Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Δ΄ (4η) του Δεκεμβρίου, μνήμη της Αγίας Μεγαλομάρτυρος ΒΑΡΒΑΡΑΣ

Δημοσίευση από silver »

Βαρβάρα η ένδοξος του Χριστού Μεγαλομάρτυς έζη κατά τους χρόνους του ασεβεστάτου τυράννου Μαξιμιανού του εν έτει σπδ – τε (284-305) βασιλεύσαντος· κατήγετο δε από την Ανατολήν, εκ πόλεώς τινος, ήτις ωνομάζετο Ηλιούπολις. Κατά την εποχήν εκείνην τοπάρχης της Ηλιουπόλεως ήτο ο πατήρ της Αγίας, όστις ωνομάζετο Διόσκορος, άνθρωπος αρκετά πλούσιος· κατώκει δε εις τι χωρίον λεγόμενον Γελασσόν, το οποίον ήτο μακράν από την Ηλιούπολιν δώδεκα στάδια (2.220 μέτρα περίπου). Ήτο δε η Βαρβάρα μονογενής θυγάτηρ του Διοσκόρου, ωραιοτάτη και πάγκαλος, όχι μόνον κατά την ωραιότητα του προσώπου, αλλά και κατά την ανατροφήν, και ήτο τοσούτον εύτακτος και ευγενής κατά τα ήθη, ώστε οι γονείς αυτής ησθάνοντο δια τούτο εν τη καρδία αυτών υπερβολικήν χαράν και ηθικήν ομού ευχαρίστησιν. Επειδή όμως ήτο μικρά ακόμη και ωραία, οι γονείς της, έκριναν συμφέρον να την προφυλάξουν όσον ηδύναντο περισσότερον. Έκτισαν λοιπόν επίτηδες πύργον υψηλόν και την έκλεισαν εις αυτόν δια να μη την βλέπουν οι άνθρωποι. Της έδωσαν δε με αφθονίαν από όλα τα πράγματα, όσα της εχρειάζοντο, δηλαδή υπηρετρίας, τροφάς, ενδύματα και άλλα διάφορα ανάλογα του πλούτου και της καταστάσεως αυτών. Όταν μετά καιρόν έφθασεν η κόρη εις ηλικίαν νόμιμον, πολλοί από τους πρώτους των αρχόντων και των μεγιστάνων της πόλεως, ακούοντες την καλήν της φήμην και το περιβόητον όνομα, την εζήτησαν ως σύζυγον από τον πατέρα της. Αυτός όμως δεν ηθέλησε να δώση τον λόγον του εις κανένα, αν δεν απεφάσιζε πριν εις τούτο η Βαρβάρα. Αναβάς λοιπόν εις τον πύργον, ηρώτησεν αυτήν αν ήθελε να την υπανδρεύση. Αλλ΄ εκείνη, πριν ακόμη περιμείνη να τελειώση τον λόγον του ο πατήρ της, του απεκρίθη με αγανάκτησιν και οργήν· «Δεν θέλω να μου κάμης πλέον τοιούτον λόγον, διότι θα με αναγκάσης να θανατωθώ μόνη μου και θα χάσης τότε το τέκνον σου». Ο πατήρ της, ακούσας τους λόγους τούτους, δεν την εστενοχώρησε περισσότερον, διότι ηννόησεν ότι η θυγάτηρ του δεν ηναντιούτο εις αυτόν από δυστροπίαν ή απείθειαν, αλλά διότι επόθει να μείνη παρθένος. Κατέβη λοιπόν από τον πύργον χωρίς να της είπη τότε λόγον σκληρόν, ελπίζων ότι με τον καιρόν θα την καταπείση με λόγους καταλλήλους και κολακείας να δεχθή την υπανδρείαν. Κατ΄ εκείνας τας ημέρας ο Διόσκορος απεφάσισε να οικοδομήση έξωθεν του πύργου λουτρόν ωραιότατον. Αφού λοιπόν έκαμε το σχέδιον και έδωκεν εις τους τεχνίτας τας αναγκαίας οδηγίας και τους είπε συγχρόνως, ότι θα τους ικανοποιήση αν επιμεληθούν και προσέξουν να γίνη ωραίον το κτίριον, ανεχώρησε προσωρινώς από το χωρίον του και επήγεν εις άλλην χώραν, εις την οποίαν είχεν αναγκαίαν υπόθεσιν. Επειδή όμως ο Διόσκορος εβράδυνε να επιστρέψη, κατήλθε του πύργου η Βαρβάρα και επήγε να επισκεφθή το κτιζόμενον λουτρόν. Είδε λοιπόν ότι όλη η οικοδομή είχε δύο μόνον παράθυρα· όθεν ηρώτησε τους κτίστας διατί δεν έκαμαν και άλλο εν παράθυρον προς το νότιον μέρος, ώστε να φωτίζεται το λουτρόν περισσότερον. Οι κτίσται της απεκρίθησαν, ότι ούτως είχε προστάξει ο πατήρ της. Τότε αυτή τους είπε πάλιν· «Κάμετε χωρίς άλλο και το τρίτον παράθυρον και εγώ αποκρίνομαι προς τον πατέρα μου, αν σας ερωτήση δια τούτο». Έκαμαν λοιπόν οι κτίσται καθώς τους είπεν. Αυτή δε κατέβαινε συχνά και παρηκολούθει την οικοδομήν και βλέπουσα τα τρία παράθυρα έχαιρεν. Ο δε πανάγαθος και ελεήμων Θεός, όστις γνωρίζει όλα τα πράγματα πριν ακόμη πραγματοποιηθώσιν, ευχαριστηθείς από την αγαθήν και φρόνιμον γνώμην αυτής, εφώτισε την ψυχήν της θαυμάσια και ενέπλησε την καρδίαν της από Πνεύμα Άγιον και παρρησίαν προς τον μόνον αληθή Θεόν και Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Σταθείσα λοιπόν εις την κολυμβήθραν του λουτρού και βλέπουσα προς ανατολάς εχάραξε με τον δάκτυλόν της τον τύπον του θείου Σταυρού επάνω εις τα μάρμαρα· και, ω του θαύματος! ως να ήτο ο δάκτυλός της εργαλείον σιδηρούν ήνοιξε τόσον βαθύν λάκκον εις το μάρμαρον, ώστε το σημείον του Σταυρού εκείνου φαίνεται μέχρι της σήμερον, δια να κηρύττεται η θαυματουργία και η δύναμις του Κυρίου και Θεού ημών πάντοτε. Και όχι μόνον ο Σταυρός αυτός, αλλά και αυτό το λουτρόν σώζεται μέχρι της σήμερον και κάμνει διάφορα θαύματα, και θεραπεύει όσους έχουν ασθένειάν τινα, όταν προσέλθουν εις αυτό μετά πίστεως. Τοιούτον δε λουτρόν και αν το ονομάση κανείς Ιορδάνιον ρείθρον ή πηγήν Σιλωάμ, ή και Προβατικήν κολυμβήθραν, δεν αμαρτάνει· διότι η δύναμις του Θεού ετέλεσε και εις τούτο πολλά και παράδοξα θαύματα. Ημέραν τινά, επιστρέφουσα από το λουτρόν η Βαρβάρα, παρετήρησε τα είδωλα, τα οποία προσεκύνει ο πατήρ της· στενάξασα δε εκ βάθους ψυχής δια την αναισθησίαν και τυφλότητα αυτού, έπτυσε τα είδωλα κατά πρόσωπον και είπεν· «Όμοιοι με σας να γίνουν, όσοι σας προσκυνούν και σας καλούν εις βοήθειάν των». Ταύτα ειπούσα εισήλθεν εις τον πύργον και έμεινεν εντός αυτού νηστεύουσα και προσευχομένη και περιμένουσα βοήθειαν από τους ουρανούς. Μετ΄ ολίγας ημέρας έφθασεν ο πατήρ της Διόσκορος, όστις ιδών το τρίτον παράθυρον ηπόρησε, πως το έκαμαν χωρίς αυτός να παραγγείλη. Οι δε παρευρισκόμενοι τεχνίται είπον προς αυτόν την αλήθειαν. Τότε ηρώτησε περί τούτου την θυγατέρα του, η οποία είπε προς αυτόν. «Εγώ, πάτερ, προσέταξα και το έκαμαν, διότι φαίνεται ωραιότερον το λουτρόν με τα τρία παράθυρα παρά με τα δύο». Ο πατήρ της, οργισθείς, είπε προς αυτήν· «Ειπέ μου, δια ποίον λόγον και αιτίαν σου φαίνεται ωραιότερον;» Λέγει προς αυτόν τότε η Βαρβάρα· «Αι τρεις θυρίδες φωτίζουσι πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον». Τούτο δε ειπούσα, ηννόει την της Αγίας Τριάδος υπόστασιν και μεγαλειότητα. Εις τους λόγους τούτους της Βαρβάρας εθυμώθη ακόμη περισσότερον ο πατήρ της και αρπάσας αυτήν την έφερεν εις το λουτρόν και της είπε· «Πως γίνεται το φως των τριών αυτών θυρίδων φωτιστικόν εις πάντα άνθρωπον;» Η Βαρβάρα απεκρίθη· «Πρόσεχε, πάτερ, να εννοήσης το αίτιον». Ταύτα ειπούσα, εποίησε το σημείον του Τιμίου Σταυρού και δεικνύει εις αυτόν τα τρία της δάκτυλα, λέγουσα· «Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα. Με το φως αυτό όλη η κτίσις νοερώς καταλάμπεται». Ο αληθής ούτος λόγος της Βαρβάρας όχι μόνον δεν ηυχαρίστησε τον πατέρα της, όστις ήτο συνηθισμένος να προσκυνή τα ψευδή και απατηλά είδωλα, αλλ΄ απ΄ εναντίας τον έκαμε να γίνη θηριώδης. Ο ασεβέστατος και σκληροκάρδιος ούτος άνθρωπος ελησμόνησε δια μιας τους νόμους του Θεού, δεν συνελογίσθη ότι ήτο πατήρ και ότι η κόρη εκείνη ήτο αίμα του, αλλά σύρας το ξίφος του ώρμησε να την θανατώση. Αυτή όμως, σωθείσα δια της φυγής από τον κίνδυνον, κατέφυγεν εις ένα όρος εκεί πλησίον, εις το οποίον φθάσασα ύψωσε προς τον ουρανόν τας χείρας, τους οφθαλμούς και την διάνοιάν της και επεκαλείτο τον Θεόν εις βοήθειαν. Πράγματι, ο πανάγαθος Θεός δεν εβράδυνε ποσώς, αλλά καθώς έσωσε την Πρωτομάρτυρα Θέκλαν, την οποίαν εδέχθη μία πέτρα σχισθείσα εις δύο, ούτω και την αοίδιμον ταύτην Βαρβάραν, τρέχουσαν εις τα ορεινότερα μέρη, με όμοιο θαυματούργημα ελύτρωσε· διότι ενώ έτρεχε κατεπάνω της ο δήμιος εκείνος και όχι πατήρ της, εσχίσθη μία πέτρα δια θείας θελήσεως και προσταγής και την εδέχθη εντός αυτής κρύπτουσα ταύτην από τον αιμοβόρον πατέρα της. Ο λίθινος όμως εκείνος άνθρωπος ή μάλλον ειπείν και των λίθων αυτών αναισθητότερος, δεν μετενόησεν ούτε ωπισθοδρόμησε καν ιδών εξαφανισθείσαν από του προσώπου αυτού την Βαρβάραν, αλλ΄ ως τέκνον του ανθρωποκτόνου δαίμονος έτρεχεν εδώ και εκεί, ίνα θύση και απολέση. Ευρών δε δύο ποιμένας, οι οποίοι έβοσκον τα πρόβατά των εκεί πλησίον, τους ηρώτησεν αν ήξευραν, που ήτο κρυμμένη η θυγάτηρ του. Ο εις εξ αυτών ήτο συμπαθής και φιλάνθρωπος και κρίνων άδικον να προδώση την διωκομένην Μάρτυρα, ηρνήθη και είπεν, ότι δεν την είδε ποσώς· επροτίμησεν ως γνωστικός να είπη ψεύδος σωτήριον, παρά αλήθειαν βλάπτουσαν. Ο δε άλλος ποιμήν, πονηρός και απάνθρωπος, δεν ωμίλησε μεν δια να μη τον ακούσωσι, με τον δάκτυλόν του όμως έδειξε την οδόν εις τον Διόσκορον, δια να εύρη την Μάρτυρα. Όμως η θεία δίκη επαίδευσεν αμέσως το κακούργημα τούτο, διότι όλα τα πρόβατα του κακοτρόπου εκείνου και άφρονος βοσκού έγιναν κάνθαροι και έμειναν τοιούτοι μέχρι τέλους και περιεκύκλουν τον τάφον της Αγίας. Ευρών επί τέλους την Αγίαν ο Διόσκορος εις το όρος την έδειρεν ανηλεώς· έπειτα αρπάσας αυτήν εκ των πλοκάμων της κεφαλής την έσυρε βιαίως εις τον οίκον του. Εκεί δε φθάσαντες την έκλεισεν εις μικρόν οικίσκον και σφραγίσας την θύραν, έβαλε φύλακας να την φυλάττουν. Έπειτα επήγεν εις τον ηγεμόνα Μαρκιανόν, όστις εξουσίαζε τότε την πόλιν εκείνην, και είπε προς αυτόν· «Η θυγάτηρ μου καταφρονεί και αποστρέφεται τους θεούς ημών και μόνον τον Εσταυρωμένον Ιησούν Χριστόν σέβεται και τιμά εξ όλης ψυχής». Αφού είπε ταύτα, έφερε και την θυγατέρα του και την παρέδωκεν εις τας χείρας του Μαρκιανού, εξώρκισε δε αυτόν εις τους θεούς των να μη την λυπηθή παντελώς, αλλά να την βασανίση με παντός είδους βίαια και σκληρά κολαστήρια. Καθίσας ο Μαρκιανός εις την έδραν του δικαστηρίου προσέταξε να φέρωσι την Μάρτυρα, η οποία, άμα παρουσιάσθη και την είδεν εκείνος, έκθαμβος γενόμενος από το εξαίσιον κάλλος και το σεμνόν ήθος της, ελησμόνησε προς στιγμήν τους όρκους του Διοσκόρου, και είπε προς αυτήν με γλυκείαν φωνήν και με πραότητα· «Δεν λυπείσαι τον εαυτόν σου, Βαρβάρα; Διατί δεν προσφέρεις θυσίαν εις τους θεούς, τους οποίους λατρεύουν και οι γονείς σου; Εγώ λυπούμαι να θανατώσω μίαν νέαν, η οποία έχει εξαίσιον κάλλος! Σε συμβουλεύω λοιπόν να υπακούσης εις ό,τι σου λάγω και να προσκυνήσης τους θεούς, άλλως θα με αναγκάσης να σε θανατώσω με τον πλέον σκληρόν τρόπον». Η δε Μάρτυς απεκρίθη προς αυτόν· «Εγώ προσφέρω θυσίαν δοξολογίας εις τον Θεόν μου, όστις εποίησε τον ουρανόν και την γην και όλα τα λοιπά κτίσματα. Οι θεοί όμως, τους οποίους συ λατρεύεις, είναι κατεσκευασμένοι από αργύριον και χρυσίον, έργα χειρών ανθρώπων και των εθνών δαιμόνια». Ταύτα ακούσας ο δικαστής ωργίσθη και προσέταξεν ευθύς να την γυμνώσουν και να την δείρουν ανηλεώς με σκληρά βούνευρα, να τρίψωσι δε τας πληγάς της με ύφασμα τρίχινον, δια να αισθάνεται δριμυτέρους τους πόνους. Τοσούτον λοιπόν απανθρώπως την εμαστίγωσαν, ώστε κατεπλήγωσαν και κατετρύπησαν το σώμα της, από δε το ρέον εκ των πληγών της άσπιλον αυτής αίμα κατεκοκκίνισε το μέρος της γης, εις την οποίαν την είχον ερριμμένην. Αφού τέλος πάντων την εβασάνισαν ούτως επί πολλήν ώραν, την έρριψαν εις την φυλακήν προσωρινώς, μέχρις ότου την εξετάσωσι και δεύτερον. Περί το μεσονύκτιον όμως εφάνη αίφνης έμπροσθεν αυτής φως φαεινόν, από το οποίον έλαμψεν όλον το δεσμωτήριον. Υπεράνω δε του φωτός τούτου εφάνη ο Δεσπότης Χριστός, όστις ενθαρρύνας αυτήν, της είπε· «Μη φοβηθής ουδόλως, Βαρβάρα, ούτε να αποκάμης από τας βασάνους και τας τιμωρίας των σκληροκαρδίων αυτών ανθρώπων, αλλά να εμμείνης σταθερά εις το φρόνημά σου, εγώ δε θέλω μένει πάντοτε μετά σου και θέλω σε διαφυλάττει δια παντός υπό την σκέπην μου». Ταύτα του Δεσπότου Χριστού προς την Αγίαν λέγοντος, αι πληγαί αυτής ηφανίσθησαν και όλον το σώμα της εθεραπεύθη εντελώς. Δι΄ ο αύτη ησθάνθη εγκάρδιον αγαλλίασιν και ευχαρίστησιν ανέκφραστον. Γυνή δε τις θεοσεβής και ενάρετος, Ιουλιανή ονομαζομένη, έτυχε να ευρεθή τότε μετά της Αγίας, η οποία ιδούσα το παράδοξον τούτο θαύμα, εδόξασεν από καρδίας τον Θεόν. Επειδή δε είχε την αυτήν γνώμην και το αυτό φρόνημα με την Μάρτυρα, απεφάσισεν εν τη καρδία αυτής να υπομείνη και αύτη εις την πρώτην ευκαιρίαν παντός είδους τιμωρίας και βασάνους δια την αγάπην και το όνομα του Ιησού Χριστού. Ούτως εχόντων των πραγμάτων ήλθε και εκ δευτέρου ο ηγεμών εις το δικαστήριον και προσέταξε να φέρωσι πάλιν ενώπιόν του την Βαρβάραν, την οποίαν ιδόντες οι περιεστώτες εντελώς υγιαίνουσαν και χωρίς να έχη καμμίαν πληγήν εις το σώμα της, εξεπλάγησαν άπαντες. Ο ασεβής ηγεμών όμως, τετυφλωμένος από την πλάνην του, δεν ηθέλησε να αναγνωρίση την μεγάλην τού αληθινού Θεού δύναμιν, αλλ΄ είπεν ο άφρων προς την Μάρτυρα· «Βλέπεις, Βαρβάρα, πόσην δύναμιν έχουσιν οι θεοί μου, οι οποίοι σε ηυσπλαγχνίσθησαν και θεράπευσαν τας πληγάς σου»; Αυτή δε απεκρίθη προς αυτόν· «Οι θεοί σου, οίτινες είναι τυφλοί και ανίσχυροι καθώς συ, πως είναι δυνατόν να κάμουν τοιαύτην θαυμασίαν πράξιν; Αυτοί μάλλον έχουν ανάγκην από τους ανθρώπους. Όχι λοιπόν, δεν με εθεράπευσαν οι θεοί σου, με ιάτρευσεν ο Χριστός, ο αληθής Υιός του ζώντος Θεού, αυτός τον οποίον δεν δύνασαι συ να ίδης, διότι οι οφθαλμοί σου είναι βεβαρημένοι από το σκότος της ασεβείας». Ακούσας ο ηγεμών τους λόγους τούτους της Αγίας ωργίσθη σφόδρα και προσέταξε να καταξεσχίσωσι τας σάρκας της με σιδηρούς όνυχας, να καίωσι τα ξεσχισμένα μέλη της με λαμπάδας ανημμένας και να κτυπώσι με σφύραν την αγίαν αυτής κεφαλήν. Έτυχε δε πάλιν και τότε να ευρεθή εκεί παρούσα και η αγαθή και θεοσεβής Ιουλιανή, η οποία βλέπουσα τας τιμωρίας και τας βασάνους, τας οποίας έκαμνον εις την Μάρτυρα και το αίμα, το οποίον έρρεε ποταμηδόν εκ της κεφαλής και του λοιπού σώματος αυτής, μη δυναμένη δε άλλως να την βοηθήση, τόσον συνεκινήθη από τον πόνον, τον οποίον ησθάνετο εις την καρδίαν της, ώστε ήρχισε να κλαίη απαρηγόρητα. Ο ηγεμών, ιδών αυτήν κλαίουσαν, ηρώτησε ποία ήτο. Μαθών δε ότι ήτο Χριστιανή και αυτή και ότι δια την προς την Βαρβάραν συμπάθειάν της έκλαιε, προσέταξε να κρεμάσωσιν αμέσως και αυτήν πλησίον της Αγίας, να ξεσχίσωσι τας σάρκας της και με λαμπάδας ανημμένας να την κατακαίωσιν. Ούτω λοιπόν βασανιζομένη και αυτή σκληρώς, κατά την προσταγήν του άρχοντος, και πάσχουσα αλγεινώς, ύψωσε τους οφθαλμούς της προς τον ουρανόν και είπε· «Δέσποτα Χριστέ Βασιλεύ, καρδιογνώστα και παντοδύναμε, γνωρίζεις ότι δια την αγάπην σου πάσχω όλα αυτά τα δεινά· λοιπόν μη με εγκαταλείπης μηδέ αφήσης να με νικήση ο αλιτήριος ούτος και να καυχηθή δι΄ εμέ, αλλ΄ αξίωσόν με να εγκαρτερήσω μέχρι τέλους, δια να λάβω τον στέφανον της αθλήσεως». Ενώ δε η Ιουλιανή εδέετο ούτω προς τον Θεόν, ο σκληροκάρδιος άρχων προσέταξε να κόψωσι τους μαστούς και των δύο. Πλην και η απάνθρωπος αύτη πράξις δεν μετέβαλε ποσώς την απόφασιν αυτών, απεναντίας μάλιστα η Μεγαλομάρτυς Βαρβάρα έψαλλε τότε λέγουσα· «Κύριε, μη απορρίψης ημάς από του προσώπου σου, και το Πνεύμα σου το άγιον μη αντανέλης αφ΄ ημών» (Ψαλμ. ν: 13-14). Αφού λοιπόν υπέμειναν και αυτήν την τρομεράν βάσανον, προσέταξεν ο άρχων την μεν Ιουλιανήν να φυλακίσωσι, την δε Βαρβάραν να την περιφέρωσι γυμνήν εις όλην την πόλιν και συγχρόνως να την δέρωσιν ασπλάγχνως. Η δε σεμνή Μάρτυς, θεατριζομένη δια τοιούτου απρεπεστάτου τρόπου και συγχρόνως δερομένη, δεν εθλίβετο ποσώς δια τας βασάνους ταύτας, αλλ΄ ατενίσασα τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν είπε· «Δέσποτα Κύριε, ο περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις και περιτυλίσσων την γην με ομίχλην, αυτός και την εμήν γύμνωσιν σκέπασον, Βασιλεύ των ουρανών, και μη αφήσης να βλέπωσιν οι ασεβείς τα μέλη μου, δια να μη γίνω μυκτηρισμός αυτών και χλευασμός και περιγέλασμα». Ήκουσεν εκ Ναού αγίου αυτού ο ταχύς Θεός και έσπευσεν ευθύς εις αντίληψιν της πασχούσης Μάρτυρος. Εφάνη δε έμπροσθεν αυτής καθήμενος επί χερουβικού άρματος και την μεν καρδίαν αυτής επλήρωσεν ευφροσύνης και αγαλλιάσεως, δια της θείας και πανευφροσύνου παρουσίας Αυτού, το δε άγιον αυτής σώμα, κατά προσταγήν Αυτού, ενέδυσαν οι Άγιοι Άγγελοι με στολήν λαμπροτάτην και ένδοξον. Όχι δε μόνον τούτο εγένετο, αλλά και τας πληγάς αυτής εθεράπευσε πάλιν ως και πρότερον. Οι δε υπηρέται την παρουσίασαν εις τον άρχοντα, όστις ιδών αυτήν ούτως ενδεδυμένην ησχύνθη· όθεν μη δυνάμενος να την νικήση με απειλάς και βασάνους, ούτε με υποσχέσεις αγαθών και πλούτου, απεφάσισε να θανατώση αυτήν και την ομόφρονα αυτής Ιουλιανήν. Προσέταξε λοιπόν να αποκεφαλίσωσι και τας δύο. Εις όλας τας τιμωρίας και τας βασάνους, τας οποίας ανεφέραμεν ότι εδοκίμασεν η Μάρτυς Βαρβάρα, ήτο παρών ο αιμοβόρος πατήρ αυτής και τας έβλεπεν ο άσπλαγχνος. Δεν επόνεσε δε ο ασεβής και παμμίαρος, ούτε ποσώς ελυπήθη την θυγατέρα του, ούτε εχόρτασεν εις τόσας παιδεύσεις και ξεσχισμούς όσους αυτή έπαθεν, αλλ΄ ενόμιζεν ακόμη ο άφρων, ότι ήθελον κατηγορήσει αυτόν ως άνανδρον και ασθενή κατά την ψυχήν, αν άφηνε να την φονεύση άλλος. Όθεν άμα ο δικαστής εξέδωκε την κατ΄ αυτής καταδικαστικήν απόφασιν, ευθύς ήρπασεν αυτήν ως τίγρις λυσσώσα, δια να την θανατώση με τας ιδίας του χείρας ο κακούργος! Λοιπόν ο μεν Διόσκορος έλαβε την κόρην του, άλλος δε δήμιος έλαβε την Ιουλιανήν και επορεύθησαν εις το όρος, εις το οποίον απεκεφαλίσθη η Βαρβάρα υπό του πατρός της. Αλλ΄ ενώ επορεύοντο εις τον τόπον του θανάτου αυτών αι δύο Μάρτυρες, αντί να λυπώνται και να θρηνούν, απ΄ εναντίας μάλιστα έχαιρον και ηυχαριστούντο, ως να ήσαν προσκεκλημέναι εις γάμον ή άλλην τινά διασκέδασιν φιλικήν και χαρμόσυνον. Η δε Αγία Μάρτυς του Χριστού Βαρβάρα εδέετο πάλιν προς τον Κύριον, λέγουσα· «Άναρχε Θεέ, ο ποιήσας τον ουρανόν ωσεί θόλον και θεμελιώσας την γην επί των υδάτων· ο προστάσσων τον ήλιον να φωτίζη τον κόσμον όλον και τα νέφη να βρέχωσιν· ο χαρίζων τοσαύτα αγαθά εις δικαίους και αμαρτωλούς και ευεργετών καλούς και κακούς ως ανεξίκακος και πανάγαθος· αυτός και νυν, Βασιλεύ πλουσιόδωρε, επάκουσόν μου της δούλης σου δεομένης. Ναι Κύριέ μου, παρακαλώ σε εκ βάθους καρδίας μου, όστις μνημονεύει το Μαρτύριόν εις δόξαν του Αγίου σου Ονόματος, αξίωσον αυτόν να μη εγγίση ουδέποτε εις τον οίκον αυτού λοιμώδης νόσος, ούτε λώβη, ούτε καμμία άλλη θανατηφόρος ασθένεια να λυπήση αυτόν και την οικογένειάν του. Διότι συ, Κύριέ μου, γινώσκεις το ασθενές των ανθρώπων, τους οποίους ηυδόκησας να πλάσης κατ΄ εικόνα και καθ΄ ομοίωσιν ιδικήν σου». Ενώ δε η Αγία προσηύχετο τοιουτοτρόπως, αίφνης ηκούσθη ουρανόθεν φωνή, η οποία προσεκάλει αυτήν τε και την Ιουλιανήν εις εκείνην την αιώνιον και ανεκλάλητον αγαλλίασιν και υπέσχετο εις αυτήν ότι θα πραγματοποιήση όσα εζήτησε δια της προσευχής της. Ταύτην την γλυκυτάτην φωνήν ακούσασα η Μάρτυς Βαρβάρα ενεθαρρύνθη περισσότερον και αγαλλομένη έτρεχε να φθάση το ταχύτερον εις τον τόπον της τελειώσεως, όπου φθάσασα έκλινε την ιεράν αυτής κεφαλήν και εδέχθη το Μαρτύριον. Απεκεφάλισε δε αυτήν ο άσπλαγχνος και αιμοβόρος πατήρ της, την δε Ιουλιανήν απεκεφάλισεν ο δήμιος. Αλλ΄ ενώ οι άδικοι φόνοι εξετελούντο, η θεία δίκη, άγρυπνος πάντοτε, ετιμώρησεν αμέσως τον ασεβή εκείνον και αιμοβόρον παιδοκτόνον παραδειγματικώτατα· διότι μόλις ούτος ήρχισε να καταβαίνη εκ του όρους, εις το οποίον είχε πράξει τον απάνθρωπον εκείνον φόνον, αίφνης κεραυνός καταπεσών εκ του ουρανού κατέκαυσεν αυτόν και εκ του σώματός του ουδέ ίχνος καν εφάνη. Ούτως ο άθλιος εκείνος και βδελυρός άνθρωπος εστερήθη και της παρούσης και της μελλούσης ζωής, διότι ήτο ανάξιος και εις την μίαν να ζη και την άλλην να απολαύση. Η θεία δε αύτη οργή δεν περιωρίσθη εις μόνην την τιμωρίαν του παιδοκτόνου Διοσκόρου, αλλά και μέχρις αυτού του ηγεμόνος Μαρκιανού έφθασεν η λάμψις του κεραυνού εκείνου ως προειδοποίησις αψευδής και συμβολική του ασβέστου εκείνου πυρός, εκ του οποίου έμελλε να κολάζεται αιωνίως. Άνθρωπος δε τις ευσεβής Χριστιανός, Ουαλεντίνος ονομαζόμενος, έλαβε τα ιερά σώματα των δύο Μαρτύρων και τιμήσας αυτά με ψαλμωδίας και πνευματικούς ύμνους, τα μετέφερεν εις το χωρίον Γελασσόν· εκεί δε όταν έφθασε, τα ενεταφίασεν ιεροπρεπώς. Το Μαρτύριον αυτών ας είναι ίασις νόσων, ψυχών αγαλλίασις και φιλοθέων ανδρών εντρύφημα πολυέραστον. Ας είναι εις δόξαν Χριστού του μόνου αληθινού Θεού ημών, εις τον οποίον πρέπει πάσα δόξα, τιμή, κράτος, μεγαλωσύνη και μεγαλοπρέπεια, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ε΄ (5η) του Δεκεμβρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΣΑΒΒΑ του Ηγιασμένου.

Δημοσίευση από silver »

