Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :ΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ

Δημοσίευση από silver »

Τη αυτή ημέρα, Κυριακή εβδόμη από του Πάσχα, την εν Νικαία ΠΡΩΤΗΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΝ ΣΥΝΟΔΟΝ εορτάζομεν, των Τριακοσίων Δέκα και Οκτώ θεοφόρων Πατέρων.

Η Αγία αύτη και Μεγάλη Α΄ Οικουμενική Σύνοδος των τριακοσίων δέκα και οκτώ θεοφόρων Πατέρων συνηθροίσθη εν Νικαία της Βιθυνίας εν έτει τκε΄ (325) μ. Χ. βασιλεύοντος Κωνσταντίνου του Μεγάλου (306 – 337), ετάχθη δε παρά των Πατέρων της Εκκλησίας να εορτάζεται κατά την παρούσαν Κυριακήν η μνήμη αυτής δια την εξής αιτίαν. Επειδή ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός πληρώσας άπασαν την ένσαρκον Αυτού οικονομίαν ανήλθεν εις ουρανούς και αποκατέστη εις τον θρόνον της μεγαλωσύνης Αυτού, θέλοντες οι Άγιοι και Θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας να δείξουν ότι αληθώς ο Υιός του Θεού τέλειος ων Θεός εγένετο και τέλειος άνθρωπος και σαρκωθείς και σταυρωθείς και ταφείς και εκ νεκρών αναστάς ανελήφθη εις ουρανούς και εκάθισεν εν δεξιά της μεγαλωσύνης εν υψηλοίς και ότι η Αγία αύτη Πρώτη Οικουμενική Σύνοδος πρεπόντως Αυτόν ανεκήρυξε και ωμολόγησεν ομοούσιον και ομότιμον τω Πατρί, δια τούτο ευθύς μετά την εορτήν της ενδόξου Αυτού Αναλήψεως την παρούσαν εθέσπισεν εορτήν τιμώσα ούτω τον σύλλογον των τοιούτων Πατέρων, οίτινες τον εν σαρκί αναληφθέντα Θεόν αληθινόν και εν σαρκί τέλειον άνθρωπον ανεκήρυξαν. Συνηθροίσθη δε η Αγία αύτη Α΄ Οικουμενική Σύνοδος υπό του Μεγάλου Κωνσταντίνου δια την εξής αιτίαν. Ευθύς ως είχον παύσει οι από των τυράννων της Ρώμης διωγμοί και οι δεινοί χειμώνες εκείνοι, οι κατά της Εκκλησίας εγερθέντες υπό του σατανά, ειρήνη δε γλυκεία επέλαμψεν εις τα Χριστιανικά πλήθη, βασιλεύσαντος εκ θείας προνοίας του αοιδίμου Κωνσταντίνου, όστις πρώτος τα σκήπτρα της Βασιλείας υπέταξεν εις τον σταυρωθέντα Ιησούν Χριστόν, με του οποίου την ακαταμάχητον δύναμιν κατέλυσε και εις το τέλος εξηφάνισε τους αθέους τυράννους, ως άλλος δε ήλιος εξαπέστειλε πανταχού τας γλυκυτάτας ακτίνας της ειρήνης και οι φυλακισμένοι απελύθησαν, οι εξόριστοι ανεκλήθησαν, οι θείοι Ναοί ηνεώχθησαν και άλλοι νέοι ανηγείροντο και ο κόσμος όλος ανέπεμπον δόξαν και ευχαριστίαν τω φιλανθρώπω Σωτήρι δια την γαλήνην και αταραξίαν της οποίας ηυδόκησε παραδόξως να αξιωθούν, ευθύς, λέγω, ως αι του Θεού Εκκλησίαι είδον τας γλυκείας ακτίνας της ειρήνης, εξαίφνης ιδού και νέα ταραχή, και ταραχή μεγάλη και φοβερά, ηγέρθη εις την Εκκλησίαν του Θεού, από της πόλεως Αλεξανδρείας της Αιγύπτου εξαπολυθείσα. Δεν υπάρχει βεβαίως σχεδόν ουδείς, όστις δεν έχει ακούσει το όνομα του δυσωνύμου Αρείου, όστις εγέννησε μεγάλην και φοβεράν αίρεσιν, διδάσκων ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι κτίσμα του Θεού και όργανον Αυτού, δια του Οποίου τον κόσμον εδημιούργησεν, ήτοι άλλης ουσίας και φύσεως από της του Πατρός. Αυτός ήτο πρωτοπαπάς και διδάσκαλος των θείων Γραφών, διωρισμένος από τον Πατριάρχην Αλεξανδρείας Αλέξανδρον. Όθεν επειδή ήτο επίσημος, δια τούτο και η ασέβεια της μιαράς του αιρέσεως εντός ολίγου διεσπάρη και εκοινολογήθη εις πολλούς Αρχιερείς, ακόμη και εις τους ονομαστούς. Ταύτα βλέπων ο θείος Αλάξανδρος τον έκρινε και τον καθήρεσε με τοπικήν Σύνοδον, αλλά το κακόν μάλιστα μετά ταύτα διεδόθη περισσότερον, αφού δε διεσπάρη εις τας πόλεις της Αιγύπτου, επέρασεν εις την Παλαιστίνην, έφθασε και εις τα μέρη της Θράκης και του Ευξείνου Πόντου και πανταχού επλατύνετο η βλασφημία κατά του μονογενούς Υιού του Θεού, φιλονικίαι δε και σκάνδαλα ακατάπαυστα και αλληλομαχίαι εγίνοντο μεταξύ του πλήθους του χριστωνύμου λαού. Ταύτα καθ΄εκάστην μανθάνων ο χριστιανικώτατος βασιλεύς Κωνσταντίνος και βλέπων, ότι πάσα επίνοια θεραπείας ήτο περιττή, πάμπει βασιλικούς ορισμούς εις τους Επισκόπους όλους της βασιλείας του, να συναχθούν εν σώματι εις την Νίκαιαν, πόλιν της Βιθυνίας, δια να εύρουν και να συστήσουν την αλήθειαν του τοιούτου δόγματος, αποστείλας και έξοδα και αμάξας βασιλικάς, διότι εγνώριζεν ότι όλοι σχεδόν εκείνοι οι μακάριοι ήσαν και ακτήμονες και γέροντες και ασθενείς από τους προλαβόντας διωγμούς και τα μαρτύρια. Λοιπόν συναθροισθέντες οι θείοι Πατέρες εις την Νίκαιαν και συνελθόντες εις τον ευτρεπισθέντα τόπον, εκάθισαν όλοι εις τους θρόνους των. Εισήλθεν έπειτα και ο βασιλεύς και σταθείς όρθιος, δεν εκάθισεν, έως ότου οι Πατέρες επέτρεψαν εις αυτόν και ούτως εκάθισε· και πάλιν όχι εις τον βασιλικόν του θρόνον, αλλά πλησίον εις εν ταπεινότατον απλούν κάθισμα. Τόσην ευλάβειαν είχεν ο αοίδιμος εις τους Ιερείς του αληθινού Θεού και μάλιστα, διότι έβλεπεν εις τους περισσοτέρους τα στίγματα του μαρτυρίου. Μετά ταύτα ωμίλησεν ο ευσεβέστατος βασιλεύς λατινιστί, παρακινών αυτούς να εκτελέσουν ορθώς και απαθώς την εξέτασιν των θείων δογμάτων και να διδάξουν τον κόσμον τι πρέπει να φρονούν περί της Αγίας Τριάδος δια το οποίον τέλος και τους συνήθροισε δι’ αυτού το Πνεύμα το Άγιον. Εξετασθέντων λοιπόν των του Αρείου δογμάτων, ύστερον από πολλάς φιλονικίας και εξετάσεις εκ των θείων Γραφών, ανεθεμάτισαν οι θείοι Πατέρες τα ασεβέστατα του Αρείου δόγματα και αυτόν τον ίδιον Άρειον και τους ιδικούς του ομόφρονας, διότι δεν εδέχθησαν να ομολογήσουν τα αληθή της Καθολικής Εκκλησίας δόγματα, ήτοι ότι ο Πατήρ είναι πάντοτε Πατήρ· και ο Υιός πάντοτε είναι Υιός· και ότι Ούτος είναι άτρεπτος και αναλλοίωτος, ως Θεός αληθινός και ομοούσιος τω Πατρί. Ταύτα δογματίσασα η Αγία Σύνοδος υπέρ της δόξης του Μονογενούς, αυτή πρώτη και διετύπωσεν εγγράφως τους όρους της Πίστεως, την οποίαν πρέπει να ομολογή κοινώς όλος ο Χριστιανικός κόσμος, την έγγραφον δε ταύτην διατύπωσιν ονομάζομεν Άγιον Σύμβολον. Τούτο συνεπλήρωσεν η Αγία και Οικουμενική Δευτέρα Σύνοδος, με την ανάπτυξιν την οποίαν έκαμεν εις την ομολογίαν του Αγίου Πνεύματος, διότι τότε ακόμη δεν είχε κινηθή βλασφημία από τους αιρετικούς περί της υποστάσεως του Παναγίου Πνεύματος. Η αυτή Αγία Σύνοδος εθέσπισε και πως και πότε να ποιώμεν την εορτήν του Αγίου Πάσχα, δια να μη συνεορτάζωμεν με τους Εβραίους, καθώς συνέβαινε να γίνεται πρότερον. Εξέδωκε δε και Κανόνας εικοσιοκτώ περί εκκλησιαστικής ευταξίας και καταστάσεως. Ύστερον δε από τας υπογραφάς των μακαρίων Πατέρων, υπέγραψε και εκύρωσε το Άγιον Σύμβολον δι’ ερυθρών γραμμάτων ο μέγας βασιλεύς και ισαπόστολος Κωνσταντίνος. Λέγουσι δε ότι και δύο από τους θείους Πατέρας, ήτοι Αρχιερείς, μετέστησαν εν τω μεταξύ προς Θεόν προ του να υπογράψουν. Όθεν κατά κέλευσμα του πανευφήμου βασιλέως έθεσαν τον όρον της Αγίας Συνόδου εντός των κιβωτίων αυτών και με σφραγίδας βασιλικάς τα κατησφάλισαν. Και ω του θαύματος! Ευρέθη και παρ’ εκείνων βεβαιωμένος, κατά τα άρρητα κρίματα του Αγίου Θεού. Περιττόν νομίζω να αναφέρω των εκεί επισημοτέρων τα ονόματα· λέγω δε μόνον τον θείον της Τριμυθούντος Σπυρίδωνα, ο οποίος εθριάμβευσεν εν τω μέσω εκείνου του θείου Συλλόγου, νικήσας, ελκύσας και βαπτίσας τον πρώην φλύαρον εκείνον φιλόσοφον, με την δύναμιν των απλουστάτων αυτού λόγων, και με το θαύμα της κεραμίδος, καθώς ο ίδιος εκείνος φιλόσοφος εμαρτύρησεν εις τους μαθητάς του, ως ιστορεί ο Γελάσιος. Τελειωθείσης λοιπόν της Αγίας Συνόδου και επειδή η νεωστί ανεγερθείσα Πόλις παρά του μεγάλου Κωνσταντίνου είχεν ήδη ολοκληρωθή, προσεκάλεσεν ο ίδιος όλους εκείνους τους Αγίους άνδρας εκείσε, οίτινες και απήλθον και ηυχήθησαν αυτήν να διαμένη εις αιώνας βασιλεύουσα των πόλεων, αφιερώσαντες και παραδόντες αυτήν εις την προστασίαν της Θεομήτορος, καθώς ο βασιλεύς εκέλευσε και ούτως ανεχώρησαν έκαστος εις τα ίδια. Άξιον δε είναι να προσθέσωμεν ενταύθα και την κατόπιν γενομένην κατά του ασεβεστάτου Αρείου δικαιοκρισίαν του Θεού. Διότι αφού η Σύνοδος διελύθη, ως είπομεν, οι του Αρείου ομόφρονες, μη υποφέροντες να είναι κεχωρισμένοι από την Καθολικήν Εκκλησίαν μετά το ανάθεμα της Οικουμενικής Συνόδου, ενήργησαν παντοιοτρόπως και παρουσιάσθη εις τον βασιλέα ο της αιρέσεως έξαρχος Άρειος και έδωκεν εις αυτόν λίβελλον, ήτοι χάρτην, εις τον οποίον έγραφεν, ότι μετανοεί και δέχεται τα όσα εδογμάτισεν η Αγία Σύνοδος και ζητεί την μετά των Ορθοδόξων κοινωνίαν. Η μετάνοια όμως αύτη του Αρείου ήτο δολερά και προς απάτην κατεσκευασμένη, καθώς έδειξαν τα πράγματα ύστερον· αλλ’ ακούσατε κατά σειράν τα γενόμενα. Όταν ο Άρειος παρουσιάσθη ενώπιον του βασιλέως και τον ηρώτησεν ο βασιλεύς, αν αληθώς ομολογή τα υπό της Αγίας Συνόδου νομοθετηθέντα, εκείνος απεκρίθη· «Ναι, βασιλεύς, όντως ταύτα ομολογώ». Ταύτα όμως λέγων ακουμβούσε την χείρα του εις το στήθος του, εντός του οποίου είχε κεκρυμμένα τα ιδικά του βλάσφημα δόγματα, τα οποία και υπεδείκνυε τεχνηέντως με την χείρα αυτού. Λοιπόν επείσθη ο ευσεβέστατος βασιλεύς και νομίζων ότι η μετάνοια αυτού ήτο αληθής, απήτησεν από τον Πατριάρχην της Πόλεως, τον θείον Αλέξανδρον, να δεχθή τον Άρειον εις την Εκκλησίαν και να συλλειτουργήση μετ’ αυτού. Όμως ο θείος εκείνος ανήρ, γνωρίζων την δυστροπίαν του Αρείου, δεν ανεπαύετο εις το να δεχθή αυτόν, διότι αμφέβαλλε δια την μετάνοιάν του. Μη δυνάμενος όμως να αντείπη εις τον βασιλέα, κατέφυγεν εις τον Θεόν, τον ειδότα τα κρύφια των ανθρωπίνων καρδιών και Αυτόν παρεκάλει μετά θερμών δακρύων, να δείξη άνωθεν σημείον, αν είναι αρεστόν εις Αυτόν ή όχι, το να συγκοινωνήση με τον Άρειον. Μάλιστα λέγεται ότι δεόμενος προς τον Θεόν, έλεγεν· «Ω Δέσποτα, ει αύριον ο Άρειος συνάγεται, άρον εμέ εκ της ζωής». Όταν λοιπόν έφθασεν η καθορισθείσα υπό του βασιλέως ημέρα, καθ’ ην έπρεπε να συλλειτουργήση, και η οποία ήτο Κυριακή, ο Άρειος κατά την διωρισμένην ώραν εξήλθεν από τα βασίλεια, συνοδευόμενος από τους ιδικούς του οπαδούς και ομόφρονας. Βαδίζων δε προς την Εκκλησίαν εκυριεύθη από φόβον τινά και συγχρόνως τον εκέντησε και η κοιλία. Μη δυνάμενος δε να κρατηθή, ηρώτησε που υπάρχει τόπος δια την εκπλήρωσιν της ανάγκης της φύσεως, έδειξαν δε εις αυτόν το κοινόν αφοδευτήριον. Εκεί όμως εισελθών, δεν εξήλθεν πλέον. Εκάθισεν, αλλά δεν εσηκώθη. Διότι εκεί έφθασεν η θεία δίκη τον βλασφημήσαντα εις το ύψος του Μονογενούς και εχύθησαν κάτωθεν τα έντερά του και όλα αυτού τα εντόσθια. Ούτω κατησχύνθησαν οι τούτου ομόφρονες και τα πρόσωπα αυτών ατιμίας επλήσθησαν. Τα δε πλήθη των Ορθοδόξων και αυτός ο θεοσεβέστατος βασιλεύς εχάρησαν χαράν μεγάλην και εδόξασαν τον Θεόν, όστις παραδόξως εξεδίκησε την θείαν Αυτού Πίστιν, καταβαλών των αλαζόνων εκείνων την ύβριν και την υπερηφάνειαν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΣΤ΄ (6η) Ιουνίου, μνήμη του Οσίου πατρός ημών Ιλαρίωνος του νέου, Ηγουμένου της Μονής των Δαλμάτων

Δημοσίευση από silver »

Τη ΣΤ΄ (6η) Ιουνίου, μνήμη του Οσίου πατρός ημών Ιλαρίωνος του νέου, Ηγουμένου της Μονής των Δαλμάτων.

Ιλαρίων, ο Όσιος πατήρ ημών, ήκμασε κατά τους χρόνους του βασιλέως Νικηφόρου του Πατρικίου εν έτει ωβ΄ (802) και Σταυρακίου, Μιχαήλ Ραγκαβέ και Λέοντος Αρμενίου του εικονομάχου. Κατήγετο δε εκ Καππαδοκίας, πατέρα μεν έχων Πέτρον καλούμενον, μητέρα δε Θεοδοσίαν. Ο πατήρ αυτού ήτο γνωστός εις τον βασιλέα, επειδή αυτός εχορήγει τον άρτον της βασιλικής τραπάζης. Αφού δε ο Όσιος εγεννήθη και απεγαλακτίσθη, εστάλη εις σχολείον δια να μάθη επιμελώς τα ιερά γράμματα. Ότε δε έφθασεν εις την ηλικίαν των είκοσι χρόνων, εγκαταλείψας ευαγγελικώς πατέρα, μητέρα, οικίαν, πλούτον και πάντα τον κόσμον, εγένετο Μοναχός εις το εν Κωνσταντινουπόλει Μοναστήριον, το καλούμενον του Ξηροκηπίου. Κατόπιν αναχωρήσας εκείθεν, μετέβη εις το Μοναστήριον του Δαλμάτου και εκεί έλαβε το μέγα και αγγελικόν σχήμα, ήτοι εγένετο μεγαλόσχημος. Όθεν τηρών υπακοήν και ταπείνωσιν και ησυχάζων, ειργάζετο ο αοίδιμος εις τον κήπον του Μοναστηρίου επί χρόνους δέκα. Αφού δε εκαθάρισε την ψυχήν του εξ όλων των παθών και ελάμπρυνεν αυτήν ως ήλιον δια των αρετών, εγένετο υπό της θείας χάριτος θαυματουργός διώξας από ένα νέον το ακάθαρτον δαιμόνιον, το οποίον ηνώχλει αυτόν. Δια τούτο ο Ηγούμενος του Μοναστηρίου εποίησεν αυτόν ιερέα, αν και μη θέλοντα. Ότε δε ο Ηγούμενος εκείνος ετελεύτησε, μετά παρέλευσιν χρόνων τινών, ανεχώρησεν ο Άγιος από το Μοναστήριον και διήλθεν εις τόπον καλούμενον Οψίκιον και εκείθεν μετέβη εις το Μοναστήριον των Καθαρών. Τούτο μαθόντες οι Μοναχοί του Μοναστηρίου του ανέφεραν εις τον τότε άγιον Νικηφόρον τον Πατριάρχην. Ο δε Πατριάρχης ανέφερε τούτο εις τον βασιλέα Νικηφόρον, παρακινήσας αυτόν να στείλη και να επαναφέρη τον Όσιον. Όθεν υπακούσας ο Όσιος εις τας παρακινήσεις του Πατριάρχου και του βασιλέως, επέστρεψε και έγινεν Ηγούμενος και Αρχιμανδρίτης, καθώς ήτο η τοιαύτη εκεί συνήθεια, διορισθείσα υπό Συνόδου. Διήλθε λοιπόν ο Όσιος χρόνους οκτώ, ποιμαίνων χριστομιμήτως τους πιστούς του Χριστού. Ότε δε έγινε βασιλεύς Λέων ο Αρμένιος εν έτει ωιγ΄ (813) και ηθέτησε την προσκύνησιν των αγίων Εικόνων, τότε και ο Όσιος Ιλαρίων ωδηγήθη εις τον βασιλέα και ηναγκάζετο παρ’ αυτού, με διαφόρους λόγους, απειλάς και υποσχέσεις, να μη προσκυνή τας αγίας Εικόνας. Αλλ’ όμως ο Άγιος ήλεγξεν αυτόν και ωνόμασεν άθεον και νέον παραβάτην Ιουλιανόν. Όθεν εκ των λόγων τούτων εθυμώθη ο βασιλεύς και απειλήσας ότι θα τω επιβάλη τιμωρίας πολλάς και φοβεράς έρριψεν αυτόν εις την φυλακήν. Μετά παρέλευσιν αρκετού καιρού εκάλεσε πάλιν τον Όσιον έμπροσθέν του ο παράνομος βασιλεύς και επανέλαβε τους αυτούς λόγους, αλλά και πάλιν απέτυχεν. Κατόπιν παρέδωκεν αυτόν εις τον ομόφρονά του Πατριάρχην, ήτοι εις τον Θεόδοτον τον Μελισσηνόν, τον και Κασσιτεράν ονομαζόμενον, δια να τον καταπείση δήθεν εκείνος. Επειδή όμως δεν εισηκούσθη παρά του Οσίου, επρόσταξε και έκλεισαν αυτόν εις σκοτεινήν φυλακήν, όπου πολλάς ημέρας εταλαιπωρήθη, προστάξας να μη δίδωσιν εις αυτόν ούτε άρτον, ούτε άλλο τι προς τροφήν. Τούτο μαθόντες οι Μοναχοί και μαθηταί του μετέβησαν εις τον βασιλέα, ειπόντες: Δος μας τον ποιμένα μας, ω βασιλεύς, και μετ’ ολίγον υποσχόμεθα να τελειωθή το θέλημά σου. Ο βασιλεύς τότε, απατηθείς από την υπόσχεσιν αυτήν, έδωκε εις αυτούς τον Άγιον. Επειδή δε ο Άγιος ηργοπόρησεν εις το Μοναστήριόν του και λαβών ολίγην άνεσιν από της προτέρας ταλαιπωρίας ηλευθερώθη από την πείναν, την οποίαν εδοκίμασεν εις την φυλακήν, βλέπων ο βασιλεύς ότι οι Μοναχοί δεν θα εκπληρώσωσι την υπόσχεσίν των, αλλά ενέπαιξαν αυτόν, τους μεν Μοναχούς ετιμώρησε, τον δε Άγιον έκλεισε και πάλιν εις την φυλακήν. Έπειτα έστειλεν αυτόν εις το Μοναστήριον το ονομαζόμενον του Φονέως, το οποίον ευρίσκετο εις το στενόν της πόλεως και εκεί τον εφυλάκισεν έξ μήνας, δια να ταλαιπωρηθή περισσότερον, επειδή ο Ηγούμενος του Μοναστηρίου εκείνου ήτο σκληρός, θηριώδης και άσπλαγχνος. Αφού παρήλθον οι εξ μήνες ο βασιλεύς επανέφερε πάλιν τον Άγιον εις τα βασίλεια και με κολακείας εδοκίμαζε να παρασύρη αυτόν. Αλλ’ επειδή και πάλιν ο Όσιος δεν εισήκουσεν, ο βασιλεύς επρόσταξε να φυλακίσωσι τον Όσιον εις το Μοναστήριον το ονομαζόμενον του Κυκλοβίου. Αφού δε παρήλθον δύο χρόνοι και εξ μήνες, εξέβαλεν εκείθεν τον Άγιον και εφυλάκισεν εις την φυλακήν την καλουμένην των Νουμέρων. Κατόπιν επρόσταξε και έδειραν αυτόν αγρίως και κατόπιν εξώρισεν αυτόν εις το φρούριον το ονομαζόμενον Πριτόλιον. Αφού δε ο Λέων ο Αρμένιος εθανατώθη δια μαχαιρών εντός του ιδίου εκείνου Ναού, όπου δια πρώτην φοράν ύβρισε και έρριψε κατά γης την Εικόνα του Χριστού, έγινε βασιλεύς Μιχαήλ ο Τραυλός, εν έτει ωκ΄ (820). Τότε ο Άγιος Ιλαρίων, ελευθερωθείς από την φυλακήν, εφιλοξενήθη υπό μιας χριστιανής εις το αγροκήπιόν της, ήτις και υπηρέτησεν αυτόν επί χρόνους επτά. Ως δε εβασίλευσεν ο υιός τού Τραυλού Θεόφιλος ο εικονομάχος, εν έτει ωκθ΄ (829), συνεκέντρωσεν ο αλιτήριος όλους τους πρότερον γενομένους ομολογητάς των αγίων Εικόνων και εφυλάκισεν αυτούς. Τότε και ο μακάριος Ιλαρίων, εξετασθείς αν πείθεται εις την βασιλικήν προσταγήν και ελέγξας τον Θεόφιλον ως άθεον και απατεώνα, εδέχθη επί της ράχεως αυτού εκατόν δεκαεπτά ραβδισμούς και κατόπιν εξωρίσθη εις την νήσον Αφουσίαν, ήτις κείται πλησίον της νήσου Άλωνος, της τουρκιστί καλουμένης Πασά λιμάνι και υπόκειται εις τον Αρχιεπίσκοπον Προικονήσου. Εκεί ο Όσιος, σκάψας πέτραν και κατασκευάσας μικρόν και στενώτατον κελλίον, δια δε της προσευχής αυτού κατορθώσας να αναβλύση εκ της γης ύδωρ, διήλθε χρόνους οκτώ. Αφ’ ου δε ετελεύτησεν ο Θεόφιλος και η τούτου σύζυγος Θεοδώρα συνήθροισεν εις Κωνσταντινούπολιν άπαντας τους ομολογητάς και Οσίους Πατέρας τους ευρισκομένους εις την εξορίαν και αφού ανεστήλωσε και εκράτυνε την Ορθοδοξίαν δια της αναστηλώσεως και προσκυνήσεως των αγίων Εικόνων, τότε και ο Όσιος Ιλαρίων, ελευθερωθείς από την εξορίαν, ανέλαβε πάλιν το Μοναστήριόν του διαλάμπων εν αυτώ δια θαυμάτων. Τρεις δε χρόνους ζήσας μετά ταύτα και θεαρέστως διοικήσας τους μαθητάς του, απήλθε προς Κύριον εις ηλικίαν χρόνων εβδομήκοντα.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ζ΄ (7η) Ιουνίου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος ΘΕΟΔΟΤΟΥ του εν Αγκύρα.

