Μια διδαχτική ιστορία!!!
Συντονιστής: Συντονιστές
- fotis
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 4712
- Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
- Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ
Re: Μια διδαχτική ιστορία!!!
Πώς να μοιράσω το ψωμί; (αληθινή ιστορία)
Τούτες τις μέρες που την πατρίδα μας τη δέρνει η φτώχεια και η πείνα, η Χρυσούλα, μεγάλη ώριμη γυναίκα με δική της τώρα οικογένεια, φέρνει στο νου της τη συγχωρεμένη τη γιαγιά της. Χρυσούλα την έλεγαν κι εκείνη, με παππού ιερέα ευλαβικό τον ονομαστό παπα-Γιώργη τον Διακουμάτο στην περιοχή της Οιτύλου στη Λακωνία.
Απ' το στόμα του παπα-Γιώργη έβγαινε πάντα χρυσάφι ο θείος λόγος του Ευαγγελίου. Αυτόν έσπερνε παντού και γλύκαινε τους πονεμένους. Στη μικρή του τη Χρυσούλα έκανε μαθήματα μέσα από την Αγία Γραφή, το Οκτωήχι και το Ψαλτήρι. Τι στιγμές ήταν εκείνες! Σμίλευε ο ακούραστος λευΐτης με τη σμίλη του Πνεύματος την άκακη και αθώα ψυχή της εγγονούλας του, την μάθαινε να αγαπά τον Θεό, να συγχωρεί τους ανθρώπους, να σκορπίζει καλοσύνες σε εχθρούς και φίλους. Ποτέ δεν ξεχνούσε -η μακαρίτισσα τώρα- γιαγιά τη μεγάλη μορφή του ιερέα παππού της που για το χωριό δεν ήταν μόνο παπάς αλλά και δάσκαλος και συμφιλιωτής και παρηγορητής, άγγελος ήταν για όλο το χωριό τους ο παπα-Γιώργης.
Μεγάλωσε κάποτε η μικρή Χρυσούλα. Έκανε τη δική της οικογένεια, και έμενε στο Ελαιοχώρι. Τέσσερα κορίτσια και ένα αγόρι της είχε χαρίσει ο Πανάγαθος. Μικρά ήταν όλα τότε. Πού να τ' αφήσει; Τα χωράφια τους είχαν απαιτήσεις. Ήθελαν χέρια δυνατά και σκληρά να τα δουλεύουν. Και κείνα άμειβαν. Και δίναν πλούσιο τον καρπό τους για να τρέφουν τη φτωχή οικογένειά τους.
Η Χρυσούλα ήταν πρώτη στο νοικοκυριό. Δεν υστερούσε όμως και στα αγροτικά. Ποτέ δεν ήθελε ν' αφήνει τον άνδρα της μόνο του. Έτρεχε και αυτή από κοντά του. Πρωί-πρωί, πριν ακόμη καλά-καλά φέξει ο ήλιος, ξεκινούσε με τη δροσιά. Από κοντά και τα παιδιά τους, μικρούλια τότε. Τ' άφηνε ξένοιαστα να παίζουν με τα χώματα ή να κυνηγάνε πεταλούδες ή άλλοτε να παίζουν κρυφτό στα χαλάσματα του φράχτη του κτήματος.
Και κατά το μεσημεράκι όταν έφθανε η ώρα του φαγητού, μάζευε γύρω τα μικρά της. Έκαναν όλοι μαζί το σταυρό τους κι έλεγαν το «Πάτερ ημών». Σε κάποιο γεύμα έβγαλε από το ταγάρι της το καλοζυμωμένο καρβέλι και κοίταξε τα παιδιά της στα μάτια. Πάντα είχε ένα μικρό λόγο σοφό να τους πει την ώρα εκείνη. Αυτή τη φορά όμως τους είπε κάτι άλλο: «Αυτό το καρβέλι είναι δικό σας! Πώς θέλετε, παιδιά μου, να σας το μοιράσω το ψωμί, σαν Θεός ή σαν άνθρωπος;».
Και κείνα μ' ένα στόμα είπαν: «Μαμά, σαν Θεός!». Γιατί ήξεραν, το 'χαν μάθει καλά το μάθημα, ότι ο Θεός είναι Πατέρας καλοκάγαθος που όλα τα μοιράζει δίκαια. Και ήθελαν να απολαύσουν τη δίκαιη μοιρασιά του Θεού.Πήρε λοιπόν το καρβέλι η μάννα, το σταύρωσε, το ασπάστηκε με ευλάβεια (έτσι έκανε πάντα) και άρχισε μετά να κόβει με το χέρι της και να δίνει στο καθένα το μερίδιό του. Τα μικρά πεινασμένα άρπαξαν με λαχτάρα το ψωμάκι και έβαλαν την πρώτη μπουκιά κιόλας στο στόμα. Όμως η μάννα φρόντισε ν' αφήσει εκείνη την ημέρα περίσσευμα το μισό καρβέλι.
Τα μικρά τρώγοντας λοξοκοιτούσαν το ένα το άλλο αν κρατούσαν όλα την ίδια μερίδα. Είδαν μετά τη μητέρα τους που καλοδίπλωσε πίσω τους το υπόλοιπο μισό καρβέλι και το 'βαλε βιαστικά πάλι μέσα στο ταγάρι. Και εκείνα απορημένα ρώτησαν: «Μαμά, γιατί μας στέρησες τη δίκαιη μοιρασιά; Εμείς σου είπαμε να μας μοιράσεις το ψωμί σαν Θεός, όχι σαν άνθρωπος».
Κι εκείνη με σοβαρότητα απάντησε: «Καλά μου παιδιά, σαν Θεός σας το μοίρασα. Ο Θεός φροντίζει για όλα τα παιδιά του κόσμου, και για κείνα που δεν έχουν να φάνε. Το υπόλοιπο καρβέλι ο Θεός θέλει να το πάμε στα φτωχά παιδάκια».
Έκπληκτα άκουσαν τα μικρά το μεγάλο μάθημα για την αγάπη. Και έτρεξαν αμέσως με χαρά να βοηθήσουν στις φτωχογειτονιές του χωριού όσα παιδάκια δεν είχαν να φάνε. Κι αυτό δεν το 'καναν μόνο μία φορά...
Πέρασαν από τότε πολλά χρόνια. Δεν ζουν κείνες οι αγιασμένες μορφές που έζησαν στη φτώχεια αλλά ήταν τόσο πλούσιες.
Έφυγαν! Έφυγαν και μας άφησαν κληρονομιά βαριά, ατίμητη σε αξία, παράδειγμα ψυχής αρχοντικής, που ξέρει να αγαπά και να σκορπίζει όπως ο Θεός δώρα και καλοσύνες με δικαιοσύνη σε όλο τον κόσμο.
Τούτες τις μέρες πού την πατρίδα μας τη δέρνει η φτώχεια και η πείνα, η Χρυσούλα, η ώριμη γυναίκα, τα θυμήθηκε όλα. Και τα λέει στις φίλες της όλα όσα ζούσαν και έκαναν τότε οι παλιοί, οι φτωχοί οι δικοί μας πρόγονοι και... η δική της γιαγιά.
Σήμερα τα θυμήθηκε όλα ξανά καθώς είδε κάτω από την πόρτα του σπιτιού της προσκλητήριο αγάπης, τυπωμένο χαρτί από τον εφημέριο της ενορίας της, που έλεγε:
«Σήμερα κανένας να μη μείνει πεινασμένος στην ενορία μας. Βοήθησε και συ όσο μπορείς».
Βούρκωσε!... Είναι και αυτή πνιγμένη στα χρέη, όμως το ψωμί στο φτωχό θα το δίνει και αυτή. Ζυμωμένο από τα δικά της τα χέρια. Κάθε μέρα θα το πηγαίνει στον καλό τους ιερέα πού γνωρίζει καλά τα ανήμπορα σπίτια!...
Περιοδικό «ο Σωτήρ», Τεύχος 2059 - Ιανουάριος 2013
Τούτες τις μέρες που την πατρίδα μας τη δέρνει η φτώχεια και η πείνα, η Χρυσούλα, μεγάλη ώριμη γυναίκα με δική της τώρα οικογένεια, φέρνει στο νου της τη συγχωρεμένη τη γιαγιά της. Χρυσούλα την έλεγαν κι εκείνη, με παππού ιερέα ευλαβικό τον ονομαστό παπα-Γιώργη τον Διακουμάτο στην περιοχή της Οιτύλου στη Λακωνία.
Απ' το στόμα του παπα-Γιώργη έβγαινε πάντα χρυσάφι ο θείος λόγος του Ευαγγελίου. Αυτόν έσπερνε παντού και γλύκαινε τους πονεμένους. Στη μικρή του τη Χρυσούλα έκανε μαθήματα μέσα από την Αγία Γραφή, το Οκτωήχι και το Ψαλτήρι. Τι στιγμές ήταν εκείνες! Σμίλευε ο ακούραστος λευΐτης με τη σμίλη του Πνεύματος την άκακη και αθώα ψυχή της εγγονούλας του, την μάθαινε να αγαπά τον Θεό, να συγχωρεί τους ανθρώπους, να σκορπίζει καλοσύνες σε εχθρούς και φίλους. Ποτέ δεν ξεχνούσε -η μακαρίτισσα τώρα- γιαγιά τη μεγάλη μορφή του ιερέα παππού της που για το χωριό δεν ήταν μόνο παπάς αλλά και δάσκαλος και συμφιλιωτής και παρηγορητής, άγγελος ήταν για όλο το χωριό τους ο παπα-Γιώργης.
Μεγάλωσε κάποτε η μικρή Χρυσούλα. Έκανε τη δική της οικογένεια, και έμενε στο Ελαιοχώρι. Τέσσερα κορίτσια και ένα αγόρι της είχε χαρίσει ο Πανάγαθος. Μικρά ήταν όλα τότε. Πού να τ' αφήσει; Τα χωράφια τους είχαν απαιτήσεις. Ήθελαν χέρια δυνατά και σκληρά να τα δουλεύουν. Και κείνα άμειβαν. Και δίναν πλούσιο τον καρπό τους για να τρέφουν τη φτωχή οικογένειά τους.
Η Χρυσούλα ήταν πρώτη στο νοικοκυριό. Δεν υστερούσε όμως και στα αγροτικά. Ποτέ δεν ήθελε ν' αφήνει τον άνδρα της μόνο του. Έτρεχε και αυτή από κοντά του. Πρωί-πρωί, πριν ακόμη καλά-καλά φέξει ο ήλιος, ξεκινούσε με τη δροσιά. Από κοντά και τα παιδιά τους, μικρούλια τότε. Τ' άφηνε ξένοιαστα να παίζουν με τα χώματα ή να κυνηγάνε πεταλούδες ή άλλοτε να παίζουν κρυφτό στα χαλάσματα του φράχτη του κτήματος.
Και κατά το μεσημεράκι όταν έφθανε η ώρα του φαγητού, μάζευε γύρω τα μικρά της. Έκαναν όλοι μαζί το σταυρό τους κι έλεγαν το «Πάτερ ημών». Σε κάποιο γεύμα έβγαλε από το ταγάρι της το καλοζυμωμένο καρβέλι και κοίταξε τα παιδιά της στα μάτια. Πάντα είχε ένα μικρό λόγο σοφό να τους πει την ώρα εκείνη. Αυτή τη φορά όμως τους είπε κάτι άλλο: «Αυτό το καρβέλι είναι δικό σας! Πώς θέλετε, παιδιά μου, να σας το μοιράσω το ψωμί, σαν Θεός ή σαν άνθρωπος;».
Και κείνα μ' ένα στόμα είπαν: «Μαμά, σαν Θεός!». Γιατί ήξεραν, το 'χαν μάθει καλά το μάθημα, ότι ο Θεός είναι Πατέρας καλοκάγαθος που όλα τα μοιράζει δίκαια. Και ήθελαν να απολαύσουν τη δίκαιη μοιρασιά του Θεού.Πήρε λοιπόν το καρβέλι η μάννα, το σταύρωσε, το ασπάστηκε με ευλάβεια (έτσι έκανε πάντα) και άρχισε μετά να κόβει με το χέρι της και να δίνει στο καθένα το μερίδιό του. Τα μικρά πεινασμένα άρπαξαν με λαχτάρα το ψωμάκι και έβαλαν την πρώτη μπουκιά κιόλας στο στόμα. Όμως η μάννα φρόντισε ν' αφήσει εκείνη την ημέρα περίσσευμα το μισό καρβέλι.
Τα μικρά τρώγοντας λοξοκοιτούσαν το ένα το άλλο αν κρατούσαν όλα την ίδια μερίδα. Είδαν μετά τη μητέρα τους που καλοδίπλωσε πίσω τους το υπόλοιπο μισό καρβέλι και το 'βαλε βιαστικά πάλι μέσα στο ταγάρι. Και εκείνα απορημένα ρώτησαν: «Μαμά, γιατί μας στέρησες τη δίκαιη μοιρασιά; Εμείς σου είπαμε να μας μοιράσεις το ψωμί σαν Θεός, όχι σαν άνθρωπος».
Κι εκείνη με σοβαρότητα απάντησε: «Καλά μου παιδιά, σαν Θεός σας το μοίρασα. Ο Θεός φροντίζει για όλα τα παιδιά του κόσμου, και για κείνα που δεν έχουν να φάνε. Το υπόλοιπο καρβέλι ο Θεός θέλει να το πάμε στα φτωχά παιδάκια».
Έκπληκτα άκουσαν τα μικρά το μεγάλο μάθημα για την αγάπη. Και έτρεξαν αμέσως με χαρά να βοηθήσουν στις φτωχογειτονιές του χωριού όσα παιδάκια δεν είχαν να φάνε. Κι αυτό δεν το 'καναν μόνο μία φορά...
Πέρασαν από τότε πολλά χρόνια. Δεν ζουν κείνες οι αγιασμένες μορφές που έζησαν στη φτώχεια αλλά ήταν τόσο πλούσιες.
Έφυγαν! Έφυγαν και μας άφησαν κληρονομιά βαριά, ατίμητη σε αξία, παράδειγμα ψυχής αρχοντικής, που ξέρει να αγαπά και να σκορπίζει όπως ο Θεός δώρα και καλοσύνες με δικαιοσύνη σε όλο τον κόσμο.
Τούτες τις μέρες πού την πατρίδα μας τη δέρνει η φτώχεια και η πείνα, η Χρυσούλα, η ώριμη γυναίκα, τα θυμήθηκε όλα. Και τα λέει στις φίλες της όλα όσα ζούσαν και έκαναν τότε οι παλιοί, οι φτωχοί οι δικοί μας πρόγονοι και... η δική της γιαγιά.
