fotis έγραψε:Πιστεύω σε Σένα Με ρωτούν πώς αισθάνομαι
και αν η αγάπη μου είναι αληθινή
και πώς ξέρω πως θα τα βγάλω πέρα
Και με κοιτούν και συνωφρυώνονται ( κατσουφιάζουν )
θα ήθελαν να με πετάξουν έξω απ' αυτή την πόλη
Δεν με θέλουν τριγύρω
γιατι ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΕ ΣΕΝΑ
Μου δείχνουν τον δρόμο προς την πόρτα
Μου λένε « Μην ξαναγυρίσεις πια »
γιατί δεν αισθάνομαι όπως θα ήθελαν αυτοί Και εγώ πορεύομαι μόνος μου
χίλια μίλια μακριά απ' το σπίτι
αλλά δεν αισθάνομαι μόνος
γιατί ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΕ ΣΕΝΑ
ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΕ ΣΕΝΑ μέσα στα δάκρυα και μέσα στο γέλιο
ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΕ ΣΕΝΑ ακόμη και όταν είμαστε μακριά ο ένας απ' τον άλλο
ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΕ ΣΕΝΑ ακόμη και το πρωινό
ω, όταν η αυγή πλησιάζει
ω, όταν η νύχτα εξαφανίζεται
ω, αυτό το συναίσθημα είναι εδώ μες στην καρδιά μου,
Μην με αφήσεις να απομακρυνθώ
κράτα με εκεί που είσαι εσύ
όπου θα μπορώ πάντοτε να ανανεώνομαι
Και αυτό που μου έδωσες σήμερα
αξίζει περισσότερο απ' όσο θα μπορούσα να πληρώσω
και ότι και να λένε οι άλλοι ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΕ ΣΕΝΑ
ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΕ ΣΕΝΑ όταν ο χειμώνας μετατρέπεται σε καλοκαίρι
ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΕ ΣΕΝΑ όταν το άσπρο γίνεται μαύρο
ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΕ ΣΕΝΑ ακόμη και αν οι άλλοι είναι περισσότεροι
ω, ακόμη και αν η γη με ταρακουνήσει,
ω, ακόμη και αν οι φίλοι μου με εγκαταλείψουν,
ω, ούτε αυτό δεν θα μπορούσε να με κάνει να γυρίσω πίσω
Μην με αφήσεις να αλλάξω την καρδιά μου
Κράτα με μακριά
απ' όλα τα σχέδια που καταστρώνουν εναντίον μου
και δεν με νοιάζει ο πόνος
δεν με νοιάζει η βροχή που πέφτει πάνω μου
Ξέρω πως θα αντέξω
γιατί ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΕ ΣΕΝΑ
Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων,Αγάπην δε μη έχω,γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον. Και εάν έχω προφητείαν και ειδώ τα μυστήρια πάντα και πάσαν την γνώσιν και έχω πάσαν την πίστιν,ώστε όρη μεθιστάνειν,Αγάπην δε μη έχω, ουδέν ειμί.
Ώρα μικρή, χαράματα,
κοιμάται όλη η πλάση
Και η σκέψη μου πιέζεται
Εσένανε να φτασei.
Τον Πλαστουργό και Κύριο και τον Δημιουργό μου
φωνάζει το μυαλό μου.
Το όνομα μελιστάλαχτο
Μου βγαίνει απ’ τα χείλη,
Περνώντας μέσα απ’ την καρδιά
Και μέσα απ’ τhn ψυxή moy,
Ζυμώνεται κάθε φορά στα κύματα του νου μου…
Ιησού μου.
Αδιάλειπτα προσεύχομαι
Και λέγω το όνομα σου,
Παρακαλώ τον οίκτο σου
Και την συμπάθεια σου,
Το έλεος σου προκαλώ με την μετάνοια μου
Ευλόγησαν.
