: «Και τον Λυαίον θέλεις νικήσει και δια τον Χριστόν θέλεις μαρτυρήσει». Όθεν εκ του λόγου τούτου του Αγίου λαβών θάρρος ο Νέστωρ και δύναμιν εις την ψυχήν του, ευθύς επήδησεν εις το στάδιον λέγων: «Ο Θεός του Δημητρίου βοήθει μοι!» και πολεμήσας με τον Λυαίον εθανάτωσεν αυτόν, καταβαλών ούτω και την υπερηφάνειαν εκείνου και το καύχημα του βασιλέως. Ο βασιλεύς λοιπόν αισχυνθείς ελυπήθη και ωργίσθη συγχρόνως, και επειδή έμαθεν, ότι ο Μέγας Δημήτριος παρεκίνησεν εις τούτο τον Νέστορα, έστειλε στρατιώτας και προσέταξεν αυτούς να κατατρυπήσωσι με λόγχας τον Άγιον εν τη φυλακή, διότι εγένετο αίτιος της σφαγής του Λυαίου. Γενομένου δε τούτου, ευθύς ο Μέγας Δημήτριος παρέδωκε την αγίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού· πολλά δε θαύματα και ιατρείας παραδόξους εποίει μετά θάνατον. Έπειτα κατά προσταγήν του βασιλέως απεκεφαλίσθη και ο Άγιος Νέστωρ. Τοιουτοτρόπως έλαβε χώραν ο θάνατος του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, και το νεκρόν αυτού λείψανον έκειτο κατά γης ερριμμένον· Χριστιανοί δε τινες, λαβόντες αυτό, το εκήδευσαν και ενεταφίασαν εις την γην. Δούλος δε τις του Αγίου, ονόματι Λούπος, ο οποίος ίστατο πλησίον του Αγίου ότε ελάμβανε τον υπέρ Χριστού μακάριον θάνατον, βαλών το αίμα του Μάρτυρος επάνω εις το του Αγίου επανωφόριον, ομοίως και τον δακτύλιον του Αγίου και χρίσας αυτόν με το αίμα του, εποίει δια μέσου αυτών πολλά θαύματα και τεράστια, ώστε ενεπλήσθη όλη η πόλις της Θεσσαλονίκης από την φήμην των τοιούτων θαυμάτων. Όθεν δεν ήτο δυνατόν να υπομένη τούτο ο φθόνος του διαβόλου, ουδέ να μη τα μάθη ο βασιλεύς· δια τούτο συνελήφθη ο καλός ούτος υπηρέτης Λούπος και εφονεύθη παρευθύς, γενόμενος και αυτός Μάρτυς του Ιησού Χριστού.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Το Μαρτύριον του Αγίου Μεγαλομάρτυρος ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ του Μυροβλύτου.

Δημοσίευση από silver »


Συνήθειαν έχουσιν οι βασιλείς, ευλογημένοι Χριστιανοί, όταν θέλωσι να φιλεύσωσι τους φίλους των, να μη υπηρετώσιν οι ίδιοι, αλλά να θέτωσιν ιδίους των ανθρώπους εμμίσθους υπηρέτας, οίτινες υπηρετούσιν εις την τράπεζαν εκείνην. Ούτως ομοιάζει και η σημερινή εορτή· τράπεζα είναι και η εορτή του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, συμποσιάρχης είναι ο Άγιος Δημήτριος και υμείς είσθε οι προσκεκλημένοι φίλοι του Αγίου, εγώ δε ο ταπεινός δούλος Χριστού είμαι υπηρέτης της τραπέζης αυτής· λοιπόν ο Άγιος του Χριστού Δημήτριος φιλεύει ημάς την σήμερον, όχι με τροφήν φθαρτήν και πρόσκαιρον, την οποίαν σήμερον γευόμεθα και αύριον πεινώμεν, αλλά με τροφήν άφθαρτον και αιώνιον, ήτις ποτέ δεν ελαττούται, ουδέ ατιμάζεται, την οποίαν τροφήν και ο Προφήτης Δαβίδ λέγει «άρτον ουρανού» και «άρτον Αγγέλων» (Ψαλμ. οζ:24-25), διότι αύξεται η ψυχή του ανθρώπου εξ αυτής της τροφής, ως και το σώμα εκ του άρτου· αύξεται δε η ψυχή όχι εις ποσότητα, δηλαδή εις μάκρος ή πλάτος ή βάθος, αλλά κατά την πρόοδον της εις το αγαθόν θελήσεως αυτής δια της θελήσεως του Θεού. Διο και ο Μωϋσής εις το Δευτερονόμιον λέγει: «Ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος, αλλ’ επί παντί ρήματι τω εκπορευομένω δια στόματος Θεού» (Δευτ. η: 3) και το άγιον Ευαγγέλιον αγαθήν μερίδα την ονομάζει. Τι άλλο καλλίτερον τροφής αθανάτου, τι άλλο είναι τιμιώτερον τραπέζης αγίας; Θαυμάσια μεν και καλά είναι τα φαγητά της βασιλικής τραπέζης, αλλά θαυμασιώτεροι και καλλίτεροι είναι οι λόγοι της σημερινής εορτής. Δεύτε λοιπόν, ευλογημένοι Χριστιανοί, πανηγυρίσωμεν, χαρώμεν και τραφώμεν από την βασιλικήν τράπεζαν, ας χορτάσωμεν από τα φαγητά του βασιλέως, ας ανοίξωμεν τους οφθαλμούς και τα ώτα μας να ακούσωμεν και να εννοήσωμεν θείους και αγίους λόγους· και καθώς άνθρωπός τις συλλέγει εκ πολλών ανθέων και ποιεί ωραίον στέφανον, είτα τον χαρίζει εις άλλον φίλον του και εκείνος ευχαριστείται δια την χάριν του στεφάνου, ούτως ας ποιώμεν και ημείς από πάντα θείον λόγον, τον οποίον ακούομεν εις την Εκκλησίαν· ας συλλέγωμεν όπως στολίσωμεν και στεφανώσωμεν την ψυχήν ημών και ποιήσωμεν αυτήν αξίαν της Βασιλείας των ουρανών. Πόθεν δε να στολίσωμεν την ψυχήν ημών; Από την θείαν διδασκαλίαν της Εκκλησίας ημών και από τας εορτάς· διότι δι’ ουδενός άλλου μεταβάλλεται ο άνθρωπος από το κακόν εις το αγαθόν παρά από τον λόγον του Θεού και την διδασκαλίαν, από τας διηγήσεις των Βίων των Αγίων ανδρών μάλιστα δε, όταν διηγήται τις Μάρτυρος έργα και θαύματα, τότε ο άνθρωπος ευφραίνεται και χαίρει περισσότερον. Μία λοιπόν από τας μαρτυρικάς διηγήσεις είναι και η σημερινή, την οποίαν μέλλω να διηγηθώ. Τούτου ένεκα σας παρακαλώ να ετοιμάσητε τον εαυτόν σας, ίνα ακούσητε καλώς τους λόγους μου, δια να ευφρανθήτε και ίνα λάβητε τον μισθόν και εκ Θεού και από τον σήμερον εορταζόμενον Άγιον. Τριακόσια σχεδόν έτη μετά την Γέννησιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού εβασίλευον της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ο Διοκλητιανός και Μαξιμιανός Ερκούλιος, το ζεύγος του διαβόλου, είχον δε ούτοι ορίσει Καίσαρα, όστις εξουσίαζε όλα τα μέρη της Ελλάδος, έτερον Μαξιμιανόν τον επιλεγόμενον Γαλέριον, ούτος δε είχε σύζυγόν του την θυγατέρα του Διοκλητιανού Βαλερίαν, ήτο δε ούτος άνθρωπος ασεβής και ουδόλως ήθελε να ακούση το όνομα του Χριστού. Όπου δε ευρίσκετο Χριστιανός τις, προσεπάθει παντοιοτρόπως να τον θανατώση. Πολλοί δε από τους Χριστιανούς επήγαινον πλέον εις αυτόν θεληματικώς και εμαρτύρουν δια την αγάπην του Χριστού. Εις από τους Χριστιανούς εκείνους ήτο και ο Άγιος Δημήτριος· αυτός ήτο από την μεγαλούπολιν Θεσσαλονίκην και οι γονείς αυτού ήσαν από τους πρώτους και επισήμους άρχοντας των Μακεδόνων. Τον ετίμων δε και τον υπελήπτοντο όχι τόσον δια την υπεροχήν του γένους του, όσον δια την αρετήν και την αγαθότητα της ψυχής του· επειδή δεν εφαίνετο καλλίτερος μόνον κατά την ευγένειαν των ηθών και των τρόπων του από όλους τους άλλους ευγενείς και φρονίμους του καιρού εκείνου, αλλ’ ακόμη και κατά την σωματικήν ωραιότητα ήτο ο ωραιότερος από όλους τους πμηλίκους του. ήτο δε εκ φύσεως αγαθός και είχε προαίρεσιν αγαθωτάτην. Εκ παιδικής του ηλικίας εδείκνυεν οπόσον μέγας ήθελε κατασταθή με τον καιρόν. Όταν δε ο Άγιος εμεγάλωσεν, εφαίνετο έτι ευγενέστερος και τιμιώτερος. Κατεγίνετο κυρίως να μανθάνη το καλόν και να γυμνάζηται εις τα έργα του πολέμου, διότι η πολεμική τέχνη ετίμα πολύ τους νέους του καιρού εκείνου. Και είχε μεν ανθηράν ηλικίαν και δύναμιν ακουστήν, αλλά περισσότερον τον επήνουν δια τας ψυχικάς του αρετάς, επειδή ήτο φρόνιμος και εγκρατής, ηγάπα δε την δικαιοσύνην και απεστρέφετο την αδικίαν. Τόσην δε καλήν φήμην είχεν αποκτήσει δια τας αρετάς του εις όλην την περιφέρειαν του βασιλέως Μαξιμιανού Γαλερίου, ώστε ο βασιλεύς αυτός εξ οικείας προαιρέσεως τον ετίμησεν εξαιρετικώς από όλους τους άλλους άρχοντας της Θεσσαλονίκης με το αξίωμα του δουκός, ήτοι τον διώρισε στρατηγόν όλης της Θεσσαλίας, διότι ήκουεν ότι ήτο φρόνιμος και ανδρείος εις τους πολέμους και ήνωνε την φρόνησιν και την ανδρείαν μετά της στρατηγικής εμπειρίας. Πριν δε ή αξιωθή ο Άγιος αυτής της τιμής από τον βασιλέα Μαξιμιανόν, προσεποιείτο ότι ήτο ειδωλολάτρης· όταν όμως έλαβε τον βαθμόν αυτόν ευθύς ενεφανίσθη ως Χριστιανός. Δεν έχαιρε δε τόσον δια την τιμήν αυτήν, την οποίαν έλαβεν από τον βασιλέα, όσον κατεγίνετο να αυξήση τας αρετάς της ψυχής του. Ημέραν και νύκτα δεν έπαυε να διδάσκη τον λόγον του Θεού και την εις Χριστόν πίστιν. Εδίδασκε δε όχι κρυφίως φοβούμενος να μη το μάθη ο βασιλεύς, αλλ’ εξ εναντίας φανερώτατα. Το δε κυριώτερον αυτού έργον ήτο να σπείρη επιτηδείως τον σπόρον της ευσεβείας εις τας ψυχάς εκείνων, οι οποίοι τον ήκουον, όταν εδίδασκε, και προς τους οποίους έλεγεν, ότι ο άνθρωπος επλάσθη από τον Θεόν και ετιμήθη παρ’ αυτού, ήτοι τον έβαλεν εις τον Παράδεισον