Δημοσίευση από silver »

Τη Ζ΄ (7η) Ιουνίου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος ΘΕΟΔΟΤΟΥ του εν Αγκύρα.

Θεόδοτος ο άγιος Ιερομάρτυς διέμενεν εν Αγκύρα της Γαλατίας. Διαβληθείς δε εις τον ηγεμόνα Θεότεκνον, ότι εξαγαγών εκ της λίμνης τα σώματα των αγίων Παρθένων, τα οποία ερρίφθησαν εντός αυτής, έθαψεν αυτά, ωδηγήθη ενώπιόν του. Και επειδή είπε παρρησία ότι αυτός μεν είναι ιδιώτης και ταπεινός, ως προς την πίστιν όμως και την ομολογίαν του Χριστού είναι ανώτερος και ισχυρότερος των κοσμικών βασιλέων, εδάρη βαναύσως και κατόπιν κρεμασθείς επί ξύλου, εξεσχίσθη εις τας πλευράς. Τέλος απεκεφαλίσθη και ούτως έλαβεν, ο μακάριος, του μαρτυρίου τον στέφανον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Η΄ (8η) Ιουνίου, η ανακομιδή του λειψάνου του αγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Στρατηλάτου.

Δημοσίευση από silver »

Τη Η΄ (8η) Ιουνίου, η ανακομιδή του λειψάνου του αγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Στρατηλάτου.

Θεόδωρος ο Στρατηλάτης, ο άγιος Μεγαλομάρτυς, ήκμασε κατά τους χρόνους Λικινίου του βασιλέως, εν έτει τκ΄ (320). Κατήγετο από τα Ευχάϊτα, τα εν τη Γαλατία, κατώκει δε εις την Ηράκλειαν την εν τω Ευξείνω Πόντω. Ήτο δε ωραίος κατά τον σωματικόν χαρακτήρα, αλλ’ ωραιότερος κατά την ψυχήν και εστολισμένος με λόγον, γνώσιν και σοφίαν, διό τινες ωνόμαζον αυτόν βρυορρήτορα. Αφ’ ου δε εδοκίμασε παν είδος βασάνου και τιμωρίας, ετελείωσε το μαρτύριον και η μεν αγία αυτού ψυχή απήλθε νικηφόρος εις τα ουράνια, το δε άγιον αυτού λείψανον έμεινεν εις την γην και αναβλύζει ρείθρα ιαμάτων εις τους μετά πίστεως προς αυτό προστρέχοντας. Τούτου του αγίου λειψάνου την μετακομιδήν εορτάζομεν σήμερον, διότι μετεκομίσθη εκ της Ηρακλείας εις τα Ευχάϊτα και απετέθη εν τω πατρικώ οίκω καθώς ο ίδιος ο Μάρτυς παρήγγειλε περί τούτου εις τον ταχυγράφον αυτού Αύγαρον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Θ΄ (9η) Ιουνίου, μνήμη του εν Άγίοις πατρός ημών ΚΥΡΙΛΛΟΥ Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας.

Δημοσίευση από silver »

Τη Θ΄ (9η) Ιουνίου, μνήμη του εν Άγίοις πατρός ημών ΚΥΡΙΛΛΟΥ Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας.