Μες στης σιωπής τη σιγαλιά
Αθόρυβα φωνάζω,
Και αθόρυβα η ψυχή σκιρτά.
Το πνεύμα δε ψιθυριστά
Μιλά για τους θορύβους, που σείουνε τους ουρανούς
Και τα βουνά χωρίζουν.
Βαραίνουνε τα βλέφαρα
Γαλήνη και ηρεμία,
Διέξοδος το βλέμμα μου
Για την αλαζονεία.
Της καταιγίδας του μυαλού το τέλος έχει έρθει,
Πετάω προς τον ουρανό...
Καλημέρα.
Στη Μικρασία ανέτειλε η όσια μορφή σου.
Ήσουν παιδί, και φάνταζε όλ’ η ζωή δική σου.
Ελληνικά δεν ήξερες, δεν ήσουν σπουδαγμένη,
μα ο Θεός σου, ευδόκησε να είσαι ευλογημένη.
Ανοίχτηκε ο ουρανός να δεις τον άγιό Του,
και άγιοι σε σώσανε κατά το σχέδιό Του.
Πέρασες από προσφυγιά, ξεριζωμένο δέντρο,
μικρό κορίτσι, αγράμματο, μες τού διωγμού το κέντρο.
Έχασες σπίτι κι αδελφό, και ήλθες στην Ελλάδα,
ελπίζοντας πως η ζωή θά’ χε για σε, λιακάδα.
Τον άντρα σου δε χόρτασες, και έξι απ’ τα παιδιά σου,
που ο θάνατος, σου έκλεβε από την αγκαλιά σου.
Η κόρη σου δεν πρόλαβε πατέρα να γνωρίσει,
αυτόν που πρόβλεψε σωστά:
΄΄Κορίτσι έχεις στην κοιλιά,
κι όταν εγώ θά’ χω χαθεί, θα σε γηροκομίσει΄΄.
Μες τού πολέμου το κακό, στης κατοχής τη δίνη,
με το στομάχι αδειανό, χήρα γυναίκα με παιδιά,
έκανες πάντα το καλό, να δίνεις σ’ όποιον σου ζητά,
το λιγοστό σου φαγητό. (Μνημόσυνο αιώνιο, που τίποτα δε σβήνει).
Μα ζήλεψε ο πονηρός για τα παλαίσματά σου,
και θέλησε τους θησαυρούς να κλέψει απ’ την καρδιά σου.
Τους θησαυρούς που μάζευες με πόνους και μ’ αγώνες,
αυτούς που θα σε πλούτιζαν σ’ ατέλειωτους αιώνες.
Το γιό σου τον πρεσβύτερο ξεγέλασε μια μέρα,
τις πύλες τού Άδη άνοιξε, να τον περάσει πέρα.
Σε αίρεση τον έριξε, σατανική και δόλια,
κι όλοι μαζί πιαστήκαμε: Εσύ, παιδιά κι εγγόνια.
Την άγια εικόνα σου που έφερες μαζί σου
απ’ την πατρίδα τη γλυκειά παίζοντας τη ζωή σου,
θυσία την προσέφερες στης αίρεσης την πλάνη,
και την Αθήνα όργωνες στον Άδη νά’ ρθουν κι άλλοι.
Συλλήψεις δεν φοβήθηκες, φοβέρες αψηφούσες,
τού Πλάστη σου το θέλημα να κάνεις λαχταρούσες.
Ακόμα κι όταν έθαψες το γιό σου το μεγάλο,
το θέλημα τού Πλάστη σου ζητούσες, τίποτ’ άλλο.
Το σπίτι σου, το κράτησε κι έχασες τα λεφτά σου,
αγαπημένος συγγενής από την προσφυγιά σου.
Κακία δεν τού κράτησες, μ’ αγάπη τού μιλούσες,
και τη δική του συντροφιά συχνά αναζητούσες.
Ουρανοδρόμος άγιος σου έσωσε την κόρη,
μα ο θάνατος τής στέρησε το πρώτο της αγόρι.
