Δημοσιεύτηκε: Παρ Μαρ 30, 2007 12:01 pm
Το κείμενο το έδωσε ο Άγγελος
1. Το διορατικό – προορατικό της χάρισμα
Στην Ταρσώ ο Θεός έδωσε, μεταξύ άλλων χαρισμάτων και το διορατικό και προορατικό χάρισμα, όπως σημειώσαμε προηγουμένως, με τα οποία είχε την δυνατότητα να βλέπει γεγονότα που συμβαίνουν ή πρόκειται να συμβούν, τα οποία ο εντελώς χοϊκός νους του ανθρώπου δεν μπορούσε να ιδεί και να κατοπτεύσει.
Με το χάρισμα αυτό έβλεπε και κατόπτευε τα «υπόγεια», τα του άδου, αλλά και τα ουράνια, τα της Βασιλείας του Θεού. Έτσι η Ταρσώ, όπως κάθε άνθρωπος του Θεού προικισμένος με τα χαρίσματα αυτά του Αγίου Πνεύματος, επισκοπούσε την υλική κτίση, τις καρδιές και το πνεύμα των ανθρώπων αλλά και τη θέα ουράνιων πραγμάτων και καταστάσεων! Κατά κάποιο τρόπο για την Ταρσώ, χάρη στο διορατικό και προορατικό χάρισμά της, ο «κόσμος», ο κόσμος του Θεού γενικά, ο υλικός και ο πνευματικός, ήταν γι’ αυτήν ένας και ενιαίος!
Από κάποιο σημείο και ύστερα, όταν η Ταρσώ είχε λάβει άνωθεν την πληροφορία ότι θα «μετατεθεί», σε χρονική στιγμή όχι μακρινή, από τη γη σε άλλο τόπο, άρχισε να λέει πότε με κατανοητά λόγια, πότε με σαλά, ότι θα φύγει, προφανώς για τους ουράνιους κήπους, για τη Βασιλεία του Θεού!
«Μετά την πληροφορία, ότι θα πάρει «μετάθεση», μια μοναχή (εκτός της μονής της Κερατέας), της μετέφερε την παράκληση της γερόντισσάς της, αν «φύγει» να εύχεται για τις μοναχές. Και η Ταρσώ ρώτησε:
- Που να πάω;
- Στον άλλο κόσμο.
Τότε εκείνη, απαντώντας κοφτά είπε, «ένας είναι ο κόσμος». Σκοτείνιασε το πρόσωπό της και συμπλήρωσε, «αυτό που λες είναι ανόητο, δε νογιέται…! Τα λόγια των πολλών κάνουν τον άνθρωπο λωλό… και του μπογιατζή ο κόπανος. Είναι κλαψιάρα (προφανώς γιατί η παράκληση της γερόντισσας ήταν τιμητική γι’ αυτήν και της κλέβει έτσι «τα εκατομμύριά της», τις αρετές της). Ούτε με ξέρει, ούτε θα με δει ποτέ! Με σκοτώνει. Μου πήρε όλο τον κόπο και δεν μου άφησε τίποτε. Μου πήρε όλες τις τσολιαδίστικες στολές» (προφανώς τις στολές των αγγέλων ή των μοναχών).»
Η Ταρσώ οδηγείτο από το Πνεύμα του Θεού! Το δε «πνεύμα όπου θέλει πνει και την φωνήν αυτού ακούεις, αλλ’ ουκ οίδας πόθεν έρχεται και που υπάγει, ούτως έστι πας ο γεγεννημένος εκ του Πνεύματος».
Με το διορατικό της χάρισμα η Ταρσώ έδειχνε να ζει και να κινείται στο χώρο «της ελευθερίας των τέκνων του Θεού»! Στον χώρο αυτό υπάρχει ο κόσμος ολόκληρος, ο κόσμος του Θεού»! Για την Ταρσώ επομένως, δεν υπήρχε ο κόσμος τούτος, ο επίγειος και ο άλλος κόσμος ο ουράνιος. Όποιος είναι του Κυρίου, ανήκει στον Κύριο, αγόμενος υπό του Πνεύματος του Θεού. Έτσι διασπά και υπερβαίνει τα κατεστημένα από τον αδόκιμο νου όρια της υπάρξεως. Έτσι και η Ταρσώ. Ζώσα εν Κυρίω, ζούσε όπου ήταν ο Κύριος, ο δε Κύριος υπάρχει παντού! «Τα πάντα και εν πάσι Χριστός».
«Δύο κοπέλες επισκέφθηκαν το Μοναστήρι και ζήτησαν να τις οδηγήσουν στο κελί της. Τους είπαν ότι η ώρα είναι περασμένη και δεν μπορούν να τις πάνε στην Ταρσώ. Έφυγαν ζητώντας μόνο λίγο ψωμί για τον δρόμο. Τους έδωσαν ένα ψωμάκι, λέγοντάς τους, «αυτό ήταν για την Ταρσώ, δεν της το πήγαμε επειδή έβρεχε. Πάρτε το εσείς». Καθ’ οδόν έφαγαν το μισό και το άλλο μισό το πέταξαν από το παράθυρο του αυτοκινήτου. Όταν ύστερα από μερικές ημέρες την επισκέφθηκαν τους λέει, «Δεν φτάνει που μου πήρατε το ψωμί, το πετάξατε και στον δρόμο»!
«Στο Νοσοκομείο που νοσηλεύθηκε για τα εγκαύματα, κάποια στιγμή αποφασίσθηκε η έξοδός της, επειδή, όπως είχαν γνωματεύσει οι εφημερεύοντες γιατροί, είχαν θεραπευθεί τα εγκαύματά αυτά. Όταν της το ανακοίνωσαν, εκείνη διαμαρτυρήθηκε:
- Όχι, δεν φεύγω με τίποτα.
Το έκαναν γνωστό στον Καθηγητή και εκείνος, κατά την επίσκεψή του στον θάλαμό της, της είπε επίσης, ότι πρέπει να βγει από το Νοσοκομείο γιατί έγινε καλά.
- Τι λες, γιατρέ μου, δεν φεύγω. Εδώ είναι ωραία! Οι αδελφούλες μου με περιποιούνται, καθώς και τα παλικάρια σου, οι γιατροί. Θα κάτσω είκοσι ημέρες ακόμα… Μόνο εσύ δεν με έχεις κοιτάξει.
