Σαρανταλείτουργο « υπέρ αναπαύσεως»
Ο ΓΕΡΟ-ΔΑΝΙΗΛ ο αγιορείτης (1929), ο σοφός ησυχαστής των Κατουνακίων, έχει καταχωρισμένο ατά χειρόγραφά του και το ακόλουθο περιστατικό, που συνέβη το 1869 στην πατρίδα του, τη Σμύρνη. Κάποιος ενάρετος χριστιανός κάλεσε στα τελευταία της ζωής του τον πνευματικό του παπα-Δημήτρη και του είπε: Εγώ σήμερα πεθαίνω. Πες μου, σε παρακαλώ, τι πρέπει να κάνω την κρίσιμη τούτη ώρα; Ο ιερέας, γνωρίζοντας την αρετή του και τη μυστηριακή προετοιμασία του, του πρότεινε το έξης: 
"Δώσε εντολή να σου κάνουν μετά το θάνατό σου τακτικό σαρανταλείτουργο σ' ένα εξωκλήσι. Έτσι κι έγινε. Ο κυρ-Δημήτρης - αυτό ήταν το όνομά του - άφησε εντολή στο γιο του να κάνει μετά την κοίμησή του σαρανταλείτουργο."
Κι εκείνος, υπακούοντας στην τελευταία επιθυμία του καλού του πατέρα, ανέθεσε χωρίς καθυστέρηση την εκτέλεση της στον παπα-Δημήτρη. Ο σεμνός λευίτης δέχτηκε να κάνει το σαρανταλείτουργο, που ο ίδιος είχε προτείνει στο μακαρίτη, και αποσύρθηκε για όλο αυτό το διάστημα στο εξωκλήσι των άγίων Αποστόλων. Οι τριάντα εννέα λειτουργίες έγιναν απρόσκοπτα. Η τελευταία έπρεπε να γίνει ημέρα Κυριακή το βράδυ όμως του Σαββάτου πιάνει τον παπά ένας δυνατός πονόδοντος και τον αναγκάζει να επιστρέψει ατό σπίτι του. Η πρεσβυτέρα του πρότεινε να βγάλει το δόντι, μα εκείνος αρνήθηκε, γιατί έπρεπε την επόμενη να τελέσει την τελευταία λειτουργία. τα μεσάνυχτα ο πόνος κορυφώθηκε, και τελικά ο παπάς αναγκάστηκε να βγάλει το δόντι. 
Επειδή όμως παρουσιάστηκε αιμορραγία, ανέβαλε την τελευταία λειτουργία για τη Δευτέρα. Στο μεταξύ, το απόγευμα του Σαββάτου, ο Γεώργιος, ο γιος του μακαριστού Δημητρίου, ετοίμασε μερικά χρήματα για τον κόπο του ιερέα, με σκοπό να του τα δώσει την επόμενη μέρα. Τα μεσάνυχτα ξύπνησε για να προσευχηθεί. 'Ανακάθισε στο κρεβάτι κι άρχισε να φέρνει ατό νου του τις αρετές, τα χαρίσματα και τα σοφά λόγια του πατέρα του. Κάποια στιγμή πέρασε απ' το μυαλό του η ακόλουθη σκέψη: "Άραγε ωφελούν τα σαρανταλείτουργα τις ψυχές των κεκοιμημένων, η τα καθιέρωσε η εκκλησία για παρηγοριά των ζώντων;" 
Τότε ακριβώς τον πήρε ένας ελαφρός ύπνος, και είδε πώς βρέθηκε σε μια πεδιάδα με ομορφιά απερίγραπτη. Ένιωθε ανάξιο τον εαυτό του να βρίσκεται σε τέτοιον ιερό και παραδεισένιο χώρο. Μπροστά του απλωνόταν ένα απέραντο και κατάφυτο περιβόλι, που μοσχοβολούσε με μίαν ανέκφραστη ευωδία. Αυτός οπωσδήποτε θα είναι ο παράδεισος!", μονολόγησε. ""Ω, τι μακαριότητα περιμένει όσους ζουν ενάρετα στη γη!" Εξετάζόντας έκπληκτος τα υπερκόσμια κάλλη, είδε ένα λαμπρό ανάκτορο με έξοχη αρχιτεκτονική χάρη, ενώ οι τοίχοι του έλαμπαν απ' τα διαμάντια και το χρυσάφι. 
