Ψυχοφελή μηνύματα...
Συντονιστής: Συντονιστές
-
toula
- Κορυφαίος Αποστολέας

- Δημοσιεύσεις: 48580
- Εγγραφή: Παρ Δεκ 11, 2009 7:29 am
- Τοποθεσία: ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ (ΤΟΥΛΑ) - ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ - ΑΘΗΝΑ
Re: Ψυχοφελή μηνύματα...
Όταν αγαπάμε, νομίζουμε, ότι προσφέρουμε στους άλλους, ενώ στην πραγματικότητα προσφέρουμε πρώτα στον εαυτό μας. Η αγάπη χρειάζεται θυσίες. Να θυσιάζουμε ταπεινά κάτι δικό μας, που στην πραγματικότητα είναι του Θεού.
Όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης ο διορατικός και θαυματουργός
Όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης ο διορατικός και θαυματουργός
-
toula
- Κορυφαίος Αποστολέας

- Δημοσιεύσεις: 48580
- Εγγραφή: Παρ Δεκ 11, 2009 7:29 am
- Τοποθεσία: ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ (ΤΟΥΛΑ) - ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ - ΑΘΗΝΑ
Re: Ψυχοφελή μηνύματα...
Παραίνεση των αγίων πατέρων για προκοπή στην τελειότητα
Είπε ο αββάς Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Ο Θεός από κάθε άνθρωπο που είναι βαφτισμένος αυτά τα τρία ζητάει: Από την ψυχή ορθή πίστη, από τη γλώσσα την αλήθεια και από το σώμα τη σωφροσύνη».
Γεροντικόν
Είπε ο αββάς Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Ο Θεός από κάθε άνθρωπο που είναι βαφτισμένος αυτά τα τρία ζητάει: Από την ψυχή ορθή πίστη, από τη γλώσσα την αλήθεια και από το σώμα τη σωφροσύνη».
Γεροντικόν
-
toula
- Κορυφαίος Αποστολέας

- Δημοσιεύσεις: 48580
- Εγγραφή: Παρ Δεκ 11, 2009 7:29 am
- Τοποθεσία: ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ (ΤΟΥΛΑ) - ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ - ΑΘΗΝΑ
Re: Ψυχοφελή μηνύματα...
Δεν μας χρειάζονται νηστείες πολλές, δεν μας χρειάζονται αγρυπνίες πολλές και εξαντλητικές. Μας χρειάζεται κυρίως η ταπεινοφροσύνη. Όλα τα άλλα θα έλθουν, και οι προσευχές και οι γονυκλισίες.
Όσιος Άνθιμος ο Βαγιάνος ο εν Χίω
Όσιος Άνθιμος ο Βαγιάνος ο εν Χίω
-
toula
- Κορυφαίος Αποστολέας

- Δημοσιεύσεις: 48580
- Εγγραφή: Παρ Δεκ 11, 2009 7:29 am
- Τοποθεσία: ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ (ΤΟΥΛΑ) - ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ - ΑΘΗΝΑ
Re: Ψυχοφελή μηνύματα...
Μία συγκλονιστική ιστορία που ο μακαριστός Αρχ. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος αφηγείται για να μας δείξει πως ακόμα και στη διπλανή μας πόρτα μπορεί να βρίσκεται ένας άγιος, για αυτό ποτέ μα ποτέ δεν θα πρέπει να κρίνουμε τους ανθρώπους από την εμφάνιση, την οικονομική τους κατάσταση, και το μορφωτικό τους επίπεδο, αυτά δεν έχουν καμία σχέση με την πνευματική κατάσταση και τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος που ενδεχομένως να έχουν.
Αυτή τη στιγμή μου έρχεται το παράδειγμα μιας πολύ απλής γυναίκας του λαού που είχα συναντήσει κάποτε στο εξομολογητήριο πριν από πολλά χρόνια.
Δεν τη γνώριζα, ούτε τη γνωρίζω. Ούτε κι αν τη δω στο δρόμο θα τη θυμηθώ. Θα πλησίαζε τα εβδομήντα. Ίσως, να την έχει καλέσει ο Θεός τώρα.
Αφού εξομολογήθηκε, δε θυμάμαι πώς ήρθε το θέμα, τη ρώτησα εάν εργάζεται.
—Όχι, πάτερ μου, σταμάτησα. Δε μπορώ άλλο πια να εργάζομαι.
—Και πώς ζεις; Έχεις κάποια σύνταξη;
—Όχι, ούτε σύνταξη έχω.
Με κοίταξε κάπως καχύποπτα, αγράμματη η καημένη, και μου λέει:
—Πνευματικός είσαι, θα στο πω· αλλά, δε θα το πεις πουθενά! Η ενορία μας έκτισε έναν νέο ναό. Μεγάλο κι ωραίο. Έγιναν πάρα πολλά έργα μέσα σ’ αυτόν κι είχε μείνει μοναχά το τέμπλο. Οι ιερείς είπαν, και μια και δυο και τρεις φορές, ότι τώρα θ’ αρχίσουμε τον έρανο για να φτιάξουμε το τέμπλο ξυλόγλυπτο. Εγώ, από μικρή κοπέλα, όλη μου τη ζωή, εργαζόμουνα «υπηρέτρα»· και, με τα χρήματα που έπαιρνα, έφτιαξα ένα σπίτι. Έμενα σ’ ένα δωματιάκι και τα υπόλοιπα τα νοίκιαζα κι έτσι ζούσα.
Πάω, βρίσκω τον προϊστάμενο του ναού, και του λέω:
—Πάτερ μου, πόσο θέλει για να γίνει το τέμπλο;
Μου λέει:
—Ενάμισι εκατομμύριο δραχμές (λεφτά της εποχής εκείνης, βέβαια).
—Πάτερ μου, άκουσε, του λέω. Έχω ένα σπίτι. Τα πιάνει αυτά τα χρήματα. Αλλά, αναλαμβάνει το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο να μου δίνει ενάμισι χιλιάρικο το μήνα που παίρνω από τα ενοίκια για να ζω, όσο ζω;
—Το αναλαμβάνει και με το παραπάνω και περισσότερα.
—Αλλ’ άκουσε: Δε θα το ξέρει κανείς! Μόνο εγώ κι εσύ!
—Δεν μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο, διότι, για να το αποφασίσει το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο, αναγκαστικά θα πρέπει να το μάθει πρώτα. Πώς θα πάρει μια τέτοια απόφαση; Επομένως, δε μπορώ να το κρατήσω τελείως μυστικό.
—Καλά. Θα πάρεις όμως τους Εκκλησιαστικούς Συμβούλους, έναν-έναν, μπροστά στην Εικόνα του Χριστού, να σου υποσχεθούν ότι δε θα το πουν σε κανέναν. Να μη το μάθει κανείς στην ενορία!
—Εντάξει, αυτό στο υπόσχομαι!…
Πράγματι, πουλήθηκε το σπιτάκι κι έγινε το τέμπλο. Κι εγώ ζω μ’ αυτά που μου δίνει το Συμβούλιο. Μού ’παν μερικοί απ’ το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο: «Εε, καημένη! Τό ’φτιαξες που τό ’φτιαξες, δεν αφήνεις να βάλουμε και τ’ όνομά σου τώρα;».
«Όχι, όχι!», τους λέω, «γιατί θα χάσω τον “μιστό” (!) μου, άμα θα κάνετε τέτοιο πράγμα!».
Τώρα πάω στην εκκλησία, βλέπω το τέμπλο και κλαίω απ’ τη χαρά μου και λέω:
«Σ’ ευχαριστώ, Χριστέ μου, διότι αξίωσες εμένα, μια φτωχή γυναίκα, μια “υπηρέτρα”, που δεν αξίζω τίποτε, ένα σκουπίδι, να κάνω ένα τέτοιο ωραίο πράγμα στον ναό Σου! Κύριέ μου, εγώ τους κόπους μου τους έδωσα να φτιάξω ένα έργο στον ναό Σου. Δεν έχω τίποτε άλλο!…». Και το βλέπω κι αναγαλλιάζεται η ψυχή μου!…
Τόσο πολύ με συγκλόνισε το παράδειγμα αυτής της γυναίκας, που είπα:
«Εν ημέρα Κρίσεως, άραγε, πόσους από εμάς τους κληρικούς θα κρίνει η γριούλα αυτή;! Που, πολλές φορές, εμείς βάζουμε φαρδύ-πλατύ τ’ όνομά μας και γράφουμε: “το τέμπλο (ή ο ναός) εγένετο επί τάδε, επί τάδε και επί τάδε” κι από κάτω αρχίζουν οι λίστες των υπόλοιπων δωρητών. Κολακευόμαστε να γίνεται γνωστό ότι δώσαμε αυτό ή εκείνο ή το άλλο. Επαναλαμβάνω· μερικές τέτοιες ψυχούλες, τέτοιες καθαρές ψυχές, “τις οποίες δεν ήταν καν άξιος ο κόσμος να τις έχει” (πρβλ. Εβρ. 11, 38), θα μας κρίνουν την ημέρα της Κρίσεως!…».