Σάββας ο μέγας την αρετήν και θαυμάσιος Πατήρ ημών, κατήγετο από την χώραν των Καππαδοκών εκ του χωρίου του καλουμένου Μουταλάσκη, εις το οποίον και εγεννήθη εν έτει υλθ΄ (439), από γονείς ευσεβείς και περιφανείς, οίτινες εκαλούντο ο μεν πατήρ Ιωάννης, η δε μήτηρ Σοφία. Όταν δε ο παις έγινεν ετών πέντε, απήλθον οι γονείς του εις την Αλεξάνδρειαν δι΄ αναγκαίαν της στρατείας υπόθεσιν, διότι ο πατήρ του ήτο στρατευμένος, αυτόν δε αφήκαν με όλην την περιουσίαν των εις τον αδελφόν του πατρός του, Ερμείαν ονόματι, δια να μανθάνη γράμματα, εις περίπτωσιν δε θανάτου των γονέων του, να μείνη ο Σάββας κληρονόμος εις την περιουσίαν των. Ανετρέφετο λοιπόν το παιδίον εις τον οίκον του θείου του· βλέπον όμως ότι η γυνή εκείνου ήτο κακόγνωμος και φιλομόχθηρος και με ολίγην αιτίαν εσκανδαλίζετο, ανεχώρησεν εκείθεν και απήλθεν εις τον έτερον θείον του, αδελφόν και αυτόν του πατρός του, ονόματι Γρηγόριον, μετά του οποίου εχρημάτισεν ολίγον καιρόν, πολιτευόμενος τοσούτον ενάρετα, ώστε οι ορώντες αυτόν εθαύμαζον, διότι δεν έπαιζε ποσώς ως τα άλλα παιδία, ούτε άλλην τινά αταξίαν ετέλεσεν, αλλ΄ ως γέρων φρόνιμος εγνωρίζετο. Ήτο δε εκεί πλησίον, είκοσι στάδια απέχον από την Μουταλάσκην, Μοναστήριον τι Φλαβιαναί ονομαζόμενον. Επειδή δε ο νέος αριστεύς του Χριστού είχε πόθον να δουλεύση δια την σωτηρίαν αυτού, καταφρονήσας πλούτον, χρήματα, σαρκός περιφάνειαν και όλα όσα θέλγουσι τας ψυχάς των νέων και μισήσας πάσαν σωματικήν ηδυπάθειαν δια τον ένθεον έρωτα, απήλθεν εις το προαναφερθέν Μοναστήριον και παρεκάλει τον Προεστώτα να τον συναριθμήση εις το ποίμνιόν του και να τον κουρεύση Μοναχόν. Ο δε Ηγούμενος τον υπεδέχθη μετά χαράς, βλέπων την πολλήν αυτού προθυμίαν και θείαν έφεσιν. Οι θείοι όμως του Σάββα επήγαν εις την Μονήν και με διαφόρους λόγους και προτροπάς, ηγωνίζοντο να τον απομακρύνουν εκείθεν, λέγοντες, ότι καλύτερον ήτο να υπανδρευθή, να αποκτήση τέκνα και να απολαύση τα ηδέα του βίου, παρά να βασανίζεται με τόσην σκληραγωγίαν και άσκησιν. Ο δε Σάββας, ως νουνεχής και φρόνιμος, δεν εσυλλογίσθη ποσώς τα ψυχοβλαβή και άστοχα λόγια αυτών, αλλά προέκρινε να ευρίσκηται εις τον Οίκον μάλλον του Θεού, παρά να συγκατοική με τους συγγενείς του,
Ενθυμούμενος την παραβολήν του πλουσίου και του Λαζάρου, ότι εκείνος, όστις είχεν εδώ πλούτον και πάσαν απόλαυσιν, χρειάζεται τώρα εκεί μίαν ρανίδα ύδατος και δεν του την δίδουν, αλλά καταφλέγεται δεινώς την γλώτταν βασανιζόμενος· και πάλιν ο πτωχός, όστις είχεν εδώ τόσην στενοχωρίαν και βάσανον, απήλθεν εις τους κόλπους του Αβραάμ και απολαμβάνει χαράν ανεκλάλητον και ευφροσύνην αιώνιον. Ούτω λοιπόν ο καλός νεανίας παιδιόθεν εφαίνετο των γερόντων σοφώτερος, κρίνων ανόητον να προτιμήση, δια πρόσκαιρον ηδονήν, αιώνιον κόλασιν. Έμεινε λοιπόν εις το Μοναστήριον, υποτασσόμενος εις όλας τας τάξεις και σκληραγωγίας της μοναδικής πολιτείας, τας οποίας αόκνως εφύλαττε και μάλιστα την εγκράτειαν και τόσον ενήστευεν, ώστε εργαζόμενος εις τον κήπον ημέραν τινά και βλέπων εις το δένδρον μήλα ευώδη και ωραιότατα, ενικήθη ως άνθρωπος και έλαβεν εν δια να το φάγη· έπειτα γνωρίζων ότι ήτο πειρασμός του δαίμονος και τον παρεκίνει να παραβή τον όρον της τάξεως, το να φάγη προ της διατεταγμένης ώρας, ενθυμούμενος δε και πόσον κακόν έπαθον οι Προπάτορες, δια να μη φυλάξουν το θείον πρόσταγμα, έρριψε κατά γης το μήλον και δεν το έφαγεν. Όχι δε μόνον τούτο, αλλά και νόμον έδωκε κατά του εαυτού του, να μη φάγη πλέον μήλον εις όλην του την ζωήν· τον οποίον και έως τέλους ετήρησεν, έκτοτε δε κατεπάτησε και ενίκησε παντελώς τον της γαστριμαργίας δαίμονα και τα λοιπά πάθη τοσούτον ανδρείως, ώστε υπερέβη όλους τους Μοναχούς, του Μοναστηρίου εκείνου, εις αγρυπνίαν, εις προσευχήν, εις ταπείνωσιν και εις τα λοιπά κατορθώματα τόσον, ώστε ηξιώθη από μικρός να ποιή θαυμάσια, από τα οποία ένα είναι και το εξής. Χειμώνα τινά εβράχη ο αρτοποιός και μη έχων πώς να στεγνώση τα ενδύματά του, επειδή δεν ήτο ήλιος, τα έβαλεν εις τον κλίβανον (τον φούρνον), κατά δε την επομένην ελησμόνησε να τα πάρη και ήναψε τον κλίβανον δια να ψήσουν άρτον. Τότε ο αρτοποιός ενεθυμήθη τα ενδύματα, και επικραίνετο διότι ήτο το πυρ ανημμένον και δεν ήτο δυνατόν να το σβύσουν τόσον γρήγορα. Ο δε θείος Σάββας, καταφρονήσας του σώματος, εισήλθεν ευθύς εις τον κλίβανον και εξέβαλε τα ενδύματα αβλαβή, χωρίς να καή ποσώς καν μία τρίχα από την κεφαλήν του. Οι δε ορώντες εθαύμασαν και απ΄ εκείνην την ώραν τον ηυλαβούντο όχι ως παιδίον, αλλ΄ ως σεβάσμιον γέροντα, προορώντες την μέλλουσαν αυτού αρετήν και την προς Θεόν παρρησίαν, της οποίας ηξιώθη ύστερον. Aφού λοιπόν εχρημάτισεν εις τα Φλαβιανά ικανόν καιρόν, επεθύμησε να υπάγη εις τα Ιεροσόλυμα, αφ΄ ενός μεν ίνα ιστορήση τους Αγίους Τόπους, αφ΄ ετέρου δε, όπως ίδη εναρέτους και αγίους άνδρας και ωφεληθή εξ αυτών. Λοιπόν παρεκάλεσε τον Ηγούμενον να του επιτρέψη να αναχωρήση, εκείνος όμως δεν εδέχετο, διότι επόθει να τον έχη εις την Μονήν, δια να ωφελούνται οι αδελφοί. Όθεν τον συνεβούλευε να μείνη εις το Κοινόβιον, να υποτάσσηται καλύτερον εις άλλους, παρά να κάμη το θέλημά του. Ο δε Θεός, ο προγινώσκων τα μέλλοντα, έστειλεν Άγγελον και λέγει προς τον Ηγούμενον· «Μη τολμήσης να εμποδίσης πλέον τον Σάββαν, αλλά συγχώρησον εις αυτόν, ίνα απέλθη όπου επιθυμεί». Ο Ηγούμενος ταύτα ακούσας απέλυσεν αυτόν· όθεν λαβών ο Σάββας συγχώρησιν από όλην την αδελφότητα, ανεχώρησεν. Ήτο δε τότε ετών δεκαοκτώ, εκ των οποίων είχεν εις το Μοναστήριον δέκα, διότι οκτώ μόνον ετών ήτο, όταν ενεδύθη το Σχήμα και κατεφρόνησε τα εγκόσμια. Φθάσας δε εις τα Ιεροσόλυμα εν καιρώ χειμώνος και καταλύσας εις την Μονήν του ιερού Πασαρίωνος, όπου ήτο εις Γέρων από την Καππαδοκίαν, έμεινε μετ΄ αυτού έως ότου παρέλθη ο χειμών. Μαθόντες την εκεί άφιξιν του Σάββα και την ένθεον αυτού πολιτείαν, διεφιλονείκουν πολλοί ποίος να λάβη αυτόν εις το Μοναστήριόν του· εκείνος όμως ο μακάριος δεν ηθέλησε να υπάγη μετ΄ ουδενός εξ αυτών, διότι κατά πολλά ηγάπα την ησυχίαν και ακούσας τας αρετάς του μεγάλου Ευθυμίου, ότι έλαμπεν εις την έρημον της Ανατολής και εφώτιζε τα μέρη εκείνα υπέρ τον ήλιον με τας διδασκαλίας και τα θαύματά του, ετρώθη την καρδίαν να γίνη μαθητής τού μεγάλου Ευθυμίου (επειδή το όμοιον αγαπά το όμοιον πάντοτε), να τρέφεται η ψυχή του πνευματικώς με τας αρετάς εκείνου και να αυξάνεται. Απελθών όθεν έπεσεν εις τους πόδας του μεγάλου Ευθυμίου, μετά δακρύων δεόμενος να τον υποδεχθή και αυτόν εις την ποίμνην του, να τον ποιμάνη με τα επίλοιπα πρόβατα. Ο δε Ευθύμιος, ως έμπειρος εις τους πνευματικούς αγώνας και δόκιμος, βλέπων του παιδός την νεότητα, δεν ηθέλησε να τον υποδεχθή παρευθύς εις την Λαύραν, αλλ΄ έστειλεν αυτόν εις το Μοναστήριον, το οποίον είχε παράμερα από την Λαύραν και εις το οποίον ήτο Προεστώς ο μέγας Θεόκτιστος, είπε δε του Σάββα να σταθή εκεί, έως ότου κάμη γένεια και παιδευθή καλώς τας τάξεις του μοναδικού επαγγέλματος. Ο δε μακάριος Σάββας, επειδή ήτο εις όλας τας αρετάς πεπαιδευμένος, δεν ηναντιώθη, αλλ΄ είπε προς αυτόν μετ΄ ευλαβείας και ταπεινότητος· «Εγώ, Πάτερ Άγιε, ήλθον εις την αγιωσύνην σου, δια να με οδηγήσης προς σωτηρίαν και είμαι έτοιμος να υπακούω εις όλα τα σωτήρια προστάγματά σου». Έστειλε λοιπόν ο μέγας Ευθύμιος τον Σάββαν προς τον μακάριον Θεόκτιστον, γράφων εις αυτόν, ότι ούτος είχε πεπληρωμένην την ψυχήν θείου Πνεύματος και να τον κυβερνήση επιμελώς, επειδή αυτός έμελλε να πληρώση την οικουμένην από την δόξαν αυτού εις το ύστερον, καθώς και εγένετο και εγνωρίσθη αληθεστάτη η προφητεία του· ότι αυτός έκτισεν εις την Παλαιστίνην Λαύραν μεγάλην και συνήχθησαν εις αυτήν Μοναχοί αναρίθμητοι, εις τους οποίους ο Σάββας ήτο κανών και στάθμη ακριβεστάτη αγιωσύνης και τους έδωκε νόμον και τάξεις, καθώς εδιδάχθη απ΄ αυτόν τον μέγαν Ευθύμιον, προστάσσων επάνω εις όλα να μη δεχθώσι ποτέ αγένειόν τινα, το οποίον έως την σήμερον φυλάττουν απαρασάλευτα. ΈΕμεινε λοιπόν ο θείος Σάββας με τον μακάριον Θεόκτιστον και υπηρέτει επιμελώς εις όλας τας σωματικάς διακονίας, ήτοι έφερε ξύλα και ύδωρ, έσκαπτε τον κήπον και άλλας βαρείας υπηρεσίας ετέλει επιμελώς, επειδή ήτο όχι μόνον ταπεινός και καλόγνωμος, αλλά και ανδρείος την δύναμιν και μεγάλος εις το ανάστημα του σώματος· όθεν όλους εβοήθει μετά χαράς και πάντες τον ηυχαρίστουν και τον ηγάπων. Παρ΄ όλας όμως τας βαρείας ταύτας σωματικάς εργασίας δεν έλειπε ποσώς ο μακάριος και από τας νυκτερινάς ευχάς και ακολουθίας, αλλά και τας καθημερινάς υπηρεσίας αόκνως εποίει· και εις τας νυκτερινάς ακολουθίας πρώτος εισήρχετο και πάντες εθαύμαζον βλέποντες τόσην αρετήν και ευπρέπειαν τελειότητος εις ηλικίαν νεάζουσαν. Βλέπων δε ο δαίμων την προθυμίαν αυτού, εδοκίμασε να τον εμποδίση από τον ένθεον έρωτα με τρόπον τοιούτον. Ήτο αδελφός τις εις εκείνο το φροντιστήριον, το γένος Αλεξανδρεύς, Ιωάννης ονόματι, όστις παρεκάλει πολλάκις τον μακάριον Θεόκτιστον να τον συγχωρήση να υπάγη εις την Αλεξάνδρειαν, εις την οποίαν ετελεύτησαν οι γονείς του, να τακτοποιήση τα της περιουσίας των, να του δώση δε τον Σάββαν συνοδόν, όστις ήτο δυνατός, έμπειρος και πρόθυμος εις πάσαν υπηρεσίαν. Μετά βίας λοιπόν συγκατετέθη ο Θεόκτιστος και απελθόντες εις Αλεξάνδρειαν ηρεύνησαν περί των πραγμάτων του Ιωάννου και εξετέλεσαν πάντα όσα εχρειάζοντο. Εκεί όμως εις την Αλεξάνδρειαν ήσαν, ως ανωτέρω εγράψαμεν, και οι γονείς του Σάββα, οίτινες, γνωρίσαντες αυτόν, προσεπάθησαν να τον κρατήσουν και τον εβίαζον με πολλά μηχανήματα, δια να γραφή αντί του πατρός του εις την στρατείαν, να λάβη πολλήν τιμήν από τον βασιλέα και δόξαν ρέουσαν. Ο δε μακάριος Σάββας, γνωρίσας την επίνοιαν του πονηρού, ότι με την αγάπην και συμπάθειαν των γονέων του, επεδίωκε να τον εμποδίση από τους πνευματικούς αγώνας και να τον κάμη να επιστρέψη εις τα οπίσω, απεκρίθη προς αυτούς με σοφίαν και σύνεσιν· «Δεν είναι πρέπον να αγαπήσω υμάς περισσότερον από τον Δεσπότην μου, διότι αυτός ούτος είπεν· «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ, ουκ έστι μου άξιος» (Ματθ. ι: 37). Ούτε να προτιμήσω την πρόσκαιρον στρατείαν από την ευαγγελικήν, διότι εάν έχη τιμωρίαν πολλήν και κατάκρισιν όστις αφήση την στρατείαν του επιγείου βασιλέως, πόσον κίνδυνον θα έχη, όστις καταφρονήση την επουράνιον και αθετήση το Αγγελικόν σχήμα ο άθλιος; Εάν λοιπόν θέλητε να σας έχω δια γονείς μου, μη μου αναφέρετε πλέον τοιαύτην υπόθεσιν». Αφήκαν λοιπόν αυτόν μη δυνάμενοι να τον εμποδίσουν και τον παρεκάλεσαν να δεχθή τουλάχιστον ποσόν αργυρίων δια μικρά έξοδα συντηρήσεως και του έδιδον χρυσά είκοσιν. Αυτός όμως άλαβε μόνον τρία και ταύτα δια να μη σκανδαλισθώσιν, ότι δεν τους κατεδέχθη, τα οποία πάλιν δεν τα εξώδευσεν, αλλ΄ όταν έφθασαν εις το φροντιστήριον, τα έδωκεν εις τον Θεόκτιστον δια να μη έχη τίποτε ίδιον. Αφού λοιπόν διέτριψεν εκεί ο Σάββας δέκα έτη, εκοιμήθη ο μακάριος Θεόκτιστος και εψήφισεν ο μέγας Ευθύμιος άλλον Ηγούμενον, Λογγίνον ονομαζόμενον. Εις τον καιρόν του Λογγίνου ήτο ο θαυμάσιος Σάββας ετών τριάκοντα, δόκιμος και τέλειος εις πάσαν ασκητικήν διαγωγήν. Έχων δε πόθον πολύν ν΄ αναχωρήση εις τόπον ησυχαστικόν και έρημον, εζήτησεν από τον Λογγίνον συγχώρησιν, όστις έγραψε περί τούτου εις τον μέγαν Ευθύμιον· διότι χωρίς την βουλήν εκείνου ουδέν έπραττεν. Ο δε μέγας Ευθύμιος, γνωρίζων την πολλήν θερμότητα του Σάββα εις τα πνευματικά και τον ένθεον έρωτα, του απήντησε να μη τον εμποδίση ποσώς, αλλά να τον αφήση εις το θέλημά του, να διάγη καθώς επιθυμεί. Λαβών όθεν ο Σάββας την εξουσίαν, απήλθεν εις τι σπήλαιον, το οποίον ήτο εις το νότιον μέρος του Μοναστηρίου και εκεί παρέμενε καθ΄ όλην την εβδομάδα έως το Σάββατον χωρίς τροφήν τινα, μόνον προσευχήν εποίει και εργόχειρον, έκαστον δε Σάββατον επήγαινεν εις το Μοναστήριον πεντήκοντα σπυρίδας (ζεμπίλια) και έτρωγε μετά των αδελφών το Σάββατον και την Κυριακήν, κατόπιν πάλιν συνήθροιζε βάϊα, ήτοι φύλλα φοινίκων, όσα τον έφθανον την εβδομάδα, και εισήρχετο εις το σπήλαιον και ούτω διήλθον πέντε έτη. Ιδών λοιπόν αυτόν ο θείος Ευθύμιος ούτω βιούντα, τον ωνόμαζε παιδαριογέροντα και τον έλαβεν εις την συνοδείαν του ομού με άλλον αυτού μαθητήν, Δομετιανόν ονόματι, με τον οποίον είχον αμφότεροι συνήθειαν να πηγαίνουν κατ΄ έτος, μετά την εορτήν των Θεοφανείων, εις την ενδοτέραν έρημον, να ασκητεύουν όλην την μεγάλην Τεσσαρακοστήν. Κατά δε την Αγίαν Ανάστασιν ήρχοντο πάλιν εις την Λαύραν. Εκίνησαν λοιπόν τότε και οι τρεις και περιεπάτουν εις εκείνην την πανέρημον, εκείθεν από την Νεκράν θάλασσαν· επειδή δε ο δρόμος ήτο μακρός, ο τόπος άνυδρος, αι ημέραι καυστικαί και θερμόταται, εξησθένησεν ο Σάββας και ελιποθύμησε, μη δυνάμενος να περιπατήση ποσώς, έπεσε δε κατά γης ως νεκρός. Ο δε Ευθύμιος, ιδών αυτόν ελυπήθη πολύ και πηγαίνων ολίγον παράμερα εποίησε δέησιν προς Κύριον, λέγων· «Δέσποτα Θεέ, σπλαγχνίσου τον δούλον σου τούτον τον νέον και δος μας ύδωρ, να μη αποθάνη υπό της δίψης και του καύματος». Ούτως ειπών, εκτύπησεν εις την γην με το σκαλίδιον τρις, η δε γη αισθανομένη θειοτέρας δυνάμεως υπήκουσεν (ω του θαύματος!) και από την άνυδρον και άγονον έρημον εξήλθεν ύδωρ ηδύ και γλυκύτατον, εξ ου ευθύς ως ο Σάββας έπιεν, έλαβεν αοράτως θείαν δύναμιν και πλέον δεν εκουράσθη, ούτε εδειλίασε την δυσχέρειαν της οδού. Αφού έφθασαν εις τον ποθούμενον τόπον, έπασχε πολλά ο θείος Σάββας να μιμήται εις πάντα τρόπον τον μέγαν Ευθύμιον και μόνον αυτόν είχεν ως αρχέτυπον της αρετής και εικόνα ζώσαν και έμψυχον δια να μη παρεκκλίνη ουδόλως από τας τάξεις και τα ήθη του. Αλλ΄ εις ολίγον καιρόν απήλθε προς Κύριον ο μέγας την αρετήν Ευθύμιος, οι δε μαθηταί αυτού, μετά την κοίμησιν του διδασκάλου, ημέλουν κατ΄ ολίγον την αρετήν και δεν είχον τόσην προθυμίαν εις την άσκησιν· όθεν ο θείος Σάββας εμάκρυνε φυγαδεύων και ήτο εις την έρημον του Ιορδάνου, καθ΄ ον καιρόν ησκήτευεν εκεί ο μέγας Γεράσιμος. Τότε ήτο ο Σάββας τριάκοντα πέντε ετών, όταν ήρχισε να τον πολεμή ο δαίμων· ου μόνον δε αοράτως του έδιδεν ενόχλησιν και τον επείραζε κρυφίως, καθώς κάμνει εις όλους τους εναρέτους, αλλά και φανερά έπασχεν ο δόλιος να τον εκφοβή, δια να μη είναι εις την έρημον. Νύκτα δε τινα, εν ω έκειτο δια να λάβη ολίγην ανάπαυσιν από τον πολύν κόπον της ασκήσεως, είδε πλησίον του όφεις, σκορπίους και άλλα διάφορα ερπετά, τα οποία εδείκνυον ότι ήθελον να τον φάγωσιν. Ο δε Σάββας το μεν πρώτον εδειλίασεν, αλλ΄ ύστερον, συλλογιζόμενος την μηχανήν των δαιμόνων, ηγέρθη μετά θάρρους και ούτω προσηύχετο· «Ου φοβηθήσομαι από φόβου νυκτερινού, αλλ΄ επί ασπίδα και βασιλίσκον επιβήσομαι» (Ψαλμ. 90: 5,13). Ταύτα λέγοντος του Οσίου, όλα εκείνα τα ιοβόλα θηρία ως καπνός ηφανίσθησαν. Μετ΄ ολίγας πάλιν ημέρας ο δαίμων έγινε λέων μέγας και φοβερός και εδείκνυεν, ότι ήθελε να ορμήση επάνω του. Ο δε Άγιος δεν εδειλίασε ποσώς, αλλά του είπεν αταράχως· «Εάν έλαβες παρά Θεού εξουσίαν κατ΄ εμού, μη αμελής, ότι έτοιμος είμαι να με φάγης κατά την θείαν νεύσιν και βούλησιν· ει δε μη, τι μάτην ταράττεσαι; Εγώ δύναμαι να σε καταπατήσω με του Δεσπότου την δύναμιν». Ταύτα είπε και ευθύς έγινε ο υποκρινόμενος άφαντος και από την ώραν εκείνην ο Άγιος όχι μόνον τους νοητούς, αλλά και τους αισθητούς θήρας υπέταξε και συγκατώκουν μετ΄ αυτού, χωρίς ποσώς να τον βλάπτωσι. Τέσσαρές τινες Αγαρηνοί τον συνήντησάν ποτε καθ΄ οδόν και είχον τόσην πείναν, ώστε εκινδύνευον. Ιδόντες λοιπόν αυτόν, του εζήτουν εάν είχέ τι βρώσιμον. Ο δε έλαβεν αυτούς εις το σπήλαιον ευσπλάγχνως και απλώσας εις την γην την μηλωτήν του, εφίλευσεν αυτούς εξ εκείνων, τα οποία είχεν, ήτοι καρδίας καλάμων και ρίζας μελεαγρίων. Οι βάρβαροι ευλαβηθέντες την αρετήν αυτού, εθαύμασαν και το φιλόξενον· και τότε μεν έφαγον από τα ευρεθέντα και ευχαριστήσαντες ανεχώρησαν· μεθ΄ημέρας δε τινας του έφερον τυρούς και άρτους και φοίνικας. Ο δε Όσιος, ώσπερ φιλόπονος μέλισσα, ήτις συλλέγει από κάθε τόπον το χρήσιμον, ούτω και αυτός ωφελήθη ψυχικώς από τούτο και έλεγε καθ΄ εαυτού τοιαύτα· «Ουαί σοι, ψυχή μου ταλαίπωρε και προς τον Ευεργέτην αχάριστε! Ιδού δια μικράν και ποταπήν χάριν, την οποίαν έλαβον ούτοι οι βάρβαροι, μου έφερον τοσούτον πλουσίαν ανταμοιβήν και ημείς, οίτινες ελάβομεν από τον Πλάστην τοσαύτα χαρίσματα, ποίαν ανταμοιβήν του εδώσαμεν; Ποίαν Αυτού εντολήν εφυλάξαμεν; Ποίαν απολογίαν θα δώσωμεν εις τον Κύριον κατά την ώραν της Κρίσεως»; Ήτο δε Μοναχός τις φίλος του Σάββα, Άνθος ονόματι, όστις επήγεν εις την έρημον μετ΄ αυτού, δια να ασκητεύουν αμφότεροι ομού. Μετ΄ ολίγας όμως ημέρας διήλθον εκείθεν βάρβαροί τινες κακόγνωμοι και δύστροποι άνθρωποι και εμελέτησαν να τους θανατώσουν. Δια να εύρουν λοιπόν μικράν πρόφασιν, έστειλαν τον ένα εις το σπήλαιον να διαμαρτυρηθή εις τους Ασκητάς, ότι δήθεν αυτοί τους ηδίκησαν εις τινα υπόθεσιν και εζημιώθησαν οι βάρβαροι εξ αυτών. Εσυκοφάντουν δε τον Όσιον ψευδώς, δια να εξαναγκάσουν αυτόν να σκανδαλισθή, να ομιλήση λόγον βαρύν και εκ τούτου να εύρουν αφορμήν να τους αποκτείνωσιν. Ίσταντο λοιπόν οι άλλοι μακρόθεν και ο εις επλησίασεν εις τους Οσίους, οίτινες βλέποντες τον κίνδυνον, καθωπλίσθησαν δια της ιεράς προσευχής, ταύτα προς τον Κύριον λέγοντες· «Ούτοι εν άρμασι και ούτοι εν ίπποις, ημείς δε εν ονόματι Κυρίου Θεού ημών μεγαλυνθησόμεθα» (Ψαλμ. ιθ: 8) και τα λοιπά του ψαλμού. Ταύτα ηυχήθησαν και, ω του θαύματος! εσχίσθη η γη και κατέπιεν εκείνον τον ένα, όστις επήγεν εκεί. Οι δε λοιποί, ιδόντες τοιούτον τεράστιον, ετρόμαξαν και έφυγον περιδεείς και κατάφοβοι, έκτοτε δε ούτε αυτοί, ούτε άλλοι κακοποιοί ετόλμησαν πλέον να επιχειρήσωσι τι κατ΄ αυτών, αλλά ούτε και οι δαίμονες επειράθησαν καν να τον πειράξωσιν. Όθεν ο Σάββας κατώκει αφόβως την έρημον και επειδή έγιναν φίλοι με τον μακάριον Θεοδόσιον δια μέσου του Άνθου, έκτισεν εκεί Λαύραν περιφανή και ευρύχωρον με τοιούτον τρόπον θαυμάσιον. Αφού εχρημάτισεν εκεί ο Σάββας έτη τέσσαρα, ανήλθέ ποτε εις το υψηλότατον εκείνο βουνόν, εις το οποίον λέγεται ότι επήγεν η μακαρίτις βασιλίς Ευδοκία και την εδίδαξεν ο μέγας Ευθύμιος. Εκεί λοιπόν διανυκτερεύων ο Σάββας, είδε οπτασίαν τινά θαυμάσιον. Γυνή τις ωραιοτάτη εφάνη ενώπιον αυτού, ενδεδυμένη στολήν λαμπράν και περιφανεστάτην, και του εδείκνυε τον χείμαρρον, ο οποίος τρέχει νοτίως του Σιλωάμ, του έλεγε δε ταύτα· «Κατοίκησον, Σάββα, εις εκείνο το σπήλαιον, το οποίον είναι κατ΄ Ανατολάς του χειμάρρου και εγώ θα σου στέλλω εξ ύψους βοήθειαν». Ταύτα ιδών ο Όσιος ενεπλήσθη χαράς και αγαλλιάσεως και χειραγωγούμενος ως υπό τινος δεξιάς από την θείαν και σοφήν Πρόνοιαν, εισήλθεν εις το σπήλαιον· ήτο δε τότε ετών τεσσαράκοντα. Ο δε τόπος ήτο πολύ άβατος και με πολλήν κακοπάθειαν ανήρχετο και μάλιστα όταν ελάμβανε το ύδωρ από την πηγήν, η οποία ήτο μακράν απ΄ εκεί δεκαπέντε στάδια (2775 μέτρα περίπου), και την ωνόμαζον Επτάστομον. Όθεν κρεμάσας άνωθεν ένα σχοινίον ανέβαινεν ευκολώτερα. Πλην άλλην παραμυθίαν δεν είχε προς τα αναγκαία του σώματος, μόνον τα χόρτα, τα οποία εγέννα η γη αυτομάτως εκεί πλησίον εις το σπήλαιον. Αλλ΄ ο Θεός, όστις τον προσέταξε να κατοικήση εκεί, αυτός του έστελλε και βοήθειαν κατά την θείαν Του υπόσχεσιν και εφώτισεν Ισμαηλίτας τινάς, οι οποίοι ευλαβηθέντες αυτόν του έφερον τυρούς, άρτους, φοίνικας και άλλα διάφορα βρώματα, όχι μόνον δις ή τρις, αλλά πολλάκις, ωσάν να του επλήρωναν φόρον. Έμεινε λοιπόν ο Άγιος εις το σπήλαιον εκείνο επί πέντε έτη με ησυχίαν πολλήν, μόνος μόνω τω Θεώ προσευχόμενος, έκτοτε δε διεσκεδάσθησαν αι κατ΄ αυτού κακουργίαι των δαιμόνων, οι οποίοι έφευγον μη δυνάμενοι να τον βλέπωσιν· όθεν έχων άδειαν από τους δαίμονας και γαλήνην από τους ανθρώπους, εδέχθη και άλλους πολλούς εις την συνοδείαν του εναρέτους και φύλακας ακριβείς των εντολών του Κυρίου, τους οποίους προσείλκυε προς εαυτόν με την καλήν του φήμην και υπερθαύμαστον αρετήν, ως ο μαγνήτης τον σίδηρον. Επειδή λοιπόν καθ΄ εκάστην επλήθυνον οι προσερχόμενοι, ήτο ανάγκη να οικοδομήση εκεί Λαύραν, να κτίση κελλία, να εργάζηται την γην και άλλας υπηρεσίας να εκτελή αναγκαίας δια το σώμα. Πρώτον μεν λοιπόν έκτισε πύργον προς το βόρειον μέρος του βουνού εις τας πηγάς του χειμάρρου· έπειτα ωκοδόμησεν Εκκλησίαν και έκαμε Λαύραν ευρύχωρον, αφού δε ενεκαινίασε τον Ναόν, όστις ιερωμένος ήθελεν υπάγει να προσκυνήση, τον υπεχρέωνε και ελειτούργει, διότι εκείνος ήτο πολύ μέτριος και ταπεινός εις το φρόνημα και ευλαβούμενος το μεγαλείον της ιερωσύνης δεν ήθελε να ιερωθή. Ήτο δε πολύ συνετός και δόκιμος εις την μοναδικήν διαγωγήν, και εστήριζε τους αδελφούς καθ΄ εκάστην ημέραν και ώραν, τους μεν παρακαλών, τους δε νουθετών, ετέρους επιτιμών και απλώς πάντας εδίδασκε και παρεκίνει να ίστανται γενναίοι και ανδρείοι εις τους πειρασμούς των δαιμόνων και να υπομένουν μεγαλοψύχως την κακοπάθειαν της ερήμου χωρίς καμμίαν λύπην, αλλά μάλιστα να χαίρωνται ευφραινόμενοι με την ελπίδα των μελλόντων αγαθών, τα οποία, δια τον ολίγον εκείνον κόπον, έμελλον να απολαύσουν εις τον Παράδεισον. Με τοιαύτα και έτερα πλείονα ο πάνσοφος Σάββας επροθυμοποίει τους μαθητάς, λύων παν πρόσκομμα και εμπόδιον και υψιπετείς αυτούς προς την αρετήν και ανωτέρους των παγίδων του πονηρού απεργαζόμενος. Εις όλα δε τα αναγκαία του σώματος τους επεμελείτο και τους εβοήθει κρυφίως, δια να μη δυσχεραίνωσιν από την στέρησιν αυτών και το βάρος του κόπου, και επιστρέφωσιν εις τα όπισθεν. Επειδή δε το ύδωρ ήτο μακράν του σπηλαίου, ως είπομεν άνωθεν, ελυπούντο εκ τούτου οι Μοναχοί, διότι είχον στενοχωρίαν και κόπον πολύν. Όθεν ο Όσιος νύκτα τινά εποίησε θερμώς προς Κύριον δέησιν, λέγων ταύτα· «Δέσποτα Θεέ παντοδύναμε, εάν είναι της Σης απορρήτου σοφίας οικονομία και ευδοκία της Χάριτός Σου να κατοικώσιν εις τον τόπον τούτον ενάρετοι δούλοι σου, να Σε υμνώσιν ακαταπαύστως, επίβλεψον ευμενώς εφ ημάς και πρόσταξον την γην σου να αναβλύση ύδωρ εδώ πλησίον εις αναψυχήν ημών και απόλαυσιν». Ούτως ηύξατο και παρευθύς ήκουσε κτύπον κάτωθεν του χειμάρρου και παρακύψας είδεν άγριον όνον (επειδή ήτο η νυξ πανσέληνος), όστις έσκαπτε την γην με τον πόδα του και αφού έκαμε μικρόν λάκκον, εξήλθεν ύδωρ και έπιεν. Ο δε Όσιος ταύτα ιδών εχάρη λίαν, γνωρίσας ότι ήτο θεία επισκοπή και κατελθών με σκαλίδιον έσκαψεν ολίγον εις αυτόν τον τόπον, εις τον οποίον ήτο ο όναγρος και παρευθύς, (ω των αφράστων χαρίτων σου, Δέσποτα!) εξήλθεν ύδωρ πολύ και γλυκύτατον, το οποίον έφερεν εις το μέσον της Λαύρας. Με το ύδωρ τούτο υπηρετούνται όλοι οι Πατέρες έως την σήμερον και ούτε τον χειμώνα πληθαίνει, ούτε το θέρος ολιγοστεύει ποσώς, αλλ΄ είναι πάντοτε δαψιλές προς αυτάρκειαν. Άλλοτε πάλιν ευρισκόμενος ο Όσιος εις άλλο μέρος του χειμάρρου και λέγων ψαλμούς του Δαβίδ βλέπει εις τον κρημνόν πύρινον στύλον, του οποίου η κορυφή έφθανεν έως τον ουρανόν. Ταύτα ιδών έλαβε μεγάλην χαράν ομού και φόβον, γνωρίζων ότι ήτο θαύμα τι απόρρητον. Αφού δε εξημέρωσεν, εφαίνετο ακόμη η όρασις του πυρίνου στύλου και πλησιάσας ο Όσιος είδε μέγα και θεσπέσιον σπήλαιον, ομοιάζον κυριολεκτικώς προς Εκκλησίαν, έχον εις το ανατολικόν μέρος κόγχην, ουχί εξ ανθρώπων κατεσκευασμένην, αλλά από την θείαν δεξιάν ωκοδομημένην. Από το νότιον μέρος υπήρχε πλατεία είσοδος, η οποία επέτρεπεν εις τον ήλιον να φωτίζη πλουσίως το εσωτερικόν του σπηλαίου και να φέρη έως τα βάθη αυτού αέρα εύκρατον και υγιέστατον· εις δε το βόρειον μέρος ήτο άλλο σπήλαιον έχον σχήμα διακονικού. Ευρών λοιπόν ο Σάββας εκείνο το θεόκτιστον οικοδόμημα, ανεπλήρωσε και αυτός με ανθρωπίνην τέχνην όσον από την φύσιν ελείπετο και έκαμε Ναόν ωραιότατον, επρόσταξε δε να συνάγωνται όλοι οι αδελφοί εις αυτόν καθ΄ εκάστην Κυριακήν να ψάλλουν κοινώς την ακολουθίαν των. Ιδών δε πέτραν τινά, η οποία ήτο άνωθεν του Ναού, έσκαψε εις ένα μέρος της αυτοκατασκευάστου εκείνης οροφής του διακονικού και έκτισεν εν μικρόν καλλίον απόκρυφον, δια να ησυχάζη όταν θέλη, από αυτό δε εισήρχετο εις τον Ναόν έσωθεν. Επειδή δε η φήμη τού Οσίου έτρεχεν εις όλον τον κόσμον, συνηθροίζοντο πολλοί ευλαβείς και έφερον προς αυτόν ελεημοσύνας, δια να εξοδεύη εις τας οικοδομάς και τας άλλας ανάγκας, τας οποίας είχε καθημερινώς, επειδή οι Μοναχοί επληθύνοντο. Όσα δε χρήματα εσύναζεν ο Όσιος δεν τα εφύλαττεν, αλλά τα εξώδευεν εις οικοδομάς των κελλίων και εις άλλας ανάγκας. Αλλ΄ επειδή πολλάκις εις τον καλόν σίτον φυτρώνουν τα ζιζάνια και εις την άμπελον η βάτος, και καθώς ο μαθητής έγινε προδότης, ο Κάϊν αδελφοκτόνος και πλείστα άλλα παρόμοια, τα οποία γεννώνται εκ του φθόνου, όπως εις πολλά βιβλία ιστορείται, τοιουτοτρόπως και εις την συνοδείαν του Οσίου Σάββα έτυχον και τινες ουχί μαθηταί, αλλά μάλλον στασιασταί και κακότροποι, οι οποίοι εμίσουν τον Όσιον και εζήτουν πρόφασιν, εάν δυνηθούν, να τον βλάψουν. Απήλθον λοιπόν εις τον τότε Πατριάρχην των Ιεροσολύμων και (επειδή δεν είχον να είπωσιν ότι έκαμε τι πταίσιμον) τον εσυκοφάντησαν, λέγοντες ότι δεν ήτο άξιος να ποιμάνη τόσους Μοναχούς, εζήτησαν δε να τους δώση άλλον Ηγούμενον, διότι, ωσάν να μη έφθανεν, ότι εκείνος δεν έγινεν Ιερεύς, αλλά και άλλους πολλούς ημπόδιζεν από την ιερουργίαν, ως αμαθής και άγροικος. Ο Πατριάρχης Σαλούστιος (486-494), όστις ήτο τότε, ηυλαβείτο πολύ τον Άγιον δια την αρετήν του και δεν επίστευσεν εις τα ψευδή και δολερά αυτών λόγια· πλην δια να τους ειρηνεύση ολίγον είπε προς αυτούς· «Μείνατε εδώ, έως ότου έλθη ο Σάββας και τότε θα εξετάσω ακριβώς την υπόθεσιν». Έμειναν λοιπόν αυτοί νομίζοντες, ότι θέλει τον στερήσει από την προστασίαν, χειροτονών άλλον Ηγούμενον. Όταν όμως ήλθεν ο Όσιος, δεν τον ηρώτησε καθόλου ο φρόνιμος δικαστής, αλλ΄ έμπροσθεν των κατηγόρων αυτού τον εχειροτόνησεν Ιερέα εν έτει (492). Έπειτα είπε προς αυτούς· «Ιδού τώρα έχετε Καθηγούμενον, τον οποίον εψήφισεν ο Κύριος και όχι άνθρωπος και τον εχειροτονήσαμεν, ουχί δι΄ ευεργεσίαν αυτού, αλλά δια σας». Αφού τους είπε ταύτα, απήλθε μετ΄ αυτών εις την Λαύραν και πρώτον μεν καθιέρωσε τον άγιον εκείνον Ναόν, έπειτα έκτισε και θυσιαστήριον άγιον, εις το οποίον αφήκε πολλά άγια λείψανα. Ήτο δε τότε ο μακάριος Σάββας ετών πεντήκοντα τριών, όταν έλαβε την ιερωσύνην εις τον καιρόν του βασιλέως Αναστασίου (491-518). Είχε δε ο Όσιος συνήθειαν να μιμήται εις όλας τας τάξεις τον μέγαν Ευθύμιον, καθώς είπομεν· και επειδή εκείνος είχε συνήθειαν να αναχωρή από την Λαύραν την δεκάτην τετάρτην (14ην) Ιανουαρίου έως την Ανάστασιν, εκράτησε και ο Σάββας αυτήν την τάξιν και ανεχώρει μετά τας εορτάς των Αγίων Αντωνίου και Ευθυμίου, διέτριβε δε εις την έρημον έως την Κυριακήν των Βαϊων. Διαβαίνων λοιπόν ποτέ την Νεκράν θάλασσαν, είδε εν νησίδιον έρημον και εστερημένον πάσης παραμυθίας και απολαύσεως· όθεν επεθύμησε να παραμείνη εις αυτό τας αγίας ημέρας των νηστειών. Πηγαίνων όμως εκεί, έπεσεν από βασκανίαν του δαίμονος εις βόθρον τινά, εκ του οποίου ανεδίδετο αιθάλη (καπνιά) ως από καμίνου πυρός, έκαυσε δε τον πώγωνα, την όψιν και έτερα μέρη του σώματος αυτού τοιουτοτρόπως, ώστε έκειτο ύστερον εις την Λαύραν ημέρας πολλάς και μόνον από την φωνήν εγνωρίζετο, όλη δε η μορφή του ηλλοιώθη· αλλά και να ομιλήση δεν ηδύνατο, έως ου θεία τις θεωρία και δύναμις άνωθεν επισκεψαμένη αυτόν τον εθεράπευσε τελείως και υγιή αποκατέστησε. Μετά καιρόν απήλθε πάλιν ο Όσιος εις την ησυχίαν, λαβών εις την συνοδείαν του ένα μαθητήν του ονόματι Αγάπιον. Εν μια δε των ημερών έκειτο ο Αγάπιος ύπτιος, από δε την πείναν και τον κόπον ταλαιπωρούμενος απεκοιμήθη· ο Σάββας όμως ήτο έξυπνος και προσηύχετο. Τότε βλέπει λέοντα ιστάμενον άνωθεν του μαθητού του, όστις τον περιετριγύριζεν οσφραινόμενος· όθεν ο Όσιος εφοβήθη μήπως τον φάγη το θηρίον και ευθύς εποίησε δι΄ αυτόν προς Κύριον δέησιν. Τότε ο λέων διωκόμενος από την δύναμιν της ιεράς προσευχής έφυγε, χωρίς να βλάψη καθόλου τον Αγάπιον, μόνον δε με την ουράν του τον εκτύπησεν εις το πρόσωπον και εξύπνησεν· ιδών δε ούτος τον λέοντα, έδραμε προς τον Όσιον έντρομος, ο οποίος πρώτον μεν του έδωσε θάρρος, έπειτα δε τον ενουθέτησε να προσέχη και να μη νικάται πλέον από τον ύπνον, δια να μη αλωθή, ούτε να βλαφθή ποσώς από θηρία ορατά και αόρατα. Άλλοτε πάλιν πηγαίνων ο Όσιος με τον Αγάπιον εις την έρημον του έδωσε να βαστάζη την μηλωτήν (τον σάκκον) με άρτους ξηρούς, τόσους, όσους έφθαναν δια τον μαθητήν κατά τον καιρόν, κατά τον οποίον θα διέτριβον εις την έρημον, διότι ο Σάββας δεν έτρωγε τίποτε όλην την Μεγάλην Τεσσαρακοστήν, πλήν Σαββάτου και Κυριακής, ότε εκοινώνει τα θεία Μυστήρια. Προχωρούντες λοιπόν προς τον Ιορδάνην, διήλθον από κρημνώδη τινα τόπον, εις την άκραν του οποίου βλέπουν εν σπήλαιον εις υψηλόν μέρος πολύ δυσανάβατον. Μετεχειρίσθησαν λοιπόν πάντα τρόπον και ανέβησαν με κόπον και βάσανον πολύν ή μάλλον ειπείν με την βοήθειαν του Κυρίου, όστις εφώτισε τον Σάββαν και τον ωδήγησε δια να εύρη τον κεκρυμμένον θησαυρόν να ωφεληθώσιν. Εισελθόντες λοιπόν εις το σπήλαιον, είδον Ασκητήν τινα αγιώτατον, όστις ουδέν αγγείον είχεν, ούτε σκεύος ποσώς, αλλά διήρχετο αμερίμνως και χωρίς φροντίδων τον βίον ο τρισμακάριος, είχε δε ούτος και χάρισμα προορατικόν. Αφού λοιπόν εποίησεν ευχήν κατά το σύνηθες, είπεν ο Αναχωρητής προς τον Όσιον· «Πόθεν εκινήθης, θαυμάσιε Σάββα, και τις σου ηρμήνευσε τον τόπον, να έλθης έως ημάς; Εις τούτο θαυμάζω πολύ και εξίσταμαι, διότι είναι τεσσαράκοντα παρά δύο έτη, κατά τα οποία κάθημαι με την βοήθειαν του Κυρίου εις τούτο το σπήλαιον και ούτε κανένα είδον ποτέ μου ούτε άνθρωπος μου ωμίλησεν ουδόλως». Ο δε απεκρίνατο· «Ο Θεός, όστις σου εφανέρωσε το όνομά μου, αυτός και εμέ εφώτισε και ωδήγησε να σε απολαύσω». Αφού λοιπόν ηυφράνθησαν ψυχικώς και συνωμίλησαν επί ώραν ικανήν, λαβόντες την ευλογίαν αυτού ανεχώρησαν και διατρίψαντες καιρόν τινα εις την έρημον, εκίνησαν πάλιν να έλθουν εις το Μοναστήριον. Διαβαίνοντες δε από τον τόπον εκείνον, ανέβησαν εις το σπήλαιον και ιδόντες τον Αναχωρητήν γονατιστόν κατ΄ Ανατολάς, ενόμισαν, ότι ήτο ζωντανός και προσηύχετο. Έμειναν λοιπόν καρτερούντες ώραν πολλήν· αλλ΄ αφού ενύκτωσε και αυτός δεν ηγέρθη από την γην, επλησίασεν ο Σάββας και λέγει προς αυτόν· «Πάτερ ευλόγησον». Εκείνος όμως δεν απεκρίθη· όθεν εγγίσας αυτόν, εγνώρισεν ότι απήλθεν η μακαρία ψυχή του προς Κύριον και είπε προς τον Αγάπιον· «Ας τον ενταφιάσωμεν, τέκνον, επειδή δια τούτο ο Θεός μάς απέστειλε». Σεμνώς λοιπόν και ευλαβώς περιστείλαντες το ιερόν αυτού λείψανον, έθεσαν αυτό εις εν μέρος του σπηλαίου, ψάλλοντες τα αρμόδια της ταφής τροπάρια, έπειτα φράξαντες την είσοδον με λίθους μεγάλους επέστρεψαν εις την Λαύραν την ημέραν του Λαζάρου και εώρτασαν την αγίαν του Σωτήρος Ανάστασιν. Τον καιρόν εκείνον απέθανεν ο πατήρ του Αγίου εις την Αλεξάνδρειαν, η δε μήτηρ αυτού, ακούουσα την αγαθήν φήμην του Σάββα, επώλησεν όλα τα υπάρχοντα αυτής και λαβούσα τα αργύρια, απήλθεν εις την Λαύραν και ιδούσα αυτόν εις τοσαύτην προκοπήν ενάρετον, εχάρη χαράν μεγάλην. Ο δε Σάββας την ενουθέτησε ν΄ απαρνηθή τον κόσμον και πάντα τα πρόσκαιρα αγαθά, εάν επόθει να απολαύση τα αεί διαμένοντα. Πείθεται λοιπόν η καλόγνωμος μήτηρ του φρονίμου παιδός και γενομένη Μοναχή, έμεινε μετ΄ αυτού, εις ολίγον δε καιρόν ανεπαύθη και παρέδωσε την ψυχήν της εις τας χείρας του Θεού ζήσασα πολιτείαν θεάρεστον. Ο δε Όσιος, ενταφιάσας αυτήν, εδαπάνησεν όλα αυτής τα χρήματα εις διαφόρους κατασκευάς της Λαύρας, ξενώνας, κήπους, περιτοιχίσεις και έτερα χρειαζόμενα. Έστειλε δε ποτε ο Όσιος αδελφόν τινα με υποζύγια να φέρη ξύλα από την Ιεριχώ δια την οικοδομήν ενός πανδοχείου. Ο δε, απελθών, εφόρτωσε τα ζώα και καθώς ήρχετο προς την Λαύραν εδίψησε, διότι έκαιε πολύ ο ήλιος· όθεν μη δυνάμενος πλέον να περιπατή την ξηράν εκείνην και άνυδρον γην, έπεσε και εκείτετο ως νεκρός. Τότε ενεθυμήθη τον διδάσκαλόν του, ότι έχει παρρησίαν προς Κύριον, και είπε ταύτα· «Δέσποτα Θεέ, βοήθησόν μοι δια πρεσβειών Σάββα του σου θεράποντος». Και παρευθύς, ως είπε τον λόγον, αυτός ο Θεός, ο οδηγήσας εν στήλη νεφέλης τον Ισραήλ, προσέταξε και τότε νεφέλην πλήρη ύδατος, η οποία ελθούσα επάνω του Μοναχού, τον εσκέπαζε και τον εδρόσιζε, ακόμη δε (ω του θαύματος!) και επότιζε και ενεδυνάμωνεν αυτόν. Ηκολούθει δε η νεφέλη, σκέπουσα αυτόν, έως ου έφθασεν υγιής εις το Μοναστήριον. Ήτο δε μακράν από την Λαύραν είκοσι στάδια εν όρος, του Καστελλίου καλούμενον, εις το οποίον δεν ετόλμα να υπάγη κανείς δια το τραχύ και άγριον του τόπου και διότι κατώκουν εκεί δαίμονες αναρίθμητοι. Ο δε Όσιος απήλθεν έχων την ελπίδα του εις τον Κύριον και ράνας όλον τον τόπον με έλαιον του Τιμίου Σταυρού, παρέμεινεν εκεί όλην την αγίαν Τεσσαρακοστήν. Και εις μεν την αρχήν είχε τόσους πολέμους από τους δαίμονας, ώστε εμελέτησε ν΄ αναχωρήση, μη δυνάμενος να υπομείνη τας φοβεράς ταραχάς, τας οποίας εποίουν. Αλλ΄ ο πανάγαθος Κύριος, ο πάλαι των Αββάν Αντώνιον δυναμώσας, αυτός και τον Σάββαν ενεθάρρυνε παραστάς προς αυτόν και του είπε να κάμη υπομονήν έως τέλους. Και πράγματι ούτως έπραξε και τόσον τον εβοήθησεν ο Κύριος και τόσον φοβερόν εις τους δαίμονας τον κατέστησεν, ώστε τον έβλεπον και έφευγον· όθεν ο δίκαιος έχαιρε και έμεινεν εκεί προσευχόμενος έως το τέλος των νηστειών. Τότε πάλιν οι δαίμονες συνήχθησαν, δια να δοκιμάσουν τον ύστερον πόλεμον, εάν δυνηθούν να τον εκφοβίσουν· και μετασχηματισθέντες εις ερπετά και θηρία και κόρακας επροξένουν πολλήν ταραχήν, κτύπους, φωνάς και άμετρον σύγχυσιν. Ο δε Όσιος, μηδέν φοβηθείς, γενναίως προσηύχετο· όθεν αυτοί, μη δυνάμενοι να τον βλέπουν, ωμολόγησαν και εκουσίως την ήτταν των και έλεγον ταύτα με ανθρωπίνην φωνήν, ολολύζοντες· «Δεν σε φθάνει, Σάββα, το σπήλαιον, η πέτρα, ο χείμαρρος και όση άλλη γη της ερήμου κατώκησας, αλλ΄ ήλθες και εδώ εις τα όριά μας και φιλονεικείς να μας εκβάλης από τον οίκόν μας; ιδού, αναχωρούμεν και σε αφήνομεν κύριον, εφόσον βλέπομεν ότι έχεις τον Θεόν σύμμαχον». Αυτά και άλλα περισσότερα λέγοντες, ως να έκλαιον την συμφοράν των και ποιούντες κτύπους και θόρυβον, έφυγον το μεσόνυκτον, φαινόμενοι ωσάν κόρακες, καθώς τους είδον μερικοί ποιμένες, οι οποίοι εφύλαττον πρόβατα εις εκείνα τα όρια και το εμαρτύρησαν. Δια τούτο και συνήχθησαν το πρωϊ έντρομοι εις τον Όσιον και του ανήγγειλαν όσα είδον και ήκουσαν. Ο δε Όσιος, ιδών αυτούς τεταραγμένους και καταφόβους, εποίησεν ευχήν προς Κύριον δι΄ αυτούς και διδάξας και θαρρύνας αυτούς και ευλογήσας, απέλυσεν εν ειρήνη. Αφού λοιπόν παρήλθεν η νηστεία, επέστρεψεν ο Άγιος εις την Λαύραν, και αφού ετέλεσε λαμπρώς την εορτήν της Αγίας Αναστάσεως, έλαβεν αδελφούς τινας μεθ΄ εαυτού και απήλθεν εις το Καστέλλιον, το οποίον και εκαθάρισεν επιμελώς δια να κτίση κελλία και ξενώνας. Ευρών δε αρχαίον τι κτήριον αρκετά μεγάλον, λαμπρόν πολύ και ωραιότατον, εστολισμένον και υψηλόν με λίθους καλλίστους, εχάρη, συλλογιζόμενος ότι ήτο Θεού θέλημα να γίνη και εκεί Μοναστήριον. Ήρχισε λοιπόν ευθύς να κτίζη· και πρώτον μεν έκαμε το ευρύχωρον εκείνο κτήριον Ναόν Άγιον και το αφιέρωσεν εις τον Κύριον· έπειτα έκαμε και άλλα όσα ηδύνατο, αναλόγως των χρημάτων, τα οποία είχε· μη έχων δε πλέον άλλα χρήματα, έπαυσε την εργασίαν ολίγον καιρόν. Αλλ΄ ο ελεήμων Θεός, ο προστάξας ημάς να μη μεριμνώμεν τι να φάγωμεν και τι να πίωμεν, διότι αυτός φροντίζει και έχει την μέριμναν και την κηδεμονίαν μας με περισσοτέραν αγάπην και από αυτόν τον πατέρα και την μητέρα μας, εφρόντισε και δια τον δούλον του Σάββαν, επειδή θέλημα και οικονομία Αυτού ήτο να γίνη και ο τόπος εκείνος εναρέτων ανδρών οικητήριον. Ήτο τότε αρχηγός εις τα Κοινόβια της Βηθλεέμ εις πνευματικός αγιώτατος, Μαρκιανός ονόματι, όστις είχε την φροντίδα και έστελλεν όλα τα χρειαζόμενα εις τους Μοναχούς. Ούτος λοιπόν είδε κατ΄ όναρ ωραίον τινά εις την όψιν και έκλαμπρον, λέγοντα προς αυτόν τοιαύτα· «Μαρκιανέ, συ κάθεσαι αναπαυόμενος και άλυπος, διότι δεν χρειάζεσαι τίποτε από τα αναγκαία του σώματος, αλλ΄ ο δούλος του Θεού Σάββας, όστις έχει τόσην αγάπην προς τον Δεσπότην, βασανίζεται με τους αδελφούς του εις το Καστέλλιον και ουδέ καν ζωοτροφίαν έχουσιν, ούτε είναι κανείς να τους βοηθήση. Λοιπόν μη αμελήσης ουδόλως, αλλά στείλε εις αυτούς όσα χρειάζονται». Ταύτα ιδών ο καλός Μαρκιανός, έστειλεν ευθύς εις το Καστέλλιον όλα τα υποζύγιά του φορτωμένα σίτον, οίνον και άλλα διάφορα βρώματα. Ο δε Σάββας, ταύτα δεξάμενος και μαθών τα της οπτασίας, εβεβαιώθη καλλίτερα, ότι Θεού θέλημα ήτο να γίνη και εκεί Μοναστήριον και ευχαριστήσας τον Κύριον, έσπευσε θερμότερον, έως ου ετελείωσε και το Κοινόβιον του Καστελλίου, εγκατέστησε δε και εις αυτό Μοναχούς, όσους του εφάνη αρμόδιον. Είχε δε ο Όσιος πολλήν φροντίδα εις αυτό το Καστέλλιον, να κατοικώσι γέροντες Μοναχοί, έχοντες πείραν και πράξιν εις την μοναδικήν πολιτείαν, τους δε κοσμικούς και νεωτέρους έβαλλεν εις άλλο Μοναστήριον, το οποίον έκτισεν εις το βόρειον μέρος της Λαύρας και έμενον εκεί έως να μάθουν το Ψαλτήριον και πάσαν άλλην πράξιν αναγκαίαν εις τους Μοναχούς. Έβαλε δε εις αυτούς και Προεστώτα απαθή και ενάρετον να τους γυμνάζη να γίνωνται άξιοι του σχήματος, διότι ο Μοναχός, έλεγε, πρέπει να είναι σπουδαίος, διακριτικός, νηφάλιος, σώφρων και κόσμιος και απλώς να μη χρειάζεται διδασκαλίαν, αλλά να είναι άξιος να χαλιναγωγή τα μέλη του και να φυλάττη τον νουν ασφαλώς. Όταν δε ήθελεν ίδει τινά, ότι έμαθεν ακριβώς την μοναχικήν διαγωγήν και ήτο άξιος να μάχεται με τους εναντίους λογισμούς, τότε τον εισήγαγεν εις την Λαύραν και τον συνηρίθμει μετά της αδελφότητος. Αγένειον δε ουδέποτε δι΄ ουδεμίαν αιτίαν συνεχώρησε να εισέλθη εις την Λαύραν, δια το σκάνδαλον. Έλεγε δε ταύτα· «Αύτη η τάξις είναι πατροπαράδοτος και όστις παραβή ταύτην αμαρτάνει βαρέως εις τον Θεόν, καθώς έχω παραγγελίαν από τον μέγαν Ευθύμιον, όστις δεν με εδέχθη εις το Μοναστήριον, διότι ήμην χωρίς γένειον, αλλά με απέστειλεν εις τον μακάριον Θεόκτιστον, διότι μεγάλην ζημίαν έχει εις την ψυχήν ο Μοναχός, όστις συναυλίζεται με παιδία αγένεια». Όσοι δε εκ των προσερχομένων ήσαν ακόμη αγένειοι, τους έστελλε προς τον Όσιον Θεοδόσιον, όστις είχε φροντιστήριον, τριάκοντα πέντε στάδια (6.475 μέτρα περίπου) μακρύτερα της Λαύρας. Υπεδέχετο δε τούτους ο Θεοδόσιος και έσπευδε με κάθε τρόπον να ικανοποιήση την επιθυμίαν του Σάββα, διότι είχον ο εις προς τον άλλον αγάπην και όσα ο Σάββας επεθύμει, ετέλει ο Θεοδόσιος, επειδή αμφότεροι είχον μίαν γνώμην και βούλησιν ένθεον. Ούτοι οι δύο ήσαν και Προεστώτες όλων των Μοναχών, ο μεν Σάββας των Αναχωρητών και των Ησυχαστών, ο δε Θεοδόσιος των Κοινοβιατών. Ταύτην δε την προστασίαν δεν εζήτησαν αυτοί, αλλ΄ ο Πατριάρχης Σαλούστιος τους την ανέθεσεν, ως εναρέτους και αξίους να κυβερνήσουν ψυχάς ανθρώπων. Μετά τον θάνατον του Σαλουστίου έγινε Πατριάρχης ο Ηλίας Α΄ (494- 516), όστις επόθει να συναθροίση ομού πολλούς σπουδαίους Μοναχούς, κατοικούντας εις κελλία περί τον πύργον του Δαβίδ. Λοιπόν οικοδομήσας Μοναστήριον πλησίον της Επισκοπής, υπεδέχετο τους Μοναχούς και έδιδεν εις αυτούς όλα τα χρειαζόμενα, τροφάς και ενδύματα. Όθεν πολλοί εις ολίγον καιρόν συνήχθησαν, των οποίων τα κελλία, εις τα οποία κατώκουν το πρότερον, ηγόρασεν ο μακάριος Σάββας, δια να τα κάμη πανδοχεία και να υποδέχηται εις αυτά τους ξένους. Επήρε λοιπόν εν μέρος εξ αυτών, όσα τον έφθανον τα αργύρια, τα οποία είχε. Θέλων δε να αγοράση και μερικά άλλα, τα οποία ήσαν πολύ χρήσιμα και αναγκαία εις την Λαύραν, δεν είχε να τα πληρώση, διότι δεν του ευρίσκοντο άλλα χρήματα, ειμή μόνον ήμισυ φλωρίον· πλην έχων τας ελπίδας του όλας προς τον Κύριον, έδωκεν εκείνα τα ολίγα χρήματα δι΄ αρραβώνα των εχόντων τα κελλία, συμφωνήσας μετ΄ αυτών, ότι εάν κατά την επομένην δεν δώση εις αυτούς ολόκληρον την αξίαν των να χάνη και τον αρραβώνα. Ταύτα συμφωνήσας, απέβλεπε μόνον προς την ακένωτον δεξιάν του παντοδυνάμου Δεσπότου, εις τον οποίον εστήριζε τας ελπίδας του, να του δώση βοήθειαν· όθεν και της ελπίδος του ταύτης δεν απέτυχε. Το πρωϊ, ως εξημέρωσεν, ήλθε προς αυτόν εις ξένος άνθρωπος άγνωστος, τον οποίον δεν είχεν ίδει ποτέ και έδωσεν εις αυτόν φλωρία χρυσά εκατόν εβδομήκοντα, χωρίς δε να μείνη ή να του είπη κανένα λόγον ή όνομα, ανεχώρησεν. Ο δε Σάββας εγνώρισε πόθεν ήλθε προς αυτόν τόση βοήθεια και ηυχαρίστησε τον Κύριον· όθεν και την τιμήν των καλλίων επλήρωσε και έτερον οίκον μέγαν έκτισε και άλλους δύο εις το Καστέλλιον και ένα εις την Αγίαν Πόλιν πλησίον εις τον Πύργον του Δαβίδ και έτερον εις την Ιεριχώ, δια να υποδέχωνται τους ξένους, οίτινες ήρχοντο εις προσκύνησιν. Έχοντος λοιπόν του Αγίου τοσούτον ζήλον, του έστειλεν ο Θεός και δύο κτίστας πεπαιδευμένους, αδελφούς κατά σάρκα, το γένος Ισαύρους, την κλήσιν Θεόδουλον και Γελάσιον· όθεν έχων τοιούτους τεχνίτας υπηκόους ωκοδόμησεν όσας ελλείψεις είχεν η Λαύρα έτι δε και έτερα Μοναστήρια, δεξαμενάς υδάτων, πηγάς, φούρνους, ζυμωτήρια, νοσοκομεία και άλλα διάφορα. Έκτισε δε και Ναόν μέγιστον και υπέρκαλον, διότι δεν εχώρουν εις τον πρώτον οι αδελφοί και εγκαινιάσας αυτόν ο Πατριάρχης Ηλίας, τον αφιέρωσεν εις το όνομα της υπερενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου Μαρίας. Βλέποντες οι κακότροποι εκείνοι και συκοφάνται μαθηταί αυτού, περί των οποίων προείπομεν, ότι οι αδελφοί επληθύνοντο και πάντα τα της Λαύρας ήνθουν και προέκοπτον εις το καλύτερον, εφθόνουν, και ως κακόγνωμοι επεβουλεύοντο τον Άγιον και καθ΄ εκάστην έπλεκον δόλους, μηχανώμενοι πάντα τρόπον δια να τον βλάψουν οι άφρονες. Ο δε Όσιος, ως μαθητής γνήσιος της ειρήνης, δίδων τόπον εις την οργήν, ανεχώρησεν από την Λαύραν, δια να μη τον βλέπουν, προτιμών να πολεμή με τους δαίμονας μάλλον ή με τους ανθρώπους. Τούτο δε έκαμε δια δύο τινά, ένα μεν δια να μαράνη τον φθόνον με την αποδημίαν αυτού και δεύτερον δια να νικήση την κακίαν με την πολλήν ανεξικακίαν και επιείκειαν. Απήλθε λοιπόν εις τα μέρη της Σκυθοπόλεως, εις τόπον έρημον, εις ποταμόν καλούμενον των Γαδάρων· εις αυτόν εύρεν ευρύχωρον σπήλαιον, εις το οποίον κατώκει λέων μέγας και φοβερώτατος. Αφού εποίησεν ευχήν ο Άγιος ώραν ικανήν, απεκοιμήθη εκεί εις το σπήλαιον και την ώραν του μεσονύκτου ήλθεν εκείνο το δεινόν θηρίον και ευρόν αυτόν κοιμώμενον, εδάγκασε την άκραν του ιματίου ταπεινά και τον έσυρε με πολλήν ημερότητα, δια να τον φέρη έξω του σπηλαίου. Ο Όσιος, έξυπνος γενόμενος και ιδών τοιαύτην θέαν φοβερωτάτην, δεν εδειλίασεν, αλλ΄ ήρχισε να αναγινώσκη την ακολουθίαν του Όρθρου· ο δε λέων, ιδών αυτόν, ότι προσεκύνει και ηύχετο, αφήκεν αυτόν και παραμερίσας (ω του θαύματος!) ανέμενεν, έως να είπη την Ακολουθίαν ο Άγιος, ο οποίος, αφού ετελείωσεν, έπεσε πάλιν να κοιμηθή ολίγον εις τον τόπον εις τον οποίον είχεν ο λέων την στρώσιν του. Τότε εκείνος, ως είδεν ότι έπεσε πάλιν ο Όσιος, ήρπασεν αυτόν με τους οδόντας του από το ιμάτιον και τον έσυρε δυνατά να τον εκβάλη από τον οίκον του· ο δε Σάββας είπε προς αυτόν· «Τι κοπιάς, θηρίον, να με διώξης; Το σπήλαιον είναι μεγάλον και φθάνει και δια τους δύο μας· αν λοιπόν θέλης να κατοικώμεν ομού, ησύχασον· εάν πάλιν δεν σου αρέση, ύπαγε να εύρης άλλο κατοικητήριον και άφες τούτο εις εμέ, διότι εγώ επλάσθην εκ χειρός Κυρίου και ετιμήθην κατ΄ εικόνα αυτού και ομοίωσιν». Ταύτα είπεν ο Σάββας με ταπεινήν λαλιάν και υπακούσαν το θηρίον (ω των μεγίστων τεραστίων σου, παντοδύναμε Κύριε!) ανεχώρησεν εκείθεν και αφήκε τον Άγιον ανενόχλητον. Αφού δε κατώκησεν εκεί ο Όσιος ημέρας πολλάς, ηκούσθη η φήμη αυτού εις όλα εκείνα τα περίχωρα· όθεν συνήχθησαν και εκεί πολλοί και μάλιστα νέος τις επιφανής, υιός πλουσίων γονέων, Βασίλειος το όνομα, όστις έμεινεν εις την υπακοήν του Σάββα και ηγωνίζετο. Λησταί δε τινες, νομίζοντες ότι είχε χρήματα πολλά ο Βασίλειος, επήγαν την νύκτα να του τα κλέψωσι και μηδέν ευρόντες, εθαύμασαν την ακτημοσύνην αυτών και την ανείκαστον πενίαν και ευλαβούμενοι ανεχώρησαν. Οδεύσαντες δε ολίγον διάστημα πέραν του σπηλαίου τους συνήντησαν λέοντες φοβεροί και εξαίσιοι εις το μέγεθος, φοβηθέντες λοιπόν και μη έχοντες άλλην βοήθειαν, είπον ταύτα· «Σας ορκίζομεν δια των ευχών του Μοναχού Σάββα, να μη μας βλάψητε». Οι δε λέοντες, ακούσαντες αυτό το σεβάσμιον όνομα, ως να ήθελον λάβει βαρείαν πληγήν, ευθύς έφυγον. Θαυμάσαντες οι λησταί το παράδοξον επέστρεψαν εις το σπήλαιον, και ανήγγειλαν εις τον Άγιον το γενόμενον τεράστιον και υπεσχέθησαν να μη αδικήσουν πλέον ουδένα, αλλά με τον κόπον των να ζωοτροφώνται και ούτως εποίησαν. Αύτη η φήμη, ότι και τα ανήμερα θηρία ηυλαβούντο τον Σάββαν, επλήρωσε τα περίχωρα, και τον εσέβοντο· όθεν πολλοί ήρχοντο μετ΄ ευλαβείας να τον βλέπωσιν. Ο δε Όσιος, φεύγων πάλιν τον έπαινον, αφήκε Προεστώτα εις τους εκεί Μοναχούς ενάρετόν τινα, ονόματι Ταράσιον, και ανεχώρησε. Νομίζων δε ο Όσιος ότι εκ της πολυκαιρίας θα έπαυσεν ο φθόνος των κακίστων εκείνων Μοναχών, επέστρεψε πάλιν εις την Λαύραν, αλλ΄ εύρεν ηυξημένον μάλλον το πάθος και δριμύτερον τον φθόνον, διότι εις την κατά του Οσίου καταδρομήν ενέμενον όχι μόνον οι πρώτοι, περί των οποίων είπομεν ανωτέρω, αλλά και έτεροι πολλοί, τους οποίους παρέσυρον εις την πονηράν των γνώμην οι πρώτοι, ήσαν δε τώρα όλοι τον αριθμόν εξήκοντα, οίτινες εκίνουν δολίως τα χείλη, κανά και μάταια μελετώντες κατά του Αγίου και έπραττον καθ΄ εκάστην σκάνδαλα εις όλην την Λαύραν και πολλήν σύγχυσιν. Ο δε Σάββας, βλέπων την απώλειαν αυτών, ελυπείτο και τα σπλάγχνα δεινώς εκόπτετο και ηγωνίζετο, όσον ηδύνατο, να νικήση τον μεν φθόνον των με την αγάπην και την μακροθυμίαν, την δε κακίαν των με την χρηστότητα και την καλωσύνην, αλλά δεν ηδυνήθη να τους φέρη εις μεταμέλειαν, επειδή, καθώς λέγει και η παροιμία, ο κάβουρας δεν περιπατεί ποτέ ορθά, ούτε ο Άραψ λευκαίνεται. Όθεν ο Όσιος ανεχώρησε πάλιν από την ποίμνην του και απελθών εις τα όρια της Νικοπόλεως κατώκησε κάτωθεν μιας κερατίδος (χαρουπιάς) σκεπόμενος υπό των κλάδων αυτής και τρεφόμενος από τα κεράτια. Αλλ΄ ο Πανάγαθος Θεός, δια τον οποίον έπασχε ταύτα, τον εφρόντιζε και εκεί και τον κατέστησε περιβόητον και σεβάσμιον εις όλους, διότι ο κύριος τού αγρού εκείνου, μαθών την αρετήν του ανδρός, επήγε και του έκτισε κελλίον και παν ό,τι εχρειάζετο του εκόμιζεν. Οι δε επίβουλοι εκείνοι στασιασταί, ευρόντες αφορμήν συκοφαντίας την μακράν αποδημίαν του διδασκάλου των, διέδωσαν φήμην ψευδή, η οποία ηκούσθη εις όλα τα Μοναστήρια, ότι ο Σάββας έγινε θηριάλωτος, ότι δηλαδή τον έφαγαν τα θηρία· έπειτα απήλθον εις την Αγίαν Πόλιν και είπον εις τον Πατριάρχην ταύτα· «Δέσποτα Άγιε, ο διδάσκαλος ημών πηγαίνων εις την έρημον της Νεκράς θαλάσσης εφαγώθη από ένα λέοντα και σε παρακαλούμεν, αν θέλης, να μας δώσης άλλον Ηγούμενον». Ο δε Πατριάρχης απεκρίθη· «Δεν θέλω πιστεύσει ποτέ ότι αφήκεν ο Θεός τοιούτον φίλον του και αγιώτατον άνθρωπον να τον φάγωσι τα θηρία. Υπάγετε λοιπόν να τον αναζητήσητε επιμελώς, και να τον εύρητε, ή υπομείνατε έως ου τον φανερώση ο Κύριος». Επέστρεψαν λοιπόν οι δόλιοι άπρακτοι. Μετά τινας δε ημέρας, ότε ήτο η εορτή των Εγκαινίων (13 Σεπτεμβρίου), ήλθεν ο Σάββας μετά τινων αδελφών εις την Αγίαν Πόλιν κατά το σύνηθες· ιδών δε αυτόν ανελπίστως ο Πατριάρχης εχάρη λίαν και τον παρεκάλει να μη αφήση πλέον την ποίμνην του έρημον, αλλά να έχη την φροντίδα αυτής, να την κυβερνά όσον δύναται. Ο δε Όσιος προφασιζόμενος έλεγεν ότι δεν ήτο άξιος να ποιμάνη τόσα λογικά πρόβατα. Τότε ο Πατριάρχης είπε προς αυτόν· «Εάν παρακούσης την εντολήν μου αυτήν δεν θέλεις πλέον ίδει το πρόσωπόν μου, επειδή δεν υποφέρω να βλέπω άλλους να τρυγούν τους πόνους σου». Τότε ο μακάριος Σάββας εξ ανάγκης, δια να μη γίνη παρήκοος εφανέρωσε εις τον Πατριάρχην τους λόγους, οι οποίοι τον εξηνάγκασαν να φεύγη. Ο δε Πατριάρχης έγραψεν αμέσως εις τους Μοναχούς άπαντας τα εξής: «Αδελφοί και τέκνα εν Χριστώ, μάθετε ότι ο πατήρ και διδάσκαλός σας δεν έγινε θηριάλωτος, καθώς είπατε, αλλ΄ ιδού έρχεται και πάλιν εις την ποίμνην του, επειδή τον παρεκάλεσα, διότι είναι άδικον να υστερηθή την Λαύραν, την οποίαν μετά τόσων κόπων και πόνων έκτισεν. Υποδεχθήτε λοιπόν αυτόν μετά της προσηκούσης τιμής· εάν δε και τινες εξ υμών φανώσιν απειθείς, ως αυθάδεις και υπερήφανοι, μη θέλοντες να υποτάσσωνται εις τον κανονικόν των ποιμένα, προστάσσω να τους διώξητε παρευθύς δια να μη προξενώσι σκάνδαλα». Λαβών λοιπόν ο Σάββας την επιστολήν απήλθεν εις την Λαύραν, όπου και ανέγνωσαν αυτήν εις επήκοον πάντων. Οι δε στασιασταί εκείνοι, ταύτα ακούσαντες, ήρπασαν ευθύς δικέλλας και λαξευτήρια και εκρήμνισαν από θεμελίων μετά θυμού και οργής τον πύργον, τον οποίον είχον εκτισμένον, αρπάσαντες δε ως άγριοι δαίμονες τους λίθους και τα ξύλα, τα έρριπτον εις τον χείμαρρον. Αφού λοιπόν οι αποστάται εκείνοι Μοναχοί ταύτα έπραξαν, αρπάσαντες τα ράσα των Μοναχών και ό,τι άλλο ηδυνήθησαν, έφυγον εκείθεν και απήλθον εις την Μονήν του Σουκά, αλλά δεν τους εδέχθη ο Ηγούμενος αυτής Ακυλίνος, όστις ήτο ενάρετος άνθρωπος και εγνώριζε την κακήν των γνώμην, εκείνοι δε απήλθον εις τινα χείμαρρον, Θεκώον καλούμενον, εις τον οποίον ήσαν παλαιά τινα κελλία, τα οποία διώρθωσαν, κτίζοντες και έτερα εκ θεμελίων και κατώκησαν εκεί επονομάσαντες αυτά Νέαν Λαύραν. Και αυτά μεν έκαμαν εκείνοι· οι δε επίλοιποι αδελφοί, αφού ανεσπάσθησαν τα ζιζάνια, έμειναν ως ο αφιερωμένος εις τον Θεόν σίτος, εύχρηστος και καθαρώτατος. Ο δε ανεξίκακος Σάββας, μαθών που κατώκησαν οι αποστατήσαντες, εφόρτωσε τα υποζύγια της Λαύρας και του Καστελλίου τρόφιμα και ό,τι άλλο εχρειάζετο και επήγε να τους φιλοδωρήση. Εκείνοι δε ιδόντες αυτόν μακρόθεν εγόγγυζον προς αλλήλους, λέγοντες· «Βλέπετε, ότι ούτε εδώ δεν μας αφήνει ειρηνικούς αυτός ο κίβδηλος, αλλ΄ έρχεται πάλιν να μας σκανδαλίση»; Ο δε Όσιος πλησιάσας τους εχαιρέτησε μετά πολλής ταπεινώσεως, και τους έδωκε την δωρεάν. Ιδών δε ότι είχον μεγάλην ανάγκην από Ναόν και Προεστώτα, όστις να τους καθοδηγή, διότι έκαμνον πολλάς αταξίας και είχον μεγάλην σύγχυσιν μεταξύ των, ανέφερε πάντα ταύτα εις τον Πατριάρχην και τον παρεκάλεσε να τους βοηθήση και εκείνος, δίδων εις αυτούς Ηγούμενον. Ο δε Πατριάρχης έδωκεν εις τον Άγιον φλωρία εβδομήκοντα και εξουσίαν να τους κυβερνήση, ως βούλεται. Επεριποιήθη λοιπόν αυτούς ο Όσιος επιμελώς εις όλα τα χρειαζόμενα, ούτως ώστε να μη τους λείπει τίποτε, τους έκτισε δε και Ναόν πλουσιώτατον, αρτοποιείον και έτερα όσα ήσαν αναγκαία· τους έδωκε δε και Προεστώτα ενάρετόν τινα και προορατικόν Μοναχόν, Ιωάννην ονόματι, καταγόμενον από την Ελλάδα, όστις εγνώριζε τα μέλλοντα και προεφήτευσεν εις την τελευτήν αυτού όσα σκάνδαλα και αιρέσεις έμελλον να γίνουν εις εκείνην την Λαύραν. Όσα δε προείπεν, ετελειώθησαν όλα, τα οποία όμως αφήνω δια βραχύτητα, επειδή δεν είναι αρμόδια· αλλά πρέπον είναι να γράψω του Οσίου τα κατορθώματα, όστις αφού έκαμε διαλλαγήν με τους αποστάτας και εκυβέρνησε την Μονήν αυτών ως ηδύνατο, επιστρέψας εις την Λαύραν και ποιήσας εκεί έως την εικοστήν (20) Ιανουαρίου κατά την τάξιν, ανεχώρησε πάλιν εις την έρημον. Ιάκωβος δε τις Ιεροσολυμίτης, τον τρόπον αυθάδης, παρεκίνησε και άλλους τινάς ομοίους αυτού εις την υπερηφάνειαν και απελθόντες εις τόπον καλούμενον Επτάστομον λάκκον επεχείρησαν να κάμουν ιδικόν των Μοναστήριον. Εθεμελίωσαν λοιπόν Ναόν, κελλία και άλλα χρειαζόμενα κτίρια. Οι δε αδελφοί της Λαύρας ηγανάκτησαν και δεν τους άφησαν να τελέσουν τα μελετώμενα. Αυτοί δε είπον, ότι με την συγκατάθεσιν του Σάββα τα έκτιζαν· όθεν τούτο ακούσαντες, δεν τους ημπόδισαν, νομίζοντες ότι την αλήθειαν λέγουσιν. Επανελθών δε εις την Λαύραν ο θείος Σάββας, εκάλεσε τον Ιάκωβον και ενουθέτησεν αυτόν πατρικώς να απέχη του εγχειρήματος, διότι η γνώμη του δεν ήτο κατά Θεόν, επειδή, πριν παιδαγωγήση εαυτόν, ήθελε να γίνη άλλων Προεστώς και Ηγούμενος. Ο Ιάκωβος όμως, ως φιλόνεικος, ηναντιούτο εις τας ψυχοφελείς νουθεσίας του Οσίου και δεν επροθυμοποιείτο να τηρήση την εντολήν του. Ο δε Σάββας είπε προς αυτόν· «Εγώ, τέκνον μου, κατά Θεόν σε συμβουλεύω και συ απειθείς; Πρόσεχε μήπως πάθης μεγάλην ζημίαν και τότε θα γνωρίσης το συμφέρον σου». Ταύτα ειπών ο Άγιος απήλθεν εις τον πύργιον, ευθύς δε ήλθε κλόνος εις τον Ιάκωβον και έτρεμεν όλον το σώμα του· έπειτα του ήλθε πυρετός λαύρος, επί επτά δε μήνας κατέκειτο, ελεεινώς οδυνώμενος. Απελπισθείς λοιπόν της ζωής παντελώς ο Ιάκωβος και ενθυμηθείς την παρακοήν του εις τας εντολάς του Αγίου, παρεκάλεσε τους αδελφούς να τον υπάγωσι βαστακτόν εις τους πόδας αυτού, και να παρακαλέσουν τον Όσιον να τον λύση από τον δεσμόν της παρακοής, δια να μη αποθάνη ασυγχώρητος. Τούτου γενομένου, ευθύς ως τον είδεν ο πράος και άκακος Σάββας τον συνεπάθησε και είπε προς αυτόν με πραότητα· «Εγνώρισες, αδελφέ, ποίος είναι ο καρπός της αυθαδείας και ποία τα επίχειρα της παρακοής»; Ο δε μετά βίας και κόπου πολλού ηδυνήθη να ομιλήση από το βάρος της ασθενείας ειπών ταύτα· «Συγχώρησόν μοι, Πάτερ τίμιε, επειδή χωρίζομαι πλέον από την ποίμνην σου και υπάγω εις την τελευταίαν αποδημίαν». Ο δε Όσιος απεκρίθη· «Ο Θεός, αδελφέ, να σε συγχωρήση». Ούτως ειπών, έλαβεν αυτόν από την χείρα και, ω του θαύματος! ως του ήγγισεν η δεξιά του Αγίου, έφυγεν εξ αυτού η δεινή εκείνη ασθένεια και εγένετο όλως υγιής, έπειτα κοινωνήσας αυτόν των θείων Μυστηρίων, του έδωκε και σωματικήν τροφήν όθεν εθαύμασαν άπαντες, βλέποντες εσθίοντα και περιπατούντα τον άνθρωπον αυτόν, όστις πρότερον δεν ηδύνατο να ομιλήση ή να σαλεύση ποσώς. Έδωκε λοιπόν κανόνα εις τον ιατρευθέντα ο Όσιος να μη υπάγη πλέον εις το Μοναστήριον, το οποίον έκτισε. Ταύτα μαθών και ο Πατριάρχης έστειλεν ανθρώπους και εκρήμνισαν εκ θεμελίων την οικοδομήν εκείνην της παρακοής. Ακολούθως έκτισεν ο Άγιος άλλα κελλία μακράν απ΄ εκεί πέντε στάδια και Ναόν ευκτήριον, τον δε Ιακώβ προσέταξε να υπηρετή τους ξένους, οίτινες ήρχοντο εις προσκύνησιν, δια να γυμνασθή εις την υπακοήν, υπηρέτει δε και εις όλας τας υπηρεσίας του μαγειρείου. Επειδή όμως δεν είχεν ουδόλως πείραν τοιούτου επιτηδεύματος, έσφαλλε πολλάκις, μάλιστα δε ημέραν τινά εμαγείρευσε κουκκία υπέρ τα χρειαζόμενα και επερίσσευσαν πολλά, τα οποία δεν εφύλαξε να τα φάγωσι την επομένην, αλλ΄ ως άπειρος τα έρριψεν ως να ήσαν σκύβαλα. Ταύτα ιδών ο Σάββας επήγε κρυφίως και τα εμάζευσε, ξηράνας δε αυτά εις τον ήλιον, τα έβρασεν επιμελώς με μυρωδικά και εκάλεσε τον Ιάκωβον να συμφάγουν εις την τράπεζαν. Καθώς δε έτρωγον, είπεν ο Σάββας εις τον Ιάκωβον· «Συγχώρησόν μοι, εάν δεν είναι καλόν το μαγείρευμα, διότι δεν ήξευρα να το κάμω καλύτερον». Λέγει ο Ιάκωβος· «Μάρτυς μου ο Κύριος, πολύν καιρόν έχω να φάγω νοστιμώτερον μαγείρευμα». Λέγει και ο Άγιος· «Γνώριζε, τέκνον, ότι τα κουκκία, τα οποία απέρριψας ως άχρηστα εις το ρυάκι, αυτά είναι. εάν λοιπόν δεν είσαι άξιος να παρασκευάσης μίαν χύτραν μαγείρευμα, πως θα γίνης Προεστώς αδελφών, να κυβερνήσης ψυχάς ανθρώπων; Ή δεν ήλουσες τον μακάριον Παύλον, λέγοντα ότι, Όστις δεν γνωρίζει να κυβερνήση τον οίκον του, πως θα γίνη Προεστώς Εκκλησίας;» (Α΄ Τιμ. γ: 5). Ταύτα λέγων ο μέγας Σάββας και νουθετήσας αυτόν πρεπόντως και ικανώς, τον απέλυσεν. Μετά καιρόν, ησυχάζων εις το κελλίον του ο Ιάκωβος, επειράζετο πολύ από λογισμούς πορνείας και τόσον τον επολέμησεν ο διάβολος και τοιούτον σκάνδαλον του έδωκεν, ώστε απέκοψεν ο ασύνετος τα παιδαγόνα του μόρια. Έπειτα εφώναζε από τους πόνους βασανιζόμενος. Οι δε Μοναχοί συναχθέντες παρεσκεύασαν φάρμακα, όπως ηδύναντο. Ταύτα μαθών ο Άγιος εδίωξεν τον Ιάκωβον ως επίβουλον της ιδίας αυτού ζωής, έδειξεν όμως ούτος κατόπιν ικανήν μετάνοιαν, και στενάζων εξ όλης καρδίας απήλθεν εις τον μακάριον Θεοδόσιον και έπεσεν εις τους πόδας αυτού με θερμά δάκρυα διηγούμενος το πάθημά του και ικετεύων αυτόν να μεσιτεύση εις τον Σάββαν, να του συγχωρήση το έγκλημα. Τούτο ποιήσας ο Θεοδόσιος, συνεχώρησεν ο Σάββας τον Ιάκωβον δια την αγάπην του φίλου του και δεξάμενος αυτόν εις την Λαύραν, του έδωκε κανόνα βαρύτατον, να μη εξέλθη πλέον ουδόλως από το κελλίον του, ούτε να ομιλήση μετά τινος, αλλά να προσεύχηται μετά δακρύων προς τον Κύριον ακατάπαυστα, να τον συμπαθήση ως εύσπλαγχνος. Αποδεχθείς λοιπόν μετά χαράς τον κανόνα ο Ιάκωβος έδειξε τοιαύτην μετάνοιαν, ώστε τον συνεχώρησεν ο Κύριος, έδειξε δε και εις τον Άγιον και οπτασίαν, δια να τον λύση και αυτός από τον δεσμόν του κανόνος. Είδε λοιπόν εις το όραμά του λαμπρόν τινα και αστραπόμορφον άνδρα ιστάμενον πλησίον αυτού, ήτο δε εκεί και ο Ιάκωβος· εις δε τους πόδας αυτού έκειτο εις νεκρός. Ποιήσας δε ευχήν δια τον νεκρόν ο Ιάκωβος, τον ανέστησε. Τότε λέγει εις τον Σάββαν ο φαινόμενος· «Ιδού ο νεκρός εγήγερται, λοιπόν συγχώρησον και συ τον εγείραντα». Ταύτα ιδών ο Σάββας, επρόσταξε τον Ιάκωβον να εξέλθη του κελλίου του. Εξελθών δε εκείνος ησπάσθη όλους τους αδελφούς και εκοινώνησε τα θεία Μυστήρια, κατά δε την εβδόμην ημέραν απήλθε προς Κύριον. Γέρων δε τις από την Βηθανίαν ορμώμενος, ονόματι Άνθιμος, ήτο απέναντι του χειμάρρου εις αναχωρητικόν κελλίον, εις τον οποίον διέτριψεν έτη τριάκοντα, μετερχόμενος πάσαν αρετήν εις τον αγώνα της ασκήσεως. Κατά δε το γήρας αυτού ησθένησε βαρέως και έκειτο κλινήρης, μη δυνάμενος να σαέύση από την ασθένειαν. Ιδών δε αυτόν ο Άγιος τοσούτον ταλαιπωρούμενον, τον παρεκάλεσεν όπως δεχθή να τον φέρουν εις εν κελλίον της Λαύρας, δια να τον υπηρετήσουν οι αδελφοί, αλλά δεν ηθέλησεν ο μακάριος, λέγων· «Εδώ ελπίζω εις τον Κύριόν μου να τελειώσω, όπου εξ αρχής κατώκησα». Εν μια λοιπόν των νυκτών εγερθείς ο μακάριος Σάββας προ της συνάξεως, ήκουσε γλυκυτάτην ψαλμωδίαν και νομίζων ότι οι αδελφοί έψαλλον τον Όρθρον, ηπόρησε πως ούτοι δεν έλαβον κατά την τάξιν συγχώρησιν. Απελθών λοιπόν εις την Εκκλησίαν και ευρών τας θύρας κεκλεισμένας, επέστρεψεν εις το κελλίον, αλλά και πάλιν ήκουεν ηδυτάτην ωδήν και έψαλλον ταύτα· «Διελεύσομαι… εν φωνή αγαλλιάσεως και εξομολογήσεως, ήχου εορτάζοντος» (Ψαλμ. μα: 5). Εννοήσας τότε ο Άγιος ότι από την κέλλαν του μακαρίου Ανθίμου εξήρχετο η φωνή, εξύπνησεν όλην την αδελφότητα και απελθόντες μετά κηρών και θυμιαμάτων εύρον αυτόν μόνον εις το κελλίον τελειωθέντα και λαβόντες το άγιον αυτού λείψανον ευλαβώς και τελέσαντες όσα ο νόμος διακελεύεται, εντίμως αυτόν ενεταφίασαν. Έτερος δε τις αδελφός, Αφροδίσιος καλούμενος, ήτο εις την Μονήν του Θεοδοσίου, το γένος Ασιανός, μεγάλος κατά το ανάστημα του σώματος και τοσούτον ισχυρός και ανδρείος, ώστε εσήκωνεν από την γην μόνος του με μεγάλην ευκολίαν σίτου μόδια δώδεκα (Μόδιον=3.6 περίπου κιλά). Τούτον έβαλον εις τους ημιόνους επιμελητήν, ημέραν δε τινά εκτύπησεν ούτος ένα ημίονον εις το πρόσωπον και απέθανεν· έπειτα λαβών το σαμάριον και το φορτίον αυτού απήλθεν εις την Λαύραν. Ο δε Σάββας ιδών αυτόν, ότι μετενόησεν εξ όληε ψυχής δια το αμάρτημα και ήτο πρόθυμος να εκτελέση τον πρέποντα κανόνα, τον προσέταξε να κάθηται εις την κέλλαν του, χωρίς να ομιλήση με άλλον τινά το σύνολον, να μη εξέλθη ποτέ της Λαύρας και να εγκρατεύεται κατά τε την γλώσσαν και την κοιλίαν του. Ταύτην την εντολήν ο γενναίος δεξάμενος, εφάνη μάλλον κατά την ψυχήν ή το σώμα ανδρείος και ισχυρός, παραμείνας τριάκοντα ολόκληρα έτη κεκλεισμένος εις το κελλίον του. Δεν είχε χύτραν ή χάλκωμα, δεν ήναψε πυρ, δεν εδοκίμασεν έλαιον, ούτε έπιεν οίνον ή σίκερα· δεν είχεν ιμάτιον δεύτερον, αλλ΄ εκοιμάτο εις το ψαθίον, κλαίων καθ΄εκάστην και εργαζόμενος το εργόχειρον, ήτοι έπλεκε καθ΄ έκαστον μήνα σπυρίδας ενενήκοντα, τας οποίας έδιδεν εις ένα αδελφόν της Λαύρας, όστις του έφερε την ζωοτροφίαν. Συνέκειτο δε αύτη εξ όσων επερίσσευον από τους αδελφούς, τα οποία δεν έτρωγεν άλλος τις είτε λάχανα είτε όσπρια· ταύτα ετοποθέτουν εις λεκάνην και του τα έστελλον· εάν δε ταύτα είχον και δυσοσμίαν τινά δεν τα επέστρεφεν ο μακάριος, αλλ΄ ως από Θεού δωρεάν στελλόμενα τα έτρωγε μετ΄ ευχαριστίας.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Συνέχεια του Βίου του Αγίου Σάββα

Δημοσίευση από silver »