"Η αμορφία του ήταν ανέκφραστη. Πλησιάζει πιο κοντά, και τότε - τι χαρά! - βλέπει στην πόρτα του παλατιού τον πατέρα του ολοφώτεινο και λαμπροφορεμένο. Πώς βρέθηκες εδώ, παιδί μου; τον ρωτάει με πραότητα και στοργή. Ούτε κι εγώ ξέρω, πατέρα. Καταλαβαίνω πώς δεν είμαι άξιος γι' αυτόν τον τόπο. 'Αλλά πες μου, πως τα περνάς εδώ; πως ήρθες; Τίνος είναι αυτό το παλάτι; Η φιλανθρωπία του ΣΩΤΗΡΟΣ Χριστού με τις πρεσβείες της Παναγίας, που της είχα ιδιαίτερη ευλάβεια, με αξίωσε να καταταχθώ σ' αυτό το μέρος. 
"Ήταν μάλιστα να μπω σήμερα μέσα στο παλάτι ο οικοδόμος όμως, που το χτίζει, πέρασε μία ταλαιπωρία- έβγαλε απόψε το δόντι του - κι έτσι δεν τέλειωσαν οι σαράντα μέρες της οικοδομής του. Για το λόγο αυτό θα μπω αύριο. 'Ύστερα απ' αυτά ο Γεώργιος ξύπνησε δακρυσμένος και έκπληκτος, αλλά και με απορίες. Πέρασε την υπόλοιπη νύχτα αναπέμποντας αίνους και δοξολογίες ατό Θεό. το πρωί, μετά τη θεία λειτουργία, πήρε πρόσφορα, νάμα και αγνό κερί και ξεκίνησε για το εξωκλήσι των άγίων Απόστολων. ο παπα-Δημήτρης τον υποδέχθηκε με χαρά: 
Τώρα μόλις τελείωσα κι εγώ τη θεία λειτουργία. Έτσι ολοκληρώθηκε το σαρανταλείτουργο. Αυτό το είπε για να Μην τον λυπήσει. ο επισκέπτης τότε του διηγήθηκε το νυχτερινό του δράμα. Όταν έφτασε στο σημείο που ο πατέρας του δεν μπήκε στο παλάτι, γιατί ο οικοδόμος έβγαλε το δόντι του, ο παπα-Δημήτρης ένιωσε φρίκη, αλλά και θαυμασμό. Εγώ είμαι, αγαπητέ μου, ο οικοδόμος που εργάστηκε στην οικοδομή του παλατιού, είπε με χαρά. Σήμερα δεν λειτούργησα, γιατί έβγαλα το δόντι μου. θα λειτουργήσω όμως τη Δευτέρα, κι έτσι θα ολοκληρώσω το πνευματικό παλάτι του πατέρα σου.
			
			
									
						
							Θαύματα και αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία
Συντονιστής: Συντονιστές
Ο άρτος που έγινε πέτρα
Στην εποχή του ιερού Χρυσοστόμου (4ος αι.) ζούσε κάποιος πλούσιος, που ανήκε μαζί με τη γυναίκα του, στην αίρεση του Μακεδονίου. Κάποτε, ακούγοντας τη διδαχή του αγίου, μετανόησε και επέστρεψε στην αλήθεια της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. Η γυναίκα του, όμως, ενώ με το στόμα ομολογούσε την πίστη της στο ορθόδοξο δόγμα, με την καρδιά της ακολουθούσε την αίρεση.
Σε μία μεγάλη γιορτή της Εκκλησίας, που συνήθιζαν να κοινωνούν πολλοί χριστιανοί, συνέβη το εξής περιστατικό:
Η γυναίκα του πλουσίου πήγε κρυφά στους ιερείς των αιρετικών για να κοινωνήσει. Δεν κοινώνησε όμως, αλλʼ αφού πήρε στα χέρια της τον άρτο, τον έδωσε κρυφά στη δούλη της να τον φυλάξει χωρίς κανείς άλλος νʼ αντιληφθεί αυτό που έκανε. Όταν αργότερα γινόταν η θεία λειτουργία των ορθοδόξων, η γυναίκα πήγε φανερά με τον άνδρα της στην εκκλησία για να κοινωνήσει. Σαν ήρθε η σειρά της, πήρε τον άγιο Άρτο από το χέρι του ιερού Χρυσοστόμου, αλλά δεν τον έβαλε στο στόμα της· μετέλαβε κρυφά τον άρτο των αιρετικών. Αμέσως, όμως, συγκλονίστηκε από ένα θαύμα: Ο άρτος των αιρετικών μετατράπηκε σε πέτρα μέσα στο στόμα της!
Η γυναίκα φοβήθηκε. Με δυνατή φωνή διηγήθηκε σε όλους το περιστατικό και πίστεψε ολόψυχα στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Ο άγιος Ιωάννης τοποθέτησε εκείνη την πέτρα στο σκευοφυλάκιο, για να θυμίζει το θαύμα.
(Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία. Έκδοση Ι. Μονής Παρακλήτου Αττικής).
			
			
									
						
							Στην εποχή του ιερού Χρυσοστόμου (4ος αι.) ζούσε κάποιος πλούσιος, που ανήκε μαζί με τη γυναίκα του, στην αίρεση του Μακεδονίου. Κάποτε, ακούγοντας τη διδαχή του αγίου, μετανόησε και επέστρεψε στην αλήθεια της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. Η γυναίκα του, όμως, ενώ με το στόμα ομολογούσε την πίστη της στο ορθόδοξο δόγμα, με την καρδιά της ακολουθούσε την αίρεση.
Σε μία μεγάλη γιορτή της Εκκλησίας, που συνήθιζαν να κοινωνούν πολλοί χριστιανοί, συνέβη το εξής περιστατικό:
Η γυναίκα του πλουσίου πήγε κρυφά στους ιερείς των αιρετικών για να κοινωνήσει. Δεν κοινώνησε όμως, αλλʼ αφού πήρε στα χέρια της τον άρτο, τον έδωσε κρυφά στη δούλη της να τον φυλάξει χωρίς κανείς άλλος νʼ αντιληφθεί αυτό που έκανε. Όταν αργότερα γινόταν η θεία λειτουργία των ορθοδόξων, η γυναίκα πήγε φανερά με τον άνδρα της στην εκκλησία για να κοινωνήσει. Σαν ήρθε η σειρά της, πήρε τον άγιο Άρτο από το χέρι του ιερού Χρυσοστόμου, αλλά δεν τον έβαλε στο στόμα της· μετέλαβε κρυφά τον άρτο των αιρετικών. Αμέσως, όμως, συγκλονίστηκε από ένα θαύμα: Ο άρτος των αιρετικών μετατράπηκε σε πέτρα μέσα στο στόμα της!
Η γυναίκα φοβήθηκε. Με δυνατή φωνή διηγήθηκε σε όλους το περιστατικό και πίστεψε ολόψυχα στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Ο άγιος Ιωάννης τοποθέτησε εκείνη την πέτρα στο σκευοφυλάκιο, για να θυμίζει το θαύμα.
(Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία. Έκδοση Ι. Μονής Παρακλήτου Αττικής).
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
			
						Ένας σύγχρονος λειτουργός Άγιος
Ο Άγιος ο Νικόλαος ο Πλανάς (†1932), ένας άγιος των ημερών μας, λειτουργούσε καθημερινά, χωρίς διακοπή, σε διάστημα μισού αιώνα. Στο διάστημα αυτό τύχαινε κάποτε να μην έχει πρόσφορο. Πάντοτε όμως εξοικονομούσε είτε από τους πιστούς είτε από τους γύρω φούρνους.
Κάποια μέρα είχε προχωρήσει ο όρθρος αρκετά, αλλά πρόσφορο δεν φαινόταν πουθενά. Έστειλε να ψάξουν στους φούρνους και στις νοικοκυρές που πάντα είχαν. Κοίταξε και στα ντουλάπια του ιερού, μήπως είχε αφήσει άλλος ιερέας. Μα κανένα αποτέλεσμα. Στενοχωρήθηκε μέχρι δακρύων.
Κάποια στιγμή τον βλέπουν να βγαίνει στην ωραία πύλη κρατώντας ένα πρόσφορο φρέσκο-φρέσκο. Το είχε βρει πάνω στην αγία τράπεζα!
-Κοιτάξτε παιδιά μου, τι σημείο μου έκανε ο Θεός, είπε συγκινημένος και χαρούμενος. Όλα τα θαύματα, σημεία τα έλεγε. Τα θεωρούσε φυσικά, γιατί είχε μεγάλη πίστη. Στα συναξάρια συναντάμε ασκητές που τους υπηρετούσε άγγελος Κυρίου. Πολύ φυσικό λοιπόν να υπηρετούσε άγγελος Κυρίου και τον παπα-Νικόλα, τον «εντός του κόσμου διαβιούντα αληθινόν ασκητήν».
Αρκετοί ενορίτες του, κυρίως μικρά παιδιά, τον έβλεπαν ότι λειτουργούσε κυριολεκτικά μεταρσιωμένο.
«Η φήμη του παπα-Νικόλα», διηγείται σεβαστή γυναίκα, «είχε απλωθεί σʼ όλη την Αθήνα. Κάποτε, παραμονή Χριστουγέννων, ξεκίνησα με τα εγγονάκια μου για να κοινωνήσω από τα αγιασμένα χέρια του.
»Τότε στη Βουλιαγμένη ήταν ακόμα ερημιά. Είκοσι χαμόσπιτα σκόρπια εδώ κι εκεί και τριγύρω χωράφια. Στη θέση της σημερινής εκκλησίας υπήρχε ένα παλιό βυζαντινό εκκλησάκι, μικρό σαν κουβούκλιο, χαμηλό και μισοσκότεινο.
»Είχαν έρθει και άλλες οικογένειες με τα παιδάκια τους. Κάποια στιγμή που ο παπα-Νικόλας εμφανίστηκε στην ωραία πύλη κρατώντας το άγιο ποτήριο, το εγγονάκι μου φώναξε:
»-Γιαγιά, ο παπάς περπατάει στον αέρα!
»-Πάψε, του λέω, ενώ συγχρόνως σταυροκοπήθηκα. Πως περπατάει στον αέρα;
»-Τον βλέπω κι εγώ, φώναξε άλλο παιδάκι. Δεν πατάει κάτω.
Στο «μετά φόβου…» πλησιάσαμε όλες οι γυναίκες και τα παιδάκια να κοινωνήσουμε. Ο παπα-Νικόλας δεν είχε ακούσει τίποτε, αλλά κι αν είχε ακούσει. Δεν έδωσε καθόλου προσοχή.
»Από τότε ερχόμουν πάντοτε εδώ και κοινωνούσα. Και κάθε φορά ήταν αδύνατον να μην ακούσω παιδάκια να φωνάζουν:
»-Ο παπάς περπατάει στον αέρα!»
Το 1920, ανήμερα τα Χριστούγεννα, ο όσιος λειτούργησε στον άγιο Ιωάννη Βουλιαγμένης. Όταν βγήκε ν κοινωνήσει πιστούς, πλησίασε και μια γυναίκα με το μωρό της. Αφού κοινώνησε το μικρό, το έδωσε σε μια κοπέλα, την Ιουλία, να το κρατήσει.
Η Ιουλία, καθώς το κρατούσε, γύρισε και κοίταξε τον ιερέα. Τότε παρά λίγο να της πέσει το παιδί από τα χέρια.
-Πρόσεξε! Τι έπαθες; της φώναξε η γυναίκα.
-Βλέπω τον παπά να στέκεται πάνω σʼ ένα σύννεφο, απάντησε εκστατική.
Άλλοτε πάλι, ενώ λειτουργούσε ο όσιο στον προφήτη Ελισσαίο, έγινε και τούτο: Ένα οκτάχρονο παιδάκι βγαίνει κάτωχρο από το ιερό και λέει στη μητέρα του:
-Μαμά, ο παπα-Νικόλας είναι τόσο ψηλά από τη γη!
Και της έδειξε μισό πήχη με το χεράκι του.
(Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία, Έκδοση Ι. Μονής Παρακλήτου Αττικής).
			
			
									
						
							Ο Άγιος ο Νικόλαος ο Πλανάς (†1932), ένας άγιος των ημερών μας, λειτουργούσε καθημερινά, χωρίς διακοπή, σε διάστημα μισού αιώνα. Στο διάστημα αυτό τύχαινε κάποτε να μην έχει πρόσφορο. Πάντοτε όμως εξοικονομούσε είτε από τους πιστούς είτε από τους γύρω φούρνους.
Κάποια μέρα είχε προχωρήσει ο όρθρος αρκετά, αλλά πρόσφορο δεν φαινόταν πουθενά. Έστειλε να ψάξουν στους φούρνους και στις νοικοκυρές που πάντα είχαν. Κοίταξε και στα ντουλάπια του ιερού, μήπως είχε αφήσει άλλος ιερέας. Μα κανένα αποτέλεσμα. Στενοχωρήθηκε μέχρι δακρύων.
Κάποια στιγμή τον βλέπουν να βγαίνει στην ωραία πύλη κρατώντας ένα πρόσφορο φρέσκο-φρέσκο. Το είχε βρει πάνω στην αγία τράπεζα!
-Κοιτάξτε παιδιά μου, τι σημείο μου έκανε ο Θεός, είπε συγκινημένος και χαρούμενος. Όλα τα θαύματα, σημεία τα έλεγε. Τα θεωρούσε φυσικά, γιατί είχε μεγάλη πίστη. Στα συναξάρια συναντάμε ασκητές που τους υπηρετούσε άγγελος Κυρίου. Πολύ φυσικό λοιπόν να υπηρετούσε άγγελος Κυρίου και τον παπα-Νικόλα, τον «εντός του κόσμου διαβιούντα αληθινόν ασκητήν».
Αρκετοί ενορίτες του, κυρίως μικρά παιδιά, τον έβλεπαν ότι λειτουργούσε κυριολεκτικά μεταρσιωμένο.
«Η φήμη του παπα-Νικόλα», διηγείται σεβαστή γυναίκα, «είχε απλωθεί σʼ όλη την Αθήνα. Κάποτε, παραμονή Χριστουγέννων, ξεκίνησα με τα εγγονάκια μου για να κοινωνήσω από τα αγιασμένα χέρια του.
»Τότε στη Βουλιαγμένη ήταν ακόμα ερημιά. Είκοσι χαμόσπιτα σκόρπια εδώ κι εκεί και τριγύρω χωράφια. Στη θέση της σημερινής εκκλησίας υπήρχε ένα παλιό βυζαντινό εκκλησάκι, μικρό σαν κουβούκλιο, χαμηλό και μισοσκότεινο.
»Είχαν έρθει και άλλες οικογένειες με τα παιδάκια τους. Κάποια στιγμή που ο παπα-Νικόλας εμφανίστηκε στην ωραία πύλη κρατώντας το άγιο ποτήριο, το εγγονάκι μου φώναξε:
»-Γιαγιά, ο παπάς περπατάει στον αέρα!
»-Πάψε, του λέω, ενώ συγχρόνως σταυροκοπήθηκα. Πως περπατάει στον αέρα;
»-Τον βλέπω κι εγώ, φώναξε άλλο παιδάκι. Δεν πατάει κάτω.
Στο «μετά φόβου…» πλησιάσαμε όλες οι γυναίκες και τα παιδάκια να κοινωνήσουμε. Ο παπα-Νικόλας δεν είχε ακούσει τίποτε, αλλά κι αν είχε ακούσει. Δεν έδωσε καθόλου προσοχή.
»Από τότε ερχόμουν πάντοτε εδώ και κοινωνούσα. Και κάθε φορά ήταν αδύνατον να μην ακούσω παιδάκια να φωνάζουν:
»-Ο παπάς περπατάει στον αέρα!»
Το 1920, ανήμερα τα Χριστούγεννα, ο όσιος λειτούργησε στον άγιο Ιωάννη Βουλιαγμένης. Όταν βγήκε ν κοινωνήσει πιστούς, πλησίασε και μια γυναίκα με το μωρό της. Αφού κοινώνησε το μικρό, το έδωσε σε μια κοπέλα, την Ιουλία, να το κρατήσει.
Η Ιουλία, καθώς το κρατούσε, γύρισε και κοίταξε τον ιερέα. Τότε παρά λίγο να της πέσει το παιδί από τα χέρια.
-Πρόσεξε! Τι έπαθες; της φώναξε η γυναίκα.
-Βλέπω τον παπά να στέκεται πάνω σʼ ένα σύννεφο, απάντησε εκστατική.
Άλλοτε πάλι, ενώ λειτουργούσε ο όσιο στον προφήτη Ελισσαίο, έγινε και τούτο: Ένα οκτάχρονο παιδάκι βγαίνει κάτωχρο από το ιερό και λέει στη μητέρα του:
-Μαμά, ο παπα-Νικόλας είναι τόσο ψηλά από τη γη!
Και της έδειξε μισό πήχη με το χεράκι του.
(Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία, Έκδοση Ι. Μονής Παρακλήτου Αττικής).
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
			
						Η άδεια λαβίδα
Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ Ιάκωβος Τσαλίκης (+1991) εξομολόγησε κάποτε μια γερόντισσα και της έβαλε κανόνα να μην κοινωνήσει για τρία χρόνια.
-Γιατί δεν κοινωνάς; Τη ρώτησε μια μέρα ο ιερέας της ενορίας της.
-Μου έβαλε κανόνα ο π. Ιάκωβος, απάντησε εκείνη, και του είπε την αιτία.
-Όχι γιαγιά, μη στενοχωριέσαι. Αυτός είναι αγράμματος καλόγερος. Εγώ είμαι μορφωμένος και σου λύνω τον κανόνα. Να έρθεις την Κυριακή να σε κοινωνήσω.
Καθώς όμως πλησίασε η γιαγιά να μεταλάβει, ένιωσε στο στόμα της την αγία λαβίδα άδεια και κρύα. Δεν κατάλαβε τη γεύση της Θείας Κοινωνίας. Το θαυμαστό γεγονός επαναλήφθηκε άλλες δύο Κυριακές, οπότε η γυναίκα ανησύχησε και ξαναπήγε στο γέροντα Ιάκωβο.
- Παιδί μου, της είπε εκείνος, ο κανόνας δεν λύνεται. Πρέπει να κάνεις τον κανόνα που σου έβαλα.
Το 1987, ο π. Ιάκωβος εξομολόγησε μια κοπέλα, αλλά της απαγόρευσε να κοινωνήσει. Εκείνη τότε επισκέφθηκε κάποιον επίσκοπο, που της επέτρεψε τη Θεία Μετάληψη. Όταν όμως πλησίασε να κοινωνήσει, η αγία λαβίδα μπήκε άδεια στο στόμα της. Αυτό το παράδοξο και θαυμαστό επαναλήφθηκε κι άλλη φορά, οπότε η κοπέλα τρόμαξε, μετανόησε και πήγε να εξομολογηθεί πάλι στον π. Ιακωβο.
Θαυμαστές αλλοιώσεις
" Όταν κοινωνώ τους ανθρώπους ", διηγόταν χαρακτηριστικά άλλοτε ο μακαριστός γέροντας Ιάκωβος, " ποτέ δεν κοιτάζω τα πρόσωπά τους. Μερικές φορές όμως μου λέει ο λογισμός να τα κοιτάξω. Τότε βλέπω μερικά πρόσωπα να έχουν μορφή σκύλου, πιθήκου ή άλλων ζώων. Είναι φοβερή η μορφή τους. Βλέπω όμως και μερικά ήρεμα και ιλαρά που μετά τη Θεία Μετάληψη λάμπουν σαν τον ήλιο" .
Μιά φορά του είπε κάποιος συλλειτουργός του: - Μ' έκαψε η Θεία Κοινωνία!...
- Εγώ, απάντησε ο γέροντας, δεν αισθάνθηκα να με καίει.
Αντίθετα, ζούσε τόσο έντονα τη μέθεξη του δεσποτικού Σώματος, ώστε ανακαινιζόταν ψυχικά και σωματικά.
- Σήμερα που κοινώνησες, είπε σ' ένα πνευματικό του παιδί, βλέπεις πώς αισθάνεσαι; Εγώ αισθάνομαι έτσι πάντοτε. Ο Χριστός βρίσκεται μέσα μου πάντα.
(Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία, Έκδοση Ι. Μονής Παρακλήτου Αττικής).
			
			
									
						
							Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ Ιάκωβος Τσαλίκης (+1991) εξομολόγησε κάποτε μια γερόντισσα και της έβαλε κανόνα να μην κοινωνήσει για τρία χρόνια.
-Γιατί δεν κοινωνάς; Τη ρώτησε μια μέρα ο ιερέας της ενορίας της.
-Μου έβαλε κανόνα ο π. Ιάκωβος, απάντησε εκείνη, και του είπε την αιτία.
-Όχι γιαγιά, μη στενοχωριέσαι. Αυτός είναι αγράμματος καλόγερος. Εγώ είμαι μορφωμένος και σου λύνω τον κανόνα. Να έρθεις την Κυριακή να σε κοινωνήσω.
Καθώς όμως πλησίασε η γιαγιά να μεταλάβει, ένιωσε στο στόμα της την αγία λαβίδα άδεια και κρύα. Δεν κατάλαβε τη γεύση της Θείας Κοινωνίας. Το θαυμαστό γεγονός επαναλήφθηκε άλλες δύο Κυριακές, οπότε η γυναίκα ανησύχησε και ξαναπήγε στο γέροντα Ιάκωβο.
- Παιδί μου, της είπε εκείνος, ο κανόνας δεν λύνεται. Πρέπει να κάνεις τον κανόνα που σου έβαλα.
Το 1987, ο π. Ιάκωβος εξομολόγησε μια κοπέλα, αλλά της απαγόρευσε να κοινωνήσει. Εκείνη τότε επισκέφθηκε κάποιον επίσκοπο, που της επέτρεψε τη Θεία Μετάληψη. Όταν όμως πλησίασε να κοινωνήσει, η αγία λαβίδα μπήκε άδεια στο στόμα της. Αυτό το παράδοξο και θαυμαστό επαναλήφθηκε κι άλλη φορά, οπότε η κοπέλα τρόμαξε, μετανόησε και πήγε να εξομολογηθεί πάλι στον π. Ιακωβο.
Θαυμαστές αλλοιώσεις
" Όταν κοινωνώ τους ανθρώπους ", διηγόταν χαρακτηριστικά άλλοτε ο μακαριστός γέροντας Ιάκωβος, " ποτέ δεν κοιτάζω τα πρόσωπά τους. Μερικές φορές όμως μου λέει ο λογισμός να τα κοιτάξω. Τότε βλέπω μερικά πρόσωπα να έχουν μορφή σκύλου, πιθήκου ή άλλων ζώων. Είναι φοβερή η μορφή τους. Βλέπω όμως και μερικά ήρεμα και ιλαρά που μετά τη Θεία Μετάληψη λάμπουν σαν τον ήλιο" .
Μιά φορά του είπε κάποιος συλλειτουργός του: - Μ' έκαψε η Θεία Κοινωνία!...
- Εγώ, απάντησε ο γέροντας, δεν αισθάνθηκα να με καίει.
Αντίθετα, ζούσε τόσο έντονα τη μέθεξη του δεσποτικού Σώματος, ώστε ανακαινιζόταν ψυχικά και σωματικά.
- Σήμερα που κοινώνησες, είπε σ' ένα πνευματικό του παιδί, βλέπεις πώς αισθάνεσαι; Εγώ αισθάνομαι έτσι πάντοτε. Ο Χριστός βρίσκεται μέσα μου πάντα.
(Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία, Έκδοση Ι. Μονής Παρακλήτου Αττικής).
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλό
			
						