ΑΡΧΙΜ. ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ
(1930—1989)
Πηγή: Αρχιμ. Επιφανίου Θεοδωροπούλου: «Χριστώ τω Θεώ παραθόμεθα», κεφ. 3ο, σελ. 92—94. – toeilhtarion.blogspot.gr
Αυτή τη στιγμή μου έρχεται το παράδειγμα μιας πολύ απλής γυναίκας του λαού που είχα συναντήσει κάποτε στο εξομολογητήριο πριν από πολλά χρόνια.
Δεν τη γνώριζα, ούτε τη γνωρίζω. Ούτε κι αν τη δω στο δρόμο θα τη θυμηθώ. Θα πλησίαζε τα εβδομήντα. Ίσως, να την έχει καλέσει ο Θεός τώρα.
Αφού εξομολογήθηκε, δε θυμάμαι πώς ήρθε το θέμα, τη ρώτησα εάν εργάζεται.
—Όχι, πάτερ μου, σταμάτησα. Δε μπορώ άλλο πια να εργάζομαι.
—Και πώς ζεις; Έχεις κάποια σύνταξη;
—Όχι, ούτε σύνταξη έχω.
Με κοίταξε κάπως καχύποπτα, αγράμματη η καημένη, και μου λέει:
—Πνευματικός είσαι, θα στο πω· αλλά, δε θα το πεις πουθενά! Η ενορία μας έκτισε έναν νέο ναό. Μεγάλο κι ωραίο. Έγιναν πάρα πολλά έργα μέσα σ’ αυτόν κι είχε μείνει μοναχά το τέμπλο. Οι ιερείς είπαν, και μια και δυο και τρεις φορές, ότι τώρα θ’ αρχίσουμε τον έρανο για να φτιάξουμε το τέμπλο ξυλόγλυπτο. Εγώ, από μικρή κοπέλα, όλη μου τη ζωή, εργαζόμουνα «υπηρέτρα»· και, με τα χρήματα που έπαιρνα, έφτιαξα ένα σπίτι. Έμενα σ’ ένα δωματιάκι και τα υπόλοιπα τα νοίκιαζα κι έτσι ζούσα.
Πάω, βρίσκω τον προϊστάμενο του ναού, και του λέω:
—Πάτερ μου, πόσο θέλει για να γίνει το τέμπλο;
Μου λέει:
—Ενάμισι εκατομμύριο δραχμές (λεφτά της εποχής εκείνης, βέβαια).
—Πάτερ μου, άκουσε, του λέω. Έχω ένα σπίτι. Τα πιάνει αυτά τα χρήματα. Αλλά, αναλαμβάνει το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο να μου δίνει ενάμισι χιλιάρικο το μήνα που παίρνω από τα ενοίκια για να ζω, όσο ζω;
—Το αναλαμβάνει και με το παραπάνω και περισσότερα.
—Αλλ’ άκουσε: Δε θα το ξέρει κανείς! Μόνο εγώ κι εσύ!
—Δεν μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο, διότι, για να το αποφασίσει το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο, αναγκαστικά θα πρέπει να το μάθει πρώτα. Πώς θα πάρει μια τέτοια απόφαση; Επομένως, δε μπορώ να το κρατήσω τελείως μυστικό.
—Καλά. Θα πάρεις όμως τους Εκκλησιαστικούς Συμβούλους, έναν-έναν, μπροστά στην Εικόνα του Χριστού, να σου υποσχεθούν ότι δε θα το πουν σε κανέναν. Να μη το μάθει κανείς στην ενορία!
—Εντάξει, αυτό στο υπόσχομαι!…
Πράγματι, πουλήθηκε το σπιτάκι κι έγινε το τέμπλο. Κι εγώ ζω μ’ αυτά που μου δίνει το Συμβούλιο. Μού ’παν μερικοί απ’ το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο: «Εε, καημένη! Τό ’φτιαξες που τό ’φτιαξες, δεν αφήνεις να βάλουμε και τ’ όνομά σου τώρα;».
«Όχι, όχι!», τους λέω, «γιατί θα χάσω τον “μιστό” (!) μου, άμα θα κάνετε τέτοιο πράγμα!».
Τώρα πάω στην εκκλησία, βλέπω το τέμπλο και κλαίω απ’ τη χαρά μου και λέω:
«Σ’ ευχαριστώ, Χριστέ μου, διότι αξίωσες εμένα, μια φτωχή γυναίκα, μια “υπηρέτρα”, που δεν αξίζω τίποτε, ένα σκουπίδι, να κάνω ένα τέτοιο ωραίο πράγμα στον ναό Σου! Κύριέ μου, εγώ τους κόπους μου τους έδωσα να φτιάξω ένα έργο στον ναό Σου. Δεν έχω τίποτε άλλο!…». Και το βλέπω κι αναγαλλιάζεται η ψυχή μου!…
Τόσο πολύ με συγκλόνισε το παράδειγμα αυτής της γυναίκας, που είπα:
«Εν ημέρα Κρίσεως, άραγε, πόσους από εμάς τους κληρικούς θα κρίνει η γριούλα αυτή;! Που, πολλές φορές, εμείς βάζουμε φαρδύ-πλατύ τ’ όνομά μας και γράφουμε: “το τέμπλο (ή ο ναός) εγένετο επί τάδε, επί τάδε και επί τάδε” κι από κάτω αρχίζουν οι λίστες των υπόλοιπων δωρητών. Κολακευόμαστε να γίνεται γνωστό ότι δώσαμε αυτό ή εκείνο ή το άλλο. Επαναλαμβάνω· μερικές τέτοιες ψυχούλες, τέτοιες καθαρές ψυχές, “τις οποίες δεν ήταν καν άξιος ο κόσμος να τις έχει” (πρβλ. Εβρ. 11, 38), θα μας κρίνουν την ημέρα της Κρίσεως!…».
ΑΡΧΙΜ. ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ
(1930—1989)
Πηγή: Αρχιμ. Επιφανίου Θεοδωροπούλου: «Χριστώ τω Θεώ παραθόμεθα», κεφ. 3ο, σελ. 92—94. – toeilhtarion.blogspot.gr
-
toula
- Κορυφαίος Αποστολέας

- Δημοσιεύσεις: 48580
- Εγγραφή: Παρ Δεκ 11, 2009 7:29 am
- Τοποθεσία: ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ (ΤΟΥΛΑ) - ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ - ΑΘΗΝΑ
Re: Ψυχοφελή μηνύματα...
Άγιος Νεκτάριος: Στους οσιότατους μοναχούς που υπόσχονται να ζουν ενάρετη ζωή επικράτησε η αλλαγή του ονόματός τους.
Αυτό γίνεται για δύο σπουδαιότατους λόγους. Πρώτος λόγος είναι η απάρνηση ολοκληρωτικά της προηγούμενης ζωής και η συνεχής ενθύμηση της μεταβολής της, και δεύτερον, για να έχουμε παράδειγμα τον άγιο στην πορεία της ζωής μας, του οποίου φέρουμε το όνομα.
Η αλλαγή του ονόματος, μας βοηθά να ξεχνούμε το παρελθόν και συνεχώς υπενθυμίζει την μεταβολή που έγινε σ’ αυτόν που άλλαξε τον τρόπο της ζωής του και τις ανειλημμένες υποχρεώσεις, που οφείλει να εκπληρώνει με πολλή αγάπη και προθυμία.
Το όνομα είναι τόσο πολύ συνδεδεμένο με το πρόσωπο, ώστε να μη μπορούμε να ξεχωρίσουμε την προσωπικότητά μας από αυτό. Γι’ αυτό και η ενθύμηση του ενός φέρνει στην μνήμη το άλλο και η αναφορά στο ένα γίνεται ταυτόχρονα και προς το άλλο.