Κύριλλος ο Άγιος και Μέγας της Εκκλησίας διδάσκαλος ήτο κατά την πατρίδα Αλεξανδρεύς, από γονείς ευσεβείς και ευγενείς, ανεψιός εξ αδελφής Θεοφίλου Πατριάρχου Αλεξανδρείας· ανατραφείς δε ελευθερίως, έγινε δοκιμώτατος εις την φιλοσοφίαν και την αρετήν· ήτο πλήρως ησκημένος εις τα Ελληνικά και Ρωμαϊκά βιβλία και πεπαιδευμένος τόσον εις όλην την έξω σοφίαν, όσον και εις την έσω πνευματικήν· εσχόλαζε πάντοτε εις την ανάγνωσιν και μελέτην των θείων Γραφών. Όθεν και ο θείος του Θεόφιλος, βλέπων εις αυτόν τόσον μεγάλην σοφίαν και αρετήν, συνηρίθμησε τούτον εις τον Κλήρον της Εκκλησίας, χειροτονήσας Αρχιδιάκονον. Και λοιπόν ήτο τότε ο Άγιος πεφυτευμένος εις τον λειμώνα της Εκκλησίας του Χριστού, ως ευωδέστατον και ωραιότατον κρίνον, το οποίον ήνθει μεν με την καθαρότητα και τας λοιπάς αρετάς, ευωδίαζε δε όλον το πλήρωμα των πιστών με την οσμήν της θείας σοφίας του. Αφ’ ου δε απέθανεν ο Θεόφιλος, όλοι ομοφώνως κληρικοί τε και λαϊκοί εψήφισαν δια Πατριάρχην της Αλεξανδρείας τον θείον Κύριλλον, ο οποίος ευθύς ως ανέβη εις τον θρόνον εδίωξεν από την Αλεξάνδρειαν τους αιρετικούς και τους σχισματικούς, τους ονομαζομένους Νοβατιανούς· οι δε Νοβατιανοί ούτοι, παρομοιάζοντες με τους Φαρισαίους, ωνόμαζον εαυτούς καθαρούς και δικαίους· εφόρουν δε λευκά ενδύματα, δια να δείξουν τάχα δια τούτου την καθαρότητα του βίου των· εδογμάτιζον ότι ο μετά το βάπτισμα υποπίπτων εις θανάσιμον αμαρτίαν, ούτος δεν πρέπει να έρχεται εις την Εκκλησίαν· έλεγον δε ότι κατ’ ουδένα άλλον τρόπον δεν συγχωρείται η θανάσιμος αμαρτία, εάν δεν μεταβαπτισθή ο άνθρωπος· δεν συνεχώρουν τον δεύτερον γάμον, ονομάζοντες αυτόν μοιχείαν, ενώ εβάπτιζον δια δευτέραν φοράν τους καλώς και ορθοδόξως βεβαπτισμένους· και άλλα ακόμη αιρετικά φρονήματα είχον οι τοιούτοι· ωνομάσθησαν δε Νοβατιανοί από κάποιον Νοβάτον, αρχηγόν του σχίσματος τούτου, ο οποίος ιερεύς ων εις την Ρώμην, επί Δεκίου του βασιλέως, επεθύμει να γίνη Πάπας. Επειδή όμως ο δυστυχής αυτός Νοβάτος μετά τον θάνατον του δια Χριστόν μαρτυρήσαντος Πάπα Φαβίνου δεν έγινε Πάπας, ως ήλπιζε και επεθύμει, αλλ’ έγινεν ο μακάριος Κορνήλιος, δια ταύτην την αφορμήν απεσχίσθη από την Εκκλησίαν ο υπερήφανος και έγινεν εχθρός όχι μόνον του θείου Κορνηλίου αλλά και της ορθής πίστεως. Διότι ο μεν θείος Κορνήλιος εδέχετο πάλιν εις την Εκκλησίαν τους χριστιανούς εκείνους, οι οποίοι δια τον φόβον των βασάνων ηρνήθησαν πρότερον τον Χριστόν, εις τον καιρόν του διώκτου Δεκίου, ύστερον δε μετανοούντες επέστρεφον εις την πίστιν του Χριστού μετά δακρύων· καθώς και ο Χριστός εδέχθη τον Απόστολον Πέτρον, όστις τρις τον ηρνήθη πρότερον, ύστερον δε μετά δακρύων μετενόησεν. Ο δε σχισματικός και υπερήφανος Νοβάτος, όχι μόνον δεν εδέχετο εις την μετάνοιαν τους τοιούτους αρνησιχρίστους, αλλά και τον Πάπαν Κορνήλιον κατηγόρει, ονομάζων αυτόν κοινωνόν και σύντροφον των ειδωλολατρών· και ούτω χωρισθείς από αυτού, και άλλους ομόφρονας αποκτήσας, έγινεν ως άλλος Πάπας εις την Ρώμην· και εκείθεν εξηπλώθη η αίρεσις αύτη και το σχίσμα, μέχρι και της Αλεξανδρείας. Τους τοιούτους λοιπόν σχισματοαιρετικούς απεδίωξεν ο Άγιος Κύριλλος, ως είπομεν, ευθύς ως έγινε Πατριάρχης ομού με τον Επίσκοπόν των Θεόπεμπτον. Μετά ταύτα επεκαλέσθη την βοήθειαν του Θεού, δια να διώξη από την εκεί κατοικίαν των και τους δαίμονας. Πλησίον δηλαδή της Αλεξανδρείας, έως δώδεκα στάδια, ευρίσκεται τόπος ονομαζόμενος Κάνωβος, και πλησίον εκείνου είναι άλλος τόπος ονομαζόμενος Μανούθιν, εις τον οποίον ήτο βωμός παλαιός, κατοικητήριον των δαιμόνων. Όθεν όλος ο τόπος εκείνος ήτο φοβερώτατος από το πλήθος των εκεί κατοικούντων ακαθάρτων πνευμάτων. Δια τούτο και όταν έζη ο Πατριάρχης Θεόφιλος πολλάκις ηθέλησε να καθαρίση τον τόπον εκείνον από τους δαίμονας και να τον κάμη κατοικητήριον άγιον, ίνα δοξολογήται ο Θεός, αλλ’ όμως δεν ηδυνήθη, αφ’ ενός μεν διότι εύρισκε πολλά εμπόδια, αφ’ ετέρου δε διότι ηκολούθησε κατόπιν ο θάνατός του. Ο δε του Θεοφίλου διάδοχος τρισμακάριστος Κύριλλος εφρόντισε περί τούτου, και προθύμως εδέετο του Θεού, να του δώση θείαν βοήθειαν και δύναμιν, δια να διώξη από τον τόπον εκείνον τα ακάθαρτα πνεύματα. Όθεν φαίνεται κατ’ όναρ εις αυτόν Άγγελος Κυρίου και του λέγει να φέρη εις τον τόπον εκείνον τα τίμια λείψανα των αγίων Αναργύρων Κύρου και Ιωάννου και ούτω θέλει αναχωρήσει από εκεί η δύναμις των δαιμόνων. Ο δε Άγιος χωρίς αργοπορίαν έκαμε το πρόσταγμα του Αγγέλου, και ευθύς ως έφερεν εις τον τόπον εκείνον τα λείψανα των αγίων Αναργύρων, και έκτισεν εκεί Ναόν εις το όνομά των, ω του θαύματος! εξεδιώχθησαν απ’ εκεί τα ακάθαρτα πνεύματα, και έγινεν ο τόπος εκείνος πηγή αναβλύζουσα ιάματα, εκ της χάριτος των αγίων Αναργύρων. Αφ’ ου δε ο Άγιος εδίωξεν από τον τόπον της Αλεξανδρείας τους αοράτους και νοητούς δαίμονας, έλαβε την φροντίδα να διώξη και τους ορατούς και αισθητούς, οίτινες ήσαν οι μισόχριστοι Εβραίοι, οι οποίοι κατώκουν εις την Αλεξάνδρειαν έκπαλαι, από τον καιρόν όπου εκτίσθη η πόλις αύτη από τον Μέγαν Αλέξανδρον, και με την πολυκαιρίαν έγιναν πλήθος πολύ και δεν έπαυον, κατά την συνήθειαν την οποίαν έχει το φιλοτάραχον τούτο γένος, να επιβουλεύωνται κρυφά και φανερά τους Χριστιανούς, δια το άσπονδον μίσος που τρέφουν κατά του Χριστού και των Χριστιανών και πολλάς συγχύσεις και ταραχάς, αλλά και αιματοχυσίας και φόνους επροξένουν οι μιαροί. Προσκαλεσάμενος λοιπόν ο Άγιος τους πρώτους της συναγωγής των, τους συνεβούλευσε να εμποδίσουν το έθνος των από τας μιαράς αυτάς πράξεις και να το σωφρονίσουν· εκείνοι δε οι κατάρατοι όχι μόνον δεν εσωφρονίσθησαν, αλλά και χειρότεροι έγιναν, και ακούσατε: Εις την Αλεξάνδρειαν υπήρχε παμμεγέθης και ωραιότατος Ναός, ο οποίος, επειδή εκτίσθη από τον Επίσκοπον Αλέξανδρον ωνομάζετο Ναός του Αλεξάνδρου· οι αλιτήριοι λοιπόν Εβραίοι, θέλοντες να κακοποιήσουν τους Χριστιανούς, ωπλίσθησαν όλοι και μίαν νύκτα εξεχύθησαν εις την πόλιν και τρέχοντες ανά τας οδούς με αλαλαγμούς, εφώναζον κάτω από τους οίκους των Χριστιανών: Καίεται ο Ναός του Αλεξάνδρου. Οι δε Χριστιανοί, ακούσαντες, έδραμον εν σπουδή δια να σβέσουν την πυρκαϊάν. Οι Εβραίοι τότε επετέθησαν κατά των Χριστιανών, και άλλους έκοπτον με τα ξίφη, άλλους εφόνευον με ακόντια, άλλους έσφαζον με μαχαίρας και άλλους εθανάτωνον με ό,τι όπλον είχεν ο καθείς· ώστε εν εκείνη τη νυκτί εφονεύθη μέγα πλήθος Χριστιανών. Tην πρωϊαν, μαθών το συμβεβηκός ο Άγιος Κύριλλος, υπερβολικά ελυπήθη και εζήτει την τιμωρίαν των Εβραίων από τον έπαρχον της πόλεως, Ορέστην ονομαζόμενον· αλλά ο έπαρχος, μολονότι ήτο Χριστιανός, επειδή είχε κάποιαν εχθρότητα κατά του Αγίου, εβοήθει τους Εβραίους και υπερήσπιζε τους φονείς. Ο δε θείος Κύριλλος, ζήλου θείου πλησθείς, παραλαβών μεθ’ εαυτού πλήθος Χριστιανών, ήλθεν ο ίδιος εις την περιοχήν που κατώκουν και τους μεν Εβραίους εδίωξεν από την Αλεξάνδρειαν, τας δε κατοικίας των εκρήμνισε και την συναγωγήν των κατέκαυσε. Τούτο μαθών ο Έπαρχος επλήσθη θυμού κατά του Πατριάρχου και ήρχισε να κακοποιή τους συγγενείς και φίλους του Αγίου, ώστε και τον γραμματικόν Ιέρακα, άνδρα ονομαστόν και τίμιον, έδειρεν ασπλάγχνως και εξεγύμνωσεν εις το θέατρον. Από τότε ανεφύη μεταξύ του Αγίου και του επάρχου μεγάλη διχόνια και ασυμφωνία· διότι ο μεν Άγιος υπερήσπιζε τους Χριστιανούς, ο δε έπαρχος τους Εβραίους. Όθεν και οι δύο έγραψαν, ο καθ’ εις χωριστά, προς τον βασιλέα Θεοδόσιον τον Μικρόν περί της υποθέσεως ταύτης και επερίμεναν τας διαταγάς του αυτοκράτορος. Εν τω μεταξύ δε τούτω συνέβη και έτερον γεγονός εις την Αλεξάνδρειαν, όπερ έγινεν αιτία φόνων και μεγάλης συγχύσεως. Είναι δε τούτο το εξής: Εις την πόλιν της Αλεξανδρείας έζη μία παρθένος φιλόσοφος, ονομαζομένη Υπατία, λίαν δε ενάρετος, θυγάτηρ Θέωνος του φιλοσόφου, από τον οποίον διδασκομένη την φιλοσοφίαν εκ νεαράς της ηλικίας τοσούτον επρόκοψεν, ώστε υπερέβαλλεν εις την σοφίαν όλους τους φιλοσόφους του τότε καιρού, καθώς δι’ αυτήν γράφει και ο σοφός Συνέσιος, ο της Κυρήνης Επίσκοπος, και εγκωμιάζει αυτήν. Αύτη εφύλαττε καθαράν παρθενίαν και δεν ηθέλησε να υπανδρευθή, κυρίως δια να δύναται απερίσπαστος να καταγίνεται εις τα βιβλία τής φιλοσοφίας. Όθεν οι μεν σπουδαίοι άνδρες έσπευδον εις την Αλεξάνδρειαν από κάθε μέρος δια να ίδουν και ακούσουν την σοφίαν τής φιλοσόφου ταύτης Υπατίας. Οι δε κληρικοί και άρχοντες και πας ο λαός ετίμων αυτήν και ήκουον με αγάπην τας ψυχωφελείς αυτής συμβουλάς και νουθεσίας. Αυτή λοιπόν η φιλόσοφος και παρθένος, επιθυμούσα να ειρηνεύση προς αλλήλους τον Πατριάρχην και τον έπαρχον, μετέβαινε με πολλήν πραότητα και ταπείνωσιν, πότε εις τον ένα και πότε εις τον άλλον και δια των σοφών και φρονίμων λόγων της κατέπεισε και τους δύο να ειρηνεύσουν. Αλλ’ αν και ο αγιώτατος Πατριάρχης και προ τούτου ακόμη εζήτει να ειρηνεύση μετά του επάρχου, εκείνος όμως, κακότροπος και μνησίκακος ων, ούτε να ακούση ήθελε δια την συνδιαλλαγήν με τον Πατριάρχην. Εις το σημείον τούτο ευρίσκοντο αι σχέσεις του επάρχου προς τον Πατριάρχην, όταν ημέραν τινά επέστρεφεν η φιλόσοφος αύτη με την άμαξάν της εις τον οίκον της. Τότε τινές στασιώδεις και μισούντες την ειρήνευσιν του επάρχου και του Πατριάρχου, ώρμησαν έξαφνα εναντίον της και σύραντες αυτήν βιαίως έξω από την άμαξαν, και σχίσαντες τα ενδύματά της, τόσον σκληρώς και απανθρώπως εκτύπησαν αυτήν, ώστε την εθανάτωσαν· και δεν ικανοποιήθη μέχρι τούτου η κακία των, αλλά, ω της απανθρωπίας και θηριώδους αυτών ασπλαγχνίας! και εις το νεκρόν σώμα της παρθένου ορμήσαντες, κατέκοψαν αυτό εις κομμάτια και εν τόπω καλουμένω Κηνάρω τα λείψανα τούτου κατέκαυσαν. Ταύτην την ελεεινήν τραγωδίαν και συμφοράν μαθόντες όλοι οι Αλεξανδρινοί ελυπήθησαν εις το έπακρον, και μάλιστα οι σπουδαίοι και σοφοί. Την ταραχήν ταύτην μαθόντες και οι εν τω όρει της Νητρίας κατοικούντες Μοναχοί και πλησθέντες ζήλου συνήχθησαν έως πεντακόσιοι· και δη κατελθόντες εις την Αλεξάνδρειαν προς βοήθειαν και υπεράσπισιν του Πατριάρχου ευρίσκουσι κατά τύχην εις τον δρόμον τον έπαρχον καθήμενον εις άμαξαν και αμέσως ήρχισαν να φωνάζουν, υβρίζοντες αυτόν και ονομάζοντές τον Έλληνα και ειδωλολάτρην· (επειδή Έλλην πρότερον ων, είχε λάβει προ ολίγου το Βάπτισμα εις την Κωνσταντινούπολιν). Ένας δε από τους Μοναχούς, ο πλέον θυμώδης, έρριψε λίθον κατά του επάρχου και έπληξε τούτον εις την κεφαλήν. Συναχθέν δε πλήθος λαού, εχώρισε τους Μοναχούς από τον έπαρχον· αλλ’ οι υπηρέται του επάρχου συνέλαβον ένα Μοναχόν ονόματι Αμμώνιον και τον έφεραν εις τον έπαρχον, ο οποίος υποπτευόμενος, ότι ο Άγιος εκίνησε τους Μοναχούς κατ’ αυτού, ήναψεν από τον θυμόν και τόσον σκληρά εβασάνισε τον Αμμώνιον, εν μέσω της πόλεως, έως ότου τον εθανάτωσεν. Όπερ μαθών ο Άγιος ελυπήθη, και αποστείλας έλαβε το σώμα του Μοναχού και το ενεταφίασε με την πρέπουσαν τιμήν. Τα συμβεβηκότα ταύτα έδωκαν θάρρος εις τους Εβραίους, τους οποίους είχεν εκδιώξει από την Αλεξάνδρειαν ο Άγιος, ως είπομεν· και πρώτον μεν αυτοί εσύστησαν εκεί όπου ευρίσκοντο νέαν Συναγωγήν. Έπειτα, οι χριστοκτόνοι και θεοκτόνοι, απετόλμησαν να κάμουν και τούτο το ανομώτατον έργον, προς ύβριν και καταισχύνην του Χριστού και των Χριστιανών. Αφού δηλαδή κατεσκεύασαν ένα υψηλόν σταυρόν, συνέλαβον το παιδίον χριστιανού τινός, και γυμνώσαντες αυτό το εσταύρωσαν εις τον Σταυρόν, προσδέσαντες με λεπτά σχοινία. Είτα αφ’ ου το κατεγέλασαν επί πολύ, το ενέπτυσαν εις το πρόσωπον και το περιέπαιζον, όπως έκαμαν οι πατέρες των εις τον Κύριον. Τέλος πάντων τόσον πολύ το έδειραν, ώστε το εθανάτωσαν· και ούτω το ευλογημένον εκείνο παιδίον έγινε κοινωνός και μιμητής των παθών του Κυρίου. Ταύτα πάντα μαθών τα ανέφερεν ο θείος Κύριλλος εις τον βασιλέα, ο οποίος, αν και εβράδυνε να ενεργήση, έκρινεν όμως εν δικαιοσύνη· και τους μεν αρχηγούς των Εβραίων επρόσταξε και ετιμώρησαν αυστηρώς, τον δε έπαρχον Ορέστην κατεβίβασεν από το αξίωμάτου. Όθεν αφού ησύχασεν από τας ανωτέρω ταραχάς και τα σκάνδαλα ταύτα ο Άγιος, εποίμαινε το λογικόν του ποίμνιον επιμελώς και θεαρέστως, ως ποιμήν αληθινός, η δε Εκκλησία επί τι διάστημα απελάμβανεν ειρήνην και ησυχίαν. Αλλ’ ο εχθρός της ειρήνης και αληθείας και όλων ομού των καλών διάβολος δεν άφησε να χαίρεται την ειρήνην ταύτην ο Άγιος και οι λοιποί χριστιανοί επί πολύν καιρόν. Αλλά εκίνησε πόλεμον μέγαν και ταραχήν εις όλην την του Χριστού αγίαν Εκκλησίαν, με την βλάσφημον αίρεσιν του δυσσεβούς Νεστορίου, κατά της οποίας έπρεπε να αγωνισθή ο της ευσεβείας υπέρμαχος θείος Κύριλλος, διότι ο δυσσεβής ούτος Νεστόριος, αφ’ ου εφέρθη από την Αντιόχειαν εις την Κωνσταντινούπολιν και έγινε Πατριάρχης μετά τον Σισίννιον, εις μεν την αρχήν της Πατριαρχείας του εφαίνετο ευσεβής εις την πίστιν και ουδέν αντίθετον κατά της ευσεβείας έλεγεν, αν και κατά την καρδίαν ήτο αιρετικός ο ταλαίπωρος, ονομάζων τον μεν δεσπότην Χριστόν άνθρωπον μόνον ψιλόν και όχι Θεόν, την δε Κυρίαν Θεοτόκον ωνόμαζεν όχι Θεοτόκον, αλλά Χριστοτόκον. Την αίρεσιν ταύτην εδίδαξαν πρώτοι οι ομόφρονες του Νεστορίου, ο Επίσκοπος Δωρόθεος, όστις ήτο και συγκάτοικός του και ο πρεσβύτερος Αναστάσιος, αυτοί πρώτοι ήρχισαν να σπείρουν την αίρεσιν ταύτην ως ζιζάνιον εν μέσω του σίτου. Διότι ο μεν Δωρόθεος εν τη Καθολική Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, διδάσκων τον λαόν εις μίαν εορτήν, εξεφώνησε τούτον τον βλάσφημον λόγον και είπεν· «όστις ονομάση την Μαρίαν Θεοτόκον, ανάθεμα έστω». Ο δε Αναστάσιος πάλιν, κηρύττων εις τον λαόν, είπεν: «Ας μη ονομάση τις Θεοτόκον την Μαρίαν· διότι η Μαρία ήτο άνθρωπος γένους θηλυκού· από ανθρώπου σώμα, πως είναι δυνατόν να γεννηθή Θεός»; Τους βλάσφημους τούτους λόγους ως ήκουσεν ο λαός, ήρχισαν να ταράττωνται, και δια να πληροφορηθούν περισσότερον ηρώτησαν και τον Πατριάρχην Νεστόριον περί τούτων. Τότε εκείνος ο μιαρός και ιουδαιόφρων δεν ηδυνήθη πλέον να κρύπτη εις την καρδίαν του το δηλητήριον της αιρέσεως, αλλά φανερά ήμεσε τας βλασφημίας ταύτας κατά του Χριστού και της Θεοτόκου, λέγων· «εγώ δεν θέλω να ονομάσω Θεόν, εκείνον όστις συνελήφθη εις την κοιλίαν γυναικός, και επρόσμενεν αριθμόν ημερών και μηνών, έως ου να γεννηθή· ούτε Θεοτόκον θέλω να ονομάσω γυναίκα, ήτις εγέννησεν άνθρωπον με σάρκα εκ της ιδίας της φύσεως». Από τότε λοιπόν και ύστερα ήρχισαν να γίνωνται φιλονικίαι και διαιρέσεις περί τούτου ανάμεσα εις τον λαόν και άλλοι μεν ηναντιώνοντο εις την αίρεσιν του Νεστορίου και τον απεστρέφοντο, άλλοι δε συνεφώνουν με αυτόν και εδέχοντο την δυσσέβειάν του. Ου μόνον δε εις την Κωνσταντινούπολιν εγίνοντο αυταί αι διαιρέσεις, αλλά και εις όλην σχεδόν την Οικουμένην, και εις κάθε τάγμα των Ορθοδόξων· επειδή ο ανθρωπολάτρης Νεστόριος ομού με τους ακολούθους του έγραψεν εις βιβλία την αίρεσίν του και διέσπειρε πανταχού, έως και εις αυτάς τας ερήμους, όπου κατώκουν Μοναχοί· και τόσους πολλούς παρέσυρεν ο τρισκατάρατος εις την πλάνην ταύτην, κληρικούς, Μοναχούς και λαϊκούς, ώστε καθώς πρότερον ο Άρειος συνετάραξε την Εκκλησίαν του Χριστού και διέσπασε την ενότητα της πίστεως, ούτω και ο Νεστόριος διεχώρισε το πλήρωμα της Εκκλησίας εις πολλά μέρη. Ταύτα πάντα μαθών εις την Αλεξάνδρειαν ο Άγιος Κύριλλος υπερβολικά ελυπήθη. Και καθ’ ο μεν δούλος πιστός του Χριστού και της Θεοτόκου απεδύθη εις τον αγώνα δια την προάσπισιν της αληθούς πίστεως, καθό δε ποιμήν αληθινός, ητοιμάσθη δια να αποδιώξη τον νοητόν λύκον από την μάνδραν των λογικών προβάτων. Και πρώτον μεν έγραψε γράμματα προς τον Νεστόριον συμβουλευτικά, με τα οποία εν αγάπη αδελφική συνεβούλευεν αυτόν να εγκαταλείψη τα τοιαύτα αιρετικά φρονήματα, και με την μεταβολήν του εις την ευσέβειαν να διορθώση εκείνους όπου παρέσυρεν εις την δυσσέβειαν. Ο δε δυσσεβής Νεστόριος, λαμβάνων τα γράμματα του Αγίου, όχι μόνον δεν διωρθώθη, αλλά και χειρότερος έγινε, και εσπούδαζε να εξαπλώση πλατύτερα την αίρεσίν του· και τους μεν εναντιουμένους εις την πλάνην του Κληρικούς και Μοναχούς εβασάνιζε διαφοροτρόπως, κατά δε του θείου Κυρίλλου εθυμώνετο με μεγάλην υπερηφάνειαν, ωνόμαζεν αυτόν αιρετικόν και πολλάς ψευδείς και αδίκους συκοφαντίας έλεγε κατ’ αυτού και τας διέσπειρεν εις τον λαόν. Όθεν ο Άγιος Κύριλλος, βλέπων αδιόρθωτον τον Νεστόριον, έγραψε προς αυτόν αυστηρώς, στηλιτεύων την αίρεσίν του· έγραψε δε και εις τον κλήρον της Κωνσταντινουπόλεως και εις το παλάτιον του βασιλέως, έπειτα έγραψεν εις τον Πάπαν Κελεστίνον, και εις τους άλλους Πατριάρχας· ομοίως έγραψε και εις διαφόρους πόλεις και χώρας προς τους Επισκόπους και ηγεμόνας και άρχοντας, αλλά και εις πολλούς ερημίτας και Μοναχούς δεν ημέλησε να γράψη ο τρισμακάριστος, αποδεικνύων από τας θείας Γραφάς πόσον ολεθρία και ψυχοβλαβής είναι η πλάνη του Νεστορίου, και παρεκίνει όλους να φυλάττωνται από την αίρεσιν ταύτην, ως από δηλητηρίου θανατηφόρου. Τέλος πάντων επειδή η αίρεσις του Νεστορίου καθ’ ημέραν ηύξανε και εις το χείρον επρόκοπτε, τα σχίσματα της Εκκλησίας εγίνοντο μεγαλύτερα και πολλοί από τους Επισκόπους διεφθάρησαν από την λύμην της αιρέσεως. Δια τούτο ο ευσεβέστατος βασιλεύς Θεοδόσιος ο Μικρός, θέλων να διορθώση ταύτα τα σκάνδαλα και να καθαρίση την Εκκλησίαν του Χριστού και τον σίτον της Πίστεως από τας ακάνθας και τα ζιζάνια της πλάνης του Νεστορίου, προστάσσει να συναχθή εις την Έφεσον Τρίτη Σύνοδος Οικουμενική, εν έτει υλα΄ (431). Συνήχθησαν λοιπόν από όλην την οικουμένην Επίσκοποι διακόσιοι και επέκεινα· και όσοι δεν ηδύναντο να μεταβούν αυτοπροσώπως, ένεκα διαφόρων εμποδίων, ούτοι έστειλαν τοποτηρητάς ιδικούς των. Όθεν και ο τότε Πάπας Κελεστίνος, επειδή δεν ηδύνατο να μεταβή εις την Έφεσον δια το γήρας και την ασθένειαν, έγραψεν εις τον Άγιον Κύριλλον να κρατήση τον τόπον του εις την Σύνοδον. Όθεν ηγεμόνες της Συνόδου ταύτης ήσαν, πρώτος ο Άγιος Κύριλλος, και ως τοποτηρητής του Πάπα και ως Πατριάρχης Αλεξανδρείας. Δεύτερος ο Ιεροσολύμων Ιουβενάλιος, και τρίτος Μέμνων ο Εφέσου. Πρωτοκάθεδρος λοιπόν ευρισκόμενος εις την Οικουμενικήν ταύτην Σύνοδον ο Άγιος Κύριλλος εκήρυξεν ομού με τους άλλους Πατέρας και εδογμάτισεν, ότι ο μεν Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι εις κατά την υπόστασιν, τέλειος Θεός ο αυτός, και τέλειος άνθρωπος ο αυτός, και ουχί άλλος και άλλος· η δε πανάχραντος Παρθένος, η κατά σάρκα τούτον γεννήσασα, είναι κυρίως και αληθώς Θεοτόκος. Έγινεν όθεν μεγάλη χαρά εις όλους τους Ορθοδόξους, και όλος ο λαός της πόλεως Εφέσου πανηγυρικώς εκρότησε και έλεγαν ομοφώνως: ουχί μεγάλη η Άρτεμις Εφεσίων, καθώς έλεγον παλαιά, αλλά μεγάλη η πανάχραντος Παρθένος Μαρία η Θεοτόκος. Τον δε μιαρόν Νεστόριον, ως αιρετικόν και βλάσφημον, ανεθεμάτισαν και καθήρεσαν οι Πατέρες της Συνόδου ταύτης. Αλλ’ επειδή αυτός δεν ησύχαζεν, αλλά εκήρυττε πάλιν την αίρεσίν του, συνήργησαν και εξωρίσθη πρώτον εις την Θάσον, κατά τον Θεοφάνη, έπειτα εις την όασιν της Αραβίας την λεγομένην τουρκιστί Ίπριμ· εκεί δε ευρισκόμενος ο αλιτήριος ετιμωρήθη δια τας βλασφημίας του, διότι εσάπησε και εφαγώθη απόσκώληκας η βλάσφημος γλώσσα του, κατά τον Ευάγριον· ομοίως εσάπησε και όλον το σώμα του, κατά τον Κεδρηνόν και τον Νικηφόρον. Εν δε τη Άνω Θηβαϊδι, φοβερόν και επώδυνον θάνατον ο άθλιος εδοκίμασε, παρόμοιον του Αρείου. Πηγαίνων εις το αναγκαίον, ήρχισε να βλασφημή κατά του Χριστού και της Θεοτόκου, δια τούτο Άγγελος Κυρίου επάταξεν αυτόν, και εξεχύθησαν όλα του τα σπλάγχνα μέσα εις το αγγείον της ακαθαρσίας του, και εκεί κακώς ο κακός εξεψύχησεν, ως διηγείται τούτο ο Κωνσταντινουπόλεως