Domna έγραψε:Οταν ο κόσμος πιέζει τα γόνατά σου …….. είσαι στην κατάλληλη στάση για προσευχή…
Πραγματικά απίστευτη και Θεόπνευστη φράση αυτή.
Αν και πολύ δύσκολα εφαρμόσιμη δυστυχώς..
Νάσαι καλά Δόμνα μας!
Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων,Αγάπην δε μη έχω,γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον. Και εάν έχω προφητείαν και ειδώ τα μυστήρια πάντα και πάσαν την γνώσιν και έχω πάσαν την πίστιν,ώστε όρη μεθιστάνειν,Αγάπην δε μη έχω, ουδέν ειμί.
panagiotisspy έγραψε:[Πραγματικά απίστευτη και Θεόπνευστη φράση αυτή.
Πράγματι. Δόξα σοι ο Θεός!
Μελίζεται και διαμερίζεται ο Αμνός του Θεού, ο μελιζόμενος και μη διαιρούμενος, ο πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανόμενος, αλλά τους μετέχοντας αγιάζων.
Σε μία περιοχή της παγωμένης Ρωσίας υπάρχει μία περίεργη θάλασσα, πού προκαλεί ναυάγια στους ναυτιλλόμενους.
Ένας πατέρας με 4 παιδιά υπέστη το ναυάγιο αυτό, ταξιδεύοντας από κει. Οι ναυαγοί πάθαιναν χειμερία νάρκη και έπεφταν νεκροί. Ή περιοχή ήταν γεμάτη από παγωμένα πτώματα. Ό ναυαγός πατέρας όμως ήξερε καλά τί να κάνη για να σώση τα παιδιά του από τον θάνατο. Πρόλαβε, και άρπαξε το κουπί της βάρκας. Άρχισε μ' αυτό να δέρνει «βαναύσως» τα παιδιά, οδηγώντας τα έτσι στην όαση πού απείχε 4 χιλιόμετρα από κει. Ωχ! Μη, γιατί; Γιατί μας δέρνεις άσπλαχνε πατέρα; φώναζαν τα παιδιά. Τρέξτε γρήγορα και μη μιλάτε έλεγε εκείνος, δέρνοντας τα.
Όταν έφθασαν στην όαση, τον ρώτησαν: Πατέρα γιατί μας έδερνες;
Σάς έδερνα τούς απάντησε εκείνος για να σωθείτε και να ζήσετε γιατί διαφορετικά, θα πεθαίνατε όπως και οι άλλοι πού είδατε στο δρόμο. Τότε τον αγκάλιασαν και του εξέφρασαν την συγγνώμη, τις ευχαριστίες και την ευγνωμοσύνη τους με δάκρυα στα μάτια. Επί πλέον, του είπαν: Να μας παιδαγωγής πατέρα έστω και αν πονάμε. Να μας παιδαγωγής πατέρα έστω και αν λυπούμεθα. Να μάς παιδαγωγής πατέρα γιατί εμείς χωρίς εσένα βαδίζουμε εν μέσω σκιάς θανάτου. Να μάς παιδαγωγής πατέρα γιατί Σύ «έθου θλίψεις επί τον νώτον ημών» για την σωτηρία μας. Να μάς παιδαγωγής πατέρα, γιατί χωρίς τις δικές σου θλίψεις και παιδαγωγίες πού μάς δίνεις, θα χαθούμε και θα οδηγηθούμε εις την αίωνίαν κόλασιν.
Εμείς νομίζουμε ότι οι θλίψεις δεν μάς πολύ-χρειάζονται. Όμως Σύ, σαν Θεός και Πατέρας, μάς τις δίδεις και μάς εξηγείς το γιατί τις δίδεις λέγοντας μας ότι «διά πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την βασιλείαν τον Θεού» (Πράξ. ΙΔ' 22).
Ο αληθινός χριστιανός έχει τρία γνωρίσματα:
1. Διαβάζει τον Λόγο του Θεού (Αγία Γραφή).
2. Τον εφαρμόζει στη ζωή του.
3. Φροντίζει να τον διαδίδει για να σώζονται και οι άλλοι και να γίνονται κοινωνοί του θαύματος που έζησε.
Ήταν κάποτε ένας αγρότης που είχε ένα γέρικο μουλάρι.
Το μουλάρι μια μέρα έπεσε μέσα στο πηγάδι του αγρότη.
Ο αγρότης άκουγε το μουλάρι να χλιμιντρίζει απελπισμένο μέσα από το πηγάδι.
Αφού εξέτασε προσεκτικά την κατάσταση, ο αγρότης λυπήθηκε το μουλάρι και αφού δεν έβρισκε τρόπο να ...
το ανασύρει στην επιφάνεια,κάλεσε τους γείτονες και τους ζήτησε να τον βοηθήσουν και να γεμίσουν με χώμα το πηγάδι για να θαφτεί ζωντανό το γέρικο μουλάρι, αφού δεν υπήρχε τρόπος να το βγάλουν από εκεί ζωντανό.
Αρχικά, το μουλάρι έπαθε υστερία, βλέποντας να γεμίζουν με χώμα το πηγάδι.
Αλλά στη συνέχεια, καθώς ο αγρότης και οι γείτονές του έριχναν φτυαριές με χώμα πάνω του, μια σκέψη πέρασε από το μυαλό του.
