Re: Ιερός Προσκυνηματικός Ναός Αγίου Γεωργίου του έν Ιωαννίν
Δημοσιεύτηκε: Παρ Οκτ 14, 2011 8:03 pm
Αθανάσιε σου οφείλω μια απάντηση.
Εγώ εξομολογήθηκα για πρώτη φορά 1 Μαρτίου 2011. Κάπου διάβασα στο Θέμα για την ΕΡΤ και την Θεία Λειτουργία έγραψες ότι μετά την αμαρτία μας ντρεπόμαστε. Δίκιο έχεις, ντρεπόμαστε όταν Εξομολογούμαστε ή όταν έρθουμε σε μετάνοια. Όταν έρθει η αίσθηση της αμαρτωλότητας μας, η επίγνωση αυτής. Μέχρι τότε το Μάρτιο, είχα περίπου 6 μήνες που προσπαθούσα να προσεγγίσω έναν άνθρωπο να μιλήσω, και όταν λέω «άνθρωπο» εννοώ άνθρωπο της Εκκλησίας, έναν οποιοδήποτε Ιερέα, άνθρωπο Πνευματικό, με πίστη, με ράσα, άνθρωπο του Θεού. Παρόλο που στην «ευρύτερη» οικογένεια υπάρχει Ιερέας και δυο μάλιστα, όχι ένας, δεν μπορούσα να μιλήσω για το Θεό, για το τι νιώθω, για το τι θέλω, είχα ερωτήματα πολλά χωρίς απαντήσεις. Όπως και ακόμα, υπάρχουν στιγμές που δεν μπορώ να εκφραστώ για Εκείνον γιατι δεν έχω λέξη να πω, δεν βρίσκω καμία μα καμία που να μπορεί να προσεγγίζει εις το έλασσον για Εκείνον. Ποια λέξη να πω για να περιγράψω την Αγάπη Του, όταν έμαθα να αγαπώ μέσα από την Εξομολόγηση και όλα τα χρόνια δεν αγαπούσα; Ούτε καν ξέρω ποια λέξη να σου πω για να καταλάβεις το πώς «αγαπούσα» τα προηγούμενα χρόνια. Πώς να στην περιγράψω την Αγάπη Του και πως την νιώθω όταν εγώ αμαρτάνω ή έχω πτώση, και Αυτός μου έχει δώσει την ευκαιρία να μου λύνουν τα δεμένα μου οι Ιερείς; Οι λέξεις θεωρώ είναι εργαλεία που δίνουν στους ανθρώπους την δυνατότητα να επικοινωνούν μεταξύ τους, να εκφραστούν μεταξύ τους, αλλά σε ότι αφορά Εκείνον δεν μπορεί καμία λέξη να Τον περιγράψει και Αυτόν και ότι Τον περιβάλει.
Εκκλησιαζόμουν όλο αυτό τον καιρό, προσπαθούσα να πηγαίνω και σε Εσπερινούς, είχα αρχίσει να πηγαίνω κάθε Κυριακή (είχα και την μάνα μου να μου λέει που πας τέτοια ώρα; Είναι νωρίς στις 9 αρχίζει η Εκκλησία. Ο Εξάψαλμος τάχα τι να ΄ναι αναρωτιόμουν; Αφού κάποτε της λέω… θέλεις να πω στον παπά να αρχίζει 12 να πηγαίνω 12 παρά;), να έχω μια επαφή με την Εκκλησίας. 16 του μήνα Ιανουαρίου του 2011 παραμονές του Αγίου Αθανασίου που τότε έχει οριστεί να εορτάζουμε τον Άγιο Γεώργιο, πήγα στον Ναό εντελώς τυχαία, απλά με έβγαλε ο δρόμος, ντροπή να πηγαίνω στον Ναό του μόνο και μόνο επειδή με έβγαλε ο δρόμος, αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Μπήκα στον Ναό, δεν είδα κανέναν, προσκύνησα τον Άγιο μου, τον καλησπέρισα (δεν μπορώ να καταλάβω που είναι το τραγικό και το κακό να βλέπεις κάποιον να μιλά στον Άγιο, τόσο παρεξηγήσιμο είναι;) του πα κάτι, και τον καληνύχτισα και πήγα να φύγω. Βλέπω τότε τον Ιερέα του Ναού πάνω