Ευαγγέλιο της Κυριακής (Ανανεώνεται κάθε Κυριακή)

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
g_aggelos
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1474
Εγγραφή: Πέμ Φεβ 24, 2005 6:00 am
Τοποθεσία: Άγγελος @ Αθήνα
Επικοινωνία:

Δημοσίευση από g_aggelos »

Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου

Ιωάννη γ’ 13-17

Συνομιλία με τον Νικόδημο


Και ουδείς αναβέβηκεν εις τον ουρανόν ει μη ο εκ του ουρανού καταβάς, ο Υιός του ανθρώπου ο ων εν τω ουρανώ. Και καθώς Μωυσής ύψωσε τον όφιν εν τη ερήμω, ούτως υψωθήναι δει τον Υιόν του ανθρώπου, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόλυται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον. Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον. Ου γαρ απέστειλεν ο Θεός τον υιόν αυτού εις τον κόσμον ίνα κρίνη τον κόσμον, αλλ’ ίνα σωθή ο κόσμος δι’ αυτού.

Απόδοση στη Νεοελληνική

Κανείς δεν ανέβηκε στον ουρανό, παρά εκείνος που κατέβηκε από τον ουρανό, ο Υιός του ανθρώπου, ο οποίος είναι στον ουρανό. Όπως ο Μωυσής ύψωσε το φίδι στην έρημο, έτσι πρέπει να υψωθεί ο Υιός του ανθρώπου, ώστε καθένας που πιστεύει σε αυτόν να μην χαθεί, αλλά να έχει ζωή αιώνια. Διότι τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, ώστε έδωσε τον Υιό του τον μονογενή, για να μην χαθεί όποιος πιστεύει σε αυτόν, αλλά να έχει ζωή αιώνια. Διότι δεν έστειλε ο Θεός τον Υιό του στον κόσμο, για να καταδικάσει τον κόσμο, αλλά για να σωθεί ο κόσμος διά αυτού.
g_aggelos
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1474
Εγγραφή: Πέμ Φεβ 24, 2005 6:00 am
Τοποθεσία: Άγγελος @ Αθήνα
Επικοινωνία:

Δημοσίευση από g_aggelos »

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου

Μάρκος ηʼ 34 – θʼ 1

Κλήσις εις αυταπάρνηση


Και προσκαλεσάμενος τον όχλον συν τοις μαθηταίς αυτού, είπεν αυτοίς, όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού, και ακολουθείτω μοι. Ος γαρ αν θέλει την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν, ος δʼ αν απολέση την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού και του ευαγγελίου, ούτως σώσει αυτήν. Τι γαρ ωφελήσει άνθρωπον εάν κερδήση τον κόσμον όλον, και ζημιωθή την ψυχήν αυτού; Ος γαρ εάν επαισχυνθή με και τους εμούς λόγους εν τη γενεά ταύτη τη μοιχαλίδι και αμαρτωλώ, και ο Υιός του ανθρώπου επαισχυνθήσεται αυτόν όταν έλθει εν τη δόξη του πατρός αυτού μετά των αγγέλων των αγίων. Και έλεγε αυτοίς, αμήν λέγω υμίν ότι εισί τινες των ώδε εστηκότων, οίτινες ου μη γεύσωνται θανάτουέως αν ιδώσι την βασιλείαν του Θεού εληλυθυίαν εν δυνάμη.

Απόδοση στη Νεοελληνική

Και αφού κάλεσε το πλήθος μαζί με τους μαθητές του, τους είπε, «Εάν κανείς θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του και ας σηκώσει τον σταυρό του και ας με ακολουθήσει. Γιατί, όποιος θέλει να σώσει την ζωή του, θα την χάσει, κι όποιος χάσει τη ζωή του εξʼ αιτίας μου και του Ευαγγελίου, αυτός θα την σώσει. Γιατί τι θα ωφελήσει τον άνθρωπο να κερδίσει τον κόσμο όλο και να ζημιώσει την ψυχή του; Ή τι αντάλλαγμα είναι δυνατόν να δώσει ο άνθρωπος για την ψυχή του; Γιατί όποιος ντρέπεται για μένα και για τους λόγους μου στην γενιά αυτή την μοιχαλίδα και αμαρτωλή και ο Υιός του ανθρώπου θα αισθανθεί ντροπή γιʼ αυτόν, όταν έλθει με όλη την δόξα του Πατέρα του μαζί με τους αγίους αγγέλους». Και τους έλεγε, «Αλήθεια σας λέω, ότι υπάρχουν μερικοί από αυτούς, που στέκονται εδώ, οι οποίοι δεν θα γευθούν θάνατο, έως ότου δουν την βασιλεία του Θεού να έρχεται με δύναμη.
g_aggelos
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1474
Εγγραφή: Πέμ Φεβ 24, 2005 6:00 am
Τοποθεσία: Άγγελος @ Αθήνα
Επικοινωνία:

Δημοσίευση από g_aggelos »

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου

Λουκά ε’ 1-11

Κλήσις των πρώτων μαθητών


Εγένετω δε εν τω τον όχλον επικείσθαι αυτώ του ακούειν τον λόγον του Θεού και αυτός ην εστώς παρά την λίμνην Γεννησαρέτ, και είδε δύο πλοία εστώτα παρά την λίμνην. Οι δε αλιείς αποβάντες απ’ αυτών απέπλυναν τα δίκτυα. Εμβάς δε εις εν των πλοίων, ό ην του Σίμωνος, ηρώτησεν αυτόν από της γης επαναγαγείν ολίγον, και καθίσας εδίδασκεν εκ του πλοίου τους όχλους. Ως δε επαύσατο αλών, είπε προς τον Σίμωνα, επανάγαγε εις το βάθος και χαλάσατε τα δίκτυα υμών εις άγραν. Και αποκριθείς ο Σίμων είπεν αυτώ, επιστάτα, δι’ όλης της νυκτός κοπιάσαντες ουδέν ελάβομεν, επί δε τω ρήματί σου χαλάσω το δίκτυον. Και τούτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλήθος ιχθύων πολύ, διερρήγνυτο δε το δίκτυον αυτών. Και κατένευσαν τοις μετόχοις τοις εν τω ετέρω πλοίω του ελθόντας συλλαβέσθαι αυτοίς, και ήλθον και έπλησαν αμφότερα τα πλοία, ώστε βυθίζεσθαι αυτά. Ιδών δε Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοις γόνασι Ιησού λέγων, έξελθε απ’ εμού, ότι ανήρ αμαρτωλός ειμί, Κύριε. Θάμβος γαρ περιέσχεν αυτόν και πάντας τους συν αυτώ επί τη άγρα των ιχθύων ή συνέλαβον, ομοίως δε και Ιάκωβον και Ιωάννην, υιούς Ζεβεδαίου, οί ήσαν κοινωνοί τω Σίμωνι. Και είπε προς τον Σίμωνα ο Ιησούς, μη φοβού, από του νυν ανθρώπους έση ζωγρών. Και καταγαγόντες τα πλοία επί την γην, αφέντες άπαντα ηκολούθησαν αυτώ.

Απόδοση στη Νεοελληνική

Ενώ ο κόσμος ήταν πεσμένος επάνω του για να ακούσει τον λόγο του Θεού και αυτός στεκόταν κοντά στην λίμνη της Γεννησαρέτ, είδε δύο πλοιάρια κοντά στην λίμνη, αλλά οι ψαράδες είχαν βγει και έπλεναν τα δίχτυα. Μπήκε σε ένα από τα πλοιάρια το οποίο ανήκε στον Σίμωνα και τον παρακάλεσε να απομακρυνθεί λίγο από την ξηρά. Τότε εκάθησε και δίδασκε τα πλήθη από το πλοιάριο. Μόλις έπαψε να μιλάει, είπε στον Σίμωνα, «Πήγαινε στα βαθειά και ρίξτε τα δίχτυα σας για ψάρεμα». Και ο Σίμων αποκρίθηκε, «Διδάσκαλε, όλη την νύχτα κοπιάσαμε χωρίς να πιάσουμε τίποτα. Αλλά επειδή εσύ το λες, θα ρίξω το δίχτυ». Όταν το έκαναν, έπιασαν πολλά ψάρια, και το δίχτυ τους άρχιζε να σκίζεται. Και έκαναν νεύματα στους συντρόφους τους που ήταν στο άλλο πλοιάριο, να έρθουν να τους βοηθήσουν. Και ήλθαν και γέμισαν και τα δύο πλοιάρια, ώστε να κινδυνεύουν να βυθιστούν. Όταν ο Σίμων Πέτρος είδε τι έγινε, έπεσε στα γόνατα του Ιησού και είπε, «Φύγε από εδώ Κύριε, γιατί είμαι άνθρωπος αμαρτωλός». Αυτό το είπε γιατί εξεπλάγη και αυτός και όλοι όσοι ήσαν μαζί του με τα ψάρια που έπιασαν, επίσης και ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, οι υιοί του Ζεβεδαίου, οι οποίοι ήταν συνέταιροι του Σίμωνος. Και είπε ο Ιησούς στον Σίμωνα, «Μη φοβάσαι, από τώρα και στο εξής θα πιάνεις ανθρώπους». Και όταν έφεραν τα πλοιάρια στην ξηρά, τα άφησαν όλα και τον ακολούθησαν.
g_aggelos
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1474
Εγγραφή: Πέμ Φεβ 24, 2005 6:00 am
Τοποθεσία: Άγγελος @ Αθήνα
Επικοινωνία:

Δημοσίευση από g_aggelos »

Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου


Λουκά στ 31-36


Είπεν ο Κύριος: καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως. Και ει αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστι; Και γάρ οι αμαρτωλοί τους αγαπώντας αυτούς αγαπώσι. Και εάν αγαθοποιήτε τους αγαθοποιούντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστι; Και γάρ οι αμαρτωλοί το αυτό ποιούσι. Και εάν δανείζητε παρ' ων ελπίζετε απολαβείν, ποία υμίν χάρις εστι; Και γάρ αμαρτωλοί αμαρτωλοίς δανείζουσιν ίνα απολάβωσι τα ίσα. Πλην αγαπάτε τους εχθρούς υμών και αγαθοποιείτε και δανείζετε μηδέν απελπίζοντες, και έσται ο μισθός υμών πολύς, και έσεσθε υιοί του υψίστου, ότι αυτός χρηστός έστιν επί τους αχαρίστους και πονηρούς. Γίνεσθε ουν οικτίρμονες, καθώς και ο πατήρ υμών οικτίρμων εστι.

Απόδοση στην Νεοελληνική

Είπε ο Κύριος : "Να φέρεσθε προς τους άλλους όπως θα θέλατε να φερθούν σ' εσάς. Εάν αγαπάτε μόνον εκείνους που σας αγαπούν, ποιάν χάριν έχετε; Και οι αμαρτωλοί αγαπούν εκείνους που τους αγαπούν. Και αν κάνετε καλό εις εκείνους μόνον που σας κάνουν καλό, ποιάν χάριν έχετε; Και οι αμαρτωλοί το ίδιο κάνουν. Και εάν δανείζετε μόνον εις εκείνους, από τους οποίους ελπίζετε να πάρετε, ποιάν χάριν έχετε; Και οι αμαρτωλοί δανείζουν εις τους αμαρτωλούς, διά να πάρουν πίσω το ίσον ποσό. Αλλά σεις να αγαπάτε τους εχθρούς σας και να κάνετε καλό και να δανείζετε όπου δεν ελπίζετε εις επιστροφή και η ανταμοιβή σας θα είναι μεγαλύτερη και θα είσθε υιοί του Υψίστου, διότι αυτός είναι καλός εις τους αχάριστους και κακούς. να είσθε λοιπόν φιλεύσπλαχνοι καθώς και ο Πατέρας σας είναι φιλεύσπλαχνος".
g_aggelos
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1474
Εγγραφή: Πέμ Φεβ 24, 2005 6:00 am
Τοποθεσία: Άγγελος @ Αθήνα
Επικοινωνία:

Δημοσίευση από g_aggelos »

Κυριακή 7 Οκτωβρίου

Λουκά ζ' 11-16

Η ανάστασις του υιού της χήρας εν Ναΐν


Και εγένετο εν τω εξής επορεύετο εις πόλιν καλουμένην Ναΐν. Και συνεπορεύοντο αυτώ οι μαθηταί αυτού ικανοί και όχλος πολύς. Ως δε ήγγισε τη πύλη της πόλεως, και ιδού εξεκομίζετο τεθνηκώς υιός μονογενής τη μητρί αυτού, και αύτη ην χήρα, και όχλος της πόλεως ικανός ην συν αυτή. Και ιδών αυτήν ο Κύριος εσπλαγχνίσθη επ' αυτή και είπεν αυτή. Μη κλαίε. Και προσελθών ήψατο της σορού, οι δε βαστάζοντες έστησαν, και είπε. νεανίσκε, σοι λέγω, εγέρθητι. Και ανεκάθισεν ο νεκρός και ήρξατο λαλείν, και έδωκεν αυτόν τη μητρί αυτού.
Έλαβε δε φόβος πάντας και εδόξασαν τον Θεόν, λέγοντες ότι προφήτης μέγας εγήγερται εν ημίν, και ότι επεσκέψατο ο Θεός τον λαόν αυτού.