Σήμερα τα θυμήθηκε όλα ξανά καθώς είδε κάτω από την πόρτα του σπιτιού της προσκλητήριο αγάπης, τυπωμένο χαρτί από τον εφημέριο της ενορίας της, που έλεγε:
«Σήμερα κανένας να μη μείνει πεινασμένος στην ενορία μας. Βοήθησε και συ όσο μπορείς».
Βούρκωσε!... Είναι και αυτή πνιγμένη στα χρέη, όμως το ψωμί στο φτωχό θα το δίνει και αυτή. Ζυμωμένο από τα δικά της τα χέρια. Κάθε μέρα θα το πηγαίνει στον καλό τους ιερέα πού γνωρίζει καλά τα ανήμπορα σπίτια!...
Περιοδικό «ο Σωτήρ», Τεύχος 2059 - Ιανουάριος 2013
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
- fotis
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 4712
- Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
- Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ
Re: Μια διδαχτική ιστορία!!!
Ένας άγιος άστεγος…(μια αληθινή και διδακτική ιστορία)
Η ματιά του με διαπερνούσε ενοχλητικά στο αργό περπάτημα μου λίγα μέτρα πιο πέρα…
Αναζητούσα κάτι άλλο, αλλά προέκυψε αυτό το βλέμμα που σαν να μου μιλούσε χωρίς ήχο με καθήλωσε και με γέμισε ενοχες…
Εγώ κρατώντας μια τυρόπιτα και ένα μπουκάλι νερό αμέριμνος αλλά και ψυχρός, εκείνος ένας πεινασμένος και κομματιασμένος ψυχικά περίμενε όχι την τυρόπιτα, αλλά το τέλος που δεν ερχόταν…
Τον κοιταξα αλλη μια φορα και του την προσφερα μαζι το νερο…Την πηρε στα χερια αλλα δεν την εφαγε…
«Ένα τσιγαρο εχεις να μου δωσεις;»
«Δεν καπνιζω», του λεω, αλλα τρεχω στο περιπτερο διπλα του και αγοραζω ενα πακετο, δεν θυμαμαι και ποια μαρκα…
Το προσφερω χαμογελωντας και καθως απομακρυνομαι μη εχοντας να δωσω κατι αλλο, ξεκινησε η δικη του προσφορα!!!
«Το τσιγαρο με σκοτωνει, ενω η τυροπιτα ανανεώνει το ραντεβου με την κολαση για αργοτερα…»
Τον κοίταζα σιωπηλός και ακίνητος δείχνοντάς του το ενδιαφέρον που ζητούσε για να συνεχίσει…
«Δεν με παίρνει ρε φίλε η Παναγιά, με αφήνει εδω να ταλαιπωρούμαι, να βλέπω την πατρίδα να στοιχειώνει και να μη μπορώ να τη βοηθήσω…
Τα παιδιά και τους νέους να χάνονται στην απελπισία, χωρίς προοπτική και όνειρα και λιώνω…Τους αρρώστους αβοήθητους, τους γέροντες πεταμένους και εκείνα τα ορφανά ξεχασμένα στα ιδρύματα και μαυρίζει η καρδιά μου…
Ο Χριστός είναι εδώ συνέχεια δίπλα μου και όσο τον παρακαλάω να με πάρει μαζί του με αφήνει να κοιμηθώ και ξανάρχεται μόλις ξυπνήσω…
Δεν έχω και άλλη παρέα αλλά ούτε και παράπονο…Όποτε Τον φωνάξω τρέχει συνέχεια να με ακούσει…
Αν ζητήσεις από τον πρωθυπουργό ακρόαση δεν θα τον δεις ποτέ…Ο άρχοντας όμως όλου του κόσμου έρχεται αμέσως…»
Δακρύζει και σταματάει να μιλάει κοιτώντας αλλού…
Κάθισα δίπλα του και περίμενα να συνεχίσει, ήταν τόσο ζεστά, παρά το κρύο, που νόμιζες ότι έχει σόμπα κοντά του…
Τώρα με κοιτάζει και χαμογελάει…
«Δώρο από τον Χριστό είναι η σόμπα, μη σου πω ότι το βράδυ ξεσκεπάζομαι»
Χλόμιασα γιατί διάβασε τη σκέψη μου…!Κατάλαβα ότι δεν είναι τυχαίος άνθρωπος…
«Η δικαιοσύνη του Θεού είναι πιο μεγάλη από ότι φαντάζεσαι…
Αν κάνεις φόνο, η ανθρώπινη επιείκεια του δικαστηρίου θα σε βγάλει από τη φυλακή σε λίγα χρόνια, ενώ για το ίδιο αδίκημα σου λένε ότι θα πας στην κόλαση αιώνια…
Είναι δυνατόν ο άνθρωπος να είναι ποιο επιεικής από τον Θεό;
Αν μετανοήσεις για τις πράξεις που σε βαραίνουν, θα συγχωρεθείς αμέσως από τον Χριστό, γι’ αυτό να μην είσαι τόσο αυστηρός με τον εαυτό σου…
Δώσε του την ευκαιρία να διορθωθεί και μη καταδιώκεσαι από τους τύπους και το καθήκον…Κάνε την προσευχή σου πάντα και μην αφήνεις τον εαυτό σου έξω από την ευλογία του Χριστού…»
«Θέλω αν μπορείς να προσευχηθείς για εμένα», του ζητώ…
«Αν εγώ φάω την τυρόπιτα που μου πρόσφερες, εσύ θα χορτάσεις; Να προσεύχεσαι στον Χριστό όπως και εγώ και να έχεις πίστη…»
Καθώς σηκώνομαι να φύγω, ενώ εκείνος πήρε την τυρόπιτα στα χέρια με κοιτάζει χαμογελώντας και μου λέει:
«Τόση ώρα οι τρεις μας θα μπορούσαμε να παίξουμε και ξερή(παιχνίδι με χαρτιά), αλλά μάλλον εσύ ήθελες μόνο να ακούσεις…
Ο φίλος μου θα σε βοηθήσει να βρεις αυτό που ζητάς…»
Ποτέ δεν περίμενα ότι παίρνοντας ένα πακέτο τσιγάρα και μια τυρόπιτα θα δεχόμουν σαν αντίτιμο την σοφία ενός άγνωστου άστεγου, τη δωρεάν ακτινογραφία των ανησυχιών μου και τη διαβεβαίωση ότι ο φίλος του ο Χριστός θα μου τις απαλύνει…
Οι άνθρωποι του Θεού βρίσκονται ανάμεσα μας και όποιος έχει ανοικτά μάτια μπορεί να δει το θέλημα Του αλλά και την χάρη Του, αυτήν που μεταμορφώνει έναν άστεγο σε σοφό, έναν άγνωστο σε φίλο, έναν άνθρωπο σε αδελφό !!!
Πηγή: fdathanasiou
Η ματιά του με διαπερνούσε ενοχλητικά στο αργό περπάτημα μου λίγα μέτρα πιο πέρα…
Αναζητούσα κάτι άλλο, αλλά προέκυψε αυτό το βλέμμα που σαν να μου μιλούσε χωρίς ήχο με καθήλωσε και με γέμισε ενοχες…
Εγώ κρατώντας μια τυρόπιτα και ένα μπουκάλι νερό αμέριμνος αλλά και ψυχρός, εκείνος ένας πεινασμένος και κομματιασμένος ψυχικά περίμενε όχι την τυρόπιτα, αλλά το τέλος που δεν ερχόταν…
Τον κοιταξα αλλη μια φορα και του την προσφερα μαζι το νερο…Την πηρε στα χερια αλλα δεν την εφαγε…
«Ένα τσιγαρο εχεις να μου δωσεις;»
«Δεν καπνιζω», του λεω, αλλα τρεχω στο περιπτερο διπλα του και αγοραζω ενα πακετο, δεν θυμαμαι και ποια μαρκα…
Το προσφερω χαμογελωντας και καθως απομακρυνομαι μη εχοντας να δωσω κατι αλλο, ξεκινησε η δικη του προσφορα!!!
«Το τσιγαρο με σκοτωνει, ενω η τυροπιτα ανανεώνει το ραντεβου με την κολαση για αργοτερα…»
Τον κοίταζα σιωπηλός και ακίνητος δείχνοντάς του το ενδιαφέρον που ζητούσε για να συνεχίσει…
«Δεν με παίρνει ρε φίλε η Παναγιά, με αφήνει εδω να ταλαιπωρούμαι, να βλέπω την πατρίδα να στοιχειώνει και να μη μπορώ να τη βοηθήσω…
Τα παιδιά και τους νέους να χάνονται στην απελπισία, χωρίς προοπτική και όνειρα και λιώνω…Τους αρρώστους αβοήθητους, τους γέροντες πεταμένους και εκείνα τα ορφανά ξεχασμένα στα ιδρύματα και μαυρίζει η καρδιά μου…
Ο Χριστός είναι εδώ συνέχεια δίπλα μου και όσο τον παρακαλάω να με πάρει μαζί του με αφήνει να κοιμηθώ και ξανάρχεται μόλις ξυπνήσω…
Δεν έχω και άλλη παρέα αλλά ούτε και παράπονο…Όποτε Τον φωνάξω τρέχει συνέχεια να με ακούσει…
Αν ζητήσεις από τον πρωθυπουργό ακρόαση δεν θα τον δεις ποτέ…Ο άρχοντας όμως όλου του κόσμου έρχεται αμέσως…»
Δακρύζει και σταματάει να μιλάει κοιτώντας αλλού…
Κάθισα δίπλα του και περίμενα να συνεχίσει, ήταν τόσο ζεστά, παρά το κρύο, που νόμιζες ότι έχει σόμπα κοντά του…
Τώρα με κοιτάζει και χαμογελάει…
«Δώρο από τον Χριστό είναι η σόμπα, μη σου πω ότι το βράδυ ξεσκεπάζομαι»
Χλόμιασα γιατί διάβασε τη σκέψη μου…!Κατάλαβα ότι δεν είναι τυχαίος άνθρωπος…
«Η δικαιοσύνη του Θεού είναι πιο μεγάλη από ότι φαντάζεσαι…
Αν κάνεις φόνο, η ανθρώπινη επιείκεια του δικαστηρίου θα σε βγάλει από τη φυλακή σε λίγα χρόνια, ενώ για το ίδιο αδίκημα σου λένε ότι θα πας στην κόλαση αιώνια…
Είναι δυνατόν ο άνθρωπος να είναι ποιο επιεικής από τον Θεό;
Αν μετανοήσεις για τις πράξεις που σε βαραίνουν, θα συγχωρεθείς αμέσως από τον Χριστό, γι’ αυτό να μην είσαι τόσο αυστηρός με τον εαυτό σου…
Δώσε του την ευκαιρία να διορθωθεί και μη καταδιώκεσαι από τους τύπους και το καθήκον…Κάνε την προσευχή σου πάντα και μην αφήνεις τον εαυτό σου έξω από την ευλογία του Χριστού…»
«Θέλω αν μπορείς να προσευχηθείς για εμένα», του ζητώ…
«Αν εγώ φάω την τυρόπιτα που μου πρόσφερες, εσύ θα χορτάσεις; Να προσεύχεσαι στον Χριστό όπως και εγώ και να έχεις πίστη…»
Καθώς σηκώνομαι να φύγω, ενώ εκείνος πήρε την τυρόπιτα στα χέρια με κοιτάζει χαμογελώντας και μου λέει:
«Τόση ώρα οι τρεις μας θα μπορούσαμε να παίξουμε και ξερή(παιχνίδι με χαρτιά), αλλά μάλλον εσύ ήθελες μόνο να ακούσεις…
Ο φίλος μου θα σε βοηθήσει να βρεις αυτό που ζητάς…»
Ποτέ δεν περίμενα ότι παίρνοντας ένα πακέτο τσιγάρα και μια τυρόπιτα θα δεχόμουν σαν αντίτιμο την σοφία ενός άγνωστου άστεγου, τη δωρεάν ακτινογραφία των ανησυχιών μου και τη διαβεβαίωση ότι ο φίλος του ο Χριστός θα μου τις απαλύνει…
Οι άνθρωποι του Θεού βρίσκονται ανάμεσα μας και όποιος έχει ανοικτά μάτια μπορεί να δει το θέλημα Του αλλά και την χάρη Του, αυτήν που μεταμορφώνει έναν άστεγο σε σοφό, έναν άγνωστο σε φίλο, έναν άνθρωπο σε αδελφό !!!
Πηγή: fdathanasiou
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
- fotis
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 4712
- Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
- Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ
Re: Μια διδαχτική ιστορία!!!
Η αλεπουδίτσα
Θα μπορούσε να είναι ένα πολύ όμορφο παραμύθι. Ωστόσο, η παρακάτω αφήγηση είναι ιδιαίτερα διδακτική για όλους εμάς τους μορφωμένους και "σοφούς" κατά κόσμον. Την ξεσήκωσα από το βιβλίο "Σχεδόν άγιοι" του π. Τύχωνος Σεβκούνωφ (Εκδόσεις Εν πλω, σελ. 233-234) και την παραθέτω συντετμημένη:
Ζούσε στην αρχαία Αίγυπτο ένας μοναχός που ήταν φίλος με έναν φελλάχο αγρότη. Μια μέρα ο αγρότης του είπε:
"Κι εγώ λατρεύω τον Θεό που δημιούργησε αυτόν τον κόσμο! Κάθε απόγευμα χύνω σε μια γαβάθα κατσικίσιο γάλα και το βάζω κάτω από τη φοινικιά. Το βράδυ ο Θεός έρχεται και πίνει το γαλατάκι μου. Του αρέσει πάρα πολύ! Ούτε μια φορά δεν έμεινε τίποτε στη γαβάθα".