σε μια σκάλα να καθαρίζει τα καντήλια κοντά και απέναντι από την Λειψανοθήκη. Πως δεν πέθανα επιτόπου από την τρομάρα μου, που τον είδα ξαφνικά και στον αέρα κι όλας, ένας Θεός ξέρει, όταν μπήκα δεν τον είδα, ακόμα απορώ όταν το σκέφτομαι που ήταν και δεν τον είδα, πως δεν τον είδα, αφού πρέπει να πέρασα δίπλα απο την σκάλα 1,5 μέτρο περίπου απόσταση. Τον καλησπέρισα και εκείνον, ρώτησα τι κάνει η οικογένεια του, έφυγα, βγήκα έξω από τον Ναό. Λέω μόνος του είναι ο άνθρωπος δεν τον ρωτάω για τον Εξομολόγο να δω τι θα μου πει; Και τον ρώτησα. Ακόμα θυμάμαι τον γεμάτο έκπληξη τρόπο που με κοίταξε. Νομίζω περίμενε οποιαδήποτε άλλη ερώτηση, οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής θεματολογίας και φύσεως παρά αυτήν που του ΄κανα. Ίσως να τον έβαλα και σε λογισμό τον καημένο τον άνθρωπο και ποτέ δεν του ζήτησα «συγγνώμη» για αυτό… εκκλησία του Αγίου, του Πολιούχου μας και να μην έχει Εξομολόγο;… αφού το αναρωτήθηκα και εγώ η ίδια, δεν μου ΄κοψε και μένα απλά να τον ρωτήσω κάθε πότε έρχεται ο Εξομολόγος. Μου ΄πε ποιος είναι και κάθε πότε έρχεται. Τον καληνύχτισα και έφυγα. Όλο το υπόλοιπο του Γενάρη και τον Φλεβάρη πήγαινα στον Εσπερινό έβλεπα ότι η πόρτα από το εξομολογητήριο είναι κλειστή και έφευγα. Αν με παρατηρούσε κάποιος είμαι πεπεισμένη ότι θα αναρωτιόταν τι κάνει αυτή τώρα; Ή σίγουρα θα σκεφτότανε ότι μάλλον παρακολουθώ αν ο Πατέρας έρχεται στην ώρα του, αν είναι εντάξει στα Πνευματικά του καθήκοντα, στα Πνευματικοπαίδια του, αλλιώς δεν εξηγείται να φτάνω δίπλα στο πρέκι (είναι τα δοκάρια) της πόρτας και να φεύγω. Επί 6 μήνες διαιώνιζα το αίσθημα της αμαρτωλότητας μου, πραγματικά ήταν κόλαση 6 μήνες.. Ήθελα να μιλήσω με έναν άνθρωπο. (και αυτό το έχω παράπονο, καημό, αλλά καλύτερα να το πω αλλιώς και με ερώτηση, το έχω μέσα μου, γιατι ποτέ κανένας μας δεν ρωτά κάποιον που είναι στην Εκκλησία και τον βλέπει να κλαίει ή να είναι κάπως λυπημένος δεν τον ρωτά τι έχεις; Θέλεις κάτι; Είσαι καλά; Κανένας ποτέ δεν με ρώτησε. Μόνο μια φορά με ρώτησε ένας Ιερέας που με είδε στον Τάφο του Αγίου τι έχω και κλαίω, αν θέλω κάτι και ήταν τώρα πρόσφατα. Του πα ότι προσεύχομαι, και αυτή ήταν η αλήθεια, πήγε στο Ιερό του Αγίου Αθανασίου, φόρεσε το πετραχήλι, ήρθε στον Τάφο του Αγίου με ρώτησε πως με λένε και διάβασε μια ευχή και έλεγε το όνομα μου, δεν ξέρω ποια ευχή δεν συγκράτησα ούτε μια λέξη γιατι σκεφτόμουν μα τι κάνει τώρα αυτός;, αλλά αυτός ο Ιερέας μου έβγαλε τον καημό που είχα για όλους τους υπόλοιπους, να ΄ναι τον έχει ο Θεός καλά, δεν τον ξέρω δυστυχώς, πρέπει να είναι ένας από τους Ιερείς του Μητροπολιτικού Ναού).
