Ενάρετοι άνθρωποι Αγίου Όρους στις μέρες μας
Δημοσιεύτηκε: Σάβ Οκτ 31, 2009 11:06 am
«ΕΝΑΡΕΤΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑΜΕ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ
ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ»
Συνομιλία με τους πατέρες
του Ιερού Γρηγοριατικού Κελιού
των Ιωασαφαίων Καρυών
-Πόσα χρόνια έχετε, πάτερ Βασίλειε, στο Άγιον Όρος;
-Σαράντα πέντε στα σαράντα έξι.
-Άραγε γνωρίσατε κάποιους ανθρώπους του Θεού στα χρονιά που είσαστε εδώ;
-Μας αξίωσε ή Παναγία μας να γνωρίσουμε αρκετούς ενάρετους αδελφούς, μοναχούς και λαϊκούς.
-Θα μπορούσατε να μας διηγηθείτε κάτι γι' αυτούς;
-Θα προσπαθήσω να θυμηθώ κάποια περιστατικά, αν και έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε.
π. Μάξιμος και π. Γεννάδιος Ιβηρίται και π. Γεώργιος και π. Παχώμιος από το κελί του αγίου
Γεωργίου του Φανερωμένου.
Ή υπόθεση αυτή, που θα διηγηθώ, συνέβη πριν από είκοσι χρόνια.
Ήρθε ένας μοναχός από την Μονή των Ιβήρων, ο π. Γεννάδιος, και ζήτησε την ευλογία από τον γέροντα
μου, τον π. Ιωασάφ. Του λέγει: «Να πάρω τον πατέρα Βασίλειο και να πάμε να επισκεφθούμε τον
γέροντα Γεώργιο του Φανερωμένου;» Με τον π. Γεννάδιο είχαμε πάει και άλλη φορά μαζί στον π.
Γεώργιο. Τότε μας είχε πει, ότι ο γέροντας του, του είχε πει πριν από σαράντα χρόνια: «Μόλις εσύ
παιδί μου φθάσης στα ογδόντα σου χρόνια, τότε θα κοιμηθείς. Ούτε νωρίτερα, ούτε αργότερα». ο π.
Γεώργιος ήτανε από το Σουφλί και έμενε πολλά χρόνια στο κελί του αγίου Γεωργίου του Φανερωμένου.
ο γέροντας του λεγότανε Ευλόγιος και Παχώμιος ο παραδελφός του. Εκείνη την χρονιά, απ' ότι
υπολογίσαμε, συμπλήρωνε τα ογδόντα του χρόνια. Ήλθε λοιπόν ο π. Γεννάδιος από την Μονή
Ιβήρων -ήταν Ιούνιος μήνας- και είπε στον γέροντα μου: «Έχει ευλογία να πάμε να δούμε για
τελευταία φορά τον π. Γεώργιο, γιατί απ` ότι μας έχει πει, αυτή την χρονιά θα κοιμηθεί».
Ό π. Γεννάδιος ήταν μοναχός της Μονής Ιβήρων. Ήταν και οδοντίατρος. ο γέροντας μου τον είχε
βοηθήσει, όταν ερχόταν να γίνει μοναχός, θαυμαστώ τω τρόπω. Έτυχε να συνταξιδεύουνε μαζί από
την Θεσσαλονίκη για την Ουρανούπολη και το Άγιον Όρος. ο π. Γεννάδιος παρακαλούσε την Παναγία,
γιατί είχε ένα πρόβλημα: «Παναγία μου, τώρα πού θα μπω στο λεωφορείο να ταξιδέψω στο Άγιο Όρος,
σε παρακαλώ, ας βρεθεί ένας γέροντας να καθίσω κοντά του, ένας Αγιορείτης». Τότε βλέπει εκεί ότι το
νούμερο πού είχε στο εισιτήριο του, όταν μπήκε, ήταν δίπλα σε ένα γέροντα, και αυτός ήταν ο γέρων
Ιωασάφ, ο γέροντας μας. Συνταξιδέψανε λοιπόν μαζί μέχρι τις Καρυές και στον δρόμο συνομιλούσαν. Από
τότε συνάψανε φιλία, που κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής τους. Λοιπόν ο γέροντας μου τον πήγε στον
γέροντα Μάξιμο στην Ιερά Μονή των Ιβήρων. Εκεί έγινε υποτακτικός του γέροντος Μαξίμου, που ήταν
προσμονάριος 50 χρόνια στην Παναγία την Πορταΐτισσα.