Ο μοναχός γέλασε και εξήγησε στον αγρότη ότι ο Θεός δεν πίνει γάλα, εκείνος επέμενε, και τελικά ο μοναχός του πρότεινε να αγρυπνήσουν και να παρακολουθήσουν τι θα γίνει. Πράγματι, ο αγρότης έβαλε τη γαβάθα με το γάλα κάτω από τη φοινικιά, και οι δυο τους έμειναν άγρυπνοι. Στο φως του φεγγαριού σύντομα εμφανίσθηκε μια αλεπουδίτσα που πήγε κατευθείαν στο γάλα και το ήπιε μέχρι τέλος. Ο αγρότης απογοητεύθηκε και ομολόγησε ότι ο μοναχός είχε δίκαιο. Εκείνος πάλι προσπάθησε να τον παρηγορήσει και του εξήγησε ότι ο Θεός είναι πνεύμα και δεν έχει ανάγκη από τροφή, αλλά ο αγρότης ήταν απαρηγόρητος και έφυγε κλαίγοντας. Όταν ο μοναχός γύρισε στην καλύβα του, βρήκε ξαφνιασμένος έναν άγγελο να του φράζει το δρόμο και να του λέει:
"Αυτός ο απλός άνθρωπος δεν είχε ούτε παιδεία ούτε σοφία ούτε μόρφωση για να λατρέψει τον Θεό διαφορετικά απ' ό,τι έκανε. Κι εσύ, με τη σοφία και τη μόρφωσή σου, του πήρες αυτή τη δυνατότητα. Θα πεις ότι χωρίς αμφιβολία έκρινες σωστά; Όμως ένα πράγμα δεν ξέρεις, ω σοφέ: ο Θεός, βλέποντας την ειλικρινή καρδιά αυτού του αγρότη, κάθε βράδυ έστελνε στον φοίνικα την αλεπουδίτσα, για να τον καθησυχάσει και να δεχθεί την θυσία του".
Θα μπορούσε να είναι ένα πολύ όμορφο παραμύθι. Ωστόσο, η παρακάτω αφήγηση είναι ιδιαίτερα διδακτική για όλους εμάς τους μορφωμένους και "σοφούς" κατά κόσμον. Την ξεσήκωσα από το βιβλίο "Σχεδόν άγιοι" του π. Τύχωνος Σεβκούνωφ (Εκδόσεις Εν πλω, σελ. 233-234) και την παραθέτω συντετμημένη:
Ζούσε στην αρχαία Αίγυπτο ένας μοναχός που ήταν φίλος με έναν φελλάχο αγρότη. Μια μέρα ο αγρότης του είπε:
"Κι εγώ λατρεύω τον Θεό που δημιούργησε αυτόν τον κόσμο! Κάθε απόγευμα χύνω σε μια γαβάθα κατσικίσιο γάλα και το βάζω κάτω από τη φοινικιά. Το βράδυ ο Θεός έρχεται και πίνει το γαλατάκι μου. Του αρέσει πάρα πολύ! Ούτε μια φορά δεν έμεινε τίποτε στη γαβάθα".
Ο μοναχός γέλασε και εξήγησε στον αγρότη ότι ο Θεός δεν πίνει γάλα, εκείνος επέμενε, και τελικά ο μοναχός του πρότεινε να αγρυπνήσουν και να παρακολουθήσουν τι θα γίνει. Πράγματι, ο αγρότης έβαλε τη γαβάθα με το γάλα κάτω από τη φοινικιά, και οι δυο τους έμειναν άγρυπνοι. Στο φως του φεγγαριού σύντομα εμφανίσθηκε μια αλεπουδίτσα που πήγε κατευθείαν στο γάλα και το ήπιε μέχρι τέλος. Ο αγρότης απογοητεύθηκε και ομολόγησε ότι ο μοναχός είχε δίκαιο. Εκείνος πάλι προσπάθησε να τον παρηγορήσει και του εξήγησε ότι ο Θεός είναι πνεύμα και δεν έχει ανάγκη από τροφή, αλλά ο αγρότης ήταν απαρηγόρητος και έφυγε κλαίγοντας. Όταν ο μοναχός γύρισε στην καλύβα του, βρήκε ξαφνιασμένος έναν άγγελο να του φράζει το δρόμο και να του λέει:
"Αυτός ο απλός άνθρωπος δεν είχε ούτε παιδεία ούτε σοφία ούτε μόρφωση για να λατρέψει τον Θεό διαφορετικά απ' ό,τι έκανε. Κι εσύ, με τη σοφία και τη μόρφωσή σου, του πήρες αυτή τη δυνατότητα. Θα πεις ότι χωρίς αμφιβολία έκρινες σωστά; Όμως ένα πράγμα δεν ξέρεις, ω σοφέ: ο Θεός, βλέποντας την ειλικρινή καρδιά αυτού του αγρότη, κάθε βράδυ έστελνε στον φοίνικα την αλεπουδίτσα, για να τον καθησυχάσει και να δεχθεί την θυσία του".
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
- fotis
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 4712
- Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
- Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ
Re: Μια διδαχτική ιστορία!!!
ΕΝΑ ΘΑΥΜΑ ΣΑΝ ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ...
Τό σπίτι τού Μάρκου...
Του Διονύση Μακρή
Το χιονόνερο που έπεφτε ήταν εκνευριστικό. Ο δυνατός βοριάς δεν άφηνε τίποτε όρθιο. Το τσουχτερό κρύο ήταν ανυπόφορο...
Ο Μάρκος τυλίχθηκε με μία κουβέρτα και ζάρωσε πάνω στα πρόχειρα χαρτόκουτα που είχε στρώσει. Αναστέναξε βαριά. Ήπιε μία γουλιά νερό από το μπουκάλι. Όλα τα στοιχεία έδειχναν πως η νύκτα που θα ακολουθούσε θα ήταν εφιαλτική. Αναρωτιόταν αν θα ξημέρωνε ζωντανός η αν θα πάγωνε. Κοιτούσε δεξιά -αριστερά μη τυχόν και περάσει κάποιος περαστικός και ανοίξει κουβέντα.
Το εμπορικό Κέντρο δίπλα του είχε σχεδόν αδειάσει. Ασυναίσθητα κοίταξε τον ουρανό. «Γιατί Θεέ μου έφθασα σ’ αυτήν την κατάσταση; Γιατί με τιμωρείς τόσο σκληρά;» ψέλλισε! Κοιτούσε σαν να προσδοκούσε μία απάντηση. Μάταια όμως περίμενε. Το ρολόι που ήταν αναρτημένο στο εμπορικό κέντρο έδειχνε 1:45 π.μ.Κοίταξε τις απέναντι πολυκατοικίες. Τα φώτα των διαμερισμάτων ήταν όλα κλειστά.
Μόνο ένα εξ αυτών ήταν ανοικτό. Κάποιος άρρωστος η κανένα μωρό θα τους κρατά ξάγρυπνους, σκέφτηκε. Τουλάχιστον είναι στα ζεστά και θα έχουν κάποιον να τους φροντίσει. Ξαφνικά βλέπει μία μπλε ακτίνα φωτός να φεύγει από τον ουρανό και να εισέρχεται μέσα από την μπαλκονόπορτα στο διαμέρισμα. Ξαφνιάστηκε! Τρόμαξε.
Άρχισε να τρίβει τα μάτια του μη τυχόν και έχει παραισθήσεις. «Βρε τι ζημιά μπορείς να πάθεις από μία μπύρα!» σκεφτόταν. Προσπάθησε να σκεφθεί κάτι άλλο για να ξεφύγει από την παραίσθηση. Τα μάτια του όμως δεν τα όριζε. Ήταν καρφωμένα σ’ αυτό το περίεργο μπλε φως που κατέληγε στο διαμέρισμα. Άρχισε να τσιμπιέται μη τυχόν και κοιμόταν. Νόμιζε πως έβλεπε όνειρο.
Αποφάσισε να σηκωθεί λίγο και να περπατήσει. Έτσι πίστευε πως θα ξέφευγε από τις παραισθήσεις. «Λες να είχε κανένα περίεργο χόρτο το σουβλάκι που έφαγα και μου έφερε αυτή την αναστάτωση;» αναλογιζόταν καθώς προχώρησε δύο τρία βήματα. «Μήπως πάλι είναι η τελευταία μου νύκτα αυτή και ο Θεός έδωσε αυτό το σημάδι;»
Ξανακοίταξε προς την πολυκατοικία. Το φως γινόταν πιο δυνατό. «Μπορεί να πρόκειται για κάποιο λέιζερ. Μπορεί αυτός που μένει στο διαμέρισμα να δημιουργεί όλο αυτό το θέαμα και ενώ το φως φεύγει από το διαμέρισμα να πιστεύω πως έρχεται από τον ουρανό. Αυτό είναι… Με το κρύο αυτό φαίνεται χάζεψα εντελώς» μονολόγησε ο Μάρκος και επέστρεψε στη θέση του! Άδικα σηκώθηκα, έλεγε. Ξανακάθισε κάτω και τυλίχθηκε με τις κουβέρτες.
Ασυναίσθητα έκανε το σταυρό του και έγειρε πίσω το κεφάλι του. «Τρεις ώρες απομένουν θα περάσουν. Πες ότι κάνω γερμανικό νούμερο στο στρατό… Α! ρε μανούλα ευτυχώς που δεν ζεις, να δεις πως κατάντησε ο γιος σου. Βέβαια αν ζούσες θα ήταν όλα διαφορετικά. Δεν νομίζω να κατέληγα ζητιάνος και άστεγος.
Πολλά λάθη μάνα έκανα στη ζωή μου. Την κατέστρεψα. Έχασα τα πάντα. Πίστευα πως όλος ο κόσμος γυρίζει γύρω από μένα. Δεν υπολόγιζα τίποτε. Πούλησα και το πατρικό μας. Και εκείνο το χωραφάκι που είχα ενθύμιο από τον πατέρα μου. Εκείνο που έλεγες πως κάποτε βρισκόταν εκεί το ξωκκλήσι της Παναγίας μας. Εκείνο που έκαψαν οι αντάρτες. Κι εκείνο το πούλησα. Τα λεφτά τα ξόδεψα στα ξενύχτια και στα χαρτιά.
Δεν σεβάστηκα ούτε την υπόσχεση που σου έδωσα παιδί ακόμη, λίγο μετά το θάνατο του πατέρα μου ότι θα ανοικοδομήσω το σπίτι της Παναγίας και θα ανάβω το καντηλάκι της… Αχ ρε μάννα κι σ’ άκουγα θα είχα οικογένεια με τη Χρυσούλα, που μ’ αγαπούσε αληθινά. Αλλά ήθελα τη μεγάλη ζωή. Και να τώρα έγινα ένα ρεμάλι. Και το περίεργο είναι πως τα βάζω και με το Θεό. Με εκείνον δηλαδή που πολεμούσα γιατί τον έβλεπα εμπόδιο στη ζωή μου… Θυμάσαι που σου έλεγα πόσο ανόητος ήταν ο άσωτος υιός που αν και μπορούσε να περνά ζωή χαρισάμενη κοντά στο σπίτι προτίμησε και εκείνος τη μεγάλη ζωή. Ε! μάννα πολύ πιο ανόητος από εκείνον είναι ο γιος σου. Ακολούθησα τα βήματα του ασώτου. Και να τρώω τώρα τα αποφάγια των άλλων και ζητιανεύω. Ούτε στο χωριό δεν τολμώ να πάω, τέτοιο τομάρι που είμαι».
Αυτά συλλογιόταν ο Μάρκος προσπαθώντας να ανταπεξέλθει στην παγωμένη νύχτα.
Ασυναίσθητα κοίταξε και πάλι προς την πολυκατοικία. Το μπλε ουράνιο φως παρέμενε σταθερό. Τότε είδε μία ακτίνα φωτός να έρχεται προς το μέρος του. Όλα γύρω φωτίσθηκαν και μία ζεστασιά γέμισε τον χώρο. Ένιωσε τότε ένα χέρι να τον ακουμπά. Γύρισε να δει ποιός ήταν αλλά δεν είδε κανένα.
Σε κλάσματα του δευτερολέπτου κάποιος τον σήκωσε στα χέρια του. Λουσμένος όπως ήταν από το φως βρέθηκε πάνω στο μπαλκόνι της απέναντι πολυκατοικίας. Κοίταξε μέσα. Είδε μία νεαρή κοπέλα να έχει υψώσει τα χέρια της και να προσεύχεται. Την έβλεπε λες και ήταν δίπλα του και τα πατζούρια να έχουν εξαφανιστεί.
Άγγελοι φωτεινοί στέκονταν δίπλα της. Διάβαζε από ένα βιβλίο προσευχές. Το πρόσωπό της έλαμπε σαν τον ήλιο. Ακούμπησε το βιβλίο στην άκρη. Ψαλτήριο ήταν ο τίτλος του.
Η κοπέλα στη συνέχεια άνοιξε ένα τετράδιο και άρχισε να διαβάζει διάφορα ονόματα. Ο άγγελος που έστεκε δεξιά της σημείωνε. «Κύριε, στείλε τη ζεστασιά σου και στον φτωχό άγνωστο άστεγο που στέκεται εκεί απέναντι μέσα στη βαρυχειμωνιά. Σώσε τον Χριστέ μου. Κάλεσέ τον και πάλι κοντά σου και οδήγησε τον στη μετάνοια...» είπε η κοπέλα αμέσως μετά την ικεσία που έκανε για να περάσει η κρίση στην Ελλάδα.
Για την κρίση είπε: «Κύριε στείλε την Παναγία μας και τους αγίους να διαλύσουν τον εγωισμό μας και να δώσουν τέλος στην αποστασία μας. Στείλε τους αγγέλους σου να μαλακώσουν τις ψυχές και τις καρδιές μας και να επαναφέρουν την αγάπη και την αληθινή πίστη στον ελληνικό λαό. Βοήθησε την πατρίδα μου να λούζεται πάλι με το ανέσπερον αναστάσιμο φως Σου και να εκδιώξει τους δαίμονες που τη διασύρουν και τη ξευτιλίζουν. Κύριε, έλα γρήγορα και μην αργείς. Ιδού η δούλη σου Μαρία έτοιμη να θυσιαστεί για σένα…»!
«Τέτοιες προσευχές δεν είχα ακούσει ποτέ στη ζωή μου. Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν στα μάγουλά μου. Ήταν τόσο όμορφα εκεί πάνω στο μπαλκόνι. Ήταν τόσο ζεστά. Δεν ξέρω πόσο έμεινα. Ξέρω μόνο πως όταν το ίδιο χέρι που με θαυμαστά με ανέβασε στο μπαλκόνι όταν με γύρισε πίσω είχε σχεδόν ξημερώσει.
Ήταν η πιο γλυκιά νύχτα της ζωής μου. Το ρολόι του εμπορικού κέντρου έδειχνε σχεδόν έξι και τα συνεργεία καθαριότητας είχαν αναλάβει εργασία. Το μπλε φως είχε εξαφανισθεί. Αν και δεν είχα κοιμηθεί ένιωθα ξεκούραστος και δυνατός. Έτρεξα απέναντι και κάθισα σε ένα απάγκιο μέρος. Ήθελα να συναντήσω αυτή την κοπέλα, να την ευχαριστήσω για το δώρο που μου έκανε και για τις προσευχές της.