Απόδοση στην Νεοελληνική

Εκείνο τον καιρό ο Ιησούς επήγε σε μία πόλη που ονομαζόταν Ναΐν και μαζί του πήγαιναν και οι μαθητές του και πολύς κόσμος. Μόλις πλησίασε εις την πύλη της πόλεως, μεταφερόταν έξω ένας νεκρός που ήτο το μόνο παιδί της μητέρας του η οποία ήτο χήρα. Και πολλοί από την πόλη ήσαν μαζί της. Μόλις ο Κύριος την είδε, την σπλαχνίστηκε και της είπε : "Μην κλαις". Προχώρησε και έπιασε το φέρετρο, εκείνοι δε που το βάσταζαν στάθηκαν. Αυτός είπε : "Νεανίσκε σου λέγω, σήκω". Και ανακάθισε ο νεκρός και άρχισε να μιλάει και ο Ιησούς τον παρέδωσε εις την μητέρα του. Όλους δε τους κατέλαβε φόβος και δόξασαν τον Θεό και έλεγαν : "Προφήτης μεγάλος εμφανίστηκε μεταξύ μας" και "Ο Θεός επισκέφτηκε τον λαό του".
g_aggelos
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1474
Εγγραφή: Πέμ Φεβ 24, 2005 6:00 am
Τοποθεσία: Άγγελος @ Αθήνα
Επικοινωνία:

Δημοσίευση από g_aggelos »

Κυριακή 4 Νοεμβρίου

Λουκά ιστ’ 19-31

Ο πλούσιος και ο φτωχός Λάζαρος


Άνθρωπος δε τις ην πλούσιος, και ενεδιδύσκετο πορφύραν και βύσσον ευφραινόμενος καθ ημέραν λαμπρώς. Πτωχός δε τις ην ονόματι Λάζαρος, ος εβέβλητο προς τον πυλώνα αυτού ηλκωμένος και επιθυμών χορτασθήναι από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης του πλουσίου· αλλά και οι κύνες ερχόμενοι απέλειχον τα έλκη αυτού. Εγένετο δε αποθανείν τον πτωχόν και απενεχθήναι αυτόν υπό των αγγέλων εις τον κόλπον Αβραάμ· απέθανε δε και ο πλούσιος και ετάφη. Και εν τω άδη επάρας τους οφθαλμούς αυτού, υπάρχων εν βασάνοις, ορά τον Αβραάμ από μακρόθεν και Λάζαρον εν τοίς κόλποις αυτού. Και αυτός φωνήσας είπε· πάτερ Αβραάμ, ελέησόν με και πέμψον Λάζαρον ίνα βάψη το άκρον του δακτύλου αυτού ύδατος και καταψύξη την γλώσσάν μου, ότι οδυνώμαι εν τη φλογί ταύτη. Είπε δε Αβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ότι απέλαβες συ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου, και Λάζαρος ομοίως τα κακά· νυν δε ώδε παρακαλείται, συ δε οδυνάσαι· και επί πάσι τούτοις μεταξύ ημών και υμών χάσμα μέγα εστήρικται, όπως οι θέλοντες διαβήναι ένθεν πρός υμάς μη δύνωνται, μηδέ οι εκείθεν προς ημάς διαπερώσιν. Είπε δέ· ερωτώ ουν σε, πάτερ, ίνα πέμψης αυτόν εις τον οίκον του πατρός μου· έχω γάρ πέντε αδελφούς· όπως διαμαρτύρηται αυτοίς, ίνα μη και αυτοί έλθωσιν εις τον τόπον τούτον της βασάνου. Λέγει αυτώ Αβραάμ· έχουσι Μωυσέα και τους προφήτας· ακουσάτωσαν αυτών. Ο δε είπεν· ουχί, πάτερ Αβραάμ, αλλ εάν τις από νεκρών πορευθή προς αυτούς, μετανοήσουσιν. Είπε δέ αυτώ· ει Μωυσέως και των προφητών ουκ ακούουσιν, ουδέ εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθήσονται.