Θα κάνω μία παρένθεση: ο γέροντας Μάξιμος, δεν ξέρω αν τον γνωρίζετε, πήγαινε και άναβε το καντηλάκι
κάθε βράδυ σε ένα προσκύνημα της Μονής των Ιβήρων που το λένε Φλουρί, επειδή εκεί ή Παναγία μας είχε
δώσει σ' ένα φτωχό -το γνωστό αυτό θαύμα- ένα φλουρί. Ένα βραδάκι ακούει ο π. Μάξιμος μία φωνή
που του έλεγε: «Γέροντα Μάξιμε, να μου κτίσης μία Εκκλησία εδώ πέρα». ο γέρο-Μάξιμος λέει:
«Πειρασμός θα είναι». Δεν έδωσε σημασία. Έκανε τον σταυρό του. Στην συνέχεια επαναλαμβάνεται ή ίδια
φράση: «Γέροντα Μάξιμε, θέλω να μου κτίσης μία Εκκλησία εδώ». «Μπα!», λέει· «ποιος να μιλάη;
Πειρασμός θα είναι». Έκανε τον σταυρό του. Για τρίτη φορά: «Γέροντα Μάξιμε, θέλω μία Εκκλησία να μου
κτίσης εδώ». «Δεν μπορώ, δεν έχω δυνατότητες», απαντάει ο γέρο-Μάξιμος. «Θα σε βοηθήσω εγώ», του
λέει. Εκεί ήταν ένα πολύ μικρό προσκυνηταράκι -από αυτά τα εκκλησάκια που βάζουν στους δρόμους-
και κάθε απόγευμα πήγαινε μετά τον Εσπερινό και άναβε το καντηλάκι. Υπήρχε και το τεράστιο δένδρο
εκεί, που είχε καθίσει ο φτωχός από κάτω και έκλαιγε, ο πεινασμένος. Πήρε από τότε μια μεγάλη χαρά ο
γέρο-Μάξιμος και πολλή ψυχική δύναμη και άρχισε να συλλέγει μόνος του τα υλικά εκεί πέρα,
κουβαλώντας, απ' ότι μας έλεγε ο καημένος, στον ώμο τις πέτρες, τα χαλίκια και τα τσιμέντα. Έτσι έκτισε
αυτό που μέχρι σήμερα υπάρχει και το αγιογράφησε από μέσα. Εκεί έζησε τα τελευταία εφτά χρόνια της
ζωής του. Κοιμήθηκε βέβαια στο μοναστήρι. Αυτός ο π. Γεννάδιος, που σας λέω, ήταν υποτακτικός του
γέροντος Μαξίμου.
Έρχεται, λοιπόν, ο π. Γεννάδιος στον γέροντα εδώ και του λέγει: «Γέρο-Ιωασάφ δώσε μου τον πατέρα
Βασίλειο, να μη πάω μόνος μου, να πάμε παρέα, να δούμε τον πατέρα Γεώργιο, γιατί φέτος μας είπε ότι θα
κοιμηθεί». «Παρ' τον», του λέει ο γέροντας.
Στον δρόμο, καθώς πηγαίναμε προς το κελί του αγίου Γεωργίου του Φανερωμένου, μου λέει ο π. Γεννάδιος:
«Πάτερ Βασίλειε, εσύ που είσαι παλαιότερος εδώ πέρα, έχω μια σφοδρά επιθυμία. Να βρούμε κανέναν
ξυλόγλυπτη, να μου κάνη μία καρδιά από ξύλο, και εγώ να κάνω μέσα την Παναγία χρυσή, γιατί ξέρω από
σχέδιο. Να κάνω την Παναγία μας χυτή χρυσή, να την βάλουμε μέσα στην καρδιά. Μάλιστα θα ήθελα στην
καρδιά να έχει και τριαντάφυλλα», μου έλεγε. Του λέγω: «Αυτό είναι πανεύκολο». Τότε υπήρχαν πολλοί
ξυλογλύπται. «Θα πούμε σ' ένα ξυλόγλυπτη να σου κάνη μία καρδιά. Δεν είναι τίποτα αυτό. Εύκολο είναι.
Μη στεναχωριέσαι». Μου λέγει: «Ξέρεις, πάτερ Βασίλειε; Την έχω την Παναγία μέσα στην καρδιά μου». Και
όντως την αγαπούσε, την υπεραγαπούσε την Παναγία μας ο π. Γεννάδιος. Εκείνη την στιγμή που τα λέγαμε
αυτά, από την απέναντι μεριά του δρόμου, να ένας γέροντας, ψηλός, ασπρογένης, μακρυγένης. Του βάζουμε
μετάνοια. Του φιλάμε το χέρι. Στον πατέρα Γεννάδιο, ο όποιος του φίλησε δεύτερος το χέρι, του δίνει ένα
μαντηλάκι λέγοντας του: «Πάτερ Γεννάδιε, αυτό για σένα». Τον αποκάλεσε με το όνομά του. Τον
κοιτάζω εγώ και του λέγω: «Τον ξέρεις τον γέροντα αυτόν;». «Όχι», μου λέει. «Εσύ; Έχεις πολλά χρόνια
εδώ πέρα, εγώ είμαι νέος μοναχός». «Όχι», του λέω. «Και εγώ πρώτη φορά τον βλέπω». Κοιτάμε πίσω,
για να δούμε τον γέροντα. Εξαφανίστηκε από τον δρόμο. «"Ε!», λέω «κάπου θα πήγε μέσα στο δάσος.
Για να δούμε τί σου έδωσε. Έμενα δεν μου έδωσε τίποτα», παραπονέθηκα. Ανοίγει το μαντηλάκι και
βλέπουμε μία καρδιά με την Παναγία χρυσή μέσα, και μάλιστα την Πορταΐτισσα. Δεν ήταν οποιαδήποτε
Παναγία, αλλά ή Πορταΐτισσα. Τότε και εγώ πονήρεψα και του λέω: «Είχατε ραντεβού με τον γέροντα
και με κορόιδευες τόσην ώρα λέγοντας μου, να βρούμε κάποιον ξυλόγλυπτη να σου κάνη μια καρδιά».
«Όχι», λέει. «Ούτε τον ξέρω, ούτε τον έχω ξαναδεί». Αλλά τον αποκάλεσε με το όνομα του· εκείνη την
στιγμή που επιθυμούσε. Τανκ! Αυτήν την καρδιά την κρατούσε πάντα επάνω του. Όταν κοιμήθηκε ο
π. Γεννάδιος -έχει τρία χρόνια τώρα-, ο υποτακτικός του την άφησε επάνω του, και τον θάψαμε μαζί
με την καρδιά. Μάλιστα σήμερα σκεφτόμουνα ότι μπορεί το ξύλο να σάπισε, αλλά το μέταλλο το
χρυσό... Αν θα ανοίξουνε τον τάφο στα 3 ή" 7 χρόνια -πότε θα τον ανοίξουνε δεν ξέρω-, μπορεί να την
βρούμε την Παναγίτσα αυτή. Δεν έπρεπε να την βάλει μέσα στον τάφο, αλλά δυστυχώς την έβαλε.