Γύρω στις 9 παρά κάτι την είδα να βγαίνει από την πολυκατοικία. Έτρεξα κοντά της. Μόλις με είδε έβαλε το χέρι στη τσάντα της, πιστεύοντας ότι θα της ζητήσω βοήθεια.
- Όχι, Όχι Μαρία δεν θέλω βοήθεια. Να σε ευχαριστήσω θέλω για το μεγάλο δώρο που μου έκανες και για τις προσευχές σου.
- Πως ξέρεις το όνομά μου», είπε τότε εκείνη.
- Να άκουσα χθες το βράδυ τις προσευχές σου, ψέλλισα αμήχανος καταπίνοντας τη γλώσσα μου. Είμαι ο άστεγος ζητιάνος που ικέτευες το Θεό να τον σώσει και να τον βοηθήσει να μετανοήσει. Πες μου Μαρία τι να κάνω;
--Α! κατάλαβα είσαι εσύ που έκανες το σταυρό σου, του είπε τότε εκείνη. Σε κοιτούσα από τις γρίλιες της μπαλκονόπορτας. Ήθελα να σε φωνάξω να έρθεις να κοιμηθείς μαζί μας αλλά δεν ήξερα πως θα αντιδράσουν οι γονείς μου γιατί ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Και επειδή δεν μπορούσα να σε βοηθήσω ζήτησα να το κάνει ο Χριστός μας για να βγάλεις τη νύχτα και να μην παγώσεις. Ο Χριστός έκανε πάλι το θαύμα του. Περίμενε να χτυπήσω στη μάνα μου να σου φτιάξει ένα καλό πρωινό γιατί εγώ πρέπει να φύγω για διαφορετικά θα αργήσω στη δουλειά μου.
Πριν προλάβω να μιλήσω η Μαρία με έβαζε στο ασανσέρ.
- Γλυκιά μου μητερούλα θα φτιάξεις ένα ζεστό τσάι στον κύριο, γιατί πρέπει να φύγω;
- Ευχαρίστως Μαρία μου, ευχαρίστως! είπε εκείνη και μου έγνεψε να περάσω μέσα.
Ένιωσα πολύ άσχημα. Δεν ξέρω πόσο καιρό είχα να μπω σε σπίτι. Κοίταξα στο σαλόνι. Εκεί υπήρχε μία εικόνα της Παναγίας και μπροστά έκαιγε το καντηλάκι. Στο λιβανιστήρι, δίπλα στο νεροχύτι έκαιγε ακόμη το λιβάνι. Η Μαρία έφυγε λέγοντάς μου:
- Νιώσε άνετα και μην στεναχωριέσαι. Ο Χριστός σ’ αγαπά.
Σε λίγο ήρθε από το διπλανό δωμάτιο ο πατέρας της Μαρίας ο κυρ- Λάμπρος, όπως μου συστήθηκε. Με καλημέρισε και κάθισε δίπλα μου. Ευτυχώς που οι άνθρωποι έχουν λιβανίσει, γιατί από τη βρώμα μου δεν θα μπορούσαν ούτε να σταθούν. Η κυρά -Ουρανία ψιθύρισε κάτι στον άνδρα της και εκείνος πήγε στο δωμάτιο και γύρισε με φρεσκοσιδερωμένα ολοκαίνουργια ρούχα.
-Μάρκο παιδί μου, πιστεύω πως αυτά θα σου κάνουν. Αν δεν σου κάνουν θα πεταχτώ απέναντι στο εμπορικό κέντρο να σου πάρω ένα παντελόνι και ένα πουκάμισο. Μπουφάν και μπλούζες έχω πολλές και είναι στα μέτρα σου. Η Ράνιά μου έβαλε ήδη το θερμοσίφωνο να κάνεις ένα μπάνιο, μέχρι να φτιάξει κάτι να φάμε.
- Δεν είναι ανάγκη κυρ-Λάμπρο. Θα πιώ ένα τσάι και θα φύγω, είπα και έσκυψα από αμηχανία και ντροπή το κεφάλι μου.
-Μην ντρέπεσαι παιδί μου οι χριστιανοί είναι αδέλφια. Έχουν τον ίδιο Πατέρα και την ίδια μάνα την Παναγία μας.
Ο κυρ- Λάμπρος την ώρα που ήμουν στο μπάνιο έτρεξε και μου πήρε δύο-τρία παντελόνια, εσώρουχα, μία ζώνη κι ένα σακβουαγιάζ. Τα ρούχα του μου έκαναν κουτί. Είχα πολλούς μήνες να φορέσω φρεσκοσιδερωμένα ρούχα. Άλλωστε δεν πρέπει να ήταν και πολύ μεγαλύτερός μου. Η κυρά Ράνια, πρόσθεσε δύο-τρεις μπλούζες, ένα τάπερ με γλυκίσματα και αρκετές κάλτσες, στο σακβουαγιάζ. Με ρώτησε αν το νούμερο των παπουτσιών που φοράω ήταν 43 και όταν απάντησα καταφατικά, μου έφερε και ένα ζευγάρι μποτάκια.
Έμεινα δύο-ώρες μαζί τους και τους εξιστόρησα με το νι και με το σίγμα τι είχα ζήσει το προηγούμενο βράδυ. Εκείνοι έκαναν συχνά το σταυρό τους και ευχαριστούσαν το Θεό. Όπως μου είπε η κυρά Ράνια, η Μαρία της θέλει να μοιάσει στην Αγία Παρασκευή. Να αξιωθεί όπως εκείνη να δίδει το φως του Χριστού στους ανθρώπους…
Φεύγοντας ο κυρ- Λάμπρος μου έδωσε 300 ευρώ και μου πρότεινε να μεταβώ στην Πελοπόννησο, σ’ ένα μοναστήρι κοντά στην Κόρινθο. Εκεί βρίσκεται ο τάδε γέροντας. Πες του ότι σε έστειλα εγώ και ζήτησέ του να δουλέψεις στο μοναστήρι ως εργάτης.
Το ότι συνήλθε και μπήκε πάλι σε μία σειρά είναι ένα θαύμα. Αλλά το μεγαλύτερο θαύμα είναι πως υπάρχουν ακόμη οικογένειες άγιες, οικογένειες χριστιανικές, οικογένειες Ορθόδοξες, εξομολογείτο στον γέροντα ο Μάρκος. Του ζήτησε ακόμη να γίνει μοναχός και να αξιωθεί να ξαναζήσει το άκτιστο φως. Να ξαναζήσει τη γλυκιά εκείνη ζεστή νύχτα που διέλυσε τη βαρυχειμωνιά και το παγετό της καρδιάς του. Να βιώσει το φως του Χριστού που του πρόσφεραν οι αγνές προσευχές της Μαρίας...
Συντάκτης: ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΚΡΗΣ
Πηγή: ΣΤΥΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2013
Τό σπίτι τού Μάρκου...
Του Διονύση Μακρή
Το χιονόνερο που έπεφτε ήταν εκνευριστικό. Ο δυνατός βοριάς δεν άφηνε τίποτε όρθιο. Το τσουχτερό κρύο ήταν ανυπόφορο...
Ο Μάρκος τυλίχθηκε με μία κουβέρτα και ζάρωσε πάνω στα πρόχειρα χαρτόκουτα που είχε στρώσει. Αναστέναξε βαριά. Ήπιε μία γουλιά νερό από το μπουκάλι. Όλα τα στοιχεία έδειχναν πως η νύκτα που θα ακολουθούσε θα ήταν εφιαλτική. Αναρωτιόταν αν θα ξημέρωνε ζωντανός η αν θα πάγωνε. Κοιτούσε δεξιά -αριστερά μη τυχόν και περάσει κάποιος περαστικός και ανοίξει κουβέντα.
Το εμπορικό Κέντρο δίπλα του είχε σχεδόν αδειάσει. Ασυναίσθητα κοίταξε τον ουρανό. «Γιατί Θεέ μου έφθασα σ’ αυτήν την κατάσταση; Γιατί με τιμωρείς τόσο σκληρά;» ψέλλισε! Κοιτούσε σαν να προσδοκούσε μία απάντηση. Μάταια όμως περίμενε. Το ρολόι που ήταν αναρτημένο στο εμπορικό κέντρο έδειχνε 1:45 π.μ.Κοίταξε τις απέναντι πολυκατοικίες. Τα φώτα των διαμερισμάτων ήταν όλα κλειστά.
Μόνο ένα εξ αυτών ήταν ανοικτό. Κάποιος άρρωστος η κανένα μωρό θα τους κρατά ξάγρυπνους, σκέφτηκε. Τουλάχιστον είναι στα ζεστά και θα έχουν κάποιον να τους φροντίσει. Ξαφνικά βλέπει μία μπλε ακτίνα φωτός να φεύγει από τον ουρανό και να εισέρχεται μέσα από την μπαλκονόπορτα στο διαμέρισμα. Ξαφνιάστηκε! Τρόμαξε.
Άρχισε να τρίβει τα μάτια του μη τυχόν και έχει παραισθήσεις. «Βρε τι ζημιά μπορείς να πάθεις από μία μπύρα!» σκεφτόταν. Προσπάθησε να σκεφθεί κάτι άλλο για να ξεφύγει από την παραίσθηση. Τα μάτια του όμως δεν τα όριζε. Ήταν καρφωμένα σ’ αυτό το περίεργο μπλε φως που κατέληγε στο διαμέρισμα. Άρχισε να τσιμπιέται μη τυχόν και κοιμόταν. Νόμιζε πως έβλεπε όνειρο.
Αποφάσισε να σηκωθεί λίγο και να περπατήσει. Έτσι πίστευε πως θα ξέφευγε από τις παραισθήσεις. «Λες να είχε κανένα περίεργο χόρτο το σουβλάκι που έφαγα και μου έφερε αυτή την αναστάτωση;» αναλογιζόταν καθώς προχώρησε δύο τρία βήματα. «Μήπως πάλι είναι η τελευταία μου νύκτα αυτή και ο Θεός έδωσε αυτό το σημάδι;»
Ξανακοίταξε προς την πολυκατοικία. Το φως γινόταν πιο δυνατό. «Μπορεί να πρόκειται για κάποιο λέιζερ. Μπορεί αυτός που μένει στο διαμέρισμα να δημιουργεί όλο αυτό το θέαμα και ενώ το φως φεύγει από το διαμέρισμα να πιστεύω πως έρχεται από τον ουρανό. Αυτό είναι… Με το κρύο αυτό φαίνεται χάζεψα εντελώς» μονολόγησε ο Μάρκος και επέστρεψε στη θέση του! Άδικα σηκώθηκα, έλεγε. Ξανακάθισε κάτω και τυλίχθηκε με τις κουβέρτες.
Ασυναίσθητα έκανε το σταυρό του και έγειρε πίσω το κεφάλι του. «Τρεις ώρες απομένουν θα περάσουν. Πες ότι κάνω γερμανικό νούμερο στο στρατό… Α! ρε μανούλα ευτυχώς που δεν ζεις, να δεις πως κατάντησε ο γιος σου. Βέβαια αν ζούσες θα ήταν όλα διαφορετικά. Δεν νομίζω να κατέληγα ζητιάνος και άστεγος.
Πολλά λάθη μάνα έκανα στη ζωή μου. Την κατέστρεψα. Έχασα τα πάντα. Πίστευα πως όλος ο κόσμος γυρίζει γύρω από μένα. Δεν υπολόγιζα τίποτε. Πούλησα και το πατρικό μας. Και εκείνο το χωραφάκι που είχα ενθύμιο από τον πατέρα μου. Εκείνο που έλεγες πως κάποτε βρισκόταν εκεί το ξωκκλήσι της Παναγίας μας. Εκείνο που έκαψαν οι αντάρτες. Κι εκείνο το πούλησα. Τα λεφτά τα ξόδεψα στα ξενύχτια και στα χαρτιά.
Δεν σεβάστηκα ούτε την υπόσχεση που σου έδωσα παιδί ακόμη, λίγο μετά το θάνατο του πατέρα μου ότι θα ανοικοδομήσω το σπίτι της Παναγίας και θα ανάβω το καντηλάκι της… Αχ ρε μάννα κι σ’ άκουγα θα είχα οικογένεια με τη Χρυσούλα, που μ’ αγαπούσε αληθινά. Αλλά ήθελα τη μεγάλη ζωή. Και να τώρα έγινα ένα ρεμάλι. Και το περίεργο είναι πως τα βάζω και με το Θεό. Με εκείνον δηλαδή που πολεμούσα γιατί τον έβλεπα εμπόδιο στη ζωή μου… Θυμάσαι που σου έλεγα πόσο ανόητος ήταν ο άσωτος υιός που αν και μπορούσε να περνά ζωή χαρισάμενη κοντά στο σπίτι προτίμησε και εκείνος τη μεγάλη ζωή. Ε! μάννα πολύ πιο ανόητος από εκείνον είναι ο γιος σου. Ακολούθησα τα βήματα του ασώτου. Και να τρώω τώρα τα αποφάγια των άλλων και ζητιανεύω. Ούτε στο χωριό δεν τολμώ να πάω, τέτοιο τομάρι που είμαι».
Αυτά συλλογιόταν ο Μάρκος προσπαθώντας να ανταπεξέλθει στην παγωμένη νύχτα.
Ασυναίσθητα κοίταξε και πάλι προς την πολυκατοικία. Το μπλε ουράνιο φως παρέμενε σταθερό. Τότε είδε μία ακτίνα φωτός να έρχεται προς το μέρος του. Όλα γύρω φωτίσθηκαν και μία ζεστασιά γέμισε τον χώρο. Ένιωσε τότε ένα χέρι να τον ακουμπά. Γύρισε να δει ποιός ήταν αλλά δεν είδε κανένα.
Σε κλάσματα του δευτερολέπτου κάποιος τον σήκωσε στα χέρια του. Λουσμένος όπως ήταν από το φως βρέθηκε πάνω στο μπαλκόνι της απέναντι πολυκατοικίας. Κοίταξε μέσα. Είδε μία νεαρή κοπέλα να έχει υψώσει τα χέρια της και να προσεύχεται. Την έβλεπε λες και ήταν δίπλα του και τα πατζούρια να έχουν εξαφανιστεί.
Άγγελοι φωτεινοί στέκονταν δίπλα της. Διάβαζε από ένα βιβλίο προσευχές. Το πρόσωπό της έλαμπε σαν τον ήλιο. Ακούμπησε το βιβλίο στην άκρη. Ψαλτήριο ήταν ο τίτλος του.