Εις αυτήν λοιπόν την διαγωγήν διαρκέσας ο αδαμάντινος εκείνος και του αδάμαντος χρησιμώτερός τε και γενναιότερος τριάκοντα έτη, ως είπομεν, χωρίς να αηδιάση ουδόλως ή να ασθενήση ή να πονέση ο στόμαχός του, ηξιώθη και προορατικού χαρίσματος. Γνωρίζων δε πότε έμελλε να αναπαυθή, το είπεν εις τον Όσιον επτά ημέρας ενωρίτερον, ζητών συγχώρησιν να του επιτρέψη να υπάγη να αποχαιρετήση τον Θεοδόσιον και να επιστρέψη πάλιν εις το κελλίον του. Ο δε Όσιος, επειδή και αυτός εκ θείας αποκαλύψεως εγνώρισε την τελευτήν αυτού, τον έστειλε με άλλον αδελφόν καλούμενον Θεόδουλον, ενεχείρισε δε εις αυτούς και επιστολήν εις την οποίαν έγραφε ταύτα· «Ιδού, αδελφέ εν Χριστώ, φίλτατε κύριε Θεοδόσιε, στέλλω σοι τον κοινόν ημών αδελφόν Αφροδίσιον, άνθρωπόν ποτε σάρκα φορούντα, νυν δε με την Χάριν του Θεού γενόμενον Άγγελον». Τούτον υποδεξάμενος ο μέγας Θεοδόσιος και φιλεύσας και ασπασάμενοι τον τελευταίον ασπασμόν απεχαιρετίσθησαν και επιστρέψας εις το κελλίον του και ολίγον ασθενήσας απήλθε προς Κύριον, ανταλλαξάμενος αντί των επιγείων τα επουράνια. Το δε θείον αυτού και ιερόν λείψανον, συναχθέντες όλοι οι Άγιοι Πατέρες των Μοναστηρίων ενεταφίασαν μετά λαμπάδων και θυμιαμάτων εις τόπον επίσημον. Τοιούτος διδάσκαλος προς αρετήν ήτο ο μέγας Σάββας και ούτως ωραίους συνήθροιζε τους καρπούς των πόνων του. Τόσον μεγάλα και θαυμάσια ήσαν τα ένθεα αυτού κατορθώματα, ήτοι τα τόσα Μοναστήρια και αι τόσαι άλλαι οικοδομαί τας οποίας έκτισε, τα συνεχή κατά των δαιμόνων τρόπαια, η των υποσκελισθέντων αδελφών επανόρθωσις, τους οποίους από ανθρώπους κατέστησεν Αγγέλους και το να προβλέπη τα μέλλοντα. Αλλ΄ ας είπωμεν και τα επίλοιπα.
Πόλις είναι πέραν του Ιορδάνου εις το ανατολικόν μέρος, Μεδαπά καλουμένη, της οποίας οι άνθρωποι ηυλαβούντο πολύ τον Όσιον δια την πνευματικήν ωφέλειαν, την οποίαν ελάμβανον παρ΄ αυτού και του έφερον προς αντιμισθίαν πολλά αναγκαία πράγματα δια τας ανάγκας των Μοναστηρίων. Εις δε εξ εκείνων, ονόματι Γερόντιος, ήτο από πολλού ασθενής και απελθών εις την Αγίαν Πόλιν χάριν προσκυνήσεως, ηθέλησε να αναβή και εις το όρος των Ελαιών. Ανελθών λοιπόν εις υποζύγιον, επήγαινεν έφιππος, καθ΄ οδόν όμως, είτε από πειρασμόν του δαίμονος, είτε από άλλην τινά αιτίαν, συνέπεσε να ταραχθή το κτήνος· όθεν έπεσεν ο δυστυχής Γερόντιος και τόσον συνετρίβησαν τα οστά του, ώστε ουδείς ιατρός ετόλμα να επιχειρισθή τι επ΄ αυτού, αλλ΄ όλοι κοινώς απεφάνθησαν, ότι μέλλει να αποθάνη. Εις δε αδελφός του Γεροντίου νεώτερος, ιδών αυτόν τοιουτοτρόπως ελεεινώς συντριβέντα, ελυπήθη κατά πολλά και γνωρίζων, ότι η προσευχή του μακαρίου Σάββα ήτο ταχύτατον και ωφελιμώτατον φάρμακον κατά πάσης ασθενείας και ότι οι ιατροί βασανίζουν μεν επί μακρόν τον ασθενή, μόνον όμως τον πλούτον του κατατρώγουν, χωρίς ουδόλως να τον ωφελήσουν, τρέχει παρευθύς εις την Λαύραν και πίπτει εις τους πόδας του Αγίου, την συμφοράν τού αδελφού οδυρόμενος και παρακαλών αυτόν να κοπιάση να τον ίδη. Ταύτα ακούσας ο ευσπλαγχνικώτατος Άγιος ελυπήθη και απόντα τον Γερόντιον και απελθών εις την οικίαν αυτού, εποίησε πρώτον ευχήν προς Κύριον, έπειτα τον έχρισε με το σωτηριώδες έλαιον του Τιμίου Σταυρού και παρευθύς, ω της οξυτάτης θεραπείας! Ο πρώην συντεθλασμένος τα μέλη και ανενέργητος ευρέθη εις μίαν στιγμήν όλος υγιής, γεγονός το οποίον πάντας τους παρόντας εξέπληξε, γνωρίσαντας την μεγάλην παρρησίαν, την οποίαν είχεν ο Σάββας προς Κύριον. Ύστερον πάλιν απήλθεν ο υιός τού Γεροντίου, Θωμάς ονόματι, και εύρε τον Άγιον εις τον ξενώνα, τον οποίον είχεν εις την Ιεριχώ. Ο δε Όσιος, ασμένως αυτόν δεξάμενος, ηθέλησε και σωματικώς να τον φιλεύση και όταν εκάθησεν εις την τράπεζαν, ηρώτησε τον υπηρέτην εάν είχεν οίνον να φέρη. Ο δε απεκρίνατο ότι δεν είχεν οίνον, ειμή μόνον ολίγον όξος εις κολοκύνθιον. Ο δε Άγιος του λέγει· «Ευλογητός ο Θεός, απ΄ αυτό το όξος να πίωμεν. Αυτός, όστις εποίησε το ύδωρ οίνον, δύναται να μετατρέψη και τούτου την δριμύτητα». Ταύτα είπε το μελιχρόν και ένθεον εκείνο στόμα και παρευθύς ευρέθη το όξος οίνος γλυκύτατος ευφραίνων αληθώς καρδίαν ανθρώπου. Ο δε Όσιος προσέταξε να φέρουν πυρ και θυμίαμα, λέγων· «Επισκοπή θεία έγινεν εις ημάς την ώραν ταύτην». Όχι δε μόνον έως εκεί έμεινεν η θαυματουργία, αλλά και επλήθυνε τοσούτον ο οίνος, ώστε έφθασε δι΄ όλους και εχορτάσθησαν. Ο δε Θωμάς, εκπλαγείς δια την υπερβολήν του θαύματος, εζήτησε παρά του Αγίου την κολοκύνθην, διότι είχεν ακόμη οίνον και λαβών αυτήν ανεχώρησε με την συνοδείαν του, έφθασε δε ο επίλοιπος οίνος δι΄ όλον τον δρόμον των και πάλιν ύστερον, αφού το κολοκύνθιον έμεινε κενόν, το εφύλαξεν ο Θωμάς ως θησαυρόν πολυτίμητον και όταν ήθελεν ασθενήσει τις το επλήρωνεν ύδατος και το έχυνεν εις τον ασθενή, όστις παρευθύς εθεραπεύετο.
Καιρόν τινα απήρχετο ο Όσιος εις τον Ιορδάνην συνοδευόμενος από ένα μαθητήν του, νέον την ηλικίαν, καθ΄ οδόν δε τους συνήντησαν κοσμικοί τινες, έχοντες εις την συνοδείαν των κόρην ωραιοτάτην. Ο δε Όσιος, θέλων να δοκιμάση τον μαθητήν του, εκύτταξε την κόρην και είπε προς αυτόν· «Η νέα αυτή, νομίζω, ότι είναι τυφλή· ούτως έχει η αλήθεια»; Ο δε απεκρίνατο· «Όχι, Πάτερ, έχει και τους δύο οφθαλμούς καλούς». Ο Άγιος πάλιν του λέγει· «Επλανήθης, τέκνον, διότι εγώ είδον ότι λείπει ο εις οφθαλμός αυτής». Ο νέος, μη γνωρίζων την δοκιμασίαν του Οσίου, είπε προς αυτόν· «Εγώ, Πάτερ, την εκύτταξα επιμελώς και έχει δύο λαμπρούς και γλυκυτάτους οφθαλμούς». Τότε ο πάνσοφος, αφού τον έβαλεν εις τα δίκτυα και δεν ηδύνατο πλέον να διαφύγη μεταχειριζόμενος πρόφασίν τινα, είπε προς αυτόν· «Επειδή δεν ενθυμείσαι το παράγγελμα της Αγίας Γραφής, το οποίον λέγει· «Μη σε νικήση κάλλους επιθυμία, μηδέ αγρευθής σοις οφθαλμοίς, μηδέ συναρπασθής από των αυτής βλεφάρων» (Παροιμ. στ: 25), από τώρα και εις το εξής να μη εισέλθης πλέον εις το κελλίον μου, έως να μάθης να χαλιναγωγής τας αισθήσεις σου και ιδίως την όρασιν». Ούτως ειπών, απέστειλεν αυτόν εις το Καστέλλιον και έμεινεν εκεί, έως ου επαιδαγωγήθη καλώς και τότε τον εδέχθη πάλιν χαίροντα εις την συνοδείαν του. Άλλοτε πάλιν έβραζεν ο μάγειρος κολοκύνθας δια τους κτίστας, οίτινες έκτιζον, επάνω δε εις την ώραν, κατά την οποίαν ήθελε να σερβίρη το μαγείρευμα, γευθείς εξ αυτού, το εύρε πικρότερον χολής· όθεν λυπηθείς πολύ, διότι ουδέν άλλο είχον να προσφέρουν, το ανέφερεν εις τον Άγιον, όστις επήγεν εις το μαγειρείον και ποιήσας το σημείον του Τιμίου Σταυρού εις το στόμιον της χύτρας, έδωσεν εντολήν εις τον μάγειρον να σερβίρη. Ούτω λοιπόν εποίησεν, η δε κολοκύνθη ευρέθη γλυκυτέρα του μέλιτος. Άλλοτε πάλιν, περιπατών ο μακάριος εις την οδόν, ήτις υπάγει από τον Ρουβάν εις τον Ιορδάνην, εύρε λέοντα μέγαν, εις τον πόδα του οποίου είχε καρφωθή τεμάχιον ξύλου και δεν ηδύνατο να περιπατήση, αλλ΄ έκειτο κατά γης. Ιδών δε τον Όσιον ο λέων, εσήκωσε τον πόδα του υψηλά και του τον εδείκνυε δια να τον λυπηθή να του εκβάλη τον σκόλοπα. Ο δε Όσιος, ως φιλάγαθος, ηυσπλαγχνίσθη και αφήρεσεν απ΄ αυτού επιδεξίως το ξύλον. Τότε ο λέων, λησμονήσας ένεκα της ευεργεσίας την φυσικήν αυτού αγριότητα, και δια να μη φανή προς αυτόν αχάριστος, ηκολούθησε μετά πάσης προθυμίας τον Άγιον και υπετάσσετο εις αυτόν ως ευγνώμων δούλος. Είχε δε ο Όσιος κοσμικόν τινα υπηρέτην, ονόματι Φλάϊον και ένα ονάριον, το οποίον εφόρτωνεν ούτος και έκαμνε τας υπηρεσίας της Λαύρας. Οπόταν δε ο Φλάϊος επήγαινε να εκτελέση άλλην υπηρεσίαν, έδιδε τον όνον εις τον λέοντα, όστις κρατών με τους οδόντας του το σχοινίον, το οποίον είχεν εις τον χαλινόν και απερχόμενος έβοσκεν αυτόν από πρωϊας έως εσπέρας, είτα τον επότιζε και κατόπιν τον επήγαινεν εις το Μοναστήριον, τούτο δε εποίει πάντοτε καθ΄ όλας τας εορτάς, ή όταν δεν τον εχρειάζοντο δια μεταφοράν τινα. Μετά πολλάς δε ημέρας, απερχόμενος ο Φλάϊος εις υπηρεσίαν, ή από έπαρσιν αυτού, ή από φθόνον του δαίμονος, περιέπεσεν εις πορνείαν και την ημέραν εκείνην, καθ΄ ην έπραξε την αμαρτίαν ο Φλάϊος, εθυμώθη ο λέων και έφαγε τον όνον· όθεν ο Φλάϊος εγνώρισεν, ότι δια την πτώσιν αυτού ο όνος απώλετο και δεν ετόλμα να παρρησιασθή εις τον Άγιον, αλλ΄ απήλθεν εις την χώραν του. Ο δε Όσιος δεν παρείδεν αυτόν, αλλά πολλά ζητήσας εύρε τον απολωλότα και με νουθεσίας τον ωδήγησε προς μετάνοιαν και με θερμά δάκρυα, νηστείας και κόπους πολλούς του σώματος ηξιώθη παρά Θεού συγχωρήσεως.
Φθάνουν όσα εγράψαμεν ανωτέρω να φανερώσουν την μεγίστην χάριν και παρρησίαν προς Κύριον του Αγίου· πλην ας είπωμεν ολίγα τινά και δια την πορείαν αυτού προς το Βυζάντιον. Κατά τον καιρόν του βασιλέως Αναστασίου (491-518), έγινε στάσις εις τας Εκκλησίας μεταξύ των Αρχιερέων, τινές εκ των οποίων ήσαν εις την αίρεσιν των μονοφυσιτών Διοσκόρου και Σεβήρου, καθώς επίσης και ο βασιλεύς, όστις ανεβίβαζεν εις τους αρχιερατικούς θρόνους τους αναθεματίζοντας την εν Χαλκηδόνι Σύνοδον, τους δε Ορθοδόξους εξώριζε, καθώς αδίκως εξώρισε και τον μακάριον Ηλίαν τον της Παλαιστίνης Αρχιεπίσκοπον, όστις παρεκάλεσε τον μέγαν Σάββαν και άλλους τινάς εναρέτους Πατέρας να υπάγωσιν εις τον βασιλέα, να τον παρακαλέσουν να ειρηνεύση τα σκάνδαλα. Έγραψε δε και επιστολήν ο Πατριάρχης ταύτα λέγουσαν· «Βασιλεύ πολυχρονεμένε, ιδού στέλλω πρέσβεις και μεσίτας προς το κράτος σου τους οικιστάς της ερήμου και εξόχως τον μέγαν Σάββαν, των Ασκητών το κεφάλαιον. Λοιπόν ευλαβήσου τον κόπον των και τους θείους ιδρώτας των και παύσον τον πόλεμον των Εκκλησιών· μη αφήνης να προχωρή το κακόν, φιλόχριστε, εάν θέλης να ευαρεστήσης τον Κύριον, όστις σου εχάρισε την βασιλείαν και το διάδημα». Όταν λοιπόν έφθασαν εις την βασιλεύουσαν οι Όσιοι, ωκονόμησεν ο Πανάγαθος, όστις δοξάζει τους Αυτόν αντιδοξάζοντας, και είδεν ο βασιλεύς οπτασίαν τινα δια τον Άγιον, εξ ης πολλά τον ετίμησε και ακούσατε. Όταν εισήλθον οι Πατέρες εις το παλάτιον, τους μεν άλλους αφήκαν οι φύλακες και εισήλθον, τον δε Σάββαν, ιδόντες ενδεδυμένον με ευτελή και πτωχικά ιμάτια, δεν τον αφήκαν· όθεν εστέκετο έξω. Ήτο δε τότε εβδομήκοντα τριών ετών. Αναγνώσας δε την επιστολήν ο βασιλεύς, ηρώτησε τις ήτο ο Σάββας, και μαθών ότι έμεινεν έξω, έστειλε δορυφόρους να τον εύρωσιν. Όταν δε εισήλθεν ο Άγιος εις το Ανάκτορον, είδεν ο βασιλεύς Άγγελον αστραπόμορφον με λαμπράν στολήν, όστις προεπορεύετο του Αγίου και του έκαμνε τόπον να περιπατή ανεμποδίστως. Ταύτα είδεν ο βασιλεύς, όχι δια την αρετήν του, επειδή ως αιρετικός δεν ήτο άξιος να ίδη τοιαύτα θαυμάσια, αλλά δια να γνωρίση, ότι ο Σάββας ήτο Άγιος άνθρωπος και ευθύς ηγέρθη του θρόνου και του έκαμε μεγάλην τιμήν. Αφού εκάθισαν όλοι οι Όσιοι, τους ηρώτησεν ο βασιλεύς να είπη έκαστος τι χάρισμα ήθελεν εξ αυτού, αυτοί δε αφήκαν την κοινήν της Εκκλησίας υπόθεσιν και εζήτησαν σωματικάς δωρεάς και χαρίσματα. Ο βασιλεύς ικανοποίησε τα αιτήματα όλων αυτών, εθαύμασε δε δια τον Σάββαν, πως δεν ωμίλησε και είπε προς αυτόν· «Συ, Πάτερ τίμιε, πως έλαβες τοσούτον κόπον, να έλθης έως ημάς και δεν μας εζήτησας τίποτε»; Ο δε απεκρίνατο· «Εγώ, κράτιστε βασιλεύ, πρώτον μεν ήλθον να προσκυνήσω την σην ευσέβειαν, πριν αποθάνω, έπειτα να σε παρακαλέσω δια την Αγίαν Πόλιν της Ιερουσαλήμ και τον Αρχιεπίσκοπον αυτής, να μη έχης κατ΄ αυτού καμμίαν δυσαρέσκειαν και το σπουδαιότερον, να ειρηνεύσης τας Εκκλησίας. Όταν αυτά ποιήσης, τότε θέλεις έχει τον Θεόν φίλον και θέλει σου συγχωρήσει τας αμαρτίας, δίδων εις σε και τα κατά των εχθρών νικητήρια».
Θαυμάσας ο βασιλεύς δια την ελευθερίαν του Σάββα και διότι δεν εζήτησε πρόσκαιρα και χαμαίζηλα πράγματα, αλλά την ειρήνευσιν της Εκκλησίας, τους μεν άλλους απέλυσεν, εις εκείνον δε εχάρισε χίλια φλωρία, να τα εξοδεύση εις τα Μοναστήρια του, του έδωσε δε και εξουσίαν, ίνα εισέρχεται ακωλύτως εις το παλάτιον, οπόταν θέλη. Περί του Πατριάρχου Ηλία όμως ωμίλησε λόγους κατηγορηματικούς και ήτο σφόδρα θυμωμένος κατ΄ αυτού, αλλ΄ ο μακάριος Σάββας με πολλήν γνώσιν και παρρησίαν επέτυχε να καταπραϋνη τον θυμόν αυτού και τον έπεισε να αναθεωρήση την άδικον απόφασίν του, περί ισοβίου εξορίας του και του επέτρεψε να παραμείνη και πάλιν εις τον θρόνον του δια την αγάπην του Σάββα. Αφού δε ο Όσιος επεράτωσεν επιτυχώς την αποστολήν του, δεν ανεχώρησεν αμέσως τότε από την Κωνσταντινούπολιν, επειδή ήτο χειμών, αλλ΄ έμεινεν έξω της πόλεως εις προάστιον, λεγόμενον του Ρουφίνου. Εκεί επήγαιναν πολλοί εκ της Πόλεως και τον επεσκέπτοντο και πολλοί εξ αυτών έγιναν μαθηταί του γνήσιοι, εξόχως δε η εγγονή του βασιλέως Ουαλεντίνου Ιουλιανή και η του Πομπηϊου, υιού του βασιλέως, σύζυγος, Αναστασία καλουμένη, η οποία εμόνασεν ύστερον εις το όρος των Ελαιών και ετέλεσε μεγάλους αγώνας και θαυμάσια κατορθώματα εις δόξαν Θεού. Κατά τον καιρόν εκείνον έγινεν εις τα χωρία των Ιεροσολύμων πείνα μεγάλη και θανατικόν και όσον παρήρχοντο αι ημέραι επί τοσούτον και το δεινόν τούτο κακόν επλήθυνε και εξηπλούτο εις πολλάς χώρας του Βυζαντίου. Εκ του κακού τούτου αναρίθμητοι οικίαι ηρημώθησαν και έμειναν ακατοίκητοι. Αι δε υπηρεσίαι της βασιλείας και αυτός ο βασιλεύς, δια να μη ζημιωθή το ταμείον του Κράτους, ενομοθήτησαν, όπως τους οφειλομένους φόρους των αποθνησκόντων πληρώνουν οι επιζώντες γείτονες αυτών. Τούτον τον παράνομον και άσπλαγχνον νόμον ακούσας ο εύσπλαγχνος Σάββας, επήγε πάλιν εις τον βασιλέα και εξέθεσεν εις αυτόν το άτοπον του πράγματος, αποδεικνύων την δια τούτου παντελή απώλειαν των πενήτων και ότι ο νόμος αυτός δεν ήτο προς το συμφέρον της βασιλείας, αλλά μάλιστα προς ζημίαν μεγάλην και εξολόθρευσιν. Διότι ήτο αδικία απερίγραπτος, όσοι εσώθησαν από τα δύο εκείνα δεινά της πείνης και της θανατηφόρου επιδημίας, να βασανίζωνται πάλιν ύστερον από το Κράτος, δια να πληρώσουν φόρον τόσον άδικον. Στενοχωρούμενοι δε υπό της βίας και εξωθούμενοι υπό της ανάγκης θέλουν πράξει νεώτερόν τι, εκ του οποίου θέλει ζημιωθή το Κράτος περισσότερον. Ταύτα λέγων ο Σάββας παρεκάλει τον βασιλέα εξ όλης καρδίας και μετά πολλής της δεήσεως να εξαλείψη τοιαύτην απόφασιν παράνομον.
Ευλαβηθείς τον Άγιον ο βασιλεύς, ηθέλησεν να κάμη την επιθυμίαν του· αλλ΄ ο μισόκαλος πάλιν ηναντιώθη, επειδή ήτο παρών μέγας τις άρχων πρωτοσύμβουλος του βασιλέως, Μαρίνος ονόματι, όστις τον ημπόδισεν ο τρισκατάρατος λέγων ταύτα· «Βασιλεύ, οι περισσότεροι άνθρωποι της Παλαιστίνης είναι Νεστοριανοί, δι΄ αυτό δεν πρέπει να τους κάμης τοιαύτην χάριν». Τότε ο Άγιος είπε προς αυτόν μετά θυμού· «Παύσον από του να εξάπτης εις τον βασιλέα τον παλαιόν πόλεμον και μετανόησον δια τα λόγια, τα οποία ελάλησας, ειδ΄ άλλως εις ολίγας ημέρας απολείται μετ΄ ήχου το σον μνημόσυνον, και θέλει αφανισθή η δόξα σου άπασα». Ο Μαρίνος όμως έμεινεν εις την πονηρίαν του, μη βάλλων κατά τον νουν ποσώς την ψυχωφελή νουθεσίαν του Αγίου. Ο δε Όσιος, λαβών από τον βασιλέα άλλας χιλίας δραχμάς χάρισμα, απήλθεν εις την Παλαιστίνην. Ο άδικος δε νόμος εκείνος έμεινεν ούτως αδιόρθωτος τότε, έως ου απέθανεν ο Αναστάσιος και έγινε βασιλεύς ο Ιουστίνος Α΄ (518-527). Τότε απέστειλε προς αυτόν επιστολάς ο θείος Σάββας και επέτυχε διορθώσεις τινάς, ο δε μετά ταύτα βασιλεύσας Ιουστινιανός Α΄ (527-565) τον εξήλειψε τελείως. Όσον αφορά τον άθλιον εκείνον Μαρίνον, ολίγας ημέρας μετά από όσα προεφήτευσε περί αυτού ο Άγιος, γενομένης στάσεως εις την πόλιν, διήρπασαν όλην την περιουσίαν αυτού και την οικίαν του κατέκαυσαν, ολίγον δε έλειψε να κόψουν και την κεφαλήν του, εάν δεν ήθελε μετανοήσει και κλαύση την ανομίαν του, γνωρίσας την πρόρρησιν του Αγίου. Τούτο διηγούντο πολλοί εις το Βυζάντιον και μάλιστα ο του βασιλέως υιός Πομπήϊος και Αναστασία η αυτού σύζυγος, θαυμάζοντες το προορατικόν του Αγίου. Μετά ταύτα απήλθον οι τα του Σεβήρου φρονούντες και παρεκίνησαν δια παντός τρόπου τον βασιλέα εις θυμόν κατά των Αγίων Πατριαρχών Αντιοχείας Φλαβιανού και Παλαιστίνης Ηλία, τους οποίους και πάλιν εξώρισεν. Αντί δε του Φλαβιανού έβαλον εις την Αντιόχειαν Πατριάρχην τον αιρετικόν αυτόν Σεβήρον (513-518), ο οποίος έστειλεν εις την Ιερουσαλήμ ιδικά του συνοδικά γράμματα μετά τινων Κληρικών και πολλών στρατιωτών, παραγγέλλων ότι εάν δεν δεχθή ο μακάριος Ηλίας τα του Διοσκόρου και αυτού δόγματα, να τον εκβάλουν από τον θρόνον του. Ταύτα μαθών ο θείος Σάββας συνήθροισεν όλους τους Μοναχούς και εδίωξεν απράκτους τους βασιλικούς ανθρώπους, ως να ήσαν αιχμάλωτοι. Έμπροσθεν τούτων ανεθεμάτισαν όλοι οι ευσεβείς τους κοινωνούς του Σεβήρου, μετά των οποίων ήτο συνηριθμημένος και ο βασιλεύς Αναστάσιος, όστις θέλων να εκδικήση τοιαύτην αισχύνην και προσβολήν αυτού, έστειλεν άρχοντα με εξουσίαν βασιλικήν, χειροτονήσας αυτόν δούκα πάσης Παλαιστίνης, δια να εκβάλη τον Ηλίαν βιαίως από τον θρόνον του, εάν δεν δεχθή τα του Διοσκόρου και Σεβήρου ασεβή δόγματα.
Απελθών ο δουξ εφυλάκισεν ευθύς τον Αρχιεπίσκοπον, εκείνος δε του εζήτησε να του επιτρέψη να εξέλθη της φυλακής και εις ωρισμένην ημέραν, καθ΄ ην θα ετελείτο εορτή χαρμόσυνος και θα ήσαν όλοι οι Χριστιανοί συνηθροισμένοι, να κάμη το πρόσταγμα του βασιλέως. Εξελθών λοιπόν ο Πατριάρχης συνήθροισεν όλους τους κοσμικούς, ο δε θείος Σάββας τους Μοναχούς. Έτυχε δε εκεί παρών και ο ανεψιός του βασιλέως Υπάτιος, όστις είχεν αιχμαλωτισθή και τότε ήρχετο λυτρωθείς με αργύρια. Αφού λοιπόν συνήχθησαν άπαντες εις Ναόν τινα μέγαν, εβόησεν ο Αρχιερεύς ταύτα εις επήκοον πάντων· «Όστις φρονεί τα των Ευτυχούς και Νεστορίου, Σεβήρου τε και Σωτηρίχου, ανάθεμα· και όστις δεν φυλάττει τα δόγματα των τεσσάρων Αγίων και Οικουμενικών Συνόδων, να είναι αναθεματισμένος». Τότε ο δουξ εθυμώθη ιδών ότι ηπατήθη, πλην φοβηθείς το πλήθος του λαού έφυγεν ησύχως εις την Καισάρειαν. Ο δε ανεψιός του βασιλέως ώμοσε να μένη εις την Ορθοδοξίαν συγκοινωνός των Αγίων έως εσχάτης αναπνοής και εχάρισεν εις τον Σάββαν πλήθος χρημάτων, δια να φανή προς αυτόν ευλαβής και προς τα θεία πιστός και Ορθόδοξος. Ο δε Όσιος ευχαριστήσας αυτόν, τον παρεκάλεσε να μεσολαβήση εις τον βασιλέα παρακινών αυτόν εις ευσπλαγχνίαν ίνα μη θυμωθή, επειδή δεν εφύλαξαν το πρόσταγμά του. Έγραψε δε ο Όσιος, με την βουλήν πάντων των Μοναχών, και επιστολήν προς τον βασιλέα, τοιαύτα λέγουσαν· «Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο αιώνιος Βασιλεύς και Θεός των απάντων, έδωκεν εις το θεοφιλές κράτος σου τα σκήπτρα της βασιλείας, δια να κυβερνάς με την θεοσέβειάν σου εν ειρήνη τας Εκκλησίας και εξόχως την μητέρα των Εκκλησιών, από την οποίαν ήρχισε το της ευσεβείας μέγα μυστήριον και απ΄ εντεύθεν διέβη εις τα της γης πέρατα και το οποίον ημείς, οίτινες κατοικούμεν εις τούτον τον Άγιον Τόπον, εφυλάξαμεν έως την σήμερον ανόθευτον, καθώς τούτο παρελάβομεν από τους Αγίους Αποστόλους και θέλομεν φυλάξει αυτό έως τέλους με την Χάριν του Θεού, χωρίς να εξέλθωμεν ουδόλως από την ορθοτομίαν του λόγου, ούτε να φθείρωμεν αυτόν με τας βεβήλους καινοτομίας των εκάστοτε υπεναντίων».
«Εις ταύτην την αμώμητον Πίστιν, βασιλεύς, ανετράφη και η βασιλεία σου εκ νεότητος· όθεν θαυμάζομεν πως εις τας ημέρας της ευσεβείας σου γίνεται εις την μητέρα των Εκκλησιών τόση ταραχή και σύγχυσις, και σύρουν οι υπηρέται σου εις το μέσον της αγοράς, έμπροσθεν Ιουδαίων και εθνικών, τους Ιερωμένους και Μοναχούς, τους αγίους αυτούς άνδρας, με τοσαύτην καταφρόνησιν, ως να ήσαν κακούργοι και άνομοι, και αναγκάζουν αυτούς να μολύνουν την Πίστιν την άμωμον. Όθεν παρακαλούμεν το κράτος σου να προστάξης, να μη μας πειράζωσι πλέον εις τα ζητήματα της Πίστεως, διότι άτοπον και παράλογον πράγμα είναι το και να είπη κανείς μόνον, ότι οι τόσοι ημείς Ιεροσολυμίται Ασκηταί και οι τόσοι άλλοι ενάρετοι άνθρωποι δεν επαιδεύθημεν καλώς εις την Πίστιν και τώρα εις το γήρας μας θέλετε σεις να μας ερμηνεύσητε την ευσέβειαν. Όθεν φανερόν είναι, ότι αυτή η καινοφανής διόρθωσις, όπως την ονομάζετε, της πατροπαραδότου και υγιούς Πίστεως, δεν είναι διόρθωσις, αλλά διαστροφή και νόθευσις. Μάλιστα δε και όσοι αυτήν παραδέχονται, απέρχονται εις την αιώνιον κόλασιν. Όθεν ημείς ουδόλως θέλομεν δεχθή καινοτομίαν τινά της Πίστεως, εμμένομεν δε εις όσα παρέδωκαν εις ημάς οι θεοφόροι ημών Πατέρες οι τε εν Νικαία το πρώτον συνελθόντες Τριακόσιοι Δεκαοκτώ και οι των λοιπών Αγίων Τριών Οικουμενικών Συνόδων και είμεθα έτοιμοι όχι μόνον πάσαν θλίψιν και κάκωσιν, αλλά και μυρίους θανάτους μα λάβωμεν, παρά να εξέλθωμεν από την Ορθοδοξίαν έστω και επ΄ ελάχιστον. Η δε ειρήνη του Θεού η υπερέχουσα πάντα νουν θέλει φρουρήσει την Αγίαν Εκκλησίαν Αυτού και θέλει καταπαύσει την επεγερθείσαν εναντίον αυτής ζάλην με νεύμα και πρόσταξιν του σου κράτους, εις δόξαν Αυτού και καύχημα της ενδόξου και θεοφιλούς βασιλείας σου».
Την επιστολήν ταύτην του Οσίου λαβών ο βασιλεύς την ανέγνωσε μεν, αλλ΄ απόκρισιν δεν είχε καιρόν να δώση, διότι μετέβαινεν εις τον πόλεμον. Ημείς δε ας έλθωμεν εις την περί του μακαρίου Σάββα διήγησιν. Αφού εξώρισαν αδίκως τον Πατριάρχην Ηλίαν, καθώς άνωθεν εγράψαμεν, έγινε πείνα μεγάλη και ακρίβεια πολλή εις όλην την Παλαιστίνην επί πέντε έτη και ουδόλως, κατά το διάστημα αυτό, έβρεξεν· όθεν ήτο πανταχού της Παλαιστίνης μεγάλη στενοχωρία, όχι μόνον μεταξύ των κοσμικών, αλλά και μεταξύ των Μοναχών, όσοι ήσαν εις κελλία και Μοναστήρια. Ο δε μέγας Σάββας εκυβέρνα επτά μεγάλα Μοναστήρια, τα οποία επίσης είχον μεγάλην στέρησιν των αναγκαίων, πλην αυτός δεν είχε μέριμνάν τινα περί τούτου, αλλ΄ εις μόνον τον Δεσπότην είχεν εναποθέσει τας ελπίδας του και παρ΄ Αυτού εζήτει βοήθειαν. Προσκαλέσας δε τους Ηγουμένους των Μοναστηρίων, είπε προς αυτούς να μη μεριμνώσι περί τούτου, ούτε να πικραίνωνται ουδόλως, αλλά να ελπίζωσιν εις τον Κύριον και εκείνος θέλει δώσει εις αυτούς τα χρειαζόμενα. Μετ΄ ολίγας ημέρας ήλθεν η Λαύρα του Αγίου εις τόσην στέρησιν, ώστε δεν είχον ούτε άλευρον, ούτε άλλο τι βρώσιμον. Απελθών λοιπόν ο διακονητής, είπε προς αυτόν, ότι κατά την ερχομένην Κυριακήν δεν θα είχον άρτον ούτε δια να λειτουργήσουν. Η θαυμασία όμως εκείνη ψυχή ουδέ τότε απηλπίσθη της θείας Προνοίας, αλλ΄ είπε προς αυτόν· «Εκείνος, τέκνον, όστις μάς είπε να μη μεριμνώμεν περί της αύριον, Αυτός έχει την φροντίδα μας και θέλει μάς στείλει εξ ύψους βοήθειαν, ώστε να μη στερηθώμεν της ιεράς Λειτουργίας». Ούτως ο Όσιος προεφήτευσε και (ω της μεγίστης προς αυτόν κηδεμονίας σου, Δέσποτα!) πριν φθάση η Κυριακή, ήλθον άγνωστοι τινες άνθρωποι, ως εκ θείας Προνοίας απεσταλμένοι, και φέρουν τριάκοντα υποζύγια φορτωμένα σίτον, οίνον και έλαιον και όσα άλλα είναι εις τροφήν επιτήδεια. Ευχαριστήσας λοιπόν τον Κύριον ο Όσιος, είπε προς τον κελλάρην· «Τι λέγεις, ολιγόπιστε; Αφήνομεν τώρα την ιερουργίαν δια την στέρησιν του άρτου»; Ο δε έπεσεν εις τους πόδας αυτού, μετανοών την προτέραν μικροψυχίαν και αιτών μετά δακρύων συγχώρησιν. Νουθετήσας λοιπόν αυτόν ο Όσιος να μη είναι πλέον τοσούτον μικρόψυχος, αλλά να επιρρίπτη προς τον Θεόν την μέριμναν, κατά τον Δαυϊδ, εν ειρήνη τον απέλυσε. Κατά την επομένην ήλθον από το σπήλαιον Μοναχοί τινες, λέγοντες, ότι οι ποιμένες αφήκαν τα πρόβατα και έτρωγαν τα σπαρτά της Λαύρας, όχι δε μόνον τούτο, αλλά και αυτοί πολλάκις εισήρχοντο εις το Μοναστήριον και ήρπαζον τροφάς δια της βίας προξενούντες εις τους αδελφούς καθ΄ εκάστην πολλήν ταραχήν και θόρυβον. Ο δε Άγιος παρήγγειλεν εις τους ποιμένας με ταπείνωσιν και πραότητα, κατά το σύνηθες, να απέχουν από την Λαύραν και να μη προξενήσουν πλέον άλλην ζημίαν εις τα των Μοναστηρίων. Εκείνοι όμως δεν έλαβον ουδόλως υπ΄ όψιν των τα λόγια του, αλλά πάλιν εποίουν ως πρότερον. Αλλ΄ ο Κύριος τούς εδίδαξε με το έργον να μη καταφρονώσι τους δούλους του και παρευθύς, ω παραδόξων πραγμάτων! Έστυψε το γάλα των προβάτων και απεστειρώθησαν· όθεν απέθνησκον τα αρνία των, μη έχοντα γάλα να φάγωσιν. Οι δε ποιμένες ηννόησαν, ότι δια την παρακοήν των έπαθον τοιαύτην ζημίαν και δραμόντες εις τον Άγιον έπεσαν εις τους πόδας αυτού, ολοφυρόμενοι δια την ζημίαν, και θερμώς εξομολογούμενοι την αμαρτίαν. Υπέσχοντο δε να μη πλησιάσουν πλέον εις τα όρια της Λαύρας. Ο δε συγχωρήσας ηυλόγησεν αυτούς, ομού δε με την ευλογίαν ελύθη και η τιμωρία, ηφανίσθη η των μαστών στείρωσις, έρρευσε κρουνηδόν το γάλα, και τα αρνία τρεφόμενα έθαλλον, όθεν μετεβλήθη εις χαράν η κατήφεια των ποιμένων.
Κινούμενος υπό της άνωθεν θείας Προνοίας ο Άγιος επήγε με δύο άλλους αδελφούς, Στέφανον και Ευθάλιον καλουμένους, να επισκεφθώσι τον μακάριον Πατριάρχην Ηλίαν, ο οποίος ήτο εις την εξορίαν δια την Ορθόδοξον Πίστιν, επειδή, ως ανωτέρω είπομεν, δεν ηθέλησε να ομολογήση τα του Σεβήρου. Ιδών δε ο Πατριάρχης τον Άγιον εχάρη πολύ και ευχαριστήσας αυτόν, όπου έλαβε τόσον κόπον, ογδοήκοντα ετών άνθρωπος, να περιέλθη τόσον τόπον, δια να τον εύρη εις την δεινήν εκείνην εξορίαν, τον εκράτησε πλησίον του ημέρας πολλάς, δια να απολαύση ο εις τον έτερον. Είχον δε συνήθειαν να συναντώνται καθ΄ εκάστην ημέραν την ενάτην ώραν να τρώγωσι μαζί· ημέραν δε τινα δεν εξήλθεν ο Πατριάρχης από το κελλίον του· όθεν έμεινε και ο θείος Σάββας νήστις με τους συντρόφους του. Τέλος το μεσονύκτιον εξήλθε περίλυπος ο Πατριάρχης και λέγει προς αυτούς· «Εγώ δεν έχω καιρόν να φάγω και μη με περιμένετε». Οι δε ηρώτησαν αυτόν την αιτίαν και διατί είχε τοσαύτην κατήφειαν. Ο δε απεκρίνατο πικρώς στενάξας· «Γνώριζε, μακάριε Σάββα, ότι ταύτην την ώραν απέθανε ο βασιλεύς Αναστάσιος και μέλλω να υπάγω και εγώ κατά την δεκάτην από σήμερον ημέραν, να παρασταθώμεν εις το φρικώδες Βήμα του Δεσπότου Χριστού, ίνα δικασθώμεν αμφότεροι». Την νύκτα δε ταύτην κατά την οποίαν είδεν ο Πατριάρχης την οπτασίαν έβλεπε και ο Άγιος κεραυνούς να κτυπώσι τον βασιλέα, αυτός δε φεύγων απέρρηξεν αισχρώς την ψυχήν. Πράγματι δε μετ΄ ολίγας ημέρας ηκούσθη η φήμη, ότι ο βασιλεύς ετελεύτησε. Μετά ταύτα ηκολούθησε και η κοίμησις του μακαρίου Ηλία κατά την πρόρρησιν. Μετά τον θάνατον του Αναστασίου εψήφισαν βασιλέα τον Ιουστίνον Α΄ (518-527), όστις έστειλεν εις όλην την Οικουμένην προστάγματα, να αναλάβουν και πάλιν τους θρόνους των οι Ορθόδοξοι Αρχιερείς και να γράψουν εις τας ιεράς βίβλους την εν Χαλκηδόνι συγκροτηθείσαν Αγίαν Δ΄ Οικουμενικήν Σύνοδον δια να απολαύση γαλήνην η Εκκλησία. Ήτο δε τότε γέρων ο τρισμακάριος Σάββας υπερβαίνων τα ογδοήκοντα έτη, ασθενής και αδύνατος από την άσκησιν, πλην εις την προθυμίαν της ψυχής ήτο νεώτερος και δεν εδίστασε καθόλου, αλλά δια τον ζήλον της Ορθοδοξίας έδραμεν εις την Καισάρειαν και την Σκυθόπολιν, κηρύσσων πανταχού το ευσεβές του βασιλέως διάταγμα και γράφων τας μέχρι τότε συγκροτηθείσας τέσσαρας Αγίας Οικουμενικάς Συνόδους εις τας ιεράς βιβλους των Εκκλησιών και νουθετών πάντας και οδηγών προς την Ορθοδοξίαν με το μέλι της γλυκυτάτης διδασκαλίας του.
Εις την οδόν δε εις την οποίαν επορεύετο έκειτο γυνή ασθενής αιμορροούσα από πολλών ετών, εξήρχετο δε απ΄ αυτής τοιαύτη δυσωδία, ώστε δεν ηδύνατο κανείς να πλησιάση· ακόμη δε και αυτοί οι συγγενείς της την εσιχαίνοντο· όθεν είχεν η δυστυχής μεγάλην στενοχωρίαν και βάσανον, επειδή ουδείς ιατρός ηδύνατο να της προσφέρη βοήθειαν. Ως είδε λοιπόν αυτή τον Άγιον διαβαίνοντα εκείθεν, εφώναξε ταύτα δακρύουσα· «Δούλε του Θεού, λυπήσου με την ταλαίπωρον». Ο δε σπλαγχνισθείς επ΄ αυτήν, επλησίασε και λαβών αυτήν εκ της χειρός την ήγειρε τεθεραπευμένην. Αύτη η φήμη ηκούσθη πανταχού και προσελθών τις, όστις είχε θυγάτριον υπό του πονηρού δαίμονος χαλεπώς βασανιζόμενον, παρεκάλει αυτόν να το θεραπεύση. Ευσπλαγχνισθείς δε αυτόν ο φιλανθρωπότατος Σάββας, εσφράγισε την παίδα με το σημείον του Τιμίου Σταυρού εις το όνομα του Δεσπότου Χριστού και ευθύς ελυτρώθη του δαίμονος και έλαβεν αυτήν ο πατήρ αυτής υγιαίνουσαν. Διότι τοσαύτην χάριν είχεν ο θείος Σάββας εις την ψυχήν, ώστε όσα εζήτει από τον Θεόν τα ελάμβανεν ανεμποδίστως και ετέλει τοιαύτα θαύματα. Το δε σώμα πάλιν είχεν υπήκοον εις το θέλημά του ο Όσιος και ούτε όταν ενήστευεν ήτο ασθενής από την πολλήν εγκράτειαν, καίτοι τας τεσσαρακοστάς έτρωγε μόνον άπαξ της εβδομάδος και συγχρόνως έκαμνεν όλας τας υπηρεσίας, ούτε όταν έτρωγε καθ΄ εκάστην εβλάπτετο ο στόμαχός του ουδόλως, αλλ΄ ήτο πάντοτε υγιής και άνοσος, ως άνθρωπος δυνατής και αβλαβούς κράσεως. Καθώς δε ήτο γενναίος εις το σώμα, ούτως ήτο και εις την ψυχήν· εις δε το φρόνημα ήτο μέτριος, εις τον τρόπον επιεικής, εις την ομιλίαν ηδύς και γλυκύτατος, εις το ήθος απλούστατος, εις την φρόνησιν βεβαιότατος, είχε δε και την αγάπην προς πάντας ειλικρινή και ανυπόκριτον.
Κατά το τέταρτον έτος της ανομβρίας ήλθον εις τον Άγιον οι Μοναχοί του σπηλαίου ζητούντες συγχώρησιν να αναχωρήσουν, διότι δεν ηδύναντο πλέον να υπομένουν την στενοχωρίαν του ύδατος. Ο δε Όσιος είπε προς αυτούς· «Υπομείνατε ολίγας ημέρας και θέλει έλθει το θείον έλεος εις σας». Ούτως είπε, και την τρίτην ημέραν ήλθεν εις εκείνο το Μοναστήριον τόση βροχή, ώστε επλήρωσεν όλας τας δεξαμενάς των υδάτων· και το παραδοξότερον, ότι δεν έβρεξεν εις άλλον τόπον ουδόλως, ειμή μόνον εις την Λαύραν εκείνην, από την οποίαν εμελέτων να φύγωσιν. Εις δε τα έτερα Μοναστήρια, τα οποία ήσαν εκεί πέριξ, ούτε ρανίς δεν έπεσεν· όθεν έδραμον και εκείνων οι Προεστώτες και Καθηγούμενοι και πίπτοντες εις τους πόδας του Αγίου, έλεγον ταύτα παραπονούμενοι· «Τι επταίσαμεν ημείς οι ταλαίπωροι και δεν κάμνεις και δι΄ ημάς δέησιν, να στείλη δρόσον ο Κύριος και εις ημάς, οίτινες έχομεν στενοχωρίαν και χρειαζόμεθα ανάψυξιν»; Ο δε, παρηγορών αυτούς, έλεγεν· «Εις εκείνους οίτινες είχον μεγαλυτέραν ανάγκην κατέπεμψε την ευλογίαν του ο Κύριος, εις ολίγον δε καιρόν θέλει αποστείλει και εις σας τα ελέη του».Ήλθε δε και η ημέρα των Εγκαινίων (Η 13η Σεπτεμβρίου του Ναού της Αναστάσεως) και ήσαν όλαι αι βρύσεις ξηραί, μη ευρισκομένου ουδαμού ύδατος· όθεν πολλοί εκινδύνευσαν. Ο δε Πατριάρχης Ιωάννης ο Γ΄ (516-524), ηρεύνα και έσκαπτε εις κάθε τόπον δια να εύρη ύδωρ, αλλά δεν ηδύνατο· όθεν σφόδρα ωδύρετο δια την συμφοράν της πόλεως. Ιδών δε αυτόν ούτω κλαίοντα φίλος τις αυτού, Σούμος ονόματι, είπε προς αυτόν· «Άλλην ιατρείαν δεν έχομεν, δέσποτα, ειμή μόνον να παρακαλέσης τον μέγαν Σάββαν, όπως ποιήση προς Κύριον δέησιν και μας λυτρώση από της μάστιγος ταύτης». Προσκαλέσας λοιπόν αυτόν ο Αρχιερεύς, τον παρεκάλει να δεηθή εις τον Θεόν όπως ευσπλαγχνισθή τον λαόν και στείλη ουρανόθεν το έλεός του. Ο δε Άγιος, προφασιζόμενος έλεγεν, ότι ήτο υπέρ την δύναμίν του η αίτησις. Τότε ο Πατριάρχης έπεσεν εις τους πόδας τού Οσίου μετά δακρύων δεόμενος και των γονάτων αυτού απτόμενος και παρεκάλει αυτόν να του υπακούση να μη απολεσθή τόσος κόσμος από την στέρησιν του ύδατος. Μη δυνάμενος λοιπόν να πράξη άλλως ο Άγιος, εκλείσθη εις τινα οίκον και παρήγγειλε προς όλους να προσεύχωνται, αυτός δε διέμεινεν έγκλειστος προσάγων θερμάς δεήσεις προς Κύριον. Την δε τρίτην ημέραν, κατά την πρώτην φυλακήν της νυκτός, έγινεν αίφνης συστροφή νεφών και αέρος σκότωσις και ήλθε τοσαύτη βροχή, ώστε επλημμύρισαν όλοι οι ποταμοί και τα φρέατα, αι δε πηγαί ενεπλήσθησαν ύδατος. Τότε όλοι οι κάτοικοι της πόλεως λυτρωθέντες των δεινών με μίαν ψυχήν και μίαν γλώσσαν ανέπεμπον την ευχαριστίαν προς τον Θεόν. Ολίγον μετά ταύτα ετελεύτησεν ο Πατριάρχης Ιωάννης, αφήσας εις τον θρόνον διάδοχον επιφανή τινα και ενάρετον Κληρικόν, τον Πέτρον Α΄ (524-552). Μετά τρία έτη ο βασιλεύς Ιουστίνος, γέρων ων, ησθένησε βαρέως· όθεν μη δυνάμενος πλέον να κυβερνά το βασίλειον, εψήφισεν αυτοκράτορα τον ανεψιόν του στρατηγόν και πατρίκιον Ιουστινιανόν. Ο δε Πατριάρχης Πέτρος επήγαινε συχνά με τον θείον Σάββαν εις την έρημον και τον ηυλαβείτο πολύ, όπως και οι πρότερον αυτού πατριαρχεύσαντες. Είχε δε ο Πατριάρχης αδελφήν τινα, Ησυχίαν ονόματι, πολύ ενάρετον, ήτις ήτο βαρέως ασθενής και ουδείς ιατρός ηδύνατο να την θεραπεύση· όθεν είχε μεγάλην την θλίψιν δι΄ αυτήν και παρεκάλεσε τον Άγιον να την θεραπεύση. Ο δε Όσιος, ποιήσας επ΄ αυτής τρις το σημείον του Τιμίου Σταυρού, την ανήγειρεν ευθύς υγιά εκ της κλίνης. Τοιαύτην αμοιβήν έλαβεν από τον Άγιον ο Επίσκοπος, δια την τιμήν και ευλάβειαν την οποίαν είχε προς αυτόν. Κατά τον καιρόν αυτόν ετελεύτησεν η Ιουλιανή η εγγονή του βασιλέως. Οι δε ευνούχοι αυτής, ως πιστότατοι όπου ήσαν και φίλοι του μακαρίου Σάββα από τον καιρόν της μεταβάσεώς του εις Κωνσταντινούπολιν, έλαβον χρήματα αναρίθμητα και τα έφερον, παρακαλούντες όπως τους δεχθή να γίνουν Μοναχοί. Ο Άγιος όμως δεν ηθέλησε να παραβή την τάξιν και να βάλη εις την Λαύραν αγένειόν τινα· μόνον αφού ενουθέτησεν αυτούς ικανώς τους έστειλεν εις τον Όσιον Θεοδόσιον τον Κοινοβιάρχην. Ολίγον δε μετά ταύτα ο Όσιος Θεοδόσιος ετελεύτησε. Κατά την εποχήν εκείνην εψήφισαν και οι Σαμαρείται ιδικόν των βασιλέα κάποιον Ιουλιανόν ονόματι και εβασάνιζον πολύ τους Χριστιανούς, πολλούς δε και εθανάτωσαν, επερχόμενοι εις τα χωρία, τα οποία εγειτόνευον με αυτούς και μάλιστα εις τα περίχωρα της Νεαπόλεως. Εκεί τον μεν Επίσκοπον απέκτειναν, άλλους Ιερείς ηχμαλώτισαν, άλλους εφόνευσαν, ετέρους δε δια πυρός κατέκαυσαν και άλλας μυρίας ύβρεις κατά των Χριστιανών διέπραξαν οι ανόσιοι. Ταύτα μαθών ο βασιλεύς έστειλε στράτευμα και καθυπέταξε τους Σαμαρείτας, εφόνευσαν δε και τον βασιλέα αυτών Ιουλιανόν· τον δε Σιλουανόν, όστις έπραξε πολλά άτοπα κατά των Χριστιανών, κατέκαυσαν δικαίως τον άδικον, δια να πληρωθή εις αυτόν η του Οσίου Σάββα πρόρρησις. Εις δε απ΄ εκείνους οίτινες ηκολούθουν αυτόν, την κλήσιν Αρσένιος, την αξίαν ιλλούστριος (λαμπρός—επιφανής), επήγεν εις το Βυζάντιον και έχων παρρησίαν (δεν γνωρίζω πόθεν και πως) προς τον βασιλέα, του είπε πολλά ψεύματα, ότι οι άνθρωποι της Παλαιστίνης ήσαν οι αίτιοι της των Σαμαρειτών στάσεως· όθεν εθυμώθη ο βασιλεύς κατ΄ αυτών και εσκέπτετο να τους τιμωρήση.
Ταύτα μαθών ο Πατριάρχης της Ιερουσαλήμ, ελυπήθη τον λαόν αυτού και παρεκάλεσε θερμώς τον Άγιον να υπάγη και πάλιν εις την Κωνσταντινούπολιν να παρακαλέση τον βασιλέα, όπως μη κακοποιήση τους αναιτίους. Ο δε Όσιος, αν και γέρων πλέον ενενήκοντα ετών, δεν ηναντιώθη ποσώς, δεν ώκνησε, δεν εδειλίασε το μάκρος της οδού ή ασθένειαν του σώματος, αλλά δια να σώση ψυχάς από κίνδυνον θανάτου, εκίνησε με τόσην προθυμίαν, ως να ήτο νέος και ανδρείος και επήγεν εις το Βυζάντιον. Ακούσας ο βασιλεύς, ότι ο Σάββας έρχεται, έστειλεν ευθύς πλοίον βασιλικόν και πολλούς δορυφόρους να τον φέρωσι με τιμήν πολλήν καθώς έπρεπεν· έπειτα έστειλε και τον Πατριάρχην Επιφάνιον με όλον τον Κλήρον να τον προϋπαντήσωσι, κρίνων εν τη διανοία αυτού, ότι δεν υπεδέχετο επίγειόν τινα, αλλ΄ ουράνιον Άγγελον. Αφού δε έφθασεν ο Σάββας εις το Παλάτιον, έβλεπεν ο βασιλεύς στέφανον με λάμψιν ανθηράν εις την κεφαλήν του Αγίου εστολισμένον με διαφόρους χάριτας και εξαστράπτοντα από λαμπρότητα. Καταπλαγείς όθεν δια την όρασιν ταύτην και εγερθείς ταχέως από της καθέδρας αυτού, ησπάζετο την ιεράν εκείνην κεφαλήν με πολλήν χαράν και ευλάβειαν.
Αφού λοιπόν κατησπάσθη τον Όσιον ο βασιλεύς και έλαβε τας ευλογίας αυτού, εκάλεσεν ευθύς και την βασίλισσαν και τον παρεκάλεσε να την ευλογήση και να την ευχηθή να κάμη τέκνον, διότι ήτο στείρα και είχον πολλήν εκ τούτου αθυμίαν αμφότεροι. Ο δε Άγιος δεν ηυχήθη ουδόλως εις αυτήν τεκνογονίαν, μόνον ηυχήθη αμφοτέρους τους βασιλείς να τους ενδυναμώνη ο Κύριος, να τους δίδη νίκην κατ΄ εχθρών και έτερα όμοια. Η δε βασίλισσα του έλεγε πάλιν δια παιδοποιϊαν, αλλ΄ ο Όσιος επαναλάμβανε την πρώτην ευχήν. Τούτο δε έγινε πολλάκις, ώστε πάντες ηννόησαν, ότι δεν ήθελε να της ευχηθή ο Άγιος τεκνογονίαν· όθεν απήλθεν η βασίλισσα περίλυπος. Μερικοί δε φίλοι του βασιλέως ηρώτησαν τον Όσιον· «Διατί δεν ηυχήθης τέκνον εις την βασίλισσαν, αλλά την εσκανδάλισες τόσον»; Ο δε απεκρίνατο· «Ο Θεός να μη της δώση τέκνον, διότι εάν γεννηθή εξ αυτής παιδίον, θέλει ανακαινίσει τα δόγματα του Σεβήρου, και θέλει προκαλέσει περισσότερον θόρυβον και σύγχυσιν εις την Εκκλησίαν από τον Αναστάσιον». Ο δε βασιλεύς Ιουστινιανός τόσην αγάπην και ευλάβειαν έδειξε προς τον Άγιον, ώστε όχι μόνον συνεχώρησε τους Παλαιστίνους, αλλά και τους Σαμαρείτας εδίωξεν έξω της πόλεως, προστάξας να κάμουν τας συναγωγάς αυτών έξωθεν, εθέσπισε δε και νόμον να μη κληρονομούν οι επιζώντες τους αποθνήσκοντας, δια να μη πλεονάζη ο πλούτος των, όστις δε εξ αυτών στασιάση εις το εξής, να τον φονεύωσι. Τούτο φοβηθείς και ο ρηθείς Αρσένιος εδέχθη και έλαβε το άγιον Βάπτισμα παρά του Οσίου, διότι ήτο Σαμαρείτης το πρότερον. Αλλά ταύτα μεν έγιναν ύστερον· ημείς δε ας είπωμεν περί του πιστού βασιλέως και τα επίλοιπα. Γνωρίζων ο Ιουστινιανός πόσον ετίμησε τον Άγιον ο βασιλεύς Αναστάσιος, ο οποίος αν και δεν ήτο Ορθόδοξος εν τούτοις του εχάρισε τόσον χρυσίον, ηθέλησε και αυτός να του δώση ακόμη περισσότερον. Ευχαριστήσας ο Όσιος τον βασιλέα δια την καλήν αυτού προαίρεσιν, είπε προς αυτόν· «Εκείνος ο φιλόστοργος Πατήρ και φροντιστής των ψυχών και των σωμάτων ημών, όστις έτρεφε πλουσίως τον απειθή λαόν εις την έρημον, έχει και την μέριμναν και φροντίδα ημών, αλλ΄ από το κράτος σου χρειαζόμεθα να μας κάμης φιλοτιμίαν αναγκαιοτέραν χρημάτων, εάν ορίζη η βασιλεία σου. Οι Παλαιστίνοι υπέστησαν και ανά πάσαν στιγμήν υφίστανται πολλά από τους Σαμαρείτας. Πολλά κτίσματα και Ναούς τούς εχάλασαν, πρόβατα και βόας και άλλα κτήνη τούς ήρπασαν, πολλούς εξ αυτών ηχμαλώτευσαν, τους καρπούς των κατέκαυσαν και ετέρας ζημίας επροξένησαν εις αυτούς, περιήλθον δε εις τοιαύτην πτωχείαν, ώστε ούτε την καθημερινήν των τροφήν δεν έχουσι και λιμοκτονούσιν οι τάλανες».
«Δι΄ όλα αυτά δέονται και παρακαλούν την βασιλείαν σου, συνέχισε λέγων ο Όσιος, να τους αφήσης ολίγον καιρόν τον φόρον, δια να λάβουν ολίγην άνεσιν και κατόπιν να πληρώνουν πάλιν το οφειλόμενον· έτι δε, όσοι έρχονται να προσκυνήσουν τον ζωοποιόν Τάφον του Σωτήρος μας χρειάζονται και αυτοί στέγην, να αναπαύωνται ολίγον από τον κόπον της οδοιπορίας, μάλιστα εάν ασθενήσωσιν. Όθεν είναι πολύ αναγκαίον να κτισθή δια τον σκοπόν αυτόν νοσοκομείον ευρύχωρον, αλλά και ο θείος Ναός της Θεοτόκου, τον οποίον έκτισεν ο Πατριάρχης Ηλίας, είναι ημιτελής και έχει ανάγκην συμπληρωματικής κατασκευής και στολισμού· ομοίως και τα Μοναστήρια, τα οποία έκτισα, δεν έχουν ουδέν φρούριον πλησίον των, ώστε να προφυλάσσωνται οι αδελφοί εις ώραν ανάγκης. Προ πάντων δε αι αιρέσεις του Αρείου, του Νεστορίου, του Ωριγένους και των Μονοφυσιτών θορυβούν και ταράττουν την Εκκλησίαν. Δια τούτο πρέπει η βασιλεία σου να βάλη εις τούτο πολλήν επιμέλειαν, να αφανίσης με την πολλήν σου δύναμιν τα ζιζάνια. Εάν τελέσης αυτά, τα οποία σοι είπον, έχω θάρρος και ελπίζω εις τον Θεόν να σου χαρίση πλουσίας τας αμοιβάς, να υποταχθούν εις σε η Ρώμη, η Καρχηδών και όσα άλλα μέρη εστασίασαν, να προσκυνήσουν πάλιν το κράτος της ευσεβείας σου».
Τοιαύτας αιτήσεις φιλοθέους τε και κοινωφελείς εποίησεν ο θείος Σάββας, ο δε πιστότατος βασιλεύς, έχων μεγάλην δίψαν να φιλοτιμήση τον Άγιον, έγραψεν ευθύς προστάγματα εις όλους τους τόπους κατά των προαναφερθέντων αιρετικών, προστάσσων τους ηγεμόνας και τους άρχοντας όπως άνευ ουδεμιάς αναβολής τελέσουν ευθύς το προστασσόμενον. Έγραψε δε προς Αντώνιον, τον Αρχιερέα της Ασκάλωνος και τον Ζαχαρίαν, να εκτιμήσωσι τας ζημίας τας οποίας επροξένησαν οι Σαμαρείται εις τους Παλαιστίνους δια να τους ανταμείψη, απαλλάσσων αυτούς από της καταβολής των φόρων επί τόσα έτη, όσας δε Εκκλησίας κατέστρεψαν να τας ανακαινίσουν με κρατικά έξοδα· έτι δε να κτίσουν εις την Αγίαν Πόλιν νοσοκομείον, εις το οποίον να αφιερώσουν σιτηρέσιον κατ΄ έτος φλωρία χίλια οκτακόσια πεντήκοντα· να κτίσουν δε πλησίον της Λαύρας πύργον και φρούριον ισχυρόν δια να το έχουν οι Μοναχοί εις κάθε περίστασιν ασφαλές καταφύγιον. Προ πάντων δε να αναθεματίσουν επισήμως τας προρρηθείσας αιρέσεις και να αγωνισθούν δια την εξάλειψιν αυτών.
Ταύτα διέταξεν ο βασιλεύς με πολλήν επιμέλειαν, ο δε ΄Αγιος τον ηυχαρίστησεν, υποσχόμενος να δέηται του Θεού υπέρ αυτού και ο λόγος του εις ολίγον καιρόν επραγματοποιήθη. Όλη η Αφρική, το ισχυρόν κράτος των Βανδήλων η Καρχηδών, η Ρώμη και πολλά άλλα μέρη ήλθον εις την υποταγήν του, καθώς ηυχήθη εις αυτόν ο Άγιος. Λαβών δε ο Όσιος τα βασιλικά προστάγματα, ανεχώρησεν επιστρέφων εις Ιεροσόλυμα και διαβαίνων από την Καισάρειαν και την Σκυθόπολιν εκήρυττε πανταχού την Ορθοδοξίαν, διδάσκων και νουθετών άπαντας προς ευσέβειαν, ενεχείρισε δε και προς τους προρρηθέντας Επισκόπους τας επιστολάς του βασιλέως, οίτινες λαβόντες αυτάς απήλθον εις την πρώτην Παλαιστίνην, εις την οποίαν οι Σαμαρείται είχον προξενήσει τας μεγαλυτέρας ζημίας και εξετίμησαν αυτάς εις δώδεκα κεντηνάρια (390 κιλά χρυσού περίπου) χρυσού, εις δε την Σκυθόπολιν μετριώτερον, τα ποσά δε ταύτα εχάρισεν ο Ιουστινιανός από τους φόρους κατά την υπόσχεσιν. Εκτίσθησαν δε εις ολίγον καιρόν και αι οικοδομαί και το φρούριον κατά την προσταγήν του βασιλέως.
Ο δε Όσιος, αφού επέστρεψεν εις τους Αγίους Τόπους και προσεκύνησε τον Τάφον του Σωτήρος, ήλθεν εις την Λαύραν αυτού και μετά μικρόν ησθένησε. Τότε ο Πατριάρχης Πέτρος απήλθεν ευθύς εις επίσκεψίν του και ιδών αυτόν ότι δεν είχε τίποτε από όσα έχει ανάγκην ο ασθενής προς θεραπείαν του σώματος, τον παρεκάλεσε να δεχθή να τον υπάγουν εις το Πατριαρχείον δια να εύρη ολίγην ανακούφισιν. Όθεν έκαμεν υπακοήν, και τον επήγαν εις το Πατριαρχείον, εις το οποίον έμεινεν ολίγον καιρόν βασανιζόμενος υπό της νόσου. Επειδή όμως έφθασε τότε και η ώρα να μεταβή προς τον ποθούμενον Χριστόν, του απεκάλυψεν ο Κύριος δι΄ οπτασίας ότι μέλλει να υπάγη εις τα ουράνια. Ευθύς τότε προστάσσει και τον επήγαν εις το κελλίον του και ασπασάμενος όλους τους αδελφούς εψήφισεν αντ΄ αυτού Προεστώτα πνευματικόν τινα έμπειρον και άξιον να ποιμάνη τοσαύτα λογικά θρέμματα, Μελιτάν καλούμενον, και ούτω παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις τας αχράντους χείρας του Δεσπότου Χριστού, τη Πέμπτη (5) του Δεκεμβρίου μηνός εν έτει 533, ζήσας τα πάντα έτη ενενήκοντα τέσσαρα. Συνήχθη δε τότε όχι μόνον το πλήθος πάντων των Μοναχών, αλλά και κοσμικοί αναρίθμητοι και Ιερείς και Αρχιερείς ομού μετά του Πατριάρχου, οι οποίοι μετά της προσηκούσης τιμής, μετά φωταψίας, υμνωδιών και θυμιαμάτων, ενεταφίασαν το πάνσεπτον εκείνο και ιερώτατον λείψανον. Τοιούτος μεν ήτο ο Βίος του μακαρίου Σάββα, και ούτως υπερφυή τα κατά Θεόν αυτού κατορθώματα. Αλλ΄ ας είπωμεν και ολίγα τινά από τα πολλά του θαυμάσια, τα οποία εποίησε μετά την σεβασμίαν αυτού μετάστασιν. Διάκονός τις, Ρωμύλος ονόματι, ήτο εις την Γεθσημανή, του οποίου διέρρηξαν την οικίαν και έκλεψαν εξ αυτής πολύ αργύριον· όθεν οδυρόμενος την συμφοράν, απήλθεν εις τον Ναόν του Αγίου Θεοδώρου, όστις εφανέρωνε τους κλέπτας, και εδέετο να του αποκαλύψη το αγνοούμενον. Ποιήσας λοιπόν εκεί ημέρας πέντε, βλέπει τον Μάρτυρα την νύκτα και λέγει προς αυτόν· «Τι κλαίεις»; Ο δε είπε την αιτίαν· του λέγει δε πάλιν ο Άγιος, ώσπερ απολογούμενος· «Δεν ήμην εδώ, διότι ο μακάριος Σάββας εκοιμήθη και προσετάχθημεν όλοι οι Μάρτυρες να συνοδεύσωμεν την αγίαν του ψυχήν εις τον τόπον της αναπαύσεώς της. Πήγαινε όμως τώρα εις τον δείνα τόπον, και εκεί θα εύρης τους κλέπτας και το αργύριον». Πράγματι ούτω και εγένετο. Δύο άλλοι αδελφοί φίλοι πιστοί του Αγίου είχον χωράφιον και αμπελώνα, κατά δε την ώραν του τρυγητού ησθένησαν βαρέως αμφότεροι και έκειντο βασανιζόμενοι· εχάνετο δε ο καρπός διότι δεν ήτο κανείς δια να τον συνάξη. Έχοντες λοιπόν διπλήν την θλίψιν, την δεινήν ασθένειαν και την του αμπελώνος απώλειαν, ενθυμούμενοι δε την αγάπην την οποίαν είχε προς αυτούς ο Άγιος ότε ακόμη ευρίσκετο εις την παρούσαν ζωήν, τον επεκαλέσθησαν εις βοήθειαν και ευθύς φαίνεται εις έκαστον εξ αυτών χωριστά και τους λέγει· «Εδεήθην του Θεού δια σας και σας εθεράπευσε· λοιπόν υπάγετε αύριον εις την άμπελον υγιαίνοντες». Την πρωϊαν λοιπόν ηγέρθησαν χωρίς καμμίαν ασθένειαν και απελθόντες εκήρυττον λαμπρώς την θαυματουργίαν της θεραπείας των και ετέλεσαν εορτήν χαρμόσυνον. Γυνή τις από την Παλαιστίνην καλουμένη Γινάρουσα, ευσεβής και φιλάρετος, έταξε να κάμη δύο παραπετάσματα δια τους δύο Ναούς του Οσίου, του σπηλαίου και του Καστελλίου. Ανέθεσε λοιπόν αύτη εις δύο γυναίκας να κατασκευάσουν ταχέως τα παραπετάσματα ταύτα, δώσασα εις αυτάς όλα τα απαιτούμενα υλικά και πληρώσασα και τον κόπον των· εκείναι όμως αμελούσαν. Η δε Γινάρουσα επικραίνετο μήπως και λυπηθή ο Άγιος δια την βραδύτητα και την μη εκτέλεσιν της υποσχέσεως. Αλλ΄ ο θαυμάσιος Σάββας εφάνη εις οπτασίαν και της λέγει· «Μη λυπείσαι και αύριον γίνονται τα παραπετάσματα καθώς έταξες». Ταύτα μεν είπε προς αυτήν πράος και ήμερος· προς τας γυναίκας όμως, αι οποίαι επληρώθησαν να τα υφάνωσιν, εφάνη φοβερός και άγριος, απειλών ότι εάν δεν κάμνουν αμέσως το έργον θα τας αφανίση. Την πρωϊαν έντρομοι αι γυναίκες ανέφερον προς αλλήλας την όρασιν και ευθύς άφησαν όλας τας άλλας εργασίας των και εξετέλεσαν μόνον εκείνην. Τοιουτοτρόπως εξεπληρώθη η υπόσχεσις της θεοφιλούς εκείνης γυναικός. Καιρόν τινα έφεραν σίτον εις την Νεκράν θάλασσαν, και καθώς ήρχετο Σαρακηνός τις με τας καμήλους φορτωμένας, όταν ήτο πλησίον της Λαύρας εις τον κρημνόν, παρεπάτησεν ολίγον μία μεγάλη κάμηλος και έπεσε κάτω εις τον χείμαρρον με όλον το φορτίον αυτής. Ο Σαρακηνός ως είδε την κάμηλον κρημνιζομένην εβόησεν· «Αββά Σάββα, αι ευχαί σου να την βοηθήσουν». Πριν τελειώση τον λόγον του βλέπει γέροντα τινα ασπρογένην επάνω της καμήλου καθήμενον. Κατελθών δε από άλλο μέρος ευκολόβατον εις τον χείμαρρον εύρεν αυτήν υγιά χωρίς να έχη καν παραμικράν πληγήν και θαυμάσας επί τούτω ο βάρβαρος ηυχαρίστησε θερμώς τον Άγιον με δωρεάς όχι μόνον τότε, αλλά και κατ΄ έτος έδιδεν εις την Μονήν του Αγίου από τον κόπον του τρία νομίσματα προς ευχαριστίαν της χάριτος. Ας είπωμεν δε και άλλο τι γλυκύ και παράδοξον δια τέλος και σφραγίδα των άλλων, τα οποία ετέλεσε μετά θάνατον. Καιρόν τινα ένεκεν της ανομβρίας δεν είχεν η Λαύρα ύδωρ, καθώς και ανωτέρω είπομεν. Εκ τούτου δε εστενοχωρούντο πολύ οι Μοναχοί και εσκέπτοντο να κτίσουν οικοδομήν επάνω της πέτρας να σκάψουν δε και κάτωθεν αυτής λάκκον βαθύτατον, ως φρέαρ, δια να συνάγωνται εκεί τα όμβρια ύδατα. Εμίσθωσαν λοιπόν προς τούτο δύο καλούς τεχνίτας Μάμαντα και Αυξέντιον καλουμένους και έκτισαν όλην την οικοδομήν επάνω εις την πέτραν, κάτωθεν της οποίας έκειτο του Σάββα το μακάριον λείψανον. Έπειτα επελέκησαν μέρος της πέτρας δια να κάμουν δεξαμενήν, εις την οποίαν θα συνεκεντρούντο τα ύδατα της βροχής. Τότε έγινεν αιφνιδίως ραγδαία και μεγάλη βροχή τόσον, ώστε ενεπλήσθη ύδατος η οικοδομουμένη δεξαμενή και θραυσθείσα παρεσύρθη εις τον κρημνόν. Και ο μεν Μάμας μετά βίας ηδυνήθη να σωθή εκ του κινδύνου, ο δε Αυξέντιος, όστις ήτο και νεώτερος, παρεσύρθη υπό των υδάτων και ερρίφθη ομού με τους λίθους της οικοδομής εις τον κρημνόν, όστις ήτο βάθους δέκα οργυιών. Έκλαιε δε ο Μάμας την του νέου απώλειαν, νομίζων, ότι απέθανεν από την πλημμύραν των υδάτων και τα κτυπήματα των λίθων. Αφού όμως έπαυσεν η βροχή, ευρέθη ο νέος Αυξέντιος κάτωθεν των καταπεσόντων λίθων, ω των θαυμασίων σου, παντοκράτωρ και παντοδύναμε Δέσποτα! Όλως υγιής, χωρίς να έχη ουδόλως παραμικράν πληγήν εις το σώμα του, διότι ο Άγιος με την δύναμιν της μεγίστης παρρησίας αυτού προς τον Κύριον ημπόδιζε τους λίθους και διεκώλυε τα ύδατα να μη τον εγγίσουν. Εξελθών λοιπόν υγιής και χαίρων, εκήρυττε πανταχού την μεγίστην ταύτην θαυματουργίαν, την οποίαν ετέλεσεν εις αυτόν ο τρισόλβιος Σάββας, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, του ενός Θεού, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΣΤ΄ (6η) του Δεκεμβρίου μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών ΝΙΚΟΛΑΟΥ Αρχιεπισκόπου Μύρων της Λυκίας του

Δημοσίευση από silver »

Άγγελος εν τω κόσμω αληθώς ανεδείχθης Νικόλαε Χριστού Ιεράρχα και νυν αγγέλων χοροίς συνών την δε ημών προσφοράν δέξαι Άγιε· ταις σαις γαρ αντιλήψεσι, προστρέχοντες αναβοώμεν

Χαίρε ο τύπος της εγκρατείας
Χαίρε ο λύχνος της ευσεβείας
Χαίρε της Τριάδος η σάλπιγξ η εύηχος
Χαίρε της Αρείου μανίας ο έλεγχος
Χαίρε ύψος ταπεινώσεως και αγάπης θησαυρός
Χαίρε βοηθός ιλαρότητος και θαυμάτων ποταμός
\Χαίρε ότι εδείχθης εκκλησίας λαμπρότης
Χαίρε ότι τυγχάνεις ιερέων φαιδρότης
Χαίρε πτωχών προστάτης θερμότατος
Χαίρε ημών λιμήν ακλυδωνέστατος
Χαίρε οξύς κυβερνήτης πλεόντων
Χαίρε ταχύς αρωγός των βοώντων
ΧΑΙΡΟΙΣ ΠΑΤΕΡ ΝΙΚΟΛΑΕ