Μετά προχωράμε. Πάμε στον γέροντα Γεώργιο. Του βάλαμε μετάνοια και μας διηγήθηκε εκεί τα θαύματα
του αγίου Γεωργίου. Θα ξέρετε φυσικά, γιατί ονομάζεται άγιος Γεώργιος του Φανερωμένου. Γιατί
παρουσιάστηκε ο Άγιος σε κάποιους πειρατές, που πήγαν να κάνουν εκεί κακό στους πατέρες. Τους
άνοιξε την πόρτα τα μεσάνυκτα και τους έδεσε στο αρχονταρίκι. Τους έδεσε αοράτος και τους είπε:
«Περιμένετε να φωνάξω τους γέροντες- Περνούσε όμως ή ώρα. Κάνουν να σηκωθούν. Όμως δεν
μπορούσαν να σηκωθούν δεθήκανε. Τα χαράματα που σηκώθηκαν οι γέροντες για τον Όρθρο,
αντιλαμβάνονται ξένους ανθρώπους μέσα στο κελί τους. Τότε τους ρωτάνε: «Από που μπήκατε; Πώς
μπήκατε εσείς μέσα στο κελί μας;». Και αυτοί απαντούν: «Το καλογέρι σας μας άνοιξε». «Μα εμείς δεν
έχουμε καλογέρι. Τρία γεροντάκια είμαστε εδώ». Εκείνη την στιγμή ομολόγησαν «Δυστυχώς ήρθαμε για
κακό σκοπό εδώ πέρα, να σας ληστέψουμε, και δεθήκαμε αοράτος. Δεν μπορούμε να κουνηθούμε.
Κάντε προσευχή. Σε ποιόν Άγιο τιμάται εδώ ή Εκκλησία σας;». Οι πατέρες πήγαν στην Εκκλησία· έκαναν
προσευχή και οι κλέφτες λύθηκαν. Τους λένε: «Ελάτε τώρα να ευχαριστήσετε τον Άγιο μας. Μόλις είδαν
στο τέμπλο την εικόνα του αγίου Γεωργίου, φώναξαν: «Να! Το καλογέρι σας! Αυτό το καλογέρι μας
άνοιξε και μπήκαμε μέσα». Μετά από το γεγονός αυτό μετανόησαν, και από λησταί έγιναν μοναχοί στο
κελί αυτό, και πέθαναν εκεί.
Μας είπε και αλλά θαύματα -να μη σας τα λέω τώρα-, όπως ότι κάποτε δεν είχανε ψάρια για το
πανηγύρι, και τους λέει ο γέροντας τους: «ετοιμάσατε όλα τα υπόλοιπα τα της πανηγύρεως και ο άγιος
Γεώργιος θα φροντίσει για ψάρια», διότι είχε φουρτούνες εκείνες τις ήμερες. Και όντως! Την παραμονή
του αγίου Γεωργίου ένα μεγάλο καΐκι ήρθε από την Καβάλα στο Βατοπέδι γεμάτο ψάρια. Ένας ψαράς
φόρτωσε δυο κάσες εκλεκτά ψάρια σ' ένα μουλάρι, για να τα πούληση στις Καρυές. Όταν έφθασε στην
περιοχή εκείνη του κελίου του αγίου Γεωργίου, φεύγει το καπίστρι από το χέρι του ψαρά και τρέχει το
μουλάρι μπροστά. Εκείνη την στιγμή είχε και ομίχλη εκεί πέρα. «"Ε!», λέει. «Ξέρει τον δρόμο. Θα πάει στις
Καρυές. Θα το βρω. Το ζώο δεν χάνεται. Ένας είναι ο δρόμος». Το ζώο όμως δεν ήρθε στις Καρυές.
Έκανε μία παρακαμπτήριο και πήγε στο κελί του αγίου Γεωργίου. Με το κεφάλι του χτύπησε την
πόρτα, και ανοίγοντας οι πατέρες βλέπουνε το μουλάρι φορτωμένο με ψάρια. Έτσι τα κατέβασαν, έκαναν
το πανηγύρι και την άλλη ημέρα έμαθε ο ψαράς ότι τα ψάρια έφτασαν στον άγιο Γεώργιο. Και αλλά
τέτοια θαύματα μας είπε.
Εμείς στο τέλος τον ρωτήσαμε: «Γέροντα Γεώργιε, σε βλέπουμε υγιέστατο». Γέρος μεν 80 χρονών, αλλά
στεκόταν πολύ καλά στην υγεία του. Θυμόμαστε, ότι ήταν πολύ φιλακόλουθος και ερχότανε σ' όλες τις
αγρυπνίες του ναού του Πρωτάτου. Μάλιστα περνούσε από το κελί μας λίγο νωρίτερα για να
ξεκούραστη, έπινε ένα τσαγάκι μέχρι να χτυπήσει ή καμπάνα και μετά πήγαινε στην αγρυπνία και
καθόταν όλη την νύκτα. Ήταν και φιλόμουσος. Έψαλλε κι' ολας. Παρ' ότι ήτανε αγράμματος, είχε πολύ
μεράκι και πόθο. Εμείς που είμαστε νέοι δεν έχουμε τέτοιο πόθο. Αυτό, γεροντάκι, με τόση αδυναμία, να
έρχεται με το μπαστουνάκι του από εκεί μία ώρα -τόσο απείχε το κελί του- σ' όλες τις αγρυπνίες και να
κάθεται ώρες ολόκληρες! Γιατί εκείνα τα χρόνια ήταν πολύ μεγάλες οι αγρυπνίες. Τώρα διαρκεί 6-7
ώρες ή αγρυπνία. Τότε 11, 12, 13 ώρες... Πώς άντεχε αυτό το γεροντάκι! Και όλοι οι πατέρες τότε, πιο
σκληροί ήταν. Είχε και πολλή αγάπη και ελεημοσύνη. Δεν έλεγε για κανέναν κακό. Όλους τους
αγαπούσε και ήθελε να προσφέρει ότι μπορούσε. Έκανε πανηγύρι κάθε χρόνο του αγίου Γεωργίου.