Η κοπέλα στη συνέχεια άνοιξε ένα τετράδιο και άρχισε να διαβάζει διάφορα ονόματα. Ο άγγελος που έστεκε δεξιά της σημείωνε. «Κύριε, στείλε τη ζεστασιά σου και στον φτωχό άγνωστο άστεγο που στέκεται εκεί απέναντι μέσα στη βαρυχειμωνιά. Σώσε τον Χριστέ μου. Κάλεσέ τον και πάλι κοντά σου και οδήγησε τον στη μετάνοια...» είπε η κοπέλα αμέσως μετά την ικεσία που έκανε για να περάσει η κρίση στην Ελλάδα.
Για την κρίση είπε: «Κύριε στείλε την Παναγία μας και τους αγίους να διαλύσουν τον εγωισμό μας και να δώσουν τέλος στην αποστασία μας. Στείλε τους αγγέλους σου να μαλακώσουν τις ψυχές και τις καρδιές μας και να επαναφέρουν την αγάπη και την αληθινή πίστη στον ελληνικό λαό. Βοήθησε την πατρίδα μου να λούζεται πάλι με το ανέσπερον αναστάσιμο φως Σου και να εκδιώξει τους δαίμονες που τη διασύρουν και τη ξευτιλίζουν. Κύριε, έλα γρήγορα και μην αργείς. Ιδού η δούλη σου Μαρία έτοιμη να θυσιαστεί για σένα…»!
«Τέτοιες προσευχές δεν είχα ακούσει ποτέ στη ζωή μου. Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν στα μάγουλά μου. Ήταν τόσο όμορφα εκεί πάνω στο μπαλκόνι. Ήταν τόσο ζεστά. Δεν ξέρω πόσο έμεινα. Ξέρω μόνο πως όταν το ίδιο χέρι που με θαυμαστά με ανέβασε στο μπαλκόνι όταν με γύρισε πίσω είχε σχεδόν ξημερώσει.
Ήταν η πιο γλυκιά νύχτα της ζωής μου. Το ρολόι του εμπορικού κέντρου έδειχνε σχεδόν έξι και τα συνεργεία καθαριότητας είχαν αναλάβει εργασία. Το μπλε φως είχε εξαφανισθεί. Αν και δεν είχα κοιμηθεί ένιωθα ξεκούραστος και δυνατός. Έτρεξα απέναντι και κάθισα σε ένα απάγκιο μέρος. Ήθελα να συναντήσω αυτή την κοπέλα, να την ευχαριστήσω για το δώρο που μου έκανε και για τις προσευχές της.
Γύρω στις 9 παρά κάτι την είδα να βγαίνει από την πολυκατοικία. Έτρεξα κοντά της. Μόλις με είδε έβαλε το χέρι στη τσάντα της, πιστεύοντας ότι θα της ζητήσω βοήθεια.
- Όχι, Όχι Μαρία δεν θέλω βοήθεια. Να σε ευχαριστήσω θέλω για το μεγάλο δώρο που μου έκανες και για τις προσευχές σου.
- Πως ξέρεις το όνομά μου», είπε τότε εκείνη.
- Να άκουσα χθες το βράδυ τις προσευχές σου, ψέλλισα αμήχανος καταπίνοντας τη γλώσσα μου. Είμαι ο άστεγος ζητιάνος που ικέτευες το Θεό να τον σώσει και να τον βοηθήσει να μετανοήσει. Πες μου Μαρία τι να κάνω;
--Α! κατάλαβα είσαι εσύ που έκανες το σταυρό σου, του είπε τότε εκείνη. Σε κοιτούσα από τις γρίλιες της μπαλκονόπορτας. Ήθελα να σε φωνάξω να έρθεις να κοιμηθείς μαζί μας αλλά δεν ήξερα πως θα αντιδράσουν οι γονείς μου γιατί ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Και επειδή δεν μπορούσα να σε βοηθήσω ζήτησα να το κάνει ο Χριστός μας για να βγάλεις τη νύχτα και να μην παγώσεις. Ο Χριστός έκανε πάλι το θαύμα του. Περίμενε να χτυπήσω στη μάνα μου να σου φτιάξει ένα καλό πρωινό γιατί εγώ πρέπει να φύγω για διαφορετικά θα αργήσω στη δουλειά μου.
Πριν προλάβω να μιλήσω η Μαρία με έβαζε στο ασανσέρ.
- Γλυκιά μου μητερούλα θα φτιάξεις ένα ζεστό τσάι στον κύριο, γιατί πρέπει να φύγω;
- Ευχαρίστως Μαρία μου, ευχαρίστως! είπε εκείνη και μου έγνεψε να περάσω μέσα.
Ένιωσα πολύ άσχημα. Δεν ξέρω πόσο καιρό είχα να μπω σε σπίτι. Κοίταξα στο σαλόνι. Εκεί υπήρχε μία εικόνα της Παναγίας και μπροστά έκαιγε το καντηλάκι. Στο λιβανιστήρι, δίπλα στο νεροχύτι έκαιγε ακόμη το λιβάνι. Η Μαρία έφυγε λέγοντάς μου:
- Νιώσε άνετα και μην στεναχωριέσαι. Ο Χριστός σ’ αγαπά.
Σε λίγο ήρθε από το διπλανό δωμάτιο ο πατέρας της Μαρίας ο κυρ- Λάμπρος, όπως μου συστήθηκε. Με καλημέρισε και κάθισε δίπλα μου. Ευτυχώς που οι άνθρωποι έχουν λιβανίσει, γιατί από τη βρώμα μου δεν θα μπορούσαν ούτε να σταθούν. Η κυρά -Ουρανία ψιθύρισε κάτι στον άνδρα της και εκείνος πήγε στο δωμάτιο και γύρισε με φρεσκοσιδερωμένα ολοκαίνουργια ρούχα.
-Μάρκο παιδί μου, πιστεύω πως αυτά θα σου κάνουν. Αν δεν σου κάνουν θα πεταχτώ απέναντι στο εμπορικό κέντρο να σου πάρω ένα παντελόνι και ένα πουκάμισο. Μπουφάν και μπλούζες έχω πολλές και είναι στα μέτρα σου. Η Ράνιά μου έβαλε ήδη το θερμοσίφωνο να κάνεις ένα μπάνιο, μέχρι να φτιάξει κάτι να φάμε.
- Δεν είναι ανάγκη κυρ-Λάμπρο. Θα πιώ ένα τσάι και θα φύγω, είπα και έσκυψα από αμηχανία και ντροπή το κεφάλι μου.
-Μην ντρέπεσαι παιδί μου οι χριστιανοί είναι αδέλφια. Έχουν τον ίδιο Πατέρα και την ίδια μάνα την Παναγία μας.
Ο κυρ- Λάμπρος την ώρα που ήμουν στο μπάνιο έτρεξε και μου πήρε δύο-τρία παντελόνια, εσώρουχα, μία ζώνη κι ένα σακβουαγιάζ. Τα ρούχα του μου έκαναν κουτί. Είχα πολλούς μήνες να φορέσω φρεσκοσιδερωμένα ρούχα. Άλλωστε δεν πρέπει να ήταν και πολύ μεγαλύτερός μου. Η κυρά Ράνια, πρόσθεσε δύο-τρεις μπλούζες, ένα τάπερ με γλυκίσματα και αρκετές κάλτσες, στο σακβουαγιάζ. Με ρώτησε αν το νούμερο των παπουτσιών που φοράω ήταν 43 και όταν απάντησα καταφατικά, μου έφερε και ένα ζευγάρι μποτάκια.
Έμεινα δύο-ώρες μαζί τους και τους εξιστόρησα με το νι και με το σίγμα τι είχα ζήσει το προηγούμενο βράδυ. Εκείνοι έκαναν συχνά το σταυρό τους και ευχαριστούσαν το Θεό. Όπως μου είπε η κυρά Ράνια, η Μαρία της θέλει να μοιάσει στην Αγία Παρασκευή. Να αξιωθεί όπως εκείνη να δίδει το φως του Χριστού στους ανθρώπους…
Φεύγοντας ο κυρ- Λάμπρος μου έδωσε 300 ευρώ και μου πρότεινε να μεταβώ στην Πελοπόννησο, σ’ ένα μοναστήρι κοντά στην Κόρινθο. Εκεί βρίσκεται ο τάδε γέροντας. Πες του ότι σε έστειλα εγώ και ζήτησέ του να δουλέψεις στο μοναστήρι ως εργάτης.
Το ότι συνήλθε και μπήκε πάλι σε μία σειρά είναι ένα θαύμα. Αλλά το μεγαλύτερο θαύμα είναι πως υπάρχουν ακόμη οικογένειες άγιες, οικογένειες χριστιανικές, οικογένειες Ορθόδοξες, εξομολογείτο στον γέροντα ο Μάρκος. Του ζήτησε ακόμη να γίνει μοναχός και να αξιωθεί να ξαναζήσει το άκτιστο φως. Να ξαναζήσει τη γλυκιά εκείνη ζεστή νύχτα που διέλυσε τη βαρυχειμωνιά και το παγετό της καρδιάς του. Να βιώσει το φως του Χριστού που του πρόσφεραν οι αγνές προσευχές της Μαρίας...
Συντάκτης: ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΚΡΗΣ
Πηγή: ΣΤΥΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2013
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
- fotis
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 4712
- Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
- Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ
Re: Μια διδαχτική ιστορία!!!
Ο σπόρος του Αυτοκράτορα.. - Εξαιρετικό!
Ένας αυτοκράτορας στην Άπω Ανατολή, γερνούσε και καταλάβαινε ότι έφτασε η ώρα να διαλέξει το διάδοχό του. Αντί να διαλέξει έναν από τους βοηθούς του ή έναν από τα παιδιά του, αποφάσισε να κάνει κάτι διαφορετικό. Προσκάλεσε μια μέρα πολλούς νέους του βασιλείου του και τους είπε. "Έφτασε η ώρα μου να παραιτηθώ και να διαλέξω τον επόμενο αυτοκράτορα. Έχω αποφασίσει να διαλέξω έναν από σας".
Οι νέοι ξαφνιάστηκαν! Αλλά ο αυτοκράτορας συνέχισε. "Θα δώσω σήμερα στον καθένα σας ένα σπόρο, έναν πολύ ειδικό σπόρο. Θέλω να τον φυτέψετε, να τον ποτίζετε και να ξαναρθείτε εδώ μετά ένα χρόνο από σήμερα με ό,τι έχει φυτρώσει απ' αυτόν τον ένα σπόρο. Εγώ θα κρίνω τότε τα φυτά που θα φέρετε κι αυτός, το φυτό του οποίου θα διαλέξω, θα είναι ο επόμενος αυτοκράτορας!"
.
Ένα αγόρι που λεγόταν Λίνγκ, ήταν εκεί εκείνη την ημέρα και όπως όλοι οι άλλοι, πήρε κι αυτός ένα σπόρο. Πήγε σπίτι του και γεμάτος ενθουσιασμό διηγήθηκε στη μητέρα του τι συνέβη. Η μητέρα του τον βοήθησε να βρει μια γλάστρα και χώμα κι αυτός φύτεψε το σπόρο και τον πότισε προσεχτικά. Του άρεσε να τον ποτίζει κάθε μέρα και να παρακολουθεί να δει αν είχε φυτρώσει.
Υστερα από τρεις εβδομάδες περίπου, μερικοί από τους άλλους νέους, άρχισαν να μιλούν για τους σπόρους τους και για τα φυτά που άρχισαν να μεγαλώνουν.
.
Ο Λίνγκ συνέχισε να παρακολουθεί το σπόρο του, αλλά τίποτα δεν φύτρωσε ποτέ. Πέρασαν τρεις εβδομάδες, τέσσερις εβδομάδες, πέντε εβδομάδες κι ακόμα τίποτα. Τώρα όλοι οι άλλοι μιλούσαν με ενθουσιασμό για τα φυτά τους, ο Λίνγκ όμως δεν είχε φυτό και αισθανόταν αποτυχημένος.
.
Πέρασαν έξι μήνες κι ακόμα δεν φύτρωσε τίποτα στη γλάστρα του Λίνγκ. Άρχισε να πιστεύει ότι είχε σκοτώσει το σπόρο του. Όλοι οι άλλοι είχαν δέντρα και ψηλά φυτά, αυτός όμως τίποτα. Όμως ο Λίνγκ δεν έλεγε τίποτα στους φίλους του. Απλά περίμενε να φυτρώσει ο σπόρος του.
.
Τελικά πέρασε ένας χρόνος και όλοι οι νέοι του βασιλείου έφεραν τα φυτά τους στον αυτοκράτορα για επιθεώρηση. Ο Λίνγκ είπε στη μητέρα του ότι δεν θα πήγαινε μια άδεια γλάστρα, αλλά αυτή τον συμβούλεψε να πάει. Και επειδή ήταν τίμιος με ό,τι συνέβη και παρ' όλο που αισθανόταν αδιαθεσία στο στομάχι, παραδέχτηκε ότι η μητέρα του είχε δίκιο. Πήγε λοιπόν την άδεια γλάστρα του στο παλάτι. Όταν έφτασε εκεί ο Λίνγκ έμεινε κατάπληκτος από την ποικιλία των φυτών που καλλιέργησαν οι άλλοι νέοι. Ήταν όμορφα σε όλα τα σχήματα και μεγέθη. Ο Λίνγκ ακούμπησε την άδεια γλάστρα του στο πάτωμα και πολλοί από τους άλλους άρχισαν να τον περιγελούν. Μερικοί τον λυπήθηκαν και του είπαν. "Δεν πειράζει, προσπάθησες για το καλύτερο".
.
Όταν έφτασε ο αυτοκράτορας, εξέτασε την αίθουσα και χαιρέτησε τους νέους. Ο Λίνγκ προσπάθησε να κρυφτεί στο πίσω μέρος της αίθουσας. "Τι μεγάλα φυτά, δέντρα και λουλούδια καλλιεργήσατε", είπε ο αυτοκράτορας. "Σήμερα ένας από σας θα εκλεγεί σαν ο επόμενος αυτοκράτορας"!. Ξαφνικά διέκρινε το Λίνγκ με την άδεια του γλάστρα, στο πίσω μέρος της αίθουσας. Διέταξε αμέσως τους φρουρούς του να τον φέρουν μπροστά του. Ο Λίνγκ ήταν κατατρομαγμένος. "Ο αυτοκράτορας γνωρίζει ότι είμαι αποτυχημένος", είπε. "Ίσως θα πρέπει να με σκοτώσει".