Απόδοση στη Νεοελληνική

Ένας άνθρωπος ήτο πλούσιος και φορούσε κόκκινο πανάκριβο ένδυμα και λευκό, λινό πολυτελή χιτώνα. Και κάθε ημέρα ηυφραίνετο με πολυδάπανα λαμπρά συμπόσια. Ζούσε δε τότε και κάποιος πτωχός ονόματι Λάζαρος, ο οποίος ήτο παραπεταμένος κοντά εις την μεγάλη εξώπορτα του πλουσίου, γεμάτος από πληγές. Και αυτός επιθυμούσε να χορτάσει την πείνα του από τα ψίχουλα, που έπιπταν από το τραπέζι του πλουσίου, και σαν να μην έφθαναν αυτά, οι σκύλοι έγλυφαν τας πληγές του γυμνού σχεδόν σώματός του. Συνέβη δε να πεθάνει ο πτωχός και να μεταφερθεί από τους αγγέλους εις τας αγκάλας του Αβραάμ, εις τον Παράδεισο. Πέθανε δε και ο πλούσιος και ετάφη με πολλή μεγαλοπρέπεια. Η ψυχή του όμως κατέβηκε εις τον Άδην. Και στον Άδην όπου βασανιζόταν, σήκωσε τα μάτια του και βλέπει τον Αβραάμ από μακριά και τον Λάζαρο εις τας αγκάλας του. Και αυτός, που τόσην αδιαφορία και σκληρότητα είχε δείξει, όταν ζούσε εις την γη, εφώναξε τώρα και είπε : πάτερ Αβραάμ, σπλαχνίσου με και στείλε τον Λάζαρο να βρέξει την άκρη από το δάκτυλό του εις το νερό και να δροσίσει την γλώσσα μου, διότι πονώ φοβερά μέσα εις την βασανιστική αυτήν φλόγα του Άδου. Είπε δε ο Αβραάμ : τέκνον, θυμήσου, ότι εσύ απήλαυσες με το παραπάνω τα αγαθά σου εις την ζωή σου και ο Λάζαρος ομοίως δοκίμασε τα κακά της φτώχειας και της ασθενείας. Τώρα δε κι αυτός εδώ παρηγορείται και ευφραίνεται δια την υπομονή που έδειξε εις τον καιρόν της θλίψεώς του, συ δε κατά λόγο δικαιοσύνης βασανίζεσαι δια την φιλαυτία σου και την σκληρότητα της καρδιάς σου. Και επί πλέον μεταξύ του τόπου, που είμεθα εμείς, και του τόπου που είσθε εσείς, έχει στηριχθεί μέγα και ανυπέρβλητο χάσμα, ώστε εκείνοι που θέλουν να περάσουν από εδώ εις εσάς να μην ημπορούν ούτε και αυτοί που είναι εις το μέρος σας να ημπορούν να περάσουν προς ημάς. Είπε δε ο πλούσιος : «τότε σε παρακαλώ πάτερ, να στείλεις τον Λάζαρο εις το πατρικό μου σπίτι, διότι έχω εκεί πέντε αδελφούς, στείλε τον να τους διαβεβαιώσει δι’ αυτά που συμβαίνουν εδώ, ώστε να μη καταντήσουν και αυτοί εις τον τόπον τούτον των βασάνων». Λέγει εις αυτόν ο Αβραάμ : έχουν τον Μωυσέα και τους προφήτες· ας ακούσουν αυτών τας μαρτυρίας. Εκείνος δε είπε : όχι πάτερ Αβραάμ, δεν θα προσέξουν την μαρτυρία του Μωυσέως και των προφητών. Αλλά εάν κανείς από τους πεθαμένους υπάγη προς αυτούς, θα μετανοήσουν. Είπε δε προς αυτόν ο Αβραάμ : εάν δεν ακούσουν τον Μωυσέα και τους προφήτες δεν θα πεισθούν και αν ακόμη αναστηθεί κάποιος εκ νεκρών.
g_aggelos
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1474
Εγγραφή: Πέμ Φεβ 24, 2005 6:00 am
Τοποθεσία: Άγγελος @ Αθήνα
Επικοινωνία:

Δημοσίευση από g_aggelos »