- Καλά θα σε κοιτάξω τώρα και εγώ και θα φύγεις, αφού είσαι εντάξει. Και την καθησύχασε.
- Όχι, όχι, εγώ δεν φεύγω, έλεγε.
Εξετάζοντάς την ο Καθηγητής, είδε ότι τα εγκαύματά της εσωτερικά «δουλεύανε» ακόμα. Έκρινε τότε σκόπιμο ότι πρέπει να μείνει ακόμη μέσα, όσο θα χρειαστεί. Το χρονικό διάστημα ήταν, όπως εκείνη το είπε, είκοσι ημέρες».
«Επειδή την ευλαβόμουν σαν αγία, κάποτε προσευχόμουν (διηγείται η ίδια, όπως πιο πάνω, μοναχή) με το κομποσκοίνι ως εξής: «Δούλη του Θεού Ταρσώ, βοήθησέ με»! Τότε αυτόν τον καιρό, συνέβη να την επισκεφθούν κάποιοι γνωστοί της Μονής μας και τους είπε, «Η τάδε μοναχή, που είναι από την Κρήτη (χωρίς να της έχει πει κανείς ότι κατάγομαι από την Κρήτη), με δέρνει συνεχώς. Το ζητά από μένα; Δεν βλέπει πόσο αδύνατη είμαι; (κι έδειχνε τα σκελετωμένα της χέρια), τι θέλει από μένα; Τι έχω εγώ να της δώσω;» Μια άλλη φορά, ενώ ξεκινούσαμε για την αδελφή Ταρσώ, μας είπε η γερόντισσα, «μην την πάρετε για μαντείο! Να πάτε να ακούσετε κάτι για την ψυχή σας». Μόλις φθάσαμε στην Ταρσώ μας είπε, «Μα, για μαντείο με πήρατε;».
«Πηγαίναμε συχνά στην Ταρσώ, εγώ και η γυναίκα μου. Συνήθως κρατούσαμε μαζί μας κάτι αναγκαίο να της προσφέρουμε, κάποιο φρούτο, λίγη ζάχαρη, καφέ ή κάτι άλλο. Μια φορά που την επισκεφθήκαμε και πάλι, πήραμε μαζί μας για την Ταρσώ καφέ και ζάχαρη. Όταν της τα προσφέραμε, εκείνη δεν ήθελε να τα δεχθεί με κανένα τρόπο. Παρά την επιμονή μας, ήταν ανένδοτη, λέγοντάς μας, «δεν έχω ευλογία»! Προβληματιστήκαμε! Σκεφτήκαμε, ποιος δεν της δίνει ευλογία; Φύγαμε πάντως στεναχωρημένοι και περίεργοι για την ευλογία που δεν είχε να τα πάρει.
Στον δρόμο της επιστροφής, συζητώντας την στάση αυτή της Ταρσώς, είδαμε έναν γεροντάκο να βόσκει καμιά δεκαριά πρόβατα. Σχεδόν ταυτόχρονα και οι δυο μας, είπαμε να δώσουμε τον καφέ και την ζάχαρη σε αυτόν τον ανθρωπάκο. Μόλις τα πήρε στα χέρια του, φωτίσθηκε στη σκέψη μας η στάση της Ταρσώς. Δεν μπορεί να φανταστεί κανείς την χαρά που έδειξε ο άνθρωπος και τόσες ευχαριστίες που μας αράδιαζε. Ήταν φανερό ότι η διορατικότητα της Ταρσώς είχε μπροστά της το πρόβλημά του. Εκείνη ήξερε ότι αυτός είχε ανάγκη. Και με την άρνησή της τα προόριζε γι’ αυτόν»!
«Σε μια επίσκεψη στην Ταρσώ, με τα δυο μας αγόρια, είπε στον πρώτο, «Εσύ είσαι ο υιός του αρχιτέκτονα». Τον χαρακτηρισμό αυτό δεν μπορούσαμε να τον εξηγήσουμε τότε. Σήμερα, ύστερα από την πρόοδό του στα θεολογικά γράμματα, μπορούμε να καταλάβουμε ότι ακριβώς εννοούσε ότι θα ασχοληθεί με την θεολογία, που αποτελεί ασφαλώς «αρχιτεκτονία του Αγίου Πνεύματος» (Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής). Στον δεύτερο είπε, «είσαι ο υιός του ηγεμόνος», προβλέποντας μάλλον ότι θα αφιερωθεί σε εκκλησιαστική διακονία. Στη μητέρα του είπε με έμφαση, «Ναι, αυτός ο γιος σου, γιος σου δεν είναι. Ναι, είναι παπαδάκι και κρατάει λαμπάδα»!»
«Σε μια επίσκεψή μας, η Ταρσώ είχε «δει» την γκρίνια που είχα καθ’ οδό με τις άλλες κοπέλες που με συνόδευαν, γιατί δεν είχαμε πάρει μαζί μας μηχανή να τη φωτογραφήσουμε. Απρόσμενα εκείνη είπε, «Θέλουν να με βγάλουν φωτογραφία. Τι να βγάλουν; Εμένα το σώμα μου το ατίμασαν… (ακολούθησαν και άλλες σκληρότερες λέξεις). Της Παναγίας, το κάλυμμα του πένθους. Το κάλυμμα του πένθους». Ήταν σαφές σε τι μας κατεύθυνε».
«Κάποια μέρα, μετά την επίσκεψή μας στο καλύβι της, μας ξεπροβόδισε λίγο στον δρόμο και ενώ γύριζε πίσω στο κελί της, εμείς τη βλέπαμε και λέγαμε, «αχ! Να είχαμε μια φωτογραφική μηχανή να την πάρουμε φωτογραφία». Την επόμενη φορά που την επισκεφθήκαμε μας είπε, «Θέλουνε να με πάρουν φωτογραφία. Τι να την κάνετε την φωτογραφία; Παναγίτσα δεν έχετε;». Ήθελε να πει ότι για εμάς ήταν αρκετή η εικόνα της Παναγίας».
«Δοκίμασα συγκλονιστική εμπειρία, όταν μια μέρα, κατά την επίσκεψή μου στην Ταρσώ, ενώ περίμενα με δύο ακόμη φοιτητές επισκέπτες να ιδώ την Ταρσώ, εκείνοι μου διηγήθηκαν το θανατηφόρο τροχαίο που τους συνέβη κατά τον ερχομό τους και πως αυτοί γλύτωσα
ν τον θάνατο ως εκ θαύματος. Όταν ήλθε η αδελφή Ταρσώ και τους είδε, τους έψελνε τα νεκρώσιμα τροπάρια, λέγοντάς τους για το ατύχημα που έζησαν».