Νικόλαος ο της νίκης επώνυμος και εν Αγίοις θαυματουργός Πατήρ ημών εγεννήθη εις τα Πάταρα της Λυκίας, πότε ακριβώς δεν είναι γνωστόν, πάντως κατά το έτος τα΄ (300), επί της εποχής των ασεβών αυτοκρατόρων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού ήτο Αρχιερεύς των Μυραίων, έφθασε δε και μέχρι των χρόνων του Μεγάλου Κωνσταντίνου και έλαβε μέρος εις την Αγίαν Α΄ Οικουμενικήν Σύνοδον την εν Νικαία συγκροτηθείσαν κατά το έτος τκε΄ (325), εκοιμήθη δε περί το έτος τλ΄ (330). Παρακολουθήσατε όμως μετά μεγάλης προσοχής τον κατά πλάτος Βίον αυτού, όπως συνέγραψεν αυτόν ο Όσιος Συμεών ο Μεταφραστής, ίνα πολλήν την ευφροσύνην λάβητε, διότι όντως ούτος είναι ηδύτατος και πανευφρόσυνος. Επιδέξιος είναι, αδελφοί μου Χριστιανοί, η χειρ των ζωγράφων και επιτηδεία εις το να μιμηθή την αλήθειαν και να παραστήση τα πράγματα όπως φαίνονται. Ικανώτερος όμως και επιτηδειότερος είναι ο λόγος και καθαρώτερον δύναται να περιγράψη το πράγμα από την του ζωγράφου εικονογραφίαν, διότι ο λόγος παρακινεί την ψυχήν προς αγαθοεργίαν και μίμησιν των καλών ανθρώπων περισσότερον από την εικονογραφίαν την άψυχον. Και όλαι μεν αι διηγήσεις και οι λόγοι περί των Αγίων του Θεού δύνανται να ελκύσουν τον ακροατήν εις αρετήν και πράξιν του καλού· του Αγίου όμως Πατρός ημών Νικολάου ο Βίος και τα κατορθώματα δύνανται να παρακινήσουν περισσότερον τον άνθρωπον εις εφαρμογήν, διότι η ανάγνωσις αυτού προσφέρει μεγάλην ευφροσύνην και χαράν και εις τον λέγοντα τούτον και εις τον μετά πάσης προθυμίας ακούοντα, διότι αμφότεροι αισθάνονται χαράν και αγαλλίασιν. Τούτου του Αγίου τα έργα και τας πράξεις έρχομαι να διηγηθώ, ευλογημένοι Χριστιανοί, και παρακαλώ υμάς ίνα μετά προθυμίας ακούσητε.
Εις τα μέρη της Ανατολής ήτο πόλις ήτις ελέγετο Πάταρα κειμένην εις την περιοχήν της Λυκίας. Aπό ταύτην λοιπόν την πόλιν κατήγετο, ως είπομεν, και ο μέγας θαυματουργός Πατήρ ημών Νικόλαος καταγόμενος εξ ευσεβών και Χριστιανών γονέων, οίτινες ούτε πολύ πτωχοί ήσαν ώστε να καταφρονώνται παρά των άλλων, αλλ΄ ούτε και πολύ πλούσιοι δια να υπερηφανεύωνται· είχον δε μόνον το αρκετόν προς συντήρησιν εαυτών και δια την των πτωχών συνδρομήν. Περί δε της αρετής αυτών φαίνονται εκ του υιού των· διότι και ο Κύριος λέγει εις το Ιερόν Ευαγγέλιον, ότι «εκ γαρ του καρπού το δένδρον γινώσκεται (Ματθ. ιβ: 33), ήτοι από τον καρπόν θα εννοήσης και το δένδρον. Δεν εγέννησαν δε οι γονείς αυτού άλλον υιόν ούτε πρότερον ούτε ύστερον και τούτο ίνα φανή ότι εις το εξής άλλος αδελφός δεν θέλει δυνηθή να φθάση αυτόν εις την αρετήν. Βρέφος δε έτι ων εδείκνυε τις ήθελε γίνει μετά ταύτα, διότι όλας τας ημέρας της εβδομάδος, πλην Τετάρτης και Παρασκευής, εθήλαζεν ως και τα λοιπά βρέφη, κατά δε την Τετάρτην και την Παρασκευήν ουδόλως έβαζε τον μαστόν της μητρός αυτού εις το στόμα του ειμή μόνον άπαξ της ημέρας· και τούτο μετά την δύσιν του ηλίου.
Τοιούτος εφαίνετο απ΄ αρχής και παιδιόθεν ο Άγιος, ότι δηλαδή θα ευαρεστήση τον Θεόν. Όταν δε ήλθεν εις ηλικίαν δεκτικήν μαθήσεως, εφοίτησεν εις το σχολείον και έμαθε τα αρκούντα εις αυτόν γράμματα. Και τας μεν ατάκτους και απρεπείς συνομιλίας και συναναστροφάς των νέων καθ΄ ολοκληρίαν εμίσει, ηγάπα δε μόνον το να πηγαίνη τακτικά εις την Εκκλησίαν και να συναναστρέφηται μετά των φρονίμων και γερόντων, όπως λαμβάνη παρ΄ αυτών καλάς συμβουλάς ωφελούμενος ψυχικώς, τούτο δε είχεν ως κύριον έργον. Τοιούτος δε ων και παρ΄ όλων τιμώμενος, ανδρωθείς δε και κατά την ηλικίαν και την φρόνησιν, ο Άγιος εκρίθη άξιος Ιερωσύνης από τον Αρχιερέα του καιρού εκείνου, Νικόλαον και αυτόν καλούμενον, όστις και τον εχειροτόνησεν Ιερέα. Ήτο δε ο Αρχιερεύς εκείνος αδελφός του πατρός του, αναφέρεται δε εις τον λόγον του Αγίου ότι όταν εχειροτονείτο παρά του θείου του Ιερεύς, προείπεν εκείνος δι΄ αυτόν ενώπιον πάντων, εκ του Αγίου Πνεύματος φωτισθείς, ότι έμελλε να χειροτονηθή και Αρχιερεύς και πολλούς τεθλιμμένους θέλει παρηγορήσει και πολλάς ψυχάς θέλει εξαποστείλει εις την Βασιλείαν των ουρανών, ως το έδειξαν και τα πράγματα ύστερον και ηλήθευσεν ο λόγος του Αρχιερέως και θείου του.
Αφ΄ ότου λοιπόν ο Άγιος εχειροτονήθη Ιερεύς τις δύναται να διηγηθή όσας αρετάς και καλωσύνας έκαμνε; Τις τας αγρυπνίας, τας νηστείας, την εγκράτειαν και τας προσευχάς υπέρ του λαού; Ταύτα βλέπων και ο θείος του, ο Αρχιερεύς Νικόλαος, εθαύμαζε διότι τοσούτον μέγας κατέστη εις την αρετήν. Θέλων δε να υπάγη χάριν προσκυνήσεως εις τα Ιεροσόλυμα, αφήκε τον Άγιον επίτροπον του θρόνου του και επιτηρητήν εις το Μοναστήριον, το οποίον είχε κτίσει ο ίδιος επονομάσας αυτό Νέαν Σιών. Εκυβέρνα δε ο Άγιος και την Επισκοπήν και το Μοναστήριον ως να ήτο ο ίδιος ο Αρχιερεύς. Αλλ΄ αυτά μεν έγιναν ύστερον, τα δε κατ΄ αρχάς ακούσατε. Νέου έτι όντος του Αγίου απέθανον ο πατήρ και η μήτηρ του και αφήκαν εις αυτόν όχι ολίγην περιουσίαν, την οποίαν διεσκόρπισεν εις διατροφάς πεινώντων, εις ενδυμασίας γυμνών και εις περίθαλψιν ορφανών και χηρών, ουχί δε εις αλόγους επιθυμίας, εις πολυτελή ενδύματα και εις παντοειδείς διασκεδάσεις ως οι νέοι της σημερινής εποχής, διότι ήκουε τον Προφητάνακτα Δαβίδ, όστις λέγει: «Πλούτος εάν ρέη, μη προστίθεσθε καρδίαν (Ψαλμ. ξα: 11). Τούτο έπραττε και ο Άγιος· δεν έδιδε προσοχήν καθ΄ ολοκληρίαν εις τον ρέοντα και φθαρτόν πλούτον, αλλά διεσκόρπιζεν αυτόν ως έπρεπεν, ίνα κερδήση άφθαρτον και αιώνιον· εκ των πολλών δε ελεημοσυνών, τας οποίας έπραξεν, ακούσατε μίαν θαυμαστήν και παράδοξον.
Τον καιρόν εκείνον ήτο εις πολύ πλούσιος άνθρωπος, όστις είχε τρεις θυγατέρας παρθένους, κατά πολύ ωραίας. Από φθόνον δε του εχθρού ο άνθρωπος αυτός έφθασεν εις μεγάλην πτωχείαν και απεφάσισε να βάλη τας θυγατέρας του εις πορνείον, ίνα δια του μέσου αυτού προσπορίζωνται και οι τέσσαρες τα προς το ζην αναγκαία. Και ο μεν πατήρ των θυγατέρων εκείνων ούτως απεφάσισε να πράξη· ο δε πανάγαθος Θεός, ο γινώσκων τα κρύφια των καρδιών, θέλων να ελευθερώση τας τρεις εκείνας ψυχάς εκ της κολάσεως, έτι δε και να φανερωθή και η κρυπτή αρετή του Αγίου, τι ωκονόμησεν; Κατά την ιδίαν εκείνην ημέραν, κατά την οποίαν εφανέρωσεν ο πατήρ αυτός την βουλήν του, το έμαθε και ο Άγιος Νικόλαος· όθεν έσπευσεν ευθύς να σώση τας ψυχάς αυτάς και δέσας εις εν μανδήλιον τριακόσια φλωρία, επήγε κρυφίως την ιδίαν εκείνην νύκτα και ρίψας αυτά εκ τινος θυρίδος εις τον οίκον του πτωχεύσαντος πλουσίου ευθύς ανεχώρησε δια να μη φανερωθή εις κανένα, διότι απέφευγε τον έπαινον των ανθρώπων και μόνον ίνα αρέση εις τον Θεόν επεθύμει, διότι ήκουε του ιερού Ευαγγελίου λέγοντος· «Σου δε ποιούντος ελεημοσύνην, μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου» (Ματθ. στ: 3)· ήτοι, όταν πράττης την ελεημοσύνην, να μη το γνωρίζη κανείς. Και ο μεν Άγιος Νικόλαος ούτως εν τω κρυπτώ εποίησε την ελεημοσύνην· ο δε πατήρ εκείνος, εγερθείς την πρωϊαν εκ του ύπνου, βλέπει εντός της οικίας του το μανδήλιον δεδεμένον και λαβών αυτό εις τας χείρας του το έλυσε και βλέπει τα φλωρία· όθεν μείνας εκστατικός έτριβε τους οφθαλμούς του μη πιστεύων εις το γεγονός. Μετρήσας δε τα φλωρία εύρεν αυτά ακριβώς τριακόσια. Ποία αισθήματα νομίζετε να επλημμύρισαν την ψυχήν του την ώραν εκείνην; Έχαιρε μεν δια το καλόν, που του έγινεν, ήθελε δε να μάθη και ποίος να ήτο ο τούτο πράξας· μη γνωρίζων όμως τον ευεργέτην ηυχαρίστει τον Θεόν. Παρευθύς λοιπόν την ημέραν εκείνην ενύμφευσε την μεγαλυτέραν θυγατέρα του μετά τινος πλουσίου της πόλεως εκείνης, ελπίζων εις τον Θεόν, ότι Εκείνος, όστις ωκονόμησε την προίκα της πρώτης, Αυτός θα φροντίση και δια την προίκα των άλλων δύο. Και ο μεν πατήρ εκείνος ούτως έπραξεν· ο δε Άγιος, βλέπων ότι εις καλόν μετεχειρίσθη τα χρήματα και εγένετο ως ο Θεός ήθελεν, αμέσως την δευτέραν νύκτα δένει εις έτερον μανδήλιον άλλα τριακόσια φλωρία και έρριψε δια νυκτός και ταύτα εκ της ιδίας θυρίδος. Εγερθείς το πρωϊ ο πατήρ των θυγατέρων εκείνων εκ του ύπνου, βλέπει έτερον μανδήλιον με άλλα τριακόσια φλωρία. Όθεν θαυμάζων εις το γεγονός εσκέπτετο τις να ήτο ο πράττων την τοσαύτην καλωσύνην και μετά δακρύων παρεκάλει τον Θεόν και έλεγε· «Θεέ και Κύριε του ελέους, ο οικονομών την του ανθρώπου σωτηρίαν, ο μη θέλων τον θάνατον του αμαρτωλού έως του επιστρέψαι και ζην αυτόν, ο εκ των ουρανών καταβάς δια τας αμαρτίας ημών, δείξον εις εμέ τον πιστόν σου δούλον τον εμόν ευεργέτην, δια να γνωρίσω ποίος είναι αυτός όστις πράττων εις εμέ την τοσαύτην ελεημοσύνην με ήρπασεν από τας χείρας του διαβόλου». Ταύτα λέγων ήλπιζε να γνωρίση τον ευεργέτην· όθεν ενύμφευσε και την δευτέραν θυγατέρα, ελπίζων εις τον Θεόν, ότι ο οικονομήσας δια τας δύο θυγατέρας αυτού, θέλει οικονομήσει και δια την τρίτην.
Από την ημέραν ταύτην επρόσεχε πάντοτε, εάν έλθη ο ευεργέτης του, να τρέξη να ίδη ποίος είναι ο ποιών την ελεημοσύνην. Και αυτός μεν τοιουτοτρόπως επρόσεχεν. Ο δε Άγιος Νικόλαος, βλέπων ότι ενύμφευσε και την δευτέραν θυγατέρα του, ηθέλησε να τελειώση το καλόν· όθεν έδεσε πάλιν εις έτερον μανδήλιον άλλα τριακόσια φλωρία και έρριψε και αυτά κρυφίως νύκτα τινά εκ της αυτής θυρίδος. Ο δε πατήρ των θυγατέρων προσέχων ήκουσε τον κτύπον των φλωρίων και ανοίξας αμέσως την θύραν, έτρεξε να φθάση τον Άγιον, όστις εννοήσας ότι τον αντελήφθησαν έσπευδε να φύγη. Τρέχοντες δε και οι δύο, έφθασεν ο άνθρωπος εκείνος τον Άγιον και γνωρίσας αυτόν, διότι ήτο πασίγνωστος εκ τε της αρετής και του γένους του, έπεσεν εις τους πόδας του και μετά δακρύων του έλεγεν· «Ευχαριστώ σε, δούλε του Θεού, ότι με ελυπήθης τον ταλαίπωρον και έκαμες την ελεημοσύνην ταύτην εις εμέ τον άθλιον· εάν δεν επρόφθανες ηθέλομεν χαθή ψυχικώς και σωματικώς». Ιδών δε ο Άγιος ότι εφανερώθη η αρετή του, λέγει προς αυτόν· «Δια την καλωσύνην την οποίαν έκαμα εις σε δεν θέλω να είπης εις ουδένα τίποτε εν όσω ζω. Δια τούτο σε καθιστώ υπεύθυνον ενώπιον του Θεού». Ταύτα δε ειπών ο Άγιος ανεχώρησεν αμέσως απ΄ αυτού. Την επαύριον ο πατήρ εκείνος ενύμφευσε και την τρίτην θυγατέρα του καλώς και διήλθε το υπόλοιπον της ζωής του εν ειρήνη δοξάζων τον Θεόν. Τούτο το μέγα καλόν, το οποίον εποίησεν ο Άγιος, γενόμενον γνωστόν, παρακινεί ημάς εις το να τον θαυμάζωμεν, τα άλλα όμως τα εν τω κρυπτώ, τα οποία ουδείς έμαθεν, τας ελεημοσύνας, λέγω, τας αγρυπνίας, τας νηστείας, και όλας τας άλλας αρετάς, αυτά μόνος ο Θεός γνωρίζει. Ημείς όμως από αυτό και μόνον δυνάμεθα να εννοήσωμεν και τα άλλα αυτού κατορθώματα, τα οποία εποίει εν τω κρυπτώ, αποφεύγων τον έπαινον των ανθρώπων και μόνον την του Θεού ζητών δόξαν· αλλ΄ όσον αυτός εκρύπτετο, τόσον ο Θεός τον εφανέρωνε δια να τον τιμήση, διότι δια των αγαθών έργων ετίμα τον Θεόν. Θέλων δε ποτε ο Άγιος να υπάγη εις τα Ιεροσόλυμα δια να προσκυνήση τον Πανάγιον Τάφον του Κυρίου και να εύρη και τόπον ησυχαστικόν δια να μείνη κατά μόνας, εύρε πλοίον Αιγυπτιακόν και εισελθών εις αυτό μετ΄ άλλων Χριστιανών, βλέπει καθ΄ ύπνον ότι ο διάβολος ο εχθρός της αληθείας έκοπτε τα εις το κατάρτιον σχοινία. Εξυπνήσας δε την πρωϊαν λέγει εις τους ναύτας, ότι «Σήμερον μεγάλη τρικυμία θέλει μάς εύρει, διότι είδον εις τον ύπνον μου ότι θα υποφέρωμεν. Όμως μη φοβηθήτε, αλλ΄ ελπίζετε εις τον Θεόν και αυτός θα μας ελευθερώση εκ του θανάτου». Ενώ δε έλεγεν ο Άγιος τους λόγους τούτους, παρουσιάσθη παρευθύς νέφος μέγα και σκοτεινόν και μετά το νέφος άνεμος και ταραχή της θαλάσσης μεγάλη, τόσον ώστε απελπισθέντες άπαντες ανέμενον τον θάνατον και άπαντες οι εν τω πλοίω ατενίζοντες τον Άγιον παρεκάλουν αυτόν μετά δακρύων, ίνα δεηθή του Θεού να καταπαύση ο άνεμος. Σταθείς δε εις προσευχήν ο Άγιος ευθύς ο άνεμος έπαυσεν, η θάλασσα ησύχασε και οι εν τω πλοίω εχάρησαν. Κατά δε την ώραν της τρικυμίας ναύτης τις αναβάς εις το κατάρτιον δια να διορθώση τα σχοινία του πανίου και καταβαίνων, εκ του φόβου της τρικυμίας εκρημνίσθη εις το κατάστρωμα του πλοίου και απέθανεν· ο δε Άγιος, ιδών ότι δια μεν την κατάπαυσιν του ανέμου εχάρησαν όλοι οι εν τω πλοίω, ελυπούντο όμως δια τον θάνατον του ναύτου, παρεκάλεσε τον Θεόν και ανέστησεν αυτόν ως εξ ύπνου. Φθάσαντες δε εις την ξηράν διηγούντο τα θαύματα του Αγίου· τότε πολλοί ασθενείς ενοχλούμενοι υπό διαφόρων ασθενειών προσέτρεχον εις αυτόν και εθεραπεύοντο. Ας συλλογισθή δε έκαστος πόσοι προσέτρεχον εις τον Άγιον δια την θεραπείαν των, και όμως άπαντας τους εις αυτόν προστρέχοντας εθεράπευσε την ημέραν εκείνην. Εισελθών δε εις Ιεροσόλυμα προσεκύνησε τους Αγίους Τόπους, τον Πανάγιον Τάφον του Κυρίου, τον Γολγοθάν, τον Τίμιον Σταυρόν και όλα τα σεβάσμια μέρη. Θέλων δε να μείνη εκεί να ησυχάση, Άγγελος Κυρίου τον προσέταξε την νύκτα να επιστρέψη εις την πατρίδα του. Ακούσατε δε τι συνέβη κατά την επιστροφήν. Ετοιμαζόμενος ο Άγιος να επιστρέψη εις την πατρίδα του, επήγεν εις τον λιμένα, και ηρώτησεν εις εν πλοίον που θα υπάγη· είπον δε οι ναύται· «Όπου εύρωμεν ναύλον, εκεί θα υπάγωμεν». Λέγει ο Άγιος· «Να σας δώσω τον ναύλον να με υπάγετε εις τα Πάταρα της Λυκίας». Έσπευσαν λοιπόν οι ναύται μετά του πλοιάρχου να αναχωρήσωσι· βλέποντες δε ότι είχον καλόν άνεμον ύψωσαν τα ιστία και ανεχώρησαν· θέλοντες δε να διέλθωσιν από την πατρίδα των έστρεψαν το πλοίον προς την κατεύθυνσιν αυτής, αλλ΄ ο Θεός, δια να μη λυπήση τον Άγιον, εξήγειρε μεγάλην τρικυμίαν, ώστε συνετρίβη το πηδάλιον και απελπισθέντες οι ναύται ανέμενον τον θάνατον, αλλ΄ ο Άγιος δια προσευχής του κατεπράϋνε την ταραχήν της θαλάσσης. Οι δε ναύται μετά του πλοιάρχου παρ΄ ελπίδα είδον ότι έφθασαν εις τα Πάταρα και πεσόντες εις τους πόδας του Αγίου του εζήτουν συγχώρησιν· ο δε Άγιος διδάξας και παραινέσας αυτούς τους είπε να μη επαναλάβωσι τοιούτον εις άλλον τινά, έπειτα ευχηθείς να υπάγωσι κατευώδιον εις τον τόπον των τους απέλυσεν.
Με τοιούτον τρόπον επέστρεψεν ο Άγιος εις την πατρίδα του· πόσην δε χαράν ησθάνθησαν οι συμπατριώται αυτού, ότε είδον τον Άγιον, δεν δύναμαι να σας διηγηθώ. Νέοι και γεροντες, άνδρες και γυναίκες, ακόμη και οι Μοναχοί οι όντες εις το Μοναστήριον, εις το οποίον τον είχεν αφήσει ο θείος του επίτροπον, όλοι εξήλθον εις συνάντησίν του και εφιλοξένησεν αυτούς με λόγον Θεού, διδάξας τα ανήκοντα εις Χριστιανικάς ψυχάς τας επιθυμούσας την σωτηρίαν των. Ούτω πολιτευόμενος ο Άγιος ηγαπάτο παρ΄ όλων και επηνείτο και βλέποντες τας αρετάς του, πολλοί εμιμούντο αυτόν και εκ της διδασκαλίας του ωφελούμενοι, κατεφρόνουν τα φθαρτά και επεθύμουν τα ουράνια. Μέγας δε ων εις την αρετήν ο Άγιος και εις την κατά Θεόν πολιτείαν, δεν ηδύνατο να κρυφθή από τους ανθρώπους, αν και απέφευγε τον τούτων έπαινον, διότι εφανερώνετο παρά Θεού προς ωφέλειαν πολλών ψυχών και ακούσατε. Πλησίον εις τα Πάταρα ήτο πόλις, ήτις ελέγετο Μύρα· αποθανόντος δε κατά τας ημέρας εκείνας του Αρχιερέως της πόλεως ταύτης, εζήτουν οι κάτοικοι ίνα εύρωσιν Αρχιερέα άξιον του θρόνου. Εσυνάχθησαν όθεν οι Επίσκοποι και οι λοιποί Κληρικοί της επαρχίας των Μυραίων δια να εκλέξωσι τον νέον Αρχιερέα των, και πολλαί σκέψεις και συζητήσεις εγένοντο δια διάφορα πρόσωπα. Εγερθείς δε εις εκ των Επισκόπων, λέγει· «Ω αγία και ιερά σύναξις, ακούσατέ μου· αυτούς τους οποίους προτείνομεν ημείς δι΄ Αρχιερείς, θεωρούνται καλοί εξ ημών, αλλ΄ ας δεηθώμεν εις τον Θεόν ίνα ίδωμεν ποίον θα εκλέξη και ο Θεός». Ακούσαντες δε οι Επίσκοποι τους λόγους τούτους ηυχαριστήθησαν, και δεηθέντες την νύκτα εκείνην ίνα τους φανερώση τον άξιον, αίφνης Άγγελος Κυρίου εφάνη εις τινα Επίσκοπον πρεσβύτερον, λέγων· «Επίσκοπε, τι κοπιάζετε; Ο άξιος Αρχιερεύς είναι πλησίον σας, και σεις τον ζητείτε; Σήκω, ύπαγε εις την Εκκλησίαν και θα έλθη Ιερεύς τις συνετός, ονόματι Νικόλαος· αυτόν κάμετε Μητροπολίτην, διότι αυτός είναι άξιος να ποιμάνη τον λαόν, ως θέλει ο Θεός». Αφού ο Επίσκοπος είδε την οπτασίαν, ανέφερε ταύτην και εις τους άλλους Επισκόπους, οίτινες ακούσαντες τούτο εδόξαζον τον Θεόν· αυτός δε ελθών εις την Εκκλησίαν ανέμενε να ίδη εκείνον τον οποίον του είπεν ο Άγγελος. Ιστάμενος δε βλέπει τον Άγιον Νικόλαον πορευόμενον εις την Εκκλησίαν δια να προσευχηθή· ο δε Επίσκοπος ηννόησεν ότι εκείνος είναι και είπε· «Τέκνον μου, πως ονομάζεσαι»; Ο δε Άγιος με πραότητα απεκρίθη· «Νικόλαος, άγιε Δέσποτα»· Παρευθύς, αφού ήκουσεν ο Επίσκοπος τον Άγιον, είπε προς αυτόν· «Ακολούθει μοι». Και λαβών αυτόν εκ της χειρός, τον έφερεν εις τους άλλους Επισκόπους και Κληρικούς, και ως τον είδον, ηυχαρίστησαν τον Θεόν, όστις τους έδωκε τοιούτον Ποιμένα. Όθεν χειροτονήσαντες αυτόν Αρχιερέα, είπον προς τον λαόν· «Δεχθήτε, αδελφοί, τον άξιον Αρχιερέα και Ποιμένα τον από Θεού απεσταλμένον». Και τα μεν περί της χειροτονίας του εις Αρχιερέα ούτως εγένοντο· όσους δε κόπους και πόνους, αγρυπνίας και νηστείας, ελεημοσύνας και λοιπάς αγαθοεργίας εποίησεν, τις δύναται να διηγηθή; Αλλ΄ ο διάβολος, φθονών το καλόν, τι κατώρθωσε; Βλέπων την ευσέβειαν πληθυνομένην και τους Χριστιανούς αυξανομένους, δεν υπέφερεν. Όθεν παρεκίνησε κατά των Χριστιανών δύο βασιλείς, το ζεύγος του διαβόλου, τα θηρία τα ανήμερα, τους διώκτας της ευσεβείας, τον Διοκλητιανόν και τον Μαξιμιανόν, οίτινες εθέσπισαν μεγάλας τιμωρίας και βάσανα ανυπόφορα κατά των Χριστιανών. Έστειλαν δε ούτοι και τοπάρχας ωμοτάτους και απανθρώπους, οίτινες εκήρυττον πανταχού, ότι όστις είναι Χριστιανός, εάν μεν αρνήται τον Χριστόν να λαμβάνη μεγάλας τιμάς από τους βασιλείς, εάν δε επιμένη να μένη Χριστιανός και δεν σέβεται τα είδωλα, να λαμβάνη μεγάλας τιμωρίας και βάσανα. Πολλοί λοιπόν εκ των Χριστιανών ωμολόγησαν παρρησία τον Χριστόν ως Θεόν αληθή, και απέθανον μετά πολλών βασάνων, άλλοι δε εκ φόβου ηρνούντο, φεύ! Τον Χριστόν και εθυσίαζον εις τα είδωλα. Οι δε φοβούμενοι και μη θέλοντες να αρνηθούν τον Χριστόν, αλλ΄ ούτε να θυσιάσουν και εις τα είδωλα, έφευγον εις τα όρη και τα σπήλαια κρυπτόμενοι. Οι ορισμοί ούτοι των βασιλέων έφθασεν και εις τα Μύρα, εις την Επισκοπήν του Αγίου, οι δε τοπάρχαι ευρόντες τον Άγιον τον επαίδευσαν πολύ και τον εφυλάκισαν ομού μετά των άλλων Χριστιανών. Φυλακισμένος δε ων ο Άγιος υπέφερε προθύμως πάσαν κακοπάθειαν, ήτοι πείναν, δίψαν και τα τούτοις όμοια. Έμεινε δε ο Άγιος εν τη φυλακή ικανόν καιρόν διδάσκων τους Χριστιανούς να μένουν σταθεροί εις την Πίστιν. Και ο μεν εχθρός της αληθείας διάβολος ούτως ειργάσθη, ο δε Θεός, ο το του ανθρώπου συμφέρον θέλων, άλλως ωκονόμησε· διότι οι μεν δύο ασεβέστατοι βασιλείς εκείνοι αποθανόντες επορεύθησαν εις την γέενναν του πυρός, και αντ΄ αυτών εβασίλευσεν ο Χριστιανικώτατος μέγας Κωνσταντίνος, υιός της Αγίας Ελένης και Κωνσταντίου του Χλωρού, όστις ανελθών εις τον θρόνον διέταξε πανταχού όπου ευρίσκετο Χριστιανός εις την φυλακήν να ελευθερούται, αι Εκκλησίαι να ανοικοδομώνται και οι ειδωλολατρικοί ναοί να αφανίζωνται. Αμέσως λοιπόν ηλευθερώθησαν όλοι οι Χριστιανοί εκ των φυλακών, μεταξύ δε τούτων και ο Άγιος Νικόλαος και αποκατεστάθη πάλιν Αρχιερεύς και Ποιμήν των Μυραίων. Μετά την διαταγήν ταύτην του βασιλέως οι εν τη επαρχία του Αγίου ευρισκόμενοι ειδωλολατρικοί βωμοί, εις τους οποίους κατώκουν οι δαίμονες και προσεκυνούντο παρά των ανθρώπων, κατεκρημνίζοντο δια προσευχής του και διελύοντο εις χώμα, οι δε δαίμονες έφευγον εις τον αέρα κλαίοντες την συμφοράν των. Ήτο δε εκεί εις τα Μύρα και εις μέγας βωμός ειδωλολατρικός, πολύ μεγαλύτερος των άλλων, κατά τε το ύψος και το πλάτος, τον οποίον ωνόμαζον οι ειδωλολάτραι της θεάς Αρτέμιδος, ηθέλησε δε ο Άγιος να εξαφανίση και εκείνον· αφού λοιπόν προσηυχήθη, παρευθύς κατέπεσε και ο βωμός και τα είδωλα ως πίπτουν τα φύλλα του δένδρου εκ μεγάλου ανέμου το φθινόπωρον, έφευγον δε οι κατοικούντες εις αυτόν δαίμονες κλαίοντες και λέγοντες προς τον Άγιον· «Μας ηδίκησας· ημείς δεν σου επταίσαμεν και συ μας διώκεις από τον οίκον μας· εδώ είχαμεν την κατοικίαν μας πλανώντες τους ανθρώπους, οι οποίοι μας ελάτρευον και τώρα που να υπάγωμεν»; Λέγει προς αυτούς ο Άγιος· «Πορεύθητε εις το πυρ το εξώτερον, το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις Αγγέλοις αυτού». Τοιουτοτρόπως άπαντες οι βωμοί της περιοχής κατεστράφησαν. Κατά την εποχήν της βασιλείας του Μεγάλου Κωνσταντίνου ανεφάνη εις την Αλεξάνδρειαν, εις την οποίαν και κατώκει, ο αιρετικός Άρειος. Ούτος ήτο αρκετά πεπαιδευμένος κατά τα στοιχεία του κόσμου και εδείκνυεν εις την αρχήν ότι ήτο ευλαβής. Τούτον ο Άγιος Πέτρος (300-301), ο Μάρτυς και Αρχιερεύς, εχειροτόνησε Διάκονον· αφού δε εχειροτονήθη, ήρχισε να λέγη λόγια βλάσφημα κατά του Θεού, ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός αληθής, αλλά κτίσμα και ποίημα του Θεού. ιδών δε ο Αρχιερεύς ότι είναι βλάσφημος, τον απεμάκρυνε της Διακονίας. Μετά τον θάνατον του Πέτρου έλαβε την Αρχιερωσύνην της Αλεξανδρείας ο Αχιλλάς (311-312), όστις επανέφερε τον Άρειον εις την ευσέβειαν, εχειροτόνησε δε αυτόν και Πρωτοπρεσβύτερον Αλεξανδρείας. Αλλ΄ έως μεν έζη ο Αχιλλάς διετήρει την ευσέβειαν ο ασεβέστατος Άρειος· αποθανόντος όμως του Αχιλλά και ανελθόντος εις τον θρόνον του Αγίου Αλεξάνδρου (313-328), ήρχισε πάλιν ο αλιτήριος να βλασφημή ακόμη περισσότερον. Βλέπων ο Αρχιερεύς ότι όχι μόνον αυτός δεν ήθελε να διορθωθή αλλά και άλλους έσυρεν εις την πλάνην του, τον καθήρεσε και τον ανεθεμάτισεν, αυτός όμως εξηκολούθει να κηρύττη τα σαθρά αυτού δόγματα, παρέσυρε δε εις την μιαράν του αίρεσιν και τον Ευσέβιον Μητροπολίτην Νικομηδείας, τον Παυλίνον, Αρχιερέα της Τύρου και άλλον Ευσέβιον Μητροπολίτην Καισαρείας, όχι δε μόνον αυτούς, αλλά και πολλούς άλλους Κληρικούς και Αρχιερείς. Βλέπων ο Μέγας Κωνσταντίνος την σύγχυσιν της Εκκλησίας, έστειλε πανταχού διαταγάς, να συναχθώσιν όλοι οι Αρχιερείς και οι πρώτοι των Μοναχών εις την πόλιν Νίκαιαν, και να συνδιαλεχθώσιν μετά του Αρείου δια να αποδειχθή ποίος είναι ο πταίστης και βλάσφημος. Συνήχθησαν όθεν εν έτει 325 Αρχιερείς διακόσιοι τριάκοντα δύο και Ιερείς, Διάκονοι και Μοναχοί ογδοήκοντα εξ, ήτοι εν όλω τριακόσιοι δεκαοκτώ. Ήσαν δε έξαρχοι και πρώτοι της Αγίας ταύτης Α΄ Οικουμενικής Συνόδου οι εξής· Σίλβεστρος Πάπας Ρώμης, Μητροφάνης Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Αλέξανδρος Πατριάρχης Αλεξανδρείας, έχων ως βοηθόν αυτού τον Μέγαν Αθανάσιον, Διάκονον έτι τότε όντα, Ευστάθιος Πατριάρχης Αντιοχείας, Μακάριος Πατριάρχης Ιεροσολύμων, Παφνούτιος ο Ομολογητής, Σπυρίδων Αρχιερεύς Τριμυθούντος και άλλοι μετά των οποίων ήτο και μέγας και θαυματουργός Νικόλαος. Καθήσας δε ο βασιλεύς εις τον θρόνον, εκάθισαν εξ εκάστου μέρους από εκατόν πεντήκοντα εννέα Πατέρες. Εγένετο δε συζήτησις μετά του Αρείου με πολλήν αγωνίαν.
Βλέπων ο Άγιος Νικόλαος ότι ο Άρειος προσεπάθει να αποστομώση όλους τους Αρχιερείς, θείω ζήλω κινούμενος ηγέρθη και έδωκεν εις αυτόν εν τοιούτον ράπισμα, ώστε εσείσθησαν τα μέλη του. Διαμαρτυρόμενος δε ο Άρειος λέγει προς τον βασιλέα· «Βασιλεύς δικαιότατε, είναι δίκαιον έμπροσθεν της βασιλείας σου να κτυπά κανείς τον άλλον; Εάν μεν έχη λόγον ας ομιλή ως και οι λοιποί Πατέρες· εάν δε είναι αμαθής ας σιωπά, ως και οι όμοιοί του· διατί να με ραπίση έμπροσθεν της βασιλείας σου»; Ακούσας ταύτα ο βασιλεύς ελυπήθη πολύ και λέγει προς τους Αρχιερείς· «Άγιοι Αρχιερείς, ο νόμος προστάσσει να κόπτεται ο χειρ εκείνου όστις τολμήση έμπροσθεν του βασιλέως να κτυπήση τινά· αφήνω όμως όπως κρίνη την πράξιν ταύτην η αγιότης σας». Απεκρίθησαν οι Αρχιερείς και είπον· «Βασιλεύ, ότι μεν κακώς έπραξεν ο Αρχιερεύς, το ομολογούμεν όλοι μας· πλην σε παρακαλούμεν, τώρα μεν ας τον αποβάλωμεν της Συνόδου και ας τον φυλακίσωμεν, μετά δε το πέρας των εργασιών αυτής θέλομεν τον καταδικάσει». Αφού λοιπόν επετίμησαν και εφυλάκισαν τον Άγιον, εφάνησαν κατά την νύκτα εκείνην εις την φυλακήν ο Χριστός και η Θεοτόκος και λέγουν· «Νικόλαε, διατί είσαι φυλακισμένος»; Και ο Άγιος απεκρίθη· «Δια την ιδικήν σας αγάπην». Λέγει προς αυτόν ο Χριστός· «Λάβε αυτό», και του έδωσε το άγιον Ευαγγέλιον, η δε Θεοτόκος του έδωσε το αρχιερατικόν ωμοφόριον. Την επαύριον τινές γνωστοί του, έφερον εις τον Άγιον άρτον και βλέπουσιν ότι ήτο λελυμένος εκ των δεσμών και εις μεν τον ώμον του, εφόρει το ωμοφόριον, εις δε τας χείρας εκράτει αναγινώσκων το άγιον Ευαγγέλιον·ερωτήσαντες δε που τα εύρε, τους είπε πάσαν την αλήθειαν. Μαθών τούτο ο βασιλεύς τον εξέβαλεν εκ της φυλακής και του εζήτει συγχώρησιν. Το αυτό έπραξαν και οι λοιποί Αρχιερείς. Διαλυθείσης δε της Συνόδου, επέστρεψαν άπαντες οι Αρχιερείς, ως και ο Άγιος Νικόλαος, εις την επαρχίαν των.
Πείνα μεγάλη εγένετό ποτε εις την Λυκίαν, ομοίαν της οποίας δεν ενεθυμούντο ποτέ οι άνθρωποι και πολύ εστενοχωρούντο· τα δε Μύρα, η επαρχία του Αγίου, εκινδύνευε να καταστραφή. Αλλ΄ ο Άγιος λυπούμενος το ποίμνιόν του, τι ενήργησε; Πλοίαρχος τις εφόρτωσε το πλοίον του σίτον δια την Γαλλίαν, κατά δε την νύκτα φαίνεται εις αυτόν ο Άγιος Νικόλαος καθ΄ ύπνον και του λέγει· «Τον σίτον να τον υπάγης εις τα Μύρα της Λυκίας και όχι εις την Γαλλίαν, διότι εκεί είναι πείνα μεγάλη και θα τον εξοδεύσης με μεγάλην τιμήν και γρήγορα· λάβε δε και ως αρραβώνα τρία φλωρία και όταν φθάσης, λαμβάνεις και τα υπόλοιπα χρήματα». Εξυπνήσας την πρωϊαν ο πλοίαρχος εύρεν εις τας χείρας του τα νομίσματα και διηγηθείς τούτο εις τους ναύτας, έδειξε και τα νομίσματα. Όθεν ανεχώρησαν δια τα Μύρα της Λυκίας, διότι ηννόησεν ο πλοίαρχος ότι ήτο εκ Θεού τούτο και ότι ήθελον ωφεληθή. Φθάσαντες δε εις τα Μύρα επώλησαν τον σίτον με μεγάλην ωφέλειαν, οι δε άνθρωποι του τόπου εκείνου εδόξαζον τον Θεόν, όστις φροντίζει δια τους εις αυτόν ελπίζοντας. Ήθελον παύσει έως εδώ τον λόγον μου διηγούμενος τα του Αγίου κατορθώματα, επειδή και η ώρα παρήλθε. Σας παρακαλώ όμως να ακούσητε μετά προσοχής και τα επίλοιπα της διηγήσεως και να τελειώσω το λόγο μου. Εις την Μικράν Ασίαν υπήρχε χώρα, ήτις ωνομάζετο Μεγάλη Φρυγία, ήτο δε και άλλη Μικρά Φρυγία, ήτις παρέκειτο του Ελλησπόντου, και την οποίαν οι Έλληνες ωνόμαζον Τρωάδα. Εις την Μεγάλην Φρυγίαν κατώκουν άνθρωποι αλλόφυλοι και ξένοι, οι οποίοι ωνομάζοντο Τραϊφάλοι. Επαναστατήσαντες δε ούτοι έκαμον ιδικήν των βασιλείαν, χωρισθέντες εκ της βασιλείας του Κωνσταντίνου. Ακούσας ο Μέγας Κωνσταντίνος την επανάστασιν των Φρυγών, έπεμψε τρεις στρατηγούς με ικανόν στρατόν, όπως ειρηνεύσωσιν αυτούς· ωνομάζοντο δε οι στρατηγοί, ο εις Νεπωτιανός, ο δεύτερος Ούρσος και ο τρίτος Ερπυλίων. Πλέοντες δε και οι τρεις, έφθασαν εις τον λιμένα των Μυραίων, καλούμενον Ανδριάκην και επειδή ήτο κακοκαιρία, έμενον εκεί, έως να έλθη καιρός κατάλληλος· οι δε στρατιώται, έχοντες συνήθειαν εις την αρπαγήν, εισήλθον εις την πόλιν, όπως αγοράσωσι δήθεν άρτους, εκ τούτου δε εγένετο μεγάλη σύγχυσις εις την αγοράν των Μυραίων, διότι ήρπαζον ό,τι εύρισκον. Ακούσας ο Άγιος την σύγχυσιν, επορεύθη εις τον λιμένα, εύρε τους στρατηγούς και λέγει προς αυτούς· «Ποίοι είσθε η εξοχότης σας»; Εκείνοι ως τον είδον Αρχιερέα και γέροντα απεκρίθησαν ταπεινά· «Δούλοι του βασιλέως και της αγιωσύνης σου είμεθα και υπάγομεν κατά διαταγήν του βασιλέως να ειρηνεύσωμεν τους Ταϊφάλους, οι οποίοι επανεστάτησαν, αλλ΄ επειδή δεν κάμνει καιρόν επιτήδειον δια να αναχωρήσωμεν αναγκαζόμεθα να μένωμεν εδώ έως να καλωσυνεύση ο καιρός». Ο Άγιος απεκρίθη· «Αφού δια να ειρηνεύσητε κόσμον επαναστατημένον σας έστειλεν ο βασιλεύς, διατί ήλθετε εις ειρηνικόν κόσμον και ποιείτε σύγχυσιν»; Ως ήκουσαν ταύτα οι χιλίαρχοι, εφοβήθησαν ως Χριστιανοί και αγαθοί άνθρωποι όπου ήσαν και λέγουν προς τον Άγιον· «Ποίος είναι, Δέσποτα Άγιε, ο ποιών την σύγχυσιν»; Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Σεις είσθε· επειδή αφήνετε τους στρατιώτας σας και κάμνουν αρπαγήν εις την δημοσίαν αγοράν· σεις πταίετε». Πορευθέντες τότε αμέσως οι στρατηγοί εις την αγοράν των Μυραίων άλλους μεν εκ των στρατιωτών έδερον, άλλους συνεβούλευον και ούτως ειρήνευσαν τα πράγματα. Τότε ο Άγιος λαβών τους στρατηγούς εις την Μητρόπολιν εφιλοξένησεν αυτούς αρκούντως και ως καλός Πατήρ συμβουλεύσας και ευχηθείς αυτούς, τους συνώδευσε χαίροντας και ευχαριστημένους έως τον λιμένα των Μυραίων, τον Ανδριάκην. Τότε οι μεν στρατηγοί μετά του στρατού έμελον να εισέλθουν εις το πλοίον δια να αναχωρήσουν, ο δε Άγιος εξεκίνησε δια να επιστρέψη εις την πόλιν, πάραυτα όμως βλέπει άνδρας τε και γυναίκας κλαίοντας και παρακαλούντας αυτόν, όπως προφθάση και ελευθερώση τρεις εκ των συγγενών των, τους οποίους αδίκως ο διοικητής του τόπου Ευστάθιος κατεδίκασεν εις θάνατον δωροδοκηθείς παρά των εχθρών των. Γνωρίσας ο Άγιος το άδικον της αποφάσεως παρεκάλεσε τους στρατηγούς να τον ακολουθήσουν, αυτός δε έσπευδε δρομαίως ίνα φθάση εις τον τόπον της καταδίκης και σώση τους καταδίκους. Όπου δε καθ΄ οδόν συνήντα ανθρώπους ηρώτα εάν είδον τους καταδίκους και πληροφορούμενος περί της πορείας των έσπευδε δια να τους απαλλάξη εκ του θανάτου. Φθάσας τέλος κάθιδρως εις τον τόπον της εκτελέσεως επρόλαβε την τελευταίαν στιγμήν και αφήρεσεν εκ των χειρών του δημίου την σπάθην, με την οποίαν επρόκειτο να αποκεφαλίση τους μελλοθανάτους και λύσας αυτούς εκ των δεσμών δια των ιδίων του χειρών, τους αφήκεν ελευθέρους και ανεχώρησαν χαίροντες και δοξάζοντες τον Θεόν και τον Άγιον Νικόλαον. Διαδοθείσης της φήμης εις την πόλιν, έτρεχον άνδρες και γυναίκες να ίδουν το γεγονός. Το αυτό έπραξε και ο Ευστάθιος, ιππεύσας επί του ίππου του, έτρεχε να ίδη και αυτός τι συνέβαινεν. Ο δε Άγιος, ως είδεν αυτόν, τον ήλεγξε, διότι έκαμεν άδικον κρίσιν δωροδοκηθείς και κατεδίκασε τους αθώους ανθρώπους· αυτός δε ωμολόγησεν ότι ο Σιμωνίδης και ο Ευδόξιος οι πρώτοι του τόπου εμαρτύρησαν περί αυτών και δια τούτο εξέδωκε τοιαύτην απόφασιν. Τότε ο Άγιος διεμαρτυρήθη ενώπιον των τριών στρατηγών, ότι θα καταγγείλη την πράξιν εις τον βασιλέα, δια να μάθη και εκείνος, ότι ο Ευστάθιος είναι άδικος κριτής. Ακούσας ταύτα ο Ευστάθιος και φοβηθείς έπεσεν εις τους πόδας του Αγίου ζητών συγχώρησιν και ομολογών την άδικον κρίσιν, που έκαμεν, ο δε Άγιος τον συνεχώρησεν και έγινε μεταξύ των αγάπη.
Aφού ταύτα πάντα είδον οι τρεις στρατηγοί, εισελθόντες εις το πλοίον ανεχώρησαν και φθάσαντες εις Φρυγίαν ειρήνευσαν τους Ταϊφάλους, είτα επιστρέψαντες εις Κωνσταντινούπολιν και προσκυνήσαντες τον βασιλέα, ανέφεραν ότι ειρήνευσαν τους Ταϊφάλους. Τότε ο βασιλεύς τους ετίμησε και πλείστα χαρίσματα τους έδωκε και εις μεγαλυτέραν τιμήν τους ανύψωσεν. Αλλά τι το μετά ταύτα; Ακούσατε, παρακαλώ, δια να γνωρίσητε τι κάμνει ο φθόνος εις τον άνθρωπον. Οι μεν στρατηγοί εκείνοι, ο Νεπωτιανός, ο Ούρσος και Ερπυλίων διέτριβον εις τα βασίλεια, ως πρώτοι του βασιλέως· φθονεροί δε τινες άνθρωποι του βασιλέως, μη δυνάμενοι να βλέπωσιν αυτούς ούτω τιμωμένους, επήγαν εις τον επίτροπον του βασιλέως, Αβλάβιον ονόματι, και του λέγουν· «Είδες τι εποίησαν οι τρεις στρατηγοί; Ο βασιλεύς τούς απέστειλε να ειρηνεύσουν τους Ταϊφάλους, αυτοί δε συνεννοηθέντες μετ΄ αυτών, σκέπτονται να πείσωσι τους μετ΄ αυτών στρατιώτας να επαναστατήσωσι κατά του βασιλέως, με την βοήθειαν δε και των Ταϊφάλων να βασιλεύσωσιν αυτοί». Ακούσας ταύτα ο Αβλάβιος εσκέπτετο πώς να χειρισθή την υπόθεσιν ταύτην· ιδόντες όμως οι συκοφάνται ότι άνευ χρημάτων δεν γίνεται τίποτε, έδωκαν εις αυτόν χρήματα και ούτος εφυλάκισεν αυτούς, μη γνωρίζοντος του βασιλέως Κωνσταντίνου, έμενον δε εις την φυλακήν, χωρίς να γνωρίζουν και αυτοί την αιτίαν. Οι φθονεροί όμως εκείνοι άνδρες, φοβούμενοι μη φανερωθούν εις τε τον Αβλάβιον και τον βασιλέα ψεύσται, έφερον εις τον Αβλάβιον και άλλα περισσότερα χρήματα και εζήτησαν να διατάξη όπως φονευθώσι το συντομώτερον, μήπως όντες εν τη φυλακή συνεννοηθώσι δήθεν μετά των Ταϊφάλων και έλθωσιν εκείνοι προς απελευθέρωσίν των. Βλέπων ο Αβλάβιος ότι και εις φόνον τον αναγκάζουσι, φοβούμενος δε μήπως του ζητήσουν να τους επιστρέψη τα χρήματα, τρέχει προς τον βασιλέα και προσποιούμενος τον λυπημένον λέγει προς αυτόν· «Πολυχρονεμένε βασιλεύ, οι τρεις στρατηγοί Νεπωτιανός, Ούρσος και Ερπυλίων, τους οποίους έπεμψας να ειρηνεύσωσι τους Ταϊφάλους, αντί να εκτελέσουν την προσταγήν σου, τους παρέσυραν με το μέρος των και σκέπτονται να επαναστατήσωσι κατά της βασιλείας σου. Λοιπόν εγώ τους εφυλάκισα και τώρα η βασιλεία σου αποφάσισον ως βούλεσαι ή διάταξον να φονευθώσιν, ή σκέψου πως θα απαλλαγής εξ αυτών δια να ίδωσι και άλλοι και σωφρονισθώσι».Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς και νομίζων ότι ο Αβλάβιος λέγει αλήθειαν, διέταξε να τους αναγγείλωσιν ότι την επομένην αποκεφαλίζονται. Όθεν γράψας ο Αβλάβιος την απόφασιν, έστειλεν είδησιν και εις την φυλακήν δια να τους δοθή η αγγελία. Όθεν ελθών ο δεσμοφύλαξ κλαίων τους ανήγγειλε την καταδίκην των, την οποίαν ώρισεν ο βασιλεύς, λέγων εις αυτούς· «Αύριον αποκεφαλίζεσθε· ό,τι λοιπόν έχετε να διατάξητε δια τας οικογενείας σας και τας περιουσίας σας κάμετε το συντομώτερον». Και ο μεν δεσμοφύλαξ ταύτα είπε· εκείνοι δε ακούσαντες την απόφασιν παρέλυσαν τα μέλη των, μη γνωρίζοντες δια ποίαν αιτίαν εδόθη τοιαύτη καταδικαστική απόφασις δι΄ αυτούς. Έλεγον δε προς αλλήλους· «Εις τι επταίσαμεν ενώπιον του Θεού και του βασιλέως και κατεδικάσθημεν ούτως; Ποία είναι η αμαρτία ημών και θέλουν να μας φονεύσουν»; Λέγει ο Νεπωτιανός· «Επειδή εφθάσαμεν εις αυτό το σημείον, αδελφοί μου, τώρα ανθρώπινος δύναμις δεν δύναται να μάς ελευθερώση· ενθυμείσθε τι συνέβη εις τα Μύρα της Λυκίας με τον μέγαν Νικόλαον, όστις ηλευθέρωσεν εκ του αδίκου θανάτου τους τρεις άνδρας· αυτός γνωρίζει και δι΄ ημάς ότι δεν έχομεν κανένα να μας βοηθήση· εις μεγάλην θλίψιν και οδύνην καρδίας ευρισκόμεθα και δεν υπάρχει κανείς να μας ελευθερώση εκ του κινδύνου τούτου· η φωνή μας έσβυσεν, η γλώσσα μας εξηράνθη και δεν δυνάμεθα να δεηθώμεν· ελάτε λοιπόν να παρακαλέσωμεν τον Θεόν και τον Άγιον Νικόλαον μήπως προφθάση η πρεσβεία του και απελευθερώση και ημάς τους αναιτίους, οι οποίοι δεν γνωρίζομεν τίποτε». Ήκουσαν και οι άλλοι και μετά δακρύων εβόησαν λέγοντες· «Κύριε ο Θεός του Πατρός ημών Νικολάου, του ελευθερώσαντος από τον άδικον θάνατον τους τρεις άνδρας εις τα Μύρα, πρόφθασον, Κύριε, και μη παρίδης την αδικίαν ταύτην, μηδέ λησμονήσης ημάς εις κίνδυνον θανάτου ευρισκομένους· ελευθέρωσόν μας εκ των χειρών των εχθρών μας· πρόφθασον εις βοήθειαν ημών ότι αύριον θανατούμεθα». Τοιαύτα και άλλα όμοια οι εν τη φυλακή εδέοντο του Θεού όλην την νύκτα. Βλέπων δε ο Θεός την αδικίαν και θέλων να δοξάση τον Άγιον, τι ωκονόμησε; Κατά την νύκτα εκείνην, ολίγον προ της ανατολής του ηλίου, φαίνεται ο μέγας Νικόλαος εις τον βασιλέα Κωνσταντίνον και του λέγει· «Βασιλεύ, εγείρου γρήγορα και ελευθέρωσον τους τρείς άνδρας, τους οποίους κατεδίκασες εις θάνατον, ειδ΄ άλλως θα κάμω δέησιν εις τον Θεόν να σου αφαιρέση την ζωήν». Λέγει ο βασιλεύς· «Ποίος είσαι συ, όστις με απειλείς; Και πως εισήλθες τοιαύτην ώραν εις τα βασίλεια»; Ο Άγιος απεκρίθη· «Εγώ είμαι ο Αρχιερεύς των Μυραίων Νικόλαος και με έστειλεν ο Θεός να σου είπω να ελευθερώσης τους τρεις αδικουμένους». Παρευθύς τότε εξύπνησεν ο βασιλεύς, ο δε Άγιος επήγε και εις τον έπαρχον Αβλάβιον και του λέγει· «Αβλάβιε, βεβλαμμένε εις τον νουν, διατί έλαβες χρήματα και ηδίκησας τους τρεις άνδρας, οι οποίοι δεν έπταισαν εις τίποτε; Γρήγορα να τους ελευθερώσης, διότι θα παρακαλέσω τον Θεόν και θα σου αφαιρέση την ζωήν». Ηρώτησεν ο Αβλάβιος· «Ποίος είσαι συ»; Και ο Άγιος απάντησεν· «Εγώ είμαι ο Νικόλαος ο δούλος του Θεού και Αρχιερεύς των Μυραίων». Ταύτα είπεν ο Άγιος και παρευθύς εξύπνησεν ο Αβλάβιος και εσκέπτετο τι εσήμαινε το όραμά του.
Ενώ λοιπόν ο Αβλάβιος εσκέπτετο τα οραθέντα, έφθασαν οι υπηρέται του βασιλέως Κωνσταντίνου και του λέγουν· «Σπεύσον, διότι σε ζητεί ο βασιλεύς». Έσπευσε λοιπόν αμέσως να παρουσιασθή εις τον βασιλέα, ο δε βασιλεύς, ως είδεν αυτόν, ήρχισε να του διηγήται το όραμα το οποίον είδε. Λέγει ο Αβλάβιος· «Βασιλεύ, και εγώ το αυτό όνειρο είδα εις τον ύπνον μου, και δεν δύναμαι να εννοήσω τι συμβαίνει· όθεν ας φέρωμεν τους τρεις αυτούς άνδρας να τους εξετάσωμεν». Έφερον λοιπόν τους τρεις στρατηγούς και λέγει προς αυτούς ο βασιλεύς· «Τι μαγείας εποιήσατε και είδομεν τόσον φοβερά όνειρα, ώστε δεν ηδυνήθημεν να κοιμηθώμεν»; Τότε οι τρεις στρατηγοί βλέποντες ο εις τον άλλον έκλαιον, ο δε βασιλεύς ιδών ότι εκ των δακρύων και του φόβου δεν ηδύναντο να απαντήσουν, τους ωμίλησε με ημερότητα και τους λέγει· «Αποκρίθητέ μοι και μη φοβήσθε έμπροσθεν του φίλου σας βασιλέως». Βλέποντες αυτοί την ημερότητα του βασιλέως, είπον μετά δακρύων· «Ω βασιλεύ, μαγείας ημείς δεν γνωρίζομεν, ούτε και λόγον πικρόν είπομεν ποτέ κατά της βασιλείας σου, μάρτυρα έχομεν τον Θεόν, όστις βλέπει τα πάντα· εάν δε ποτε εσκέφθημεν κακόν κατά της βασιλείας σου, σε ορκίζομεν εις τον Θεόν μη λυπηθής καθόλου και ημάς και όλον το γένος μας, αλλά να μας εξολοθρεύσης. Ημείς, ω βασιλεύ, έχομεν παραγγελίαν εκ των γονέων μας να σεβώμεθα πρώτον τον Θεόν και δεύτερον τον βασιλέα. Ταύτα μελετώντες, όταν απέστειλας ημάς εις την Φρυγίαν προς τους Ταϊφάλους, κατεφρονήσαμεν όλα και με την βοήθειαν του Θεού ετελειώσαμεν το θέλημά σου, ηλπίζομεν δε να μας τιμήσης, τώρα όμως βλέπομεν, ότι όχι μόνον ατιμίαν αντί τιμής, αλλά και θάνατον απολαμβάνομεν». Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς επραϋνθη η καρδία του και λέγει με ιλαρότητα προς εκείνους· «Είπατέ μου, τίνα Άγιον επεκαλέσθητε εις την φυλακήν κατά την νύκτα ταύτην»; Απεκρίθησαν και είπον· «Ω βασιλεύ πολυχρονεμένε, επεκαλούμεθα τον Θεόν κλαίοντες και λέγοντες: «Κύριε, Κύριε, ο Θεός του Πατρός ημών Νικολάου, ο δια των πρεσβειών τούτου ελευθερώσας εκ του αδίκου θανάτου τους τρεις άνδρας εις τα Μύρα, αυτός ελευθέρωσον και ημάς από την συκοφαντίαν ταύτην». Ο δε βασιλεύς, ως ήκουσε το όνομα του Νικολάου, λέγει προς αυτούς· «Ποίος είναι ο Νικόλαος, περί του οποίου ομιλείτε και κατά τίνα τρόπον ηλευθέρωσε τους τρεις εκείνους άνδρας εις τα Μύρα; Είπατέ μοι λεπτομερώς». Απεκρίθη ο Νεπωτιανός και λέγει προς τον βασιλέα· «Ημείς, πολυχρονεμένε βασιλεύ, πηγαίνοντες εις την Μεγάλην Φρυγίαν προς τους Ταϊφάλους, ηναγκάσθημεν, επειδή ο καιρός ήτο ακατάλληλος, να προσορμίσωμεν το πλοίον εις τον Ανδριάκην, τον λιμένα των Μύρων. Εκεί ήλθεν ο Μητροπολίτης των Μυραίων Νικόλαος, όστις μας επεριποιήθη· ήτο άνθρωπος ενάρετος και Άγιος, όλος δε ο τόπος εκείνος είναι γεμάτος από τα θαύματα, τα οποία κάμνει καθ΄ εκάστην. Άκουσον δε, βασιλεύ, πως τον ευλαβούνται οι άνθρωποι του τόπου, καθώς και ο διοικητής των Μύρων Ευστάθιος, ο αντιπρόσωπος της βασιλείας σου. Άρχοντες τινές του τόπου εσυκοφάντησαν τρεις άνδρας και ο Ευστάθιος ώρισε κατά τον νόμον να τους αποκεφαλίσουν, ως και ημείς οι άθλιοι μέλλομεν σήμερον να πάθωμεν. Οι δε συγγενείς εκείνων έδραμον εις τον Αρχιερέα Νικόλαον και έπεσαν εις τους πόδας του κλαίοντες και λέγοντες· «Βοήθησόν μας, δούλε του Χριστού, ταύτην την ώραν, διότι ο Ευστάθιος, λαβών χρήματα, αδίκως διέταξε να φονεύσουν τρεις άνδρας εκ των συγγενών μας, χωρίς να πταίουν εις τίποτε». Ως ήκουσεν ο Αρχιερεύς ταύτα, σπεύσας ήρπασεν εκ των χειρών του στρατιώτου την σπάθην δια της οποίας ήθελε να αποκεφαλίση αυτούς και ουδείς είπε τι εναντίον του, ότι δεν έπραξε καλά, ουδέ ο Ευστάθιος είπε τίποτε, μάλιστα έπεσεν εις τους πόδας του ζητών συγχώρησιν. Όλα αυτά, ω βασιλεύ, είδομεν με τους οφθαλμούς μας, ενθυμούμενοι δε το καλόν το οποίον έκαμεν εις τους τρεις εκείνους ο Άγιος, επεκαλέσθημεν μετά δακρύων τον Θεόν, να προφθάση δι΄ ευχών του Αγίου και εις βοήθειαν ημών». Ως ήκουσε ο βασιλεύς ταύτα κατενύγη και λέγει προς τους τρεις εκείνους· «Εγώ χαρίζω την ζωήν σας και να γνωρίζητε ότι χάριν του Αρχιερέως εκείνου ηλευθερώθητε από τον θάνατον· υπάγετε λοιπόν να γίνητε και Μοναχοί παρ΄ αυτού γρήγορα και να του είπητε ότι τον ήκουσα και να μη με φοβερίζη». Ταύτα ειπών ο βασιλεύς, τους έδωκε και εν χρυσούν Ευαγγέλιον και χρυσούν θυμιατήριον κεκοσμημένον με πολυτίμους λίθους και δύο μεγάλας κεχρυσωμένας λαμπάδας να τας υπάγουν εις την Εκκλησίαν, εις την οποίαν αρχιεράτευεν ο μέγας Νικόλαος. Οι δε λαβόντες ταύτα ανεχώρησαν δια τον Άγιον· έγιναν δε και Μοναχοί, εκ δε των υπαρχόντων των άλλα μεν εδώρησαν εις την Εκκλησίαν του Αγίου, άλλα εις πτωχούς και άλλα εις τους συγγενείς των. Περί του θαύματος τούτου ας παύσω διηγούμενος, επειδή αρκετά είπον· ας διηγηθώ δε και περί άλλου, το οποίον έτι ζων ετέλεσεν, έπειτα δε να είπω όσα μετά θάνατον εποίησε και τότε συν Θεώ να καταπαύσω τον λόγον μου. Ναύταί ποτε εκινδύνευον να πνιγούν ταξιδεύοντες· ακούοντες δε τα περί του Αγίου, επεκαλέσθησαν αυτόν και είπον· «Άγιε Νικόλαε, βοήθησόν μας την ώραν ταύτην, διότι πνιγόμεθα». Παρευθύς τότε εφάνη ο μέγας Νικόλαος εις την πρύμνην του πλοίου και λαβών το τιμόνιον εκυβέρνα· είπε δε εις τους ναύτας· «Μη φοβήσθε, εγώ είμαι μαζί σας· με επεκαλέσθητε και ήλθον προς βοήθειάν σας». Μετ΄ ολίγον έπαυσεν ο άνεμος, η θάλασσα ησύχασε και ο Άγιος έγινεν άφαντος. Τότε είπον οι ναύται· «Ας αράξωμεν το πλοίον μας εις τον λιμένα των Μυραίων και ας υπάγωμεν προς τον Άγιον Νικόλαον, ίνα τον ευχαριστήσωμεν δια την βοήθειαν, την οποίαν μας έκαμε, να ίδωμεν δε και το πρόσωπόν του, διότι δεν τον έχομεν ίδει». Εξήλθον λοιπόν εις την ξηράν και ηρώτησαν· «Που ευρίσκεται ο Αρχιερεύς»; Τους είπον δε ότι τώρα επήγαινεν εις την Εκκλησίαν με τους Ιερείς του. Όθεν έσπευσαν να τον φθάσουν και εισελθόντες εις την Εκκλησίαν τον εύρον και τον εγνώρισαν εκ του σχήματος, όπως τον είχον ίδει εις την θάλασσαν, επειδή, ως είπομεν, δεν τον είχον ίδει άλλοτε. Πεσόντες τότε εις τους πόδας του έλεγον· «Ευχαριστούμεν σοι, δούλε του Θεού, διότι εάν δεν προέφθανες ηθέλομεν πνιγή εις την θάλασσαν». Εκείνοι μεν ούτως έλεγον και διηγούντο την υπόθεσιν. Ο δε Άγιος, ως προορατικός όπου ήτο και έχων Πνεύμα Άγιον, εγνώρισεν ότι δεν ήτο καθαρά η καρδία των και ήρχισε να τους διδάσκη λέγων· «Παρακαλώ σας, τέκνα μου, να εξετάσετε τας βουλάς και τα νοήματα των καρδιών και του νοός σας και να τα διευθύνητε εις το θέλημα του Θεού· διότι αν εκ των ανθρώπων κρυπτώμεθα και φαινώμεθα καλοί, εκ του Θεού όμως δεν είναι δυνατόν να κρυφθώμεν, διότι ο άνθρωπος βλέπει εις το πρόσωπον, ο δε Θεός εις την καρδίαν. Ακούσατε τι η Γραφή λέγει· «Μη ποιήτε το κακόν, ίνα μη επέλθη τούτο εις ημάς, αλλά ποιείτε το καλόν δια να το απολαύσητε και μη μολύνητε το σώμα σας, διότι ως λέγει ο θείος Παύλος «σεις είσθε ναός Θεού και εάν κανείς καταστρέφη τον ναόν του Θεού, θα καταστρέψη αυτόν ο Θεός» (Α΄ Κορ. γ: 16-17)· εάν ούτω ποιήτε θα έχητε πάντοτε τον Θεόν βοηθόν». Ο μεν Άγιος μετά την διδαχήν του ανεχώρησεν εις την Μητρόπολιν· οι δε ναύται, ωφεληθέντες εκ της διδαχής του μάλλον ή από την βοήθεαν της θαλάσσης, ανεχώρησαν εις τον τόπον των, δοξάζοντες τον Θεόν και ευχαριστούντες τον Άγιον. Αλλά περί μεν των θαυμάτων, τα οποία ετέλεσεν έτι ζων, ας καταπαύσω τον λόγον, επειδή παρήλθεν αρκετή ώρα και πρέπει, πριν τελειώσω την διήγησιν, να διηγηθώ και περί των θαυμάτων, τα οποία ετέλεσε μετά την οσίαν του κοίμησιν· πρώτον όμως ας διηγηθώ πως εκοιμήθη. Αναφέρεται εις ένα εγκωμιαστικόν του λόγον, ότι τοιούτος ήτο εις την θεωρίαν, ώστε και αν δεν τον είχεν ίδει κανείς ποτέ, και τον έβλεπε δια πρώτην φοράν εν μέσω πολλών ανθρώπων, τον εγνώριζεν εκ του ήθους του αγγελικού το οποίον είχε· τόσον έλαμπε το πρόσωπόν του, τόσον ήτο θεωρητικός, ώστε πολλάκις και εάν απλώς συνηντάτο καθ΄ οδόν μετά πολλών ανθρώπων και χωρίς καν να τους διδάξη, αμέσως επέστρεφον εκείνοι εις θεογνωσίαν εκ της θεωρίας και μόνον του προσώπου του· και λυπημένος εάν επήγαινε κανείς να είπη το παράπονόν του εις αυτόν, και μόνον με το να τον έβλεπεν, εφυγαδεύετο η λύπη του και επληρούτο χαράς· πτωχοί λυπημένοι βλέποντες αυτόν εχαίροντο και ηυφραίνοντο.
Αλλ΄ επειδή ήτο άνθρωπος και αυτός και έμελλε να αποθάνη, ασθενήσας μικρόν εκοιμήθη εν ειρήνη, περί το έτος τλ΄ (330), και το μεν τίμιον σώμα του αφήκεν εις την γην προς ωφέλειαν των ανθρώπων, η δε μακαρία ψυχή του ανήλθεν εις τον ουρανόν μετά χαράς και υμνωδίας Αγγέλων. Και οι μεν ορφανοί και πτωχοί έκλαυσαν διότι απεστερήθησαν τον πατέρα και κυβερνήτην των, οι ξένοι και οι Μυραίοι και όλος ο κόσμος εθρήνησαν, ότι έχασαν τοιούτον Ποιμένα και Διδάσκαλον, οι δε Άγιοι Αρχάγγελοι και Άγγελοι εχάρησαν διότι υπεδέχθησαν εις τους κόλπους των τοιούτον Άγιον· οι Μάρτυρες ηυφράνθησαν διότι είδον τον συμμάρτυρα αυτών, οι Δίκαιοι ηγαλλιάσαντο, διότι είδον τον όμοιον με αυτούς· οι Ποιμένες και Διδάσκαλοι εχάρησαν, διότι ηνώθησαν μετά του Ποιμένος. Τι λέγω τα κατά μέρος; Ο ουρανός όλος, και τα τάγματα των Αγίων και Δικαίων εχάρησαν την ημέραν εκείνην. Αλλά και αν η μακαρία του ψυχή απήλθε του κόσμου τούτου ο Άγιος δεν ελησμόνησε, ούτε λησμονεί τους επικαλουμένους αυτόν. Δια τούτο και μετά την μακαρίαν του κοίμησιν άπειρα θαύματα εποίησε και ποιεί εις τους μετά πίστεως καταφεύγοντας προς αυτόν, αλλ΄ εγώ δια συντομίαν θα διηγηθώ μόνον εν ή δύο.
Εις τα Μύρα, εις τα οποία αρχιεράτευσεν ο Άγιος, ωκοδόμησαν οι Χριστιανοί Εκκλησίαν μεγάλην επ΄ ονόματι του Αγίου Νικολάου του Θαυματουργού και κατ΄ έτος συνηθροίζοντο εκ των περιχώρων ως και εξ άλλων πολλών μερών και ετέλουν πανήγυριν. Εν μια των ημερών εισήλθον εις πλοίον Χριστιανοί τινες εκ μακρινού μέρους, δια να υπάγουν εις τα Μύρα χάριν προσκυνήσεως των ιερών λειψάνων του Αγίου· ο δε διάβολος, δια να εμποδίση από την προσκύνησιν τους Χριστιανούς εκείνους και όσους άλλους δυνηθή, τι εμεθοδεύθη; Ενθυμείσθε εκείνο το οποίον διηγήθημεν ανωτέρω, ότι ο Άγιος εκρήμνισε βωμόν τινα ελληνικόν της Αρτέμιδος και έφυγαν από εκεί οι δαίμονες κλαίοντες και έλεγον· «ηδίκησας ημάς, αδικητά Νικόλαε»; Ο πρώτος λοιπόν δαίμων του βωμού εκείνου, θέλων να κάμη κακόν εις τον Ναόν του Αγίου, μετεμορφώθη εις σχήμα γυναικός πτωχής και γραίας, ήτις εβάστα ελαιοδοχείον πλήρες ελαίου και κατά την ώραν κατά την οποίαν συνηθροίζοντο οι Χριστιανοί δια να εισέλθουν εις το πλοίον ενεφανίσθη και αυτός και λέγει προς αυτούς· «Που πηγαίνετε, αδελφοί μου»; Απεκρίθησαν εκείνοι· «Εις τα Μύρα της Λυκίας δια να προσκυνήσωμεν το ιερόν λείψανον του Αγίου Νικολάου». Λέγει η κατά το φαινόμενον πτωχή εκείνη γραία· «Σας παρακαλώ, αδελφοί μου, λάβετε τούτο το ελαιοδοχείον με το έλαιον και να το υπάγητε εις την Εκκλησίαν του Αγίου να ανάψητε την κανδήλαν να καή δια την αμαρτωλήν μου ψυχήν, διότι δεν δύναμαι να έλθω μαζί σας, επειδή φοβούμαι την θάλασσαν η οποία πολύ με ζαλίζει· όθεν, σας παρακαλώ, υπάγετε σεις και θα είναι και ιδικόν σας και ιδικόν μου το καλόν». Και ο μεν δαίμων παρεκάλει τους ναύτας ταύτα λέγων· εκείνοι δε αγνοούντες την τέχνην του δαίμονος έλαβον το ελαιοδοχείον και έπλεον αμέριμνοι καθ΄ όλην εκείνην την ημέραν. Περί δε το μεσονύκτιον φαίνεται ο Άγιος εις τον πλοίαρχον και λέγει προς αυτόν· «Το ελαιοδοχείον, το οποίον σας έδωκεν η πτωχή εκείνη, όταν εξημερώση να το ρίψητε εις την θάλασσαν, διότι είναι τέχνη του διαβόλου να καή η Εκκλησία μου και εάν ίδητε φοβερόν τι και παράδοξον εις την θάλασσαν, μη φοβηθήτε· διότι εγώ θα σας βοηθήσω να μη πάθητε τίποτε». Το πρωϊ, όταν εξημέρωσε, διηγήθη ο πλοίαρχος το όραμα και λαβών το ελαιοδοχείον έρριψεν αυτό εις την θάλασσαν, ευθύς δε ως το έρριψε, φλοξ μεγάλη ανέβη εκ της θαλάσσης και καπνός πολύς δυσωδέστατος, ως από θειάφι· η θάλασσα εφούσκωσε και εξηκόντιζε το ύδωρ υψηλά, τόσον ώστε εκινδύνευε να εισέλθη εντός του πλοίου. Βλέποντες ταύτα οι ναύται ηπόρουν, από δε τον φόβον των έπεσον πρηνείς (προύμυτα) κλαίοντες και λέγοντες μεγαλοφώνως· «Άγιε Νικόλαε, πρόφθασον και βοήθησόν μας, διότι βυθιζόμεθα». Μετά δε ώραν ικανήν, ότε κατεπράϋνεν η τρικυμία, συνελθόντες οι ναύται από την αγωνίαν εχάρησαν δοξάζοντες τον Θεόν και τον μέγαν Νικόλαον.
Εις την Κωνσταντινούπολιν ήτο Χριστιανός τις ευλαβής και πιστός, καθ΄ υπερβολήν αγαπών τον Όσιον Πατέρα ημών Νικόλαον και αμοιβαίως παρά του Αγίου Πατρός ημών Νικολάου αγαπώμενος. Ούτος λοιπόν, θέλων ποτέ να ταξιδεύση δι΄ αναγκαίαν υπόθεσίν του, επήγε πρώτον εις τον Ναόν του Αγίου Νικολάου και προσηυχήθη εκ βάθους καρδίας· έπειτα αποχαιρετήσας τους συγγενείς και τους φίλους του, επεβιβάσθη εις το πλοιάριον. Κατά δε την ενάτην ώραν της νυκτός ηγέρθησαν οι ναύται, όπως στρέψωσι τα ιστία, μεταβληθέντος του ανέμου· ηγέρθη δε και ο ευλαβέστατος εκείνος άνθρωπος δια να υπάγη προς ανάγκην του· επειδή όμως οι ναύται κατεγίνοντο εις την στροφήν των ιστίων, περιπλεχθείς ο Χριστιανός εκείνος και συμποδισθείς (καθώς τούτο συνήθως συμβαίνει εις τοιαύτας περιπτώσεις), έπεσεν εις την θάλασσαν. Οι ναύται, αν και αντελήφθησαν το γενόμενον, δεν ηδυνήθησαν να μεταχειρισθώσιν ουδέν μέσον όπως ανασύρωσιν εκ της θαλάσσης τον άνθρωπον, αφ΄ ενός μεν διότι ήτο σκότος βαθύτατον, αφ΄ ετέρου δε διότι ο άνεμος έπνεε βιαιότερα και εβίαζε το πλοίον προς τα πρόσω. Όθεν καθήμενοι εθρήνουν λυπούμενοι και έκλαιον δια τον πικρόν θάνατον του ανδρός. Ο δε Χριστιανός εκείνος, πεσών εις την θάλασσαν ενδεδυμένος καθώς ήτο με όλα τα ενδύματά του και καταποντιζόμενος εις τον βυθόν του πελάγους, ενεθυμήθη και έλεγε νοερώς· «Άγιε Νικόλαε, βοήθει μοι». Φωνάζων δε νοερώς την φωνήν ταύτην, ω του θαύματος! Πολλά και ακατανόητα είναι τα θαυμάσιά σου Κύριε! Ευρέθη εν τω μέσω του οίκου του, μη αισθανθείς δε τούτο ενόμιζεν ότι ευρίσκεται ακόμη εις τον βυθόν της θαλάσσης. Όθεν και εκεί εφώναζεν όχι πλέον νοερώς, αλλ΄ αισθητώς· «Άγιε Νικόλαε, βοήθει μοι». Οι δε άνθρωποι της οικίας του ακούοντες τας φωνάς του εγερθέντες ήναψαν φως· αλλά και οι γείτονες και οι έξωθεν ακούσαντες, εξηγέρθησαν, και έτρεξαν και εκείνοι και βλέπουσιν αυτόν μεν εις το μέσον της οικίας του εστώτα και κράζοντα, ύδωρ δε πολύ της θαλάσσης να τρέχη από τα ενδύματα τα οποία εφόρει· όθεν εκ του θαυμασμού των και της εκστάσεως έμειναν άφωνοι και σιωπηλοί, αγνοούντες τι να είπωσιν. Ο δε Χριστιανός εκείνος εφώναζεν· «Αδελφοί, τι είναι αυτό το οποίον βλέπω; Εγώ γνωρίζω πολύ καλά, ότι χθες κατά την ενάτην ώραν σάς απεχαιρέτησα όλους και επεβιβάσθην εις το πλοίον, το οποίον επειδή εφύσησεν ούριος άνεμος επροχώρησεν αρκετά· κατά δε την δευτέραν ή τρίτην φυλακήν της νυκτός, ήτοι κατά την ενάτην ώραν της νυκτός, μετέβην δι΄ ανάγκην μου και συμποδισθείς υπό των ναυτών, ερρίφθην εις την θάλασσαν· όθεν επεκαλούμην τον Άγιον Νικόλαον εις βοήθειαν. Πως δε τώρα ευρίσκομαι εδώ δεν γνωρίζω και σας παρακαλώ να μου είπητε σεις, διότι εγώ είμαι εκστατικός και μου φαίνεται ότι παρεφρόνησα». Oι δε συναθροισθέντες Χριστιανοί, ταύτα ακούσαντες, βλέποντες δε και το ύδωρ της θαλάσσης, το οποίον έρρεεν εκ των ενδυμάτων του, εξεπλάγησαν, ως είπομεν, συλλογιζόμενοι το παράδοξον του θαύματος· όθεν έχαιρον μετά του διασωθέντος αδελφού και εδάκρυον εν ταυτώ, επί πολλήν ώραν το Κύριε, ελέησον! Κράζοντες. Ο δε Χριστιανός εκείνος εκδυθείς τα βεβρεγμένα ενδύματα και ενδυθείς άλλα, κατηυθύνθη εις τον Ναόν του Αγίου Νικολάου, όπου και διήνυσε το επίλοιπον διάστημα της νυκτός, προσπίπτων μετά δακρύων εις την εικόνα του Αγίου, δεόμενος και παρακαλών και τας ευχαριστίας αποδίδων με θαυμασμόν και έκπληξιν. Όταν δε ήλθεν η ώρα του όρθρου και συνηθροίσθη ο λαός εις τον Ναόν του Αγίου κατά το σύνηθες, τότε έγινεν εις όλους φανερόν το θαύμα του Αγίου· διότι μυρισθέντες τα ηδύπνοα και ευωδέστατα εκείνα αρώματα, τα οποία έφερεν ο διασωθείς εκείνος Χριστιανός εις τον Άγιον, βλέποντες δε και την Εκκλησίαν του Αγίου κατάφωτον, ηρώτων αλλήλους δια να μάθωσι την αιτίαν. Μαθόντες δε αυτήν, εξέστησαν άπαντες, και εδόξαζον μεν τον Θεόν, ηυχαρίστουν δε τον μέγαν Ιεράρχην Νικόλαον. Τούτο το εξαίσιον και υπερφυές αληθώς θαύμα και μεγαλούργημα του Αγίου διεφημίσθη εις όλην την μεγαλόπολιν του Κωνσταντίνου· έφθασε δε και εις τας ακοάς τόσον του τότε βασιλέως, όσον και του Πατριάρχου. Όθεν αυτοί εκάλεσαν τον διασωθέντα εκείνον Χριστιανόν επί Συνόδου· όστις παρασταθείς έμπροσθεν πάντων διηγήθη παρρησία, πως, κατά τίνα τρόπον και πότε ηκολούθησεν εις αυτόν το τοιούτον φρικτόν και εξαίσιον θαυματούργημα, το οποίον ακούσαντες όλοι οι παριστάμενοι Συνοδικοί εβόησαν· «Μέγας ει, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων σου»! Όθεν διαλαλήσαντες πανταχού το γενόμενον, συνήχθησαν οι Χριστιανοί εις τον Ναόν του Αγίου Νικολάου και εποίησαν λιτανείαν και αγρυπνίαν, δοξάζοντες μεν και ευλογούντες τον Θεόν, απονέμοντες δε και την πρέπουσαν ευχαριστίαν εις τον τούτου πιστόν θεράποντα Άγιον Νικόλαον. Αυτή είναι, αγαπητοί μου αδελφοί, η πολιτεία και αι πράξεις του Αγίου Νικολάου, όστις εδούλευσε τον Θεόν ολοψύχως και ο Θεός ετίμησεν αυτόν επί της γης και εν τω ουρανώ, διότι έσπευδε να αρέση εις τον Χριστόν και αντημείφθη χιλιοπλασίως. Δια τούτο και ημείς οι ακούοντες και αναγινώσκοντες τα κατορθώματα αυτού πρέπει να τον μιμηθώμεν δια να αρέσωμεν εις τον Δεσπότην Χριστόν τον Θεόν ημών. Δια τούτο πρέπει να συναθροιζώμεθα εις την Εκκλησίαν, όπου αναγινώσκονται τα ιερά βιβλία, ίνα ακούοντες τους Βίους και τα έπαθλα των Αγίων Ανδρών μιμώμεθα αυτούς. Διότι εάν μόνον ακούωμεν και δεν πράττωμεν, θα τιμωρηθώμεν περισσότερον· διότι λέγει ο Κύριος εις το Ιερόν Ευαγγέλιον, ότι «ο γνούς το θέλημα του Κυρίου εαυτού και μη ετοιμάσας μηδέ ποιήσας προς το θέλημα αυτού, δαρήσεται πολλάς (Λουκ. ιβ: 47). Αλλοίμονον, αδελφοί μου, εις ημάς τους αμαρτωλούς, οίτινες ακούομεν και δεν πράττομεν, διδασκόμεθα και δεν υπακούομεν, είμεθα Χριστιανοί και δεν ποιούμεν το θέλημα του Χριστού. Ποίον τότε το όφελος; Εάν είπης εις ασθενή ότι είναι υγιής, τι τον ωφέλησας; Ή εις πτωχόν ότι είναι πλούσιος, μήπως με τον λόγον τον επλούτισας; Ούτως είναι και εις ημάς τους Χριστιανούς· μήπως εάν είπωμεν ότι είμεθα Χριστιανοί και δεν φυλάττωμεν τας εντολάς του Χριστού, ωφελούμεθα τίποτε; Υλικώς κερδίζει ο άνθρωπος και αποκτά πλούτον, όταν εργάζεται και δεν σταματά την εργασίαν του. Και πάλιν πνευματικώς πλουτεί, όταν εργάζεται την αρετήν και δεν παύη μέχρις εσχάτης αναπνοής. Σπεύσωμεν λοιπόν και μη αποκάμωμεν πράττοντες το αγαθόν, ίνα δοξασθώμεν και βραβευθώμεν παρά του μισθαποδότου Χριστού, όστις βραβεύει τους εργαζομένους το αγαθόν αιωνίως και τιμωρεί εις αιώνιον καταδίκην τους αθλίους αμαρτωλούς. Πρέπει λοιπόν να συνδέσωμεν την Πίστιν μετά των έργων, ίνα βραβευθώμεν, διότι ο θείος Ιάκωβος λέγει εις την Καθολικήν αυτού Επιστολήν δι΄ εκείνους οίτινες έχουν πίστιν άνευ έργων: «Τι το όφελος, αδελφοί μου, εάν πίστιν λέγη τις έχειν, έργα δε μη έχη; Μη δύναται η πίστις σώσαι αυτόν; Εάν δε αδελφός ή αδελφή γυμνοί υπάρχωσι και λειπόμενοι ώσι της εφημέρου τροφής, είπη δε τις αυτοίς εξ ημών· υπάγετε εν ειρήνη, θερμαίνεσθε και χορτάζεσθε, μη δώτε δε αυτοίς τα επιτήδεια του σώματος, τι το όφελος; Ούτω και η Πίστις, εάν μη έργα έχη, νεκρά εστι καθ΄ εαυτήν» (Ιακ. β: 14-17). Ας αποκτήσωμεν λοιπόν και ημείς ομού με την Πίστιν και τα έργα, ίνα ακούσωμεν παρά του Κυρίου της ευκταίας φωνής· «Ευ δούλε αγαθέ και πιστέ, επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω· είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου» (Ματθ. κε: 23), ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν εν Χριστώ τω αληθινώ Θεώ ημών, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ζ΄ (7η) του Δεκεμβρίου, μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ Επισκόπου Μεδιολάνων.