Έκανε λουκουμάδες και μοίραζε στον κόσμο. Αυτό πού μου έκανε ιδιαιτέρα εντύπωση ήταν ότι ότι έκανε
το έκανε με πολλή χαρά και προθυμία. Όσο περισσότεροι πατέρες πηγαίνανε, τόσο περισσότερο
χαιρότανε. Αυτά ήταν ευλογημένα γεροντάκια.
Του λέμε τότε: «Γέροντα, μας είπες ότι στα ογδόντα σου θα κοιμηθείς. Φέτος συμπληρώνεις ογδόντα».
«Ναι», λέει. «Εγώ το πιστεύω, πατέρες, ότι φέτος φεύγω». «Μα πως θα φυγής;». «Φέτος φεύγω από
την ζωή αυτή, διότι έτσι μου είχε πει ο γέροντας μου πριν 40 χρόνια, ότι όταν φτάσεις στα ογδόντα
σου, τότε θα κοιμηθείς».
Πήραμε την ευλογία του και του φιλήσαμε το χέρι. Φύγαμε χαρούμενοι, και περισσότερο ο π. Γεννάδιος,
πού είχε και την καρδιά με την Παναγία στο χέρι. Και όντως! Ήταν Ιούνιος μήνας τότε πού πήγαμε. Τον
Σεπτέμβριο αρρωσταίνει για μια βδομάδα. Τον παίρνουν οι πατέρες οι Τριγωνάδες, ο πατήρ Νικόλαος με
τον παπά-Δημήτρη, και σε μια βδομάδα κοιμήθηκε. Ακριβώς εκείνη την χρονιά, όπως του το 'χε πει ο
γέροντας του πριν 40 χρόνια. Μάλιστα είχε δει και μερικά οράματα. Μας έλεγε ο π. Νικόλαος, ότι ο π.
Γεώργιος μια-δυό μέρες πριν κοιμηθεί είχε δει μία πλούσια τράπεζα, στην οποία συμμετείχε και αυτός,
και είχε πολλή χαρά. Του έλεγε ο π. Νικόλαος: «Αύτη θα είναι ή τράπεζα του Παραδείσου». «Εγώ δεν
είμαι άξιος να πάω εκεί πέρα», απαντούσε. Μάλιστα είχε δει και τον παραδελφό του και τον γέροντα
του, τον π. Ευλόγιο, με πολύ φωτεινά πρόσωπα στην τράπεζα. Πιθανόν να ήταν όλα αυτά σημεία
αγιότητας, γιατί ο καημένος ήρθε απ' το Σουφλί μικρό παιδί και μέχρι τα βαθειά του γεράματα -μέχρι
τα ογδόντα του- παρέμεινε εδώ στο περιβόλι της Παναγίας μας, διακονώντας τον άγιο Γεώργιο και
τους πατέρες.
Πριν 4-5 χρόνια ο π. Παχώμιος, ο παραδελφός του -ζούσε τότε- έστειλε τον π. Γεώργιο να κάλεση για
τον άγιο Γεώργιο όλους τους πατέρες με τα εξής λόγια: «Ευχάς και ευλογίας του αγίου Γεωργίου. Να
ρθήτε να κάνουμε φέτος διπλό πανηγύρι». Ήρθε και σε μας εδώ. Μάλιστα ήμασταν στο εργαστήριο.
Του λέει ο γέροντας, ο π. Ιωασάφ: «τί διπλό πανηγύρι θα 'χουμε;». «Ε!», άπαντα. «Θα 'χουμε την
εξόδιο ακολουθία του γέροντος, του παραδελφού μου πατρός Παχωμίου, και μετά τον άγιο Γεώργιο».
«Καλά, πέθανε ο γέροντας;», του λέμε. Ήταν 15 μέρες πριν τον Αι-Γιώργη. «Όχι», λέει. «Δεν πέθανε,
αλλά μου είπε να σας πω έτσι. Ορίστε να πανηγυρίσουμε διπλό πανηγύρι φέτος». Και ενώ
παραξενευτήκαμε εμείς, πώς 15 μέρες πριν το πανηγύρι του αγίου Γεωργίου και ενώ ζούσε ο π.
Παχώμιος μας καλεί τώρα, να κάνουμε την κηδεία του γέροντα (του π. Παχωμίου) καινά κάνουμε και
το πανηγύρι, όντως την προπαραμονή της πανηγύρεως κοιμήθηκε ο παραδελφός του, ο π. Παχώμιος,
την παραμονή έγινε ή κηδεία του και μετά ο Μέγας Εσπερινός του αγίου Γεωργίου. Πήγε ο γέρο-
Ιγνάτιος Εγώ με τον γέρο-Ιωασάφ τον γέροντα μας, πήγαμε στην Μονή Ζωγράφου, πού και σ' αυτήν
γιορτάζει ο άγιος Γεώργιος.
Συνεχίζεται...