Σκέφτηκε πως, κάθε φορά που έπεφτε μια φτυαριά χώμα στην πλάτη του, θα την τίναζε και θα πατούσε πάνω της για να ανέβει πιο ψηλά.
Αυτό έκανε, φτυριά τη φτυαριά. «Τίναζε το χώμα από πάνω του και ανέβαινε πιο ψηλά...
τίναζε το χώμα από πάνω του και ανέβαινε πιο ψηλά..τίναζε το χώμα από πάνω του και ανέβαινε
πιο ψηλά!», συνέχιζε να επαναλαμβάνει στον εαυτό του.
Δεν το ένοιαζε πόσο πονούσαν οι φτυαριές με το χώμα που έπεφταν στην πλάτη του, ή πόσο απελπιστική φαινόταν η κατάσταση, το γέρικο μουλάρι πολέμησε τον πανικό του και απλά συνέχιζε να ΤΙΝΑΖΕΙ ΤΟ ΧΩΜΑ ΑΠΟ ΠΑΝΩ ΤΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΑΝΕΒΑΙΝΕΙ ΠΙΟ ΨΗΛΑ!
Ετσι, δεν άργησε το γέρικο μουλάρι καταβεβλημένο και εξουθενωμένο, να βγει από το
στόμιο του πηγαδιού θριαμβευτικά!!!
Αυτό που φάνηκε πως θα το έθαβε, ουσιαστικά το βοήθησε...και όλο αυτό συνέβη επειδή διαχειρίστηκε τις αντιξοότητες με σωστό τρόπο.
ΤΟ ΙΔΙΟ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΥΜΒΕΙ ΚΑΙ ΜΕ ΜΑΣ.
ΑΝ ΕΧΟΥΜΕ ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΘΕΛΗΣΗ ΔΕΝ ΘΑ ΜΑΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΙ ΤΙΠΟΤΕ.
ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΜΑΡΤΑΝΟΥΜΕ ΚΑΙ ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ ΑΔΥΝΑΜΙΕΣ ΑΛΛΑ ΕΧΟΥΜΕ ΚΑΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ.
ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΜΑΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΦΟΒΟΜΑΣΤΕ ΤΙΠΟΤΕ ΚΑΙ ΚΑΝΕΝΑΝ.
Αναρτηθηκε απο το ΔΙ΄ΕΥΧΩΝ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ
«Το θάνατο δεν τον φοβάμαι, όχι βέβαια ένεκα των έργων μου, αλλά επειδή πιστεύω στο έλεος του Θεού».
Είπε κάποτε ο Μέγας Αντώνιος :"Θάρθει κάποτε καιρός που οι άνθρωποι θα τρελαθούν. Και τότε, άμα βλέπουν κάποιον στα λογικά του, θα πέφτουν επάνω του φωνάζοντας: «Αυτός είναι τρελός»! Θα τον βγάζουν τρελό, επειδή δεν θα τους μοιάζει!!!"
Μπορείτε να φαντασθείτε, σε τί δύσκολη θέση θα βρεθούν τότε οι καλοί και λογικοί άνθρωποι;
Ας ιδούμε, πως την περιγράφει ένα παραμύθι, που μας παραδίδει ο Φώτιος Κόντογλου:
* * *
Μια φορά ήταν ένας Σουλτάνος. Γνωστικός και καλός. Αγαπούσε σαν πατέρας τον κόσμο, που είχε στην εξουσία του. Είχε και ένα βεζίρη. Σοφό άνθρωπο. Και δεν έκανε τίποτα, δίχως να πάρει τη γνώμη του.
Μια ημέρα, λέει ο βεζίρης στον σουλτάνο:
-Πολυχρονεμένε σουλτάνε, σε δυο-τρεις μήνες ο Αλλάχ θα βρέξει ένα τρελό νερό. Και πρέπει να το γνωρίζεις. Για να κάνεις το χρέος σου από τώρα».
-Και τί είναι αυτό το τρελό νερό, βεζίρ-εφέντη; τον ρώτησε ο σουλτάνος.
-Αυτό το νερό, αποκρίθηκε ο βεζίρης, λέγεται τρελό νερό, επειδή, όποιος το πιει, ή άνθρωπος ή ζώο θα τρελαίνεται. Και θα κάνει πράγματα παλαβά αντίθετα από ό,τι δείχνει στον άνθρωπο η φρονιμάδα που του έδωσε ο Θεός. Έτσι θα πέσει στον κόσμο μεγάλη ταραχή και δυστυχία. Κι εμείς οι άρχοντες του, δεν θα μπορέσουμε πια να τον κυβερνήσουμε.
-Το λοιπόν, τί θα κάνουμε, βεζίρ-εφέντη;
-Είναι ανάγκη, πολυχρονεμένε μου σουλτάνε, να μαζέψουμε από τώρα από τούτο το καλό νερό. Να το φυλάξουμε. Για να πίνουμε εμείς οι άρχοντες. Να μη τρελαθούμε κι εμείς. Και έτσι να τους κυβερνάμε καλά και με δικαιοσύνη. Γιατί θα δώσουμε λόγο για την ζωή τους.
Ο σουλτάνος σαν φρόνιμος το παραδέχτηκε. Και πρόσταξε να μαζέψουν καλό νερό στις στέρνες του παλατιού.