Εφόσον έχουμε το παλιό όνομα υπάρχει αναπόσπαστη η μνήμη του παλαιού ανθρώπου, αντίθετα όταν ακούμε το νέο όνομα υπάρχει μνήμη του νέου ανθρώπου.
Επικράτησε να γίνεται η αλλαγή του ονόματος, για την ηθική δύναμη που έχει.
Η αλλαγή όμως χάνει τη δύναμή της, όταν η θέλησή μας αδρανεί να εκτελεί και να εφαρμόζει τις υποσχέσεις, που υπενθυμίζει το νέο όνομα στους μοναχούς.
Αυτό δε συμβαίνει, διότι ζει μέσα τους ο παλαιός άνθρωπος και αγαπούν περισσότερο αυτόν από τον νέο, γι’ αυτό και αδιαφορούν στις συνεχείς υπομνήσεις που γίνονται σ’ αυτούς όταν τους καλούν με το νέο όνομα. Η αδιαφορία αυτή προς τις υποχρεώσεις, τις οποίες υπενθυμίζει στους μοναχούς το όνομα, μαρτυρεί την ύπαρξη ενός άλλου κακού, την αθέτηση της φωνής της συνειδήσεως. Διότι σε κάθε αθέτηση του καθήκοντος της νέας ζωής, που υπενθυμίζει πάντοτε το νέο όνομα, η συνείδηση επαναστατεί και διαμαρτύρεται, αλλά δεν εισακούεται, διότι κυριαρχεί ο παλαιός άνθρωπος, ο οποίος περιφρονεί τις αξιώσεις του νέου ανθρώπου, που εκφράζονται από τη φωνή της συνειδήσεως.
Η περιφρόνηση αυτή φθάνει μέχρι τέτοιο σημείο, ώστε και να αποδοκιμάζει τη φωνή της συνειδήσεως, ότι αξιώνει ανόητα και παράλογα, και στο τέλος της επιβάλλει τη σιωπή. Η κατάσταση αυτή μοιάζει με την πώρωση της συνειδήσεως. Ο δε μοναχός που περιφρόνησε τη φωνή για την τήρηση των υποχρεώσεών του, αυτός έπαθε, ό,τι υποφέρουν όσοι έχουν πώρωση συνειδήσεως και αλλοίμονο σ’ αυτόν. Αυτός θα κατακριθεί, διότι δεν έζησε κατά Θεόν, και έβαλε το εγώ του και τη δική του γνώση πάνω από τη γνώση των Οσίων Πατέρων, και διότι δεν έκανε καλή προσφορά.
Πρόσφεραν στον Θεό θυσίες οι αδελφοί Κάιν και Άβελ, αλλά ο Κάιν δεν έκανε καλή προσφορά και αποδοκιμάστηκε από τον Θεό. Πρόσφερε ο Οζίας θυμίαμα στο Θεό με χρυσό θυμιατήριο, αλλά κατακρίθηκε, γιατί δεν έκανε καλή προσφορά.
Και ο Σαούλ πρόσφερε θυσίες στο Θεό αλλά κατακρίθηκε και αποδοκιμάστηκε αυτός και ο οίκος του, γιατί δεν έκανε καλή προσφορά. Πρόσφεραν και οι Ιουδαίοι θυσίες, αλλά ο Θεός τις αποδοκίμασε και έλεγε «μισεί αυτάς η ψυχή μου» ώστε δεν είναι αρκετό για να ευαρεστήσει κάποιος το Θεό να προσφέρει μόνο θυσίες, δώρα και προσευχές, αλλά να κάνει καλή προσφορά δηλαδή να έχει συναίσθηση της ατέλειας και της αναξιότητάς του.
Αλλά για -να υπάρχει τέτοια συναίσθηση απαιτείται τέλεια αυταπάρνηση και υποταγή στις εντολές του Θεού, και ταπείνωση και αδιάλειπτη πνευματική εργασία.
Εάν λοιπόν μόνον έτσι προσφέρουμε επάξια θυσίες στο Θεό, πρώτη δε και μέγιστη θυσία του προσφέρουμε την καρδιά μας, πώς η θυσία και η προσφορά μας θα γίνουν ευπρόσδεκτες στον Θεό, όταν δεν είμαστε άξιοι να προσφέρουμε θυσία ευάρεστη, ούτε τα προσφερόμενα είναι ως προσφορά άξια για τον Θεό; Γι’ αυτό μην επαναπαυόμαστε στις δεήσεις και προσφορές μας, εάν προηγουμένως δεν φροντίσουμε με πολλή επιμέλεια να κάνουμε τους εαυτούς μας άξιους πιστούς και τις θυσίες μας ευπρόσδεκτες στο Θεό. Γι’ αυτό βρίσκονται σε μεγάλη πλάνη όσοι νομίζουν ότι κάθε λατρεία και θυσία είναι ευάρεστες στο Θεό.
Λατρεία ευάρεστη και θυσία ευπρόσδεκτη στο Θεό είναι «πνεύμα συντετριμμένο και καρδία συντετριμμένη», και όχι πνεύμα υπερήφανο και αλαζονικό και καρδία άτεγκτη και εμπαθής.
Αυτά λοιπόν επιζητεί η αλλαγή του ονόματος κατά πρώτο λόγο. Κατά δε τον δεύτερο λόγο επιζητεί την υποχρέωση να έχει υπόδειγμα αρετής και τελειότητας τον βίο και το πολίτευμα του αγίου, του οποίου το όνομα φέρουμε, και σ’ όλη μας τη ζωή να αγωνιζόμαστε για να γίνουμε τέλειοι ακολουθώντας το παράδειγμά του. Το υπόδειγμα της αρετής του αγίου ενισχύει πάρα πολύ τον αγωνιζόμενο. Απ’ αυτό διδάσκεται, να ταπεινώνεται ακόμα και εάν κατάγεται από βασιλική οικογένεια· μαθαίνει να υπομένει και εάν τα δεινά είναι αφόρητα· μαθαίνει ν’ αγαπά και αυτούς που τον μισούν· μαθαίνει να τιμά και αυτούς που τον προσβάλουν· μαθαίνει να ζει υπέρ των αδελφών και ν’ αποθνήσκει υπέρ του νόμου του Θεού και των θείων εντολών του· μαθαίνει να αγαπά την έσχατη θέση και χαίρεται στην αφάνεια. Και τί δεν μαθαίνει; Εάν απαριθμήσω ένα-ένα όσα μαθαίνουμε από το παράδειγμα τον αγίων, δεν θα με φθάσει ούτε ο χρόνος, ούτε το χαρτί για να τα αναφέρω.
Πηγή: Αγ. Νεκταρίου, «35 Ποιμαντικές επιστολές», σ. 87-91, εκδ.Υπακοή
ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ONLINE | Όλα τα άρθρα | Ορθοδοξία | Άγιον Όρος: Γιατί όταν γίνεται κάποιος μοναχός αλλάζει το όνομα του;
Αυτό γίνεται για δύο σπουδαιότατους λόγους. Πρώτος λόγος είναι η απάρνηση ολοκληρωτικά της προηγούμενης ζωής και η συνεχής ενθύμηση της μεταβολής της, και δεύτερον, για να έχουμε παράδειγμα τον άγιο στην πορεία της ζωής μας, του οποίου φέρουμε το όνομα.
Η αλλαγή του ονόματος, μας βοηθά να ξεχνούμε το παρελθόν και συνεχώς υπενθυμίζει την μεταβολή που έγινε σ’ αυτόν που άλλαξε τον τρόπο της ζωής του και τις ανειλημμένες υποχρεώσεις, που οφείλει να εκπληρώνει με πολλή αγάπη και προθυμία.
Το όνομα είναι τόσο πολύ συνδεδεμένο με το πρόσωπο, ώστε να μη μπορούμε να ξεχωρίσουμε την προσωπικότητά μας από αυτό. Γι’ αυτό και η ενθύμηση του ενός φέρνει στην μνήμη το άλλο και η αναφορά στο ένα γίνεται ταυτόχρονα και προς το άλλο.
Εφόσον έχουμε το παλιό όνομα υπάρχει αναπόσπαστη η μνήμη του παλαιού ανθρώπου, αντίθετα όταν ακούμε το νέο όνομα υπάρχει μνήμη του νέου ανθρώπου.
Επικράτησε να γίνεται η αλλαγή του ονόματος, για την ηθική δύναμη που έχει.