«Την πρώτη προσωπική μου γνωριμία με την Ταρσώ την είχα το καλοκαίρι του 1986. Μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση, πως γνώριζε πολλά περιστατικά της ζωής μου, αλλά και για το μέλλον μου. Π.χ. μου έλεγε πολλές φορές ότι είμαι κυρία των τιμών και κατάλαβα την σημασία του μόνο όταν έγινα μοναχή στο Μοναστήρι της Παντάνασσας Δέσποινας».
«Όταν για πρώτη φορά επισκέφθηκα με την οικογένειά μου την Ταρσώ έμεινα έκπληκτος από την ακριβή γνώση, που είχε σχετικά με τον εαυτό μου και με την οικογένειά μου. Αφού καθίσαμε απέναντί της, στον μικρό ξύλινο πάγκο, έξω από το κελί της, η πρώτη ερώτηση που μου απηύθηνε ήταν, «από πού έρχεσθε;» Της είπα από μια περιοχή των Αθηνών. Εκείνη με διόρθωσε, «το στάρι δεν ήλθε από την τάδε πόλη;». Εννοούσε ότι πρόσφατα είχα μετατεθεί ως εκπαιδευτικός από μια άλλη πόλη. Μετά την επιβεβαίωσή μου ότι εκεί είχα μείνει πολλά χρόνια πράγματι, στην πόλη που είπε, με ερώτησε, «εσύ δεν είσαι που γράφεις βιβλία και το πρόσωπό σου φαίνεται στα βιβλία σου;» (Στο σημείο αυτό, όπως μου είπε ένα από τα παιδιά μου, ανέφερε και ένα τίτλο κάποιου βιβλίου μου, το οποίο όμως δεν άκουσα. Τέτοιες περιπτώσεις ήταν συχνές στους διαλόγους της Ταρσώς με τους επισκέπτες της. Οι ενδιαφερόμενοι δεν άκουγαν κάποια πράγματα, που τους αφορούσαν, τα οποία όμως άκουγαν κάποιοι άλλοι παρευρισκόμενοι).
Στην συνέχεια άρχισε τις παραινέσεις, «να φτιάξεις εργοστάσιο ζυμαρικών. Μακαρόνια, αλεύρι, αλεύρι. Να γίνει ψωμί να φάει ο κόσμος. Γράφεις… γράφεις βιβλία! Ψωμί, ψωμί να φάει ο κόσμος. Ο κόσμος πεινάει…»!
Πάντως και στις κατοπινές μας επισκέψεις έβλεπα ότι την ένοιαζε πολύ η πνευματική τροφοδοσία του κόσμου. Η φράση, «ψωμί, ψωμί να φάει ο κόσμος», ήταν μία προσφιλής της προτροπή σε εκείνους που έβλεπε ότι έχουν τη δυνατότητα να το κάνουν».
Ένας αγιορείτης ιερομόναχος, που την επισκέφθηκε πολλές φορές, διηγείται, «…μ’ έβλεπε για πρώτη φορά, χωρίς να γνωρίζει τίποτε δι’ εμέ. Ποιος και από πού και τι είμαι… μείναμε οι δυο μας να κατηφορίζουμε προς το κελί της. Καθίσαμε έξω. Ήταν χειμώνας, Φεβρουάριος μήνας και έκανε κρύο πολύ. Με έβαλε στο μέρος που έλουζε ο ήλιος, ενώ αυτή κάθισε στη σκιά και κοίταζε κάτω… Μου γεννήθηκε μεγάλη εσωτερική επιθυμία να μάθω την ζωή της. Στην σκέψη μου αυτή, σήκωσε τα μάτια της, με κοίταξε τόσο ερευνητικά που αναγκάστηκα να στρέψω αλλού το βλέμμα μου. Χωρίς να ξέρω πως και να μπορώ να το εκφράσω με λόγια, αισθανόμουν διαφορετικά, πολύ ελεύθερα, σε χώρο χωρίς όρια, πολύ ευρύ και ο νους μου άρχισε σαν σε ταινία να παρακολουθεί την ζωή αυτής της γυναίκας και να βλέπει, πως διά βίου αγωνίζεται τον χειμώνα στα κρύα, στις βροχές και στους ανέμους, το θέρος στην ζέστη, την άγρυπνο στάση, την κακοπάθεια του σώματος, την έλλειψη αγαθών, την απουσία ναού, λατρείας, υμνολογίας και κυρίως της συμπαραστάσεως και κοινωνίας των συνασκουμένων. Σε όλα αυτά συνέκρινα την δική μου ζωή και έλεγα μέσα μου, «αλλοίμονο, τι κάνει αυτή για την αγάπη του Θεού και τι κάνω εγώ…»
Η φωνή της διακόπτει το σκηνικό και μου λέγει:
- «Παιδί μου, γιατί κάνεις αυτές τις σκέψεις; Εγώ μεν έτσι, συ δε αλλιώς. Ότι μπορείς κάνεις. Είσαι ιερεύς…» και μου περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τον αγώνα και τις συνθήκες της καθημερινής μου ζωής.
- «Και τέλος, είσαι κάτω από τη σκέπη της Παναγίας, έχεις αδελφούς και βρίσκεσαι σε ασφάλεια. Ενώ εγώ η καημένη, όταν λείπει ο Θεός, που να ακουμπήσω; … υπό πάντων εμπαιζόμενη και εκτεθειμένη στην εκτίμηση των ανθρώπων, κινδυνεύοντας να χάσω ότι έχω».
