Μία λέξη σχετικά με τους όρους θαυματουργέω,-ώ και θαυματοποιέω, -ώ.Στο έγκυρο λεξικό της αρχαίας ελληνικής του Bailly (αρχαία ελληνικά-γαλλικά), οι δύο όροι δίνονται ως συνώνυμοι.
Συγκεκριμένα, για το θαυματουργέω δίνονται δύο ερμηνείες (όπου νέα ελληνικά είναι μετάφραση δική μου από τα γαλλικά): 1. θαυματοποιέω (Ξενοφώντος, Συμπόσιον, 7,2, Πλάτωνος, Τίμαιος, 80c). 2. (με την χριστιανική έννοια), κάνω θαύματα (Χρυσόστομος, Migne, τ. 9,631, τ. 10,12).
και για τη λέξη θαυματουργία δίνονται δύο ερμηνείες:
1. η ταχυδακτυλουργία (Πλάτων, Νόμοι, 675α), 2. (με την χριστιανική έννοια) η πράξη του να κάνεις θαύματα (Χρυσόστομος, Migne, τ. 10, 49).
Επειδή είμαι λίγο πεισματάρης παλιοαρβανίτης και μου αρέσει να τα ψάχνω τα πράγματα...
Δεν θα απαντήσω με δικούς μου συλλογισμούς, θα απαντήσω με βάση τις πηγές, δηλαδή τα κείμενα των Πατέρων και των εκκλησιαστικών συγγραφέων.
Επανέρχομαι, όπως είχα υποσχεθεί, στο ζήτημα σχετικά με την χρήση στο εκκλησιαστικό λεξιλόγιο των ρημάτων
θαυματουργώ και
θαυματοποιώ και των παραγώγων τους επιθέτων.
Είχε υποστηριχθεί δημοσία από τον konstantioupoliti, θεολόγο ως προς την ειδικότητα, ότι το ρήμα θαυματοποιώ αποδίδεται μόνο στον Θεό και αυτός ότι είναι ο ορθός όρος αντί του θαυματουργώ, το οποίο κανονικά αναφέρεται όχι στον Θεό αλλά στα θαύματα των αγίων. Και επίσης ότι είναι δογματκό λάθος να ονομάζουμε ορισμένες εικόνες θαυματουργές.
Όταν σε προηγούμενο μήνυμά μου (βλέπε παράθεμα), ως απάντηση στις παραπάνω απόψεις, είχα αναφερθεί στην έννοια των λέξεων θαυματουργέω, -ώ και θαυματοποιέω, -ώ, με βάση το Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής του Bailly, ο Κωνσταντινουπολίτης μου είχε προσάψει τη μομφή ότι ανατρέχω σε «κοσμική πηγή». Παράβλεπε όμως το ότι είχα παραπέμψει σε κείμενο του Ιωάννου Χρυσοστόμου, άρα και δεοντολογικά η μομφή του δεν είχε βάση. Τα λεξικά δεν κατατάσσονται σε «κοσμικά» και «μη κοσμικά», "θρησκευόμενα"και "άθρησκα", τα λεξικά είναι εργαλεία και βασίζονται σε αποδελτιώσεις των πηγών.
Από μία πολύ πρόχειρη έρευνα που έκανα στη Βιβλιοθήκη της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Αθήνα βρήκα ότι
το ρήμα θαυματουργέω, -ώ, στα πατερικά κείμενα, συνδέεται και με τον Θεό, και με τους αγίους, αλλά και με τις εικόνες.
Παραθέτω τις πηγές μου (συγγνώμη για το μονοτονικό στα αρχαία ελληνικά, με απωθεί αλλά δεν εμφανίζεται πολυτονικό στην ιστοσελίδα του φόρουμ):
1. Πρακτικά 7ης Οικουμενικής Συνόδου εν Νικαία (787).