δια να χαίρη και να εντρυφά εκεί και ότι ο διάβολος από φθόνον τον ηνάγκασε να παραβή την εντολήν του Θεού, δια το οποίον ο Θεός οργισθείς τον εξώρισεν από τον Παράδεισον. Έλεγεν ακόμη, ότι αυτός ο ίδιος Θεός και πλάστης, θέλων να αναβιβάση πάλιν τον άνθρωπον εις την πρώτην αυτού τιμήν, κατέβη επί της γης και εσαρκώθη εκ της Αγίας Παρθένου και Θεοτόκου Μαρίας και έγινε τέλειος άνθρωπος, καθώς είμεθα και ημείς· μόνον αμαρτωλός δεν ήτο· ότι εσταυρώθη και εθανατώθη, ότι ανελήφθη εις τους Ουρανούς και ότι αυτός μέλλει επ’ εσχάτων να έλθη πάλιν, ίνα κρίνη τους ανθρώπους όλους και να αποδώση εις έκαστον κατά τα έργα του. ταύτα λέγων και διδάσκων συνεχώς ο Άγιος Δημήτριος εύρισκε πολλούς, οι οποίοι εδέχοντο και έβαλλον εις πράξιν την διδασκαλίαν του· διότι πολλοί από τους Έλληνας, άμα ήκουον τους λόγους αυτού, επέστρεφον εις την θεογνωσίαν, και τα μεν είδωλα κατεφρόνουν και απεστρέφοντο, τον δε αληθινόν Θεόν ωμολόγουν και επίστευον. Καίτοι δε καθ’ ημέραν εκαρποφόρει η διδασκαλία του αύτη, αυτός εν τοσούτω δεν έπαυεν από του να διδάσκη και ουδέν άλλο διελογίζετο ειμή ότι, αν δεν κατορθώση να επιστρέψωσιν όλοι οι Θεσσαλονικείς και να πιστεύσψσιν εις τον Χριστόν, τίποτε δεν ωφελείτο ουδέ εκέρδισεν απέναντι της υπολήψεως της οποίας έχαιρεν. Ο εχθρός όμως της αληθείας διάβολος, όστις φθονεί πάντοτε το συμφέρον της ψυχής του ανθρώπου, βλέπων ότι οι μεν Χριστιανοί επληθύνοντο ακαταπαύστως, οι δε ειδωλολάτραι ηλαττούντο, εφθόνησε και προσεπάθει παντοιοτρόπως να παρακωλύση το κήρυγμα του Αγίου. Πλην, δια να επιτύχη εντελώς τον σκοπόν του, δεν εύρισκεν άλλο μέσον καταλληλότερον, παρά εάν κατώρθωνε να θανατωθή ο Άγιος. Αυτό δε τούτο το οποίον διελογίζετο, το κατώρθωσεν επί τέλους, ως θέλομεν ίδει ακολούθως. Ο βασιλεύς Μαξιμιανός, αφού υπέταξε τους Σκύθας και τους Σαυρομάτας εις την εξουσίαν της Ρωμαϊκής βασιλείας, επιστρέφων νικητής και τροπαιούχος και θυσιάζων εις τα είδωλα εις όσας πόλεις διέβαινεν, ήλθε και εις την Θεσσαλονίκην. Τότε τινές από τους ειδωλολάτρας της πόλεως ταύτης, έχοντες εν τη καρδία αυτών τον διάβολον και θέλοντες να τιμηθώσιν από τον βασιλέα δια την προς αυτόν αγάπην, επήγαν εις αυτόν και του είπον: «Πολυχρονεμένε βασιλεύ, ο Θεός να αυξάνη την βασιλείαν σου· σε παρακαλούμεν να μας επιτρέψης να αναφέρωμεν λόγον τινά προς την ενδοξότητά σου και ας μη φανώμεν ασεβείς άνθρωποι, επειδή διαβάλλομεν τον αυθέντην ημών, διότι ημείς, θέλοντες περισσότερον το συμφέρον της βασιλείας σου από το συμφέρον αυτού, ομολογούμεν την αλήθειαν. Γνώρισον λοιπόν, ότι ο Δημήτριος, ο οποίος ετιμήθη από την ενδοξότητά σου με τον βαθμόν του ηγεμόνος της Θεσσαλίας, ηρνήθη την πάτριον θρησκείαν και πιστεύει τον Χριστόν, εκείνον τον οποίον εσταύρωσαν οι Εβραίοι. Και δεν ηυχαριστήθη εις αυτό μόνον, αλλά καθήμενος και εις το δικαστήριόν του κηρύττει φανερά αυτόν τον Χριστόν δια Θεόν αληθινόν· καθ’ εκάστην δε, ακούοντες οι άνθρωποι τους πεπλανημένους λόγους αυτού, αφήνουσι την θρησκείαν των και γίνονται Χριστιανοί.». Ο βασιλεύς, ακούσας τους λόγους τούτους, κατ’ αρχάς μεν ελυπήθη, διότι θα έχανε τοιούτον άνθρωπον· έπειτα όμως, θέλων να μάθη και ο ίδιος την αλήθειαν, προσέταξε να φέρωσιν αυτόν έμπροσθέν του. Επορεύθησαν λοιπόν παρευθύς οι άνθρωποι εκείνοι και εύρον τον Άγιον καθήμενον και διδάσκοντα τον λόγον του Θεού, αρπάζοντες δε αυτόν αμέσως ως ανήμεροι λέοντες τον παρουσίασαν ενώπιον του βασιλέως. Ο Άγιος όμως, επειδή ήτο πρόθυμος εξ αρχής να μαρτυρήση δια το όνομα του Χριστού, ούτε αντεστάθη εις τους ανθρώπους εκείνους, ούτε τον βασιλέα εφοβήθη, αλλ’ έστη έμπροσθεν αυτού τοσούτον χαίρων και ευφραινόμενος, ώστε το πρόσωπον αυτού εφαίνετο λαμπρότατον και χαριέστατον από χαράν. Ο βασιλεύς λοιπόν είπε προς τον Άγιον Δημήτριον: «Τοιαύτην τιμήν ανέμενον εγώ να δώσης εις εμέ; Ούτως ήλπιζον να με τιμάς και σε ανεβίβασα εις τοιούτον βαθμόν; Εγώ σε ανέδειξα ηγεμόνα της Θεσσαλονίκης και συ ούτε εν μίλιον δεν εξήλθες της πόλεως δια να με προϋπαντήσης»; Ακούσας ταύτα ο Άγιος απεκρίθη· «Βασιλεύ, εγώ τιμώ την βασιλείαν σου, τιμώ όμως περισσότερον σου τον Θεόν του ουρανού και της γης, όστις είναι Βασιλεύς όλου του κόσμου». Ο δε βασιλεύς τον ηρώτησε: «Και ποίος είναι ο Θεός σου και Βασιλεύς»; Ο Άγιος απεκρίθη: «Ο Κύριος Ιησούς Χριστός, εκείνος είναι Θεός αληθινός και Βασιλεύς Παντοκράτωρ». Ο βασιλεύς του είπε πάλιν: «Λοιπόν αυτόν πιστεύεις συ και δια τούτο δεν καταδέχεσαι ημάς, ανάξιε της τιμής; Και τι καλόν είδες από τον Χριστόν σου και τον έχεις Θεόν και Βασιλέα; Δεν είναι θεοί ο Ζεύς, ο Απόλλων και οι επίλοιποι, αλλ’ ο Χριστός σου είναι Θεός; Δεν σε ετίμησα εγώ και σε διώρισα ηγεμόνα όλης της Θεσσαλίας; Αυτά αποδίδεις εις ημάς, αχάριστε άνθρωπε; Τοιούτος φαίνεσαι προς τους μεγάλους θεούς και προς ημάς; Εγώ λοιπόν να σου ανταποδώσω κατά την μιαράν σου γνώμην· να βασανισθής και να τιμωρηθής με μυρίας βασάνους και τιμωρίας, δια να μάθης οποίος είμαι εγώ και ποίος είσαι συ, και τι δύναται ο Θεός σου να ποιήση υπέρ σου». Ο δε Άγιος απεκρίθη: «Βασιλεύ, τας τιμωρίας και τας βασάνους, με τας οποίας με απειλείς, εγώ τας θεωρώ ως χαράν και αγαλλίασιν και ευεργεσίαν μου· διότι αυταί θέλουσι προξενήσει εις εμέ την Βασιλείαν των ουρανών και τιμήν ακατάπαυστον». Ταύτα ως ήκουσεν ο βασιλεύ από το στόμα του Αγίου, κατ’ αρχάς μεν εθυμώθη υπερβολικώς κατ’ αυτού, έπειτα όμως, θέλων να ταπεινώση την γνώμην του, προσέταξε να τον φυλακίσωσι συλλογιζόμενος ότι, αν καταφρονηθή και φυλακισθή, θ’ αναγκασθή να μεταβάλη γνώμην. Έλαβον λοιπόν οι στρατιώται τον Άγιον και τον ωδήγησαν εις την φυλακήν, ουχί την καθ’ αυτό φυλακήν, αλλ’ εις τόπον ακάθαρτον· ήτοι λουτρόν μέγα και παλαιόν, πλησίον του τόπου εις τον οποίον εκάθητο ο βασιλεύς. Εις τα υπόγεια δε του λουτρού εκείνου, εις τα οποία εχύνοντο τα ακάθαρτα περιττώματα, εκεί τον ενέκλεισαν. Εισερχόμενος δε ο Άγιος εις το μέρος εκείνο, είδεν έμπροσθέν του σκορπίον μέγαν, όστις υψώνων το κέντρον του επεζήτει να τον κεντήση. Παρευθύς δε ο Άγιος εποίησε το σημείον του Σταυρού και είπεν: «Εις το όνομα του Χριστού, όστις είπε να πατώμεν «επάνω όφεων και σκορπίων και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού» (Λουκ. ι: 19). Αυτό είπε και επάτησε τον σκορπίον εκείνον, και πάραυτα εμφανισθείς Άγγελος Κυρίου επάνωθεν αυτού, κρατών στέφανον χρυσούν, είπε προς αυτόν· «Χαίρε, Δημήτριε στρατιώτα του Χριστού, θάρρει, ενδυναμού και νίκα τους εχθρούς σου». Ταύτα δε ειπών έβαλε τον στέφανον εις την κεφαλήν του Αγίου Μάρτυρος. Οι μεν στρατιώται λοιπόν, αφού ενέκλεισαν τον Άγιον εις την φυλακήν, επέστρεψαν εις τον βασιλέα ευχαριστημένοι, διότι εξετέλεσαν την προσταγήν αυτού. Ο δε Άγιος απέμεινε κεκλεισμένος εις τα υπόγεια του λουτρού, εστερημένος μεν από συναναστροφήν ανθρώπων, αλλ’ όμως από την βοήθειαν του Θεού παρηγορούμενος και ενισχυόμενος. Είχε δε και χαράν και λύπην δι’ όσα συνέβησαν εις αυτόν, χαράν μεν, διότι τον ηξίωσεν ο Θεός και παρουσιάσθη Χριστιανός ενώπιον του βασιλέως· λύπην δε, διότι δεν ετελειούτο ταχέως, δια να υπάγη εις την Βασιλείαν των ουρανών. Πλην και ούτως ηυχαρίστει τον Θεόν και εδίψα την ώραν του θανάτου του. και όσον μεν επεθύμει ο Μαξιμιανός να έχη όλους τους ανθρώπους υπηκόους του, άλλο τόσον και ο Άγιος επεθύμει να μαρτυρήση δια το όνομα του Χριστού. Ο παρανομώτατος ούτος βασιλεύς, χαίρων εις τας θυσίας των ειδώλων και αγαπών να βλέπη αιματοχυσίας και φόνους ανθρώπων, προσέταξε τότε να εκτελέσωσι τον αγώνα του πεντάθλου· διότι οι βασιλείς των Ελλήνων, τον παλαιόν καιρόν, αυτήν την συνήθειαν είχον. Εις οιανδήποτε πόλιν επορεύοντο κατά πρώτην φοράν, έβαλον τους ανθρώπους και έτρεχον, επάλαιον, έρριπτον τον λίθον, επίδων και εσκόπευον με τα δόρατα εις σημεία προσδιωρισμένα. Αυτά δε τα πέντε αγωνίσματα ωνόμαζον πένταθλον· και όστις ήθελε νικήσει εις εν από αυτά τα πέντε