«Είδα και έζησα (διηγείται ο ίδιος ιερομόναχος), πόσο ανάγκη έχει του ανθρώπου και της εν πνεύματι κοινωνίας… Έτσι σκεπτόμενος, αισθάνθηκα μια περιχώρηση του δικού μου κόσμου σε εκείνο της μακαρίας γυναίκας. Για πρώτη φορά έβλεπα τόσο διάφανο τον ψυχικό μου κόσμο, χωρίς να μπορώ να τον περιγράψω με λόγια. Μια αίσθηση ενός κόσμου τελείως πνευματικού, αΰλου, με μόνη την παρουσία εκείνης, η οποία, ως έχουσα εξουσία, μου δείχνει και λέγει:
- «Γιατί έχεις έτσι ατακτοποίητα αυτά τα δύο;» δείχνοντάς μου μέσα στην διαφάνεια δύο σκιές. Και με εξουσία, υψώνοντας το χέρι προς τον ουρανό, λέγει:
- «Αρχάγγελοι του Θεού, ελάτε να πάρετε αυτά τα δύο εμπόδια, ίνα ακωλύτως έρχεται η χάρις του Θεού εις αυτήν την ψυχήν». (Στεναχωριόμουν εύκολα και με κατέβαλλε η λύπη).
Είδα και αισθάνθηκα να φεύγουν αυτές οι δύο σκιές και από τότε έμεινα σε περισσότερη ψυχική ελευθερία. Την ευχαρίστησα για την αγάπη που μου έδειξε και την παρακάλεσα να εύχεται για μένα και τους αδελφούς μου…».
«Μια άλλη φορά την επισκέφθηκα με κάποιον γνωστό μου οικογενειάρχη, που εξομολογείτο σε μένα. Το πατρικό του σπίτι ήταν στην οδό Εμμανουήλ Μπενάκη και απέναντι από το σπίτι του έμενε ο θείος του, μεγάλος μάγος των Αθηνών, ο οποίος τον είχε μάθει, όταν ήταν μικρός, να είναι χειρομάντης. Αυτά συνέβαιναν προ εικοσαετίας. Εγώ όμως δεν γνώριζα τίποτε περί των ανωτέρω. Γνώριζα μόνο ότι ταλαιπωρήθηκε πολύ μέχρι να απαλλαγεί της χειρομαντείας.
Καθ’ οδό προς την Ταρσώ αγοράσαμε μπανάνες. Όταν φθάσαμε την είδα μόνος μου για λίγο. Την παρακάλεσα να έλθει να την δει και ο συνοδός μου. Τον φώναξα. Μόλις πλησίασε, ενώ καθόταν η Ταρσώ ήρεμα, ανασηκώθηκε σαν το σκυλί, που βλέπει κάτι και ετοιμάζεται να γαυγίσει.
- Ευλόγησον, την ευχή σου, της λέγει ο φίλος μου, και συνέχισε. Ο παππούλης είπε και σου φέραμε μπανάνες, και τις πρόσφερε σ’ αυτήν
- Από πού τις πήρες; Από την Εμμανουήλ Μπενάκη; Ερωτά!
- Όχι, απαντά ο φίλος μου. Εκεί, στην Μπενάκη, ήταν το πατρικό μου σπίτι.
- Α! Το πατρικό σου σπίτι! Και απέναντι ήταν ένα «φαρμακείο» και είχε ένα μεγάλο φίδι, ένα όφι! Τι φαρμακείες έκανε!... Πόσους ανθρώπους δηλητηρίασε… Αμ! Και εσύ λίγο δηλητήριο πήρες;
- Βρε, γερόντισσα, επεμβαίνω, τι θέλεις και ανακατεύεις τώρα φίδια; Δώσε μια ευχή στον φίλο μου.
- Ουφ, όλα από αυτόν τον πατερούλη τα περιμένεις. Κούνησε και εσύ λίγο τα χέρια σου!
Σήκωσε τα χέρια της, έκανε μικρή προσευχή και ησύχασε, χωρίς να λέγει τίποτε! Θαύμασα δε πως η μακαρία γνώριζε τα πάντα και απεκάλυπτε κεκαλυμμένα, αλλά τόσο όμορφα».
Ένας γνωστός πνευματικός, πανεπιστημιακός καθηγητής, ο πατήρ Ε. Ρ., στον οποίο έστελνε πολλούς για εξομολόγηση, μεταξύ άλλων πληροφοριών που μας έδωσε, κατέθεσε περιεκτικά την εμπειρία του: «Για την μεγάλη ασκήτρια Ταρσώ, μπορώ να πω μόνο λίγο τώρα. Ζουν πολλά πρόσωπα, για τα οποία μου είχε πει ιδιαιτέρως πολλά, που δεν πρέπει να φανερωθούν. Οι άνθρωποι ας βαδίσουν την οδό τους, χωρίς να ξέρουν την πρόγνωση του Θεού, ώστε να μην τον αιτιώνται κατόπιν.
Λοιπόν, αυτό που μου προξένησε ιδιαίτερη εντύπωση, όταν πρωτοαντίκρισα την μεγάλη αγία, ήταν η ευρύτητα του πνεύματός της και το εξαίρετο προορατικό. Διότι έσπευσε να μου φιλήσει το χέρι λέγοντας, «Αδελφούλη μου, εσύ έχεις τον καφέ για φάρμακο από τις θλίψεις, που έχεις στο κεφαλάκι σου». Ήταν η εποχή, που βασανιζόμουν από ημικρανίες και μαζί με τα παυσίπονα έπινα και πολλούς καφέδες προσπαθώντας να παρηγορηθώ για τον θάνατο του ανιψιού μου σε τροχαίο».
Ορισμένες από τις μοναχές στην Κερατέα με πολύ ευλάβεια θυμούνται:
«Κάποια φορά μια κοπέλα, γιατρός, ήλθε στο Μοναστήρι για λίγο καιρό. Στα φοιτητικά της χρόνια είχε ζήσει κάπως απρόσεκτη ζωή, αλλά τώρα ήθελε να γίνει μοναχή. Όταν πήγαμε εκεί, η Ταρσώ άρχισε μπροστά μας, να της λέει γεγονότα της ζωής της. Εμείς από διάκριση απομακρυνθήκαμε, αλλά η κοπέλα μετά μας είπε ότι της αποκάλυψε ολόκληρη την ζωή της.
Έμεινε στο Μοναστήρι για λίγο καιρό σαν δόκιμη και άλλη κοπέλα κάπως πιο μεγάλης ηλικίας, που δυσκολευόταν στην υπακοή. Μια φορά η γερόντισσα μας έκανε μια σύναξη, μας συμβούλευσε για την υπακοή και για άλλα θέματα και μετά ξεκινήσαμε και πήγαμε στην Ταρσώ. Αυτή τότε άρχισε να μας λέει τις ίδιες συμβουλές και τα ίδια λόγια που μας είπε η γερόντισσα στο Μοναστήρι».