Mansi, Sacrororum Conciliorum Nova et Amplissima Collectio, τ. 13, στήλη 73 (η φράση επαναλαμβάνεται και στη στήλη 76)
Εκ του βίου του αγίου πατρός ημών Συμεών του εν τω θαυμαστώ όρει, κεφάλ. ριη΄ (118).
Περί της γυναικός της ε Ρωσοπόλει ατέκνου ούσης και βιαίω κατεχομένης δαίμονι. Ήτις ιαθείσα και παιδοποιήσασα, εικόνα του δικαίου ανέθετο εν τω οίκω αυτής, ήτις μεγάλως εθαυματούργει.
εις εικόνας διαφόρους τον Θεόν θαυματουργείσαι (όπ. παρ., στήλη 125)
ει δε και νυν ουχ οράται η τοιαύτη της εικόνος γινομένη θαυματουργία (όπ. παρ., στήλη 125)
2. Πατερικό Λεξικό του Lampe.
G. W. H. Lampe, A Patristic Greek Lexikon, τ. 1, σελ. 614-615
(μετά την άνω και κάτω τελεία : ακολουθούν οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς στους οποίους απαντά η συγκεκριμένη λέξη)
Το επίθετο
θαυματουργός αποδίδεται πρώτιστα στον Θεό (γενικά) ή ειδικά στον Χριστό: Ευσέβιος Καισαρείας, άγιοι Γρηγόριος Θεολόγος, Ιωάννης Χρυσόστομος, Γρηγόριος Νύσσης (στον Βίο Αγίου Γρηγορίου Θαυματουργού).
Το ίδιο επίθετο αποδίδεται γενικότερα και στους αγίους: άγιος Θεοφάνης ο Ομολογητής (ο του Μεγάλου Αγρού) [προσθέτω εδώ τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, στον Βίο Αγίου Γρηγορίου Θαυματουργού].
Το ρήμα
θαυματουργέω, -ώ αποδίδεται στον Θεό (γενικά), στην Σοφία του Θεού ή στον Χριστό: άγιοι Γρηγόριος Θεολόγος, Γρηγόριος Νύσσης, Ιωάννης Χρυσόστομος, Κύριλλος Αλεξανδρείας, Σωφρόνιος Ιεροσολύμων.
Άλλοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς που χρησιμοποιούν το ρήμα αυτό σε σχέση με τον Θεό ή τον Χριστό: Λεόντιος Βυζάντιος, Θεόδοτος Αγκύρας, Ευάγριος Ποντικός, Προκόπιος Γαζαίος, κ.ά
Επίσης, το ίδιο ρήμα χρησιμοποιείται σε σχέση με τους αποστόλους και τους μάρτυρες (Ευάγριος), αλλά και σε σχέση με τις εικόνες (Πρακτικά 7ης Οικουμενικής Συνόδου: μη τις είπη, τίνος ένεκεν αι παρ' ημίν εικόνες ου θαυματουργούσι. Προς ον αποκρινόμεθα, ότι….τα σημεία τοις απίστοις ου τοις πιστεύουσιν).
Το ρήμα
θαυματοποιέω, -ώ είναι σπανιότατο στο πατερικό λεξιλόγιο. Στο Λεξικό του Lampe δίνεται μόνο ένα παράδειγμα, από τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, και τούτο σχετικά όχι με τον Θεό αλλά σχετικά με άγιο, τον Ιωάννη τον Πρόδρομο (σε σύγκριση με τον Ηλία).
Το επίθετο
θαυματοποιός είναι επίσης σπανιότατο και αναφέρεται τόσο στον Θεό Λόγο (μόνο από τον άγιο Αθανάσιο Αλεξανδρείας) όσο και σε ανθρώπους: άγιοι Ειρηναίος Λυώνος, Ιππόλυτος Ρώμης, Αναστάσιος Σιναϊτης.