αγωνίσματα του πεντάθλου, ετίμων αυτόν οι βασιλείς και δώρα έδιδον εις αυτόν. Αυτά λοιπόν τα πέντε αγωνίσματα ηθέλησεν ο βασιλεύς να τελεσθούν και κατά την ημέραν εκείνην. Αυτός λοιπόν εκάθησεν εις τόπον υψηλόν, ίνα βλέπη τους αγωνιζομένους, οι δε άνθρωποι έπαιζον και ηγωνίζοντο έκαστος κατά το αγώνισμα το οποίον προετίμα. Εις δε εξ εκείνων, οίτινες επάλαιον, ήτο άνθρωπος τις του βασιλέως, όστις ωνομάζετο Λυαίος και όστις ήτο από πόλιν τινά της Σκυθίας ονομαζομένην Ουάνδηλα. Αυτός ήτο υψηλότατος και ισχυρότατος και ο βασιλεύς τον είχε μεθ’ εαυτού, ίνα προξενή εις αυτόν τιμήν και έπαινον. Αυτός λοιπόν ο Λυαίος, ως τεχνίτης εις την πάλην και δυνατός, ενίκα πολλούς ανθρώπους, ο δε βασιλεύς βλέπων αυτόν έχαιρε μεγάλως και εχάριζεν εις αυτόν πλούσια δώρα. Αλλ’ ακούσατε και το τέλος αυτού πως συνέβη. Νέος τις της Θεσσαλονίκης, ωραιότατος εις την όψιν, ο Άγιος Νέστωρ, όστις ήτο εν τω κρυπτώ Χριστιανός και γνωστός του Αγίου Δημητρίου, βλέπων τον Λυαίον ότι φονεύει τους ανθρώπους και ότι ο βασιλεύς ευχαριστείται και υπερηφανεύεται εις την νίκην αυτού, αλλά και θέλων να ίδη την δύναμιν του αληθινού Χριστού του Θεού, επήγεν εις το λουτρόν εκείνο, εις το οποίον ήτο κεκλεισμένος ο Μέγας Δημήτριος και είπε προς αυτόν· «Δούλε του αληθινού Θεού, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και αυθέντα μου, ο μιαρός βασιλεύς χαίρει μεγάλως εις τας πράξεις του ασεβεστάτου Λυαίου, η ψυχή μου ορέγεται να παλαίσω μετ’ αυτού, μόνον ευλόγησόν με και ενδυνάμωσόν με να υπάγω να τον νικήσω». Τότε ο Άγιος Δημήτριος εποίησε το σημείον του Σταυρού του Χριστού εις το μέτωπον του Νέστορος, και είπε προς αυτόν: «Ύπαγε και τον Λυαίον θέλεις νικήσει, και υπέρ του Χριστού θέλεις μαρτυρήσει». Ανεχώρησε λοιπόν ο Νέστωρ από την φυλακήν και επήγεν εις τον τόπον ένθα ετελείτο ο αγών της πάλης και παρευθύς εφώναξεν εις το μέσον: «Ω Λυαίε, έλα να παλαίσωμεν οι δύο». Ο δε βασιλεύς, όστις εκάθητο εις το υψηλότερον μέρος και εθεώρει τους ανθρώπους πως ηγωνίζοντο, ευθύς ως είδε τον Νέστορα, νέον εις την ηλικίαν, είκοσι περίπου ρτών, εμήνυσεν εις αυτόν να υπάγη έμπροσθέν του και του είπε: «Νεανία, δεν ελυπήθης την ζωήν σου, αλλ’ ήλθες να παλαίσης με τον Λυαίον; Δεν τον βλέπεις πόσους ενίκησε; Δεν βλέπεις πόσα αίματα έχυσε; Πως αποτολμάς να εκτεθής εις τοιούτον κίνδυνον; Δεν λυπείσαι την ωραιότητά σου και την νεότητά σου; Μήπως αναγκάζεσαι από πτωχείαν να επιθυμής τον θάνατόν σου; Δεν πρέπει όμως να συμπλακής μετά του Λυαίου δια να μη θανατωθής, αν δε είσαι πτωχός, να σε πλουτίσω εγώ, μόνον να μη απολέσης την ζωήν σου». Ακούσας ταύτα ο μακάριος Νέστωρ απεκρίθη συγκεκαλυμμένως προς τον βασιλέα: «Βασιλεύ, εγώ πτωχός δε είμαι, ουδέ καταφρονώ την ζωήν μου, αλλά και πλούτον έχω και την ζωήν μου αγαπώ· θέλω όμως να παλαίσω μετά του Λυαίου, δια να λάβω τιμήν· διότι, και αν είμαι πλούσιος, τιμήν όμως δεν έχω, επομένως τι θέλω τον άτιμον πλούτον; Αγαπώ λοιπόν να τιμηθώ και να φανώ καλλίτερος από τον Λυαίον, δια τούτο αποφασίζω να κινδυνεύσω». Ως είδεν ο βασιλεύς ότι δεν υπακούει, τον αφήκεν. Ο δε Άγιος Νέστωρ, ευθύς ως επλησίασεν εις τον Λυαίον, έρριψε το επανωφόριόν του και έκραξεν: «Ο Θεός του Δημητρίου βοήθει μοι». Ευθύς δε ως είπε τον λόγον τούτον, εξήγαγε το εγχειρίδιόν του και εκτύπησε τον υπερήφανον Λυσαίον εις το μέσον της καρδίας, ευθύς δε ούτος έπεσε κατά γης νεκρός. Ο δε βασιλεύς, ιδών ότι εφονεύθη ο Λυαίος, ελυπήθη εις τόσον βαθμόν, ως να είχεν εκπέσει από την βασιλείαν του. Εκάλεσε λοιπόν τον Νέστορα και του είπε: «Νεανία, με ποίας μαγείας ενίκησας τον Λυσίον; Αυτός εφόνευσε τόσους ανθρώπους δυνατωτέρους από σε, και συ πως τον εθανάτωσες»; Ο Άγιος Νέστωρ απεκρίθη: «Εγώ, βασιλεύ, με τας μαγείας δεν ενίκησα τον Λυαίον, αλλά με την δύναμιν του Χριστού, του αληθινού Θεού». Όταν ήκουσεν ο μιαρός βασιλεύς αυτούς τους λόγους εθυμώθη υπερβαλλόντως και προσέταξεν ένα εκ των αρχόντων αυτού, Μαρκιανόν ονομαζόμενον, να εκβάλη τον Νέστορα έξω από την χρυσήν λεγομένην πύλην και να τον αποκεφαλίση με το εγχειρίδιόν του. Και ούτως ετελειώθη ο Άγιος Νέστωρ, κατά τον λόγον του Αγίου Δημητρίου. Μετά ταύτα ηγέρθη παρευθύς ο βασιλεύς λυπημένος και επήγεν εις το παλάτιόν του, λέγων καθ’ εαυτόν: «Μα την δύναμιν των μεγάλων θεών, από μαγείας εφονεύθη σήμερον ο φίλος μου Λυαίος». Ευθύς δε ως έμαθεν, ότι κατόπιν οδηγιών του Αγίου Δημητρίου εφονεύθη, προσέταξε τους στρατιώτας του να υπάγωσι και να φονεύσωσι τον Άγιον εντός των υπογείων εκείνων στοών του λουτρού. Επήγαν λοιπόν οι στρατιώται και ελόγχευσαν αυτόν με τας λόγχας των εις όλον το σώμα. Η πρώτη δε λόγχευσις, την οποίαν έδωκαν εις αυτόν, ήτο εις την δεξιάν του πλευράν, εις το ίδιον μέρος που ελόγχευσαν και τον Χριστόν επί του Σταυρού, διότι ως είδεν αυτούς ο Άγιος ύψωσε μόνος του την δεξιάν του χείρα δια να τον λογχεύσωσι. Τοιούτο Μαρτύριον έλαβεν, ευλογημένοι Χριστιανοί, ο Μεγαλομάρτυς Δημήτριος, και ούτως ετελειώθη κατά την σήμερον. Τινές δε ευλαβείς Χριστιανοί εισελθόντες κρυφίως, δια τον φόβον του βασιλέως, εις το λουτρόν εκείνο, εις το οποίον έκειτο το λείψανον του Αγίου, το ενεταφίασαν εις το ίδιον αυτό μέρος εις το οποίον και ετελειώθη. Φίλος δε τις του Αγίου, Λούπος ονομαζόμενος, παριστάμενος εις τον θάνατον αυτού, εξέβαλε το δακτυλίδιον του Αγίου από τον δεξιόν δάκτυλον και έλαβε και το μανδήλιον και το επανωφόριόν του εκ των ώμων του και τα έβαψεν εις το αίμα του και δι’ αυτών εποίει θαύματα πολλά· αρρώστους ιάτρευε και άλλους ανθρώπους δαιμονιζομένους και πάσχοντας από πάσαν ασθένειαν εθεράπευεν. Ο δε βασιλεύς, ευθύς ως έμαθε ταύτα, απέστειλε στρατιώτας και απεκεφάλισαν αυτόν εις τόπον τινά λεγόμενον Τριβουνάλιον. Ακούσατε όμως και ολίγα τινά εκ των θαυμάτων του Αγίου, ευλογημένοι Χριατιανοί, δια να γνωρίσητε την χάριν με την οποίαν ετίμησεν αυτόν ο Θεός δια την καθαράν του πολιτείαν και την μαρτυρικήν θυσίαν του. Μετά τον θάνατον του Αγίου, θέλων ο Θεός να τον δοξάση εις όλον τον κόσμον, ωκονόμησε και εξήρχετο μύρον από το σώμα του τόσον πολύ, ώστε παρ’ όλον ότι και οι εντόπιοι και οι από άλλα μακρινά μέρη ερχόμενοι ελάμβανον τούτο, όχι μόνον δεν εξηντλείτο, αλλά μάλλον ηύξανε πρεσβείαις του Αγίου. Είχεν όμως το μύρον τούτο και την δύναμιν να προξενή μεγάλας ιατρείας και δια τούτο οι άνθρωποι ελάμβανον αυτό μετά μεγάλης πίστεως και το έπινον. Ασκητής δε τις, κατοικών ποτε εις όρος τι, όπερ ονομάζεται του Χολομώντος, ακούσας ότι ο Άγιος αναβλύζει μύρον άφθονον από τον τάφον, δεν το επίστευε και συνελογίζετο, ότι εις το μέρος εκείνο υπάρχουν και άλλοι Άγιοι, οι οποίοι υπέμειναν περισσότερα Μαρτύρια δια το όνομα του Χριστού, όμως δεν ανέβλυσαν μύρον, και αυτός δια ποίον Μαρτύριόν του εδοξάσθη τόσον από τον Θεόν; Λοιπόν ο Θεός θέλων να τον βεβαιώση, ότι είναι αληθές το πράγμα, τι ωκονόμησεν; Μίαν νύκτα, αφού ανέγνωσεν ο Ασκητής εκείνος την ακολουθίαν του, έπεσε να κοιμηθή και εφάνη εις αυτόν ως να ευρέθη εις την Θεσσαλονίκην, μέσα εις την Εκκλησίαν του Αγίου Δημητρίου, και εκεί είδεν έμπροσθέν του άνθρωπον, όστις εκράτει τας κλείδας του τάφου του Αγίου προς τον οποίον είπε: «Άνοιξόν μοι να προσκυνήσω». Του ήνοιξε λοιπόν εκείνος και εισήλθε μέσα εις το κουβούκλιον να προσκυνήση· εν ω δε προσεκύνει, είδεν ότι όλος ο τάφος ήτο βεβρεγμένος από μύρον και ευωδίαζε και είπε προς τον φύλακα του τάφου: «Σε παρακαλώ, ελθέ να σκάψωμεν εδώ να ίδωμεν πόθεν έρχεται το μύρον». Εφάνη λοιπόν εις αυτόν ως να έφερον εργαλεία και ήρξαντο να σκάπτωσι και ενώ έσκαπτον εύρον μέγα τι μάρμαρον, το οποίον με πολύν κόπον ήγειραν, και παρευθύς εφάνη το σώμα του Αγίου λαμπρόν κατά πολλά και ωραίον, εκ του οποίου ανέβλυζε μύρον άφθονον εκχυνόμενον από τας οπάς, τας οποίας ήνοιξαν εις το σώμα του Μάρτυρος αι λόγχαι των ακοντίων. Τοσούτον δε πλήθος μύρου εξήρχετο, ώστε περιερράνθη και ο φύλαξ του τάφου. Ο δε