Κυριακή 11 Νοεμβρίου

Λουκά ι’ 25-37

Η παραβολή του καλού Σαμαρείτου


Και ιδού νομικός τις ανέστη εκπειράζων αυτόν και λέγων. διδάσκαλε, τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω; Ο δε είπε προς αυτόν. Εν τω νόμω τι γέγραπται; πως αναγινώσκεις; Ο δε αποκριθείς είπεν, αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της ισχύος σου και εξ όλης της διανοίας σου, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν. Είπε δε αυτώ, ορθώς απεκρίθης. Τούτο ποίει και ζήση. Ο δε θέλων δικαιούν εαυτόν είπε προς τον Ιησούν. Και τις εστί μου πλησίον; Υπολαβών δε ο Ιησούς είπεν. Άνθρωπος τις κατέβαινεν από Ιερουσαλήμ εις Ιεριχώ, και λησταίς περιέπεσεν. Οι και εκδύσαντες αυτόν και πληγάς επιθέντες απήλθον αφέντες ημιθανή τυγχάνοντα. Κατά συγκυρίαν δε ιερεύς τις κατέβαινεν εν τη οδώ εκείνη, και ιδών αυτόν αντιπαρήλθεν. Ομοίως δε και Λευΐτης γενόμενος κατά τον τόπον, ελθών και ιδών αντιπαρήλθε. Σαμαρείτης δε τις οδεύων ήλθε κατ' αυτόν, και ιδών αυτόν εσπλαγχνίσθη, και προσελθών κατέδησε τα τραύματα αυτού επιχέων έλαιον και οίνον, επιβιβάσας δε αυτόν επί το ίδιον κτήνος ήγαγεν αυτόν εις πανδοχείον και επεμελήθη αυτού. Και επί την αύριον εξελθών, εκβαλών δύο δηνάρια έδωκε τω πανδοχεί και είπεν αυτώ. Επιμελήθητι αυτού, και ότι αν προσδαπανήσης εγώ εν τω επανέρχεσθαι με αποδώσω σοι. Τις ουν τούτων των τριών πλησίον δοκεί σοι γεγονέναι του εμπεσόντος εις τους ληστάς; Ο δε είπεν. Ο ποιήσας το έλεος μετ' αυτού. είπεν ουν αυτώ ο Ιησούς. πορεύου και συ ποίει ομοίως.

Απόδοση στην Νεοελληνική

Εκείνον τον καιρό, ένας νομικός πλησίασε τον Ιησού με τον σκοπό να τον πειράξει και του είπε, "Διδάσκαλε, τι να κάνω δια να κληρονομήσω ζωή αιώνια;". Αυτός δε του είπε, "Εις τον νόμο τι είναι γραμμένο; Τί διαβάζεις;" Εκείνος αποκρίθηκε, "Να αγαπήσεις τον Κύριο τον Θεό σου με όλη την καρδιά σου και με όλη την ψυχή σου και με όλη την δύναμή σου και με όλη την διάνοιά σου και τον πλησίον σου όπως τον εαυτόν σου". "Ορθά αποκρίθηκες", του είπε οι Ιησούς, "κάνε αυτό και θα ζήσεις". Εκείνος όμως ήθελε να δικαιώσει τον εαυτόν του και είπε εις τον Ιησού, "Και ποιός είναι ο πλησίον μου;". Ο Ιησούς απάντησε, "Κάποιος κατέβαινε από την Ιερουσαλήμ εις την Ιεριχώ και έπεσε σε ληστές, οι οποίοι αφού τον έγδυσαν και τον τραυμάτισαν, έφυγαν και τον άφησαν μισοπεθαμένο. Κατά σύμπτωση ένας ιερεύς κατέβαινε εις τον δρόμο εκείνον, αλλά όταν τον είδε, πέρασε από το απέναντι μέρος. Ομοίως και ένας Λευίτης, όταν έφτασε εις τον τόπον και τον είδε, πέρασε από το απέναντι μέρος. Ένας όμως Σαμαρείτης ενώ βάδιζε, έφτασε κοντά του και όταν τον είδε, τον σπλαχνίστηκε. Τον πλησίασε, έδεσε τα τραύματά του, αφού τα άλειψε με λάδι και κρασί, τον ανέβασε εις το δικόν του ζώο και τον έφερε εις ένα ξενοδοχείο και τον περιποιήθηκε. Όταν έφυγε, την επόμενη ημέρα, έβγαλε δύο δηνάρια και τα έδωκε εις τον ξενοδόχο και του είπε, "Περιποιήσου τον και οτιδήποτε δαπανήσεις επιπλέον, εγώ θα σου το αποδώσω όταν επιστρέψω". Από τους τρεις αυτούς ποιός σου φαίνεται ότι έγινε πλησίον εις εκείνον που έπεσε εις τους ληστές;". Εκείνος δε είπε, "Αυτός που του έδειξε την ευσπλαχνία". Και ο Ιησούς του είπε, "Πήγαινε και κάνε και συ το ίδιο".
g_aggelos
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1474
Εγγραφή: Πέμ Φεβ 24, 2005 6:00 am
Τοποθεσία: Άγγελος @ Αθήνα
Επικοινωνία:

Δημοσίευση από g_aggelos »

Κυριακή 18 Νοεμβρίου

Λουκά ιβ’ 16-21

Είπε δε παραβολήν προς αυτούς λέγων· ανθρώπου τινός πλουσίου ευφόρησεν η χώρα· και διελογίζετο εν εαυτώ λέγων· τι ποιήσω, ότι ουκ έχω που συνάξω τους καρπούς μου; Και είπε· τούτο ποιήσω· καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω, και συνάξω εκεί πάντα τα γενήματά μου και τα αγαθά μου, και ερώ τη ψυχή μου· ψυχή, έχεις πολλά αγαθά κείμενα εις έτη πολλά· αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου. Είπε δε αυτώ ο Θεός· άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σού· ά δε ητοίμασας τίνι έσται; Ούτως ο θησαυρίζων εαυτώ, και μη εις Θεόν πλουτών.