Το συμπέρασμα είναι ότι τα δύο επίθετα, θαυματουργός και θαυματοποιός, αποδίδονται αδιάκριτα και στον Θεό (τον Τριαδικό Θεό ή τον Θεό Λόγο) και σε αγίους, με τη διαφορά ότι το επίθετο θαυματουργός και το αντίστοιχο ρήμα, θαυματουργέω, -ώ, απαντούν πολύ πιο συχνά στους Πατέρες από ό,τι τα θαυματοποιός και θαυματοποιέω, -ώ (ίσως επειδή οι δύο τελευταίοι όροι χρησιμοποιούνται ιδιαίτερα και στις περιπτώσεις αγυρτών θαυματοποιών).
Το ρήμα θαυματουργέω, -ώ χρησιμοποείται όμως και στην περίπτωση χαριτόβρυτων εικόνων, ήδη από τον 6ο αιώνα (Βίος Οσίου Συμεών Θαυμαστορείτου) και είναι καταχωρημένο και στα Πρακτικά της 7ης Οικουμενικής Συνόδου (787) τουλάχιστον 3 φορές, σε σχέση με τις εικόνες πάντα!
Για όποιον γνωρίζει στοιχειωδώς την ελληνική, είναι αυτονόητο ότι μία εικόνα που θαυματουργεί δεν μπορεί να ονομαστεί αλλιώς παρά θαυματουργή…
Και να σκεφτείτε ότι ο Lampe στο Λεξικό του δεν έχει αποδελτιώσει τους Πατέρες της Ύστερης Βυζαντινής Περίοδου, όπως Γρηγόριο Παλαμά, Νικόλαο Καβάσιλα, Συμεών Θεσσαλονίκης, Μάρκο Ευγενικό), ούτε καν το σύνολο των Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων της Μέσης Βυζαντινής Περιόδου (Φώτιο, Συμεών Νέο Θεολόγο, Νικήτα Στηθάτο, Θεοφύλακτο Βουλγαρίας, Θεόδωρο Βαλσαμώνα, κ.ά.), ούτε καν τα περισσότερα αγιολογικά κείμενα των περιόδων αυτών.
Και για του λόγου το αληθές, αν καταφέρω και έρθω στη συνάντηση της ερχόμενης Κυριακής στην Αθήνα, θα έχω μαζί μου φωτοτυπίες από τις αντίστοιχες σελίδες από το Λεξικό του Lampe.
Θα ήθελα να κάνω εδώ μία παρατήρηση, και παρακαλώ να μην παρεξηγηθώ ότι το λέω με έπαρση. Το γράφω περισσότερο με λύπη:
Ως μη θεολόγος δεν είμαι ικανός να κρίνω την ποιότητα της θεολογίας που διδάσκεται στις Θεολογικές σχολές, όπως και ένας θεολόγος δεν μπορεί να κρίνει την ποιότητα της αρχαιολογίας και ιστορίας της τέχνης που διδάσκεται στα αρχαιολογικά τμήματα των Φιλοσοφικών Σχολών.
Όταν όμως κάποιος αρχίζει και διατυπώνει δημοσία θεολογικές απόψεις, και μάλιστα ως αυθεντία, προβάλλοντάς τις ως τις καθεαυτό ορθόδοξες, χωρίς όμως να έχει προηγουμένως κάνει μία πρόχειρη αναδρομή στις πηγές, όπως αυτή που πρόχειρα έκανα πιο πάνω, για να δει αν η άποψή του ευσταθεί ή όχι, εδώ τίθεται πλέον ζήτημα επιστημονικής μεθοδολογίας.
Αν μη τι άλλο, η "επίσημη" ακαδημαϊκή θεολογία προσάπτει στην "ερασιτεχνική" ενασχόληση με τη θεολογία την έλλειψη μεθοδολογίας και επιστημονικότητας.
Ευχαριστώ, ωστόσο, τον Κωνσταντινουπολίτη, γιατί μου έδωσε την ευκαιρία να ξανακοιτάξω κάποια πράγματα και να τα τεκμηριώσω καλύτερα.