Δημοσίευση από silver »

Αμβρόσιος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών εγεννήθη κατά το έτος τμ΄ (340) εις Μεδιόλανα της Ιταλίας, όπου και δια τας πολλάς του αρετάς κατέστη Επίσκοπος και από των οποίων ως αστήρ φωτεινότατος κατηύγασεν άπασαν την οικουμένην με το φως της διδασκαλίας του εκπληρώσας εις εαυτόν την εντολήν του Κυρίου την λέγουσαν· «Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς» (Ματθ. ε: 16 ). Τούτο δε δεν είπε μόνον προς τους Αποστόλους ο Κύριος, αλλά και προς πάντας τους διαδόχους αυτών Αρχιερείς, οι οποίοι πρέπει να λάμπωσιν ως το φως κατά τας αρετάς, ίνα βλέποντες οι άνθρωποι την χριστομίμητον αυτών πολιτείαν δοξάζωσι τον Θεόν. Όσοι δε Αρχιερείς δεν φυλάττουσι τας εντολάς του Κυρίου, καν εγγράμματοι και διδάσκαλοι είναι, αλλοίμονον εις αυτούς! Διότι δεν είναι Ποιμένες, αλλά λύκοι άρπαγες προβατόσχημοι και θέλουν καταπατηθή ως άλας άχρηστον και ανωφελές· «ου γαρ οι ακροαταί του νόμου δίκαιοι παρά τω Θεώ, αλλ΄ οι ποιηταί» καθώς λέγει ο θείος Παύλος (Ρωμ. β΄ 13 ). Και ο Δεσπότης λέγει· «όστις γαρ αν ποιήση το θέλημα του Πατρός μου του εν ουρανοίς, αυτός μου αδελφός και αδελφή και μήτηρ εστίν» (Ματθ. ιβ: 50). Και αλλαχού λέγει· «Ου πας ο λέγων μοι, Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την Βασιλείαν των ουρανών αλλ΄ ο ποιών το θέλημα του Πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ ζ : 21 ). Και πάλιν λέγει· «ος δ΄ αν ποιήση και διδάξη, ούτος μέγας κληθήσεται» (Ματθ. ε: 19 ).
Ναι κατ΄ αλήθειαν· όστις Αρχιερεύς διδάσκει τον λόγον του Θεού και φυλάττει τον νόμον απαρασάλευτα, φέρων ούτω τους αμαρτήσαντας εις μετάνοιαν και δεικνύων με τα έργα μάλλον την διδασκαλίαν ή με τους λόγους, ούτος θέλει λάβει παρά Κυρίου πλουσίας τας αμοιβάς των πόνων αυτού εν ημέρα ανταποδόσεως. Τούτο γνωρίζοντες οι παλαιοί Αρχιερείς εσπούδαζον να φυλάττουν πάσας τας σωτηρίους εντολάς. Ήσαν ταπεινοί και πραότατοι, ειρηνοποιοί, ελεήμονες και φιλόξενοι, ταπεινοί τη καρδία, εγκρατείς πολύ και σώφρονες. Δεν εφοβούντο βασιλείς και δυνάστας, ούτε ησχύνοντο άρχοντας, αλλ΄ ήλεγχον παρρησία τους παραβάτας και αυστηρώς αυτούς εκανόνιζον. Και εξόχως ο νυν εις ευφημίαν προκείμενος και κατά χρέος παρ΄ ημών πανηγυριζόμενος Αμβρόσιος ο της αμβροσίας επώνυμος, το της Ιταλίας αγλάϊσμα, ο εραστής της σοφίας και ζηλωτής του Προδρόμου και Ηλιού του παμμάκαρος. Τούτου τον Βίον έρχομαι σήμερον προς υμάς να διηγηθώ και προσέχετε επιμελώς να θαυμάσητε όχι μόνον τον ζήλον του Αρχιερέως, αλλά πολλώ μάλλον του αοιδίμου βασιλέως Θεοδοσίου την άκραν ταπείνωσιν και θερμοτάτην μετάνοιαν. Ούτος ο μακάριος της ηδυτάτης αμβροσίας αξίως επώνυμος εγεννήθη, ως είπομεν, εις την μεγαλόπολιν Μεδιόλανα, την εξακουστήν και περίφημον, από γονείς ευσεβείς και ευγενεστάτους. Ο πατήρ αυτού ήτο έπαρχος εις την Γαλλίαν, Αμβρόσιος και αυτός ονομαζόμενος. Μετά την τελευτήν των γονέων του έμεινεν ο Αμβρόσιος με μίαν αδελφήν μεγαλυτέραν απ΄ αυτόν, την οποίαν βλέπων ο νέος μίαν φοράν να ασπάζηται την χείρα ενός Επισκόπου, της έδωκε και αυτός την δεξιάν, λέγων· «Φίλησον και ταύτην, διότι και εγώ μέλλει να γίνω Επίσκοπος». Η δε μη κατανοήσασα την πρόρρησιν του παιδός, τον επέπληξεν· αλλ΄ ύστερον, όταν ετελειώθη η προφητεία του, εθαύμασεν η αδελφή του, εφύλαξε δε και αύτη η μακαρία έως τέλους παρθενίαν και άκρας αρετάς, μιμουμένη τον Άγιον.
Όταν δε ο Άγιος έφθασεν εις ηλικίαν νόμιμον εγνώριζε πολλάς επιστήμας, εξαιρέτως δε την ρητορικήν. Όθεν όλοι τον εθαύμαζον, διότι έμαθεν εις ολίγον καιρόν τόσα γράμματα και τον εψήφισαν Αβοκάτον, ήτοι ρήτορα, δηλαδή δικηγόρον, όπως λέγομεν σήμερον, υπερήσπιζε τουτέστι τας διαφοράς των κρινομένων εις το παλάτιον και τοσούτον επιμελώς και με τοσαύτην ευγλωττίαν και σύνεσιν ερρητόρευεν, ώστε δεν ήτο άλλος όμοιός του και μάλιστα εις την δικαιοσύνην, την αλήθειαν και τας άλλας αρετάς, με τας οποίας ήτο εστολισμένος και έθαλλεν. Όθεν ο βασιλεύς Ουαλεντινιανός, όστις εξουσίαζε τότε την Ρώμην και όλην την Ευρώπην, δηλαδή όλα τα εσπέρια μέρη, τον έκαμεν ηγεμόνα να ορίζη όχι μόνον τα Μεδιόλανα, αλλά και πάσαν την Ιταλίαν. Όταν τον εψήφισεν ο βασιλεύς ηγεμόνα, του λέγει ο Πρόβος ο επίτροπος του βασιλέως· «Αμβρόσιε, λάβε την αξίαν, την οποίαν σου έδωσεν ο βασιλεύς και κυβέρνα τον λαόν όχι ως κριτής, αλλ΄ ως Επίσκοπος». Ταύτα είπεν ο Πρόβος με άλλην γνώμην, ήτοι να μη είναι πολύ αυστηρός εις τας κρίσεις και παιδεύει σκληρά τους πταίοντας, αλλ΄ ως ποιμήν να τους ευσπλαγχνίζεται όσον δύναται. Αλλά και ούτος ο λόγος ήτο πρόρρησις περί της εκκλησιαστικής ηγεμονίας, εις την οποίαν έμελλε μετά καιρόν να αναδειχθή ο Άγιος. Εκυβέρνα λοιπόν το οφφίκιον αυτού με τόσην γνώσιν και διάκρισιν, ώστε όλος ο λαός τον ηυχαρίστει τα μέγιστα.
Κατ΄ εκείνον τον καιρόν απέθανεν ο βασιλεύς της Ανατολής Ιοβιανός, ο δε Ουαλεντινιανός έφερεν από την Παννονίαν τον γνήσιον αυτού αδελφόν Ουάλεντα και του έδωσε την κυβέρνησιν όλης της Ανατολής, ήτοι να ορίζη το Βυζάντιον, την Θράκην, την Αίγυπτον και όλα τα μέρη της Ελλάδος. Ο δε Ουαλεντινιανός παρέμεινεν εις την Δύσιν, ως είπομεν ανωτέρω, και εκήρυττε πανταχού την ευσέβειαν, εξοστρακίζων, όσον ηδύνατο, την αίρεσιν του Αρείου, εις την οποίαν ήτο βεβυθισμένος και ο τότε Αρχιερεύς των Μεδιολάνων Αυξέντιος· όθεν ο Κύριος έκοψε την ζωήν αυτού και κακώς ετελεύτησε. Τότε ο ευσεβέστατος βασιλεύς, προσκαλέσας τους Επισκόπους όλους της Ιταλίας, είπε προς αυτούς· «Γνωρίζετε καλώς, Πατέρες σεβασμιώτατοι, καθό ανατεθραμμένοι με θεία και ιερά μαθήματα, οποίος πρέπει να είναι ο έχων αρχιερωσύνης αξίωμα, ήτοι όχι μόνον με λόγον, αλλά και με πολιτείαν ενάρετον να διορθώνη το ποίμνιον, να το οδηγή προς νομήν σωτήριον και να έχη μαρτυρίαν της διδασκαλίας την πολιτείαν του. Τοιούτον λοιπόν άνθρωπον εκλέξατε δια τον επισκοπικόν θρόνον, ίνα και ημείς, οίτινες κυβερνώμεν την βασιλείαν, υποκλίνωμεν εις αυτόν μετά προθυμίας τας κεφαλάς μας και δεχώμεθα μετ΄ ευχαριστήσεως τους ελέγχους αυτού ως ιατρικήν θεραπείαν· διότι ως άνθρωποι σφάλλομεν και ημείς κατ΄ ανάγκην».
Ταύτα λέγοντος του ευσεβούς βασιλέως, η Σύνοδος όλη παρεκάλεσεν να ψηφίση αυτός τον μέλλοντα Αρχιερέα, ως σοφός όπου ήτο και ευσεβέστατος. Ο δε απεκρίνατο· «Τούτο το επιχείρημα είναι έξω της ημετέρας δυνάμεως, διότι σεις είσθε ηξιωμένοι θείας Χάριτος, καθότι εδέχθητε την ακτίνα εκείνην του Παναγίου Πνεύματος και δια τούτο θέλετε κάμει εκλογήν καλλιτέραν». Ούτω λοιπόν οι μεν Αρχιερείς εξελθόντες από τα βασίλεια διελογίζοντο περί του εκλεκτέου. Οι δε λαϊκοί, οίτινες κατώκουν τα Μεδιόλανα, εφιλονείκουν μεταξύ των, οι Ορθόδοξοι και οι Αρειανοί, θέλοντες εκάστη παράταξις να ψηφίση τον ιδικόν της ομόφρονα. Ο δε θείος και θαυμαστός Αμβρόσιος, διαλάμπων τον καιρόν εκείνον με τας καλάς του αρετάς, αμέμπτως και ευσεβώς πολιτευόμενος και πεπαιδευμένος τον τε θείον και πολιτικόν νόμον, έκρινε τας υποθέσεις εκάστου ορθά και δίκαια και καθολικά ήτο ακριβής έλεγχος πάσης κακής πράξεως και στάθμη της διακρίσεως, καίτοι ήτο αμέτοχος του θείου Βαπτίσματος, διότι τον καιρόν εκείνον δεν εβαπτίζοντο, έως να φθάσουν εις την ηλικίαν του Χριστού. Ακούσας λοιπόν την στάσιν του λαού και την φιλονικίαν και φοβηθείς μήπως γίνη νεωτερισμός τις, έρχεται εις τα Μεδιόλανα ταχέως και με την πολλήν αυτού γνώσιν έπαυσε τα σκάνδαλα, λέγων προς τον λαόν, ότι δεν έπρεπε να γίνη ο Αρχιερεύς με στάσιν και σύγχυσιν, αλλά να προκρίνουν τον εναρετώτερον όλων, δια να είναι άξιος να ποιμαίνη τα λογικά θρέμματα. Οι δε ταύτα και έτερα πλείονα ακούσαντες παρ΄ αυτού ψυχοσωτήρια λόγια, απεκρίθησαν, φωτισθέντες εκ θείου Πνεύματος, ότι ουδείς άλλος ήτο αξιώτερος αυτού δια να γίνη Επίσκοπος. Όθεν όλοι εβόησαν προς τον βασιλέα, ότι τον Αμβρόσιον ήθελον δι΄ οδηγόν και Ποιμένα των. Ευθύς τότε ο βασιλεύς, ιδών τον σοφώτατον και αξιέπαινον τούτον άνδρα και γνωρίζων ότι ούτος ήτο ζυγός και στάθμη δικαιοσύνης αμίμητος, προσέταξε να τον βαπτίσουν και να τον χειροτονήσουν. Ο δε Αμβρόσιος, ταύτα ακούσας, ανεχώρησε, προφασιζόμενος ότι δεν ήτο άξιος τοιαύτης επιχειρήσεως και δια να μη του δώσουν περί τούτου άλλην ενόχλησιν, εξήλθε το εσπέρας της πόλεως με σκοπόν να υπάγη εις άλλην χώραν να κρυφθή δια να μη τον ευρίσκωσι και τον πειράζωσιν.
Ο Κύριος όμως, όστις ήθελε να τεθή ο λύχνος επί την λυχνίαν και να φωτίση τους εν σκότει καθεύδοντας, τι ωκονόμησεν; Περιπατών ο Άγιος όλην την νύκτα (ήτο δε τότε η πρώτη του Δεκεμβρίου) ευρέθη πάλιν την πρωϊαν, ω του θαύματος! έξωθεν των τειχών της πόλεως των Μεδιολάνων. Οι δε ευλαβέστεροι των Χριστιανών, όσοι εξήλθον κατόπιν αυτού εις αναζήτησίν του, ευρόντες αυτόν, τον απήγαγον βιαίως εις την Μητρόπολιν και ανέφερον το γεγονός εις τον βασιλέα, δεόμενοι τούτου να τον ψηφίση δια γράμματος και να τον παρακαλέση να μη παρακούση, αλλά να δεχθή την αξίαν. Χαρείς ο βασιλεύς δια την εύρεσιν του Αμβροσίου, αλλά και διότι τους ανθρώπους, τους οποίους αυτός εψήφιζεν εις ηγεμονίαν, έκρινεν ο λαός αξίους της Μητροπόλεως, έγραψεν ευθύς μετά πάσης χαράς την ψήφον, προστάσσων να τον τελειώσουν το ταχύτερον. Γνωρίσας δε και ο Άγιος, ότι ήτο Θεού θέλημα, έστερξε και βαπτισθείς και χειροτονηθείς κατά την τάξιν, έλαβε την αρχιερατικήν χάριν τη 7η Δεκεμβρίου εν έτει 374. Ήτο δε παρών εις πάντα ταύτα ο βασιλεύς και αφού τον ενεθρόνισεν εις τον μέγιστον θρόνον της Μητροπόλεως, έκαμε την ευχαριστήριον ταύτην δέησιν προς τον Κύριον λέγων· «Ευλογημένον και δεδοξασμένον το όνομά σου, Δέσποτα Παντοκράτορ Σωτήρ ημών, ότι εις τον θείον τούτον άνδρα εγώ μεν παρέδωσα σώματα ανθρώπων προς κυβέρνησιν, Συ δε του ενεπιστεύθης ψυχάς αθανάτους προς καθοδήγησιν, αποδείξας ούτω δικαίας τας ψήφους μου».
Μετ΄ ολίγας ημέρας συνομιλών ο Άγιος μετά του βασιλέως, τον εμέμφθη με πολλήν παρρησίαν και τον κατέκρινεν αυστηρώς, διότι τινές των αρχόντων του δεν έπραττον καλώς εις τινα πράγματα. Ο δε βασιλεύς δεν εσκανδαλίσθη ποσώς εις τοιούτον έλεγχον, αλλά μάλλον επήνεσε τον Άγιον, ως ζηλωτήν της ευσεβείας και της αμαρτίας κατήγορον, λέγων· «Εγώ μεν προ πολλού εγνώρισα τον ένθεον ζήλον σου· όθεν και σύμψηφος εις την χειροτονίαν σου γέγονα. Ιάτρευε λοιπόν, ως ο θείος Νόμος ορίζει, τα των ψυχών ημών αμαρτήματα». Ούτω λοιπόν καλώς και ορθοδόξως κυβερνήσας το βασίλειον ο ευσεβέστατος Ουαλεντινιανός έτη δεκαοκτώ απήλθεν προς Κύριον, αφήσας διαδόχους τους παίδας αυτού, Γρατιανόν και Ουαλεντινιανόν τον νέον. Ο δε αδελφός αυτού Ουάλης, όστις εβασίλευεν εις το Ανατολικόν μέρος, ήτο Αρειανός. Εκστρατεύσας δε ποτε κατά των Τατάρων ενικήθη υπ΄ αυτών και φεύγων εκρύβη εις αχυρώνα, εις τον οποίον και κατεκαύθη παραδοθέντος του αχυρώνος εις το πυρ, ούτω δε έμεινεν όλη η βασιλεία των Ρωμαίων εις τον Γρατιανόν, επειδή ο Ουάλης δεν έκαμε τέκνον. Επειδή και ούτος ήτο ευσεβής ως ο πατήρ αυτού, έγραψε πρόσταγμα πανταχού και ανεκάλεσεν όλους τους Αρχιερείς, τους οποίους ο Ουάλης ο θείος του εξώρισε δια την ευσέβειαν. Μαθών δε ότι η Θράκη ελεηλατήθη από τους βαρβάρους, τους φονεύσαντας τον Ουάλεντα, αφήκε την Ιταλίαν και απήλθεν εις την Παννονίαν.
Κατά τον καιρόν εκείνον ήτο και ο μέγας Θεοδόσιος, όστις ήτο ονομαστότατος και διότι κατήγετο από γένος περιφανές και δια την πολλήν του ανδρείαν και γενναιότητα, ευρίσκετο δε τότε εις την Ισπανίαν, διότι εκεί εγεννήθη και ανετράφη και πολλοί άρχοντες τον εφθόνουν δια τας ανδραγαθίας του· όθεν ήτο περίλυπος. Ο δε βασιλεύς Γρατιανός τον εκάλεσεν εις βοήθειάν του και τον εχειροτόνησεν αρχηγόν του στρατού και του στόλου και τον έστειλε κατά των βαρβάρων εις πόλεμον, εκείνος δε καθωπλισμένος με το απροσμάχητον όπλον του Τιμίου Σταυρού και με την Ορθοδοξίαν ενίκησε τους εχθρούς του και τοσαύτην καταστροφήν τους κατήνεγκε, Θεού βοηθούντος, ώστε εθαύμασαν άπαντες. Εχάρη λοιπόν ο Γρατιανός δια την νίκην ταύτην και ευθύς έστεψε βασιλέα τον Θεοδόσιον και εκείνον μεν αφήκεν εις την Ανατολήν, αυτός δε απήλθεν εις Ιταλίαν, ανφότεροι δε ηγωνίζοντο να αξαλείψουν τον αρειανισμόν και μάλιστα ο Θεοδόσιος, διότι εις την Ανατολήν ήσαν πολλοί Αρειανοί εξ αιτίας του Ουάλεντος. Μετά δε καιρόν απέθανεν ο Γρατιανός από επιβουλάς κακών ανθρώπων, αφήσας τέκνα και αδελφόν τινα νέον ομώνυμον του πατρός αυτού, όστις και τον διεδέχθη εις τον θρόνον. Μάξιμος δε τις, καταφρονών την ηλικίαν του νέου Ουαλεντινιανού, ήρπασε τυραννικώς την Κυβέρνησιν της Δύσεως. Η δε Ιουστίνα, γυνή μεν του μεγάλου Ουαλεντινιανού, του δε νέου μήτηρ, ήτο Αρειανή· και έως μεν έζη ο σύζυγός της, έκρυπτε την αίρεσιν, τότε δε την εφανέρωσε και νουθετούσα πολλάκις τον απονήρευτον υιόν της, τον επλάνησε και πιστεύσας εις αυτήν, αρειάνιζεν.
Ο δε μέγας Αμβρόσιος, αφού έλαβε την χειροτονίαν, διήρχετο πολιτείαν ισάγγελον, ενήστευεν όλην την εβδομάδα και μόνον το Σάββατον και την Κυριακήν έτρωγε και έδιδεν ελεημοσύνας πολλάς εις τους φυλακισμένους και άλλους πένητας. Όλον τον πλούτον, τον οποίον εκληρονόμησεν από τους γονείς του και από την Μητρόπολιν, διένειμεν εις πτωχούς και απόρους δια τον Κύριον, τα δε ακίνητα πράγματα του πατρός του, ήτοι αγρούς, αμπελώνας και άλλα όμοια, αφιέρωσεν εις την Εκκλησίαν, με την εντολήν να δίδουν οι Κληρικοί εις την αδελφήν του την εσοδείαν αυτών καθ΄ όλην την ζωήν αυτής δια συντήρησίν της, μετά δε τον θάνατόν της να μένουν τελείως εις την Μητρόπολιν. Δι΄ εαυτόν δε ουδέν εκράτησεν, αλλ΄ έλεγεν, ότι, καθώς ο Ποιητής και Δεσπότης μου πλούσιος ων, εκουσίως επτώχευσε και γυμνός προσηλώθη εις τον Σταυρόν, ούτω πρέπει και πάντες οι δούλοι του να τον μιμηθούν, ακολουθούντες Αυτόν γεγυμνωμένοι πάσης σαρκικής προσπαθείας και σχέσεως. Ήτο δε τόσον συμπαθητικός ο αείμνηστος, ώστε όταν του εξωμολογείτο τις αμαρτίαν τινά θανάσιμον, έκλαιε τόσον, ώστε έκαμνε τον εξομολογούμενον και εδάκρυζεν. Όταν δε ήθελε πληροφορηθή ότι έπραξέ τις ανόμημά τι και δεν ήρχετο εις μετάνοιαν, μετεχειρίζετο κάθε τρόπον και πάσαν μέθοδον, έτι δε και προσηύχετο δι΄ εκείνον, έως ότου τον ελκύση εις εξομολόγησιν· και απλώς ειπείν, ο Αμβρόσιος ήτο πασών των αρετών δοχείον και θησαυροφυλάκιον, εξόχως δε ήλεγχε τους αιρετικούς και όσοι εξ αυτών παρέμενον αμετανόητοι τους εδίωκε.
Ακούσας δε ο Άγιος, ότι ο νέος βασιλεύς, απατηθείς υπό της μητρός του αρειανίζει, ηγωνίζετο να λυτρώση την ψυχήν αυτού από τον θάνατον και νουθετών αυτόν καθ΄ εκάστην, του ενεθύμιζε την ευσέβειαν του πατρός του και τον εδίδασκε περί της διαφοράς μεταξύ των Ορθοδόξων και των Αρειανών. Ο δε βασιλεύς, καθό νέος και απερίσκεπτος, επίστευε μάλλον εις την μητέρα αυτού ή τον Άγιον· όθεν και θυμωθείς κατ΄ αυτού τον εδίωξεν έξω της Εκκλησίας. Ο δε Άγιος απεκρίνατο· «Εγώ μεν θεληματικώς δεν εξέρχομαι της μάνδρας την οποίαν μοι ενεπιστεύθη ο Κύριος, εγκαταλείπων ούτω και προδίδων τα λογικά πρόβατα, έστω και αν πρόκειται να χύσω το αίμα μου· εάν δε εις σε φαίνεται εύλογον, βάλε εις τον λαιμόν μου την μάχαιραν, ότι μετά χαράς αποδέχομαι την σφαγήν δι΄ αγάπην του Δεσπότου μου». Ταύτα μαθών μετά καιρόν ο Μάξιμος γράφει εις τον βασιλέα να μη πειράζη την Εκκλησίαν, ούτε να προδώση την πατρικήν ευσέβειαν, διότι άλλως θα έλθη κατ΄ αυτού να τον πολεμήση. Επειδή όμως ο βασιλεύς δεν κατεπείσθη, ήλθε πράγματι κατ΄ αυτού ο Μάξιμος με πολύ στράτευμα και κατέλαβε τα Μεδιόλανα. Ο δε βασιλεύς μη έχων την δύναμιν να αντιταχθή εφοβήθη και έφυγεν εις τον Αυλώνα.
Μετά ταύτα ο βασιλεύς Θεοδόσιος έγραψεν εις τον Ουαλεντινιανόν, ότι επειδή επρόδωσε την ευσέβειαν, τον εγκατέλειψεν ο Θεός, τον δε τύραννον εβοήθησεν, ως υπέρ της αληθείας αντιμαχόμενον και τον εδίωξεν από τον θρόνον του. Ταύτα γράψας ο ευσεβής και γνωστικός Θεοδόσιος, ήλθεν εις βοήθειαν αυτού, αφήσας την βασιλείαν του έρημον δια να αποδώση δικαιοσύνην και να επαναφέρη τον βασιλέα προς την ευσέβειαν, όπερ και εγένετο· και πρώτον μεν τον ελύτρωσε της μητρώας πλάνης και προς την πατρικήν αλήθειαν εχειραγώγησεν· έπειτα εκήρυξε πόλεμον κατά του Μαξίμου και φονεύσας αυτόν ως τύραννον, χωρίς να κάμη αιματοχυσίαν εις τον λαόν, έβαλε πάλιν εις τον θρόνον τον Ουαλεντινιανόν. Και ταύτα μεν έπραξεν ο πιστότατος βασιλεύς, δια να φυλάξη τας συνθήκας τας οποίας έδωσεν εις τον Γρατιανόν, όταν τον έκαμε βασιλέα. Είχε δε και άλλας αρετάς μεγάλας ούτος ο χριστομίμητος βασιλεύς, τας οποίας, εάν αφήσω αγράφους, θέλω σας προξενήσει ζημίαν μεγάλην. Λοιπόν προσέχετε, να λάβετε μεγάλην ωφέλειαν. Εις την Θεσσαλονίκην, ήτις ήτο και τότε πρωτεύουσα πόλις της Μακεδονίας μεγάλη και πολυάνθρωπος, εξερράγη εξ αφορμής του Ιπποδρόμου επανάστασις του λαού εναντίον των αρχών και κατεσφάγησαν πολλοί ανώτεροι αξιωματούχοι του στρατού μεταξύ των οποίων και ο στρατηγός διοικητής της φρουράς της πόλεως Βοθέριχος. Ταύτα μαθών ο Θεοδόσιος εθυμώθη και προστάσσει τους στρατιώτας του να φονεύσουν περί τας δύο χιλιάδας Θεσσαλονικείς. Οι στρατιώται όμως ευρόντες ευκαιρίαν απέκτειναν επτά χιλιάδας, μεταξύ δε των υπευθύνων εφονεύθησαν και πολλοί ανεύθυνοι, πράξιν την οποίαν, ως λέγουν, δεν εσκέφθη καλώς ο βασιλεύς, αλλά νικηθείς υπό του θυμού ως άνθρωπος ήμαρτε. Μαθών δε ταύτην την αξίαν πολλών δακρύων συμφοράν ο μέγας Αμβρόσιος, ελυπήθη πολύ και έκλαυσεν.
Μεθ΄ ημέρας δε τινας επήγεν ο Θεοδόσιος εις τα Μεδιόλανα και θέλων να εισέλθη εις τον Ναόν δια να ακούση την λειτουργίαν κατά την συνήθειαν, επρόλαβε μακρόθεν ο Άγιος και δεν τον αφήκε να εισέλθη ούτε καν εις τον νάρθηκα, αλλ΄ είπε προς αυτόν· «Άραγε δεν γνωρίζεις την μεγάλην εκείνην μιαιφονίαν την οποίαν ετέλεσες; Ή μήπως η αξία της βασιλείας δεν αφήνει να γνωρίσης την αμαρτίαν σου; Πρέπει να ενθυμήσαι πάντοτε, ότι όλοι μας έχομεν κοινήν την φύσιν και ένα Προπάτορα. Πλούσιοι και πένητες από εν χώμα επλάσθημεν και πάλιν εις αυτό επιστρέφομεν, έως της κοινής αναστάσεως. Μήπως, επειδή φορείς την αλουργίδα και το διάδημα νομίζεις ότι δεν αποθνήσκεις και συ μεθαύριον, να γίνης σκωλήκων βρώμα και κόνις άχρηστος; Εις είναι ο Βασιλεύς και Δεσπότης, ο Δημιουργός απάσης της κτίσεως. Πως θα τολμήσης λοιπόν να ίδης με τους οφθαλμούς σου τον Ύψιστον; Με ποίους πόδας θα περιπατήσης το άγιον έδαφος του Ναού του; Πως θα υψώσης εις προσευχήν τας χείρας σου, αίτινες εισέτι στάζουσιν από το αίμα εκείνων των αδίκων φόνων, τους οποίους ετέλεσας; Πως θα τολμήσης να κοινωνήσης το πανάγιον Σώμα του Δεσπότου Χριστού, χωρίς να κλαύσης την ανομίαν σου και να κάμης την πρέπουσαν ικανοποίησιν και μετάνοιαν; Ύπαγε λοιπόν και μη εισέλθης εις τον Ναόν, ίνα μη αυξήσης με τοιαύτην καταφρόνησιν την προτέραν σου παρανομίαν και δέχου τούτον τον δεσμόν του κανόνος, εις τον οποίον ο των όλων Δεσπότης γίνεται σύμψηφος με τον εαυτόν μου».
Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς, ως ευλαβής και εγγράμματος όπου ήτο, δεν εσκανδαλίσθη ποσώς, επειδή εγνώριζε ποία πράγματα είναι ίδια των Ιερέων και ποία των βασιλέων· όθεν στενάζων εκ βάθους καρδίας και δακρύων, εστράφη εις τα βασίλεια. Ήτο δε τότε η Αγία Ανάστασις και διήλθον μήνες οκτώ, έως ου έφθασεν η εορτή των Χριστουγέννων. Ο δε Θεοδόσιος εκάθητο εις το παλάτιον, κλαίων βαρύτατα. Ιδών δε αυτόν ούτω κλαίοντα άρχων τις σπουδαίος Ρουφίνος ονόματι, ηρώτησε την αιτίαν της τοσαύτης θλίψεως. Ο δε πικρώς στενάξας, έχυσε θερμότατα δάκρυα και λέγει προς αυτόν· «Συ μεν έχεις χαράν και παιγνίδια και δεν γνωρίζεις την θλίψιν μου· εγώ δε στενάζω και κλαίω πικρώς την ιδικήν μου συμφοράν, αναλογιζόμενος ότι οι δούλοι μου και πάντες οι πένητες εισέρχονται αφόβως εις την Εκκλησίαν και προσεύχονται εις τον Δεσπότην Χριστόν, εις εμέ δε εκλείσθη η θύρα, όχι μόνον αυτή η επίγειος, αλλά και από της Βασιλείας των ουρανών είμαι εξωρισμένος δια την μεγίστην παρανομίαν μου». Ο δε Ρουφίνος, θέλων να προσφέρη εις τον βασιλέα εκδούλευσιν, είπε προς αυτόν· «Εάν ορίζης, δέσποτα, υπάγω να παρακαλέσω τον Αρχιερέα πολύ έως να τον καταπείσω να σου συγχωρήση το πταίσιμον». Λέγει ο βασιλεύς· «Εγώ γνωρίζω καλώς ότι είναι δικαία η απόφασις του Αμβροσίου και ότι δεν θέλει εντραπή την εξουσίαν της βασιλείας μου και να παραβή το θείον πρόσταγμα». Ο Ρουφίνος όμως υπέσχετο ότι οπωσδήποτε θα πείση τον Άγιον να του δώση συγχώρησιν. Όθεν λέγει προς αυτόν ο Θεοδόσιος· «Ύπαγε λοιπόν ταχέως, παρακάλεσέ τον μετά πολλής ταπεινώσεως και εγώ έρχομαι υστερώτερα». Επήγε λοιπόν ο Ρουφίνος και πίπτων εις τους πόδας του Αγίου έκειτο ώραν ικανήν δεόμενος. Ο δε ελέγχων αυτόν, έλεγεν, ότι δεν τον συνεχώρει, αλλ΄ ήτο έτοιμος να λάβη μάλλον θάνατον, παρά να παραβή τον νόμον. Ο Ρουφίνος διεμήνυσε ταύτα εις τον βασιλέα, δια να μη κοπιάση εις μάτην· είχε δε φθάσει τότε ο βασιλεύς εις το μέσον της αγοράς, όταν του ήλθε το μήνυμα και είπεν· «Ας υπάγω και θέλω υπομείνη τους δικαίους ελέγχους του Αγίου». Απελθών λοιπόν εστάθη έξωθεν του Ναού, παρακαλών να τύχη συγχωρήσεως. Ο δε Άγιος, μη γνωρίζων την αγαθήν πρόθεσιν του βασιλέως, την συντριβήν και την άκραν αυτού ταπείνωσιν και νομίσας ότι δυναστικώς εζήτει συγχώρησιν, του λέγει· «Πως εναντιούσαι εις τον Θεόν και καταπατών τους Νόμους αυτού τολμάς να εισέλθης τυραννικώς εις τον οίκον του»; Ο δε απεκρίνατο μετ΄ ευλαβείας και ταπεινότητος· «Δεν θρασύνομαι κατά των θείων Νόμων, Άγιε Δέσποτα, ούτε με βίαν και κενοδοξίαν ζητώ να εισέλθω έστω και εις τα άγια πρόθυρα, αλλά παρακαλώ σε, ως του Δεσπότου Χριστού διάδοχον, να μιμηθής την φιλανθρωπίαν και ευσπλαγχνίαν αυτού του κοινού Δεσπότου μας, και μη κλείης εις εμέ την θύραν, ήτις είναι ανεωγμένη εις όλους όσοι μετανοούν με θερμότητα». Τότε ο Άγιος τον ηρώτησε· «Και συ ποίαν μεταμέλειαν έδειξες μετά την παρανομίαν σου; Με ποία φάρμακα τας ανιάτους σου πληγάς εθεράπευσες»; Λέγει ο βασιλεύς· «Εγώ μεν με πνεύμα συντετριμμένον και με δάκρυα ζητώ την συγχώρησιν, έργον δε ιδικόν σου είναι να δείξης την φιλανθρωπίαν του Θεού και να συνθέσης τα ιατρικά φάρμακα». Τότε ο πάνσοφος Αμβρόσιος, ιδών αυτόν εξ όλης καρδίας μεταμελούμενον, έδωκεν εις αυτόν κανόνα ευάρμοστον δια το πραχθέν ανόμημα και είπε προς αυτόν· «Γράψε νόμον, οπόταν κάμης απόφασιν να θανατώσουν πταίστην τινά δια τας πράξεις του, να παρέρχωνται τριάκοντα ημέραι και τότε να εκτελήται». Ταύτην την συνετήν νουθεσίαν ο βασιλεύς δεξάμενος, ευθύς προσέταξε να γραφή ο νόμος εκείνος, τον οποίον ιδιοχείρως υπέγραψε και τότε τον συνεχώρησεν ο Αμβρόσιος και εισελθών με θάρρος εις τον Ναόν έπεσεν εις την γην ουχί γονατιστός, αλλά πρηνής και μετά πολλής ευτελείας και ταπεινότητος ανέσπα τας τρίχας της κεφαλής του, έτυπτε το στήθος και εκτύπα την κεφαλήν εις το έδαφος, βρέχων αυτό με θερμότατα δάκρυα και βοών την δαβιτικήν εκείνην φωνήν: «Εκολλήθη τω εδάφει η ψυχή μου· ζήσον με κατά τον λόγον σου» (Ψαλμ. ριη: 25) εδέετο συγχωρήσεως. Επειδή δε ήτο η ώρα της Αγίας Κοινωνίας, εγερθείς ομοίως με δάκρυα, εισήλθεν εις το άγιον Βήμα και εστάθη πλησίον της αγίας Τραπέζης, δια να κοινωνήση καθώς είχε συνήθειαν να κάμνη εις την Κωνσταντινούπολιν.
Αλλ΄ ούτε εδώ υπέμεινε να σιωπήση ο ιερός Αμβρόσιος, αλλ΄ ηθέλησε να του φανερώση την διαφοράν του τόπου των ιερωμένων από του των λαϊκών· και πρώτον μεν τον ηρώτησεν εάν εχρειάζετο τι. Ο δε απήντησεν, ότι ανέμενε να κοινωνήση τα θεία Μυστήρια. Τότε ο Άγιος του διεμήνυσε με τον Αρχιδιάκονον ταύτα· «Εις τα ένδοθεν του θυσιαστηρίου, ω βασιλεύς, μόνον οι Ιερείς πρέπει να εισέρχωνται, οι δε κοσμικοί ουδαμώς· Έξελθε λοιπόν έξω και στάσου εις την τάξιν των λαϊκών, διότι η αλουργίς δεν χρίει Ιερείς, αλλά βασιλείς». Ο δε πιστότατος Θεοδόσιος εδέχθη και ταύτην την νουθεσίαν μετά χαράς, αποκριθείς, ότι δεν εισήλθεν εξ υπερηφανείας, αλλά διότι τοιαύτην τάξιν είχον εις το Βυζάντιον. Με τοιαύτην λοιπόν και τοσαύτην αρετήν διέλαμπον αμφότεροι, ο τε βασιλεύς και ο Αρχιερεύς οι αείμνηστοι. Εγώ δε θαυμάζω και των δύο τα κατορθώματα, του μεν την παρρησίαν και την του θείου ζήλου θερμότητα, του δε την ευπείθειαν και την της Πίστεως καθαρότητα. Όσα λοιπόν εδιδάχθη υπό του Αμβροσίου ο βασιλεύς εις τα Μεδιόλανα, εκείνα και εφύλαττεν ολοψύχως, όταν επέστρεψεν εις την Κωνσταντινούπολιν. Όθεν εν μια των Δεσποτικών εορτών, ότε τον προσεκάλεσεν ο Πατριάρχης Νεκτάριος να εισέλθη εις το άγιον Βήμα να κοινωνήση, ο ευλαβής βασιλεύς ευθύς του απεκρίθη, λέγων· «Δεν δύναμαι να εισέλθω, διότι εδιδάχθην από τον θείον Αμβρόσιον πόσον διαφέρει ο Ιερεύς από τον βασιλέα». Είχε δε και άλλην αφορμήν ωφελείας ούτος ο βασιλεύς· ήτο δε αύτη η σύζυγός του, η τιμία Πλακίλλα, η οποία του υπενθύμιζε πάντοτε τους θείους νόμους δια των λόγων και δια των πράξεων. Διότι αυτή η αείμνηστος δεν υπερηφανεύθη ποτέ δια την αξίαν της βασιλείας, αλλά περισσότερον ανεζωπύρει αύτη την θείαν αγάπην εις την καρδίαν της, επειδή η μεγάλη ευεργεσία, την οποίαν έλαβεν από τον Θεόν, ηύξανε μάλλον τον προς Αυτόν έρωτα· όθεν εφρόντιζε δια τους ασθενείς όλους της Πόλεως, τυφλούς, κεκρατημένους, παραλύτους και άλλους ασθενείς, εις των οποίων τας οικίας επήγαινε μόνη της και τους υπηρέτει η τρισμακάριστος εις όλα τα χρειαζόμενα. Δεν ηρκείτο δε με το να στείλη τους δορυφόρους και τους δούλους της, αλλ΄ αυτή δια μισθόν περισσότερον απήρχετο εις τα ξενοδοχεία των Εκκλησιών και εθεράπευε τους ασθενείς. Εμαγείρευεν, έπλυνε τα αγγεία και πάσαν άλλην δουλικήν υπηρεσίαν ταπεινώς κατεδέχετο. Είχε δε και άλλην συνήθειαν, να λέγη ταύτα πολλάκις προς τον ομόζυγον· «Πρέπει σου, άνερ, να συλλογίζεσαι πάντοτε οποίος ήσο πρότερον και πως κατέστης το ύστερον, διότι αυτά ενθυμούμενος, δεν θέλεις φανή προς τον ευεργέτην Θεόν αχάριστος, αλλά θέλεις κυβερνήσει νομίμως την βασιλείαν, την οποίαν Εκείνος σοι έδωκε και ούτω να τον ευχαριστής καθώς πρέπει». Ούτω λοιπόν θεαρέστως πολιτευομένη η μακαρία Πλακίλλα απήλθε προς Κύριον.
Ο θαυμάσιος Αμβρόσιος κατέβαλλε κόπους μεγάλους επιστρέφων τους αιρετικούς, ως άνωθεν είπομεν· και καθ΄ εκάστην επίστευον πολλοί, βλέποντες την ένθεον αυτού πολιτείαν και τα θαύματα, τα οποία ετέλει ο Κύριος δια μέσου αυτού και εθεραπεύοντο ασθενείς, δαίμονες εδιώκοντο και έτερα ενηργούντο παράδοξα, τα οποία βλέποντες έτρεχον πολλοί εις την Πίστιν. Δεν έκαμνε σχεδόν άλλην υπηρεσίαν, μόνον εβάπτιζε τους πιστεύοντας, εις από τους οποίους ήτο και ο σοφώτατος και θεολογικώτατος Αυγουστίνος, τον οποίον αυτός κατήχησε με την πολλήν του σοφίαν και σύνεσιν. Ήτο δε πρότερον ο ιερός Αυγουστίνος βεβυθισμένος εις την αίρεσιν των Μανιχαίων και με τας διδαχάς του τον έκαμεν ο Αμβρόσιος να πιστεύση εις τον Χριστόν και να βαπτισθή υπ΄ αυτού, έγινε δε ο ιερός Αυγουστίνος τοσούτον ενάρετος και μέγας υπέρμαχος της Εκκλησίας, ώστε εχειραγώγησε πολλούς προς την ευσέβειαν με τας διδαχάς του και με τα πάνσοφα συγγράμματά του.
Απερχόμενος ημέραν τινά ο μέγας ούτος Αμβρόσιος προς την Ρώμην δια τινα υπόθεσιν, ενυκτώθη καθ΄ οδόν και έμεινεν εις τον οίκον πλουσίου τινός ανδρός, όστις ανέπαυσεν όλους, τον Αρχιερέα και τους συνοδεύοντας αυτόν Κληρικούς, πλουσιοπαρόχως. Το πρωϊ τον ηρώτησεν ο Άγιος εάν εδοκίμασε θλίψιν τινα καθ΄ όλην την ζωήν. Ταύτα δε είπε, διότι είδεν ότι είχε πλούτον ανείκαστον. Ο δε απεκρίνατο· «Δι΄ ευχών σου, Δέσποτα Άγιε, ουδέποτε με ελύπησεν ο Θεός, ούτε με εζημίωσεν ουδόλως, ούτε γνωρίζω τι είναι ασθένεια· αλλά και πολλάς δωρεάς μού απέστειλεν ο Πανάγαθος, πλούτον, δόξαν, τέκνα και πάσαν άλλην απόλαυσιν». Ο δε Άγιος ακούσας ταύτα εδάκρυσε και λέγει προς τους Κληρικούς· «Εγέρθητε ταχέως να φύγωμεν από τον κατηραμένον τούτον οίκον, δια να μη μας προφθάση ο θυμός του Θεού». Ιδών δε ότι ημέλουν να ετοιμάσουν τους ίππους, τους επρόσταξεν εντονώτερα να φύγουν το συντομώτερον. Παρευθύς δε ως ανεχώρησαν και προ του να διατρέξωσιν ούτε εν στάδιον (ω των θαυμασίων σου, Δέσποτα!) ήνοιξεν η γη και κατέπιε την οικίαν εκείνην με τον πλούσιον και όλους τους συγγενείς και τον πλούτον του. Θαυμάσαντες οι ακολουθούντες τον Άγιον δια το φοβερόν αυτό συμβεβηκός, ηρώτησαν αυτόν πως το εγνώρισεν. Ο δε απεκρίνατο· «Γνωρίζετε βέβαια, ότι όταν έχη τις θλίψεις, διαφόρους πειρασμούς και βάσανα, ο Κύριος είναι μετ΄ αυτού και τον τιμωρεί ως τέκνον του ηγαπημένον δια τα παραμικρά αμαρτήματα, τα οποία έπραξε, δια να τον δοξάση ύστερον εις την Βασιλείαν αυτού αιώνια. Όταν δε πάλιν έχη τις εις τούτον τον κόσμον απόλαυσιν άλυπον, υγείαν, ευημερίαν και άλλα όμοια, άνευ τιμωριών και θλίψεων, είναι σημείον της απωλείας αυτού αψευδέστατον, διότι είναι παρωργισμένος ο δίκαιος Κριτής κατ΄ αυτού και τον έχει αποφασισμένον, δια τας πράξεις του, εις την αιώνιον κόλασιν, του δίδει δε εδώ απόλαυσιν πρόσκαιρον δια μικράς τινας αγαθοεργίας, τας οποίας ετέλεσεν. Επ΄ αληθείας, αδελφοί, έπρεπε να θρηνώμεν απαρηγόρητα, όταν δεν μας έρχωνται πειρασμοί και βάσανα, και πάλιν, όταν μας παιδεύη ο δίκαιος Κριτής και πάνσοφος Ιατρός, πρέπει όχι μόνον να υπομένωμεν τους πόνους καρτερικώς, αλλά και να τον ευχαριστώμεν χρεωστικώς, όπως και τους σωματικούς ιατρούς, τους οποίους πληρώνομεν να κόψουν και να καύσουν τα μέλη μας δια την ελπιζομένην υγείαν και σωτηρίαν μας».
Ταύτα και έτερα πλείονα λέγων ο Άγιος, έτρεφε ψυχικώς τους ακούοντας και αφού έφθασαν εις την Ρώμην, τον παρεκάλεσεν η αδελφή του να λειτουργήση εις την Εκκλησίαν αρχοντίσσης τινός, ήτις είχεν εις εκείνον πολλήν ευλάβειαν και καθώς ελειτούργει του έφερον γυναίκα παραλυτικήν να την θεραπεύση. Ο δε σπλαγχνισθείς επ΄ αυτήν και ποιήσας ευχήν προς Κύριον, την εθεράπευσε. Τελέσας δε εις την Ρώμην και άλλα διάφορα θαύματα, επέστρεψεν εις τα Μεδιόλανα και ετέλεσε περισσότερα. Οι δε αιρετικοί έλεγον, ότι με τέχνην μαντείας τα έκαμνεν. Εις δε απ΄ εκείνους, όστις κατηγόρει τον Άγιον περισσότερον, εδαιμονίσθη ενώπιον πάντων με δικαίαν κρίσιν του Θεού, όταν δε τον ετάρασσε το δαιμόνιον, ωμολόγει και παρά την θέλησίν του την αλήθειαν, λέγων ότι ο Αμβρόσιος είναι Άγιος και τα δόγματά του ορθόδοξα, των δε Αρειανών ψευδή και μάταια. Διότι η Αγία Τριάς είναι ομοούσιος, Πατήρ, Υιός και Πνεύμα Άγιον. Οι δε ανόητοι και παράφρονες Αρειανοί εθυμώθησαν ταύτα ακούοντες από τον δαιμονιζόμενον και αντί να πιστεύσουν εις τοιαύτην αψευδεστάτην μαρτυρίαν, προσθέντες κακόν επί κακού, τον έρριψαν εις τον ποταμόν και επνίγη ο άθλιος. Έτερος δε τις αιρετικός από τους πρώτους επίστευσε και εβαπτίσθη και ερωτήσαντες αυτόν τινές την αιτίαν, δια την οποίαν επίστευσε τόσον ταχέως, απεκρίνατο, ότι εγνώρισεν οφθαλμοφανώς την αλήθειαν, διότι όταν εδίδασκεν ο Αμβρόσιος, έβλεπεν ωραιότατον Άγγελον, όστις του ωμίλει εις τα ώτα και τον ενουθέτει όσα εκήρυττε.
Συνέβη δε και άλλο γεγονός κατά τας τελευταίας ημέρας του Αμβροσίου, το οποίον δεν είναι πρέπον να αφήσωμεν άγνωστον. ΆΑνθρωπος τις ονόματι Κρεσκόβιος εκρύπτετο εις την Εκκλησίαν δια πταίσιμόν τι, το οποίον έπραξεν. Ο δε ηγεμών των Μεδιολάνων, Στηλίχων καλούμενος, έστειλεν ανθρώπους του παλατίου ημέραν τινά, κατά την οποίαν ήτο ο Άγιος μόνος, να συλλάβουν τον κρυπτόμενον. Ούτοι εισήλθον βιαίως εις τον Ναόν του Κυρίου και λαβόντες αυτόν εφυλάκισαν, έπειτα επήγαν εις την αγοράν, εις την οποίαν ήτο ο ηγεμών και πάσα η πόλις συνηθροισμένη διά τινα πανήγυριν και είπον προς αυτόν, ότι έκαμαν καθώς τους προσέταξεν. Ο δε Άγιος εσκανδαλίσθη πολύ εις αυτό, βλέπων ότι κατεπάτησαν τον Ναόν του Κυρίου και πίπτει μετά θερμών δακρύων εις προσευχήν, προς τον Κύριον δεόμενος να τιμωρήση τους τολμητάς δημίους, οίτινες τον κατεφρόνησαν. Όθεν ο το θέλημα των φοβουμένων αυτόν ποιών Κύριος επήκουσε της δεήσεως του δούλου του και ευθύς ως έφθασαν εις την αγοράν οι δήμιοι, ως εκ θαύματος, επέδραμον εκεί θηρία τινά, τα οποία ονομάζουσι λεοπαρδάλεις και προξενούν πολλήν ζημίαν εις εκείνα τα μέρη της Ιταλίας και τους εξέσχισαν έμπροσθεν του ηγεμόνος, χωρίς να δυνηθή τις να τους βοηθήση· και το θαυμασιώτερον, ότι δεν έθιξαν άλλον τινά, παρά μόνον εκείνους και εάν δεν έφευγε και ο άρχων να κρυφθή ταχέως, θα εθανάτωναν και αυτόν· εκείνος δε φοβηθείς προσέταξε να εκβάλουν από την φυλακήν τον υπεύθυνον, τον οποίον απέστειλεν εις τον Άγιον και εζήτει να τον συγχωρήση δια το τόλμημα.
Πολλά και άλλα θαυμάσια ετέλεσεν ο Παντοδύναμος δια προσευχών του Αμβροσίου και τοιαύτα, ώστε ηπλώθη η φήμη του σχεδόν εις όλον τον κόσμον και πολλοί ήρχοντο από μακρινάς χώρας δια να τον ίδουν και να ακούσουν εκείνα τα γλυκύτερα της αμβροσίας και του νέκταρος λόγια και μάλιστα η βασίλισσα των Μαρκομάννων, ήτις ήτο ειδωλολάτρις και ακούσασα την ένθεον αυτού πολιτείαν, απήλθεν εις επίσκεψιν αυτού και τόσον ηυφράνθη από τον λόγον του, ώστε επίστευσεν εις τον Χριστόν. Ο δε Άγιος την εβάπτισε και της έδωκεν εγγράφως την Ορθόδοξον Πίστιν και ποίαν πολιτείαν να διάγη και παν άλλο αναγκαίον προς σωτηρίαν· εξαιρέτως δε την παρεκάλεσε να μη αφήση ποτέ τον άνδρα της να κάμη πόλεμον κατά των Ρωμαίων.
Ούτω λοιπόν καλώς πολιτευσάμενος ο γλυκύτατος Αμβρόσιος και πολλούς λόγους ψυχωφελείς συγγραψάμενος και επιμελώς κυβερνήσας την Εκκλησίαν, ως καλός Ποιμήν και ουχί μισθωτός, εφύλαξεν αυτήν αλύμαντον από αισθητούς και νοητούς λύκους. Αλλ΄ ήλθεν η ώρα να υπάγη προς τον ποθούμενον· όθεν ασθενήσας, έκειτο εις την κλίνην. Ο δε Στηλίχων, ο έπαρχος, ακούσας ότι απέθνησκεν ο Αμβρόσιος, ελυπήθη πολύ και έλεγεν ότι ο θάνατός του θέλει είναι απάσης της Ιταλίας απώλεια.
Έστειλε δε και τινας άρχοντας να είπωσι του Αγίου όπως παρακαλέση τον Θεόν και του δώση ακόμη ολίγην ζωήν δια το συμφέρον του λαού, διότι βασιλεύς τις εβούλετο να τους πολεμήση, αλλά διότι ηυλαβείτο τον Άγιον έως ου έζη δεν τους επείραζεν. Ο δε Αμβρόσιος απεκρίνατο, λέγων· «Εγώ δεν τολμώ να πειράσω τον Κύριόν μου και όταν ορίση ας με λάβη, εγώ δε τον ευχαριστώ και τον δοξάζω».
Ήσαν δε δύο Διάκονοι εις άλλο κελλίον πλησίον του Αγίου και συνομιλούντες μυστικώς έλεγον· «Άραγε, ποίος θα γίνη Επίσκοπος μετά την τελευτήν του Αγίου»; Ο δε έτερος απεκρίνατο, ότι «Ο Σιμπλίκιος ο Ηγούμενος του δείνος Μοναστηρίου είναι ενάρετος άνθρωπος και φίλος του Αυγουστίνου, πιστεύω δε ότι αυτόν θα κάμωσιν». Ο δε Άγιος, γνωρίσας δια Πνεύματος Αγίου εκείνα τα οποία έλεγον οι Διάκονοι, απεκρίθη ταύτα δυνατά και τον ήκουσαν λέγοντα· «Καλός είναι ο Σιμπλίκιος, αλλ΄ είναι γέρων». Ταύτα ακούσαντες οι Διάκονοι εξεπλάγησαν και το είπον εις τον λαόν· όθεν εψήφισαν Αρχιερέα τον ρηθέντα Σιμπλίκιον. Ο δε Άγιος προσευχόμενος παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού, τη 4η του Απριλίου του έτους 397 παραμονή του Πάσχα υπάρχων ετών πεντήκοντα επτά, εις τον καιρόν των βασιλέων Θεοδοσίου και Ουαλεντινιανού. Αλλ΄ επειδή κατά τα περισσότερα έτη τυγχάνει η Αγία Ανάστασις ή η Μεγάλη Εβδομάς κατά τας αρχάς του μηνός Απριλίου, δια τούτο την εορτάζομεν την εβδόμην Δεκεμβρίου, ότε εχειροτονήθη Επίσκοπος. Το δε τίμιον αυτού και άγιον λείψανον εναπετέθη εις την Μητρόπολιν των Μεδιολάνων, την οποίαν τοσούτον ελάμπρυνεν. Ετέλεσε δε και μετά θάνατον θαύματα πολλά εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, του παντοδυνάμου Θεού, Ω πρέπει η τιμή, το κράτος και η προσκύνησις, εις τους αιώνας. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Η΄ (8Η) του Δεκεμβρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΠΑΤΑΠΙΟΥ

Δημοσίευση από silver »

Πατάπιος ο Όσιος Πατήρ ημών εγεννήθη εις τας Θήβας της Αιγύπτου, από γονείς ευσεβείς, και βαπτισθείς ανετράφη και επαιδεύθη επιμελώς τα ιερά γράμματα· και όσον ηύξανεν εις την σωματικήν ηλικίαν και εμάνθανε την φιλοσοφίαν, τοσούτω μάλλον προέκοπτεν εις την αρετήν και εγίνετο εις την ψυχήν φιλοσοφώτερος, γνωρίζων των προσκαίρων πραγμάτων το άστατον. Όθεν πανσόφως απαρνησάμενος πατρίδα, πλούτον και συγγενείς και πάσαν σαρκός ηδυπάθειαν και κοσμικήν ματαιότητα, κατώκησεν εις την έρημον· και τόσον προέκοψεν εις την ησυχίαν, ώστε έλαμψεν εις τας αρετάς ως φωστήρ διαυγέστατος. Και επειδή δεν ήτο πρέπον ο λύχνος να κρύπτεται υπό τον μόδιον, αλλά να τεθή επί την λυχνίαν, καθώς είπεν ο Κύριος, δια τούτο όσον ο Όσιος έφευγε τον ανθρώπινον έπαινον, τόσον ο Θεός τον εδόξαζε και τον έκαμνε πανταχού περιβόητον και συνηθροίζοντο από τας χώρας και πόλεις πολλοί εις αυτόν χάριν ωφελείας και βλέποντες την άσκησιν αυτού, τα άνθεα κατορθώματα και τα εξαίσια θαυμάσια, εθαύμαζον. Βλέπων ο Όσιος το άμετρον πλήθος, όπερ συνήγετο εκεί και την τιμήν την οποίαν του έδιδον, ανεχώρησεν από την έρημον ησύχως και επήγεν εις την Κωνσταντινούπολιν· κατώκησε δε εις τας Βλαχέρνας και ούτως έμεινε ξένος και έρημος, δια να φύγη τον ανθρώπινον έπαινον· και λησμονήσας τους προτέρους αγώνας εδίδετο εις περισσοτέραν σκληραγωγίαν και άσκησιν, μη φροντίζων ουδέ ποσώς δια τροφάς και ενδύματα, αλλά εμιμείτο τους ασωμάτους Αγγέλους εν σώματι, προσευχόμενος εις τον Θεόν νοερώς και το άρρητον κάλλος εκείνο διηνεκώς φανταζόμενος. Όθεν έχων την θεωρίαν με την πράξιν συνεζευγμένην έγινεν όλος μετέωρος και ανέβαινεν εις τους ουρανούς με το πνεύμα και έβλεπε νοερώς τας ουρανίους Δυνάμεις, αίτινες υμνούσιν ακαταπαύστως τον Κύριον. Δια τούτο και ο Θεός τον εδόξασε και του έδωκε δύναμιν να κάμνη θαυμάσια, από τα οποία να γράψωμεν ολίγα εις πίστωσιν των άλλων, δια να εννοήσητε πόσα δύναται να κατορθώση όστις φυλάττει τα θεία προστάγματα. Νέος τις πιστός και ευλαβής άνθρωπος ήτο τυφλός εκ γενετής και δεν έβλεπεν ουδόλως· ακούσας δε τας αρετάς του Οσίου και την πολιτείαν αυτού την θαυμάσιον, απήλθεν εις εκείνον χειραγωγούμενος· μιμούμενος δε τον τυφλόν του Ευαγγελίου, εβόησε με πολλήν θερμότητα προς τον Όσιον λέγων· «Ελέησόν με δια τον Κύριον, υιέ του Φωτός και της Χάριτος, και φώτισον τους οφθαλμούς μου, να ίδω και εγώ ο ανάξιος τα ορατά ταύτα πράγματα, όπως υμνήσω δια των κτισμάτων τον Κτίσαντα». Ταύτα λέγοντος του τυφλού, τον ελυπήθη ο Όσιος ως ελεήμων και ευσπλαγχνικώτατος, αλλά δεν ετόλμα, ως ταπεινόφρων, να επιχειρισθή τοιαύτην πράξιν, νομίζων εαυτόν ανάξιον και λέγει προς αυτόν δια να ίδη και την γνώμην του· «Τι θαυμάσιον εγνώρισες εις εμέ και ζητείς παρ΄ εμού πράγμα, το οποίον δεν δύναται άλλος να τελέση ειμή μόνον ο Δημιουργός του κόσμου και παντοδύναμος»; Τότε ο νέος εφώναζεν ελεεινότερα μετά δακρύων δεόμενος και με λόγους ταπεινούς εβεβαίωνε την αναμφίβολον πίστιν αυτού, ότι ηδύνατο ο Όσιος να του δώση την ποθουμένην θεραπείαν, ως του Χριστού δούλος γνήσιος. Τότε ο Όσιος είπε προς αυτόν μετά πίστεως· «Εις το όνομα του Δεσπότου Χριστού, όστις φωτίζει τυφλούς και νεκρούς ανιστά, ανάβλεψον». Ταύτα ειπών (ω του μεγίστου θαυματουργήματος!) εφωτίσθη ο πρώην τυφλός και εδόξασε τον Θεόν αγαλλόμενος. Ταύτα βλέποντες οι παρόντες εθαύμαζον και δεικνύοντες τούτον έλεγον· «Αυτός είναι ο εκ γενετής τυφλός, τον οποίον εφώτισεν ο Πατάπιος». Άλλος δε τις άνθρωπος ήτο εις το Βυζάντιον υδρωπικός· όθεν ήτο πολύ εξωγκωμένη η κοιλία του και εξώδευσεν όλην του την περιουσίαν εις ιατρούς· αλλ΄ εκείνους μεν ωφέλησεν ολίγον, εις τον εαυτόν του όμως δεν εγνώρισε ουδεμίαν ωφέλειαν. Όταν λοιπόν είδεν ότι η ανθρωπίνη βοήθεια δεν ηδύνατο να τον θεραπεύση, έδραμε προς τον Όσιον και δεικνύων εις αυτόν το χαλεπόν πάθος, εδέετο να κάμη έλεος εις αυτόν και να παρακαλέση τον Κύριον δι΄ αυτόν. Ο δε Άγιος βλέπων τοιούτον σχήμα ελεεινόν ελυπήθη· διότι δεν ήτο μόνον εις την κοιλίαν το πάθος, αλλά εις όλον το σώμα του, το δε δέρμα του ήτο πρησμένον ως ασκός και του έδιδεν οδύνην απερίγραπτον. Πρώτον λοιπόν εποίησεν ο Άγιος προσευχήν μετά δακρύων προς τον Κύριον, έπειτα εσημείωσε σταυρόν εις την κοιλίαν του πάσχοντος και τον έχρισε με το έλαιον της κανδήλας, λέγων· «Ο Δεσπότης Χριστός, όστις και τον υδρωπικόν ιάτρευσεν, αυτός και σε θέλει σήμερον θεραπεύσει ως εύσπλαγχνος». Ταύτα του Οσίου λέγοντος, οι μεν δεσμοί των υγρών της κοιλίας ελύθησαν, οι δε φυσικοί πόροι εξέβαλον όλα τα ακάθαρτα υγρά και έμεινεν ο ασθενής όλος υγιής εις μίαν στιγμήν, εις υαύμα και έκπληξιν των ορώντων. Άλλος τις νέος είχε δεινόν δαιμόνιον ο ταλαίπωρος και άλλοτε μεν έσχιζε τα ιμάτιά του και έμενεν ολόγυμνος, άλλοτε δε έπιπτεν εις κρημνούς και λάκκους, άλλοτε δε πάλιν έπιπτεν εις τα ύδατα και εκινδύνευε πολλάκις ο άθλιος. Περιπατούντος δε τούτου ποτέ εις την οδόν, τον έσυρεν ο δαίμον και επήγαινε να τον βυθίση εις την θάλασσαν· εκεί δε συνέπεσε να τον ίδη, κατ΄ οικονομίαν Θεού, ο μέγας Πατάπιος, βλέπον δε τούτον το δαιμόνιον ετάραξε τον νέον δυνατά. Έστρεφε τους οφθαλμούς και εξήρχοντο αφροί εκ του στόματος, έτριζε τους οδόντας και εκύτταζε με αγριότητα τον Όσιον· αφού δε εκείνος επλησίασεν, είπε ταύτα ο δαίμων ως οδυρόμενος· «Ω συμφοράν όπου έπαθα! Τι ήθελε πάλιν εδώ ο Πατάπιος; Τι να γίνω; Που να υπάγω, να εύρω τόπον να κατοικήσω; Καν εις πόλιν υπάγω, καν εις έρημον, φθάνεις, ω Ναζωραίε, και με τον τύπον του Σταυρού σου με διώκεις, νικώμενος δε εγώ αφανίζομαι». Ταύτα λέγον το πονηρόν δαιμόνιον εσήκωσεν εις τον αέρα τον νέον και τον ετίνασσεν. Ο δε μέγας του Χριστού αριστεύς ετύπωσεν εις τον αέρα με την χείρα του τον ζωοποιόν Σταυρόν λέγων· «Έξελθε, πνεύμα ακάθαρτον, και ύπαγε μακράν εις την έρημον· ο Χριστός σε προστάσσει, του οποίου και χωρίς να θέλης ωμολόγησες την δύναμιν». Ταύτα λέγοντος του Οσίου, εσπάραξεν ο δαίμων τον άνθρωπον και ρίψας αυτόν κατά γης, εξήλθεν ως καπνός και έφυγεν. Ο δε νέος από την χαράν του εδάκρυσε και δοξάζων τον Θεόν, ηυχαρίστει τον Όσιον. Έφθαναν μόνον αυτά τα θαυμάσια να φανερώσουν του Οσίου την παρρησίαν προς Κύριον· αλλ΄ ας είπωμεν άλλο εν και τότε να τελειώσωμεν την διήγησιν. Γυνή τις είχε την πανώδυνον και φρικτήν ασθένειαν του καρκίνου του στήθους και έκαμνε σκώληκας εις τους μαστούς της· είχε δε όχι μόνον εις το στήθος, αλλά και εις όλον το σώμα μεγάλην βάσανον και έφθαναν οι πόνοι έως την καρδίαν, τόσον ώστε εκινδύνευεν εις θάνατον. Βλέπουσα λοιπόν η ταλαίπωρος, ότι οι μεν ιατροί κατεσπατάλουν την περιουσίαν της ματαίως και ανωφελώς, οι δε σκώληκες εβόσκοντο εις τας σάρκας της, απήλθεν εις τον μέγαν Πατάπιον και πίπτουσα κατά γης εις τους πόδας του εθρήνει ελεεινότατα λέγουσα· «Ιάτρευσόν με, δούλε του Θεού, την ταλαίπωρον· σπλαγχνίσου με την αθλίαν, διότι και προ του τάφου με τρώγουσι σκώληκες και τόσον φρικτούς πόνους μού δίδουσιν, ώστε επιθυμώ τον μισητόν από όλους και αποτρόπαιον θάνατον». Ο δε Όσιος απεκρίνατο· «Εάν έχης πίστιν καθαράν προς τον Κύριον και δεν αμφιβάλλης δια την ίασιν, κατά την πίστιν σου ας σου γίνη και η έκβασις». Η δε εκ βαθέων στενάξασα έλεγε· «Πιστεύω, Κύριε, ότι καθώς γινώσκεις φανερά όλα τα κρύφια και άγνωστα, ούτως είσαι με την θείαν Χάριν και παντοδύναμος. Λοιπόν ως ελεήμων θεράπευσον τας οδύνας μου». Τότε της είπεν ο Όσιος να του δείξη το πάθος της και ιδών αυτό εθαύμασε λέγων· «Χαλεπόν είναι το πάθος σου και δυσίατον, αλλ΄ η πίστις υπερνικά και η ελπίς καρπούται την ίασιν. Ύπαγε λοιπόν εις ειρήνην και πλέον δεν θέλεις πονέσει». Ταύτα ειπών, έμεινεν η γυνή τεθεραπευμένη και απήλθε χαίρουσα και δοξάζουσα τον Θεόν, εκήρυττε δε πανταχού το θαυμάσιον, φημίζουσα εις όλους τον Όσιον. Από ταύτα τα οποία εγράψαμεν, ας εννοήση έκαστος πόσην χάριν επλούτησεν ο Πατάπιος παρά Κυρίου και δεν είναι ανάγκη να περιεργαζώμεθα περισσότερον, διότι εκ των ονύχων ο λέων γνωρίζεται. Λοιπόν ας έλθωμεν εις την κοίμησιν αυτού, να δώσωμεν τέλος της διηγήσεως. Ούτος ο μέγας του Θεού άνθρωπος και της αρετής αληθώς τύπος έμψυχος, εστόλισε την πολιτείαν αυτού με έργα και θαύματα και όταν έμελλε να μετασταθή από την πρόσκαιρον ζωήν ταύτην εις την αιώνιον, συνήχθησαν όλοι οι Ασκηταί και έκλαιον την αναχώρησιν αυτού, νομίζοντες κοινήν ορφανίαν την τούτου υστέρησιν και οδυρόμενοι τον χωρισμόν αυτού έλεγον· «Ω Πάτερ γλυκύτατε και παμπόθητε, διατί εγκαταλείπεις ορφανά τα τέκνα σου και υπάγεις εις άλλην πατρίδα τόσον γρήγορα; Ω! ποίος να καταπαύση την λύπην μας; Ποίος θα θεραπεύη τώρα τα τραύματα των ψυχών μας; Ω της συμφοράς! Και πώς να υπομείνωμεν την υστέρησίν σου οι τάλανες»; Αυτά και έτερα λέγοντες, αυτοί μεν έκλαιον, διεκτραγωδούντες το πάθος και την θλίψιν των. Ο δε Όσιος δεν έδειξε ουδεμίαν δειλίαν ή φιλοζωϊαν έναντι του θανάτου. Αλλ΄ είπε ταύτα προς αυτούς με όμμα ιλαρόν και πασίχαρον· «Μη με αποχαιρετάτε, ηγαπημένα μου τέκνα, με δάκρυα, διότι πολλήν βλάβην δίδετε με αυτά και εις εμέ και εις τον εαυτόν σας. Αλλ΄ είπατε ευχάς προς τον Θεόν και ποιήσατε κοινώς δια την ψυχήν μου παράκλησιν, πράγμα το οποίον σας δίδει πολλήν ωφέλειαν». Ταύτα λέγων κατέπαυσε τους οδυρμούς αυτών και τα δάκρυα· τους έκαμε δε διδαχήν σοφωτάτην περί της αιωνίου μακαριότητος. Έπειτα εποίησε προσευχήν δι΄ αυτούς και ούτως αφήκεν εις χείρας Θεού την μακαρίαν ψυχήν του χαίρουσαν. Το δε ιερόν και πάνσεπτον Λείψανον αυτού ενεταφίασαν εις τον σεβάσμιον Ναόν του Τιμίου Προδρόμου, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, της ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος, της μιάς Θεότητος· Ή πρέπει τιμή και προσκύνησις, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Θ΄ (9η) του Δεκεμβρίου, η Σύλληψις της Αγίας ΑΝΝΗΣ μητρός της Υπεραγίας Θεοτόκου.

Δημοσίευση από silver »

Ιωακείμ και Άννα οι θείοι γεννήτορες της Θεοτόκου λυπούμενοι δια την ατεκνία αυτών ανεχώρησαν ο μεν Ιωακείμ εις το όρος, η δε Άννα εις περιβόλιον, ένθα αμφότεροι προσηύχοντο δια να χαρίση εις αυτούς καρπόν κοιλίας ο Κύριος. Ο δε Πανάγαθος Θεός, θέλων να ετοιμάση δι΄ εαυτόν Ναόν ζώντα και οίκον Άγιον ίνα κατοικήση, απέστειλεν εις τούτους, εκ των οποίων ηυδόκησε να γεννηθή η κατά σάρκα μήτηρ αυτού, τον Άγγελόν του περί του οποίου λέγουσιν ότι ήτο ο Γαβριήλ. Τούτον δε αποστείλας προανήγγειλεν ότι θέλει συλλάβει η στείρα και γηραιά Άννα, ίνα με την σύλληψιν της στείρας βεβαιώση την εκ της Παναγίας Παρθένου ιδικήν Του άσπορον Σύλληψιν και άφθορον Γέννησιν.
Συνελήφθη λοιπόν η Παναγία Θεοτόκος και Παρθένος Μαρία εν τη κοιλία της Άννης εκ σπέρματος του Ιωακείμ και εγεννήθη, όχι καθώς λέγουσί τινες επτά μηνών ή χωρίς ανδρός, άπαγε! Αλλ΄ εννέα τελείων μηνών και εκ συναφείας ανδρός, πλην εξ επαγγελίας και Αγγέλου προρρήσεως και υπέρ τους νόμους της φύσεως, τόσον δια το άγονον της Άννης, όσον και δια το γηραλέον αυτής, διότι μόνος ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός συνελήφθη χωρίς συνάφειαν ανδρός και χωρίς σποράν εκ της Αγίας Παρθένου Μαρίας, απορρήτως και ανερμηνεύτως, καθώς ηξεύρει μόνος αυτός· και επειδή ήτο τέλειος Θεός, δια τούτο και όλα τα της κατά Σάρκα Αυτού οικονομίας προσέλαβε τέλεια, καθώς και την των ανθρώπων φύσιν τελείαν Αυτός εδημιούργησε και έπλασεν απ΄ αρχής κατά την δημιουργίαν του κόσμου. Ταύτην λοιπόν την Σύλληψιν της Υπεραγίας Θεοτόκου πανηγυρίζομεν σήμερον, προς μνήμην των θείων χρησμών και χαροποιών αγγελιών, των δοθεισών υπό Αγγέλου εις τους Δικαίους Θεοπροπάτορας περί συλλήψεως της Αγνής Θεομήτορος. Διότι τούτους τους δια λόγων χρησμούς του Αγγέλου έργα και πράγματα ποιών ο εκ του μηδενός υποστήσας τα πάντα Θεός, εκίνησε την στειρεύουσαν και γηραλέαν μήτραν της Άννης εις καρποφορίαν· και την διανύσασαν την ζωήν της με ατεκνίαν, ταύτην παραδόξως παιδοτόκον μητέρα εργάζεται σήμερον και χαρίζει εις τους Δικαίους άξιον καρπόν τής αυτών αιτήσεως, διότι ηυδόκησεν, ώστε οι σώφρονες γονείς να γεννήσωσι θυγατέρα την προ των αιώνων προορισθείσαν και εκλεχθείσαν εκ πασών των γενεών, από της οποίας Αυτός να γεννηθή έμελλεν. Η δε Σύναξις αυτών τελείται εν τω σεβασμίω Οίκω της Θεοτόκου, τω όντι εν τοις Ευοράνοις παρά την αγιωτάτην Μεγάλην Εκκλησίαν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ι΄ (10η) του Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΓΕΜΕΛΛΟΥ του Πολυάθλου.

Δημοσίευση από silver »

Γέμελλος ο Άγιος Μάρτυς ήτο κατά τους χρόνους του βασιλέως Ιουλιανού του Παραβάτου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη τξα΄ - τξγ΄ (361 – 363), κατήγετο δε εκ της πόλεως Αγκύρας της Μικράς Ασίας, από την ενορίαν την καλουμένην Κλιμαξίνην. Διελθόντος δε ποτε του Ιουλιανού δια της Αγκύρας, εστάθη ο Άγιος ούτος κατά πρόσωπον εκείνου και κατεπλήγωνεν αυτόν με λόγια ένθεα ως με βέλη. Τότε ο βασιλεύς οργισθείς σφόδρα επρόσταξε να ζωσθή ο Άγιος πεπυρωμένην σιδηράν ζώνην, κατεκαίετο δε δι΄ αυτής τόσον δυνατά, ώστε το υγρόν το οποίον έτρεχεν από το καύσιμον της σαρκός του επλήρωσεν όλην την εκεί γην. Είτα προστάσσεται να ακολουθή τον ασεβή τύραννον καθ΄ οδόν. Όταν δε ο Αποστάτης έφθασεν εις την πόλιν της Εδέσσης, τότε ο Άγιος εξηπλώθη από τα τέσσαρα μέρη του σώματος και επληγώθη με ξύλα κοπτερά· έπειτα κατετρυπήθη εις το σώμα με σιδηρά πεπυρωμένα και κρεμασθείς κατεξεσχίσθη τας σάρκας υπό των δημίων.
Επειδή δε ο του Χριστού Αθλητής κατεφρόνει τας βασάνους και ύβριζε τον ασεβή βασιλέα, τίθεται εντός πεπυρωμένου τηγανίου πλήρους ελαίου, ρητίνης και λίπους και άνωθεν δέρεται με ραβδία σιδηρά, τα οποία είχον αγκίδας· δια θείας όμως δυνάμεως έπεσε ραγδαία βροχή και έσβεσε την πυράν· όθεν ο Μάρτυς έμεινεν αβλαβής. Ταύτα βλέπων ο μιαρός βασιλεύς εξεπλάγη και προσέταξε να εμπήξωσι καρφία εις την κεφαλήν του Μάρτυρος, έως ου φθάσωσι μέχρι του εγκεφάλου· έπειτα ρίπτεται ο Άγιος επί του εδάφους· μετά ταύτα κρεμάται υψηλά και εκδέρεται ως πρόβατον με μαχαίρας, από των ποδών έως εις τους ώμους. Όθεν ο γενναίος αγωνιστής εφαίνετο θέαμα ξένον και φοβερόν, επειδή με τοιαύτα αφόρητα βάσανα ηδύνατο και να περιπατή και να συνδιαλέγηται με τους παρεστώτας. Κατ΄ οικονομίαν δε Θεού, απαντήσας ο Άγιος Ιερέα τινά, εβαπτίσθη υπ΄ αυτού, διότι ακόμη ήτο αβάπτιστος· αφ΄ ου δε εβαπτίσθη εξήλθε της ιεράς κολυμβήθρας όλος υγιής, χωρίς να έχη εις το σώμα ουδεμίαν πληγήν ή έστω σημείον πληγής. Τότε ήκουσεν ουρανόθεν θείαν φωνήν, η οποία του έλεγε· «Μακάριος είσαι, Γέμελλε, διότι πολλά εμόχθησας». Ταύτα μαθών ο Παραβάτης, εκρέμασεν τον Άγιον εις Σταυρόν και εκάρφωσε με καρφία τας χείρας και τους πόδας του· ούτω δε κρεμάμενος προσηυχήθη ο τρισόλβιος και παρέδωκεν εις Κύριον το πνεύμα του. Το δε τίμιον αυτού σώμα Χριστιανοί τινες κρυφίως καταβιβάσαντες από τον Σταυρόν, το ενεταφίασαν εις επίσημον τόπον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΑ΄ (11η) του Δεκεμβρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΔΑΝΙΗΛ του Στυλίτου.

Δημοσίευση από silver »