Όταν ο Λίνγκ ήλθε μπροστά ο αυτοκράτορας τον ρώτησε πώς λέγεται. "Λέγομαι Λίνγκ" απάντησε. Οι υπόλοιποι άρχισαν να γελούν και να τον κοροϊδεύουν. Ο αυτοκράτορας ζήτησε να ηρεμήσουν όλοι. Κοίταξε τον Λίνγκ και κατόπιν ανάγγειλε στο πλήθος, "Ιδού ο νέος σας αυτοκράτορας! Το όνομά του είναι Λίνγκ"!. Ο Λίνγκ δεν μπόρεσε να το πιστέψει. Δεν μπόρεσε ούτε το σπόρο του να κάνει να φυτρώσει! Πώς θα μπορούσε να γίνει ο νέος αυτοκράτορας;
.
Τότε ο αυτοκράτορας είπε, "Πριν ένα χρόνο, σαν σήμερα, έδωσα στον καθένα από σας εδώ ένα σπόρο. Σας είπα να πάρετε το σπόρο, να τον φυτέψετε, να τον ποτίσετε και να μου τον φέρετε πίσω σήμερα. Η αλήθεια είναι ότι έδωσα σε όλους σας βρασμένους σπόρους, που δεν θα φύτρωναν. Όλοι σας, εκτός από τον Λίνγκ, μου έχετε φέρει δέντρα και φυτά και λουλούδια. Όταν ανακαλύψατε ότι οι σπόροι δεν θα βλάσταιναν, αντικαταστήσατε το σπόρο που σας έδωσα μ' έναν άλλο. Ο Λίνγκ ήταν ο μόνος που είχε το θάρρος και την εντιμότητα να μου φέρει μια γλάστρα που είχε μέσα το δικό μου σπόρο. Γι' αυτό είναι αυτός που θα γίνει ο νέος αυτοκράτορας!.
• Αν σπείρεις εντιμότητα, θα θερίσεις εμπιστοσύνη.
• Αν σπείρεις καλοσύνη, θα θερίσεις φίλους.
• Αν σπείρεις ταπεινοφροσύνη, θα θερίσεις μεγαλείο.
• Αν σπείρεις επιμονή, θα θερίσεις νίκη.
• Αν σπείρεις στοχασμό, θα θερίσεις αρμονία.
• Αν σπείρεις σκληρή δουλειά, θα θερίσεις επιτυχία.
• Αν σπείρεις συγχώρηση, θα θερίσεις συμφιλίωση.
• Αν σπείρεις ειλικρίνεια, θα θερίσεις καλές σχέσεις.
• Αν σπείρεις υπομονή, θα θερίσεις βελτίωση.
• Αν σπείρεις πίστη, θα θερίσεις θαύματα.
• Αν σπείρεις ανεντιμότητα, θα θερίσεις δυσπιστία.
• Αν σπείρεις εγωισμό, θα θερίσεις μοναξιά.
• Αν σπείρεις περηφάνια, θα θερίσεις καταστροφή.
• Αν σπείρεις ζήλια, θα θερίσεις ταλαιπωρία.
• Αν σπείρεις οκνηρία, θα θερίσεις στασιμότητα.
• Αν σπείρεις πικρία, θα θερίσεις απομόνωση.
• Αν σπείρεις πλεονεξία, θα θερίσεις απώλεια.
• Αν σπείρεις κακολογία, θα θερίσεις εχθρούς.
• Αν σπείρεις στενοχώριες, θα θερίσεις ρυτίδες.
• Αν σπείρεις αμαρτίες, θα θερίσεις ενοχές.
Πρόσεχε, λοιπόν, τι σπέρνεις τώρα. Αυτό θα καθορίσει τι θα θερίσεις αύριο.
Ένας αυτοκράτορας στην Άπω Ανατολή, γερνούσε και καταλάβαινε ότι έφτασε η ώρα να διαλέξει το διάδοχό του. Αντί να διαλέξει έναν από τους βοηθούς του ή έναν από τα παιδιά του, αποφάσισε να κάνει κάτι διαφορετικό. Προσκάλεσε μια μέρα πολλούς νέους του βασιλείου του και τους είπε. "Έφτασε η ώρα μου να παραιτηθώ και να διαλέξω τον επόμενο αυτοκράτορα. Έχω αποφασίσει να διαλέξω έναν από σας".
Οι νέοι ξαφνιάστηκαν! Αλλά ο αυτοκράτορας συνέχισε. "Θα δώσω σήμερα στον καθένα σας ένα σπόρο, έναν πολύ ειδικό σπόρο. Θέλω να τον φυτέψετε, να τον ποτίζετε και να ξαναρθείτε εδώ μετά ένα χρόνο από σήμερα με ό,τι έχει φυτρώσει απ' αυτόν τον ένα σπόρο. Εγώ θα κρίνω τότε τα φυτά που θα φέρετε κι αυτός, το φυτό του οποίου θα διαλέξω, θα είναι ο επόμενος αυτοκράτορας!"
.
Ένα αγόρι που λεγόταν Λίνγκ, ήταν εκεί εκείνη την ημέρα και όπως όλοι οι άλλοι, πήρε κι αυτός ένα σπόρο. Πήγε σπίτι του και γεμάτος ενθουσιασμό διηγήθηκε στη μητέρα του τι συνέβη. Η μητέρα του τον βοήθησε να βρει μια γλάστρα και χώμα κι αυτός φύτεψε το σπόρο και τον πότισε προσεχτικά. Του άρεσε να τον ποτίζει κάθε μέρα και να παρακολουθεί να δει αν είχε φυτρώσει.
Υστερα από τρεις εβδομάδες περίπου, μερικοί από τους άλλους νέους, άρχισαν να μιλούν για τους σπόρους τους και για τα φυτά που άρχισαν να μεγαλώνουν.
.
Ο Λίνγκ συνέχισε να παρακολουθεί το σπόρο του, αλλά τίποτα δεν φύτρωσε ποτέ. Πέρασαν τρεις εβδομάδες, τέσσερις εβδομάδες, πέντε εβδομάδες κι ακόμα τίποτα. Τώρα όλοι οι άλλοι μιλούσαν με ενθουσιασμό για τα φυτά τους, ο Λίνγκ όμως δεν είχε φυτό και αισθανόταν αποτυχημένος.
.
Πέρασαν έξι μήνες κι ακόμα δεν φύτρωσε τίποτα στη γλάστρα του Λίνγκ. Άρχισε να πιστεύει ότι είχε σκοτώσει το σπόρο του. Όλοι οι άλλοι είχαν δέντρα και ψηλά φυτά, αυτός όμως τίποτα. Όμως ο Λίνγκ δεν έλεγε τίποτα στους φίλους του. Απλά περίμενε να φυτρώσει ο σπόρος του.
.
Τελικά πέρασε ένας χρόνος και όλοι οι νέοι του βασιλείου έφεραν τα φυτά τους στον αυτοκράτορα για επιθεώρηση. Ο Λίνγκ είπε στη μητέρα του ότι δεν θα πήγαινε μια άδεια γλάστρα, αλλά αυτή τον συμβούλεψε να πάει. Και επειδή ήταν τίμιος με ό,τι συνέβη και παρ' όλο που αισθανόταν αδιαθεσία στο στομάχι, παραδέχτηκε ότι η μητέρα του είχε δίκιο. Πήγε λοιπόν την άδεια γλάστρα του στο παλάτι. Όταν έφτασε εκεί ο Λίνγκ έμεινε κατάπληκτος από την ποικιλία των φυτών που καλλιέργησαν οι άλλοι νέοι. Ήταν όμορφα σε όλα τα σχήματα και μεγέθη. Ο Λίνγκ ακούμπησε την άδεια γλάστρα του στο πάτωμα και πολλοί από τους άλλους άρχισαν να τον περιγελούν. Μερικοί τον λυπήθηκαν και του είπαν. "Δεν πειράζει, προσπάθησες για το καλύτερο".
.
Όταν έφτασε ο αυτοκράτορας, εξέτασε την αίθουσα και χαιρέτησε τους νέους. Ο Λίνγκ προσπάθησε να κρυφτεί στο πίσω μέρος της αίθουσας. "Τι μεγάλα φυτά, δέντρα και λουλούδια καλλιεργήσατε", είπε ο αυτοκράτορας. "Σήμερα ένας από σας θα εκλεγεί σαν ο επόμενος αυτοκράτορας"!. Ξαφνικά διέκρινε το Λίνγκ με την άδεια του γλάστρα, στο πίσω μέρος της αίθουσας. Διέταξε αμέσως τους φρουρούς του να τον φέρουν μπροστά του. Ο Λίνγκ ήταν κατατρομαγμένος. "Ο αυτοκράτορας γνωρίζει ότι είμαι αποτυχημένος", είπε. "Ίσως θα πρέπει να με σκοτώσει".
Όταν ο Λίνγκ ήλθε μπροστά ο αυτοκράτορας τον ρώτησε πώς λέγεται. "Λέγομαι Λίνγκ" απάντησε. Οι υπόλοιποι άρχισαν να γελούν και να τον κοροϊδεύουν. Ο αυτοκράτορας ζήτησε να ηρεμήσουν όλοι. Κοίταξε τον Λίνγκ και κατόπιν ανάγγειλε στο πλήθος, "Ιδού ο νέος σας αυτοκράτορας! Το όνομά του είναι Λίνγκ"!. Ο Λίνγκ δεν μπόρεσε να το πιστέψει. Δεν μπόρεσε ούτε το σπόρο του να κάνει να φυτρώσει! Πώς θα μπορούσε να γίνει ο νέος αυτοκράτορας;
.
Τότε ο αυτοκράτορας είπε, "Πριν ένα χρόνο, σαν σήμερα, έδωσα στον καθένα από σας εδώ ένα σπόρο. Σας είπα να πάρετε το σπόρο, να τον φυτέψετε, να τον ποτίσετε και να μου τον φέρετε πίσω σήμερα. Η αλήθεια είναι ότι έδωσα σε όλους σας βρασμένους σπόρους, που δεν θα φύτρωναν. Όλοι σας, εκτός από τον Λίνγκ, μου έχετε φέρει δέντρα και φυτά και λουλούδια. Όταν ανακαλύψατε ότι οι σπόροι δεν θα βλάσταιναν, αντικαταστήσατε το σπόρο που σας έδωσα μ' έναν άλλο. Ο Λίνγκ ήταν ο μόνος που είχε το θάρρος και την εντιμότητα να μου φέρει μια γλάστρα που είχε μέσα το δικό μου σπόρο. Γι' αυτό είναι αυτός που θα γίνει ο νέος αυτοκράτορας!.
• Αν σπείρεις εντιμότητα, θα θερίσεις εμπιστοσύνη.
• Αν σπείρεις καλοσύνη, θα θερίσεις φίλους.
• Αν σπείρεις ταπεινοφροσύνη, θα θερίσεις μεγαλείο.
• Αν σπείρεις επιμονή, θα θερίσεις νίκη.
• Αν σπείρεις στοχασμό, θα θερίσεις αρμονία.
• Αν σπείρεις σκληρή δουλειά, θα θερίσεις επιτυχία.
• Αν σπείρεις συγχώρηση, θα θερίσεις συμφιλίωση.
• Αν σπείρεις ειλικρίνεια, θα θερίσεις καλές σχέσεις.
• Αν σπείρεις υπομονή, θα θερίσεις βελτίωση.
• Αν σπείρεις πίστη, θα θερίσεις θαύματα.
• Αν σπείρεις ανεντιμότητα, θα θερίσεις δυσπιστία.
• Αν σπείρεις εγωισμό, θα θερίσεις μοναξιά.
• Αν σπείρεις περηφάνια, θα θερίσεις καταστροφή.
• Αν σπείρεις ζήλια, θα θερίσεις ταλαιπωρία.
• Αν σπείρεις οκνηρία, θα θερίσεις στασιμότητα.
• Αν σπείρεις πικρία, θα θερίσεις απομόνωση.
• Αν σπείρεις πλεονεξία, θα θερίσεις απώλεια.
• Αν σπείρεις κακολογία, θα θερίσεις εχθρούς.
• Αν σπείρεις στενοχώριες, θα θερίσεις ρυτίδες.
• Αν σπείρεις αμαρτίες, θα θερίσεις ενοχές.
Πρόσεχε, λοιπόν, τι σπέρνεις τώρα. Αυτό θα καθορίσει τι θα θερίσεις αύριο.
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
- fotis
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 4712
- Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
- Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ
Re: Μια διδαχτική ιστορία!!!
ΔΙΔΑΓΜΑ: Η «ΤΙΜΩΡΙΑ» ΤΟΥ ΘΕΟΥ...
Ζούσε ολόκληρη η οικογένεια, κάπου 30 ψυχές από τον 80χρονο παππού μέχρι και τα δισέγγονα στον περιφραγμένο με ψηλή μάντρα χώρο όπου κατέβαινε για τον χειμώνα.
- Παππού, ρώτησε ένα βράδυ ο δεκαοχτάχρονος εγγονός, γιατί ο Θεός μάς τιμωρεί αν ξεφύγουμε από τον νόμο του;
- Πήγαινε παιδί μου, φέρε ξύλα για την φωτιά και θα τα πούμε μετά.
Το παιδί τυλίχτηκε στη χοντρή κάπα του και βγήκε για να φέρει ξύλα. Όμως ξαφνικά άκουσε ένα γρύλλισμα, και πράγματι κατάλαβε κάποιο αγρίμι κοντά στη μάντρα. Χωρίς να το σκεφτεί άρπαξε από την αποθήκη ένα όπλο και όρμησενα σκοτώσει το αγρίμι.
Ήδη είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και κυνηγώντας το ζώο ήταν σίγουρος ότι θα το έπιανε. Όμως το αγρίμι ξεμάκραινε, η νύχτα έπεφτε πια για καλά και είχε ήδη μπει πια στο μεγάλο χιονισμένο δάσος. Άρχισε να φοβάται. Τι έπρεπε να κάνει; Μέχρι τότε δεν τον έπαιρναν οι μεγάλοι κοντά τους και ήξερε ότι το κυνήγι στο δάσος γινόταν μόνο την ημέρα.