Από τη σελίδα Ιερός Ναός Ζωοδόχου Πηγής ΒΑΡΕΙΑΣ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ
ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑΜΕ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ
ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ»
Συνομιλία με τους πατέρες
του Ιερού Γρηγοριατικού Κελιού
των Ιωασαφαίων Καρυών
-Πόσα χρόνια έχετε, πάτερ Βασίλειε, στο Άγιον Όρος;
-Σαράντα πέντε στα σαράντα έξι.
-Άραγε γνωρίσατε κάποιους ανθρώπους του Θεού στα χρονιά που είσαστε εδώ;
-Μας αξίωσε ή Παναγία μας να γνωρίσουμε αρκετούς ενάρετους αδελφούς, μοναχούς και λαϊκούς.
-Θα μπορούσατε να μας διηγηθείτε κάτι γι' αυτούς;
-Θα προσπαθήσω να θυμηθώ κάποια περιστατικά, αν και έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε.
π. Μάξιμος και π. Γεννάδιος Ιβηρίται και π. Γεώργιος και π. Παχώμιος από το κελί του αγίου
Γεωργίου του Φανερωμένου.
Ή υπόθεση αυτή, που θα διηγηθώ, συνέβη πριν από είκοσι χρόνια.
Ήρθε ένας μοναχός από την Μονή των Ιβήρων, ο π. Γεννάδιος, και ζήτησε την ευλογία από τον γέροντα
μου, τον π. Ιωασάφ. Του λέγει: «Να πάρω τον πατέρα Βασίλειο και να πάμε να επισκεφθούμε τον
γέροντα Γεώργιο του Φανερωμένου;» Με τον π. Γεννάδιο είχαμε πάει και άλλη φορά μαζί στον π.
Γεώργιο. Τότε μας είχε πει, ότι ο γέροντας του, του είχε πει πριν από σαράντα χρόνια: «Μόλις εσύ
παιδί μου φθάσης στα ογδόντα σου χρόνια, τότε θα κοιμηθείς. Ούτε νωρίτερα, ούτε αργότερα». ο π.
Γεώργιος ήτανε από το Σουφλί και έμενε πολλά χρόνια στο κελί του αγίου Γεωργίου του Φανερωμένου.
ο γέροντας του λεγότανε Ευλόγιος και Παχώμιος ο παραδελφός του. Εκείνη την χρονιά, απ' ότι
υπολογίσαμε, συμπλήρωνε τα ογδόντα του χρόνια. Ήλθε λοιπόν ο π. Γεννάδιος από την Μονή
Ιβήρων -ήταν Ιούνιος μήνας- και είπε στον γέροντα μου: «Έχει ευλογία να πάμε να δούμε για
τελευταία φορά τον π. Γεώργιο, γιατί απ` ότι μας έχει πει, αυτή την χρονιά θα κοιμηθεί».
Ό π. Γεννάδιος ήταν μοναχός της Μονής Ιβήρων. Ήταν και οδοντίατρος. ο γέροντας μου τον είχε
βοηθήσει, όταν ερχόταν να γίνει μοναχός, θαυμαστώ τω τρόπω. Έτυχε να συνταξιδεύουνε μαζί από
την Θεσσαλονίκη για την Ουρανούπολη και το Άγιον Όρος. ο π. Γεννάδιος παρακαλούσε την Παναγία,
γιατί είχε ένα πρόβλημα: «Παναγία μου, τώρα πού θα μπω στο λεωφορείο να ταξιδέψω στο Άγιο Όρος,
σε παρακαλώ, ας βρεθεί ένας γέροντας να καθίσω κοντά του, ένας Αγιορείτης». Τότε βλέπει εκεί ότι το
νούμερο πού είχε στο εισιτήριο του, όταν μπήκε, ήταν δίπλα σε ένα γέροντα, και αυτός ήταν ο γέρων
Ιωασάφ, ο γέροντας μας. Συνταξιδέψανε λοιπόν μαζί μέχρι τις Καρυές και στον δρόμο συνομιλούσαν. Από
τότε συνάψανε φιλία, που κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής τους. Λοιπόν ο γέροντας μου τον πήγε στον
γέροντα Μάξιμο στην Ιερά Μονή των Ιβήρων. Εκεί έγινε υποτακτικός του γέροντος Μαξίμου, που ήταν
προσμονάριος 50 χρόνια στην Παναγία την Πορταΐτισσα.