Η αλλαγή όμως χάνει τη δύναμή της, όταν η θέλησή μας αδρανεί να εκτελεί και να εφαρμόζει τις υποσχέσεις, που υπενθυμίζει το νέο όνομα στους μοναχούς.
Αυτό δε συμβαίνει, διότι ζει μέσα τους ο παλαιός άνθρωπος και αγαπούν περισσότερο αυτόν από τον νέο, γι’ αυτό και αδιαφορούν στις συνεχείς υπομνήσεις που γίνονται σ’ αυτούς όταν τους καλούν με το νέο όνομα. Η αδιαφορία αυτή προς τις υποχρεώσεις, τις οποίες υπενθυμίζει στους μοναχούς το όνομα, μαρτυρεί την ύπαρξη ενός άλλου κακού, την αθέτηση της φωνής της συνειδήσεως. Διότι σε κάθε αθέτηση του καθήκοντος της νέας ζωής, που υπενθυμίζει πάντοτε το νέο όνομα, η συνείδηση επαναστατεί και διαμαρτύρεται, αλλά δεν εισακούεται, διότι κυριαρχεί ο παλαιός άνθρωπος, ο οποίος περιφρονεί τις αξιώσεις του νέου ανθρώπου, που εκφράζονται από τη φωνή της συνειδήσεως.
Η περιφρόνηση αυτή φθάνει μέχρι τέτοιο σημείο, ώστε και να αποδοκιμάζει τη φωνή της συνειδήσεως, ότι αξιώνει ανόητα και παράλογα, και στο τέλος της επιβάλλει τη σιωπή. Η κατάσταση αυτή μοιάζει με την πώρωση της συνειδήσεως. Ο δε μοναχός που περιφρόνησε τη φωνή για την τήρηση των υποχρεώσεών του, αυτός έπαθε, ό,τι υποφέρουν όσοι έχουν πώρωση συνειδήσεως και αλλοίμονο σ’ αυτόν. Αυτός θα κατακριθεί, διότι δεν έζησε κατά Θεόν, και έβαλε το εγώ του και τη δική του γνώση πάνω από τη γνώση των Οσίων Πατέρων, και διότι δεν έκανε καλή προσφορά.
Πρόσφεραν στον Θεό θυσίες οι αδελφοί Κάιν και Άβελ, αλλά ο Κάιν δεν έκανε καλή προσφορά και αποδοκιμάστηκε από τον Θεό. Πρόσφερε ο Οζίας θυμίαμα στο Θεό με χρυσό θυμιατήριο, αλλά κατακρίθηκε, γιατί δεν έκανε καλή προσφορά.
Και ο Σαούλ πρόσφερε θυσίες στο Θεό αλλά κατακρίθηκε και αποδοκιμάστηκε αυτός και ο οίκος του, γιατί δεν έκανε καλή προσφορά. Πρόσφεραν και οι Ιουδαίοι θυσίες, αλλά ο Θεός τις αποδοκίμασε και έλεγε «μισεί αυτάς η ψυχή μου» ώστε δεν είναι αρκετό για να ευαρεστήσει κάποιος το Θεό να προσφέρει μόνο θυσίες, δώρα και προσευχές, αλλά να κάνει καλή προσφορά δηλαδή να έχει συναίσθηση της ατέλειας και της αναξιότητάς του.
Αλλά για -να υπάρχει τέτοια συναίσθηση απαιτείται τέλεια αυταπάρνηση και υποταγή στις εντολές του Θεού, και ταπείνωση και αδιάλειπτη πνευματική εργασία.
Εάν λοιπόν μόνον έτσι προσφέρουμε επάξια θυσίες στο Θεό, πρώτη δε και μέγιστη θυσία του προσφέρουμε την καρδιά μας, πώς η θυσία και η προσφορά μας θα γίνουν ευπρόσδεκτες στον Θεό, όταν δεν είμαστε άξιοι να προσφέρουμε θυσία ευάρεστη, ούτε τα προσφερόμενα είναι ως προσφορά άξια για τον Θεό; Γι’ αυτό μην επαναπαυόμαστε στις δεήσεις και προσφορές μας, εάν προηγουμένως δεν φροντίσουμε με πολλή επιμέλεια να κάνουμε τους εαυτούς μας άξιους πιστούς και τις θυσίες μας ευπρόσδεκτες στο Θεό. Γι’ αυτό βρίσκονται σε μεγάλη πλάνη όσοι νομίζουν ότι κάθε λατρεία και θυσία είναι ευάρεστες στο Θεό.
Λατρεία ευάρεστη και θυσία ευπρόσδεκτη στο Θεό είναι «πνεύμα συντετριμμένο και καρδία συντετριμμένη», και όχι πνεύμα υπερήφανο και αλαζονικό και καρδία άτεγκτη και εμπαθής.
Αυτά λοιπόν επιζητεί η αλλαγή του ονόματος κατά πρώτο λόγο. Κατά δε τον δεύτερο λόγο επιζητεί την υποχρέωση να έχει υπόδειγμα αρετής και τελειότητας τον βίο και το πολίτευμα του αγίου, του οποίου το όνομα φέρουμε, και σ’ όλη μας τη ζωή να αγωνιζόμαστε για να γίνουμε τέλειοι ακολουθώντας το παράδειγμά του. Το υπόδειγμα της αρετής του αγίου ενισχύει πάρα πολύ τον αγωνιζόμενο. Απ’ αυτό διδάσκεται, να ταπεινώνεται ακόμα και εάν κατάγεται από βασιλική οικογένεια· μαθαίνει να υπομένει και εάν τα δεινά είναι αφόρητα· μαθαίνει ν’ αγαπά και αυτούς που τον μισούν· μαθαίνει να τιμά και αυτούς που τον προσβάλουν· μαθαίνει να ζει υπέρ των αδελφών και ν’ αποθνήσκει υπέρ του νόμου του Θεού και των θείων εντολών του· μαθαίνει να αγαπά την έσχατη θέση και χαίρεται στην αφάνεια. Και τί δεν μαθαίνει; Εάν απαριθμήσω ένα-ένα όσα μαθαίνουμε από το παράδειγμα τον αγίων, δεν θα με φθάσει ούτε ο χρόνος, ούτε το χαρτί για να τα αναφέρω.
Πηγή: Αγ. Νεκταρίου, «35 Ποιμαντικές επιστολές», σ. 87-91, εκδ.Υπακοή
ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ONLINE | Όλα τα άρθρα | Ορθοδοξία | Άγιον Όρος: Γιατί όταν γίνεται κάποιος μοναχός αλλάζει το όνομα του;
-
toula
- Κορυφαίος Αποστολέας

- Δημοσιεύσεις: 48580
- Εγγραφή: Παρ Δεκ 11, 2009 7:29 am
- Τοποθεσία: ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ (ΤΟΥΛΑ) - ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ - ΑΘΗΝΑ
Re: Ψυχοφελή μηνύματα...
Ο π. Νικόλαος Λουδοβίκος μιλά για τους Αγίους Παΐσιο, Πορφύριο και Ιάκωβο
-
toula
- Κορυφαίος Αποστολέας

- Δημοσιεύσεις: 48580
- Εγγραφή: Παρ Δεκ 11, 2009 7:29 am
- Τοποθεσία: ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ (ΤΟΥΛΑ) - ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ - ΑΘΗΝΑ
Re: Ψυχοφελή μηνύματα...
ΚΎΡΙΕ ΚΑΙ ΘΕΈ ΜΟΥ
Σού ζητώ και πάλι συγχώρεση κόντρα στην αμετανοησία μου..
Ζητώ το έλεός Σου, κόντρα στην σκληρότητά μου..
Ζητώ να δυναμώσεις την πίστη μου, παρά τις αμφιβολίες μου..
Ζητώ την Χάρη Σου, κόντρα στον εγωισμό μου..
Ζητώ την αγάπη Σου, παρά την εμπάθειά μου..
Άνοιξε την καρδιά μου να δεχτώ το κάθετι..
Φώτισε το σκοτεινιασμένο μου μυαλό..
Ελευθέρωσέ με από την τυραννία του καθωσπρεπισμού και του ηθικισμού..
Δωσ’ μου απλότητα καρδιάς, λογισμό ταπεινό, φρόνημα αυταπάρνησης..
Κύριε της ζωής μου, μην μείνεις στην αμαρτία μου, αλλά δες τον μικρό αγώνα μου, την αγωνία μου για να μην Σε χάσω..