Ασκητής από τον τρόμον του, φοβούμενος να μη πνιγή, έκραξε μεγαλοφώνως: «Άγιε Δημήτριε, βοήθει». Μετά την φωνήν αυτήν, ω του θαύματος! συνήλθεν εις εαυτόν και είδεν ότι ήτο βεβρεγμένος όλος από το μύρον και αυτός και τα ενδύματά του. Τούτο το θαύμα είδεν ο Ασκητής και ηγέρθη παρευθύς από το όρος, εις το οποίον ησκήτευε, και ήλθεν εις την Θεσσαλονίκην, κηρύττων το θαύμα του Αγίου και δοξάζων τον Θεόν· έμεινε δε εκεί εις τον Ναόν ικανάς ημέρας και κατόπιν επέστρεψεν εις το ασκητήριόν του, λέγων: «Μέγας, αληθώς, είναι ο Άγιος Δημήτριος». Μετά τον θάνατον του βασιλέως Μαξιμιανού εβασίλευσεν ο μέγας Κωνσταντίνος ο ευσεβέστατος και χριστιανικώτατος. Κατά το διάστημα λοιπόν της βασιλείας του διώρισε στρατηγόν τινα εις την Μεγάλην Βλαχίαν, ονομαζόμενον Λεόντιον, όστις ησθένησεν εις την Θεσσαλονίκην τόσον βαρέως, ώστε προετίμα μάλλον να αποθάνη παρά να ζη. Πολλοί ιατροί τον επεσκέφθησαν, αλλά κανείς δεν ηδύνατο να τον ιατρεύση, και μάλιστα εχειροτέρευεν. Εκινδύνευε λοιπόν ο Λεόντιος μεγάλως και κανένα ιατρόν ικανόν δεν εύρισκεν· άμα έμαθεν όμως ότι ο τόπος, εις τον οποίον έκειτο το λείψανον του Αγίου Δημητρίου, ποιεί θαύματα, επήγε βασταζόμενος και προσέπεσεν εις τον τάφον του Αγίου, αμέσως δε, Θεού βοηθεία, ιατρεύθη. Όθεν μετά τούτο εξώδευσεν ικανά χρήματα και έκτισε τον Ναόν αυτόν, ο οποίος είναι εις την Θεσσαλονίκην του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου. Ακολούθως δε, όταν ηθέλησε να υπάγη εις τον τόπον, εις τον οποίον τον έστειλεν ο βασιλεύς, ηθέλησε να λάβη μέρος από το λείψανον του Αγίου δια να κτίση και εκεί Εκκλησίαν. Ο δε Άγιος Δημήτριος εφάνη εις τον ύπνον του και του είπε: «Να μη με διαχωρίσης, αλλά να με αφήσης ακέραιον εις την πατρίδα μου». Όθεν δεν ετόλμησεν ο άρχων να πειράξη διόλου το λείψανον του Αγίου, αλλά έλαβε μόνον χώμα από τον τάφον αυτού, εύρε δε και τον δακτύλιον και το μανδήλιον του Αγίου, τα οποία, ως προείπομεν, είχεν ο Λούπος και τα έλαβε θέσας αυτά εις κιβώτιον. Φθάσας δε εις τον Δούναβιν, τον εύρε πλημμυρισμένον και δεν ηδύνατο να διέλθη αυτόν· όθεν ηπόρει τι να πράξη· πρώτον μεν διότι είχε καθυστέρησιν, επειδή έμεινεν επί πολύν καιρόν εις την Θεσσαλονίκην και δεύτερον, διότι δεν ηδύνατο να διέλθη τον ποταμόν. Την νύκτα λοιπόν εφάνη ο Άγιος Δημήτριος και του είπε: «Μη λυπήσαι, Λεόντιε, αύριον να λάβης το κυτίον αυτό το οποίον έχει το δακτυλίδιόν μου και το μανδήλιόν μου, και κρατών αυτά εις την χείρα σου να διέλθης αφόβως τον ποταμόν, το αυτό δε να κάμωσι και όλοι οι άνθρωποι, τους οποίους έχεις μετά σου, και θέλετε διέλθει Θεού βοηθεία αβλαβείς». Τη επαύριον το πρωϊ αφύπνωσεν ο άρχων και έπραξεν όπως προσέταξεν αυτόν ο Άγιος Δημήτριος και αφού επήγεν εις την επαρχίαν του, έκτισεν εκεί και άλλον Ναόν επ’ ονόματι του Αγίου Δημητρίου. Κατά τους χρόνους των Χριστιανών βασιλέων ήτο Επίσκοπος τις εις τινα πόλιν της Αφρικής, ημέραν δε τινά εμβήκεν εις πλοίον ίνα υπάγη εις την Αλεξάνδρειαν. Καθ’ οδόν, συνεργεία σατανική, πειρατικά πλοία συνέλαβον το πλοίον εκείνο και επήραν τους ανθρώπους αιχμαλώτους και τον Επίσκοπον εκείνον εκόμισαν και τον επώλησαν εις την Ανατολήν, εις άρχοντα Αγαρηνόν, ο οποίος, καθό κακός και ανήμερος άνθρωπος, προσέταξεν αυτόν να μεταφέρη κόπρον εις τας αμπέλους και εις τους κήπους αυτού. Πολλάκις φέρων ο Επίσκοπος το κοφίνιον εις την κεφαλήν του, έλεγε δακρύων: «Αλλοίμονον εις εμέ! Που είναι καιρός κατά τον οποίον εκράτουν εις την κεφαλήν τα Άχραντα Μυστήρια και τώρα πως κατήντησα»; Ημέραν λοιπόν και νύκτα παρεκάλει τον Θεόν να τον ελευθερώση από την αιχμαλωσίαν εκείνην. Μίαν δε νύκτα εφάνη άνωθεν αυτού ο Άγιος Δημήτριος καθήμενος επί λευκού ίππου και είπε προς αυτόν: «Τι έχεις και κλαίεις»; Απεκρίθη ο Επίσκοπος: «Τι έχω με ερωτάς; Δεν βλέπεις πόσα κακά συμβαίνουσιν εις εμέ τον δυστυχή; Την ημέραν είμαι εις την εργασίαν και την νύκτα εις τα σίδηρα. Τι καλόν έχω ο ελεεινός και να μη κλαίω»; Είπε προς αυτόν ο Άγιος: «Έλα, ίππευσον εις τα όπισθεν του ίππου μου». Απεκρίθη ο Επίσκοπος: «Αυθέντα, δεν δύναμαι να εγερθώ, διότι είμαι δεδεμένος». Είπε προς αυτόν πάλιν ο Άγιος: «Εγείρου, αφού σου λέγω». Ηγέρθη λοιπόν ο Επίσκοπος και ίππευσε και θαυμασίως ευρέθησαν αμφότεροι έφιπποι έξω της Θεσσαλονίκης. Αφού ευρέθησαν εκεί, είπεν ο Άγιος προς τον Επίσκοπον: «Εγώ έχω εδώ οικίας και είμαι κύριος αυτής της πόλεως· λοιπόν υπάγω πρότερον και συ ερώτησον και ελθέ κατόπιν μου». Απεκρίθη ο Επίσκοπος: «Και πως να ερωτώ, αυθέντα»; Είπε προς αυτόν ο Άγιος: «Ερώτησον που είναι αι οικίαι Δημητρίου του κυρίου της Θεσσαλονίκης και ερωτών ούτω θέλεις με εύρει και εγώ θέλω σε προπαρασκευάσει, να υπάγης και έως εις τον τόπον σου». Αυτά είπε προς αυτόν ο Άγιος· έπειτα προσεποιήθη ότι εισήλθεν εις την πόλιν. Ελθών λοιπόν ο Επίσκοπος προ της θύρας των τειχών της πόλεως, ηρώτα, καθώς είπεν εις αυτόν ο Άγιος, οι δε θυρωροί τον περιεγέλων, λέγοντες προς αυτόν: «Ημείς Δημήτριον κύριον δεν έχομεν». Άλλοι δε συνετοί, άμα ήκουσαν την ερώτησιν του Επισκόπου, ηννόησαν ότι θαυμα τι ετέλεσεν εις αυτόν ο Μέγας Δημήτριος, διότι καθ’ εκάστην εθαυματούργει ο Άγιος εις τους αιχμαλώτους. Ηρ’ωτησαν λοιπόν αυτόν τι άνθρωπος ήτο· και αυτός είπεν εις αυτούς την υπόθεσιν, ότι δηλαδή ήτο αιχμάλωτος εις την Ανατολήν και ότι εφάνη εις αυτόν στρατιώτης τις, όστις τον ηλευθέρωσε και τον έφερεν έως εκεί. Τότε είπον προς αυτόν οι άνθρωποι: «Έλα να σε υπάγωμεν εις την Εκκλησίαν να τον γνωρίσης». Καθώς λοιπόν επήγαν εις την Εκκλησίαν και είδεν από μακράν την εικόνα του, εγνώρισεν αυτόν και τον ενηγκαλίσθη, κλαίων δε έλεγε: «Αυτός είναι ο στρατιώτης, όστις με ηλευθέρωσεν». Ο δε Αρχιερεύς της Θεσσαλονίκης, άμα έμαθε τα γενόμενα, εφωδίασε τον Επίσκοπον εκείνον με τα αναγκαιούντα έξοδα, ίνα υπάγη εις την Αφρικήν. Ανεχώρησε λοιπόν ο Επίσκοπος και αφού ευώδωσεν αυτόν ο Θεός, έφθασεν υγιής και καλώς έχων εις την επαρχίαν του. Εκεί δε επώλησε τα υπάρχοντά του δια να κτίση Εκκλησίαν εις το όνομα του Αγίου Δημητρίου. Ήρχισε λοιπόν και την ετελείωσε και μόνον ο άμβων έλειπεν· δι’ ο ελυπείτο πολύ, διότι δεν εύρισκε κατάλληλα μάρμαρα να τον κατασκευάση. Συνέπεσεν όμως τον καιρόν εκείνον να ανεγείρη άρχων τις εις την Κωνσταντινούπολιν Εκκλησίαν εις το όνομα των Αγίων Μηνά, Βίκτωρος και Βικεντίου και έστειλεν ανθρώπους του με πλοίον να υπάγωσιν εις την Ανατολήν να συνάξωσι μαρμαρίνους κίονας (κολώνας). Κατά δε τας ημέρας εκείνας, κατά τας οποίας ελυπείτο ο Επίσκοπος δια τον άμβωνα, έφθασε και το πλοίον εκείνο και ηγκυροβόλησεν εις τον λιμένα της Αφρικανικής ταύτης πόλεως. Την νύκτα λοιπόν εκείνην εφάνη ο Άγιος Δημήτριος εις τον Επίσκοπον και είπε προς αυτόν: «Κάτω εις τον λιμένα ήλθε πλοίον, το οποίον έχει μεγάλα και θαυμαστά μάρμαρα· όθεν ύπαγε να αγοράσης από εκείνα». Το πρωϊ ηγέρθη ο Επίσκοπος με πολλήν χαράν και επήγεν εις τον λιμένα και είπε προς τον πλοίαρχον: «Ήκουσα, αυθέντα, ότι έφερες μάρμαρα και σε παρακαλώ να μου πωλήσης από αυτά, ίνα τελειώσω Εκκλησίαν τινά, την οποίαν κτίζω». Ο πλοίαρχος απεκρίθη προς αυτόν: «Δεν έχω τίποτε, δέσποτά μου». Ο Επίσκοπος επέστρεψε πάλιν πικρανθείς. Και την δευτέραν νύκτα πάλιν εφάνη ο Άγιος και είπε προς αυτόν: «Ύπαγε και ζήτησον να σου δώση, διότι αυτός έχει στήλας, όπως τας ζητείς». Επήγε λοιπόν ο Επίσκοπος και ο πλοίαρχος ηρνήθη πάλιν. Κατά δε την τρίτην νύκτα φαίνεται και πάλιν ο Άγιος και λέγει προς αυτόν: «Ύπαγε και ειπέ φανερά εις τον πλοίαρχον: Συ έχεις τόσα μάρμαρα και εξ αυτών είναι τόσα πορφυρά και τόσα πράσινα και τόσα λευκά, τόσα γαλανά και τόσα άλλου είδους, και σκοπεύεις να υπάγης εις Κωνσταντινούπολιν δια την Εκκλησίαν των Αγίων Μηνά, Βίκτωρος και Βικεντίου· πρέπει όμως να γνωρίζης, ότι η Εκκλησία εκείνη ετελειώθη, διότι ήργησας πολύν καιρόν και ο άρχων, όστις σε έστειλεν, εύρεν εκεί άλλα μάρμαρα και έκτισε την Εκκλησίαν όπως την