Θα κάνω μία παρένθεση: ο γέροντας Μάξιμος, δεν ξέρω αν τον γνωρίζετε, πήγαινε και άναβε το καντηλάκι
κάθε βράδυ σε ένα προσκύνημα της Μονής των Ιβήρων που το λένε Φλουρί, επειδή εκεί ή Παναγία μας είχε
δώσει σ' ένα φτωχό -το γνωστό αυτό θαύμα- ένα φλουρί. Ένα βραδάκι ακούει ο π. Μάξιμος μία φωνή
που του έλεγε: «Γέροντα Μάξιμε, να μου κτίσης μία Εκκλησία εδώ πέρα». ο γέρο-Μάξιμος λέει:
«Πειρασμός θα είναι». Δεν έδωσε σημασία. Έκανε τον σταυρό του. Στην συνέχεια επαναλαμβάνεται ή ίδια
φράση: «Γέροντα Μάξιμε, θέλω να μου κτίσης μία Εκκλησία εδώ». «Μπα!», λέει· «ποιος να μιλάη;
Πειρασμός θα είναι». Έκανε τον σταυρό του. Για τρίτη φορά: «Γέροντα Μάξιμε, θέλω μία Εκκλησία να μου
κτίσης εδώ». «Δεν μπορώ, δεν έχω δυνατότητες», απαντάει ο γέρο-Μάξιμος. «Θα σε βοηθήσω εγώ», του
λέει. Εκεί ήταν ένα πολύ μικρό προσκυνηταράκι -από αυτά τα εκκλησάκια που βάζουν στους δρόμους-
και κάθε απόγευμα πήγαινε μετά τον Εσπερινό και άναβε το καντηλάκι. Υπήρχε και το τεράστιο δένδρο
εκεί, που είχε καθίσει ο φτωχός από κάτω και έκλαιγε, ο πεινασμένος. Πήρε από τότε μια μεγάλη χαρά ο
γέρο-Μάξιμος και πολλή ψυχική δύναμη και άρχισε να συλλέγει μόνος του τα υλικά εκεί πέρα,
κουβαλώντας, απ' ότι μας έλεγε ο καημένος, στον ώμο τις πέτρες, τα χαλίκια και τα τσιμέντα. Έτσι έκτισε
αυτό που μέχρι σήμερα υπάρχει και το αγιογράφησε από μέσα. Εκεί έζησε τα τελευταία εφτά χρόνια της
ζωής του. Κοιμήθηκε βέβαια στο μοναστήρι. Αυτός ο π. Γεννάδιος, που σας λέω, ήταν υποτακτικός του
γέροντος Μαξίμου.
Έρχεται, λοιπόν, ο π. Γεννάδιος στον γέροντα εδώ και του λέγει: «Γέρο-Ιωασάφ δώσε μου τον πατέρα
Βασίλειο, να μη πάω μόνος μου, να πάμε παρέα, να δούμε τον πατέρα Γεώργιο, γιατί φέτος μας είπε ότι θα
κοιμηθεί». «Παρ' τον», του λέει ο γέροντας.
Στον δρόμο, καθώς πηγαίναμε προς το κελί του αγίου Γεωργίου του Φανερωμένου, μου λέει ο π. Γεννάδιος:
«Πάτερ Βασίλειε, εσύ που είσαι παλαιότερος εδώ πέρα, έχω μια σφοδρά επιθυμία. Να βρούμε κανέναν
ξυλόγλυπτη, να μου κάνη μία καρδιά από ξύλο, και εγώ να κάνω μέσα την Παναγία χρυσή, γιατί ξέρω από
σχέδιο. Να κάνω την Παναγία μας χυτή χρυσή, να την βάλουμε μέσα στην καρδιά. Μάλιστα θα ήθελα στην
καρδιά να έχει και τριαντάφυλλα», μου έλεγε. Του λέγω: «Αυτό είναι πανεύκολο». Τότε υπήρχαν πολλοί
ξυλογλύπται. «Θα πούμε σ' ένα ξυλόγλυπτη να σου κάνη μία καρδιά. Δεν είναι τίποτα αυτό. Εύκολο είναι.
Μη στεναχωριέσαι». Μου λέγει: «Ξέρεις, πάτερ Βασίλειε; Την έχω την Παναγία μέσα στην καρδιά μου». Και
όντως την αγαπούσε, την υπεραγαπούσε την Παναγία μας ο π. Γεννάδιος. Εκείνη την στιγμή που τα λέγαμε
αυτά, από την απέναντι μεριά του δρόμου, να ένας γέροντας, ψηλός, ασπρογένης, μακρυγένης. Του βάζουμε
μετάνοια. Του φιλάμε το χέρι. Στον πατέρα Γεννάδιο, ο όποιος του φίλησε δεύτερος το χέρι, του δίνει ένα
μαντηλάκι λέγοντας του: «Πάτερ Γεννάδιε, αυτό για σένα». Τον αποκάλεσε με το όνομά του. Τον
κοιτάζω εγώ και του λέγω: «Τον ξέρεις τον γέροντα αυτόν;». «Όχι», μου λέει. «Εσύ; Έχεις πολλά χρόνια
εδώ πέρα, εγώ είμαι νέος μοναχός». «Όχι», του λέω. «Και εγώ πρώτη φορά τον βλέπω». Κοιτάμε πίσω,
για να δούμε τον γέροντα. Εξαφανίστηκε από τον δρόμο. «"Ε!», λέω «κάπου θα πήγε μέσα στο δάσος.
Για να δούμε τί σου έδωσε. Έμενα δεν μου έδωσε τίποτα», παραπονέθηκα. Ανοίγει το μαντηλάκι και
βλέπουμε μία καρδιά με την Παναγία χρυσή μέσα, και μάλιστα την Πορταΐτισσα. Δεν ήταν οποιαδήποτε
Παναγία, αλλά ή Πορταΐτισσα. Τότε και εγώ πονήρεψα και του λέω: «Είχατε ραντεβού με τον γέροντα
και με κορόιδευες τόσην ώρα λέγοντας μου, να βρούμε κάποιον ξυλόγλυπτη να σου κάνη μια καρδιά».
«Όχι», λέει. «Ούτε τον ξέρω, ούτε τον έχω ξαναδεί». Αλλά τον αποκάλεσε με το όνομα του· εκείνη την
στιγμή που επιθυμούσε. Τανκ! Αυτήν την καρδιά την κρατούσε πάντα επάνω του. Όταν κοιμήθηκε ο
π. Γεννάδιος -έχει τρία χρόνια τώρα-, ο υποτακτικός του την άφησε επάνω του, και τον θάψαμε μαζί
με την καρδιά. Μάλιστα σήμερα σκεφτόμουνα ότι μπορεί το ξύλο να σάπισε, αλλά το μέταλλο το
χρυσό... Αν θα ανοίξουνε τον τάφο στα 3 ή" 7 χρόνια -πότε θα τον ανοίξουνε δεν ξέρω-, μπορεί να την
βρούμε την Παναγίτσα αυτή. Δεν έπρεπε να την βάλει μέσα στον τάφο, αλλά δυστυχώς την έβαλε.