Σφάλλω συνέχεια ενώπιον Σου, ενώπιον των συνανθρώπων μου.. Το ομολογώ, μα ίσως δεν φτάνει…
Γι’ αυτό σου ζητώ δύναμη και θάρρος ν’ αντιμετωπίζω κάθε γεγονός με υπομονή και διάκριση, με απαλότητα και σοφία, ώστε να μην γίνομαι αιτία να πληγώνονται άνθρωποι, όπως έχω διαπράξει στο παρελθόν..
Κύριε ζήτω παρηγοριά στον πόνο μου..
Σ’ αυτήν την οδύνη της αμαρτίας που γίνεται αδυσώπητη.. Δωσ’ μου ελπίδα και κατάνυξη..
Μόνο Εσύ με ξέρεις...
Μόνο Εσύ με βλέπεις χωρίς τις μάσκες της υποκρισίας μου.
Μια ολάκερη ζωή χωρίς προκοπή…
Και η δικαιοσύνη Σου, δικαιοσύνη εις τους αιώνας.. Μα Εσύ είσαι και Φιλάνθρωπος και Ελεήμων, δεν θέλεις τον θάνατο του αμαρτωλού..
Δείξε λοιπόν και σε εμένα την μακροθυμία Σου..
Παιδαγώγησε και συνέστησέ με, με κάθε κόστος..
Γιατί μόνο η Σωτηρία έχει αξία και τίποτα άλλο..
Το ξέρω, μα είμαι αδύναμος να το υποστηρίξω αδιαπραγμάτευτα..
Προσπαθώ, μα είμαι ανεπαρκής..
Πέφτω, σηκώνομαι..
Και ξανά από την αρχή..
Ανάξιος είμαι έστω για ένα Σου βλέμμα..
Έσχατος όλων..
Ελεεινότερος πάντων..
Μα Εσύ ξέρεις την καρδιά μου..
Γνωρίζεις τον βαθύτερο πόθο μου για Σένα...
Μην λογαριάσεις λοιπόν τίποτα για να με σώσεις..
Κι ας αντιδράσω, κι ας πονέσω..
Μπροστά Σου αμαρτάνω..
Μα και μόνο Εσένα λατρεύω.:-*:-*
{*Αρχιμ. Παύλου Παπαδόπουλου!*}
Σού ζητώ και πάλι συγχώρεση κόντρα στην αμετανοησία μου..
Ζητώ το έλεός Σου, κόντρα στην σκληρότητά μου..
Ζητώ να δυναμώσεις την πίστη μου, παρά τις αμφιβολίες μου..
Ζητώ την Χάρη Σου, κόντρα στον εγωισμό μου..
Ζητώ την αγάπη Σου, παρά την εμπάθειά μου..
Άνοιξε την καρδιά μου να δεχτώ το κάθετι..
Φώτισε το σκοτεινιασμένο μου μυαλό..
Ελευθέρωσέ με από την τυραννία του καθωσπρεπισμού και του ηθικισμού..
Δωσ’ μου απλότητα καρδιάς, λογισμό ταπεινό, φρόνημα αυταπάρνησης..
Κύριε της ζωής μου, μην μείνεις στην αμαρτία μου, αλλά δες τον μικρό αγώνα μου, την αγωνία μου για να μην Σε χάσω..
Σφάλλω συνέχεια ενώπιον Σου, ενώπιον των συνανθρώπων μου.. Το ομολογώ, μα ίσως δεν φτάνει…
Γι’ αυτό σου ζητώ δύναμη και θάρρος ν’ αντιμετωπίζω κάθε γεγονός με υπομονή και διάκριση, με απαλότητα και σοφία, ώστε να μην γίνομαι αιτία να πληγώνονται άνθρωποι, όπως έχω διαπράξει στο παρελθόν..
Κύριε ζήτω παρηγοριά στον πόνο μου..
Σ’ αυτήν την οδύνη της αμαρτίας που γίνεται αδυσώπητη.. Δωσ’ μου ελπίδα και κατάνυξη..
Μόνο Εσύ με ξέρεις...
Μόνο Εσύ με βλέπεις χωρίς τις μάσκες της υποκρισίας μου.
Μια ολάκερη ζωή χωρίς προκοπή…
Και η δικαιοσύνη Σου, δικαιοσύνη εις τους αιώνας.. Μα Εσύ είσαι και Φιλάνθρωπος και Ελεήμων, δεν θέλεις τον θάνατο του αμαρτωλού..
Δείξε λοιπόν και σε εμένα την μακροθυμία Σου..
Παιδαγώγησε και συνέστησέ με, με κάθε κόστος..
Γιατί μόνο η Σωτηρία έχει αξία και τίποτα άλλο..
Το ξέρω, μα είμαι αδύναμος να το υποστηρίξω αδιαπραγμάτευτα..
Προσπαθώ, μα είμαι ανεπαρκής..
Πέφτω, σηκώνομαι..
Και ξανά από την αρχή..
Ανάξιος είμαι έστω για ένα Σου βλέμμα..
Έσχατος όλων..
Ελεεινότερος πάντων..
Μα Εσύ ξέρεις την καρδιά μου..
Γνωρίζεις τον βαθύτερο πόθο μου για Σένα...
Μην λογαριάσεις λοιπόν τίποτα για να με σώσεις..
Κι ας αντιδράσω, κι ας πονέσω..
Μπροστά Σου αμαρτάνω..
Μα και μόνο Εσένα λατρεύω.:-*:-*
{*Αρχιμ. Παύλου Παπαδόπουλου!*}
-
toula
- Κορυφαίος Αποστολέας

- Δημοσιεύσεις: 48580
- Εγγραφή: Παρ Δεκ 11, 2009 7:29 am
- Τοποθεσία: ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ (ΤΟΥΛΑ) - ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ - ΑΘΗΝΑ
Re: Ψυχοφελή μηνύματα...
Ο γέροντας Σεραφείμ του Σάρωφ συμβουλεύει...
“Όποιος προσεύχεται με τα χείλη” λέει “αλλά δε ενδιαφέρεται για την ψυχή και δεν φυλάει την καρδιά προσεύχεται στον αέρα και όχι στον Θεό, γι΄αυτό κοπιάζει μάταια.
Γιατί ο Θεός δίνει προσοχή στον νου, στον ζήλο και όχι στην πολυλογία.
Πρέπει να προσευχόμαστε με όλη μας την προθυμία με την ψυχήν και τον νου και την καρδιά μας, με φόβο Θεού και με όλη μας τη δύναμη.
Η νοερά προσευχή δεν επιτρέπει να μπαίνουν στο εσωτερικό του νου της ούτε περισπασμοί ούτε αισχροί λογισμοί.
Στην αρχή θα πρέπει να κάνεις την προσευχή του Ιησού προφορικά δηλαδή με τα χείλη και τη γλώσσα έτσι ώστε να την ακούς.
Όταν τα χείλη η γλώσσα κι οι αισθήσεις σου ικανοποιηθούν με τη μεγαλόφωνη προφορική προσευχή θα την σταματήσεις και θα αρχίσεις να προσεύχεσαι ψιθυριστά.
Κι έπειτα από αυτό πρέπει να προσεύχεσαι με τον νουν συγκεντρωμένο. Τότε η νοερά και καρδιακή προσευχή θα αρχίσει από μόνη της με την ενέργεια της θείας χάριτος να ασκείται αδιάλειπτα, να περιφέρεται και να ενεργεί σε κάθε στιγμή σε κάθε έργο και σε κάθε τόπο."
Αμήν βοήθεια Μας
“Όποιος προσεύχεται με τα χείλη” λέει “αλλά δε ενδιαφέρεται για την ψυχή και δεν φυλάει την καρδιά προσεύχεται στον αέρα και όχι στον Θεό, γι΄αυτό κοπιάζει μάταια.
Γιατί ο Θεός δίνει προσοχή στον νου, στον ζήλο και όχι στην πολυλογία.
Πρέπει να προσευχόμαστε με όλη μας την προθυμία με την ψυχήν και τον νου και την καρδιά μας, με φόβο Θεού και με όλη μας τη δύναμη.
Η νοερά προσευχή δεν επιτρέπει να μπαίνουν στο εσωτερικό του νου της ούτε περισπασμοί ούτε αισχροί λογισμοί.