Ήξερα ότι υπάρχει μοναξιά, όταν είμαστε μόνοι μας σε ένα χώρο, στο σπίτι, γενικά μοναξιά που όλοι ίσως κάποτε νιώσαμε ηθελημένα και μη, δεν είχα βιώσει όμως την Πνευματική μοναξιά. Δεν ήξερα καν ότι υπάρχει Πνευματική μοναξιά. Επί 6 μήνες παρόλο που προσπαθούσα δεν μπορούσα να προσεγγίσω κανέναν. Φυσικά και δεν φταίγαν οι Ιερείς ή ο Πατέρας. Αλλά δύσκολα παιδιά πολύ δύσκολα η μετάβαση μου έγινε απο την μια ζωή στην άλλη. Ήταν μαρτύριο. Όλο αυτό τον καιρό από τον Αύγουστο μέχρι τον Μάρτιο διάβασα δεν φαντάζεσαι πόσα βιβλία, που φυσικά δεν θυμάμαι τίποτα τώρα. Μου λύσανε όμως πάρα πολλές απορίες. Ήθελα να μάθω όσα μου στερήσανε όλα αυτά τα 15 χρόνια.
1η του μήνα Μάρτη είπα θα μπω στο εξομολογητήριο και ότι γίνει. Δεν με ξέρει δεν τον ξέρω σκεφτόμουν για τον Πατέρα, το πολύ πολύ να γίνω ρεζίλι και να τον κάνω να γελάει μαζί μου, δεν είναι η πρώτη φορά μήδε η τελευταία που ρεζιλεύομαι. Και πώς να αρχίσω, τι να του πω; Θα μου κάνει ερωτήσεις; Τα Γιάννενα μικρή πόλη, κορνάρεις στην Πλατεία Πάργης και σε ακούνε στο Νησάκι, θα του τα πω σήμερα θα τα ξέρουν όλοι σε 3 ώρες. Να ναι μεγάλος, ναι μικρός; Και τα προσωπικά πως τα λες; Δεν φαντάζεσαι τι σκεφτόμουν. Αφού άφησα τους πάντες να μπουν, έμεινα τελευταία, είχα πάει στις 4 και μπήκα στις 9 κ 30 το βράδυ.
Άνοιξε η πόρτα από το Εξομολογητήριο, και στεκόμουν στην πόρτα από τον Ναό, 10 μέτρα περίπου η απόσταση. Είχε έρθει η ώρα μου, δεν υπήρχε κανείς άλλος. Τον κοίταξα προς στιγμήν, έπειτα γύρισα το κεφάλι μου αριστερά στην πλατεία και σκεφτόμουν να φύγω. Τον ματακοιτάζω ήταν στην θέση του και με κοιτούσε. Φυσικά παρακαλούσα να είχε φύγει, ...καλά μα τι κάνει ακόμα δεν έφυγε.... Τότε έκανα δειλά τα βήματα μου προς το μέρος του. Μπήκα στο εξομολογητήριο, τον χαιρέτισα, φυσικά και δεν του ασπάστηκα την Ιεροσύνη του και κάθισα στην καρέκλα. Παύση, σιγή για μερικά δευτερόλεπτα. Ξαφνικά του λέω δεν έχω εξομολογηθεί ποτέ. Και δεν ξέρω τι να πω. Μου λέει ότι σε βαραίνει. Τον κοιτάζω και κουνάω το κεφάλι καταφατικά κ πάλι παύση, πάλι, μεγάλη παύση όμως τώρα. Λεπτά ολόκληρα. Μια κοιτούσα αυτόν, μια κοιτούσα μια εικόνα του Άγιου Γεώργιου, μια το πόμολο της εξώπορτας, μια το παράθυρο της πόρτας (που εκεί του είπα το κορυφαίο …ωραίο κουρτινάκι έχετε… υπάρχει ένα κουρτινάκι λευτκό στο παράθυρο) ήθελα να φύγω, μια του ψέλλιζα κάτι, άντε πάλι παύση και όλα αυτά από λίγο πάλι από την αρχή, αυτό πρέπει να κράτησε 30 λεπτά. Εντέλει εξομολογήθηκα 2 ώρες. Το αίσθημα της ανάπαυσης που το έζησα εκείνη την μέρα για πρώτη φορά ήταν απερίγραπτο. Η ελευθερία μου;
Έτσι εξομολογήθηκα πρώτη φορά Αθανάσιε. Ο Θεός ξέρει πότε είναι η ώρα του καθενός μας να Τον γνωρίσουμε. Και Αυτός κρίνει με ποιόν άνθρωπο θα Τον γνωρίσουμε, πως θα Τον γνωρίσουμε, και το πότε θα Τον γνωρίσουμε.