ήθελεν. Αν λοιπόν υπάγης εκεί, χάριν δεν θα σου γνωρίζωσι και θα απολέσης και τον κόπον σου. Δια τούτο πώλησον αυτά προς εμέ εις την τιμήν των να σου οφείλω χάριν και εγώ και ο Μέγας Δημήτριος, του οποίου την Εκκλησίαν ανεγείρω». Το πρωϊ επήγεν ο Επίσκοπος εις τον λιμένα με μεγάλην χαράν και είπε προς τον πλοίαρχον τους λόγους του Αγίου. Εκείνος δε, άμα ήκουσεν αυτούς, ηγέρθη παρευθύς και εξεφόρτωσε το πλοίον του και άλλα μεν επώλησεν εις τον Επίσκοπον, άλλα δε εχάρισεν εις τον Άγιον δια ψυχικήν του σωτηρίαν. Ούτως ετελείωσεν ο Επίσκοπος την Εκκλησίαν του Αγίου, δοξάζων τον Θεόν και τον Μέγαν Δημήτριον. Συνέβη ποτέ καθ’ όλην την Θεσσαλίαν τόσον μεγάλη πείνα, όσην δεν ενεθυμούντο ποτέ οι άνθρωποι του τόπου εκείνου. Λοιπόν όλα τα μέρη της Θεσσαλίας εμαστίζοντο από την πείναν, ιδίως όμως και αυτή η Θεσσαλονίκη εκινδύνευε να αφανισθή. Αλλ’ ο Μέγας Δημήτριος, ο έτοιμος βοηθός των Χριστιανών, δεν αφήκε τον τόπον εκείνον να αφανισθή· αλλά τι ενήργησε; Πλοίαρχος τις, ο οποίος εμπορεύετο σίτον, εφόρτωσε το πλοίον του κατ’ εκείνον τον καιρόν δια να μεταφέρη αυτόν εις την Ευρώπην. Την νύκτα λοιπόν εφάνη ο Άγιος Δημήτριος εις τον ύπνον αυτού και είπεν προς αυτόν: «Τον σίτον αυτόν που μελετάς να τον υπάγης»; Ο πλοίαρχος απεκρίθη· «Εις την Ευρώπην σκοπεύω να τον μεταφέρω, αν θέλη ο Θεός». Ο Άγιος του είπε πάλιν: «Άκουσόν μου· να τον φέρης εις την Θεσσαλονίκην, να τον πωλήσης όπως θέλεις, διότι είναι πολύ πείνα και ακρίβεια· και ιδού λάβε τρία φλωρία ως αρραβώνα και φέρε αυτόν εκεί να λάβης και το υπόλοιπον της αξίας του». Το πρωϊ αφυπνώσας ο πλοίαρχος είδεν εις την χείρα του τα τρία φλωρία· είπε δε προς τους άλλους ναύτας: «Απόψε είδα εις τον ύπνον μου ένα στρατιώτην νέον, ο οποίος μου είπε να υπάγωμεν τον σίτον εις την Θεσσαλονίκην, και ιδού μου έδωσε και τρία φλωρία ως αρραβώνα. Θέλετε λοιπόν να τον μεταφέρωμεν εκεί; Διότι, ως μου είπεν ο φανείς, μεγάλη πείνα είναι εις εκείνον τον τόπον και θέλομεν πορισθή πλείον κέρδος παρά εις την Ευρώπην, επειδή προς αυτήν πλέουσι και άλλα πλοία φορτωμένα με σίτον, ενώ εις την Θεσσαλονίκην μόνον ημείς πλέομεν»; Ήκουσαν λοιπόν οι ναύται τους λόγους τούτους του πλοιάρχου και επροθυμοποιήθησαν όλοι να υπάγωσιν εις την Θεσσαλονίκην· αλλ’ ο διάβολος, θέλων να παρεμποδίση την καλωσύνην του Αγίου, διήγειρεν εις την θάλασσαν τόσον μεγάλην τρικυμίαν, ώστε εκινδύνευσε το πλοίον και άπαξ και δις. Πλην ο Μέγας Δημήτριος, οσάκις κατελαμβάνοντο υπό τρικυμίας, παρίστατο έμπροσθεν αυτών και τους ενεθάρρυνε και εις το πέλαγος οφθαλμοφανώς εφαίνετο και εδείκνυεν εις αυτούς τον δρόμον. Έφθασαν τέλος πάντων δια βοηθείας του Αγίου εις την Θεσσαλονίκην, οι δε Θεσσαλονικείς, άμα ήκουσαν ότι ήλθε πλοίον με σίτον, εδόξασαν όλοι τον Θεόν και έδραμον άνδρες και γυναίκες εις τον λιμένα· όθεν επωλήθη ο σίτος όπως ήθελεν ο Θεός και ο πλοίαρχος. Εδόξασαν λοιπόν τον Θεόν, όστις δεν εγκαταλείπει ουδένα από εκείνους οίτινες ελπίζουσιν εις Αυτόν. Ο πλοίαρχος διηγήθη ακολούθως προς τους Θεσσαλονικείς το όραμά του, και αυτοί εγνώρισαν ότι ο Μέγας Δημήτριος είναι εκείνος, όστις σκέπει και διαφυλάττει την πόλιν εκείνην, την πατρίδα του. Ο μέγας βασιλεύς Ιουστινιανός διενοήθη ποτέ να λάβη μέρος από το λείψανον του Αγίου, δια να το έχη εις αγιασμόν και ψυχικήν σωτηρίαν. Εκτός δε τούτου, επειδή είχεν ανεγείρει τότε εις την Κωνσταντινούπολιν τον Ναόν της Αγίας Σφίας, ήθελε να υπάρχη εντός αυτού και μέρος του λειψάνου του Αγίου ομού με τα άλλα, τα οποία είχε συνηγμένα εκεί. Έπεμψε λοιπόν ανθρώπους της εμπιστοσύνης του να υπάγωσιν εις Θεσσαλονίκην και να σκάψωσι τον τάφον, έως ου εύρωσι το σώμα του Αγίου, και αφού το εύρωσι να κόψωσι μέρος από αυτό και να το φέρωσιν εις Κωνσταντινούπολιν. Έφθασαν λοιπόν οι βασιλικοί εκείνοι άνθρωποι φέροντες δώρα του βασιλέως προς τον Άγιον και με διαταγάς προς τους ανθρώπους, οίτινες εφύλαττον την Εκκλησίαν, δια την παραλαβήν του Αγίου λειψάνου. Οι δε Θεσσαλονικείς είπον προς αυτούς: «Ημείς δεν τολμώμεν να ποιήσωμεν τοιαύτην πράξιν. Αλλά σεις, εάν αποτολμάτε, ιδού ο τάφος εις τας χείρας σαι είναι, πράξατε ως θέλετε». Ήρχισαν λοιπόν οι βασιλικοί άνθρωποι και έσκαπτον τον τάφον του Αγίου, όταν δε έφθασαν πλησίον εις την λάρνακα, παρευθύς, ω του θαύματος! φλοξ μεγάλη εξήλθεν από εκεί και εκινδύνευον να κατακαώσι και φωνή ηκούσθη, η οποία έλεγε: «Περισσότερον μη σκάψητε». Τότε, άμα είδον οι βασιλικοί άνθρωποι το τοιούτον θαύμα, έπεσον κατά γης με τα πρόσωπα, δεόμενοι του Αγίου, ίνα μη κατακαώσιν. Έπειτα δε από ικανήν ώραν ηγέρθησαν και έλαβον μόνον χώμα από τον τάφον του Αγίου και το έφεραν εις τον βασιλέα, διηγούμενοι εις αυτόν το παράδοξον θαύμα, το οποίον είδον. Από τα τοιαύτα λοιπόν θαύματα του Αγίου και από άλλα περισσότερα, τα οποίαεγίνοντο καθ’ εκάστην ημέραν, συνηθροίζετο πλήθος πολύ ανθρώπων κατ’ έτος από τα περίχωρα και από άλλας πόλεις και ετέλουν πανήγυριν εις την Θεσσαλονίκην κατά την σημερινήν ημέραν κστ΄ (26ην) Οκτωβρίου. Οι δε Σαρακηνοί, το σκληρόν τούτο και απάνθρωπον γένος, άμα έμαθον ότι οι Χριστιανοί πανηγυρίζουσι κατά την ημέραν της εορτής του Αγίου και είναι αμέριμνοι, εσκέφθησαν να έλθωσι κρυφίως την εσπέραν της ημέρας εκείνης, κατά δε την νύκτα, ξημερώνοντας του Αγίου Νέστορος, να κυριεύσωσι την πόλιν, όπερ και έπραξαν· ήλθον λοιπόν και ηγκυροβόλησαν δια νυκτός έξω του τείχους, θέλοντες, όταν ησυχάση ο κόσμος, να εισέλθωσιν από του τείχους κρυφίως και άλλους μεν να φονεύσωσιν, άλλους δε να αιχμαλωτίσωσιν. Αλλά και ο εχθρός της αληθείας διάβολος, φθονών τους Θεσσαλονικείς δια την αγάπην την οποίαν είχον προς τον Άγιον και θέλων να τους παρακωλύση και να τους παραδώση εις αφανισμόν, τι ενήργησεν; Ακούσατε. Αφού ετελείωσε ο εσπερινός του Αγίου Μάρτυρος Νέστορος, ολίγον αργά, και επήγαν οι άνθρωποι εις τας οικίας των να ησυχάσωσι και να χαρώσιν, επήρε φωτιά το κουβούκλιον, το οποίον ήτο εις τον τάφον του Αγίου· οι δε άνθρωποι, άμα είδον ότι η Εκκλησία των παρεδόθη εις τας φλόγας, έδραμον να σβέσωσι την πυρκαϊάν και άλλοι μεν έσβενον το πυρ, άλλοι δε ήρπαζον από τον άργυρον και το χρυσίον το οποίον εχωνεύετο. Τότε, ως είδεν ο φύλαξ της Εκκλησίας, ότι ώρμησαν οι άνθρωποι να αρπάσωσι τον άργυρον, όστις ήτο εις τον τάφον του Αγίου, χωρίς να γνωρίζη τίποτε δια τους Σαρακηνούς, και θέλων μόνον να τους σκορπίση από την Εκκλησίαν, με νεύσιν βεβαίως του Αγίου, όστις κατηύθυνεν αοράτως αυτόν, έκραξε μεγαλοφώνως· «Ω Θεσσαλονικείς, δράμετε εις τα τείχη, διότι ήλθον πολέμιοι να σας κυριεύσωσιν». Οι δε Θεσσαλονικείς, άμα ήκουσαν τους λόγους τούτους, επειδή εφοβούντο πάντοτε την αιχμαλωσίαν, έτρεξαν να ίδωσιν αν αληθώς ήσαν εχθροί, οίτινες μόλις είχον αρχίσει να βάλωσι κλίμακας εις τα τείχη δια να εισέλθωσιν εις το φρούριον. Ιδόντες λοιπόν το αιφνίδιον τούτο κακόν, το οποίον συνέβη εις αυτούς, άλλοι μεν έδραμον να αρπάσωσιν όπλα, άλλοι δε επεκαλούντο τον Άγιον. Και όντως ο Άγιος, καθό έτοιμος βοηθός, πάραυτα εφάνη εις τα τείχη και μόνος του κατέκοψε πολλούς των Σαρακηνών, οι δε άλλοι, άμα είδον το θαύμα, έφυγον εις τα οπίσω, διηγούμενοι την συμφοράν των. Τόσον πολύ ηγάπα ο Άγιος τους Θεσσαλονικείς και τόσον τους επεμελείτο, ώστε πολλάκις τους έσωσεν από αιχμαλωσίαν, από θανατικόν, από πείναν και από άλλα συμβεβηκότα και διαφόρους κινδύνους. Εις άλλον καιρόν είχον υπάγει οι Άβαροι, το κακόν αυτό γένος, να κυριεύσωσι την Θεσσαλονίκην· εβασίλευε δε τότε εις την Κωνσταντινούπολιν ο αυτοκράτωρ Μαυρίκιος, τον οποίον εφόνευσεν ο τύραννος Φωκάς. Λοιπόν έστειλε στράτευμα αρκετόν εις βοήθειαν των Θεσσαλονικέων· παρά ταύτα όμως οι Άβαροι δεν απεμακρύνοντο, αλλ’ απέκλεισαν τους Θεσσαλονικείς και τους ηνώχλουν. Κατά τας ημέρας εκείνας ήτο άνθρωπός τις ενάρετος, όστις εφύλαττε τον τάφον του Αγίου, ο οποίος είχε χρηματίσει πρωτοσπαθάριος του βασιλέως, τότε δε ήτο Μοναχός εις