Άγιος Γερμανός. Τοιαύτας μεν ατιμίας και τιμωρίας έλαβεν ο ιουδαιόφρων και αιρετικός Νεστόριος. Ο δε Άγιος Κύριλλος έλαβε μεγάλας τιμάς και προνόμια από την Αγίαν και Οικουμενικήν τρίτην Σύνοδον ταύτην. Διότι καθώς διηγείται ο υπερφυής Ιωάννης ο Ζωναράς εις το θαυμαστόν εγκώμιον, το οποίον πλέκει εις τον Άγιον τούτον Κύριλλον, εν χειρογράφοις σωζόμενον, οι Πατέρες της τρίτης Συνόδου εχάρισαν εις τον θείον Κύριλλον τα προνόμια ταύτα· δηλαδή το να ονομάζεται κριτής της οικουμένης, και να φορή εις την κεφαλήν, όταν λειτουργή, ένα οθόνιον λεπτόν, ως μανδήλιον· δηλοί δε το μεν κριτής της οικουμένης, την θαυμασίαν και οικουμενικήν κρίσιν, που έκαμεν ο Άγιος ενώσας όλην την οικουμένην δια της Ορθοδοξίας, ήτις είχε διασπασθή από την αίρεσιν του Νεστορίου, το δε λεπτόν οθόνιον δηλοί την λεπτότητα του νοός και των φρενών του Αγίου, με την οποίαν εσύστησε και εδογμάτισε την καθ’ υπόστασιν ένωσιν. Επειδή δια του όρου τούτου παριστάνεται εν ταυτώ και το εν πρόσωπον του Χριστού, και αι δύο φύσεις αυτού. Ωνομάσθη δε και Πάπας ο θείος Κύριλλος, ίσως διότι είχε τον τόπον του Πάπα Κελεστίνου εν τη Τρίτη ταύτη Συνόδω, αν και άλλοι άλλως ερμηνεύουσι τα ανωτέρω προνόμια. Δι’ ο και πάντες οι Πατριάρχαι Αλεξανδρείας, οι του Αγίου Κυρίλου διάδοχοι, επεκράτησε να ονομάζωνται και αυτοί Πάπαι και κριταί της οικουμένης, και να φορούν όταν λειτουργούν δύο Μίτρας και δύο επιτραχήλια. Ίσως εις δήλωσιν του λεπτού εκείνου οθονίου, όπερ εχάρισεν εις τον Άγιον Κύριλλον η Σύνοδος. Ταύτα λοιπόν δια βραχέων αφορώντα την πολιτείαν του Αγίου Κυρίλλου. Αλλά δεν ηκολούθησαν ούτω: διότι, έως ότου να συστήση ο Άγιος Κύριλλος την προρρηθείσαν Σύνοδον και δι’ αυτής να συστήση και να στερεώση την Ορθόδοξον Πίστιν, πολλούς κόπους και πειρασμούς εδοκίμασεν, ο αοίδιμος, και πολλάς συκοφαντίας αδίκους και καταδρομάς έλαβεν από τους αιρετικούς, τους ομόφρονας του Νεστορίου· διότι εκείνοι βοηθούμενοι από τους κοσμικούς άρχοντας, έκαμαν ιδικόν των συνέδριον, και εκήρυξαν ψευδώς τον θείον Κύριλλον αιρετικόν και ομόφρονα του Απολλιναρίου, ο οποίος ηρνείτο την αληθινήν ανθρωπότητα του Χριστού· επειδή έλεγεν ότι ο Χριστός δεν έχει νουν, αλλά η θεότης ανεπλήρωνε τον τόπον του νοός. Όθεν ακολούθως κατεδίκασαν τον Άγιον Κύριλλον ως αιρετικόν, και τον διέβαλον εις τον βασιλέα με τας επιστολάς των, και τόσον υπερίσχυσαν αι διαβολαί και κατηγορίαι των, ώστε παρώξυναν και τον βασιλέα εις οργήν κατά του Αγίου· δι’ ο και εις την φυλακήν ενεκλείσθη ο Άγιος, και σίδηρα εφόρεσεν υπέρ της αληθείας αγωνιζόμενος εις την Έφεσον, ομού με τον Εφέσου Μέμνονα. Ύστερον δε ο βασιλεύς εξετάσας λεπτομερώς και μαθών τόσον τας ψευδείς κατηγορίας των αιρετικών, όσον και την αθωότητα του Αγίου, τους μεν αιρετικούς εταπείνωσε και εξώρισε, τον δε Άγιον Κύριλλον, ομού με τους ομόφρονάς του, εις τους θρόνους των εστερέωσε, και την υπομονήν αυτού και πραότητα με εγκώμια εμακάρισε. Δια να εννοήση δε ο καθείς πόσον μισητή υπήρξε δια την Μητέρα του Θεού η βλάσφημος αίρεσις του Νεστορίου, κατά της οποίας τόσον ηγωνίσθη ο θείος Κύριλλος, καλόν είναι να αναφέρωμεν εδώ, ως εν παρεκβάσει, την ιστορίαν την οποίαν διηγούνται οι πατέρες του Λειμωναρίου Σωφρόνιος και Ιωάννης, οι οποίοι γράφουν ούτως: Επήγαμεν εις τον αββάν Κυριακόν τον πρεσβύτερον της Λαύρας του Καλαμώνος, ήτις κείται πλησίον του Ιορδάνου, ο οποίος μας είπε ταύτα. Εν μια των ημερών είδον καθ’ ύπνους την Κυρίαν Θεοτόκον με λαμπρόν και φωτεινόν πρόσωπον, ενδεδυμένην με πορφυρούν ιμάτιον και ακολουθουμένην από δύο ιεροπρεπείς άνδρας, η οποία εστέκετο έξω από το κελλίον μου· εγώ δε εγνώρισα ότι είναι η Δέσποινα Θεοτόκος, και ότι οι δύο άνδρες οι συν Αυτή ήταν οι Άγιοι Ιωάννης ο Βαπτιστής και Ιωάννης ο Θεολόγος. Όθεν εξήλθον από το κελλίον μου και προσκυνήσας την Κυρίαν Θεοτόκον, παρεκάλουν Αυτήν να εισέλθη δια να ευλογήση το κελλίον μου· η δε Θεοτόκος δεν έστεργε παντελώς· επειδή δε εγώ πολλήν ώραν παρεκάλουν Αυτήν λέγων, «μη αποστραφήτω, ω Δέσποινα, ο δούλος Σου εντροπιασμένος από Σου και ωνειδισμένος» και άλλα παρόμοια, Εκείνη βλέπουσα προς εμέ απεκρίθη μοι λέγουσα· «έχεις τον εχθρόν μου μέσα εις το κελλίον σου και πως ζητείς να εισέλθω εις συτό»; Και τούτο ειπούσα έγινε άφαντος. Εξυπνήσας εγώ ήρχισα να κλαίω και να λυπούμαι δια τον λόγον τούτον της Θεοτόκου· και επειδή άλλος τις δεν ήτο μέσα εις το κελλίον μου, ειμή μόνος εγώ, εσυλλογιζόμην μήπως έσφαλα εις κανέν πράγμα με τον λογισμόν μου εις την Θεοτόκον, και δια τούτο με απεστράφη· αλλά δεν εύρισκα τον εαυτόν μου να έπταισεν εις Αυτήν. Εν απορία λοιπόν και λύπη ευρισκόμενος, έλαβον βιβλίον να αναγνώσω, δια να παρηγορηθώ· ήτο δε το βιβλίον Ησυχίου πρεσβυτέρου Ιεροσολύμων, το οποίον είχα ζητήσει προσωρινώς από αυτόν· αναγινώσκων δε αυτό, ευρίσκω κατά το τέλος του βιβλίου δύο βλάσφημους λόγους του δυσσεβούς Νεστορίου. Αμέσως ηννόησα ότι αυτός είναι ο εχθρός της Θεοτόκου, τον οποίον είχον εις το κελλίον μου, και παρευθύς το επέστρεψα εις εκείνον, όστις μου το έδωκεν, ειπών αυτώ: λάβε το βιβλίον σου, αδελφέ, διότι από αυτό περισσότερον εζημιώθην παρά ωφελήθην. Εκείνος δε ερωτήσας και μαθών την αιτίαν της ζημίας ταύτης παρ’ εμού, διηγηθέντος την οπτασίαν, ενεπλήσθη από θείον ζήλον, και παρευθύς έκοψεν από το βιβλίον τους δύο εκείνους βλασφήμους λόγους και τους έκαυσεν εις το πυρ, δια να μη ευρίσκεται εις το κελλίον του ο εχθρός της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου. Δεν πρέπει και τούτο να σιωπήσωμεν εδώ· ότι ο Άγιος Κύριλλος, ο τόσον άκρος φίλος του Χριστού και τόσον μέγας εις την αγιότητα, είχεν όμως και κάποιον παράπτωμα εις τον εαυτόν του, όχι από κακίαν και γνώσιν, αλλ’ από πρόληψιν και άγνοιαν της αληθείας· διότι μόνον του Θεού είναι ίδιον το αναμάρτητον, ως λάγει ο Θεολόγος Γρηγόριος· οι δε Άγιοι, όσον και αν είναι Άγιοι, υπόκεινται όμως, ως άνθρωποι, εις την ανθρωπίνην ασθένειαν και εις κάποια πάθη ανθρώπινα, έστω και παραμικρά· «άπτεται γαρ ου μόνον των πολλών, αλλά και των αρίστων ο μώμος, ως μόνου του Θεού το παντελώς άπταιστον και ανάλωτον πάθεσιν» (Επιτάφ. εις τον Μ. Βασίλειον). Όθεν και ο άγιος Κύριλλος, ως άνθρωπος, είχε πάθος τι ανθρώπινον αλλά πάλιν διώρθωσε το τοιούτον πάθος με θαυμάσιον τρόπον· ποίον δε ήτο το πάθος; Και ποία εστάθη η τούτου διόρθωσις; Ακούσατε: Ο μέγας Κύριλλος, έχων συγγενή και θείον τον Πατριάρχην Θεόφιλον, τον εχθρόν του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, και πιστεύων ως αληθείς τας ψευδείς κατηγορίας που έλεγον κατά του Χρυσοστόμου οι εχθροί του, όχι από κακίαν, αλλά από απλότητά του και ακακίαν, καθώς είναι γεγραμμένον «άκακος ανήρ πιστεύει παντί λόγω», από αυτά, λέγω, τα δύο αίτια, έφθασε να λάβη ο θείος Κύριλλος κακήν υπόληψιν εναντίον του αγιωτάτου και θείου πατρός ημών Χρυσοστόμου. Όθεν εθυμώνετο κατ’ αυτού, όχι μόνον όταν έζη ακόμη ο θείος Χρυσόστομος, αλλά και αφ’ ου ετελεύτησε. Δια τούτο ουδέ το όνομά του ήθελε να μνημονεύη εις τα δίπτυχα μετά των άλλων ευσεβών Πατριαρχών, καθώς ήτο συνήθεια. Έγραψεν εις τον θείον Κύριλλον ο μετά τον Αρσάκιον γενόμενος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Αττικός, ομολογών ότι και αυτός υπήρξεν ένας από τους εχθρούς του Χρυσοστόμου· αλλ’ ύστερον, στοχαζόμενος το ανέγκλητον και αθώον του αγίου εκείνου ανδρός, μετενόησε δια το πρότερον σφάλμα του και συνηρίθμησε το όνομα του Χρυσοστόμου ομού με τους Αγίους, και το εμνημόνευεν· συνεβούλευε δε και τον Άγιον Κύριλλον αδελφικώς και τον παρεκάλει να κάμη και αυτός το ίδιον, να γράψη το όνομα του Χρυσοστόμου εις τα δίπτυχα και να τον μνημονεύη· αλλ’ ο θείος Κύριλλος δεν εισήκουε την παραίνεσιν ταύτην, μη θέλων τάχα να κατηγορήση την κατά του Χρυσοστόμου επί Θεοφίλου γενομένην Σύνοδον. Έγραψε μετά ταύτα εις τον αυτόν θείον Κύριλλον και ο Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης, συγγενής αυτού ων και πρεσβύτερος την ηλικίαν, και παρρησία μετά πολλού θάρρους συνεβούλευεν αυτόν, ότι αδίκως και παραλόγως οργίζεται κατά του απταίστου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, και ότι δεν πρέπει να καταδικάζη τις άνθρωπον, εάν πρώτον δεν εξετάση εν πάση λεπτομερεία την κατ’ αυτού αιτίαν και το σφάλμα τού ανθρώπου εκείνου· διότι ο Θεός, αν και γνωρίζει τα πάντα προ του να γίνουν και προβλέπει τα μέλλοντα ως ενεστώτα, όμως λέγει η Αγία Γραφή, ότι κατέβη από τον ουρανόν μόνος Του εις τας πόλεις των Σοδόμων, ίνα ίδη, αν αληθώς ήμαρτον οι Σοδομίται ή όχι, δια να ηξεύρη· «κραυγή Σοδόμων και Γομόρρας πεπλήθυνται προς με, και αι αμαρτίαι αυτών μεγάλαι σφόδρα· καταβάς ουν όψομαι, ει κατά την κραυγήν αυτών την ερχομένην προς με συντελούνται· ει δε μη, ίνα γνω». Τούτο δε εποίησεν ο Παντέφορος Κύριος δια να μας δώση παράδειγμα, να μη πιστεύωμεν αμέσως και αβασανίστως εις τας διαβολάς των κατηγόρων, αλλά μόνοι μας να εξετάζωμεν πρότερον, έως ου να βεβαιωθώμεν εάν όντως έχη η αλήθεια, καθώς ακούομεν. «Λοιπόν και συ (έλεγε προς τον θείον Κύριλλον) πρέπει πρώτον να στοχάζεσαι, και έπειτα να οργίζεσαι, εάν εύρης εύλογον αιτίαν της οργής· διότι πολλοί από εκείνους οι οποίοι ήσαν μετά σου εις την εν Εφέσω Σύνοδον, φανερά σε κατηγορούν, ότι αδίκως θυμώνεσαι κατά του αθώου Ιωάννου, και ότι με το να είσαι συγγενής του Θεοφίλου μιμείσαι κατά πάντα την κατάστασιν εκείνου. Επειδή καθώς εκείνος εδημοσίευσε την μωρίαν του φανερά, διώκων από τον θρόνον του τον άπταιστον και άγιον και ηγαπημένον του Θεού Ιωάννην, ούτω και συ κάμνεις κατηγορών και διαβάλλων την δόξαν του διωγμένου, μολονότι ούτος έχει πλέον απέλθει εκ του προσκαίρου τούτου βίου». Και πάλιν ο αυτός Ισίδωρος έγραψεν άλλην επιστολήν εις τον αυτόν θείον Κύριλλον και του λέγει ταύτα· «Με φοβίζουν τα παραδείγματα άτινα αναφέρονται εις την θείαν Γραφήν, και με βιάζουν να σοι γράψω εκείνα τα οποία κρίνω απαραίτητα. Εάν εγώ είμαι πατήρ σου, ως με ονομάζεις, φοβούμαι την καταδίκην, την οποίαν έλαβεν ο Ηλί ο ιερεύς εις τον παλαιόν νόμον, διότι δεν επετίμησε καθώς έπρεπε τους υιούς του, όταν ήμαρτον. Εάν δε πάλιν εγώ είμαι υιός σου, καθώς μόνος μου το ηξεύρω, φοβούμαι μη με καταλάβη η παίδευσις εκείνη, την οποίαν έλαβεν ο Ιωνάθαν ο υιός του Σαούλ, όστις αν και ηδύνατο να εμποδίση τον πατέρα του, ο οποίος εζήτει μαγείας, όμως δεν τον ημπόδισεν από την αμαρτίαν· δια τούτο πρώτος εκείνος εφονεύθη εις τον πόλεμον. Λοιπόν δια να μη καταδικασθώ εγώ, σου λέγω εκείνα τα οποία θα συντελέσουν εις ωφέλειάν σου· και δια να μη καταδικασθής και συ, από τον απροσωπόληπτον και δίκαιον κριτήν, άκουσόν μου. Απόρριψον τον θυμόν τον οποίον έχεις κατά του αποθανόντος, και μη συγχύζης την Εκκλησίαν των ζώντων και προξενής εις αυτήν ταραχάς». Και πάλιν εις άλλο μέρος της επιστολής του λέγει: «Με ρωτάς διατί και πως εξωρίσθη ο Ιωάννης; Πλην εγώ καταλεπτώς δεν θέλω σού αποκριθή, δια να μη φαίνωμαι ότι ονειδίζω και κατακρίνω τους άλλους· τούτο μόνον σοι λέγω, ότι παράνομοι πολλοί, αδίκως κατ’ εκείνου ετελείωσαν την κακίαν των, και με ολιγολογίαν σου φανερώνω την κατάστασιν της Αιγύπτου, εις την οποίαν γειτονεύεις. Η Αίγυπτος τον Μωϋσήν ηρνήθη, και εις τον Φαραώ εδούλευσε· τους ταπεινούς επλήγωσε με μάστιγας, τους κοπιώντας Ισραηλίτας εβασάνισε. Πόλεις τής έκτιζαν, και αυτή τον μισθόν των εργατών δεν επλήρωσεν. Εις ταύτα και τα τοιαύτα έργα η Αίγυπτος σχολάζουσα, εφύτρωσε τον Θεόφιλον, όστις ετίμα τον χρυσόν ως θεόν· αυτός με τους ομόφρονάς του εμίσησε και ελύπησε τον ηγαπημένον άνθρωπον του Θεού και θεοκήρυκα Ιωάννην. Αλλ’ ο οίκος του Δαβίδ αυξάνει μάλλον και στερεώνεται, ο δε οίκος του Σαούλ ελαττώνεται και ολιγοστεύει, καθώς βλέπεις». Ταύτα τα γράμματα του Αγίου Ισιδώρου αναγνώσας ο θείος Κύριλλος, ήρχισε να γνωρίζη το σφάλμα του και να διορθώνεται. Πλην τότε το εγνώρισε καθαρά και τότε εντελώς διωρθώθη, αφ’ ου είδε την ακόλουθον οπτασίαν. Εφάνη εις τον ύπνον του Αγίου Κυρίλλου μίαν φοράν, ότι ευρίσκετο εις ένα τόπον ωραιότατον και γεμάτον από χαράν ανεκλάλητον, εις τον οποίον έβλεπε τον Αβραάμ, τον Ισαάκ, τον Ιακώβ, και άλλους θαυμαστούς και ενδόξους άνδρας της Παλαιάς Διαθήκης. Ομοίως έβλεπεν εις αυτόν και πολλούς αγίους της νέας χάριτος του Ευαγγελίου. Εις τον τόπον δε εκείνον έβλεπε και ένα Ναόν φωτεινότατον, του οποίου η ωταιότης ήτο ανερμήνευτος· μέσα δε εις τον Ναόν ήκουε πλήθος πολύ να ψάλλουν μελωδικώτατα. Εισελθών δε και ο Άγιος εις τον Ναόν, όλος μεν έγινεν έκθαμβος εις τον νουν από την θεωρίαν των εκεί, όλος δε εγέμισεν από χαράν και γλυκύτητα εις την καρδίαν, διότι έβλεπεν εκεί την Κυρίαν Θεοτόκον, περικυκλωμένην από πλήθος αγίων Αγγέλων και λάμπουσαν από δόξαν άρρητον γύρωθεν, έβλεπε δε και τον Άγιον Ιωάννην τον Χρυσόστομον, όστις εστέκετο πλησίον της Θεοτόκου με μεγάλην τιμήν, και ήστραπτεν από φως θαυμαστόν ως Άγγελος Θεού, κρατών εις τας χείρας και το βιβλίον των διδαχών του· ήσαν δε μαζί με τον Χρυσόστομον και άλλοι πολλοί ένδοξοι άνδρες, παραστεκόμενοι εις αυτόν ως υπηρέται, όλοι ωπλισμένοι και τάχα ως ητοιμασμένοι δια να κάμουν εκδίκησιν. Ταύτα βλέπων ο θείος Κύριλλος ηθέλησε να πλησιάση ίνα προσκυνήση την Κυρίαν Θεοτόκον και δη και έδραμε προς αυτήν, δια να την προσκυνήση· αλλ’ ευθύς ο Άγιος Ιωάννης με τους δορυφόρους του έδραμεν εναντίον του με θυμόν και όχι μόνον τον ημπόδισεν από το να πλησιάση την Θεοτόκον, αλλά και από τον Ναόν εκείνοντον απεδίωξεν. Ο δε Άγιος Κλυριλλος, καθ’ ον χρόνον εστέκετο έντρομος, συλλογιζόμενος δια ποίον λόγον ωργίζετο κατ’ αυτού ο Χρυσόστομος και τον εδίωκεν από τον Ναόν, ιδού ακούει από την Δέσποιναν, ήτις εμεσίτευε και έλεγε προς τον Ιωάννην να τον συγχωρήση και από τον Ναόν εκείνον να μη τον αποδιώξη, επειδή όχι από κακίαν, αλλ’ από άγνοιαν έλαβε κατ’ αυτού κακήν υπόληψιν· «σύγγνωθι…. Αγνοία γαρ την περί σου φαύλην υπόληψιν προσεκτήσατο· και δηλώσει τω ταύτην μετά την επίγνωσιν αποκτήσασθαι». Ο δε Ιωάννης υπεκρίνατο, ότι δεν έστεργε να τον συγχωρήση. Τότε λέγει προς τον Ιωάννην η Θεοτόκος: δια την αγάπην μου συγχώρησέ τον· επειδή πολλά ηγωνίσθη δια την τιμήν μου, καταισχύνας τον υβριστήν μου Νεστόριον και εμέ Θεοτόκον ανακηρύξας εις τους ανθρώπους. «Σύγγνωθι εμού γε ένεκα· πολλά γαρ διαπεπόνηκεν υπέρ εμού, Νεστόριον καταισχύνας τον υβριστήν, καμέ Θεοτόκον ανακηρύξας». Ταύτα ως ήκουσεν από την Θεοτόκον ο Χρυσόστομος, ευθύς κατεπράϋνε, και εναγκαλισάμενος τον Άγιον Κύριλλον, ως φίλος φίλον, φιλικώς και γλυκερώς εν αγάπη αυτόν ησπάζετο, και ούτως ειρήνευσαν και εφιλιώθησαν οι δύο άγιοι προς αλλήλους εν τη οπτασία εκείνη, δια μεσιτείας της Θεοτόκου. Εξυπνήσας λοιπόν ο Άγιος Κύριλλος, και συλλογιζόμενος με ακρίβειαν την οπτασίαν ταύτην, μετενόει πολύ, και μόνος τον εαυτόν του κατηγόρει, πως είχε πάθος τόσον καιρόν μάταιον και ασυλλόγιστον εναντίον αγίου ανδρός τόσον ευαρέστου τω Θεώ. Και ευθύς συναθροίσας όλους τους Επισκόπους της Αιγύπτου έκαμεν εορτήν και πανήγυριν μεγάλην του Χρυσοστόμου, έγραψε το όνομά του εις τα δίπτυχα και το εμνημόνευε μετά των άλλων αγίων, εμακάριζεν αυτόν κατ’ έτος με εγκωμιαστικούς λόγους, έγραψε τον βίον του εις σχέδια, από τα οποία μετά ταύτα συνέγραψε τον βίον του Χρυσοστόμου, τον ευρισκόμενον εις τα Χρυσοστομικά, Γεώργιος ο Αλεξανδρείας. Και ούτω απηλλάγη από τον μώμον αυτόν η αγιότης του θείου Κυρίλλου. Από τότε λοιπόν και ύστερα επέρασεν τον υπόλοιπον χρόνον της ζωής του ο μακάριος Κύριλλος με πολιτείαν θαυμασίαν, ποιμαίνων το λογικόν αυτού ποίμνιον εις νομάς ζωηφόρους, πάντας οδηγών εις την οδόν της σωτηρίας, και με μεγάλην σοφίαν και ποιμαντικήν επιστήμην ελευθερώνων από την πλάνην του διαβόλου τους πεπλανημένους. Ταύτης δε της σοφίας και επιστήμης του απόδειξις αρκετή είναι το ακόλουθον διήγημα, το οποίον θέλομεν προσθέσει εδώ, δια περισσοτέραν ευφροσύνην των ευσεβών ακροατών, και ούτω να δώσωμεν τέλος του λόγου. Διηγείται ο αββάς Δανιήλ εις το Πατερικόν, ότι εις τα κατώτερα μέρη της Αιγύπτου έζη γέρων τις όσιος, άγιος μεν κατά την πολιτείαν, κατά δε τον νουν απλούς και απαίδευτος· όθεν δια την απλότητά του εφρόνει και έλεγεν, ότι ο Μελχισεδέκ είναι υιός του Θεού· τούτο ανήγγειλάν τινες εις τον Άγιον Κύριλλον, ο οποίος προσκαλεσάμενος τον Γέροντα εκείνον, και μαθών ότι ποιεί σημεία και θαύματα και ό,τι ζητήση από τον Θεόν τού το φανερώνει ο Θεός, μετεχειρίσθη τοιαύτην σοφίαν και λέγει προς τον Γέροντα με πραότητα. «Αββά, ένας λογισμός μου λέγει ότι ο Μελχισεδέκ είναι υιός του Θεού, και άλλος πάλιν λογισμός μού λέγει, ότι δεν είναι υιός του Θεού, αλλά άνθρωπος και αρχιερεύς του Θεού, και έχω περί τούτου αμφιβολίαν. Όθεν περί τούτου σε έκραξα και σε παρακαλώ να παρακαλέσης τον Θεόν, να σου αποκαλύψη το αληθές, δια να το φανερώσης και εις εμέ». Ο δε γέρων τούτο ακούσας, ελπίζων εις την πολιτείαν του, απεκρίθη με θάρρος και παρρησίαν: άφες με, Δέσποτα, να παρακαλέσω τον Θεόν τρεις ημέρας περί τούτου· και ό,τι μοι αποκαλύψη ο Θεός θέλω το φανερώσει και εις την μεγάλην αγιωσύνην σου. Και λοιπόν πηγαίνων ο γέρων εις το κελλίον του, εκλείσθη τρεις ημέρας και παρεκάλει θερμώς τον Κύριον να του φανερώση περί του Μελχισεδέκ. Αποκαλυφθείσης δε της αληθείας εκ Θεού, επανήλθε προς τον Άγιον Κύριλλον και του λέγει· άνθρωπος είναι, Δέσποτα, ο Μελχισεδέκ, και όχι υιός του Θεού. Ο δε Άγιος του είπε· και πόθεν το ηξεύρεις, πάτερ; Ο γέρων απεκρίθη· ο Θεός μου εφανέρωσεν όλους τους Πατριάρχας ένα καθ’ ένα, από του Αδάμ έως του Μελχισεδέκ, τους οποίους είδον όλους διερχομένους έμπροσθέν μου· και όταν ήλθεν ο Μελχισεδέκ να περάση, μου είπεν Άγγελος Κυρίου· ιδού, ούτος είναι ο Μελχισεδέκ· επληροφορήθην λοιπόν, Δέσποτα, ότι ούτως είναι. Τότε ο Άγιος Κύριλλος, ευχαριστήσας τον Κύριον, εχάρη πολύ, ότι ηλευθέρωσεν από την πλάνην τον γέροντα, και απέλυσεν αυτόν εν ειρήνη. Απελθών δε ο γέρων εκήρυξεν εις όλους, ότι ο Μελχισεδέκ είναι άνθρωπος και όχι υιός του Θεού· με τοιαύτην σοφίαν και μέθοδον του Αγίου ωδηγήθη ο απλούς γέρων εις την επίγνωσιν της αληθείας. Αφ’ ου δε ο Άγιος Κύριλλος έζησεν εις τον θρόνον της Αλεξανδρείας χρόνους ολοκλήρους τριάκοντα και έγραψε πολλά βιβλία ψυχωφελή και ορθόδοξα, από τα οποία τα πλέον εξαίρετα είναι οι θησαυροί και τα ονομαζόμενα Γλαφυρά εις την Παλαιάν Γραφήν, και αφ’ ου εκαθάρισεν εις τας ημέρας του την Εκκλησίαν του Χριστού από τας αιρέσεις, παρέδωκε την αγίαν ψυχήντου εις χείρας Θεού, κατά την ενάτην του Ιουνίου, εις την οποίαν εορτάζεται η καθ’ αυτό και κυρία μνήμη αυτού. Παρεστάθη δε μόνη αυτή η Κυρία Δέσποινα Θεοτόκος εις τον θάνατον του Αγίου Κυρίλλου, και επεσκέφθη τον δούλον της μετά επιμελείας· ότι και αυτός εις την ζωήν του την εδούλευσε πιστώς και ηγωνίσθη πολλά δια την τιμήν Της ο τρισμακάριστος. Και τώρα ευρίσκεται εις τους ουρανούς και συναγάλλεται με όλους τους χορούς των Αγγέλων, με Πατριάρχας, με Προφήτας, με Αποστόλους, με Ιεράρχας, και με όλους τους απ’ αιώνος Αγίους· εξαιρέτως δε και μάλιστα με τον άκρον και ηγαπημένον φίλον του τον θείον Ιωάννην τον Χρυσόστομον και παρίσταται αμέσως εις τον θρόνον Χριστού του Θεού και της παναχράντου αυτού Μητρός, υπέρ ων υπερεμάχησε και εκακοπάθησε και την Παναγίαν και Ομοούσιον Τριάδα ακαταπαύστως παρακαλεί δι’ όλους τους Χριστιανούς, ίνα και αυτοί τύχωσι της Βασιλείαςτων Ουρανών· ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού· Ω πρέπει πάσα δόξα συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ι΄ (10η) Ιουνίου, ο Άγιος Ιερομάρτυς Τιμόθεος Επίσκοπος Προύσης ξίφει τελειούται.