Εγώ εξομολογήθηκα για πρώτη φορά 1 Μαρτίου 2011. Κάπου διάβασα στο Θέμα για την ΕΡΤ και την Θεία Λειτουργία έγραψες ότι μετά την αμαρτία μας ντρεπόμαστε. Δίκιο έχεις, ντρεπόμαστε όταν Εξομολογούμαστε ή όταν έρθουμε σε μετάνοια. Όταν έρθει η αίσθηση της αμαρτωλότητας μας, η επίγνωση αυτής. Μέχρι τότε το Μάρτιο, είχα περίπου 6 μήνες που προσπαθούσα να προσεγγίσω έναν άνθρωπο να μιλήσω, και όταν λέω «άνθρωπο» εννοώ άνθρωπο της Εκκλησίας, έναν οποιοδήποτε Ιερέα, άνθρωπο Πνευματικό, με πίστη, με ράσα, άνθρωπο του Θεού. Παρόλο που στην «ευρύτερη» οικογένεια υπάρχει Ιερέας και δυο μάλιστα, όχι ένας, δεν μπορούσα να μιλήσω για το Θεό, για το τι νιώθω, για το τι θέλω, είχα ερωτήματα πολλά χωρίς απαντήσεις. Όπως και ακόμα, υπάρχουν στιγμές που δεν μπορώ να εκφραστώ για Εκείνον γιατι δεν έχω λέξη να πω, δεν βρίσκω καμία μα καμία που να μπορεί να προσεγγίζει εις το έλασσον για Εκείνον. Ποια λέξη να πω για να περιγράψω την Αγάπη Του, όταν έμαθα να αγαπώ μέσα από την Εξομολόγηση και όλα τα χρόνια δεν αγαπούσα; Ούτε καν ξέρω ποια λέξη να σου πω για να καταλάβεις το πώς «αγαπούσα» τα προηγούμενα χρόνια. Πώς να στην περιγράψω την Αγάπη Του και πως την νιώθω όταν εγώ αμαρτάνω ή έχω πτώση, και Αυτός μου έχει δώσει την ευκαιρία να μου λύνουν τα δεμένα μου οι Ιερείς; Οι λέξεις θεωρώ είναι εργαλεία που δίνουν στους ανθρώπους την δυνατότητα να επικοινωνούν μεταξύ τους, να εκφραστούν μεταξύ τους, αλλά σε ότι αφορά Εκείνον δεν μπορεί καμία λέξη να Τον περιγράψει και Αυτόν και ότι Τον περιβάλει.
Εκκλησιαζόμουν όλο αυτό τον καιρό, προσπαθούσα να πηγαίνω και σε Εσπερινούς, είχα αρχίσει να πηγαίνω κάθε Κυριακή (είχα και την μάνα μου να μου λέει που πας τέτοια ώρα; Είναι νωρίς στις 9 αρχίζει η Εκκλησία. Ο Εξάψαλμος τάχα τι να ΄ναι αναρωτιόμουν; Αφού κάποτε της λέω… θέλεις να πω στον παπά να αρχίζει 12 να πηγαίνω 12 παρά;), να έχω μια επαφή με την Εκκλησίας. 16 του μήνα Ιανουαρίου του 2011 παραμονές του Αγίου Αθανασίου που τότε έχει οριστεί να εορτάζουμε τον Άγιο Γεώργιο, πήγα στον Ναό εντελώς τυχαία, απλά με έβγαλε ο δρόμος, ντροπή να πηγαίνω στον Ναό του μόνο και μόνο επειδή με έβγαλε ο δρόμος, αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Μπήκα στον Ναό, δεν είδα κανέναν, προσκύνησα τον Άγιο μου, τον καλησπέρισα (δεν μπορώ να καταλάβω που είναι το τραγικό και το κακό να βλέπεις κάποιον να μιλά στον Άγιο, τόσο παρεξηγήσιμο είναι;) του πα κάτι, και τον καληνύχτισα και πήγα να φύγω. Βλέπω τότε τον Ιερέα του Ναού πάνω σε μια σκάλα να καθαρίζει τα καντήλια κοντά και απέναντι από την