Στον διορισμένο καιρό, που είπε ο βεζίρης, έβρεξε αληθινά ένα νερό τρελό. Και πίνοντας το τρελαθήκαν άνθρωποι και ζωντανά. Και βγήκανε από τα λογικά τους. Και τα βλέπατε όλα ανάποδα. Το καλό το λέγανε κακό. Το γνωστικό το λέγανε τρελό. Το τρελό το λέγανε σωστό. Το δίκαιο άδικο. Το άδικο δίκιο.
Ο σουλτάνος όμως και ο βεζίρης πίνανε από το καλό νερό, και έτσι είχανε σωστά μυαλά. Και κυβερνούσανε δίκαια και γνωστικά τον τρελό κόσμο.
Μα ο κόσμος, ενώ πρώτα αγαπούσε τον σουλτάνο και τον βεζίρη, τώρα, νοιώθοντας το δίκιο για άδικο, τους έβριζε, πως γίνανε άδικοι και κακούργοι. Μια μέρα, δύο μέρες, τρεις μέρες, περνούσε ο καιρός, κι ο κόσμος ολοένα αγρίευε. Και έβριζε το σουλτάνο.
Τότε βλέποντας ο σουλτάνος πως θα τον σκοτώνανε, φώναξε μια μέρα τον βεζίρη και του λέει:
-Βεζίρ-εφέντη, βλέπω πως δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε μ’ αυτούς τους παλαβούς. Και στο τέλος θα μας σκοτώσουνε. Το λοιπόν, ή πρέπει να περιμένουμε ένα τέτοιο τέλος, κυβερνώντας τους δίκαια και καλά, ή να πιούμε και εμείς από το τρελό νερό, να γίνουμε τρελοί σαν και αυτούς. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να συνεννοηθούμε μαζί τους.
Έτσι και έγινε. Ο σουλτάνος και ο βεζίρης ήπιανε από το τρελό νερό και τρελαθήκαν. Και κάνανε κακουργήματα και παράλογα πράγματα. Και ο τρελός λαός τους αγαπούσε. Τους δόξαζε. Τους πολυχρόνιζε και τους έλεγε πατεράδες και φύλακες της δικαιοσύνης και της αλήθειας.
* * *
Να λοιπόν, μια λύση, να βγει κανείς από τη δύσκολη θέση. Πίνει κι αυτός το τρελό νερό. Και πάει με τα «νερά» του κόσμου! Και συμφωνεί μαζί του. Ό,τι κι αν λέει!
Τότε ο άνθρωπος τα βλέπει όλα ανάποδα· π.χ. υποδουλώνεται στα πάθη και λέει: «ελευθερώθηκα»!
Θεοποιεί την ακολασία και λέει: «έριξα τα ταμπού»!
Σκοτώνει το παιδί του εκ προμελέτης, κάνοντας έκτρωση, και λέει πως αγωνίζεται για τα δικαιώματα του ανθρώπου (το δικαίωμα της γυναίκας να κάνει ό,τι θέλει στο κορμί της!).
Σπρώχνει τα παιδιά στην αλητεία με το σύνθημα· «μην αναβάλλεις για αύριο την διασκέδαση που μπορείς να κάνεις σήμερα»· και λέει πως έτσι τους δείχνει στοργή.
Ζούμε σε εποχή που βρέχει τρελό νερό. Τί θα κάνουμε; Θα πάμε και εμείς, όπως όλοι; Σαν τον σουλτάνο και τον βεζίρη; Για να μας λέει ο τρελός κόσμος «καλούς»; Ή θα μείνουμε σ’ εκείνο, που μας δείχνει το θέλημα του Θεού; Και για πόσο; Για λίγο; Όσο αντέξουμε; Ή για πάντα;
Μια μέρα, ένας σοφός Ινδιάνος έκανε την παρακάτω ερώτηση στους μαθητές του:
-”Γιατί οι άνθρωποι ουρλιάζουν όταν εξοργίζονται;”
-”Γιατί χάνουν την ηρεμία τους” απάντησε ο ένας.
-”Μα γιατί πρέπει να ξεφωνίζουν παρότι ο άλλος βρίσκεται δίπλα τους;” ξαναρωτά ο σοφός.
-”Ξεφωνίζουμε, όταν θέλουμε να μας ακούσει ο άλλος” είπε ένας άλλος μαθητής.
Και ο δάσκαλος επανήλθε στην ερώτηση: “Μα τότε δεν είναι δυνατόν να του μιλήσει με χαμηλή φωνή;
Διάφορες απαντήσεις δόθηκαν αλλά.. καμμιά δεν ικανοποίησε τον δάσκαλο..
“Ξέρετε γιατί ουρλιάζουμε κυριολεκτικά όταν είμαστε θυμωμένοι;
Γιατί όταν θυμώνουν δυό άνθρωποι, οι καρδιές τους απομακρύνονται πολύ..
και για να μπορέσει ο ένας να ακούσει τον άλλο θα πρέπει να φωνάξει δυνατά, για να καλύψει την απόσταση..
Όσο πιο οργισμένοι είναι, τόσο πιό δυνατά θα πρέπει να φωνάξουν για ν’ακουστούν.
Ενώ αντίθετα τι συμβαίνει όταν είναι ερωτευμένοι;
Δεν έχουν ανάγκη να ξεφωνήσουν, κάθε άλλο, μιλούν σιγανά και τρυφερά..