Δημοσίευση από silver »

Τη Ι΄ (10η) Ιουνίου, ο Άγιος Ιερομάρτυς Τιμόθεος Επίσκοπος Προύσης ξίφει τελειούται.

Τιμόθεος ο Άγιος Ιερομάρτυς ήκμασε κατά τους χρόνους του παραβάτου Ιουλιανού, εν έτει τξα΄ (361), καλώς κυβερνών την Εκκλησίαν του και τον λαόν αυτής ποιμαίνων εις νομάς σωτηρίους. Είχε δε ο Άγιος δύναμιν και χάριν παρά Θεού, με την οποίαν εποίει διάφορα θαύματα· όθεν και ένα μεγάλον δράκοντα εθανάτωσεν, ο οποίος κατώκει εις εν σπήλαιον εν τη δημοσία οδώ, αναμέσον εις τα θερμά νερά της πόλεως Προύσης, όπου ήτο φυτευμένον κυπαρίσσιον πολλά χαριέστατον και ωραίον. Όθεν ο δράκων εκείνος, έχων εντός του την κακίαν του νοητού και ανθρωποκτόνου δράκοντος διαβόλου, εξήρχετο από το σπήλαιον και εφαρμάκωνε με μόνον το φύσημά του όχι μόνον τους ανθρώπους, όσοι διέβαινον από τον τόπον εκείνον, αλλά και τα κτήνη και τα ζώα. Δια τούτο έκαμεν άβατον τον δρόμον τον μεταξύ της Προύσης και των θερμών νερών, κανείς δε δεν ετόλμα να περάση εκείθεν. Κατ’ εκείνον τον καιρόν βασίλισσά τις χριστιανή, η οποία κατώκει εις την Απολλωνίδα, την εν Βιθυνία ευρισκομένην, ήλθεν εις την τοποθεσίαν της Προύσης. Μαθόντες δε τον ερχομόν της οι πλησίον κατοικούντες αδελφοί, ηθέλησαν να αποστείλουν αυτή ως δώρον ιεράς τινας ευλογίας, θέσαντες δε αυτάς εις εν ιερόν κάλυμμα τας έστειλαν δια μέσου του Αγίου τούτου Τιμοθέου. Ότε δε έφθασεν ο Άγιος εις την κυπάρισσον, εσηκώθη ο δράκων εναντίον του· ο δε Άγιος, εκβαλών τας ευλογίας από το ιερόν κάλυμμα και θέσας αυτάς εις την άκραν του παλλίου του (ήτοι του επανωφορίου), ετύλιξε και έσφιγξε το ιερόν εκείνον κάλυμμα· είτα με την χείρα του το εσφενδόνισεν επάνω εις τον δράκοντα και αφήσας αυτόν ακίνητον ανεχώρησεν. Αφού δε έδωκε τας ευλογίας εις την βασίλισσαν, επέστρεψεν οπίσω, και ω του θαύματος! βλέπει τον δράκοντα νεκρόν, και εδόξασε τον Θεόν· λαβών δε το ιερόν εκείνο κάλυμμα, το οποίον είχεν εκσφενδονίσει κατά του δράκοντος, έφερεν αυτό εις την Μητρόπολίν του. Τούτο το θαύμα εφημίσθη πανταχού, διο οι άνθρωποι εσέβοντο τον Άγιον ως δούλον και φίλον Θεού. Τότε λοιπόν ο παραβάτης Ιουλιανός, μανθάνων δια το θαύμα τούτο και δια τα άλλα όσα ετέλει ο Άγιος, απέστειλεν άνθρωπον, ο οποίος εβίαζεν τον Άγιον να αρνηθή τον Χριστόν. Ο δε μακάριος Τιμόθεος, ομολογήσας αυτόν Θεόν αληθινόν, απεκεφαλίσθη και έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον. Τελείται δε η αυτού σύναξις και εορτή εις τον αγιώτατον αυτού Ναόν, τον ευρισκόμενον εις το ευαγές ξενοδοχείον, το οποίον κείται εις τόπον λεγόμενον Δεύτερον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :ΤΩ ΣΑΒΒΑΤΩ ΤΗΣ Ζ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΗΤΟΙ ΤΩ ΠΡΟ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

Δημοσίευση από silver »

ΤΩ ΣΑΒΒΑΤΩ ΤΗΣ Ζ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΗΤΟΙ ΤΩ ΠΡΟ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

Τη αυτή ημέρα Σαββάτω προ της Πεντηκοστής μνήμην επιτελούμεν πάντων των απ’ αιώνος κοιμηθέντων ευσεβώς επ’ ελπίδι αναστάσεως ζωής αιωνίου. Κατά το Σάββατον τούτο, όπερ προηγείται της Αγίας Πεντηκοστής, εθέσπισαν οι Άγιοι Πατέρες, ίνα επιτελώμεν μνήμην πάντων των απ’ αιώνος ευσεβώς τελευτησάντων ανθρώπων, καθώς τούτο διέταξαν να γίνεται και κατά το Σάββατον προ των Απόκρεω. Προσέταξαν δε τούτο υπό φιλανθρωπίας κινούμενοι, ίνα και όσοι δι’ οιανδήποτε αιτίαν δεν έτυχον των κατά μέρος συνήθων μνημοσύνων, συμπεριληφθώσιν εις τα κοινά ταύτα. Ταύτην δε την περί των μνημοσύνων διάταξιν παρέλαβον οι Πατέρες της Εκκλησίας κατά παράδοσιν από τους Αγίους Αποστόλους, οίτινες εδίδασκον «ότι τα υπέρ των κεκοιμημένων γινόμενα μεγάλην προξενούσιν ωφέλειαν εις αυτούς», καθώς τούτο φαίνεται και από τας διαταγάς αυτών (Βιβλ. η΄ Κεφ. μβ: 42). Και ταύτα μεν περί του διατί επιτελούμεν τα υπέρ των κεκοιμημένων μνημόσυνα· διετάχθη δε παρά των Αγίων Πατέρων ίνα ταύτα επιτελούμεν και κατά την σήμερον, επειδή αύριον μέλλομεν να υποδεχθώμεν το Πανάγιον Πνεύμα και επειδή εκτενώς υπέρ ημών προς Κύριον δεόμεθα ίνα καταπέμψη και ημίν το Πανάγιον Αυτού Πνεύμα και φωτίζη και στηρίζη ημάς εις τον φόβον του Θεού, εις την τήρησιν των εντολών και καθοδηγή εις την απόκτησιν της αιωνίου ζωής, ούτω και υπέρ των κεκοιμημένων εκτενώς δεόμεθα ίνα αναπαύση αυτούς εις τα σκηνώματα Αυτού τα αγαπητά και παμπόθητα. Τούτο δε πράττοντες αφ’ ενός μεν δεικνύομεν την φιλοπατρίαν και φιλαδελφίαν ημών προς τους κεκοιμημένους πατέρας και αδελφούς ημών, αφ’ ετέρου δε εις αίσθησιν ερχόμεθα της ματαιότητος του κόσμου τούτου και μεγίστην προσποριζόμεθα την ωφέλειαν εν ταις ψυχαίς ημών, διότι τίποτε άλλο δεν εγείρει περισσότερον τους ραθύμους εις μετάνοιαν όσον η μνήμη του θανάτου και τίποτε άλλο δεν φέρει περισσότερον εις ημάς την μνήμην του θανάτου όσον η ενθύμησις των φιλτάτων μας προσώπων, τα οποία εκοιμήθησαν τον αιώνιον ύπνον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Α΄ (1η) Ιουλίου, μνήμη των Αγίων και θαυματουργών Αναργύρων ΚΟΣΜΑ και ΔΑΜΙΑΝΟΥ των Ρωμαίων.

Δημοσίευση από silver »

ΤΗ ΚΗΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

Τη αυτή ημέρα, Κυριακή ογδόη από του Πάσχα, ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΝ εορτάζομεν, προσέτι δε και την του ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΕΠΙΔΗΜΙΑΝ

Την εορτήν ταύτην της Αγίας Πεντηκοστής εορτάζομεν σήμερον εις ανάμνησιν της εν τω κόσμω επιδημίας του Παναγίου Πνεύματος γενομένης πεντήκοντα ημέρας μετά την εκ νεκρών Ανάστασιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, καθ’ ην εξεπληρώθη η υπόσχεσις Αυτού προς τους Μαθητάς Του και έλαβε πέρας η ελπίς και η τελείωσις αυτών. Εορτάζομεν προσέτι την Αγίαν Πεντηκοστήν προς τιμήν του εβδομαδικού αριθμού, διότι, καθώς οι Εβραίοι αριθμούντες επτά εβδομάδας από του Πάσχα την ιδικήν των Πεντηκοστήν εορτάζουσιν, επειδή ότε επληρώθησαν πεντήκοντα ημέραι από το Πάσχα έλαβον τον Νόμον, ούτω και ημείς την από του Πάσχα Πεντηκοστήν εορτάζομεν καθότι αντί του Νόμου το Πανάγιον Πνεύμα εν αυτή τη Πεντηκοστή ημέρα ελάβομεν, νομοθετούν και οδηγούν ημάς εις πάσαν αλήθειαν και τα αρέσκοντα τω Θεώ διατάττον. Τρεις δε ήσαν αι παρ’ Εβραίοις μεγάλαι εορταί, το Πάσχα, η Πεντηκοστή και η Σκηνοπηγία· και το μεν Πάσχα εποίουν εις ανάμνησιν της απολυτρώσεως αυτών εκ της Αιγύπτου και διαβάσεως της Ερυθράς θαλάσσης, δηλαδή όταν εσχίσθη εις δύο η θάλασσα και διέβη όλος ο λαός εις το πέραν δια ξηράς. Εκ τούτου δε και Πάσχα καλείται, διότι πάσχα κατά την γλώσσαν των Εβραίων σημαίνει διάβασις. Εφανέρωνε δε εκείνη η διάβασις την από της σκοτεινής αμαρτίας διάβασιν της ανθρωπίνης φύσεως και επάνοδον αυτής εις το φως της αιωνίου ζωής. Την δε Πεντηκοστήν εώρταζον εις ανάμνησιν της εν τη Ερήμω κακοπαθείας και ότι, ως είπομεν, εν αυτή έλαβον τον Νόμον. Όπως δε εκείνοι ύστερον από την κακοπάθειαν και θλίψιν της ερήμου έφθασαν και εις την Γην της Επαγγελίας και τότε από των καρπών σίτου, οίνου και των άλλων αγαθών απήλαυσαν, ούτω και ημείς ομοίως δια πολλών θλίψεων εις την ουράνιον καταντώμεν μακαριότητα, κατά την αψευδή επαγγελίαν του Αρχηγού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Εδήλου δε η εν τη ερήμω κακοπάθεια των Εβραίων και η κατόπιν είσοδος αυτών εις την Γην της Επαγγελίας την ημετέραν εξ απιστίας κάκωσιν και την εις την Εκκλησίαν εισέλευσιν. Όπως δε εκείνοι εισελθόντες εις την Γην της Επαγγελίας μετέλαβον των επιγείων αγαθών ούτω και ημείς εισερχόμενοι εις την Εκκλησίαν μεταλαμβάνομεν του Δεσποτικού Σώματος και Αίματος. Περί δε της εορτής της Σκηνοπηγίας αρκετά είναι εκείνα τα οποία είπομεν εις την Μεσοπεντηκοστήν. Όθεν περιττόν είναι να λέγωμεν και εδώ τα ίδια και μάλιστα αφού δεν υπάρχει ουδεμία ανάγκη. Επειδή λοιπόν το Πνεύμα το Άγιον εν αυτή τη ημέρα της Αγίας Πεντηκοστής εις τους Μαθητάς επεδήμησε, δια τούτο την Αγίαν Πεντηκοστήν εορτάζομεν. Επειδή δε οι θείοι Πατέρες έκριναν καλόν να ορίσουν την αύριον Δευτέραν ως ημέραν ιδιαιτέρας εορτής του Παναγίου και ζωοποιού Πνεύματος προς τιμήν και δια το μεγαλείον του τρίτου τούτου προσώπου της Αγίας και ζωαρχικής Τριάδος, δια τούτο και ημείς γράφομεν εις το αυριανόν Συναξάριον όσα ανήκουσιν εις την επιδημίαν του Αγίου Πνεύματος.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΝ

Δημοσίευση από silver »

Τη αυτή ημέρα, Δευτέρα της Πεντηκοστής, αυτό το ΠΑΝΑΓΙΟΝ και ζωοποιόν και παντοδύναμον ΠΝΕΥΜΑ εορτάζομεν, το τρίτον πρόσωπον της ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ, το ομότιμον και ομοούσιον και ομόδοξον τω Πατρί και τω Υιώ.

Τριάς υπάρχει η Αγία η παρ’ ημών των Ορθοδόξων Χριστιανών πιστευομένη και λατρευομένη Θεότης, μίαν έχουσα την δύναμιν, μίαν την σύνταξιν και μίαν την προσκύνησιν. Ομοούσιος και αδιαίρετος εν τρισί προσώποις γνωριζομένη, του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Και η μεν του Ανάρχου Πατρός υπόστασις ήτο γνωστή εις τους ανθρώπους από της αρχής αυτών, διό και οι Εβραίοι ως Πατέρα ετίμων και ελάτρευον τον Θεόν με νομικάς θυσίας και εορτάς. Η δε του Συνανάρχου Υιού υπόστασις εγνωρίσθη μετά ταύτα δια της χρονικής κατά Σάρκα Γεννήσεως του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατελθόντος εις τον κόσμον δθα την σωτηρίαν ημών των αμαρτωλών. Η δε του τρίτου προσώπου της Παναγίας Τριάδος υπόστασις, ήτοι το Πνεύμα το Άγιον, έμεινε και αυτό άγνωστον και αφανέρωτον εις τον κόσμον· διο και κατά τούτο έλεγε και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης· «Ούπω γαρ ην Πνεύμα Άγιον» (Ιωάν. ζ: 39), όχι ότι έως τότε ακόμη δεν ήτο τούτο, άπαγε της βλασφημίας· διότι το Πνεύμα το Άγιον ήτο πάντοτε και είναι συνάναρχον και συναϊδιον τω Πατρί και τω Υιώ· αλλ’ «ούπω γαρ ην Πνεύμα Άγιον», δηλαδή ακόμη δεν είχε φανερωθή κοινώς εις τον κόσμον. Ακόμη δεν είχον μάθει οι άνθρωποι, ότι είναι άλλος Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιον. Κατά δε την ημέραν της Αγίας Πεντηκοστής, συμφώνως προς την αγίαν επαγγελίαν του Σωτήρος, κατήλθεν εις τους Μαθητάς του Χριστού το Πνεύμα το Άγιον εις σχήμα πυρίνων γλωσσών και εκάθισεν επάνω εις τας κεφαλάς αυτών. Τότε όλοι ενεπλήσθησαν από την ακένωτον Χάριν και σοφίαν του Θεού και ελάλουν παράδοξα και εξαίσια πράγματα και προεφήτευσαν. Επειδή λοιπόν δια τούτων όλων εγνωρίσθη ότι είναι και εν άλλο πρόσωπον και μία άλλη υπόστασις, εκτός του Πατρός και του Υιού, δια τούτο οι θείοι Πατέρες εθέσπισαν όπως εκτός της χθεσινής εορτής της Κυριακής της Αγίας Πεντηκοστής επιτελούμεν κατά την σήμερον, ημέραν Δευτέραν, ετέραν ξεχωριστήν εορτήν προς τιμήν του νυν φανερωθέντος Παναγίου και ζωοποιού Πνεύματος, ως οδηγού και συνεργού και συναιτίου της σωτηρίας μας. Λέγει λοιπόν ο θείος Λουκάς, ότι δεξάμενοι οι Άγιοι Απόστολοι την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος, ελάλουν και ετέρας γλώσσας, «καθώς το Πνεύμα εδίδου αυτοίς αποφθέγγεσθαι» (Πράξ. β: 40), και το πλήθος το οποίον ήτο παρόν, ήκουον εις έκαστος κατά την ιδίαν αυτού διάλεκτον. Τούτο το θαύμα τινές εξήγησαν, ότι λαλούντων των Αποστόλων την ιδικήν των πάτριον φωνήν, ήτοι την Εβραϊκήν, οι άνθρωποι οίτινες ήσαν εκεί συνηγμένοι από διάφορα μέρη του κόσμου, Πάρθοι και Μήδοι και Μεσοποταμίται, έκαστος με την ιδικήν του γλώσσαν και όχι την Εβραϊκήν, τους ήκουον, ήτοι κατενόουν τι έλεγον. Αλλ’ ο Θεολόγος Γρηγόριος και μετ’ αυτού οι άλλοι πάντες λέγουσιν, ότι η εξήγησις αύτη δίδει το θαύμα εις τους ακούσαντας και όχι εις τους Αποστόλους, καθώς ήτο η αλήθεια. Διότι οι Άγιοι Απόστολοι εκτός από άλλα χαρίσματα έλαβον και το χάρισμα να ομιλούν όλας τας γλώσσας. Δια τούτο δε και ήτο μέγα το θαύμα του Αγίου Πνεύματος, διότι εκείνοι οίτινες δεν εγνώριζον άλλην γλώσσαν ειμή μόνον την Εβραϊκήν, κατ’ εκείνην την ημέραν αίφνης ελάλουν τας διαφόρους γλώσσας και ήκουον πάντες όσοι είχον συναχθή από τα τετραπέρατα του κόσμου δια το Πάσχα εις την Ιερουσαλήμ. Εσυνάζοντο δε τότε όλοι εκεί, διότι δεν ήτο συγκεχωρημένον εις αυτούς να εορτάζουν το Πάσχα εις άλλον τόπον, εκτός από την Ιερουσαλήμ. Ωμίλει λοιπόν έκαστος εκ των Αποστόλων τας ξένας γλώσσας· εις τούτο δε πρεπόντως η Χάρις του Αγίου Πνεύματος ενήργησε, διότι έμελλον να εξέλθωσι δια να κηρύξωσι την Πίστιν εις τα έθνη τα αλλόγλωσσα και έπρεπε να κηρύττουν εις αυτά όχι με την Εβραϊκήν, την οποίαν δεν εγνώριζον εκείνοι, αλλά με την ιδικήν των με την οποίαν εγεννήθησαν. Εν είδει δε γλωσσών κατήλθε το Πνεύμα το Άγιον, ίνα φανερωθή ότι ίδιον και οικείον του Ζώντος Λόγου είναι το Πνεύμα το Άγιον, ή ότι και οι Απόστολοι με γλώσσαν έμελλον να διδάξουν και να ελκύσουν τον κόσμον προς επίγνωσιν και ενότητα, το εναντίον του μερισμού των γλωσσών επί της πυργοποιϊας. Πύριναι δε ήσαν αι γλώσσαι εκείναι ίνα δήλον γένηται, ότι ο Θεός είναι πυρ καταναλίσκον. Συγχρόνως δε και την κάθαρσιν εδήλου, ότι καθαρτικόν είναι το πυρ. Εν εορτή δε μεγάλη έγινεν η του Αγίου Πνεύματος επιφοίτησις και μάλιστα μεγάλην και επίσημον, δια να γίνη πανταχού το πράγμα εξακουστόν, επειδή ήτο άπειρον πλήθος ανθρώπων απανταχόθεν συναθροισθέντων και να θαυμάσωσι βλέποντες και ακούοντες τα παράδοξα, ίνα και οι ίδιοι αντί των Αποστόλων επιστρέφοντες εις τας πατρίδας αυτών γίνωσι κήρυκες της αληθείας. Παρατηρούσι δε καλώς και τούτο οι Άγιοι Πατέρες, ότι ωσεί πυρός, ήτοι ως πυρός, είπεν ο ιερός Λουκάς, δια να μη νομίση τις, ότι πυρός φύσιν έχει το Πνεύμα το Άγιον· άπαγε. Μη στοχασθή τις υλικόν τι ή σωματικόν περί του Αγίου Πνεύματος, αλλ’ ούτως εφάνη, δια τα ανωτέρω αίτια. Εις τας κεφαλάς δε των Αποστόλων εκάθισε, διότι και η χειροθεσία εις την κεφαλήν γίνεται· και η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος Διδασκάλους και Ποιμένας του κόσμου όλου τους Αποστόλους εχειροτόνησε. Και τούτο δε χωρίς άλλο πρέπει να γνωρίζωμεν, ότι την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος έλαβον οι Απόστολοι και όχι την υπόστασιν. Διότι η υπόστασις ου πέμπεται, λέγει ο θείος Χρυσόστομος. Ο δε Χριστός υπεσχέθη να πέμψη εις τους Μαθητάς Του το Πνεύμα το Άγιον και το έπεμψεν, ήτοι την Χάριν, αλλά πολύ διαφορετικώτερον απ’ εκείνο το οποίον εδίδετο εις τους Προφήτας. Διότι οι Άγιοι Απόστολοι εδέχθησαν όλα τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, από τα οποία εν ή δύο μόνον εις τους παλαιούς Προφήταςεδίδοντο. Άλλως δε Παράκλητος ονομάζεται το Πνεύμα το Άγιον· διότι και ο Χριστός Παράκλητος και είναι και λέγεται, καθώς τον ονομάζει και ο Απόστολος. Παράκλητος αφ’ ενός μεν διότι παραμυθείται και αναψύχει ημάς, αφ’ ετέρου δε διότι εντυγχάνει υπέρ ημών προς τον Θεόν· άλλως δε, διότι ομοούσιον είναι τω Υιώ και τω Πατρί.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΔ΄ (14η) Ιουνίου, μνήμη του εν Αγίοις πατρός ημών Μεθοδίου του Ομολογητού Πατριάρχου Κωνσταντινουπ

Δημοσίευση από silver »

Τη ΙΔ΄ (14η) Ιουνίου, μνήμη του εν Αγίοις πατρός ημών Μεθοδίου του Ομολογητού Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.