Στην αρχή θα πρέπει να κάνεις την προσευχή του Ιησού προφορικά δηλαδή με τα χείλη και τη γλώσσα έτσι ώστε να την ακούς.
Όταν τα χείλη η γλώσσα κι οι αισθήσεις σου ικανοποιηθούν με τη μεγαλόφωνη προφορική προσευχή θα την σταματήσεις και θα αρχίσεις να προσεύχεσαι ψιθυριστά.
Κι έπειτα από αυτό πρέπει να προσεύχεσαι με τον νουν συγκεντρωμένο. Τότε η νοερά και καρδιακή προσευχή θα αρχίσει από μόνη της με την ενέργεια της θείας χάριτος να ασκείται αδιάλειπτα, να περιφέρεται και να ενεργεί σε κάθε στιγμή σε κάθε έργο και σε κάθε τόπο."
Αμήν βοήθεια Μας
-
toula
- Κορυφαίος Αποστολέας

- Δημοσιεύσεις: 48580
- Εγγραφή: Παρ Δεκ 11, 2009 7:29 am
- Τοποθεσία: ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ (ΤΟΥΛΑ) - ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ - ΑΘΗΝΑ
Re: Ψυχοφελή μηνύματα...
Από τις παραδόσεις του Γενους μας!
«…Στα θαλασσινά τα μέρη ρίχνουνε τον Σταυρό, ύστερ’ από τη Λειτουργία των Θεοφανείων. Έτσι τον ρίχνανε και στην πατρίδα μου, κ’ ήτανε ένα θέαμα έμορφο και παράξενο…».
Ξεκινούσε η συνοδεία από τη Μητρόπολη. Μπροστά πηγαίνανε τα ξαφτέρουγα και τα μπαϊράκια, κ’ ύστερα πηγαίνανε οι παπάδες με τον δεσπότη, ντυμένοι με τα χρυσά τα άμφια, παπάδες πολλοί κι αρχιμαντρίτες, γιατί η πολιτεία είχε δώδεκα εκκλησίες, και κατά τις επίσημες μέρες στις μικρές ενορίες τελειώνανε γλήγορα τη Λειτουργία και πηγαίνανε οι παπάδες στη μητρόπολη, για να γίνεται η γιορτή πιο επίσημη.
Οι ψαλτάδες ήτανε και κείνοι κάμποσοι κ’ οι πιο καλλίφωνοι, και ψέλνανε με μεγαλοπρέπεια βυζαντινά, δηλαδή ελληνικά, κι όχι σαν σήμερα πού τρελλαθήκαμε και κάναμε την ψαλμωδία μας σαν ανάλατα και ξενικά θεατρικά τραγούδια. Από πίσω ακολουθούσε λαός πολύς.
Σαν φτάνανε στ’ Αγγελή τον Γιαλό, όπως λέγανε κείνη την ακρογιαλιά, ο δεσπότης με τους παπάδες ανεβαίνανε σε μια μεγάλη σανιδωτή σάγια εμορφοσκαρωμένη, για να κάνουνε τον Αγιασμό.
Ο κόσμος έπιανε την ακρογιαλιά κι ανέβαινε ο καθένας όπου εύρισκε, για να μπορεί να βλέπει. Τα σπίτια πού ήτανε ένα γύρο γεμίζανε κόσμο. Οι γυναίκες θυμιάζανε από τα παραθύρια. Από το μέρος της θάλασσας ήτανε μαζεμένα ίσαμε 100 καΐκια και βάρκες αμέτρητες, με τις πλώρες γυρισμένες κατά το μέρος πού στεκότανε ο δεσπότης. Έτσι πού ήτανε παραταγμένα τα καΐκια, μοιάζανε σαν αρμάδα πού θα κάνει πόλεμο.
Πιο ανοιχτά, κατά το πέλαγο, έβλεπες φουνταρισμένα τα μεγάλα καΐκια, γεμάτα κόσμο και κείνα. Άλλα πάλι είχανε περιζωσμένες τις βάρκες πού βρισκόντανε γιαλό, κ’ ήτανε κι αυτά γεμάτα κόσμο, προ πάντων θαλασσινοί και παιδομάνι.
Σ’ αυτά τα μέρη κάνει πολύ κρύο, και τις πιο πολλές φορές οι αντένες των καραβιών ήτανε χιονισμένες, ένα θέαμα πολύ έμορφο. Απάνου στα ξάρτια και στις σκαλιέρες, στις γάμπιες και στα μπαστούνια των καραβιών ήτανε σκαλωμένοι πλήθος θαλασσινοί, μεγάλοι και μικροί. Η θάλασσα ήτανε κοιμισμένη, μπουνάτσα.
Κρούσταλλα κρεμόντανε από τα ξάρτια σε πολλά καΐκια. Κρύο τάρταρος. Στην κάθε βάρκα από κείνες πού είχανε κοντοζυγώσει στη στεριά και περιμένανε να πέσει ο Σταυρός στη θάλασσα, στεκόντανε από ένα – δυο νοματέοι απάνω στην πλώρη, ενώ άλλοι δυο ήτανε στα κουπιά.
Αυτοί πού στεκόντανε ορθοί στην πλώρη, ήτανε ολόγυμνοι, εξόν ένα άσπρο βρακί πού φορούσανε σαν πεστιμάλι. Οι πιο πολλοί ήτανε σαν θεριά, χεροδύναμοι, πλαταράδες, χοντρολαίμηδες, μαλλιαρόστηθοι, τα κορμιά τους ήτανε κόκκινα από το κρύο.
Τα ποδάρια τους ήτανε γερά και φουσκωμένα σαν αδράχτια, θαλασσάνθρωποι, γεμιτζήδες, κοντραμπατζήδες, ψημένοι με τ’ αλάτι. Οι πιο πολλοί είχανε ριχμένες στις πλάτες τις γούνες τους, για να μην παγώσουνε, Ένα – δυο όμως στεκόντανε γυμνοί και κάνανε κάπου – κάπου τον σταυρό τους. Μα το μάτι τους ήτανε καρφωμένο στο μέρος πού θα ‘ριχνε τον Σταυρό ο δεσπότης.
Ανάμεσα στους γυμνούς ήτανε ο Κωστής ο Γιωργάρας, ο Στρατης ο Μπεκός, ο Γιωργής ο Σόνιος, ο Δημητρός ο Μπούμπας, Πέτρος ο Κλόκας, ο Βασίλης ο Αρναούτης, ο παλαβό – Παρασκευάς κι άλλοι.
Σαν να τους βλέπω μπροστά μου. Ο Γιωργάρας ήτανε μιαν ανθρωπάρα θηρίο, σαν Κουταλιανός, με μουστάκια μαύρα, μ’ έναν λαιμό σαν βαρέλι.Είχε δεμένο στο κεφάλι του ένα μαντίλι κ’ ήτανε ίδιος κουρσάρος. Ακουμπούσε απάνω σ’ ένα κοντάρι, λες κ’ ήτανε ο Ποσειδώνας ζωντανός.
Ο Δημητρός ο Μπούμπας ήτανε ένα άλλο θεριόψαρο, χοντρός και κοντόφαρδος, μαυριδερός σαν Σαρακηνός, και καθότανε ανεκούρκουδος, σκεπασμένος με τη γούνα του, με το μάτι του καρφωμένο στον δεσπότη.
Ο Πατσός ο Αράπης, ο λεγόμενος παλαβό – Παρασκευάς, είχε γένεια κατσαρά και κόκκινα και το πετσί του ήτανε από φυσικό του κόκκινο. Στο κορμί ήτανε αντρειωμένος και σβέλτος σαν τζαμπάζης και δεν χαμπάριζε ολότελα από κρύο. Στο σουλούπι ήτανε ίδιος Ρούσος.
Αυτός ήτανε ανεβασμένος απάνω στα ξάρτια σε μια μπρατσέρα φουνταρισμένη, και στεκότανε δίχως να σαλέψει, σαν τ’ άγαλμα. Μυστήριο πώς δεν πάγωνε!
O Πέτρος ο Κλόκας ήτανε ο μονάχος πού δε φορούσε βρακιά. Αυτός ήτανε ευρωπαϊσμένος, φορούσε στενό πανταλόνι και ναυτικό σκουφί. Στο κορμί ήτανε λιγνός και μάγκας στο σχέδιο.
Τα χέρια του τα ‘χε μπλεγμένα μπροστά στο στήθος του και σουλατσάριζε απάνω στη βάρκα, ολοένα μιλούσε κ’ έκανε και κάμποσα θεατρικά.