Συνεχίζεται...
1. Το διορατικό – προορατικό της χάρισμα
Στην Ταρσώ ο Θεός έδωσε, μεταξύ άλλων χαρισμάτων και το διορατικό και προορατικό χάρισμα, όπως σημειώσαμε προηγουμένως, με τα οποία είχε την δυνατότητα να βλέπει γεγονότα που συμβαίνουν ή πρόκειται να συμβούν, τα οποία ο εντελώς χοϊκός νους του ανθρώπου δεν μπορούσε να ιδεί και να κατοπτεύσει.
Με το χάρισμα αυτό έβλεπε και κατόπτευε τα «υπόγεια», τα του άδου, αλλά και τα ουράνια, τα της Βασιλείας του Θεού. Έτσι η Ταρσώ, όπως κάθε άνθρωπος του Θεού προικισμένος με τα χαρίσματα αυτά του Αγίου Πνεύματος, επισκοπούσε την υλική κτίση, τις καρδιές και το πνεύμα των ανθρώπων αλλά και τη θέα ουράνιων πραγμάτων και καταστάσεων! Κατά κάποιο τρόπο για την Ταρσώ, χάρη στο διορατικό και προορατικό χάρισμά της, ο «κόσμος», ο κόσμος του Θεού γενικά, ο υλικός και ο πνευματικός, ήταν γι’ αυτήν ένας και ενιαίος!
Από κάποιο σημείο και ύστερα, όταν η Ταρσώ είχε λάβει άνωθεν την πληροφορία ότι θα «μετατεθεί», σε χρονική στιγμή όχι μακρινή, από τη γη σε άλλο τόπο, άρχισε να λέει πότε με κατανοητά λόγια, πότε με σαλά, ότι θα φύγει, προφανώς για τους ουράνιους κήπους, για τη Βασιλεία του Θεού!
«Μετά την πληροφορία, ότι θα πάρει «μετάθεση», μια μοναχή (εκτός της μονής της Κερατέας), της μετέφερε την παράκληση της γερόντισσάς της, αν «φύγει» να εύχεται για τις μοναχές. Και η Ταρσώ ρώτησε:
- Που να πάω;
- Στον άλλο κόσμο.
Τότε εκείνη, απαντώντας κοφτά είπε, «ένας είναι ο κόσμος». Σκοτείνιασε το πρόσωπό της και συμπλήρωσε, «αυτό που λες είναι ανόητο, δε νογιέται…! Τα λόγια των πολλών κάνουν τον άνθρωπο λωλό… και του μπογιατζή ο κόπανος. Είναι κλαψιάρα (προφανώς γιατί η παράκληση της γερόντισσας ήταν τιμητική γι’ αυτήν και της κλέβει έτσι «τα εκατομμύριά της», τις αρετές της). Ούτε με ξέρει, ούτε θα με δει ποτέ! Με σκοτώνει. Μου πήρε όλο τον κόπο και δεν μου άφησε τίποτε. Μου πήρε όλες τις τσολιαδίστικες στολές» (προφανώς τις στολές των αγγέλων ή των μοναχών).»
Η Ταρσώ οδηγείτο από το Πνεύμα του Θεού! Το δε «πνεύμα όπου θέλει πνει και την φωνήν αυτού ακούεις, αλλ’ ουκ οίδας πόθεν έρχεται και που υπάγει, ούτως έστι πας ο γεγεννημένος εκ του Πνεύματος».
Με το διορατικό της χάρισμα η Ταρσώ έδειχνε να ζει και να κινείται στο χώρο «της ελευθερίας των τέκνων του Θεού»! Στον χώρο αυτό υπάρχει ο κόσμος ολόκληρος, ο κόσμος του Θεού»! Για την Ταρσώ επομένως, δεν υπήρχε ο κόσμος τούτος, ο επίγειος και ο άλλος κόσμος ο ουράνιος. Όποιος είναι του Κυρίου, ανήκει στον Κύριο, αγόμενος υπό του Πνεύματος του Θεού. Έτσι διασπά και υπερβαίνει τα κατεστημένα από τον αδόκιμο νου όρια της υπάρξεως. Έτσι και η Ταρσώ. Ζώσα εν Κυρίω, ζούσε όπου ήταν ο Κύριος, ο δε Κύριος υπάρχει παντού! «Τα πάντα και εν πάσι Χριστός».
«Δύο κοπέλες επισκέφθηκαν το Μοναστήρι και ζήτησαν να τις οδηγήσουν στο κελί της. Τους είπαν ότι η ώρα είναι περασμένη και δεν μπορούν να τις πάνε στην Ταρσώ. Έφυγαν ζητώντας μόνο λίγο ψωμί για τον δρόμο. Τους έδωσαν ένα ψωμάκι, λέγοντάς τους, «αυτό ήταν για την Ταρσώ, δεν της το πήγαμε επειδή έβρεχε. Πάρτε το εσείς». Καθ’ οδόν έφαγαν το μισό και το άλλο μισό το πέταξαν από το παράθυρο του αυτοκινήτου. Όταν ύστερα από μερικές ημέρες την επισκέφθηκαν τους λέει, «Δεν φτάνει που μου πήρατε το ψωμί, το πετάξατε και στον δρόμο»!
«Στο Νοσοκομείο που νοσηλεύθηκε για τα εγκαύματα, κάποια στιγμή αποφασίσθηκε η έξοδός της, επειδή, όπως είχαν γνωματεύσει οι εφημερεύοντες γιατροί, είχαν θεραπευθεί τα εγκαύματά αυτά. Όταν της το ανακοίνωσαν, εκείνη διαμαρτυρήθηκε:
- Όχι, δεν φεύγω με τίποτα.
Το έκαναν γνωστό στον Καθηγητή και εκείνος, κατά την επίσκεψή του στον θάλαμό της, της είπε επίσης, ότι πρέπει να βγει από το Νοσοκομείο γιατί έγινε καλά.
- Τι λες, γιατρέ μου, δεν φεύγω. Εδώ είναι ωραία! Οι αδελφούλες μου με περιποιούνται, καθώς και τα παλικάρια σου, οι γιατροί. Θα κάτσω είκοσι ημέρες ακόμα… Μόνο εσύ δεν με έχεις κοιτάξει.