Δανιήλ ο Όσιος Πατήρ ημών ούτος έζη κατά τους χρόνους του βασιλέως Λέοντος Α΄ του μεγάλου του επικαλουμένου Μακέλλη του βασιλεύσαντος κατά τα έτη (457- 474), κατήγετο δε από την Μεσοποταμίαν της Συρίας, εκ της περιφερείας Σαμοσάτων. Τούτου τον θαυμάσιον και μελίρρυτον Βίον θέλομεν διηγηθή ενταύθα, ελπίζοντες ότι μεγάλως εκ τούτου θέλετε ωφεληθή. Διότι καθώς όταν ομιλή τις προς ανδρείους στρατιώτας περί των διακριθέντων εις πολεμικούς άθλους και τρόπαια διεγείρεται η ψυχή αυτών προς τους πολέμους και γίνονται προθυμότεροι και όσον μάλλον τας ανδραγαθίας των αηττήτων και ισχυρών εκείνων ακούουσι, τοσούτον και αυτοί προθυμοποιούνται και επιθυμούσι να δείξουν ομοίαν ανδρείαν και δύναμιν, τοιουτοτρόπως και όταν διδάσκαλος τις διηγήται τους ασκητικούς Βίους, τους θαυμαστούς αγώνας και τα ένθεα κατορθώματα των εναρέτων ανδρών, προθυμοποιούνται οι ευλαβείς και φιλόχριστοι ακροαταί και παρακινούνται να μιμηθώσι τον επαινούμενον. Ο δε Βίος του θαυμασίου τούτου Δανιήλ είναι ικανός και μόνος αυτός να εγείρη εις πλείονα ζήλον πάσαν ψυχήν ενάρετον και να την παρακινήση εις αγώνας πνευματικούς, να ποθήση με πολλήν ηδονήν τους γλυκυτάτους πόνους της ασκήσεως. Διότι όσον είναι ούτος ο Βίος θαυμασιώτατος, τοσούτον υπάρχει και ωφελιμώτατος, όστις δε αναλόγως της δυνάμεως αυτού θέλει τον μιμηθή, ούτος θέλει κατορθώσει πολλήν αρετήν εις ολίγον διάστημα και θέλει εξασφαλίσει παρά Θεού εις την ουράνιον και αιώνιον αυτού Βασιλείαν αντάμειψιν άπειρον. Προσέχετε λοιπόν εις ταύτην την θαυμάσιον διήγησιν.
Ούτος ο θαυμάσιος Πατήρ ημών Δανιήλ ήτο υιός πατρός μεν Ηλία καλουμένου, μητρός δε Μάρθας, οίτινες ήσαν πρότερον άτεκνοι και είχον δια τούτο θλίψιν άμετρον. Μη δυναμένη δε η γυνή να ακούη τους ονειδισμούς του ανδρός δια την πολυχρόνιον αυτής στείρωσιν, εξήλθε κρυφίως από την οικίαν της το μεσονύκτιον και υψώσασα τας χείρας προς ουρανόν, εδέετο μετά δακρύων τοιαύτα προς Κύριον λέγουσα· «Δέσποτα και Βασιλεύ απάσης της κτίσεως, όστις έπλασας εξ αρχής άρσεν και θήλυ τον άνθρωπον, προστάσσων αυτόν να αυξάνωνται και να πληθύνωνται, δέομαι της ευσπλαγχνίας σου, παντοδύναμε, να με λυπηθής την αναξίαν και να λύσης την στείρωσιν της κοιλίας μου, δίδων και εις εμέ τεκνογονίαν, καθώς εχάρισες εις την Σάρραν κατά το γήρας αυτής τον Ισαάκ, εις την Άνναν τον Σαμουήλ και εις την Ελισάβετ τον μέγαν Πρόδρομον, και σου υπόσχομαι να σου αφιερώσω το τέκνον, το οποίον θα γεννήσω, καθώς και η Άννα εποίησεν». Ούτω προσευχομένη εισήλθεν εις την οικίαν της και ως απεκοιμήθη, βλέπει εις το όραμά της ότι κατέβησαν δύο μεγάλοι φωστήρες ως δίσκοι στρογγυλοί εκ των ουρανών και ίσταντο άνωθεν της κεφαλής αυτής. Τούτο ίσως να εσήμαινε την αρετήν του παιδός, όστις έμελλε να γεννηθή εξ αυτής· διότι μετά την όρασιν αυτήν συνέλαβε και έτεκε τον μακάριον Δανιήλ.
Όταν το παιδίον έφθασεν εις το πέμπτον έτος της ηλικίας του, επήγαν οι γονείς του εις το Μοναστήριον και το αφιέρωσαν εις τον Θεόν κατά την υπόσχεσιν. Ο δε Ηγούμενος δεν το εκράτησε τότε εις την Μονήν έως ου μεγαλώση και γίνη η αναχώρησις με την γνώμην του παιδίου. Όταν λοιπόν έφθασεν εις ηλικίαν νόμιμον, καταφρονήσας συγγενείς και φίλους, πλούτον και δόξαν και όλα τα του κόσμου τούτου θέλγητρα δια την αγάπην του Κτίστου, επήγεν εις τι Κοινόβιον και πεσών εις τους πόδας του Προεστώτος παρεκάλει αυτόν να τον κουρεύση Μοναχόν. Ο δε Ηγούμενος, βλέπων αυτόν πολύ νέον, εδίσταζε, μήπως δεν δυνηθή να υποφέρη την κακοπάθειαν και προσεπάθει να τον εμποδίση, επειδή ήτο τότε ετών δώδεκα· τον παρεκίνει λοιπόν να μείνη ολίγον ακόμη καιρόν εις τον οίκον των, έως ότου να συνειθίση νηστείαν, αγρυπνίαν και πάσαν άλλην σκληραγωγίαν της ασκήσεως. Ο δε Δανιήλ σαφώς και θαυμαστώς απεκρίνατο, λέγων προς αυτόν· «Και εγώ, Πάτερ μου, δια την αυτήν αιτίαν ποθώ να γίνω Μοναχός, δια να ζήσω με τον Χριστόν και να αποθάνω δια τον κόσμον σωματικώς». Αφ΄ ου λοιπόν ο Ηγούμενος με διαφόρους λόγους προσεπάθησε να τον εμποδίση και δεν ηδυνήθη, συνεβουλεύθη περί αυτού και τους αδελφούς, οίτινες ιδόντες την πολλήν προθυμίαν του παιδός εθαύμαζον και ηννόησαν ότι ο Θεός τον εφώτισεν· όθεν συγκατένευσαν και έμεινεν εις την συνοδείαν των ο Δανιήλ, όστις και εις τους αγώνας υπερτέρησεν άπαντας, διάγων από όλους τους άλλους εναρετώτερα. Τούτο μαθόντες και οι γονείς του εχάρησαν και απελθόντες εις την Μονήν παρεκάλεσαν τον Προεστώτα να τον κάμη έμπροσθέν των Μοναχόν· και ούτως εποίησε, παρήγγειλε δε εις αυτούς ίνα μη έρχωνται συχνά εις το Μοναστήριον. Έμεινε λοιπόν ο μακάριος αυξάνων και προκόπτων ψυχικώς. Αφού δε εχρημάτισεν αρκετά έτη εις το Κοινόβιον, επεθύμησε να υπάγη εις τα Ιεροσόλυμα να προσκυνήση τους Αγίους Τόπους, εις τους οποίους ο Κύριος έπαθεν, έτι δε να ίδη και τον θαυμάσιον Συμεών τον Στυλίτην, να λάβη την ευλογίαν του. Όθεν εζήτησεν από τον Προεστώτα συγχώρησιν, εκείνος όμως ουδόλως ήθελε να τον αφήση. Αλλ΄ ύστερον και παρά την θέλησίν του τού έδωσε την συγχώρησιν. Επειδή έχων ανάγκην να υπάγη δι΄ εκκλησιαστικάς φροντίδας εις Αντιόχειαν, έλαβε μετ΄ άλλων τινών αδελφών και τον Δανιήλ εις την συνοδείαν του· όταν δε διήρχοντο από το χωρίον Τελλαδάν, εις το οποίον ησκήτευεν ο Όσιος Συμεών ο Στυλίτης, πλησιάσαντες εις τον στύλον, εθαύμαζον το ύψος αυτού και την τραχύτητα του τόπου και ότι υπέμεινεν ο γενναίος εκείνος την ψυχρότητα του χειμώνος, την καύσιν του θέρους, την των ανέμων βίαν και των χιόνων και όμβρων την δριμύτητα. Ταύτα συλλογιζόμενοι, οι μεν άλλοι ενόμιζον τοιούτον αγώνα μάταιον και άκαιρον. Ο δε μακάριος Δανιήλ όχι μόνον εθαύμαζεν, αλλά παρεκινείτο προς ζήλον εκείνου και μίμησιν. Όταν λοιπόν ωμίλησαν αυτοί προς τον Όσιον και τον εχαιρέτησαν, έκυψεν εκείνος από το ύψος του στύλου και τους είπε να βάλουν την κλίμακα να αναβούν· αλλά οι άλλοι δεν ηθέλησαν, ο μεν ασθένειαν, ο δε γήρας και άλλας αιτίας προφασιζόμενοι· ο δε θαυμάσιος Δανιήλ έδραμε προθύμως και ασπασάμενος αυτόν, απέλαβε τον μισθόν του κόπου του πλούσιον, διότι ο μέγας Συμεών τον ηυλόγησε και του προεφήτευσε την μέλλουσαν αρετήν αυτού, ταύτα λέγων· «Ανδρίζου, τέκνον, διότι πολλούς πόνους μέλλεις να υπομείνης δια τον Κύριον, όστις θέλει σου δώσει δύναμιν και βοήθειαν να νικήσης έως τέλους τον δαίμονα». Λαβών λοιπόν την ευχήν του Συμεών ο Δανιήλ κατέβη και επήγε με τον Ηγούμενον, ο οποίος εις ολίγον καιρόν ετελεύτησεν. Οι δε Μοναχοί παρεκάλουν όλοι τον Δανιήλ να τον ψηφίσουν Προεστώτα, αλλά δεν ηθέλησεν ο αείμνηστος, δια να μη έχη φροντίδα και μέριμναν, επειδή όμως τον ηνάγκαζον να δεχθή έφυγε κρυφίως και επήγε πάλιν εις τον ηγαπημένον του Συμεών, μετά του οποίου παρέμεινεν ολίγας ημέρας και του εζήτησε συγχώρησιν, να υπάγη να προσκυνήση τα Ιεροσόλυμα, έπειτα δε να μείνη εις την ενδοτέραν έρημον. Ο Συμεών όμως τον ημπόδιζε, λέγων ότι ήσαν κίνδυνοι εκ των πολέμων των βαρβάρων. Ο νέος όμως δεν υπήκουσεν, αλλ΄ εκίνησεν εις οδοιπορίαν προθύμως, έχων προς Κύριον τας ελπίδας του και περιπατήσας ολίγην οδόν, συνήντησεν αυτόν λευκογένης τις Μοναχός, παρομοιάζων με τον Στυλίτην, όστις τον ηρώτησε που επορεύετο. Ο δε απεκρίνατο· «Εάν θέλη ο Θεός προς Ιεροσόλυμα». Λέγει ο Γέρων προς αυτόν· «Καλά είπες, εάν θέλη ο Κύριος· γνώριζε λοιπόν ότι δεν είναι θέλημα Θεού να θέσης την ζωήν σου εις κίνδυνον· δεν ήκουσες την ταραχήν και την σύγχυσιν η οποία υπάρχει εκεί»; Ο δε απεκρίνατο· «Ήκουσα τούτο, αλλ΄ έχων τον Θεόν βοηθόν μου ελπίζω να μη μου τύχη καμμία κάκωσις· εάν δε και με εύρη ο θάνατος, δεν βλάπτεται η ψυχή μου εκ της αιτίας ταύτης».Τότε ο Γέρων έδειξε σχήμα σοβαρόν, επειδή ο Δανιήλ δεν ήθελεν να υπακούση και λέγει προς αυτόν· «Ποίησον τον λόγον μου, τέκνον, προς το συμφέρον σου. Κατά το παρόν μη υπάγης, μόνον άπελθε εις το Βυζάντιον να προσκυνήσης πολλάς Εκκλησίας και να ίδης ιερά και άξια πράγματα· εάν δε ποθής να ησυχάσης, ύπαγε εις την Θράκην ή εις το στόμα του Πόντου και μη νομίζης ότι μόνον εις τα Ιεροσόλυμα ευρίσκεται ο απερίγραπτος Θεός, αλλ΄ εις πάντα τόπον». Ταύτα συνομιλούντες εις την οδόν έφθασαν εις εν Μοναστήριον και ηρώτησεν ο νέος τον Γέροντα, εάν ήθελε να παραμείνωσιν εκεί έως την επομένην. Λέγει δε προς αυτόν ο Γέρων· «Ύπαγε πρότερον συ, έπειτα έρχομαι και εγώ κατόπιν σου». Εισελθών λοιπόν ο Δανιήλ ανέμενεν επί ώραν πολλήν τον φανέντα γηραιόν, αλλ΄ εκείνος δεν εφάνη καθόλου. Όθεν ασπασάμενος τους αδελφούς εδείπνησε και την νύκτα φαίνεται ο γηραιός εις τον ύπνον του και του είπε να υπάγη ταχέως εις το Βυζάντιον, καθώς και έξυπνον τον συνεβούλευσεν. Ο δε εγερθείς το πρωϊ διελογίζετο, τις να ήτο εκείνος, ο οποίος εφάνη εις αυτόν, άνθρωπος ή Άγγελος; Τότε, θεία Χάριτι, εγνώρισεν ότι ο μέγας Συμεών ο φίλος του τον ενουθέτησε να υπάγη εις την Κωνσταντινούπολιν, δια να ωφεληθώσι πολλοί εξ αυτού. Λαβών λοιπόν συγχώρησιν από τον Προεστώτα του Μοναστηρίου εκείνου ανεχώρησε και φθάσας εις το Βυζάντιον έμεινεν εις τον Ναόν του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ, όστις είναι εις τα μέρη της Προποντίδος, ακούσας δε ότι εις άλλον τινά τόπον υψηλόν εκεί πλησίον, καλούμενον Ανάπλουν, ήτο ναός ειδωλικός, εις τον οποίον κατώκουν πονηρά πνεύματα και έπνιγον τους πλέοντας εις εκείνα τα μέρη και όλους τους οδοιπόρους εκακοποίουν και εζημίωνον, ηθέλησε να μιμηθή τον μέγαν Αντώνιον· όθεν απήλθεν εις τον ρηθέντα ναόν κρατών τον Σταυρόν του Χριστού ως όπλον αήττητον και ψάλλων ταύτα· «Κύριος φωτισμός μου και σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι»; (Ψαλμ. κστ: 1). Εσφράγισε λοιπόν τας τέσσαρας γωνίας του Ναού με το σημείον του Τιμίου Σταυρού, ποιήσας και μετανοίας όσας ηδύνατο· το δε εσπέρας ήλθεν ο άρχων του σκότους και ποιών σύγχυσιν και θόρυβον άμετρον έρριπτε λίθους να τον φονεύση ο τρισκατάρατος. Ο δε Άγιος ίστατο αφόβως προσευχόμενος. Παρήλθον λοιπόν η πρώτη και η Δευτέρα νύκτες ούτως αοράτως υπ΄ αυτών πολεμούμενος και την τρίτην είδε μεγάλους τινάς και γιγαντιαίους ανθρώπους, μαύρους την όψιν και φοβερούς, οι οποίοι τον ηπείλουν λέγοντες· «Ποίος σου έδωκε την εξουσίαν ταύτην, άθλιε, να έλθης εδώ, να μας διώκης από τον οίκον μας»; Ταύτα λέγοντες οι δαίμονες εποίουν σχήματα, ότι ήθελον να τον πνίξωσιν εις την θάλασσαν και του έρριπτον λίθους φωνάζοντες, αλλ΄ ουδείς ετόλμα να τον πλησιάση. Ο δε Άγιος πρώτον μεν και ούτος τους ηπείλει έχων εις τον Θεόν το θάρρος του· έπειτα βλέπων ότι ήσαν αναίσχυντοι και του έδιδον περισσοτέραν ενόχλησιν, έκλεισεν όλας τας πύλας του ναού και τα παράθυρα, δια να δείξη ότι δεν τους φοβείται, μόνον μίαν θυρίδα αφήκε, δια να ομιλή με εκείνους, οίτινες θα ήρχοντο να τον ίδωσι και να λαμβάνη και ολίγην τροφήν του σώματος. Ούτω λοιπόν με νηστείας και προσευχάς ενίκησε τον πειράζοντα, καταργήσας όλας τας μηχανουργίας αυτού με του Εσταυρωμένου την δύναμιν και έμεινεν ο τόπος εκείνος όλος εις το εξής απείρακτος και δεν έβλαπτον πλέον οι δαίμονες ως έπρατον πρότερον· όθεν ηκούσθη η φήμη του Οσίου πανταχού και συνήγοντο άπειρα πλήθη ανδρών τε και γυναικών να τον βλέπωσι και εδόξαζον τον Θεόν θαυμάζοντες, ότι εκεί όπου οι δαίμονες, κατώκουν το πρότερον ελατρεύετο ο Δεσπότης Χριστός εις το ύστερον. Ο δε φθονερός και μισάνθρωπος, όταν είδε την ωφέλειαν του λαού, ηγριώθη και μη δυνάμενος να διώξη αυτός τον Όσιον, έσπειρε ζιζάνια και κακούς λογισμούς εις τους εξουσιάζοντας τον ναόν και τα περίχωρα, να τον διώξουν από τον τόπον των. Επήγαν λοιπόν οι άνθρωποι εκείνοι εις τον Επίσκοπον του Βυζαντίου, παρακαλούντες αυτόν να διώξη τον Όσιον. Αλλ΄ ο Αρχιερεύς (όστις ήτο ο Ανατόλιος), ως φρόνιμος και ενάρετος, δεν τους ήκουσεν, αλλ΄ έστειλεν εντίμως και ευλαβώς να τον φέρωσι, δια να γνωρίση την γνώμην του· ερωτήσας δε αυτόν τις ήτο και διατί ήλθεν εις εκείνα τα όρια, απεκρίθη ότι ο Κύριος τον απέστειλε. Τότε ο Επίσκοπος, ταύτα ακούσας, ετίμησε τον Άγιον καθώς έπρεπεν,ευφρανθείς εις τα θεία του λόγια. Μετά καιρόν ησθένησεν ο άνωθεν Ανατόλιος και προσκαλεσάμενος πάλιν τον Όσιον, παρεκάλεσεν αυτόν να ποιήση δέησιν προς τον Θεόν δι΄ αυτόν. Τότε ο Δανιήλ ως υπήκοος δεν ημέλησεν, αλλά κλίνας τα γόνατα προσηύξατο, ο δε Θεός επακούσας της δεήσεως τού δούλου του εθεράπευσε τον Πατριάρχην και πάντες εθαύμασαν. Ο δε θαυματουργός δεν εζήτησεν άλλο χάρισμα, ειμή μόνον να συγχωρήση εκείνους, οι οποίοι τον εσυκοφάντησαν αδίκως· τότε ο Αρχιερεύς απεκρίνατο· «Όχι μόνον να τους συγχωρήσω, αλλά και να τους ευχαριστήσω είναι πρέπον, διότι ήσαν η αιτία και εγνώρισα σε τον σωτήρα και ευεργέτην μου». Μετά ταύτα έλεγεν ο Αρχιερεύς εις τον Όσιον να του χαρίση Μοναστήριον και δωρήματα και να τον έχη εις την συνοδείαν του πάντοτε. Ο δε Όσιος δεν ηθέλησεν τίποτε από αυτά, μόνον επιστρέψας πάλιν εις τον ναόν ενεκλείσθη ως πρότερον και εποίησεν εν αυτώ έτη εννέα, μετά τα οποία τον προσεκάλεσεν εις τελειοτέραν πολιτείαν η θεία Πρόνοια και του εφανέρωσε προδήλως τα μέλοντα· ελθών δηλαδή εις έκστασιν, είδε στύλον νεφέλης πολύ υψηλόν, εις την κορυφήν του οποίου ίστατο ο θαυμαστός Συμεών, με δύο αστραπηφόρους νέους λέγων προς αυτόν· «Ανάβα, Δανιήλ, προς με». Ο δε απεκρίνατο· «Πώς να δυνηθώ να αναβώ τοσούτον ύψος, Κύριε»; Τότε ο Συμεών προστάσσει τους νεανίσκους και τον ανεβίβασαν, εναγκαλισθείς δε αυτόν τον έλαβε και τον ανεβίβαζεν εις τον ουρανόν αγαλλόμενος και τότε πάλιν του εφώνησε λέγων· «Ανδρίζου, Δανιήλ, και ίστασο γενναίως». Από την φωνήν αυτήν ήλθεν ο Δανιήλ εις εαυτόν και ηννόησεν ότι η όρασις ήτο από τον Θεόν, όστις τον προσεκάλει να αναβή εις τον στύλον, όπως και έγινεν εις ολίγον καιρόν και έλαβεν ο Δανιήλ εκ Θεού την χάριν διπλήν ως ο Ελισσαίος από τον διδάσκαλον αυτού· και προσέχετε ακριβώς ίνα λάβητε ψυχικήν αγαλλίασιν. Κατά τον καιρόν εκείνον ο Στυλίτης Συμεών ετελεύτησεν, ο δε μαθητής αυτού Σέργιος έλαβε το κουκούλιον αυτού και το επήγαινεν εις τον βασιλέα ως δώρον πολύτιμον. Αλλά κατ΄ οικονομίαν Θεού δεν εύρεν εύκαιρον τον βασιλέα, διότι ήτο απησχολημένος με τας φροντίδας του πολέμου και τας άλλας μερίμνας. Όθεν εκίνησεν ο Σέργιος να υπάγη εις την Μονήν των Ακοιμήτων χάριν προσκυνήσεως. Αφού λοιπόν επλησίασεν εις τον τόπον του Δανιήλ, ήκουσε την φήμην αυτού, διότι διηγούντο την θαυμάσιον πολιτείαν του εις όλα εκείνα τα περίχωρα. Όθεν έχων πόθον να τον ίδη, επήγεν εκεί με την συνοδείαν του και χαιρετήσαντες αλλήλους, είπεν ο Σέργιος προς τον Δανιήλ την του μακαρίου Συμεών αποβίωσιν. Ο δε Όσιος πάλιν διηγήθη εις τον Σέργιον την ρηθείσαν όρασιν, εκείνος δε γνωρίσας ότι ήτο Θεού θέλημα να γίνη ο Δανιήλ διάδοχος του Στυλίτου Συμεών, έδωκεν εις αυτόν το κουκούλιον. Ο δε Θεός έδειξε πάλιν οπτασίαν εις τον Σέργιον δια τον Δανιήλ, δια να φανερώση ότι ήτο και αυτός σκεύος εκλογής, κατά τον Παύλον, και έμελλε να επιχειρισθή πολιτείαν υψηλοτέραν και θαυμάσιον. Είδε λοιπόν τρεις νέους ωραίους, λέγοντας προς αυτόν· «Σέργιε, ειπέ εις τον Δανιήλ να εξέλθη από το ειδωλείον και να ετοιμασθή προς αγώνα μεγαλύτερον». Ταύτα ακούσας από τον Σέργιον ο Όσιος και ενθυμούμενος την προτέραν όρασιν, εβεβαιώθη ότι ήτο εκ Θεού να αναβή όπως και ο Συμεών εις τον κίονα· όθεν έστειλεν αυτόν να ερευνήση εις όλην εκείνην την περιοχήν δια να εύρη τόπον ήσυχον και κατάλληλον. Ο δε Σέργιος, ερευνήσας εις όλας τας κορυφάς των ορέων του τόπου εκείνου, έφθασεν εκεί όπου ήτο θέλημα του Κυρίου να κατοικήση ο δούλος του, και τότε είδε το εξής θαυμάσιον· είδε περιστεράν λευκήν, ήτις επέτα πυκνά και πάλιν εκαθέζετο εις τον αυτόν τόπον. Ιδών δε αυτήν ότι ούτω πολλάκις κατέπιπτεν, ενόμισεν ότι ήτο περιπεπλεγμένη εις δίκτυα· όθεν πλησιάσας δια να ίδη καλλίτερον, επέταξεν αύτη υψηλά και πλέον ποσώς δεν εφάνη καθόλου. Εννοήσας λοιπόν την σημασίαν του πράγματος και βλέπων τον τόπον επιτήδειον, έδραμεν εις τον Όσιον και διηγήθη εις αυτόν λεπτομερώς άπαντα τα γενόμενα. Ταύτα ακούσας ο Όσιος εχάρη και προστάσσει να οικοδομήσωσι μετά σπουδής τον στύλον. Αφού δε έκτισαν την κεφαλήν, ήτοι το άνωθεν μέρος του κίονος, εξήλθεν ο Όσιος νύκτα τινά κρυφίως από τον Ναόν και ανελθών εις τον κίονα προσηύξατο λέγων· «Δόξα σοι, Χριστέ ο Θεός, όστις με ηξίωσας τοιούτων αγαθών. Γνωρίζεις, Κύριέ μου, ότι αναβαίνω εις τούτον τον κίονα έχων εις Σε τας ελπίδας μου· λοιπόν προσδέχου την πρόθεσίν μου και δος μοι δύναμιν να τελέσω τον αγώνα τούτον τον πολυώδυνον».
Έμεινε λοιπόν ο Όσιος εις τον στύλον υπομένων με καρτερίαν θαυμάσιον τον καύσωνα της ημέρας και την ψυχρότητα της νυκτός. Μη υποφέρων δε ταύτα ο μισόκαλος και πατήρ του φθόνου, εδοκίμασε να του εμποδίση την πρόθεσιν και έσπειρε ζιζάνια εις τον αυθέντην του τόπου, όστις ωργίζετο κατά του Οσίου, ότι έκτισε τον στύλον χωρίς να λάβη την άδειάν του. Απελθών λοιπόν ανέφερεν εις τον βασιλέα και εις τον Πατριάρχην Γεννάδιον, όστις ή από φθόνον ή δια την αγάπην του άρχοντος, όχι μόνον προσέταξε να καταβιβάσουν τον Όσιον από τον στύλον, αλλά και επετίμησεν αυτόν ως ανήκοον. Απελθών λοιπόν ο εξουσιαστής του τόπου, Γελάνιος ονόματι, με άλλους τινάς εις την συνοδείαν του, εμελέτα να καταστρέψη τον στύλον ομού με τον Όσιον. Αλλ΄ ο παντοδύναμος Θεός, ο δοξάζων τους αυτόν δοξάζοντας, προσέταξε τα στοιχεία της φύσεως και ενώ ήτο γαλήνη μεγάλη και ουρανός ανέφελος ήλθον αίφνης βροχή δυνατή και χάλαζα μεγάλη, ήτις κατέκαυσεν όχι μόνον τας σταφυλάς των αμπελώνων, αλλ΄ έπεσον και τα φύλλα αυτών και δεν έμεινε να τρυγήσουν τίποτε. Παρ΄ όλον όμως αυτό το θαυμάσιον, δεν έπαυσε την οργήν ο Γελάνιος, αλλά προσέταξε τον Όσιον να καταβή ταχέως από τον κίονα. Ο δε Όσιος κατέβαινε με ταπείνωσιν· και όταν ήτο εις το έκτον σκαλίον της κλίμακος, βλέπων τους πόδας αυτού τον ηυλαβήθη ο Γελάνιος, διότι ήσαν καταπληγωμένοι από το στάσιμον και τον παρεκάλεσε να αναβή πάλιν επάνω ως πρότερον και να τον συγχωρήση δια το πταίσιμον. Ύστερον μάλιστα του έκαμε τον στύλον υψηλότερον, παχύτερον και στερεώτερον και ανέφερε προς τον βασιλέα δια την υπομονήν και την γενναιότητα του Οσίου. Μετ΄ ολίγας ημέρας ήλθε γηραιός τις νομικός, βαστάζων τον υιόν του, όστις είχε δεινόν δαιμόνιον και αποθέσας αυτόν πλησίον του στύλου, παρεκάλει τον Όσιον μετά δακρύων να σπλαγχνισθή τον πάσχοντα. Ο δε είπε προς αυτόν· «Εάν πιστεύης ότι δύναμαι να τον θεραπεύσω, να γίνη κατά την πίστιν σου». Ταύτα λέγων ο Όσιος προσέταξε τους μαθητάς του να δώσουν εις τον ασθενή να πίη έλαιον. Τότε έρριψε και ετάραξεν αυτόν το δαιμόνιον και εφώναζε λέγον· «Εξέρχομαι»· και ούτως ο ασθενής εξήμεσεν αίμα μαύρον πυκνόν και ελυτρώθη του δαίμονος. Ο δε πατήρ του παιδός έκλαιεν από την χαράν του, ευχαριστών τον ιατρόν· ο δε ιαθείς έμεινε πλησίον του Αγίου και εγένετο Μοναχός, καταφρονών πάσαν κοσμικήν ματαιότητα και σαρκικήν ηδυπάθειαν. Άλλος δε τις, Κύρος το όνομα, έπαρχος το αξίωμα, όστις έγινε μετά ταύτα Επίσκοπος Κοτυαείου, είχε θυγατέρα δαιμονιζομένην, Αλεξανδρείαν ονόματι, την οποίαν έφερεν εις τον Άγιον με άλλην τινά ομοίως δαιμονιώσαν, ήτις ήτο γυνή του συγγάμβρου του, τας οποίας ο Όσιος με την προσευχήν εθεράπευσεν. Όθεν ο Κύρος ευχαριστήσας τον Όσιον, ως εγγράμματος όπου ήτο, συνέθεσεν εν επίγραμμα, το οποίον και εχάραξε πελεκητόν εις τον κίονα, έλεγε δε τούτο τα εξής: «Μεσσηγύς γαίης τε και ουρανού ίσταται ανήρ, πάντοθεν ορνύμενος και ου τρομέων ανέμους. Τροφή δ΄ αμβροσίη τρέφεται και ανέμονι δίψη. Ίχνια ριζώσας κίονι διχθαδίω Δανιήλ δε ρύζει, Υιέα κηρύττων μητρός απειρογάμου». Δηλαδή· εν τω μέσω της γης και του ουρανού ίσταται άνθρωπος τις, από τους ανέμους όλους σειόμενος και πολεμούμενος, μηδόλως δ΄ αυτούς φοβούμενος. Τρέφεται δε με τροφήν ουράνιον και πίνει άνεμον εις την δίψαν του, στερεώσας δε τους πόδας του εις στύλον δίχαλον, βοά Δανιήλ ο θαυμάσιος, κηρύττων τον Υιόν της απειρογάμου Μητρός, Θεόν αληθέστατον. Κατ΄ εκείνον τον καιρόν εβασίλευε και ο Λέων Α΄ ο Μακέλλης (457-474). Ούτος είχε πόθον πολύν να γεννήση η θυγάτηρ του Αριάδνη παιδίον αρσενικόν, δια να γίνη κληρονόμος της βασιλείας του. Απήλθε λοιπόν εις τον στύλον και βάζει μεσίτην προς τον Θεόν τον Δανιήλ, να παρακαλέση τον Κύριον να της δώση τέκνον κατά τον πόθον του. Ο δε Όσιος του λέγει· «Το ερχόμενον έτος θέλει γεννήσει παιδίον η θυγάτηρ σου, την δείνα ημέραν και μη λυπείσαι». Και, ω του θαύματος! την ορισθείσαν ημέραν εγέννησεν άρρεν η βασιλίς κατά την προφητείαν του Οσίου και πάντες εξέστησαν. Τότε ο βασιλεύς δι΄ ανταμοιβήν διέταξε και του έκτισαν και έτερον στύλον. Επήγε λοιπόν παντού η φήμη του Οσίου· όθεν και η βασίλισσα Ευδοκία, όταν ηλευθερώθη από την Αφρικήν, επήγε να τον ίδη και με πολλήν ευλάβειαν τον ετίμησε και πολύ τον παρεκάλεσε να υπάγη να κατοικήση εις τους τόπους αυτής, αλλά δεν ηθέλησεν· ευχαριστήσας δε την καλήν της γνώμην, απεκρίθη ότι δεν πρέπει να μεταβαίνη τις από τόπου εις τόπον, ως ακατάστατος. Ταύτα ειπών ηυλόγησεν αυτήν, αφού δε εκείνη ανεχώρησεν ανέβη εις τον στύλον του Γελανίου, όστις ήτο ο υψηλότερος και διήγε διαγωγήν θαυμασιωτέραν, τόσον ώστε ο δαίμων εφθόνησε και του έπλεξε πάλιν άλλους δόλους. Παρεκίνησε δηλαδή τους αιρετικούς, οι οποίοι ήσαν εις το Βυζάντιον, να του δώσουν ενόχλησιν, εκείνοι δε ευρόντες γυναίκα του έρωτος άσεμνον, ονόματι Βασιανήν, από την Ασίαν, την κατέπεισαν με χρήματα να δοκιμάση, εάν δυνηθή, να μολύνη τον Όσιον ή άλλον τινά από τους μαθητάς του. Απήλθε λοιπόν η άσωτος προς τον σώφρονα, ενδεδυμένη λαμπρά ιμάτια και κοσμήματα πολύτιμα· και πλησιάσασα εις τον στύλον, έμεινε πολλάς ημέρας εις τι χωράφιον, προφασιζομένη ότι είχεν ασθένειαν και με διαφόρους πανουργίας και ερωτικά σχήματα, ως επιτηδεία όπου ήτο εις την πορνείαν, επεδίωκε να αιχμαλωτίση πάση θυσία την καθαράν του ψυχήν η ακάθαρτος· αλλά δεν ηδυνήθη παρ΄ όλας τας πονηρίας της όχι μόνον τον Άγιον να νικήση, αλλ΄ ουδέ καν ένα εκ των μαθητών του. Όθεν επέστρεψεν η πάντολμος άπρακτος· και δια να λάβη τα χρήματα, τα οποία της υπεσχέθησαν, είπε ψεύματα, ότι την ωρέχθη ο Δανιήλ και είπεν εις τους μαθητάς του να βάλουν κλίμακα να αναβή εις τον στύλον, αλλ΄ αυτή δεν κατεδέχθη και έφυγεν. Ούτως η βέβηλος εδυσφήμησε τον αμόλυντον, αλλ΄ η θεία δίκη δεν υπέφερε την συκοφαντίαν· όθεν εισήλθεν εντός αυτής δαίμων, εκ του οποίου και μη θέλουσα ωμολόγησεν εις όλους το ψεύδος και τον δόλον των αιρετικών. Οι μεν λοιπόν άνθρωποι της Πόλεως επήγαν αυτήν εις τον Όσιον, ο οποίος ως δούλος Χριστού και μιμητής αμνησίκακος την ιάτρευσε και συνεχώρησε το πταίσιμόν της. Αύτη δε θαυμάζουσα την φιλανθρωπίαν του Οσίου κατεφίλει τον στύλον ραίνουσα αυτόν με δάκρυα και κατανυγείσα δια της θείας Χάριτος υπεσχέθη να διορθώση την πολιτείαν της και ούτως εποίησε και ετέλεσε τον υπόλοιπον αυτής βίον η πρώην άσωτος σωφρονέστατα. Εγνώριζε δε ο Όσιος και τα μέλλοντα· όθεν προβλέπων μεγάλην απειλήν και οργήν Κυρίου, ήτις έμελλε να έλθη εις το Βυζάντιον, διεμήνυσεν εις τον βασιλέα, καθώς και εις τον Πατριάρχην, να ποιώσι δύο λιτανείας την εβδομάδα μεθ΄ όλου του λαού, δια να εξιλεώσουν τον Θεόν και να τους παιδεύση ολιγώτερον. Αλλ΄ αυτοί αμελήσαντες, εδοκίμασαν πόσον μέγα κακόν προξενούν τα αμαρτήματα, καθώς θέλομεν γράψει κατωτέρω. Θα είπωμεν όμως πρότερον πως ο Όσιος εχειροτονήθη Ιερεύς, επειδή ήτο τούτο θέλημα Θεού. Ο βασιλεύς, υπό του Παναγίου Πνεύματος φωτιζόμενος, εζήτησεν από τον τότε Πατριάρχην Γεννάδιον να χειροτονήση τον Άγιον Ιερέα, εκείνος δε λαβών πολλούς εκκλησιαστικούς, επήγεν εις τον στύλον χαίρων. Ο Όσιος όμως ως προορατικός εγνώρισεν όσα ο βασιλεύς και ο Αρχιερεύς είπον. Όταν δε έφθασεν εις τον στύλον, είπεν ο Πατριάρχης προς τον Όσιον· «Από πολλού καιρού είχον πόθον να απολαύσω την αγιωσύνην σου, αλλ΄ αι πολλαί φροντίδες της Εκκλησίας δεν με άφηνον· τώρα λοιπόν όπου εύρων ολίγην ευκαιρίαν, ήλθον να σε απολαύσω και σε παρακαλώ βάλε την κλίμακα να αναβώ, ίνα συνομιλήσωμεν». Ο δε είπε προς αυτόν ως προφητικώτατος· «Ματαίως σε έβαλεν εις κόπον εκείνος όστις σε έστειλε». Ταύτα ακούσας εθαύμασεν ο Επίσκοπος, ότι προεγνώρισε τα πάντα ο Όσιος. Αφού λοιπόν επί ώραν πολλήν προσεπάθει ο Πατριάρχης να πείση τον Όσιον να βάλη την κλίμακα και εκείνος δεν εδέχετο, προσέταξε τον Αρχιδιάκονον να είπη τα ειρηνικά, αυτός δε είπε τας ευχάς και εχειροτόνησε και μη θέλοντα τον Άγιον Πρεσβύτερον δια του ασυνήθους τούτου τρόπου·(Ο ασυνήθης ούτος τρόπος χειροτονίας ουδόλως δύναται να θεμελιώση δικαίωμα μιμήσεως, διότι «το παρά Κανόνας ουχ έλκεται προς υπόδειγμα». Ουχί δε μόνον ούτος, αλλά και πας άλλος τρόπος χειροτονίας λαβών χώραν εις σπανίας περιπτώσεις προ της θεσπίσεως του κανονικού δικαίου της Εκκλησίας, έστω και υπό Αγίων ανδρών ενεργηθείς, απορρίπτεται εφ΄ όσον δεν είναι σύμφωνος προς τους θείους και Ιερούς Κανόνας)· ο δε λαός εφώνησε το «άξιος». Έπειτα, αφού ετελείωσε την λειτουργίαν ο Γεννάδιος, είπε προς αυτόν· «Ιδού έλαβες της Ιερωσύνης τα σύμβολα, διότι όταν ο λαός εφώνησε το «άξιος», τότε ο Θεός αντί εμού σε εχειροτόνησε· λοιπόν μη φανής παρήκοος του θείου βουλήματος, αλλά βάλε την κλίμακα, να σε κοινωνήσω τα θεία Μυστήρια. Τότε γνωρίσας ο Άγιος, ότι δεν εγένετο η πράξις αύτη άνευ της θελήσεως του Θεού, εδέχθη και αναβάς ο Αρχιερεύς τον εκοινώνησεν. Έπειτα ευξάμενος υπέρ του λαού, απέλυσεν άπαντας εν ειρήνη. Ταύτα όλα ακούσας ο βασιλεύς εθαύμασε· και γνωρίζων πόσον η αρετή είναι τιμιωτέρα της βασιλείας, απήλθεν εις αυτόν και πίπτει με πολλήν ταπείνωσιν εις τους καταπληγωμένους πόδας του, και τούτους ούτως ιδών ο βασιλεύς εθαύμασεν, έκτισε δε και έτερον στύλον, άνωθεν εις δύο κίονας θεμελιωμένον και τον ωνόμασε Διχθάδιον, εις το οποίον ο Δανιήλ αναβαίνων έχαιρε και εδίδετο εις περισσοτέραν άσκησιν· και το μεν θέρος υπό του ηλίου κατεφλέγετο, τον δε χειμώνα τού έδιδον πάλιν οι άνεμοι και αι θύελλαι μεγάλην στενοχωρίαν και άμετρον βάσανον. Αλλ΄ αυτός ο αδαμάντινος εκαρτέρει ως ανδριάς και στήλη μάλλον ή άνθρωπος. Μάλλον δε ειπείν και αυτών των μετάλλων εφάνη όντως δυνατώτερός τε και ισχυρότερος, επειδή παν πράγμα με την πολυκαιρίαν δαπανάται και αφανίζεται, ενώ ο Όσιος ουδόλως εδειλίασε τοσαύτην των ανέμων και χιόνων σφοδρότητα. Όθεν ηξιώθη παρά Θεού και ετέλεσε μεγάλα σημεία και τέρατα, από τα οποία να είπωμεν ολίγα τινά, εις πίστωσιν και των άλλων, κατά την υπόσχεσιν. Εις την πρώτην του Σεπτεμβρίου μηνός, όταν ετέλουν οι φιλόθεοι την εορτήν του Αγίου Μάμαντος, ήλθε μέγας εμπρησμός αιφνιδίως εις το Βυζάντιον, καθώς ο Δανιήλ προεφήτευσε, και τοσούτον ηύξανεν η φλοξ, ώστε περιεκύκλωσαν όλην την πόλιν και κατέκαυσεν οίκους και Εκκλησίας πολλάς και πολλοί άνθρωποι κατεκάησαν· έτεροι πάλιν έμειναν ημικεκαυμένοι, ούτοι δε ήσαν δυστυχέστεροι εκείνων οι οποίοι απέθανον. Ήτο λοιπόν φοβερόν το θέαμα και μέγας ο κίνδυνος να βλέπη κανείς την Βασιλίδα των πόλεων τοιουτοτρόπως πυρπολουμένην, όπως τα Σόδομα. Μετά βίας τότε και μη θέλοντες οι άνθρωποι της Πόλεως ενεθυμήθησαν την πρόρρησιν του Οσίου και πιστεύοντες ότι μόνον εκείνος ηδύνατο να τους βοηθήση με την προσευχήν του, έστειλαν μεσίτας δεόμενοι να τους σπλαγχνισθή ως φιλάνθρωπος· ο δε Όσιος ακούσας την δεινήν εκείνην συμφοράν εδάκρυσε· και πρώτον μεν τους ώκτειρε, ότι ημέλησαν και δεν εποίησαν δεήσεις και παρακλήσεις προς Κύριον πρότερον, καθώς τους είχε παραγγείλει· έπειτα τους προσέταξε να προσεύχωνται νήστεις και ούτως εποίησε και ο Άγιος δια την σωτηρίαν αυτών δεόμενος· και μετά την προσευχήν προεφήτευσεν εις αυτούς ταύτα λέγων· «Υπάγετε και εις επτά ημέρας σβύνει το πυρ και μη δειλιάσητε». Ούτως είπε και έργον ο λόγος εγένετο. Ώστε πάντες εθαύμασαν και εξόχως ο βασιλεύς και η βασίλισσα, οίτινες επήγαν εις τον Όσιον και εζήτουν συγχώρησιν δια τα σφάλματα του παρελθόντος, υποσχόμενοι διόρθωσιν δια το μέλλον.Έγινε δε κατά το έτος εκείνο χειμών δριμύτατος, χιόνες συχνάκις και άνεμοι βιαιότατοι και τοσούτον άγριοι, ώστε εκινδύνευον να πέσουν οι στύλοι, επάνω εις τους οποίους ήτο ο Όσιος, όστις εσείετο μετά των στύλων από του ενός μέρους εις το έτερον ως κλάδος δένδρου. Ίσταντο δε οι μαθηταί του Οσίου δακρυρροούντες και έντρομοι· ο δε Όσιος έμενεν άφοβος, έχων τον νουν εις τον ουρανόν, προσευχόμενος και αναμένων εκείθεν βοήθειαν. Επειδή δε, κατά το γραφικόν λόγιον, «εκέκραξεν ο δίκαιος και ο Κύριος εισήκουσεν αυτού» (Ψαλμ. λγ: 18) έγινε παρευθύς γαλήνη μεγάλη θαυμασιώτατα. Ακούσας δε ο βασιλεύς ότι εσαλεύθησαν οι στύλοι εκ του ανέμου, εκίνησεν έφιππος να υπάγη δια να τους ίδη και να τους στερεώση καλλίτερα· καθώς όμως κατέβαινεν από το όρος, εφοβήθη ο ίππος του και πεσών πρηνής επλάκωσεν τον βασιλέα. Ο δε Δανιήλ προέφθασε με την προσευχήν και τον ελύτρωσεν εκ του κινδύνου και τόσον ηυλαβείτο από την ώραν εκείνην τον Όσιον ο βασιλεύς, ώστε τον εκήρυττεν εις όλους και τον εφήμιζε. Μετά ταύτα ήλθε προς τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου ο βασιλεύς των Λαζών δια να συνάψουν μεταξύ των συνθήκας· λαβών δε τούτον ο βασιλεύς επήγαν αμφότεροι εις τον Όσιον, δια να θαυμάση και εκείνος την καρτερίαν του, τόσον δε τον ηυλαβήθη εκείνος, ώστε όχι μόνον τον Όσιον, αλλά και τον στύλον προσεκύνησε λέγων· «Ευχαριστώ σοι, επουράνιε Βασιλεύ, ότι με ηξίωσας να απολαύσω ουράνιον άνθρωπον». Και τόσον τον ετίμησαν και οι δύο βασιλείς, ώστε τον έβαλαν κριτήν εις τας υποθέσεις των και τους συνεβίβαζεν· επιστρέψας δε ο βασιλεύς των Λαζών εις το κράτος του, διηγείτο πανταχού το τοιούτον θαυμάσιον και οσάκις έστελλε προς τον βασιλέα επιστολήν, έγραφε χαιρετισμούς και εις τον Όσιον. Ώστε λοιπόν όλος ο κόσμος, ιδιώται και βασιλείς, Έλληνες και βάρβαροι, τον ετίμων ως Άγγελον· αρκούν όσα εγράψαμεν να φανερώσουν την καρτερίαν αυτού και τους υπέρ άνθρωπον αγώνας του· αλλ΄ επειδή αμαρτίαν θα έχω, εάν σιωπήσω έως εδώ, θέλω γράψει εν εισέτι θαυμάσιον, δια να δοξασθή ο Θεός, όστις του εχάρισε τοσαύτην δύναμιν. Έτος τι έγινε μέγας και φοβερός χειμών, άνεμοι σφοδροί και χιόνες σφοδρόταται· ο δε Όσιος υπέμεινεν όλην την βίαν εκείνην της χιόνος γυμνός καθ΄ όλον το σώμα και άστεγος· διότι και το δερμάτινον κουκούλιον, το οποίον είχε, του το επήραν οι άνεμοι και το έρριψαν μακράν από τον στύλον εις φάραγγα. Εδέχετο λοιπόν όλην την νύκτα την χάλαζαν εις την σάρκα του (ω της καρτερίας και γενναιότητος!) βασανιζόμενος από την βίαν των ανέμων, την της χιόνος σφοδρότητα και της νυκτός την δεινήν ψυχρότητα. Πρωϊας δε γενομένης επληθύνετο η βροχή καθώς επίσης και η χιών, οι δε μαθηταί αυτού δεν ηδύναντο καν να εξέλθουν έξω της θύρας, επί τρεις ημέρας. Κατά δε την τρίτην ημέραν, καθ΄ ην έπαυσεν ολίγον η σύγχυσις των ανέμων, έβαλον κλίμακα οι μαθηταί και ανέβησαν, ιδόντες δε αυτόν (θέαμα ξένον και φρικωδέστατον) πεπαγωμένον και κρυσταλλωμένον, εξέστησαν, διότι όλον το σώμα του ήτο απονενεκρωμένον και ανενέργητον, ως να ήτο τεμάχιον πάγου ή κρύσταλλος. Θερμάναντες λοιπόν ύδωρ, ερράντισαν αυτόν και εις ολίγην ώραν συνήλθεν εις εαυτόν λέγων· «Διατί με επειράξετε, εν ω εκοιμώμην γλυκύτατα; Ολίγη ώρα είναι αφ΄ ότου επεκαλέσθην τον Κύριον εις βοήθειαν και απεκοιμήθην». Ούτως ειπών, εζήτησε να τον ενδύσουν ιμάτιόν τι δια να μη τον βλέπουν γυμνόν. Ταύτα μαθών ο βασιλεύς επήγε προς τον Όσιον και πεσών εις τους πόδας αυτού μετά δακρύων εδέετο λέγων· «Εάν και δεν λυπείσαι τον εαυτόν σου, όμως δια να μη υστερήσης ημάς της ποθεινής παρουσίας σου, ποίησον αγάπην δια τον Χριστόν και μη θελήσης να αποθάνης παράκαιρα από τόσην σκληραγωγίαν και κακοπάθειαν». Μετά βίας λοιπόν εδέχθη, ευλαβηθείς τα δάκρυα του βασιλέως και του εποίησαν μικράν στέγην, εκ της οποίας είχεν ολίγην άνεσιν. Όσοι λοιπόν ηγεμόνες και μεγιστάνες, πρέσβεις και βασιλείς και άλλοι μεγάλοι και σπουδαίοι άρχοντες ήρχοντο προς τον βασιλέα, τους έστελλε χάριν ευλογίας έως τον Όσιον. Οι δε βλέποντες αυτόν και ακούοντες τα σοφά εκείνα και φρόνιμα λόγια, επέστρεφον θαυμάζοντες. Τον καιρόν εκείνον ηκούσθη φήμη, ότι ο Γιζέριχος, ο βασιλεύς των Βανδάλων, έκαμε στρατόν πολύν και επήγαινε να πολεμήση την Αλεξάνδρειαν. Έχων δε ο βασιλεύς μεγάλην εκ τούτου αγωνίαν, έδραμεν εις τον Άγιον και του λέγει την υπόθεσιν. Ο δε, προβλέπων προδήλως τα μέλλοντα, είπε ταύτα· «Δεν πρόκειται να υπάγη καθόλου εις την Αλεξάνδρειαν ο Γιζέριχος, αλλά θέλει επιστρέψει εις τα οπίσω κατησχυμμένος και άπρακτος»· όντως δε ούτω και εγένετο, καθώς ο Δανιήλ προεφήτευσεν. Ο δε βασιλεύς δια να ανταμείψη τον Όσιον ηθέλησε να κάμη κελλία κάτωθεν του στύλου, δια να έχουν τουλάχιστον οι μαθηταί του ανάπαυσιν· αλλ΄ ο Όσιος δεν εδέχθη, μόνον τον παρεκάλεσε να στείλη ανθρώπους, να φέρουν το λείψανον του Αγίου Συμεών. Ο δε βασιλεύς, έχων πόθον μεγάλον να ευαρεστήση τον Όσιον, έστειλε παρευθύς ανθρώπους εις την Αντιόχειαν, να φέρουν το άγιον Λείψανον, ωκοδόμησε δε και Εκκλησίαν εις το βόρειον μέρος του στύλου δια να τοποθετηθή εις αυτήν το άγιον Λείψανον και κελλία δια να αναπαύονται οι ξένοι, οίτινες ήρχοντο εις επίσκεψιν αυτού. Αφού δε έφεραν το άγιον Λείψανον του Συμεών εναπέθεσαν αυτό εις τον οικοδομηθέντα Ναόν, ο δε Όσιος χαίρων ηυχαρίστει τον βασιλέα και τους λοιπούς, οίτινες εκοπίασαν, τους έκαμε δε και διδαχήν σοφωτάτην περί φιλαδελφίας και αγάπης και περί κρίσεως· και τόσον κατενύχθησαν, ώστε έκλαυσαν άπαντες. Όσοι δε ετόλμων να είπωσι κακόν κατά του Οσίου, τους επαίδευεν ευθύς η θεία δίκη ως αδίκους δικαίως, προς παραδειγματισμόν και των επιλοίπων. Μίαν δε φοράν αιρετικός τις έλεγε λοιδορίας κατά του Οσίου. Επειδή δε οι παρόντες τον απεστόμωσαν, αυτός κρατών έσωθεν του ενδύματός του οψάριον ψητόν και δεικνύων αυτό εις τους ανθρώπους έλεγεν· «Ο εγκρατής Δανιήλ μεταξύ των πολλών φαγητών έτρωγε και τούτο το οψάριον». Αφού είπε ταύτα εις ολίγην ώραν έφαγε με την γυναίκα και τα τέκνα του το οψάριον και παρευθύς εδαιμονίσθησαν όλοι όσοι έφαγον. Οι δε παρόντες, γνωρίσαντες την αιτίαν, επήγαν αυτούς εις τον Όσιον, ο οποίος ως αμνησίκακος εποίησεν ευχήν δι΄ αυτούς και τους ελύτρωσεν όχι μόνον από τον ένα δαίμονα της μανίας, αλλά και από τον άλλον της κακοδοξίας, τον φοβερώτερον, αυτοί δε τοσούτον ευγνώμονες εφέρθησαν προς τον Όσιον, ώστε έκαμον την εικόνα του αργυράν και αυτούς ιστόρησαν εις τους πόδας του επιγράφοντες το θαυμάσιον, δια να μείνη αλησμόνητον πάντοτε. Τοσούτον δε ήτο ο Όσιος εις το λέγειν λόγιος, ώστε ωφελούντο πολύ οι ακούοντες όχι μόνον οι πραείς, αλλά και οι άγριοι και εταπεινούντο· μετανοούντες δε δια τας αμαρτίας αυτών εσώζοντο, καθώς και με το ακόλουθον παράδειγμα φαίνεται. Ανδρείος τις Γαλάτης, Εδρανός ονομαζόμενος, έχων και άλλους πολλούς συντρόφους, ενίκησεν ως δυνατός πολλούς εις τον πόλεμον. Ο δε βασιλεύς προσκαλέσας αυτόν τον ετίμησε κατά πολλά δια να τον έχη εις τους πολέμους· καταστήσας δε αυτόν κόμητα εις τους ιππείς τον εφιλοδώρησεν ικανώς. Έπειτα τον έπεμψε χάριν ευλογίας εις τον Άγιον, όστις τον εδίδαξε τόσον επιτηδείως, ώστε έγινεν ο λύκος ήμερον πρόβατον και ο πρώην φονεύς και βάρβαρος Χριστού μαθητής και φιλόσοφος και γίνεται υποτακτικός του Δανιήλ θαυμάσιος, απαρνηθείς πάσαν κοσμικήν ματαιότητα, όχι δε μόνον αυτός, αλλά και τους φίλους του όλους παρεκίνει πολλάκις και τους εδίδασκε να μιμηθώσι την πράξιν του δια να κερδήσουν και αυτοί Βασιλείαν ουράνιον. Εξ αυτών τον εμιμήθησαν δύο άλλοι και έγιναν Μοναχοί από τον Άγιον. Μετωνομάσθη δε Τίτος ο Εδρανός και προέκοπτεν κατά πολλά εις την άσκησιν, ο δε βασιλεύς ελυπήθη και προσεπάθησε να τους απομακρύνη από την γνώμην αυτήν, δια να τους έχη βοηθούς εις την ανάγκην, αλλά δεν ηδυνήθη. Όθεν και μη θέλων αφήκεν αυτούς, κατά τον πόθον των, δια να μη λυπήση τον Άγιον. Έμεινε λοιπόν ο μακάριος Τίτος μιμούμενος εις τας αρετάς τον διδάσκαλον και εξόχως εις την νηστείαν και θέλων να γνωρίση κατ΄ αλήθειαν τι και πόσον έτρωγεν ο Άγιος, παρεφύλαττεν όλην την νύκτα όπισθεν του στύλου περιεργαζόμενος. Και ποιήσας τούτο επί επτά ημερονύκτια, δεν είδε τον Όσιον να φάγη τίποτε και θαυμάζων εξωμολογήθη τον λογισμόν αυτόν, ερωτήσας τον Άγιον να του είπη κατά Θεόν πνευματικά την αλήθειαν. Ο δε απεκρίνατο· «Τόσον μόνον τρώγω και πίνω, όσον να μη αποθάνω από την πολλήν ασιτίαν και κακοπάθειαν· διότι δεν ζώμεν δια να τρυφώμεν, αλλά τρώγομεν δια να ζώμεν». Νουθετηθείς λοιπόν ο μακάριος Τίτος από τον Όσιον, διήρχετο διαγωγήν θαυμάσιον και έτρωγε μόνον όσον να ζη, ύπνον δε ελάμβανε πολύ ολίγον και αυτόν όχι κοιτόμενος, αλλ΄ εδένετο από τας μασχάλας και εκρέματο. Εις δε το στήθος είχε βιβλίον επάνω εις εν σανίδιον και ανεγίνωσκεν έως να αποκοιμηθή και τότε ελάμβανεν ολίγον ύπνον κλίνων την κεφαλήν επάνω εις το σανίδιον. Ταύτα μαθών και ο βασιλεύς, οσάκις επήγαινε προς τον Άγιον, έβλεπε και τον μακάριον Τίτον, λαμβάνων παρ΄ αυτού πολλήν ωφέλειαν. Ούτω δε πολιτευόμενος απήλθε προς Κύριον. Όχι δε μόνον αυτός εφύλαξε τόσην αρετήν, αλλά και εις από τους δούλους του ονόματι Ανατόλιος και ζώντος αυτού και μετά την εκείνου μετάστασιν εφύλαττε τόσην αρετήν, ώστε έκαμε και δώδεκα μαθητάς και έγινεν εις όλους θαυμάσιος και περιβόητος. Αλλ΄ επί το προκείμενον επανέλθωμεν. Ο βασιλεύς Λέων είχε γαμβρόν από την θυγατέρα του Αριάδνην τον Ίσαυρον Ζήνωνα, τον οποίον έκαμεν ύπατον, έπειτα τον έστειλε κατά των βαρβάρων εις Θράκην. Εκείνος λοιπόν επήγε με τους άρχοντάς του να λάβη ευχήν από τον Δανιήλ· ο δε Όσιος του προεφήτευσεν όσα έμελλε να πάθη έως τέλους· ότι θέλει επιστρέψει νικητής από τον πόλεμον, ύστερον θέλουν τον επιβουλευθή οι ιδικοί του, αλλά δεν θα τον κακοποιήσωσι και ούτως έγιναν όσα προείπεν ο Όσιος. Εγέννησε δε η Αριάδνη παιδίον, ως ανωτέρω είπομεν, και το ωνόμασαν Λέοντα. Μετά καιρόν απέθανε ο βασιλεύς, αφήσας τον έγγονόν του τούτον διάδοχον εις τον θρόνον του. Η σύγκλητος όμως έκαμε βασιλέα τον Ζήνωνα, εις ολίγον δε καιρόν απέθανε το παιδίον Λέων· οι δε συγγενείς τού Ζήνωνος Αρμάτος και Βασιλίσκος εφθόνησαν και τον εμίσουν αδίκως. Ο Ζήνων, γνωρίσας πολλάκις την επιβουλήν, έδραμε προς τον Όσιον ζητών βοήθειαν. Ο δε πάλιν προείπεν εις αυτόν όσα έμελλον να του ακολουθήσωσιν· ότι δηλαδή θέλει φύγει από τον θρόνον, εις τόπον έρημον, και θέλει φάγει από την πείναν ωμά χόρτα· έπειτα πάλιν θα απολαύση το βασίλειον· ύστερον δε θα αποθάνη εις τον θρόνον του καλόν θάνατον, όπως και εγένετο. Βλέπων λοιπόν ο βασιλεύς ότι επληθύνοντο αι επιβουλαί έφυγε κρυφίως με την βασίλισσαν και επήγεν εις την Ισαυρίαν. Τότε ο Βασιλίσκος ήρπασε τα σκήπτρα της βασιλείας και ήγειρε κατά της Εκκλησίας πόλεμον, λέγων λόγια βλάσφημα κατά της ενσάρκου οικονομίας του Χριστού, εμελέτησε δε και να θανατώση τον Πατριάρχην Ακάκιον, διότι ηναντιούτο μη αφήνων τους πιστούς να συγκοινωνήσουν εις την αίρεσίν του. Συνταχθέντες λοιπόν πλήθος πολύ Μοναχών και λαϊκοί εφύλαττον τον Αρχιερέα, να μη τον φονεύσωσιν. Έστειλαν δε και επιστολάς προς τον Δανιήλ, να βοηθήση την Εκκλησίαν δια της προς τον Θεόν προσευχής του. Ο δε πανούργος Βασιλίσκος έγραψε προς τον Όσιον απολογούμενος, ότι ο Πατριάρχης ήτο αίτιος της ταραχής, διότι διέστρεφε τον στρατόν και εγένετο πρόσκομμα· ο δε Όσιος ως διακριτικός και σοφώτατος εγνώρισε την κακουργίαν του βασιλέως και του ανταπήντησεν ελέγχων αυτόν δριμύτατα και προλέγων ότι ο Θεός θέλει του αφαιρέσει το βασίλειον και άλλα παρόμοια. Τότε ο Πατριάρχης έστειλε τους προκρίτους Αρχιερείς προς τον Όσιον, να τον παρακαλέσουν όπως καταβή από τον στύλον δια τον Κύριον και να βοηθήση την Εκκλησίαν, διότι άλλην ελπίδα δεν είχον. Απελθόντες λοιπόν παρεκάλεσαν τον Άγιον, αλλ΄ εκείνος δεν εδέχθη να καταβή. Όθεν έστειλε πάλιν εκ δευτέρου τους Επισκόπους, προστάσσων αυτούς να κλαύσουν τόσον εις τους πόδας αυτού, έως να τους λυπηθή, να καταβή. Έλεγον λοιπόν προς τον Όσιον ταύτα· «Μιμήσου, Άγιε, τον Διδάσκαλον, όστις έκλινε τους ουρανούς και κατέβη δια την σωτηρίαν μας. Τι άπρεπον είναι λοιπόν, να καταβής και συ από τον στύλον ολίγον, δια να σώσης την κινδυνεύουσαν Εκκλησίαν, δια την οποίαν αυτός ο Δεσπότης Χριστός το πολύτιμον Αυτού και Πανάγιον Αίμα εξέχεεν»; Αυτά και άλλα όμοια έλεγον οι Επίσκοποι, κλαίοντες κάτωθεν του στύλου γονυπετείς προσευχόμενοι. Ο δε Όσιος πρώτον μεν εβαρύνθη και εσκανδαλίσθη· έπειτα βλέπων αυτούς ότι επληθύνοντο τα δάκρυα, τους ελυπήθη ως συμπαθέστατος και μη γνωρίζων ποίον εκ των δύο να ποιήση, εδεήθη εις τον Θεόν, να του φανερώση πώς να πράξη εις την υπόθεσιν ταύτην. Προσευχόμενος λοιπόν περί τούτου, ήκουσε φωνήν ουρανόθεν, ήτις είπε προς αυτόν να καταβή και πάλιν να επιστρέψη. Λαβόντες λοιπόν τον Όσιον οι Επίσκοποι απήλθον εις τον Πατριάρχην αγαλλιώμενοι. Αδύνατον δε είναι να γράψωμεν επαρκώς πόσην τιμήν του έκαμαν οι Ορθόδοξοι και με πόσην ευφροσύνην τον υπεδέχθησαν. Ευθύς τότε ο του Χριστού στρατιώτης επολέμησε τον αντίπαλον ελέγχων αυτόν και ονομάζων νέον Διοκλητιανόν, ηπείλει δε αυτόν με τιμωρίας τού τε παρόντος αιώνος και του μέλλοντος. Ο δε βασιλεύς, νενικημένος από τον Όσιον, εμάκρυνεν από την Πόλιν παραγγέλλων προς αυτόν· «Ιδού σοι χαρίζω την Πόλιν και τους πολίτας αυτής και κάμε ως βούλεσαι». Ο Άγιος όμως δεν εδέχθη τούτο, αλλ΄ έτρεχεν οπίσω αυτού, δια να τον ελέγξη και κατά πρόσωπον· επειδή δε οι πόδες του ήσαν ησθενημένοι από την άσκησιν και δεν ηδύνατο να περιπατή, τον εσήκωνον οι άνθρωποι και βαδίζοντες συνήντησαν καθ΄ οδόν λεπρόν τινα, όστις εφώναξε λέγων· «Ελέησόν με, δούλε του Θεού, και θεράπευσόν με τον ταλαίπωρον». Λέγει προς αυτόν ο Άγιος· «Διατί αφήκας τον Παντοδύναμον και ζητείς παρ΄ ανθρώπου ομοιοπαθούς σου την ίασιν; Πλην εάν έχης πίστιν δύνανται και οι δούλοι του να σου δώσουν βοήθειαν». Ταύτα λέγων προσέταξεν αυτόν να λουσθή εις την θάλασσαν. Ο δε υπακούσας εκαθαρίσθη αμέσως και πάντες εξέστησαν, βλέποντες τοιούτον θαυμάσιον και έτρεχον εις τον Άγιον υγιείς τε και ασθενείς, οι μεν να απολαύσουν ψυχής ευφροσύνην βλέποντες αυτόν, οι δε να εύρουν θεραπείαν της μάστιγος εκ της οποίας εμαστίζοντο και κατά την πίστιν εκάστου ηκολούθει η έκβασις. Βλέπων τον Όσιον βασταζόμενον Γότθος τις καθήμενος εις το παράθυρον, είπε ταύτα προς εμπαιγμόν· «Ιδού και ο νέος ύπατος». Ταύτα λέγων έπεσε κατά γης και εξέψυξεν. Οι δε λοιποί εφοβήθησαν ιδόντες τοιούτο θαυμάσιον. Αλλά και αυτός ο βασιλεύς εδειλίασε και όταν έφθασεν ο Άγιος εις τα βασίλεια δεν τον άφησαν να εισέλθη. Τότε αποτινάξας το χώμα των ποδών του, κατά το Ευαγγέλιον, ανεχώρησε. Μετά ταύτα μεταμεληθείς ο βασιλεύς, διότι δεν τον εδέχθη και φοβηθείς μήπως πάθη κακόν τι, έστειλε και τον εκάλεσε να επιστρέψη, ο Όσιος όμως δεν ηθέλησε, και του διεμήνυσεν, ότι εις ολίγον καιρόν θα απολέση την βασιλείαν· έπειτα θέλει λάβει και κακόν θάνατον, διότι υβρίζει τον ουράνιον Βασιλέα, όστις θέλει τον παιδεύσει με κόλασιν αιώνιον. Όταν δε οι απεσταλμένοι είπον ταύτα προς τον βασιλέα, έπεσε πύργος τις, όστις ήτο εις τα βασίλεια, προς σωφρονισμόν και έλεγχον του αλαζόνος. Έγιναν δε και άλλα πολλά θαυμάσια αναρίθμητα, από τα οποία να είπωμεν ολίγα τινά με βραχύτητα. Πρώτον μεν εθεράπευσεν ο Όσιος δύο νεανίσκους, έχοντας δαιμόνιον, έπειτα θυγατέρα τινά πιστής γυναικός, ήτις έκλαιεν ακαταπαύστως και σπλαγχνισθείς επ΄ αυτήν την ιάτρευσεν. Eίτα και άρχων τις, την αξίαν πατρίκιος, μιμούμενος τον Ζακχαίον, επήρε τον Όσιον εις την οικίαν του μετά θερμής πίστεως. Όθεν έτυχε και αυτός ομοίας ευλογίας με τον Ζακχαίον. Αφού δε ο Όσιος έφθασεν εις το Πατριαρχείον και τον υπεδέχθησαν με πολλήν τιμήν και ευλάβειαν, φοβερός τις όφις, άγνωστον πόθεν προερχόμενος, ευρέθη εις τους πόδας του Οσίου, ο δε Όσιος ιδών αυτόν τον προσέταξε να απέλθη χωρίς να βλάψη τινά. Τότε ο όφις, στραφείς προς τον τοίχον, διερράγη ενώπιον πάντων και έμεινεν άπνους. Γυνή δε τις επιφανής, την κλήσιν Ραϊς, την πίστιν Ορθόδοξος, προσελθούσα προσέπεσεν εις τους πόδας του Οσίου κλαίουσα και παρακαλούσα να την ευλογήση να γεννήση υιόν· βλέπουσα δε ότι οι πόδες του ήσαν πληγωμένοι από την άσκησιν, εθαύμασε την υπομονήν του και έδωσε τεμάχιον ράμματος δια να τυλίξουν τους πόδας του, έπειτα δε να το λάβη δι΄ ευλάβειαν. Ο δε Όσιος δεν εδέχετο, τον παρεκάλεσεν όμως ο Επίσκοπος και υπήκουσεν. Όθεν όχι μόνον έδεσε τους πόδας του με το ράμμα και της το έδωκεν, αλλά και της προεφήτευσεν ούτω λέγων· «Ένα υιόν θέλεις γεννήσει και ονόμασον αυτόν Ζήνωνα», ούτω δε κατά την πρόρρησιν εγένετο. Ταύτα βλέπων ο βασιλεύς και φοβηθείς ότι θέλουν επαληθεύσει και εις αυτόν όσα δεινά του προανήγγειλεν ο Όσιος έστειλεν ανθρώπους και τον εκάλεσε να υπάγη προς επίσκεψίν του, αλλ΄ ο Άγιος δεν εδέχετο. Τότε τον εκάλεσε και πάλιν ο βασιλεύς με περισσοτέραν ταπείνωσιν, αλλά και πάλιν απέτυχεν· επειδή δε επανέλαβε τούτο πολλάκις και ο Άγιος δεν ήρχετο προς αυτόν, απήλθεν ο ίδιος ο βασιλεύς μόνος του προς τον Άγιον με σχήμα δούλου και προσκυνήσας αυτόν εζήτει συγχώρησιν. Ο δε Άγιος, γνωρίσας ως προορατικός το απόκρυφον, δεν τον εδέχθη, αλλά μάλλον ελέγξας αυτόν δια την παρανομίαν και κακοδοξίαν του τον απέπεμψε. Προς δε τους παρόντας εφανέρωσε την πονηράν αυτού γνώμην ειπών· «Πρέπει να γνωρίζετε ότι η ταπείνωσις, την οποίαν έδειξεν ο Βασιλίσκος, ήτο υπόκρισις και πονηρία, με την οποίαν ήθελε να καλύψη την αγριότητα της ψυχής του· γρήγορα όμως θέλετε ίδει ότι θα εύρη η θεία δίκη τον άδικον». Ούτω λοιπόν ο μακάριος τοσαύτα θαυματουργήσας και νικητής αναδειχθείς εις τον υπέρ της ευσεβείας πόλεμον και προφητεύσας τα μέλλοντα, επέστρεψε πάλιν εις τον στύλον του, τον ασκητικόν αγωνιζόμενος αγώνα του. Εις ολίγας δε ημέρας εξεδίωξαν τον Βασιλίσκον από το βασίλειον, καθώς ο Άγιος προεφήτευσε, και εκάθησε πάλιν ο Ζήνων εις τον θρόνον του. Όθεν βλέπων αληθινάς όλας τας προρρήσεις τού Αγίου, τον ηυλαβείτο περισσότερον και επήγε με την βασίλισσαν δια να του αποδώσουν την πρέπουσαν ευχαριστίαν. Αλλά προ του να τελειώσωμεν την διήγησιν, ας γράψωμεν ακόμη δύο ή τρία θαυμάσια, δια να μη υστερήσωμεν τους ευλαβείς από της ψυχικής ταύτης ωφελείας και απολαύσεως. Χρυσοχόος τις είχε παιδίον ετών επτά, το οποίον δεν ηδύνατο να περιπατήση όρθιον, εσύρετο δε μόνον με την κοιλίαν ως ερπετόν. Τούτο οι γονείς λαβόντες επήγαν εις τον στύλον και μετά δακρύων εδέοντο να τους ελεήση ο Άγιος, όστις είπε προς αυτούς να το βάλωσιν εις τον Ναόν του Αγίου Συμεών και να εγγίσουν εις αυτό το άγιον Λείψανον και ούτως εποίησαν. Ο δε Άγιος εποίησεν ευχήν από του στύλου την εβδόμην ημέραν· και παρευθύς, ω του θαύματος! βλέπουσι το παιδίον και εχοροπήδα, αναβαίνον δε τας βαθμίδας ενηγκαλίζετο χαίρον τον στύλον και κατεφίλει αυτόν με ευλάβειαν. Άλλος τις από την Ανατολήν πορευόμενος εις οδόν έπεσεν εις ληστάς, οίτινες του επροξένησαν πολλάς πληγάς και λαβόντες παν ό,τι είχε μαζί του δεν ηρκέσθησαν εις αυτά, αλλ΄ έκοψαν και τα νεύρα των γονάτων του και αφέντες αυτόν ημιθανή έφυγον. Ιδόντες δε αυτόν άλλοι τινές οδοιπόροι τον ελυπήθησαν και τον επήγαν βασταζόμενον εις την Άγκυραν, ήτις ήτο εκεί πλησίον και τον παρέδωσαν εις τον Επίσκοπον, όστις τον επεμελήθη με ιατρούς και με ιαματικά βότανα και εθεραπεύθησαν αι πληγαί, αλλά να περιπατήση δεν ηδύνατο, διότι τα νεύρα ήσαν κεκομμένα και ανενέργητα. Παρεκάλεσαν λοιπόν τον Επίσκοπον να τον στείλη εις τον Άγιον Δανιήλ και βαλόντες αυτόν επάνω εις το κτήνος, τον επήγαν εις τον Όσιον και πίπτων εις τον στύλον εβόα μετά δακρύων ελεεινώς. Ο δε Δανιήλ ως ταπεινόφρων έφευγε πανσόφως τον ανθρώπινον έπαινον και ενεργών τα τεράστια, επέγραφεν εις άλλους το κατόρθωμα. Έστειλε λοιπόν αυτόν εις τον Ναόν του Αγίου Συμεών, αυτός δε προσηύχετο κρυφίως επί του στύλου. Χρισθείς δε ο ασθενής από το έλαιον του αγίου Λειψάνου, την έκτην ημέρα εθεραπεύθη και εναγκαλισθείς τον στύλον εδόξαζε τον Κύριον, ευχαριστών τον Όσιον.Ήτο δε και γυνή τις, η οποία είχε παιδίον ετών δώδεκα άλαλον εκ γενετής, απήλθε δε αύτη δια νυκτός και το απέθεσεν έξω της μάνδρας. Οι δε Μοναχοί ευρόντες αυτό το έφεραν εις τον Άγιον, όστις ιδών αυτό προσέταξε να το κρατήσουν εις την Μονήν, να γίνη λειτουργός του Κυρίου. Λέγουσι τότε του Αγίου, ότι ήτο κωφόν και άλαλον· ο Άγιος τους είπε τότε να χρίσουν την γλώσσαν του με έλαιον και ούτως εποίησαν, τινές δε ενόμισαν ότι η μήτηρ του είπε ψεύματα, ότι ήτο άλαλον, δια να τρέφηται εκ του Μοναστηρίου, επειδή ήτο πτωχή και άπορος. Όθεν πολλάκις την νύκτα το εφοβέριζον και όταν εκοιμάτο, το εκέντων με σουβλίον ή βελόνην δια να πονέση, να φωνάξη, να γνωρίσουν την αλήθειαν. Το δε παιδίον ηγωνίζετο να φωνάξη, αλλά δεν ηδύνατο. Όθεν εβεβαιώθη η υπόθεσις και επίστευσαν. Ήλθε λοιπόν η Κυριακή και όταν επρόκειτο να αναγνώση ο Διάκονος το Ευαγγέλιον, και είπε το όνομα του Ευαγγελιστού, ωμίλησε το παιδίον και είπε το «Δόξα σοι, Κύριε» και από της ώρας εκείνης έμεινε τεθεραπευμένον και απεκρίνετο εις τον Ιερέα έως τέλους της θείας Λειτουργίας και πάντες εξέστησαν. Πολλά μεν και άλλα ετέλεσεν ο Θεός δια του δούλου του θαυμαστά και παράδοξα κατορθώματα, τα οποία δια το πλήθος αφήκαμεν αδιήγητα, διότι αρκετά είναι ταύτα να φανερώσουν την προς τον Θεόν παρρησίαν αυτού. Τούτο δε μόνον να είπωμεν δια να σφραγίσωμεν με αυτό τα επίλοιπα· ότι και με όλα τα θαυμάσια, τα οποία εποίησεν, ήτο τόσον ταπεινός, επιεικής και μέτριος, ώστε ενόμιζε εαυτόν πάντων αμαρτωλότερον και ουδέποτε κατέκρινεν άλλον, αλλ΄ εφυλάττετο ακριβώς από τα τοιαύτα. Όταν δε ανέφερον εις αυτόν ατόπους τινάς πράξεις Ιερέων απεκρίνετο λέγων· «Δεν είμεθα ημείς κριταί των άλλων, αλλ΄ εις είναι ο δίκαιος και αλάθητος Κριτής, ημείς δε, αδελφοί, ας κρίνη έκαστος εαυτόν, ίνα μη κατακριθώμεν αιώνια». Εγνώρισε δε ο Όσιος και την προς Θεόν εκδημίαν και αναχώρησιν αυτού. Όθεν έγραψεν εις χάρτην την τελευταίαν αυτού διάταξιν ούτως έχουσαν. «Εγώ τέκνα και αδελφοί μου, πορεύομαι προς τον κοινόν ημών Πατέρα, πλην δεν σας εγκαταλείπω ορφανούς, αλλά την μέριμνάνσας αφήνω εις την πρόνοιαν του ουρανίου Πατρός ημών, όστις εποίησε τα πάντα εκ του μη όντος, δια μόνου του λόγου Αυτού και εσαρκώθη δια την σωτηρίαν ημών. Αυτός λοιπόν ως φιλάνθρωπος θέλει σας φυλάττει από του πονηρού και σας συγχωρεί ως Πατήρ εις παν ό,τι εσφάλατε. Αυτός δε θα σας διαφυλάττη και εις ομόνοιαν πνεύματος. Έχετε ταπεινοφροσύνην, υπακοήν και φιλοξενίαν· μη αμελείτε την νηστείαν, αγρυπνίαν, ακτημοσύνην και υπεράνω όλων την αγάπην και την προς τον Θεόν ευσέβειαν, να φυλάττεσθε δε από τα ζιζάνια των αιρετικών. Εάν ταύτα ποιείτε, θέλετε γίνει τέλειοι εις την αρετήν». Ταύτα γράψας, προσέταξε τους Μοναχούς να τα αναγνώσουν εις την κλίμακα του στύλου, κάτωθεν του οποίου είχον άπαντες συγκεντρωθή και ίσταντο κλαίοντες. Λέγεται δε ότι συνέβη και το εξής θαυμάσιον· τρεις ημέρας προ της αυτού εκδημίας, ήλθον εις τον στύλον προς επίσκεψιν του Αγίου πάντες οι Άγιοι, ήτοι Απόστολοι, Μάρτυρες και Προφήται, Ιεράρχαι, Όσιοι και Δίκαιοι, καθώς και τινες Άγγελοι, οίτινες ησπάζοντο αυτόν φιλοφρόνως και τον προσέταξαν να λειτουργήση. Ούτω δε ποιήσας εκοινώνησε τα θεία Μυστήρια και μετέδωκεν αυτά και εις εκείνους, οίτινες ήσαν άξιοι. Όταν δε ο Άγιος έφθασεν εις τα έσχατα, ήτο εκεί παρών και ο Πατριάρχης, καθώς και η πιστοτάτη Ραϊς και εις δαιμονιζόμενος, όστις αυτός μόνος έβλεπε τους Αγίους και τους Αγγέλους, οίτινες παρίσταντο εις τον Όσιον και τους εκάλει κατ΄ όνομα. Προείπε δε και ταύτα· «Την τρίτην ώραν της ημέρας υπάγει ο Δανιήλ προς Κύριον και τότε εξέρχεται απ΄ εμού το ακάθαρτον πνεύμα με θείαν βούλησιν». Πράγματι, την τρίτην ώραν της ημέρας ο θείος Δανιήλ απήλθε προς Κύριον και ο πάσχων εθεραπεύθη. Η δε ευλαβεστάτη Ραϊς είχε πολλούς κτίστας εις την συνοδείαν της και υπηρέτησε φιλοτίμως τα προς ταφήν, προσέταξε δε να κατασκευάσωσι παραπλεύρως του στύλου εξέδραν, η οποία έφθανεν έως την κορυφήν αυτού. Επάνω εις την εξέδραν ανήλθον οι Κληρικοί και οι αδελφοί, οι οποίοι έψαλλον τα εξόδια, κρατούντες εις τας χείρας αυτών λαμπάδας. Ακολούθως κατεβίβασαν το άγιον Λείψανον και το έθεσαν εις μολυβδίνην θήκην, καθώς ο Όσιος παρήγγειλεν εις τους μαθητάς του, ειπών· «Εάν έλθουν βασιλείς ή άρχοντες εις την τελευτήν μου και φιλονικήσωσι να βάλουν το λείψανόν μου εις θήκην πολύτιμον, μη αφήσητε, αλλ΄ ας το ενταφιάση η πιστοτάτη Ραϊς όπου βούλεται». Τούτων ούτω τελουμένων, εσπάραξε δυνατά τον άνθρωπον το δαιμόνιον και έφυγεν. Έγιναν δε και άλλα θαυμάσια, ήτοι ενώ ήτο ημέρα και ο ήλιος έλαμπε λαμπρότατα εις τον ουρανόν, εφάνησαν τρεις σταυροί, συντεθειμένοι εξ αστέρων, οι οποίοι ήσαν ολόφωτοι και ίσταντο επάνω του αγίου Λειψάνου. Ομοίως και μία λευκοτάτη περιστερά ανίπτατο άνωθεν αυτού, δηλούσα την επισκιάζουσαν αυτόν Χάριν του Παναγίου Πνεύματος. Αφού δε ο Πατριάρχης ενεταφίασε το ιερόν σώμα του Δανιήλ, έβαλεν άνωθεν αυτού τα ιερά Λείψανα των εν Βαβυλώνι Αγίων Τριών Παίδων, καθώς είχεν αφήσει παραγγελίαν ο Όσιος· τούτο δε προσέταξεν, ως ταπεινόφρων, δια να προσκυνώσιν οι προσερχόμενοι τους Αγίους αυτούς μάλλον ή εκείνου το Λείψανον, ώστε να φεύγη την ανθρωπίνην δόξαν και μετά την τελευτήν ο μακάριος. Τοιούτος ήτο ο εκ γενετής Βίος και τοιαύτα τα έως της τελευτής κατορθώματα αυτού· και με τοιαύτα έργα διέλαμψε, ζήσας εις τούτον τον κόσμον έτη ογδοήκοντα και μήνας τρεις, εκοιμήθη δε εν έτει (490). Αι τρίχες της κεφαλής του ήσαν πυκνώς χωρισμέναι εις τέσσαρας βοστρύχους, ήτοι πλοκάμους, οίτινες ήσαν αρκετά μακροί· ομοίως και τα γένεια ήσαν μακρά. Αυτός μεν λοιπόν ούτω ζήσας διαγωγήν υπεράνθρωπον ανεπαύθη και αφήκεν εις ημάς τον Βίον αυτού αρχέτυπον, όχι μόνον να τον επαινώμεν και να τον θαυμάζωμεν, αλλά και να τον μιμώμεθα ως δυνάμεθα. Διότι ο έπαινος προς αυτόν μόνον φέρεται, η δε μίμησις αναδεικνύει ημάς συγκληρονόμους αυτού εις εκείνην την αιώνιον Βασιλείαν, της οποίας δεν αξιούνται οι αμελείς και ράθυμοι, οίτινες ακηδιώσι και δεν θέλουν να κοπιάσουν αναλόγως της δυνάμεως αυτών. Μόνον δε όσοι βιάζουν την σάρκα κόπτοντες τα απρεπή θελήματα αυτών και υποτάσσουν αυτήν εις το πνεύμα, φυλάττοντες τας σωτηρίους εντολάς του Κυρίου, αυτοί, δια της προσκαίρου στενοχωρίας και της μικράς θλίψεως, ευρίσκουσιν ευρυχωρίαν αιώνιον και ευφροσύνην ανεκδιήγητον εις την ουράνιον Βασιλείαν, την αδιάδοχον όντως και ατελεύτητον, της οποίας είθε να αξιωθώμεν και ημείς δια πρεσβειών της Αειπαρθένου Θεοτόκου, του Οσίου Πατρός ημών Δανιήλ και πάντων των Αγίων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΒ΄ (12η) του Δεκεμβρίου, μνήμη του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ Επισκόπου Τριμυθούντο

Δημοσίευση από silver »