Σαν σίμωνε λοιπόν η συνοδεία στη θάλασσα, κι ακουγότανε από μακριά η ψαλμωδία, γινότανε μεγάλος αλαλαγμός απάνω στις βάρκες. Οι βουτηχτάδες πετούσανε τις γούνες τους κ’ οι άλλοι τραβούσανε τα κουπιά, για να ‘ναι οι βάρκες τους κοντά στο μέρος πού θα ‘πεφτε ο Σταυρός. Άλλοι φωνάζανε από τα ξάρτια, άλλοι μαλώνανε, άλλοι ανεβαίνανε στις κουπαστές για να δούνε. Τέλος φτάνανε οι στρατιώτες και ταχτοποιούσανε τον κόσμο.
Μπροστά πήγαινε ο αξιωματικός ο Τούρκος κι άνοιγε τον δρόμο να περάσει ο δεσπότης, κ’ έλεγε: «Γιόλ βέριν εφεντιά!» – δηλαδή: «Κάνετε δρόμο στον αφέντη!» Ο στρατός αραδιαζότανε σε παράταξη κ’ οι ψαλτάδες ψέλνανε πολλές φορές «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου, Κύριε».
Στο τέλος το ‘ψελνε κι ο δεσπότης κ’ έριχνε τον Σταυρό στη θάλασσα. Αλαλαγμός σηκωνότανε μέσα στη θάλασσα. Οι βάρκες και τα καΐκια καργάρανε τα κουπιά και τρακάρανε το ‘να τ’ άλλο.
Οι πλώρες χτυπούσαμε η μια την άλλη. Κουπιά, κοντάρια, καμάκια, απόχες μπερδευόντανε μεταξύ τους. Οι βουτηχτάδες πέφτανε στο νερό κ’ ή θάλασσα άφριζε σαν να παλεύανε σκυλόψαρα. Πολλοί απ’ αυτούς κάνανε ώρα πολλή ν’ ανεβούνε απάνω, παίρνανε μακροβούτι και ψάχνανε στον πάτο να βρούνε τον Σταυρό. Για μια στιγμή φανερωνότανε κανένα κεφάλι και βούλιαζε γλήγορα πριν να το δεις.
Άξαφνα βγήκε ένα κεφάλι με κόκκινα γένεια κ’ ένα χέρι ξενέρισε και βαστούσε τον Σταυρό. Ήτανε ο παλαβό – Παρασκευάς. Με δυο – τρεις χεροβολιές κολύμπησε κατά το μέρος του δεσπότη και σκάλωσε στην αραξιά.
Έκανε μετάνοια και φίλησε το χέρι του κ’ έδωσε τον Σταυρό. Ο δεσπότης τον πήρε, τον ασπάστηκε και τον έβαλε στον ασημένιο δίσκο κ’ υστέρα έδωσε τον δίσκο στον Παρασκευά.
Οι ψαλτάδες πιάσανε πάλι και ψέλνανε κι ο κόσμος αλάλαζε. Ύστερα η συνοδεία τράβηξε πάλι για την εκκλησιά. Ο Παρασκευάς θεόγυμνος, με τον δίσκο στα χέρια, γύριζε στους μεγάλους καφενέδες και στις ταβέρνες κ’ έρριχνε ο κάθε ένας ό,τι ρεγάλο ήθελε.
Τόσες ώρες ολόγυμνος και βρεμένος, με παγωμένο βρακί, μήτε κρύωνε, μήτε κάνε τους ώμους του δεν ανεσήκωνε.
Όπως ήτανε κοκκινογένης αστακόχρωμος, έλεγε κανένας πώς ήτανε ο Σκύθης Ανάχαρσις, πού γύριζε τον χειμώνα γυμνός μέσα στην Αθήνα τα παλιά τα χρόνια, κ’ οι Αθηναίοι τον ρωτούσανε γιατί δεν κρυώνει, κι αυτός αποκρινότανε πώς όλο το κορμί του είναι σαν το κούτελο, πού δεν κρυώνει ποτές.
Την ώρα πού έπεφτε ο Σταυρός στη θάλασσα, όλα τα καΐκια και τα καράβια, πού ήτανε φουνταρισμένα ανοιχτά στο πέλαγο, γυρίζανε την πλώρη τους κατά την Ανατολή, από κει πού ήρθε ο Χριστός στον κόσμο.
Από το βιβλίο του Φώτη Κόντογλου «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου»
«…Στα θαλασσινά τα μέρη ρίχνουνε τον Σταυρό, ύστερ’ από τη Λειτουργία των Θεοφανείων. Έτσι τον ρίχνανε και στην πατρίδα μου, κ’ ήτανε ένα θέαμα έμορφο και παράξενο…».
Ξεκινούσε η συνοδεία από τη Μητρόπολη. Μπροστά πηγαίνανε τα ξαφτέρουγα και τα μπαϊράκια, κ’ ύστερα πηγαίνανε οι παπάδες με τον δεσπότη, ντυμένοι με τα χρυσά τα άμφια, παπάδες πολλοί κι αρχιμαντρίτες, γιατί η πολιτεία είχε δώδεκα εκκλησίες, και κατά τις επίσημες μέρες στις μικρές ενορίες τελειώνανε γλήγορα τη Λειτουργία και πηγαίνανε οι παπάδες στη μητρόπολη, για να γίνεται η γιορτή πιο επίσημη.
Οι ψαλτάδες ήτανε και κείνοι κάμποσοι κ’ οι πιο καλλίφωνοι, και ψέλνανε με μεγαλοπρέπεια βυζαντινά, δηλαδή ελληνικά, κι όχι σαν σήμερα πού τρελλαθήκαμε και κάναμε την ψαλμωδία μας σαν ανάλατα και ξενικά θεατρικά τραγούδια. Από πίσω ακολουθούσε λαός πολύς.
Σαν φτάνανε στ’ Αγγελή τον Γιαλό, όπως λέγανε κείνη την ακρογιαλιά, ο δεσπότης με τους παπάδες ανεβαίνανε σε μια μεγάλη σανιδωτή σάγια εμορφοσκαρωμένη, για να κάνουνε τον Αγιασμό.
Ο κόσμος έπιανε την ακρογιαλιά κι ανέβαινε ο καθένας όπου εύρισκε, για να μπορεί να βλέπει. Τα σπίτια πού ήτανε ένα γύρο γεμίζανε κόσμο. Οι γυναίκες θυμιάζανε από τα παραθύρια. Από το μέρος της θάλασσας ήτανε μαζεμένα ίσαμε 100 καΐκια και βάρκες αμέτρητες, με τις πλώρες γυρισμένες κατά το μέρος πού στεκότανε ο δεσπότης. Έτσι πού ήτανε παραταγμένα τα καΐκια, μοιάζανε σαν αρμάδα πού θα κάνει πόλεμο.
Πιο ανοιχτά, κατά το πέλαγο, έβλεπες φουνταρισμένα τα μεγάλα καΐκια, γεμάτα κόσμο και κείνα. Άλλα πάλι είχανε περιζωσμένες τις βάρκες πού βρισκόντανε γιαλό, κ’ ήτανε κι αυτά γεμάτα κόσμο, προ πάντων θαλασσινοί και παιδομάνι.
Σ’ αυτά τα μέρη κάνει πολύ κρύο, και τις πιο πολλές φορές οι αντένες των καραβιών ήτανε χιονισμένες, ένα θέαμα πολύ έμορφο. Απάνου στα ξάρτια και στις σκαλιέρες, στις γάμπιες και στα μπαστούνια των καραβιών ήτανε σκαλωμένοι πλήθος θαλασσινοί, μεγάλοι και μικροί. Η θάλασσα ήτανε κοιμισμένη, μπουνάτσα.
Κρούσταλλα κρεμόντανε από τα ξάρτια σε πολλά καΐκια. Κρύο τάρταρος. Στην κάθε βάρκα από κείνες πού είχανε κοντοζυγώσει στη στεριά και περιμένανε να πέσει ο Σταυρός στη θάλασσα, στεκόντανε από ένα – δυο νοματέοι απάνω στην πλώρη, ενώ άλλοι δυο ήτανε στα κουπιά.