Γιατί; Επειδή οι καρδιές τους είναι πολύ πολύ κοντά. Η απόσταση μεταξύ τους είναι ελάχιστη. Μερικές φορές είναι τόσο κοντά που δεν χρειάζεται ούτε καν να μιλήσουν… παρά μονάχα ψιθυρίζουν.
Και όταν η αγάπη τους είναι πολύ δυνατή δεν είναι αναγκαίο ούτε καν να μιλήσουν, τους αρκεί να κοιταχθούν.
Έτσι συμβαίνει όταν δυό άνθρωποι που αγαπιούνται πλησιάζουν ο ένας προς τον άλλον.
Στο τέλος ο Σοφός είπε συμπερασματικά:
“Οταν συζητάτε μην αφήνετε τις καρδιές σας να απομακρυνθούν, μην λέτε λόγια που σαν απομακραίνουν, γιατί θα φτάσει μια μέρα που η απόσταση θα γίνει τόσο μεγάλη που δεν θα βρίσκουν πιά τα λόγια σας το δρόμο του γυρισμού”
Είπε κάποτε ο Μέγας Αντώνιος :"Θάρθει κάποτε καιρός που οι άνθρωποι θα τρελαθούν. Και τότε, άμα βλέπουν κάποιον στα λογικά του, θα πέφτουν επάνω του φωνάζοντας: «Αυτός είναι τρελός»! Θα τον βγάζουν τρελό, επειδή δεν θα τους μοιάζει!!!"
Μπορείτε να φαντασθείτε, σε τί δύσκολη θέση θα βρεθούν τότε οι καλοί και λογικοί άνθρωποι;
Ας ιδούμε, πως την περιγράφει ένα παραμύθι, που μας παραδίδει ο Φώτιος Κόντογλου:
* * *
Μια φορά ήταν ένας Σουλτάνος. Γνωστικός και καλός. Αγαπούσε σαν πατέρας τον κόσμο, που είχε στην εξουσία του. Είχε και ένα βεζίρη. Σοφό άνθρωπο. Και δεν έκανε τίποτα, δίχως να πάρει τη γνώμη του.
Μια ημέρα, λέει ο βεζίρης στον σουλτάνο:
-Πολυχρονεμένε σουλτάνε, σε δυο-τρεις μήνες ο Αλλάχ θα βρέξει ένα τρελό νερό. Και πρέπει να το γνωρίζεις. Για να κάνεις το χρέος σου από τώρα».
-Και τί είναι αυτό το τρελό νερό, βεζίρ-εφέντη; τον ρώτησε ο σουλτάνος.
-Αυτό το νερό, αποκρίθηκε ο βεζίρης, λέγεται τρελό νερό, επειδή, όποιος το πιει, ή άνθρωπος ή ζώο θα τρελαίνεται. Και θα κάνει πράγματα παλαβά αντίθετα από ό,τι δείχνει στον άνθρωπο η φρονιμάδα που του έδωσε ο Θεός. Έτσι θα πέσει στον κόσμο μεγάλη ταραχή και δυστυχία. Κι εμείς οι άρχοντες του, δεν θα μπορέσουμε πια να τον κυβερνήσουμε.
-Το λοιπόν, τί θα κάνουμε, βεζίρ-εφέντη;
-Είναι ανάγκη, πολυχρονεμένε μου σουλτάνε, να μαζέψουμε από τώρα από τούτο το καλό νερό. Να το φυλάξουμε. Για να πίνουμε εμείς οι άρχοντες. Να μη τρελαθούμε κι εμείς. Και έτσι να τους κυβερνάμε καλά και με δικαιοσύνη. Γιατί θα δώσουμε λόγο για την ζωή τους.
Ο σουλτάνος σαν φρόνιμος το παραδέχτηκε. Και πρόσταξε να μαζέψουν καλό νερό στις στέρνες του παλατιού.
Στον διορισμένο καιρό, που είπε ο βεζίρης, έβρεξε αληθινά ένα νερό τρελό. Και πίνοντας το τρελαθήκαν άνθρωποι και ζωντανά. Και βγήκανε από τα λογικά τους. Και τα βλέπατε όλα ανάποδα. Το καλό το λέγανε κακό. Το γνωστικό το λέγανε τρελό. Το τρελό το λέγανε σωστό. Το δίκαιο άδικο. Το άδικο δίκιο.
Ο σουλτάνος όμως και ο βεζίρης πίνανε από το καλό νερό, και έτσι είχανε σωστά μυαλά. Και κυβερνούσανε δίκαια και γνωστικά τον τρελό κόσμο.
Μα ο κόσμος, ενώ πρώτα αγαπούσε τον σουλτάνο και τον βεζίρη, τώρα, νοιώθοντας το δίκιο για άδικο, τους έβριζε, πως γίνανε άδικοι και κακούργοι. Μια μέρα, δύο μέρες, τρεις μέρες, περνούσε ο καιρός, κι ο κόσμος ολοένα αγρίευε. Και έβριζε το σουλτάνο.