Μετά προχωράμε. Πάμε στον γέροντα Γεώργιο. Του βάλαμε μετάνοια και μας διηγήθηκε εκεί τα θαύματα
του αγίου Γεωργίου. Θα ξέρετε φυσικά, γιατί ονομάζεται άγιος Γεώργιος του Φανερωμένου. Γιατί
παρουσιάστηκε ο Άγιος σε κάποιους πειρατές, που πήγαν να κάνουν εκεί κακό στους πατέρες. Τους
άνοιξε την πόρτα τα μεσάνυκτα και τους έδεσε στο αρχονταρίκι. Τους έδεσε αοράτος και τους είπε:
«Περιμένετε να φωνάξω τους γέροντες- Περνούσε όμως ή ώρα. Κάνουν να σηκωθούν. Όμως δεν
μπορούσαν να σηκωθούν δεθήκανε. Τα χαράματα που σηκώθηκαν οι γέροντες για τον Όρθρο,
αντιλαμβάνονται ξένους ανθρώπους μέσα στο κελί τους. Τότε τους ρωτάνε: «Από που μπήκατε; Πώς
μπήκατε εσείς μέσα στο κελί μας;». Και αυτοί απαντούν: «Το καλογέρι σας μας άνοιξε». «Μα εμείς δεν
έχουμε καλογέρι. Τρία γεροντάκια είμαστε εδώ». Εκείνη την στιγμή ομολόγησαν «Δυστυχώς ήρθαμε για
κακό σκοπό εδώ πέρα, να σας ληστέψουμε, και δεθήκαμε αοράτος. Δεν μπορούμε να κουνηθούμε.
Κάντε προσευχή. Σε ποιόν Άγιο τιμάται εδώ ή Εκκλησία σας;». Οι πατέρες πήγαν στην Εκκλησία· έκαναν
προσευχή και οι κλέφτες λύθηκαν. Τους λένε: «Ελάτε τώρα να ευχαριστήσετε τον Άγιο μας. Μόλις είδαν
στο τέμπλο την εικόνα του αγίου Γεωργίου, φώναξαν: «Να! Το καλογέρι σας! Αυτό το καλογέρι μας
άνοιξε και μπήκαμε μέσα». Μετά από το γεγονός αυτό μετανόησαν, και από λησταί έγιναν μοναχοί στο
κελί αυτό, και πέθαναν εκεί.
Μας είπε και αλλά θαύματα -να μη σας τα λέω τώρα-, όπως ότι κάποτε δεν είχανε ψάρια για το
πανηγύρι, και τους λέει ο γέροντας τους: «ετοιμάσατε όλα τα υπόλοιπα τα της πανηγύρεως και ο άγιος
Γεώργιος θα φροντίσει για ψάρια», διότι είχε φουρτούνες εκείνες τις ήμερες. Και όντως! Την παραμονή
του αγίου Γεωργίου ένα μεγάλο καΐκι ήρθε από την Καβάλα στο Βατοπέδι γεμάτο ψάρια. Ένας ψαράς
φόρτωσε δυο κάσες εκλεκτά ψάρια σ' ένα μουλάρι, για να τα πούληση στις Καρυές. Όταν έφθασε στην
περιοχή εκείνη του κελίου του αγίου Γεωργίου, φεύγει το καπίστρι από το χέρι του ψαρά και τρέχει το
μουλάρι μπροστά. Εκείνη την στιγμή είχε και ομίχλη εκεί πέρα. «"Ε!», λέει. «Ξέρει τον δρόμο. Θα πάει στις
Καρυές. Θα το βρω. Το ζώο δεν χάνεται. Ένας είναι ο δρόμος». Το ζώο όμως δεν ήρθε στις Καρυές.
Έκανε μία παρακαμπτήριο και πήγε στο κελί του αγίου Γεωργίου. Με το κεφάλι του χτύπησε την
πόρτα, και ανοίγοντας οι πατέρες βλέπουνε το μουλάρι φορτωμένο με ψάρια. Έτσι τα κατέβασαν, έκαναν
το πανηγύρι και την άλλη ημέρα έμαθε ο ψαράς ότι τα ψάρια έφτασαν στον άγιο Γεώργιο. Και αλλά
τέτοια θαύματα μας είπε.
Εμείς στο τέλος τον ρωτήσαμε: «Γέροντα Γεώργιε, σε βλέπουμε υγιέστατο». Γέρος μεν 80 χρονών, αλλά
στεκόταν πολύ καλά στην υγεία του. Θυμόμαστε, ότι ήταν πολύ φιλακόλουθος και ερχότανε σ' όλες τις
αγρυπνίες του ναού του Πρωτάτου. Μάλιστα περνούσε από το κελί μας λίγο νωρίτερα για να
ξεκούραστη, έπινε ένα τσαγάκι μέχρι να χτυπήσει ή καμπάνα και μετά πήγαινε στην αγρυπνία και
καθόταν όλη την νύκτα. Ήταν και φιλόμουσος. Έψαλλε κι' ολας. Παρ' ότι ήτανε αγράμματος, είχε πολύ
μεράκι και πόθο. Εμείς που είμαστε νέοι δεν έχουμε τέτοιο πόθο. Αυτό, γεροντάκι, με τόση αδυναμία, να
έρχεται με το μπαστουνάκι του από εκεί μία ώρα -τόσο απείχε το κελί του- σ' όλες τις αγρυπνίες και να
κάθεται ώρες ολόκληρες! Γιατί εκείνα τα χρόνια ήταν πολύ μεγάλες οι αγρυπνίες. Τώρα διαρκεί 6-7
ώρες ή αγρυπνία. Τότε 11, 12, 13 ώρες... Πώς άντεχε αυτό το γεροντάκι! Και όλοι οι πατέρες τότε, πιο
σκληροί ήταν. Είχε και πολλή αγάπη και ελεημοσύνη. Δεν έλεγε για κανέναν κακό. Όλους τους
αγαπούσε και ήθελε να προσφέρει ότι μπορούσε. Έκανε πανηγύρι κάθε χρόνο του αγίου Γεωργίου.