Σπυρίδων ο εν Αγίοις Πατήρ ημών, της οικουμένης το καύχημα και των πιστών το αγλάϊσμα, ήκμασε κατά τους χρόνους του βασιλέως Κωνσταντίνου του Μεγάλου (306- 337) και του υιού αυτού Κωνσταντίου (337-361), κατήγετο δε εκ της περιφήμου νήσου Κύπρου. Τοσούτον δε η αρετή και τα ένθεα του Αγίου τούτου κατορθώματα την οικουμένην κατηύγασαν, ώστε δεν πρέπει να μείνη κανείς Χριστιανός όστις να μη γνωρίση εν πάση λεπτομερεία τον Βίον του. Ο Θεοφόρος ούτος Πατήρ είναι εκείνος, όστις λαβών μέρος εις την εν Νικαία Αγίαν Α΄ Οικουμενικήν Σύνοδον εποίησεν ενώπιον πάντων των απαρτιζόντων αυτήν Αγίων Πατέρων το μέγα εκείνο και υπερφυές θαύμα της κεραμίδος, δια του οποίου τον μεν φιλόσοφον του Αρειανισμού κατέβαλε, τας δε αληθείας της Ορθοδόξου ημών Πίστεως εκράτυνεν.
Ας ίδωμεν όμως, ευλογημένοι Χριστιανοί, απ΄ αρχής τον ένθεον αυτού Βίον και ας εγκύψωμεν εις την μελέτην αυτού, διότι ούτος, όπως και όλων των φιλοθέων ανδρών οι Βίοι, δίδουν πολλήν ωφέλειαν εις την ψυχήν, και κατ΄ αλήθειαν δύνανται να αυξήσουν τον πλούτον αυτής, διότι μας κάμνουν όχι μόνον να απέχωμεν από το κακόν, αλλά και να προκόπτωμεν εις το καλόν. Επειδή όστις έχει περιπέσει εις αμαρτήματα, ακούων τοιαύτας πράξεις ενθέους και κατορθώματα υπερφυσικά, διορθώνεται, μισεί την παλαιάν του κακίαν, επιμελείται την αρετήν και γίνεται θερμότερος εις την άσκησιν αυτής, παρακινούμενος εις μίμησιν αναλόγως της δυνάμεως αυτού και προσπαθεί να μιμηθή το όμοιον. Και πάντων μεν των Αγίων αι Βιογραφίαι είναι ωραίαι και ψυχωφελέσταται, ως είπομεν· όμως ο Βίος του Οσίου Πατρός ημών Σπυρίδωνος είναι πλέον ευφρόσυνος εις την ψυχήν και ηδύτατος εις την ακοήν, διεγείρων άμα τον νουν και την καρδίαν. Τούτου λοιπόν του μεγάλου Πατρός τον Βίον και τα εξαίσια θαύματα άρχομαι διηγούμενος προς την υμετέραν αγάπην, και σας παρακαλώ όλους να ακούσητε μετά προθυμίας και κατανύξεως. Ούτος ο μέγας Πατήρ ημών Σπυρίδων ήτο από της νεότητος αυτού άνθρωπος απλούς πολύ και ταπεινός, εμιμείτο δε πάντοτε του μακαρίου Δαβίδ του Προφήτου την πραότητα, του Ιακώβ το άπλαστον και του Αβραάμ το φιλόξενον, διαμοιράζων όλην την περιουσίαν αυτού εις πένητας. Δια τας αρετάς του δε ταύτας δεν εκληρονόμησε γην φθαρτήν, αλλά την μακαρίαν και αδιάδοχον, κατά την αψευδή του Κυρίου επαγγελίαν ειπόντος: «Μακάριοι οι πραείς ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γην» (Ματθ. ε: 5) και «Μακάριοι οι ελεήμονες ότι αυτοί ελεηθήσονται» (Ματθ. ε: 7). Δια τον πρόσκαιρον δε πλούτον, τον οποίον εις τούτον τον κόσμον κατεφρόνησε τότε, απολαμβάνει και τώρα και εις τους απεράντους αιώνας τον άσυλον θησαυρόν, τον Χριστόν δηλαδή, τον Μαργαρίτην τον πολύτιμον. Επλούτησε δε και δια ποταμών θαυμάτων, τα οποία ενεργούνται καθ΄ εκάστην και ουδέποτε εξαντλούνται.Ήτο δε ο Άγιος κατ΄ αρχάς ποιμήν προβάτων, πλην δεν ήτο αγροίκος εις το ήθος και αμίλητος, αλλά μάλιστα επιμελητής καλών τάξεων και προς τους πτωχούς και ξένους τόσον ελεήμων και εύσπλαγχνος, ώστε εδέχετο πάντα άνθρωπον εις τον οίκον του και με πολλήν αγάπην, κατά την δύναμιν αυτού, τον εφίλευεν. Ένιπτε των κεκοπιασμένων τους πόδας, ητοίμαζε τράπεζαν και υπηρέτει εις όλα τα χρειαζόμενα με τόσην ταπείνωσιν και ευλάβειαν, όσην δεικνύουν οι πιστοί δούλοι προς τους αυθέντας των. Είχε δε συγκεκραμένην με την σεμνότητα την σωφροσύνην και με την ανδρείαν την πραότητα και τας λοιπάς αρετάς. Έλαβε δε ο Άγιος και σύζυγον κατά τους ιερούς νόμους, τιμιωτάτην και σώφρονα, μετά της οποίας απέκτησε και τέκνα, μετά δε τον θάνατον αυτής διήγε μετά οσιότητος χωρίς τινα ηδονήν ή επιθυμίαν σαρκός αλλά πάσαν αρετήν εργαζόμενος, εμελέτα σπουδαίως τον νόμον του Θεού, γενόμενος εις την ψυχήν φιλανθρωπότατος και εις την γνώμην επιεικέστατος και απλώς ειπείν ήτο αληθής εικών και αρχέτυπον των αρετών, έχων ιστορημένας όλας τας αρετάς εις εαυτόν, τόσον ώστε πολύ ολίγοι ηδυνήθησαν να τον μιμηθούν εις τας χάριτας. Ούτω λοιπόν λάμπων εις τας πράξεις της ζωής του ο Άγιος ηξιώθη πολλών και πλουσίων δωρεών παρά Θεού, αι οποίαι δύνανται να μας φανερώσουν την εν ουρανοίς δόξαν αυτού και μεγαλειότητα. Εθεράπευε διαφόρους ασθενείας, εφώτιζε τυφλούς, εδίωκε τα πονηρά πνεύματα και πλείονα άλλα θαύματα ετέλει άξια εκπλήξεως, με την Χάριν της θείας Δυνάμεως, την οποίαν είχε συνεργόν και τον εβοήθει· όθεν έγινε και Ποιμήν ανθρώπων αντί ποιμήν προβάτων, ως ήτο το πρότερον. Όταν δε ο Μέγας Κωνσταντίνος εγένετο βασιλεύς των Χριστιανών, τότε και ο θαυματουργός Σπυρίδων Επίσκοπος Τριμυθούντος γνωρίζεται, ήτις είναι πόλις της Κύπρου περίφημος. Πόσην δε επιμέλειαν είχεν εις την αρετήν, μετά την εις Επίσκοπον χειροτονίαν του, φανερώνουν σαφέστατα τα θαυμάσια, τα οποία ετέλεσε και τα οποία είναι αδύνατον να εξιστορήσωμεν άπαντα, διότι είναι αναρίθμητα· και πάλιν να αποσιωπήσωμεν όλα είναι πρόξενον μεγάλης ζημίας. Θέλομεν λοιπόν διηγηθή ολίγα εκ των πολλών και ταύτα κατά σειράν, ήτοι θα είπωμεν πρώτον όσα γράφει ο Μεταφραστής Συμεών, τα οποία είναι όλα αξιόπιστα και παραδεδεγμένα υπό της Εκκλησίας, από τους παλαιούς χρόνους, ύστερον δε θέλομεν διηγηθή τα νεώτερα, όσα δηλαδή ετελέσθησαν υπό του Αγίου μετά την εις Κέρκυραν μετακομιδήν του ιερού αυτού Λειψάνου, και ταύτα πάλιν όχι όλα, διότι και τούτο είναι αδύνατον, αλλ΄ ολίγα τινά εξ αυτών προς πίστωσιν και των άλλων, αφήνοντες τα περισσότερα, εξ όσων άλλοι μεταγενέστεροι έγραψαν. Θέλων ο μεγαλοδύναμος Θεός, ως δίκαιος Κριτής, να παιδεύση την νήσον της Κύπρου, την υστέρησεν από βροχήν και ήτο τοσαύτη ανομβρία, ώστε έγινε πείνα μεγάλη, ταύτην δε ηκολούθησε θανατικόν ως συνήθως συμβαίνει και καθ΄ εκάστην απέθνησκον αναρίθμητοι. Ήτο όθεν ανάγκη, έναντι του μεγάλου αυτού θυμού του Κυρίου, να ευρεθή εις έτερος Ηλίας ή άλλος τις όμοιος εκείνου εις τα έργα, όστις να δυνηθή να ανοίξη δια της προσευχής του τους ουρανούς. Όντως δε τοιούτος ήτο ο μέγας κατά την ψυχήν και θαυμαστός Σπυρίδων, ο οποίος, βλέπων το τρομερόν αυτό κακόν να αφανίζη καθημερινώς το λογικόν του ποίμνιον, ως αληθής ποιμήν και ουχί μισθωτός επόνει τα σπλάγχνα υπό της πατρικής αγάπης νικώμενος και έκαμε προς τον Θεόν δέησιν. Ο δε ουράνιος Πατήρ ημών, ως εύσπλαγχνος, δεν παρείδε την προσευχήν του δούλου του, αλλ΄ ευθύς επλήρωσε δια νεφών τον ουρανόν και (το θαυμασιώτερον!) δια να μη νομίση κανείς, ότι η βροχή έγινεν από τα στοιχεία με τους νόμους της φύσεως, ωκονόμησε και ίσταντο επί ώραν πολλήν τα νέφη και δεν έβρεχον, έως ου επαναλάβη ο Άγιος την δέησιν, όστις προσηυχήθη και πάλιν θερμότερον. Τότε, ευθύς ως έτρεξαν τα δάκρυα του Σπυρίδωνος, ήλθεν εις την γην τοσαύτη βροχή, Χάριτι του παντελεήμονος Θεού, ώστε επότισεν όλην την νήσον και ηύξησαν τα γεννήματα, οι δε άνθρωποι ελυτρώθησαν από τα δεινά των. Τολμώ όθεν να είπω, ότι ο Σπυρίδων ήτο και από τον Ηλίαν φιλανθρωπότερος· διότι εκείνος απέκλεισε πρώτον τους ουρανούς και ύστερα ήνοιξεν αυτούς, ούτος όμως ως εύσπλαγχνος δεν τον εμιμήθη εις το πρώτον, αλλά μόνον εις το δεύτερον. Ακούσατε δε έτερον θαύμα παρόμοιον. Άλλον καιρόν ήτο μεγάλη συμφορά και ακαρπία μεγάλη εις την νήσον, όσοι δε είχον σίτον και άλλους καρπούς εις τας αποθήκας έτρωγον και έπινον, καθώς το κάμνουν και τώρα οι πλούσιοι, αγαλλόμενοι εις τας τοιαύτας παιδεύσεις του Θεού και ακρίβαινον τους καρπούς, δια να κερδήσουν οι ανόσιοι περισσότερα από την δυστυχίαν των πενήτων. Απήλθε λοιπόν πένης τις και άπορος εις φιλάργυρον, παρακαλών αυτόν με ταπείνωσιν να του δανείση ολίγον καρπόν, δια να σώση την οικογένειάν του. Έκειτο δε ο πτωχός εις τους πόδας του πλουσίου μετά δακρύων δεόμενος δια να τον κινήση εις οίκτον. Αλλά δεν έκλινεν εκείνη η λιθίνη ψυχή εις συμπάθειαν. Ιδών λοιπόν ότι ματαίως έκλαιε και παρεκάλει τον άσπλαγχνον, έδραμε προς τον Άγιον, αναγγέλλων πρώτον μεν την εσχάτην αυτού πτωχείαν και δεύτερον την του πλουσίου σκληρότητα. Ταύτα ακούσας ο Άγιος, πεφωτισμένος παρά Θεού, προεφήτευσεν εκείνο όπερ έμελλε να γίνη την νύκτα και του λέγει· «Μη λυπήσαι, διότι αύριον θα ίδης εμπεπλησμένον τον οίκον σου, τον δε πλούσιον από όλους χλευαζόμενον να σε παρακαλή και μη θέλων να πάρης όσον σίτον χρειάζεσαι». Τότε ο πτωχός, νομίζων ότι του είπε ταύτα ο Άγιος μόνον προς παρηγορίαν της θλίψεώς του, απήλθε περίλυπος, βλέπων κενήν, καθώς ενόμιζε, και άπρακτον την ελπίδα του. Αλλά το μεσονύκτιον, Θεού θέλοντος, ήλθε βροχή τόσον ραγδαία, ώστε κατεστράφησαν οι σωροί του πλουσίου, οι δε καρποί εχύθησαν εις το μέσον της οδού και ήσαν εις την διάθεσιν παντός, όστις ήθελε να πάρη χωρίς να πληρώση. Την πρωϊαν, ιδών ο πλούσιος την συμφοράν, την οποίαν έπαθε δικαίως, εθρήνει. Οι δε έχοντες ανάγκην έδραμον δια να αρπάσωσιν, ήτο δε μετ΄ αυτών και ο προαναφερθείς πτωχός, όστις θαυμάζων την πρόρρησιν του Αγίου κατεγέλα τον πλούσιον και χωρίς να σπείρη ενέπλησε καρπόν την οικίαν του. Όταν δε ο ωμός εκείνος και άσπλαγχνος πλούσιος είδεν ότι ήρπαζον αφόβως το πράγμα του, δια να δείξη γνώμην φιλόχριστον ο φιλόχρυσος, έτι δε και δια να εκπληρωθή η πρόρρησις του Αγίου, έλεγεν εις τους πτωχούς να λάβωσιν όσον βούλονται. Τόσον λοιπόν ήτο συμπαθής ο Άγιος, ώστε όχι μόνον δια πολλούς, αλλά και δι΄ ένα ήνοιξε τους καταρράκτας του ουρανού δια να ωφελήση πτωχούς και να συνετίση πλουσίους. Και πολλοί μεν άλλοι διωρθώθησαν, πλην ο προαναφερθείς εκείνος φιλάργυρος ουδόλως ωφελήθη, ούτε ευσπλαγχνικώτερος έγινε, καθώς θέλετε ακούσει εν συνεχεία. Εις έτερος γεωργός, γνώριμος του Αγίου, έχων μεγάλην στέρησιν σίτου και από την πείναν ταλανιζόμενος, απήλθε προς αυτόν τον άφρονα πλούσιον, ελπίζων ότι τον εσωφρόνισε το προηγούμενον πάθημα. Ο δε πλούσιος τον μεν σίτον εζημιώθη, την δε φειδωλίαν και την προς τον πλησίον ωμότητα ουδόλως μετέβαλε. Του έλεγε λοιπόν ο πτωχός να του δανείση ολίγον καρπόν και το θέρος να του τον αποδώση με το διάφορον. Αλλ΄ εκείνος του απεκρίθη με την συνήθη σκληρότητά του, ότι χωρίς χρήματα ούτε κόκκον σίτου δεν του έδιδε. Μη έχων λοιπόν ο τάλας άλλην ελπίδα, μιμείται τον άλλον πτωχόν, περί του οποίου προείπομεν, και τρέχει προς τον ευλογημένον Σπυρίδωνα, τον οποίον ως κοινόν θησαυρόν είχον όλοι οι πένητες και του λέγει την ανάγκην του, την ασπλαγχνίαν, την οποίαν επέδειξεν ο πλούσιος και την απάντησιν εκείνου. Τότε τον παρηγορεί ο Άγιος και τον αποστέλλει εις τον οίκον του. Την δε πρωϊαν επήγεν ο Άγιος μόνος προς τον πτωχόν φέρων τεμάχιον χρυσίου εις σχήμα όφεως και του λέγει· «Ύπαγε, τέκνον, βάλε το χρυσίον εις ενέχυρον, δια να λάβης εκείνο το οποίον χρειάζεσαι». Λαβών εις χείρας τον χρυσούν όφιν ο πτωχός επήγε τρέχων και με μεγάλην χαράν εις τον πλούσιον, ιδών δε αυτό ο πρώην σκληρός και αδυσώπητος και κωφός τα ώτα προς δέησιν, έγινεν ευθύς γλυκύς και φιλάνθρωπος και έδωσεν εις τον πτωχόν σίτον τόσον, ώστε του έφθασε και έσπειρε και εξοικονόμησε τας ανάγκας τού οίκου του, έως ότου ήλθεν η νέα εσοδεία, η οποία με το θέλημα του Θεού, και δια πρεσβειών του Αγίου, έγινε τόσον καλή, ώστε έφθασεν εις τον πτωχόν να καλύψη τας ανάγκας του και να πληρώση το χρέος του. Λαβών τότε ο πτωχός το χρυσίον το επέστρεψεν ως ευλαβής και πιστός εις τον Άγιον, όστις είπε προς αυτόν· «Ας υπάγωμεν, τέκνον μου, να το δώσωμεν εις τον φιλάνθρωπον Θεόν, όστις σε ευσπλαγχνίσθη και το εδάνεισεν». Απελθόντες λοιπόν εις κήπον τινα, έβαλε χαμαί το χρυσίον και βλέπων προς τον ουρανόν, είπε ταύτα· «Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ, ο πάντα ποιών και μετασκευάζων μόνω τω βούλεσθαι, καθώς ποτε κατά τον καιρόν Μωϋσέως μετεσχημάτισας εις όφιν την ράβδον του, αυτός και το χρυσίον τούτο, καθώς πρότερον από όφιν εις τοιούτον είδος μετέβαλες, ούτω και τώρα μετάστρεψον αυτό εις την προτέραν μορφήν, δια να δοξασθή το σον Πανάγιον Όνομα και να γνωρίση ο άνθρωπος ούτος την κηδεμονίαν και φροντίδα, την οποίαν έχεις προς ημάς και να βεβαιωθή δια της πράξεως, ότι είναι αληθέστατον το ρητόν της Γραφής το λέγον: «πάντα όσα ηθέλησεν ο Κύριος εποίησεν» (Ψαλμ. ριγ: 11). Ούτως είπεν ο Άγιος και (ω του θαύματος!) ευθύς έγινεν όφις ζων το άψυχον χρυσίον και εισήλθεν εις την φωλεάν του, από την οποίαν τον επήρε το πρώτον ο Άγιος και τον μετέβαλεν εις την χρυσήν εκείνην μορφήν. Τούτο το παράδοξον θαύμα βλέπων ο γεωργός όλος τρέμων από το θάμβος και εκπληττόμενος, έπεσε κατά γης και έχυνε θερμότατα δάκρυα, νομίζων εαυτόν ανάξιον της τοιαύτης Χάριτος. Ο δε Άγιος, εγείρας αυτόν, του έδωσε ψυχικήν και σωματικήν δύναμιν, λέγων προς αυτόν να μη δίδη εις ανθρώπους την δόξαν και την αίνεσιν, αλλ΄ εις τον Παντοδύναμον Θεόν. Τούτο το θαύμα δεν χρειάζεται να καλλωπίση κανείς με λόγους, διότι αφ΄ εαυτού του είναι μέγα και τεράστιον· αλλ΄ ακούσατε και έτερον όμοιον.
Άνθρωπος τις ενάρετος, φίλος ακριβός του Αγίου, εμισείτο υπό κακοτρόπων τινών δια τας αρετάς και τας φιλοθέους πράξεις του· όθεν τον εσυκοφάντησαν, ότι δήθεν έπραξε κακόν μέγα, δια το οποίον τον απεφάσισεν ο έπαρχος αδίκως εις θάνατον. Τούτο μαθών ο Άγιος εκίνησε παρευθύς να υπάγη εις τον τόπον, εις τον οποίον τον είχον δέσμιον, να τον λυτρώση από τον θάνατον. Ήτο δε χειμών και η οδός διήρχετο από ποταμόν τινα, όστις ήτο από τας βροχάς πλημμυρισμένος και δεν είχε πέρασμα. Τότε ο Άγιος ενθυμούμενος τι εποίησεν ο Ιησούς του Ναυή εις τον Ιορδάνην και διέβησαν με την Κιβωτόν τόσον θαυμάσια (Ιησού Ναυή γ: 11-17), έχων δε πίστιν βεβαίαν, ότι ο αυτός Θεός, όστις ενήργησε τοιαύτα τεράστια, ηδύνατο να τελέση και έτερα όμοια, προστάσσει τον ποταμόν ως δούλον του, λέγων· «Στάσου, ο Δεσπότης των απάντων ορίζει να περάσω δια να λυτρώσω τον φίλον μου». Ούτως είπε και ευθύς ο λόγος έργον εγένετο και, ω εξαισίου τερατουργήματος! Εστάθη οπίσω το ρεύμα και έμεινεν ο τόπος κενός έως ου διήλθεν ο Άγιος και όσοι άλλοι ευρέθησαν, ούτως ώστε δεν έγινεν η πάρεργος αύτη υπόθεσις ολιγώτερον θαυμασία από την κυρίως υπόθεσιν δια την οποίαν μετέβαινεν ο Άγιος. Μάλιστα από τούτο κατωρθώθη και εκείνο ταχύτερον, διότι όσοι είδον τοιούτον φρικωδέστατον θέαμα, έδραμον εις την πόλιν πρότερον, κηρύττοντες μεγαλοφώνως το θαυματούργημα. Τούτο μαθών και ο έπαρχος εξεπλήττετο και ευλαβηθείς τον Άγιον ελευθερώνει τον φίλον του και χαρίζει τούτον εις αυτόν μετά χαράς αντιλαμβάνων παρά του Αγίου την ευλογίαν του. Ο δε Άγιος, λαβών αυτόν, έστρεψεν οπίσω χαίρων και αγαλλόμενος. Ουχί δε μόνον της θαυματουργίας την χάριν είχεν ο Άγιος, αλλά και το της προφητείας και προοράσεως και διοράσεως χάρισμα, γνωρίζων τα κρύφια μυστήρια και τας αμαρτίας εκάστου, τον οποίον έβλεπεν. Όθεν μετεχειρίζετο πάντα τρόπον έως ότου φέρη αυτόν εις μετάνοιαν, από δε το κάτωθεν θαύμα να πιστωθήτε την αλήθειαν. Ηγάπα ο Άγιος πάντοτε κατά πολλά την ταπείνωσιν, εταλαιπώρει δε εαυτόν και εις τα αναγκαία του σώματος και εξόχως είχε συνήθειαν να περιπατή πεζός, μη ιππεύων, ουδέποτε μιμούμενος τον Διδάσκαλον και Σωτήρα μας. Μίαν δε φοράν είχεν οδοιπορήσει επί πολύ και διαβαίνων από χωρίον τι κάθιδρως και κεκοπιακώς από το μάκρος της οδού επήγεν εις φίλον του, να λάβη άνεσιν, εκείνος δε τον υπεδέχθη αγαλλιώμενος, ξενίζων αυτόν και ετοιμάζων νιπτήρα να πλύνη χριστομομήτως τους πόδας του. Οι δε γείτονες, ακούσαντες ότι ο μέγας Σπυρίδων ήτο εκεί, έτρεχον όλοι και εφιλονείκουν τις να τον περιποιηθή περισσότερον. Γυνή δε τις αμαρτωλή επήγε να φιλήση τους πόδας του, αυτός δε γνωρίσας με την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος την απόκρυφον αμαρτίαν της γυναικός, της είπεν ηπίως και ταπεινώς, χωρίς να τον ακούση άλλος τις· «Μη μου εγγίσης, ω γύναι». Τούτο δε είπε, δια να την κάμη να έλθη εις μετάνοιαν και να μισήση την πονηράν εργασίαν, καθώς και ύστερον έγινε, διότι σπεύδουσαν περισσότερον να πλησιάση την ήλεγξεν εκφώνως ο Άγιος και φανερώς την αμαρτίαν αυτής κατωνόμασε. Τότε η γυνή εκείνη παρακινουμένη από τον της συνειδήσεως έλεγχον και εκπληττομένη εις τοιούτον θαυμάσιον, έκλινεν εις την γην την κεφαλήν μετά πολλής κατανύξεως και έπλυνε τους πόδας αυτού, ουχί δια ύδατος χλιαρού, αλλά μάλιστα δια δακρύων θερμών, εξομολογουμένη παρρησία το κεκρυμμένον αυτής ανόμημα. Καθώς δε αυτή εμιμήθη την πόρνην, ήτις έδραμεν εις τον Δεσπότην Χριστόν και πλύνουσα δια των δακρύων της τους αχράντους πόδας του Κυρίου, έλαβε των ανομημάτων την συγχώρησιν, ούτω και ο Άγιος μιμούμενος τον Χριστόν της είπε τα αυτά τα σωτήρια λόγια· «Θάρσει, θύγατερ· αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου» (Ματθ. θ: 2)· και· «Ίδε υγιής γέγονας, μηκέτι αμάρτανε» (Ιωάν. ε: 14). Ούτω λοιπόν εθεραπεύθη η ασθενής, όσοι δε άλλοι ήκουσαν την υπόθεσιν έλαβον παρ΄ αυτής παράδειγμα διορθώσεως. Αρκετός είναι ο λόγος έως εδώ και ήρκουν τα προρρηθέντα θαυμάσια να φανερώσουν την αρετήν του μεγάλου Σπυρίδωνος· αλλά δια να εννοήσητε ποίος ήτο εις την πίστιν και πόσον ζήλον είχε προς την ευσέβειαν, ακούσατε και το εφεξής. Όταν εβασίλευσεν ο Μέγας Κωνσταντίνος συνηθροίσθη η Αγία και περιώνυμος Α΄ Οικουμενική Σύνοδος των Τριακοσίων Δέκα και Οκτώ (318) Θεοφόρων Παυέρων, δια να καταδικάσουν την αίρεσιν του ασεβούς Αρείου, του λέγοντος κτίσμα τον Κτίστην και να δογματίσουν τον Υιόν του Θεού ομοούσιον του ανάρχου Πατρός. Ήσαν δε οι πρώτοι υπέρμαχοι της αιρέσεως, ο Νικομηδείας Ευσέβιος, ο Νικαίας Θέογνις και ο Χαλκηδόνος Μακάριος, οίτινες έχοντες αρχηγόν τον Άρειον, εφρόνουν κτιστόν τον αληθινόν Υιόν του Θεού οι ασύνετοι. Ω μανίας και λύσσης αμέτρου! Τα πονηρότατα κτίσματα εδογμάτιζον κτίσμα τον Κτίστην της κτίσεως. Οι δε της ευσεβείας υπέρμαχοι, οίτινες συνηθροίσθησαν δια να στερεώσουν την Ορθόδοξον Πίστιν και να καταδικάσουν την αντίχριστον πλάνην, ήσαν οι περισσότεροι, ήσαν δε άπαντες Πατέρες ενάρετοι και θαυμάσιοι, αι πράξεις και αρεταί των οποίων έλαμπον με την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος. Μεταξύ δε τούτων διεκρίνοντο ο μέγας εν Αγίοις Αλέξανδρος, όστις ήτο μεν τότε ακόμη Ιερομόναχος, αλλ΄ επείχε τον τόπον του μακαρίου Μητροφάνους Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, όστις ήτο κλινήρης και ο μέγας Αθανάσιος, Διάκονος τότε ακόμη ων, επέχων το τόπον του Πατριάρχου Αλεξανδρείας. Κατά τούτων εφθόνησάν τινες, διότι δεν είχον ακόμη το αξίωμα της Αρχιερωσύνης, όμως ούτοι ήσαν πρώτοι εις τας διαλέξεις. Πλησίον λοιπόν τοιούτων φωστήρων ήτο και ο ταπεινόφρων Σπυρίδων, του οποίου η αρετή και η θεία Χάρις, ήτις κατώκει εις αυτόν, επερίσσευσε την κοσμικήν σοφίαν των φιλοσόφων. Εις δε φιλόσοφος ήτο εις το λέγειν ικανώτερος των άλλων, διότι είχε μεγάλην ευγλωττίαν και μάθησιν και τόσον εβοήθει τον Άρειον με την πολλήν εμπειρίαν του, ώστε απεστόμωνε πολλούς και οι Ορθόδοξοι δεν ηδύνατο να αναπτύξουν εις βοήθειάν των συλλογισμόν τινα, τον οποίον να μη αντικρούση με την πολλήν του μάθησιν ο φιλόσοφος. Δια να φανή λοιπόν ότι η νίκη δεν είναι εις τα λόγια των ψευδοσυλλογισμών, αλλ΄ εις την αλήθειαν του Χριστού, δεν τον ενίκησεν άλλος τις από τους εγγραμμάτους Πατέρας, ειμή ο απλούς και αγράμματος Σπυρίδων, όστις δεν εγνώριζεν άλλο τι ειμή Ιησούν τον Εσταυρωμένον. Όταν λοιπόν είδε τον φιλόσοφον θερμαινόμενον πολύ από την διάλεξιν, να λέγη λοιδορίας κατά του Χριστού και άλλα λόγια βλάσφημα, επλησίασε και του λέγει ο Άγιος· «Έλα να ομιλήσης και μετ΄ εμού, φιλόσοφε». Τότε οι άλλοι Ορθόδοξοι, γνωρίζοντες την απλότητα αυτού, την απαιδευσίαν εις την Ελληνικήν γλώσσαν και την μικράν μάθησίν του, τον ημπόδιζον και δεν τον άφηνον να ομιλήση με τον φιλόσοφον. Ο δε Άγιος γνωρίζων πόσα περισσότερα δύναται να επιτύχη η άνωθεν σοφία από την ανθρωπίνην την καταργουμένην και άσοφον, δεν υπήκουσεν εις τούτο· όθεν είπε ταύτα προς τον φιλόσοφον· «Εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού δος και εις εμέ ολίγην ακρόασιν». Ο δε ρήτωρ του λέγει· «Ειπέ ει τι θέλεις». Τότε ο μέγας την αρετήν και απλούς την μάθησιν Σπυρίδων υπό του Παναγίου Πνεύματος εμφορούμενος και κρατών εις χείρας κεραμίδα, λέγει· «Εις είναι ο Θεός του ουρανού και της γης, ο των απάντων Δημιουργός. Ούτος έκαμε τας ουρανίους Δυνάμεις, έπλασε τον άνθρωπον και εποίησεν όλα τα φαινόμενα και τα αόρατα πράγματα. Με τούτου τον Λόγον και το Πνεύμα ηπλώθη ο ουρανός, παρήχθη η γη, συνήχθη η θάλασσα, ετάθη ο αήρ, εγεννήθησαν όλα τα ζώα και επλάσθη ο άνθρωπος, το μέγα τούτο κτίσμα και θαυμάσιον δημιούργημα. Όλα από τούτον έγιναν· αστέρες, φωστήρες, ημέρα, νύκτα και τα επίλοιπα. Τούτον τον Λόγον γνωρίζοντες ημείς, ότι είναι Υιός του Θεού αληθής, ομοούσιος με τον Πατέρα, πιστεύομεν ότι εγεννήθη από την Παρθένον, εσταυρώθη και ετάφη ως άνθρωπος και ως Θεός ανέστη συναναστήσας και ημάς, και χαρίζει ημίν άφθαρτον ζωήν και αϊδιον. Τούτον πιστεύομεν ακόμη Κριτήν του κόσμου, όστις μέλλει να έλθη δια να κρίνη τον κόσμον όλον, ημείς δε θέλομεν δώσει εις Αυτόν απολογίαν δι΄ όλα τα έργα, τους λόγους και τα ενθυμήματα ημών».
«Τούτον γνωρίζομεν Ομοούσιον με τον Πατέρα, Σύνθρονον, Ομότιμον και Ομόδοξον. Η Αγία Τριάς όμως αν και είναι τρία Πρόσωπα και τρεις Υποστάσεις, Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα, όμως και τα τρία αυτά πρόσωπα είναι εις Θεός και μία Ουσία άρρητος και ακατάληπτος, την οποίαν ο νους του ανθρώπου δεν δύναται να χωρέση και να καταλάβη, δια το άπειρον της Θεότητος· διότι καθώς είναι αδύνατον να βάλης όλον το πέλαγος της θαλάσσης εις μικρότατον αγγείον, ούτω δεν είναι δυνατόν ανθρώπινος νους να χωρέση το άπειρον πέλαγος της ακαταλήπτου Θεότητος· και δια να πιστωθής την αλήθειαν, πρόσεχε εις τούτο το μικρόν και ευτελέστατον πράγμα, αν και δεν έπρεπε να παρομοιάσωμεν εκείνην την άκτιστον και υπερούσιον Φύσιν με κτιστόν και φθαρτόν δημιούργημα, όμως, επειδή οι οφθαλμοί είναι πιστότεροι των ώτων και πας ολιγόπιστος, όπως σεις, δεν πιστεύει εν ευκολία, εάν δεν ίδη με τους σωματικούς οφθαλμούς, δια τούτο θέλω σας αποδείξει οφθαλμοφανώς την αλήθειαν με την κεραμίδα ταύτην, ήτις είναι και αυτή και τρισύνθετος και μιας ουσίας και φύσεως». Αφού είπε ταύτα ο Άγιος, εποίησε το σημείον του Τιμίου Σταυρού με την δεξιάν, εκράτει δε με την αριστεράν την κεραμίδα και λέγει· «Εις το όνομα του Πατρός», και ευθύς, ω των θαυμασίων σου, Χριστέ βασιλεύς! το πυρ εκ του οποίου ήτο εψημένη η κεραμίς, ανέβη προς τα άνω· λέγει είτα «και του Υιού», και ευθύς το ύδωρ δι΄ ου επλάσθη αύτη έρρευσε προς τα κάτω· λέγει πάλιν· «και του Αγίου Πνεύματος», και ανοίξας την χείρα του, είχε μείνει εν αυτή μόνον το χώμα εξ ου κατεσκευάσθη αύτη. Το θαύμα τούτο βλέποντες άπαντες εξέστησαν και μάλιστα ο φιλόσοφος, ο οποίος την μεν ακοήν επλήγη, την δε ψυχήν εξεπλάγη και η φωνή του εχάθη. Μετά δε ώραν ικανήν απεκρίνατο· «Όσα είπες, Άγιε άνθρωπε, τα δέχομαι όλα και τα ομολογώ». Ο δε Άγιος του λέγει· «Επειδή λοιπόν ομολογείς με τον λόγον, έλα να δείξης και με το έργον, ότι πράγματι γνωρίζεις ποίος είναι ο Θεός όστις εποίησε τα πάντα· ας υπάγωμεν εις την Εκκλησίαν να λάβης το σημείον της Ορθοδόξου Πίστεως».Τότε ο φιλόσοφος, επιστρέψας ευθύς προς ακριβή θεοσέβειαν, είπε προς τους παρεστώτας και τους μαθητάς αυτού ταύτα· «Ω άνδρες, έως ου ο αγών περιωρίζετο εις λόγους μόνον, αντέλεγον και εγώ με την τέχνην της έξω σοφίας· αλλ΄ εφ΄ όσον όχι πλέον λόγοι, αλλά θεία τις Δύναμις και θαυματουργία ηγέρθη εναντίον μου και μου απέδειξε με την απλότητα των λόγων του Αγίου τούτου ανδρός την άρρητον αυτής Δύναμιν, ομολογώ ότι ενικήθην. Δεν εντρέπομαι δε να είπω τούτο, αλλά συμβουλεύω και σας να μισήσητε την απιστίαν εξ όλης καρδίας σας, και πιστεύοντες εις τον Χριστόν, να ακολουθήσητε εις την Πίστιν του Αγίου τούτου γέροντος, του οποίου η μεν γλώσσα είναι ανθρωπίνη, τα δε λόγια αγγελικά και ουράνια». Πόσην αισχύνην νομίζετε, ω ακροαταί, να έλαβον εκ των λόγων τούτων οι Αρειανοί και πόσην τιμήν και χαράν οι νικήσαντες Ορθόδοξοι; Τοσαύτη ήτο η νίκη των Ορθοδόξων, ώστε δεν έμειναν εις την αρειανήν πανωλεθρίαν ειμή μόνον εξ, οι δε λοιποί άπαντες επέστρεψαν εις την Ορθοδοξίαν, γνωρίσαντες την αλήθειαν. Ούτω λοιπόν εκυρώθη η απόφασις της Συνόδου και έμειναν οι αιρετικοί καταφρονεμένοι, οι δε ευσεβείς αγαλλόμενοι και έκθαμβοι από την θαυματουργίαν του απλουστάτου Σπυρίδωνος. Ευχαριστούντες όθεν τον Σωτήρα Κύριον, είχον τον Άγιον εις μεγάλην ευλάβειαν, όχι μόνον ο κοινός λαός και οι Αρχιερείς, αλλά και αυτός ο βασιλεύς τον εθαύμασε και τον ετίμησεν ικανώς, τον παρεκάλει δε να δέεται υπέρ αυτού πάντοτε εις τον Θεόν. Αφού δε ετελειώθη η Σύνοδος τον προέπεμψε κατευόδιον εις τον τόπον του. Ελθών εις την Κύπρον ο Άγιος, εύρεν αποθαμμένην την θυγατέρα του Ειρήνην, η οποία δεν είχε γνωρίσει άνδρα, αλλ΄ είχε φυλάξει την παρθενίαν της άσπιλον, δια να την προσφέρη εις τον ουράνιον Νυμφίον Χριστόν. Υπέμεινε δε ο Άγιος την θλίψιν καρτερικώς ως φρόνιμος, μετ΄ ολίγας δε ημέρας έρχεται γυνή τις δακρυρροούσα, και του λέγει, ότι έδωσε παρακαταθήκην τινά εις την θυγατέρα του, ήτοι χρυσούν κόσμημα πολύτιμον, να της το φυλάξη. Μετά ταύτα εκοιμήθη και δεν επρόφθασε να της το ζητήση. Ο δε Άγιος ερευνήσας όλον τον οίκον επιμελώς και μη ευρίσκων το ζητούμενον, επήγεν εις τον τάφον της θυγατρός του, ακολουθούντων και ετέρων τινών, και ομιλήσας προς αυτήν ως να ήτο ζώσα την ηρώτησε λέγων· «Ειρήνη τέκνον μου, που άβαλες το χρυσούν κόσμημα της γυναικός»; Η δε νεκρά με ζώσαν φωνήν απεκρίνατο· «Εις τον δείνα τόπον το έχω φυλαγμένον, Πάτερ μου». Έφριξαν τότε πάντες οι ακούσαντες εις το παράδοξον τερατούργημα. Ο δε Άγιος, ως να ήτο ζωής και θανάτου κύριος, είπε πάλιν προς αυτήν· «Κοιμήθητι, τέκνον, έως να σε αναστήση ο Κύριος εις την κοινήν ανάστασιν». Είτα πορευθείς εις τον τόπον, τον οποίον του υπέδειξεν η θυγάτηρ του, εύρε το χρυσίον, και ούτως έλαβε πίστωσιν περισσοτέραν το θαυμάσιον.
Δια να μη απομείνει άμοιρος της χάριτος του Αγίου η Αντιόχεια, ακούσατε τι ο Θεός ωκονόμησε. Μετά την κοίμησιν του Μεγάλου Κωνσταντίνου, διεμοίρασαν οι υιοί αυτού το Βασίλειον, και επήρε τα μέρη της Ανατολής ο Κωνστάντιος. Ευρισκόμενος δε ούτος εις την Αντιόχειαν, περιέπεσεν εις δεινήν ασθένειαν και δεν ηδύνατο ουδείς ιατρός να τον θεραπεύση, ειμή μόνον ο μέγας και Παντοδύναμος Θεός, όστις ιατρεύει τας ψυχάς και τα σώματα, προς τον οποίον ηύχετο καθ΄ εκάστην και ο βασιλεύς δεόμενος μετά πολλής ευλαβείας και ταπεινότητος. Νύκτα δε τινα βλέπει εις το όραμά του Άγγελον Κυρίου, και του δεικνύει χορόν Επισκόπων, εις το μέσον του οποίου ίσταντο δύο, ως προστάται και αρχηγοί των άλλων, και του λέγει· «Βλέπεις εκείνους τους δύο Επισκόπους, ω βασιλεύς; αυτοί μόνον δύνανται να σε θεραπεύσουν». Εγερθείς του ύπνου διελογίζετο τίνες να ήσαν εκείνοι, τους οποίους του έδειξεν ο Άγγελος· αλλά να εννοήση ουδόλως ηδύνατο, διότι ούτε όνομα των ανδρών του είπεν, ούτε πατρίδα. Έστειλε λοιπόν πρόσταγμα να συναχθούν εις το παλάτιόν του όλοι της επαρχίας του οι Επίσκοποι, δια να εύρη τους οραθέντας. Τούτου γενομένου, συνήχθησαν Επίσκοποι ικανοί, αλλά δεν είδε μεταξύ αυτών τον ποθούμενον. Όθεν στέλλει και εις την Κύπρον γράμματα να έλθωσι και αυτής οι Επίσκοποι. Τότε ο μέγας Σπυρίδων, υποτασσόμενος εις το βασιλικόν πρόσταγμα, επήγεν ευθύς συνοδευόμενος από φίλον του τινά, ενάρετον και άγιον άνθρωπον, Τριφύλλιον το όνομα, όστις δεν ήτο ακόμη τότε Επίσκοπος, αλλ΄ ο Άγγελος του έδειξεν ούτω του βασιλέως, διότι ήτο εψηφισμένος από την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος. Απήλθον λοιπόν και οι δύο εις τα βασίλεια, ενδεδυμένοι ταπεινά, καθώς ήσαν και εις την γνώμην και εις το φρόνημα. Όταν δε εισήλθον εις το παλάτιον, ιδών αυτούς ούτως ευτελείς υπηρέτης τις αυθάδης και πολύ αναίσχυντος, του εφάνησαν ανάξιοι να υπάγουν εις τον βασιλέα τοιούτοι άνθρωποι και διώκων αυτούς, έδωκε ράπισμα του ευλογημένου Σπυρίδωνος, όστις, ως γενναία ψυχή όπου ήτο και έτοιμος να πάθη και περισσότερα δι΄ αγάπην του Διδασκάλου του, έκαμεν εκείνο, το οποίον αυτός ο Χριστός παραγγέλλει εις το ιερόν Ευαγγέλιον, στρέφει δηλαδή και το άλλο μέρος του προσώπου του δια να του δώση και δεύτερον ράπισμα. Αυτή η μεγάλη ταπείνωσις συνεκλόνισεν εκείνον τον άφρονα, μάλιστα δε ακούσας ότι ήτο Αρχιερεύς προσέπεσεν εις τους πόδας αυτού και εδέετο μετά δακρύων να του δώση συγχώρησιν. Τότε ο Άγιος τον συνεχώρησε παρευθύς, μιμούμενος την μακροθυμίαν του Σωτήρος, και με λόγους ψυχωφελείς τον ενουθέτησε να μη είναι πλέον τόσον αυθάδης και υβριστής προς τους ξένους ανθρώπους και μάλιστα τους εκκλησιαστικούς. Ακολούθως ανέβησαν εις το παλάτιον και εισήλθον εις την αίθουσαν του θρόνου. Βλέπων δε ο Τριφύλλιος τόσον ωραία και πλούσια πράγματα, εθαύμαζε, διότι δεν τα είχεν ίδει άλλην φοράν.Ήτο δε τότε νέος την ηλικίαν ο Τριφύλλιος και ιδών τον βασιλέα με φοβερόν και περίδοξον σχήμα, επί του θρόνου καθεζόμενον, εξεπλήττετο. Ο δε Άγιος εγνώρισε τους διαλογισμούς του Τριφυλλίου και του λέγει· «Τι θαυμάζεις; Μηπως αυτός είναι θαυμασιώτερος από τους άλλους ανθρώπους ή δικαιότερος, επειδή έχει τοσαύτην κενοδοξίαν και ματαιότητα; Δεν αποθνήσκει και αυτός αύριον ως ο ευτελής και άδοξος πένης; Μήπως δεν θα τον βάλουν και αυτόν εις τον τάφον να σαπηθή; Ή μήπως και εις το φοβερόν Δικαστήριον δεν θα παρασταθή με τρόπον αδέκαστον; Διατί τιμάς τα φθαρτά και τα ρέοντα ως εστώτα και δεν στοχάζεσαι εκείνην την δόξαν την επουράνιον»; Ενώδε ούτως αυτοί συνωμίλουν, τους εκύτταζεν από τον θρόνον ο βασιλεύς και βλέπων ότι το σχήμα του Αγίου ωμοίαζε μετά του υπ΄ αυτού οραθέντος και εις την στολήν και εις την ράβδον και εις τα επίλοιπα, τον εγνώρισεν· αλλά τον Τριφύλλιον δεν ηδύνατο να τον γνωρίση, διότι δεν ήτο καθώς τον είδεν εις την όρασιν. Τότε από την χαράν λησμονήσας την ασθένειαν και το της αλουργίδος αξίωμα, τρέχει προς τον μέγαν Σπυρίδωνα με πολλήν ταπείνωσιν και ευτέλειαν, δεικνύων δια του έργου πόσον μεγάλη διαφορά υπάρχει μεταξύ ενός προσκαίρου βασιλέως και ενός δούλου του Επουρανίου και Αιωνίου Παντάνακτος και υποκλίνας την κεφαλήν εζήτει την ευχήν του Αγίου μετά δακρύων, ως να ήτο αύτη κανέν ισχυρότατον φάρμακον, το οποίον ηδύνατο ευκόλως να θεραπεύση το πάθος του. Πράγματι, ευθύς ως ήγγισεν η χειρ του Αγίου εις την βασιλικήν κεφαλήν (ω της οξυτάτης ιατρείας!) έφυγεν η ασθένεια και έλαβεν ο βασιλεύς την ποθουμένην ίασιν. Τις να διηγηθή την χαράν και αγαλλίασιν, η οποία έγινε την ημέραν εκείνην εις τα βασίλεια; Μεγάλην εορτήν και χαρμόσυνον πανήγυριν ήγειραν, έχοντες όλοι εις τα χείλη των τον Σπυρίδωνα. Αυτός ηκούετο πανταχού, αυτόν έβλεπον όλοι και αυτός ήτο από όλους το τιμώμενον πρόσωπον. Τι όθεν εγένετο; Εθεράπευσε μήπως το σώμα μόνον του βασιλέως ο καλός ιατρός και αφήκε την ψυχήν αθεράπευτον; Όχι· αλλά και εις αυτήν έδωκε τα αρμόδια φάρμακα, λέγων τα εξής ψυχωφελέστατα λόγια· «Ενθυμού πάντοτε, ω βασιλεύ, την ευεργεσίαν, την οποίαν σου έκαμεν ο Θεός ο πανάγαθος και ας είσαι συμπαθής εις τους πταίοντας και εις τους πτωχούς ευεργετικός και φιλόδωρος. Προς όσους είναι υστερημένοι από τα χρειαζόμενα πράγματα, άνοιγε τα σπλάγχνα και την χείρα φιλανθρωπότατα και απλώς όσον υπερβαίνειςτους άλλους εις την αξίαν, τόσον πρέπει να είσαι και εις την αρετήν υψηλότερος, διότι, εάν δεν είσαι τοιούτος, δεν λογίζεσαι βασιλεύς, αλλά άθλιος τύραννος. Μεταξύ δε των άλλων φύλαττε ακριβώς την ευσέβειαν και μη δεχθής παραμικρόν τι δόγμα, το οποίον να μη δέχεται η Αγία Εκκλησία μας». Ο μεν λοιπόν Άγιος είπε ταύτα· ο δε βασιλεύς, θέλων να του ανταμείψη την χάριν, του έδιδε πολύ χρυσίον, αλλ΄ αυτός δεν το εδέχθη ουδόλως, λέγων· «Δεν είναι πρέπον, ω βασιλεύς, να με ανταμείψης με μισητήν φιλίαν. Φαίνεται εις σε εύλογον να διαπλεύσω τοσούτον πέλαγος, να υπομείνω την δριμύτητα του χειμώνος και των ανέμων την αγριότητα, δια να λάβω χρυσίον εις πληρωμήν, το οποίον είναι πάντων των κακών η αιτία και πάσης δικαιοσύνης απώλεια»; Αλλ΄ όσον εκείνος επροφασίζετο, τόσον ο βασιλεύς εδέετο βιαιότερον, παρακαλών αυτόν να το δεχθή, διότι εθεώρει μεγάλην δι΄ αυτόν αισχύνην να λάβη τοιαύτην ευεργεσίαν και να μη δώση ουδεμίαν ανταμοιβήν. Όθεν ηναγκάσθη ο Άγιος να λάβη βιαίως το χρυσίον, πριν όμως εξέλθη από την χώραν το διεμοίρασεν όλον εις τους πένητας, διδάσκων με την πράξιν πως πρέπει να υπολογίζουν τον χρυσόν όσοι ποθήσωσι τον Χριστόν· διότι όστις επιθυμεί χρήματα, είναι αυτοθέλητος αιχμάλωτος αυτών. Τούτο μαθών ο βασιλεύς τον ηυλαβήθη ακόμη περισσότερον, ενθυμούμενος δε τας νουθεσίας του πάντοτε έκαμνε πολλήν φιλανθρωπίαν εις ξένους και πένητας, χήρας και ορφανά ηυσπλαγχνίζετο και πάντας τους ενδεείς πλουσιοπαρόχως ηλέει· αλλά και δια τους Κληρικούς όλους εκ της αγάπης του Σπυρίδωνος ενομοθέτησε πρώτος αυτός από όλους τους βασιλείς, να μη πληρώνουν φόρον τινά, κρίνων άπρεπον να πληρώνουν οι υπηρέται και αντιπρόσωποι του επουρανίου Βασιλέως φόρους εις τον επίγειον και θνητόν άνακτα. Αφού ανεχώρησεν ο Άγιος από τα βασίλεια, τον επήρε φιλόχριστος τις να τον φιλοξενήση εις την οικίαν του· εκεί ήλθε γυνή τις βάρβαρος, μη γνωρίζουσα να ομιλήση ελληνικά, βαστάζουσα βρέφος αποθαμμένον εις τας αγκάλας της και το θέτει εις τους πόδας του Αγίου, δεομένη με νεύμα και σχήματα και άμετρα δάκρυα να το αναστήση. Την ελυπήθη λοιπόν ο Άγιος, επόνεσε τα σπλάγχνα ως συμπαθέστατος και εβούλετο να κάμη προς Θεόν δέησιν· αλλά πάλιν του εφαίνετο τόλμη μεγάλη να ζητήση από τον Δεσπότην Χριστόν τοιούτον χάρισμα. Συνεβουλεύθη όθεν τον Διάκονόν του Αρτεμίδωρον, άνθρωπον ευλαβή και ενάρετον, τι να πράξη. Ο δε απεκρίνατο· «Επειδή ο ελεήμων Θεός επακούει τας προσευχάς σου, καθώς πολλάκις εγνωρίσθη, δεήσου της ευσπλαγχνίας του να αναζωώση και τούτο τα βρέφος· τον βασιλέα ιάτρευσας και τους πτωχούς ν΄ αφήσης παραπονουμένους»; Πείθεται εις την καλήν συμβουλήν ο Άγιος, κλίνει τα γόνατα, καταβρέχει την γην με δάκρυα και δέεται του ευσπλάγχνου Ιατρού μετά πίστεως να αναστήση τον παίδα της ταλαιπώρου μητρός και να την δείξη «επί τέκνω ευφραινομένην» (Ψαλμ. ριβ: 9). Ούτω λοιπόν ο Άγιος προσηύξατο· ο δε παντοδύναμος Θεός, ο αναστήσας ποτέ δια Ηλιού τον παίδα Σαραφθίας της Σωμανίτιδος, αυτός πάλιν και του Σπυρίδωνος ήκουσε και ηγέρθη θαυμασίως το πρώην νεκρόν παιδίον και κλαυθμηρίζον εζήτει την τροφόν και μητέρα του. Μέγας ει, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου! Ως είδεν η γυνή ζων το ηγαπημένον τέκνον της, από την υπερβολήν του πράγματος και την άμετρον χαράν της εξέψυχε. Παρακάλεσε λοιπόν πάλιν τον μέγαν Σπυρίδωνα ο Αρτεμίδωρος να μη τους αφήση λυπημένους, αλλά καθώς έδωκεν εις την μητέρα το βρέφος, ούτω να δώση και εις το τέκνον την μητέρα του ζώσαν. Πείθεται ο Άγιος και ανυψώσας τους οφθαλμούς προς ουρανόν, εδεήθη πάλιν εις Εκείνον, όστις ζωοποιεί τους νεκρούς και κυβερνά τον κόσμον όλον με την σοφίαν του· είτα στρέφει προς την νεκράν και λέγει· «Εν ονόματι του Κυρίου ανάστηθι». Η δε ευθύς ηγέρθη ως από ύπνου και λαμβάνει το βρέφος εις τας αγκάλας της. Τούτου γενομένου, παρήγγειλεν εις την γυναίκα και εις τον Διάκονον να μη φανερώσουν εις ουδένα το θαυμάσιον. Αλλ΄ ο Διάκονος, εν όσω μεν έζη ο Άγιος, δεν το είπεν· αφού όμως εκοιμήθη, το εδημοσίευσε πανταχού, κρίνων ζημίαν των φιλοθέων να σιωπήση το τοιούτον τεράστιον.
Αφού επέστρεψεν από την Αντιόχειαν εις την Κύπρον ο Άγιος και έφθασε Χάριτι Θεού κατευόδιον εις τον οίκον του, επήγεν άνθρωπος τις εις αυτόν να αγοράση αίγας, αφού δε συνεφώνησαν την τιμήν εκάστης αιγός, είπεν ο Άγιος εις τον αγοραστήν να βάλη εις εν μέρος τα χρήματα δι΄ όσας αίγας θα αγοράση και ούτω να τας λάβη. Αυτός δε βλέπων ότι από την απλότητά του ούτε καν εμέτρησε τα αργύρια, εκράτησε την αξίαν μιας αιγός και επλήρωσε τας άλλας. Ο Άγιος όμως, ως προορατικός, εγνώρισε τον δόλον, αλλά δεν είπε τίποτε, όταν δε επήγαν εις την μάνδραν, είπε προς αυτόν· «Είσελθε, τέκνον, και λάβε όσας επλήρωσας». Εκείνος όμως, ως φιλάργυρος, έλαβε και μίαν επί πλέον απλήρωτον, όταν δε απεμακρύνθη ολίγον, επέστρεψεν η αίξ, ως να είχε γνώσιν ότι ήτο απλήρωτος και εισήλθεν εις την μάνδραν και ούτως εποίησε τρις. Ο δε αδικητής εκείνος, βλέπων ότι αύτη δεν τον ηκολούθει, την εσήκωσεν εις τον ώμον του. Η δε πάλιν αντεμάχετο και εφώναζεν ελέγχουσα τον πλεονέκτην, ηγωνίζετο δε να φύγη από τας χείρας του και τον εκτύπα με τα κέρατα, ώστε εθαύμαζον οι παρεστώτες. Ο δε Άγιος είπε προς αυτόν· «Τέκνον, μήπως και ελησμόνησες να την πληρώσης και δια τούτο δεν έρχεται»; Τότε ωμολογήσας την αλήθειαν, εζήτησε συγχώρησιν και αφού την επλήρωσεν, εξήλθεν εκείνη μόνη από την μάνδραν και τον ηκολούθει.
Εις την αυτήν νήσον και εις απόστασιν τριάκοντα σταδίων (5.550μ. περίπου) από της Μητροπόλεως Κωνσταντίας, είναι χωρίον Ερυθρά καλούμενον. Εις τούτο απήλθε ποτέ ο Άγιος δια τινα υπόθεσιν και εισελθών εις την Εκκλησίαν προσέταξε τον Διάκονον του χωρίου να είπη τον εσπερινόν σύντομα, διότι ήτο από την οδοιπορίαν κατάκοπος και ήθελε να αναπαυθή. Ο Διάκονος όμως έψαλλεν αργά το «Κύριε, εκέκραξα», δια να τον επαινέσουν. Τότε ο Άγιος βαρυνθείς, του λέγει αυστηρά· «σιώπα»· ευθύς δε εχάθη η φωνή του και έμεινε βωβός και άφωνος ο προ μικρού υψίφωνος και μεγαλόφωνος. Όθεν ετελείωσε τον Εσπερινόν μόνος ο Άγιος. Τούτο μαθόντες άπαντες οι κάτοικοι του χωρίου εκείνου συνήχθησαν όλοι, αφ΄ ενός μεν δια να ίδωσι τον Άγιον, αφ΄ ετέρου δε δια να τον παρακαλέσουν να ευσπλαγχνισθή τον Διάκονον, εξόχως μάλιστα οι συγγενείς του εδέοντο να τον συγχωρήση. Ο δε Άγιος προσευχηθείς του επανέφερε μεν την φωνήν όχι όμως και τόσον εύλαλον ως το πρότερον, αλλ΄ ολίγον βραχείαν, τούτο δε έπραξεν εις ψυχικήν θεραπείαν του και δια να μη υπερηφανεύηται. Άλλοτε πάλιν εισήλθεν ο Άγιος εις την Εκκλησίαν να ψάλη Εσπερινόν και σταθείς φαιδρός εις το θυσιαστήριον εφημέρευεν· αλλ΄ άνθρωποι δεν ήσαν εκεί να αποκριθώσιν, ειμή μόνον Διάκονος τις, όστις ήναπτε τας κανδήλας και ο οποίος ήκουε φωνή άνωθεν αοράτως, ως μυριάδων ανθρώπων, αποκρινομένην και λέγουσαν· «Και τω Πνεύματί σου», ήτο δε η φωνή αυτή τόσον γλυκυτάτη και εναρμόνιος, ώστε δεν ωμοίαζεν ουδόλως με ανθρωπίνην. Καθώς δε ετελείωνεν ο Διάκονος την ευχήν με φόβον και έκστασιν, ήκουε πάλιν, ω του θαύματος! το «Κύριε, ελέησον» θεσπεσίως επαδόμενον. Η δε φωνή αυτή ηκούσθη και έξω της Εκκλησίας· όθεν οι πλησίον εκεί κατοικούντες, ακούοντες την μελωδικήν αυτήν βοήν, έδραμον εις τον Ναόν και εισελθόντες εις αυτόν εύρον τον Αρχιερέα μόνον και ολιγοστούς άλλους, οίτινες ομοίως έλεγον ότι ήκουον μεν φωνήν έμμουσον πλήρη αγαλλιάσεως θειοτάτης, αλλ΄ ουδένα έβλεπον. Θαυμάσαντες λοιπόν όλοι εδόξαζον τον Θεόν, όστις δοξάζει τους δούλους του. Άλλοτε έψαλλε τον Εσπερινόν, εις δε το μέσον αυτού εκάη το έλαιον του λύχνου και έμελλε να σβύση· όθεν ίστατο με λύπην ο Άγιος και έβλεπε τον λύχνον. Ευθύς τότε από αόρατον δύναμιν εξεχείλισεν ούτος από έλαιον, το οποίον εχύνετο κατά γης, έβαλον δε οι υπηρέται κάτωθεν αυτού αγγεία πολλά, τα οποία εγέμισαν.
Καιρόν τινα επήγεν ο Άγιος εις χώραν καλουμένην Κυρήνην με τον μαθητήν του Τριφύλλιον, όστις ήτο τότε χειροτονημένος Επίσκοπος. Ενώ δε διέβαινον από τόπον ωραιότατον, Παρτύμνην λεγόμενον, βλέπων ο Τριφύλλιος την ωραιότητα και την τερπνότητα αυτού, επεθύμησε να αποκτήση και αυτός εκεί περιβόλιον και να το αφιερώση εις την Επισκοπήν του. Και μόνον όμως ότι διελογίσθη τούτο απλώς, χωρίς να είπη τίποτε δια στόματος, εγνώρισεν ο Άγιος τον διαλογισμόν του και του λέγει· «Διατί βάλλεις εις την καρδίαν σου κενά και μάταια πράγματα και επιποθείς δένδρα και χωράφια, τα οποία φαίνονται μόνον ότι είναι αληθινά, πλην όμως δεν έχουν τίποτε άλλο εκτός από το όνομα; Ημείς έχομεν εις τους ουρανούς αγαθά πανευφρόσυνα, άφθαρτα και αιώνια και οικίαν αχειροποίητον· αυτά να επιποθής, Τριφύλλιε, και με εκείνων την ελπίδα να χαίρης και προ της ώρας, διότι εκείνα δεν μεταβιβάζονται από του ενός εις τον άλλον, αλλ΄ όστις αξιωθή άπαξ να τα απολαύση, είναι παντοτεινός κύριος αυτών». Ταύτα ακούσας ο Τριφύλλιος και μεταμεληθείς, εζήτησε συγχώρησιν, διήλθε δε τόσον ενάρετον βίον ο μακάριος, ώστε έγινε σκεύος εκλογής, κατά τον θείον Παύλον, και ηξιώθη πολλών χαρισμάτων.
Γυνή τις ονόματι Σωφρονία, εις την πίστιν ευσεβής, έχουσα άνδρα ειδωλολάτρην, επήγαινεν εις τον Άγιον πολλάκις και τον παρεκάλει να λυτρώση από της απιστίας τον άνδρα της, ο οποίος είχε και πολλήν ευλάβειαν προς τον Άγιον και πολλάκις συνωμίλουν μεταξύ των φιλικώς, διότι ηγωνίζετο ο Άγιος να τον ελκύση. Καθώς λοιπόν έτρωγον ομού ημέραν τινά εις την Επισκοπήν, είπε ταύτα προς τον υπηρέτην αυτού ο Άγιος· «Γνώριζε, τέκνον, ότι ο βοσκός μας απεκοιμήθη και έχασε τα πρόβατα, αφού δε εξύπνησεν, τα εζήτησεν εις τόπον πολύν, αλλά δεν ηδυνήθη να τα εύρη· όθεν λυπηθείς δι΄ αυτό, μας έστειλεν είδησιν και τώρα έφθασεν εις την θύραν ο απεσταλμένος. Ύπαγε λοιπόν και ειπέ του ότι τα εύρεν όλα ο βοσκός εις το δείνα σπήλαιον και ας μη στενοχωρείται». Αφού λοιπόν είπε ταύτα ο υπηρέτης εις τον απεσταλμένον, ο οποίος, πράγματι, είχε φθάσει εις την θύραν, έμεινεν εκείνος εν αναμονή και εις ολίγον διάστημα έφθασε και έτερος απεσταλμένος, όστις είπε όσα προηγουμένως προείπεν ο Άγιος, ότι δηλαδή ευρέθησαν εις το σπήλαιον τα χαμένα πρόβατα. Ταύτα ακούσας ο ειδωλολάτρης εξέστη και ήθελε να προσφέρη θυσίαν προς τον Άγιον, αλλ΄ ο Άγιος ημπόδισεν αυτόν λέγων· «Εγώ δεν είμαι Θεός, αλλά δούλος του Θεού ομοιοπαθής με σε, αλλά διότι προσκυνώ τον αληθή Θεόν, μου δίδει τοιαύτα χαρίσματα· εάν λοιπόν ομολογήσης και συ Αυτόν Θεόν αληθινόν, τότε θέλεις γνωρίσει το κράτος Αυτού και την άμαχον δύναμιν». Με τοιαύτα λόγια και έργα θαυμάσια έκαμεν η φιλόχριστος εκείνη ψυχή τον ειδωλολάτρην να έλθη προς την ευσέβειαν και ενεδύθη τον Χριστόν δια του Αγίου Βαπτίσματος. Είχε δε ο Άγιος και αιγοπρόβατα, καθώς είπομεν, δια τας ανάγκας των πτωχών της Επισκοπής, νύκτα δε τινα επήγαν κλέπται να τα κλέψωσιν· αλλ΄ ο πανάγαθος Κύριος, ως επιμελητής του Ποιμένος, είχε και την μέριμναν των προβάτων. Μόλις λοιπόν εισήλθον οι κλέπται εις την αυλήν, εις την οποίαν ήσαν τα πρόβατα, ευθύς εδέθησαν αοράτως χείρας και πόδας με δεσμά και αλύσεις· όθεν μη δυνάμενοι να σαλεύσουν, έστεκον ούτως όλην την νύκτα, έχοντες οπίσω τας χείρας δεδεμένας ως κατάδικοι. Ιδών δε αυτούς το πρωϊ ο Άγιος εις τούτο το σχήμα, τους ελυπήθη και ποιήσας δέησιν δι΄ αυτούς, τους ελύτρωσεν από τα δεσμά και τους λέγει· «Τέκνα μου, μη κάμνετε πλέον ούτως, ίνα μη κολασθήτε, αλλά κερδίζετε την ζωοτροφίαν σας με τον κόπον σας». Έπειτα τους έδωκε δωρεάν και δύο κριούς με ιλαρόν πρόσωπον, δια τον κόπον της αθελήτου εκείνης αγρυπνίας των.
Τον καιρόν εκείνον ηθέλησεν ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας να κάμη Σύνοδον, να συναχθούν οι Αρχιερείς όλοι της επαρχίας του και να κάμουν προς τον Θεόν κοινήν δέησιν, δια να συντριβούν όσα είδωλα ευρίσκοντο ακόμη εις διαφόρους τόπους, διότι είχε πολύν πόθον να τα αφανίση τελείως ως ζηλωτής της ευσεβείας θερμότατος. Ήλθον λοιπόν άπαντες οι Επίσκοποι και άλλοι ενάρετοι άνθρωποι και γενομένης κοινής προσευχής, επήκουσεν ο ευεργέτης Θεός των δούλων αυτού και πίπτοντα άπαντα κατά γης συνετρίβησαν και έγιναν κόνις, ένα δε μόνον έμεινεν εις τον τόπον του. Λοιπόν και πάλιν έκαμαν δι΄ αυτό και κοινήν παράκλησιν και ξεχωριστά έκαστος, αλλά το μιαρώτατον εκείνο δεν έπεσε. Τούτο δε όλον έγινεν οικονομικώς, δια να δοξάση τον δούλον αυτού ο Κύριος και να φανερώση εις πολλούς εκείνο, το οποίον δεν εγνώριζον, τουτέστιν οποίος ήτο ο μέγας Σπυρίδων και οποίαν δύναμιν εκέκτητο η δέησίς του. Όθεν την νύκτα εκείνην είδεν ο Πατριάρχης καθ΄ ύπνους Άγγελον Κυρίου και του λέγει· «Μη λυπείσαι δια το είδωλον, το οποίον δεν έπεσε, διότι ούτως είναι το θέλημα του Κυρίου, έως να έλθη από την Κύπρον ο μέγας Σπυρίδων, ο Τριμυθούντος Επίσκοπος, και προσκάλεσον αυτόν τάχιστα». Ταύτα ακούσας ι Πατριάρχης εχάρη λίαν και έστειλε πλοίον και γράμματα παρευθύς, γράφων την αιτίαν και την οπτασίαν, την οποίαν είδε, παρακαλών όπως έλθη χωρίς πρόφασιν τινά ο Άγιος. Λαβών ο Άγιος τα γράμματα του Πατριάρχου ως υπήκοος δεν ημέλησεν, αλλ΄ εκίνησε παρευθύς και φθάνων εις τον λιμένα της Αλεξανδρείας, τον οποίον λέγουσι νέαν Πόλιν, εξήλθεν από το πλοίον να υπάγη εις το Πατριαρχείον, κατά διάνοιαν προσευχόμενος και ευθύς ως ήγγισεν εις την γην οι πόδες του, το είδωλον εκείνο, το οποίον ανθίστατο πρότερον και δεν έπιπτε με τας ευχάς τόσων Αρχιερέων, εκρημνίσθη, ω του θαύματος! την ώραν εκείνην και έγινε χώμα λεπτότατον. Τούτο ιδών ο Πατριάρχης εγνώρισε τον ερχομόν του Αγίου και λέγει εις τους παρεστώτας· «Να είσθε βέβαιοι, ότι ήλθεν ο μέγας Σπυρίδων και δα τούτο κατεκρημνίσθη το είδωλον». Τότε οι Αρχιερείς και ο λαός όλος εξήλθον μετ΄ ευλαβείας και προϋπήντησαν εντίμως τον Άγιον, καθώς έπρεπε. Τούτο το μέγα θαυμάσιον εκηρύχθη πανταχού και έλαβον όλοι πολλήν αγαλλίασιν και όχι μόνον οι Ορθόδοξοι εις την πίστιν εστερεώθησαν, αλλά και πολλοί Έλληνες εβαπτίσθησαν. Τα θαύματα δε ταύτα του Αγίου όχι μόνον με λόγους απλούς αδημοσιεύθησαν, αλλά και δι΄ εικόνων ιστορήθησαν, όπως δια της εικόνος εκείνης της αψίδος, της μεταξύ του αρχοντικού λεγομένου πυλώνος και του Ναού ισταμένης, εν τη πόλει της Τριμυθούντος. Εις τον Ναόν αυτόν εφημέρευε ζων ο Άγιος και υπό την αψίδα εκείνην υπήρχεν ο τάφος αυτού ο επί αιώνας ολοκλήρους αποθησαυρίσας το ιερόν αυτού Λείψανον. Η δε αγία αυτού μετάστασις εγένετο ούτω.
Τον καιρόν του θέρους είχεν εργάτας εις το χωράφιόν του και ως ταπεινόφρων εθέριζε και αυτός· τότε, χωρίς καθόλου να φαίνωνται σύννεφα, ήλθον ουρανόθεν ψιχαλίδες λεπταί ωσάν δρόσος μόνον εις την κεφαλήν του Αγίου και όχι άλλου τινός εκ των συμπαρευρισκομένων, εφανέρωσε δε τούτο ότι θάλλει και αυτός κατά τας αρετάς ως αγαθόν σπαρτόν με την ουράνιον δρόσον και ότι ήλθεν η ώρα να εσοδειασθή από τον ουράνιον Γεωργόν ο άριστος ούτος και έμψυχος καρπός. Καθώς λοιπόν έθεσε την δεξιάν χείρα εις την ιεράν αυτού κεφαλήν και δεικνύει εις τους παρεστώτας ταύτην την δρόσον, έγινε και άλλο θαυμάσιον και του εφύτρωσαν την ώραν ταύτην τρίχες τινές ξανθαί και μαύραι, αι οποίαι δεν γνωρίζω τι εσήμαινον· αλλ΄ ο Άγιος εγνώρισε τούτο και λέγει προς τους παρεστώτας· «Μάθετε, ότι εις ολίγην ώραν χωρίζεται η ψυχή μου από του σώματος, ο δε Πανάγαθος Θεός θέλει τιμήσει με δόξαν πολλήν την τελευτήν μου, αναρίθμητοι δε άνθρωποι θέλουν κάμνει κατά την ημέραν αυτήν μεγάλην πανήγυριν». Αυτά και έτερα προφητεύσας και νουθετήσας τους παρόντας να φυλάττωσι τας εντολάς του Κυρίου και μάλιστα την προς τον Θεόν και τον πλησίον αγάπην, αφήκε την ιεράν του ψυχήν εις χείρας Θεού τη ιβ΄ (12η) Δεκεμβρίου του έτους τμη΄ (348) ων ετών εβδομήκοντα οκτώ (78), καταλιπών εις την πατρίδα αυτού το ιερόν του Λείψανον, προς παραμυθίαν των πιστών και ως πηγήν ιαμάτων. Διότι και τώρα μετά την κοίμησιν αυτού, καθ΄ ο μάλιστα πλησιέστερος προς τον Θεόν και έχων την παρρησίαν μεγαλυτέραν, δεν έπαυσεν ούτε παύει τας θαυματουργίας, αλλά καθ’ εκάστην τελεί εξαίσια, από τα οποία να είπωμεν ολίγα τινά εις πίστωσιν και των άλλων και ούτω να χαλάσωμεν τα ιστία του λόγου, διότι επλεύσαμεν μέγα πέλαγος και επιβάλλεται να προσορμισθώμεν τέλος και εις τον λιμένα της σιωπής. Έλεγε φιλόχριστος τις αληθής και ενάρετος, φίλος μέγας του Αγίου ταύτα. «Κατά την δωδεκάτην του Δεκεμβρίου επήγα και εγώ εις την εορτήν του μεγάλου Σπυρίδωνος, και πλησιάσας εις τον τάφον του, ησθανόμην θείαν επισκοπήν ενεργουμένην από το άγιον αυτού Λείψανον, και τόσην άνεσιν και γλυκύτητα έλαβεν η καρδία μου, ώστε επήρθη το πνεύμα μου και μόνον τα ουράνια αγαθά εφαντάζετο. Λησμονήσας όθεν παντελώς τα επίγεια, αλλά και του ιδίου μου σώματος, έμεινα άφωνος και άσιτος, ούτε ωμίλησα μετά τινος, ούτε τροφήν ή πόσιν εγεύθην όλην την ημέραν εκείνην, ειμή μόνον την Αγίαν Σάρκα και το Τίμιον Αίμα του Δεσπότου Χριστού, τα οποία εκοινώνησα». «Άλλοτε πάλιν, κατ΄ αυτήν ταύτην την ημέραν της εορτής, επήγα εις τον τάφον του Αγίου, και όταν ησπάσθην το ιερόν αυτού Λείψανον, ενεπλήσθη η καρδία μου γλυκύτητα άμετρον. Έπειτα επήγα να αγοράσω ενδύματα να ενδύσω πτωχούς, διότι ο χειμών εκείνος ήτο ψυχρός πολύ, αφού δε επήρα όσα ήθελα, εβουλόμην να απιστρέψω εις το χωρίον μου, διότι είχα μεγάλην ανάγκην· αλλ΄ ο ουρανός ήτο κατάφορτος από βαρέα και σκοτεινά νέφη, δεικνύων ότι πρόκειται να κάμη μεγάλας βροχάς. Μη έχων όθεν τι άλλο να κάμω, έρριψα τας ελπίδας μου εις τον Θεόν και εις τον Άγιον. Φορτώνω λοιπόν τας ημιόνους και προστρέξας εις τον Ναόν, λέγω ταύτα εκ πίστεως· «Οδήγησόν μας εις την οδοιπορίαν ταύτην, Άγιε του Θεού, συνόδευσον ημάς και κράτει τα φοβερά νέφη και την βίαν και αγριότητα των ανέμων, να μη μας προξενήση η βροχή βλάβην τινά». Ταύτα ειπών εξήλθον της πόλεως, καθ΄ όλην δε την οδοιπορίαν έβλεπα οφθαλμοφανώς τον Άγιον και ημπόδιζε την βροχήν, κρατών τα νέφη· η δε βροχή ήτο από την σύγχυσιν του αέρος και την συνέλευσιν των νεφών τόσον χαμηλά, ώστε εγνωρίζετο φανερά η θαυματουργία. Όταν δε έφθασε εις τον οίκον μου, ο μεν Άγιος έγινεν άφαντος, η δε καρδία μου επλήσθη χαράς, ως να είχεν εγγίσει εις αυτήν ο Άγιος και να της μετέδωσεν από την ηδονήν αυτού την ευφρόσυνον. Τότε ευθύς ως εισήλθον εις την οικίαν μου, κατέβη τόσον μεγάλη και ραγδαία βροχή, ώστε εκράτησε τρεις ημέρας». «Όχι δε μόνον τότε μου επήκουσεν ο Άγιος, αλλά και άλλην αθυμίαν και λύπην μου πάλιν, κατ΄ άλλο έτος, μου έλυσεν, ότε ήτο η εορτή του και δεν ηδυνάμην να υπάγω. Είχον όθεν εκ τούτου θλίψιν άμετρον, όμως προσηυχόμην, δεόμενος αυτού να με επισκεφθή και πάλιν και να με αξιώση της συνήθους ευφροσύνης και χάριτος. Τότε μου εφάνη ότι επήγα εις τον Ναόν και είδα τον Άγιον ψάλλοντα με τους χοροστάτας και εδοξολόγει έως τέλους του όρθρου και εκοινώνησεν όλους τους αδελφούς εκ της αυτού ελλάμψεως και ευλογήσας ημάς ανεχώρησε. Ταύτα ιδών δι΄ εκστάσεως έλαβα μεγάλην χαράν και αγαλλίασιν πνευματικήν». Ούτως ο Άγιος εθανάτωσε και την γυναίκα εκείνην, η οποία μοιχευθείσα ηρνείτο την αμαρτίαν της και δεν ήθελε να ομολογήση αυτήν· αλλά και ότε ακόμη εγέννα το μοιχίδιον παιδίον, έλεγεν ότι από τον άνδρα της συνέλαβεν, αν και ο ανήρ της προ είκοσι μηνών είχεν αναχωρήσει εις μακρινόν ταξίδιον.Έως εδώ, αδελφοί, είναι όσα θαυμάσια γράφει ο Μεταφραστής, ότι ετέλεσεν ο μέγας Σπυρίδων· αλλά και τώρα και πάντοτε όστις επικαλεσθή αυτόν μετά της προσηκούσης ευλαβείας και πίστεως, λυτρώνεται από κάθε κίνδυνον, καθώς πολλοί το εγνώρισαν εις διαφόρους καιρούς και τόπους. Εξόχως δε εις την περίφημον νήσον της Κερκύρας, όπου νυν ευρίσκεται το ιερόν αυτού και πάνσεπτον Λείψανον, σώον ακόμη, ω του θαύματος! χιλίους εξακοσίους τόσους χρόνους τώρα και δεν εφθάρη ουδόλως, αλλά μένει ακέραιον προς απόδειξιν και στήριγμα της Ορθοδόξου ημών Πίστεως και προς παντοτεινόν παράδειγμα αρετής, εναντίον των αμεταθέτων της φύσεως όρων· επειδή όπου βούλεται ο Θεός νικάται φύσεως τάξις. Έμεινε δε το ιερώτατον του Αγίου Σπυρίδωνος Λείψανον υπό την γην έτη πολλά, πλείστα όσα θαύματα καθ΄ εκάστην επιτελούν, είτα ανακομισθέν και σώον και ακέραιον, Χάριτι Θεού ευρεθέν, απεθησαυρίζετο μέχρι του εβδόμου αιώνος εις την ιδίαν αυτού πατρίδα άπειρα καθ΄ εκάστην βρύον θαύματα. Δα τας επιγενομένας όμως τότε καταδρομάς των βαρβάρων το άγιον αυτού Σκήνος μετηνέχθη Θεού ευδοκία εις Κωνσταντινούπολιν, ένθα ετιμάτο, ως ηγιασμένον παρά Θεού, υπό πάντων των Ορθοδόξων, μάλιστα δε υπό των εν τη Πόλει, οίτινες είχον τούτο ως θησαυρόν πολύτιμον, όταν δε τούτο εξετίθετο προς προσκύνησιν παρευρίσκοντο και αυτοί οι αυτοκράτορες, ως πληροφορούμεθα από του οκτωήχου δοξαστικού του εσπερινού της ιδιαιτέρας αυτού Ακολουθίας. Μετά δε την της Κωνσταντινουπόλεως αξιοθρήνητον άλωσιν και τα επακολουθήσαντα εν ταύτη δεινά, Ιερεύς τις, Γεώργιος Καλοχαιρέτης ονομαζόμενος, παρέλαβεν εκείθεν το ιερώτατον του Αγίου Σπυρίδωνος Λείψανον και δια μυρίων περιπετειών και προφυλάξεων μετέφερεν αυτό εις Κέρκυραν, ένθα ευρών πανευκλεή και σεβάσμιον Ναόν κατέθηκεν εν αυτώ το πάνσεπτον Λείψανον· και ως έχων το υψηλόν της ιερωσύνης αξίωμα, προσέφερε καθ΄ εκάστην τω Κυρίω τας ευχαριστίας. Με την εκεί δε κατάθεσιν του ιερού Λειψάνου και την επισκίασιν του Παναγίου Πνεύματος, ελάμβανον χώραν εις τον Ναόν αυτόν πλείσται ιάσεις και θαυματουργίαι, δια τας οποίας ο της Κερκύρας χριστεπώνυμος λαός εκπληττόμενος προσέτρεχε μετά πάσης ευλαβείας εις το ιερόν του γίου τέμενος, ευχαριστών τον δοξάσαντα αυτόν Κύριον, δια την απόλαυσιν τοιούτου θησαυρού και τοιούτου πολιούχου υπερασπιστού. Ανακαινισθείσης μετά ταύτα της πόλεως και εις έτερον μέρος μετατεθείσης, οι τότε εκ Κερκύρας Ιερείς της οικογενείας Βούλγαρη, εις τους οποίους δια τινος γυναικός ονόματι Ασημίνης είχε μεταβιβασθή η κατά κόσμον κυριότης του ιερού τούτου Λειψάνου εγείρουσιν άλλον Ναόν επ΄ ονόματι του Αγίου, όστις Ναός και δια πλουσίων δώρων και πολυτίμων αφιερωμάτων του Κερκυραϊκού λαού και των ξένων έγινε περίδοξος, καθώς και τώρα φαίνεται. Εντός δε του Ναού τούτου η αξιοθέατος θήκη των Αγίων Λειψάνων δοξάζεται παρά πάντων δια τας διαφόρους θαυματουργίας και ο θαυματουργός Σπυρίδων πάντας εκπλήττει δια τα άπειρα θαύματα, τα οποία και μετά θάνατον ενεργεί, εξ ων ολίγα τινά μόνον είναι δυνατόν να αναφέρωμεν ενταύθα προς πίστωσιν και των άλλων. Το πάλαι ποτέ, εις την νήσον των Κερκυραίων, στερουμένην των προς το ζην αναγκαίων και κατακυριευμένην από βιαίαν πείναν, ο Άγιος εχάρισε σίτον δια πλοίων, επιφανείς εις τους πλοιάρχους και προμηνύσας εις τούτους την ανάγκην της νήσου, κατά το άγιον και Μέγα Σάββατον· δια τούτο λαμπρώς και τερπνόν ετελέσθη το τότε Πάσχα εις την πρώην τεθλιμμένην νήσον, με την του Αγίου προμήθειαν. Και πάλιν, εις τινα Θεόδωρον, έμπορον εκ της Ανατολής, όστις εστερήθη παντελώς την όρασιν, προσέτρεξε δε με θερμήν πίστιν εις τον Ναόν του Αγίου, εχάρισεν εις αυτόν οξύτατον το φως. Και άλλοτε, ενώ λοιμός εμάστιζε την πόλιν των Κερκυραίων, προσέτρεχον δε πάντες αδιακρίτως υγιείς τε και ασθενείς εις το ιερόν του Αγίου τέμενος έπρεπεν, ένεκα του μιάσματος, κατά τους νόμους της φύσεως, να μολυνθή η πόλις ολόκληρος· εν τούτοις ουδέν σχεδόν υπέφερεν ο ευλαβής εκείνος λαός, αλλά ταχέως πάλιν δια της μεσιτείας του Αγίου ηξιώθη της προτέρας υγιεινής καταστάσεως. Προσέτι δε εις δύο τυφλούς κωπηλάτας, οίτινες ως ανίκανοι απεπέμφθησαν εκ του στόλου των Ενετών, ο μεν εκ πλοίου του Αντωνίου Βερνάρδου, ο δε εξ Ιερωνύμου του Μαυρικανού, ο μέγας Σπυρίδων εχορήγησεν ολόκληρον την όρασιν. Ποίον δε δεν εξέπληξε το θαύμα εκείνο, το οποίον επετέλεσεν ο Άγιος, όταν άνθρωποί τινες, από ζήλον ευλαβείας, αναβάντες αφόβως εις την υψιώροφον κορυφήν του κωδωνοστασίου της Εκλησίας του Αγίου, δια να σβέσωσιν αναφανείσαν εκεί φλόγα, ήτις ανήφθη συνεπεία κεραυνού και εκ της οποίας ηπειλείτο να κατακαή ολόκληρος ο Ναός, ένεκα δε της κεραυνικής βίας κατακρημνισθέντες από του ύψους εκείνου ουδέν έπαθον κακόν, αλλά διεσώθησαν αβλαβείς;
Άλλοτε πάλιν εις των αριστοκρατών, μάταια φλυαρών και φρυαττόμενος, κατεγέλα παιδίον το οποίον, επειδή είχεν ανίατον ασθένειαν, κατέπεσε χάριν θεραπείας εις την οδόν, ίνα διέλθη άνωθεν αυτού η θήκη των Λειψάνων του Αγίου καθ΄ ην ώραν ελιτανεύετο τούτο κατά παλαιάν συνήθειαν και τον πάτριον νόμον. Προσέτι δε χλευάζων και τους γονείς αυτού, οίτινες προσέκλαιον, προέφθασεν η θεία Δίκη τον άφρονα και εξαίφνης την αυτήν ώραν διαρραγέντος πυροβόλου το πυρ κατέκαυσε τον δεξιόν οφθαλμόν αυτού. Τούτου πολλοί τότε ζώντες εχρημάτισαν αυτόπται μάρτυρες. Διο μετά ταύτα ολονύκτιος εστάθη η μετάνοια αυτού εν τω Ναώ του Αγίου και παννύχιοι μετά δακρύων αι προσευχαί του ζητούντος συγχώρησιν από τον Άγιον. Κατά δε το 1673 σωτήριον έτος, ενώ πάλιν λοιμώδες μίασμα διέφθειρε και αγρούς και πόλιν και κώμας, ώστε εις πάντας επεκρέματο αφεύκτως ο σκληρός θάνατος, διότι είχε κατακυριευθή υπό του λοιμού σχεδόν ολόκληρος η νήσος (και τούτο δις κατά το αυτό έτος) ο θαυματουργός ούτος Άγιος εθεράπευσε την νήσον και έκαμε πάντας να ιατρευθώσι δια μιάς. Και τω όντι ήτο μέγα το θαύμα να βλέπη τις κατά την ημέραν της πανηγύρεως του υπό του Αγίου γενομένου θαύματος εις τον παραδόξως ως είπομεν ομματωθέντα τυφλόν Θεόδωρον, τη δεκάτη Τρίτη του Ιουλίου μηνός, τους πρώην ημιθανείς εν τω άμα τεθεραπευμένους και υγιαίνοντας. Αλλά και δεύτερον θαύμα εποίησεν ο Άγιος κατ΄ αυτήν την Αγίαν ημέραν των Βαϊων, καθ΄ ην τελείται η ετήσιος λιτή του μεγάλου Σπυρίδωνος, και είδον πάλιν οι άνθρωποι, ω του θαύματος! καταπεπαυμένον τον λοιμόν. Εποίησε δε και άλλο μέγα τω όντι και εξαίσιον τερατούργημα ο Άγιος Σπυρίδων, διαφυλάξας την νήσον αλύμαντον από της επιδρομής των Αγαρηνών της γενομένης κατά το έτος 1716, όπερ θαύμα άπασα η νήσος Κέρκυρα θαυμάζει και του οποίου με λαμπράν φωνήν ανακηρύττει το παράδοξον. Ο δε αρχιναύαρχος του Ενετικού στόλου και διοικητής της νήσου Κερκύρας Ανδρέας ο Πιζάνης διενοήθη να ανεγείρη εις τον Ναόν του Αγίου θυσιαστήριον δια να τελήται εν αυτώ καθ΄ εκάστην υπό Λατίνου Ιερέως λειτουργία, νομίσας ότι δια τούτου θ΄ αποδώση εις τον Άγιον ευχαριστίαν, δια την ελευθέρωσιν της πόλεως από της καταδρομής των βαρβάρων. Αλλά πως ποτε ο της Ορθοδοξίας πρόμαχος ήθελε συγχωρήσει εις την σεπτήν Εκκλησίαν αυτού να θυσιάζηται ο Υιός του Θεού υπό ετεροδόξων ιερέων με άζυμα; Όθεν δις φανερωθείς ο Άγιος εις τον ύπνον αυτού διέταξεν αυτόν ν΄ απομακρυνθή από το επιχείρημα τούτο, αλλ΄ ούτος δεν κατεπείθετο, διότι επίστευσε περισσότερον εις την θεολογίαν αυτού, όστις του έλεγεν ότι το όνειρον έγινεν εκ συνεργείας διαβολικής· ηπείλει δε ακόμη και τους Ιερείς τους δικαιούχους του αγίου Λειψάνου, διότι δεν συγκατετίθεντο εις τοιούτον καινοτόμημα. Αφού λοιπόν δια της οπτασίας δεν απεμακρύνετο του επιχειρήματος, ήναψε παραδόξως νύκτα τινά η πυριτιδοθήκη του παλαιού φρουρίου και κατακρημνίσασα τας εν τη ακροπόλει οικίας, εφόνευσε πάντας τους περί αυτήν και πολλούς των άλλων Λατίνων· και ο μεν Ανδρέας Πιζάνης επνίγη μεταξύ δύο ξύλων περισφιγξάντων τον τράχηλον αυτού, ο δε κακόβουλος αυτού θεολόγος ευρέθη νεκρός. Ότε δε ταύτα συνέβαινον, ο προ της πυριτιδοθήκης διωρισμένος φύλαξ έβλεπε τον Άγιον προσερχόμενον με δάδα, όστις και τον μετέφερε σώον πλησίον της Εκκλησίας του Εσταυρωμένου. Εις δε των εν τη πόλει Ενετών, ευρισκόμενος κατά την ιδίαν ώραν εις το υπερώον αυτού, είδε τρεις φλόγας εξερχομένας από το κωδωνοστάσιον της Εκκλησίας του Αγίου Σπυρίδωνος και διευθυνομένας προς την ακρόπολιν, ευθύς δε μετά τούτο και η πυριτιδοθήκη ανετινάχθη. Εις δε την Ενετίαν, κατά την αυτήν νύκτα, κεραυνός επιπεσών επί της εικόνος του Πιζάνου κατέκαυσεν αυτήν, χωρίς να βλάψη άλλον τινά των εν τη οικία. Πάντα δε τα παράδοξα ταύτα ετελέσθησαν κατά το 1718 τη 12η Νοεμβρίου. Ω θαύμα! Ω κλέος των Ορθοδόξων! Ποίος λοιπόν τώρα και από ταύτην την κρίσιν του ουρανού δεν βλέπει βλασφήμους και βδελυκτάς ενώπιον του Θεού τας καινοτομίας της παπικής Εκκλησίας; Αλλ΄ είθε να φωτίση αυτούς ο Θεός να επιστρέψωσιν εις την αλήθειαν, από την οποίαν παρεξετράπησαν! Τοιούτος λοιπόν ήτο περί την πίστιν και μετά θάνατον ο θείος Σπυρίδων,
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”