Ξαφνικά άκουσε πάλι το γρύλισμα, όμως άκουσε και άλλα και κατάλαβε. Το ζώο τον είχε παρασύρει και τώρα ολόκληρη η αγέλη τον είχε κυκλώσει. Το άλογο αφηνίασε και τον έριξε κάτω και αρπάζοντας το όπλο του εκπυρσοκρότησε μέσα στη νύχτα, όμως τα θηρία παρόλο που για λίγο σάστισαν όρμησαν πάλι πάνω του.
Τότε άρπαξε ένα κλαδί και ανέβηκε σε ένα δέντρο. Η νύχτα προχωρούσε παγερή και αυτός σκεφτόταν πια τον σίγουρο θάνατο ξυλιασμένος πάνω στο δέντρο.
Κι όμως ξαφνικά μακριά στην κοιλάδα άκουσε τον ήχο κυνηγετικού βούκινου. Τον έψαχναν! Όμως δεν μπορούσε νααπαντήσει γιατί δεν είχε πάρει μαζί του το δικό του βούκινο. Τελικά μετά από πολλή ώρα τον βρήκαν και τον μετέφεραν στο σπίτι. Όταν πια συνήλθε, ρώτησε τον παππού:
- Ποια θα είναι η τιμωρία μου που παρέβηκα τους νόμους της οικογένειας;
Ο παππούς χαμογέλασε και είπε:
- Τιμωρία είναι όλη αυτή η ταλαιπωρία που πέρασες. Το ίδιο κάνει και ο Θεός. Ρίχνει τις ακτίνες της αγάπης Του σε όλη την γη αδιάκοπα. Δεν είναι κρίμα να καταδικάσουμε τον εαυτό μας διαλέγοντας εμείς με πείσμα την σκιά;
Ζούσε ολόκληρη η οικογένεια, κάπου 30 ψυχές από τον 80χρονο παππού μέχρι και τα δισέγγονα στον περιφραγμένο με ψηλή μάντρα χώρο όπου κατέβαινε για τον χειμώνα.
- Παππού, ρώτησε ένα βράδυ ο δεκαοχτάχρονος εγγονός, γιατί ο Θεός μάς τιμωρεί αν ξεφύγουμε από τον νόμο του;
- Πήγαινε παιδί μου, φέρε ξύλα για την φωτιά και θα τα πούμε μετά.
Το παιδί τυλίχτηκε στη χοντρή κάπα του και βγήκε για να φέρει ξύλα. Όμως ξαφνικά άκουσε ένα γρύλλισμα, και πράγματι κατάλαβε κάποιο αγρίμι κοντά στη μάντρα. Χωρίς να το σκεφτεί άρπαξε από την αποθήκη ένα όπλο και όρμησενα σκοτώσει το αγρίμι.
Ήδη είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και κυνηγώντας το ζώο ήταν σίγουρος ότι θα το έπιανε. Όμως το αγρίμι ξεμάκραινε, η νύχτα έπεφτε πια για καλά και είχε ήδη μπει πια στο μεγάλο χιονισμένο δάσος. Άρχισε να φοβάται. Τι έπρεπε να κάνει; Μέχρι τότε δεν τον έπαιρναν οι μεγάλοι κοντά τους και ήξερε ότι το κυνήγι στο δάσος γινόταν μόνο την ημέρα.
Ξαφνικά άκουσε πάλι το γρύλισμα, όμως άκουσε και άλλα και κατάλαβε. Το ζώο τον είχε παρασύρει και τώρα ολόκληρη η αγέλη τον είχε κυκλώσει. Το άλογο αφηνίασε και τον έριξε κάτω και αρπάζοντας το όπλο του εκπυρσοκρότησε μέσα στη νύχτα, όμως τα θηρία παρόλο που για λίγο σάστισαν όρμησαν πάλι πάνω του.
Τότε άρπαξε ένα κλαδί και ανέβηκε σε ένα δέντρο. Η νύχτα προχωρούσε παγερή και αυτός σκεφτόταν πια τον σίγουρο θάνατο ξυλιασμένος πάνω στο δέντρο.
Κι όμως ξαφνικά μακριά στην κοιλάδα άκουσε τον ήχο κυνηγετικού βούκινου. Τον έψαχναν! Όμως δεν μπορούσε νααπαντήσει γιατί δεν είχε πάρει μαζί του το δικό του βούκινο. Τελικά μετά από πολλή ώρα τον βρήκαν και τον μετέφεραν στο σπίτι. Όταν πια συνήλθε, ρώτησε τον παππού:
- Ποια θα είναι η τιμωρία μου που παρέβηκα τους νόμους της οικογένειας;
Ο παππούς χαμογέλασε και είπε:
- Τιμωρία είναι όλη αυτή η ταλαιπωρία που πέρασες. Το ίδιο κάνει και ο Θεός. Ρίχνει τις ακτίνες της αγάπης Του σε όλη την γη αδιάκοπα. Δεν είναι κρίμα να καταδικάσουμε τον εαυτό μας διαλέγοντας εμείς με πείσμα την σκιά;
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
- fotis
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 4712
- Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
- Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ
Re: Μια διδαχτική ιστορία!!!
Δυο μωρά σε μια φάτνη !
(Η ιστορία αυτή είναι διασκευή από ένα ισπανικό βιβλίο που προέκυψε από μία επίσκεψη δυο εκπαιδευτικών σε ένα ορφανοτροφείο!)
Το 1994 δυο εκπαιδευτικοί Αμερικανοί,ανταποκρίθηκαν σε μία πρόσκληση για να διδάξουν ηθική στις δημόσιες σχολές ,στηριζόμενοι στις βιβλικές αρχές.
Είχαν διδάξει σε φυλακές,σε επιχειρήσεις, στην αστυνομία και στο τέλος πήγαν σ ένα μεγάλο ορφανοτροφείο της Ισπανίας.
Σε αυτό το ορφανοτροφείο ήταν 100 παιδάκια εγκαταλελειμμένα.
Πλησίαζαν οι γιορτές του 1994 και τα παιδιά του ορφανοτροφείου, άκουγαν για πρώτη φορά απο τους δυο Αμερικανούς την ιστορία της γέννησης του Χριστού.
Έμαθαν για τη άφιξη της Παρθένου Μαρίας και του Ιωσήφ στη Βηθλεέμ που δεν βρήκαν τόπο σε κανένα πανδοχείο και έτσι πήγαν σε έναν στάβλο και εκεί γεννήθηκε ο μικρός Ιησούς και τον έβαλαν σε μία φάτνη.
Κατά τη διάρκεια της αφήγησης,τα παιδιά δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν την κατάπληξή τους. Προσπαθούσαν να μη χάσουν ούτε μια λέξη απο αυτή την αφήγηση.
Όταν τελείωσαν την αφήγησή τους οι δυο Αμερικάνοι, έδωσαν στα παιδιά τρία κομμάτια χαρτόνι για να φτιάξουν μια φάτνη. Τους έδωσαν επίσης χρωματιστές κίτρινες πετσέτες όπου κόβοντας τις έβαλαν για άχυρο. Λίγη τσόχα καφέ για να φτιάξουν τη φιγούρα του μωρού και ένα μικρό κουρελάκι για κουβέρτα.
Όλα λοιπόν τα ορφανά άρχισαν να φτιάχνουν βιαστικά τις φάτνες και να τις δείχνουν. Όλα πήγαιναν καλά μέχρι που έφτασε η ώρα ενός μικρού παιδιού για να δείξει και εκείνο τι είχε κάνει.
Φαινόταν μέχρι έξι χρονών και είχε τελειώσει πρώτος τη φάτνη.
Τον πλησίασαν οι δύο Αμερικάνοι για να δουν τη φάτνη που είχε φτιάξει. Έκπληκτοι κοιτάζοντας τη φάτνη είδαν μέσα δυο μωρά αντί για ένα.Κοίταγαν συνέχεια απορημένοι και στο τέλος φώναξαν έναν διερμηνέα για να ρωτήσει το μικρό παιδάκι τι είχε συμβεί.
Ο μικρός σταύρωσε τα χέρια του και παρατηρώντας τη φάτνη άρχισε να διηγείται την ιστορία της γέννησης.
Η αφήγηση της ιστορίας για ένα τόσο μικρό παιδί που την είχε ακούσει για πρώτη φορά, ήταν εκπληκτική, μέχρι που έφτασε στο σημείο όπου η Παρθένος Μαρία έβαλε το μωρό στη φάτνη.
Εκεί ο μικρός άρχισε να επινοεί το δικό του τέλος για την ιστορία και άρχισε να λέει:
Και όταν η Παρθένος Μαρία άφησε το μωρό μέσα στη φάτνη, ο Ιησούς με κοίταξε και με ρώτησε εάν είχα μέρος για να μείνω. Εγώ τότε του είπα ότι δεν είχα γονείς και γι αυτό δεν έχω που να μείνω. Τότε ο Ιησούς με κοίταξε χαμογελαστά και μου είπε ότι μπορούσα να μείνω εκεί μαζί του. Του απάντησα ότι δεν μπορούσα ,διότι δεν είχα να του προσφέρω κάποιο δώρο, όπως έκαναν όλοι. Σκέφτηκα να του προσφέρω τη ζεστασιά μου αφού ήταν μικρός και μόνος σε μια φάτνη.
Γι αυτό τον ρώτησα πάλι: Εάν σου προσφέρω ζεστασιά, αυτό θα είναι καλό δώρο για σένα;
Ο Ιησούς τότε μου είπε: Εάν εσύ μου προσφέρεις ζεστασιά, αυτό θα είναι το καλύτερο και το ομορφότερο δώρο που θα μου έχουν δώσει.
Έτσι λοιπόν μπήκα και γω μέσα στη φάτνη, είπε το μικρό παιδάκι, αφού ο ίδιος ο Ιησούς μου είπε ότι θα μπορούσα να μείνω εκεί για πάντα ώστε να μην είμαι μόνος μου!!!!!!!!!
Όταν λοιπόν ο μικρός τελείωσε τη δική του ιστορία,τα ματάκια του έλαμπαν γεμάτα από τα δάκρυα, τα οποία του μούσκευαν τα μάγουλά του. Σκέπασε το πρόσωπό του και έσκυψε το κεφάλι του.
Το μικρό ορφανό συνάντησε επιτέλους κάποιον ο οποίος ποτέ δεν θα το εγκατέλειπε, ούτε θα το εκμεταλλευόταν.
Κάποιον που θα ήταν μαζί του για πάντα αφού Ο Ίδιος Ο Ιησούς ΉΤΑΝ Η ΖΩΉ που δεν είχε!!!!!!
(Η ιστορία αυτή είναι διασκευή από ένα ισπανικό βιβλίο που προέκυψε από μία επίσκεψη δυο εκπαιδευτικών σε ένα ορφανοτροφείο!)
Το 1994 δυο εκπαιδευτικοί Αμερικανοί,ανταποκρίθηκαν σε μία πρόσκληση για να διδάξουν ηθική στις δημόσιες σχολές ,στηριζόμενοι στις βιβλικές αρχές.
Είχαν διδάξει σε φυλακές,σε επιχειρήσεις, στην αστυνομία και στο τέλος πήγαν σ ένα μεγάλο ορφανοτροφείο της Ισπανίας.
Σε αυτό το ορφανοτροφείο ήταν 100 παιδάκια εγκαταλελειμμένα.
Πλησίαζαν οι γιορτές του 1994 και τα παιδιά του ορφανοτροφείου, άκουγαν για πρώτη φορά απο τους δυο Αμερικανούς την ιστορία της γέννησης του Χριστού.
Έμαθαν για τη άφιξη της Παρθένου Μαρίας και του Ιωσήφ στη Βηθλεέμ που δεν βρήκαν τόπο σε κανένα πανδοχείο και έτσι πήγαν σε έναν στάβλο και εκεί γεννήθηκε ο μικρός Ιησούς και τον έβαλαν σε μία φάτνη.
Κατά τη διάρκεια της αφήγησης,τα παιδιά δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν την κατάπληξή τους. Προσπαθούσαν να μη χάσουν ούτε μια λέξη απο αυτή την αφήγηση.
Όταν τελείωσαν την αφήγησή τους οι δυο Αμερικάνοι, έδωσαν στα παιδιά τρία κομμάτια χαρτόνι για να φτιάξουν μια φάτνη. Τους έδωσαν επίσης χρωματιστές κίτρινες πετσέτες όπου κόβοντας τις έβαλαν για άχυρο. Λίγη τσόχα καφέ για να φτιάξουν τη φιγούρα του μωρού και ένα μικρό κουρελάκι για κουβέρτα.
Όλα λοιπόν τα ορφανά άρχισαν να φτιάχνουν βιαστικά τις φάτνες και να τις δείχνουν. Όλα πήγαιναν καλά μέχρι που έφτασε η ώρα ενός μικρού παιδιού για να δείξει και εκείνο τι είχε κάνει.
Φαινόταν μέχρι έξι χρονών και είχε τελειώσει πρώτος τη φάτνη.
Τον πλησίασαν οι δύο Αμερικάνοι για να δουν τη φάτνη που είχε φτιάξει. Έκπληκτοι κοιτάζοντας τη φάτνη είδαν μέσα δυο μωρά αντί για ένα.Κοίταγαν συνέχεια απορημένοι και στο τέλος φώναξαν έναν διερμηνέα για να ρωτήσει το μικρό παιδάκι τι είχε συμβεί.
Ο μικρός σταύρωσε τα χέρια του και παρατηρώντας τη φάτνη άρχισε να διηγείται την ιστορία της γέννησης.
Η αφήγηση της ιστορίας για ένα τόσο μικρό παιδί που την είχε ακούσει για πρώτη φορά, ήταν εκπληκτική, μέχρι που έφτασε στο σημείο όπου η Παρθένος Μαρία έβαλε το μωρό στη φάτνη.
Εκεί ο μικρός άρχισε να επινοεί το δικό του τέλος για την ιστορία και άρχισε να λέει:
Και όταν η Παρθένος Μαρία άφησε το μωρό μέσα στη φάτνη, ο Ιησούς με κοίταξε και με ρώτησε εάν είχα μέρος για να μείνω. Εγώ τότε του είπα ότι δεν είχα γονείς και γι αυτό δεν έχω που να μείνω. Τότε ο Ιησούς με κοίταξε χαμογελαστά και μου είπε ότι μπορούσα να μείνω εκεί μαζί του. Του απάντησα ότι δεν μπορούσα ,διότι δεν είχα να του προσφέρω κάποιο δώρο, όπως έκαναν όλοι. Σκέφτηκα να του προσφέρω τη ζεστασιά μου αφού ήταν μικρός και μόνος σε μια φάτνη.