Μεθόδιος Ομολογητής και Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ήκμασε κατά τον θ΄ (9ον) αιώνα, ότε η βασιλίς των πόλεων συνεταράσσετο από την κακόδοξον αίρεσιν των εικονομάχων, πολλοί δε θεοφόροι Πατέρες της Αγίας του Χριστού Εκκλησίας πολλάς βασάνους υπέρ των αγίων Εικόνων και της αληθούς πίστεως υπέμειναν. Πολυπληθείς είναι οι αγωνισταί ούτοι της Ορθοδοξίας, ων την μνήμην πρεπόντως και δικαίως τιμά η Εκκλησία. Μεταξύ δε της πλειάδος των αγωνιστών υπέρ της Ορθοδόξου πίστεως εξέχουσαν θέσιν κατέχει ο μέγας εν Ιεράρχαις Μεθόδιος· ο λαμπρότατος φωστήρ όλης της οικουμένης· ο στερρότατος στύλος της ομολογίας, ον στέφανον πολυτίμητον εις την ένδοξον αυτής κεφαλήν έχει η βασιλεύουσα. Ουχί δε στέφανον απλούν, αλλά στέφανον πεποικιλμένον εκ λίθων πολυτίμων· αυτή τον εγέννησε, τον ανέθρεψε, και τον ηύξησεν· αυτός με τους ιδικούς του ωραίους άθλους και αγώνας και με τα μαρτυρικά αυτού αίματα την εστόλισε με πορφύραν λαμπράν, ωραιοτάτην μητέρα πλέον ωραιοτάτου υιού· ρίζα θεόφυτος, βλαστού θεοπροβλήτου· δένδρον αείζωον, άνθους ευωδεστάτου. Οι πρόγονοί του εχρημάτισαν οι πρώτοι άρχοντες του παλατίου· εστολισμένοι με της ομολογίας το διάδημα· ευγενείς των αφ’ ηλίου ανατολών κατά τον μακάριον και μέγαν πολύαθλον Ιώβ. Τούτον τον μέγαν και θείον Μεθόδιον αφού τον απεγαλάκτισαν οι θειότατοι γονείς του, με την ευσέβειαν μάλλον ή με το γάλα, τον παιδεύουν τα θεία και ιερά γράμματα. Προβαίνοντα την ηλικίαν τον μανθάνουν την έξω παιδείαν· προκόπτει λοιπόν ο Μεθόδιος εις τα Ελληνικά μαθήματα ως ουδείς άλλος, τέλος δε διδάσκεται και την μυστικήν και ιεράν θεολογίαν. Ενώ δε οι γονείς του ητοίμαζον τα προς τον γάμον, αυτός εξελέξατο την αγαθήν μερίδα· προκρίνει την παρθενίαν και ασπάζεται των αγγέλων την πολιτείαν. Προσέρχεται λοιπόν εις ένα Μοναστήριον της πόλεως και γίνεται Μοναχός· κάμνει τελείαν υπακοήν, ο τέλειος και προ της υπακοής· ότε δε απέθανεν ο Ηγούμενος εκείνης της Μονής, βλέπουσα πάσα η αδελφότης του Μοναστηρίου τον ιερόν Μεθόδιον να προκόπτη εις πράξιν και θεωρίαν και εντός ολίγου καιρού να κατορθώση πάσαν αρετήν και άσκησιν, τον προβιβάζουν, και μη θέλοντα, εις την ποιμαντικήν καθέδραν του Ηγουμένου. Εποίμανε λοιπόν θεαρέστως το ιερόν εκείνον ποίμνιον επί πολλούς χρόνους. Έτυχε δε τότε να αποθάνη ο της Κυζίκου μητροπολίτης, και θεία ψήφω χειροτονείται ο Άγιος, από την ιεράν Σύνοδον, Αρχιερεύς της Κυζίκου· τίθεται το φως επί της λυχνίας, και λάμπει λαμπρότατα πάσι τοις εν τη οικία, Μεθόδιος ο λαμπρός κήρυξ της ευσεβείας. Δεν υποφέρει όμως ταύτα ο φθονουργός του σκότους πατήρ ο αρχέκακος επίβουλος της σωτηρίας των ανθρώπων. Τι λοιπόν γίνεται και τι ραδιουργεί και κατασκευάζει ο αρχιτέκτων πάσης κακίας; Με τον κάκιστον θάνατον και την θεήλατον εκείνην σφαγήν του θηριωνύμου Λέοντος του Αρμενίου και εικονομάχου, αρπάζει τα σκήπτρα της βασιλείας των Ρωμαίων Μιχαήλ ο Τραυλός, ο εξ Αμορίου· λυσσά, μαίνεται και ούτος κατά των αγίων Εικόνων, και πολεμεί την ορθοδοξίαν. Δεν χάνει καιρόν. Στέλλει ευθύς και φέρει τους αγρύπνους ποιμένας και στερεούς στύλους της ορθοδοξίας, Μεθόδιον τον Κυζίκου και Ευθύμιον των Σάρδεων· τους ερωτά, τους εξετάζει, και τους βιάζει να μη σέβωνται τας αγίας Εικόνας· τους φοβερίζει με πικράς και ανυποφόρους βασάνους, να μη διδάσκωσι τον λαόν το σέβας και την προσκύνησιν των αγίων Εικόνων. Αλλά τι νομίζετε; Τάχα να υπήκουσαν οι Άγιοι εκείνοι άνδρες εις τας προσταγάς του τυράννου; Τάχα να εφοβήθησαν τας βασάνους; Μη γένοιτο! παρρησιάζονται και δημηγορούσιν, αποδεικνύουσι την προσκύνησιν των αγίων Εικόνων με λόγους γραφικούς και με αποδείξεις επιστημονικάς· με την αρχαίαν και πατροπαράδοτον παράδοσιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας· με νόμους και νεαράς των παλαιών βασιλέων. Αλλ’ εις τα θεία ταύτα ρήματα έκλεισε τα ώτα ως ασπίδα ο ασύνετος βασιλεύς, και ασύνετος ων, ου συνήκεν. Οι δε Άγιοι ήρχισαν να τον ελέγχουν με λαμπροτέραν και θαρραλεωτέραν φωνήν λέγοντες εις αυτόν· «Ει τις, βασιλεύ, δεν προσκυνεί τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, και την πανάχραντον Αυτού Μητέρα, και πάντας τους αγίους εν εικόνι περιγραπτούς, έστω του αιωνίου αναθέματος και του ασβέστου πυρός της γεέννης υπόδικος».Την κραυγήν ταύτην των θείων ποιμένων δεν δύναται να υπόφέρει ο προβατόσχημος λύκος. Οργίζεται εις την σφενδόνην των ελέγχων· λυσσά εις τους λιθασμούς, μαίνεται εις τον κρότον και θόρυβον· μαστίζει και τους δύο ασπλάγχνως· τους δέρει με ανυποφόρους πληγάς, ω χειρών ανόμων! τους δικαίους ο άδικος, τους ιερούς και αγίους, ο μιαρός και άνομος· τους πέμπει εις την εξορίαν, ο άξιος εξορίας! Αφού δε παρήλθεν ικανός χρόνος, φέρει αυτούς από την εξορίαν εις τα βασίλεια· πάλιν τους ερωτά, εάν μετενόησαν εις τον τοσούτον καιρόν της εξορίας και τας τόσας κακουχίας· τους εξετάζει εάν γίνωνται ομόφρονές, εάν στέργωσι την κακοφροσύνην του· εάν δέχωνται την φρενοβλάβειάν του και κακοδοξίαν του. Αυτοί δε οι γενναίοι αδάμαντες απαντούν θαρραλέως· τι απατάσαι, ω βασιλεύ, με την κατηραμένην πλάνην της εικονομαχίας; Τι νομίζεις; Θέλεις να προδώσωμεν την ευσέβειαν; Να αρνηθώμεν την αλήθειαν; Μη γένοιτο, Χριστέ Βασιλεύ, να καταφρονήσωμεν τον πανάχραντον χαρακτήρα σου, μήτε της πανάγνου Μητρός σου ούτε των θεοφόρων Αγίων σου! Τις να διηγηθή όσα είπον και ήλεγξαν τον αλιτήριον οι στερροί στύλοι της ευσεβείας; Ούτε καιρόν έχομεν να τα διηγηθώμεν εις πλάτος, ούτε ο καιρός το καλεί. Αλλ’ ως ο καρκίνος δεν περιπατεί πώποτε ορθώς, όσον και αν τον διδάσκης, ούτω δυσκόλως και η πονηρά φύσις μεταβάλλεται· πάλιν οι άγιοι δέρονται άσπλαγχνα με ωμά βούνευρα· ραβδίζονται με ράβδους ακανθώδεις εις όλον το ιερόν και άγιον σώμα των· φεύ της απανθρωπίας του τυράννου! Και ο μεν άγιος Ευθύμιος ύστερον από τας μυρίας εκείνας βασάνους και τας ανυποφόρους πληγάς επρήσθη καθ’ όλον το ιερόν αυτού σώμα ως ασκός· επειτα οκτώ μόνον ημέρας ζήσας, παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού ο πολύαθλος· οι ευρεθέντες δε εις τον θάνατον του Αγίου, είδον θαύμα εξαίσιον, ότι το πολύαθλον και άγιον αυτού σώμα ήστρεψεν ως ο ήλιος. Ο δε γενναίος και θείος Μεθόδιος έζησεν έως ου απέρρηξε την μιαράν ψυχήν του ο μιαρώτατος Τραυλός Μιχαήλ. Μετά τον θάνατον του Μιχαήλ ήρπασε το βασίλειον ο κάκιστος υιός του κακίστου πατρός· κακού γαρ κόρακος κακόν ωόν· ο θεομισής, λέγω, Θεόφιλος. Στέλλει πάλιν και ούτος και φέρει τον ιερόν Μεθόδιον από την εξορίαν· τον ερωτά και αύθις εάν επιμένη εις την πρώτην του ένστασιν· ο δε Άγιος απεκρίνατο άφοβος: «ο αυτός είμαι, βασιλεύ, καθώς ήμην και προς τον πατέρα σου, μάλλον δε πλέον γενναιότερος· και τότε ανεθεμάτισα την εικονομαχίαν λαμπρά τη φωνή, και τώρα πάλιν δεν παύω να αναθεματίζω με λαμπροτέραν την ένστασιν· διατί παροργίζεις τον Χριστόν, ω βασιλεύ, όστις σοι εχάρισε το διάδημα; Άφες την εικονομαχίαν, εάν ποθής να είναι η βασιλεία σου μακροχρόνιος και ειρηνική· όστις δεν προσκυνεί την αγίαν Εικόνα του Χριστού, αρνείται την ενσάρκωσιν Αυτού και την ένθεον ενανθρώπησιν· τι σε ωφέλησαν τα γράμματα, βασιλεύ; Τι κέρδος απήλαυσες από την τόσην σοφίαν, την οποίαν μετά κόπων πολλών εδιδάχθης; Και ο μεν πατήρ σου, και οι προ σου αιρετικοί βασιλείς, ήσαν αμαθέστατοι· δια τούτο επλανήθησαν από κακοδόξους και εξέκλιναν εις την εικονομαχίαν. Ενώ συ, ω βασιλεύ, είσαι άνθρωπος σοφός και πολυμαθής και δεν πρέπει να φρονής κακοφρόνων φρονήματα, και να αντιμάχεσαι τα θεόπνευστα και ευσεβέστατα θεσπίσματα της αγίας μητρός ημών Εκκλησίας. Δεν προστάζουν οι νόμοι, βασιλεύ, ότι όποιος καταφρονήση τας εικόνας των βασιλέων, ή τα χρυσόβουλλα, δικάζεται ως ένοχος μεγίστου εγκλήματος; Δεν γράφει η βάσις της ευσεβούς ημίν πίστεως, ο μέγας, λέγω, Βασίλειος, ότι η τιμή της εικόνος επί το πρωτότυπον αναφέρεται; Δεν βλέπεις, βασιλεύ, το τόσον απέραντον βασίλειον των Ρωμαίων, ότι ηκρωτηριάσθη, ηλαττώθη και εσμικρύνθη; Πότε έγινε τούτο; Αφού ήρχισαν οι βασιλείς των να πίπτωσιν εις αιρέσεις, μάλιστα δε εις την εικονομαχίαν· που είναι η Λιβύη; Που η Αίγυπτος; Που η περιφανής Αλεξάνδρεια; Που η Δαμασκός; Που είναι όλη η Αφρική; Που η πρεσβυτέρα Ρώμη; Που όλη η Δύσις; Που αι Γαλλίαι, η άνω και η κάτω; Που όλη η Ιταλία; Που αι Βρεττανικαί νήσοι; Δεν απεστάτησαν όλαι δια την εικονομαχίαν; Που η Ασία όλη η μεγάλη και μικρά; Που το Αμόριον, η πατρίς του πατρός σου; παύσε, ω βασιλεύ, μίσησον την εικονομαχίαν, ή μάλλον ειπείν την θεομαχίαν». Ταύτα και άλλα περισσότερα και σοφώτατα εδημηγόρησεν η γλώσσα του σοφού Μεθοδίου. Ο δε θεομισής και όντως αθεόφιλος βασιλεύς, όχι μόνον δεν κατεπράϋνε τον θυμόν της θηριώδους ψυχής του, όχι μόνον δεν μετέβαλε την θεομάχον γνώμην του, αλλά την θεολόγον και σοφωτάτην νουθεσίαν του Αγίου την ενόμισεν ύβριν κατ’ αυτού και καταφρόνησιν. Όθεν προστάζει ευθύς να δείρουν τον Άγιον εις το στόμα εκείνο το θεολόγον και να συντρίψωσι τους ιερούς οδόντας του, όπερ και εγένετο δια να μάθη, ως έλεγεν ο ασεβής βασιλεύς, να μη υβρίζη τον βασιλέα του. Ω της μανίας σου, άθλιε, ω της θηριωδίας σου! πως το υπέφερεν ο ουρανός, και δεν έρριψε κεραυνούς να σε κατακαύση; Πως δεν εσχίσθη η γη να σε καταπίη; Πως είδε ταύτα ο ήλιος; Όχι δε μόνον ταύτην την θηριωδίαν επέδειξεν εις τον άνθρωπον του Θεού ο θηριώδης Θεόφιλος, αλλά και εξόριστον αυτόν στέλλει εις την νήσον του Αντιγόνου, ήτις ευρίσκεται πέριξ της πόλεως. Δεν φθάνει δε τούτο μόνον το κακόν, αλλά τολμά και τρίτον παρανομώτερον ο παρανομώτατος βασιλεύς· προστάζει να εγκλεισθή ο Άγιος μέσα εις το δυσώδες και σκοτεινότατον μνήμα του Κοπρωνύμου· έτι προσθέτει και τέταρτον κακόν, δηλαδή προστάζει ομού με τον Άγιον να κλεισθώσι και δύο λησταί κακούργοι. Αφού παρήλθεν ολίγος καιρός και υφίστατο ο Άγιος την τοιαύτην τιμωρίαν, απέθανεν ο εις εκ των ληστών εκείνων, ο δε θηριώδης βασιλεύς προσέταξε να παραμείνη το πτώμα του εκεί προς περισσοτέραν τιμωρίαν. Οποίαν δε δυσωδίαν, νομίζετε, ότι υπέφερεν τότε ο Άγιος; Ω πως είδε ταύτα η ανοχή σου, Χριστέ! Εις την φρικτήν εκείνην δυσωδίαν κεκλεισμένου όντος τότε του Αγίου επέρασαν από εκεί οι δύο ομολογηταί, Θεόδωρος και Θεοφάνης οι γραπτοί και αυτάδελφοι, οίτινες είχον τα άγια πρόσωπά των κατακεντημένα από τον τύραννον· προσωρμίσθησαν δε εις τον λιμένα τον λεγόμενον Κάρταν. Τότε οι μακάριοι εκείνοι και Άγιοι Πατέρες έγραψαν επιστολήν προς τον Άγιον έχουσαν ούτω: «Τω ζώντι νεκρώ και νεκρώ ζωηφόρω, ναίοντι την γην και πολούντι τον πόλον,Γραπτοί γράφουσι δέσμιοι τω δεσμίω». Την στιχουργικήν δε ταύτην επιστολήν απέστειλαν δια τινος αλιέως φίλου του Αγίου, με τον ίδιον δε αλιέα ανταπήντησεν ο Άγιος προς τους Αγίους, ούτω: «Τους ταις βίβλοισιν ουρανού κλησιγράφους Και προς μέτωπα σωφρόνως εστιγμένους, Προσείπεν ο ζώθαπτος, ως συνδεσμίους». Ο αλιεύς ούτος, δια την ευλάβειαν την οποίαν είχε προς τον Άγιον, υπηρέτει αυτόν εις μερικάς μικράς ανάγκας του. Του έφερε δε μίαν κανδήλαν και κάθε Σάββατον του επήγαινε και ολίγον έλαιον δια να παρηγορήται εις το τοσούτον σκότος. Ήρκει δε το έλαιον τούτο να καίη επί επτά ημέρας, ότε πάλιν του έφερεν άλλο. Συνέβη όμως και ησθένησεν ο καλός και αγαθός εκείνος αλιεύς· ο Θεός όμως ηυσπλαγχνίσθη τον Άγιον και εισήκουσε την δέησίν του, και το έλαιον της κανδήλας έκαιε μέχρι του άλλου Σαββάτου, ότε ο αλιεύς και πάλιν έγινεν υγιής. Αλλά θα ερωτήση τις: πως ελυτρώθη εκείθεν ο Άγιος; Επτά χρόνους ήτο εκεί φυλακισμένος· μίαν μόνην οπήν είχεν ο τάφος εκείνος σμικροτάτην και από αυτήν του έδιδον άρτον και ύδωρ, όσον δια να ζη μόνον. Τον δεύτερον χρόνον απέθανεν ο ληστής, και εξ χρόνους υπέμεινε την κάκωσιν ο Άγιος ομού με τον έτερον ληστήν. Ότε δε συνεπληρώθησαν οι επτά χρόνοι, τότε ελυτρώθη εκείθεν ο Άγιος δια του εξής θαυμασίου τρόπου. Έτυχε τότε ο Θεόφιλος να είναι βυθισμένος εις την ανάγνωσιν εν τη βιβλιοθήκη του βασιλικού παλατίου. Θεού δε προνοία (τίνος άλλου; ) ευρίσκει δυσνόητον τι πρόβλημα, το οποίον δεν ηδυνήθη με κανένα τρόπον να εξηγήση, μολονότι εκαυχάτο, ότι ήτο εμβριθέστατος και εις την έξω σοφίαν και εις την καθ’ ημάς ιεράν θεολογίαν. Αποστέλλει λοιπόν το εν λόγω πρόβλημα εις τον μαντιάρχην (πατριάρχην) του, ή καλύτερον ειπείν δαιμονάρχην του· ομοίως το αποστέλλει και εις τον φιλόσοφόν του, τον περίφημον Λέοντα τον Θεσσαλονίκης. Αλλά και οι δύο ματαίως εκοπίασαν, διότι ετύφλωσεν αυτούς ο Θεός και φάσκοντες είναι σοφοί εμωράνθησαν οι μάταιοι και κακόφρονες, ή καλύτερον ειπείν δαιμονόφρονες και δοκόφρονες. Δεν ηδυνήθησαν λοιπόν οι τρισάθλιοι να λύσωσι την απορίαν του βασιλέως των. Δια τον λόγον τούτον ο Θεόφιλος εγένετο κατηφής και περίλυπος επί πολλάς ημέρας· η πολλή δε λύπη του επροξένησεν εις τον στόμαχον ανορεξίαν. Όθεν ούτε να φάγη ούτε να πίη ηδύνατο. Το αίτιον της λύπης αντελήφθη ένας από τους άρχοντάς του, κουβικουλάριος κατά την αξίαν, όστις λαμβάνει το θάρρος και λέγει προς τον βασιλέα. Ουδείς άλλος δύναται να διασκεδάση την λύπην σου και να διαλύση την απορίαν σου, βασιλεύ, παρά μόνον ο Μεθόδιος, ο εξόριστος εις την νήσον του Αντιγόνου, ο κατάκλειστος μέσα εις τον σκοτεινότατον τάφον του Κοπρωνύμου από χρόνων ικανών. Εάν δε εγκρίνετε, δότε μοι το ζητούμενον έγγραφον και πηγαίνω την νύκτα κρυφίως και τον ερωτώ εκ μέρους μου, και λαμβάνω την λύσιν και εξήγησιν του ζητήματος. Όταν δε την φέρω εις σε, θέλεις αμέσως απαλλαγή της στενοχωρίας, ήτις σε βασανίζει. Εις τούτο συγκατένευσεν ο βασιλεύς· όθεν επήγεν ο κουβικουλάριος εις την νήσον του Αντιγόνου· ενώ δε ευρίσκετο εισέτι μακράν του τάφου, έως ου ηκούετο η φωνή, ακούει τον Άγιον να τον χαιρετά λέγων· «Κακώς ώρισες, αδελφέ, κυρ Ιωάννη κουβικουλάριε· ηξεύρω καλώς δια ποίαν αιτίαν σε έστειλεν εδώ ο Θεόφιλος· πλην δος μοι ολίγον χάρτην και μελάνην». Αφού δε έδωσε ταύτα ο Ιωάννης, εξήγησεν ο Άγιος το πρόβλημα κατά τρεις τρόπους. Λαμβάνει την τριπλήν εξήγησιν ο Ιωάννης και την φέρει προς τον Θεόφιλον. Αναγινώσκει ο Θεόφιλος την εξήγησιν, και θαυμάζει του Αγίου την θεόσοφον σύνεσιν. Δεν χάνει τότε καιρόν, πέμπει ευθύς και φέρει τον Άγιον και παραγγέλλει να διαμένη εις το εξής εις το λεγόμενον Σίγμα, κοντά εις το βασιλικόν παλάτιον. Περί τούτου του Σίγμα γράφει Γεώργιος ο Κωδινός, ότι εις αυτόν τον τόπον έκτισεν ο μέγας Κωνσταντίνος Ναόν περίφημον της Θεοτόκου· ύστερον ο μέγας Ιουστινιανός τον ανεκαίνισεν· επέρασαν από τότε τριακόσιοι είκοσιν οκτώ χρόνοι, και έγινε μέγας σεισμός, εις τον καιρόν της βασιλείας Βασιλείου του