Έκανε λουκουμάδες και μοίραζε στον κόσμο. Αυτό πού μου έκανε ιδιαιτέρα εντύπωση ήταν ότι ότι έκανε
το έκανε με πολλή χαρά και προθυμία. Όσο περισσότεροι πατέρες πηγαίνανε, τόσο περισσότερο
χαιρότανε. Αυτά ήταν ευλογημένα γεροντάκια.
Του λέμε τότε: «Γέροντα, μας είπες ότι στα ογδόντα σου θα κοιμηθείς. Φέτος συμπληρώνεις ογδόντα».
«Ναι», λέει. «Εγώ το πιστεύω, πατέρες, ότι φέτος φεύγω». «Μα πως θα φυγής;». «Φέτος φεύγω από
την ζωή αυτή, διότι έτσι μου είχε πει ο γέροντας μου πριν 40 χρόνια, ότι όταν φτάσεις στα ογδόντα
σου, τότε θα κοιμηθείς».
Πήραμε την ευλογία του και του φιλήσαμε το χέρι. Φύγαμε χαρούμενοι, και περισσότερο ο π. Γεννάδιος,
πού είχε και την καρδιά με την Παναγία στο χέρι. Και όντως! Ήταν Ιούνιος μήνας τότε πού πήγαμε. Τον
Σεπτέμβριο αρρωσταίνει για μια βδομάδα. Τον παίρνουν οι πατέρες οι Τριγωνάδες, ο πατήρ Νικόλαος με
τον παπά-Δημήτρη, και σε μια βδομάδα κοιμήθηκε. Ακριβώς εκείνη την χρονιά, όπως του το 'χε πει ο
γέροντας του πριν 40 χρόνια. Μάλιστα είχε δει και μερικά οράματα. Μας έλεγε ο π. Νικόλαος, ότι ο π.
Γεώργιος μια-δυό μέρες πριν κοιμηθεί είχε δει μία πλούσια τράπεζα, στην οποία συμμετείχε και αυτός,
και είχε πολλή χαρά. Του έλεγε ο π. Νικόλαος: «Αύτη θα είναι ή τράπεζα του Παραδείσου». «Εγώ δεν
είμαι άξιος να πάω εκεί πέρα», απαντούσε. Μάλιστα είχε δει και τον παραδελφό του και τον γέροντα
του, τον π. Ευλόγιο, με πολύ φωτεινά πρόσωπα στην τράπεζα. Πιθανόν να ήταν όλα αυτά σημεία
αγιότητας, γιατί ο καημένος ήρθε απ' το Σουφλί μικρό παιδί και μέχρι τα βαθειά του γεράματα -μέχρι
τα ογδόντα του- παρέμεινε εδώ στο περιβόλι της Παναγίας μας, διακονώντας τον άγιο Γεώργιο και
τους πατέρες.
Πριν 4-5 χρόνια ο π. Παχώμιος, ο παραδελφός του -ζούσε τότε- έστειλε τον π. Γεώργιο να κάλεση για
τον άγιο Γεώργιο όλους τους πατέρες με τα εξής λόγια: «Ευχάς και ευλογίας του αγίου Γεωργίου. Να
ρθήτε να κάνουμε φέτος διπλό πανηγύρι». Ήρθε και σε μας εδώ. Μάλιστα ήμασταν στο εργαστήριο.
Του λέει ο γέροντας, ο π. Ιωασάφ: «τί διπλό πανηγύρι θα 'χουμε;». «Ε!», άπαντα. «Θα 'χουμε την
εξόδιο ακολουθία του γέροντος, του παραδελφού μου πατρός Παχωμίου, και μετά τον άγιο Γεώργιο».
«Καλά, πέθανε ο γέροντας;», του λέμε. Ήταν 15 μέρες πριν τον Αι-Γιώργη. «Όχι», λέει. «Δεν πέθανε,
αλλά μου είπε να σας πω έτσι. Ορίστε να πανηγυρίσουμε διπλό πανηγύρι φέτος». Και ενώ
παραξενευτήκαμε εμείς, πώς 15 μέρες πριν το πανηγύρι του αγίου Γεωργίου και ενώ ζούσε ο π.
Παχώμιος μας καλεί τώρα, να κάνουμε την κηδεία του γέροντα (του π. Παχωμίου) καινά κάνουμε και
το πανηγύρι, όντως την προπαραμονή της πανηγύρεως κοιμήθηκε ο παραδελφός του, ο π. Παχώμιος,
την παραμονή έγινε ή κηδεία του και μετά ο Μέγας Εσπερινός του αγίου Γεωργίου. Πήγε ο γέρο-
Ιγνάτιος Εγώ με τον γέρο-Ιωασάφ τον γέροντα μας, πήγαμε στην Μονή Ζωγράφου, πού και σ' αυτήν
γιορτάζει ο άγιος Γεώργιος.
Συνεχίζεται...
Από τη σελίδα Ιερός Ναός Ζωοδόχου Πηγής ΒΑΡΕΙΑΣ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