Ο Κύριος επέτρεψε στης παντρειάς το χρόνο,
αναπηρία να ντυθεί, ισόβιο νά’ χει πόνο.
Τα δάκρυα τής κόρης σου έβλεπες κάθε μέρα,
όταν το μόνο της παιδί έχασε τον πατέρα.
Κι οι δυο μαζί δουλεύατε τη νύχτα και τη μέρα,
μάνα γριά, κι ανάπηρη η χήρα θυγατέρα.
Ήσουνα νέα και γέρασες, βάσανα μύρια πέρασες
κι Εκείνος σε κρατούσε, και πάντα σ’ αγαπούσε.
Ποτέ δε σ’ εγκατέλειψε κι αν η χαρά σου έλειψε,
ζωή, και δόξα, και τιμή, για σένανε φυλούσε.
Σαν το χρυσάφι στη φωτιά δάμασε το κορμί σου,
για να καλέσει λαμπερή την ταπεινή ψυχή σου.
Μες τα βαθειά γεράματα σε φύλαξε να ζήσεις,
ώσπου στην Εκκλησία Του και πάλι να γυρίσεις.
Πες μου γιαγιά: Τι χάρηκες σε τούτο τον αιώνα;
Σπίτι; Παιδιά; Άντρα; Λεφτά; Ψάξε στις αναμνήσεις!
Φτωχές χαρές, πίκρες πολλές κι αδιάκοπο αγώνα,
που η ζωή σου φύλαγε ώσπου να την αφήσεις.
Πες μου γιαγιά: Σαν πόναγες στου πόνου το κρεβάτι,
όταν τα χέρια σήκωνες τον Πλάστη να δοξάσεις,
χαρά ή λύπη έκρυβε το δακρυσμένο μάτι;
η Χάρη, πώς σε σόφιζε εκτίμηση να εκφράσεις;
Τώρα πια λευτερώθηκες από τα βάσανά σου.
Τώρα που η αληθινή ζωή είναι δικιά σου.
Τα έργα σου σ’ ακολουθούν σ’ ανάπαυση αιώνια,
εκεί που υπάρχει μόνο Φως, που δεν υπάρχουν χιόνια.
Εκεί, σαν όνειρο κακό φαντάζει η ζωή σου,
αυτή που έζησες στη γη, μακρυά απ’ τον Ποιητή σου.
Μη με ρωτήσεις πώς μπορώ να ξέρω τη χαρά σου,
κριτής δεν είμαι, και ποτέ δεν είδα την καρδιά σου.
Όμως, αν έζησες εδώ σε τόση δυστυχία,
αν η ζωή σου ήτανε μόνο αυτή η αστεία,
πού θα φανούμε οι ασεβείς; Ποιο χάος μας προσμένει;
Ποια ευσπλαχνία ή γιατρειά εμάς μας περιμένει;
Καλή ανάπαυση γιαγιά κοντά στον Ποιητή σου,
Εκείνον που αγάπησες σε όλη τη ζωή σου.
Κι αν παρρησία βρεις εκεί, ώσπου κι εμείς να’ ρθούμε,
στις προσευχές θυμήσου μας για να συναντηθούμε.
Καλή αντάμωση!
«Αποκρίνου εις τον άφρονα κατά την αφροσύνη αυτού, δια
να μη είναι σοφός εις τους οφθαλμούς αυτού» (Πααροιμίες 26:5)
Αιώνιο ρώτημα παλιό
πώς ήρθα και πού πάω
εγώ ο άνθρωπος της γης
που όλα τα κυβερνάω,
εγώ που στ’ άστρα τ’ ουρανού
βγήκα και σεργιανίζω,
δε βρήκα τη χαρά στη γη
στ’ αστέρια το ελπίζω.