- Καλά θα σε κοιτάξω τώρα και εγώ και θα φύγεις, αφού είσαι εντάξει. Και την καθησύχασε.
- Όχι, όχι, εγώ δεν φεύγω, έλεγε.
Εξετάζοντάς την ο Καθηγητής, είδε ότι τα εγκαύματά της εσωτερικά «δουλεύανε» ακόμα. Έκρινε τότε σκόπιμο ότι πρέπει να μείνει ακόμη μέσα, όσο θα χρειαστεί. Το χρονικό διάστημα ήταν, όπως εκείνη το είπε, είκοσι ημέρες».
«Επειδή την ευλαβόμουν σαν αγία, κάποτε προσευχόμουν (διηγείται η ίδια, όπως πιο πάνω, μοναχή) με το κομποσκοίνι ως εξής: «Δούλη του Θεού Ταρσώ, βοήθησέ με»! Τότε αυτόν τον καιρό, συνέβη να την επισκεφθούν κάποιοι γνωστοί της Μονής μας και τους είπε, «Η τάδε μοναχή, που είναι από την Κρήτη (χωρίς να της έχει πει κανείς ότι κατάγομαι από την Κρήτη), με δέρνει συνεχώς. Το ζητά από μένα; Δεν βλέπει πόσο αδύνατη είμαι; (κι έδειχνε τα σκελετωμένα της χέρια), τι θέλει από μένα; Τι έχω εγώ να της δώσω;» Μια άλλη φορά, ενώ ξεκινούσαμε για την αδελφή Ταρσώ, μας είπε η γερόντισσα, «μην την πάρετε για μαντείο! Να πάτε να ακούσετε κάτι για την ψυχή σας». Μόλις φθάσαμε στην Ταρσώ μας είπε, «Μα, για μαντείο με πήρατε;».
«Πηγαίναμε συχνά στην Ταρσώ, εγώ και η γυναίκα μου. Συνήθως κρατούσαμε μαζί μας κάτι αναγκαίο να της προσφέρουμε, κάποιο φρούτο, λίγη ζάχαρη, καφέ ή κάτι άλλο. Μια φορά που την επισκεφθήκαμε και πάλι, πήραμε μαζί μας για την Ταρσώ καφέ και ζάχαρη. Όταν της τα προσφέραμε, εκείνη δεν ήθελε να τα δεχθεί με κανένα τρόπο. Παρά την επιμονή μας, ήταν ανένδοτη, λέγοντάς μας, «δεν έχω ευλογία»! Προβληματιστήκαμε! Σκεφτήκαμε, ποιος δεν της δίνει ευλογία; Φύγαμε πάντως στεναχωρημένοι και περίεργοι για την ευλογία που δεν είχε να τα πάρει.
Στον δρόμο της επιστροφής, συζητώντας την στάση αυτή της Ταρσώς, είδαμε έναν γεροντάκο να βόσκει καμιά δεκαριά πρόβατα. Σχεδόν ταυτόχρονα και οι δυο μας, είπαμε να δώσουμε τον καφέ και την ζάχαρη σε αυτόν τον ανθρωπάκο. Μόλις τα πήρε στα χέρια του, φωτίσθηκε στη σκέψη μας η στάση της Ταρσώς. Δεν μπορεί να φανταστεί κανείς την χαρά που έδειξε ο άνθρωπος και τόσες ευχαριστίες που μας αράδιαζε. Ήταν φανερό ότι η διορατικότητα της Ταρσώς είχε μπροστά της το πρόβλημά του. Εκείνη ήξερε ότι αυτός είχε ανάγκη. Και με την άρνησή της τα προόριζε γι’ αυτόν»!
«Σε μια επίσκεψη στην Ταρσώ, με τα δυο μας αγόρια, είπε στον πρώτο, «Εσύ είσαι ο υιός του αρχιτέκτονα». Τον χαρακτηρισμό αυτό δεν μπορούσαμε να τον εξηγήσουμε τότε. Σήμερα, ύστερα από την πρόοδό του στα θεολογικά γράμματα, μπορούμε να καταλάβουμε ότι ακριβώς εννοούσε ότι θα ασχοληθεί με την θεολογία, που αποτελεί ασφαλώς «αρχιτεκτονία του Αγίου Πνεύματος» (Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής). Στον δεύτερο είπε, «είσαι ο υιός του ηγεμόνος», προβλέποντας μάλλον ότι θα αφιερωθεί σε εκκλησιαστική διακονία. Στη μητέρα του είπε με έμφαση, «Ναι, αυτός ο γιος σου, γιος σου δεν είναι. Ναι, είναι παπαδάκι και κρατάει λαμπάδα»!»
«Σε μια επίσκεψή μας, η Ταρσώ είχε «δει» την γκρίνια που είχα καθ’ οδό με τις άλλες κοπέλες που με συνόδευαν, γιατί δεν είχαμε πάρει μαζί μας μηχανή να τη φωτογραφήσουμε. Απρόσμενα εκείνη είπε, «Θέλουν να με βγάλουν φωτογραφία. Τι να βγάλουν; Εμένα το σώμα μου το ατίμασαν… (ακολούθησαν και άλλες σκληρότερες λέξεις). Της Παναγίας, το κάλυμμα του πένθους. Το κάλυμμα του πένθους». Ήταν σαφές σε τι μας κατεύθυνε».
«Κάποια μέρα, μετά την επίσκεψή μας στο καλύβι της, μας ξεπροβόδισε λίγο στον δρόμο και ενώ γύριζε πίσω στο κελί της, εμείς τη βλέπαμε και λέγαμε, «αχ! Να είχαμε μια φωτογραφική μηχανή να την πάρουμε φωτογραφία». Την επόμενη φορά που την επισκεφθήκαμε μας είπε, «Θέλουνε να με πάρουν φωτογραφία. Τι να την κάνετε την φωτογραφία; Παναγίτσα δεν έχετε;». Ήθελε να πει ότι για εμάς ήταν αρκετή η εικόνα της Παναγίας».
«Δοκίμασα συγκλονιστική εμπειρία, όταν μια μέρα, κατά την επίσκεψή μου στην Ταρσώ, ενώ περίμενα με δύο ακόμη φοιτητές επισκέπτες να ιδώ την Ταρσώ, εκείνοι μου διηγήθηκαν το θανατηφόρο τροχαίο που τους συνέβη κατά τον ερχομό τους και πως αυτοί γλύτωσα
ν τον θάνατο ως εκ θαύματος. Όταν ήλθε η αδελφή Ταρσώ και τους είδε, τους έψελνε τα νεκρώσιμα τροπάρια, λέγοντάς τους για το ατύχημα που έζησαν».