Τότε βλέποντας ο σουλτάνος πως θα τον σκοτώνανε, φώναξε μια μέρα τον βεζίρη και του λέει:
-Βεζίρ-εφέντη, βλέπω πως δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε μ’ αυτούς τους παλαβούς. Και στο τέλος θα μας σκοτώσουνε. Το λοιπόν, ή πρέπει να περιμένουμε ένα τέτοιο τέλος, κυβερνώντας τους δίκαια και καλά, ή να πιούμε και εμείς από το τρελό νερό, να γίνουμε τρελοί σαν και αυτούς. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να συνεννοηθούμε μαζί τους.
Έτσι και έγινε. Ο σουλτάνος και ο βεζίρης ήπιανε από το τρελό νερό και τρελαθήκαν. Και κάνανε κακουργήματα και παράλογα πράγματα. Και ο τρελός λαός τους αγαπούσε. Τους δόξαζε. Τους πολυχρόνιζε και τους έλεγε πατεράδες και φύλακες της δικαιοσύνης και της αλήθειας.
* * *
Να λοιπόν, μια λύση, να βγει κανείς από τη δύσκολη θέση. Πίνει κι αυτός το τρελό νερό. Και πάει με τα «νερά» του κόσμου! Και συμφωνεί μαζί του. Ό,τι κι αν λέει!
Τότε ο άνθρωπος τα βλέπει όλα ανάποδα· π.χ. υποδουλώνεται στα πάθη και λέει: «ελευθερώθηκα»!
Θεοποιεί την ακολασία και λέει: «έριξα τα ταμπού»!
Σκοτώνει το παιδί του εκ προμελέτης, κάνοντας έκτρωση, και λέει πως αγωνίζεται για τα δικαιώματα του ανθρώπου (το δικαίωμα της γυναίκας να κάνει ό,τι θέλει στο κορμί της!).
Σπρώχνει τα παιδιά στην αλητεία με το σύνθημα· «μην αναβάλλεις για αύριο την διασκέδαση που μπορείς να κάνεις σήμερα»· και λέει πως έτσι τους δείχνει στοργή.
Ζούμε σε εποχή που βρέχει τρελό νερό. Τί θα κάνουμε; Θα πάμε και εμείς, όπως όλοι; Σαν τον σουλτάνο και τον βεζίρη; Για να μας λέει ο τρελός κόσμος «καλούς»; Ή θα μείνουμε σ’ εκείνο, που μας δείχνει το θέλημα του Θεού; Και για πόσο; Για λίγο; Όσο αντέξουμε; Ή για πάντα;
Η ιστορία, που θα σας αφηγηθώ είναι πέρα για πέρα αληθινή όσα απίστευτα στοιχεία και αν έχει. Συνεβει στις αρχές Δεκέμβρη 2007.
Οι έννοιες και οι φροντίδες της καθημερινότητας με είχαν καταβάλει εκείνο τον καιρό και ιδιαίτερα κάποιες οικογενειακές υποθέσεις μου είχαν προκαλέσει μεγάλη στεναχώρια. Τέλος πάντων σκεφτόμουν, τα έχει αυτά η ζωή. Αυτό, όμως, που ένοιωσα εκείνο το πρωί ήταν για μένα -έτσι σκεφτόμουν τότε- τελειωτικό.
Από την προηγούμενη είχα κάποιες εκκρεμότητες να φέρω σε πέρας και μάλιστα οικονομικές, που με είχαν στεναχωρήσει και με είχαν αγχώσει πολύ. Είχα πάει στο ταμείο των υπαλλήλων της υπηρεσίας που εργάζομαι και είχα εισπράξει το ποσό ενός δανείου 20.000 ευρώ, προκειμένου να εξοφλήσω την τράπεζα η οποία μας έβγαλε το εξοχικό σπίτι σε πλειστηριασμό και προχώρησε σε κατάσχεση. Ήμουν πολύ στεναχωρημένη, γιατί αυτό το σπίτι είχε φτιαχτεί με πολύ μόχθο και κάθε καλοκαίρι πηγαίναμε με τα παιδιά εκεί για διακοπές. Δεν ήθελα με κανένα τρόπο να το χάσω, αν και οικονομικά ήμουν σε πολύ δύσκολη κατάσταση, αφού βασιζόμουν μόνο στο μισθό μου. Τέλος πάντων ζήτησα από τη υπηρεσία δάνειο, για το οποίο μου κρατάνε κάθε μήνα 250 ευρώ από το μισθό. Μόλις το εισέπραξα σε μετρητά πήγα στην τράπεζα και έστειλα 6.000 ευρώ σε έναν θείο, που είχε καταβάλει εγγύηση για να μη γίνει η κατάσχεση και τα υπόλοιπα 14.000 θα τα έβαζα σε λογαριασμό της τράπεζας τον οποίο όμως δεν είχα και έπρεπε να τηλεφωνήσω να μου τον πουν. Και ώσπου να τελειώσω με όλα αυτά η τράπεζα έκλεισε. Έτσι σκέφθηκα να αφήσω τα χρήματα, μαζί με όλα τα χαρτιά, όπως ήταν, μέσα στο αυτοκίνητό μου, στο τσεπάκι της πόρτας του οδηγού. Εκεί ποιος να τα πειράξει. Άλλωστε πρωί-πρωί θα πήγαινα να τα καταθέσω. Ποτέ δεν είχα χάσει κάτι από το αυτοκίνητο. Μάλιστα τα έβαλα σε ένα φάκελο από αυτούς των δημοσίων υπηρεσιών καθώς τους φύλαγα, όταν η ταμίας μας πλήρωνε και μας έβαζε τα χρήματα στο φάκελο. Εγώ πάντα της γκρίνιαζα γι’ αυτό ότι ο τρόπος αυτός είναι απηρχαιωμένος, αλλά εκείνη εξακολουθούσε το σύστημά της. Έτσι κρατούσα τους φακέλους κι όλο και κάπου μου χρησίμευαν. Ίσως σας κουράζω με λεπτομέρειες αλλά θα δείτε παρακάτω γιατί σας τις αναφέρω.