Λειψανοθήκη. Πως δεν πέθανα επιτόπου από την τρομάρα μου, που τον είδα ξαφνικά και στον αέρα κι όλας, ένας Θεός ξέρει, όταν μπήκα δεν τον είδα, ακόμα απορώ όταν το σκέφτομαι που ήταν και δεν τον είδα, πως δεν τον είδα, αφού πρέπει να πέρασα δίπλα απο την σκάλα 1,5 μέτρο περίπου απόσταση. Τον καλησπέρισα και εκείνον, ρώτησα τι κάνει η οικογένεια του, έφυγα, βγήκα έξω από τον Ναό. Λέω μόνος του είναι ο άνθρωπος δεν τον ρωτάω για τον Εξομολόγο να δω τι θα μου πει; Και τον ρώτησα. Ακόμα θυμάμαι τον γεμάτο έκπληξη τρόπο που με κοίταξε. Νομίζω περίμενε οποιαδήποτε άλλη ερώτηση, οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής θεματολογίας και φύσεως παρά αυτήν που του ΄κανα. Ίσως να τον έβαλα και σε λογισμό τον καημένο τον άνθρωπο και ποτέ δεν του ζήτησα «συγγνώμη» για αυτό… εκκλησία του Αγίου, του Πολιούχου μας και να μην έχει Εξομολόγο;… αφού το αναρωτήθηκα και εγώ η ίδια, δεν μου ΄κοψε και μένα απλά να τον ρωτήσω κάθε πότε έρχεται ο Εξομολόγος. Μου ΄πε ποιος είναι και κάθε πότε έρχεται. Τον καληνύχτισα και έφυγα. Όλο το υπόλοιπο του Γενάρη και τον Φλεβάρη πήγαινα στον Εσπερινό έβλεπα ότι η πόρτα από το εξομολογητήριο είναι κλειστή και έφευγα. Αν με παρατηρούσε κάποιος είμαι πεπεισμένη ότι θα αναρωτιόταν τι κάνει αυτή τώρα; Ή σίγουρα θα σκεφτότανε ότι μάλλον παρακολουθώ αν ο Πατέρας έρχεται στην ώρα του, αν είναι εντάξει στα Πνευματικά του καθήκοντα, στα Πνευματικοπαίδια του, αλλιώς δεν εξηγείται να φτάνω δίπλα στο πρέκι (είναι τα δοκάρια) της πόρτας και να φεύγω. Επί 6 μήνες διαιώνιζα το αίσθημα της αμαρτωλότητας μου, πραγματικά ήταν κόλαση 6 μήνες.. Ήθελα να μιλήσω με έναν άνθρωπο. (και αυτό το έχω παράπονο, καημό, αλλά καλύτερα να το πω αλλιώς και με ερώτηση, το έχω μέσα μου, γιατι ποτέ κανένας μας δεν ρωτά κάποιον που είναι στην Εκκλησία και τον βλέπει να κλαίει ή να είναι κάπως λυπημένος δεν τον ρωτά τι έχεις; Θέλεις κάτι; Είσαι καλά; Κανένας ποτέ δεν με ρώτησε. Μόνο μια φορά με ρώτησε ένας Ιερέας που με είδε στον Τάφο του Αγίου τι έχω και κλαίω, αν θέλω κάτι και ήταν τώρα πρόσφατα. Του πα ότι προσεύχομαι, και αυτή ήταν η αλήθεια, πήγε στο Ιερό του Αγίου Αθανασίου, φόρεσε το πετραχήλι, ήρθε στον Τάφο του Αγίου με ρώτησε πως με λένε και διάβασε μια ευχή και έλεγε το όνομα μου, δεν ξέρω ποια ευχή δεν συγκράτησα ούτε μια λέξη γιατι σκεφτόμουν μα τι κάνει τώρα αυτός;, αλλά αυτός ο Ιερέας μου έβγαλε τον καημό που είχα για όλους τους υπόλοιπους, να ΄ναι τον έχει ο Θεός καλά, δεν τον ξέρω δυστυχώς, πρέπει να είναι ένας από τους Ιερείς του Μητροπολιτικού Ναού).