την Εκκλησίαν του Αγίου. Αυτός λοιπόν είδε μίαν των νυκτών, ότι ως να ήλθον δύο άνθρωποι νέοι και ευπρεπείς, οίτινες είπον προς αυτόν να υπάγη εις τον Ναόν και να είπη εις τον Άγιον να εξέλθη δια να συνομιλήσωσι μετ’ αυτού. Επήγε λοιπόν και το είπεν εις τον Άγιον και του εφάνη ως να εξήλθε και τους εχαιρέτησεν. Είπον δε προς τον Άγιον οι δύο εκείνοι νέοι: «Διατάσει ο Βασιλεύς την αγιωσύνην σου να αφήσης την πόλιν αυτήν και να υπάγης προς αυτόν, διότι θέλει να την παραδώση εις τας χείρας των Αβάρων». Τότε, άμα ήκουσεν ο Άγιος τον λόγον αυτόν, ελυπήθη και εστενοχωρήθη και κύψας την κεφαλήν του επί πολλήν ώραν εδάκρυσε τόσον, ώστε βλέπων αυτόν ο πρωτοσπαθάριος εκείνος τόσον λυπημένον, είπε προς τους απεσταλμένους· «Αν εγνώριζον ότι ήθελε λυπηθή τόσον πολύ ο αυθέντης μου από το μήνυμά σας, δεν θα τον εκάλουν να έλθη έξω». Μετά παρέλευσιν ώρας ικανής ήγειρεν ο Άγιος την κεφαλήν αυτού και είπε προς τους άνδρας εκείνους: «Αληθώς ούτως εφάνη αρεστόν εις τον Κύριον και Δεσπότην των όλων, να παραδώση εις χείρας αμαρτωλών ανθρώπων τοιαύτην πόλιν, αφ’ ου έχυσε το αίμα του επί του Σταυρού, δια να την εξαγοράση από την αιχμαλωσίαν του διαβόλου»; Απεκρίθησαν οι απεσταλμένοι· «Ούτω μας προσέταξεν». Είπε πάλιν προς αυτούς ο Άγιος: «Σας παρακαλώ, υπάγετε να είπητε εις τον Βασιλέα τούτους τους λόγους· «Γνωρίζω τους οικτιρμούς σου, φιλάνθρωπε Κύριε, διότι αείποτε νικώσι την οργήν σου, την οποίαν ημείς αυξάνομεν με τας αμαρτίας μας, γνωρίζω ότι έθου την ψυχήν σου δια τους αμαρτωλούς και ότι έχυσας το Άγιόν σου αίμα επί του Σταυρού δια τας αμαρτίας ημών. Επειδή όμως κατέστησας εμέ φύλακα και επιτηρητήν εις την πόλιν ταύτην, Σε, Κύριέ μου, πρέπει να μιμηθώ και εγώ και να θύσω την ψυχήν μου δι’ αυτούς, εάν δε απολεσθώσιν αυτοί, να απολεσθώ και εγώ, διότι και αυτοί, αν και είναι αμαρτωλοί, εις το όνομά σου πιστεύουσι, συ δε είσαι Θεός των μετανοούντων· δια τούτο μη οργισθής εναντίον αυτών». Απεκρίθησαν οι άνδρες και είπον προς αυτόν: «Θα είπωμεν αυτά εις τον αποστείλαντα ημάς Κύριον, μη τύχη όμως και δυσαρεστηθή εναντίον σου»; Είπε προς αυτούς πάλιν ο Άγιος: «Ούτω να του είπητε». Αφού είπε ταύτα, εφάνη ως να εισήλθεν εις το κουβούκλιόν του και να έκλεισε τας θύρας. Το όραμα τούτο διηγήθη ο πρωτοσπαθάριος εκείνος προς τους Θεσσαλονικείς και πάντες επείσθησαν ότι μετ’ αυτών είναι η βοήθεια του Αγίου. Τούτο δε, ευσεβείς Χριστιανοί, θέλετε το βεβαιωθή έτι μάλλον και από την επομένην διήγησιν. Αφού οι βάρβαροι Άβαροι εκυρίευσαν πολλούς τόπους και ηρήμωσαν αυτούς, εβάδισαν και κατά της Θεσσαλονίκης, όντες έως εκατόν χιλιάδες τον αριθμόν. Άμα δε έφθασαν εκεί, αμέσως επολιόρκησαν το φρούριον και στήσαντες κλίμακας ανέβησαν επάνω εις τα τείχη. Τότε ο Άγιος εφάνη εν τω άμα ως ωπλισμένος στρατιώτης και επιπεσών κατ’ αυτών κατέσφαξε πολλούς εξ αυτών· οι δε λοιποί φοβηθέντες έφυγον μακράν από το φρούριον· εκεί έκαμον σκηνάς και έμειναν εν αυταίς. Αλλά και εκεί ευρισκόμενοι προητοίμαζον πάντα τα του πολέμου αναγκαία· έκτισαν δε και πύργους ξυλίνους, υψηλοτέρους από τους πύργους του φρουρίου· έφεραν δε και πέτρας πολλάς και καταλλήλους και ούτως έβαλον εις τους πύργους άνδρας τεχνίτας να σφενδονίζωσι τας πέτρας εκείνας εντός του φρουρίου, τόσον δε πυκνά επετροβόλουν, ώστε εκρήμνισαν τους προμαχώνας των τειχών, άπαντες δε οι εις το φρούριον ευρισκόμενοι εφοβούντο και έτρεμον δια τον μέγαν κίνδυνον, όστις τους ηπείλει. Οι Θεσσαλινικείς, βλέποντες το μέγαν κίνδυνον και μη δυνάμενοι να αντισταθώσιν εις τους πολεμίους, αφιέρωσαν όλην αυτών την ελπίδα εις τον Άγιον και αυτόν παρεκάλουν να τους βοηθήση. Ο δε Άγιος ως έτοιμος βοηθός πάραυτα τους εβοήθησε κατά τον ακόλουθον παράδοξον τρόπον: Παρεκίνησε τους Θεσσαλονικείς και ανέβησαν εις τα υψηλότερα μέρη του φρουρίου δια να αντιπαραταχθώσιν εις τους εχθρούς· εφάνη δε και ο Άγιος εν τω μέσω αυτών και λαβών μικράν τινα πέτραν, έγραψεν εις αυτήν: «Εν τω ονόματι Ιησού του Θεού ημών, Άγιε Δημήτριε, βοήθει» και έπειτα έρριψεν αυτήν. Άμα δε ερρίφθη ο πολλής τιμής άξιος εκείνος λίθος, όστις έφερε το όνομα του Αγίου και ήτο ενδεδυμένος με θείαν χάριν, επήγε κατ’ ευθείαν εις τους μεγάλους σωρούς των πετρών, τας οποίας είχον οι εχθροί συνηθροισμένας και δεισκόρπισεν αυτάς και όλας αυτών τας μηχανάς κατασυνέτριψεν. Ο δε κόπος και αι τέχναι των βαρβάρων τούτων εστάφησαν επί τας κεφαλάς των, όλαι δε αυτών αι προσπάθειαι και ενέργειαι απέβησαν μάταιαι. Οι δε Θεσσαλονικείς, βλέποντες την δειλίαν των βαρβάρων και ενθαρρυθέντες εσφενδόνιζον πέτρας ακαταπαύστως από τα τείχη του φρουρίου. Βλέποντες λοιπόν οι βάρβαροι τας μεν πέτρας μικράς, την δε δύναμιν αυτών μεγάλην, εθαύμαζον και ηπόρουν· όθεν έλαβον εις τας χείρας των από τας πέτρας εκείνας και είδον ότι ήσαν επάνω εις αυτάς γράμματα. Ηρώτησαν τότε ένα, τον οποίον είχον αιχμαλωτίσει εις τα περίχωρα, τι λέγουσι τα γράμματα εκείνα. Αυτός δε εξήγησεν εις αυτούς τι εσήμαινον και ούτοι εθαύμασαν και ηπόρησαν εις την δύναμιν του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, του οποίου μόνον το όνομα επικαλούμενον βοηθεί τοιουτοτρόπως! Τότε λοιπόν έπαυσαν προς καιρόν από του να πολεμώσιν. Πλην μετά παρέλευσιν ολίγου καιρού, συνάξαντες και πάλιν οι βάρβαροι εκείνοι περισσότερα στρατεύματα, ήλθον κατά της Θεσσαλονίκης. Αίφνης όμως εφάνη και ο Μεγαλομάρτυς Δημήτριος ως να εξήρχετο από το φρούριον με στρατεύματα αμέτρητα. Αυτοί δε, άμα τον είδον, έφευγον εις τα οπίσω και χωρίς να τους διώκη κανείς. Άφησαν δε τας τροφάς των, τας σκηνάς των και τα άρματά των και ούτως ελυτρώθη η πόλις από τον μέγαν και φρικτόν εκείνον κίνδυνον και εδόξασαν άπαντες τον Θεόν και εμεγάλυνον τον Μεγαλομάρτυρα Δημήτριον, δια το θαύμα το οποίον έδειξε, διότι καθώς ο Ιησούς του Ναυή, ο αρχηγός του πάλαι Ισραηλιτικού στρατού, έστησε τον ήλιον μέχρις ότου εφόνευσε τον Αμαλήκ και το στράτευμα αυτού όλον, ούτω και ο Μάρτυς του Χριστού με την πέτραν, εις την οποίαν είχε το όνομά του γεγραμμένον, ανέστρεψεν επί τας καφαλάς των εχθρών τας πέτρας τας οποίας έρριπτον κατά της πατρίδος του. και ηδύνατο μεν ο Άγιος και δι’ άλλου τρόπου να λυτρώση την πατρίδα του, ήτοι να φοβίση τους εχθρούς και να ενθαρρύνη τον λαόν του να κατακόψωσι και να αφανίσωσι τους εχθρούς, πλην ούτως ηθέλησεν ο Άγιος δια να δείξη την μεγάλην παρρησίαν, την οποίαν είχε προς τον Θεόν, διότι με την πέτραν εποίησε τοιούτον θαύμα. Ο αυτοκράτωρ Μανουήλ ο Κομνηνός, ο οποίος εβασίλευεν εις την Κωνσταντινούπολιν ειρηνικώς τριάκοντα οκτώ έτη και ο οποίος κατά το διάστημα της βασιλείας του εταπείνωσεν όλους τους εχθρούς και συνήθροισε πλούτον πολύν, ο αυτοκράτωρ αυτός ήτο άνθρωπος πεπαιδευμένος και φρόνιμος και εις την κυβάρνησιν του Κράτους αυτού εφάνη δοκιμώτερος από τινας των προκατόχων αυτού βασιλέων. Ούτος ηγάπα καθ’ υπερβολήν τον καλλωπισμόν της πόλεως, ως επίσης και την ιδίαν εαυτού ευπρέπειαν, όπως και ο Σολομών. Επειδή λοιπόν ηγάπα να ενδύηται μεγαλοπρεπώς, προσέταξε να του κατασκευάσωσι μανδύαν τινά πολυποίκιλτον τον οποίον ήθελε να φορή μόνον εις τας μεγάλας εορτάς και όταν ήρχοντο προς αυτόν πρέσβεις από τα άλλα έθνη του κόσμου, ίνα τον προσκυνήσωσιν. Είχε δε προστάξει και έβαλον εις αυτόν και από το έμπροσθεν και το όπισθεν μέρος μαργαριτάρια ακριβά και τον εκέντησαν με λίθους πολυτίμους, οι πλείστοι των οποίων ήσαν από τον λεγόμενον ανθρακίτην λίθον. Άμα δε ούτος συνετελέσθη μετά της προσηκούσης επιμελείας και ακριβείας, οι λίθοι εφαίνοντο ως ανημμένοι άνθρακες και το όλον ωμοίαζε προς ουρανόν, διότι οι πολύτιμοι εκείνοι λίθοι έφεγγον ως τα ουράνια άστρα. Εφύλαξε λοιπόν αυτόν ο βασιλεύς εις το θησαυροφυλάκιόν του και είχε σκοπόν να τον φορέση δια πρώτην φοράν κατά την εορτήν του Πάσχα. Το εσπέρας λοιπόν του Μεγάλου Σαββάτου τον εξήγαγον του θησαυροφυλακίου και τον ετοποθέτησαν εις τον εξώτερον θάλαμον