Γι αυτό τον ρώτησα πάλι: Εάν σου προσφέρω ζεστασιά, αυτό θα είναι καλό δώρο για σένα;
Ο Ιησούς τότε μου είπε: Εάν εσύ μου προσφέρεις ζεστασιά, αυτό θα είναι το καλύτερο και το ομορφότερο δώρο που θα μου έχουν δώσει.
Έτσι λοιπόν μπήκα και γω μέσα στη φάτνη, είπε το μικρό παιδάκι, αφού ο ίδιος ο Ιησούς μου είπε ότι θα μπορούσα να μείνω εκεί για πάντα ώστε να μην είμαι μόνος μου!!!!!!!!!
Όταν λοιπόν ο μικρός τελείωσε τη δική του ιστορία,τα ματάκια του έλαμπαν γεμάτα από τα δάκρυα, τα οποία του μούσκευαν τα μάγουλά του. Σκέπασε το πρόσωπό του και έσκυψε το κεφάλι του.
Το μικρό ορφανό συνάντησε επιτέλους κάποιον ο οποίος ποτέ δεν θα το εγκατέλειπε, ούτε θα το εκμεταλλευόταν.
Κάποιον που θα ήταν μαζί του για πάντα αφού Ο Ίδιος Ο Ιησούς ΉΤΑΝ Η ΖΩΉ που δεν είχε!!!!!!
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
- fotis
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 4712
- Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
- Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ
Re: Μια διδαχτική ιστορία!!!
Είναι στη φύση μου να βοηθάω
Δύο μοναχοί έπλεναν τις κούπες τους στο ποτάμι, όταν είδαν έναν σκορπιό να πνίγεται.
Ο ένας μοναχός, αμέσως τον άρπαξε και προσπάθησε να τον αφήσει δίπλα στην όχθη.
Αλλά ο σκορπιός τον τσίμπησε. Καθώς συνέχισε να πλένει την κούπα του, ο σκορπιός και πάλι έπεσε στο νερό.
Ο μοναχός και πάλι τον έσωσε, ενώ ο σκορπιός και πάλι τον τσίμπησε.
Ο άλλος μοναχός τον ρώτησε: «Aδελφέ μου, γιατί συνεχίζεις να τον βοηθάς, δεν ξέρεις πως είναι στην φύση του σκορπιού να τσιμπάει;»
«Είναι όμως στην δική μου φύση να βοηθάω» απάντησε ο μοναχός.
Δύο μοναχοί έπλεναν τις κούπες τους στο ποτάμι, όταν είδαν έναν σκορπιό να πνίγεται.
Ο ένας μοναχός, αμέσως τον άρπαξε και προσπάθησε να τον αφήσει δίπλα στην όχθη.
Αλλά ο σκορπιός τον τσίμπησε. Καθώς συνέχισε να πλένει την κούπα του, ο σκορπιός και πάλι έπεσε στο νερό.
Ο μοναχός και πάλι τον έσωσε, ενώ ο σκορπιός και πάλι τον τσίμπησε.
Ο άλλος μοναχός τον ρώτησε: «Aδελφέ μου, γιατί συνεχίζεις να τον βοηθάς, δεν ξέρεις πως είναι στην φύση του σκορπιού να τσιμπάει;»
«Είναι όμως στην δική μου φύση να βοηθάω» απάντησε ο μοναχός.
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
- fotis
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 4712
- Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
- Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ
Re: Μια διδαχτική ιστορία!!!
Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ. Ένα συγκλονιστικό γεγονός που συνέβη στην Τουρκοκρατούμενη Κύπρο το 1974 .
Ήταν το καλοκαίρι του 1974.
Τα τουρκικά στρατεύματα εισβάλλουν στην Κύπρο. Και σκορπούν το θάνατο. Στην Μόρφου συμβαίνει ένα συνταρακτικό γεγονός. Τούρκοι στρατιώτες συλλαμβάνουν 15 χριστιανούς. Τους φέρνουν στην αυλή του σπιτιού ενός Ελληνοκυπρίου δασκάλου. Και τους καταδικάζουν σε θάνατο. Ετοιμάζουν τα όπλα. Και στρέφουν τους αιχμαλώτους (άνδρες, γυναίκες, μικρά παιδιά) στον τοίχο. Θρήνος, κλαυθμός, οδυρμός. Τραγικές στιγμές για τους μελλοθανάτους. Περιμένουν μέσα σε κλίμα φόβου και αγωνίας τον Τούρκο αξιωματικό να έλθει και να διατάξει «πυρ».
Στρέφουν τότε το νου τους και την καρδιά τους στην Ελπίδα των Απελπισμένων. Και προσεύχονται όλοι τους θερμά για το τελευταίο τους ταξίδι και ιδιαίτερα ο δάσκαλος: «Θεέ μου, συγχώρεσέ μας και δέξου μας κοντά Σου. Μνήσθητι ημών, Κύριε, εν τη Βασιλεία Σου». Ο Τούρκος αξιωματικός έρχεται. Κοιτάζει τους στρατιώτες του με τα όπλα, κοιτάζει βλοσυρός και τους μελλοθάνατους. Ρίχνει μια ματιά προς τα πάνω. Μια κληματαριά απλώνεται και σκεπάζει την αυλή. Ζητάει ένα τσαμπί σταφύλι, για να παρατείνει έτσι σκόπιμα την αγωνία των αιχμαλώτων. Παίρνει το τσαμπί. Μα, ενώ ετοιμάζεται να το φάει, ακούγεται δυνατή η φωνή του δασκάλου:
Μην το φας! Προχτές το ράντισα με φάρμακο. Είναι ισχυρό δηλητήριο! Θα πεθάνεις!
Ο αξιωματικός μένει άναυδος. Και γεμάτος κατάπληξη ρωτάει:
Καλά, αφού ξέρεις, ότι σε λίγο θα δώσω διαταγή να σας σκοτώσουν, γιατί δεν με άφησες να το φάω και έτσι να με εκδικηθείς;
Του απάντησε ο δάσκαλος, με ειρήνη και γαλήνη:
Είμαι χριστιανός. Και τώρα που πρόκειται να φύγω από τον κόσμο αυτό και να παρουσιασθώ ενώπιον του Θεού, δεν θα ήθελα να βαρύνω την ψυχή μου με μια αμαρτία τόσο βαρειά.
Ο Τούρκος αξιωματικός συγκλονίζεται, για μια ακόμα φορά. Στρέφεται και λέει στους στρατιώτες του:
Αν έβρισκα έναν τέτοιο Τούρκο, θα έδινα και τη ζωή μου ακόμα! Μαζέψτε τα όπλα και αφήστε τους ελεύθερους όλους!
Χρειάζονται σχόλια; Η δύναμη της χριστιανικής αγάπης, είναι ισχυρότερη από τα όπλα. Τα νικάει όλα.
Ήταν το καλοκαίρι του 1974.
Τα τουρκικά στρατεύματα εισβάλλουν στην Κύπρο. Και σκορπούν το θάνατο. Στην Μόρφου συμβαίνει ένα συνταρακτικό γεγονός. Τούρκοι στρατιώτες συλλαμβάνουν 15 χριστιανούς. Τους φέρνουν στην αυλή του σπιτιού ενός Ελληνοκυπρίου δασκάλου. Και τους καταδικάζουν σε θάνατο. Ετοιμάζουν τα όπλα. Και στρέφουν τους αιχμαλώτους (άνδρες, γυναίκες, μικρά παιδιά) στον τοίχο. Θρήνος, κλαυθμός, οδυρμός. Τραγικές στιγμές για τους μελλοθανάτους. Περιμένουν μέσα σε κλίμα φόβου και αγωνίας τον Τούρκο αξιωματικό να έλθει και να διατάξει «πυρ».
Στρέφουν τότε το νου τους και την καρδιά τους στην Ελπίδα των Απελπισμένων. Και προσεύχονται όλοι τους θερμά για το τελευταίο τους ταξίδι και ιδιαίτερα ο δάσκαλος: «Θεέ μου, συγχώρεσέ μας και δέξου μας κοντά Σου. Μνήσθητι ημών, Κύριε, εν τη Βασιλεία Σου». Ο Τούρκος αξιωματικός έρχεται. Κοιτάζει τους στρατιώτες του με τα όπλα, κοιτάζει βλοσυρός και τους μελλοθάνατους. Ρίχνει μια ματιά προς τα πάνω. Μια κληματαριά απλώνεται και σκεπάζει την αυλή. Ζητάει ένα τσαμπί σταφύλι, για να παρατείνει έτσι σκόπιμα την αγωνία των αιχμαλώτων. Παίρνει το τσαμπί. Μα, ενώ ετοιμάζεται να το φάει, ακούγεται δυνατή η φωνή του δασκάλου:
Μην το φας! Προχτές το ράντισα με φάρμακο. Είναι ισχυρό δηλητήριο! Θα πεθάνεις!
Ο αξιωματικός μένει άναυδος. Και γεμάτος κατάπληξη ρωτάει:
Καλά, αφού ξέρεις, ότι σε λίγο θα δώσω διαταγή να σας σκοτώσουν, γιατί δεν με άφησες να το φάω και έτσι να με εκδικηθείς;
Του απάντησε ο δάσκαλος, με ειρήνη και γαλήνη:
Είμαι χριστιανός. Και τώρα που πρόκειται να φύγω από τον κόσμο αυτό και να παρουσιασθώ ενώπιον του Θεού, δεν θα ήθελα να βαρύνω την ψυχή μου με μια αμαρτία τόσο βαρειά.
Ο Τούρκος αξιωματικός συγκλονίζεται, για μια ακόμα φορά. Στρέφεται και λέει στους στρατιώτες του:
Αν έβρισκα έναν τέτοιο Τούρκο, θα έδινα και τη ζωή μου ακόμα! Μαζέψτε τα όπλα και αφήστε τους ελεύθερους όλους!
Χρειάζονται σχόλια; Η δύναμη της χριστιανικής αγάπης, είναι ισχυρότερη από τα όπλα. Τα νικάει όλα.
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
- fotis
- Κορυφαίος Αποστολέας
- Δημοσιεύσεις: 4712
- Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
- Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ
Re: Μια διδαχτική ιστορία!!!
Η κακή συνήθεια της κλοπής
Κάποιος χριστιανός είχε αιχμαλωτισθεί πολύ από την κακή συνήθεια της κλοπής. Κάποτε, την περίοδο του θερισμού, βλέποντας το αγρόκτημα ενός πλουσίου να είναι γεμάτο θημωνιές από σιτάρι, αποφάσισε να το κλέψει. Ετοίμασε και έζευξε τις αγελάδες στην καρότσα και την νύκτα ετοιμάστηκε για τον σκοπό του. Τότε η κορούλα του 5-6 ετών άρχισε να κλαίει θέλοντας να ανεβεί και εκείνη στην καρότσα, επειδή της άρεσε ο περίπατος με τα ζώα. Ο πατέρας της για να την καθησύχασει, την πήρε στην αγκαλιά του και την ανέβασε στην καρότσα. Έτσι ξεκίνησαν τα μεσάνυκτα για το ξένο κτήμα. Φθάνοντας εκεί, άφησε τις αγελάδες στην άκρη του χωραφιού και, επειδή είχε πανσέληνος η νύκτα, παρατηρούσε δεξιά-αριστερά, μήπως δεί κανέναν και τον αντιληφθεί κάνοντας την κλοπή. Και επειδή δεν είδε κανέναν, άρχισε να μεταφέρει χειρόβολα από τις θημωνιές στην καρότσα του. Τότε η κόρη του παρακινούμενη μάλλον από το Θεό, του είπε: «Πατέρα, κοίταξες σ’ όλα τα μέρη, αλλά ξέχασες να κοιτάξεις και προς τον ουρανό». Τότε εκείνος την ερώτησε: «Γιατί να κοιτάξω στον ουρανό, παιδί μου;». Και η κόρη του είπε: «Ίσως θα ήταν καλό να κοιτάξεις και προς τον ουρανό, διότι τ’ άλλα μέρη είδα ότι τα παρατήρησες με προσοχή». Τότε ο πατέρας της σκεπτόμενος τα λόγια της κόρης του, και φοβούμενος τον Θεό, σιώπησε. Μετά πήρε τα κλεμμένα χειρόβολα, τα επέστρεψε στον τόπο τους και με την καρότσα επέστρεψαν στο σπίτι τους έχοντας την συνείδηση του αναπαυμένη.
Κάποιος χριστιανός είχε αιχμαλωτισθεί πολύ από την κακή συνήθεια της κλοπής. Κάποτε, την περίοδο του θερισμού, βλέποντας το αγρόκτημα ενός πλουσίου να είναι γεμάτο θημωνιές από σιτάρι, αποφάσισε να το κλέψει. Ετοίμασε και έζευξε τις αγελάδες στην καρότσα και την νύκτα ετοιμάστηκε για τον σκοπό του. Τότε η κορούλα του 5-6 ετών άρχισε να κλαίει θέλοντας να ανεβεί και εκείνη στην καρότσα, επειδή της άρεσε ο περίπατος με τα ζώα. Ο πατέρας της για να την καθησύχασει, την πήρε στην αγκαλιά του και την ανέβασε στην καρότσα. Έτσι ξεκίνησαν τα μεσάνυκτα για το ξένο κτήμα. Φθάνοντας εκεί, άφησε τις αγελάδες στην άκρη του χωραφιού και, επειδή είχε πανσέληνος η νύκτα, παρατηρούσε δεξιά-αριστερά, μήπως δεί κανέναν και τον αντιληφθεί κάνοντας την κλοπή. Και επειδή δεν είδε κανέναν, άρχισε να μεταφέρει χειρόβολα από τις θημωνιές στην καρότσα του. Τότε η κόρη του παρακινούμενη μάλλον από το Θεό, του είπε: «Πατέρα, κοίταξες σ’ όλα τα μέρη, αλλά ξέχασες να κοιτάξεις και προς τον ουρανό». Τότε εκείνος την ερώτησε: «Γιατί να κοιτάξω στον ουρανό, παιδί μου;». Και η κόρη του είπε: «Ίσως θα ήταν καλό να κοιτάξεις και προς τον ουρανό, διότι τ’ άλλα μέρη είδα ότι τα παρατήρησες με προσοχή». Τότε ο πατέρας της σκεπτόμενος τα λόγια της κόρης του, και φοβούμενος τον Θεό, σιώπησε. Μετά πήρε τα κλεμμένα χειρόβολα, τα επέστρεψε στον τόπο τους και με την καρότσα επέστρεψαν στο σπίτι τους έχοντας την συνείδηση του αναπαυμένη.
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.