Απόδοση στην Νεοελληνική

Είπε δε προς αυτούς και την εξής παραβολή : «κάποιου πλούσιου ανθρώπου, σημείωσαν εξαιρετική ευφορία τα χωράφια του. Και αυτός έπεσε αμέσως εις αγωνιώδη συλλογή και μέριμνα, λέγων: τι να κάμω, διότι δεν έχω που να συγκεντρώσω και αποθηκεύσω τους καρπούς των χωραφιών μου; Και ύστερα από μεγάλη σκέψη είπε, τούτο θα κάμω : θα κρημνίσω τις αποθήκες μου και θα οικοδομήσω άλλες μεγαλύτερες, και θα συγκεντρώσω εκεί όλα τα γεννήματά μου και τα αγαθά μου. Και θα πω στην ψυχή μου : ψυχή, έχεις πολλά αγαθά αποθηκευμένα για έτη πολλά. Απόλαυσε την ζωή, αναπαύου, φάγε, πιες, ευφραίνου. Αφού δε τα ετοίμασε όλα και πριν προλάβει τίποτε από αυτά να απολαύσει, του είπε ο Θεός : Ανόητε από την κακία σου άνθρωπε και απερίσκεπτε, αυτήν την νύκτα, που πίστευες ότι θα αρχίσει η απολαυστική ζωή σου, απαιτούν να πάρουν από σε χωρίς αναβολή την ψυχή σου. Αυτά δε που έχεις ετοιμάσει, εις ποίον τώρα θα ανήκουν; Έτσι πεθαίνει και αυτό το τέλος έχει εκείνος που εγωιστικά θησαυρίζει δια τον εαυτόν του και δεν προσπαθεί να αποκτήσει τον πλούτο των καλών έργων, εις τα οποία ευχαριστείται ο Θεός».
g_aggelos
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1474
Εγγραφή: Πέμ Φεβ 24, 2005 6:00 am
Τοποθεσία: Άγγελος @ Αθήνα
Επικοινωνία:

Δημοσίευση από g_aggelos »

Κυριακή 25 Νοεμβρίου

Λουκά ιη’ 18-27

"ουδείς αγαθός, ειμή εις, ο Θεός"



Τω καιρό εκείνω, άνθρωπος τις προσήλθε τω Ιησού, πειράζων αυτόν, και λέγων, Διδάσκαλε αγαθέ, τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω; Είπε δε αυτώ ο Ιησούς, Τί με λέγεις αγαθόν; ουδείς αγαθός, ειμή εις, ο Θεός. Τας εντολάς οίδας, μη μοιχεύσεις, μη φονεύσεις, μη κλέψης, μη ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου. Ο δε είπε, Ταύτα πάντα εφυλαξάμην εκ νεότητός μου. Άκουσας δε αυτά ο Ιησούς, είπεν αυτώ, Έτι εν σοι λείπει, πάντα όσα έχεις πωλήσον, και διάδος πτωχοίς, και έξης θυσαυρόν εν ουρανώ, και δεύρω, ακολούθει μοι. Ο δε ακούσας ταύτα, περίλυπος εγένετο, ην γάρ πλούσιος σφόδρα. Ίδων δε αυτόν ο Ιησούς πρίλυπον γενόμενον, είπε, πως δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες, εισελεύσονται εις την βασιλείαν του Θεού! Ευκολώτερο γάρ έστι κάμηλον διά τρυμαλιάς ραφίδος εισέλθειν ή πλούσιον εις την βασιλείαν του Θεού εισάλθειν. Είπον δε οι ακούσαντες, και τις δύναται σωθήναι, Ο δε είπε, τα αδύνατα παρά ανθρώποις, δυνατά παρά τω Θεό έστιν.