Μακεδόνος, ημέρα Κυριακή, Ιανουαρίου ενάτη, και έπεσεν όλος ο ωραιότατος εκείνος Ναός και εφόνευσεν άπαντας τους εν αυτώ ευρεθέντας ανθρώπους· έκτοτε λοιπόν ωνομάσθη ο τόπος σείσμα και σήμα, η δε προφορά των πολλών έφθειρε το όνομα, και το λέγουσι σίγμα. Εκεί λοιπόν εις τον Ναόν της Θεοτόκου είχε τον Άγιον κεκλεισμένον ο Θεόφιλος· επρόσταξε δε κανείς άλλος να μη εισέρχεται εις τον Άγιον, παρά μόνον ο υπηρέτης του βασιλέως. Εσύχναζε λοιπόν ο Θεόφιλος, πλην κρυφίως, εις τον Άγιον και ηρώτα δια πάσαν απορίαν την οποίαν είχεν. Διότι φιλοπονών ο Θεόφιλος και διανυκτερεύων εις την ανάγνωσιν, εις ό,τι δυσνόητον εύρισκε, ελάμβανεν παρά του Αγίου την ερμηνείαν. Δια τούτο και όταν εταξίδευεν έξω της πόλεως έπαιρνε και τον Άγιον πάντοτε μαζί του. Ο δε ληστής όπου ήτο με τον Άγιον έγκλειστος δεν ηθέλησε να εξέλθη εκείθεν, μολονότι του εδόθη ελευθερία, αλλ’ έμεινεν εις τον τάφον έως τέλους της ζωής του· ηξιώθη δε να επιτελή σημεία και θαύματα εις δόξαν Θεού και προέλεγε πολλών πραγμάτων την έκβασιν, τα οποία εγίνοντο· και ταύτα μεν ούτως είχον. Επειδή δε η αγία του Χριστού Εκκλησία εκινδύνευεν από τους αιρετικούς και ευρίσκετο εις μεγάλην ταραχήν, Ευστράτιος τις ηγούμενος της Ιεράς Μονής των Αυγάρων, επήγε προς τον μέγαν Ιωαννίκιον, και άλλα μεν πολλά τον ηρώτησε, του ανέφερε δε και τούτο· «έως πότε, λέγει, άνθρωπε του Θεού, θα ευρίσκεται η αγία του Χριστού Εκκλησία καταπατημένη από τους μιαρούς εικονομάχους; Έως πότε οι λύκοι θα διασκορπίζωσι τα πρόβατα του Χριστού»; Ο δε μέγας του αποκρίνεται προφητικώς όντως· «έχε υπομονήν, αδελφέ κυρ Ευστράτιε, και θέλεις γνωρίσει την ακαταμάχητον δύναμιν του ειρηνάρχου Θεού. Θέλει φανερώσει μέγαν άνθρωπον, ονόματι Μεθόδιον· αυτός θέλει καθήσει εις τον Πατριαρχικόν θρόνον, και θέλει κυβερνήσει την Εκκλησίαν ως σοφός, με την χάριν του παναγίου και τελεταρχικού Πνεύματος, το οποίον εις αυτόν κατοικεί, αυτός δε θέλει βεβαιώσει την Ορθοδοξίαν». Δεν επέρασε πολύς καιρός αφ’ ότου επροφήτευσεν ο Όσιος τους χρυσούς τούτους λόγους, και ο μεν βασιλεύς Θεόφιλος απέθανε, δώδεκα χρόνους τυραννικώς βασιλεύσας, γίνονται δε διάδοχοι της βασιλείας τούτου ο υιός του Μιχαήλ και Θεοδώρα η σύζυγος αυτού. Τότε η Θεοδώρα ανεκήρυξε Πατριάρχην τον από Κυζίκου θείον Μθόδιον και κατά μεν το φαινόμενον ενεργείαις της βασιλίσσης ανεκηρύχθη Πατριάρχης ο Άγιος, κατά το νοούμενον όμως ο Θεός ανέδειξε τον άνθρωπον, όστις τόσον δια την αλήθειαν εβασανίσθη εις την δυσωδίαν και σκοτίαν επί τόσους χρόνους δεινής φυλακής, ώστε απέπεσον όλαι αι τρίχες της ιεράς κεφαλής του. Αλλά το μεν θείον και πολύαθλον αυτού σώμα εφθάρη, ναι, ως φθαρτόν, η δε αρετή της θεοειδούς ψυχής του ηύξησε πολύ περισσότερον· διότι οι πειρασμοί λαμπρύνουσι τον έσω άνθρωπον, ως το βεβαιώνει και ο μακάριος Παύλος λέγων· Όσον ο έξω άνθρωπος φθείρεται, τοσούτον ο έσω ανακαινίζεται. Καθήσας λοιπόν επί τον πατριαρχικόν θρόνον ο μέγας Μεθόδιος, χειροτονεί Μητροπολίτην Νικαίας τον Άγιον Θεοφάνην τον Ομολογητήν και Γραπτόν· η δε βασίλισσα προστάζει να γίνη εξέτασις ακριβεστάτη δια την αίρεσιν των εικονομάχων· τούτου δε γενομένου ενικήθησαν οι αιρετικοί. Αλλά πριν γίνη τούτο, εστάλη πανταχού βασιλικός ορισμός, να λάβωσιν οι εξόριστοι την ελευθερίαν των. Έγινε δε και άλλο προ της αναρρήσεως του Αγίου εις τον πατριαρχικόν θρόνον. Κακήν κακώς εξεβλήθη πρότερον απ’ αυτού ο Ιωάννης ή Ιανίς ο μαντιάρχης, ο μάγος και λαοπλάνος, όστις εκάθησεν εις τον πατριαρχικόν θρόνον χρόνους εξ. Έγινε δε τότε πανταχού ειρήνη και έλαμψεν η Ορθοδοξία τη του Χριστού συνεργεία και χάριτι. Τότε εκινήθη θεόθεν ο μέγας Ιωαννίκιος, όστις ησύχαζεν εις τον Όλυμπον της Προύσης, εκινήθη δε κατά τον εξής τρόπον. Προσήλθεν εις αυτόν ο μέγας εν ασκηταίς Αρσάκιος και του είπεν. «Ο Θεός με έστειλε προς σε, άνθρωπε του Θεού, δια να υπάγωμεν ομού εις τον έγκλειστον αββάν Ησαΐαν, όπου ησυχάζει εις τα μέρη της Νικομηδείας, να μάθωμεν παρ’ αυτού εκείνα όπου θέλει και αγαπά ο Θεός». Επήγαν λοιπόν τότε ο Ιωαννίκιος και ο Αρσάκιος προς τον αββάν Ησαΐαν, τον οποίον ερωτήσαντες ήκουσαν παρ’ αυτού τα εξής προφητικά λόγια: «Τάδε λέγει Κύριος ο Θεός. Ιδού ήλθε το τέλος των εχθρών της Αγίας μου Μορφής· έφθασεν η εσχάτη καταστροφή των θεομάχων εικονομάχων. Υπάγετε λοιπόν εις την βασίλισσαν Θεοδώραν και εις τον Πατριάρχην Μεθόδιον, και είπατε προς αυτούς· Παύσατε τους ανιέρους και μιαρούς εικονομάχους· προσφέρετε εις τον Θεόν λατρείαν καθαράν και αναίμακτον. Προσκυνήσατε μετά πάντων των Αγγέλων την άχραντον και Αγίαν Εικόνα του Προσώπου μου, και τον τίμιον και ζωηφόρον Σταυρόν μου». Ταύτα ακούσαντες οι Όσιοι από τον θείον Ησαΐαν έρχονται εις την βασιλεύουσαν, και αναφέρουσιν αυτά εις τον Πατριάρχην και εις όλους τους εγκρίτους ιερωμένους τε και λαϊκούς· έπειτα έρχονται όλοι ομού προς την βασίλισσαν. Τότε η μακαρία εκείνη βασίλισσα εδέχθη όλα όσα της ανέφεραν οι Άγιοι, διότι εκ γενετής ήτο ευσεβής και ορθόδοξος, ανασύρασα δε από τον κόλπον της Εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου, και ευλαβώς προσκυνούσα αυτήν έλεγεν εις επήκοον πάντων. «Όποιος δεν προσκυνεί τας αγίας Εικόνας σχετικώς, ουχί λατρευτικώς, ας έχη το ανάθεμα». Αυτά βλέποντες και ακούοντες έλαβον άπαντες πνευματικήν ευφροσύνην. Παρακάλεσε δε τότε η βασίλισσα τους Οσίους να προσφέρωσι δέησιν εις τον Θεόν δια τον άνδρα της Θεόφιλον, μήπως και τον συγχωρήση· η δε ιερά ομήγυρις των Πατέρων, βλέποντες την πίστιν αυτής, υπεσχέθησαν να πληρώσωσι την παράκλησίν της. Συνήθροισε λοιπόν ο μέγας Μεθόδιος όλους τους αρχιερείς και όλον το ιερατικόν σύστημα, με τον ευσεβή λαόν, και έρχονται εις την Μεγάλην Εκκλησίαν, την Αγίαν Σοφίαν. Εκεί ήλθον και οι Όσιοι Ιωαννίκιος και Αρσάκιος, οι Στουδίται Ναυκράτιος και λοιποί μαθηταί του Αγίου Θεοδώρου, Θεοφάνης ο Γραπτός, Μιχαήλ ο Σύγκελλος και αγιοπολίτης, και άλλοι πολλοί, και επιτελούν ολονυκτίους δεήσεις καθ’ όλην την Καθαράν εβδομάδα δια τον βασιλέα Θεόφιλον δακρύοντες και νηστεύοντες. Τα αυτά έκαμε και η βασίλισσα Θεοδώρα εις την Εκκλησίαν του βασιλικού παλατίου με όλας τας ευλαβεστέρας και εγκρίτους γυναίκας της Πόλεως. Περί δε τον Όρθρον της Παρασκευής της πρώτης εβδομάδος απεκοιμήθη ολίγον η βασίλισσα εκεί όπου προσηύχετο, και βλέπει οπτασίαν, ότι ήτο δήθεν εις τον στύλον του Σταυρού, και έβλεπε πολλούς αιθίοπας μέλανας, οίτινες διήρχοντο από εκεί με πολύν θόρυβον, έχοντες εις τας χείρας των διάφορα εργαλεία βασανιστικά· έσυρον δε βιαίως και τον βασιλέα Θεόφιλον, δεδεμένον τας χείρας οπίσω. Βλέπουσα δε αυτόν τοιουτοτρόπως συρόμενον, ηκολούθησε και αυτή όπισθεν, δια να μάθη και να ίδη το αποβησόμενον. Έφθασαν λοιπόν έως την λεγομένην Χαλκήν Πύλην, και εκεί της εφάνη ότι είδε κάποιον θαυμαστόν άνθρωπον καθήμενον έμπροσθεν της Εικόνος του Χριστού, και ότι έφεραν έμπροσθέν του τον άνδρα της Θεόφιλον ως κατάδικον οπισθάγκωνα δεδεμένον· και της εφάνη ότι έπεσεν η ιδία εις την γην κάτω, και επροσκύνησε τον θαυμαστόν εκείνον άνθρωπον, και εφίλησε τους πόδας αυτού, και τον παρεκάλει δια τον άνδρα της τον Θεόφιλον· ο δε θαυμαστός εκείνος ανήρ μετά βίας ήνοιξε το στόμα του, μετά τας πολλάς εκείνας δεήσεις αυτής, και της είπε· «Μεγάλη είναι η πίστις σου, ω βασίλισσα· γίνωσκε λοιπόν από την σήμερον, ότι δια τα δάκρυά σου, και δια τους δούλους μου τους ιερείς, ιδού συγχωρώ τον άνδρα σου Θεόφιλον». Και έπειτα ήκουσεν όπου επρόσταξε: «Λύσατε αυτόν και χαρίσατέ τον εις την σύζυγόν του». Της εφάνη τότε ότι τον επήρεν αυτή, και ανεχώρησεν εις τα ίδια μετά χαράς και ευφροσύνης πολλής. Ταύτα ιδούσα εξύπνησεν. Ο δε Πατριάρχης Μεθόδιος, εν τω μεταξύ όπου εγίνετο η δέησις, έγραψεν επί φύλλου χάρτου όλων των αιρετικών βασιλέων τα ονόματα, μαζί και του Θεοφίλου, και έβαλεν υποκάτωθεν της αγίσας Τραπέζης. Όρθρου δε βαθέος, κατά την Παρασκευήν, είδε και αυτός οπτασίαν τοιαύτην· είδεν ωσάν να εισήλθε μέσα εις την Εκκλησίαν ένας φοβερός και αστραπόμορφος Άγγελος, και του είπεν· «Ήκουσεν ο Θεός την δέησίν σου, Επίσκοπε, και συνεχώρησε τον βασιλέα Θεόφιλον· παύσε λοιπόν από σήμερον και μη ενοχλής πλέον τον Θεόν δια τούτον». Ο δε Άγιος επιθυμών να πληροφορηθή, εάν ούτως έχη το πράγμα, καταβαίνει από τον θρόνον, αναγινώσκει τον χάρτην, και ευρίσκει το όνομα του Θεοφίλου εξηλειμμένον· όθεν εδόξασε τον Θεόν. Μαθούσα τούτο η βασίλισσα Θεοδώρα έλαβε μεγάλην χαράν και εμήνυσεν εις τον Πατριάρχην να συνάξη όλον τον λαόν εις την Μεγάλην Εκκλησίαν, να φέρουν δε ομού εν ταυτώ και τα τίμια και ζωοποιά ξύλα του ζωηφόρου Σταυρού, και όλας τας αγίας Εικόνας, δια να λάβη πάλιν η Εκκλησία, η νοητή νύμφη του Χριστού, τον αρχαίον στολισμόν της και την ωραιότητα αυτής, έτι δε ίνα ίδουν και πληροφορηθούν το παράδοξον θαύμα ότι εξηλείφθη το όνομα του Θεοφίλου εκ του καταλόγου των αιρετικών. Τούτου γενομένου συνηθροίσθησαν όλα τα πλήθη των ορθοδόξων εις το Πατριαρχείον λαμπαδηφορούντα· ήλθε δε και η βασίλισσα ομού και ο υιός της Μιχαήλ. Ψάλλοντες δε και λιτανεύοντες με τας Αγίας Εικόνας και με τα τίμια και ζωοποιά ξύλα του ζωηφόρου Σταυρού, και με το θείον και ιερόν Ευαγγέλιον, έφθασαν εις τον τόπον όπου λέγεται Μίλιον, κράζοντες όλοι και βοώντες το, Κύριε ελέησον· εκείθεν επέστρεψαν πάλιν εις το Πατριαρχείον και επετέλεσαν την θείαν μυσταγωγίαν. Τότε ενεθρόνισαν και τας Αγίας Εικόνας εκάστην εις τον διωρισμένον της τόπον, όπως ήσαν και πρότερον. Εγένετο δε η ενθρόνισις αυτών δια των σεβασμίων χειρών του Πατριάρχου, των Αρχιερέων και των λοιπών προρρηθέντων αγίων. Ανεγνώσθησαν δε απ’ άμβωνος τα ονόματα όλων των κεκοιμημένων ορθοδόξων, άμα δε τη εκφωνήσει εκάστου ονόματος έλεγον· Αιωνία η μνήμη. Είτα ανεθεματίσθησαν τα ονόματα όλων των αιρετικών, οίτινες δεν επροσκυνούσαν τας Αγίας Εικόνας. Από τότε λοιπόν διώρισαν οι Άγιοι να γίνεται εορτή κάθε χρόνον εις αυτήν την ημέραν, και να ονομάζεται Κυριακή της Ορθοδοξίας. Έκαμε δε η βασίλισσα Θεοδώρα συμπόσιον κοινόν κατ’ εκείνην την ημέραν, και εφιλοξένησεν όλους τους Ομολογητάς και Οσίους· ήτο δε παρών τότε και ο Άγιος Θεοφάνης ο Ομολογητής και Γραπτός, καθήμενος κοντά εις το τέλος της τραπέζης. Η δε βασίλισσα έβλεπε μετά προσοχής το πρόσωπον του Αγίου Θεοφάνους, και θαυμάζουσα ανεστέναζεν· ο δε Άγιος ηρώτησεν την αιτίαν, η δε βασίλισσα του αποκρίνεται· «Θαυμάζω, Άγιε, την ανδρείαν και την υπομονήν σου, και την αγριότητα και θηριώδη ασπλαγχνίαν εκείνου, όστις σου έγραψε τα εν τω μετώπω γράμματα». Ο δε Άγιος Θεοφάνης μήτε ηυλαβήθη το βασιλικόν διάδημα, ούτε εσκέφθη το τι έγινε προ ολίγου και τι απεφασίσθη δια τον Θεόφιλον, ή ως φαίνεται εκ συναρπαγής ωσάν άνθρωπος και αυτός αποκρίνεται ούτως: «Δια ταύτα τα γράμματα, ω ευσεβεστάτη βασίλισσα, θέλομεν κριθή παρρησία με τον άνδρα σου Θεόφιλον, εν ημέρα κρίσεως εις το φοβερόν εκείνο δικαστήριον του Θεού». Ακούσασα ταύτα η βασίλισσα έγινε περίλυπος, και λέγει μετά δακρύων: «Αυταί είναι αι υποσχέσεις, αυταί είναι αι ομολογίαι, Άγιοι του Θεού, που μου υπεσχέθητε; Λοιπόν όχι μόνον δεν συνεχωρήθη ο άνδρας μου, αλλά μελετάτε έτι να τον παιδεύσετε»; Ταύτα ακούσας ο Πατριάρχης, ο εν Αγίοις, λέγω, Μεθόδιος, δεν ηργοπόρησεν, αλλ’ ευθύς ηγέρθη και ομού με τους λοιπούς Αγίους λέγει μεγαλοφώνως: «Όχι, Δέσποινα, όχι· μη γένοιτο· δεν κρίνεται πλέον ο άνδρας σου· διότι εκείνα όπου απεφασίσαμε εις την γην, απεφασίσθησαν και εις τον ουρανόν· άφες τον Θεοφάνην να παραλαλή». Τοιαύτα έγιναν και ελέχθησαν, και το συμπόσιον έλαβε τέλος, του μακαρίου Μεθοδίου σπουδάζοντος να διατηρήση την επιτευχθείσαν ειρήνην. Συνέβη δε τότε μετ’ ολίγας ημέρας πόλεμος εμφύλιος μεταξύ των ορθοδόξων, οίτινες διεχωρίσθησαν εις δύο μερίδας. Και το μεν ένα μέρος ήθελον να έχωσι συλλειτουργούς και αξίους όσους εχειροτόνησαν οι εικονομάχοι, το δε άλλο μέρος δεν έστεργον εις τούτο, αλλά τους εθεώρουν ως ανιέρους και μιαρούς. Επί πλέον ευρόντες ευκαιρίαν οι αιρετικοί οι διαιρούντες το ομοούσιον της Αγίας Τριάδος μεγάλως εταλαιπώρουν την Εκκλησίαν. Αυτά βλέπων και ακούων ο Άγιος ελυπείτο, και του εφαίνετο ως να ήκουε τον Απόστολον να του λέγη εις το ωτίον: «ήθελον ανάθεμα είναι από Χριστού υπέρ των αδελφών μου των κατά σάρκα». Έχων όθεν και αυτός ερριζωμένην εν τη καρδία αυτού την αγάπην, επεθύμει την σωτηρίαν πάντων· διο έλεγεν· εάν συμφωνήσητε όλοι μαζί μου δια να δοξάζωμεν ομού την Αγίαν Τριάδα, καθώς ορίζει ο Θεολόγος Γρηγόριος, θα επεθύμουν και εγώ να γίνω ανάθεμα υπέρ των αδελφών μου. Τοιαύτα εφρόνει και έλεγεν ο Άγιος, οι δε στασιασταί δεν έπαυον μέχρι θανάτου αγωνιζόμενοι, δια να συστήσωσι και να βεβαιώσωσιν ο καθ’ εις το θέλημά του. Συνέπασχε δε και συνηγωνίζετο με τον Πατριάρχην και ο μέγας Ιωαννίκιος, δια να ενώση τα διεστώτα και να συρράψη το σχίσμα. Και άλλοτε μεν ήρχετο ούτος προσωπικώς εις την βασιλεύουσαν και εδίδασκε περί αγάπης και ομονοίας, άλλοτε δε με γράμματά του ενουθέτει τους αλληλομαχομένους. Ομοίως ο μέγας Ιωαννίκιος επαρηγόρει και ενίσχυε τον μέγαν Μεθόδιον εις τον κατά των αιρετικών αγώνα, γράφων: «Όσους διαιρούσι το ομοούσιον της Αγίας Τριάδος φεύγε, και ουδέ να τους βλέπης, ούτε να συντρώγης, ούτε να τους χαιρετάς παντάπασιν· συναναστρέφου δε μόνον και συλλειτούργει με τους ομόφρονάς σου και ορθοδόξους». Τοιαύτα και τα τούτων όμοια έγραφεν ο μέγας Ιωαννίκιος προς τον θεοφόρον Μεθόδιον. Ούτος δε τα ανεγίνωσκεν εις τους αιρετικούς, αλλ’ οι κάκιστοι περιέπαιζον τον Άγιον του Θεού και τον έλεγον κακόν, και τον εφαντάζοντο διεστραμμένον. Ακούσας ταύτα ο μέγας Ιωαννίκιος έρχεται εις την βασιλεύουσαν, παρρησιάζεται ενώπιον πάντων, ίσταται εις το μέσον και ανελθών εις τόπον υψηλόν, θεολογεί το ομοούσιον της Αγίας Τριάδος τόσον λαμπρά, ώστε δεν έμεινεν ούτε εις, όπου να μη ενικήθη κατά κράτος, και να μη τον ωμολόγησεν ως μέγαν και ισαπόστολον και θεοφόρον άνδρα· όθεν και γενόμενοι ορθόδοξοι ωμολόγησαν φανερά με όλην των την ψυχήν το μυστήριον της Αγίας Τριάδος, ότι είναι ακατάληπτον· και τοιουτοτρόπως αναθεματίσαντες την προτέραν των κακοφροσύνην, ηνώθησαν με όλους τους ορθοδόξους, και έγινεν ειρήνη εις όλην την Εκκλησίαν. Και ο καθείς εφαντάζετο τον μεν πολύαθλον Μεθόδιον άλλον μέγαν Αθανάσιον, όστις ηγωνίζετο να ενώση την Εκκλησίαν, και να σφενδονίζη τους νοητούς λύκους των αιρέσεων, με την σφενδόνην του Αγίου Πνεύματος, και να τους διώκη μακράν από το λογικόν ποίμνιον του Χριστού· τον δε μέγαν Ιωαννίκιον ως άλλον μέγαν Αντώνιον όστις, εις τοιούτον βαθύτατον γήρας εγκατέλειπε την έρημον και την ησυχίαν και ήρχετο εις την Πόλιν, δια να στερεώνη τους Ορθοδόξους και να συνιστά και να ενισχύη τον ιερόν Μεθόδιον, ως έκαμνεν ο μέγας Αντώνιος. Επειδή όμως έμεναν μερικοί διάδοχοι των παλαιών αιρετικών, ως ζιζάνια, εις τον καθαρόν σίτον της Εκκλησίας του Χριστού, τα οποία δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθώσι, κρίμασιν οις οίδε Κύριος, και ενώ έλαμψεν η Ορθοδοξία πανταχού εις όλην την οικουμένην, ούτοι έμενον ως σκόπελοι εις την θάλασσαν και εκρύπτοντο ως λύκοι υπό δέρμα προβάτων. Τι νομίζετε ότι τεχνεύονται; Επειδή δεν υπέφερον οι κατάρατοι να βλέπουν τον λύχνον να φέγγη επί την λυχνίαν με λαμπρότατον φως, τον θείον, λέγω, Μεθόδιον επονηρεύθησαν επιβουλήν αξίαν της πονηρίας των. Επλάνησαν γυναίκα τινά, και έδωσαν εις αυτήν ποσότητα αρκετήν αργυρίων, δια να συκοφαντήση τον Άγιον, ότι τάχα την εβίασε, καθώς ποτέ εσυκοφάντησαν οι αρειανοί τον μέγαν Αθανάσιον και τον μέγαν Ευστάθιον. Αφού έγινε τούτο, και εγένοντο κριταί και εξετασταί οι πλέον έγκριτοι άρχοντες της συγκλήτου, προσήχθη η γυνή εις το μέσον, και κατηγόρει τον Άγιον κατά πρόσωπον αυτού, και εβεβαίωνε με όρκους, ότι αληθώς αυτός ο Άγιος εβίασεν αυτήν· ο δε Άγιος σιωπών υπέφερε την συκοφαντίαν γενναίως· αλλ’ επειδή έβλεπεν όλον το ιερατικόν τάγμα ότι ελυπείτο βαρέως δια την σιωπήν του, περισσότερον δε όλων τον άρχοντα μάγιστρον τον Εμμανουήλ, ανίσταται ευθύς, και δεικνύει το σώμα του, όπερ ήτο απεξηραμμένον και νενεκρωμένον τόσον, ώστε έκαστος από τους ορώντας επληροφορείτο, ότι αδύνατον ήτο τοιαύτα μέλη να διαπράξωσιν αμαρτίαν τοιαύτην. Τούτο βλέποντες οι παρόντες ορθόδοξοι έλαβον μεγίστην χαράν και ευφροσύνην· κατησχύνθησαν δε οι αιρετικοί συκοφάνται. Χαριεντιζόμενος δε εις από τους άρχοντας, ηρώτησε τον Άγιον την αιτίαν της νεκρώσεως των μελών του. Ο δε Άγιος απεκρίνατο: «Εστάλην, λέγει, τον δείνα καιρόν πρέσβυς εις την Ρώμην δια βασιλικήν υπηρεσίαν. Συνέβη δε να λάβω τότε εκεί μεγάλην πύρωσιν της σαρκός· φοβούμενος λοιπόν να μη απολέσω την καθαρότητα της σωφροσύνης, προσέπεσον προς τους πρωτοκορυφαίους Πέτρον και Παύλον, παρακαλών αυτούς ημέρας και νύκτας πολλάς· και μίαν νύκτα μου εφάνη εις τον ύπνον μου, ότι ήλθον οι δύο Απόστολοι και ήγγισαν τα μέλη μου, και μου είπον τοιούτους λόγους: από της σήμερον και εις το εξής να μη έχης φόβον τινά. Μου εφάνη δε ότι με έκαυσαν με πυρ, επειδή τόσον πόνον ησθάνθην, ώστε από την υπερβολήν του πόνου εξύπνησα· από τότε λοιπόν έως τώρα, τη του Χριστού μου χάριτι και τη θαυματουργία των πανευφήμων Αποστόλων, ενεκρώθησαν τα μέλη μου, και πλέον δεν αισθάνομαι σαρκικήν επιθυμίαν παντάπασιν. Αυτά βλέπων και ακούων ο μάγιστρος Μανουήλ, προστάζει και φέρουσι την γυναίκα εις το μέσον εκεί, και την εξετάζει με πολλήν ακρίβειαν, δια να μαρτυρήση φανερά το πόθεν παρεκινήθη να συκοφαντήση τον Άγιον· φοβουμένη λοιπόν ομολογεί φανερά την αλήθειαν, αποκαλύπτει τα πρόσωπα τα οποία της έδωσαν τα αργύρια, τα οποία έχει ακόμη εις το κιβώτιόν της, εσφραγισμένα με την βούλλαν των συκοφαντών. Στέλλουσι τότε οι κριταί και φέρουν το κιβώτιον και ευρίσκουσιν αληθή όλα όσα είπεν η γυνή. Τι το μετά ταύτα; Γίνεται απόφασις να τιμωρηθώσιν οι συκοφάνται κατά τους βασιλικούς νόμους· ετοιμάζονται τα βασανιστικά εργαλεία· αλλά πάλιν η χριστομίμητος ευσπλαγχνία του ιερού Μεθοδίου εμεσίτευσεν εις τους άρχοντας και τους ελύτρωσε από τας τιμωρίας. Τούτο μόνον είπε· να δοθή εις αυτούς δια κανόνα των, ότι κάθε χρόνον, την ημέραν όπου επιτελείται η εορτή της Ορθοδοξίας, να αναθεματίζωνται εις έκαστος μεγαλοφώνως από τον Ναόν της Θεοτόκου των Βλαχερνών, έως εις τον περιώνυμον Ναόν της Αγίας Σοφίας, δια το μίσος όπου έχουν κατά των σεβασμίων και θείων Εικόνων, όπερ και εγένετο έως ότου έζων οι χριστομίσητοι εικονομάχοι, και γίνεται μέχρι σήμερον προς σωφρονισμόν των επιζώντων αιρετικών κατά των οποίων απαγγέλλεται το ανάθεμα ως αρραβών της αιωνίου κολάσεως, ήτις αναμένει αυτούς. Ποιμαίνων δε το ποίμνιον του Χριστού ο μέγας Μεθόδιος, και βαστάζων εις το ιερόν αυτού και πολύαθλον σώμα τα στίγματα του Κυρίου, ετέλει θαύματα παράδοξα, και Πνεύμα άγιον είχε και τα μέλλοντα επροφήτευε, καθώς επροφήτευσε και όταν επήγαν προς αυτόν τον ουράνιον άνθρωπον και επίγειον άγγελον αι μονάστριαι όλαι της Μονής του Χρυσοβαλάντου, και πανευλαβώς αυτόν επροσκύνησαν, ζητούσαι να χειροτονήση εις αυτάς Ηγουμένην. Ηρώτησε λοιπόν τότε ο Άγιος ποίαν επρόκριναν από όλας να χειροτονήση Ηγουμένην, αύται δε απεκρίθησαν· ουδεμίαν, Δέσποτα Άγιε, μόνον εις τον Θεόν πρώτον ελπίζομεν και δεύτερον εις την αγιωσύνην σου, διότι έχεις Πνεύμα Άγιον δια να ψηφίσης όποιαν σε φωτίση η χάρις Του. Ο δε θεόσοφος απεκρίνατο πάνσοφα· ηξεύρω ότι όλαι αγαπάτε και επιθυμείτε δια Ηγουμένην σας την φιλάρετον Ειρήνην· όντως η γνώμη σας είναι θεάρεστος, και ας είναι δεδοξασμένος ο Κύριος, όστις μου εφανέρωσε τας αρετάς αυτής. Ως ήκουσαν ταύτα αι μονάζουσαι εθαύμασαν και πανευλαβώς αυτόν επροσκύνησαν, λέγουσαι· όντως ο Θεός κατοικεί εις την μακαρίαν ψυχήν σου και σε φωτίζει και σου φανερώνει τα απόκρυφα μυστήριά Του. Ευθύς λοιπόν εγερθείς από τον θρόνον ο Άγιος, έλαβε θυμιατήριον, και ευλογήσας τον Θεόν με την πρέπουσαν υμνωδίαν, εχειροτόνησε την μακαρίαν Ειρήνην διάκονον της μεγάλης Εκκλησίας, ηξεύρων εκ Πνεύματος Αγίου, ότι ήτο καθαρωτάτη και άμωμος. Είτα την εσφράγισεν Ηγουμένην, και διδάσκων αυτήν πως να πορεύεται, πως να καθοδηγή και να κυβερνά τας αδελφάς, απέλυσεν εν ειρήνη την Ειρήνην και τας λοιπάς μοναζούσας. Δια να δείξη δε ο συγγραφεύς του βίου της Αγίας Ειρήνης της Χρυσοβαλάντου πόσην αγιότητα είχεν ο μέγας Μεθόδιος, διηγείται και ταύτα τα αξιάκουστα· λέγει λοιπόν, ότι την ημέραν καθ’ ην εώρταζεν η Οσία την εορτήν του μεγάλου Βασιλείου, κατά την πρώτην φυλακήν της νυκτός, ήλθε φωνή αοράτως εις την Οσίαν λέγουσα: υπόδεξαι τον ναύκληρον όπου σου φέρει τας οπώρας, τας οποίας τρώγουσα θέλεις λάβει εις την ψυχήν σου μεγίστην ευφροσύνην και αγαλλίασιν. Όθεν έστειλε δύο αδελφάς εις την θύραν δια να εισαγάγουν όποιον έξω της θύρας εύρωσιν. Έρχεται λοιπόν προς την Οσίαν ο ναύκληρος, και βάλλει μετάνοιαν, κάμνουσα δε προσευχήν η Οσία, και καθήσαντες, τον ηρώτησε την αιτίαν του ερχομού του, ο δε ναύκληρος απεκρίθη: ναύτης είμαι, Οσία μου, από την νήσον της Πάτμου· επεβιβάσθην δε του πλοίου δια να έλθω εδώ εις την βασιλεύουσαν. Όταν λοιπόν ηρχίσαμεν να ταξιδεύωμεν, έτι όντες πλησίον της νήσου, είδομεν εις την παραλίαν ωραίον και θεοειδή γέροντα, όστις μας εφώναξε να τον περιμένωμεν δια να έλθη μαζί μας· ημείς όμως δεν ηδυνάμεθα να σταθώμεν, επειδή ήτο ο άνεμος σφοδρός και ο τόπος απόκρημνος και βραχώδης. Τότε πάλιν ο θαυμάσιος γέρων εφώναξε μεγαλοφωνότερον λέγων· σταθήτω η ναύς, έως του ελθείν με· και ω του θαύματος! το μεν πλοίον εστάθη, ο δε θεοειδής γέρων ήλθε προς ημάς, περιπατών εις τα κύματα· εμβάς δε εις το πλοίον εξήγαγε τρία μήλα από τον κόλπον του, και μου τα έδωσε λέγων: όταν, συν Θεώ, φθάσης εις την Βασιλεύουσαν, δώσε τα εις τον Πατριάρχην λέγων εις αυτόν ότι του τα έστειλεν ο Πανάγαθος Θεός, και ο Ιωάννης ο Επιστήθιος από τον Παράδεισον· έπειτα άλλα τρία μήλα όμοια έδωσέ μοι λέγων: ταύτα τη Ηγουμένη του Χρυσοβαλάντου Ειρήνη εγχείρισον, λέγων: φάγε από εκείνα που επεθύμησεν η ψυχή σου η καθαρά και αμόλυντος, ότι τώρα τα έφερα από τον Παράδεισον. Ούτως είπε και ηυλόγησε τον Θεόν, και μας ηυχήθη, και το μεν πλοίον εκίνησεν, αυτός δε εγένετο άφαντος. Έδωσα λοιπόν τα τρία εις τον Πατριάρχην Μεθόδιον, τα δε άλλα τρία λάβε η αγιωσύνη σου. Ως ήκουσε ταύτα η Οσία εδάκρυσεν από την χαράν της, και πολλάς ευχαριστίας απέδωκε τω Θεώ και τω ηγαπημένω αυτού μαθητή, και τα έλαβεν ευλαβώς ως εκ Θεού θεία δώρα. Ταύτα τα άγια του Παραδείσου μήλα επερίσσευαν τα γήϊνα μήλα εις τα τρία προτερήματα ταύτα· πρώτον μεν εις την ωραιότητα, δεύτερον δε εις την ευωδίαν, και τρίτον εις την μεγαλειότητα, όντα ομολογουμένως εξαίσια και θαυμάσια. Ταύτην την διήγησιν ανεφέραμεν δια καρύκευμα του λόγου, και δια να φανερώσωμεν την υπεροχήν του Αγίου, ότι εις τους καιρούς εκείνους αγιώτερον άλλον δεν είχεν η βασιλεύουσα μεταξύ όλων των ανδρών από τον μέγαν Μεθόδιον, και την Οσίαν Ειρήνην, μεταξύ όλων των γυναικών. Εις δε τον πέμπτον χρόνον της βασιλείας του Μιχαήλ προείδεν ο μέγας Μεθόδιος (ως προορατικός όπου ήτο) τον θάνατον του θεοφόρου Ιωαννικίου. Όθεν προτού να αποθάνη, επήγε με τον κλήρον του δια να κάμη τον τελευταίον ασπασμόν, και δια να λάβη τας ευχάς του, ο δε θείος Ιωαννίκιος προβλέπων τον ερχομόν του μεγάλου Μεθοδίου υπερβαλλόντως εχάρη· όθεν ως να ήτο υγιής εσηκώθη και προϋπήντησε τον Πατριάρχην· έπειτα καθήσαντες ωμίλουν διεξοδικώς δι’ υποθέσεις ψυχωφελείς, μάλιστα δε δια την ορθοδοξίαν της Εκκλησίας, και περί των μελλόντων· έπειτα ενουθέτησεν αρκετά τους κληρικούς, και όλον τον προσελθόντα εκεί ορθόδοξον λαόν, ίνα φυλάττωσι την ορθοδοξίαν μέχρι τέλους, να προσέχωσι δε να μη απατηθώσι πάλιν από τους αιρετικούς· να έχωσι την προσήκουσαν ευπείθειαν εις τον αληθή του Θεού ποιμένα θείον Μεθόδιον και να φυλάττωσι την προς αλλήλους ομόνοιαν και ειρήνην, να αγαπά έκαστος το συμφέρον του πλησίον του ως το ιδικόν του συμφέρον, διότι αυτή είναι η ευαγγελική αγάπη, ήτις αρμόζει εις τους Χριστιανούς. Το να αγαπά δε ο φίλος τον φίλον, και ο συγγενής τον συγγενή, τοιαύτην αγάπην έχουσι και τα έθνη, οι τελώναι και οι αμαρτωλοί. Με τοιαύτας ψυχωφελείς νουθεσίας εστερέωσε τον ευσεβή λαόν ο μέγας Ιωαννίκιος· τέλος δε πάντων επροφήτευσε και τον θάνατον του παναγιωτάτου Μεθοδίου. «Γινώσκετε, είπεν, ω τέκνα και αδελφοί εν Χριστώ, ότι μετά τον θάνατόν μου, αφού περάσουν οκτώ μήνες, θέλει ακολουθήσει και η κοίμησις του πατρός και ποιμένος σας, όπως συνευφραινώμεθα ομού εις την χαράν των δικαίων, εις την ψαλμωδίαν των ευφραινομένων, δοξάζοντες και ευχαριστούντες την Τρισήλιον Θεότητα». Ταύτα προείπεν ο θείος Ιωαννίκιος, και η πρόρρησις αυτού ηλήθευσεν. Ότε δε επέρασαν τρεις ημέραι, τη Τρίτη του Νοεμβρίου μηνός, παρέδωκε την μακαρίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού, προϋπαντώντων αυτήν των χορών των Αγγέλων και των Αγίων· το δε πανσέβαστον και άγιον αυτού λείψανον ενεταφίασαν εντίμως και ευλαβώς ως έπρεπεν. Ο δε μέγας Μεθόδιος, αφού εστόλισε και ωράϊσε τον πατριαρχικόν θρόνον με τας λαμπράς αρετάς του, και με τα ηρωϊκά του κατορθώματα, αφού παρήλθον οκτώ μήνες από της οσίας κοιμήσεως του μεγάλου Ιωαννικίου, ως εκείνος προείπεν, εις τας δεκατέσσαρας του Ιουνίου μηνός εκοιμήθη εν ειρήνη, και επορεύθη προς ον επόθει Χριστόν, τον μυστικόν Νυμφίον των καθαρών και ασπίλων ψυχών. Την απώλειαν του τοιούτου ποιμένος εθρήνησεν όλη η βασιλεύουσα, ή καλύτερον να είπωμεν όλη η οικουμένη· όθεν συνέδραμον εις τον ενταφιασμόν του ο βασιλεύς με όλην την Σύγκλητον, οι Αρχιερείς και όλον το Ιερατείον. Τις δε να διηγηθή ο πλήθος όπου συνέδραμεν εις την κηδείαν του τοιούτου Αγίου; Τάχα καθυστέρησαν τα μικρά βρέφη; Τάχα δεν προσέδραμεν όλον το πλήθος των αρρώστων της Πόλεως, δια να λάβωσιν αγιασμόν και υγείαν, καθ’ εις κατά την νόσον του; Τάχα πόσοι να εποδοπατήθησαν εκείνην την ημέραν, στενοχωρούμενοι ποίος να προφθάση να πέση υποκάτω της κλίνης της ιεράς και χαριτοβρύτου, όπου εβάσταζεν εκείνο το αθλοφόρον και σεπτόν σώμα, τον μυρίολβον θησαυρόν και το ταμείον της χάριτος; Πόσοι νομίζετε να έγιναν θυσία εκείνη την ημέραν δια τον πόθον του Αγίου; Πόσοι να έγιναν αυτοπροαίρετοι μάρτυρες, εθελόθυτα θύματα, συνοδοιπόροι της μακαρίας εκείνης ψυχής; Έπρεπε βέβαια να είναι τότε παρόν το στόμα του Χριστού, ο μέγας ρήτωρ της Εκκλησίας, η μεγαλόφωνος σάλπιγξ, ο πολύς εν θεολογία Γρηγόριος, δια να μας περιγράψη την κηδείαν του μεγάλου και ουρανόφρονος Μεθοδίου, καθώς ποτε εκφαντορικώτατα περιέγραψε τον ενταφιασμόν του μεγάλου Βασιλείου, του ομοψύχου και φίλου του· ή καν να διεσώζοντο οι λόγοι τους οποίους έγραψεν ο πολύς εν σοφία και αγιωσύνη Φώτιος, ο διάδοχος και ανεψιός αυτού, ως λέγουσιν, όστις συνέγραψε λόγους εγκωμιαστικούς και ύμνους επιταφίους εις τον παναγιώτατον θείον του μέγαν Μεθόδιον, τους οποίους δυστυχώς ο πανδαμάτωρ χρόνος ηφάνισεν (ίσως δε και οι εχθροί του Φωτίου, ως αιρετικοί και κατήγοροι τούτου άσπονδοι, να κατέκαυσαν ταύτα, δια να μη φαίνεται ο ιερός Φώτιος οποίους ήρωας είχε προγόνους, και από ποίαν αγίαν σειράν κατήγετο· δια να μη άδεται και εις αυτόν τον μακάριον Φώτιον, το ιερόν εκείνο μελώδημα. Εκ ρίζης αγαθής, αγαθός εβλάστησε καρπός). Αλλ’, ω πάτερ Πατέρων Μεθόδιε, Αποστόλων ομότροπε και ομόθρονε, Μαρτύρων και Ομολογητών ισοστάσιε, ω δόξα και κλέος των Πατριαρχών, ω σεμνολόγημα των ασκητών, ω καθαιρέτα και αναιρέτα της αθέου εικονομαχίας, ω υπέρμαχε και φύλαξ της Ορθοδοξίας· ω πολύαθλε και μυρίαθλε Ομολογητά· ω παμμέγιστε στρατηγέ και τροπαιοφόρε της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού· ω θεόπτα και θεόληπτε· ω θεόσοφε και θεηγόρε, ω θεσπέσιε και θεόπνευστε, ω θεορρήμον και θεοστήρικτε, ω θεοφόρε και φωτοφόρε. Δεόμεθά σου, ευσπλαγχνικώτατε Πάτερ, δέξαι από εμέ τον ανάξιον, τον παρόντα αμαθέστατον λόγον· δέξαι και την παρούσαν παννύχιον δοξολογίαν και υμνωδίαν, την οποίαν προσφέρομεν εις σε εκ πνευματικής αγάπης και ευλαβείας μικράς, ως εδέχθη ο Δεσπότης Χριστός τον οβολόν της χήρας εκείνης. Έτι παρακαλούμεν σε, Πάτερ φιλάνθρωπε, του φιλανθρώπου Χριστού μιμητά, μη παραβλέψης την πενιχράν δέησιν ημών των αναξίων δούλων σου· καταπράϋνον ταις προς Θεόν πρεσβείαις σου τον σίφωνα των ακαθάρτων παθών, άτινα μας κατακυριεύουσι· πιστεύομεν, ναι, πιστεύομεν ότι θέλεις μας εισακούσει, Άγιε του Θεού. Χάρισέ μας υπομονήν ουρανόθεν θεοπάροχον, και ανδρείαν εις τας προσβολάς των δαιμόνων· διασκέδασον την ανεμοζάλην και τρικυμίαν των πειρασμών της ψυχής μας, από την οποίαν τρικυμίαν κινδυνεύομεν να καταποντισθώμεν, και κατά κράτος να απολεσθώμεν· φώτισον ημών τον εσκοτισμένον νουν, ίνα μη περιπλανάται εις τας του κόσμου ματαιότητας· σκέπασον ημάς εξ ορατών και αοράτων εχθρών, δίδαξον ημάς άνωθεν, δίδαξον, άνθρωπε του Θεού, πως να περιπατώμεν ευστόχως και θεαρέστως τον στενόν και τεθλιμμένον τούτον δρόμον της μοναχικής ζωής, καθώς υπεσχέθημεν έμπροσθεν της αγίας Εικόνος του Δεσπότου ημών Χριστού, ω η δόξα και το κράτος, η τιμή, η λατρεία και η προσκύνησις, συν τω ανάρχω αυτού Πατρί, και τω Παναγίω και Αγαθώ και Ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”