Είμαι σοφός και δυνατός
κι αφέντης τριγυρίζω,
ποιοι είναι η Εύα κι ο Αδάμ
ούτε που τους γνωρίζω.
Δεν παραδέχομαι Θεό
ούτε Τον λογαριάζω,
σ’ ένα σεισμό – που’ σαι να δεις –
στα πόδια πως το βάζω.
Κι όταν αστράφτει και βροντά
κι άγρια μπουμπουνίζει,
σαν το πουλί η καρδούλα μου
με φόβο φτερουγίζει,
γι’ αυτό στη χούφτα μου κρατώ
μια βόμβα παιχνιδάκι
κι όταν θυμώσω γίνεται
κομμάτι κομματάκι.
Εμένα που με βλέπετε
είν’ ένδοξη η γενιά μου,
πίθηκας ο πατέρας μου
το ίδιο και η μαμά μου.
Ουρακοτάγκοι ευγενείς
όλοι οι προγονοί μου,
δε δέχομαι αντίρρηση
για την καταγωγή μου.
Κλείσε, ω άνθρωπε μωρέ,
τα άφρονά σου χείλια,
σταμάτα να μας τάζεις πια
λαγούς με πετραχήλια
και με καμάρι ζηλευτό
πάψε να διαλαλείς,
πως ένδοξός σου πρόγονος
είναι ο χιμπατζής.
Τώρα καιρός ν’ αφυπνιστείς
να ψάξεις την αλήθεια,
τι τραγικό, παραλογείς
μ’ αφρόνων παραμύθια
παρακαλώ, μετάνιωσε
και ζήτησε συγνώμη,
η Χάρη ακόμα προσκαλεί
το Αίμα σώζει ακόμη.
Φαντάσου απλά την άνοιξη χωρίς λουλούδια
Φαντάσου απλά μια καραμέλα χωρίς γλύκα
Φαντάσου απλά ένα χειμώνα δίχως χιόνια
Φαντάσου απλά ένα αστέρι χωρίς λάμψη
Φαντάσου απλά τον ήλιο χωρίς τη ζέστη
Φαντάσου απλά ένα πουλί χωρίς να κελαηδάει
Φαντάσου απλά το φεγγάρι δίχως φως
Φαντάσου απλά ένα παιδί χωρίς τη μάνα
Φαντάσου απλά ένα κλειδί χωρίς να ανοίγει
Φαντάσου απλά το σύννεφο χωρίς βροχή
Φαντάσου απλά τον αετό χωρίς φτερά
Φαντάσου απλά μια καρδιά χωρίς να χτυπάει
Ο Ιησούς Χριστός σε αγαπάει και σε περιμένει να φέρει την άνοιξη στην καρδιά σου.
Όσο κι αν πέφτω
Εσένα πάντα σκέφτομαι
πριν και μετά την πτώση μου
Εσένα μόνο
και ύστερα έρχεται η μορφή Σου η γλυκιά
μπρος στα μάτια μου
και βλέπω πως Σε πίκρανα
Και λιώνω.
Την άπειρη ευσπλαχνία Σου παρακαλώ
τα λάθη και τα πάθη μου με κλείσανε εδώ
και αν πάλι Εσύ το θέλεις να τιμωρηθώ
εγώ γνωρίζω ότι το Άγιο το Αίμα Σου
θα είναι εδώ.
Ελπίζω και πιστεύω στην αγάπη Σου
της μετανοίας τις οδύνες μου να συγκεντρώσεις
και με το Άγιο το Αίμα Σου να με λυτρώσεις
και από τη φλόγα της Κολάσεως
να με ελευθερώσεις!
Σφιχτά Χριστέ μου κρατώ την άκρη του χιτώνα Σου
γι’ αυτό δεν χάνω την ελπίδα μου ποτέ μου.
Το ουράνιο τόξο βγήκε,
Εσύ μου το χάρισες, Κύριέ μου,
και εγώ δεν θα το αφήσω
ποτέ μου!