Εκείνο το πρωί λοιπόν ξεκίνησα να πάω στη τράπεζα για την κατάθεση των χρημάτων. Το αυτοκίνητο, ενώ συνήθως το παρκάρω στην πυλωτή της πολυκατοικίας, εκείνο το βράδυ το είχα παρκάρει λίγο παραπέρα από το σπίτι, γιατί κάποιος μου είχε πιάσει το πάρκιν. Πηγαίνω εκεί που το είχα παρκάρει, πολύ κοντά στο σπίτι και σε σίγουρο μέρος, αλλά το αυτοκίνητο πουθενά. Κοπήκανε τα πόδια μου. Δεν ήταν δυνατόν. Στη γειτονιά. Λίγα μέτρα από το σπίτι. Ποτέ κανείς δεν είχε παραπονεθεί για κλοπές. Είμαστε ήσυχη γειτονιά. Κόντεψα να τρελαθώ. Δεν ήταν μόνο το αυτοκίνητο που έχασα, κι αν το εύρισκα και πως θα το εύρισκα, και πως θα πηγαίνω στη δουλειά και πως θα πηγαίνει ο γιος μου στο σχολείο που τον πήγαινα εγώ κάθε πρωί, δεν ήταν που δεν είχα καθόλου χρήματα να αγοράσω άλλο, ήταν ότι είχα μέσα και τις 14.000 ευρώ. Πήγα να τρελαθώ πραγματικά. Και εκτός αυτού και το σπίτι θα έχανα, αφού δεν πρόλαβα να στείλω τα χρήματα στην τράπεζα. Και το αυτοκίνητο και τα χρήματα, αλλά και θα μου κρατούσαν κι από τον μισθό μου 250 ευρώ το μήνα γι’ αυτό το δάνειο. Τρελάθηκα. Ένοιωσα δύσπνοια, κιτρίνισα. Γύρισα στο σπίτι και κάθισα μουδιασμένη. Τώρα τι να κάνω. Παίρνω αμέσως το 100 και καταγγέλλω τη κλοπή. -Τι να σας πω κυρία μου, μου λέει στην άλλη άκρη της γραμμής ο αστυνομικός, στην Αθήνα κάθε μέρα κλέβονται 100 αυτοκίνητα. Θα δώσουμε τα στοιχεία στα περιπολικά κι αν τύχει και πέσουμε επάνω.. αν είστε τυχερή… πηγαίνετε και στο αστυνομικό τμήμα να κάνετε και μήνυση κατά αγνώστων. Όλα μαύρα…Πηγαίνω στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής μου, κι εκεί τα ίδια. Εκεί ένα παιδί, νέος αστυνομικός, μου φέρνει ένα μπουκαλάκι νερό -πως θα με είδε το παιδί- και μου λέει.
- Ηρεμήστε μπορεί και να το βρείτε…
Γυρίζω σπίτι και περιμένω…Στη στιγμή άρχισα να σκέφτομαι τα γεγονότα. Πως συνέβη αυτό, γιατί συνέβη αυτό, γιατί ο Θεός να μου δώσει αυτή τη δοκιμασία…Εκεί μου ήρθε τότε στο νου μια κουβέντα, που μου είχε πει ένα σεβάσμιος γέροντας κάποτε, που πήγα κοντά του να εξομολογηθώ. Ήμουν τότε πολύ στενοχωρημένη και ανήσυχη για τα παιδιά μου, για τη ζωή μου…έκλαιγα, μιλούσα κι έκλαιγα…τότε μου λέει.
- Μην κλαις. Ο Θεός μας δίνει τις δοκιμασίες για κάποιο λόγο. Είναι, όμως, πατέρας μας και αγαπάει τα παιδιά του. Το καλό μας θέλει. Πρέπει να του έχουμε εμπιστοσύνη. Για κάποιο λόγο μας τα στέλνει όλα τούτα. Μην κλαις. Είναι αμαρτία, γιατί δείχνεις ότι δεν τον εμπιστεύεσαι…Να κάνεις την προσευχή σου και να αφήνεσαι με εμπιστοσύνη στο θέλημά του.