Αυτοί πού στεκόντανε ορθοί στην πλώρη, ήτανε ολόγυμνοι, εξόν ένα άσπρο βρακί πού φορούσανε σαν πεστιμάλι. Οι πιο πολλοί ήτανε σαν θεριά, χεροδύναμοι, πλαταράδες, χοντρολαίμηδες, μαλλιαρόστηθοι, τα κορμιά τους ήτανε κόκκινα από το κρύο.
Τα ποδάρια τους ήτανε γερά και φουσκωμένα σαν αδράχτια, θαλασσάνθρωποι, γεμιτζήδες, κοντραμπατζήδες, ψημένοι με τ’ αλάτι. Οι πιο πολλοί είχανε ριχμένες στις πλάτες τις γούνες τους, για να μην παγώσουνε, Ένα – δυο όμως στεκόντανε γυμνοί και κάνανε κάπου – κάπου τον σταυρό τους. Μα το μάτι τους ήτανε καρφωμένο στο μέρος πού θα ‘ριχνε τον Σταυρό ο δεσπότης.
Ανάμεσα στους γυμνούς ήτανε ο Κωστής ο Γιωργάρας, ο Στρατης ο Μπεκός, ο Γιωργής ο Σόνιος, ο Δημητρός ο Μπούμπας, Πέτρος ο Κλόκας, ο Βασίλης ο Αρναούτης, ο παλαβό – Παρασκευάς κι άλλοι.
Σαν να τους βλέπω μπροστά μου. Ο Γιωργάρας ήτανε μιαν ανθρωπάρα θηρίο, σαν Κουταλιανός, με μουστάκια μαύρα, μ’ έναν λαιμό σαν βαρέλι.Είχε δεμένο στο κεφάλι του ένα μαντίλι κ’ ήτανε ίδιος κουρσάρος. Ακουμπούσε απάνω σ’ ένα κοντάρι, λες κ’ ήτανε ο Ποσειδώνας ζωντανός.
Ο Δημητρός ο Μπούμπας ήτανε ένα άλλο θεριόψαρο, χοντρός και κοντόφαρδος, μαυριδερός σαν Σαρακηνός, και καθότανε ανεκούρκουδος, σκεπασμένος με τη γούνα του, με το μάτι του καρφωμένο στον δεσπότη.
Ο Πατσός ο Αράπης, ο λεγόμενος παλαβό – Παρασκευάς, είχε γένεια κατσαρά και κόκκινα και το πετσί του ήτανε από φυσικό του κόκκινο. Στο κορμί ήτανε αντρειωμένος και σβέλτος σαν τζαμπάζης και δεν χαμπάριζε ολότελα από κρύο. Στο σουλούπι ήτανε ίδιος Ρούσος.
Αυτός ήτανε ανεβασμένος απάνω στα ξάρτια σε μια μπρατσέρα φουνταρισμένη, και στεκότανε δίχως να σαλέψει, σαν τ’ άγαλμα. Μυστήριο πώς δεν πάγωνε!
O Πέτρος ο Κλόκας ήτανε ο μονάχος πού δε φορούσε βρακιά. Αυτός ήτανε ευρωπαϊσμένος, φορούσε στενό πανταλόνι και ναυτικό σκουφί. Στο κορμί ήτανε λιγνός και μάγκας στο σχέδιο.
Τα χέρια του τα ‘χε μπλεγμένα μπροστά στο στήθος του και σουλατσάριζε απάνω στη βάρκα, ολοένα μιλούσε κ’ έκανε και κάμποσα θεατρικά.
Σαν σίμωνε λοιπόν η συνοδεία στη θάλασσα, κι ακουγότανε από μακριά η ψαλμωδία, γινότανε μεγάλος αλαλαγμός απάνω στις βάρκες. Οι βουτηχτάδες πετούσανε τις γούνες τους κ’ οι άλλοι τραβούσανε τα κουπιά, για να ‘ναι οι βάρκες τους κοντά στο μέρος πού θα ‘πεφτε ο Σταυρός. Άλλοι φωνάζανε από τα ξάρτια, άλλοι μαλώνανε, άλλοι ανεβαίνανε στις κουπαστές για να δούνε. Τέλος φτάνανε οι στρατιώτες και ταχτοποιούσανε τον κόσμο.
Μπροστά πήγαινε ο αξιωματικός ο Τούρκος κι άνοιγε τον δρόμο να περάσει ο δεσπότης, κ’ έλεγε: «Γιόλ βέριν εφεντιά!» – δηλαδή: «Κάνετε δρόμο στον αφέντη!» Ο στρατός αραδιαζότανε σε παράταξη κ’ οι ψαλτάδες ψέλνανε πολλές φορές «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου, Κύριε».
Στο τέλος το ‘ψελνε κι ο δεσπότης κ’ έριχνε τον Σταυρό στη θάλασσα. Αλαλαγμός σηκωνότανε μέσα στη θάλασσα. Οι βάρκες και τα καΐκια καργάρανε τα κουπιά και τρακάρανε το ‘να τ’ άλλο.
Οι πλώρες χτυπούσαμε η μια την άλλη. Κουπιά, κοντάρια, καμάκια, απόχες μπερδευόντανε μεταξύ τους. Οι βουτηχτάδες πέφτανε στο νερό κ’ ή θάλασσα άφριζε σαν να παλεύανε σκυλόψαρα. Πολλοί απ’ αυτούς κάνανε ώρα πολλή ν’ ανεβούνε απάνω, παίρνανε μακροβούτι και ψάχνανε στον πάτο να βρούνε τον Σταυρό. Για μια στιγμή φανερωνότανε κανένα κεφάλι και βούλιαζε γλήγορα πριν να το δεις.
Άξαφνα βγήκε ένα κεφάλι με κόκκινα γένεια κ’ ένα χέρι ξενέρισε και βαστούσε τον Σταυρό. Ήτανε ο παλαβό – Παρασκευάς. Με δυο – τρεις χεροβολιές κολύμπησε κατά το μέρος του δεσπότη και σκάλωσε στην αραξιά.
Έκανε μετάνοια και φίλησε το χέρι του κ’ έδωσε τον Σταυρό. Ο δεσπότης τον πήρε, τον ασπάστηκε και τον έβαλε στον ασημένιο δίσκο κ’ υστέρα έδωσε τον δίσκο στον Παρασκευά.
Οι ψαλτάδες πιάσανε πάλι και ψέλνανε κι ο κόσμος αλάλαζε. Ύστερα η συνοδεία τράβηξε πάλι για την εκκλησιά. Ο Παρασκευάς θεόγυμνος, με τον δίσκο στα χέρια, γύριζε στους μεγάλους καφενέδες και στις ταβέρνες κ’ έρριχνε ο κάθε ένας ό,τι ρεγάλο ήθελε.
Τόσες ώρες ολόγυμνος και βρεμένος, με παγωμένο βρακί, μήτε κρύωνε, μήτε κάνε τους ώμους του δεν ανεσήκωνε.
Όπως ήτανε κοκκινογένης αστακόχρωμος, έλεγε κανένας πώς ήτανε ο Σκύθης Ανάχαρσις, πού γύριζε τον χειμώνα γυμνός μέσα στην Αθήνα τα παλιά τα χρόνια, κ’ οι Αθηναίοι τον ρωτούσανε γιατί δεν κρυώνει, κι αυτός αποκρινότανε πώς όλο το κορμί του είναι σαν το κούτελο, πού δεν κρυώνει ποτές.
Την ώρα πού έπεφτε ο Σταυρός στη θάλασσα, όλα τα καΐκια και τα καράβια, πού ήτανε φουνταρισμένα ανοιχτά στο πέλαγο, γυρίζανε την πλώρη τους κατά την Ανατολή, από κει πού ήρθε ο Χριστός στον κόσμο.
Από το βιβλίο του Φώτη Κόντογλου «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου»
-
toula
- Κορυφαίος Αποστολέας

- Δημοσιεύσεις: 48580
- Εγγραφή: Παρ Δεκ 11, 2009 7:29 am
- Τοποθεσία: ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ (ΤΟΥΛΑ) - ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ - ΑΘΗΝΑ
Re: Ψυχοφελή μηνύματα...
Ο Θεός επιτρέπει να ταπεινωθεί και να συντριβεί
ένας άνθρωπος υπερήφανος, ο οποίος νομίζει
ότι η δύναμή του είναι παντοτινά εξασφαλισμένη.
Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς
ένας άνθρωπος υπερήφανος, ο οποίος νομίζει
ότι η δύναμή του είναι παντοτινά εξασφαλισμένη.
Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς