Χαράλαμπος ο Ιερομάρτυς
Δημοσιεύτηκε: Τρί Φεβ 10, 2009 2:05 am
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ Ο ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ΄
Αφιέρωμα στην αγάπη όλων μας
Ήτο από την Μαγνησίαν και ιεράτευε εις αυτήν για πολλά χρόνια μέχρι των ημερών του ασεβεστάτου βασιλέως Σεβήρου κατά τους χρόνους -22-238-βασιλεύσαντος και Λουκιανού του ηγεμόνος, όταν συλληφθείς υπ’ αυτών υπέστη τον δια του Μαρτυρίου θάνατον δια την πίστην και την αγάπη του Χριστού. Και πως ακούσατε….
Όταν εβασίλευσε εις την Ρώμη ο δυσσεβής Σεβήρος, εις δε την Μαγνησίαν ήταν ηγεμών ο απηνής και ανήμερος Λουκιανός, όστις βασάνιζε πολλούς Χριστιανούς δια να αρνηθούν την πίστην τους και να προσκυνήσουν τα αναίσθητα είδωλα , τότε και ο μακάριος Χαράλαμπος συνελήφθη από τον μιαρόν Λουκιανόν, όστις πληροφορηθείς, ότι εκεί εις την πόλιν της Μαγνησίας ήταν Ιερεύς των Χριστιανών ο Χαράλαμπος, όστις εξασθενώντας τους θεούς των, διδάσκω παρρησία τον λάόν να πιστεύουν εις τον Χριστόν, θύμωσε και έστειλε στρατιώτες να τον φέρουν προς αυτόν.
Όταν τον είδε τον Άγιον τον ρώτησε γιατί καταφρονεί τα είδωλα και τα βασιλικά δόγματα. Ο δε Άγιος απάντησε. Εγώ υπακούω εις τα δίκαια και σωτήρια προστάγματα του επουρανίου Βασιλέως Χριστού, ο δε Σεβήρος γράφει μάταια και ασύνετα λόγια, επειδή προστάζει να προσκυνούμε δια θεούς αναίσθητα και άψυχα είδωλα και παραδίδει τις ψυχές σας εις θάνατον.
Ο Δεσπότης μου όμως Χριστός δίδει ζωήν αιώνιον και μακαριότητα εις τους δούλους του και όποιος επικαλεσθεί το παντοδύναμον όνομα αυτού φεύγουν οι δαίμονες τους οποίους προσκυνείται ως ανίσχυροι και πάσα ασθένεια ανίατος θεραπεύεται. Λέγει προς αυτόν ο άρχων. Άφησε τα αυτά και την περιττολογία, γέρο, και κάμε ως φρόνιμος το συμφέρον σου, προσκύνησε τους θεούς πριν δοκιμάσεις σκληρά βασανιστήρια. Ο δε Άγιος απαντά. Εάν δεν βασανισθούμε εδώ πρόσκαιρα, δεν κληρονομούμε τα αιώνια αγαθά.
Ταραχθέντες τότε οι άρχοντες έφεραν τα δεινότερα κολαστήρια, λέγοντες . Θυσίασε εις τους θεούς, κακή κεφαλή. Ο δε Άγιος είπε. Μη γένοιτο να γίνω τόσον μωρός και ανόητος, να προσκυνήσω τους αναίσθητους δαίμονες, τους οποίους σεβασθώ σεις και οι οποίοι φοβούμενοι την δύναμιν του Σταυρού φεύγουν απ’ αυτού. Τότε γύμνωσαν αυτόν και λαβόντες χειράγρας κατεξεσχιζον από κεφαλής έως ποδών τας σάρκας του, ο δε μακάριος υπομένων γενναίως αυτήν την αβάστακτόν βάσανον και εις όλον το σώμα Δεινώς σπαρραττόμενος έλεγε:
Ευχαριστώ σας, αδελφοί, ότι βασανίζοντες μου το σώμα προξενείτε εις την ψυχήν μου, εις τον μέλλοντα αιώνα, αιωνία μακαριότητα. Ταύτα λέγοντος του Αγίου, οι υπερέται θαύμαζαν και έλεγον προς τους άρχοντας. «Την ατιμιών νομίζει τιμήν ούτος ο άνθρωπος και την βάσανον άνεσιν μήπως και είναι αυτός ο Χριστός και ήλθε να μας δοκιμάσει και διά τούτο αι χειράγρα αποστομώνονται και δεν ξεσχίζουν πλέον την σάρκα του;
Ταύτα ακούσας ο παριστάμενος εκεί δουξ εθυμώθει και υβρίζων τους υπηρέτες, ότι ήσαν αμελείς και αδύνατοι, άρπαξε τας χειράγρας από τα χέρια των και όρχησε να ξεσχίζει το σώμα του Αγίου με πολλήν οργήν, ο θεόργιστος, αλλά, παρευθύς, έφθασε η θεία δίκη τον άδικον και εκόπησαν, ΄΄ω του θαύματος, από τους αγκώνες τα χέρια του, και κρεμάσθηκαν εις το σώμα του Μάρτυρος, αυτός δε ο δείλαιος έπεσε κατά γης ωρυόμενος και κραυγάζων. «Βοήθει μοι, ηγεμών, διότι μάγος είναι ούτος ο άνθρωπος». Πλησιάσας τότε ο ηγεμών και ειδών τας χείρας του δουκός κρεμαμένας από το σώμα του Μάρτυρος, έπτυσεν εις το πρόσωπον του Αγίου και παρευθύς εστράφη (στράβωσε) το πρόσωπο του εις το τράχηλον και έμεινε ελεεινόν θέαμα.
Τότε ο λαός όλος της πόλεως της Μαγνησίας φοβηθέντες παρεκάλουν τον δίκαιον λέγοντες. « Απόστρεψον αφ’ ημών την οργήν του Κυρίου, Όσιε ούτω σε προστάζει ο Χριστός να μην αποδίδεις κακόν αντί κακού, αλλά να ευεργετείς τους μισούντας σε «. Λέγει προς αυτούς ο Άγιος «Ζει Κύριος ο Θεός μου, δεν είναι δόλος εις την γλώσσαν μου, αλλά ο Κύριος επαίδεθσεν αυτούς ως κακούς, δια να δώσει εις σας ζωήν αιώνιον»
Τότε το πλήθος όλον εβόησε προς Κύριον, λέγοντες. «Μη μας απολέσεις, Δέσποτα, αλλά συγχωρησον μας εις όσα επταίσαμεν». Ούτω δε πολλοί επίστευσαν. Ο δε δούξ παρεκάλει τον Άγιον λέγων. « Άγγελε του Θεού και ουράνιε άνθρωπε, βοήθησον μοι τον ταλαίπωρον. Ιδού έχεις το βάρος των χειρών μου επάνω σου και εγώ υποφέρω πόνους και βάσανον, λοιπόν ιάτρευσον με να λυτρωθώ από τας οδύνας μου και υ από βάρος και μέριμναν και εάν λάβω την ίασιν να πιστεύσω εις τον Θεόν σου βέβαια
Τότε προσευχήθει ο Άγιος λέγων προς Κύριον «Ευχαριστούμεν Δέσποτα, ότι φυλάττεις ημάς πάντοτε, επίβλεψον και νυν επί την ταπείνωσιν των πεπεδημένων δούλων σου και λύσον αυτούς από τα δεσμά εις δόξαν του Αγίου σου Ονόματος». Τότε ήλθε φωνή εκ του ουρανού λέγουσα. « Χαίρις, Αθλητά Χαράλαμπε Αγγέλων συνόμιλε και Αποστόλων ομότρωπε επήκουσα την δέησιν σου και δίδω εις τους ασεβείς την ίασιν» Πορευθύς τότε ιατρεύθησαν οι τιμωρηθέντες και πιστεύσας ο δούξ εβαπτίσθει εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, ο δε ηγεμών έπαυσε τον διωγμόν κατά των Χριστιανών, έως ότου αναφέρει εις τον βασιλέα τα γενόμενα.
Έρχονταν τότε προς τον Άγιον όλοι οι κάτοικοι της Μαγνησίας και των περιχώρων και εξομολογούντο τις αμαρτίες των εβαπτίζοντο, πολλά δε θαύματα και σε πολλούς ασθενείς έδινε την υγεία τους. Τυφλοί ανέβλεπον, χωλοί επεριπατούσαν, δαίμονες έφευγαν, νεκροί ανασταίνοντο και πάσα νόσος και ασθένεια ιατρεύετο. Ταύτα βλέπων ο ηγεμών απήλθεεν εις τον βασιλέα και του ανήγγειλε διά τον Άγιον άπαντα τα γενόμενα, ως ανωτέρω είπομεν. Ο σε ασεβής Σεβήρος, ταύτα ακούσας, εθυμώθη και έλεγε.
Δια τι αμελείται, θεοί αιώνιοι, και δεν εξολοθρεύεται από την γην τους ασεβείς εκείνους, οι οποίοι σας υβρίζουν; Ταύτα δε ειπών απέστειλεν ευθύς τριακοσίους στρατιώτας (πόλεμο θα έκανε;) προστάξας αυτούς να καρφώσουν εις όλην την ράχιν του Μάρτυρος καρφιά, και έπειτα να τον σύρουν από την Μαγνησίαν έως την Αντιόχεια
(Άγνωστον πια Αντιόχεια γίνεται λόγος δεδομένου ότι -28-πόλεις κατά την αρχαιόητα το όνομα αυτό) . Οι δε απελθόντες, εκάρφωσαν τους ήλους με πολύ ασπλαχνίαν εις όλον το σώμα του Μάρτυρος και δέσαντες αυτόν από την γενειάδα, τον τραβούσαν ανηλεώς οι απάνθρωποι. Μετά τον εκάθησαν εμπαικτικώς επάνω σε ίππον, (ανάποδα) αφού βάδισαν δέκα πέντε στάδια (ένα στάδιο 185 μέτρα), λάλησε τότε μεγαλοφώνως ο ίππος, λέγων.
«¨¨Ω τρισκατάρατοι στρατιώται, υπηρέται του διαβόλου βασιλέως, δεν βλέπετε ότι μαζί με τούτον τον άνθρωπον είναι ο Θεός και το Πνεύμα το Άγιον; Λύσατε τον, σκληροτράχηλοι, δια να λυθείτε και σείς από δεσμά αόρατα».
Τότε οι στρατιώται, φοβηθέντες, τον επήγαν με άνεσιν εις την Αντιόχειααν διά να μη παραβούν το πρόσταγμα. Ο δε διάβολος μετεσχηματίσθει εις είδος γέροντος και εφάνει εις τον Σεβήρον, λέγων. «Ουαί μοι βασιλεύ, εγώ είμαι ο βασιλεύς των Σκυθών και ήλθεν εις την πατρίδα μου μάγος τις Χαραλάμπης καλούμενος και μου επήρεν όλους τους στρατιώτας, όθεν ήλθον να σου το ειπώ, να φυλαχθείς μη πάθεις όμοιον».
Τότε έφερον ενώπιον αυτού και τον Άγιον και προστάσει να καρφώσουν σούβλαν μεγάλη εις το στήθος του, έπειτα να φέρωσι ξύλα και να ανάψωσι φωτιά, εις την οποίαν να καίωσι τον Άγιον έως να ξεψυχήσει. Διεπέρασαν λοιπόν την σούβλα εις τον Άγιον , και ώραν πολλή τον κατέκαιον, αλλά ποσώς δεν εβλάβη υπό του πυρός, διότι αυτό μεν έσβυσε, οι δε δορυφόροι εκουράσθηκαν. Ο δε
Αφιέρωμα στην αγάπη όλων μας
Ήτο από την Μαγνησίαν και ιεράτευε εις αυτήν για πολλά χρόνια μέχρι των ημερών του ασεβεστάτου βασιλέως Σεβήρου κατά τους χρόνους -22-238-βασιλεύσαντος και Λουκιανού του ηγεμόνος, όταν συλληφθείς υπ’ αυτών υπέστη τον δια του Μαρτυρίου θάνατον δια την πίστην και την αγάπη του Χριστού. Και πως ακούσατε….
Όταν εβασίλευσε εις την Ρώμη ο δυσσεβής Σεβήρος, εις δε την Μαγνησίαν ήταν ηγεμών ο απηνής και ανήμερος Λουκιανός, όστις βασάνιζε πολλούς Χριστιανούς δια να αρνηθούν την πίστην τους και να προσκυνήσουν τα αναίσθητα είδωλα , τότε και ο μακάριος Χαράλαμπος συνελήφθη από τον μιαρόν Λουκιανόν, όστις πληροφορηθείς, ότι εκεί εις την πόλιν της Μαγνησίας ήταν Ιερεύς των Χριστιανών ο Χαράλαμπος, όστις εξασθενώντας τους θεούς των, διδάσκω παρρησία τον λάόν να πιστεύουν εις τον Χριστόν, θύμωσε και έστειλε στρατιώτες να τον φέρουν προς αυτόν.
Όταν τον είδε τον Άγιον τον ρώτησε γιατί καταφρονεί τα είδωλα και τα βασιλικά δόγματα. Ο δε Άγιος απάντησε. Εγώ υπακούω εις τα δίκαια και σωτήρια προστάγματα του επουρανίου Βασιλέως Χριστού, ο δε Σεβήρος γράφει μάταια και ασύνετα λόγια, επειδή προστάζει να προσκυνούμε δια θεούς αναίσθητα και άψυχα είδωλα και παραδίδει τις ψυχές σας εις θάνατον.
Ο Δεσπότης μου όμως Χριστός δίδει ζωήν αιώνιον και μακαριότητα εις τους δούλους του και όποιος επικαλεσθεί το παντοδύναμον όνομα αυτού φεύγουν οι δαίμονες τους οποίους προσκυνείται ως ανίσχυροι και πάσα ασθένεια ανίατος θεραπεύεται. Λέγει προς αυτόν ο άρχων. Άφησε τα αυτά και την περιττολογία, γέρο, και κάμε ως φρόνιμος το συμφέρον σου, προσκύνησε τους θεούς πριν δοκιμάσεις σκληρά βασανιστήρια. Ο δε Άγιος απαντά. Εάν δεν βασανισθούμε εδώ πρόσκαιρα, δεν κληρονομούμε τα αιώνια αγαθά.
Ταραχθέντες τότε οι άρχοντες έφεραν τα δεινότερα κολαστήρια, λέγοντες . Θυσίασε εις τους θεούς, κακή κεφαλή. Ο δε Άγιος είπε. Μη γένοιτο να γίνω τόσον μωρός και ανόητος, να προσκυνήσω τους αναίσθητους δαίμονες, τους οποίους σεβασθώ σεις και οι οποίοι φοβούμενοι την δύναμιν του Σταυρού φεύγουν απ’ αυτού. Τότε γύμνωσαν αυτόν και λαβόντες χειράγρας κατεξεσχιζον από κεφαλής έως ποδών τας σάρκας του, ο δε μακάριος υπομένων γενναίως αυτήν την αβάστακτόν βάσανον και εις όλον το σώμα Δεινώς σπαρραττόμενος έλεγε:
Ευχαριστώ σας, αδελφοί, ότι βασανίζοντες μου το σώμα προξενείτε εις την ψυχήν μου, εις τον μέλλοντα αιώνα, αιωνία μακαριότητα. Ταύτα λέγοντος του Αγίου, οι υπερέται θαύμαζαν και έλεγον προς τους άρχοντας. «Την ατιμιών νομίζει τιμήν ούτος ο άνθρωπος και την βάσανον άνεσιν μήπως και είναι αυτός ο Χριστός και ήλθε να μας δοκιμάσει και διά τούτο αι χειράγρα αποστομώνονται και δεν ξεσχίζουν πλέον την σάρκα του;
Ταύτα ακούσας ο παριστάμενος εκεί δουξ εθυμώθει και υβρίζων τους υπηρέτες, ότι ήσαν αμελείς και αδύνατοι, άρπαξε τας χειράγρας από τα χέρια των και όρχησε να ξεσχίζει το σώμα του Αγίου με πολλήν οργήν, ο θεόργιστος, αλλά, παρευθύς, έφθασε η θεία δίκη τον άδικον και εκόπησαν, ΄΄ω του θαύματος, από τους αγκώνες τα χέρια του, και κρεμάσθηκαν εις το σώμα του Μάρτυρος, αυτός δε ο δείλαιος έπεσε κατά γης ωρυόμενος και κραυγάζων. «Βοήθει μοι, ηγεμών, διότι μάγος είναι ούτος ο άνθρωπος». Πλησιάσας τότε ο ηγεμών και ειδών τας χείρας του δουκός κρεμαμένας από το σώμα του Μάρτυρος, έπτυσεν εις το πρόσωπον του Αγίου και παρευθύς εστράφη (στράβωσε) το πρόσωπο του εις το τράχηλον και έμεινε ελεεινόν θέαμα.
Τότε ο λαός όλος της πόλεως της Μαγνησίας φοβηθέντες παρεκάλουν τον δίκαιον λέγοντες. « Απόστρεψον αφ’ ημών την οργήν του Κυρίου, Όσιε ούτω σε προστάζει ο Χριστός να μην αποδίδεις κακόν αντί κακού, αλλά να ευεργετείς τους μισούντας σε «. Λέγει προς αυτούς ο Άγιος «Ζει Κύριος ο Θεός μου, δεν είναι δόλος εις την γλώσσαν μου, αλλά ο Κύριος επαίδεθσεν αυτούς ως κακούς, δια να δώσει εις σας ζωήν αιώνιον»
Τότε το πλήθος όλον εβόησε προς Κύριον, λέγοντες. «Μη μας απολέσεις, Δέσποτα, αλλά συγχωρησον μας εις όσα επταίσαμεν». Ούτω δε πολλοί επίστευσαν. Ο δε δούξ παρεκάλει τον Άγιον λέγων. « Άγγελε του Θεού και ουράνιε άνθρωπε, βοήθησον μοι τον ταλαίπωρον. Ιδού έχεις το βάρος των χειρών μου επάνω σου και εγώ υποφέρω πόνους και βάσανον, λοιπόν ιάτρευσον με να λυτρωθώ από τας οδύνας μου και υ από βάρος και μέριμναν και εάν λάβω την ίασιν να πιστεύσω εις τον Θεόν σου βέβαια
Τότε προσευχήθει ο Άγιος λέγων προς Κύριον «Ευχαριστούμεν Δέσποτα, ότι φυλάττεις ημάς πάντοτε, επίβλεψον και νυν επί την ταπείνωσιν των πεπεδημένων δούλων σου και λύσον αυτούς από τα δεσμά εις δόξαν του Αγίου σου Ονόματος». Τότε ήλθε φωνή εκ του ουρανού λέγουσα. « Χαίρις, Αθλητά Χαράλαμπε Αγγέλων συνόμιλε και Αποστόλων ομότρωπε επήκουσα την δέησιν σου και δίδω εις τους ασεβείς την ίασιν» Πορευθύς τότε ιατρεύθησαν οι τιμωρηθέντες και πιστεύσας ο δούξ εβαπτίσθει εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, ο δε ηγεμών έπαυσε τον διωγμόν κατά των Χριστιανών, έως ότου αναφέρει εις τον βασιλέα τα γενόμενα.
Έρχονταν τότε προς τον Άγιον όλοι οι κάτοικοι της Μαγνησίας και των περιχώρων και εξομολογούντο τις αμαρτίες των εβαπτίζοντο, πολλά δε θαύματα και σε πολλούς ασθενείς έδινε την υγεία τους. Τυφλοί ανέβλεπον, χωλοί επεριπατούσαν, δαίμονες έφευγαν, νεκροί ανασταίνοντο και πάσα νόσος και ασθένεια ιατρεύετο. Ταύτα βλέπων ο ηγεμών απήλθεεν εις τον βασιλέα και του ανήγγειλε διά τον Άγιον άπαντα τα γενόμενα, ως ανωτέρω είπομεν. Ο σε ασεβής Σεβήρος, ταύτα ακούσας, εθυμώθη και έλεγε.
Δια τι αμελείται, θεοί αιώνιοι, και δεν εξολοθρεύεται από την γην τους ασεβείς εκείνους, οι οποίοι σας υβρίζουν; Ταύτα δε ειπών απέστειλεν ευθύς τριακοσίους στρατιώτας (πόλεμο θα έκανε;) προστάξας αυτούς να καρφώσουν εις όλην την ράχιν του Μάρτυρος καρφιά, και έπειτα να τον σύρουν από την Μαγνησίαν έως την Αντιόχεια
(Άγνωστον πια Αντιόχεια γίνεται λόγος δεδομένου ότι -28-πόλεις κατά την αρχαιόητα το όνομα αυτό) . Οι δε απελθόντες, εκάρφωσαν τους ήλους με πολύ ασπλαχνίαν εις όλον το σώμα του Μάρτυρος και δέσαντες αυτόν από την γενειάδα, τον τραβούσαν ανηλεώς οι απάνθρωποι. Μετά τον εκάθησαν εμπαικτικώς επάνω σε ίππον, (ανάποδα) αφού βάδισαν δέκα πέντε στάδια (ένα στάδιο 185 μέτρα), λάλησε τότε μεγαλοφώνως ο ίππος, λέγων.
«¨¨Ω τρισκατάρατοι στρατιώται, υπηρέται του διαβόλου βασιλέως, δεν βλέπετε ότι μαζί με τούτον τον άνθρωπον είναι ο Θεός και το Πνεύμα το Άγιον; Λύσατε τον, σκληροτράχηλοι, δια να λυθείτε και σείς από δεσμά αόρατα».
Τότε οι στρατιώται, φοβηθέντες, τον επήγαν με άνεσιν εις την Αντιόχειααν διά να μη παραβούν το πρόσταγμα. Ο δε διάβολος μετεσχηματίσθει εις είδος γέροντος και εφάνει εις τον Σεβήρον, λέγων. «Ουαί μοι βασιλεύ, εγώ είμαι ο βασιλεύς των Σκυθών και ήλθεν εις την πατρίδα μου μάγος τις Χαραλάμπης καλούμενος και μου επήρεν όλους τους στρατιώτας, όθεν ήλθον να σου το ειπώ, να φυλαχθείς μη πάθεις όμοιον».
Τότε έφερον ενώπιον αυτού και τον Άγιον και προστάσει να καρφώσουν σούβλαν μεγάλη εις το στήθος του, έπειτα να φέρωσι ξύλα και να ανάψωσι φωτιά, εις την οποίαν να καίωσι τον Άγιον έως να ξεψυχήσει. Διεπέρασαν λοιπόν την σούβλα εις τον Άγιον , και ώραν πολλή τον κατέκαιον, αλλά ποσώς δεν εβλάβη υπό του πυρός, διότι αυτό μεν έσβυσε, οι δε δορυφόροι εκουράσθηκαν. Ο δε