Εγώ, όμως, είμαι ένας άνθρωπος κοσμικός. Ψάχνω βέβαια τα πνευματικά μονοπάτια, αλλά πολύ μικρή είναι η πίστη μου. Θυμήθηκα τα λόγια τούτα του γέροντα και σκέφτηκα ξανά τα γεγονότα κάτω από άλλη ματιά. Για πιο λόγο γίνονται όλα, για κάποιο λόγο μας στέλνει ο Θεός τις δοκιμασίες. Για λίγο όμως, γιατί ξανά με κυρίευσε η απελπισία, αλλά πάλι ξανασκέφτηκα τα λόγια του γέροντα.. Και τότε ξαφνικά θυμήθηκα ότι μου είχε δώσει μια προσευχή να διαβάζω στα δύσκολα αλλά… και στα εύκολα μου είχε πει. Έψαξα πού την είχα καταχωνιάσει εδώ και τόσα χρόνια -θα είχαν περάσει 8-9 χρόνια από τότε. Τη βρήκα όμως, δεν την είχα πετάξει. Την διάβασα πολλές φορές. Ήταν η προσευχή των πατέρων της Όπτινα. Σε λίγο ξαναπήρα τηλέφωνο το 100. Τίποτα. Το αστυνομικό τμήμα τίποτα. Ήρθε μεσημέρι. Γύρισαν τα παιδιά από τα σχολεία τους. Του είπα τα καθέκαστα. Στεναχωρέθηκαν πολύ. Εγώ μουδιασμένη, αλλά κάπου άρχισα να σκέφτομαι ότι πρέπει να αποδέχομαι αυτά που μου τυχαίνουν στην ζωή. Να έχω εμπιστοσύνη στο Θεό. Μάλλον, όμως, το ’κανα και αναγκαστικά, αφού δεν μπορούσα να κάνω και τίποτε άλλο. Όμως αυτή η κουβέντα του γέροντα όλο και μεγάλωνε στο μυαλό μου…Όλα γίνονται για κάποιο σκοπό… Όλα γίνονται για κάποιο σκοπό. Άρα πρέπει να σκεφτώ ποιος είναι ο σκοπός, είπα εγώ στον εαυτό μου, αφού αυτή είναι η πάγια τακτική μου, όλα να τα εξηγώ. Έλα, όμως, που ορισμένα είναι πάνω από τη δύναμη του νου μου.
Έτσι πέρασε η μέρα. Κάνοντας τηλεφωνήματα, αγωνιώντας, ξανακάνοντας προσευχή.
Κατά τις 11:30 η ώρα το βράδυ ξαφνικά χτυπάει το τηλέφωνο.
- Κυρία μου είμαστε από το αστυνομικό τμήμα Κάτω Πατησίων. Έχετε ένα αυτοκίνητο άσπρο, τάδε μάρκα με τάδε νούμερα. Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει.
Ναι. Τι έγινε· Έχουμε εδώ δυο άτομα που είχαν το αυτοκίνητό σας· τους σταματήσαμε για έλεγχο και βρήκαμε το δίπλωμα και τα χαρτιά σας. Ελάτε αμέσως.
Έτρεξα κατευθείαν εκεί. Ήταν δυο νεαροί -όχι κακά παιδιά- με σκυμμένο το κεφάλι.
Κυρία μου, μου λέει ο διοικητής τι είχατε στο αυτοκίνητό σας εκτός από τα χαρτιά σας; Χρήματα κύριε διοικητά. Πόσα; 14.000 ευρώ. Καλά κυρία μου, αφήνουμε τόσα λεφτά στο αυτοκίνητο; Τι να του πω δίκιο είχε. Βγάζει τότε από το συρτάρι του ένα φάκελο, τον φάκελο της υπηρεσίας μου, που είχα βάλει μέσα τα χρήματα και μου λέει. Μετρήστε τα. Κοπήκανε τα πόδια μου. Μα ήταν δυνατόν; Αρχίζω και μετράω. Τα χρήματα ήταν όλα εκεί δεν έλειπε ούτε ένα ευρώ. Δεν είναι δυνατόν λέω. Πως έγινε αυτό; Ρωτάει τότε ο διοικητής τους νεαρούς. Τι έγινε παιδιά; Πως και δεν πειράξατε τα χρήματα; Δεν τα βρήκατε; Όχι απαντάει ο ένας. Δηλαδή βρήκαμε τον φάκελο, αλλά δεν τον ανοίξαμε. Γιατί τους ρωτά ο αστυνομικός. Να καθώς ψάχναμε το αυτοκίνητο, στο ντουλαπάκι μπροστά, του συνοδηγού βρήκαμε τα διπλώματα της κυρίας και των παιδιών της, την άδεια του αυτοκινήτου και βρήκαμε κι έναν φάκελο ίδιο που είχε μέσα ένα κομμάτι ψωμί από την εκκλησία, ξερό.
- Αντίδωρο το λένε ρε βλάκα, του λέει ο άλλος.
- Ναι αντίδωρο. Ε, και καθώς ψάχναμε βρήκαμε στο τσεπάκι στο πλάι του αυτοκινήτου και αυτό τον φάκελο και είπαμε ότι αντίδωρο θα ’χει πάλι μέσα αυτή, όπως είχε στο άλλο. Φαίνεται ότι θα ’ναι καμιά θρήσκα… Και έτσι δεν ανοίξαμε τον φάκελο..
Μείναμε όλοι άφωνοι. Μαζεύτηκαν όλοι οι αστυνομικοί γύρω-γύρω και κοιτούσαν παραξενεμένοι. Κανείς δε μιλούσε.