«Την πρώτη προσωπική μου γνωριμία με την Ταρσώ την είχα το καλοκαίρι του 1986. Μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση, πως γνώριζε πολλά περιστατικά της ζωής μου, αλλά και για το μέλλον μου. Π.χ. μου έλεγε πολλές φορές ότι είμαι κυρία των τιμών και κατάλαβα την σημασία του μόνο όταν έγινα μοναχή στο Μοναστήρι της Παντάνασσας Δέσποινας».
«Όταν για πρώτη φορά επισκέφθηκα με την οικογένειά μου την Ταρσώ έμεινα έκπληκτος από την ακριβή γνώση, που είχε σχετικά με τον εαυτό μου και με την οικογένειά μου. Αφού καθίσαμε απέναντί της, στον μικρό ξύλινο πάγκο, έξω από το κελί της, η πρώτη ερώτηση που μου απηύθηνε ήταν, «από πού έρχεσθε;» Της είπα από μια περιοχή των Αθηνών. Εκείνη με διόρθωσε, «το στάρι δεν ήλθε από την τάδε πόλη;». Εννοούσε ότι πρόσφατα είχα μετατεθεί ως εκπαιδευτικός από μια άλλη πόλη. Μετά την επιβεβαίωσή μου ότι εκεί είχα μείνει πολλά χρόνια πράγματι, στην πόλη που είπε, με ερώτησε, «εσύ δεν είσαι που γράφεις βιβλία και το πρόσωπό σου φαίνεται στα βιβλία σου;» (Στο σημείο αυτό, όπως μου είπε ένα από τα παιδιά μου, ανέφερε και ένα τίτλο κάποιου βιβλίου μου, το οποίο όμως δεν άκουσα. Τέτοιες περιπτώσεις ήταν συχνές στους διαλόγους της Ταρσώς με τους επισκέπτες της. Οι ενδιαφερόμενοι δεν άκουγαν κάποια πράγματα, που τους αφορούσαν, τα οποία όμως άκουγαν κάποιοι άλλοι παρευρισκόμενοι).
Στην συνέχεια άρχισε τις παραινέσεις, «να φτιάξεις εργοστάσιο ζυμαρικών. Μακαρόνια, αλεύρι, αλεύρι. Να γίνει ψωμί να φάει ο κόσμος. Γράφεις… γράφεις βιβλία! Ψωμί, ψωμί να φάει ο κόσμος. Ο κόσμος πεινάει…»!
Πάντως και στις κατοπινές μας επισκέψεις έβλεπα ότι την ένοιαζε πολύ η πνευματική τροφοδοσία του κόσμου. Η φράση, «ψωμί, ψωμί να φάει ο κόσμος», ήταν μία προσφιλής της προτροπή σε εκείνους που έβλεπε ότι έχουν τη δυνατότητα να το κάνουν».
Ένας αγιορείτης ιερομόναχος, που την επισκέφθηκε πολλές φορές, διηγείται, «…μ’ έβλεπε για πρώτη φορά, χωρίς να γνωρίζει τίποτε δι’ εμέ. Ποιος και από πού και τι είμαι… μείναμε οι δυο μας να κατηφορίζουμε προς το κελί της. Καθίσαμε έξω. Ήταν χειμώνας, Φεβρουάριος μήνας και έκανε κρύο πολύ. Με έβαλε στο μέρος που έλουζε ο ήλιος, ενώ αυτή κάθισε στη σκιά και κοίταζε κάτω… Μου γεννήθηκε μεγάλη εσωτερική επιθυμία να μάθω την ζωή της. Στην σκέψη μου αυτή, σήκωσε τα μάτια της, με κοίταξε τόσο ερευνητικά που αναγκάστηκα να στρέψω αλλού το βλέμμα μου. Χωρίς να ξέρω πως και να μπορώ να το εκφράσω με λόγια, αισθανόμουν διαφορετικά, πολύ ελεύθερα, σε χώρο χωρίς όρια, πολύ ευρύ και ο νους μου άρχισε σαν σε ταινία να παρακολουθεί την ζωή αυτής της γυναίκας και να βλέπει, πως διά βίου αγωνίζεται τον χειμώνα στα κρύα, στις βροχές και στους ανέμους, το θέρος στην ζέστη, την άγρυπνο στάση, την κακοπάθεια του σώματος, την έλλειψη αγαθών, την απουσία ναού, λατρείας, υμνολογίας και κυρίως της συμπαραστάσεως και κοινωνίας των συνασκουμένων. Σε όλα αυτά συνέκρινα την δική μου ζωή και έλεγα μέσα μου, «αλλοίμονο, τι κάνει αυτή για την αγάπη του Θεού και τι κάνω εγώ…»
Η φωνή της διακόπτει το σκηνικό και μου λέγει:
- «Παιδί μου, γιατί κάνεις αυτές τις σκέψεις; Εγώ μεν έτσι, συ δε αλλιώς. Ότι μπορείς κάνεις. Είσαι ιερεύς…» και μου περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τον αγώνα και τις συνθήκες της καθημερινής μου ζωής.
- «Και τέλος, είσαι κάτω από τη σκέπη της Παναγίας, έχεις αδελφούς και βρίσκεσαι σε ασφάλεια. Ενώ εγώ η καημένη, όταν λείπει ο Θεός, που να ακουμπήσω; … υπό πάντων εμπαιζόμενη και εκτεθειμένη στην εκτίμηση των ανθρώπων, κινδυνεύοντας να χάσω ότι έχω».