Ήξερα ότι υπάρχει μοναξιά, όταν είμαστε μόνοι μας σε ένα χώρο, στο σπίτι, γενικά μοναξιά που όλοι ίσως κάποτε νιώσαμε ηθελημένα και μη, δεν είχα βιώσει όμως την Πνευματική μοναξιά. Δεν ήξερα καν ότι υπάρχει Πνευματική μοναξιά. Επί 6 μήνες παρόλο που προσπαθούσα δεν μπορούσα να προσεγγίσω κανέναν. Φυσικά και δεν φταίγαν οι Ιερείς ή ο Πατέρας. Αλλά δύσκολα παιδιά πολύ δύσκολα η μετάβαση μου έγινε απο την μια ζωή στην άλλη. Ήταν μαρτύριο. Όλο αυτό τον καιρό από τον Αύγουστο μέχρι τον Μάρτιο διάβασα δεν φαντάζεσαι πόσα βιβλία, που φυσικά δεν θυμάμαι τίποτα τώρα. Μου λύσανε όμως πάρα πολλές απορίες. Ήθελα να μάθω όσα μου στερήσανε όλα αυτά τα 15 χρόνια.
1η του μήνα Μάρτη είπα θα μπω στο εξομολογητήριο και ότι γίνει. Δεν με ξέρει δεν τον ξέρω σκεφτόμουν για τον Πατέρα, το πολύ πολύ να γίνω ρεζίλι και να τον κάνω να γελάει μαζί μου, δεν είναι η πρώτη φορά μήδε η τελευταία που ρεζιλεύομαι. Και πώς να αρχίσω, τι να του πω; Θα μου κάνει ερωτήσεις; Τα Γιάννενα μικρή πόλη, κορνάρεις στην Πλατεία Πάργης και σε ακούνε στο Νησάκι, θα του τα πω σήμερα θα τα ξέρουν όλοι σε 3 ώρες. Να ναι μεγάλος, ναι μικρός; Και τα προσωπικά πως τα λες; Δεν φαντάζεσαι τι σκεφτόμουν. Αφού άφησα τους πάντες να μπουν, έμεινα τελευταία, είχα πάει στις 4 και μπήκα στις 9 κ 30 το βράδυ.
Άνοιξε η πόρτα από το Εξομολογητήριο, και στεκόμουν στην πόρτα από τον Ναό, 10 μέτρα περίπου η απόσταση. Είχε έρθει η ώρα μου, δεν υπήρχε κανείς άλλος. Τον κοίταξα προς στιγμήν, έπειτα γύρισα το κεφάλι μου αριστερά στην πλατεία και σκεφτόμουν να φύγω. Τον ματακοιτάζω ήταν στην θέση του και με κοιτούσε. Φυσικά παρακαλούσα να είχε φύγει, ...καλά μα τι κάνει ακόμα δεν έφυγε.... Τότε έκανα δειλά τα βήματα μου προς το μέρος του. Μπήκα στο εξομολογητήριο, τον χαιρέτισα, φυσικά και δεν του ασπάστηκα την Ιεροσύνη του και κάθισα στην καρέκλα. Παύση, σιγή για μερικά δευτερόλεπτα. Ξαφνικά του λέω δεν έχω εξομολογηθεί ποτέ. Και δεν ξέρω τι να πω. Μου λέει ότι σε βαραίνει. Τον κοιτάζω και κουνάω το κεφάλι καταφατικά κ πάλι παύση, πάλι, μεγάλη παύση όμως τώρα. Λεπτά ολόκληρα. Μια κοιτούσα αυτόν, μια κοιτούσα μια εικόνα του Άγιου Γεώργιου, μια το πόμολο της εξώπορτας, μια το παράθυρο της πόρτας (που εκεί του είπα το κορυφαίο …ωραίο κουρτινάκι έχετε… υπάρχει ένα κουρτινάκι λευτκό στο παράθυρο) ήθελα να φύγω, μια του ψέλλιζα κάτι, άντε πάλι παύση και όλα αυτά από λίγο πάλι από την αρχή, αυτό πρέπει να κράτησε 30 λεπτά. Εντέλει εξομολογήθηκα 2 ώρες. Το αίσθημα της ανάπαυσης που το έζησα εκείνη την μέρα για πρώτη φορά ήταν απερίγραπτο. Η ελευθερία μου;
Έτσι εξομολογήθηκα πρώτη φορά Αθανάσιε. Ο Θεός ξέρει πότε είναι η ώρα του καθενός μας να Τον γνωρίσουμε. Και Αυτός κρίνει με ποιόν άνθρωπο θα Τον γνωρίσουμε, πως θα Τον γνωρίσουμε, και το πότε θα Τον γνωρίσουμε.