Δεν θα σας κουράσω με άλλες λεπτομέρειες. Σε λίγο ήρθαν οι γονείς τους -καλοί άνθρωποι- απέσυρα τη μήνυση και γύρισα σπίτι. Εκεί έγινε πάλι άλλο σκηνικό. Τα παιδιά μου δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι το αυτοκίνητο βρέθηκε άθικτο, μόνο η βενζίνη είχε τελειώσει, και τα χρήματα όλα. Ήταν συγκλονιστικό. Δηλαδή ένα μικρό κομματάκι αντίδωρο μπόρεσε να ανατρέψει μια σειρά γεγονότων. Γιατί, αν είχαν βρει τα χρήματα, σίγουρα τα πράγματα θα έβαιναν αλλιώς. Και πότε το είχα βάλει εκεί το αντίδωρο ούτε που θυμόμουν. Εκείνο το ντουλαπάκι σπάνια το ανοίγω. Και το αντίδωρο θα το είχα από το καλοκαίρι ίσως, που πηγαίνω καμιά φορά σε κάποιο προσκύνημα. Αλλά πάλι πως το έβαλα μέσα στο φάκελο. Ούτε που μπορώ να θυμηθώ.
Σημασία βέβαια έχει πως το γεγονός αυτό με έκανε να βλέπω τη ζωή αλλιώς. Να βλέπω με σεβασμό το καθετί και να αποδέχομαι με σεβασμό σχεδόν με ευγνωμοσύνη ακόμα και τα άσχημα, που μου συμβαίνουν στη ζωή. Το περιστατικό έγινε αιτία να επηρεαστούν αρκετοί άνθρωποι. Πρώτη εγώ. Μετά τα παιδιά μου, που συνήθως με κοντράρουν πάνω σ’ αυτά τα ζητήματα, τώρα όλο και συζητούν θέματα πνευματικά και ο μικρός -τελειόφοιτος λυκείου- εφέτος για πρώτη φορά νήστεψε. Αυτό τον καιρό συμμετέχω σε κάποιο μεταπτυχιακό πρόγραμμα και επειδή εκείνη την ημέρα δεν πήγα στο μάθημα εξήγησα στον καθηγητή μου τι είχε συμβεί. Την άλλη μέρα, όταν του είπα την συνέχεια, κούνησε σκεφτικός το κεφάλι και με παρότρυνε να πάω να κοινωνήσω, πράγμα που έκανα καθώς πλησίαζε η γιορτή του αγίου Νικολάου. Περιττό να πω ότι ανέφερε το γεγονός σε όλο το τμήμα και έμειναν να με κοιτάζουν όλοι κατάπληκτοι. Η μητέρα του ενός από τα παιδιά, που είχαν πάρει το αυτοκίνητό μου τηλεφώνησε λίγο μετά τα Χριστούγεννα και μου είπε πως ο γιος της τής ζήτησε να νηστέψει και να πάει να κοινωνήσει, γιατί του έκανε λέει μεγάλη εντύπωση το γεγονός με το αντίδωρο και το ότι δεν είχε συνέπειες η κακή του αυτή πράξη για την οποία και είχε μετανιώσει πικρά… Οι συνάδελφοι στη δουλειά άκουσαν το γεγονός, ορισμένοι μπορεί να το ξέχασαν, ορισμένοι, όμως, που και μου το θυμίζουν και συχνά κουβεντιάζουμε για το αν υπάρχουν δυνάμεις πάνω από μας, που ρυθμίζουν τις ζωές μας. Και ακόμα η διήγηση του γεγονότος αυτού με έκανε να έρθω κοντά με μια φίλη, που με βοηθά να βαδίσω στον δρόμο τον πνευματικό με όλο και πιο σίγουρα βήματα. Τη λένε Αγγελική.
Τα λόγια αυτά του γέροντα, τα λόγια της προσευχής, τα θυμάμαι πάντα στα δύσκολα, αλλά και στα εύκολα. Αυτή η προσευχή τυπώθηκε στο νου και στην καρδιά μου και τη ψιθυρίζω από τότε συχνά, σχεδόν κάθε μέρα…
«Κύριε…Στις απρόοπτες καταστάσεις μη μ’ αφήσεις να ξεχάσω ότι όλα παραχωρούνται από σένα… Δίδαξε με να δέχομαι με ακλόνητη πεποίθηση ότι τίποτε δεν συμβαίνει, χωρίς να το επιτρέψεις εσύ…
Κύριε, δος μου τη δύναμη να υποφέρω τον κόπο της ημέρας αυτής σε όλη τη διάρκειά της. Καθοδήγησε τη θέλησή μου και δίδαξε με να προσεύχομαι, να πιστεύω, να υπομένω, να συγχωρώ και ν’ αγαπώ. ΑΜΗΝ».
Και μέσα στο τρέξιμο της καθημερινότητας δεν βάζει ο νους του ανθρώπου τι μπορεί να του ξημερώσει και τι πράγματα μπορεί να του συμβούν.
«ΕΝΟΡΙΑΚΑ ΝΕΑ» Αγίου Γεωργίου Διονύσου Αττικής
Ιούλιος – Αύγουστος 2008
«Το θάνατο δεν τον φοβάμαι, όχι βέβαια ένεκα των έργων μου, αλλά επειδή πιστεύω στο έλεος του Θεού».
Πολύ όμορφη η ιστορία που μας παρέθεσες, Ελπίδα!
(παραδόξως...)
Μελίζεται και διαμερίζεται ο Αμνός του Θεού, ο μελιζόμενος και μη διαιρούμενος, ο πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανόμενος, αλλά τους μετέχοντας αγιάζων.