του κοιτώνος του βασιλέως, δια να τον έχωσιν έτοιμον κατά την ώραν της Αναστάσεως να τον φορέση ο βασιλεύς. Αλλά (θαυμάσια τα τεράστιά σου, θαυματουργέ Δημήτριε!) την ώραν εκείνην επήρεν ο Άγιος τον μανδύαν εκείνον από το βασιλικόν παλάτιον, τον έφερεν εις τον τάφον του και τον ήπλωσεν από την κεφαλήν του έως των ποδών, όταν δε έφθασεν η ώρα της Αναστάσεως εγένετο σύγχυσις και ταραχή μεγάλη εις τα ανάκτορα δια τον μανδύαν εκείνον και οι θησαυροφύλακες εγένοντο ως νεκροί από τον φόβον των. Μαθών ο βασιλεύς το συμβάν τούτο και εξετάζων τους ανθρώπους, έμαθεν ότι τα μεν κλείθρα εύρον απαραβίαστα και όλα τα ενδύματα ήσαν εκεί, μόνον δε ο μανδύας εκείνος έλειπεν. Όθεν ησύχασεν αναμένων την έκβασιν. Ο δε υπηρέτης, ο οποίος εφύλαττε τον τάφον του Αγίου, ελθών να ανοίξη το κουβούκλιον, είδεν αίφνης επάνω εις τον τάφον τον μανδύαν εκείνον, ο οποίος έφεγγε, και κυριευθείς από φόβον εστάθη επί ικανήν ώραν θαυμάζων εις αυτό. Έπειτα έτρεξε μετά σπουδής και διηγήθη το περιστατικόν τούτο εις όλους· ήλθον λοιπόν άπαντες οι πρόκριτοι της πόλεως εκείνης και ιδόντες τον αξιοθαύμαστον εκείνον μανδύαν εξεπλάγησαν, ηννόησαν δε ότι το πράγμα εκείνο ήτο βασιλικόν. Έγραψαν λοιπόν αμέσως προς τον βασιλέα επιστολήν, την οποίαν έπεμψαν δια ταχυδρόμων επίτηδες και εν αυτή τη επιστολή εξέθετον το είδος και την ποιότητα του ενδύματος εκείνου. Μαθών ο βασιλεύς τον ερχομόν των απεσταλμένων εκείνων εξήτασεν αυτούς να του είπωσιν ακριβώς την ημέραν και την ώραν κατά την οποίαν ευρέθη ο μανδύας ηπλωμένος εις τον τάφον του Αγίου. Εκ της εξετάσεώς του αυτής έμαθεν ο βασιλεύς, ότι ούτος ευρέθη εις τον τάφον του Αγίου ακριβώς την ώραν κατά την οποίαν και οι θησαυροφύλακες αυτού τον είχον τοποθετήσει εις τον εξωτερικόν κοιτώνα αυτού. Όθεν θαυμάσας ο βασιλεύς εκήρυττεν εις την πόλιν το παράδοξον εκείνο θαύμα, το οποίον εποίησεν ο Άγιος. Μετά παρέλευσιν δε τινων ημερών ο βασιλεύς είπε προς τους μεγιστάνας αυτού: «Ο Άγιος Δημήτριος ονειδίζει ημάς δια την αμέλειαν και αγνωμοσύνην μας, διότι αυτός μεν εις πολλούς πολέμους κατά των εχθρών πολλάκις μας εβοήθησε και κατασυνέτριψεν αυτούς, ενώ ημείς έως τώρα ούτε καν με ελάχιστα αφιερώματα δεν ηυχαριστήσαμεν αυτόν, δια τούτο και αυτός ηθέλησε να λάβη ως ενέχυρον τον μανδύαν μου μέχρις ότου αποδώσωμεν εις αυτόν το οφειλόμενον. Αλλά, πολλή σου η δόξα, μεγαλομάρτυς και θαυματουργέ Δημήτριε Μυροβλύτα· διότι και από τους εχθρούς μάς ελευθερώνεις και μας βοηθείς, συγχρόνως δε μας ελέγχεις ως αχαρίστους». Ταύτα ειπών ο βασιλεύς αμέσως έγραψε χρυσόβουλλον, δια του οποίου αφιέρου εις τον εν Θεσσαλονίκη Ναόν του Αγίου Δημητρίου την πόλιν Μελιδόνιον, μετά πολλών αγρών και αμπελώνων αυτής, παρεκάλει δε εις το χρυσόβουλλον τον Άγιον να τον συγχωρήση δια την επιδειχθείσαν αγνωμοσύνην του. Προς το ανατολικόν μέρος της πόλεως Θεσσαλονίκης υπάρχει τόπος τις πολύ ωραίος, ο οποίος έχει λειβάδια τερπνά, αέρα εύκρατον και πολλά καρποφόρα δένδρα· έχει δε κατ’ εξοχήν μίαν βρύσιν πολύ ωραίαν, εξ ης αναβρύει ύδωρ γλυκύ και ψυχρόν από πέτραν τινά εσχισμένην από αμνημονεύτων αιώνων. Εις τον ωραίον και κεχαριτωμένον αυτόν τόπον παρεκινήθη άρχων τις Χριστιανός να ανεγείρη μίαν Εκκλησίαν επ’ ονόματι του Αγίου Δημητρίου· έκτισε δε καλύβας τινάς πέριξ αυτής εις τας οποίας κατώκησαν Μοναχοί. Εις την Εκκλησίαν αυτήν δια θαυματουργίας του Αγίου ανέβλυζεν ύδωρ ωραιότατον. Εις την Θεσσαλονίκην λοιπόν είχε σταλή άλλοτε υπό του βασιλέως της Κωνσταντινουπόλεως άρχων τις, ίνα εξουσιάζη και να επιτηρή την πόλιν αυτήν. Ο άρχων αυτός ήτο δίκαιος εις τας κρίσεις του, ελεήμων, συμπαθής και σωφρονέστατος· αλλά συνέβη να περιπέση εις ασθένειαν μεγάλην, ήτις βαθμηδόν τον κατέστησε παράλυτον, εις τρόπον ώστε μετά παρέλευσιν χρόνου εσάπησαν αι σάρκες του και ανέλυσαν ως κηρίον· εδοκίμαζε δε πόνους τρομερούς και αλγεινούς και καθ’ εκάστην περιέμενε να αποθάνη. Νύκτα λοιπόν εφάνη εις αυτόν ο Άγιος Δημήτριος, ο άμισθος ιατρός και είπε προς αυτόν: «Ύπαγε εις την Εκκλησίαν μου, η οποία είναι έξω από την πόλιν και ονομάζεται Πηγή. Λάβε από την βρύσιν αυτήν ύδωρ και νίψον τας χείρας, τους πόδας και όλον το σώμα σου και θέλεις θεραπευθή πάραυτα. Εγώ δε όστις σου λέγω αυτά είμαι ο Δημήτριος, ο οποίος φυλάττω την πόλιν». Εξυπνήσας ο παράλυτος εκείνος άρχων διηγήθη εις όλους το όραμα το οποίον είδε. Τον ήγειραν λοιπόν και τον έθηκαν εις κράββατον και τον εκόμισαν εις την βρύσιν εκείνην (ήτις δικαίως δύναται να ονομασθή άλλη βρύσις του Σιλωάμ, κατά την θείαν Γραφήν). Άμα δε έφθασε και έπλυνεν όλον το σώμα του εις το όνομα του Αγίου, αμέσως ιάθη εντελώς όλος και εγερθείς επορεύθη εις την πόλιν κηρύττων και μεγαλύνων το θαύμα όπερ εγένετο εις αυτόν. Επειδή δε ο άρχων εκείνος ιατρεύθη καθ’ όλα τα μέλη και τους αρμούς του σώματός του, ο λαός από της ώρας εκείνης ωνόμασε την βρύσιν αυτήν Αρμουμένην. Εις τα μέρη της Καππαδοκίας, εις χωρίον τι ονομαζόμενον Δρακοντιάνα, ήτο γεωργός τις, ο οποίος εκαθάριζε τον αγρόν του δια να ποιήση αλώνιον. Εκεί δε όπου εκαθάριζεν αυτόν, εύρεν εις μέρος τι πολλάς πέτρας, τας οποίας ξεκολλών απ’ εκεί είδε θεμέλια παλαιά, τα οποία εφαίνετο ότι ήσαν από πολλών χρόνων κεχωσμένα υπό την γην. Ήρχισε λοιπόν να σκάπτη και να χαλά τα θεμέλια εκείνα, αλλ’ αίφνης εφάνη νέος τις ωραιότατος, έφιππος ως στρατιώτης, ο οποίος είπε προς αυτόν: «Ω άνθρωπε, διατί χαλάς τον οίκον μου, όπως ποιήσης αυτόν αλώνιον; Γίνωσκε ότι, αν ποιήσης αυτό, θέλεις πάθει μέγα κακόν. Εγώ όστις σου ομιλώ είμαι ο Δημήτριος από την Θεσσαλονίκην, ο οποίος τιμώμαι εδώ». (Διότι εκεί εις την Καππαδοκίαν ετίμων μεγάλως τον Άγιον Δημήτριον). Ακούσας ο γεωργός τους λόγους εξεπλάγη και παρ’ ολίγον να παραφρονήση και από τον φόβον του επήγεν εις τον οίκον του. Ιδόντες αυτόν οι συγγενείς του ούτω συγχυσμένον και ερωτήσαντες αυτόν έμαθον το συμβάν εις αυτόν. Αμέσως λοιπόν επήγαν εις το μέρος εκείνο, το οποίον καθαρίσαντες εύρον παλαιά θεμέλια ασβεστωμένα και εκ τούτων ηννόησαν, ότι υπήρχε ποτέ εις τον τόπον εκείνον Εκκλησία του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου. Μετά δε ταύτα έκτισαν Εκκλησίαν όπως ηδυνήθησαν ωραίαν και θαυμαστήν, εντός δε αυτής έβαλον μέγαν Σταυρόν, ώστε κατά μεν το φαινόμενον ήτο ο τροπαιοφόρος Σταυρός, κατά δε το νοούμενον εσήμαινε τον Μάρτυρα, δια να έχωσιν όσοι προσκυνούσιν εκεί διπλήν την βοήθειαν της δυνάμεως και από τον Τίμιον Σταυρόν και από τον Μεγαλομάρτυρα Δημήτριον· διότι και ο Άγιος με την δύναμιν του Σταυρού ενίκησε την πλάνην των ειδώλων και ο Σταυρός δια του Μαρτυρίου του Αγίου ανυψώθη έτι μάλλον. Εζωγράφησαν δε εις μίαν και την αυτήν Εικόνα τον Σταυρόν και τον Άγιον, λέγοντες: «Επειδή δια του Μαρτυρίου ο Άγιος συνεσταυρώθη με τον Χριστόν, δια τούτο είναι εζωγραφημένος ομού εν μια Εικόνι». Εκ τούτου δε ωνόμασαν την Εκκλησίαν εκείνην του Αγίου Δημητρίου του Σταυρικού. Εις την Εκκλησίαν δε αυτήν ετελούντο καθ’ εκάστην πολλά θαύματα υπό της Χάριτος του Αγίου. Εις την Αυλώνα ήτο αυθέντης τις, Μαριανός ονομαζόμενος. Αυτός λοιπόν ησθένησε τόσον βαρέως, ώστε εκινδύνευεν από ώρας εις ώραν ν’ αποθάνη· πολλοί δε ιατροί τον επεσκέφθησαν και κανείς δεν ηδυνήθη να τον ιατρεύση· έπασχε δε καθ’ όλον το σώμα από λέπραν και ανέδιδε δυσωδίαν. Νύκτα λοιπόν τινά εφάνη ο Μέγας Δημήτριος και είπε προς αυτόν: «άνθρωπε, διατί βασανίζεσαι ούτω και εξοδεύεσαι εις μάτην; Συ άλλως δεν δύνασαι να ιατρευθής, μόνον ελθέ εις την Θεσσαλονίκην και πρόσπεσον εις τον τάφον μου μετά πίστεως και θέλεις ιδεί την δύναμιν του Θεού». Επήγε λοιπόν ο αυθέντης εκείνος Μαριανός και προσέπεσεν εις τον τάφον του Αγίου και δια νυκτός βλέπει πάλιν τον Άγιον και του εφάνη ως να έλαβεν έλαιον από την κανδήλαν του και τον έχρισε, παρευθύς δε με το χρίσμα εκείνο του αγίου ελαίου, το οποίον είδεν, εθεραπεύθη. Εις τον Ναόν του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου ήτο εν άλλη εποχή άνθρωπος τις, Ονησιφόρος ονομαζόμενος, ο οποίος είχε την υπηρεσίαν να ανάπτη και να σβύνη τας λαμπάδας, τας οποίας έφερον οι Χριστιανοί εις τον τάφον του Αγίου· και όμως συνεργεία του μισοκάλου δεν τας άφηνε να καίωνται, αλλά τας έσβυνε ταχέως και τας έπαιρνε. Νύκτα τινά λοιπόν εφάνη ο Άγιος εις τον ύπνον αυτού και του είπεν: «Αδελφέ Ονησιφόρε, δεν αρέσκει εις εμέ αυτό το οποίον πράττεις εις τας λαμπάδας· γνώριζε ότι και τον εαυτόν σου βλάπτεις και εκείνους οίτινες φέρουσιν αυτάς· διότι όσον περισσότερον καίονται αι λαμπάδες έμπροσθεν της Εικόνος, τόσον περισσότερον ολιγοστεύουσιν αι αμαρτίαι εκείνου όστις τας φέρει. Όταν όμως τας αφαιρούν, και εκείνος ο οποίος τας φέρει χάνει τον μισθόν του και εκείνος ο οποίος τας αφαιρεί θα έχη κόλασιν εις την ψυχήν του». Ταύτα άμα ήκουσεν ο Ονησιφόρος ενεποδίσθη προς ώραν από του να αμαρτάνη, αλλά πάλιν μετά παρέλευσιν ολίγων ημερών επανέλαβε την κακήν αυτήν πράξιν του. Νύκτα δε τινά επήγε Χριστιανός τις δύο λαμπάδας μεγάλας και ωραίας να τας ανάψη έμπροσθεν της Εικόνος του Αγίου· μόλις δε τας είχεν ανάψει και προσκυνήσας παρεμέρισεν ολίγον, ο Ονησιφόρος επήγε να τας σβέση· αλλ’ αμέσως ο Άγιος, θέλων να τον εκφοβίση, είπε προς αυτόν μετά φοβεράς φωνής: «Πάλιν ούτω πράττεις, Ονησιφόρε;» Τότε, άμα ήκουσεν αυτήν την φωνήν ο Ονησιφόρος, τρομάξας έπεσε κατά γης με το πρόσωπον και εκείτετο ως νεκρός, ώστε ο Ιερεύς της Εκκλησίας επήγεν και τον ήγειρεν· όταν δε ήλθεν εις τον εαυτόν του, εξωμολογήθη παρρησία την αμαρτίαν του. κατά τον καιρόν, κατά τον οποίον έμελλε να κυριευθή η Θεσσαλονίκη από τους Αγαρηνούς, πορευόμενοί τινες ευλαβείς Χριστιανοί εις την Θεσσαλονίκην, δια την εορτήν του Αγίου, έφθασαν εις την βασιλικήν οδόν, η οποία είναι εις το Βαρδάριον· εκεί είδον οφθαλμοφανώς τινα ως στρατιώτην, ο οποίος ήρχετο από την Θεσσαλονίκην και άλλον ως Αρχιερέα, ο οποίος ήρχετο από τον δρόμον της Λαρίσης, οίτινες αμφότεροι συνηντήθησαν και κατά πρώτον μεν απετάθη ο στρατιώτης και είπε προς τον Αρχιερέα: «Χαίρε, Αρχιερεύ του Θεού Αχίλλιε». Είπε και ο Αρχιερεύς: «Χαίρε και συ, στρατιώτα του Χριστού Δημήτριε». Οι δε Χριστιανοί εκείνοι, άμα ήκουσαν τα ονόματα ταύτα, έστησαν παράμερα μετά φόβου δια να ίδωσι το τέλος. Είπε πάλιν ο στρατιώτης προς τον Αρχιερέα· «Πόθεν έρχεσαι, Αρχιερεύ του Θεού, και που υπάγεις;» Τότε εδάκρυσεν ο Άγιος Αχίλλιος και είπε προς αυτόν: «Δια τας αμαρτίας και τας ανομίας του κόσμου προσέταξεν ο Θεός να εξέλθω από την Λάρισαν, την οποίαν εφύλαττον, διότι θα παραδοθή εις τας χείρας των Αγαρηνών και ιδού εξήλθον και υπάγω όπου με προστάζει. Και συ λοιπόν, πόθεν έρχεσαι; Ειπέ μοι σε παρακαλώ!» Τότε εδάκρυσε και ο Άγιος Δημήτριος και είπε προς αυτόν: «Και εγώ το αυτό έπαθον, Αρχιερεύ Αχίλλιε· πολλάκις εβοήθησα τους Θεσσαλονικείς και από αιχμαλωσίας του ελύτρωσα και από θανατικόν και από ασθένειαν· πλην τώρα από τας πολλάς των αμαρτίας και ανομίας απέστη ο Θεός απ’ αυτούς και με προσέταξε να τους αφήσω, να παραδοθώσιν εις τας χείρας των Αγαρηνών. Δια τούτο υπήκουσα εις την προσταγήν του και ιδού εξήλθον και υπάγω όπου με προστάζει». Ταύτα ειπόντες αμφότεροι έκυψαν τας κεφαλάς των κάτω εις την γην και έκλαυσαν· έπειτα δε από πολλήν ώραν εφιλήθησαν και απεχαιρετίσθησαν και πάραυτα εγένοντο άφαντοι. Τούτο το θαύμα ιδόντες οι Χριστιανοί εκείνοι δεν απετόλμησαν να υπάγωσιν εις την Θεσσαλονίκην, αλλ’ έστρεψαν εις τα οπίσω διηγούμενοι το θαύμα. Δεν παρήλθε μην και η Θεσσαλονίκη εκυριεύθη και ελεηλατήθη από τους Τούρκους, ως και η Λάρισα. Αυτό είναι το Μαρτύριον του Αγίου ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου και μερικά εκ των θαυμάτων αυτού, τα οποία διηγήθημεν εν συντόμω. Πρέπον δε είναι και ημείς, οίτινες ακούομεν τα Μαρτύρια των Αγίων Μαρτύρων, να μιμώμεθα και τα έργα αυτών, ίνα ο Θεός ευφραίνηται εις τα έργα ημών και οι Άγιοι χαίρωσιν εις τας εορτάς ημών και ημείς αξιωθώμεν της Βασιλείας των ουρανών. Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν εν Χριστώ τω αληθινώ Θεώ ημών, ω πρέπει δόξα, κράτος, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΖ΄ (27η) του Οκτωβρίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΝΕΣΤΟΡΟΣ.

Δημοσίευση από silver »


Νέστωρ ο Άγιος Μάρτυς ήτο από την μεγαλόπολιν Θεσσαλονίκην, έζη δε κατά τας ημέρας των δυσσεβών βασιλέων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού κατά το αυτό έτος κατά το οποίον εμαρτύρησεν ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Δημήτριος. Ήτο δε τότε ο μακάριος ούτος Νέστωρ πολύ νέος, άγων την ηλικίαν εκείνην, κατά την οποίαν αρχίζουσι να φύωνται αι τρίχες του πώγωνος, γλυκύς εις την θεωρίαν, ωραίος εις το κάλλος και γνώριμος του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου. Βλέπων δε ο μακάριος Νέστωρ ότι ο βασιλεύς Μαξιμιανός έχαιρε και ηγάπα βάρβαρόν τινα, Λυαίον ονομαζόμενον, και ότι εκαυχάτο μεγάλως εις την ανδρείαν του βαρβάρου εκείνου και εις τας νίκας, τας οποίας έκαμνε με όσους επάλαιεν, όστις και πολλούς Χριστιανούς εθανάτωσεν, εμίσησε την τοιαύτην υπερηφάνειαν του Λυαίου. Βλέπων δε και τα θαύματα του Αγίου Δημητρίου, έλαβε θάρρος, ότι αν μόνον θωρακισθή με τας ευχάς εκείνου και πολεμήση τον βάρβαρον Λυαίον, θέλει βεβαίως τον νικήσει. Όθεν προστρέχει εις τον Μέγαν Δημήτριον, εις την φυλακήν τότε ευρισκόμενον, και πεσών εις τους πόδας αυτού λέγει: «Δούλε του Θεού Δημήτριε, εγώ είμαι πρόθυμος να μονομαχήσω με τον Λυαίον· δια τούτο εύξαι υπέρ εμού επικαλούμενος το όνομα του Χριστού». Ο δε Άγιος, σφραγίσας αυτόν με το σημείον του Τιμίου Σταυρού, του είπε: «Και τον Λυαίον θέλεις νικήσει και δια τον Χριστόν θέλεις μαρτυρήσει». Ούτω λοιπόν με τας ευχάς του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου καθοπλισθείς ο γενναίος Νέστωρ εισήλθεν εντός του σταδίου αφόβως, και αφ’ ου εξέπληξε τον Μαξιμιανόν δια της ωραίας του όψεως, συνωμίλησε μετ’ αυτού ειπών όσα εις τον Βίον του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου είδομεν, είπεν· «Ο Θεός του Δημητρίου βοήθει μοι», και πολεμήσας με τον Λυαίον, κτυπά τούτον κατάκαρδα με την μάχαιράν του και τον φονεύει πάραυτα, πληγώνει δε ενταυτώ και τον βασιλέα με πληγήν ψυχικήν, διότι προυξένησεν εις αυτόν λύπην απαρηγόρητον· ένεκα του οποίου οργισθείς ο τύραννος προσέταξεν ο μεν Άγιος Δημήτριος να κατατρυπηθή με λόγχας, ο δε Άγιος Νέστωρ να θανατωθή με ξίφος. Και ούτως έλαβον αμφότεροι παρά Χριστού τους στεφάνους του Μαρτρίου.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΗ΄ (28η) του μηνός Οκτωβρίου, την ανάμνησιν ποιούμεθα της ΑΓΙΑΣ ΣΚΕΠΗΣ

Δημοσίευση από silver »

Τη ΚΗ΄ (28η) του μηνός Οκτωβρίου, την ανάμνησιν ποιούμεθα της ΑΓΙΑΣ ΣΚΕΠΗΣ της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου ΜΑΡΙΑΣ ήτοι του ιερού αυτής Μαφορίου, του εν τη σορώ του Ιερού Ναού των Βλαχερνών, ότε ο Όσιος Ανδρέας ο δια Χριστόν σαλός κατείδεν εφηπλωμένην αυτήν άνωθεν και πάντας τους ευσεβείς περισκέπουσαν.

Η εορτή της Αγίας Σκέπης της Θεοτόκου ετελείτο από παλαιοτάτων χρόνων, και μέχρι πρότινος, κατά την Α΄ (1ην) Οκτωβρίου, εις εκδήλωσιν ευγνωμοσύνης και ευχαριστίας προς την Πανάχραντον Δέσποιναν, δια την παρεχομένην υπ’ Αυτής προστασίαν εις το γένος των ανθρώπων. Ήδη όμως, κατόπιν αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος η σύναξις δια τον πανηγυρικόν εορτασμόν αυτής ωρίσθη δια την κη΄ (28ην) του αυτού μηνός Οκτωβρίου, (ιε΄ 15ην κατά το παλαιόν Εκκλησιαστικόν ημερολόγιον), ίνα σύσσωμον το Ελληνικόν έθνος, εκκλησιαστικώς και πολιτικώς, την αυτήν ημέραν (αδιάφορον αν υπό των μεν αριθμείται αύτη ως 15η, υπό των δε ως 28η του Οκτωβρίου μηνός), συνεορτάζη και συμπανηγυρίζη το μέγα γεγονός της διασώσεως και απελευθερώσεως αυτού από του Ιταλογερμανικού κ.λ.π. ζυγού.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”