Απόδοση στην Νεοελληνική

Εκείνο τον καιρό, κάποιος άνθρωπος πλησίασε τον Ιησού με τον σκοπό να τον πειράξει και του είπε : "Διδάσκαλε, αγαθέ, τί να κάνω για να κληρονομήσω ζωή αιώνια;". Ο Ιησούς είπε: "Γιατί με ονομάζεις αγαθόν; Κανείς δεν είναι αγαθός παρά μόνο ο Θεός. Τις ξέρεις τις εντολές, Μην μοιχεύσεις, να μην φονεύσεις, να μη κλέψεις, να μη ψευδομαρτυρήσεις, να τιμάς τον πατέρα σου και την μητέρα σου". Εκείνος δε είπε, "όλα αυτά τα εφύλαξα από την νεανική μου ηλικία". Όταν άκουσε αυτό ο Ιησούς, του είπε : "Ένα ακόμη σού λείπει, πώλησε όλα όσα έχεις και μοίρασε τα εις τους πτωχούς και θα έχεις θησαυρό στους ουρανούς και έλα, ακολούθησέ με". Αλλά αυτός όταν το άκουσε, λυπήθηκε πολύ, διότι ήτανε πολύ πλούσιος. Όταν ο Ιησούς τον είδε τόσο λυπημένο, είπε : "Πόσον δύσκολο είναι για εκείνους που έχουν τα χρήματα να μπουν στην βασιλεία του Θεού. Είναι ευκολότερο να περάσει μία καμήλα από την τρύπα μιας βελόνας παρά να μπει ένας πλούσιος στην βασιλεία του Θεού". Εκείνοι που το άκουσαν είπαν: "Τότε ποιός μπορεί να σωθεί;". Αυτός δε είπε : "Εκείνα που είναι αδύνατα εις τους ανθρώπους είναι δυνατά εις τον Θεό".
g_aggelos
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1474
Εγγραφή: Πέμ Φεβ 24, 2005 6:00 am
Τοποθεσία: Άγγελος @ Αθήνα
Επικοινωνία:

Δημοσίευση από g_aggelos »

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου

Λουκ. ιη’ 35-43

Η θεραπεία του τυφλού της Ιεριχώ


Εγένετο δε εν τω εγγίζειν αυτόν εις Ιεριχώ τυφλός τις εκάθητο παρά την οδόν προσαιτών· ακούσας δε όχλου διαπορευομένου επυνθάνετο τι είη ταύτα. Απήγγειλαν δε αυτώ ότι Ιησούς ο Ναζωραίος παρέρχεται. Και εβόησε λέγων· Ιησού υιέ Δαυίδ, ελέησόν με· και οι προάγοντες επετίμων αυτώ ίνα σιωπήση· αυτός δε πολλώ μάλλον έκραζεν· υιέ Δαυίδ, ελέησόν με. Σταθείς δε ο Ιησούς εκέλευσεν αυτόν αχθήναι προς αυτόν. Εγγίσαντος δε αυτού επηρώτησεν αυτόν λέγων· τί σοι θέλεις ποιήσω; ο δε είπε· Κύριε, ίνα αναβλέψω. Και ο Ιησούς είπεν αυτώ· ανάβλεψον· η πίστις σου σέσωκέ σε. Και παραχρήμα ανέβλεψε, και ηκολούθει αυτώ δοξάζων τον Θεόν· και πάς ο λαός ιδών έδωκεν αίνον τω Θεώ.

Απόδοση στη Νεοελληνική

Καθώς πλησίαζε εις την Ιεριχώ, ένας τυφλός καθότανε κοντά εις τον δρόμο και ζητιάνευε. Όταν άκουσε να περνά πολύς κόσμος, ερώτησε τι συμβαίνει. Του είπαν, ότι ο Ιησούς ο Ναζωραίος διαβαίνει. Τότε εφώναξε, «Ιησού, υιέ του Δαβίδ, ελέησέ με». Εκείνοι που προηγούντο, τον επέπλητταν διά να σωπάσει, αλλά αυτός εφώναζε πολύ περισσότερο, «Υιέ του Δαβίδ, ελέησέ με». Ο Ιησούς σταμάτησε και διέταξε να του τον φέρουν. Όταν αυτός πλησίασε, τον ρώτησε, «Τι θέλεις να σου κάνω;». Εκείνος δε είπε, «Κύριε, θέλω να ξαναδώ». Ο Ιησούς του είπε, «Ξανάβλεψε, η πίστις σου σε έσωσε». Και αμέσως απέκτησε το φως του και τον ακολουθούσε δοξάζων τον Θεό. Και όλος ο λαός, όταν το είδε, δόξασε τον Θεό.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”