«Είδα και έζησα (διηγείται ο ίδιος ιερομόναχος), πόσο ανάγκη έχει του ανθρώπου και της εν πνεύματι κοινωνίας… Έτσι σκεπτόμενος, αισθάνθηκα μια περιχώρηση του δικού μου κόσμου σε εκείνο της μακαρίας γυναίκας. Για πρώτη φορά έβλεπα τόσο διάφανο τον ψυχικό μου κόσμο, χωρίς να μπορώ να τον περιγράψω με λόγια. Μια αίσθηση ενός κόσμου τελείως πνευματικού, αΰλου, με μόνη την παρουσία εκείνης, η οποία, ως έχουσα εξουσία, μου δείχνει και λέγει:
- «Γιατί έχεις έτσι ατακτοποίητα αυτά τα δύο;» δείχνοντάς μου μέσα στην διαφάνεια δύο σκιές. Και με εξουσία, υψώνοντας το χέρι προς τον ουρανό, λέγει:
- «Αρχάγγελοι του Θεού, ελάτε να πάρετε αυτά τα δύο εμπόδια, ίνα ακωλύτως έρχεται η χάρις του Θεού εις αυτήν την ψυχήν». (Στεναχωριόμουν εύκολα και με κατέβαλλε η λύπη).
Είδα και αισθάνθηκα να φεύγουν αυτές οι δύο σκιές και από τότε έμεινα σε περισσότερη ψυχική ελευθερία. Την ευχαρίστησα για την αγάπη που μου έδειξε και την παρακάλεσα να εύχεται για μένα και τους αδελφούς μου…».
«Μια άλλη φορά την επισκέφθηκα με κάποιον γνωστό μου οικογενειάρχη, που εξομολογείτο σε μένα. Το πατρικό του σπίτι ήταν στην οδό Εμμανουήλ Μπενάκη και απέναντι από το σπίτι του έμενε ο θείος του, μεγάλος μάγος των Αθηνών, ο οποίος τον είχε μάθει, όταν ήταν μικρός, να είναι χειρομάντης. Αυτά συνέβαιναν προ εικοσαετίας. Εγώ όμως δεν γνώριζα τίποτε περί των ανωτέρω. Γνώριζα μόνο ότι ταλαιπωρήθηκε πολύ μέχρι να απαλλαγεί της χειρομαντείας.
Καθ’ οδό προς την Ταρσώ αγοράσαμε μπανάνες. Όταν φθάσαμε την είδα μόνος μου για λίγο. Την παρακάλεσα να έλθει να την δει και ο συνοδός μου. Τον φώναξα. Μόλις πλησίασε, ενώ καθόταν η Ταρσώ ήρεμα, ανασηκώθηκε σαν το σκυλί, που βλέπει κάτι και ετοιμάζεται να γαυγίσει.
- Ευλόγησον, την ευχή σου, της λέγει ο φίλος μου, και συνέχισε. Ο παππούλης είπε και σου φέραμε μπανάνες, και τις πρόσφερε σ’ αυτήν
- Από πού τις πήρες; Από την Εμμανουήλ Μπενάκη; Ερωτά!
- Όχι, απαντά ο φίλος μου. Εκεί, στην Μπενάκη, ήταν το πατρικό μου σπίτι.
- Α! Το πατρικό σου σπίτι! Και απέναντι ήταν ένα «φαρμακείο» και είχε ένα μεγάλο φίδι, ένα όφι! Τι φαρμακείες έκανε!... Πόσους ανθρώπους δηλητηρίασε… Αμ! Και εσύ λίγο δηλητήριο πήρες;
- Βρε, γερόντισσα, επεμβαίνω, τι θέλεις και ανακατεύεις τώρα φίδια; Δώσε μια ευχή στον φίλο μου.
- Ουφ, όλα από αυτόν τον πατερούλη τα περιμένεις. Κούνησε και εσύ λίγο τα χέρια σου!
Σήκωσε τα χέρια της, έκανε μικρή προσευχή και ησύχασε, χωρίς να λέγει τίποτε! Θαύμασα δε πως η μακαρία γνώριζε τα πάντα και απεκάλυπτε κεκαλυμμένα, αλλά τόσο όμορφα».
Ένας γνωστός πνευματικός, πανεπιστημιακός καθηγητής, ο πατήρ Ε. Ρ., στον οποίο έστελνε πολλούς για εξομολόγηση, μεταξύ άλλων πληροφοριών που μας έδωσε, κατέθεσε περιεκτικά την εμπειρία του: «Για την μεγάλη ασκήτρια Ταρσώ, μπορώ να πω μόνο λίγο τώρα. Ζουν πολλά πρόσωπα, για τα οποία μου είχε πει ιδιαιτέρως πολλά, που δεν πρέπει να φανερωθούν. Οι άνθρωποι ας βαδίσουν την οδό τους, χωρίς να ξέρουν την πρόγνωση του Θεού, ώστε να μην τον αιτιώνται κατόπιν.
Λοιπόν, αυτό που μου προξένησε ιδιαίτερη εντύπωση, όταν πρωτοαντίκρισα την μεγάλη αγία, ήταν η ευρύτητα του πνεύματός της και το εξαίρετο προορατικό. Διότι έσπευσε να μου φιλήσει το χέρι λέγοντας, «Αδελφούλη μου, εσύ έχεις τον καφέ για φάρμακο από τις θλίψεις, που έχεις στο κεφαλάκι σου». Ήταν η εποχή, που βασανιζόμουν από ημικρανίες και μαζί με τα παυσίπονα έπινα και πολλούς καφέδες προσπαθώντας να παρηγορηθώ για τον θάνατο του ανιψιού μου σε τροχαίο».
Ορισμένες από τις μοναχές στην Κερατέα με πολύ ευλάβεια θυμούνται:
«Κάποια φορά μια κοπέλα, γιατρός, ήλθε στο Μοναστήρι για λίγο καιρό. Στα φοιτητικά της χρόνια είχε ζήσει κάπως απρόσεκτη ζωή, αλλά τώρα ήθελε να γίνει μοναχή. Όταν πήγαμε εκεί, η Ταρσώ άρχισε μπροστά μας, να της λέει γεγονότα της ζωής της. Εμείς από διάκριση απομακρυνθήκαμε, αλλά η κοπέλα μετά μας είπε ότι της αποκάλυψε ολόκληρη την ζωή της.
Έμεινε στο Μοναστήρι για λίγο καιρό σαν δόκιμη και άλλη κοπέλα κάπως πιο μεγάλης ηλικίας, που δυσκολευόταν στην υπακοή. Μια φορά η γερόντισσα μας έκανε μια σύναξη, μας συμβούλευσε για την υπακοή και για άλλα θέματα και μετά ξεκινήσαμε και πήγαμε στην Ταρσώ. Αυτή τότε άρχισε να μας λέει τις ίδιες συμβουλές και τα ίδια λόγια που μας είπε η γερόντισσα στο Μοναστήρι».
Συνεχίζεται...